.
.~`~.
I
Για το Μέγα «Σχίσμα»
Πρώιμες διαφορές Λατινοκεντρικής και Ελληνοκεντρικής κοσμοθέασης
I
Για το Μέγα «Σχίσμα»
Πρώιμες διαφορές Λατινοκεντρικής και Ελληνοκεντρικής κοσμοθέασης
Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία δεν κατόρθωσε να διατηρήσει την ενότητα της οικουμένης την οποία είχε οραματιστεί και εν πολλοίς επιτύχει ο Μέγας Αλέξανδρος [Αδελφοσύνη και Ομόνοια]. Η ριζική αναδιοργάνωση –ουσιαστικά ο διαμελισμός– της Αυτοκρατορίας από τον Διοκλητιανό αποτέλεσε παραδοχή και ιστορική αποκρυστάλλωση του γεγονότος ότι η οικουμένη διακρινόταν ήδη σε δύο ζώνες: την ελληνοκεντρική και τη λατινοκεντρική...
Η ανωτέρω αντιπαράθεση μεταξύ λατινικής και ελληνικής Χριστιανοσύνης είναι επιγέννημα του γεγονότος ότι, ήδη από τον 2ο αιώνα μ.Χ., το φιλοσοφικό-πολιτιστικό υπόβαθρο των Ελλήνων Εκκλησιαστικών Πατέρων ήταν πολύ διαφορετικό από το φιλοσοφικό-πολιτιστικό υπόβαθρο των Λατίνων Εκκλησιαστικών Πατέρων. Οι Έλληνες Εκκλησιαστικοί Πατέρες ήταν απόφοιτοι φιλοσοφικών σχολών και θεολογούσαν βασισμένοι στην ελληνική φιλοσοφική γλώσσα, εγκεντρισμένοι στη ζήτηση των Ελλήνων φιλοσόφων για τρόπο νοηματοδότησης της ζωής. Από την άλλη πλευρά, οι Λατίνοι Εκκλησιαστικοί Πατέρες της ίδιας περιόδου ήταν απόφοιτοι νομικών σχολών και θεολογούσαν βασισμένοι στη λατινική νομική γλώσσα, εγκεντρισμένοι στη ζήτηση των Λατίνων θεμελιωτών του Ρωμαϊκού Δικαίου για τρόπο πρακτικής οργάνωσης της ζωής και γι’ αυτό έτειναν στη λογοκρατική τυποποίηση της χριστιανικής θρησκευτικότητας...
Καθ’ όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα, η Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης και η Εκκλησία της Ρώμης ακολούθησαν ριζικά διαφορετικούς δρόμους. Για την ελληνική Ανατολή, το νόημα της ιστορικότητας έχει προτεραιότητα έναντι της ιστορικότητας καθ’ εαυτής, και άρα το πρόσωπο έναντι της ουσίας, κι έτσι η ελληνική Ανατολή οραματίστηκε τη θέωση του ανθρώπου. Αντίθετα, για τη λατινική Δύση, προτεραιότητα αποκτά η αποτελεσματικότερη δυνατή προσαρμογή στις ιστορικές ανάγκες έναντι του υπερβατικού νοήματος της ιστορικότητας, κι έτσι η λατινική Δύση οραματίστηκε μια πρακτική, ρασιοναλιστική οργάνωση του ιστορικού βίου. Η ελληνική Ανατολή ανέδειξε τη θεολογία του προσώπου και τον μυστηριακό τρόπο ύπαρξης, στα οποία η λατινική Δύση αντιπαρέθεσε τη λογοκρατική θεολογία των Σχολαστικών –στο πλαίσιο της οποίας η θεογνωσία αποβαίνει ατομικό διανοητικό επίτευγμα– και τη χρησιμοθηρία...
Για να παγιώσει τον ηγεμονικό-πολιτικό του ρόλο, ο Δάμασος συνειδητοποιεί ότι πρέπει να εγκαταλείψει την ελληνική γλώσσα και την ελληνική φιλοσοφική παράδοση και να οργανώσει την Εκκλησία με βάση τη λατινική γλώσσα και τη ρωμαϊκή νομική παράδοση, αφού ουσιαστικά επεδίωκε να θεμελιώσει μια εξουσιαστική δομή...
Ο Καρλομάγνος, ιστορικά, σηματοδοτεί την κυριαρχία των Φράγκων στη Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και την υποβάθμιση του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού. Ο Φράγκος Βασιλέας Καρλομάγνος, παρ’ ότι ήταν υιός και εγγονός Φράγκων βασιλέων, ήταν αναλφάβητος και σε μεγάλη ηλικία προσπάθησε να μάθει γραφή και ανάγνωση. Ωστόσο, είχε κοσμοκρατορικά ιδεώδη και γι’ αυτό συγκέντρωσε λόγιους στην αυλή του –οι οποίοι δεν γνώριζαν βεβαίως παρά ελάχιστα από τα στοιχεία της κλασσικής ελληνικής σκέψης (κι αυτά μέσω κακών μεταφράσεων)– και επεδίωκε να δημιουργήσει σχολές (εξ ου και η γέννηση του ‘Σχολαστικισμού’ στη Δύση), ώστε να κυριαρχήσει πολιτιστικά στην Ευρώπη. Στο πλαίσιο του πολιτιστικού ιμπεριαλισμού του, ο Καρλομάγνος όριζε επισκόπους με δικές του κυρίως, παρά παπικές, αποφάσεις, απαιτούσε αυτοί να αναλαμβάνουν καθήκοντα που θα άρμοζαν σε κοσμικούς άρχοντες και επίσης καθιέρωσε την παράδοση της ανάμιξης των αυτοκρατόρων –μέσω πολύπλοκων ραδιουργιών– στην εκλογή παπών. Έτσι, δημιούργησε ένα ισχυρό, συγκεντρωτικό και γερμανοκρατούμενο υπερκράτος...
Τα κόμπλεξ και το μένος του Καρλομάγνου απέναντι στο Βυζάντιο εκφράζονται στα πρακτικά της φραγκικής Συνόδου της Φρανκφούρτης, όπου οι κάτοικοι του Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους αποκαλούνται υποτιμητικά «Γραικοί» και χαρακτηρίζονται ως Έλληνες-ειδωλολάτρες, επειδή δήθεν λατρεύουν τις θρησκευτικές εικόνες. Μάλιστα, ο πολιτιστικός πόλεμος του Καρλομάγνου εναντίον του Ελληνισμού και του Βυζαντίου συνεχίστηκε με τα γνωστά συγγράμματα Contra errores Grecorum (Εναντίον των Λαθών των Γραικών), όπου οι αυλικοί του Καρλομάγνου, υπηρετώντας την πολιτική του, ισχυρίζονται ότι τις ορθές ερμηνείες της χριστιανικής πίστης και της ελληνικής φιλοσοφίας τις κατέχουν αυτοί και όχι η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (*)...
Τι ήταν, γενικά, αυτό που ώθησε τη Ρωμαϊκή Εκκλησία στην εκκοσμικευτική της πορεία; Ήταν μια θεολογία βασισμένη στη ratio, δηλαδή μια θεολογία βασισμένη στη λογοκρατική δυνατότητα της διάνοιας να διακρίνει και να συνδέει τα γνωστικά αντικείμενα, η οποία οδηγεί σε μια λογοκρατική θεολογία. Δηλαδή οι άνθρωποι προσάρμοσαν τον Θεό στα μέτρα τους και σε ιστορικές σκοπιμότητές τους και νόμισαν ότι έτσι Τον γνώρισαν...
Ο Σχολαστικισμός αποτελεί κατά βάση προσπάθεια λογικής εμβάθυνσης και συστηματοποίησης, με τη βοήθεια φιλοσοφικών εννοιών, των ‘εξ αποκαλύψεως’ αληθειών. Έτσι, ο Σχολαστικισμός έδωσε προτεραιότητα στα κοινά-γενικά γνωρίσματα (ουσία) των όντων και στη λογική τους οργάνωση, και όχι στις υποστάσεις (προσωπικός τρόπος ζωής-ετερότητα) των όντων. Γι’ αυτό, εγγενές στη Δυτική ρασιοναλιστική θεολογία, είναι το σπέρμα του λογοκρατικού δεσποτισμού...
Η διάνοια δεν συλλαμβάνει μόνο την ιδέα του αγαθού αλλά γνωρίζει και τι είναι αγαθό στις επιμέρους περιπτώσεις, και έτσι καθορίζει τη βούληση. Και η ελευθερία έπεται της ratio ως χαρακτηριστικό του ανθρώπου, διότι η ελευθερία εξαρτάται αναγκαστικά από τη γνώση και άρα από τη ratio. Ελευθερία (ως ηθικό ιδεώδες), κατά τον Θωμά Ακινάτη, είναι η αναγκαιότητα που βασίζεται στη λογική γνώση. Συνεπώς, δια του ορθολογισμού (rationalism), και συγκεκριμένα δια του νοησιαρχικού ντετερμινισμού (κατά τον οποίο η επιλογή της βούλησης εξαρτάται από την καθαρά εσωτερική γνωστική δραστηριότητα), ο Ακινάτης δίδει στη Δυτική θεολογία και φιλοσοφία μια ανθρωποκεντρική (σε αντιδιαστολή προς τη θεοκεντρική) τροπή, η οποία εντατικοποιήθηκε και έγινε απολύτως σαφής και κυρίαρχη στη νεώτερη ευρωπαϊκή φιλοσοφία. Εξ ου και, σταδιακά, όσο ενισχυόταν η πεποίθηση της Δύσης στην οντολογική αυτάρκεια της συνειδήσης του υποκειμένου ως θεμελίου τής αλήθειας, τόσο εντονότερος γινόταν ο ανταγωνισμός μεταξύ θρησκείας και επιστήμης (αφού πλέον, στη Δύση, τόσο η θρησκεία όσο και η επιστήμη είχαν γίνει δύο εκδοχές του ορθολογισμού) και τόσο πιο επιρρεπής γινόταν η Δύση στον επιστημονισμό...
Ο Θωμάς Ακινάτης διέστρεψε και παρανόησε τον Αριστοτέλη, διότι αγνοούσε ότι το τέλος-σκοπός της Αριστοτελικής λογικής ήταν η μέθεξη στον Λόγο και άρα η κοινωνική ψυχή:
«το ορθώς διανοείσθαι δια το ορθώς κοινωνείν».
Στο πλαίσιο της φιλοσοφίας του Αριστοτέλη, ο λόγος εξασφαλίζει και θεμελιώνει μια κοινωνία ψυχών, την πολιτική κοινωνία ως κοσμική αρμονία και λογικότητα. Στα Πολιτικά (1253 a 27-29, 32-33), ο Αριστοτέλης τονίζει ότι «ο μη δυνάμενος κοινωνείν ή μηθέν δεόμενος δι’ αυτάρκειαν ουθέν μέρος πόλεως, ώστε ή θηρίον ή θεός» και ότι η δικαιοσύνη, ως η κατ’ εξοχήν αρετή του πολιτικού ζώου, έγκειται στη ροπή των μερών προς το όλον. Αντίθετα, στο πλαίσιο του ορθολογισμού του Θωμά Ακινάτη, η λογική ενδιαφέρει σαν χρηστικό εργαλείο, ώστε να νικήσει τον αντίπαλο στη ρητορική, να καθυποτάξει δια συλλογισμών τον αμφισβητία, να θεμελιώσει λογικές βεβαιότητες και να εγκαθιδρύσει ένα κοινωνικό σύστημα βασισμένο στη λογική αναγκαιότητα. Η Αριστοτελική λογική υπηρετεί το αίτημα της κοινωνικής ενότητας βάσει της αρχής ότι η αλήθεια αναδύεται από την κοινωνία, δηλαδή ότι το κοινωνικό είναι το αληθινό, ενώ ο Θωμιστικός ορθολογισμός οδηγεί στη λογική νομιμοποίηση της Ιερής Εξέτασης και της «plenitudo potestatis» του Παπισμού, εφόσον ο Θωμιστικός ορθολογισμός προτάσσει τη λογική αναγκαιότητα έναντι της κοινωνίας και την αφαιρετική αναγωγή στο γενικό έναντι της βιωματικής μέθεξης στο καθολικό. Στην εποχή της νεωτερικότητας, το αστικό σύστημα αξιοποίησε τον Θωμιστικό ορθολογισμό, αφού προηγουμένως τον αποχριστιάνισε πλήρως και τον προσάρμοσε στις αστικές, ‘εκκοσμικευμένες’ σκοπιμότητες, για να εγκαθιδρύσει έναν παγκόσμιο φιλελεύθερο μονόλογο (ως διάδοχο του Παπικού μονόλογου) και την Ιερή Εξέταση των τεχνοκρατών (ως διάδοχο της Ιερής Εξέτασης των αξιωματούχων του Παπισμού).
---------------------------------------------------------------
(*) «Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει θεσπίσει, ως ανώτατη τιμητική διάκριση, το «Βραβείο Καρλομάγνος», έχει οικοδομήσει την «Αίθουσα Καρλομάγνος» στις εγκαταστάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και γενικώς έχει ορίσει τον Καρλομάγνο ως τον παραδειγματικό της πολιτιστικό ήρωα, δείχνοντας απροκαλύπτως ότι η κουλτούρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι εχθρική προς το Βυζάντιο».
Όταν μελετηθεί η ευρωπαϊκή ιστορία, μπορεί να γίνει αντιληπτό ότι λειτουργεί μια μυστική διαλεκτική σχετικά με τη κληρονομιά της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας... Τα σύνορα που προέκυψαν από τη συνθήκη του Βερντέν του 843, η οποία διαμοιράζει την Αγία Ρωμαιογερμανική αυτοκρατορίατου Καρλομάγνου μεταξύ τριών κληρονόμων, ταυτίζονται σχεδόν απόλυτα με τις φυσικές περιοχές και τα πεδία προβλημάτων της σημερινής Γαλλίας και Γερμανίας. Μετά από αυτόν τον διαμοιρασμό, η Αγία Ρωμαιογερμανική αυτοκρατορία ενώθηκε εκ νέου... Το ξεκαθάρισμα λογαριασμών που προέκυψε από την εμφάνιση του συνασπισμού των Προτεσταντών, ο οποίος σχηματίστηκε ενάντια στην εν λόγω ένωση, είχε ως αποτέλεσμα τον Τριακονταετή πόλεμο που τερματίστηκε με την συνθήκη της Βεστφαλίας του 1648. Έτσι, η Αγία Ρωμαιογερμανική αυτοκρατορία διαλύθηκε εκ νέου... Οι μεν στρατηγικές του Bismarck και του Γουλιέλμου του Β', που επιδίωξαν να ανασυγκροτήσουν την ίδια κληρονομιά γύρω από τη Γερμανία, οδήγησαν στον Α'Παγκόσμιο πόλεμο, η δε προσπάθεια του Χίτλερ, προκάλεσε τον Β'Παγκόσμιο πόλεμο.
Η Ευρωπαϊκή Ένωσηδεν είναι τίποτε άλλο από την προσπάθεια ανασυγκρότησης της εν λόγω κληρονομιάς
αντί δια στρατιωτικών μέσων με οικονομικά και πολιτικά μέσα.
αντί δια στρατιωτικών μέσων με οικονομικά και πολιτικά μέσα.
Ahmet Davutoğlu
---------------------------------------------------------------
Για προχριστιανικές διαφορές όσον αφορά το Μέγα «Σχίσμα» - Κλῖμαξ ή κρίσιμη καμπή και τη ρίζα του, ανάμεσα σε Λατινοκεντρική και Ελληνοκεντρική κοσμοθέαση, εδώ από Αξελό, Heidegger, Husserlκαι όσον αφορά την ιστορικότητα της εξέλιξης του και τις έσχατες συνέπειες του Μέγα «Σχίσματος» εδώ από Παπαϊωάννου. Ουσιαστικά το άνωθεν απόσπασμα που διαβάσατε και αναφέρεται στις διαφορές της λατινικής και της ελληνικής Χριστιανοσύνης είναι ενδιάμεσο, προηγείται της ανάρτησης του Παπαϊωάννου και έπεται αυτής των Αξελού, Heidegger, Husserl.
Συμπληρωματικά, όσον αφορά τη Θεωρία Διεθνών Σχέσεων μπορεί να λειτουργήσει και η ανάρτηση: Δογματική ομοιομορφία, δογματικός ιμπεριαλισμός και κοσμοπολιτισμός. Οι τρεις τρόποι εξομοίωσης των διεθνών σχέσεων σε μια κατάσταση εσωτερικής πολιτικής προς την πραγμάτωση της διεθνούς κοινωνίας, της civitas maxima ή του υπερ-κράτους και ένα παράρτημα περί αδελφοσύνης και ιμπεριαλισμού, από τον Martin Wight.
.~`~.
II
Πολιτιστική διπλωματία και γεωπολιτική
Επιχείρηση των Μεγάλων Δυνάμεων της Δύσης για τη δημιουργία ενός «Νέου Ελληνισμού»
II
Πολιτιστική διπλωματία και γεωπολιτική
Επιχείρηση των Μεγάλων Δυνάμεων της Δύσης για τη δημιουργία ενός «Νέου Ελληνισμού»
Η πρώτη μεγάλη επιχείρηση των Μεγάλων Δυνάμεων της Δύσης για να δημιουργήσουν έναν «Νέο Ελληνισμό», άσχετο με τον κλασσικό αρχαίο Ελληνισμό και άσχετο με τον μεσαιωνικό Ελληνισμό (Βυζάντιο) έλαβε χώρα τη δεκαετία του 1830, αφού είχε προηγηθεί η δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια [Δες και εδώ το δ´ - Η αποστολή του Σαμαρά και τα «άκρα»]. Πρωταγωνιστές εκείνου του σχεδίου εκδυτικισμού της Ελλάδας ήταν ο Θεόκλητος Φαρμακίδης και ο Βαυαρός Αντιβασιλέας Γκέοργκ Λούντβιχ φον Μάουρερ (Georg Ludwig von Maurer).
Ο Φαρμακίδης τοποθετήθηκε από τον Μάουρερ σύμβουλος για Εκκλησιαστικές Υποθέσεις (το κατεξοχήν ζήτημα πολιτιστικής διπλωματίας εκείνη την εποχή) και αρχιγραμματέας της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος. Το 1833, ο Φαρμακίδης βοήθησε το βαυαρικό καθεστώς της Ελλάδας να αποσπάσει σχισματικώς την τοπική Εκκλησία από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και να την καταστήσει εθνική αυτοκέφαλη Εκκλησία, που, στην πράξη, σήμαινε υποτελή στο βαυαρικό καθεστώς. Πράγματι, το 1833, οι Βαυαροί εξουσιαστές της Ελλάδας ανακήρυξαν την Εκκλησία της Ελλάδος αυτοκέφαλη και την έθεσαν υπό τη διοίκηση μιας πενταμελούς συνόδου επισκόπων τους οποίους διόριζε ο βασιλέας, ο οποίος κατέστη επικεφαλής της Εκκλησίας της Ελλάδος, παρ’ ότι ήταν ετερόδοξος!
Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος, ως ιστορικός θεσμός, κατά παράβαση της Ορθόδοξης εκκλησιολογίας, ιδρύθηκε και διοικήθηκε από τον Ρωμαιοκαθολικό Βαυαρό Βασιλέα Όθωνα και από τον Προτεστάντη Βαυαρό Αντιβασιλέα Μάουρερ, με τη βοήθεια μιας σειράς πολιτιστικών πρακτόρων τους, κληρικών και λαϊκών...
Το σχέδιο της Δύσης για τη διαχείριση του Νεοελληνικού Κράτους περιελάμβανε δύο πνευματικά σκέλη: πρώτον, η σύνδεση των Νεοελλήνων με τον κλασσικό Ελληνισμό έπρεπε να γίνει σύμφωνα με τον τρόπο που ερμήνευσαν την κλασσική ελληνική φιλοσοφία και πνευματικότητα Γερμανοί καθηγητές (ιδίως στο πλαίσιο του γερμανικού ρομαντισμού) και, δεύτερον, η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος θα έπρεπε τυπικά να διατηρεί Ορθόδοξα έθιμα και Ορθόδοξες αρχές και τελετουργίες, αλλά ουσιαστικά να περιθωριοποιήσει και να εξαφανίσει τις τεράστιες πνευματικές διαφορές που έχει η Ορθόδοξη Παράδοση από τον Ρωμαιοκαθολικισμό και τον Προτεσταντισμό, προκειμένου έτσι να διευκολυνθεί η πλήρης ενσωμάτωση της Ελλάδας στη Δύση...
Τις δεκαετίες του 1830 και του 1840, αναπτύσσονται σημαντικές πρωτοβουλίες των Βρετανών για διείσδυσή τους στην Ορθόδοξη Εκκλησία και για την ανάπτυξη των σχέσεων μεταξύ της Αγγλικανικής Εκκλησίας και της Ορθόδοξης Εκκλησίας... Αυτήν την περίοδο αναπτύσσεται και δραστηριοποιείται δυναμικά το Κίνημα της Οξφόρδης (1833-1845), ή Tractarians, το οποίο δρα στην Αγγλικανική Εκκλησία και, μεταξύ άλλων, προωθεί τη σύναψη σχέσεων με την Ορθόδοξη Εκκλησία, υπό τη μορφή μιας πολύ εκλεπτυσμένης βρετανικής πολιτιστικής και ειδικά θρησκευτικής διπλωματίας. Έτσι, η Αγγλικανική Εκκλησία προβαίνει στη δημιουργία τοπικών Εκκλησιών σε περιοχές όπου προηγουμένως δεν διέθετε ποίμνιο: ιδρύει αγγλικανική επισκοπή Ιεροσολύμων (το έτος 1841) και αγγλικανική επισκοπή Γιβλαρτάρ (το έτος 1842) και επιπλέον χρησιμοποιεί τη Μάλτα ως επιτελικό κέντρο για την οργάνωση αγγλικανικών ιεραποστολών στην Εγγύς Ανατολή, περιλαμβανομένων των Επτανήσων.
Με αυτόν τον τρόπο, οι Βρετανοί συνδυάζουν τη βρετανική γεωπολιτική σκέψη με επιχειρήσεις πολιτιστικής και ειδικά θρησκευτικής διπλωματίας, συνδυάζοντας τη γεωπολιτική με τη νοοπολιτική, ώστε να ενισχύσουν ακόμη περισσότερο και πιο αποτελεσματικά τα συμφέροντα της Βρετανικής Αυτοκρατορίας.
Θέτοντας κατά μέρος τις διαφορές που χωρίζουν τον τύπο ανθρώπου τον οποίο εκφράζει η Ορθόδοξη Εκκλησιαστική Παράδοση από τους ανθρωποτύπους τους οποίους εκφράζουν ο Ρωμαιοκαθολικισμός και ο Προτεσταντισμός, η Εκκλησία της Ελλάδος, έχοντας μετατραπεί σε θεσμική συνιστώσα του Νεοελληνικού Κράτους, δηλαδή ενός εκδυτικιζόμενου κράτους και μάλιστα ενός κράτους-μέλους του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης (δηλαδή πνευματικώς ξένων, αν όχι και πνευματικώς εχθρικών, μοντέλων κοινωνικής οργάνωσης), υπέστη σοβαρή κρίση ταυτότητας και δομική αλλοίωση. Αν βεβαίως η Εκκλησία της Ελλάδος διεφύλασσε ουσιαστικά και μετέδιδε την Ορθόδοξη Εκκλησιαστική Παράδοση με την ίδια ακρίβεια, θέρμη και προσήλωση με τις οποίες διαφυλάσσει διοικητικά προνόμιά της, γραφειοκρατικές και διοικητικές δομές της και το τυπικό, εξωτερικό κύρος του ιερατείου της, τότε η ελληνική κοινωνία δεν θα μπορούσε να εκδυτικιστεί, ούτε θα μπορούσε να ενσωματωθεί στους Δυτικούς συλλογικούς θεσμούς, αλλά θα όρθωνε το ελληνορθόδοξο ανθρωπολογικό πρότυπο. Η Εκκλησία της Ελλάδος, αρχήθεν θεσμικό δημιούργημα της Βαυαροκρατίας του 1830, επέλεξε, ως επί το πλείστον, καθ’ όλη την ιστορία της μέχρι σήμερα, την παράδοση του ιστορικού συμβιβασμού (μιμούμενη τις Δυτικές Εκκλησίες) και επέδειξε καθεστωτική νοοτροπία...
Η γεωπολιτική της πνευματικότητας
Η θρησκεία είναι μια μεγάλη δύναμη, γεγονός που αποδεικνύεται τόσο συλλογιστικά, αν σκεφθούμε τη σημασία που παίζει στη διαμόρφωση συνειδήσεων και κοινωνικών στάσεων, όσο και πρακτικά, αν μελετήσουμε το ιστορικό γίγνεσθαι. Καθώς ο πολιτισμός αποτελείται από θεσμούς και τεχνολογία, η καλλιέργεια (ή κουλτούρα) έχει ως πυρήνα της τον μύθο και έχει να κάνει με την τέχνη, τη θρησκεία και τη φιλοσοφία. Κανένας πολιτισμός, δηλαδή κανένα σύστημα θεσμών και τεχνολογίας δεν είναι βιώσιμο αν δεν υποστηρίζεται από την κατάλληλη κουλτούρα.
Η ατλαντική ελίτ, η οποία οικοδομεί μια παγκόσμια αυτοκρατορία του χρήματος και εφαρμόζει ένα γεωπολιτικό σχέδιο παγκόσμιας ηγεμονίας των ατλαντιστών, επιδιώκει, όπως είναι φυσικό, να διαμορφώσει τον κατάλληλο μύθο, δηλαδή την κατάλληλη κουλτούρα που της χρειάζεται για να πραγματώσει το σχέδιό της. Συνεπώς η ατλαντική ελίτ επιδιώκει, μέσω της εφαρμογής της διπλωματίας της πίστης, να διαχειριστεί τις μεγάλες θρησκείες, δηλαδή τον Χριστιανισμό, το Ισλάμ, τον Ιουδαϊσμό, τον Ινδουισμό και τον Βουδισμό, ως συνιστώσες ενός παγκοσμίου μυθολογικού προγράμματος το οποίο θα αποσκοπεί στο να κάνει όλους τους ανθρώπους κοινωνικά και ψυχολογικά διαχειρίσιμους από την ατλαντική ελίτ. Γι’ αυτό, άλλωστε, η ατλαντική ελίτ ενισχύει ποικιλοτρόπως συγκεκριμένες θρησκευτικές ηγεσίες (π.χ. Δαλάι Λάμα, ηγεσίες Βατικανού, Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως κ.λπ.), κατευθύνει τον διαθρησκειακό διάλογο στη ‘γραμμή’ που συμφέρει την ατλαντική ελίτ, προσπαθεί να πείσει τις θρησκευτικές ηγεσίες να ασχολούνται με βασικές φιλανθρωπικές πρωτοβουλίες και όχι με ριζικά θεολογικά και ανθρωπολογικά ζητήματα, τα οποία τονίζουν τις πνευματικές διαφορές, και επίσης προωθεί τη διασύνδεση μεταξύ θρησκείας και οικολογίας, ώστε να διευκολύνεται η ολοκληρωτική πολιτική ατζέντα της φιλελεύθερης ολιγαρχίας, η οποία, μέσω ‘πράσινων’ πολιτικών και ρητορειών, επιχειρεί την εγκαθίδρυση ενός οργουελικού συστήματος ελέγχου. Επίσης, στο προαναφερθέν πλαίσιο, η ατλαντική ελίτ υπονομεύει μεθοδικά την ηγεσία της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, επειδή, σε αντίθεση με άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες, δεν έχει ενταχθεί στο σύστημα της ατλαντικής γεωπολιτικής, αλλά ακολουθεί αυτόνομο γεωπολιτικό δρόμο.
.~`~.
III
Διπλωματία της πίστης και Οικουμενικό Πατριαρχείο
III
Διπλωματία της πίστης και Οικουμενικό Πατριαρχείο
Τον Σεπτέμβριο του 1916, η Ελλάδα, ενώ διατελούσε ήδη υπό την επικυριαρχία της Δύσης, υπέστη μια σημαντική πολιτική διαίρεση, μεταξύ βενιζελικών και αντιβενιζελικών, υπό των Μεγάλων Δυνάμεων της Δύσης, πρωτοστατούντων σε αυτήν της Γαλλίας και της Μεγάλης Βρετανίας. Στη συνέχεια, την περίοδο 1917-1920, η Ελλάδα εκυβερνάτο κατ’ ουσίαν δικτατορικώς από τους βενιζελικούς. Η Εκκλησία της Ελλάδος, στενά συνδεδεμένη με το Νεοελληνικό Κράτος, βρέθηκε στη δίνη του Δυτικού ιμπεριαλισμού...
Το 1919, ο Προτεστάντης Αρχιεπίσκοπος Ουψάλας της Σουηδίας Σόεντερμπλομ (Lars Olof Jonathan Söderblom) πρότεινε τη σύγκληση ενός παγχριστιανικού συνεδρίου το οποίο θα αποτελούσε ένα είδος «Κοινωνίας των Εκκλησιών», κατά το πρότυπο της «Κοινωνίας των Εθνών». Ο Σουηδός λόγιος και διπλωμάτης Κόλμοντιν (Johannes Kolmodin), φίλος του Σόεντερμπλομ, βρισκόταν σε επαφή με το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, από τον Φεβρουάριο του 1918, και είχε ενημερώσει παράγοντες του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως για τις προσπάθειες του Σόεντερμπλομ να φέρει σε επαφή εκκλησιαστικούς ηγέτες από διάφορα έθνη.
Υπό την επιρροή του αγγλοαμερικανικού παράγοντα, η Σύνοδος της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, στις 10 Ιανουαρίου 1919, συζήτησε το ζήτημα της οικουμενιστικής συμμαχίας. Σε εκείνη τη σύνοδο, ο Τοποτηρητής του Θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως Δωρόθεος πρότεινε τη σύγκλιση και ένωση των Ορθοδόξων με τις Εκκλησίες της Δύσης. Επίσης, κατ’ αναλογία προς την εκπορευόμενη από τις ΗΠΑ ιδέα της Κοινωνίας των Εθνών, η Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως ανέλαβε την προώθηση της ιδέας μιας Κοινωνίας των Εκκλησιών. Τον Απρίλιο του 1919, ο Πατριαρχικός Επίτροπος Μητροπολίτης Προύσης Δωρόθεος μετέβη στο Παρίσι για να παρουσιάσει τις απόψεις του Πατριαρχείου στην εκεί εργαζομένη Διάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων, όπου ιδρύθηκε η Κοινωνία των Εθνών.
Εναρμονιζόμενο προς το μοντέλο της φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης που προωθούσε η ατλαντική ελίτ (ιδίως οι ΗΠΑ) και προς την κουλτούρα της Κοινωνίας των Εθνών, το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, τον Ιανουάριο του 1920, εξέδωσε μια οικουμενιστική Εγκύκλιο «Προς τας απανταχού Εκκλησίας του Χριστού», στην οποία η Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως δήλωνε ότι «η των διαφόρων Χριστιανικών Εκκλησιών προσέγγισις προς αλλήλας και κοινωνία ουκ αποκλείεται υπό των υφισταμένων μεταξύ αυτών δογματικών διαφορών». Επίσης, στην προαναφερθείσα Εγκύκλιο του 1920, το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως καθόριζε συγκεκριμένα μέτρα που θα έπρεπε να ληφθούν για να πραγματοποιηθεί η οικουμενιστική σύγκλιση και συμμαχία μεταξύ των διαφορετικών Χριστιανικών Εκκλησιών'το πρώτο μέτρο που πρότεινε ήταν το εξής: «δια της παραδοχής ενιαίου ημερολογίου προς ταυτόχρονον εορτασμόν των μεγάλων χριστιανικών εορτών υπό πασών των Εκκλησιών»...
---------------------------------------------------------------
Αξίζει να σημειωθεί ότι, την 1η Ιανουαρίου 2014, στην επίσημη ιστοσελίδα του ο περίφημος οργανισμός γεωπολιτικών αναλύσεων STRATFOR δημοσίευσε ειδική μελέτη υπό τον τίτλο «Η Γεωπολιτική του Γρηγοριανού Ημερολογίου» (The Geopolitics of the Gregorian Calendar), η οποία είναι διαθέσιμη στο ακόλουθο link:
Η προαναφερθείσα μελέτη του STRATFOR εξηγεί τη μεγάλη πολιτιστική και πολιτική σημασία που έχουν τα ημερολόγια στην ιστορία της ανθρωπότητας.
---------------------------------------------------------------
Το 1923, η βενιζελική παράταξη ξαναπήρε την εξουσία στην Ελλάδα, και η φιλοβενιζελική κυβέρνηση του Στρατηγού Στυλιανού Γονατά –ο οποίος αργότερα, στη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής, ήταν ένας από τους βασικούς εμπνευστές της δημιουργίας και οργάνωσης των Ταγμάτων Ασφαλείας– φρόντισε ώστε ο Μητροπολίτης Αθηνών Θεόκλητος να απομακρυνθεί εκ νέου από τον θρόνο του, οδηγώντας στον πλήρη θρίαμβο του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μελετίου. Στις 10 Ιανουαρίου 1923, Μείζων Σύνοδος αποφάσισε, με πολιτική παρέμβαση, την εκθρόνιση του Θεοκλήτου. Στη συνέχεια, η Κυβέρνηση συγκρότησε πενταμελή Αριστίνδην Σύνοδο η οποία, στις 23 Φεβρουαρίου 1923, εξέλεξε ως νέο Μητροπολίτη Αθηνών τον Αρχιμανδρίτη Χρυσόστομο Παπαδόπουλο, του οποίου η υποψηφιότητα υποστηρίχθηκε παρασκηνιακά από τον Στυλιανό Γονατά, τον Ελευθέριο Βενιζέλο και τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μελέτιο.
Το δεύτερο βενιζελογενές πραξικόπημα, δηλαδή η χούντα των Στρατηγών Νικολάου Πλαστήρα και Στυλιανού Γονατά, τον Σεπτέμβριο του 1922, επέβαλε το Γρηγοριανό Ημερολόγιο ως το επίσημο ημερολόγιο του Ελληνικού Κράτους, ώστε να εξυπηρετήσει τη διαδικασία ολοκλήρωσης της Ελλάδας στο Δυτικό πολιτικό, οικονομικό και πολιτιστικό σύστημα...
Στην αυγή του 21ου αιώνα, το Ορθόδοξο Πατριαρχείο της Μόσχας, η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίαςκαι η Μοναστική Πολιτεία του Αγίου Όρους αποτελούν τους ισχυρότερους και ικανότερους θεματοφύλακες της Ορθόδοξης Παράδοσης γενικά και του Ορθοδόξου Εκκλησιαστικού Ημερολογίου ειδικότερα. Από την άλλη πλευρά, στη διάρκεια του 20ού αιώνα, το Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως και μεγάλες μερίδες της Εκκλησίας της Ελλάδος και του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας εντάχθηκαν στη σφαίρα επιρροής των ατλαντιστών, με αντίστοιχες πνευματικές συνέπειες (*).
---------------------------------------------------------------
(*) Στις 18 Απριλίου 1962, στην εφημερίδα Καθολική, ο οικουμενιστής και ατλαντιστής Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Αθηναγόρας δήλωσε: «Ήδη απεκτήσαμεν την ενότητα με τον Προτεσταντισμόν, δια της οποίας πραγματοποιούμεν ομοσπονδιακήν δύναμην (σημ.: μέσω Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών) 350 εκατομμυρίων ατόμων επί καθαρώς εκκλησιαστικών θεμάτων. Όσον αφορά την Καθολικήν Εκκλησίαν έγιναν πολλαί επαφαί, αύται δε, συνεχίζονται δια να επιτύχωμεν την ομοσπονδίαν των χριστιανικών κλάδων...Με τους Παλαιοκαθολικούς ουδεμίαν έχομεν διαφοράν. Με τους Νεοκαθολικούς, και ιδία μετά το 1870, έχομεν μικράς διαφοράς, αι οποίαι ημπορεί και πρέπει να εξομαλυνθούν».
---------------------------------------------------------------
Ο ατλαντικός συνασπισμός επιβάλλει στις Ορθόδοξες Εκκλησίες των κρατών-μελών του να υιοθετήσουν μια εκκλησιολογία βασισμένη στην προτεσταντική «θεωρία των κλάδων» (Branch Theory), η οποία, από τη σκοπιά της Ορθόδοξης Εκκλησιολογίας, είναι αιρετική, όχι διότι ωθεί στη συμπροσευχή μεταξύ Ορθοδόξων και αλλοδόξων, αλλά διότι η κύρια θέση των υποστηρικτών της «θεωρίας των κλάδων» και ευρύτερα της «Οικουμενικής Κίνησης» είναι ότι η Εκκλησία είναι υποθετικώς διαιρεμένη σε κλάδους. Με αυτήν τη θεωρία, οι Προτεστάντες υποβιβάζουν την Εκκλησία, από μυστικό Σώμα του Χριστού, σε μια εγκόσμια συνομοσπονδία επιμέρους ‘πιστεύω’, βαθύτατα απονευρωμένη και έτοιμη να εξυπηρετήσει τη φιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση και το μοντέλο του μετα-ανθρώπινου μετα-φιλελευθερισμού...Συγχρόνως, ο Παπισμός συμμετέχει στην Οικουμενική Κίνηση για λόγους διπλωματικούς: δεν υποχωρεί ποτέ από τις αξιώσεις του για το «πρωτείο του Πάπα», αλλά επιδιώκει να αξιοποιήσει το δίκτυο του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών και διάφορα άλλα δίκτυα διαθρησκειακών συνάξεων και συμπροσευχών, με σκοπό να αναδειχθεί ο Πάπας Ρώμης σε παγκόσμιο εκπρόσωπο και πάτρωνα όλων των Χριστιανών αρχικά, και όλων των θρησκευομένων στη συνέχεια.
Η εκκοσμίκευση και ο Σχολαστικισμός οδήγησαν στην πνευματική πτώση της «Πρώτης» ή «Πρεσβυτέρας» Ρώμης. Η εκκοσμίκευση και η υποδούλωση στον Ατλαντισμό και στη φιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση (υπό τις ποικίλες πνευματικές και πολιτικές εκδοχές τους, όπως η Οικουμενική Κίνηση, η Θεωρία των Κλάδων και η παποκεντρική διαθρησκειακή συμμαχία) οδήγησαν στη βαθιά κρίση της «Νέας» ή «Δευτέρας» Ρώμης, δηλαδή της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως. Η λεγόμενη «Τρίτη Ρώμη», δηλαδή η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία, έχοντας το πλεονέκτημα να μην είναι πολιτικά υποτελής στο ατλαντικό σύστημα εξουσίας, αποτελεί τον ισχυρότερο διάδοχο του Βυζαντίου και συγχρόνως φέρει τις μεγαλύτερες ευθύνες για την προστασία της Ορθόδοξης Παράδοσης και του βυζαντινού πολιτισμού στον 21ο αιώνα.
Επειδή το κείμενο είναι υπερβολικά εκκλησιοκεντρικό και θρησκειοκεντρικό, για εμένα προσωπικά, αναδημοσίευσα επιλεγμένα μέρη του που σχετίζονται με ζητήματα που με απασχολούν. Τη σύνδεση γεωπολιτικής και πνευματικών προϋποθέσεων μέσω της χειραγώγησης πολιτισμικών, θρησκευτικών, μεταφυσικών ζητημάτων - ολόκληρο το κείμενο υπάρχει εδώ. Επίσης, ο Edward Luttwakισχυρίζεται και παράλληλα προειδοποιεί τις Η.Π.Α «πως το Βυζάντιο, και όχι η Ρώμη, μπορεί να συμβάλλει στη διατήρηση της Pax Americana».
*
**
*
**
*
Το ανθρώπινο είδος είναι ένα και μοναδικό (ιδέα της ανθρωπότητας)'το ανθρώπινο είδος μπορεί να ολοκληρωθεί μόνο υπό μια κυβέρνηση και η Πρόνοια έχει καθορίσει να παίξει το ρόλο αυτό η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Σήμερα, αν κανείς αποδεχτεί τα δύο πρώτα σημεία, είναι εύκολο να αντικαταστήσει τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία με τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ο Δάντης είναι αυτός που κρύβεται πίσω από τις διάφορες εκδοχές της αυτοκρατορικής θείας κλήσεις, για παράδειγμα, πίσω από «το μεγάλο έθνος» της Γαλλίας και την πίστη του Mazzini σε μια τρίτη «ματζινιανή» Ρώμη. Η Ρώσικη αποστολή συνδυάζει την Παλαιά Διαθήκη και τη Βυζαντινή Ρωμαϊκή πηγή.
.~`~.
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική