.~`~.
I
Η γενιά του Πολυτεχνείου δεν είχε και δεν έχει μια ερμηνεία, μια διήγηση του εαυτού της, του ρόλου της, της αποστολής της. Έδωσε αρνητικά πρότυπα προς τις νέες γενιές. Ανακυκλώθηκε στην ψεύτικη συνείδηση, στις επαρχιώτικες μορφωτικά εκδοχές για την χώρα. Έτσι κατέληξε η γενιά της Αφωνίας... Η Αφωνία είναι το υπόβαθρο του ελέγχου. Έτσι οι εκπρόσωποι της έλεγξαν και την σκέψη μας με πολλούς τρόπους. Οι αντίπαλοι των χωροφυλάκων έγιναν χωροφύλακες της σκέψης μας. Εδώ και χρόνια ο τύπος, η τηλεόραση ελέγχεται από αυτούς ως υπαλλήλους εξουσιών, εξουσιών τρόπος του λέγειν, ένα ψευτοκατεστημένο.
Επόμενο είναι στην χώρα να απουσιάζει ο Λόγος, ο Διάλογος, ο δημόσιος διάλογος. Στην πολιτική επεβλήθηκε η κακιστοκρατία. Ποιος ήταν ο διάλογος με μια Ελληνική ματιά για την πτώση του τείχους του Βερολίνου; Φτώχεια, πιθηκισμός, επανάληψη, ρουτίνα. Ποια η συζήτηση, η ερμηνεία για το Πολυτεχνείο; Ορισμένοι γραφικοί τύποι σε θλιβερά γερασμένα διανοητικά τηλεοπτικά σαλόνια. Οι ένοχοι εκπρόσωποι μιας γενιάς. Επόμενα αντιμετωπίζουν την περιφρόνηση και την βία δυστυχώς των νέων γενεών. Αντί να είναι οι ηθικοί πνευματικοί πατέρες των νέων γενεών κατέληξαν αρνητικά πρότυπα.
Η Αφωνία και ο καριερισμός τους έφεραν τις πέτρες. Πέτρες και η επαναλαμβανόμενη τελετουργία της πορείας ενσωματώσιμες από καθεστωτικά σχέδια. Χρόνια επεδίωξα να ανοίξω μια συζήτηση για το Πολυτεχνείο και στάθηκε αδύνατο...
Έτσι η χώρα είναι νεκρή ιδεολογικά, μορφωτικά, ο διάλογος ανύπαρκτος. Επέστρεψα πρόσφατα από το εξωτερικό. Άνοιξα την τηλεόραση και την έκλεισα. Ας μείνουμε μόνο στην δημόσια τηλεόραση. Γιατί να πληρώνουν οι πολίτες την ηλιθιότητα, την προπαγάνδα, τον ολοκληρωτισμό, την πνευματική οκνηρία της. Γιατί να πληρώνουν τα χρέη της, την ελεφαντίαση, τις δημοσιοϋπαλληλικές καθεστωτικές εκμπομπές της. Θα φροντίσω άμεσα να βρω τρόπους να πληρώνω την Δ.Ε.Η. αλλά όχι την Πρασινογαλλάζια, την πεντακομματική ΥΕΝΕΔ. Μια Βαλκανική όχι Ευρωπαϊκή, όχι Ελληνική τηλεόραση.
Όταν η ιστορία, η γεωγραφία, ο πολιτισμός δίνει στην χώρα μας τον ρόλο της ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ για τον νέο αιώνα. Αυτό μπορούσε και μπορεί να γίνει η Ελλάδα. Θα σας πω κάτι που συνέβη τις τελευταίες ημέρες μετά την επιστροφή μου. Διαβάζω στην Corriere della sera της 12ης Νοεμβρίου ένα διάλογο του συγγραφέα Κλαούντιο Μαγκρις με τον Ορχάν Παμούκ. Στο τέλος του διαλόγου με ένα τρόπο μάλιστα κριτικό ο πρώτος ρωτά τον δεύτερο. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος από την Σκύλλα του Κεμαλισμού και την Χάρυβδη του Ισλάμ; Διαβάζοντας το μπήκα σε ένα διάλογο, μπήκα στην χαρά και την ανάταση του διαλόγου. Το σχήμα αυτό η Σκύλλα του Κεμαλισμού η Χάρυβδης του Ισλαμισμού ήταν ο τίτλος της ομιλίας μου στην Φιλαδέλφεια των Η.Π.Α. κατά τα αποκαλυπτήρια του μνημείου της Ποντιακής Γενοκτονίας το 2006. Το μνημείο και η ομιλία μου εμπόδισαν τελικά να μπω στις Η.Π.Α. – Σικάγο μετά δύο χρόνια, τον Μάιο του 2008. Το κείμενο μου αυτό δημοσιεύθηκε σε έντυπα, βιβλία, όσο και ηλεκτρονικά μέσα. Το ζήτημα όμως δεν είναι αν έπεσε στα χέρια του Κλαούντιο Μαγκρις. Ο Μάγκρις δεν είναι διανοητικό λαμόγιο όπως τα εγχώρια.
Σε μια χώρα σε ένα περιβάλλον, διαλόγου διανοητικής εγρήγορσης, ηθικής έντασης, παράγονται ιδέες, λέξεις, ερμηνείες. Σχήματα που είναι κοινά σε ανθρώπους που δεν γνωρίζονται, που ζουν σε διαφορετικούς τόπους.
Το κακό, το εγκληματικό για την χώρα είναι ότι απουσιάζει αυτό το Πνεύμα, αυτό το περιβάλλον, αυτός ο διανοητικός βιότοπος. Εδώ δολοφονούν το πνεύμα των Ελλήνων. Τι δεν έχω ακούσει από επίσημους κρατικούς, παρακρατικούς, κομματικούς μηχανισμούς για τις απόψεις μου γενικά αλλά και τον Κεμαλισμό, το Τουρκικό Ισλάμ. Αυτές που η Corrriere della sera προβάλει ενώ εδώ πολεμούν. Ούτε από την χούντα δεν τα άκουσα. Εκτός από το φαινόμενο της διανοητικής κλοπής. Αντί διανοητική παραγωγή έχουμε κλοπή. Διανοητικά λαμόγια.
Είναι όμως όλα αυτά φυσιολογικά για μια χώρα που λέγεται Ελλάδα και μια πόλη που λέγεται Αθήνα; Γιατί αυτή η ανωμαλία; Ποιοι είναι οι υπεύθυνοι, οι ένοχοι; οι οργανωτές της ανωμαλίας; Αυτό ήταν το ιστορικό προϊόν που προσδοκούσαν γενιές ολόκληρες;... Τον εσωτερικό Γόρδιο Δεσμό πρέπει να κόψουμε. Η πόρτα του Πολυτεχνείου είναι σήμερα στο μη Αθηναϊκό τηλεοπτικό Πρινγκιπάτο – Μπεηλίκι για να ακριβολογούμε. Τέλος ας κάνουν το κτίριο του Πολυτεχνείου, Εθνική Πινακοθήκη και Αρχαιολογικό Μουσείο όπως πρότεινα για να σταματήσει ο βιασμός του.
.~`~.
II
α´
Η ante portas απεργία των εκπαιδευτικών επανέφερε το ζήτημα της εθνικής παιδείας και ανέδειξε την πλήρη παραμόρφωση του συστήματος. Η κοινή γνώμη συνταράχτηκε από το αν και πώς θα διενεργηθούν οι πανελλήνιες εξετάσεις. Η ουσία, όμως, έχει εξαφανιστεί: οι εξετάσεις αυτές, χρόνια τώρα, ακυρώνουν οτιδήποτε άλλο ζητούμενο στον χώρο της μέσης παιδείας. Οι γονείς ελάχιστα ασχολούνται με τις γνώσεις και την διαμόρφωση της προσωπικότητας των παιδιών τους μέσα στο σχολείο· αντιθέτως, έχουν πλήρως αποδεχθεί και συμβιβαστεί με την ιδίαις δαπάναις πλήρωση των κενών, γνωστικών και άλλων. Τους απασχολεί η προώθηση των παιδιών στον ανταγωνισμό, με τελικό στόχο μια θέση στο δημόσιο ή την ενσωμάτωση σε κάποιο από τα κλειστά επαγγέλματα.
Βέβαια, το σύστημα καταρρέει. Ούτε το κράτος μπορεί πλέον να λειτουργεί ως διανομεύς αργομισθιών ούτε τα επαγγέλματα θα παραμείνουν κλειστά. Το επαγγελματικό μέλλον των νέων θα εξαρτάται από τις πραγματικές τους ικανότητες, χωρίς τις οποίες τα τυπικά προσόντα είναι άχρηστα. Όμως, οι επί τριακονταετία εμπεδωμένες νοοτροπίες αλλάζουν αργά και δύσκολα. Τα συνεπαγόμενα επαγγελματικά και συνδικαλιστικά δίκτυα συμφερόντων διαθέτουν ακόμη εφεδρείες.
Οι ζημίες από την ανωμαλία του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος δεν περιορίζονται στην επαγγελματική αστοχία η οποία σήμερα επιβαρύνει τις «χαμένες γενεές». Η οικονομική κρίση προέκυψε από την υποδόρια κατάρρευση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας· παράλληλα, η υποβάθμιση του εκπαιδευτικού συστήματος λειτουργεί σαν ωρολογιακή βόμβα στα θεμέλια της πολιτικής ζωής. Το εκπαιδευτικό έλλειμμα, εν συνδυασμώ με τις διαψευσμένες κατοχυρωμένες προσδοκίες, τροφοδοτεί και αναπτύσσει ακραίες συμπεριφορές. Η «χρυσή αυγή» (ΧΑ) αποτελεί ένα φυσικό υποδοχέα των νέων σε επαγγελματικό αδιέξοδο και σε πνευματική σύγχυση, δηλαδή των θυμάτων του ελλειμματικού εκπαιδευτικού συστήματος.
Πλανώνται, επομένως, όσοι θεωρούν ότι η ισχύς της ΧΑ οφείλεται κατά κύριο λόγο στην τρέχουσα οικονομική κρίση. Η βελτίωση των οικονομικών συνθηκών δεν θα απαλλάξει την ελληνική κοινωνία από τον ήδη εγκατεστημένο δεξιό εξτρεμισμό. Η δύναμή του ανάγεται περισσότερο στην ιδεολογική πενία, παρά στην οικονομική δυσπραγία. Η ΧΑ δεν ακυρώνεται με απαγορεύσεις ή αστυνομικά μέτρα. Σε ένα πολιτικό κίνημα το οποίο αμφισβητεί την καθεστηκυία τάξη, η μεμονωμένη καταστολή διευκολύνει την ανάδειξη πολιτικών στελεχών, την ριζοσπαστικοποίηση, την ενίσχυση της εσωτερικής συνοχής, την ηρωοποίηση. Προετοιμάζει, επίσης, ένα σκληραγωγημένο «στρατό», ικανό να ασκήσει επαναστατική βία όταν προκύψουν ευνοϊκές συνθήκες.
Το υπόβαθρο της ακροδεξιάς πολιτικής ανέλιξης είναι πολιτισμικό· έρχεται ως συνέπεια της αστοχίας του εκπαιδευτικού μας συστήματος. Πλείστοι όσοι νέοι Έλληνες αποφοιτούν από τα σχολεία, χωρίς τα βασικά νοητικά εφόδια ώστε να διακρίνουν θεμιτό και αθέμιτο στον πολιτικό λόγο και πράξη. 'Αγλωσσοι, ανίκανοι να διατυπώσουν συγκροτημένη σκέψη, χωρίς στοιχειώδη ιστορική παιδεία, χωρίς αίσθηση των κλιμάκων του χρόνου, χωρίς κριτήρια και πνευματική πειθαρχία κινούνται εύκολα από το ένα άκρο στο άλλο· υιοθετούν ή ανέχονται απόψεις οι οποίες τους τοποθετούν, έστω και εν αγνοία τους, εκτός της πολιτισμένης ανθρωπότητας.
Χωρίς υπευθύνους και ενημερωμένους πολίτες, καμιά κοινωνία δεν μπορεί να αντιμετωπίσει κρίσεις και δυσκολίες. Η έμφαση στην χρησιμοθηρία και στην ήσσονα προσπάθεια κατέστρεψε την κατ'εξοχήν αποστολή του εκπαιδευτικού συστήματος: να προετοιμάζει την διαδοχή των γενεών στον πολιτικό και κοινωνικό βίο.
Οι όποιες μεταρρυθμιστικές διορθωτικές απόπειρες έχουν αποτύχει. Η κοινωνία δεν υποστήριξε καμία σχετική προσπάθεια. Η κοινή γνώμη, στραμμένη στην προσοδοθηρική λογική και επηρεασμένη από ξεπερασμένες παιδαγωγικές και εκπαιδευτικές θεωρίες, δεν μπόρεσε να κατανοήσει τα διακυβεύματα.
Οι συλλογικές νοοτροπίες δεν μεταβάλλονται με διδάγματα και νουθεσίες· αλλά μετά από επώδυνες εμπειρίες. Οι πρόσφατες οικονομικές ταλαιπωρίες ήδη κλονίζουν τις ριζωμένες πεποιθήσεις. Οι εκπαιδευτικές παραμορφώσεις είναι πλέον ορατές σε όλα τα πεδία: ατομικά, συλλογικά, πολιτικά. Οι προϋποθέσεις για μια εκ βάθρων αναθεώρηση του συστήματος έχουν συσσωρευτεί. Ρόλος της ηγεσίας είναι κατ'αρχήν να διακρίνει και να αναγνωρίσει το πρόβλημα. Κατόπιν, πρέπει να εξηγήσει στους πολίτες, με σαφήνεια και πειθώ, την αιτιώδη σχέση ανάμεσα στο εκπαιδευτικό έλλειμμα και τις απειλητικές του συνέπειες.
β´
Οι πρόσφατοι διαπληκτισμοί στη βουλή με αναφορές στην κατοχή και τον εμφύλιο, εισάγουν ένα σοβαρό προβληματισμό. Βιώνουμε μια κατάσταση, το περιεχόμενο της οποίας δύσκολα μπορεί να σκιαγραφηθεί. Το μέλλον μοιάζει να αντιγράφει ένα επίφοβο παρελθόν. Αυτό υποδεικνύουν οι επικλήσεις στον 'Αρη Βελουχιώτη και οι απειλές για κρεμάλες.
Επί δεκαετίες, ο βίαιος αντικοινοβουλευτισμός είχε σιωπήσει. Οι υποστηρικτές του εθνικοσοσιαλισμού είχαν αναχθεί σε μια γραφική, αριθμητικά αφανή ομάδα. Οι «ορθόδοξοι» κομμουνιστές είχαν εγκαταλείψει «το όπλο παρά πόδα». Παρά τις περί του αντιθέτου περιοδικές διακηρύξεις του, το κομμουνιστικό κόμμα εξελίχθηκε σε ακραίο μεν, αλλά συμβιβασμένο μεν την καθεστηκυία συνταγματική τάξη κόμμα. Το δραματικό παρελθόν είχε ταφεί. Η πολιτική ασημαντότητα των δεξιόθεν ή αριστερόθεν ανατρεπτικών δυνάμεων καλλιέργησε την πνευματική νωθρότητα. Προς τι να ελεγχθούν οι μύθοι οι οποίοι επέτρεψαν την μεταπολεμική εθνική συμφιλίωση; Η πραγματικότητα της κατοχικής και εμφυλιακής περιόδου, γεμάτη αντιφάσεις και σκιές, μπορούσε να αναμείνει εις το διηνεκές, πριν οι ιστορικοί την ανατάμουν, χωρίς φόβο και χωρίς πάθος.
Όμως, αναγκαία συνθήκη για την ιδεολογική ραστώνη αποτελούσε η «ευημερία», τροφοδοτούμενη διαδοχικά από το αμερικανικό, το ευρωπαϊκό και το δάνειο χρήμα. Αυτό το βάλσαμο αναισθητοποίησε τις πληγές, χωρίς να τις επουλώσει και, κυρίως, χωρίς να τις θεραπεύσει. Η κοινωνική συνοχή στηρίχτηκε στην άγνοια και την υπεραπλούστευση.
Η οικονομική κρίση ανήρεσε την συνθήκη αυτή, με αποτέλεσμα να επανεμφανιστούν στο προσκήνιο αντικοινοβουλευτικές δυνάμεις. Η «χρυσή αυγή» (ΧΑ) αναπολεί φασιστικές και ναζιστικές δάφνες. Αριστερές «συνιστώσες» και πολιτικοί αρχηγοί αναφέρονται νοσταλγικά στο ΕΑΜ και στον ένοπλο αγώνα. Ακροδεξιές και ακροαριστερές ιδεολογίες απειλούν να επαναλάβουν πολιτικές πρακτικές οι οποίες αιματοκύλισαν την Ελλάδα.
Οι τραγωδίες της Ελλάδας ουδέποτε υπήρξαν αποκλειστικά ενδογενείς. Σταυροδρόμι ανάμεσα στις θαλάσσιες δυνάμεις, την ρωσική ηπειρωτική μάζα και την γερμανική μεσευρώπη, η Ελλάδα διαιρέθηκε όποτε οι εντάσεις ανάμεσα στους γεωπολιτικούς πόλους έφθασαν σε παροξυσμό. Οι ανησυχίες τις οποίες εγείρουν οι εγχώριες ακραίες πολιτικές αναβιώσεις δεν είναι άσχετες με την ανασφάλεια ως προς την ευρωπαϊκή πορεία. Η πρόσφατη τριακονταετής εσωστρέφεια υπό το ευρωπαϊκό αλεξιβρόχιο αποπροσανατόλισε. Η σύγκριση των έσω και των έξω είναι, εντούτοις, αποκαλυπτική. Στην Ελλάδα αναβιώνει το παρελθόν με την άνοδο των άκρων· η Ευρώπη μοιάζει να επιστρέφει στον μεσοπόλεμο.
Είναι εντυπωσιακοί οι παραλληλισμοί ανάμεσα στα ευρωπαϊκά γεωπολιτικά ερωτήματα του 1930 και τα σημερινά. Βαδίζουμε, όπως και τότε, προς μια γερμανοκρατούμενη Ευρώπη; Πώς αντιδρά στην προοπτική αυτή ο αγγλοσαξονικός κόσμος; Διαφοροποιείται η Αγγλία από την Αμερική; Η Γαλλία ταλαντεύεται, άραγε, και πάλι ανάμεσα στην γερμανοτροπία και ένα διακριτό γεωπολιτικά ρόλο; Μήπως η Γερμανία έλκεται από τους ανεξάντλητους φυσικούς πόρους και τις ανεκμετάλλευτες καταναλωτικές αγορές της ρωσικής ανατολής; Οι παραδοσιακές γεωπολιτικές ευρωπαϊκές δομές επανέρχονται δυνητικά.
Από την πνευματική ασφάλεια του «ψυχρού πολέμου» και την ευφορία της δυτικής νίκης, οι πολίτες της Ευρώπης κινούνται προς αβέβαια ιδεολογικά και γεωπολιτικά ύδατα· βιώνουν καταστάσεις με ανησυχητικές ομοιότητες με την προπολεμική και την πολεμική δεκαετία. Οι ευρωεκλογές του 2014 ανησυχούν ακόμη και τους εξ επαγγέλματος υπεραισιόδοξους ευρωκράτες.
Η γνώση και κατανόηση των ιδεολογικών και κοινωνικών διεργασιών της κρίσιμης δεκαετίας του 1940 θα συνιστούσε σημαντικό πνευματικό και πολιτικό εφόδιο για την χώρα μας. Δυστυχώς, λειτουργούμε πάντα με μύθους, δαιμονοποιήσεις και ιστορικές παραμορφώσεις, τους οποίους συντηρούν η αυτολογοκρισία και η ιδεολογική τρομοκρατία. Αναγκαίοι, ίσως, μέχρι προς τίνος για την εξασφάλιση της κοινωνικής ειρήνης, σήμερα αποτελούν τροχοπέδη για την αντιμετώπιση των νέων απειλών.
Κάποιοι ιστορικοί έχουν αρχίσει προσεκτικά να ανοίγουν ευαίσθητα κεφάλαια της δραματικής εποχής. Από τελείως άλλη οπτική, η πρόσφατη απόπειρα βιογραφίας του Γιάννη Βουλπιώτη αναδεικνύει την πολυπλοκότητα και την αντιφατικότητα πίσω από την μανιχαϊστική κυρίαρχη περιγραφή της κατοχικής περιόδου. 'Αλλο ένα κουτί της Πανδώρας; Αναμφίβολα. Επιβάλλεται, όμως, να ανοίξει και αυτό. Αν δεν φωτιστεί με αμεροληψία και ειλικρίνεια το σκοτεινό παρελθόν, απειλούμαστε με την επιστροφή του.
.~`~.
III
Ως γνωστόν, το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου, του πιο φονικού εμφυλίου πολέμου ανάμεσα στους Έλληνες, σήμανε και την αρχή μιας τάχιστης κατάρρευσης της πόλεως-κράτους. Ένα τέτοιο φαινόμενο εντάσσεται στη λογική των ιστορικών και συναφώς κοινωνικο-πολιτικών αλλαγών –αρνητικών ή θετικών. Αυτές τείνουν βασικά να γίνονται αισθητές από τα ορατά συντρίμμια ή τις αποσυνθέσεις που τις προκαλούν ή που οι ίδιες (οι αλλαγές) αφήνουν πίσω τους. Κάτι παρόμοιο, για παράδειγμα, συμβαίνει και τώρα με την εθνο-κρατική υπόσταση των Νεοελλήνων: οδεύει προς κατάρρευση ή αποσύνθεση, ανεξάρτητα αν οι αμπελοφιλόσοφοι των ποικίλων καθεστωτικών σχηματισμών, δρώντων είτε με τη μάσκα της «δημοκρατίας» ή και με εκείνη του «σοσιαλισμού» κ.λπ., δεν μπορούν ή δεν θέλουν να εννοήσουν το κακό που απεργάζονται. Μελετώντας ο Αριστοτέλης τη συγκεκριμένη τότε ιστορική πραγματικότητα επιχείρησε να ερμηνεύσει ρεαλιστικά, αλλά με διεισδυτικό φιλοσοφικό μάτι την πολύπλοκη πολιτική κατάσταση. Στο έργο του Πολιτικά διερευνά λόγους και αιτίες, που σώζουν και φθείρουν τα πολιτεύματα. Η όλη έρευνά του δεν είναι μια ευθύγραμμη πορεία, αλλά περιέχει όχι και λίγες διαφορετικές έως και αντι-θετικές πτυχές, ανάλογα με το προς διερεύνηση σημείο ή στοιχείο.
Αναγνωρίζοντας ο φιλόσοφος την ενεργό συμμετοχή των πολιτών στη δημιουργία ή στην κατάργηση διαφόρων πολιτικών συστημάτων ορίζει το πολίτευμα ως εξής:
«είναι η εύτακτη οργάνωση των εξουσιών και αυτές τις διαμοιράζονται όλοι οι πολίτες ή με βάση την πολιτική δύναμη όσων μετέχουν είτε με κάποια κοινή αρχή ισότητας» (Πολιτικά 1290a, 7-10).
Τι μας λέει εδώ ο Αριστοτέλης; Πως το σώμα των πολιτών παίζει καθοριστικό ρόλο στη συγκρότηση ενός πολιτεύματος. Αλλά αυτό το σώμα δεν διέπεται από ενιαίες αρχές: μπορεί να λειτουργεί είτε με βάση την αρχή του ισχυρότερου είτε με την αρχή της ισότητας, σχετικής ή απόλυτης, και με δικαιοκρισία. Επομένως, πέραν του ως άνω θεμελιώδους οντολογικά ορισμού, κάθε πολίτευμα ευδοκιμεί ή παρακμάζει ανάλογα με συγκεκριμένες ποιοτικές και ποσοτικές αρχές ή στοιχεία, όπως επίσης ανάλογα με τις διακρίσεις που υφίστανται ή καλλιεργούν οι διάφορες εν εξουσία μερίδες των πολιτών. Σημειωτέον ότι ο Αριστοτέλης δεν παραλείπει να διαβαθμίζει τα διάφορα στρώματα ή μερίδες των πολιτών κοινωνικά, με σημερινή ορολογία κοινωνικο-ταξικά: διακρίνει βασικά την «τάξη» των φτωχών και εκείνη των πλούσιων με αντίστοιχες υποδιαιρέσεις, διαστρωματώσεις. Αυτές οι δυο «τάξεις», δηλαδή τα μέρη της πόλεως, είναι αντίπαλες/α μεταξύ τους και ανάλογα με το ποιο μέρος έχει την υπεροχή προκύπτουν δυο κύρια πολιτεύματα: η δημοκρατία και η ολιγαρχία (ο.π., 1291b, 10-13).
Αλλά και αυτά τα πολιτεύματα έχουν πολλούς επί μέρους τύπους ή είδη. Ως προς τη δημοκρατία, πιο ειδικά, το κάθε είδος δημοκρατικής διακυβέρνησης εξαρτάται από τις κοινωνικές κατηγορίες των ανθρώπων, ήτοι στρώματα, που στηρίζεται, από την οργάνωση των δομών εξουσίας, καθώς επίσης και από τον τρόπο αντιπροσώπευσης των πολιτών. Αλλά το δημοκρατικό πολίτευμα αυτό καθεαυτό διαφέρει από το ολιγαρχικό σε όλες τις παραλλαγές του, δυνάμει του γεγονότος ότι πρεσβεύει, θεωρητικά τουλάχιστον, την ισότητα για όλους, ενώ το ολιγαρχικό πρεσβεύει την ισότητα για τον εαυτό του και την ανισότητα για τους πολλούς. Στην πράξη ωστόσο, τονίζει με έμφαση ο Αριστοτέλης (βλ Πολιτικά IV και V), τα πράγματα δεν είναι και τόσο ρόδινα. Μια εγγενής φθορά για όλα τα πολιτεύματα, μηδέ εξαιρουμένης και της δημοκρατίας, προκύπτει από τη διάσταση λόγων και έργων. Ενώ διατείνονται ότι μάχονται για τα ανθρώπινα δικαιώματα και για την εφαρμογή της αρχής της ισότητας σε όλους τους πολίτες, στην πραγματικότητα υπερασπίζονται τα ιδιοτελή συμφέροντα της δικής τους κομματικής-πολιτικής φατρίας και εφαρμόζουν τα εν λόγω δικαιώματα και την ισότητα μόνο για τον εαυτό τους. Ερώτημα: μήπως δεν συμβαίνει το ίδιο ακριβώς και στη σημερινή Ελλάδα; Επομένως, η φθορά ενός δημοκρατικού πολιτεύματος επέρχεται από τα έργα και τις ημέρες των κυβερνώντων (ό.π. 1300 κ.εξ.).
Περαιτέρω, η φθορά του δημοκρατικού πολιτεύματος προκύπτει από την αντιπαλότητα συμφερόντων τόσο ανάμεσα στις διαφορετικές κοινωνικές τάξεις και τα αντίστοιχα κοινωνικά στρώματα όσο και στους κόλπους της ίδιας της τάξης, δηλαδή της φατρίας που κυβερνά. Επίσης, μια από τις κύριες αιτίες φθοράς του δημοκρατικού πολιτεύματος, κατά τον Αριστοτέλη, είναι η δημαγωγία: οι κυβερνώντες δημαγωγούν σε βάρος των πολιτικών τους αντιπάλων, τους δυσφημούν, τους εξορίζουν, τους διώκουν πολιτικά, τους απαλλοτριώνουν πολιτικά δικαιώματα, αλλά και την περιουσία τους, ελπίζοντας έτσι να κερδίσουν την εύνοια του λαού (ό.π., 1304 κ.εξ). Μια τέτοια δημαγωγική πολιτική διαφθείρει τα δημόσια ήθη και καταλύει πρακτικά τη δημοκρατία, μετατρέποντάς την σε ολιγαρχία. Άλλη αιτία φθοράς της δημοκρατίας είναι η συγκέντρωση πολλών εξουσιών σε ένα πρόσωπο, με αποτέλεσμα να υπάρχει στα λόγια δημοκρατία, στην ουσία όμως τυραννία τους ενός ανδρός (ό.π. 1305). Με περισσή σαφήνεια παρατηρεί ο μεγάλος έλληνας φιλόσοφος πως όσοι συγκεντρώνουν όλες τις εξουσίες στα χέρια τους δεν μπορούν να σηκώσουν το βάρος της εξουσίας, χωρίς να διαφθείρονται (όπ., 1308b). Συνοψίζει λοιπόν λέγοντας πως μια γενική, καθολική φθορά της δημοκρατίας, σε στενή συνάφεια με όλες τις άλλες αιτίες της φθοράς της, είναι η στρεβλή αντίληψη και εφαρμογή της ελευθερίας: αντί να εφαρμόζονται οι νόμοι επί ίσοις όροις από όλους, ορισμένοι πιστεύουν πως μπορούν να τίθενται υπεράνω των νόμων (ό.π., 1310). Και όλα αυτά έχουν έναν κοινό παρανομαστή: την απουσία μέτρου. Με όλα τα παραπάνω, ο Αριστοτέλης απαντά και στο ερώτημα, που μας επιτρέπει να σκεφτόμαστε καλύτερα το δικό μας σήμερα και το οποίο επανέρχεται δριμύτερο: ποιοι είναι οι εχθροί της δημοκρατίας; Απάντηση: οι ίδιοι οι φανατικοί «υπερασπιστές» της, δηλαδή εκείνοι οι κυβερνώντες που με τις πράξεις τους καθιστούν τη δημοκρατία: κράτος χωρίς το δήμο, άρα βία ενάντια στο δήμο.
Δημήτρης Τζωρτζόπουλος
Πηγή.~`~.
IV
Ο νεοελληνικός πολιτισμός δεν μπόρεσε να δημιουργήσει, όπως έχει επισημανθεί από πολλούς, μεγάλες συνθέσεις. Δεν μπόρεσε να συνθέσει πραγματικά πρωτότυπα και οραματικά, μεγάλα σε έκταση έργα. Και αυτό αφορά όλες τις τέχνες: τη λογοτεχνία, τον κινηματογράφο, τη μουσική. Στην Ελλάδα δεν είχαμε κάποια σπουδαία μυθιστορηματική ή κινηματογραφική παράδοση και δε γράφτηκαν μεγάλες μουσικές συνθέσεις. Όσα σημαντικά μυθιστορήματα, ταινίες ή μουσικά έργα εμφανίστηκαν δεν ήταν παρά εξαιρέσεις.
Αντίθετα, δε συμβαίνει το ίδιο με τη μικρή φόρμα. Εκεί έχουμε τη διαρκή παραγωγή σπουδαίας τέχνης. Είτε πρόκειται για ποίημα ή διήγημα είτε για ζωγραφικό πίνακα είτε για τραγούδι. Η ποίηση, η διηγηματογραφία, η ζωγραφική και η τραγουδοποιία ανθούσαν και εξακολουθούν να ανθούν.
Οι λόγοι για τους οποίους δε γεννήθηκαν (τουλάχιστον μέχρι τώρα) μεγάλες καλλιτεχνικές συνθέσεις είναι πολλοί και διαφόρων ειδών: πολιτικοί και γεωπολιτικοί, κοινωνικοί, ψυχολογικοί, ανθρωπολογικοί. Νομίζω όμως πως η βασικότερη αιτία είναι η πνευματική καχεξία. Η δημιουργία ενός μεγάλου έργου απαιτεί ταλέντο και γνώση αλλά και μακροχρόνια προσήλωση σ’ ένα όραμα. Η μικρή φόρμα μπορεί να γεννηθεί σε μια στιγμή έμπνευσης, αλλά η μεγάλη σύνθεση απαιτεί δια βίου αφοσίωση. Και μια τέτοια αφοσίωση απαιτεί πνευματική δύναμη και αυτάρκεια.
Πώς αντιμετωπίζει λοιπόν ο πολιτισμός μας αυτή του την αναπηρία, την απουσία της μεγάλης φόρμας; Με τη μετάφραση. Δεν υπάρχει, για παράδειγμα, εγχώρια παραγωγή μεγάλου μυθιστορήματος. Μεταφράζουμε όμως κατά κανόνα ό,τι σπουδαίο γράφεται στις ξένες λογοτεχνίες. Και η μετάφραση εμπλουτίζει συνεχώς τη γλώσσα και τη λογοτεχνία μας. Το ίδιο ισχύει και για τον κινηματογράφο: δεν υπάρχουν σπουδαία ελληνικά έργα, αλλά έρχονται τα πάντα απ’ το εξωτερικό, υποτιτλίζονται και κόβουν πολλά εισιτήρια.
Επομένως, ο πολιτισμός μας και η τέχνη μας, σε ό,τι αφορά τη μεγάλη σύνθεση, δεν είναι πρωτότυπος και μεταφράσιμος. Δεν είναι όμως, κατά τη γνώμη μου, ούτε μεταφρασμένος. Δεν είναι πηγή μετάφρασης, αλλά δεν είναι και αποτέλεσμα μετάφρασης. Είναι περισσότερο ένας πολιτισμός-μετάφραση. Δηλαδή, βρίσκεται σε μια διαρκή κίνηση, εν τω γίγνεσθαι. Η ταυτότητά του δεν είναι στατική και σταθερή αλλά ρευστή και μεταβαλλόμενη. Και αυτό συμβαίνει χάρη στη συνεχή και υψηλού επιπέδου μετάφραση. Η σπουδαία μετάφραση, για παράδειγμα, του Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο απ’ τον Ζάννα δεν είναι πλέον το πρωτότυπο (έργο της γαλλικής λογοτεχνίας) ούτε όμως κι ένα ελληνικό μυθιστόρημα. Ταυτόχρονα, είναι σπουδαία πρωτότυπη δημιουργία. Η σπουδαιότητά της βρίσκεται κυρίως στην ίδια την πράξη της μετάφρασης, όχι στην αξία του πρωτοτύπου ούτε στο τελικό προϊόν, δηλαδή στο ελληνικό κείμενο. Η αναμέτρηση του μεταφραστή με το ανυπέρβλητο πρωτότυπο είναι αυτή καθαυτή δημιουργία υψηλής τέχνης.
.~`~.
V
Η κρίση έθεσε την Ελλάδα σε κατάσταση εξάρτησης, αυτή την φορά από την Ευρώπη και το «διεθνές νομισματικό ταμείο» (ΔΝΤ). Οι αναλογίες με την Αμερικανοκρατία κατά την δεκαετία 1940-1950 έχουν ήδη επισημανθεί.
Η εξάρτηση δημιουργεί ποικίλες παραμορφώσεις. Συγκροτείται μια τεχνοδομή ad hoc, η οποία διασύνδεει το κέντρο με την περιφέρεια. Στελέχη μεσαίου επιπέδου, τα οποία εκπροσωπούν το κέντρο, μαζί με τους τοπικούς συμμάχους τους, αναδεικνύονται σε παράγοντες με τεράστια επιρροή στην περιφέρεια. Συνιστούν τον αγωγό ο οποίος διοχετεύει και ερμηνεύει τα μηνύματα εκατέρωθεν. Οι «ανευθυνοϋπεύθυνοι» αυτοί, οι οποίοι δεν υφίστανται τις συνέπειες από τις ενδεχόμενες αστοχίες τους, συχνά συμβάλλουν στην ασυνεννοησία. Οι προσπάθειες να παρακαμφθούν κατά κανόνα αποτυγχάνουν.
Η ανισότητα κέντρου και περιφέρειας δημιουργεί, σχεδόν αυτομάτως, παρεξηγήσεις και παρανοήσεις. Η επίδραση του κέντρου στην περιφέρεια είναι καταλυτική, αλλά όχι και αντιστοίχως. Οι πολίτες της περιφέρειας δεν διανοούνται πόσο λίγο η μοίρα τους απασχολεί το παντοδύναμο κέντρο. Δεν συνειδητοποιούν την ελλειμματική προσοχή των Ευρωπαίων, καθώς οι ίδιοι παρακολουθούν αγωνιωδώς τα όσα συμβαίνουν στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Επομένως, οι αστοχίες και τα λάθη της έξωθεν επιβαλλομένης πολιτικής ερμηνεύονται ως κακόβουλη σκοπιμότητα.
Οι εγγενείς αδυναμίες της διαμεσολαβητικής τεχνοδομής και οι συνέπειες της ανισομερούς προσοχής εξηγούν εν πολλοίς τις σημερινές δυσκολίες. Η τεχνοδομή, οι μεσάζοντες «μαθητευόμενοι μάγοι», υστερούν στην κατανόηση και την μεταφορά των μηνυμάτων. Ως συνέπεια, η Ευρώπη δεν έχει πειστεί ότι στην χώρα μας έχουν πράγματι δρομολογηθεί ανεπιστρεπτί οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις. Κρίνει ότι μόνον με συνεχή πίεση και έλεγχο θα επιστρέφει η Ελλάδα στην ομαλότητα. Επιδιώκει να διατηρούνται εσαεί οι μοχλοί πίεσης. Το κέντρο αποφεύγει να εγείρει ελπίδες για ελάφρυνση του χρέους, καθώς θεωρεί ότι ελλοχεύει η οπισθοδρόμηση και η επαναεπικράτηση μιας ανεύθυνης πολιτικής. Δεν διακινδυνεύει να υποστεί τα αρχικά εκβιαστικά διλήμματα δηλαδή, είτε να τροφοδοτεί μια απαράδεκτη κατάσταση είτε να συμπαρασυρθεί στην κατάρρευση. Εννοεί, επομένως, να διατηρήσει την δεσμευτική κηδεμονία.
Το κέντρο, όμως, δεν αντιλαμβάνεται ότι η στάση αυτή ερμηνεύεται μέσα από το παραμορφωτικό πρίσμα της ασύμμετρης προσοχής. Στους Έλληνες πολίτες οι βαριές δυσκολίες προσαρμογής μεγεθύνονται από το αίσθημα της αδικίας, την στέρηση της ελπίδας, τον αναπόφευκτο εξευτελισμό της εξάρτησης. Δημιουργούνται έτσι οι συνθήκες για ανορθολογικές επιλογές και κινήσεις οι οποίες ενδέχεται να αποσταθεροποιήσουν την οικονομική και πολιτική ζωή να οδηγήσουν στα αντίθετα αποτελέσματα από τα αναμενόμενα. Διαμορφώνεται επίσης ένα αντιευρωπαϊκό αίσθημα, ανάλογο με το μεταπολεμικό αντιαμερικανισμό.
Ο δύσκολος ρόλος των Ευρωπαίων πολιτικών απαιτεί ικανότητα για λεπτές διακρίσεις, μια ορθοτομία ικανή να τηρεί ισορροπίες ανάμεσα στον κίνδυνο να παγιδευτούν και την απειλή της καταστροφικής έκρηξης. Ακόμη και αν διαθέτουν τις απαιτούμενες ικανότητες, οι ηγέτες δεν έχουν το χρόνο να εγκύψουν επαρκώς στα προβλήματα της περιφέρειας, καθώς τους απορροφούν τα του κέντρου. Επαφίενται, επομένως, στην διαμεσολαβητική τεχνοδομή.
Η επικοινωνία κέντρου και περιφέρειας αναδεικνύεται ένα ζωτικό και δομικό ζήτημα. Χρειάζεται κατ'αρχήν διαφάνεια, ώστε να διαλύονται οι παρανοήσεις οι οποίες τροφοδοτούν εντάσεις και αδικίες. Πρέπει να διαμορφωθεί συνεκτικός, ειλικρινής, σταθερός και πειστικός λόγος σε ότι αφορά τις επιδιώξεις και τα συμφέροντά μας. Η προσπάθεια να προσαρμόσουμε το λόγο μας στις υποτιθέμενες επιθυμίες ή αναπαραστάσεις των Ευρωπαίων συμβάλλει, αντιθέτως, στην σύγχυση και, τελικά, στην δυσπιστία εντός και εκτός. Πρέπει, τέλος, να απευθυνθούμε σε όλα τα επίπεδα της ευρωπαϊκής κοινωνίας: ιθύνοντες και πολίτες.
Πρέπει, δηλαδή, να επανακτήσουμε τον έλεγχο ως προς την εικόνα της Ελλάδας. Επί του παρόντος, το κενό λόγου αφήνει έδαφος σε μια ανεύθυνη πληροφόρηση η οποία οδηγεί σε στρεβλώσεις και παραμορφώσεις της πραγματικότητας. Αντίστοιχη προσπάθεια χρειάζεται και ως προς ότι αφορά την εικόνα της Ευρώπης.
Οι σημερινές δυσκολίες με την τρόικα, η απογοήτευση από το έλλειμμα της ευρωπαϊκής αναγνώρισης και, last but not least, οι απειλητικά επερχόμενες ευρωπαϊκές εκλογές οφείλουν να οδηγήσουν σε μια θεμελιακή αναθεώρηση της επικοινωνίας ανάμεσα στο κέντρο και την περιφέρεια.
.~`~.
VI
Η διαπίστωση ότι ο Eλληνισμός μάλλον έχει τελειώσει ιστορικά, ότι βγήκε από τον στίβο της Iστορίας, είναι ανυπόφορη για μας τους ακόμα ελληνώνυμους. Mας πονάει. Oφείλουμε ωστόσο να ελέγξουμε τον ρεαλισμό της.
Πότε ένας ιστορικός λαός τελειώνει, παύει να μετέχει στο γίγνεσθαι της Iστορίας; Oταν απλώς υφίσταται τα συμβαίνοντα, χωρίς να μπορεί να τα επηρεάσει. Oταν παύει να σαρκώνει στοιχεία ενεργούμενης ετερότητας, μοναδικότητες που ενδιαφέρουν ευρύτερα, αφορούν σε καθολικές ανθρώπινες ανάγκες.
Mια συλλογικότητα που δεν κομίζει ιδιαιτερότητα, δεν συνεισφέρει πρόταση με πανανθρώπινη ή μετριότερη εμβέλεια, αλλά μόνο μιμείται, μόνο δανείζεται, μόνο πιθηκίζει το κυρίαρχο «παράδειγμα», σαφώς διολισθαίνει εκτός Iστορίας. Συνεχίζει να υπάρχει, αλλά παθητικά, στο περιθώριο ή ουραγός. Δεν θα αλλάξει τίποτε για κανέναν, δεν θα επηρεαστεί στο παραμικρό ο ρους της Iστορίας, αν τα εδάφη αυτής της συλλογικότητας προσαρτηθούν σε γειτονική χώρα ή διαμελιστούν ή κατακτηθούν από ξένους εισβολείς – αν το όνομά της από Γιουγκοσλαβία γίνει Eρζεγοβίνη ή από Pοδεσία Zάμπια.
Aκόμα και η διατήρηση γλώσσας ξεχωριστής δεν εξασφαλίζει ιστορική συνέχεια και συνοχή σε μια συλλογικότητα που επιβιώνει μεταπρατικά, μιμητικά, παραιτημένη από μετοχή στην Iστορία με ενεργό ετερότητα. Στο «νεωτερικό» πολιτισμικό «παράδειγμα» προϋπόθεση για τη συγκρότηση και τη συνοχή κρατικών οντοτήτων είναι μόνο η σύμβαση: «κοινωνικό συμβόλαιο», Σύνταγμα εγκεκριμένο κατά πλειοψηφία. Kαι η σύμβαση μπορεί να προβλέπει δύο, τρεις ή και περισσότερες «επίσημες» γλώσσες, χωρίς κοινή ιστορική συνείδηση.
Aλλά και η ιστορική συνείδηση μπορεί εύκολα να κατασκευαστεί με επιδέξια μεθοδική προπαγάνδα: η πιο εξόφθαλμη διαστροφή της Iστορίας να επιβληθεί σε έναν λαό σαν ιδεολογική και ψυχολογική αυθυποβολή. Nα εκβιαστεί και διεθνής αναγνώριση της πλαστογράφησης του ιστορικού παρελθόντος, με όπλο το «δικαίωμα στον συλλογικό αυτοκαθορισμό». Bέβαια, η ιστορική συνείδηση ενός λαού είναι, κατά κανόνα, συνυφασμένη με τη γλώσσα του, η γλώσσα σαρκώνει την ιστορική συνείδηση. Aλλά δεν αποκλείεται καθόλου η σαρκωμένη στη γλώσσα ιστορική αυτοσυνειδησία να ατονήσει ή και να χαθεί.
Πώς χάνεται η ιστορική αυτογνωσία και ταυτότητα η αποτυπωμένη στη γλώσσα ενός λαού; Oι Eλληνώνυμοι σήμερα συνεχίζουμε να χρησιμοποιούμε λέξεις που ζουν τρεισήμισι χιλιάδες χρόνια στη ζωντανή ελληνική λαλιά: μιλάμε για «κοινωνία», «δημοκρατία», «αλήθεια», «λόγο». Aλλά με τις ίδιες αυτές λέξεις εμείς σημαίνουμε πραγματικότητες άλλες, εντελώς διαφορετικές από αυτές που σήμαιναν οι κάποτε Eλληνες. Σήμερα λέμε «κοινωνία» και εννοούμε societas, «δημοκρατία» και εννοούμε res publica, «αλήθεια» και εννοούμε veritas, «λόγος» και εννοούμε ratio.
Συντηρούμε ακόμα, κουτσά-στραβά, τα σημαίνοντα. Aλλά έχουμε χάσει τα σημαινόμενα, τη γνώση του «τρόπου» των Eλλήνων. H ομοείδεια του «τρόπου» του βίου, δηλαδή ένας πολιτισμός, γεννιέται, όταν οι άνθρωποι (η κρίσιμη μάζα μιας συλλογικότητας) συμπέσουν σε κοινή ιεράρχηση των αναγκών τους: ποια ανάγκη προέχει και ποια ακολουθεί.
Δεν είναι οι πεποιθήσεις-ιδέες-«αξίες» (οι κοινές ατομικές παραδοχές) που γεννάνε τον πολιτισμό, είναι οι κοινές ανάγκες και, ακριβέστερα, η κοινή ιεράρχηση των αναγκών.
Oι Eλληνες σημάδεψαν την ανθρώπινη Iστορία, επειδή αυτοί, για πρώτη (μάλλον και μοναδική) φορά, έδωσαν προτεραιότητα στην ανάγκη τους για την αλήθεια πριν από κάθε αναζήτηση χρησιμότητας. Oργάνωσαν την πρακτική του βίου τους (θεσμούς, στοχεύσεις και βεβαίως τις Tέχνες τους) αποβλέποντας πρωτευόντως στην πραγμάτωση και φανέρωση του «αληθούς»: του «τρόπου της όντως υπάρξεως». Kαι «όντως ύπαρξη», «κατ’ αλήθειαν» ύπαρξη, είναι αυτή που δεν μεταβάλλεται, δεν αλλοιώνεται, δεν φθείρεται, δεν πεθαίνει.
Γνωρίζουμε την αλήθεια όχι χάρη στην ατομική μας διάνοια, δεν τη συνάγουμε ως νοητική συνέπεια ορθολογικών συμπερασμών. Tην πιστοποιούμε εμπειρικά με τη θέα - θεωρία της τάξης, της αρμονίας, του κάλλους, που καθιστούν την ολότητα των υπαρκτών «κόσμον», δηλαδή κόσμημα. Tα επιμέρους υπαρκτά είναι φθαρτά, εφήμερα, θνητά.
O «τρόπος» που προκαθορίζει την ύπαρξή τους (λόγος - τρόπος της ουσίας τους), όπως και ο «τρόπος» (το πώς) της συνύπαρξής τους (ο «ξυνός» - κοινός λόγος, η συμπαντική λογικότητα) είναι πραγματικότητες άφθαρτες, αμετάβλητες, αθάνατες, είναι η «αλήθεια». Για τον Eλληνα «αλήθεια» είναι ο εμπειρικά προσιτός και πιστοποιούμενος «τρόπος της του παντός διοικήσεως» (Hράκλειτος). Eτσι,
– η αλήθεια είναι «τρόπος» της ύπαρξης και η γνώση του τρόπου κατακτάται μόνο με την πραγμάτωση του τρόπου,
– δεν αρκεί η κατανόηση του τρόπου για να γνωρίσουμε τον τρόπο, χρειάζεται να πραγματώσουμε τον τρόπο για να τον γνωρίσουμε.
Aυτές οι δύο θεμελιώδεις αρχές της ελληνικής γνωσιολογίας βεβαιώνουν (και εξασφαλίζουν) τον εμπειρισμό - ρεαλισμό της. H πρακτική της εφαρμογής τους ιδρύει το «κοινόν άθλημα» της πολιτικής: H «κοινωνία της χρείας» να υπηρετεί την «κοινωνία του αληθούς», η χρησιμοθηρική συνύπαρξη να μετασχηματίζεται σε «πόλιν», η ιδιότητα του «πολίτη» να συνιστά μετοχή στον «τρόπο» του αθανατίζειν.
Σήμερα, ακόμα και το τι σημαίνει η λέξη «τρόπος» αγνοείται στο τριτοκοσμικό Eλλαδιστάν. H «αλήθεια» ταυτίζεται μόνο με ιδεολογήματα, η «ελληνικότητα» μόνο με μια ανυπόφορη, ντροπιαστική υπηκοότητα. O ελληνικός «τρόπος» ολότελα χαμένος και οι ελληνώνυμοι μόνο μεταπράτες του βαρβαρικού ατομοκεντρισμού, της χρησιμοθηρικής νοησιαρχίας, του νομικισμού. Aντί για το άθλημα της κοινωνίας έχουμε τη χρηστικότητα της σύμβασης, αντί για πολιτική τα «μνημόνια» υποταγής στη διεθνοποιημένη βαρβαρική δουλεμπορία. Mε χαμένη τη γλώσσα, υπονομευμένη την ιστορική αυτογνωσία, αχρηστευμένο το σχολειό, καταργημένη την κοινότητα, αλλοτριωμένη την εκκλησία σε ατομοκεντρική θρησκεία, αποχαυνωμένοι από το αφιόνι του καταναλωτισμού, «ανεπαισθήτως» βρεθήκαμε από την Iστορίαν έξω.
Tον ελληνικό «τρόπο» τον χρειάζεται το ανθρώπινο είδος – κάποιοι κάποτε οπωσδήποτε θα τον ξαναβρούν. Oσοι αφυπνιστούν στην ανάγκη για προτεραιότητα της αλήθειας απέναντι στη χρησιμότητα, της «σχέσης» απέναντι στη σύμβαση, της «μετοχής» απέναντι στο δικαίωμα. Aυτοί θα συνεχίσουν την παρουσία της ελληνικότητας στον ιστορικό στίβο.
Στα χώματα όπου πρωτογεννήθηκε αυτή η ανάγκη, θα πλεονάζει πανσπερμία τυχάρπαστων εποίκων. Iσως επιβιώνουν, στο περιθώριο, και κάποιοι μακρινοί απόγονοι πυγμαίων (του γένους των Σαμαρά, Bενιζέλου, Tσοχατζόπουλου). Mε κώδικα συνεννόησης κάποια χρηστική εσπεράντο – συνταγή Pεπούση. Eίναι πολύ πιθανό να γράφουν ακόμα συνθήματα στους τοίχους.
.~`~.
VII
Ο ελληνισμός έχει δύο συνιστώσες, έσω και έξω, οι οποίες συνδέονται με στενούς και δυναμικούς δεσμούς· οικογενειακούς, θρησκευτικούς, τοπικιστικούς, εθνικούς. Οι σχέσεις τους τροφοδοτούνται συνεχώς με μετακινήσεις προσώπων και μηνυμάτων. Η ραγδαία ανάπτυξη των τηλεπικοινωνιών και των αεροπορικών μεταφορών έχει συνεισφέρει στην συνοχή και την επικοινωνία.
Κράτος και διασπορά, όμως, διαφέρουν ριζικά, λόγω των συνθηκών ζωής και λειτουργίας. Ο κόσμος της διασποράς παρακολουθεί και βιώνει de facto τις διεθνείς εξελίξεις καθώς η ατομική, οικογενειακή και κοινοτική επιβίωση εξαρτώνται από την ταχεία προσαρμογή σε ένα απαιτητικό περιβάλλον. Η πολυκεντρικότητα της διασποράς προσφέρει επί πλέον οικουμενική εποπτεία. Αντιθέτως, η έσω Ελλάδα τείνει, όπως κάθε κράτος, να καλλιεργεί την εσωστρέφεια.
Οι διαφορές αυτές έχουν ενταθεί. Η παγκοσμιοποίηση και η εξέλιξη των γενεών σε πολλούς κλάδους της ελληνικής διασποράς και, ιδιαιτέρως του αμερικανικού, έχουν ενισχύσει τον κοσμοπολιτισμό της. Η έσω Ελλάδα, επωφελούμενη από τις ευρωπαϊκές επιδοτήσεις και το δάνειο χρήμα, απώλεσε το κίνητρο της προσαρμογής. Ανέπτυξε αυτιστικά σύνδρομα και καλλιέργησε στάσεις και αντιλήψεις εκτός διεθνούς πραγματικότητας. Διαμορφώθηκε, επομένως, ένα πνευματικό χάσμα μεταξύ κράτους και διασποράς.
Όσο έρρεε το εύκολο χρήμα, η επίσημη Ελλάδα θυμόταν την διασπορά μόνον για τους στόχους της εξωτερικής της πολιτικής, καθώς υπήρχε το προηγούμενο του ελληνικού lobbying το 1974. Όμως, οι υποκινούμενες κινητοποιήσεις, σε αντίθεση με την αυθόρμητη αντίδραση των Ελληνοαμερικανών, η οποία απέτρεψε τετελεσμένα στο κυπριακό, εξήγαγαν προβλήματα. Η προσπάθεια να τεθεί ο οικουμενισμός της διασποράς υπό την διεύθυνση του ελληνικού κέντρου, το διαβλητό «συμβούλιο αποδήμου ελληνισμού» (ΣΑΕ), επιδείνωσε το κλίμα καχυποψίας. Οι γραφειοκρατικές ταλαιπωρίες και η οικονομική αφαίμαξη την οποία υφίστανται επί ελληνικού εδάφους αποθάρρυναν και απομάκρυναν. Τέλος, ο πρόσφατος διεθνής διασυρμός των Ελλήνων, τις συνέπειες του οποίου βιώνει η διασπορά, εγείρει θυμό και αγανάκτηση έναντι των εν Ελλάδι υπαιτίων.
Μετά το 2009, το παρακμιακό ελλαδικό σύστημα αντιμετώπισε την διασπορά ως ανεκμετάλλευτη πηγή πόρων, με επικλήσεις στον πατριωτισμό των Ελλήνων του εξωτερικού. Στο παγκόσμιο συνέδριο των Κρητών στον 'Αγιο Νικόλαο προ διετίας, στην ad hoc πρόσκληση του πρωθυπουργού Γ. Παπανδρέου για επενδύσεις στην Ελλάδα, οι αντιδράσεις των συνέδρων συνοψίζονται στην απάντηση ενός επιφανούς ελληνοαμερικανού επιχειρηματία: «μας ζητάτε να ρίξουμε καλό σπόρο σε άγονη γη».
Η διασπορά, ήταν πάντοτε η στρατηγική εφεδρεία του ελληνικού κράτους. Στους δύσκολους καιρούς μας, χρειάζεται η συμβολή της. Το πλεονέκτημά της, ωστόσο, δεν είναι κυρίως οικονομικό. Η διασπορά διαθέτει το κεφάλαιο που λείπει περισσότερο από την σημερινή Ελλάδα, δηλαδή την επαφή με την διεθνή πραγματικότητα. Οι Έλληνες του εξωτερικού μπορούν να συνδέσουν εμπράκτως τους Έλληνες του εσωτερικού με τον σύγχρονο κόσμο, τις απαιτήσεις και τις ευκαιρίες του.
Αυτό δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί χωρίς ουσιαστική ελευθερία κινήσεων. Οι Έλληνες του εξωτερικού διαθέτουν αρνητική εμπειρία: τα ποικίλα ελλαδικά κατεστημένα επανειλημμένως επεδίωξαν να τους χρησιμοποιήσουν, για κατ'όνομα μεταρρυθμίσεις· στην πραγματικότητα ως άλλοθι της ακινησίας. Το άνοιγμα της Ελλάδας, φορείς της οποίας αποτελούν οι Έλληνες του εξωτερικού, χρειάζεται ρήξη με τους παράγοντες του συντηρητισμού, συμμαχία και συντονισμό με τις υγιείς δυνάμεις.
Η παρέμβαση των Ελλήνων της διασποράς δεν νοείται ως εισβολή ετεροχθόνων για να επιμεριστούν την ελλαδική πρόσοδο. Στόχος δεν είναι να παλιννοστήσουν οι επιτυχημένοι επιχειρηματίες, πανεπιστημιακοί ή δημοσιογράφοι για να απορροφηθούν από το υφιστάμενο σύστημα. Αντιθέτως, πρέπει να παραμείνουν ενεργοί στη διασπορά. Το ζητούμενο είναι να αναπτυχθούν δεσμοί συνεργασίας και ανταλλαγής εμπειρίας και υποστήριξης. Μεταξύ έσω και έξω Ελλάδας χρειάζεται να διαμορφωθεί ένας ενδιάμεσος επιχειρηματικός, πολιτικός και πνευματικός χώρος, ο οποίος να λειτουργεί ως ιμάντας αμφίδρομης μετάδοσης.
Όπως σε κάθε κρίση, η σχέση έσω και έξω Ελλάδος αλλάζει. Το πεδίο συνεργασίας, ανταγωνισμού και διαπραγμάτευσης ανάμεσα στις δύο συνιστώσες θα αποτελέσει, αναπόφευκτα, ένα από τα κεφάλαια στην επιθυμητή επανίδρυση της Ελλάδας. Θα πρέπει να αντιμετωπιστεί από τους υπευθύνους πολιτικούς με προσοχή και σοβαρότητα. Για να γεφυρωθεί το χάσμα, αντιλήψεις, δομές, πράξεις και συνήθειες τις οποίες κληροδότησε η προηγούμενη περίοδος πρέπει να αναθεωρηθούν άρδην.
.~`~.
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική