Quantcast
Channel: Κοσμοϊδιογλωσσία
Viewing all 1482 articles
Browse latest View live

Η Δημοκρατία διέξοδος για την ανθρωπότητα.

$
0
0

Από τη Δημοκρατία στην ψευδο-δημοκρατία

Ενώ η Αθήνα βρισκόταν στον Χρυσό της Αιώνα, την ίδια στιγμή, κάπου κοντά αλλά ταυτόχρονα πολύ μακριά, μια άλλη πόλη δημιουργούσε κάτι νέο. Κάτι πανίσχυρο που θα κλόνιζε τη Μεσόγειο και θα κυριαρχούσε στον γνωστό τότε κόσμο.

Το 509 π.Χ. καταλύεται η μοναρχία στο Ρωμαϊκό Βασίλειο και τη θέση της αναλαμβάνει ένα νέο και αυτοδύναμο πολίτευμα. Την στιγμή αυτή η Ρώμη αναδεικνύει τη σπουδαιότερη προσφορά της στο πολιτικό πάνθεον της ανθρωπότητας: το πολίτευμα που ονομάζεται Republic (Res Publica Romana) [1]. Μέχρι το 300 π.Χ. το πολίτευμα αυτό είχε αποκρυσταλλωθεί. Στα ηνία του πολιτεύματος βρέθηκε ένα νέο και μοναδικό πολιτικό σώμα, το οποίο ονομάσθηκε Senatus. Η “Γερουσία” ήταν μια ιδέα που ξεκίνησε από την αρχαία Σπάρτη (το συμβούλιο των γερόντων του Λυκούργου), όπως ακριβώς ήταν και η ιδέα των δύο Υπάτων, που είχε βασιστεί στους δύο Βασιλείς των Λακεδαιμονίων. Εδώ λοιπόν αναδεικνύεται μια μεγάλη αλήθεια. Το πολίτευμα που δημιουργήθηκε στη Ρώμη ήταν βασισμένο πάνω σε μια Ολιγαρχία, αντίθετο και επιθετικό της Δημοκρατίας. Η καινοτομία της Republic ήταν η δημιουργία φαινομενικών “αντιπροσώπων” των πολιτών, όπου οι πολίτες εγκατέλειπαν την διακυβέρνηση σε μια επαγγελματική Ολιγαρχία τέτοιου είδους αντιπροσώπων. Αντιπρόσωποι οι οποίοι ουσιαστικά εκπροσωπούσαν την εκάστοτε ελίτ της Ρώμης [2]. Η Γερουσία στο απόγειο της δύναμής της ανεδείχθη στο ισχυρότερο πολιτικό σώμα στην ιστορία του ανθρώπου μέχρι και σήμερα.Οι απεσταλμένοι της στον γνωστό κόσμο είχαν την πολιτική ισχύ υψηλόβαθμων διπλωματών, ενώ το ίδιο το σώμα ήλεγχε την Εκτελεστική, τη Νομοθετική αλλά και τη Δικαστική Εξουσία της Ρώμης. Η αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών που πρώτος ανέπτυξε ο Αριστοτέλης και έκανε ευρέως γνωστή ο Montesquieu το 17ο αιώνα, είχε καταλυθεί από το πανίσχυρο σώμα της Γερουσίας.

Τα δύο κόμματα που συμμετείχαν στη Γερουσία, οι Populares (υποστηρικτές των πολιτών) και οι Optimates (άριστοι) ήταν και τα δύο αριστοκρατικά και στην ουσία αποτελούσαν την πολιτική και οικονομική ολιγαρχία (ελίτ) της εποχής. Για την διατήρηση και αυτοσυντήρησή της, η Γερουσία χρησιμοποίησε διάφορες δημοκρατικοφανείς μεθόδους, όπως αυτή των εκλογών, ενώ στην ουσία έψαχνε και έβρισκε νομιμοποίηση απέναντι στους πολίτες μέσω των δημοκρατικών αυτών τεχνασμάτων. Κάθε φορά που κάποιος Ρωμαίος προσπάθησε να αναδειχθεί μέσω των εκλογών αυτών και να εκπροσωπήσει τους πολίτες και το δημόσιο καλό, όπως συνέβαινε σε μια Δημοκρατία, οι Ολιγάρχες της Γερουσίας τον δολοφονούσαν. Το μεγαλύτερο παράδειγμα εδώ είναι η δολοφονία του Τιβέριου Γράκχου, το 2ο αιώνα π.Χ., καθώς προσπαθούσε να υποστηρίξει τον αναδασμό της γης. Ο αδελφός του Γάιος Γράκχος, δέκα χρόνια αργότερα, αγωνίσθηκε για τον ίδιο πολιτικό στόχο και δολοφονήθηκε και αυτός επίσης από την Γερουσία.

Καθίσταται λοιπόν σαφές πως η Republic ήταν ένα πολίτευμα που δημιουργήθηκε στην αρχαία Ρώμη και ήταν εξ αρχής και επί της ουσίας μία Ολιγαρχία, με ανύπαρκτο διαχωρισμό Εξουσιών, με αντιπροσώπους των πολιτών, και φαινομενικά Δημοκρατικές ιδέες.

Στις 2 Σεπτεμβρίου του 31 π.Χ. ο Οκταβιανός αποδεκάτισε τη στρατιωτική δύναμη του Μάρκου Αντώνιου και της Κλεοπάτρας της Φιλοπάτορος στη Ναυμαχία του Ακτίου στο Ιόνιο πέλαγος, λίγο έξω από τη σημερινή πόλη της Πρέβεζας. Ως αποτέλεσμα της νίκης του αυτής, ο Οκταβιανός ανεδείχθη ως ο απόλυτος κυρίαρχος της Ρώμης και του γνωστού κόσμου. Το 27 π.Χ. ο Οκταβιανός υιοθέτησε τον τίτλο Princeps Civitatis (“Πρώτος Πολίτης”), διέλυσε την Republic και εγκαθίδρυσε το Imperium Romanum, γνωστό σε όλους μας ως Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Η Γερουσία ήταν αυτή που του έδωσε τον τίτλο “Αύγουστος“, τον οποίο και υιοθετούσαν εφ’ εξής οι διάδοχοι αυτοκράτορες του Οκταβιανού. Έτσι, κάπως άδοξα, τελείωσε το μοναδικό αυτό πολίτευμα της Republic, το οποίο όμως δεν έμελλε να σβήσει εντελώς.

Η Ρωμαϊκή και μετέπειτα η Βυζαντινή Αυτοκρατορία επέζησαν για χρόνια σε μια εποχή που ολόκληρος ο γνωστός κόσμος υπέκυψε για ακόμα μια φορά σε μοναρχικού τύπου πολιτεύματα: Αυτοκρατορία, Τυραννίδα, Βασιλεία. Θα χρειαστεί να περάσουν δεκαοχτώ αιώνες για να υπάρξει και πάλι η ευκαιρία δημιουργίας κάτι νέου: ενός πολιτικού οικοδομήματος το οποίο δεν θα αποτελούσε μοναρχία.


Δημοκρατία ή Republic: το μεγάλο δίλημμα

Το 1774 ο Thomas Jefferson συνέταξε τη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας των Η.Π.Α. και οι πρώην Αγγλικές αποικίες επαναστάτησαν εναντίον της Βασιλείας και της εκμετάλλευσης από την Μεγάλη Βρετανία. Το μένος των πολιτών των Η.Π.Α. έναντι του Βασιλιά Γεώργιου του 3ου, οδήγησε σε μία τελεσίδικη άρνηση των “Αμερικανών” απέναντι σε κάθε τι μοναρχικό και αυταρχικό για το πολίτευμά που σκόπευαν να υιοθετήσουν.

Αφού κατέκτησαν την πολυπόθητη ανεξαρτησία τους, οι Η.Π.Α. στράφηκαν στους λιγοστούς και εμπνευσμένους ηγέτες αυτής της περιόδου για την πολιτική καθοδήγηση του νεοσύστατου κράτους. Οι ηγέτες αυτοί, οι “Πατέρες και Ιδρυτές των Η.Π.Α.“, ήταν μια πολυφωνική και ποικιλόμορφη ομάδα, η οποία ήταν επί της ουσίας μία πολιτική αλλά και οικονομική ελίτ. Η ελίτ αυτή είχε πρωτοδημιουργηθεί στις τοπικές βουλές των αποικιών, και έπειτα στις συνελεύσεις του Ηπειρωτικού Κογκρέσου, στο οποίο οι απλοί πολίτες δεν είχαν ούτε φωνή, ούτε εκπροσώπηση, αλλά πολλές φορές ούτε καν γνώση και ενημέρωση για το τι συνέβαινε.

Οι Πατέρες λοιπόν του Αμερικανικού Έθνους ήταν και οι συντάκτες του Συντάγματος των Η.Π.Α. το οποίο υιοθετήθηκε το 1787 [3]. Κατά την διάρκεια των συζητήσεων των “Πατέρων”, οι μορφωμένοι και καλλιεργημένοι Αμερικανοί πολιτικοί βρέθηκαν απέναντι σε ένα κυριολεκτικά πολύ σοβαρό δίλλημα. Συνειδητοποίησαν πως σε αντίθεση με εκατομμύρια άλλους ανθρώπους στην ιστορία του κόσμου, είχαν μια μοναδική ευκαιρία να αποφασίσουν οι ίδιοι τη μοίρα και το πολίτευμά τους, χωρίς καμία επιρροή από εχθρούς, συμμάχους, γείτονες και ξένες δυνάμεις. Το δίλλημα, λοιπόν, ήταν ανάμεσα σε δύο πολιτεύματα, τα οποία ήταν υποψήφια για υιοθέτηση από τις Η.Π.Α. Το ένα ήταν το Ελληνικό πολίτευμα της Δημοκρατίας.Οι Πατέρες των Αμερικανών ήταν μεγάλοι θιασώτες του Ελληνικού πνεύματος, κυρίως της τέχνης και της φιλοσοφίας. Αντιθέτως, για θέματα πολιτικής πρακτικής και ρητορικής αντλούσαν την έμπνευσή τους από την αρχαία Ρώμη. Ταυτόχρονα, έκριναν και αποφάσισαν πως το πολυπληθές νεοσύστατο κράτος δεν θα μπορούσε να αντέξει, να καταστεί διαχειρίσιμο και να διοικηθεί εύκολα μέσω του Ελληνικού πολιτεύματος της Δημοκρατίας. Ο Πατέρας του Συντάγματος, James Madison, βλέποντας προς την Καλιφόρνια και διακρίνοντας την πιθανή εξάπλωση προς την Δύση, πίστεψε πως το μέγεθος της χώρας του θα χρειαζόταν κάτι διαφορετικό από τη Δημοκρατία. Άλλοι πάλι Πατέρες, όπως ο Alexander Hamilton, συμφώνησαν μαζί με τον Madison αλλά για διαφορετικούς λόγους. Ο Hamilton πίστευε ότι μόνο μία ομάδα αρίστων και επίλεκτων θα μπορούσε να διαχειριστεί τα κοινά. Ενώ βέβαια ο ίδιος οραματιζόταν μια αριστοκρατία, ο φόβος του και το μίσος του για τον “όχλο” και τις “μάζες” τον έκαναν ανίκανο να συνειδητοποιήσει ότι υιοθετώντας το Ρωμαϊκό πολίτευμα της Republic, οδηγούσε ουσιαστικά τις Η.Π.Α. σε μία νέα αλλά κλασικού τύπου Ολιγαρχία. Μία Ολιγαρχία που αποτελείτο αφενός από την οικονομική ελίτ του Βορρά και αφετέρου από τους γαιοκτήμονες του Νότου, η οποία μετά τον Αμερικανικό Εμφύλιο κατέληξε στην απόλυτη Ολιγαρχία του Βορρά και του χρήματος, και της πολιτικής και οικονομικής ελίτ που κυβερνάει την ήπειρο μέχρι και στις μέρες μας.

Με αυτόν τον τρόπο, λοιπόν, την ώρα που η Ευρώπη ήταν βυθισμένη στο σκότος της Μοναρχίας και η Δημοκρατία ήταν παγκοσμίως ανύπαρκτη και απούσα, η Republic επανεμφανίστηκε στην ανθρωπότητα και αυτή τη φορά ήταν αποφασισμένη να παραμείνει.


Η περίπτωση της Γαλλίας

Το 1789 η ανθρωπότητα επαναστατεί για ακόμη μια φορά κατά της Βασιλείας, συγκεκριμένα στη Γαλλία. Στις 14 Ιουλίου του 1789 οι Γάλλοι επαναστάτες λεηλατούν την Βαστίλη και αναγκάζουν τον Λουδοβίκο 16ο να συνθηκολογήσει. Η Νομοθετική Βουλήπου προέκυψε ως το κυρίαρχο πολιτικό σώμα μετά την επανάσταση, είχε ως μοναδικό αλλά και πρόσφατο οδηγό επιτυχίας το Αμερικανικό Σύνταγμα του 1787 και προχώρησε αμέσως στην υιοθέτηση του Ρωμαϊκού πολιτεύματος της Republic [4]. Και σε αυτήν την περίπτωση, όπως και στην Αμερικανική, οι νόμοι δεν αποφασίζονταν απευθείας από κάθε πολίτη, όπως είχε πει ο Rousseau, αλλά μέσω των “αντιπροσώπων” τους, όπως πρέσβευε ο Sieyès.

Η Ολιγαρχία που δημιουργήθηκε στην επαναστατική Γαλλία, εξέφραζε τα συμφέροντα της αριστοκρατίας, μέλη της οποίας αποτελούσαν και την πλειοψηφία της Νομοθετικής Βουλής (π.χ. Marquis de La Fayette, πολιτική ομάδα των Feuillants, κτλ.). Η Republic αυτή ήταν θνησιγενής εξ αρχής και η μεγάλη οικονομική κρίση, οι ήττες στον πόλεμο με την Βοημία, την Αυστρία και την Ουγγαρία, και η συνειδητοποίηση των πολιτών ότι αντάλλαξαν το τυραννικό καθεστώς του Λουδοβίκου με την τυραννίδα των πλουσίων και των ευγενών, οδήγησαν στη δεύτερη Γαλλική Επανάσταση, στις 10 Αυγούστου 1792. Το κύριο αίτημα της επανάστασης αυτής ήταν η κατάργηση των προνομίων των ευγενών και η πραγματική ισότητα των πολιτών. Κυρίως όμως ήταν η απαίτηση για Δημοκρατία, το ξεχασμένο αυτό πολίτευμα που είχε σβήσει με την υποταγή της αρχαίας Ελλάδας στις Ρωμαϊκές λεγεώνες το 146 π.Χ..

Οι Γάλλοι συνειδητοποίησαν το 1792 πως την κυριαρχία σε μια πολιτεία την έχουν οι πολίτες και όχι οι αντιπρόσωποί τους [5]. Στην ουσία συνειδητοποίησαν πως η ισχύς των “αντιπροσώπων” είναι δευτερεύουσα και υπάρχει υπό την ανοχή και την εμπιστοσύνη των πολιτών, οι οποίοι μπορούν όποτε θέλουν, ελεύθερα να την ανακαλέσουν.Δυστυχώς, η ανθρωπότητα δεν θα μάθει ποτέ αν η Δημοκρατία θα μπορούσε να επικρατήσει και να λειτουργήσει στο τεράστιο Γαλλικό κράτος του 18ου αιώνα. Η άμεση δολοφονία του Λουδουβίκου, ο εμφύλιος πόλεμος που προκλήθηκε από την υποχρεωτική στράτευση, η Κυριαρχία του Τρόμου (ιδιαίτερα επί της εποχής του Robespierre), ο λανθασμένος ιδεολογικός “Δημοκρατικός επεκτατισμός” και οι στρατιωτικές ήττες οδήγησαν σε απανωτά πραξικοπήματα τα οποία κατέληξαν στην επάνοδο της μοναρχίας με την υποστήριξη μιας υποταγμένης πλέον Ολιγαρχίας, στην οποία ο νικητής Ναπολέων έκλεινε το μάτι αποδεχόμενος τον τίτλο του Πρώτου Ύπατου [6]. Ως νεότερος Οκταβιανός που ανακηρύχθηκε “Αύγουστος” από τη Ρωμαϊκή Γερουσία, ο Ναπολέων απετίναξε το μανδύα του Ύπατου όταν εδραιώθηκε στην εξουσία και ανακηρύχθηκε από την Γαλλική Γερουσία [7] ως Αυτοκράτορας των Γάλλων.


Τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα και επαναστάσεις

Η Ευρωπαϊκή ήπειρος στη συνέχεια βυθίστηκε για ακόμα μια φορά στο σκοτάδι της μοναρχίας και όλα τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα και επαναστάσεις είχαν δύο πρόσφατα παραδείγματα για να μελετήσουν και να αξιοποιήσουν. Την βραχύχρονη και επίδοξη Δημοκρατία της Γαλλίας, και την Republic της ανερχόμενης Αμερικανικής υπερδύναμης. Προφανώς, το πρώτο παράδειγμα ήταν προς αποφυγή ενώ το δεύτερο προς απομίμηση. Συνεπώς, κάθε χώρα που απελευθερωνόταν, κοιτούσε προς Δυσμάς για να δημιουργήσει έτσι το νέο της πολίτευμα – δηλαδή μια ακόμη Republic.

Το μυστικό εδώ είναι πως οι λέξεις αυτές, Δημοκρατία και Republic, και η διαφοροποίησή τους δεν χρησιμοποιήθηκαν ποτέ, ούτε εξηγήθηκαν στους πολίτες. Ο όρος Republic άρχισε να σβήνει σιγά σιγά από την Αμερική και να αντικαθίσταται με τον όρο Δημοκρατία.. Ο λόγος ήταν η δημοκρατική νομιμοποίηση του καθεστώτος και της ηγεσίας των Ολιγαρχών. Με άλλα λόγια, η Republic ντύθηκε με τον μανδύα της Δημοκρατίας για να υπηρετήσει ακόμα καλύτερα και απόλυτα τα συμφέροντα της εκάστοτε ελίτ.Η λέξη Δημοκρατία οδηγούσε και οδηγεί ακόμα με την αγχίνου μνήμη στην Αρχαία Αθήνα, όπου τα όργανα της πολιτείας εξυπηρετούσαν το δημόσιο συμφέρον και το κοινό καλό. Αυτόν ακριβώς το συνειρμό και αυτήν τη νομιμοποίηση αποζητούσαν και έβρισκαν οι Ολιγάρχες στη λέξη και την ανάμνηση της Δημοκρατίας, ενώ επί της ουσίας το πολίτευμα εξυπηρετούσε το ίδιον συμφέρον τους. Όπως και σε κάθε Republic συμβαίνει το ίδιο, τα όργανα της πολιτείας, δηλαδή, να εξυπηρετούν τα συμφέροντα της εκάστοτε πολιτικής και κοινωνικής ελίτ.

Με την επιτυχία του Αμερικανικού πειράματος, λοιπόν, και τη νομιμοποίηση αλλά και την όμορφη ανάμνηση της ταμπέλας της “Δημοκρατίας” ήταν εύλογο οι νέες χώρες που απελευθερωνόντουσαν να αγκαλιάσουν την Republic ως το δικό τους πολίτευμα και να εξυπηρετούνται μέσω αυτής τα συμφέροντα των ολίγων της κάθε χώρας.


Συμπεράσματα

Συνοψίζοντας, καθίσταται σαφές ότι απαιτείται ο επιστημονικός διαχωρισμός των δύο πολιτευμάτων, Republic και Δημοκρατία, καθώς και η αποσαφήνιση της ιστορικής πολιτικής εξέλιξης της ανθρωπότητας βάσει αυτών. Ταυτόχρονα, είναι προφανές ότι η στρέβλωση του όρου “Δημοκρατία” συνεχίζεται ως και σήμερα για τους λόγους που προαναφέρθηκαν. Η Republic στη σύγχρονη μορφή της, και για να υπνωτίσει μία παγκόσμια κοινότητα πολιτών που ενημερώνεται και επικοινωνεί διαρκώς, έχει χρησιμοποιήσει νέες τακτικές συγκάλυψης και ψεύδους. Ίσως η πιο επικίνδυνη εξ αυτών είναι η “υποκατηγοριοποίηση” της Δημοκρατίας σε διάφορες “μικρότερες” μορφές της όπως: Άμεση, Αντιπροσωπευτική, Βασιλευόμενη, Ισλαμική, Κοινοβουλευτική, Προεδρευόμενη, Προεδρική, Ρεπουμπλικανική, Σοβιετική, Σοσιαλιστική, Συμμετοχική, Ρωμαϊκή, κ.ο.κ.

Οι υποκατηγορίες αυτές θολώνουν τα πολιτικά και πολιτειακά νερά και είναι πολλές φορές αρκετές για να οδηγήσουν αυτούς που αγνοούν την πολιτική ιστορία στην περιφρόνηση της Δημοκρατίας και την κρυφή και πολλές φορές υποσυνείδητη και χωρίς τη θέλησή τους υποστήριξη της Republic και της πολιτικής της σκευωρίας και πολιτειακής και ιδεολογικής καπηλείας. Προφανώς και οι λέξεις αυτές είναι απλοί νεολογισμοί, ανύπαρκτες έννοιες για ανύπαρκτα πολιτεύματα, μιας και η Δημοκρατία είναι μία όπως ορίζεται ιστορικά και από την πολιτική επιστήμη και δεν επιδέχεται επίθετα.

Εξίσου σημαντικό είναι να αναγνωρίσουμε πως κάθε προσπάθεια αναστήλωσης του αληθινού πολιτεύματος της Δημοκρατίας, οπουδήποτε στον κόσμο, θα μπει στο στόχαστρο των απανταχού ελίτ των Republic του πλανήτη, των οποίων τα συμφέροντα θα θίγονταν προφανώς άμεσα από μία τέτοια εξέλιξη.

Οι σύγχρονες δημοκρατικές ιδέες και προτάσεις [8] που ισχύουν ευτυχώς σε πολλές περιπτώσεις Republic ανά την υφήλιο, είναι ιδιαίτερα χρήσιμες για την επικείμενη αναγέννηση της Δημοκρατίας, αλλά δεν θα έπρεπε να θολώνουν ακόμα περισσότερο τα νερά και να συγχέουν δια της ύπαρξής τους τα δύο διαφορετικά πολιτεύματα. Ας μην ξεχνάμε ότι μικρές δημοκρατικές ιδέες είναι ανεκτές έως και θεμιτές από τις άρχουσες ελίτ των Republic, έτσι ώστε να διαιωνίζεται ο δημοκρατικός μύθος των πολιτευμάτων τους.

Θα ήθελα να μου επιτραπεί κλείνοντας, η μη επιστημονική κρίση και άποψη και να εξηγήσω πως η αναφορά στην επικείμενη αναγέννηση της Δημοκρατίαςγίνεται λόγω της βαθειάς μου πεποίθησης πως το ευγενές αυτό πολίτευμα, που έχει παραμείνει νεκρό και ανεφάρμοστο τα τελευταία δύο χιλιάδες χρόνια, μπορεί στη σύγχρονη εποχή να ξαναβρεί τη φωνή του. Αν η εποχή των μικρών πόλεων-κρατών της Ελλάδος στην αρχαιότητα μπορούσε να υποστηρίξει την Δημοκρατία με το μικρό πληθυσμό των πόλεων και την εύκολη συμμετοχή όλων στα κοινά, η επόμενη πραγματική ευκαιρία είναι όντως τώρα. Την εποχή δηλαδή που οι ραγδαίες εξελίξεις στην επικοινωνία και τις τεχνολογίες μπορούν να μας παρέχουν τις δυνατότητες για την αναγκαία αναγέννηση της Δημοκρατίας που θα εκφράσει όσο τίποτα τις νέες γενιές των πολιτών του κόσμου.

.~`~.

Ο Σταύρος Καλεντερίδης είναι πολιτικός αναλυτής με ειδίκευση σε θέματα Αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής και Μέσης Ανατολής, καθώς και ειδικός σε θέματα πολιτικής επικοινωνίας και στρατηγικής, κυρίως σε θέματα πολιτικής διπλωματίας.

---------------------------------------------------------------

[1] Εσκεμμένα τα σύγχρονα Ελληνικά και-μη, κείμενα αναφέρονται στην Republic ως “Ρωμαϊκή Δημοκρατία”, ένας ατυχής χαρακτηρισμός που θα προσέβαλε και τους Έλληνες αλλά και τους Ρωμαίους της εποχής. Res Public σημαίνει δημόσιες υποθέσεις. Αντιθέτως Δημο-κρατία σημαίνει πως εξουσιάζει η συνέλευση των πολιτών.
[2] Εδώ παρατηρούμε τη βασικότερη ίσως πολιτειακή διαφορά μεταξύ Republic και Δημοκρατίας. Η ύπαρξη αντιπροσώπων, του μεσάζοντα δηλαδή ο οποίος φέρεται πως εκπροσωπεί τους πολίτες και το δημόσιο συμφέρον.
[3] Δεν συμμετείχαν όλοι οι Πατέρες στη δημιουργία του Συντάγματος, ενώ συμμετείχαν και κάποιοι εκ των συντακτών του δεν συμπεριλαμβάνονται στους Πατέρες
[4] Ο Robespierre μάλιστα ήταν αντίθετος με μια Republic,η οποία πίστευε πως θα οδηγούσε σε Ολιγαρχία
[5] Το αντίθετο ισχύει σε κάθε Republic, όπου η κυριαρχία βρίσκεται στα όργανα του κράτους
[6] Υπενθυμίζεται πως αυτός ήταν ο τίτλος των δύο εκτελεστικών οργάνων της Ρωμαϊκής Γερουσίας, βασισμένος στους δύο βασιλείς της αρχαίας Σπάρτης
[7] Η ιστορία επαναλαμβάνεται
[8] Κάποιες μεταξύ των οποίων είναι οι υψηλότερες πολιτικές ιδέες όλων και οι οποίες έχουν διασώσει την ανθρωπότητα πολλές φορές από το σκοτάδι και το αδιέξοδο. Παραδείγματα είναι: Ελευθερία, Ισότητα, Ισηγορία, Ισονομία, Ισοπολιτεία, Δικαιοσύνη, Παρρησία, Διάλογος, Ανοχή, Ειρήνη, Κράτος Δικαίου, σεβασμός στα ανθρώπινα δικαιώματα, Αξιοκρατία, Πνευματική Πυρανδρεία, σεβασμός και υιοθέτηση θεμάτων των μειονοτήτων, κ.α.



.~`~.

Η Ευρώπη στο κατώφλι του 21ου αιώνα: μια κοσμοϊστορική και γεωπολιτική θεώρηση.

$
0
0

.~`~.
Ι

Σύμφωνα με τον μύθο, ο οποίος τροφοδοτεί τους πανηγυρικούς λόγους των Ευρωπαίων πολιτικών, οι λαοί της ευρωπαϊκής ηπείρου, διδαγμένοι από πικρές εμπειρίες, μπήκαν επιτέλους στον δρόμο της λογικής και ενσάρκωσαν σε οικονομικούς και πολιτικούς θεσμούς τη βούλησή τους για ειρηνική συμβίωση. Η εδραίωση των θεσμών τούτων ισοδυναμεί λοιπόν με εργασία προς χάριν της ειρήνης, ενώ η υπονόμευσή τους με την επιστροφή σε εποχές απαίσιας μνήμης. Ο μύθος τούτος είναι αυτάρεσκος, γιατί προϋποθέτει την ικανότητα των δρώντων υποκειμένων (ή πάντως των ρητόρων) να διδάσκονται από το παρελθόν και να ενεργούν με βάση ηθικά και ορθολογικά κίνητρα. Η αλήθεια είναι πεζότερη και οδυνηρότερη.
Οι αιματηρές συγκρούσεις ανάμεσα σε μεγάλα έθνη της δυτικής και της κεντρικής Ευρώπης έγιναν στις μέρες μας αδιανόητες επειδή η Ευρώπη έχασε την παγκόσμια κυριαρχία, ούτως ώστε οι ενδοευρωπαϊκοί ανταγωνισμοί δεν έχουν πλέον καθοριστική κοσμοϊστορική σημασία' γι’ αυτό και η έντασή τους κατ’ ανάγκη έπεσε κατακόρυφα. Στην ιμπεριαλιστική εποχή ο ανταγωνισμός των ευρωπαϊκών Δυνάμεων όχι μόνον δεν εμπόδισε τη συνολική ευρωπαϊκή επέκταση, αλλά και την επέτεινε, γιατί καμμιά από τις Δυνάμεις αυτές δεν ήθελε να υστερήσει σε σχέση με τις άλλες. Στην εποχή της ευρωπαϊκής παγκόσμιας κυριαρχίας, λοιπόν, ο πλανήτης συνομαδωνόταν γύρω από τον άξονα των ενδοευρωπαικών ανταγωνισμών, ενώ τώρα τα ευρωπαϊκά έθνη οφείλουν να συνομαδωθούν ή να συνασπισθούν εν όψει των πλανητικών ανταγωνισμών. Τούτη η κοσμοϊστορική τομή συνιστά την προϋπόθεση της αναδιάρθρωσης της Ευρώπης. Συνάμα απετέλεσε για την Ευρώπη μια κατάσταση ανάγκης, η οποία βέβαια, λόγω της έκρηξης της μαζικής παραγωγής και της μαζικής κατανάλωσης μετά το 1950 καθώς και λόγω των τεράστιων αποθεμάτων της ιμπεριαλιστικής εποχής, δεν έγινε αισθητή ως τέτοια από υλική άποψη, όμως η πολιτική της πλευρά έγινε ορατή στο καθοριστικό γεγονός ότι ανάδοχοι της ευρωπαϊκής ενότητας υπήρξαν, θετικά ή αρνητικά, ακριβώς οι δύο εκείνες μεγάλες Δυνάμεις, οι οποίες μετά το 1945 διαδέχθηκαν την Ευρώπη σε πλανητικό επίπεδο. Θετικά η κηδεμονία των Ηνωμένων Πολιτειών και αρνητικά ο φόβος μπροστά στη σοβιετική αυτοκρατορία έθεσαν σε κίνηση μία διαδικασία, την οποία, έστω και μετά από τις πρόσφατες καταστροφές, διόλου δεν θα κινούσε από μόνος του ο καθαρός Λόγος των Ευρωπαίων, αν είχαν αφεθεί μόνοι τους και δεν διέτρεχαν κινδύνους εκ των έξω.
Το ότι η κοσμοϊστορική τομή που αναφέραμε συνιστούσε κατάσταση ανάγκης γίνεται πρόδηλο και σε μιαν άλλη προοπτική. Το τέλος της παγκόσμιας κυριαρχίας της Ευρώπης συνέπεσε χρονικά με το τέλος των ευρωπαϊκών Νέων Χρόνων, όπως άλλωστε και η αρχή των Νέων Χρόνων σήμανε την αρχή της παγκόσμιας κυριαρχίας της Ευρώπης. Τούτο σημαίνει: οι Νέοι Χρόνοι δεν ήσαν μονάχα (στην προοπτική της ιστορίας των ιδεών) ευρωπαϊκό φαινόμενο με την ειδοποιό έννοια του όρου, αλλά και (από οικονομική και πολιτική άποψη) ένα ευρωκεντρικό φαινόμενο. Η υπερφαλάγγιση του ευρωπαϊκού συντελεστή από τον πλανητικό και, συναφώς, του ολιγαρχικού και ιμπεριαλιστικού φιλελευθερισμού από τη μαζική δημοκρατία (ως τον πρώτο κοινωνικό σχηματισμό πλανητικού βεληνεκούς στην ίσαμε τώρα ιστορία) συμβάδισε έτσι αναγκαστικά με την εξασθένιση ή τον εξανεμισμό των ιδεών των ευρωπαϊκών Νέων Χρόνων και απέληξε σε μια ουσιωδώς καινούργια παγκόσμια κατάσταση. Δεν μπορούμε να συζητήσουμε εδώ τα καθέκαστα, τις ιδιαίτερες μορφές και τις επί μέρους συνέπειες της κοσμοϊστορικής αυτής τροπής. Όμως η υπόμνηση της διαδικασίας στο σύνολό της παραμένει απαραίτητη προκειμένου να συλλάβουμε σ’ όλη της την έκταση την ευρωπαϊκή κατάσταση ανάγκης το αργότερο μετά το 1945. Και οφείλουμε να την έχουμε συνεχώς κατά νουν. Γιατί ανάλογα με το αν η διαδικασία (ή η προσπάθεια) της ευρωπαϊκής ενοποίησης γίνεται αντιληπτή ως απάντηση σε μιαν κατάσταση ανάγκης ή ως νίκη του Λόγου προκύπτουν δυο διαφορετικές δεοντολογίες και στρατηγικές. Όποιος θεωρεί ότι εδώ πρυτάνευσε ο ειρηνόφιλος Λόγος, είναι απροετοίμαστος απέναντι σε άσχημες εξελίξεις εντός της Ευρώπης και επι πλέον εκτίθεται στον κίνδυνο να επεκτείνει αυτή του τη θεώρηση σε ολόκληρο το πλανητικό τοπίο, δηλαδή να αποδώσει στην Ευρωπαϊκή Ένωση χαρακτήρα προτύπου και να προσδοκά την λύση των παγκόσμιων προβλημάτων από ένα παγκόσμιο κράτος, το οποίο θα στηριζόταν στη συναίνεση και θ' αποτελούσε μιαν Ευρωπαϊκή Ένωση In magno. Ωστόσο δεν κατανοεί κανείς γιατί κράτη όπως η Κίναλ.χ., που πιστεύουν ότι διαθέτουν αυτοτελείς και πρακτικά απεριόριστες δυνατότητες εκδίπλωσης των δυνάμεων τους, θα υιοθετούσαν την λογική μιας δημογραφικά εξασθενημένης ηπείρου, η οποία επί μερικές δεκαετίες μετά την απώλεια των αυτοκρατοριών της έζησε υπό τη σκιά των Αμερικανών και των Ρώσσων κι εξαρτάται ακόμα από τους πρώτους. Και επί πλέον: ποιός θα παίξει ως προς το παγκόσμιο κράτος τον ίδιο θετικό και αρνητικό ρόλο που έπαιξαν Αμερικανοί και Ρώσσοι ως προς την Ευρώπη;


.~`~.
ΙΙ
α´
Η ακριβής σύλληψη της ευρωπαϊκής κατάστασης ανάγκης μέσα στο πλαίσιο της παγκόσμιας ιστορίας αποτελεί απλώς την αρχή μιας ουσιαστικής προβληματικής - και αφήνει στην πράξη όλες τις δυνατότητες ανοιχτές. Γιατί οι καταστάσεις ανάγκης και οι κρίσεις μπορούν να ενεργοποιήσουν τόσο κεντρομόλες όσο και κεντρόφυγες δυνάμεις, να γεννήσουν τόσο αλληλεγγύη όσο και διαμάχη. Μια ομάδα ατόμων ή εθνών οφείλει, αν θέλει να παραμείνει ανταγωνιστική, να υιοθετήσει μιαν οργανωτική μορφή, δηλαδή να διευκρινίσει πώς και από ποιόν λαμβάνονται οι αποφάσεις. Η αλληλεγγύη (με την κοινωνιολογική, όχι με την ψυχολογική έννοια) προκύπτει όταν το πρόβλημα λήψης αποφάσεων λύνεται δεσμευτικά, αδιάφορο πού εδράζεται η δεσμευτικότητα' αλλιώς είτε δημιουργείται άμεση σύγκρουση είτε επικρατούν οι κεντρόφυγες δυνάμεις με βάση την αρχή «ο σώζων εαυτόν σωθήτω». Ποιόν από τους δυο δρόμους θα πάρει η Ευρώπη δεν μπορεί ακόμη να λεχθεί με έσχατη βεβαιότητα. Πριν από λίγον καιρό ακόμη ήταν δυνατό να κατανέμεται η ευημερία, και απ' αυτό επωφελήθηκαν όλοι σε απόλυτα μεγέθη, μολονότι μερικοί επωφελήθηκαν περισσότερο συγκριτικά με άλλους. Όμως η ώρα της αλήθειας θα σημάνει όταν στην ημερήσια διάταξη δεν θα βρίσκεται πλέον η κατανομή της ευημερίας, αλλά η κατανομή σημαντικών βαρών. Η ένοχη συνείδηση, η οποία, έμμεσα τουλάχιστον, απετέλεσε ίσαμε σήμερα το κίνητρο της γερμανικής ταμειακής γενναιοδωρίας, θα μπορούσε να μετατραπεί σε απροθυμία ή και σε επιθετικότητα, αν η χαμηλή απόδοση άλλων θα απαιτούσε από τη Γερμανία εξαιρετικές θυσίες ως αντιστάθμισμα σε πανευρωπαική κλίμακα. Ίσαμε σήμερα δεν υπάρχουν ενδείξεις εκ μέρους άλλων ευρωπαϊκών εθνών ότι είναι διατεθειμένα να κάνουν θυσίες για χάρη τρίτων' και η έφεση προς αλληλέγγυα συμπεριφορά εξασθενίζει σήμερα και στο εσωτερικό των διαφόρων ευρωπαϊκών εθνών.
Σ' αυτά προστίθεται και η εσωτερική λογική μιας ενοποιητικής διαδικασίας. Τα πρώτα βήματα προς μια ενοποίηση είναι παντότε τα ευκολότερα, τα τελευταία τα δυσκολότερα. Όμως, χωρίς τα τελευταία, τα πρώτα αιωρούνται στον αέρα, δεν αποτελούν οριστικές ή αποφασιστικές δεσμεύσεις, έστω και αν δεν ακυρώνονται. Ωστόσο δεν πρέπει να αγνοείται η δυνατότητα της παλινδρόμησης μετά από μιαν μακρά τελμάτωση, προ παντός αν σκεφθούμε ότι ακόμα και πολυεθνικά μορφώματα, τα οποία συνιστούσαν ενιαία οικονομική και πολιτική μονάδα, διαλύθηκαν ακαριαία σε εποχές βαθιάς κρίσης (η Σοβιετική Ένωση είναι το τελευταίο σχετικό παράδειγμα, και θα έπεφτε κανείς πολύ έξω αν απέδιδε τη διάλυση της απλώς και μόνο στην εξέγερση των λαών της εναντίον του «ολοκληρωτισμού»: η οικονομική-πολιτική ενότητα απλώς καταργήθηκε, δεν ξαναθεμελιώθηκε υπό συνθήκες ελευθερίας). Οι έτσι κι αλλιώς μεγαλύτερες δυσκολίες κατά τα τελευταία βήματα μιας ενοποιητικής διαδικασίας στην περίπτωση της Ευρώπης πιθανόν να επιταθούν εξ αιτίας ενός σχετικά πρώιμου στρατηγικού σφάλματος. Εννοούμε τη διεύρυνση του αρχικού πυρήνα με την εισδοχή ασθενέστερων και ωστόσο ισότιμων μελών (αν ήδη η εισδοχή της Μεγάλης Βρετανίας αποτελούσε στρατηγικό σφάλμα, όπως πίστευε ο de Gaulle, δεν το εξετάζουμε εδώ). Κατά πάσα πιθανότητα, η γρήγορη εμβάθυνση της οικονομικής και της πολιτικής ενότητας ανάμεσα στις χώρες του αρχικού πυρήνα, καθώς και η προς τα έξω εκδήλωση της εμβάθυνσης με πράξεις πλανητικού βεληνεκούς, θα είχε ασκήσει την επίδραση ενός μαγνήτη, ο οποίος θα προσείλκυε τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά έθνη σα να ήταν ρινίσματα σιδήρου. Σε μια τέτοια περίπτωση ο μαρκότερος χρόνος αναμονής των υποψηφίων δεν θα τους έβλαπτε ουσιαστικά, αν λάβουμε υπ' όψιν τις ούτως ή άλλως αύξουσες διαπλοκές και υφιστάμενες εξαρτήσεις. Σημερινές προτάσεις και πράξεις, οι οποίες αποσκοπούν σε μιαν Ευρώπη «δύο ή περισσοτέρων ταχυτήτων», μοιάζουν με προσπάθειες επανόρθωσης του πρώιμου εκείνου σφάλματος, υπό δυσμενέστερες συνθήκες βέβαια. Ωστόσο το σφάλμα δεν είναι οπωσδήποτε ανεπανόρθωτο, ανασκοπικά μάλιστα μπορούμε να το θεωρήσουμε ως αναπόφευκτο υπό την έννοια ότι η ευρωπαϊκή, και προ παντός η γερμανική, εξάρτηση από τις Ηνωμένες Πολιτείες την εποχή του Ψυχρού Πολέμου έθετε αφ' εαυτής όρια σε μιαν ποιοτική εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ενοποίησης, όρια που δεν υπήρχαν ως προς την ποσοτική διεύρυνση. Εν πάση περιπτώσει, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει φτάσει σήμερα σε σημείο όπου μια ακόμη διεύρυνση θα έπρεπε να θεωρηθεί ως φυγή μπροστά στο επείγον καθήκον της εμβάθυνσης και ως ένδειξη οργανικής αδυναμίας.

β´
Στην πολιτική η ποσότητα δεν μεταβάλλεται αναγκαστικά σε ποιότητα, πολύ συχνά μάλιστα συμβαίνει το αντίθετο: το ποιοτικό στοιχείο διαλύεται μέσα στον χυλό της ποσότητας.
Όποιος όμως σταθμίζει τις δυνατότητες της ευρωπαϊκής ενοποίησης δεν πρέπει να ξεκόψει μόνο από τα ποσοτικά κριτήρια. Εξίσου οφείλει να απαλλαγεί από ευθύγραμμες αντιλήψεις για την πορεία της ενοποιητικής διαδικασίας. Αυτό σημαίνει: ότι ευνοεί την ενοποίηση ονομαστικά δεν την ευνοεί έμπρακτα. Ούτε καν η συμφωνία καθ' εαυτήν δεν εγγυάται περισσότερο από τη διαφωνία ότι πλησιάζουμε εγγύτερα προς την ευρωπαϊκή ενοποίηση. Γιατί υπάρχει μια συμφωνία, η οποία αφορά κοινοτοπίες και υποδηλώνει αδράνεια, και μια διαφωνία ή και μια διάσπαση, από την οποία προκύπτουν όσοι μπορούν κατόπιν να λειτουργήσουν ως ατμομηχανές για την παραπέρα εξέλιξη. Το ίδιο ισχύει για τα επί μέρους οργανωτικά και θεσμικά σχέδια. Η νομισματική ένωση αποτελεί λ.χ. ένα εγχείρημα, το οποίο λογικά και in absracto προωθεί την ενοποιητική διαδικασία. Αν όμως η εφαρμογή της γεννήσει σφοδρούς αγώνες ανακατανομής και μείζονες αστάθειες, τότε ό,τι είχε σχεδιασθεί ως δρόμος προς την ενοποίηση θα μεταβληθεί σε αιτία αδιέξοδης διαπάλης. Από την άλλη μεριά, τις οικονομικές δυσχέρειες θα μπορούσε να τις διακινδυνεύσει κανείς αν από τη νομισματική ένωση αναμένει ευμενή πολιτικά αποτελέσματα - όμως στην περίπτωση αυτή ένας συγκεκριμένος φορέας θα όφειλε να μεριμνήσει ώστε τα αναμενόμενα αυτά αποτελέσματα να γίνουν πραγματικότητα. Γι' αυτό και οι ιδεολογικές προκαταλήψεις δεν συνιστούν τον καλύτερο πρακτικό σύμβουλο, προ παντός όταν δεν έχουμε να κάνουμε με τις συχνά συγκεκαλυμμένες ιδεολογίες των οικονομολόγων, αλλά με τις κραυγαλέες ιδεολογίες όσων αγορεύουν υπέρ ή κατά του εθνικού κράτους.
Και εδώ από πρώτη όψη φαίνεται σαν η (έμπρακτη τουλάχιστον) κατάργηση του εθνικού κράτους να άνοιγε eo ipso τον δρόμο της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Όποιος το πιστεύει αυτό, από τα εθνικά κράτη αναμένει μονάχα εγωιστικές και στενοκέφαλες πράξεις (και όμως, εθνικά κράτη ίδρυσαν την Ευρωπαϊκή Ένωση!) κι έτσι ταυτίζει το θετικό με την απάλειψη του αρνητικού. Ένας στενός, λυσιτελής και μακροπρόθεσμος συντονισμός της δράσης των δύο ή τριών σημαντικότερων εθνικών κρατών θα επιβοηθούσε ωστόσο την ευρωπαϊκή υπόθεση πολύ περισσότερο από μιαν ενοποίηση, η οποία πάνω απ' όλα θα αντανακλούσε την παράλυση των κυβερνήσεων των εθνικών κρατών. Και αντίστροφα: η πανευρωπαϊκή αρχή, η οποία θα ανελάμβανε επιτυχώς ουσιώδεις κυρίαρχες αρμοδιότητες των κυβερνήσεων αυτών, θα όφειλε λόγω του εξαιρετικού βάρους καθηκόντων της να είναι από ορισμένες τουλάχιστον απόψεις ισχυρότερη σε σύγκριση με τις τελευταίες.
Αυτό το παραβλέπουν συχνότατα τόσο οι φίλοι όσο και οι εχθροί του εθνικού κράτους, γιατί αμφότεροι, αν και με αντεστραμμένα πρόσημα, συγχέουν εννοιολογικά το έθνος και το κράτος. Ο σύνθετος όρος «εθνικό κράτος» φαίνεται να ευνοεί αυτή τη σύγχυση, μολονότι στη πραγματικότητα υποδηλώνει ότι το εθνικό κράτος συνιστά απλώς ένα μόνο είδος του γένους «κράτος». Οι προασπιστές του εθνικού κράτους από τη μια φοβούνται την απουσία κράτους, δηλαδή την ακυβερνησία, αν η κυβερνητική εξουσία ασκείται από ένα μακρινό κέντρο εκτός του έθνους, ενώ από την άλλη προσδοκούν έναν μαρασμό των εθνικών δυνάμεων, μια γενική ισοπέδωση και μια πολιτισμική απίσχανση, αν το έθνος χάσει το έρεισμα του κράτους. Όμως η λυσιτελής διακυβέρνηση είναι ζήτημα της πολιτικής βούλησης και της οργανωτικής μορφής, όχι της εθνικότητας, όσο κι αν οφείλει να την λαμβάνει υπ' όψιν του' και οι εθνικοί πολιτισμοί, οι οποίοι μπορούν καθ' εαυτούς ακόμα και να ανθίσουν μέσα σ' ένα πολυεθνικό κράτος, υπονομεύονται σήμερα από πλανητικές δυνάμεις, εναντίον των οποίων το εθνικό κράτος ως τέτοιο δεν είναι σε θέση να κάμει πολλά πράγματα. Οι εχθροί του εθνικού κράτους συμμερίζονται λίγο-πολύ όλες αυτές τις διαγνώσεις και προγνώσεις - μόνο που χαιρετίζουν το αποτέλεσμα. Τον παραμερισμό του παράγοντα «έθνος» τον θεωρούν (και στο σημείο αυτό η κοσμοπολίτικη «αριστερά» συμμαχεί, κατά τρόπον μόνον κατ' επίφαση παράδοξο, με τις πολυεθνικές εταιρείες) ως χαρμόσυνο βήμα προς την εξασθένιση ή κατάργηση του παραδοσιακού κράτους εν γένει, προς την ανάπτυξη μιας μεταεθνικής συνείδησης αυτόνομων πολιτών ως νέας βάσης της πολιτικής δραστηριότητας κ.τ.λ κ.τ.λ.
Τώρα η συνείδηση του «ώριμου πολίτη» αντλεί κατά κανόνα την πνευματική της τροφή μάλλον από την ιδιωτική τηλεόραση παρά από τις εκλεπτυσμένες προσφορές των πολιτικών ιδεολογιών, κι έτσι η εξαφάνιση των εθνικιστικών φανατισμών δεν ισοδυναμεί οπωσδήποτε με ανώτερο πολιτικό φρόνημα. Αφ' ετέρου, η ακυβερνησία, που μακροπροθέσμως θα ήταν ολέθρια για την Ευρωπαϊκή Ένωση, μπορεί ν' αποφευχθεί μονάχα αν τα κυρίαρχα δικαιώματα του εθνικού κράτους δεν εξατμισθούν απλώς, αλλά μεταβιβασθούν σ' έναν καινούργιο κυρίαρχο. Το τέλος του εθνικού κράτους και το τέλος του κυρίαρχου κράτους εν γένειθα παραμείνουν δύο πράγματα διαφορετικά από ιστορική και λογική άποψη ακόμη και στην περίπτωση όπου η Ευρώπη θα απεκδυθεί τις πολιτικές μορφές του παρελθόντος χωρίς να μπορέσει να δημιουργήσει καινούργιες. Όμως κάθε βήμα προς τις καινούργιες θα θέτει ερωτήματα, στα οποία θα μπορεί ν' απαντήσει μονάχα ένας νέος κυρίαρχος, δηλαδή ένα (τουλάχιστον γεννώμενο) κράτος.
Τούτο το κράτος θα πρέπει πρώτα-πρώτα να ξεκαθαρίσει δεσμευτικά το ζήτημα: «ποιός ανήκει δικαιωματικά σ' εμένα;», το οποίο εμφανίζεται σε ποικίλες παραλλαγές («ποιός έχει το δικαίωμα να συναποφασίζει;» «ποιός έχει το δικαίωμα να εισέρχεται ως μετανάστης;»). Το συγκεκριμένο αυτό ζήτημα οφείλει να το θέσει και να το λύσει κάθε πολιτική οντότητα, ανεξάρτητα από τη διάρθρωση και το μέγεθος της, γιατί αφορά την ίδια της τη συγκρότηση. Γι' αυτό και πλανώνται οικτρά όσοι νομίζουν ότι μαζί με το εθνικό κράτος, τούτον τον δήθεν γενεσιουργό όλων των δεινών, θα τελειώσει και κάθε σύνορο, κάθε διαχωρισμός. Μπορεί να συμβεί ακριβώς το αντίθετο, υπό συνθήκες που εύκολα μπορούμε να μαντέψουμε: η ευρωπαϊκή ενοποίηση συντελείται -όπως είναι εύλογο- σε εποχή αύξουσας παγκοσμιοποίησης, όμως ακριβώς η αύξουσα παγκοσμιοποίηση δυναμώνει την πίεση επί της Ευρώπης.


.~`~.
ΙΙΙ
α´
Κατ’ αρχήν μπορούμε να φανταστούμε ότι στο προβλεπτό μέλλον η Ευρώπη είτε θα επιτύχει να συμπήξει μια κυρίαρχη πολιτική οντότητα είτε δεν θα το επιτύχει. Στην πρώτη περίπτωση ερωτάται αν η ενότητα θα πραγματοποιηθεί μέσω της ηγεμονίας ενός έθνους ή με άλλον τρόπο. Για το ρόλο του ηγεμόνα υπάρχουν προφανώς (αφού η Μεγάλη Βρετανία, όπως φαίνεται, αρκείται να εμποδίζει την ανάληψη της ηγεμονίας από μέρους κάποιας άλλης ευρωπαϊκής δύναμης) μονάχα δύο υποψήφιοι: η Γαλλία, η οποία προβάλλει αυτήν την αξίωση (τουλάχιστον στο διπλωματικό και στρατιωτικό πεδίο), και η Γερμανία, η οποία διαθέτει τις υλικές προϋποθέσεις και επί πλέον διαθέτει το έμπρακτα αναγνωρισμένο προβάδισμα στον οικονομικό τομέα. Ωστόσο ένας ανοιχτός αγώνας μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας με αντικείμενο την ευρωπαϊκή ηγεμονία δεν θα μπορούσε σήμερα να αποκτήσει γνήσια δυναμική ήδη λόγω της δραματικής αλλαγής της θέσης της Ευρώπης μέσα στον κόσμο. Από την άμεση αντιπαράθεση με δεδομένη τη δυνατότητα ένοπλης σύγκρουσης δεν μπορεί πλέον να αναδειχθεί ηγεμόνας. Βεβαίως, η μια πλευρά μπορεί να επηρεάζει σημαντικά και μόνιμα την άλλη, μπορεί μεσοπρόθεσμα ακόμα και να την «έχει του χεριού της», όμως είναι αμφίβολο αν από αυτό θα μπορούσε να διαμορφωθεί μια κανονική ηγεμονία.
Η ηγεμονία εντός της Ευρώπης απαιτεί κάτι περισσότερο από την αποφασιστική επιρροή στα ζητήματα της νομισματικής ένωσης ή στην οργάνωση μια στρατιωτικής επέμβασης· ο ηγεμόνας της Ευρώπης θα έπρεπε να εκπροσωπεί την ευρωπαϊκή ήπειρο μπροστά στα μάτια ολόκληρου του πλανήτη με πράξεις, οι οποίες αφορούν ολόκληρο τον πλανήτη. Ούτε η Γαλλία ούτε η Γερμανία θα είναι μελλοντικά σε θέση να κάμουν κάτι τέτοιο, και μάλιστα με τον καιρό το πλανητικό βάρος τους ως μεμονωμένων χωρών μάλλον θα μειωθεί παρά θα αυξηθεί.
Η γερμανική πλευρά, μετά από τυχόν απογοητεύσεις της στη Γηραιά Ήπειρο, θα μπορούσε να ερωτοτροπήσει με τη σκέψη να αποκτήσει την ηγεμονία στην Ευρώπη στηριζόμενη στη βοήθεια των Αμερικανών, δηλαδή να κατευθύνει τα ευρωπαϊκά πεπρωμένα σε συνεννόηση με τους Αμερικανούς –στο κάτω-κάτω εξ αιτίας (και) της αμερικανικής αντίστασης απέτυχαν δυο ηγεμονικές προσπάθειες της Γερμανίας μέσα σ’ αυτόν τον αιώνα. Αμερικανικοί κύκλοι διατύπωσαν πράγματι την επιθυμία μιας προνομιούχας σχέσης με τη Γερμανία. Ωστόσο παραμένει ασαφές αν έχουν κατά νουν μια Γερμανία, η οποία θα χρησιμοποιούσε την αμερικανική υποστήριξη προ παντός για να επιτύχει την ευρωπαϊκή ενοποίηση σύμφωνα με τις αντιλήψεις της (και τις αντιλήψεις των ΗΠΑ), ή μια Γερμανία, η οποία, η οποία κατά βάση θα αναλάμβανε το ρόλο του τοποτηρητή των Αμερικανών στην Ανατολική Ευρώπη απέναντι στις επεκτατικές βλέψεις της Ρωσίας και ανεξάρτητα από την τύχη της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Είτε έτσι, είτε αλλιώς, μια ενδεχόμενη απόφαση της Γερμανίας να συγκλίνει δυναμικά με την αμερικανική πολιτική θα ήταν ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον, αλλά επικίνδυνο παιχνίδι. Όχι μόνο επειδή αργά ή γρήγορα θα οδηγούσε σε μια επαναπροσέγγιση μεταξύ Γαλλίας, Μεγάλης Βρετανίας και Ρωσίας, αλλά και επειδή στο ζήτημα αυτό δε θα μπορούσε να αναμένεται από αμερικανικής πλευράς μια σταθερή και διαρκής στάση. 
Ο θρύλος της «ειδικής σχέσης» μεταξύ Μεγάλης Βρετανίας και Ηνωμένων Πολιτειών ίσως είναι υπερβολικός, όμως οι Βρετανοί διατηρούν πάντοτε τη διακριτική τους επιρροή στην Ουάσιγκτον. Και ακόμα ισχυρότερη μπορεί να αποδειχθεί εντός των Ηνωμένων Πολιτειών η επιρροή δυνάμεων και lobbies που θα επιδείκνυαν ιδιαίτερη ευαισθησία απέναντι σε μιαν τέτοια τροπή της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Οι σχεδιαστές της τελευταίας θα μπορούσαν να συμφωνήσουν το δίχως άλλο μόνον ως προς τη γενική αρχή ότι χρειάζονται μια ισχυρή Γερμανία στο πλαίσιο ενός ΝΑΤΟ απολύτως ελεγχόμενου από τις ίδιες. Υπό παρόμοιο πνεύμα ενθάρρυναν στο παρελθόν τις προσπάθειες της ευρωπαϊκής ενοποίησης, προϋποθέτοντας σιωπηρά τον όρο ότι η Ευρώπη θα αποτελεί εξ ολοκλήρου τμήμα μιας Δύσης ποδηγετούμενης από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η λογική της ηγεσίας απαιτεί να δίνει ο στρατηγός διαταγές σε ταξιάρχους και συνταγματάρχες, όχι σε υπαξιωματικούς.
Φυσικά, κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει απολύτως ότι μια μελλοντική Γερμανία, θέλοντας ν’ αποκτήσει ηγεμονική θέση στην Ευρώπη, ίσως συνάψει μια στενή και προνομιούχο συμμαχία με τις ΗΠΑ· είναι δυνατόν ακόμα και να φαντασθούμε προϋποθέσεις, υπό τις οποίες το εγχείρημα αυτό θα στεφόταν από επιτυχία. Όμως η επιτυχία θα απαιτούσε πολιτικές ικανότητες, οι οποίες δεν ευδοκιμούν στη Γερμανία. Η έλλειψη των εμπειριών που έχουν συγκεντρώσει από αιώνες στην παγκόσμια πολιτική τα μεγάλα ιμπεριαλιστικά έθνη της Δύσης (με επικεφαλής τη Μεγάλη Βρετανία και τη Γαλλία) δεν αναπληρώνεται εύκολα, ενώ ως γνωστόν οι λεπτοί συνδυασμοί, τους οποίους συναποτελούν η ένδειξη ισχύος, οι ευαίσθητοι χειρισμοί και η αποτελεσματική ρητορική, δεν υπήρξαν τα συνήθη προϊόντα των γερμανικών πολιτιστικών εργαστηρίων αυτού του αιώνα.

β´
Ο εν μέρει οικουμενιστικός-ηθικολογικός και εν μέρει οικονομιστικός τόνος, που δεσπόζει στη σημερινή εξωτερική πολιτική της Γερμανίας, στην πραγματικότητα αποτελεί μια καινούργια παραλλαγή της παλαιάς φυγής προς την απλούστευση, μιαν άλλη έκφραση της ίδιας παλιάς αμηχανίας μπροστά τον άπειρα περίπλοκο χαρακτήρα της πολιτικής –μόνο που τώρα έχουν αντιστραφεί τα πρόσημα. Η πεισματική στροφή προς τον ηθικό και οικονομικό παράγοντα έχει ως σκοπό της, όπως νομίζεται, την οριστική αποκοπή από την «πολιτική της ισχύος», ενώ η ευημερία των τελευταίων σαράντα ετών φαίνεται να αποδεικνύει, προς γενική ικανοποίηση, ότι η ηθική δεν ωφελεί μόνον την ψυχή αλλά και την κοιλιά. Ωστόσο η διχοτομία μεταξύ οικονομίας και πολιτικής παραμένει πλασματική κατασκευή, εφ’ όσον η οικονομία αφορά, το ίδιο όπως και η πολιτική, συγκεκριμένες σχέσεις συγκεκριμένων ανθρώπων· η πολιτική που έχει μετατραπεί σε οικονομία δεν είναι λιγότερο πολιτική από την πολιτική που μετατρέπεται σε θεολογία, ηθική και αισθητική. Αν λοιπόν η γερμανική πλευρά θέλει μεν την ευρωπαϊκή ενοποίηση, όμως τη θέλει κυρίως για λόγους οικονομικής αποτελεσματικότητας, θα πρέπει να γνωρίζει ότι μια τέτοια ενοποίηση μπορεί να οξύνει τους οικονομικούς αγώνες κατανομής και ανακατανομής. Το οικονομικό στοιχείο, το οποίο σήμερα εκθειάζεται ως πανάκεια κατά της πολιτικής της ισχύος και του εθνικισμού, θα αποδειχθεί τότε αγωγός ακριβώς τέτοιων βλέψεων και τάσεων.
Στο φως της διαπίστωσης ότι η Γερμανία πιθανότατα ούτε και σήμερα γνωρίζει πώς να χρησιμοποιήσει το σημαντικότατο δυναμικό της (όπως δεν το γνώριζε ούτε και στο πρώτο μισό του αιώνα μας), φθάνει κανείς σχεδόν να λυπάται γιατί ο Θεός χάρισε σε αυτή τη χώρα τη «vingt million de plus» και γιατί δε διαθέτει η Γαλλίατα δημογραφικά και οικονομικά πλεονεκτήματα του επίφθονου γείτονά της. Αν κατείχε επαρκείς υλικές προϋποθέσεις, η χώρα του Richelieu και του de Gaulle θα διέθετε πιθανότατα επίσης επαρκή αυτοπεποίθηση και επιδεξιότητα, ώστε να πάρει την ηγεμονία της Ευρώπης και να εκπροσωπήσει την ήπειρο με δυναμικότητα και αξιοπρέπεια σε ολόκληρο τον κόσμο. Εν πάση περιπτώσει οι Γερμανοί έχουν να μάθουν πολλά από την πολιτικά υπέρτερη ελίτ της Γαλλίας και θα διέπρατταν σφάλμα πρώτου μεγέθους αν με υψωμένο δάχτυλο έπαιζαν εδώ το ρόλο ηθικού παιδαγωγού – και μάλιστα παρά το γεγονός ότι εν τω μεταξύ συγκαταλέγονται στους μεγαλοεξαγωγείς όπλων και έτσι ανήκουν ήδη στην αμφιλεγόμενη κατηγορία των demi-vierges.
Οι φανερές ή κρυφές αξιώσεις της Γαλλίαςίσως να είναι μεγαλύτερες από τις πραγματικές της δυνατότητες, όμως και η Γερμανία αποτελεί, σε πλανητικό επίπεδο, μάλλον μεσαία Δύναμη, της οποίας οι κινήσεις βρίσκονται επί πλέον υπό συνεχή επιτήρηση και θα συνεχίσουν να επιτηρούνται και στο μέλλον. Rebus sic stantibus και εν όψει του γεγονότος, ότι μια οξεία ηγεμονική σύγκρουση μεταξύ των ηγετικών ευρωπαϊκών εθνών έχει ξεπεραστεί κοσμοϊστορικά, δεν μπορεί παρά να συμπεράνει κανείς ότι, αν ποτέ πραγματοποιηθεί μια ουσιαστική ευρωπαϊκή ενοποίηση, αυτό θα γινόταν αναγκαστικά μέσω μιας στενής γαλλογερμανικής συνεργασίας. Οφείλουμε να υπογραμμίσουμε ακόμα μια φορά ότι η εσωτερική θεσμική μορφή αυτής της συνεργασίας λίγο μετρά καθ’ εαυτήν και ότι υπό ορισμένους όρους η αρμονική και δυναμική συμπόρευση δυο χωριστών εθνικών κρατών, τα οποία θα είχαν συνείδηση της θέσης τους και θα διέθεταν την ικανότητα να συμπαρασύρουν και τα υπόλοιπα, θα εξυπηρετούσε ενδεχομένως την ευρωπαϊκή υπόθεση περισσότερο από μιαν απρόθυμη και χαλαρή πολιτική ένωση.


.~`~.
ΙV
α´
Παραμένοντας στην υπόθεση, ότι η Ευρώπη θα μπορούσε μελλοντικά να δραστηριοποιηθεί ως συνεκτική πολιτική οντότητα σε πλανητικό επίπεδο, πρέπει τώρα να θέσουμε το εύλογο ερώτημα: που είναι για ποιόν σκοπό; Σ' έναν πολυπολικό κόσμο ο ανταγωνισμός με τον καιρό θα οξυνθεί επειδή κάθε ενεργό μέρος θα αναγκάζεται να μετρά τις δυνάμεις του με εκείνες πολλών άλλων. Ο πλανητικός χαρακτήρας των δρώμενων δεν σημαίνει βέβαια ότι τα δρώντα υποκείμενα οφείλουν να απλωθούν ισομερώς σε ολόκληρη την υδρόγειο και να έχουν παντού τα ίδια ζωτικά συμφέροντα. Όπως είναι αυτονόητο, έχουν την λιγότερο ή περισσότερο σταθερή τους βάση, με αφετηρία την οποία δρουν επικεντρώνοντας την προσοχή τους σε ορισμένα βαρύνοντα πεδία. Ακόμα και για μιαν αμιγώς πλανητική δύναμη, όπως είναι σήμερα οι Ηνωμένες Πολιτείες, το Αφγανιστάν δεν είναι τόσο σημαντικό όσο η Μέση Ανατολή. Το ίδιο θα ίσχυε και για μιαν Ευρώπη δραστηριοποιούμενη σε πλανητικό επίπεδο.
Πολιτικοί και επιχειρηματίες, αλλά και παρατηρητές, οι οποίοι αναζητούν σήμερα το ευνοϊκότερο πεδίο εκδιπλώσεως για την Ευρώπη, κατά κανόνα στρέφουν το βλέμμα τους προς την Άπω Ανατολή - ίσως όχι τόσο από γεωπολιτικά εμπνεόμενη δίψα για δράση, αλλά μάλλον για λόγους ευκολίας, αφού είναι πολύ απλούστερο και φθηνότερο να κερδίσεις συμμετέχοντας σε μιαν ήδη ανιούσα πορεία παρά να τη θέσεις ο ίδιος σε κίνηση σχεδιάζοντας την μόνος σου με βάση μακροπρόθεσμους ευρωπαϊκούς σκοπούς. Ασφαλώς, η παρουσία ευρωπαϊκών Δυνάμεων σ' έναν χώρο, όπου συμβαίνουν πράγματα μεγάλης σημασίας για το μέλλον ενδείκνυται από κάθε άποψη. Όμως η Ευρώπη είναι δυνατόν να διαθέτει εκεί αξιόλογο βάρος μονάχα αν δεν πουλά απλώς τεχνογνωσία, την οποία μπορούν έτσι κι αλλιώς οι ενδιαφερόμενοι να την αγοράσουν από τις γνήσιες επιχώριες δυνάμεις του Ειρηνικού, την Ιαπωνίακαι τις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά έχει στα χέρια της πλεονεκτήματα, τα οποία αναγνωρίζονται αμέσως ως τέτοια, τόσο σε σχέση με τις δικές της δραστηριότητες όσο και στα μάτια της Άπω Ανατολής.

β´
Εννοούμε τη Ρωσσία, και μάλιστα τη Σιβηρία. Η Σιβηρία (και η Κεντρική Ασία) αποτελεί την τελευταία πλούσια σε πρώτες ύλες και αραιοκατοικημένη μεγάλη επιφάνεια μέσα σ' έναν πυκνοκατοικημένο πλανήτη. Όποιος πιστεύει ότι η «γνώση» και η «πληροφορία» έκανε παρωχημένα τα ζητήματα του χώρου και των πρώτων υλών, απλώς έχει πέσει θύμα της ιδιοτελούς μυθολογίας του κυβερνοχώρου που σήμερα είναι της μόδας.
Οι ίδιες οι Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες μέσω των επιστημόνων και των μελλοντολόγων τους εξαγγέλλουν την «κατάλυση της ύλης», διατηρούν ταυτόχρονα ένα πλανητικό στρατιωτικό-πολιτικό δίκτυο που τους διασφαλίζει την προνομιακή πρόσβαση προς τους νευραλγικούς πόρους. Αμερικανοί και Ιάπωνες εκμεταλλεύθηκαν ταχύτατα την εξασθένιση και κατόπιν κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης προκειμένου να εισβάλλουν οικονομικά στη Σιβηρία, αρχικά υπό τη μορφή της ανηλεούς αποψίλωσης του δασικού της πλούτου, αλλά έχοντας πάντοτε κατά νούν τα τεράστια αποθέματα αρκτικού πετρελαίου και βιομηχανικά-στρατηγικά σημαντικών μεταλλευμάτων. Ωστόσο ο πρώτος μνηστήρας του σιβηρικού (και κεντροασιατικού) χώρου και του πλούτου του ονομάζεται - Κίνα. Η Κίνα δεν ωθείται προς τον χώρο αυτό απλώς και μόνο από μακρινές μνήμες ή βάσιμες ιστορικές αξιώσεις, οι οποίες έπαιξαν και αυτές το ρόλο τους στις ένοπλες συγκρούσεις με την Σοβιετική Ένωση κατά τη δεκαετία του 1960, αλλά από στοιχειακές δυνάμεις. Στους 1,2 δισ. κατοίκους της σημερινής (1998) Κίνας θα προστεθούν ως το 2030 αλλά 500 εκ. περίπου, και ήδη η διατροφή τους, καθώς μάλιστα ανέρχεται παράλληλα το βιοτικό τους επίπεδο, θα θέσει σε τρομερή δοκιμασία τους παγκόσμιους αγροτικούς πόρους. Με τον ίδιο τουλάχιστον ρυθμό θα αυξηθεί η πείνα για ενέργεια και πρώτες ύλες. Εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπων θα βρίσκονται μπροστά σ' έναν σχεδόν κενό τεράστιο χώρο, ο οποίος προσφέρει τα πλείστα, απ' όσα χρειάζονται κατεπειγόντως. Ο πειρασμός ή η ανάγκη θα έχουν τέτοια ένταση, ώστε θα κάμψουν κάθε αντίσταση, και οι παγκόσμιοι πολιτικοί συνδυασμοί, που θα προέκυπταν με άξονα τούτο το επίμαχο ζήτημα, θα ασκούσαν ασφαλώς καθοριστική επιρροή στην πλανητική ιστορία του 21ου αι. - προ παντός αν η Κίναπαραμείνει ενιαίο κράτος και προβάλλει ταυτόχρονα αξιώσεις τόσο στον ασιατικό-ηπειρωτικό χώρο όσο και στον χώρο του Ειρηνικού Ωκεανού. Μόλις αρχίσει να διαγράφεται μία τέτοια κατάσταση η Ρωσσία θα τεθεί υπό πίεση και θ’ αναγκαστεί ν’ αναζητήσει συμμάχους. Αν δεν βρει, τότε θα υποχρεωθεί να κάμει παραχωρήσεις προς την Κίνα ή και να συμπαραταχθεί μαζί της, οπότε θα δημιουργούνταν ένας πανίσχυρος συνασπισμός.
Μία μακροπρόθεσμη ευρωπαϊκή πολιτική απέναντι στη Ρωσσία οφείλει να προσανατολισθεί σ’ αυτές τις γεωπολιτικές προοπτικές. Ασφαλώς είναι δικαίωμα των Ηνωμένων Πολιτειών να επιθυμούν τη διασφάλιση της πλανητικής μονοκρατορίας τους μεταξύ άλλων με τη συνεχή χαλιναγώγηση ή και με τον κατακερματισμό της Ρωσσίας. Όμως μία ενωμένη Ευρώπη δεν θα είχε να κερδίσει πολλά πράγματα, αν εμφανιζόταν ως στρατηγικός τοποτηρητής των Αμερικάνων στην Ανατολική Ευρώπη και ως υποστηρικτής όλων των χωριστικών τάσεων μέσα στην επικράτεια της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Η ευρωπαϊκή, και προπαντός γερμανική μυωπία [σημ. Δ`~. δες Για το «γερμανικό ζήτημα»], όπως φαίνεται με την υποστήριξη του αμερικάνικου σχεδίου για την επέκταση του ΝΑΤΟ ίσαμε τα ρωσσικά σύνορα, δεν μπορεί παρά να δώσει τροφή σε μία απολύτως θεμιτή δυσπιστία της Ρωσίας και να σπρώξει τη γιγαντιαία ευρασιατική χώρα στην επιθετική απομόνωση ή στην αγκαλιά της Κίνας.
Όποιος είναι έστω κι επιφανειακά εξοικειωμένος με τη ρωσική ιστορία, θα πρέπει να γνωρίζει ότι καμία entente cordiale με τη Ρωσσία δεν είναι δυνατή, αν δεν της αναγνωρισθεί εξ υπαρχής το δικαίωμα να τηρεί την τάξη στην Καυκασία, στην κεντρική Ασία και σε ολόκληρο τον σιβηρικό χώρο. Η Ευρώπη δεν θα είχε να χάσει τίποτε, αν η Ρωσσία επιτελούσε με επιτυχία το έργο αυτό, αντίθετα μάλιστα. Και δεν θα υπήρχε κίνδυνος ρωσικής ηγεμονίας πάνω σε μία πλούσια κι ενωμένη Ευρώπη, ικανή να δρα πολιτικά με ενιαίο τρόπο. Μία τέτοιαΕυρώπη δεν θα είχε να φοβηθεί τίποτε από την Ρωσσία, ενώ η Ρωσσία θα είχε να ελπίζει τα πάντα από μίαν τέτοιανΕυρώπη. Συνάμα, στο πλαίσιο μιας μεγαλεπήβολης γεωπολιτικής αναδιάταξης της Ευρασίαςθα λύνονταν από μόνα τους ζητήματα όπως η ρωσσική επιρροή στην Ανατολική Ευρώπη και οι αντίστοιχοι φόβοι των λαών.

γ´
Ώστε η μεγάλη πλανητική και κοσμοϊστορική δυνατότητα μίας Ενωμένης Ευρώπης θα ήταν η Ευρασία. Κατ' αρχήν βέβαια υπό την απτή έννοια της διασφάλισης ενεργειακών πηγών και απαραίτητων πρώτων υλών σε εποχή όπου εδώ διαφαίνεται στενότητα και οξύνονται οι συναφείς ανταγωνισμοί. Αλλά επί πλέον και υπό την έννοια μιας αποστολής, η οποία διευρύνει τους ορίζοντες και κινητοποιεί δυνάμεις. Φυσικά, το ότι η δυνατότητα υπάρχει εξ αντικειμένου διόλου δεν σημαίνει και ότι γίνεται αντιληπτή ή ότι επιζητείται η αξιοποίηση της. Με άλλα λόγια, η πρακτική της αξιοποίηση θα προϋπέθετε κάτι παραπάνω από την οξυδέρκεια μιας κυβέρνησης. Έργα όπως η γεωπολιτική αναδιάταξη της Ευρασίας και η διάνοιξη τεράστιων χώρων στο βόρειο, ανατολικό και κεντρικό τμήμα της δεν επιτελούνται από γηράσκοντες και καλομαθημένους πληθυσμούς. Ώστε από δημογραφική άποψη η Κίνα θα είχε αποφασιστικό πλεονέκτημα απέναντι της Ευρώπης, αν τυχόν οι δύο πλευρές προέβαλαν ταυτόχρονα αξιώσεις στον σιβηρικό και κεντρασιατικό χώρο' ακόμα και αν η υπέρτερη ευρωπαϊκή τεχνική εξουδετέρωνε ως ένα σημείο αυτόν τον παράγοντα, πάλι η Ευρώπη θα πιεζόταν χρονικά. Πέρα από τούτες τις δυσχέρειες θα μπορούσαμε να αναφέρουμε κι άλλες.
Όμως όλα αυτά δεν μεταβάλλουν τη βεβαιότητα ότι μια Ευρώπη δίχως δικές της ενεργειακές πηγές και πρώτες ύλες, μια Ευρώπη με γερασμένο πληθυσμό, που θ' αποτελούσε το πολύ τρία ή τέσσερα τοις εκατό του παγκόσμιου, μια Ευρώπη αποκομμένη από τα μεγάλα στρατηγικά θέατρα της πλανητικής ιστορίας του 21ου αιώνα - μια τέτοια Ευρώπη αργά ή γρήγορα θα μαραινόταν και θα έσβηνε. Το θεώρημα του Mackinder για την Ευρασίαδιατηρεί πάντοτε την αξία του. Όμως η θέση ότι όποιος κατέχει τη Γερμανία κατέχει και την Ευρασία είχε νόημα μονάχα σ' έναν ευρωκεντρικό κόσμο. Σ' έναν πλανητικό κόσμο, όπου απλώνεται όλο και περισσότερο η κραταιή σκιά της Κίνας, το κλειδί για την παγκόσμια κυριαρχία θα μπορούσε να είναι ο σιβηρικός και κεντροασιατικός χώρος.
Η Ευρασία θα ήταν το μεγάλο θετικόκέντρο βάρους της πλανητικής πολιτικής μιας ενιαίας ή ενιαία κυβερνώμενης Ευρώπης. Θα υπήρχαν όμως και τα αρνητικάκέντρα βάρους, όπου σε πρώτη γραμμή θα έπρεπε να διεκπεραιωθούν αμυντικά καθήκοντα. Ως κατ' εξοχήν τέτοιο παράδειγμα μπορεί ν' αναφερθεί η Βόρειος Αφρική. Στην Κεντρική και στη Βόρειο Ευρώπη δεν είναι ίσως τόσο έντονη όσο στη Γαλλία ή στην Ισπανία η συνείδηση των συνεπειών που μπορεί να έχουν για τις ευρωπαϊκές ισορροπίες οι δημογραφικές, οικολογικές και πολιτικές εξελίξεις στη Βόρειο Αφρική. Το πρόβλημα δεν εξαλείφεται όταν κλείνεις τα μάτια. Στον τρόπο, με τον οποίο θα αντιμετωπίσουν τα ευρωπαϊκά έθνη τέτοιες προκλήσεις, θα φανεί κατά πόσον θα είναι διατεθειμένα να ασκήσουν ουσιαστική αλληλεγγύη μέσω ομόθυμων και συντονισμένων ενεργειών - και επίσης να ασκήσουν κυριαρχικά δικαιώματα, τα οποία, όπως είπαμε, πρώτα-πρώτα απαιτούν μιαν δεσμευτική απάντηση στο ερώτημα: «ποιός ανήκει σε τούτη την πολιτική οντότητα και ποιός όχι;»


.~`~.
V
Ας εξετάσουμε τώρα την αντίθετη πιθανότητα, ότι δηλαδή δεν επιτυγχάνεται η μετατροπή της Ευρώπης σε κυρίαρχη πολιτική οντότητα ικανή προς ενιαία και αυτοτελή δράση. Τρεις λόγοι θα ήταν δυνατό να οδηγήσουν σ' αυτό.
Πρώτον θα ήταν δυνατό η εξέλιξη της πλανητικής πολιτικής στο σύνολο της να υποβιβάσει την πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης σε δευτερεύουσα υπόθεση, οπότε τα ευρωπαϊκά έθνη θα προσχωρούσαν εσπευσμένα σ' ένα ευρύτερο «δυτικό» στρατόπεδο υπό εξωευρωπαική ηγεσία. Προσφιλείς νωθρές συνήθειες και η αποστροφή προς τους κινδύνους της αυτονομίας ή αδήριτες ανάγκες θα μπορούσαν με άλλα λόγια να σταθεροποιήσουν επί μακρό διάστημα την πολιτικοστρατιωτική ηγεμονία των Ηνωμένων Πολιτειών, όπως αυτή ασκείται κυρίως μέσω του ΝΑΤΟ, προ παντός σε περίπτωση όπου η αντίθεση μεταξύ πλούσιων και φτωχών ή ανερχόμενων Δυνάμεων, αδιάφορο σε ποιά μορφή, θα οξυνόταν τόσο, ώστε οι πρώτες θα αναγκάζονταν ή θα επιθυμούσαν να διεξαγάγουν τον κοινό τους αγώνα υπό ενιαία ηγεσία και όχι ως συνασπισμός δύο ισότιμων μελών. Τότε η ευρωπαϊκή ενοποίηση θα έκανε μόνον τόσες προόδους, όσες θα χρειάζονταν προκειμένου να διευκολυνθεί, ήτοι να απλουστευθεί το έργο της αμερικανικής ηγεσίας' σε αντάλλαγμα οι Αμερικανοί θα μεριμνούσαν για την πρόσβαση των συμμάχων τους σε πηγές ενέργειας και πρώτων υλών, για την ελευθερία των εμπορικών οδών και για πυροσβέσεις σε φλεγόμενες περιοχές. Αν οι Ευρωπαίοι πιστεύουν ότι μπορούν να εμπιστευθούν στους Αμερικανούς τις βασικές χονδροδουλειές της παγκόσμιας πολιτικής και ότι τους εξυπηρετεί καλύτερα η αμερικανική ηγεσία παρά η δική τους αυτόνομη προσπάθεια, τότε φυσικά θα τείνουν να μη θεωρούν την πολιτική κυριαρχία της Ευρώπης και την ικανότητα της για δράση σε πλανητικό επίπεδο ως κατεπείγουσα υπόθεση, προωθώντας την μονάχα στον βαθμό όπου δεν θα αντιστρατευόταν τις αμερικανικές ηγετικές αξιώσεις. Μια τέτοια στρατηγική, την οποία θα μπορούσαμε να ονομάσουμε στρατηγική της εκούσιας και ιδιοτελούς υποταγής, προφανώς θα ήταν δυνατό να επιτύχει μονάχα υπό τρεις μακροπρόθεσμους όρους:
ότι τα απαιτούμενα από τους Αμερικανούς ανταλλάγματα (λ.χ. στο παγκόσμιο εμπόριο) δεν θα ξεπερνούσαν ουσιωδώς τα υποφερτά όρια, ότι οι Αμερικανοί θα ήσαν διατεθειμένοι να ρίξουν πλήρως τις δυνάμεις τους στην πλάστιγγα ακόμα κι αν διακυβεύονταν αποκλειστικά ευρωπαϊκά συμφέροντα και ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες, υπό την πίεση εσωτερικών φαινομένων αποσύνθεσης, δεν θα παρέλυαν στο προβλεπτό μέλλον ως παράγοντας της παγκόσμιας πολιτικής. Και κάτι επιπλέον πρέπει να παρατηρήσουμε εδώ. Ακόμα κι αν μια πόλωση της πλανητικής πολιτικής εξανάγκαζε τη «Δύση» (διάβαζε: τον εκβιομηχανισμένο Βορρά) να συνασπισθεί υπό αμερικανική ηγεσία, και πάλι η ιδιαίτερη μορφή αυτής της πόλωσης θα μπορούσε να φέρει στο προσκήνιο τον αγώνα για τον έλεγχο του σιβηρικού και κεντροασιατικού χώρου. Με άλλα λόγια, για τη «Δύση» είναι δυνατόν να αποκτήσει ζωτική σημασία η παρεμπόδιση της δημιουργίας ενός ρωσσοκινεζικού μετώπου.
Ο δεύτερος λόγος, ο οποίος θα μπορούσε να καταστήσει δευτερεύουσα ή ξεπερασμένη υπόθεση τη διαμόρφωση μιας κυρίαρχης ευρωπαϊκής πολιτικής οντότητας, θα ήταν η γρήγορη ενοποίηση της παγκόσμιας κοινωνίας, η οποία θα απορροφούσε μονομιάς όρια και σύνορα, εθνικά κράτη και μείζονες χώρους. Θεωρώ την προσδοκία αυτή ως μη ρεαλιστική και θα εξηγήσω συντομότατα γιατί. όσοι τρέφουν τέτοιες προσδοκίες αναφέρονται στη σημερινή παγκοσμιοποίηση της παραγωγής και των επικοινωνιών, όμως δεν μιλούν καθόλου για το αποφασιστικό πρόβλημα της κατανομής. Ωστόσο, η ειρήνη μεταξύ εθνικών ή πολιτικών οντοτήτων γενικά δεν κινδυνεύει τόσο λόγω του τρόπου, με τον οποίο οι άνθρωποι παράγουν και επικοινωνούν, όσο εξ' αιτίας του τρόπου της κατανομής. Συνεχώς διατυπώνονται προτάσεις για την εμβάθυνση του διεθνούς καταμερισμού της εργασίας στη βιομηχανία και το εμπόριο και για την πύκνωση των παγκόσμιων επικοινωνιακών δικτύων - όμως το μυστικό της γενικά αποδεκτής κατανομής πόρων και προϊόντων δεν το απεκάλυψε κανείς ίσαμε τώρα, ούτε και η πλούσια «Δύση». Θα πρέπει να υποθέσουμε ότι η όξυνση των αγώνων κατανομής θα θέσει όρια στην παγκοσμιοποίηση της παραγωγής και των επικοινωνιών' αλλά προηγουμένως η ίδια αυτή παγκοσμιοποίηση θα έχει οξύνει τους αγώνες κατανομής. Γιατί προκαλεί διαδικασίες, μέσω των οποίων ανέρχονται οι προσδοκίες χωρίς όμως να ικανοποιούνται εντελώς - και ο μισοχορτασμένος είναι επιθετικότερος από τον μισοπεθαμένο της πείνας. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι οι μελλοντικοί αγώνες κατανομής θα διεξαχθούν αναγκαστικά από τα σημερινά πολιτικά υποκείμενα.
Η εναλλακτική λύση δεν είναι οπωσδήποτε: «παγκόσμια κοινωνίαή εθνικό κράτος», όπως φοβούνται οι υποστηρικτές του τελευταίου, ταυτίζοντας την απεμπόληση του με την απεμπόληση του έθνους και τούτη εδώ με τον άχρωμο κοσμοπολιτισμό, ή όπως υποθέτουν οι οπαδοί της πρώτης, θεωρώντας εσφαλμένα κάθε πλήγμα εναντίον του εθνικού κράτους ως προάγγελο της αιώνιας ειρήνης. Όμως το εθνικό κράτος δεν αποτελεί το μόνο δυνατό οριοθετημένο και κυρίαρχο πολιτικό υποκείμενο, και καμμιά στατιστική δεν έχει ίσαμε τώρα αποδείξει ότι οι πόλεμοι μεταξύ εθνικών κρατών υπήρξαν συχνότεροι ή αγριότεροι από άλλους. Ακόμα και αν η αντικατάσταση όλων των πολιτικών υποκειμένων με το πολιτικό υποκείμενο «παγκόσμια κοινωνία» θα συνεπαγόταν υποχρεωτικά την κατάργηση των πολέμων μονάχα αν η ιστορία είχε γνωρίσει ως τώρα αποκλειστικά πολέμους μεταξύ εθνικά ή φυλετικά διαφορετικών πολιτικών υποκειμένων και όχι εμφυλίους πολέμους. Το μόνο που μπορεί να εγγυηθεί η παγκόσμια κοινωνία είναι απλώς τη μετατροπή όλων των πολέμων σε εμφυλίους πολέμους.
Τρίτον, ευρωπαϊκή ενοποίηση μπορεί να ματαιωθεί από τις αστάθμητες δυνάμεις της ανομίας. Οι δυνάμεις αυτές στην πλανητική εποχή δεν είναι αναγκαστικά επιχώριας καταγωγής, εξ ίσου είναι δυνατόν να εισαχθούν - οι ίδιες ή τουλάχιστον οι άμεσοι καταλύτες τους. Η εισαγωγή παγκόσμιων και ανεξέλεγκτων πλέον οικολογικών αντιξοοτήτων ή καταστροφών δεν μπορεί βέβαια να εμποδισθεί, όμως η εισαγωγή αφόρητων δημογραφικών επιβαρύνσεων αποτελεί τουλάχιστον εν μέρει υπόθεση πολιτικής βούλησης, εκτός εάν εν τω μεταξύ η επιβάρυνση έχει καταποντίσει τη πολιτική βούληση. Μπορεί κανείς, με συγχωρητέα ανθρωπιστική αφέλεια, να υποτιμά τη σημασία του δημογραφικού παράγοντα ή, απορροφημένος από υψηλούς στοχασμούς, απλώς να τον παραβλέπει. Όποιος όμως ανοιχτά και σοβαρά υποστηρίζει ότι η μετανάστευση 30 ή 40 εκατομμυρίων ανθρώπων στη σημερινή Γαλλία ή Γερμανία δεν θα προκαλούσε ανομικά φαινόμενα, αυτός είναι -δεν μπορώ να το εκφράσω διαφορετικά- ηλίθιος. Εδώ καθοριστική είναι αποκλειστικά και μόνον, η ποσότητα, και ο προσδιορισμός αυτής της ποσότητας είναι υπόθεση της κυρίαρχης πολιτικής κρίσης. Μια τέτοια κρίση δεν έχει την παραμικρή σχέση με τον «ρατσισμό», εδώ δηλαδή δεν γίνεται λόγος για το φυλετικό ή πολιτισμικό ποιόν των μεταναστών - εφ' όσον μάλιστα τα ανομικά φαινόμενα θα εμφανίζονταν εξ' ίσου ακόμα κι αν κανείς θεωρούσε τους μετανάστες ως φυλετικά και πολιτισμικά ισότιμους ή και ανώτερους. Η δημογραφία έχει ήδη ως ποσότητα τη λογική της και προκαλεί εντελώς ιδιαίτερες δράσεις και αντιδράσεις. Στα ήρεμα και αβλαβή σπουδαστήρια, όπου συναντώνται οι οπαδοί του ηθικού οικουμενισμού, μπορεί κανείς με κάθε άνεση να αισθάνεται ως υπερεθνικός αμιγής άνθρωπος μεταξύ υπερεθνικών αμιγών ανθρώπων, αλλά ήδη μέσα στον συνωστισμό ενός συγκοινωνιακού μέσου χάνει τη διάθεση να ερμηνεύει τα όσα συμβαίνουν γύρω του και πάνω του λέγοντας ότι συμμετέχει απλώς σε μια συγκέντρωση ανθρώπων ίσης ηθικής περιωπής και αξιοπρέπειας. Μιαν τέτοια περίπου ασφυκτική κατάσταση την καθιστά ανεκτή μόνο και μόνο η βεβαιότητα πως είναι χρονικά περιορισμένη, και εύκολα μπορούμε να φαντασθούμε τι θα συνέβαινε, αν η βεβαιότητα τούτη δεν υπήρχε πια και αν η συνεχής και μεγάλη πληθυσμιακή πυκνότητα συμβάδιζε με μαζική εξαθλίωση εξ αιτίας του εντεινόμενου παγκόσμιου οικονομικού ανταγωνισμού. Τότε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες θα έπαιρναν τον δρόμο του αυταρχισμού, άλλες θα αντιδρούσαν με την περιχαράκωση, και εν πάση περιπτώσει η γυμνή και τυφλή ορμή αυτοσυντήρησης θα κατέπνιγε κάθε ευρωπαϊκή αλληλεγγύη. Όπως παρατηρήσαμε, η πίεση και η κρίση μπορούν να αποδεσμεύσουν κεντρομόλες, όμως εξ ίσου μπορούν να αποδεσμεύσουν κεντρόφυγες δυνάμεις.


.~`~.
IV
Ο αναγνώστης θα παρατήρησε, ελπίζω, ότι εδώ δεν εκφράσαμε προσωπικές προτιμήσεις ή απέχθειες, ούτε προσπαθήσαμε να προφητεύσουμε συγκεκριμένα περιστατικά - άλλωστε τέτοιες προφητείες κατά κανόνα αποτελούν απλώς την εξαντικειμενικευμένη έκφραση προτιμήσεων ή απεχθειών. Περιγράψαμε πιθανούς συνδυασμούς ήδη δεδομένων παραγόντων και εικάσαμε τις εκβάσεις μιας πολυδιάστατης δυναμικής, χωρίς να μπορούμε ή να θέλουμε να αποκλείσουμε τη μια ή την άλλη μεταξύ τους. Η περιγραφή ανοιχτών συνδυασμών φαίνεται βέβαια σε σύγκριση με την πρόγνωση περιστατικών ευκολότερη, εφ' όσον υπάρχουν περισσότερες πιθανότητες, ενώ η πραγματικότητα είναι μια. Ωστόσο, ήδη η σύλληψη πιθανοτήτων απαιτεί όχι μόνον την λογική ικανότητα ενός συνδυαστικού παιχνιδιού, αλλά προ παντός την αίσθηση των κινητήριων δυνάμεων και των μεγάλων συναφειών.
Ως προς την πρακτική αξία τέτοιων σκέψεων, το πολύ-πολύ μπορεί κανείς να πει το εξής: για τα δρώντα υποκείμενα άλλοι υποθετικοί συνδυασμοί αποτελούν κίνητρα και άλλοι ανασταλτικούς παράγοντες των πράξεων τους. όπως και να 'χει, οι δρώντες οφείλουν να προσανατολίζουν τις πράξεις τους στην πνευματική επιλογή υπέρ ενός ορισμένου συνδυασμού. Οι επιλογές είναι αναγκαίες επειδή η ιστορία είναι ανοιχτή - αλλά πάλι όχι τόσο ανοιχτή, ώστε το οποιοδήποτε σφάλμα να επιδέχεται επανόρθωση οποτεδήποτε.

Παναγιώτης Κονδύλης

*
**
*

Μέσα στο σύστημα του Μεγάλου Ιεροεξεταστή, μας λέεί ο Ντοστογιέφσκι,όλοι πρέπει να είναι απόλυτα ευτυχισμένοι και ικανοποιημένοι και όποιος πάει να χαλάσει τη γιορτή πρέπει αμείλιχτα να εξοντωθεί... ο καλύτερος τρόπος να χάσει στη σημερινή εποχή ένας λαός τη "δύναμη και το θάρρος" του να είναι ελεύθερος, είναι να ακούει από το πρωί ως το βράδυ πως όλα είναι καλά και προοδευτικά στον πιο καλό και τον πιο προοδευτικό κόσμο.


.~`~.
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική

Είπαν ή έγραψαν...

$
0
0

Κλείνοντας τα ματιά μπροστά στην έλευση της αλήθειας του μηδενισμού, φωνάζουν βοήθεια: επικαλούνται τη βοήθεια του μοραλισμού, του ηθικισμού, της ηθικολογίας. Αρχηγοί κυβερνήσεων και πολιτικές προσωπικότητες, πολιτικοί της δεξιάς και της αριστεράς, συντηρητικοί και επαναστάτες, διοικητικοί λειτουργοί και τεχνογραφειοκράτες, καθηγητές και δημοσιογράφοι, επικαλούνται το δίκαιο το καλό και τα καλά αισθήματα, τη δικαιοσύνη και την ειρήνη, την ευημερία και την αξιοπρέπεια. Ένας μοραλισμός απίστευτης πεζότητας ξεχύνεται μέσα από τη βούληση για εξουσία που διέπει την παγκόσμια πολιτική, προορισμένος να δικαιολογήσει μικρόψυχα τις πράξεις του...
Όλοι αποποιούνται το κακό, τους κακούς, τη βία και τους βιασμούς, στ' όνομα ενός μοραλισμού δήθεν ικανού να συγκινήσει την καρδιά των κατοίκων του μικρού μας πλανήτη. Ο μοραλισμός όμως δεν είναι παρά το πανηγυρικό συμπλήρωμα του μηδενισμού που αγνοεί τη φύση του.
*

Παρά τις ασυνήθιστες αυτές εικόνες, οι συμπολίτες μας προφανώς δυσκολεύονταν να καταλάβουν αυτό που τους συνέβαινε. Υπήρχαν βέβαια τα κοινά συναισθήματα όπως το αίσθημα του χωρισμού ή του φόβου, αλλά παρόλα αυτά εκείνοι εξακολουθούσαν να βάζουν σε πρώτη μοίρα τις προσωπικές τους ασχολίες. Κανείς δεν είχε ακόμη αποδεχθεί πραγματικά την αρρώστια. Οι περισσότεροι έδειχναν ευαισθησία κυρίως για ό,τι χάλαγε τις συνήθειές τους ή έβλαπτε τα συμφέροντά τους... Αλλά όλες αυτές οι αλλαγές ήταν τόσο παράδοξες και είχαν γίνει τόσο γρήγορα, ώστε δεν ήταν εύκολο να τις θεωρήσουμε σαν φυσιολογικές και μόνιμες... δεν ήταν αρκετά έντονες ώστε οι συμπολίτες μας να μη διατηρήσουν, μέσα στην ανησυχία τους, την εντύπωση ότι πρόκειται για ένα επεισόδιο αναμφίβολα ολέθριο, αλλά τελικά προσωρινό... Το αποτέλεσμα ήταν ότι συνεχίζαμε να βάζουμε σε πρώτο επίπεδο τα προσωπικά μας αισθήματα...
Ενοχλούνταν κι εκνευρίζονταν, κι αυτά δεν είναι βέβαια τα κατάλληλα συναισθήματα που μπορεί κανείς να αντιτάξει στην πανούκλα... Μόνο με τον καιρό, διαπιστώνοντας ότι συνεχώς προσθέτονταν διατάγματα το ένα μετά το άλλο, η κοινή γνώμη συνειδητοποίησε την αλήθεια.
Albert Camus
*
.~`~.

`~.

Για τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής - μέρος α'.

$
0
0

.~`~.
Πρόλογος

Με πολύ πείσμα, τούτη η Αμερική αγωνίστηκε για να ακολουθήσει ένα δικό της δρόμο, έξω από την τροχιά του υπόλοιπου κόσμου. Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, ο πολιτισμός της ήταν ταξιδιώτης χωρίς αποσκευές, τη στιγμή μάλιστα που, εμπρός στα μάτια της, έβλεπε να ανοίγεται ένα μέλλον όλο και πιο λαμπρό, που δεν είχε παρά να το αδράξει... Τίποτε δεν στάθηκε ικανό να κλονίσει την αυτοπεποίθηση της, ούτε οι οικονομικές κρίσεις ούτε οι κοινωνικές ούτε οι πολιτικές. Τα αποθέματα αισιοδοξίας που διαθέτειδεν έδωσαν ποτέ το παραμικρό δείγμα εξάντλησης.
Έτσι είχαν τα πράγματα έως σχετικά πρόσφατα, έως την απροσδόκητα βίαιη κρίση του 1929, που άρχισε στη Γουώλ Στρήτ, έγινε αισθητή με τρόπο ιδιαίτερα οδυνηρό, επειδή ακριβώς κατάφερε ένα καίριο πλήγμα σε μια οικονομία που ευημερούσε, που βρισκόταν σε πλήρη ανάπτυξη και που δεν έβαζε, θα λέγαμε, κακό στο νου της. Για πρώτη φορά η Αμερική βρισκόταν εμπρός σε μια καταστροφή και έπρεπε να τα βγάλει πέρα. Τελικά ξαναβρήκε την ευημερία της, και μάλιστα όσο ποτέ άλλοτε, αλλά αυτό δεν τη γιάτρεψε οριστικά από την κρίση. Στράφηκε για πρώτη φορά στο παρελθόν της. Όχι τόσο για να κατανοήσει τον ίδιο της τον εαυτό (αυθόρμητα, ο μέσος Αμερικανός δεν πιστεύει ότι η ιστορία μπορεί να εξηγήσει κάτι) όσο για να βρει παρηγοριά.
«Μια τάση για αναδρομική νοσταλγία άρχισε να αναπτύσσεται, ενώ παράλληλα υποχωρούσε σιγά σιγά η πατροπαράδοτη πίστη της. Τον καιρό που ο ανταγωνισμός και οι επιχειρήσεις βρίσκονταν σε ανοδική πορεία, οι Αμερικανοί σκέφτονταν το μέλλον' τον καιρό που οι οικονομικές αυτές δραστηριότητες βρίσκονταν σε πλήρη ανάπτυξη, σκέφτονταν το παρόν' σήμερα, που ήρθε ο καιρός της συγκέντρωσης, των κολοσσιαίων διαστάσεων, των μονοπωλίων, που έχει περιοριστεί το πεδίο του ανταγωνισμού και των ευκαιριών προς εκμετάλλευση, στρέφονται νοσταλγικά προς τη χρυσή εποχή, που βρίσκεται πίσω τους». Έτσι βλέπει τα πράγματα ο Ρίτσαρντ Χοφστάτερ (1955), εξαίρετος παρατηρητής...
Η τόσο νέα Αμερική άρχισε και αυτή να έχει κάποια ηλικία. Αντιλαμβάνεται ότι έχει ιστορία' η ώρα της αλήθειας πλησιάζει. Διαπιστώνει ότι η άρνηση της να ασχοληθεί με το παρελθόν της, ο πεισματικός ατομικισμός, ή ο απομονωτισμός της, η απόρριψη κάθε δεσμού που θα μπορούσε να στερήσει την ελευθερία του ατόμου ή του έθνους, όλα αυτά σημαίνουν ότι υπήρχε χθες «μια ενότητα πολιτισμικής και πολιτικής παράδοσηςπάνω στην οποία εδραζόταν ο αμερικανικός πολιτισμός». Ναι, αλλά τώρα τίθεται το ερώτημα: Αυτή η παράδοση, που τελικά υπάρχει, δεν είναι καταδικασμένη να καταστραφεί από τις σημερινές συνθήκες ζωής των Ηνωμένων Πολιτειών; Το παρελθόν αρχίζει να αποκτά ειδικό βάρος.
Για μεγάλο χρονικό διάστημα, η Αμερική έζησε με την πεποίθηση ότι η δική της μοίρα ήταν πρωτοφανής, ότι οι μέρες δεν άφηναν πάνω της καμιά σκιά καθώς περνούσαν, ότι το παρελθόν εξαφανιζόταν αμέσως από μόνο του. Ο κανόνας ήταν να αποφεύγει κανείς οτιδήποτε μπορούσε να προκαλέσει δεσμό ή ρίζωμα, να εναποθέτει τις ελπίδες του στο απροσδόκητο. Η λέξη opportunity, η τύχη, η ευκαιρία που παρουσιάζεται, είναι η λέξη κλειδί: κάθε άντρας που θέλει να είναι άξιος του ονόματος του, πρέπει να την αρπάξει, την opportunity, καθώς περνά από μπρος του, και να αξιοποιήσει έως και τις έσχατες δυνατότητες που του προσφέρει. Μέσα από αυτόν τον «αγώνα» θα επιβεβαιωθεί ο ίδιος και θα δείξει γύρω του ότι αξίζει. Όμοια συμπεριφέρθηκαν και οι Ηνωμένες Πολιτείες ως σύνολο: το παρελθόν τους είναι μια διαδοχή από ευκαιρίες, που σχεδόν αμέσως τις άρπαξαν απ' τα μαλλιά, από έξυπνες και καλοστημένες «δουλειές», κατά κανόνα επιτυχείς.


.~`~.
Ι

Δεν υπάρχει ιστορικό γεγονόςπου να έχει τόσο προσεκτικά μελετηθεί και είναι τόσο καταλεπτώς γνωστό όσο η ανεξαρτησία των αγγλικών αποικιών της Αμερικής (1773-1782). Χρειάζεται όμως το γεγονός αυτό να τοποθετηθεί με ακρίβεια στο ιστορικό του πλαίσιο.

α´
Το τέλος της γαλλικής αυτοκρατορίας της Αμερικής (1762) μείωσε τη σημασία της αγγλικής βοήθειας, από τη μια μέρα στην άλλη και, ταυτόχρονα, έκανε βαρύτερες τις απαιτήσεις της μητρόπολης. Ωστόσο, αρχικά, ούτε οι αποικίες ούτε η Αγγλία επιθυμούν τη ρήξη. Αυτή εκκολάπτεται μόνη της, και οφείλεται σε παρεξηγήσεις, σε ανεπαρκείς υποχωρήσεις, σε αναποτελεσματικές εκδηλώσεις βίας. Στο μέλλον, όλες οι αποαποικιοποιήσεις, ακόμα και στη σημερινή εποχή, θα αναπαράγουν συνεχώς την ίδια διαδοχή παράλογων γεγονότων.
Μήπως είχε άδικο η Αγγλία που δεν έκανε πιο έγκαιρες και πιο σημαντικές υποχωρήσεις, που αξίωσε την επιβολή δασμών, απόλυτα αιτιολογημένων από το βαρύ παθητικό του πολέμου κατά της Γαλλίας, και που, αργότερα, τους κατάργησε διατηρώντας όμως -μοναδική εξαίρεση- το δασμό του τσαγιού;... Κανένας φόρος δεν μπορεί να επιβληθεί, λέει η αγγλική πολιτική παράδοση δίχως τη συγκατάθεση των φορολογουμένων. Όμως οι Άγγλοι της Αμερικής δεν εκπροσωπούνται στη Βουλή των Λονδίνου. Υπάρχει βαρύτερο σφάλμα; Πέρα από αυτό, να κάνει άραγε λάθος εκείνος ο Άγγλος ιστορικός (1933) που βλέπει να διαγράφεται, ήδη από τα μέσα του 18ου αιώνα, μια σημαντική μετακίνηση του κέντρου βάρους της αγγλικής αυτοκρατορίας από την Αμερική και τον Ατλαντικό προς τις Ινδίες και τον Ινδικό Ωκεανό; Η κατάληψη της Βεγγάλης έγινε το 1757. Την ίδια εποχή αρχίζει και το «εμπόριο με την Κίνα». Μήπως αυτή η στροφή της Αγγλίας προς την Άπω Ανατολή, με παράλληλη απομάκρυνση της από το Νέο Κόσμο, είναι αποτέλεσμα κάποιας από εκείνες τις βεβιασμένες κινήσεις του καπιταλισμού, στην προσπάθεια να πραγματοποιήσει όσο το δυνατόν μεγαλύτερα κέρδη;
Όλοι αυτοί οι λόγοι, και άλλοι ακόμη, οδήγησαν σε μια θεαματική σύρραξη και, τελικά, σε μια αδιαμφισβήτητη ταπείνωση της Αγγλίας. Η επέμβαση της Γαλλίαςκαι της Ισπανίας επέσπευσε τη νίκη των Επαναστατών. Αυτοί ωστόσο υπέγραψαν, το 1782, μυστική συνθήκη ειρήνης με την Αγγλία και εγκατέλειψαν τους συμμάχους τους...
Οπωσδήποτε, για εκείνον που ενδιαφέρεται για την τύχη των Ηνωμένων Πολιτειών, αυτό που προέχει δεν είναι η διεθνής πλευρά της περιπέτειας, μολονότι πολύ σημαντική... Εκείνο που προέχει είναι η ίδια η ανεξαρτησία, η Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας της 4ης Ιουλίου 1776 και το σύνταγμα του 1787, που χρειάστηκε τόσο χρόνο για να πάρει τη τελική του μορφή. Σε αυτά τα κρίσιμα χρόνια η νεαρή Αμερική απέκτησε συνείδηση του εαυτού της.

β´
Μιλώντας για νεαρή Αμερική, εννοούμε μια πολύ συγκεκριμένη Αμερική, την πρώτη που απέκτησε σαφές γεωγραφικό σχήμα, και που περιορίζεται στο ανατολικό τμήμα των σημερινών Ηνωμένων Πολιτειών, προς τον Ατλαντικό. Από οικονομική άποψη, είναι χώρα κυρίως γεωργική. Από κοινωνική άποψη, κυριαρχείται από την τάξη των γαιοκτημόνων, που δεν είναι άλλοι από του ίδιους τους Founding Fathers, τους ιδρυτές της «αμερικανικής δημοκρατίας», που μια τυποποιημένη ιστορία έχει αναλάβει να διαιωνίζει τις εξιδανικευμένες μορφές τους.


Δεν αποτελεί έλλειψη σεβασμού και ίσως δεν θα ήταν καθόλου άσκοπο να τους δούμε λίγο όπως υπήρξαν στην πραγματικότητα, όλοι αυτοί οι άνδρες, από τον Γεώργιο Ουάσινγκτον ως τον Θωμά Τζέφερσον, που είχαν τη βούληση να συντάξουν το καλύτερο σύνταγμα του κόσμου και τη βεβαιότητα ότι το πέτυχαν. Έχει προ πολλού λεχθεί ότι το σύνταγμα των Fathersβασίζεται
«στη Φιλοσοφία του Χομπς και στη θρησκεία του Καλβίνου».
Γιατί και οι ίδιοι οι συντάκτες του πίστευαν ότι ο άνθρωπος είναι «λύκος για τον άνθρωπο» και ότι το «σαρκικό του πνεύμα» βρίσκεται ακριβώς στους αντίποδες του Θεού...
Η Διακήρυξη κατοχύρωσε το δικαίωμα της εξέγερσης και την ισότητα όλων των ανθρώπων απέναντι στο νόμο. Αλλά η κυρίαρχη ιδέα, που βασανίζει και κινητοποιεί όλους αυτούς τους ιδιοκτήτες, τους επιχειρηματίες, τους νομομαθείς, τους μεγαλοκαλλιεργητές, όσους διαχειρίζονται το χρήμα και κερδοσκοπούν με αυτό -όλους αυτούς τους «αριστοκράτες»- είναι πως θα κατοχυρώσουν την ιδιοκτησία, την περιουσία, τα κοινωνικά προνόμια. Την ίδια στιγμή που γεννιέται η Αμερική, έχει κιόλας τους πλουσίους της, που τα πλούτη τους, έστω και περιορισμένα, τους δίνουν το δικαίωμα να κατευθύνουν άλλους. Αρκεί να ακούσει κανείς τους λόγους των Founding Fathers, που έχουν συγκεντρωθεί στη Συντακτική Συνέλευση της Φιλαδέλφειας προκειμένου να συντάξουν το σύνταγμα, ή αρκεί να διαβάσει τις επιστολές τους, ή τις επιστολές των ομότιμων τους, για να σκιαγραφηθεί με σαφήνεια αυτός ο τρόπος του σκέπτεσθαι. Ο Τσαρλς Πίνκνυ, νεαρός καλλιεργητής, προτείνει μόνον όποιος διαθέτει τουλάχιστον εκατό χιλιάδες δολάρια να έχει δικαίωμα να γίνει πρόεδρος της Δημοκρατίας. Ο Χάμιλτον ζητά να τεθεί φραγμός «στην προπέτεια της Δημοκρατίας». Για όλους αυτούς, όπως και για τη Πέγκυ Χατσινσόν, κόρη κυβερνήτη, ο όχλος είναι «ο ακάθαρτος βρομερός όχλος», the dirty mob. Ακούστε τι λέει και ο ίδιος ο κυβερνήτης Μόρις: «Ο όχλος αρχίζει να σκέπτεται, να βγάζει συμπεράσματα. Κακόμοιρα ερπετά! Κάθονται και ζεσταίνονται στον ήλιο, και την επόμενη στιγμή δαγκώνουν... Η gentry, η αριστοκρατία, αρχίζει να φοβάται». Την ίδια πραγματικότητα εκφράζει και ο Μέισον: «Μέχρι τώρα υπήρξαμε υπερβολικά δημοκρατικοί... Ας φροντίσουμε να αποφύγουμε την ίδια υπερβολή προς την αντίθετη κατεύθυνση». Δεν υπάρχει άνθρωπος πιο πεπεισμένος για την ιερότητα των δημοκρατικών αρχών από τον Τζέρεμυ Μπέλναπ, πάστορα της Νέας Αγγλίας, ο οποίος γράφει ωστόσο σε κάποιον φίλο του: «Πρέπει να παραμείνει απαρασάλευτη η αρχή ότι η κυβέρνηση πηγάζει από τον λαό, αλλά και ο λαός πρέπει να υποχρεωθεί να βάλει καλά στο μυαλό του ότι δεν είναι άξιος να κυβερνιέται μόνος του».

γ´
Όλα αυτά αποκαλύπτουν μια ολόκληρη νοοτροπία. Η τάξη των πραγμάτων που επιβάλλουν αυτοί οι άνθρωποι, στο όνομα της ελευθερίαςκαι της ισότητας, είναι ήδη καπιταλιστική, όσο κι αν ο καπιταλισμός αυτός βρίσκεται ακόμη στα σπάργανα. Η εξουσία ανήκει στους κατέχοντες. Το ίδιο και οι ευθύνες. Για τους υπόλοιπους: η μεγάλη παραχώρηση να τους προστατεύει ο νόμος ενάντια στους πλούσιους, όπως προστατεύει και τους πλούσιους από αυτούς. Από κει και πέρα, δεν έχει καμιά σημασία αν το αμερικανικό σύνταγμα πιστεύει ότι είναι επαναστατικό, νέο, ισοκρατικό, δίκαιο, στο μέτρο που τείνει να εξισορροπήσει, τη μια με την άλλη, τις διάφορες παρορμήσεις του ζωικού είδους που λέγεται άνθρωπος, και εξακολουθεί να είναι εγωιστικό και ανελέητο.
Πράγματι, το σύνταγμα του 1787 είναι ένας μηχανισμός με σοφά τοποθετημένα αντίβαρα. Πρέπει «οι εξουσίες να είναι τόσο διηρημένες και ισόρροπα κατανεμημένες ανάμεσα στα διάφορα σώματα... ώστε κανένα από αυτά να μην μπορεί να υπερβεί τα νόμιμα όρια χωρίς να αναχαιτιστεί αποτελεσματικά από τα άλλα» (Τζεφερσον)... Ο Ρίτσαρντ Χοφστάτερ συνοψίζει αυτό το ιδεώδες με εύθυμη ειρωνική διάθεση: «Οι Πατέρες του Έθνους πίστευαν, γράφει, ότι σε ένα καλώς νοούμενο κράτος θα πρέπει να μπορεί να εξουδετερώνεται το συμφέρον από το συμφέρον, μια κοινωνική τάξη από μια άλλη, μια κλίκα από μια άλλη κλίκα, ένας τομέας της κυβέρνησης από έναν άλλο, μέσα σε ένα σοφά εναρμονισμένο σύστημα αμοιβαίας ματαίωσης».
Οπωσδήποτε, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι αν η αμερικανική ιστορία του 19ου αιώνα παρουσιάζεται με τη μορφή του γενικευμένου και ανελέητου αγώνα ιδιωτικών συμφερόντων, κάτω από τον αστερισμό του «υγιούς ανταγωνισμού», αυτό συμβαίνει γιατί εδώ ο αγώνας αποδίδει περισσότερο, και είναι κατά συνέπεια πιο δίκαιος από ό,τι στις καπιταλιστικές χώρες της Ευρώπης, γιατί τα κέρδη δεν πηγαίνουν αποκλειστικά σε μια αυστηρά κλειστή τάξη, και γιατί ο καθένας έχει δικαίωμα να δοκιμάσει την τύχη του, μέσα σε μια κοινωνία πιο ανοιχτή από άλλες, με περισσότερα πλεονεκτήματα, και να βρεθεί από τη μια στιγμή στην άλλη, στην αντίπερα όχθη. Ο self made man, ο αυτοδημιούργητος, είναι ο αντιπροσωπευτικός τύπος εκείνης της Αμερικής, που ίσως σήμερα οδεύει προς την εξαφάνιση της.


.~`~.
ΙΙ

Λένε πολλοί: το μυστικό της δύναμης των Ηνωμένων Πολιτειών είναι ο πλούτος τους' και ο πλούτος τους οφείλεται στο ότι το έδαφος τους παρέχει τις περισσότερες πρώτες ύλες που χρειάζονται για τις βιομηχανίες τους και όλα τα γεωργικά προϊόντα που χρειάζονται για την ευζωία του λαού τους. Αυτή η κρίση είναι μονόπλευρη. Αν συνέβαινε οι άποικοι που προσάραξαν στα βόρεια παράλια της Αμερικής να προσάραζαν στα νότια και οι Ισπανοί που προσάραξαν στα νότια να είχαν προσαράξει στα παράλια της Βόρειας Αμερικής, όλες οι πρώτες ύλες που διαθέτει η βόρεια Αμερική δεν θα ήταν ικανές να δημιουργήσουν τη δύναμη που αντιπροσωπεύουν σήμερα οι Ηνωμένες Πολιτείες. (*)

Από την πρώτη κιόλας στιγμή, οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι μια χώρα σκαπανέων, όπως είναι και όλες οι χώρες, όσες βρέθηκαν αντιμέτωπες με μια τεράστια έκταση, που έπρεπε να την κατακτήσουν, να την εξανθρωπίσουν, να τη φέρουν στα μέτρα του ανθρώπου, είτε πρόκειται για τη Ρωσία, είτε για τη Βραζιλία, είτε για την Αργεντινή... Η γεωγραφική επέκταση είναι η πρώτη μορφή ανάπτυξης. Αυτή κατευθύνει όλες τις άλλες, την ανάπτυξη μιας οικονομίας, ενός έθνους, ενός κράτους και, ακόμη περισσότερο, την ανάπτυξη ενός πολιτισμού.
Η ιστορία τα οργάνωσε όλα με τον καλύτερο τρόπο. Επέτρεψε στις Ηνωμένες Πολιτείες να πάνε από τον Ατλαντικό στον Ειρηνικό χωρίς να ανταλλάξουν σχεδόν ούτε έναν πυροβολισμό. Μπορεί κανείς να φανταστεί τη Γαλλία να εγκαθίσταται με όλη της την άνεση από τον Ατλαντικό ως τα Ουράλια; Οι Ηνωμένες Πολιτείες αγόρασαν τη Λουιζιάνα, το 1803. Πήραν τις Φλόριδες από τους Ισπανούς, το 1821. Η Αγγλία τους έδωσε το Όρεγκον (αδικώντας ίσως τον Καναδά), το 1846, και, τέλος, μετά από έναν πάρα πολύ εύκολο πόλεμο, απέσπασαν από το Μεξικό το Τέξας, το Νέο Μεξικό, την Καλιφόρνια, αρχικά το 1846, και ολοκλήρωσαν την κατάκτηση τους το 1853. Αν αναλογιστεί κανείς τις φοβερές καταστροφές και τις εισβολές που αντιμετώπισαν... η Ρωσία, παραδείγματος χάρη, προκειμένου να καταλάβει τον χώρο της, ή η Ευρώπη, αυτή η ιστορία των σκαπανέων μοιάζει να βρίσκεται στον αστερισμό της ευκολίας... Και όμως, η προσπάθεια που χρειάστηκε ήταν τεράστια. Μόνη της, η νεαρή Αμερική θα ήταν αδύνατον να τα βγάλει πέρα.


Αυτό που προέχει είναι να τονίσουμε ότι «η Μεθόριος», δηλαδή η τεράστια περιπέτεια της κατάκτησης αυτού του χώρου από τους Λευκούς, είχε μια πολύ σημαντική υλική διάστασηκαι μια εξίσου σημαντική πνευματική διάσταση. Για την υλική διάσταση, θα πρέπει να αναδειχθεί ο ρόλος που έπαιξε το πιστωτικό σύστημα ως κινητήρια δύναμη, με άλλα λόγια ο καπιταλισμός. Όσο για την πνευματική διάσταση, αυτή θα τη διαπιστώσουμε διερευνώντας τη νέα μορφή που πήρε ο προτεσταντισμός, και, πέρα από αυτόν, ολόκληρος ο αμερικανικός πολιτισμός.


.~`~.
ΙΙΙ

Όποιος δεν καταλάβει ποια σημαντική θέση κατέχει η θρησκεία στην αμερικανική ζωή, δεν έχει προχωρήσει πέρα από την επιφάνεια. Όποιος δεν καταλάβει τι είδους είναι η θρησκεία που προσδιορίζει την αμερικανική ζωή κινδυνεύει να την παρανοήσει σε όλες τις εκδηλώσεις της. (*)

α´
Οι Αμερικανοί που κατευθύνθηκαν προς τη Δύση και κατέκτησαν το Φαρ Ουέστ είναι κυρίως προτεστάντες. Ο προτεσταντισμός αντιμετώπισε μόνος του αυτές τις ανθρώπινα δύσκολες συνθήκες που διαμορφώθηκαν σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, αυτή τη διασπορά των ανθρώπων μέσα στο χώρο.
Όλοι αυτοί οι μετανάστες βρίσκονται μόνοι, χωρίς πάστορα, με μοναδικό θρησκευτικό τους καταφύγιο την ανάγνωση της Βίβλου, και αυτό όχι πάντα. Η αυθόρμητη θρησκευτική ζωή τους, που θα πρέπει να θυμίζει πολύ τον Μεσαίωνα, είναι κατά κανόνα αρκετά έντονη και γόνιμη σε περίεργες δοξασίες, όπως αυτές των Μορμόνων, που ίδρυσαν την Πολιτεία της Γιούτα. Το επίτευγμα του αμερικανικού προτεσταντισμού είναι ότι συντήρησε, ότι αναζωπύρωσε αυτή τη θρησκευτική φλόγα... Για να το κατορθώσει αυτό, ο προτεσταντισμός, έπρεπε να προσαρμοστεί στις καινούργιες ανάγκες, να απλοποιηθεί, να αποκοπεί κατά κάποιον τρόπο από τις ήδη υπάρχουσες ομολογίες... στηρίζοντας την -συναισθηματική αυτή θρησκεία- πάντα σε ένα «ατομικό θρησκευτικό αίσθημα», στην «κυριαρχία του ατόμου», τέλος «στα έργα και όχι στις δοξασίες»...
Πέρα από τον αυστηρά θρησκευτικό τους στόχο, αυτοί οι ιεραπόστολοι της Δύσης διαμορφώνουν, χωρίς να το θέλουν, και τον αμερικανικό τρόπο ζωής, the american way of life, δίνουν το υπόδειγμα αυτής της ζωής, το πρότυπο του αμερικανικού πολιτισμού, στο οποίο θα χρειαστεί να προσαρμοστούν, θέλουν δεν θέλουν, όλοι οι νέοι μετανάστες, που θα έρθουν από το 1860, και από το 1880, ακόμη και αν δεν είναι διαμαρτυρόμενοι.

β´
Από το 160 εκατομμύρια αμερικανούς (1955), περισσότερα από τα 2/3 είναι διαμαρτυρόμενοι και σχεδόν τα 9/10 από αυτούς είναι καλβινιστές. Γι' αυτό κυριάρχησε από την αρχή η καλβινιστική ψυχολογία' και η κυριαρχία αυτή συνεχίζεται ακόμα και σήμερα...
Δόκιμοι ερευνητές υποστηρίζουν πως αν στην Αμερική, αντί να επικρατήσει ο καλβινισμός ως πνεύμα, επικρατούσε ο λουθηρανισμός, θα ήταν άλλη η ψυχική της σύσταση. Για να την καταλάβουμε όμως είναι ανάγκη να γυρίσουμε πίσω στην εποχή όπου το «Μαιηφλαουερ» αράζει εμπρός σε μια έρημη και άγνωστη ακτή της Νέας Αγγλίας, φέρνοντας εκεί, ταλαιπωρημένους από τους θρησκευτικούς διωγμούς, τους «Πατέρες Προσκυνητές». Είμαστε στα 1620.
Στο αμπάρι του «Μαιηλφλάουερ», στις 11 Νοεμβρίου 1620, είχαν συναχθεί όλοι οι ώριμοι άντρες του καραβιού, κατηφείς, πουριτανοί, μαυροφορεμένοι, κατά τη συνήθεια τους, και ύστερα από μια πολύωρη συζήτηση υπογράψανε το ακόλουθο έγγραφο:
«Εις το όνομα του Θεού. Αμήν. Εμείς οι υπογραφόμενοι πιστοί υπήκοοι του μεγάλου μας Κυρίου Ιακώβου, ελέω Θεού βασιλέως της Μεγάλης Βρετανίας, της Γαλλίας και της Ιρλανδίας και Προμάχου της Πίστεως, έχοντας επιχειρήσει, για τη δόξα του Θεού, την διάδοση της χριστιανικής Πίστεως και το μεγαλείο του Βασιλέως και της πατρίδος μας τούτο το ταξίδι, με τον σκοπό να εγκαταστήσουμε την πρώτη αποικία στα βόρεια μέρη της Βιρτζίνια [Νέα Αγγλία], δυνάμει του παρόντος, ενώπιον του Θεού και ενώπιον αλλήλων, συμφωνούμε να ενωθούμε σε ένα πολιτικό σώμα προς χάρη της ασφάλειας μας και της κοινωνικής τάξεως και για την προαγωγή των σκοπών που πριν αναφέραμε. Δυνάμει αυτής της συμφωνίας θα θεσπίζουμε, από καιρό σε καιρό, νόμους και θα λαμβάνουμε τις γενικές αποφάσεις που θα κρίνονται ωφέλιμες και πρόσφορες για το γενικό καλό της αποικίας. Εις πίστωσιν των ανωτέρω υπογράφουμε με τα ονόματα μας εδώ στο Καιηπ Κοδ την 11 Νοεμβρίου, βασιλεύοντος του κυρίου Ιακώβου του 18ου, Βασιλέως της Μεγάλης Βρετανίας, της Γαλλίας και της Ιρλανδίας και του 54ου της Σκωτίας. Στο έτος του Κυρίου 1620.»
Τούτο είναι το περίφημο «Σύμφωνο του Μαιηφλάουερ» που θεωρείται το ορόσημο από το οποίο αρχίζει η αμερικανική ιστορία. Με το σύμφωνο αυτό δημιουργείται μια νέα κοινωνία ανθρώπων. Είναι ένα τυπικό παράδειγμα γραπτού κοινωνικού συμβολαίου, όπως αργότερα το σκέφθηκε ο Ρουσσώ. Δεν δημιουργούνταν βέβαια ακόμα ούτε ένα καινούργιο κράτος ούτε ένα έθνος, αλλά μια κοινωνία.
Είναι η εποχή που μέσα στον χίλια χρόνια κλειστό και πειθαρχημένο κόσμο του ρωμαιοκαθολικισμού παρουσιάζονται, η μια μετά την άλλη, φυγόκεντρες διασπαστικές ροπές. Από αυτές όμως δύο κυρίως αύξησαν περισσότερο, ρίζωσαν και διατήρησαν τη μεγάλη του επιρροή ως τα σήμερα' εκείνη που εξαπολύθηκε από τον Λούθηρο μέσα στον γερμανικό κυρίως κόσμο και εκείνη που εξαπολύθηκε στον Καλβίνο στο δυτικότερο μέρος της ηπειρωτικής Ευρώπης και στη Μεγάλη Βρετανία [σημ. Δ`~. ήδη σε αυτό το σημείο μπορεί να ανιχνευθεί μια διαφορά ανάμεσα στον θαλάσσιοαγγλοσαξονικό και χερσαίο βορειοευρωπαϊκό γερμανόγλωσσο κλάδο όπως τους ονομάζω εγώ]. Οι δύο αυτές ροπές έχουν τούτα τα κοινά σημεία:
Αρνούνται την ανάγκη της οργανικής ενότητας της Εκκλησίας και την καταλύουν. Εγκαθιδρύουν τοπικής έκτασης εκκλησιαστικούς οργανισμούς, κατά μίμηση του τρόπου, όπως ισχυρίζονται, που διοικήθηκαν οι πρώτες χριστιανικές εκκλησίες. Η εκκλησία παύει να είναι αναγκαίος κρίκος για την επικοινωνία του ανθρώπου με τον Θεό' μόνο η απόλυτα προσωπική επικοινωνία του ανθρώπου με τον Θεό μπορεί να υπάρξει. Αυτά είναι τα κυριότερα χαρακτηριστικά κάθε διαμαρτυρόμενου σε οποιαδήποτε αίρεση και αν ανήκει. Από εκεί και πέρα αρχίζουν οι διαφοροποιήσεις, οι διαιρέσεις και οι υποδιαιρέσεις των αιρέσεων που στις Ηνωμένες Πολιτείες φτάνουν στο μη περαιτέρω.
Μέσα σε όλο αυτό το χάος μένει πάντα βασική η διαφορά του λουθηρανισμού και του καλβινισμού.
Ο Λούθηρος άφησε τα του Καίσαρος τω Καίσαρι, δέχτηκε την υποταγή στις εγκόσμιες πολιτικές εξουσίες και έστρεψε τον άνθρωπο προς τον εσωτερικό του κόσμο και προς ένα όσο το δυνατό θεωρητικότερο βίο. Όλος ο γερμανικόςπολιτισμός φέρει την σφραγίδα αυτής της κατεύθυνσης, που του επέβαλλε ο μεγάλος μεταρρυθμιστής του Βίττενμπεργκ. Ο Καλβίνος αντιθέτως αρνήθηκε να αφήσει στους Καίσαρες την ηγεσία της εγκόσμιας ζωής, που και αυτήν ήθελε να την προσαρμόσει στα διδάγματα της ευαγγελικής διδασκαλίας. Έτσι, αντίθετα με τον Λούθηρο, έστρεψε τους πιστούς του προς την πράξη, προς τη δράση. Κάθε αληθινός χριστιανός είναι ένας ιεραπόστολος που κατευθύνει τη ζωή του και τη ζωή της κοινωνίας όπου ζει σύμφωνα με τα διδάγματα του Ευαγγελίου. Στη Γενεύη, σύμφωνα με τη διδασκαλία του, εγκαθιδρύει ο Καλβίνος ένα είδος θεοκρατικής πολιτείας. Το έντονα πρακτικό πνεύμα διοχετεύθηκε σε όλες τις καλβινιστικές αιρέσεις, στις οποίες άνηκαν οι περισσότεροι άποικοι της Βόρειας Αμερικής τον 16ο και τον 17ο αιώνα, καθώς και η μεγάλη πλειοψηφία του σημερινού πληθυσμού της [όχι μόνο εκεί]. Γι' αυτό έβαλε βαθειά τη σφραγίδα της στην αμερικανική ζωή η καλβινιστική ψυχολογία.
Λουθηρανοί υπήρξαν όλοι οι γερμανοί και μερικοί σκανδιναυοί άποικοι. Οι περισσότεροι όμως από αυτούς ήρθαν στην Αμερική κατά τον 19ο αιώνα, όταν είχε πια αποκρυσταλλωθεί η ψυχική σύσταση και η κοινωνική σύνθεση του αμερικανικού κόσμου και γι' αυτό και η επίδραση τους δεν στάθηκε σημαντική. Άλλωστε και ο αριθμός τους δεν φαίνεται να περνά τα εννιά εκατομμύρια (1955). Ακόμη πιο αργοπορημένος ήταν ο ερχομός των καθολικών... Τα άκαμπτα δογματικά πλαίσια της καθολικής Εκκλησίας, μέσα στα οποία δεσμεύονταν ο άνθρωπος, παραμερίζονται. Τα αντικαθιστά ένας έντονος υποκειμενισμός, η ελευθερία και η ιδιοτυπία κάθε προσωπικότητας. (*)

γ´
Μέχρι το 1880, οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν δεχτεί μόνον Άγγλους και Σκοτσέζους μετανάστες, οι οποίοι αποτέλεσαν τον πρώτο πυρήνα του ευρωπαϊκού πληθυσμού τους. Ακολούθησε ένα δεύτερο κύμα μεταναστών, από την Ιρλανδία και τη Γερμανία, οι οποίοι αλλοίωσαν ως ένα βαθμό τον αμιγώς αγγλικό και προτεσταντικό χαρακτήρα του αμερικανικού πληθυσμού. Ωστόσο, η Αμερική εξακολουθεί να βρίσκεται κάτω από την αποκλειστική κυριαρχία του αγγλικού πολιτισμού και του προτεσταντισμού, όταν φτάνουν εκεί, μεταξύ 1880 και 1914, 25 εκατομμύρια περίπου Σλάβοι και άλλοι άποικοι, προερχόμενοι από μεσογειακές χώρες, οι οποίοι, στην πλειονότητα τους είναι καθολικοί.
Όλοι αυτοί θα απορροφηθούν όχι από τη γεωργική Δύση αλλά από την αστική και βιομηχανική Ανατολή, την οποία θα μεταμορφώσουν, χωρίς όμως να προκαλέσουν αναστάτωση -την αναστάτωση που δημιουργήθηκε στην Αργεντινή λόγου χάρη, όταν χρειάστηκε να απορροφηθεί ένα ιταλικό μεταναστευτικό ρεύμα που κατέκλυσε τα πάντα, αστικές περιοχές και ύπαιθρο, την ίδια περίπου εποχή, δηλαδή λίγο αργότερα από τις αρχές της δεκαετίας του 1880. Η διαφορά αυτή δεν έχει τίποτα παράδοξο. Όταν υποδέχονται τους νέους μετανάστες, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν ήδη πόλεις, βιομηχανίες σε πλήρη ανάπτυξη, έχουν και μια εξαιρετική ικανότητα διαπαιδαγώγησης και πειθούς. Η αφομοίωση έγινε με γοργό και εκπληκτικά αποτελεσματικό τρόπο [σημ. Δ`~. η «αφομοίωση» είναι ρεπουμπλικανικό ιδεώδες - το οποίο υπάρχει ή υπήρχε και στην Γαλλία].
«Ας εξετάσουμε μια τυχαία ομάδα Αμερικανών (1956). Ανάμεσα τους, οι βόρειοι τύποι δεν είναι οι πιο πολλοί, κάθε άλλο. Πιο εύκολα θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι κατάγονται από τη Νεάπολη ή από τη Βιέννη, παρά από το Λονδίνο ή το Αμβούργο. Και όμως είναι όλοι πραγματικοί Αμερικανοί, που συμπεριφέρονται και αντιδρούν σαν Αμερικανοί. Από αυτήν την άποψη, ο αφομοιωτικός μηχανισμός λειτούργησε άψογα» (Αντρέ Ζηγκφρήντ). Οι δυνάμεις που υπερίσχυσαν ήταν ταυτόχρονα η γλώσσα, ο american way of lifeκαι η τεράστια έλξη που ασκεί ο Νέος Κόσμος στον μετανάστη... Σήμερα, η μόνη άξια λόγου διείσδυση μεταναστών παρατηρείται στα νότια σύνορα, με προέλευση το Μεξικό και το Πουέρτο Ρίκο, και, στα βόρεια, από τον γαλλόφωνο Καναδά, του οποίου όλα τα απολωλότα πρόβατα καταλήγουν στο Ντητρόιτ, στη Βοστώνη, ακόμη και στη Νέα Υόρκη. Η Νέα Υόρκη είναι ασφαλώς η μεγαλύτερη «πορτορικανική» πόλη, αλλά, κατά την ίδια έννοια, και για παραπλήσιους λόγους, και το Παρίσι είναι μια μεγάλη βορειοαφρικανική πόλη. Όλες οι μεγαλουπόλεις χρειάζονται ένα ανειδίκευτο εργατικό δυναμικό, κακοπληρωμένο, για τα χαμηλότερα σκαλοπάτια της κοινωνίας τους. Όταν δεν μπορούν να το βρουν επιτόπου, καταφεύγουν σε εισαγόμενο...
Η αστικοποίηση, που έχει ήδη πάρει μοναδικές διαστάσεις, δεν παύει να επεκτείνεται. Στην πραγματικότητα, όλη η πρόσοψη των Ηνωμένων Πολιτειών προς τον Ατλαντικό, από τη Βοστώνη ως την Ουάσινγκτον αποτελεί σήμερα μια ενιαία πόλη -κάποιος γεωγράφος χρησιμοποιεί τον όρο Megalopolis [όχι των Αρκάδων υπό την προτροπή του Επαμεινώνδα]- που αφήνει που και που, στα σπάνια κενά της, λίγη θέση για μερικά δένδρα, για μερικούς αγρούς που καλλιεργούνται ακόμη, για κάποια προάστια που ενώνονται μεταξύ τους και συγχέονται το ένα με το άλλο. Το πανεπιστήμιο του Πρίνστον είναι χτισμένο σε έναν τέτοιο πράσινο δεντροφυτευμένο χώρο ανάμεσα στη μείζονα περιοχή της Νέας Υόρκης και στη Φιλαδέλφεια. Μια στιγμή απροσεξίας θα ήταν αρκετή για να το συνθλίψουν τα δύο αυτά τέρατα, τα γειτονικά και οικεία.
Ωστόσο, παρά τις απίστευτες αλλαγές, παρά τις μαζικές αφίξεις νέων πληθυσμών, ο αμερικανικός πολιτισμός δεν αλλοιώθηκε. Κατόρθωσε να αφομοιώσει τα πάντα, τις μηχανές, τα εργαστήρια, την τεράστια ανάπτυξη του «τριτογενούς τομέα», τα απειράριθμα αυτοκίνητα, που μόνον η σημερινή Ευρώπη μπορεί να συναγωνιστεί, την άφιξη, τέλος, των μεταναστών που δεν ήταν προτεστάντες.


.~`~.
ΙV

Ο αμερικανικός πολιτισμός διαμορφώθηκε σε τρία διαδοχικά στάδια. Πρώτο στάδιο, στις ακτές του Ατλαντικού. Δεύτερο, από τον Ατλαντικό στον Ειρηνικό. Τρίτο, «κατακόρυφο» στάδιο, ο εκβιομηχανισμός. Είναι πολύ πιθανό ότι τα κύρια στοιχεία του american way of life καθορίστηκαν κατά το δεύτερο στάδιο, του Φαρ Ουέστ και του νέου προτεσταντισμού. Τα στοιχεία αυτά είναι ο σεβασμός του ατόμου, η άκρως πλουραλιστική θρησκευτική πίστη [σημ. Δ`~. από την οποία κατάγεται και στην οποία ριζώνει και αναπτύσσεται ενσωματώνοντας στοιχεία της ο αμερικανικός πολιτικός πλουραλισμός, για τον οποίο θα κάνω ξεχωριστή ανάρτηση, συγκρίνοντας τον με τον ευρωπαϊκό πολιτικό πλουραλισμό], στην οποία πρώτιστο ρόλο παίζουν τα έργα, και η επικράτηση της αγγλικής γλώσσας, εμπρός στην οποία όλες οι άλλες γλώσσες υποχωρούν.
Μπορεί μια κοινωνία με αυτά τα χαρακτηριστικά να θεωρηθεί θρησκευόμενη; Ναι, λένε οι σφυγμομετρήσεις: σε ποσοστό σχεδόν 100%. Το ίδιο έλεγε και ο Βενιαμίν Φραγκλίνος: «Στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι άγνωστη η αθεΐα η έλλειψη πίστης είναι σπάνια και όχι φανερή».
Ακόμη και σήμερα ο Θεός είναι παρών σε κάθε λόγο που εκφωνείται από επίσημα χείλη. Κάθε διάβημα των Αμερικανών προς τα έξω εύκολα μπορεί να πάρει, στα μάτια τους, τη μορφή «σταυροφορίας», που διεξάγεται υπό τη σημαία του Γουοντροού Ουίλσον, είτε του στρατηγού Αιζενχάουερ...


Επίσης, δεν υπάρχει σχεδόν κοινωνικό στρώμα που να μην έχει τη δική του θρησκευτική έκφραση. Κάτω, κάτω, οι κοινότητες των Βαπτιστών, λαϊκές και, έως χθες ακόμη, πολύ φτωχικές' πιο «καλοβαλμένος» ασφαλώς, ο κόσμος των Μεθοδιστών' τέλος, πολύ «καθωσπρέπει», με τις μεγαλοπρεπείς τελετές, που τις κληροδότησε η Αγγλικανική εκκλησία, η ομάδα των Επισκοπιανών. Πρόκειται για τους νεόπλουτους, όπως υποστήριξε κάποιος ιστορικός, γι' αυτούς που ξέχασαν «πούθε κρατά η σκούφια τους».
Στην πραγματικότητα, για τον ίδιο τον Αμερικανό, ελάχιστη σημασία έχει ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνεται την πίστη του! Γιατί η θρησκευτική κοινότητα είναι ανεκτική, πλουραλιστική, χωρισμένη σε διάφορες ομάδες... Αξιοθαύμαστη ανεξιθρησκεία, θα έλεγε ένας Ευρωπαίος αν δεν γνώριζε ότι η εκκοσμίκευση και η αθεΐα της ευρωπαϊκής Δύσης, και ιδιαίτερα η εκκοσμίκευση της κυβέρνησης και της παιδείας, όπως στην Γαλλία, είναι φαινόμενα σπάνια, σχεδόν αδιανόητα, στην Αμερική.


Fernand Braudel
εκτός από τρία σημεία όπου σηματοδοτούνται με αστερίσκο (*) και προέρχονται από τον Κωνσταντίνο Τσάτσο

σημ. Δ`~. Ιστορικά, οι πλέον «επιλήψιμοι» και δυσκολότερα αφομοιώσιμοι πληθυσμοί στις Η.Π.Α είναι ή πιο σωστά ήταν οι μουσουλμάνοι Αφροαμερικανοί και οι Λατίνοαμερικάνοι και Ευρωπαίοι καθολικοί. Ο Martin Luther King, βαθύτατα προτεστάντης δεν ήταν εκτός του πλαισίου της κυρίαρχης ιδεολογίας των Η.Π.Α (δηλαδή της αμερικάνικης -αγγλοσαξονικής πρεοτεσταντίζουσας- δημοκρατίας ως μύθος και ιεραποστολή από τον νέο -έναν ακόμα- Ισραήλ (λαό του Θεού), που αποτελεί την αστική θρησκεία της Αμερικής και κατάγεται ευθέως από τον Καλβίνο), με τη συνένωση της Βίβλου, των ιερεμιάδων και της «πόλης πάνω στον λόφο» (είναι υποκριτική η υποβάθμιση της προτεσταντικότητας του Martin Luther King, και ο πατέρας και ο παππούς του ήταν Βαπτιστές ιεροκήρυκες - για όποια και όποιον ασχολείται με μουσική η Gospel και ο λαϊκός λουθηρανικός αφραμερικανισμός των spiritual blues έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον). Ο Malcolm X, ενστερνιζόμενος τον μουσουλμάνισμό (El-Hajj Malik El-Shabazz) αντίθετα θεωρείτο πολύ περισσότερο επικίνδυνος καθώς είχε πιο πολεμικές θέσεις. Πάρ' αυτά, και οι δύο δολοφονήθηκαν. Ο Obama με τους 66 εκατομμύρια ψήφους, έναντι 61 εκατομμυρίων του αντιπάλου του, δεν κινδυνεύει.
Το γεγονός ότι το αμερικάνικό κράτος δεν έχει επίσημη θρησκεία δεν οφείλεται σε δήθεν αθεϊστικές αντιλήψεις των ιδρυτών του, ούτε σε επιρροές του «Διαφωτισμού», αλλά στην κληρονομιά των Πουριτανών να μην υπάρξει αυταρχική κρατική Εκκλησία. Μια κρατική Εκκλησία υποσκάπτει και αντιτίθεται στους ρεπουμπλικανικούς θεσμούς. Ακόμη και σήμερα στις Η.Π.Α, σε επίπεδο μύθων και hollywood μπορούν να ιδωθούν συνωμοσίες «του Βατικανού» εναντίον της ρεπουμπλικανικής πολιτείας και με αυτόν τον τρόπο μαθαίνουν έμμεσα οι κάτοικοι της τα περί αντιμεταρρύθμισης. Άποικος, μετανάστης και αποικιοκράτης, (κοσμικός ή μη) ιεραπόστολος και προσκυνητής-pilgrim καθώς και περιπλανόμενος νομάδας-κατακτητής του «Φαρ Ουεστ» είναι συστατικά στοιχεία μιας από τις πλέον συμπαγούς εθνικής ταυτότητας που έχει υπάρξει ποτέ (και την οποία οι «Ευρωπαίοι» χλευάζουν).
Ο «αμερικάνικός διαφωτισμός» ήταν λαϊκός, κοινοτικός, θρησκευτικός και σχετικά «από τα κάτω», σε αντίθεση με τον «από τα πάνω» διαφωτισμό των διανοούμενων Ευρωπαίων. Ο μεσσιανικός liberalism του Wilsonέχει βαθύτατες θρησκευτικές ρίζες επίσης, όπως και τα περισσότερα πράγματα άλλωστε στις Η.Π.Α. «Αντίθετα, γράφει ο Fernand Braudel σε ένα σημείο του έργου του, υπάρχει μια μορφή αθρησκίας και ορθολογισμού που γνωρίζει κάποια επιτυχία. Πρόκειται για το ίδιο φαινόμενο που είχε γνωρίσει η Ευρώπη μετά το Περί γενέσεως των ειδώντου Δαρβίνου (1859) ή μετά από τη Ζωή του Ιησού, του Ρενάν (1865). Αυτή η επικράτηση του ορθολογισμού διαπιστώνεται και από την αύξηση ενός όλο και πιο συγκεχυμένου θεϊσμού».

*

...ο πολυεθνικός και ιδιαίτερος χαρακτήρας της αμερικανικής κοινωνίας κατέστησε ευκολότερο για τις Η.Π.Α να παγκοσμιοποίησουν την ηγεμονίας τους χωρίς να -αφεθεί να- φανεί πως είναι αυστηρά εθνική.
Για παράδειγμα, μια προσπάθεια της Κίνας να επιδιώξει παγκόσμια πρωτοκαθεδρία θα αντιμετωπιζόταν αναπόφευκτα από άλλους ως μια προσπάθεια να επιβάλει εθνική ηγεμονία. Για να το θέσουμε απλά, ο οποιοσδήποτε μπορεί να είναι Αμερικανός, αλλά μόνον ο Κινέζος μπορεί να είναι Κινέζος -και αυτό βάζει ένα επιπλέον και σημαντικό εμπόδιο στον τρόπο οποιασδήποτε ουσιαστικά εθνικής παγκόσμιας -προσπάθειας- ηγεμονίας.

.~`~.
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική

Τεχνική, εξελικτισμός και οικουμενισμός.

$
0
0

Ο μαζικός πολιτισμόςστήνει τη γέφυρα προς έναν παγκόσμιο πολιτισμό, ο οποίος όμως δεν εγγυάται τη συναίνεση όλων με όλους πέρα από αγώνες κατανομής, όπως δεν την εγγυάται ούτε η κοσμοθεωρητικά ουδέτερη τεχνική. Ο οικονομιστικός τρόπος σκέψης, που σήμερα είναι του συρμού στη Δύση, παράγει από τη διάδοση της δυτικής τεχνικής και της οικονομικής οργάνωσης τη βεβαιότητα ότι θα επιβληθεί η δυτική πολιτική οργάνωση ή η ηθική στάση και δεν θέλει να παραδεχθεί την πραγματικότητα και κατά βάθος εύλογη δυνατότητα να ευδοκιμούν και τον 21ο αιώνα, όπως στις εποχές οικουμενικής χρήσης αρότρου και τσεκουριού, σε παρόμοια τεχνική βάση πολλές και διάφορες μορφές πολιτικής οργάνωσης και κοινωνικής ηθικής.
Επειδή στις δυτικές αξίες, που θέλει κανείς να εξαγάγει μαζί με την τεχνική, συγκαταλέγεται η ανεκτικότητα, έρχονται σε αντίθεση μεταξύ τους δύο συνιστώσες της δυτικής ιδεολογίας, ο εξελικτισμός και ο οικουμενισμός. Ο πρώτος απαιτεί ουσιαστικά τη κατάργηση ορισμένων μορφών ζωής οι οποίες προφανώς δεν μπορούν να θεωρηθούν «ορθολογικές» σε σχέση με την εν μέρει αναμενόμενη και εν μέρει επιτευχθείσα υψηλή βαθμίδα εξέλιξης της παγκόσμιας ιστορίας' ο δεύτερος πρέπει όμως, αν θέλει να πραγματοποιηθεί εδώ και τώρα, να δεχθεί την οικουμενική ορθολογικότητα όλων των μορφών ζωής ή την ιδέα ότι όλες αξίζουν ανοχή.
Ενώ ο πολιτιστικός σχετικισμός σχετικοποιείται με τη σειρά του σημαντικά από την πρακτική της κατανόησης και την πολυεδρική οικουμενική ορθολογικότητα, δεν μπορεί να βρεθεί καμμιά λογική ή πρακτική λύση για την αντίθεση μεταξύ εξελικτισμού και οικουμενισμού (υπό την επιρροή του αιτήματος για ανεκτικότητα). Αυτό όμως δεν είναι αναγκαίο, διότι η ιστορία προτιμά να κόβει τους γόρδιους δεσμούς παρά να τους λύνει.


.~`~.

Το «δημοκρατικό έλλειμμα» της Ε.Ε και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή: μια αμφισβητούμενη εξουσία.

$
0
0

.~`~.
Ι
Δημοκρατικό Έλλειμμα

Για να απαλλαγούν οι Ευρωπαίοι από το λεγόμενο «δημοκρατικό έλλειμμα», οφείλουν να οικοδομήσουν μια δημοκρατική πολιτεία που να λογοδοτεί στους πολίτες της. Έως τώρα η κίνηση υπέρ της μεγαλύτερης ευρωπαϊκής οικονομικής και πολιτικής ενοποίησης υπήρξε μια κίνηση των ελίτ, την οποία συγκροτούσαν δημόσια πρόσωπα κάθε κράτους, επιχειρηματικοί ηγέτες και δημόσιοι λειτουργοί της ΕΕ. Η κοινή γνώμη σε κάθε γωνιά της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, από την άλλη πλευρά, φάνηκε είτε εχθρική είτε τουλάχιστον απροετοίμαστη για τα συνεχώς πιο φιλόδοξα βήματα που γίνονταν προς την κατεύθυνση μιας ενοποιημένης ευρωπαϊκής πολιτικής και οικονομικής δομής. Άλλωστε η συνθήκη του Μάαστριχτ, παρότι υπεγράφη και από τα δεκαπέντε μέλη της ΕΕ, δεν άργησε να συναντήσει αντιστάσεις κατά τη διαδικασία επικύρωσης της στη Δανία, στη Γαλλία και στη Μεγάλη Βρετανία. Ακόμη και στη Γερμανία η ιδέα της εγκατάλειψης του μάρκου για χάρη του ευρώ αντιμετώπισε έντονη αντίσταση από τους πολίτες.
Παρά τη δημιουργία της ΕΕ και την πολυδιαφημισμένη νέα «ευρωπαική» νοοτροπία, η πολιτική συνείδηση στην Ευρώπη παραμένει, κατά τον χρόνο που γράφεται το παρόν, κυρίως εθνική - γερμανική, γαλλική και ούτω καθεξής. Η ωμή πολιτική πραγματικότητα των ξεχωριστών εθνικών ταυτοτήτων εξακολουθεί να έρχεται σε σύγκρουση με τις σύντομες προσπάθειες που καταβάλλει η ευρωπαϊκή πολιτική ελίτ για να εφαρμόσει την εξαιρετικά φιλόδοξη συνθήκη του Μάαστριχτ.
Οι λαοί της Δυτικής Ευρώπης δεν ασκούν την παραμικρή άμεση επιρροή στους σημαντικούς θεσμούς λήψης αποφάσεων της ΕΕ -το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή- και οι εν λόγω θεσμοί δεν έχουν καμία υποχρέωση να λογοδοτούν στους πολίτες της. Το άμεσα εκλεγμένο Κοινοβούλιο της Ένωσης, το οποίο εδρεύει στο Στρασβούργο, παρά την επιτυχία του να εξαναγκάσει τα μέλη της Επιτροπής σε παραίτηση το 1999, διαθέτει περιορισμένες μόνο εξουσίες. Λόγω του «δημοκρατικού ελλείμματος», οι λαοί της Δυτικής Ευρώπης ελάχιστα αισθάνονται να ταυτίζονται με την Ένωση και δεν τρέφουν καμία αφοσίωση προς τους θεσμούς της' οι Γερμανοί, οι Γάλλοι, οι Βρετανοί και οι άλλοι συνεχίζουν να ταυτίζονται με τα αντίστοιχα έθνη-κράτη, τα οποία και περιβάλλουν με την αφοσίωση τους. Χωρίς ένα αφιερωμένο σώμα ευρωπαίων πολιτών μπορεί να είναι εξαιρετικά δύσκολο για την ΕΕ να ανταπεξέλθει στα σοβαρά οικονομικά και πολιτικά προβλήματα που επιφυλάσσει το μέλλον. Ώσπου να επιλυθεί αυτό το πρόβλημα και να οικοδομηθεί μια πραγματική ευρωπαϊκή πολιτεία, η πολιτική ενότητα εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα παραμείνει άκρως ευάλωτη, διαπίστωση που ισχύει εξίσου για τους θεσμούς της Ένωσης.


.~`~.
ΙΙ
Ευρωπαϊκή Επιτροπή (Commission): μια αμφισβητούμενη εξουσία

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (Commission) -μετά τη συνθήκη της Ρώμης που θεσπίζει την Ευρωπαϊκή Κοινότητα στις 25 Μαρτίου 1957- εκπροσωπεί τον βασικότερο θεσμό της οργάνωσης. Απαρτίζεται, στην πραγματικότητα, από μέλη που έχουν οριστεί με κοινή συμφωνία από τις κυβερνήσεις, αλλά από τη στιγμή που διορίζονται ασκούν τα καθήκοντα τους, στο πλαίσιο του «γενικού συμφέροντος των Κοινοτήτων», «εν πλήρει ανεξαρτησίας». Αυτός ο υπερεθνικός οργανισμός, ασκώντας ρόλο ανάληψης πρωτοβουλιών και εφαρμογής των αποφάσεων που υιοθετούνται από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, διαθέτει σημαντική εξουσία σε μια σειρά από συνεχώς διευρυνόμενους τομείς. Ειδικότερα, είναι επιφορτισμένος με την ολοκλήρωση της οικονομικής και νομισματικής Ένωσης.
Αυτό το κέντρο εξουσίας γίνεται αντικείμενο κριτικής λόγω της γραφειοκρατικής του αδιαφάνειας. Οι εικοσιπέντε επίτροποι που το απαρτίζουν υποστηρίζονται από μια διοίκηση 15.000 λειτουργών, που διανέμονται ανάμεσα σε μια γραμματεία, 23 γενικές διευθύνσεις (DG) και διαφορετικές εκτελεστικές υπηρεσίες. Η πρόταση μιας (DG) υιοθετείται χωρίς να προηγηθούν συνομιλίες, στην περίπτωση που προκύπτει από συμφωνίες μεταξύ υπουργών κρατών. Συχνά, μια συγκεκριμένη πρόταση παραπέμπεται κατευθείαν στο Συμβούλιο προκειμένου να κυρωθεί επισήμως, χωρίς ψήφιση, εφ' όσον η ομάδα εργασίας που τη μελετά εκτιμά ότι δεν θα αποτελέσει αντικείμενο διαφωνίας. Αυτή η διαδικασία, που είναι λογική αλλά ταυτόχρονα αγνοεί τους πάντες, καθίσταται, εν μέρει, αντικείμενο αμφισβήτησης, λόγω έλλειψης πολιτικής επικοινωνίας.
Εκτελώντας έναν κοινοτικό προϋπολογισμό, που το 2001 ανερχόταν σε 96,24 δισεκατομμύρια ευρώ, η Επιτροπή πραγματοποιεί σημαντική εργασία για τη διαχείριση των κοινών υποθέσεων. Το 1998 αποκαλύφθηκαν καταχρήσεις πόρων του κοινοτικού ταμείου οι οποίες προορίζονταν για τις μεσογειακές χώρες (προγράμματα MED), έπειτα για τη Βοσνία και τη Ρουάντα (ECHO) με στόχο τη χρηματοδότηση παράτυπων υπηρεσιών. Πολλοί επίτροποι κατηγορήθηκαν για επίδειξη αθέμιτης εύνοιας.
Η ανάπτυξη νοθείας και διαφθοράς στους κόλπους της Επιτροπής προκάλεσε μια χωρίς προηγούμενο θεσμική και πολιτική κρίση, η οποία οδήγησε τον πρόεδρο Ζακ Σαντέρ να ανακοινώσει τη συλλογική παραίτηση της της Επιτροπής στις 16 Μαρτίου 1999. Ο διορισμός της νέας Επιτροπής, με πρόεδρο τον Ρομάνο Πρόντι, κυρώθηκε στις 16 Σεπτεμβρίου 1999. Στο πλαίσιο του θεσμικού τριγώνου, η κρίση λειτούργησε υπέρ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, που είναι επιφορτισμένο με τον πολιτικό έλεγχο των ευρωπαϊκών θεσμών.


.~`~.
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική

Η ανθρωπιστική στροφή προς την ρητορική στην συνύφανσή της με θεμελιώδεις αντιμεταφυσικές θέσεις - μέρος α´ και ορισμένες πολιτισμικές ενθυμήσεις.

$
0
0

.~`~.
Ι
Πολιτισμικές ενθυμήσεις
α´
υποκείμενο-αντικείμενο, Θεός-κόσμος, δυνατότητα-πραγματικότητα, ψυχή-σώμα, νόηση-αισθήσεις, Λόγος-ψυχόρμητα, Δέον-Είναι, κανονιστικό-αιτιώδες, βασιλεία του Θεού ή του Λόγου-Ιστορία.
Όλα τα σημαντικά φιλοσοφικά προβλήματα εμπεριέχονται σ’ αυτά τα εννοιολογικά ζεύγη, και αυτό σημαίνει ότι από μια πλήρη λύση του προβλήματος των σχέσεων ανάμεσα σε πνεύμα και αισθητά πρέπει να προκύψει μια κοσμολογία, μια ηθική, μια γνωσιοθεωρία και επίσης μια φιλοσοφία της Ιστορίας, αν η σκέψη πορεύεται με λογική συνέπεια και πρόθεση συστηματική...
...η συνάρτηση ηθικής και μεταφυσικής ή οντολογίας θα συζητηθεί... πρώτο, ως πιστοποίηση της συνύφανσης οντολογικού και αξιολογικού προβλήματος, δηλ. της διαμόρφωσης της οντολογίας με βάση ηθικές ανάγκες και αιτήματα, και, δεύτερο, ως κατάδειξη της συνακόλουθης δομικής παραλληλότητας οντολογικού και ηθικοφιλοσοφικού επιπέδου στο πλαίσιο της ίδιας φιλοσοφικής θεωρίας ...η ίδια δομική παραλληλότητα επεκτείνεται και στα επίπεδα της γνωσιοθεωρίας ή της φιλοσοφίας της Ιστορίας, αφού και αυτά αποτελούν ειδικές περιπτώσεις της γενικής συνύφανσης του οντολογικού με το αξιολογικό πρόβλημα...


β´
«θα κλείσω τα μάτια, θα βουλώσω τα αυτιά μου, θα αποστρέψω όλες μου τις αισθήσεις... κι έτσι, συνδιαλεγόμενος μόνο με τον εαυτό μου, θα εργαστώ». Βρίσκουμε στον Πλάτωνα την ίδια περιγραφή του πρωταρχικού διαβήματος της καρτεσιανής φιλοσοφίας. Αλλά ούτε ο Πλάτων ούτε κανείς άλλος αρχαίος φιλόσοφος δεν σκέφτηκαν ποτέ να αναγνωρίσουν το υποκείμενο ως κέντρο μια δραστηριότητας αυτόνομης, βλέπε συστατικής του αντικειμένου. Αντίθετα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι όλη η ελληνική θεωρία του Λόγου δεν υπήρξε παρά μια επίμονη άμυνα απέναντι στις απόπειρες του σολιψισμού και μια παθιασμένη υπεράσπιση της σκοπιμότητας της σκέψης.
Για την κλασική φιλοσοφία η προτεραιότητα δεν ανήκει στη σκέψη. Το είναι κατέχει τη πρωτοκαθεδρία, η σκέψη ακολουθεί. Όπως λέει ο Αριστοτέλης: «η αρχή του Λόγου δεν είναι ο Λογος, αλλά κάτι που είναι περισσότερο απο το Λόγο». Αλλά κανείς δεν είχε επιμείνει περισσότερο από τον Πλάτωνα στην ουσιαστική κατωτερότητα του ανθρώπου σε σχέση με το είναι που βρίσκεται έξω από αυτόν. Όλα τα στοιχεία και όλες οι αρχές που αποτελούν το είναι και τη σκέψη μας λέει ο Πλάτων στον Φίληβο, είναι παρόντα στον κόσμο σε πολύ μεγαλύτερο ποσοστό και σε κατάσταση τέλειας ομορφιάς και αγνότητας... Το βλέπουμε, ο Πλάτων δεν αποσκοπεί στην απόσπαση του υποκειμένου από τον κόσμο αλλά, αντίθετα, στο να το υποχρεώσει να εμβαθύνει και να τελειοποιήσει την πάντα ασταθή συμμετοχή του στον υπέροχο λόγο ο οποίος πλημμυρίζει το σύμπαν.
Σύμφωνα με την οξυδερκή παρατήρηση του Χέγκελ, «τα γήινα πράγμα δεν είχαν για τους Έλληνες την αφηρημένη μορφή αντικειμένων: δεν παρουσιάζονταν συνολικά ως γήινα πράγματα, περιορισμένα και τελειωμένα...». Εξ ου και η τόσο βαθιά ριζωμένη ιδέα μιας συμπαντικής Ψυχής που δίνει ζωή στο σώμα του κόσμου...
Την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση πήρε το σύγχρονο πνεύμα.
Είναι αλήθεια ότι ο Τζορτνάνο Μπρούνο είδε τη γη και τα άστρα να ζουν μια δική τους ζωή, προικισμένα με μια ψυχή που αισθάνεται και διανοείται «όσο και η δική μας, περισσότερο από τη δική μας ίσως». Αλλά αυτές οι θεματικές είναι ασυμβίβαστες με τις βαθύτερες βλέψεις του νέου ανθρώπου. Πίσω από κάθε σύγχρονο νατουραλισμό ακούμε πάντα του σαρκασμούς... «Αν η γη έχει ψυχή, τότε δεν πρέπει μου φαίνεται, να της αρέσει όταν σκέβουμε τρύπες και σπηλιές στην πλάτη της!...».
Αυτή ήταν η απάντηση -απάντηση ακτιβιστή και τεχνοκράτη- που δινόταν κάθε φορά που κάποιος ήθελε να αναγνωρίσει μια εσωτερική ζωή, μια πνευματική ζωή στη φύση. Έπρεπε να την περιορίσουν σε μια εξωτερικότητα στερημένη κάθε εσωτερικότητας, μια απλή παράθεση πραγμάτων, και απέναντι σε αυτή τη πραγμοποιημένη φύση έπρεπε να τοποθετηθεί ο άνθρωπος, βασιλεύς της δημιουργίας και μόνο πλέον και αποκλειστικός κάτοχος του πνεύματος.
Αυτός που έδωσε την πλέον ακραία διατύπωση ετούτης της καινούργιας και επαναστατικής πόλωσης ανάμεσα στο αντικείμενο και το υποκείμενο είναι ο εκπληκτικός Σαρλ ντε Μπουελ (Μπόβιλλους): «Ο κόσμος είναι γεμάτος πράγματα, αλλά κενός από λόγο [rationarum]».
Βρισκόμαστε στους αντίποδες του αρχαίου κόσμου:
για τον Μπόβιλλο, το είναι της φύσης είναι ένα είναι εξωτερικό ως προς τον εαυτό του, ανίκανο να εκφράσει τη θεία σκέψη της οποίας είναι η ασυνείδητη εξωτερίκευση' η λογική [ratio] είναι αποκλειστική ιδιοκτησία του ανθρώπου' χωρίς τον άνθρωπο ο κόσμος δεν θα μπορούσε καν να υπάρξει... έτσι μπόρεσε ο Άγιος Αυγουστίνος να αποδώσει στα φυτά την επιθυμία να ιδωθούν από τον άνθρωπο και το γεγονός ότι έχουν ιδωθεί να ισοδυναμεί με το γεγονός της απελευθέρωσης τους από την υλικότητα τους...
Ο κόσμος παρουσιάζει μια σειρά διαβαθμίσεων, με τις οποίες αυτό που υπάρχει ακαθόριστα ως καθαρό ον φτάνει τελικά στην αυτοσυνείδηση... είναι τέσσερις βαθμοί της κοσμικής διαδικασίας, για να χρησιμοποιήσουμε την εγελιανή ορολογία, η «ουσία» γίνεται «υποκείμενο»...


γ´
Οι Προσωκρατικοί συλλαμβάνουν, για πρώτη φορά στην ιστορία του κόσμου, το είναι εν τω γίγνεσθαι της Ολότητας (παντός είναι) ως Λόγο και Αλήθεια της θεϊκής και ακατάλυτης Φύσεως. Για τον Ηράκλειτο ο έρωτας της Σοφίας (το σοφόν) σημαίνει: να συλλαμβάνουμε με φιλικότητα -διαμέσου πολέμου και αρμονίας- το Εν-Όλον (εν πάντα είναι), την Φύσιν, την ενότητα όλων όσων φανερώνονται και όσων αποκρύπτονται, το είναι εν τω γίγνεσθαι της ολότητας του κόσμου, και να εκφράσουμε μέσω της ανθρώπινης γλώσσας το ρυθμό του Λόγου. Ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης, οι δύο κλασσικοί φιλόσοφοι της Ελλάδας, και όχι μόνο της Ελλάδας, με πρόδρομο τον Σωκράτη, στον αγώνα τους ενάντια στους σοφιστές «διαχωρίζουν» το είναι από τη σκέψη, θεμελιώνουν τη φιλοσοφία ως φιλοσοφία, δηλαδή μεταφυσική, και ανοίγουν έτσι το δρόμο για το δυϊσμό. Η ελληνική σκέψη σκέπτεται -ενατενίζει- τα φαινόμενα της Φύσεως και, μετά τον Πλάτωνα που αποσύνδεσε τις ιδέες από τα πράγματα, προσπαθεί να συλλάβει τη μεταφυσική, και μάλιστα θεολογική, σημασία τους. Κατά τον Αριστοτέλη, κάθε πρώτη φιλοσοφία αποκορυφώνεται πάντως ακόμη στο ερώτημα:
«Τι εστί είναι (της ολότητας του κόσμου);».
Οι σκεπτικιστές φιλόσοφοι στρέφουν το όπλο της σκέψης ενάντια στη σκέψη, οι Στωικοί και οι Επικούρειοι, αφού έχει διαρρηχθεί η πρωταρχική ενότητα αποζητούν να στηριχθούν στην αυτοσυνείδηση. Κατόπιν, η ελληνική σκέψη συναντά την χριστιανική πίστη -της οποίας προηγήθηκε η ιουδαϊκή αποκάλυψη- και ο Πλωτίνος αναζητεί επίσης να αποκαταστήσει την έννοια της (χαμένης) ενότητας. Η Ρώμη, κατακτώντας την Ελλάδα, αναπτύσσεται σ' ένα ουσιαστικά κοινωνικό και πρακτικό πεδίο και μετατρέπει παν είναι σε res. Αλλά η Ρώμη δεν αποφεύγει μ' αυτό τον τρόπο το χαμό της...
Ο αρχαίος κόσμος πεθαίνει και η ιουδαιο-χριστιανική παράδοση αναπτύσσεται, ανοίγοντας έναν άλλο ορίζοντα. Η ολότητα παντός είναι, ο κόσμος, θεωρείται τώρα ως δημιουργημένος εκ του μηδενός, ex nihilo, από το κατ' εξοχήν ον, το Θεό. Ο κόσμος δεν είναι πια γίγνεσθαι της φύσεως, αλλά Δημιουργία που θα γνωρίσει την Αποκάλυψη. Οι άνθρωποι, ζώντας υπό το στίγμα της αμαρτίας, αναμένουν την τελική Λύτρωση, η οποία κατέστη δυνατή χάρη στη θυσία του Θεού που έγινε Άνθρωπος και πέθανε για τους ανθρώπους. Το ανθρώπινο πρόσωπο φέρει τοιουτοτρόπως το θείο μήνυμα και γίνεται εστία του δράματος. Ο άνθρωπος, πλασμένος κατ' εικόνα του Θεού, δημιουργεί έργα, αγωνιζόμενος ακατάπαυστα ενάντια στη φύση και τη σάρκα για το θρίαμβο του Πνεύματος. Οι άνθρωποι κινούμενοι επί της γης, δημιουργώντας και τεκνοποιώντας, οφείλουν να προσβλέπουν μόνο στον ουρανό, ξέροντας πως ο αληθινός κόσμος είναι ένα επέκεινα. Οι Εβραίοι προφήτες, η Παλαιά και η Καινή Διαθήκη, ο άγιος Αυγουστίνος και σύνολος ο μυστικισμός και ο σχολαστικισμός συντηρούν αυτή την παράδοση η ισχύς της οποίας προεκτείνεται ως τη Μεταρρύθμιση...
Το τρίτο στάδιο, συνεχίζοντας εκεί όπου σταματούν τα δύο προηγούμενα, προεκτείνει βέβαια το προγενέστερο, αλλά εμφανίζεται -ως σκέψη- με νέο πρόσωπο. Η ευρωπαϊκή και σύγχρονη σκέψη αποσυνθέτει την -ήδη αμφισβητημένη από τον χριστιανισμό- ενότητα της ολότητας της φύσεως και αμφισβητεί τη τάξη της δημιουργίας. Θέτει το εγώ του ανθρώπινου υποκειμένου ως res cogitans και το αντιτάσσει στον (αντικειμενικό) κόσμο της res extensa. Η αναπαράσταση και η ratio, η συνείδηση και η επιστήμη θεμελιώνουν τη δυνατότητα σύλληψης του άπειρου κόσμου και επιστρατεύονται στην πορεία κατά την οποία θα ξεδιπλωθεί η βούληση υπερίσχυσης της συνείδησης, της επιστήμης και της τεχνικής. Ο άνθρωπος και οι άνθρωποι ρίχνονται στη κατάκτηση παντός είναι, προσδοκώντας αντικειμενικές πραγματώσεις. Η αυτοσυνείδηση του ανθρώπου και η βούληση του δεν συναντούν πλέον όρια, η ιστορία γίνεται το αληθινό πεδίο του αγώνα ενάντια στη φύση, η Τεχνική θέλει να μεταμορφώσει τα πάντα... Αυτή η πορεία μάλιστα δεν φαίνεται να σταματά μπροστά στην κρίση, κρίση που αποκαλύπτει τον κίνδυνο του μηδενός, του μηδενισμού. Διότι το πρώτο και έσχατο θεμέλιο όλου αυτού του εγχειρήματος δεν εκδηλώνεται καθόλου και η απάντηση στο ερώτημα που ζητεί το δια-τι πάντων όσα είναι και γίνονται, παραμένει απούσα.
Οι θεμελιωτές της Αναγέννησης και ο Ντεκάρτ, οι Γάλλοι εγκυκλοπαιδιστές, οι φιλόσοφοι του διαφωτισμού και οι στοχαστές του «γερμανικού ιδεαλισμού» (από τον Λάιμπνιτς ως τον Καντ και τον Χέγκελ) είναι οι ήρωες της κατακτητικής πορείας του ego cogito, του υπερβατολογικού Εγώ, του απόλυτου Υποκειμένου-απόλυτου Πνεύματος.
Εν τούτοις, στη διάρκεια της ίδιας πορείας, ακούγονται, αλλά δεν κατανοούνται διόλου, και άλλες φωνές - οι φωνές της τραγωδίας.


δ´
«Ας έλθει το βασίλειο σου και ας καταστραφεί ο κόσμος!».
Αυτή η προσευχή των πρώτων χριστιανών ανύψωνε τα περσικά και εβραϊκά οράματα της αποκαλύψεως που προηγήθηκαν του χριστιανισμού σε μια ακραία τραγική βία' προϋπέθετε πως είχε ήδη ολοκληρωθεί η αναμονή που επρόκειτο να μετασχηματίσει ριζικά τον ορίζοντα του κόσμου.
Ο χριστιανισμός κληρονόμησε από την Παλαιά Διαθήκη την ιδέα ενός μοναδικού Θεού, δημιουργού του σύμπαντος, και η ιδέα της δημιουργίας ex nihilo, εκ του μηδενός, που είναι η ίδια βιβλικής προέλευσης, έγινε τεχνικός όρος που χρησιμοποιήθηκε από όλους του χριστιανούς συγγραφείς για να περιγραφεί το έσχατο θεμέλιο του σύμπαντος. Έτσι ότι άρχισε έπρεπε και να τελειώσει όταν το δράμα ολοκληρωθεί... Ο κόσμος γίνεται ένα απλό επεισόδιο σε μια ιστορία που δεν πηγάζει απ' αυτόν... Παράλληλα με αυτή την εσχατολογική υποτίμηση του κόσμου, μια άλλη αντίληψη εμφανίζεται... Το πνεύμα και ο κόσμος που μέχρι τότε συμβάδιζαν χωρίζονται. Το υποκείμενο διαχωρίζεται από τον κόσμο, στον οποίο δεν βλέπει ένα είναι, αλλά μονάχα μια πρόσκαιρη κατάσταση, ένα «σχήμα»...
«Και ο κόσμος παράγεται και η επιθυμία αυτού»: η μόνη ουσία είναι η επιθυμία... Ο κόσμος είναι ένα φαινόμενον που δεν παίρνει σώμα και υπόσταση παρά μόνο με την κατάσταση δουλείας που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο της «ψυχής» ο οποίος έχει περιοριστεί στη ζωή των επιθυμιών. Ο όρος κόσμος παίρνει μια καθαρά ανθρωπολογική έννοια...
Βρισκόμαστε στους αντίποδες της της αρχαίας λατρείας του κόσμου. Τη μέρα που ο Παύλος αντιπαρέθεσε την απελευθέρωση μέσω του Ιησού με την αλλοτινή δουλεία στα στοιχεία, «τα στοιχεία του κόσμου», η ανατροπή όλων των αρχαίων αξιών είχε επιτέλους βρει τη διατύπωση της. Αυτά τα «στοιχεία», που, από τους Ίωνες μέχρι τον Πλώτίνο, ο ελληνισμός θεωρούσε αδιάφθορα, εγγυητές της αιωνιότητας του κόσμου, θεωρούνται τώρα δαιμονικές δυνάμεις οι οποίες υποδουλώνουν τον άνθρωπο και τον αποξενώνουν από την αληθινή του πατρίδα... Έτσι, τα «στοιχεία», από θεμέλια του τέλειου και αιώνιου κόσμου που ήταν για τους Έλληνες, μεταμορφώθηκαν σε κακοποιούς και τυράννους ενός αβυσσαλέου κόσμου, για να δουν τελικά τη δύναμη τους να εκπνέει στο κατώφλι του απελευθερωτικού φωτός.
Έτσι ο κόσμος απογυμνώθηκε από το ιερό και ο άνθρωπος πείστηκε ότι μόνο η ψυχή του είναι θεία και πνευματική. Και αυτός ακριβώς ο γνωστικός και χριστιανικός ανθρωποκεντρισμός χώρισε με τον πιο αποφασιστικό τρόπο τους τελευταίους αντιπροσώπους του ελληνισμού από τη νέα σκέψη.
Ορίστε, έλεγε ο Πλωτίνος, στο μεγάλο δοκίμιο του για τους γνωστικούς, «ορίστε άνθρωποι που δεν διστάζουν να αποκαλούν αδελφούς τους πλέον φαύλους ανθρώπους' αλλά δεν καταδέχονται να δώσουν το ίδιο όνομα στον ήλιο, στα άστρα του ουρανού, ούτε καν στη ψυχή του κόσμου, τόσο πολύ πλανάται η γλώσσα τους». «Σύμφωνα μ' αυτούς οι άνθρωποι, ακόμη και οι πιο κακοί, έχουν μια ψυχή θεία και αθάνατη και ολόκληρος ο ουρανός με τ' άστρα του δεν διαθέτει αθάνατη ψυχή! Ο ουρανός είναι όμως παρ' όλα αυτά φτιαγμένος από πράγματα πολύ πιο όμορφα και αγνά από εμάς». Σε αυτή την εξύψωση του ανθρώπου, ο Πλωτίνος αντιπαραθέτει με επιμονή την παλιά ελληνική μετριοφροσύνη: «Αν ο άνθρωπος είναι πολυτιμότερος από τα άλλα ζώα, τα ουράνια σώματα αξίζουν ακόμη περισσότερο, αφού βρίσκονται στο σύμπαν, όχι για είναι τύραννοι του, αλλά για να του προσφέρουν τάξη και ομορφιά»: το αληθινό μεγαλείο του ανθρώπου συνίσταται στο ότι «στρέφεται προς το παν» και καθόλου στο ότι στρέφει τα πάντα προς τον εαυτό του.
Ήδη ο ύστερος ιουδαϊσμός είχε τοποθετήσει τον άνθρωπο στο κέντρο του σύμπαντος: ο κόσμος φτιάχτηκε για τον άνθρωπο και όχι ο άνθρωπος για τον κόσμο... Το ελληνικό σύμπαν έμοιαζε να καταρρέει αιφνιδιαστικά. Είναι αλήθεια ότι οι Έλληνες Πατέρες, θρεμμένοι από τον πλατωνισμό, έβλεπαν στο μεγαλείο της δημιουργίας μια θεοφάνεια, μια μερική και περιορισμένη έκφραση της θείας τελειότητας, αλλά δεν μπορεί πλέον να γίνει λόγος για μια φιλοσοφία ή μια επιστήμη της φύσης που θα εξέφραζε τον Λόγο του κόσμου... Μπορούμε έτσι να καταλάβουμε γιατί η αντίληψη μιας φύσης που διαθέτει μια δομή αφ' εαυτής και μια λογική για τον εαυτό της δεν μπόρεσε να επανεμφανιστεί παρά χάρη στην ανακάλυψη της αριστοτέλειας φυσικής τον 13ο αιώνα. Αλλά ότι έχασε η φύση σε αυτονομία το κέρδισε σε βάθος η ιστορία.


ε´
Όταν στην Αναγέννηση και στον Διαφωτισμό δίπλα στους Μέσους Χρόνους προστέθηκε μια εξιδανικευμένη αρχαιότητα, με σκοπό και πάλι πολεμικό, (δηλ. για να δειχτεί πως οι Μέσοι Χρόνοι ήσαν πραγματικά παρακμή κι όχι τυχόν μόνιμη ανθρώπινη μοίρα), τότε προέκυψε ένα τριαδικό φιλοσοφικό-ιστορικό σχήμα, που σε διαφορότροπες μορφές (Lessing, Herder, Condrorcet και προπαντός Hegel και Marx) οικειοποιήθηκε τη θεολογική αντίληψη για την ιστορική εξέλιξη (Ορόσιος, Αυγουστίνος, Ιωακείμ Φλώριος, Όθων φον Φράιζιγκ) και παρουσίασε έννοιες αρχικά ιουδαικές-χριστιανικές σε συστηματική θύραθεν [εκκοσμικευμένη] μορφή. Οι λεπτομέρειες της διαδικασίας αυτής έχουν ήδη επισημανθεί από την επιστημονική έρευνα και δεν χρειάζεται να μας απασχολήσουν εδώ περισσότερο [k. Loewith, Weltgeschichte und Heilsgeschehen - r. Bultmann, Geschichte und Eschatologie - e. Topitsch Sozialphilisophie Zwischen Ideologie und Wissenschaft]. παρατηρώ μόνο πως με την αποδοχή ενός από καταγωγή και ουσία ιουδαιο-χριστιανικού φιλοσοφικοιστορικού εσχατολογικού σχήματος ακριβώς στην προσπάθεια τους να νομιμοποιηθούν απέναντι στον παραδοσιακό χριστιανισμό και στον «Μεσαίωνα», οι αυτάρεσκα αυτοκαλούμενοι Νέοι Χρόνοι έδωσαν μια πρώτη σημαντική επιβεβαίωση της θέσης μας, ότι μπορεί να υπάρχει κοινότητα εννοιολογικής δομής παρ’ όλη τη ριζική διαφορά περιεχομένου. Το φιλοσοφικοιστορικό σχήμα μένει δομικά το ίδιο, μόνο που τώρα δεν χρησιμεύει για να δείξει την ευτυχή λύση των οδυνηρών ιστορικών αντιθέσεων με τη Δευτέρα Παρουσία του Θεού παρά με τη βασιλεία του Ανθρωπίνου Λόγου...
Οι Νέοι Χρόνοι, δηλ. οι εκπρόσωποι των κυρίαρχων πνευματικών τους τάσεων, βρέθηκαν στην ανάγκη να επιστρατεύσουν -ασυνείδητα, αλλά τελεσφόρα- εννοιολογικές δομές θρησκευτικής προέλευσης ακριβώς στο διπλό αγώνα τους να παραμερίσουν τη θεολογική θεώρηση ως προς το περιεχόμενο της χωρίς όμως από την άλλη μεριά να πέσουν στον μηδενισμό, δηλ. στην άρνηση κάθε ηθικής δεοντολογίας... Όποιος είναι εξοικειωμένος με κείμενα της εποχής εκείνης ξέρει, πως οι κλασσικοί εκπρόσωποι του νεώτερου ορθολογισμού κάνουν αγώνα διμέτωπο: εναντίον του θεολογικού αντιπάλου και -με όχι λιγότερη σφοδρότητα- εναντίον όσων δείχνονται διατεθειμένοι ν’ αντλήσουν από τον παραμερισμό του Θεού (της θεολογίας) και τη συνεπούμενη πρωτοκαθεδρία του Ανθρώπου (της ανθρωπολογίας) συμπεράσματα σκεπτικιστικά ή μηδενιστικά. Ο Machiavelli, ο Hobbes κι ο La Mettrie πολεμήθηκαν κατά πρώτο λόγο από υπέρμαχους του νέου ορθολογισμού, που έβλεπαν τη νέα κοσμοθεωρία τους εκτεθειμένη ανεπανόρθωτα, ενώ οι θεολόγοι κι οι κάθε λογής πνευματικοί συνοδοιπόροι τους θεωρούσαν χαιρέκακα τέτοιες ακραίες περιπτώσεις ως χειροπιαστή επαλήθευση των προβλέψεων τους και ως αποκάλυψη της ηθικής πεμπτουσίας των νέων ρευμάτων (με τα ίδια κριτήρια πρέπει να κατανοήσουμε τη δηλητηριώδη πολεμική των Marx-Engels εναντίον του Max Stirner)...
Η θεοκτονία συντελέστηκε σε διάστημα αιώνων και μια έστω στοιχειώδης περιγραφή των φάσεων της θα μας οδηγούσε πολύ μακριά. Ήδη η μεγάλη διαμάχη στους κόλπους της σχολαστικής θεολογίας του 12ου και 13ου αι., για το αν η Βούληση ή ο Λόγος είναι το κύριο στοιχείο της θείας υπόστασης, τελειώνει με τη δέσμευση του Θεού από τα παραγγέλματα του Λόγου όπως αυτή εκφράστηκε στο σύστημα του Θωμά του Ακυινάτη. Ο Θεός δεν επιτρέπεται να θέλει κάτι αντίθετο από τον Λόγο, κι αυτό σημαίνει όχι μόνο εγκώμιο της νοημοσύνης του Θεού παρά και πρακτική περικοπή της παντοδυναμίας του. Μολονότι η θέση αυτή αργότερα αμφισβητείται και πάλι (και μάλιστα ακριβώς στην «προοδευτική» πολεμική εναντίον των σχολαστικών - επιφανέστερα παραδείγματα γι’ αυτό είναι ο Descartes και ο Newton), ωστόσο βαθμιαία επιβάλλεται, τόσο γιατί ενισχύεται θεωρητικά από την ιδιοσυστασία του μηχανιστικού φυσικοεπιστημονικού μοντέλου, που χρειάζεται μονάχα ένα «πρώτον κινούν», όχι όμως παρεμβάσεις στη λειτουργία του, όσο και γιατί ανταποκρίνεται στις αντιλήψεις του αστικού φιλελευθερισμού σχετικά με τον ρόλο του μονάρχη. Όπως ο Θεός οφείλει να δημιουργεί τον κόσμο και να τον αφήνει στη νομοτελειακή του πορεία χωρίς να αναμιγνύεται περαιτέρω, έτσι κι ο μονάρχης οφείλει να είναι συνταγματικός, δηλ. να εγγυάται τη νομοθετημένη κρατική τάξη δίχως να τη διαταράσσει με αυθαίρετες παρεμβάσεις:
αυτή είναι η θεμελιακή αρχή της φιλελεύθερης «πολιτικής θεολογίας», που αποτελεί ένα από τα κλασσικά παραδείγματα της δομικής παραλληλότητας πολιτικών και μεταφυσικών ιδεών.
Ο αστικός φιλελευθερισμός περιορίζεται λοιπόν να θέσει τον Θεό, όπως και τον μονάρχη, σε τιμητική αποστρατεία. Οι συστηματικοί θεοκτόνοι προέρχονται όχι από τις τάξεις του, παρά από τις τάξεις του επαναστατικού σοσιαλιστικού κινήματος, το οποίο, κοντά στα άλλα, ολοκληρώνει με τρόπο προγραμματικό την εξέγερση εναντίον της παλιάς μεταφυσικής...
Πράγματι, ο δρόμος προς τη μεγαλύτερη και τελευταία επανάσταση ανοίγει μονάχα όταν είναι σίγουρο πως ο άνθρωπος μπορεί να πάρει στα δικά του χέρια τα ιστορικά του πεπρωμένα. Κι η σιγουριά, πάλι, προκύπτει από την εξόντωση του ισχυρότερου και παλαιότερου από όλους τους κυρίαρχους, του Θεού. Όπως στο μεταφυσικό επίπεδο ο ανταγωνισμός Εντεύθεν και Εκείθεν τερματίζεται με την κατάργηση του Εκείθεν, έτσι και στο κοινωνικοιστορικό πεδίο ο ανταγωνισμός κυρίαρχων και κυριαρχούμενων τερματίζεται με την εξόντωση των πρώτων.
Η δυαρχική δομή καταργείται τόσο στην κοσμολογία όσο και στην ιστορία και στη θέση της μπαίνει μια δομή μονιστική (ο μονισμός αυτός είναι κληροδότημα του εγελειανισμού). Κι ακόμα, η μονιστική δομή επικρατεί και στο ανθρωπολογικό επίπεδο, αφού ο ολόπλευρα απελευθερωμένος άνθρωπος δεν ταλανίζεται πια από τον παλιό διχασμό ανάμεσα σε πνεύμα και σάρκα, ιδιώτη και πολίτη, παραγωγό και καταναλωτή κτλ. Βλέπουμε εδώ με πόση συνέπεια μια και μόνη αντίληψη αγκαλιάζει όλα τα επίπεδα του Είναι, πλάθωντας τα σύμφωνα με το ίδιο καλούπι. Όμως η συνέπεια δεν είναι πρωτογενής παρά παραγωγή, γιατί οι ίδιες δομικές αντιστοιχίες χαρακτηρίζουν -με άλλο περιεχόμενο και άλλα πρόσημα, όπως είπαμε- την παλιά δυαρχική μεταφυσική.
Ο αθείστικός ανθρωπισμός διαμορφώνεται πολεμώντας την και αντιστρέφοντάς την, δηλ. σε συνεχή αρνητική επαφή μαζί της. Αρνητική επαφή σημαίνει ωστόσο αρνητικό καθορισμό. Κι αυτός συνίσταται όχι μόνο στη ριζοσπαστική αντιστροφή της αντίπαλης κοσμοθεωρίας, παρά και στην ανάγκη να παρθούν νέες μεταφυσικές (αντι)αποφάσεις... Ο θεός εκθρονίζεται και ενθρονίζεται ο Άνθρωπος, η Ιστορία γίνεται Σύμπαν κι ο Άνθρωπος Δημιουργός. Αυτή είναι η δραστικότερη απάντηση των Νέων Χρόνων στο ερώτημα που όπως είπαμε, τους παίδεψε από την αρχή του 19ου αι.: πως είναι δυνατό να παραμεριστεί ο Θεός χωρίς να προκύψει απ’ αυτό ο μηδενισμός. Η λύση του αθεϊστικού ανθρωπισμού παρέχει θεωρητικά και τα δύο. Είδαμε όμως ότι είναι σε θέση να το κάνει μόνο αφού αντιστρέψει την παλιά μεταφυσική σε όλα της τα επίπεδα και, αρνητικά καθοριζόμενη από την τελευταία, υποτυπώσει και προϋποθέσει μια καινούργια, μονιστική μεταφυσική, εφ’ όσον τούτη εδώ μπορεί να παραμερίσει το Εκείθεν με τη παλιά έννοια, δηλ. Τον Θεό, χειραφετώντας και απολυτοποιώντας αντίστοιχα το Εντεύθεν, δηλ. τον Άνθρωπο.
Σ’ αυτό το Εντεύθεν συγκεντρώνει τώρα αποκλειστικά την προσοχή του ο αθεϊστικός ανθρωπισμός. Η ανθρωπολογία αποτελεί έτσι το κατ’ εξοχήν θεωρητικό πεδίο του, δηλ. το πεδίο όπου μπορεί να ανιχνευθεί καλύτερα από οπουδήποτε αλλού, αν και σε ποιό βαθμό αθεϊστικός ανθρωπισμός, προκύπτοντας ο ίδιος από μεταφυσικές αποφάσεις και στεγασμένος κάτω από μια μονιστική-αθεϊστική μεταφυσική, έχει παραλάβει και διατηρήσει, σε λανθάνουσα ή πρόδηλη μορφή, τις εννοιολογικές δομές του αντιπάλου του. Αναφέραμε ήδη ότι δομικά γνωρίσματα της παλιάς θρησκευτικής μεταφυσικής μπορούν να συνοψιστούν ως εξής: το Είναι χωρίζεται σ’ αόρατο Εκείθεν και ορατό Εντεύθεν, το δεύτερο υποτάσσεται στο πρώτο και οι πράξεις των εκάστοτε εκπροσώπων της κοσμοθεωρίας δικαιώνονται αναφερόμενες στο πρώτο. Έτσι εξασφαλίζεται η κύρωση του νοήματος της ζωής, της αξιολογικής κλίμακας και συνάμα των κυριαρχικών αξιώσεων, οι οποίες, όπως επίσης παρατηρήσαμε παραπάνω, συνυφαίνονται αναγκαστικά τόσο με την υπεράσπιση του νοήματος της ζωής όσο και της ηθικής που πάει να δώσει στο νόημα αυτό συγκεκριμένο περιεχόμενο, καθαγιάζοντας παράλληλα ορισμένες κοινωνικές σχέσεις.

Παναγιώτης Κονδύλης

στ´
Ο Έλληνας αντιλαμβανόταν τον εαυτό του όχι σαν τον κύριο, αλλά σαν το θεωρό της οικουμένης απ' όπου εμπνεόταν την ομιλία, την ποίηση και την πράξη του και σαν τέτοιος πέθανε. Ο λαός που έφερε αυτήν την παράδοση και που αυτή η παράδοση τον έφερε, κατακτήθηκε. Μολοντούτο, η ελληνική παράδοση ζωογονεί τη Ρώμη και την Αυτοκρατορία της. Η Ρώμη δεν διαθέτει ειδικό θεμέλιο, δεν πειραματίζεται με την υπέρβαση.
Η πληρότητα και οι επιτεύξεις της είναι πραγματιστικές και το κενό της είναι εξίσου πραγματικό. Οι ρωμαϊκοί οφθαλμοί και οι ρωμαϊκές πρακτικές θεωρούν το είναι υπό την οπτική γωνία του res και τον άνθρωπο υπό την οπτική γωνία ενός πολίτη μιας res publica -ενός ισχυρού ρεπουμπλικανικού και καισαρικού Κράτους, κατακτητικού και οργανωτικού, ρασιοναλιστικού και αποικιοκρατικού. Στο εσωτερικό αυτού του κράτους των πραγμάτων και αυτού του Κράτους, μόνον η στωική φιλοσοφία παρείχε στις δυστυχισμένες συνειδήσεις ένα ταπεινό σύστημα στηρίξεως.
Οι ρωμαϊκοί ratio και mundus κατήγαγαν μια δεύτερη νίκη επί του ελληνικού κόσμου και λόγου όταν εκλατίνισαν τις κυρίαρχες λέξεις του είναι και της σκέψης αποκόβοντας μας έτσι από τη ρίζα μας, για να τις διαδώσουν στον κόσμο. Η ρωμαϊκή συνισταμένη της ελληνο-ρωμαϊκής παράδοσης υπερίσχυσε μέσα σε μια παράδοση της οποίας οι μεταγλωττίσεις είναι προδοσίες της ελληνικής γλώσσας και κραταιές κατακτητικές και δονητικές καινοτομίες.
Γιατί οι γιοί της λύκαινας οδηγήθηκαν στο χαμό τους από τις ίδιες τους τις νίκες.


Για τους Έλληνες το κάλλος και ο ορθολογισμός του σύμπαντος ήταν οι πιο υψηλές εκδηλώσεις του σωτήριου Αγαθού.


.~`~.
ΙΙ
Η ανθρωπιστική στροφή προς την ρητορική στην συνύφανσή της με αντιμεταφυσικές θέσεις

Η νεότερη κριτική στην μεταφυσική διαμορφώθηκε μέσα από την αμφισβήτηση -και μάλιστα την σκόπιμη πολεμική αντιστροφή- ορισμένων βασικών πεποιθήσεων, στις οποίες στηριζόταν expressis verbis τόσο το πλατωνικό κι αριστοτελικό όσο και το χριστιανικό μεταφυσικό οικοδόμημα. Σημαντικότερη ανάμεσα τους ήταν η θέση, ότι η δυνατότητα κι η βεβαιότητα της γνώσης οφείλεται στην πάγια και αναλλοίωτη υφή καθώς και στην εσώτερη έλλογη δόμηση του γνωστικού αντικειμένου. Η επίμονη και πειθαρχημένη προσπάθεια του υποκειμένου αποτελεί φυσικά αυτονόητη προϋπόθεση της γνώσης (ιδιαίτερα της ανώτερης), ωστόσο η γνώση είναι καταδικασμένη να παραμείνει ατελής, αν το αντικείμενο της χαρακτηρίζεται από μεταβλητότητα κι αστάθεια, οι οποίες δεν της επιτρέπουν να κατασταλάξει σε τελεσίδικες κι έσχατες αρχές, να γίνει δηλ. γνώση μεταφυσική.
Ακριβώς από τούτη τη πρωταρχική σπουδαιότητα της βεβαιότητας του γνωστικού αντικειμένου (certitudo objecti cognitionis) προέκυπτε η κεντρική αντίληψη της παραδοσιακής μεταφυσικής, ότι μονάχα η αιώνια κι αμετάβλητη σφαίρα του υπερβατικού πνεύματος επιδέχεται καθαρά νοητική σύλληψη κι όχι ο κυμαινόμενος κι αστάθμητος εμπειρικός κόσμος. Από τη θεμελιώδη τούτη τοποθέτηση, δηλ. από την θεώρηση της γνώσης με κριτήριο την υφή του όντος κι όχι αντίστροφα, πηγάζουν δυο εξίσου σημαντικές και χαρακτηριστικές θέσεις της παραδοσιακής μεταφυσικής.
Πρώτο, ότι το ύψιστο γνωστικό αντικείμενο, όντας αμετακίνητο και αναλλοίωτο, δεν υπόκειται σε κανένα επηρεασμό από μέρους του γνωρίζοντος υποκειμένου, δηλ. ούτε μορφοποιείται ούτε και κατασκευάζεται ex nihilo απ' αυτό' η γνώση, ακόμη και η τέλεια, είναι κατά βάση απεικονιστική και παθητική. Επομένως -κι αυτή είναι η δεύτερη θέση- η θεωρητική ζωή, όταν στρέφεται αδιάλειπτα γύρω από την αναζήτηση του όντως όντος, κατακτώντας σταδιακά την γνώση του, είναι eo ipso ανώτερη από την την πρακτική, η οποία, όσο τελειοποιήσιμη κι αν είναι, δεν μπορεί παρά να παραμείνει εγκλωβισμένη στον κόσμο της γένεσης και της φθοράς: είναι γνωστό, ποιες (διαφορετικές) μορφές πήρε τούτου το πρωτείο της viva speculativa ή contemplativa [του θεωρητικού βίου] απέναντι στην viva activa [τον πρακτικό βίο] τόσο στην πλατωνική-αριστοτελική όσο και στην χριστιανική κοσμοθεώρηση.
Όπως ήταν φυσικό, οι τρεις αυτές θέσεις συγκέντρωσαν από νωρίς τα κύρια πυρά των κριτικών της μεταφυσικής. Πρώτα-πρώτα, στο αξίωμα, ότι η βεβαιότητα της γνώσης εξαρτάται από την εδραιότητα του αντικειμένου της, αντιτάχθηκε, ότι ο καθοριστικός παράγοντας για την αξιοπιστία της ανθρώπινης γνώσης είναι η ορθότητα της γνωστικής μεθόδου' έτσι η certitudo modi cognitionis [βεβαιότητα ως προς τον τρόπο της γνώσης] υπερφαλάγγισε σε σημασία την certitudo obiecti cognitionis, και τούτο, όπως είναι φανερό, προκάλεσε την άμεση οντολογική υποτίμηση της αναλλοίωτης σφαίρας του υπερβατικού μετατοπίζοντας το κέντρο βάρους της προσοχής προς τον μεταβλητό κόσμο της εμπειρίας και παράλληλα προς το γνωστικό υποκείμενο. Πράγματι, η αντίληψη, ότι ο εμπειρικός κόσμος μπορεί να γίνει αντικείμενο έλλογης γνώσης (αρκεί να εφαρμοστεί η ορθή γνωστική μέθοδος), αποτελεί την απαρχή της κατάρρευσης της παραδοσιακής μεταφυσικής. Εφόσον η γνώση του εμπειρικού κόσμου γίνεται με βάση μια μέθοδο κι εφόσον η μέθοδος δεν είναι παρά γνωστικός τρόπος ενός υποκειμένου, η κατάλυση της μεταφυσικής εμφανίζεται ως αντικατάσταση του πρωτείου της οντολογίας από το πρωτείο της γνωσιοθεωρίας.
όμως η δραστηριότητα του ανθρώπινου υποκειμένου ανατιμάται τώρα και μ' ένα δεύτερο τρόπο, τονίζεται δηλ. πως ο άνθρωπος σε τελευταία ανάλυση μπορεί να γνωρίσει ολότελα μονάχα ό,τι κατασκευάζει ο ίδιος' η ανεπηρέαστη απ' αυτόν υπερβατική σφαίρα δεν είναι δυνατό να γνωσθεί, ακόμα κι αν δεχτούμε την ύπαρξη της. Η καινούργια αρχή, ότι η αληθινή γνώση βρίσκεται μέσα στα προιόντα της ανθρώπινης τέχνης και μάλιστα ταυτίζεται μ' αυτά (verbum factum convertuntur) [το αληθινό και το πεποιημένο είναι μεταξύ τους ισοδύναμα] μη έχοντας -αναγκαστικά- υπερβατική διάσταση, προοιμιάζει μια καθολική ανατροπή της παλιάς σχέσης ανάμεσα σε θεωρητική και πρακτική ζωή' το πρωτείο της viva activa εκτοπίζει την παραδοσιακή υπεροχή της viva speculativa, ενώ συνάμα η έννοια της viva activa διευρύνεται, έτσι ώστε να σημαίνει τον κοινωνικόχαρακτήρα της ανθρώπινης ύπαρξης...
Όπως υπαινιχθήκαμε συγκρίνοντας τη νομιναλιστική με την ανθρωπιστική αντιμετώπιση της γλώσσας, για τους ανθρωπιστές ρητορική δεν σημαίνει ούτε απλή ορολογία ούτε σοφιστική επιχειρηματολογική τέχνη, παρά επιστήμη της πολύμορφης κοινωνικής επικοινωνίας των ανθρώπων διαμέσου της γλώσσας. Ξαναγυρίζοντας στις σχετικές θέσεις του Κικέρωνα, οι ανθρωπιστές ανατρέπουν την πλατωνική κι αριστοτελική προτεραιότητα της φιλοσοφίας απέναντι στη ρητορική, δηλ. την προτεραιότητα του φιλοσοφικού ιδεώδους της μιας και μόνης αλήθειας, η οποία κατακτάται λογικά, απέναντι στο ρητορικό ιδεώδες της πειθούς, η οποία μπορεί να επιτευχθεί με τρόπο πιθανοφανή μονάχα ή και σοφιστικό. Στη παραδοσιακή αντίληψη για τις σχέσεις φιλοσοφίας και ρητορικής, όπως επικρατεί αυτονόητα στον Μεσαίωνα, λανθάνει, έτσι, η βασική μεταφυσική αντίθεση ανάμεσα στον εδραίο κόσμο του όντως όντος και στην αστάθεια κι απατηλότητα του φαινομενικού κόσμου, η οποία δίνει αδιάκοπα τροφή σε σοφιστικές αντιστροφές ή επικαλύψεις της αληθινής τάξης των πραγμάτων... Το ότι η νέα προτεραιότητα της ρητορικής απέναντι στη φιλοσοφία ευνόησε γενικά μια στάση αντιμεταφυσική, και μάλιστα με θύραθεν έννοια, καταφαίνεται αρνητικά, αλλά εναργέστατα στην έντονη πολεμική εκπροσώπων του όψιμου, μεταφυσικά προσανατολισμένου ανθρωπισμού εναντίον της. Προπαντός ο φλωρεντινός πλατωνισμός του δεύτερου μισού του 15ου αιώνα (ο οποίος διαμορφώνεται σ' ένα κλίμα ερμητισμού, μυστικισμού και μεταφυσικού οραματισμού, όταν το πολιτικό και πατριωτικό φρόνημα της γενιάς Salutati και Bruni έχει πια μαραθεί κάτω από την μονοκρατορία των Μεδίκων) θέλει ν' αποκαταστήσει την παλιά υπεροχή της της φιλοσοφίας ως ευρέτριας και κατόχου της μιας και αιώνιας αλήθειας. Πέρα από την στροφή προς τον εμπειρικό κόσμο, την οποία, όπως μόλις είδαμε, συνεπαγόταν, η ρητορική υπονόμευε την μεταφυσική θεώρηση με δύο τρόπους ακόμη.
Πρώτα-πρώτα ενίσχυε τον σχετικισμό και τον σκεπτικισμό, με την έννοια ότι η δυνατότητα του ρήτορα να υποστηρίξει, συχνότατα εξίσου καλά, δύο αντίθετες απόψεις έκανε ανάγλυφη την εξάρτηση της εκάστοτε «αλήθειας» από ορισμένη σκοπιά, συγκεκριμένα ενδιαφέροντα και διάφορους τύπους επιχειρηματολογίας: ο Κικέρωνας, το είδωλο των υποστηρικτών της ρητορικής, είχε δείξει πριν από αιώνες κιόλας πόσο στενές ήσαν οι σχέσεις της τελευταίας με τον σκεπτικισμό. Ακόμη αμεσότερα, η ρητορική αντιστρατευόταν την μεταφυσική, γιατί συμβάδιζε με την αποδοχή του πρωτείου της πρακτικής ζωής απέναντι στη θεωρητική. Αυτό φαινόταν ήδη από τον τρόπο, με τον οποίο αντιμετωπιζόταν η γλώσσα, όχι δηλ. σαν όργανο ακριβούς έκφρασης σκέψεων στην αφηρημένη τους υπόσταση, παρά σαν τελεσφόρο μέσο άσκησης κοινωνικής επιρροής. Πίσω από την αντίθεση ως προς την υφή και την χρήση της γλώσσας κρύβεται, όμως η διάσταση ανάμεσα στον ανθρώπινο τύπο του θεωρητικού αναχωρητή και στον τύπο του πρακτικού ανθρώπου ως ενεργού πολίτη. Η στροφή προς την ρητορική επιτελείται μέσα στις συνθήκες της άνδρωσης των ιταλικών αστικών κοινοτήτων, η οποία ιδεολογικά εκφράζεται στην έξαρση του ιδεώδους της viva civile [του πολιτικού βίου], όπως την διαμορφώνουν με την συλλογική τους δραστηριότητα πολίτες αφιερωμένοι όχι πια στη σωτηρία της ψυχής τους, παρά στο κοινό καλό σ' όλη του την εγκόσμια πραγματικότητα.

Παναγιώτης Κονδύλης


.~`~.
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική


Μικρά για την Ιαπωνία.

$
0
0

.~`~.
Ι

Όταν η αμερικανική εκστρατεία βομβαρδισμού εναντίον της Ιαπωνίαςξεκίνησε στα τέλη του 1944, ο αρχικός σκοπός ήταν να χρησιμοποιηθούν βόμβες με εκρηκτικά υψηλής εντάσεως για να υποβοηθηθεί η καταστροφή της ιαπωνικής οικονομίας που προκαλούσε ο αποκλεισμός του ναυτικού των ΗΠΑ. Όμως γρήγορα κατέστη σαφές ότι αυτή η στρατηγική εναέριας ισχύος δεν θα προξενούσε σοβαρή ζημιά στη βιομηχανική βάση της Ιαπωνίας... τον Μάρτιο του 1945 οι Ηνωμένες Πολιτείες αποφάσισαν αντ' αυτού να επιφέρουν πλήγματα κατά του ιαπωνικού άμαχου πληθυσμού με εμπρηστικούς βομβαρδισμούς. Αυτή η θανατηφόρα αεροπορική εκστρατεία, η οποία κράτησε μέχρι το τέλος του πολέμου πέντε μήνες αργότερα, κατέστρεψε πάνω από το 40% των 64 μεγαλύτερων πόλεων της Ιαπωνίας, σκότωσε περίπου 785.000 αμάχους και υποχρέωσε περίπου 8,5 εκατομμύρια ανθρώπους να εγκαταλείψουν τις εστίες τους.
Παρ' ότι η Ιαπωνία παραδόθηκε τον Αύγουστο του 1945 προτού οι Ηνωμένες Πολιτείες εισβάλλουν και κατακτήσουν τη χώρα -πράγμα που συνιστά περίπτωση επιτυχούς εξαναγκασμού-, η εκστρατεία εμπρηστικού βομβαρδισμού έπαιξε μικρό μόνο ρόλο στο να πειστεί η Ιαπωνία να εγκαταλείψει τον πόλεμο... ο αποκλεισμός και η χερσαία ισχύς ήταν οι βασικοί υπεύθυνοι γι' αυτό το αποτέλεσμα, παρ' όλο που οι ατομικοί βομβαρδισμοί και η σοβιετική κήρυξη πολέμου (και τα δύο στις αρχές του Αυγούστου) βοήθησαν ώστε να πάρει η Ιαπωνία την τελική απόφαση.

Ιστορικά, η Ιαπωνίαέχει άλλο ένα συμφέρον εκτός από μια ανάγκη για εργατικό δυναμικό - πρόσβαση σε πρώτες ύλες. Η Ιαπωνία είναι η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου, αλλά είναι αναγκασμένη να εισάγει σχεδόν όλες τις πρώτες ύλες της. Αυτή ήταν μια ιστορική πρόκληση για την Ιαπωνία και αποτέλεσε τον βασικό λόγο που διεξήγαγε πόλεμο με τις Ηνωμένες Πολιτείες το 1941... Όπως και να 'χει, η σοβαρότητα με την οποία οι Ιάπωνες κυνηγούσαν (και συνεχίζουν να κυνηγούν) την εξασφάλιση πρώτων υλών δεν πρέπει να υποτιμάται.
Οι Ιάπωνες δεν έχουν καμμία επιθυμία για στρατιωτική σύγκρουση, εξαιτίας της μακράς εθνικής τους μνήμης για τις φρίκες του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Την ίδια στιγμή, ο σημερινός ειρηνισμόςείναι ένα προσαρμοστικό εργαλείο για τους Ιάπωνες, όχι μια ολόκληρη αρχή. Δεδομένης της βιομηχανικής και τεχνολογικής της βάσης, η υιοθέτηση μιας πιο δυναμικής στρατιωτικής στάσης είναι απλά ένα ζήτημα αλλαγής πολιτικής. Και δεδομένων των πιέσεων που θα δεχθεί δημογραφικά και οικονομικά τα επόμενα χρόνια, μια τέτοια αλλαγή είναι σχεδόν αναπόφευκτη.



Japan launches 250m destroyer Izumo which it says will be used for defence. Critics claim the large flat-topped ship can function as aircraft carrier. Country is banned from warfare thanks to post-WW2 pacifist constitution. But prime minister is keen to strike a more aggressive stance against China.


.~`~.
ΙΙ

...το 1919, οι φιλελεύθερες δυνάμεις ήταν εκείνες που απέκρουσαν την πρόταση της Ιαπωνίας να συμπεριληφθεί στον καταστατικό χάρτη της Κοινωνίας των Εθνών μια παράγραφος για την ισότητα των φυλών. Ο Αμερικάνικος φιλελευθερισμός συνυπήρχε για χρόνια με τον φυλετικό διαχωρισμό...

Ο αντικειμενικός σκοπός της Ιαπωνίας, παρά την αντίθετη προπαγάνδα που γίνεται επί του θέματος αυτού, είναι η ειρήνη.


.~`~.

Είπαν ή έγραψαν...

$
0
0

Το πιο ωραίο παράδοξο της λήθης είναι ό,τι αποτελεί, κατά κάποιο τρόπο, μια εφεδρεία της μνήμης' και η πραγματική ενέργεια του πνεύματος συνίσταται στον συνεχή διάλογο ανάμεσα στις μνήμες που έχουν διατηρηθεί και σε εκείνες που έχουν λησμονηθεί.

Jacqueline de Romilly

.~`~.

Ενθυμήσεις, για τα δήθεν παρωχημένα τα οποία οι Πεφωτισμένες Δεσποτείες των Ολιγαρχικών, έχουν βυθίσει στη λήθη...

$
0
0

.~`~.
I
Τι αντιλήφθησαν αυτοί και θεωρούν σπουδαία την δημοκρατία; Την ελευθερία. Δεν είναι δυνατόν να συνυπάρχει η τυραννία και η ελευθερία...
Αυτό τους γεννά το φρόνηματης γενναιότητας...
...αμέσως μόλις χαθεί η ελευθερία, χάνεται και ηγενναιότητα...

.~`~.
II
Οι τυραννίες και οι ολιγαρχίες διοικούνται σύμφωνα με τη γνώμη αυτών που βρίσκονται στην εξουσία, ενώ οι δημοκρατούμενες πόλεις σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία... τη ζωή και το πολίτευμα αυτών που ζουν υπό δημοκρατικό καθεστώς τα διαφυλάσσουν οι νόμοι, ενώ τα αντίστοιχα στην τυραννία και στην ολιγαρχία η καχυποψία και οι ένοπλες φρουρές.

.~`~.
III
Παιχνίδια, φάρσες θεάματα, μονομάχοι, παράξενα ζώα, μετάλλια, εικόνες και άλλα τέτοια ναρκωτικά, αυτά ήταν τα δολώματα για να σκλαβωθούν οι λαοίτης αρχαιότητας, το τίμημα της ελευθερίας, τα εργαλεία της τυραννίας. Μ’ αυτές τις πρακτικές και τους πειρασμούς οι αρχαίοι δικτάτορες αποκοίμιζαν με τέτοια επιτυχία τους υπηκόους τους κάτω από το ζυγό ώστε αποβλακωμένοι λαοί, συνηθισμένοι να λάμπουν μπροστά στα μάτια τους τα παιχνίδια και οι μάταιες ηδονές, μάθαιναν την δουλοπρέπεια σαν κάτι φυσικό...
Δεν έχουν όλοι οι τύραννοιεκδηλώσει τόσο ξεκάθαρα την πρόθεσή τους να μαλθακεύσουν τα θύματα τους’ αλλά στην πραγματικότητα... οι περισσότεροι το έχουν προωθήσει μυστικά ως στόχο τους.

Λιβάνιος, Αισχίνης, Étienne de La Boétie

.~`~.

Δισχιλιετείς, στοιχειώδεις και «παρωχημένες» -δήθεν- ενθυμήσεις.

$
0
0

...στα ολιγαρχικά πολιτεύματα μπορούν να προκληθούν δύο εξεγέρσεις, είτε μέσα στους κόλπους της ολιγαρχίας είτε εναντίον του λαού, ενώ στις δημοκρατίες μόνο εναντίον της ολιγαρχίας...
Οι δημοκρατίες μεταβάλλονται κυρίως εξαιτίας της θρασύτητας των δημαγωγών... ο πραγματικός δημοκράτης πρέπει να φροντίζει ώστε ο λαός να μην πέφτει σε μεγάλη φτώχεια, διότι αυτό γίνεται αιτία για την παρακμή της δημοκρατίας...
...οι δημαγωγοί και οι κόλακες είναι ίδιοι και ανάλογοι. Τόσο οι μεν όσο και οι δε έχουν την ίδια ισχύ στο καθένα από αυτά τα πολιτεύματα, οι κόλακες δηλαδή κοντά στον τύραννο και οι δημαγωγοί σε τέτοιες δημοκρατίες. Αυτοί είναι υπαίτιοι για το ότι τα ψηφίσματα έχουν μεγαλύτερη ισχύ από τους νόμους... όπου δεν κυβερνούν οι νόμοι, δεν υπάρχει πολίτευμα...

Όταν, ο μοναδικός άρχοντας δεν ενεργεί σύμφωνα ούτε με τους νόμους ούτε με τα έθιμα, και προσποιείται, όπως ο κάτοχος της επιστήμης, ότι τάχα πρέπει να κάνει το καλύτερο κατά παράβαση των γραπτών νόμων, και αυτή η μίμηση προέρχεται από κάποια επιθυμία και άγνοια, τότε δεν πρέπει κάθε τέτοιο κυβερνήτη να τον ονομάσουμε τύραννο;
Ξένος

.~`~.

Η εισαγόμενη ιδεολογία του «ιδιωτισμού» ως προκάλυμμα, νομιμοποίηση και άφεση αμαρτιών του κομματικοιδιωτικού κρατικοεπιχειρηματικού παρασιτικού κατεστημένου και ένα έσχατο παράδειγμα απομυθοποίησης ενός κυρίαρχου μύθου.

$
0
0

.~`~.
Εισαγωγή
Η συγχώνευση της πολιτικής με την οικονομία δεν σημαίνει κατάργηση της πολιτικής, και μάλιστα της εθνικής πολιτικής, παρά προκαλεί μιαν ολοένα και στενότερη σύνδεση ανάμεσα σε οικονομική και σε εθνική επιτυχία ή αποτυχία... Το σημερινό ελληνικό έθνος θα όφειλε να δει την οικονομική του εκλογίκευση ακριβώς ως πάλη κατά του παρασιτισμού, ως αντικατάσταση μιας κοινωνικής συμβίωσης, όπου ο ένας «κλάδος» ζει απομυζώντας άμεσα ή έμμεσα (δηλ. μέσω της κυβερνητικής διαχείρισης των δημοσίων πόρων) κάποιον άλλον, ενώ όλοι μαζί ζουν υποθηκεύοντας το εθνικό μέλλον, από μία κοινωνική συνοχή με την λειτουργική έννοια.
Ότι ο σημερινός ελληνικός «πολιτικός κόσμος», κοινοβουλευτικός και εξωκοινοβουλευτικός, αποτελείται ως επί το πολύ από πρόσωπα ελαφρά έως φαιδρά, δεν αποτελεί καν κοινό μυστικό ˙ αποτελεί πηγή δημόσιας θυμηδίας, συχνά με τη σύμπραξη των ίδιων των διακωμωδούμενων. Οι λίγοι, πού έχουν γνώση και συνείδηση, πού κάτι είχαν και κάτι διατηρούν μέσα στους ρηχούς, καριερίστες ή απλώς ψευτόμαγκες συναδέλφους τους, καταπίνουν κι αυτοί τη γλώσσα τους ή μιλούν με πρόσθετες περιστροφές όταν τα θέματα γίνονται οριακά για την πολιτική τους επιβίωση.

Η κρίση είναι «ιδιωτική». Είναι κρίση του υπερχρεωμένου, δανειοδίαιτου και κρατικοδίαιτου «ιδιωτικού» τομέα. Η κρατικοποίηση προκλήθηκε από την αποτυχία της ιδιωτικοποίησης. Η ανικανότητα του ιδιωτικού τομέα ν' αυτοπαραχθεί, ν' αυτοσυντηρηθεί, ν' ανταγωνιστεί, να καθετοποιηθεί, να παράγει κέρδη και να δημιουργήσει θέσεις απασχόλησης καλύπτονταν από το κράτος...


.~`~.
I
Η μαγική λέξη της εποχής είναι η «ιδιωτικοποίηση». Ο φετιχισμός της τροφοδοτεί την «Νεοφιλελεύθερη επανάσταση». Μια «επανάσταση» στο δίκαιο της ιδιοκτησίας, αφού πλέον ο εθνικός πλούτος μπαίνει κάτω από τον έλεγχο των «ιδιωτών» χωρίς βέβαια κανένας νόμος να τους δίνει αυτό το δικαίωμα... Τι κρύβεται πίσω από τους νεοφιλελεύθερους σαματάδες;

Η κυβέρνηση των «ιδιωτικοποιήσεων» σε υστερικούς τόνους προσπαθεί να πείσει ότι την Οικονομική κρίση δημιούργησε ο Δημόσιος τομέας και οι κοινωνικοί πειραματισμοί... Αυτοί μάλιστα έγιναν εις βάρος του «ιδιωτικού» τομέα που αφού άντεξε την λαίλαπα της κρατικοποίησης τώρα οδεύει σε νέες νίκες, στην ανάπτυξη, στα μεγάλα κέρδη, στην αναζωογόνηση της οικονομίας, σε διεθνείς διακρίσεις στα χρηματιστήρια και τις αγορές, στα μεγάλα έργα.

Αυτές όμως οι κραυγές για την αποτελεσματικότητα του ιδιωτικού τομέα είναι περισσότερο ένας «νεοφιλελεύθερος ρομαντισμός» που δεν προκύπτει από μια ιστορική και κοινωνική ανάλυση της κρίσης. Για όσους έχουν ιστορική μνήμη δηλαδή βλέπουν λίγο πέρα από τη συγκυρία, προκύπτει ότι οι «ιδιώτες» ήταν χρεωκοπημένοι...

Η κρατικοποίηση, είτε στην νεοφιλελεύθερη εκδοχή της, είτε σαν βοηθητική πολιτική υπέρ των αδυνάτων, από εξωτερικό δανεισμό απέτυχε... Ιδιαίτερα σ' αυτήν την φάση εθνικών και περιβαλλοντικών προβλημάτων, δεν μπορεί το μέλλον αυτής της χώρας να σχεδιάζεται από μια συντεχνία αδίστακτων κερδοσκόπων που θέλουν αναρχία, ασυδοσία, αλλά και κρατικό παρεμβατισμό όσον αφορά την αύξηση της αμοιβής του κεφαλαίου και περιορισμό της τιμής της εργασίας, που διοχετεύουν κέρδη στο εξωτερικό, που δεν πληρώνουν φόρους... που μολύνουν το περιβάλλον και τις πηγές ζωής αυτής της χώρας.


.~`~.
II
Η αιχμή της «ιδιωτικοποίησης-αποκρατικοποίησης» είναι οι επιχειρήσεις και οι οργανισμοί του Δημόσιου τομέα. Είναι ο προνομιούχος χώρος γένεσης νέων (και όχι μόνο) επιχειρηματιών, κατόχων πλέον ολόκληρου του κοινωνικού πλούτου, αφού παραχωρούνται επιχειρήσεις και τομείς στρατηγικής και εθνικής σημασίας. Η όλη διαδικασία θυμίζει πλιάτσικο, παρά αυτό για το οποίο περηφανεύονται οι νεοφιλελεύθεροι, δηλαδή Ελεύθερη αγορά.

Ποτέ ο κρατικός παρεμβατισμός δεν έφτασε αυτά τα επίπεδα ρύθμισης της αγοράς... Η διαδικασία των «ιδιωτικοποιήσεων» κινείται σε μια κουλτούρα οικονομικού κυνισμού και φιλοτομαρισμού... Ιδιαίτερα στη χώρα μας η «εκβιομηχάνιση» στηρίχθηκε όχι στα κεφάλαια των «ιδιωτών», αλλά στις επιδοτήσεις του κράτους από την φορολογία του πολίτη... Αυτή λοιπόν η εθνική περιουσία τίθεται κάτω από τον έλεγχο μια χούφτας κερδοσκόπων και «ομίλων», ενώη μόνη περιουσία που αναγνωρίζεται στο λαό είναι το Δημόσιο χρέος...

---------------------------------------------------------------
Όταν λέμε «ιδιώτες» εννοούμε το τμήμα των κεφαλαιοκρατών που είναι οργανωμένοι σε ομίλους και επιχειρηματική βάση ικανή ν' αποσπά μεγάλα εισοδήματα και κοινωνική εξουσία, από την παρέμβαση σε τομείς όπως, τράπεζες, ξενοδοχεία, διυλιστήρια, πετρέλαιο, τσιμέντα, κατασκευές, εφοπλισμό, τύπο, τηλεόραση, πολιτική, ποδόσφαιρο.
---------------------------------------------------------------

Οι Διεθνείς (Δυτικοί) οργανισμοί ΟΟΣΑ, Δ.Ν.Τ, διάφοροι «συμβουλάτορες» της ανάπτυξης των «αποτυχημένων» χωρών... μας προτείνουν περίεργα σενάριαγια να βγούμε από την κρίση. Προτείνουν να ξεχάσουμε ό,τι είναι κρατικό, συνεταιριστικό, συλλογικό και να δεχτούμε τον μεσσιανικό ρόλο των «ιδιωτών».

Προτείνουν δηλαδή να αντικαταστήσουμε το δυσλειτουργικό σύστημα μας με ένα άναρχο, αδόμητο, διάχυτο σύστημα, όπου ο λαός θ' ακολουθήσει τα σερβιρισμένα σενάρια της εξαθλίωσης του με την ελπίδα να δει κάποια άσπρη μέρα... δηλαδή Λατινοποίηση της κοινωνίας, για την Δυτικοποίηση των αριθμών.

Το περίεργο όμως είναι ότι ενώ η Λατινοποίηση της καθημερινότητας προχωράει με γρήγορους ρυθμούς, οι οικονομικοί δείκτες δεν τείνουν να γίνουν Ευρωπαϊκοί... Σταδιακά το Δημόσιο χρέος οδηγεί στην απαλλοτρίωση του λαού από τις ξένες τράπεζες. Και σ' αυτό στοχεύει το σενάριο «προσαρμογής». Στη διατήρηση του Δημόσιου χρέους σε υψηλά επίπεδα για να διατηρούνται οι δανειακές ανάγκες από τράπεζες, άλλα και να δικαιολογείται η ληστεία του λαού για την αποπληρωμή των χρεών.


.~`~.
I
II
...το Δημόσιο χρέος είναι μια απάτη. Μας κάνει να βλέπουμε την οικονομία με τα πόδια ψηλά και το κεφάλι κάτω... Η ιδιωτικοποίηση προβάλλει σαν το ιστορικό καθαρτήριο των «ιδιωτών»... δεν είναι μόνον μηχανισμός ηθικής αποκατάστασης των «παλιών» ιδιωτών, είναι κύρια μηχανισμός γέννησης νεων ακριβώς με τις μεθόδους του παρελθόντος, των κρατικοδίαιτων, των ημετέρων... Η «ιδιωτικοποίηση-αποκρατικοποίηση» δημιουργεί πλαίσια πλιατσικολογίας και όχι ανάπτυξης. Με το πρόσχημα της Διεθνοποίησης του κεφαλαίου, και την «αποτυχία» των κρατικοποιήσεων, η κυβέρνηση ξεπουλά την εθνική μας περιουσία και μάλιστα σ' εξευτελιστικές τιμές... Πίσω απ' τον επαρχιωτικό οικονομισμό και κυνισμό της κυβέρνησης κρύβονται οι Δυνάμεις του Αφελληνισμού.

Δυνάμεις που ενισχύονται απ' τη φύση του Ελληνικού κεφαλαίου. Επειδή αυτό δεν μπορεί ν' αυτοπαραχθεί και ν' αυτοσυντηρηθεί, επιδιώκει συμπληρωματικές δραστηριότητες με το ξένο κεφάλαιο ή καλύτερα την διάχυση του σ' αυτό. Δεν επιδιώκουν την οργάνωση του ανταγωνισμού. Ωθούν και αυτοί τον Αφελληνισμό του έθνικού μας πλουτού, γιατί έτσι κερδίζουν περισσότερα. Μπαίνουν κάτω από την προστασία των ξένων κεφαλαιοκρατών.

Η «ιδιωτικοποίηση» οδηγεί στην εξαφάνιση των εθνικών οικονομικών δομών. Αυτές υποκαθίστανται από δομές «ομίλων» Διεθνών και ντόπιων κερδοσκόπων. Από την άλλη η «αποκρατικοποίηση» οδηγεί στην εξασθένηση του «αντίπαλου δέους» και στον περιορισμό του σε λειτουργίες καταστολής της αντίστασης του λαού μας που τώρα αναπτύσσεται ενάντια στο σύστημα λεηλασίας και αφελληνισμού.

Το όραμα των νεοφιλελεύθερων κύκλων της Ευρώπης είναι ο καπιταλιστικός ολοκληρωτισμός. Πιστεύουν ότι αυτό θα ξεκινήσει από «παρθένες» κοινωνίες, δηλαδή αυτές που δεν έχουν ολοκληρώσει πολιτικούς θεσμούς και η κρατικοποίηση έχει αποτύχει. Δηλαδή θέλουν κοινωνίες που απουσιάζει η πολιτική σαν διαμεσολάβηση, σαν κοινοβούλιο... Αλλά γνωρίζουν οι «επιτυχημένες» χώρες ότι για να πετύχουν τα σενάρια τους, πρέπει να κατακτήσουν την ψυχή ενός λαού. Μια τεράστια πολιτιστική προπαγάνδα κινείται με ποικίλους τρόπους για την παθητικοποίηση και την υποταγή των λαών.

Η αναγωγή του «ιδιώτη» σε μεσσία, δημιουργεί, συνθήκες κατάπτωσης στους εργαζομένους, μοιρολατρίας, ελεεινολογίας, έλλειψη αυτοπεποίθησης ότι είναι ικανοί να διαχειριστούν τον πλούτο που παράγουν. Είναι η πρώτη πράξη για ν' αποδεχτούν ντεφάκτο το θεσμό του αφεντικού... Την ώρα που η «Νεοδεξιά» προσπαθεί ν' αναθερμάνει τις ιδέες και πρακτικές γύρω από την παραδοσιακή και εν πολλοίς πρωτόγονη θεωρία των «ιδιωτικοποιήσεων» (Σημ. Δ`~.) μερικά στελέχη της «αριστεράς» αντί να προβάλλουν μια αριστερή εκδοχή στο ζήτημα της «ιδιοκτησίας» του κοινωνικού πλούτου, αντ' αυτού είτε μοιρολατρούν για τον χαμένο παράδεισο των Δημοσίων επιχειρήσεων, ή όταν πάλι βλέπουν ό,τι αυτό το κεφάλαιο έχει κλείσει, προσπαθούν να βρουν μια θέση συμπληρωματική του νεοφιλελευθερισμού...

Έτσι την κομφορμιστική στάση τους, που αποδέχονται οι «όμιλοι» κερδοσκοπίας που ελέγχουν τα μέσα πληροφόρησης, την προβάλλουν σαν «ανανέωση» και μέλλον.



Σημ. Δ`~. : Βλέπε Lockheed Martinκαι Silicon Valleyγια να καταλάβεις γιατί είναι πρωτόγονη η θεωρία των «ιδιωτικοποιήσεων» που παπαγαλίζουν οι «Μπάμπηδες της Ελλάδας», διαιωνίζοντας αυτόν τον κυρίαρχο μύθο. Το πλέον προηγμένο, σε πλανητική κλίμακα, μαχητικό αεροσκάφος, πέμπτης γενιάς, το F-22 Raptor, το οποίο κατασκευάστηκε από την Public company ονόματι Lockheed Martin, δεν διατίθεται προς πώληση. Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι ο μοναδικός χρήστης του F-22 μιας και το Κογκρέσο έχει απαγορεύσει την εξαγωγή αυτού του τύπου λόγω της προηγμένης τεχνολογίας που ενσωματώνει. Για να το αποκτήσουν χώρες σαν την Ιαπωνία, την Αυστραλία και το Ισραήλ, οι οποίες έχουν εκδηλώσει ενδιαφέρον θα πρέπει ή να αλλάξει ο νόμος ή να αναπτυχθεί μια έκδοση ειδικά για εξαγωγή. Αυτά όσον αφορά τις μπουρδολογίες περί «ιδιωτικοποίησης», «εμπορίου» και «κέρδους» από τη μια και τεχνολογίας και «ανάπτυξης» από την άλλη (και άλλο πράγμα η διαχείριση και άλλο η ιδιοκτησία).

Όπως έχουμε συγχώνευση της πολιτικής με την οικονομία, έτσι έχουμε και συγχώνευση κρατικού, δημόσιου και ιδιωτικού (προς τα προηγούμενα, συμπληρωματικά, μπορεί να σταθμιστεί και το παράδειγμα -και οι δομές- της Ιαπωνίας). Τα τεχνολογικο-γραφειοκρατικό-βιομηχανικά συμπλέγματα είναι εδώ και δεκαετίες παρόντα και ορισμένοι παπαγαλίζουν ακόμα τα του 19ου αιώνα. Η ιδιωτική οικονομία από μόνη της δεν μπορεί να εγγυηθεί τίποτε ούτε να αναλάβει ευθύνες για τίποτε, παρά μονάχα να εγγυηθεί την επιστροφή στον νόμο της ζούγκλας.


.~`~.
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική

Ανθρωποποίηση' Πολιτισμικά' Τέχνη' Επιστήμη - Νοήματα, πολιτισμικοί κανόνες, χρονικότητα...

$
0
0

Κανείς δεν θα μπορούσε να θυμηθεί ολόκληρη την Πέμπτη Συμφωνίατου Μπετόβεν ύστερα από μια μόνο ακρόαση. Αλλά και κανείς δεν θα μπορούσε ν' ακούσει ξανά αυτές τις τέσσερις νότες ως τέσσερις απλές νότες! Κάτι που δεν ήταν πρίν παρά ένα τόσο δα κομματάκι ήχου, είναι τώρα ένα Γνωστό Πράγμα - ένας τόπος στο δίκτυο όλων των άλλων πραγμάτων που γνωρίζουμε, των οποίων τα νοήματα και οι σημασίες τους είναι αλληλοεξαρτώμενα.
Marvin Minsky



Ένα μουσικό έργο μας παρασύρει μέσα του, μας διδάσκει τη δομή και τα μυστικά του, είτε το ακούμε συνειδητά είτε όχι. Αυτό γίνεται ακόμη κι αν πρόκειται για το πρώτο μουσικό κομμάτι που ακούμε στη ζωή μας. Η ακρόαση της μουσικής δεν είναι μια διαδικασία παθητική αλλά εντατικά ενεργητική, ξεσηκώνοντας ένα ρεύμα συναγωγών, υποθέσεων, προσδοκιών και προβλέψεων. Μπορούμε να συλλάβουμε ένα νεο κομμάτι -πως είναι δομημένο, που πάει, τι θα επακολουθήσει- με τόση ακρίβεια ώστε ύστερα από μερικά μόνο μέτρα να είμαστε σε θέση να το μουρμουρίζουμε ή να το τραγουδάμε.
Αυτή η πρόβλεψη, αυτή η δυνατότητα να τραγουδάμε ένα κομμάτι που ακούμε για πρώτη φορά, οφείλεται στην άρρητη σε μεγάλο βαθμό γνωσή μας των μουσίκων «κανόνων» (του πως μια καντέντσα καταλήγει για παράδειγμα) και στην εξοικείωση με συγκεκριμένες μουσικές συμβάσεις (τη μορφή μιας σονάτας ή την επανάληψη ενός θέματος). Βεβαίως, η πρόβλεψη αυτή είναι αδύνατη στη μουσική ενός διαφορετικού πολιτισμού ή παράδοσης - ή εάν οι μουσικές συμβάσεις παραβαίνονται ηθελημένα. Στην πρώτη παράσταση του έργου, Η ιεροτελεστία της άνοιξηςτου Στραβίνσκυ, το 1913, ξέσπασαν μεγάλες ταραχές και χρειάστηκε η επέμβαση της αστυνομίας του Παρισίου για να ηρεμήσουν τα πνεύματα. Το κοινό, που περίμενε ένα παραδοσιακό, κλασικό μπαλέτο, εξοργίστηκε με την παράβαση των κανόνων. Με τον καιρό όμως και με την επανάληψη, το παράξενό έγινε οικείο και Η ιεροτελεστία της άνοιξηςείναι σήμερα ένα από τα αγαπημένα έργα στα κονσέρτα, όσο κι ένα μενουέττο του Μπετόβεν (αν και ο Μπετόβεν είχε επίσης αποδοκιμαστεί στον καιρό του και κάποιες από τις συνθέσεις του είχαν θεωρηθεί ακατανοήτες, «σκέτος θόρυβος»).
Oliver Sacks



Ο χρόνος είναι πάντα καινούργιος, δεν μπορεί παρά να είναι καινούργιος. Εάν την ακούμε ως διαδοχή ακουστικών συμβάντων, η μουσική θα μας κάνει σύντομα να πλήξουμε, εάν την ακούμε ως εκδήλωση της χρονικότητας, δεν θα πλήξουμε ποτέ. Το παράδοξο φανερώνεται στη πιο οξυμμένη του έκφανση στην επίδοση του μουσικού που φθάνει στο αποκορύφωμα της όταν ερμηνεύει ένα έργο που γνωρίζει σε βάθος, σαν να ήταν ένα δημιουργημα της στιγμής.
Victor Zuckerkandl



.~`~.
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική

`~.


Έντεκα γεωπολιτικά ερμηνευτικά σχήματα για τον Πλανητικό Μετασχηματισμό - μέρος β´ και Για τον γυάλινο πύργο' μικρά «ευρωπαϊκά» α´.

$
0
0

Στο α´ μέροςεξετάστηκαν τα εξής γεωπολιτικά ερμηνευτικά σχήματα: 1) η άποψη του Francis Fukuyama για το «τέλος της ιστορίας», 2) η προσέγγιση του Robert Kaplan για την «επερχόμενη αναρχία», 3) η θεωρία του Samuel Huntington για τη «σύγκρουση των πολιτισμών», 4) η ανάλυση του Edward Luttwak για τη μετάβαση από τη «γεωπολιτική στη γεωοικονομία», 5) οι προτάσεις του Zbigniew Brzezinski για τη γεωπολιτική σημασία της Ευρασίας. Λόγω των τελευταίων εξελίξεων στις σχέσεις Η.Π.Α και Ευρώπης (και όχι μόνο) με αφορμή το ζήτημα των παρακολουθήσεων (το οποίο βέβαια είναι γνωστό αλλά θα πρέπει να απασχολεί το ερώτημα γιατί τώρα;...), σε αυτό το μέρος θα εξεταστεί 6) μια σειρά «αριστερών», κυρίως γαλλικών γεωπολιτικών ερμηνειών του μεταψυχροπολεμικού κόσμου... και η θέση της Γαλλίας στον Πλανητικό Μετασχηματισμόανοίγοντας παράλληλα και τη θεματολογία Η.Π.Α και Γαλλία. Συμπληρωματικά δες και τη σειρά αναρτήσεων με τίτλο Η.Π.Α και Γερμανία (στο ζήτημα των παρακολουθήσεων, δηλαδή των σχέσεων Η.Π.Α και Ευρώπης θα επανέλθω). Επίσης, το δεύτερο μέρος της ανάρτησης ονομάζεται Για τον γυάλινο πύργο' μικρά «ευρωπαϊκά» α´, δεν χρειάζεται να κάνω κάποια περαιτέρω περιγραφή.

Θυμίζω
Immanuel Wallerstein


.~`~.
6.
Γαλλία και Η.Π.Α
Γαλλία και Αγγλοσαξονία
Alain Joxe, Emmanuel Todd, Dominique Moïsi, Ignacio Ramonet και Immanuel Wallerstein
Ι
α´
Στο βιβλίο του Η Αυτοκρατορία της Α-ταξίαςο γάλλος καθηγητής και διευθυντής της Ecole des Hautes Etudes, Alain Joxe (2002), υποστηρίζει ότι στο σύγχρονο κόσμο κυριαρχούν -απόλυτα- οι Ηνωμένες Πολιτείες. Ωστόσο, γράφει, δεν υπάρχει μια παγκόσμια τάξη, μια αμερικανική αυτοκρατορία με την παραδοσιακή έννοια του όρου. Αντίθετα, πρόκειται για μια νέα μορφή ιμπεριαλισμού όπου ο εδαφικός έλεγχος είναι πολύ περιορισμένος. Στην πραγματικότητα δηλαδή η «αμερικανική αυτοκρατορία» είναι ένα σύστημα στρατιωτικής και οικονομικής κυριαρχίας που ναι μεν εκτείνεται στο σύνολο του κόσμου, αλλά το οποίο όμως δεν χρησιμοποιεί την άμεση επιβολή ή διακυβέρνηση.
Οι ΗΠΑ ελέγχουν τις εξελίξεις μέσω της διαχείρισης της παγκόσμιας «α-ταξίας». Αυτή η «ηγεμονία μέσω του χάους» που βασίζεται στη διατήρηση μιας εύθραυστης διεθνούς ειρήνης αποτελεί τη ρίζα της τρέχουσας διεθνούς «οργάνωσης της βίας». Οι ΗΠΑ αρνούνται να ελέγξουν πλήρως τις γεωγραφικές ζώνες της αναρχίας και της βίας, υιοθετώντας αντίθετα μια πολιτική έμμεσης διαχείρισης, στην οποία κεντρικό ρόλο παίζουν οι γρήγορες στρατιωτικές επεμβάσεις (κυρίως βομβαρδισμοί) και ένα αποκεντρωμένο δίκτυο Μη Κυβερνητικών Οργανώσεωνπου αναλαμβάνουν να απαλύνουν τις ανθρωπιστικές κρίσεις με δεδομένη την απουσία μιας ξεκάθαρης δέσμευσης για την ανασυγκρότηση της πολιτικής εξουσίας σε κράτη όπου αυτή έχει καταρρεύσει (π.χ. Σομαλία). Ωστόσο, υποστηρίζει ο Joxe, λόγω της δυναμικής των διεθνικών αγορών κεφαλαίου και των πολυεθνικών επιχειρήσεων, η ισχύς των εθνικών κυβερνήσεων -συμπεριλαμβανομένης εκείνης των ΗΠΑ- συρρικνώνεται. Εν τω μεταξύ, η βία και ο πόλεμος δεν έχουν πλέον τη μορφή που είχε περιγράψει ο Κλαούζεβιτς, δεν αποτελούν δηλαδή συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα, αλλά απλά συνθέτουν την έκφραση μιας διογκούμενης αναρχίας, μια επεκτεινόμενης α-ταξίας (εδώ οι απόψεις του Joxe συμπίπτουν μ' εκείνες του Kaplan).
Η απάντηση στην πρόκληση αυτή, σύμφωνα με τον Joxe, δεν μπορεί παρά να είναι πολιτική. Η λύση που προτείνει ο γάλλος καθηγητής είναι μια ευρωπαϊκή ομοσπονδία: οι Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης. Μόνο μια Ενωμένη Ευρώπη, τονίζει, μπορεί να αποτελέσει μια πραγματική ηθική εναλλακτική λύση στον αποτυχημένο ιστορικό ρόλο των ΗΠΑ.
Η γεωπολιτική ανάγνωση του Joxe κατηγορήθηκε ως ιδεολογική - ιδιαίτερα το κανονιστικό μέρος της θυμίζει έντονα τον ευρωκεντρισμό (iκαι ii)... Ωστόσο το βασικό μειονέκτημα της επιχειρηματολογίας του Joxe είναι ότι θεωρεί τις ΗΠΑ ικανές να ελέγξουν τις παγκόσμιες εξελίξεις (μέσω της διαχείρισης της α-ταξίας) και να τις κατευθύνουν ανάλογα με τα συμφέροντα τους. Θα ήταν μάλλον πιο πειστικό να υποστηρίξει κανείς ότι η παγκόσμια α-ταξία είναι λιγότερο εργαλείο επιβολής της αμερικανικής ηγεμονίας και περισσότερο αποτέλεσμα της αδυναμίας τους να επιβάλλουν τη θέληση τους.


β´
Η παρακμή της γεωπολιτικής ισχύος των ΗΠΑαποτελεί τη βασική πρόβλεψη της ανάλυσης του ιστορικού και συμβούλου του γάλλου Προέδρου Ζακ Σιράκ, Emmanuel Todd, στο βιβλίο του Μετά την Αυτοκρατορία (2003). Το βιβλίο έγινε best seller και σχολιάστηκε πολύ και από τις δυο πλευρές του Ατλαντικού (άλλωστε ο Todd είχε προβλέψει σε μια προηγούμενη μελέτη του που είχε εκδοθεί το 1976 την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης). Λέγεται μάλιστα ότι το Μετά την Αυτοκρατορίαεπηρέασε και την αρνητική στάση της Γαλλίας στην απόφαση της αμερικανικής κυβέρνησης να εισβάλλει στο Ιράκ.
Οι ΗΠΑ, υποστηρίζει ο γάλλος διανοούμενος, έχουν παρακμάσει ως οικονομική, στρατιωτική και ιδεολογική δύναμη, και κατά συνέπεια δεν είναι σε θέση να ελέγξουν έναν κόσμο που «έχει γίνει πολύ μεγάλος, πολύ πυκνοκατοικημένος, με λιγότερους αναλφάβητους και περισσότερο δημοκρατικός». Αντιμέτωπη με δυνάμεις όπως η Ρωσία, η Ευρώπη και η Ιαπωνία, η Αμερική είναι υποχρεωμένη να διαπραγματευτεί και συχνά να υποχωρήσει. Παρολ' αυτά, οι ΗΠΑ, προκειμένου να παραμείνουν συμβολικά στο κέντρο του κόσμου, καταλήγουν στην «σκηνοθέτηση» της «παντοδυναμίας» τους. Έτσι η Ουάσινγκτον αναπτύσσει ένα «θεατρικό μιλιταρισμό» που επικεντρώνεται στην ανάπτυξη νέων όπλων και στην επιβολή σε μικρές δυνάμεις (π.χ. Ιράκ, Συρία, Λιβύη, Βόρεια Κορέα κλπ). Ωστόσο αυτό δεν είναι σημάδι ισχύος, αλλά ένδειξη αδυναμίας. Η υποτιθέμενη «αμερικανική αυτοκρατορία», υποστηρίζει ο γάλλος διανοούμενος, «είναι σε κατάσταση αποσύνθεσης».
Τρία είναι τα αίτια αυτής της αποσύνθεσης: η «οικονομική εξάρτηση» των ΗΠΑ (που «αναδεικνύεται» από το τεράστιο εμπορικό τους έλλειμμα), η στρατιωτική τους «ανεπάρκεια» και η παρακμή του ιδεολογικού τους «οικουμενισμού». Η οικονομική εξάρτηση των ΗΠΑ είναι, για τον Todd, το πιο σημαντικό στοιχείο της παρακμής. Άλλωστε, υποστηρίζει, η αμερικανική στρατιωτική ισχύς είναι πλέον ένα «passé», οι ΗΠΑ δηλαδή έχουν πάψει να είναι «πραγματική δύναμη». Οι Ευρωπαίοι, συμπεραίνει ο Todd, το έχουν κατανοήσει ενώ οι Αμερικανοί όχι. Ωστόσο η παρακμή των ΗΠΑ δεν είναι προσωρινή, αλλά θα συνεχιστεί.
Η ανάλυση του κλείνει με μια βεβαιότητα: «δεν θα υπάρχει», γράφει, «αμερικανική αυτοκρατορία γύρω στο 2050».


γ´
Ο παλαίμαχος στοχαστής της γεωπολιτικής και διευθυντής του Κέντρου Fernand Braudelτου Binghamton University (ΗΠΑ), Immanuel Wallerstein, σ' ένα άρθρο του στο περιοδικό Foreign Policyμε τίτλο «Ο Αετός Προσγειώθηκε Ανώμαλα» (2002) και σ' ένα βιβλίο που εκδόθηκε ένα χρόνο αργότερα με τίτλο Η Παρακμή της Αμερικανικής Ισχύος: Οι ΗΠΑ σ' ένα Χαοτικό Κόσμο, καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα με τον Todd: Οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται σε τροχιά παρακμής. Σήμερα, γράφει ο αμερικανός διανοούμενος, οι ΗΠΑ είναι «μια μοναχική υπερδύναμη που δεν έχει αληθινή ισχύ, ένας παγκόσμιος ηγέτης που κανείς δεν ακολουθεί και ελάχιστοι σέβονται και ένα έθνος που παρασύρεται επικίνδυνα σε ένα παγκόσμιο χάος που δεν μπορεί να ελέγξει». Η Αμερική είναι στην πραγματικότητα μια «αδύναμη υπερδύναμη». O Wallerstein συμφωνεί με τον Todd στο ότι ο στρατός των ΗΠΑ, το «ισχυρότερο χαρτί τους», δεν είναι τόσο ισχυρός όσο φαίνεται - ιδιαίτερα αν λάβουμε υπόψη «ότι από τους τρεις σοβαρούς πολέμους στους οποίους έχει λάβει μέρος (...) από το 1945 και μετά (Κορέα, Βιετνάμ και Πόλεμος του Κόλπου) ο ένας κατέληξε σε ήττα και οι άλλοι δύο σε ισοπαλία - ένας όχι ακριβώς ένδοξος απολογισμός».
O Wallerstein θεωρεί ως απαρχή της παρακμής των ΗΠΑ τον πόλεμο του Βιετνάμ (iκαι ii). Η μετέπειτα πτώση του κομμουνισμού επιτάχυνε την παρακμή, καθώς όχι μόνο δεν οδήγησε στην επικράτηση του φιλελευθερισμού όπως είχε προβλέψει ο Fukuyama, αλλά απομάκρυνε «το μόνο ιδεολογικό λόγο που στήριζε την ηγεμονία των ΗΠΑ». Μετά τον Πόλεμο στον Κόλπο και μέχρι την 11η Σεπτεμβρίου του 2001, οι ΗΠΑ επιχείρησαν να εμπλακούν σε δυο σημαντικές αρένες συγκρούσεων: τα Βαλκάνια και τη Μέση Ανατολή (iκαι ii). Ωστόσο, η Ουάσινγκτον απέτυχε να ασκήσει την ηγεμονική της δύναμη αποτελεσματικά και στις δυο αυτές γεωγραφικές ζώνες «όχι λόγω έλλειψης θέλησης ή προσπάθειας, αλλά λόγω έλλειψης πραγματικής δύναμης». Τα λάθη της αμερικανικής ηγεσίας συνεχίζονται και στον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας» που είχε εξαπολύσει ο George W. Bush. Τα «γεράκια» της αμερικανικής κυβέρνησης, υποστηρίζει ο Wallerstein, δεν έχουν συμβιβαστεί με την παρακμή των ΗΠΑ και διακινδυνεύουν να μετατρέψουν μια βαθμιαία παρακμή σε γρήγορη και επικίνδυνη πτώση. «Το πραγματικό ερώτημα», γράφει ο αμερικανός διανοούμενος, «δεν είναι εάν η ηγεμονία των ΗΠΑ φθίνει, αλλά κατά πόσον οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να επινοήσουν έναν τρόπο για να προσγειωθούν ομαλά [στη νέα πραγματικότητα] με την ελάχιστη ζημιά για τον κόσμο και για τις ίδιες».

Αν η πρόβλεψη του Immanuel Wallerstein μπορεί να θεωρηθεί κάπως ιδεολογική, η γεωπολιτική ανάγνωση του Todd είναι υπό μια έννοια βαθύτατα «γαλλική». Πολύ συχνά δηλαδή φαίνεται να αντανακλά στενές εθνοκεντρικές προκαταλήψεις. Για παράδειγμα, ο γάλλος διανοούμενος θεωρεί ότι ο αγγλοσαξονικός πολιτισμός (iκαι ii) σε αντίθεση με τον γαλλικό δεν υιοθετεί ξεκάθαρα την «αρχή της ισότητας», ενώ η αμερικανική, σε αντίθεση με την ευρωπαϊκή, ηγετική τάξη είναι «τελείως ανίκανη». «Η εξέταση της πρόσφατης ιστορίας», γράφει ο Todd, «αποκαλύπτει ότι [οι ΗΠΑ, σε αντίθεση με τους Ευρωπαίους] πραγματοποίησαν όλα όσα ήταν εύκολα (...) και εγκατέλειψαν όλα όσα απαιτούσαν μια σημαντική επένδυση σε χρόνο και ενέργεια». Δεν είναι λοιπόν χωρίς βάση η άποψη ορισμένων σχολιαστών ότι οι αντιλήψεις του Emmanuel Todd -όπως και άλλων γάλλων γεωπολιτικών αναλυτών- δεν είναι παρά αποτέλεσμα μιας πολύ «γαλλικής» γεωπολιτικής αφήγησης που ανησυχεί για την υποχώρηση της γαλλικής παρουσίας σ' έναν κόσμο, που, από πολλές πλευρές, είναι μονοπολικός.
Η Γαλλία, παρατήρησε σ' ένα άρθρο του... ο Dominique Moisi είναι τα τελευταία χρόνια κακοδιάθετη και μελαγχολική, αβέβαιη για τη θέση της στο νέο μεταδιπολικό κόσμο. «Στην αυγή του 21ου αιώνα», γράφει ο Moisi, «η Γαλλία αντιμετωπίζει τέσσερις μεγάλες προκλήσεις, που από κοινού αποτελούν την πηγή της μελαγχολίας της». Η πρώτη είναι η παγκοσμιοποίηση, που θεωρείται υπεύθυνη για τη διάβρωση της γαλλικής κουλτούρας και τα υψηλά επίπεδα ανεργίας. Δεν είναι διόλου τυχαίο, γράφει ο Moisi, ότι μια μεγάλη εκδοτική επιτυχία στη Γαλλία ήταν ένας «πικρός φιλιππικός εναντίων των κακών της παγκοσμιοποίησης»με τον τίτλο Οικονομική Φρίκη. Η δεύτερη πρόκληση είναι η μονοπολική φύση του διεθνούς συστήματος, όπου οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν τον πρώτο λόγο και τις οποίες η κάποτε περήφανη Γαλλία είναι αναγκασμένη να ακολουθεί. Η τρίτη είναι η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, που θεωρείται ότι απειλεί να πνίξει τη φωνή της Γαλλίας. Και η τέταρτη πρόκληση είναι η ίδια η Γαλλία. Η χώρα πρέπει να ξεπεράσει τις οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές, ηθικές και πολιτισμικές αδυναμίες της για να αντιμετωπίσει με επιτυχία τις άλλες τρεις προκλήσεις. Ιδιαίτερα η μελαγχολία της Γαλλίας για την αμερικανική πρωτοκαθεδρία στον μεταψυχροπολεμικό κόσμο και για την κυριαρχία της αγγλοσαξονικής κουλτούρας είναι εμφανέστατη στο έργο ενός μεγάλου τμήματος της γαλλικής διανόησης που επιδιώκει να διερευνήσει τις γεωπολιτικές τάσεις που θα διαμορφώσουν το μέλλον.


δ´
Περισσότερο έντονα από το έργο του Todd, το βιβλίο του διευθυντή της μηνιαίας Le Monde DiplomatiqueΙγνάσιο Ραμονέ Η γεωπολιτική του Χάουςαντανακλά αυτή τη γαλλική μελαγχολική οπτική. Παρόλο που ο συγγραφέας αυτοχαρακτηρίζεται «αριστερός», οι απόψεις του είναι έντονα γκωλικές.

---------------------------------------------------------------
Είναι ένα σύμπτωμα -για την Γαλλία- το γεγονός πως μετά τον «δεξιό» Ντε Γκωλ, αυτό που μπόρεσε η Γαλλία να γεννήσει ήταν ο «αριστερός» μεταμοντερνισμός των Παρισίων - και η άκριτη εισαγωγή αυτού του «ιδιώματος» στην ελλαδική επικράτεια βέβαια είναι ενδεικτική, αλλά αυτά μας οδηγούν σε άλλα ζητήματα (iκαι ii) στα οποία θα επανέλθω εν καιρό. Ο Ντε Γκώλ είχε δηλώσει πως η ατλαντική αριστερά δεν είναι αριστερά (θυμίζω επίσης τη φράση του Κονδύληπερί της μετατροπής της «αριστεράς» σε ''σφογγοκωλάριο του αμερικανισμου'').
Μετά από αρκετά χρόνια το παρακάτω θα θεωρείται ίσως, ως ένα συμβολικό νοσταλγικό κύκνειο άσμα και μια τραγική ενθύμηση της οριστικής και αμετάκλητης συνειδητοποίησης του τέλους, της πτώσης και της ολοκληρωτικής παρακμής του γαλλικού αστικού πολιτισμού, δηλαδή του κυρίως ειπείν αστικού πολιτισμού (είναι άλλο πράγμα οι πολιτικές επαναστάσεις και άλλο πράγμα η βιομηχανική επανάσταση, για να μην αναφερθούμε καν στην «Γερμανία»).

ΗΓαλλική μελαγχολική νοσταλγία και πολιτισμική συνειδητοποίηση


και
Τογερμανικό poppish μαζικοχαζοχαρούμενο ευτυχισμένο puppy
(της «δουλευταραδοσίνης» και της παραγωγικότητας διοχετευόμενης σε γουτζουγουτζουλινίστικες ψευτοηδονιστικές τάσεις «ευτυχίας»)



Ευρώπη;...
Ποια Ευρώπη;...

Είναι ενδιαφέρουσα η παρατήρηση πως η ακμή της Γερμανίας και η κυριαρχία της στην «Ευρώπη» (μετά από προσπάθειες ενός αιώνα) συνέπεσε τελικά με την πολιτισμική -και όχι μόνο- παρακμή της «Ευρώπης».

---------------------------------------------------------------

Ο Ραμονέ εξετάζει στο βιβλίο του σημαντικά ζητήματα, όπως οι επιπτώσεις της παγκοσμιοποίησης στην εξουσία του εθνικού κράτους, η άνοδος των εθνικισμών, η διεύρυνση του χάσματος Βορρά-Νότου και η υποβάθμιση του περιβάλλοντος. Η Γεωπολιτική του Χάουςυπογραμμίζει τους κινδύνους από την εμφάνιση των χρηματιστηριακών κερδοσκόπωνκαι τη δημιουργία μιας «καζίνο-οικονομίας» που συχνά δεν έχει καμία σχέση με την πραγματική οικονομία. Επίσης τονίζει την τραγική ανισότητα που χαρακτηρίζει τον σύγχρονο κόσμο με το πιο πλούσιο ένα πέμπτο του πληθυσμού να διαθέτει το 80% των πόρων και το πιο φτωχό ένα πέμπτο να διαθέτει μόλις το 0,5%. Ακόμη, ο Ραμονέ επισημαίνει με διαύγεια πολλά από τα μεγάλα ζητήματα που απασχολούν σήμερα τις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες, όπως η αντιφατική σχέση οικονομικής φιλελευθεροποίησης και εκδημοκρατισμού. Ωστόσο πίσω από την επιχειρηματολογία του Ραμονέ κρύβεται η ανησυχία για τις αρνητικές επιπτώσεις της παγκοσμιοποίησης στη γαλλική ταυτότητα:

«Η αγορά χωρίς σύνορα και η παγκοσμιότητα (...) θέλουν να επιβάλλουν παντού τους ίδιους κανόνες παραγωγής και τον ίδιο τρόπο ζωής»

Αυτό που φαίνεται να ενοχλεί ιδιαίτερα τον διευθυντή της Le Monde Diplomatique -όπως και τον Todd και άλλους γεωπολιτικούς αναλυτές στην Γαλλία και αλλού- είναι ότι ο κυρίαρχος νέος παγκόσμιος τρόπος ζωής δεν είναι ο γαλλικός αλλά ο αγγλοσαξονικός [σημ. Δ`~. Ίσως οι Γάλλοι να γνωρίζουν καλά ποιά είναι η σχέση εθνικού συμφέροντος και οικουμενικού καλού]. Θεωρώντας ότι η εξέλιξη του Διαδικτύου δημιουργεί μια νέα ανισότητα μεταξύ πλουσίων και φτωχών σε πληροφορίες, ο γάλλος διανοούμενος δεν μπορεί να κρύψει την πικρία του για το ότι το 60% των υπολογιστών που ήταν συνδεδεμένοι με το Διαδίκτυο το 1996 άνηκαν σε Αμερικανούς και για το ότι η γλώσσα που κυριαρχεί στον κυβερνοχώρο είναι τα αγγλικά (i, iiκαι iii).

Αστέρης Χουλιάρας

Ολοκλήρωση μέρους β´


.~`~.
Για τον γυάλινο πύργο' μικρά «ευρωπαϊκά» α´.
ΙΙ

Όταν οι μεγάλες δυνάμεις παρακμάζουν γίνονται αδιάφορες, δεν έχουν ενδιαφέρον. Ακριβώς όπως η Αθήνα και η Σπάρτη μετά από την άνοδο της Ρώμης, η Γερμανία και η Γαλλία είναι αδιάφορες τώρα. Μερικοί άνθρωποι υποστηρίζουν πόσο θαυμάσιο είναι είναι ότι η Ευρώπη έχει γίνει ειρηνική, αλλά αυτοί οι άνθρωποι γνωρίζουν τίποτα από ιστορία; Μια αναπόφευκτη συνέπεια των μεγάλων δυνάμεων που οδεύουν προς την παρακμή είναι ότι γίνονται ειρηνικότερες. Δεν πρέπει να αναμένουμε τίποτα λιγότερο απ' αυτούς.

Η αναρχία είναι η βασική αιτία και η βασική συνθήκη της διεθνούς πολιτικής και έτσι είναι παρούσα και στην Ευρώπη. Αλλά δεν έχει τις ίδιες επιπτώσεις... Εν πάση περιπτώσει, ποιος νοιάζεται για την αναρχία στην Ευρώπη; Τι υπάρχει να μετριαστεί, να αμβλυνθεί εκεί; Ότι υπήρχε έχει μετριαστεί ήδη. Οι χώρες πολεμούν, παρακμάζουν και γίνονται ειρηνικότερες.

Όπως και να' χει, η Ευρώπη θα γίνει ενδιαφέρουσα μόνο όταν διαμορφώσει μια πραγματικά ενοποιημένη κυρίαρχη χώρα, αλλά αυτό δεν πρόκειται να συμβεί σύντομα. Η Ευρώπη είναι βαρετή και εύπορη. Είναι σε ευτυχή θέση, ας την απολαύσει λοιπόν.

Η πίστη των Ευρωπαίων στον εαυτό τους, που έχει τις ρίζες της στο χριστιανισμό, τον καπιταλισμό, το Διαφωτισμό και την τεράστια τεχνολογική υπεροχή τους, τους έκανε να θεωρήσουν για ένα πολύ μεγάλο διάστημα ότι αποτελούσαν πολιτισμικό μοντέλο για την υφήλιο. Η εμπιστοσύνη τους στην παγκόσμια αποστολή της Ευρώπης ήταν ήδη φανερή τον δέκατο έβδομο και δέκατο όγδοο αιώνα και έφτασε στο απόγειο της στην εποχή του ιμπεριαλισμού. Ο Χίτλερ ήταν από πολλές απόψεις η κορυφαία της μορφή, και μέσω της ναζιστικής Νέας Τάξης έφτασε πιο κοντά στην πραγματοποίηση της απ' οποιονδήποτε άλλον... Τα όνειρα της αιώνιας ειρήνης έχουν μακριά ιστορία στην ευρωπαϊκή σκέψη και ήταν φυσικό να αναδυθούν και πάλι μέσα από το αιματοκύλισμα των μέσων του εικοστού αιώνα. Ιδίως η επιθυμία να πάψει η γαλλογερμανική σύγκρουση που προκάλεσε τρεις πολέμους μέσα σε λιγότερο από έναν αιώνα, έπαιξε σημαντικό ρόλο στο σχηματισμό της Κοινής Αγοράς... Σε παγκόσμιο επίπεδο η Ευρώπη έχει χάσει τα πρωτεία της, και ίσως είναι αυτό που οι Ευρωπαίοι δυσκολεύονται περισσότερο ν' αποδεχτούν...

Σύμφωνα με τον μύθο, ο οποίος τροφοδοτεί τους πανηγυρικούς λόγους των Ευρωπαίων πολιτικών, οι λαοί της ευρωπαϊκής ηπείρου, διδαγμένοι από τις πικρές εμπειρίες, μπήκαν επιτέλους στον δρόμο της λογικής και ενσάρκωσαν σε οικονομικούς και πολιτικούς θεσμούς τη βούλησή τους για ειρηνική συμβίωση. Η εδραίωση των θεσμών τούτων ισοδυναμεί λοιπόν με εργασία προς χάριν της ειρήνης, ενώ η υπονόμευσή τους με την επιστροφή σε εποχές απαίσιας μνήμης. Ο μύθος τούτος είναι αυτάρεσκος...
Οι αιματηρές συγκρούσεις ανάμεσα σε μεγάλα έθνη της δυτικής και της κεντρικής Ευρώπης έγιναν στις μέρες μας αδιανόητες επειδή η Ευρώπη έχασε την παγκόσμια κυριαρχία, ούτως ώστε οι ενδοευρωπαϊκοί ανταγωνισμοί δεν έχουν πλέον καθοριστική κοσμοϊστορική σημασία· γι’ αυτό και η έντασή τους κατ’ ανάγκη έπεσε κατακόρυφα... Το τέλος της παγκόσμιας κυριαρχίας της Ευρώπης συνέπεσε χρονικά με το τέλος των ευρωπαϊκών Νέων Χρόνων, όπως άλλωστε και η αρχή των Νέων Χρόνων σήμανε την αρχή της παγκόσμιας κυριαρχίας της Ευρώπης. Τούτο σημαίνει: οι Νέοι Χρόνοι δεν ήσαν μονάχα (στην προοπτική της ιστορίας των ιδεών) ευρωπαϊκό φαινόμενο με την ειδοποιό έννοια του όρου, αλλά και (από οικονομική και πολιτική άποψη) ένα ευρωκεντρικό φαινόμενο.
Όποιος θεωρεί ότι εδώ πρυτάνευσε ο ειρηνόφιλος Λόγος, είναι απροετοίμαστος απέναντι σε άσχημες εξελίξεις εντός της Ευρώπης και επι πλέον εκτίθεται στον κίνδυνο να επεκτείνει αυτή του τη θεώρηση σε ολόκληρο το πλανητικό τοπίο, δηλαδή να αποδώσει στην Ευρωπαϊκή Ένωση χαρακτήρα προτύπου και να προσδοκά την λύση των παγκόσμιων προβλημάτων από ένα παγκόσμιο κράτος, το οποίο θα στηριζόταν στη συναίνεση και θ' αποτελούσε μιαν Ευρωπαϊκή Ένωση In magno.

.~`~.
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική

Τα όργανα της πληροφορίας - Το δίκτυο Echelon. Με αφορμή την «έκπληξη, εταίρων, φίλων και συμμάχων»...

$
0
0

Η πληροφορία, που πολύ συχνά συγχέεται με μια από τις συνιστώσες της, την κατασκοπία, είναι απαραίτητη για την καθοδήγηση της δράσης και αποτελεί σε όλον τον κόσμο μια δραστηριότητα κοινότοπη, αναγκαία και θεμιτή. Η πληροφορία παραμένει σε μόνιμη ροή τόσο σε περίοδο ειρήνης όσο και κατά τον πόλεμο. Οπωσδήποτε, η άμεσα συνδεόμενη με την επιχειρησιακή δράση στρατιωτική πληροφορία αποτελεί εξειδικευμένη δραστηριότητα.
Ο λόγος ύπαρξης της πληροφορίας συνίσταται στο να μεταδίδει στον πολιτικό ηγέτη, στον στρατιωτικό αρχηγό και, όλο και περισσότερο, στον αρχηγό της επιχείρησης εκείνα τα στοιχεία τα οποία αυτός χρειάζεται προκειμένου να διαμορφώσει άποψη και να πάρει αποφάσεις.

Τα μέσα
Μέχρι στιγμής, οι ΗΠΑδιαθέτουν σ' αυτόν τον τομέα την καλύτερη οργάνωση σε ολόκληρο τον κόσμο. Περιλαμβάνει την CIA, άμεσα συνδεδεμένη με τον πρόεδρο, την DIA (Defense Intelligence Agency), η οποία χειρίζεται τη στρατιωτική πληροφόρηση, και, κυρίως, την NSA (National Security Agency), η οποία ιδρύθηκε το 1947 και προικίστηκε με έναν προϋπολογισμό περισσότερων των 3 δισεκατομμυρίων δολαρίων (πολύ υψηλότερος εκείνου της CIA), που καλύπτει την ηλεκτρονική πληροφορία. Έτσι, η NSA ελέγχει τις τηλεφωνικές επικοινωνίες, τα φαξ, τις ερτζιανές επικοινωνίες, τα e-mails σε ολόκληρο τον κόσμο. Εργάζεται προς αυτόν τον σκοπό μέσω της μορφοποίησης προγραμματισμένων αποκωδικοποιήσεων, λέξεων κλειδιά κ.λπ Συνέβαλε στη διαμόρφωση του μυστικού δικτύου Έσελον (η ύπαρξη του δεν έχει αναγνωριστεί επισήμως), το οποίο συνενώνει τις υπηρεσίες παρακολούθησης των μεταδόσεων και επικοινωνιών πέντε αγγλοσαξονικών χωρών: των ΗΠΑ, του Καναδά, του Ηνωμένου Βασιλείου, της Αυστραλίας και της Νέας Ζηλανδίας [δηλαδή της Αγγλοαμερικανίας ή Αγγλοσαξονίας ή του θαλάσσιου-νησιωτικού γερμανόγλωσσου κλάδου - ο άλλος είναι ο ηπειρωτικοευρωπαϊκός]. Το Έσελον, διαθέτοντας δορυφόρους και σταθμούς αυτόματης λήψης που καλύπτουν όλο τον κόσμο, χειρίζεται περίπου 3 δισεκατομμύρια επικοινωνίες ημερησίως (2003).
Κι όμως, παρά την ύπαρξη αυτού του γιγαντιαίου μηχανισμού, δεν κατέστη δυνατόν να εντοπιστεί η οργάνωση των επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, παρότι το τρομοκρατικό δίκτυο ήταν εγκατεστημένο σε τρεις ηπείρους.

Εξ αρχής (1948), το Έσελον θεωρήθηκε αγγλοσαξονικό όργανο συλλογής πληροφοριών που προέρχονται από την Ανατολή. Από το τέλος του ψυχρού πολέμου, αυτό το δίκτυο μεταβλήθηκε σημαντικά προς την κατεύθυνση της οικονομικής πληροφόρησης, κυρίως απέναντι στους Ιάπωνες και Ευρωπαίους ανταγωνιστές. Το κοινοβούλιο του Στρασβούργου έχει εγείρει σχετική διαμαρτυρία (2003).

Οι δυσκολίες
Εκτός από τον ανταγωνισμό μεταξύ των υπηρεσιών, τίθεται τρία κρίσιμα ερωτήματα:
- Η έκταση της πληροφορίας, λόγω του τεράστιου όγκου των δεδομένων τα οποία μπορούν να συγκεντρωθούν, αλλά δεν έχουν αξία παρά μόνο εάν αναλυθούν σωστά και εγκαίρως.
- Η επιζητούμενη ισορροπία μεταξύ της «τεχνικής» πληροφορίας και της «ανθρώπινης» πληροφορίας: η επαλήθευση, η διασταύρωση, η ερμηνεία απαιτούν τη γνώση των ανθρώπων και του εκάστοτε περιβάλλοντος. Πρόκειται για την τρομερή κοινοτοπία που συνεχώς ανακύπτει: οι μηχανές δεν μπορούν να αντικαταστήσουν την ανθρώπινη σκέψη.
- Η ποιότητα της σχέσης ανάμεσα στον ιθύνοντα και στην υπηρεσία πληροφόρησης του. Εάν δεν υπάρχει εμπιστοσύνη, η πληροφορία καθίσταται άχρηστη, εάν ο σύνδεσμος είναι άσχημα οργανωμένος, η πληροφορία χάνει κάθε χρησιμότητα. Η ιστορία βρίθει τέτοιων «εκπλήξεων» (εισβολή του Χίτλερ στη Σοβιετική Ένωση, έκρηξη του πολέμου του Κιπούρ), οι οποίες προκύπτουν από την άρνηση του αρχηγού να εμπιστευτεί εκείνο που του μεταφέρουν ή από το μπλοκάρισμα των συνεργατών από συμβούλους που μεριμνούν ώστε να μην ενοχλήσουν τον πρόεδρο «τους».
Η σύμπτωση τεχνικής ανεπάρκειας και ανθρώπινης αμέλειας φέρνουν την καταστροφή.

François Géré


.~`~.
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική

Πλανητικός μετασχηματισμός - Tο τέλος του μακρού 20ού αιώνα.

$
0
0

.~`~.
I

Γράφοντας σχεδόν πριν από 20 χρόνια, λίγο μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, ο Βρετανός ιστορικός Έρικ Χομπσμπάουμμίλησε για τη διάχυτη σύγχυση που επικρατεί σχετικά με το που κατευθύνεται ο κόσμος: «Σαν να είχαμε περικυκλωθεί από μια παγκόσμια ομίχλη», έγραφε. Στα τέλη του 20ουαιώνα, οι πολίτες του κόσμου ήταν βέβαιοι «ότι μια ιστορική εποχή τερματίζεται. Αλλά δεν γνώριζαν σχεδόν τίποτε περισσότερο»1. Κατά τις δύο δεκαετίες που μεσολάβησαν, παρόλο που η «νέα εποχή» συνέχισε να παίρνει μορφή, η «παγκόσμια ομίχλη» δεν έχει ακόμα σκορπιστεί.
Οι προσεγγίσεις ως προς την φύση της παγκόσμιας αλλαγήςέχουν διαφοροποιηθεί σημαντικά. Στα τέλη της δεκαετίας του 1990, εν μέσω της εκτεταμένης οικονομικής άνθησης των Ηνωμένων Πολιτειών, και όταν δεν υπήρχε κανένας σοβαρός ανταγωνιστής της παγκόσμιας αμερικανικής ισχύος, πολλοί μιλούσαν για έναν επικείμενο «δεύτερο αμερικανικό αιώνα». Αυτές οι προβλέψεις έφτασαν στο απόγειό τους έπειτα από την χρηματοπιστωτική κρίση των ασιατικών χωρών του 1997. Αλλά εν συνεχεία, η κατάσταση αντιστράφηκε, αρχικά με το σπάσιμο της χρηματιστηριακής φούσκας της Νέας Οικονομίας στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης το 2000-2001, και αμέσως μετά με την πανωλεθρία στο Ιράκκαι την αποτυχία των σχεδίων της κυβέρνησης Μπουςγια έναν Νέο Αμερικάνικο Αιώνα. Με την χρηματιστηριακή κατάρρευση που είχε ως επίκεντρο την Αμερική το 2008 και την συνεχιζόμενη, ραγδαία ανάπτυξη της Κίνας, η συζήτηση για έναν «δεύτερο αμερικανικό αιώνα» έλαβε τέλος. Αντίθετα, πολλαπλασιάστηκαν οι προβλέψεις για έναν επικείμενο κινέζικο αιώνα. Την ίδια στιγμή, οι προβλέψεις για το τέλος της παγκόσμιας αμερικανικής ηγεμονίας πολλαπλασιάστηκαν θυμίζοντας τη δεκαετία του 1970, όταν η αμερικάνικη ήττα στο Βιετνάμ, η πετρελαϊκή κρίση και ο στασιμοπληθωρισμός διαμόρφωναν μια αίσθηση βαθύτατης κρίσης (iκαι ii).
Τι νόημα έχουν αυτές οι κυμαινόμενες εκτιμήσεις για την περίοδο της παγκόσμιας ιστορίας στην οποία έχουμε εισέλθει; Σε αυτό το κείμενο, υποστηρίζουμε ότι μια σύγκριση με προηγούμενες φάσεις ανάλογες με την παρούσα, μπορεί να μας βοηθήσει να ερμηνεύσουμε την αλλαγή αντιλήψεων, αλλά και να σκορπίσει την παγκόσμια ομίχλη που μας περιβάλει2. Με ποιά φάση άραγε μπορούμε να συγκρίνουμε την παρούσα; Συχνά επισημαίνονται οι ομοιότητες μεταξύ των αρχών και του τέλους του 20ουαιώνα. Και στις δύο φάσεις, το χρηματο-οικονομικό κεφάλαιο κατέλαβε ηγεμονική θέση στην παγκόσμια οικονομία συγκριτικά με το επενδυόμενο στην παραγωγή. Επιπλέον, και στις δύο περιόδους, η χρηματιστικοποίηση των οικονομικών δραστηριοτήτων αποδείχθηκε μάλλον αποσταθεροποιητική και κατέληξε σε μείζονες κρίσεις, αυτές του 1929 (i) και του 2008.
Όντως, αυτές οι δύο φάσεις χρηματιστικοποίησης είναι ανάλογες. Αλλά η ανάδειξη των χρηματο-οικονομικών δραστηριοτήτων σε ηγεμονική θέση στον παγκόσμιο καπιταλισμό δεν παρατηρήθηκε μόνον στα τέλη του 19ουκαι του 20ουαιώνα. Όπως έχει επισημάνει και ο Γάλλος ιστορικός Φερνάντ Μπρωντέλ, η χρηματιστικοποίηση του κεφαλαίου αποτελεί ένα επαναλαμβανόμενο στοιχείο του ιστορικού καπιταλισμού, ήδη από τα πρώτα του βήματα. Γράφοντας κατά την δεκαετία του 1970 (δηλαδή, πριν από την έναρξη της τελευταίας φάσης χρηματιστικοποίησης), ο Μπρωντέλ προσδιόρισε τρεις περιόδους συστημικής χρηματο-οικονομικής επέκτασης: Στα μέσα του 16ουαιώνα (με επίκεντρο τις ιταλικές πόλεις-κράτη), κατά τα μέσα του 17ουαιώνα (με επίκεντρο την Ολλανδία), και στα τέλη του 19ουαιώνα (με επίκεντρο το Ηνωμένο Βασίλειο)3. Σ’ αυτό το κείμενο, θεωρούμε αυτές τις τρείς παλιότερες περιόδους χρηματο-οικονομικής επέκτασης κατάλληλες για ιστορικές συγκρίσεις ώστε να κατανοήσουμε την παρούσα (τέταρτη) περίοδο συστημικής χρηματο-οικονομικής επέκτασης.
Όπως και σήμερα, κάθε μια από τις προηγούμενες περιόδους χρηματιστικοποίησης διαδεχόταν μια μακρά περίοδο υλικής επέκτασης της παγκόσμιας οικονομίας, κατά την οποία το κεφάλαιο διοχετευόταν κυρίως στο εμπόριο και την παραγωγή, και όχι στη χρηματιστική διαμεσολάβηση και την κερδοσκοπία. Η Γένοβα, η Ολλανδία, η Βρετανίακαι οι Ηνωμένες Πολιτείεςκατέκτησαν διαδοχικά την παγκόσμια πρωτοκαθεδρία, έχοντας πρωτοστατήσει σε κάποια μεγάλη επέκταση της παγκόσμιας οικονομίας (όπως συνέβη, για παράδειγμα, κατά την διάρκεια της καθοδηγούμενης από τις ΗΠΑ «χρυσής εποχής» του φορντισμού-κεϋνσιανισμού κατά τις δεκαετίες του ’50 και του ’60). Σ’ ένα ορισμένο σημείο, αυτές οι υλικές επεκτάσεις έφταναν στα όριά τους (για λόγους που θα συζητήσουμε αργότερα), και όταν συνέβαινε κάτι τέτοιο, η κυρίαρχη δύναμη της εποχής προωθούσε μια συστημική μετάβαση από τις επενδύσεις στο εμπόριο και την παραγωγή προς τη χρηματιστική διαμεσολάβηση.
Η φάση της υλικής επέκτασης, και η φάση της χρηματο-οικονομικής επέκτασης που την διαδέχεται, συνθέτουν αυτό που έχουμε αποκαλέσει εκτεταμένο αιώνα ή συστημικό κύκλο συσσώρευσης (ΣΚΣ). Μπορούμε να προσδιορίσουμε τέσσερις (εν μέρει αλληλοεπικαλυπτόμενους) εκτεταμένους αιώνες ή ΣΚΣ: (1) Έναν γενουατικό-ιβηρικόκύκλο, που εκτείνεται από τον 15ομέχρι τις αρχές του 17ουαιώνα. (2) έναν ολλανδικό, που εκτείνεται από τα τέλη του 16ουαιώνα μέχρι τα τέλη του 18ου. (3) έναν βρετανικό κύκλο, που εκτείνεται από τα μέσα του 18ουμέχρι το τέλος του 19ουαιώνα. και (4) έναν αμερικανικό, που εκτείνεται από τα τέλη του 19ουαιώνα μέχρι σήμερα. Κάθε κύκλος παίρνει το όνομά του (και προσδιορίζεται) από το σύμπλεγμα των κυβερνητικών και επιχειρηματικών παραγόντων που καθοδηγεί το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα κατά την φάση τόσο της υλικής όσο και της χρηματο-οικονομικής επέκτασης, που από κοινού διαμορφώνουν τον εκτεταμένο αιώνα.
Και στις τρείς περιπτώσεις που πραγματεύτηκε οΜπρωντέλ, οι χρηματο-οικονομικές επεκτάσεις οδήγησαν σε μια μεγάλη ανάκαμψη της ισχύος και ευημερίας της ηγέτιδας καπιταλιστικής χώρας της περιόδου (π.χ. μια δεύτερη χρυσή εποχή για τους Ολλανδούς ή η Βικτωριανή μπέλ επόκ για τη Βρετανία). Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση, η ανάκαμψη της παγκόσμιας ισχύος και ευημερίας ήταν βραχύβια. Για τον Μπρωντέλ, οι αλληλοδιάδοχες μετακινήσεις των Γενουατών, των Ολλανδών και των Βρετανών καπιταλιστών από το εμπόριο και την παραγωγή στις χρηματο-οικονομικές δραστηριότητες αποτελούσε την ένδειξη ότι η υλική επέκταση είχε αγγίξει την «ωριμότητά της»· ήταν ένα «σημάδι του φθινοπώρου». Η χρηματο-οικονομική φάση αποτελούσε το πρελούδιο για την τελική κρίση της παγκόσμιας ηγεμονίας και την άνοδο ενός νέου γεωγραφικού επίκεντρου της παγκόσμιας οικονομικής και στρατιωτικής ισχύος.
Πρόκειται για ένα σχήμα που επαναλαμβάνεται και σήμερα; Μήπως βιώνουμε το «φθινόπωρο» της παγκόσμιας αμερικανικής ηγεμονίας; Σ’ αυτό το κείμενο, υποστηρίζουμε ότι η οικονομική κατάρρευση του 2008 αποτελεί έναν από τους πιο πρόσφατους δείκτες που επιβεβαιώνουν ότι όντως έτσι έχουν τα πράγματα. Όπως με τους Γενουάτες, τους Ολλανδούς και τους Βρετανούς πρωτύτερα, το αμερικανικό κεφάλαιο στράφηκε ολοένα και περισσότερο προς τις χρηματο-οικονομικές δραστηριότητες, εγκαταλείποντας το εμπόριο και την παραγωγή, καθώς η μείζων παγκόσμιας κλίμακας υλική επέκταση, θεμελιωμένη στον φορντισμό-κεϋνσιανισμό, έφτασε στα όριά της κατά την δεκαετία του ’80. Μετατοπίζοντας το ενδιαφέρον τους στις χρηματο-οικονομικές δραστηριότητες, οι ΗΠΑ πέτυχαν να προσελκύσουν κεφάλαια από ολόκληρο τον πλανήτη, χρηματοδοτώντας τόσο τη γιγάντια ανάπτυξη του χρηματιστηρίου τους όσο και την θεαματική επέκταση του στρατού τους. Η Σοβιετική Ένωση κατέρρευσε υπό την πίεση, ενώ οι ΗΠΑ βίωναν τη δική τους μπελ επόκ, επι της προεδρίας του Ρέιγκαν και του Κλίντον. Κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1990, η κρίση της δεκαετίας του ’70 έμοιαζε σαν μακρινή ανάμνηση, και οι προβλέψεις για έναν Δεύτερο Αμερικανικό Αιώνα γενικεύτηκαν.
Στην πραγματικότητα όμως, αυτοί που προέβλεπαν έναν επικείμενο Δεύτερο Αμερικάνικό Αιώνα, συνέχεαν το «φθινόπωρο» της παγκόσμιας αμερικανικής ηγεμονίας με μια «νέα άνοιξη». Για να το θέσουμε διαφορετικά, βρισκόμαστε μπροστά στο τέλοςτου εκτεταμένου εικοστού αιώνα – που αρχίζει με τη χρηματο-οικονομική επέκταση του τέλους του 19ουαιώνα, και τελειώνει μέχρι την πρόσφατη ανάλογη επέκταση, και ο οποίος ταυτίστηκε με την ανάδυση, την άνθιση και την παρακμή της αμερικάνικης εποχής στην παγκόσμια ιστορία του καπιταλισμού. Αυτό το κείμενο, επιχειρεί να απαντήσει στο ερώτημα του εάν το «φθινόπωρο» της παγκόσμιας αμερικανικής οικονομικής και στρατιωτικής ισχύος θα μπορούσε να ειδωθεί (εκ των υστέρων) ως η «άνοιξη» μιας νέας παγκόσμιας οικονομικής και στρατιωτικής δύναμης, όπως συνέβη με τις τρείς προηγούμενες χρηματο-οικονομικές επεκτάσεις.
Στη συνέχεια του κειμένου, συγκρίνουμε την παρούσα με τις προηγούμενες φάσεις χρηματιστικοποίησης, και τον εκτεταμένο εικοστό με τους προηγούμενους εκτεταμένους αιώνες, μέσα από τρεις βασικές παραμέτρους. Στην πρώτηενότητα, αναζητούμε τις ομοιότητεςμεταξύ των τριών προηγούμενων φάσεων χρηματιστικοποίησης, εστιάζοντας σε σχήματα που επαναλαμβάνονται μέσα στο χρόνο. Στην επόμενηενότητα, εστιάζουμε στα σχήματα της εξέλιξης. Διότι οι εκτεταμένοι αιώνες δεν θα πρέπει να θεωρηθούν ως επαναλαμβανόμενα (κυκλικά) φαινόμενα. αντίθετα, οι χρηματο-οικονομικές επεκτάσεις που σφραγίζουν την αρχή και το τέλος κάθε εκτεταμένου αιώνα, υπήρξαν φάσεις ριζικής αναδιοργάνωσης του παγκόσμιου συστήματος. Καταδεικνύουμε πως αυτές οι διαδοχικές αναδιοργανώσεις παρήγαγαν ένα εξελικτικό σχήμα κατά το οποίο το κυρίαρχο σύμπλεγμαεπιχειρήσεων και κυβερνήσεων διευρύνεται μέσα στο χρόνο, ως προς το μέγεθος, την ισχύ και την πολυπλοκότητα – συμπεριλαμβανομένης και της κοινωνικής πολυπλοκότητάς του.
Τα σχήματα της επανάληψης και της εξέλιξης που συνοψίζονται στις ακόλουθες δύο ενότητες μας βοηθούν να ξεκαθαρίσουμε τις πιθανές εναλλακτικές εκδοχές του μέλλοντος που ανοίγονται μπροστά μας αυτή τη στιγμή. Αλλά, όπως υποστηρίζουμε στην τελευταία ενότητα αυτού του κειμένου, δεν μπορούμε απλώς να προβάλουμε στο μέλλον τα σχήματα μιας απλής επανάληψης και εξέλιξης του παρελθόντος. Το τελευταίο μέρος του κειμένου εντοπίζει συγκεκριμένες ανωμαλίεςπου αναμένεται να διαφοροποιήσουν τη μελλοντική εξέλιξη από τα παλαιότερα μοντέλα, και κλείνει με μια πραγμάτευση των «πιθανών εκδοχών του μέλλοντος».


.~`~.
Επανάληψη
II

Ένα επαναλαμβανόμενο θέμα στον δεύτερο και τον τρίτο τόμο της τριλογίας του Φερνάντ Μπρωντέλ, Υλικός πολιτισμός, οικονομία και καπιταλισμός–η οποία αποτελεί μια λεπτομερέστατη περιήγηση της περιόδου από τον 15ομέχρι τον 18οαιώνα– είναι ότι η επαναλαμβανόμενη πρωτοκαθεδρία των χρηματο-οικονομικών δραστηριοτήτων αποτελεί χαρακτηριστικό του ιστορικού καπιταλισμού από τα πρώτα του βήματα. «Το χρηματο-οικονομικό κεφάλαιο», γράφει ο Μπρωντέλ, «δεν ήταν κάποιο νεογέννητο βρέφος των αρχών του 20ού αιώνα ». Επισημαίνει, αντίθετα, τουλάχιστον δύο παλαιότερα κύματα χρηματο-οικονομικής επέκτασης –περιόδους κατά τις οποίες «το χρηματο-οικονομικό κεφάλαιο ήταν… σε θέση να αναλάβει και να κυριαρχήσει, τουλάχιστον προς στιγμήν, σ’ όλες τις δραστηριότητες του επιχειρηματικού κόσμου». Το πρώτοκύμα της χρηματιστικοποίησης ξεκίνησε γύρω στο 1560, όταν οι ηγέτιδες ομάδες της γενουατικής επιχειρηματικής διασποράς εγκατέλειψαν σταδιακά το εμπόριο για να εξειδικευτούν στις χρηματο-οικονομικές δραστηριότητες· το δεύτερογύρω στα 1740, όταν οι Ολλανδοί άρχισαν να εγκαταλείπουν το εμπόριο για να γίνουν οι «τραπεζίτες της Ευρώπης»4.
Από αυτή τη σκοπιά, οι χρηματο-οικονομικές επεκτάσεις που ξεκίνησαν κατά τα τέλη του 19ουκαι του 20ουαιώνα αποτελούν το 3οκαι το 4οκύμα μιας περιοδικά επαναλαμβανόμενης διαδικασίας του παγκόσμιου συστήματος. Κατά την διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσηςτου 1873-1896, και μετά από αυτήν, όταν είχε γίνει σαφές ότι το «φανταστικό ταξίδι της βιομηχανικής επανάστασης» είχε δημιουργήσει ένα υπερπλεόνασμα κεφαλαίων που δεν μπορούσε να επενδυθεί επικερδώς στις βιομηχανικές δραστηριότητες, οι Βρετανοίεγκατέλειψαν σταδιακά τη βιομηχανία για να εξειδικευτούν στις χρηματο-οικονομικές δραστηριότητες. Την περίοδο που ο Μπρωντέλ συνέγραφε την τριλογία του, το τέταρτο (δηλαδή, το τωρινό) κύμα της χρηματιστικοποίησης δεν είχε ξεκινήσει ακόμα· αλλά σήμερα μπορούμε να διαπιστώσουμε την επανάληψη του ίδιου φαινομένου: Κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 20ουαιώνα, έγινε σαφές ότι η χρυσή εποχή του φορντισμού-κεϋνσιανισμού δημιούργησε ένα υπερπλεόνασμα κεφαλαίων που δεν μπορούσαν να επενδυθούν επικερδώς στις βιομηχανικές δραστηριότητες, και το αμερικάνικο κεφάλαιο στράφηκε στην εξειδίκευση στις χρηματο-οικο­νομικές δραστηριότητες, αντί για τη βιομηχανική παραγωγή. Από τα μέσα του 1990, το μερίδιο από το σύνολο των κερδών των αμερικανικών πολυεθνικών που αναλογούσε στις χρηματο-οικονομικές δραστηριότητες, την πίστη, και την αγορά γης (FIRE) ξεπέρασε εκείνο των κερδών που προέρχονταν από τη βιομηχανία5.
Είναι χρήσιμο να επαναδιατυπώσουμε τα συμπεράσματα του Μπρωντέλ, σχετικά με την περιοδική επανεμφάνιση του χρηματο-οικονομικού κεφαλαίου, υπό το φως της γενικής θεωρίας του κεφαλαίου του Μαρξ, που συχνά θεωρείται ότι αναλύει τη λογική των επενδυτικών αποφάσεων των καπιταλιστών σε ατομικό επίπεδο6. Οι καπιταλιστές τοποθετούν τα κεφάλαιά τους σε προϊόντα που χρησιμεύουν στην παραγωγή (π.χ. μηχανές, εργασία) με την προσδοκία ότι θα κερδίσουν περισσότερα χρήματα σε κάποιο μελλοντική στιγμή μέσα στο χρόνο. Η συμμετοχή στην παραγωγή δεν είναι αυτοσκοπός. Εάν οι καπιταλιστές δεν περιμένουν να αυξηθούν τα χρηματικά τους κεφάλαια από τις επενδύσεις στην παραγωγή, ή αν αυτή η προσδοκία συστηματικά διαψεύδεται, τότε θα τείνουν να εγκαταλείψουν την παραγωγή και να στραφούν σε πιο ευέλικτες (ρευστές) μορφές επενδύσεων.
Αλλά το θεωρητικό σχήμα του Μαρξ μπορεί επίσης να ειδωθεί ως η ανίχνευση μιας συστημικής λογικής. Υπάρχουν φάσειςκατά τις οποίες η κυρίαρχη τάση μεταξύ των καπιταλιστών είναι να επενδύουν τα κεφάλαιά τους στην παραγωγή και το εμπόριο, εγκαινιάζοντας έτσι περιόδους γενικευμένης υλικής επέκτασης. Αλλά η ίδια η επιτυχία κάθε υλικής επέκτασης οδηγεί εντέλει σε υπερσυσσώρευση κεφαλαίων και μειώνει τις αποδόσεις των δραστηριοτήτων που πρωτύτερα την εξέτρεφαν. Η συνακόλουθη συρρίκνωση των κερδών προκαλεί μια στροφή: η κυρίαρχη τάση μεταξύ των καπιταλιστών γίνεται να κρατούν ένα ολοένα και μεγαλύτερο μέρος του κεφαλαίου τους σε ρευστή μορφή, δημιουργώντας τους «όρους της προσφοράς» για μια χρηματο-οικονομική επέκταση του συστήματος στο σύνολό του. Οι χρηματο-οικονομικές επεκτάσεις αποτελούν το σύμπτωμα μιας κατάστασης κατά την οποία, οι επενδύσεις στην επέκταση του εμπορίου και της παραγωγής, δεν επιτυγχάνουν πια την αύξηση της ροής χρηματικών κεφαλαίων προς την τάξη των καπιταλιστών τόσο αποδοτικά όσο οι αμιγώς χρηματο-οικονομικές δραστηριότητες.
Όπως έχουμε ήδη παρατηρήσει, οι παρελθούσες χρηματο-οικονομικές επεκτάσεις αποκατέστησαν προσωρινά την ισχύ και τις τύχες του ηγετικού καπιταλιστικού κράτους της εποχής (με πιο πρόσφατο παράδειγμα αυτό της μπέλ επόκ του Ρέιγκαν και του Κλίντον). Γιατί συνέβη αυτό; Με πολύ γενικούς όρους, η επιβράδυνση της υλικής επέκτασης, που σχετίζεται με την αρχική απογείωση της χρηματο-οικονομικής επέκτασης, κλονίζει τα δημοσιονομικάτων κρατών, τα οποία με τη σειρά τους αρχίζουν να ανταγωνίζονται πιο έντονα για το μετακινούμενο κεφάλαιο που κυκλοφορεί στις χρηματο-οικονομικές αγορές, πυροδοτώντας μια χρηματο-οικονομική επέκταση από την «πλευρά της ζήτησης». Η εκάστοτε παγκόσμια ηγεμονική δύναμη (Ολλανδία, Βρετανία, ΗΠΑ), εξαιτίας της συνεχιζόμενης κεντρικότητάς της στα χρηματο-οικονομικά δίκτυα, είναι σε καλύτερη θέση να χρησιμοποιήσει τον εντεινόμενο ανταγωνισμό για ρευστό κεφάλαιο προς όφελός της και να κερδίσει προνομιακή πρόσβαση στην υπεράφθονη ρευστότητα που συσσωρεύεται στις παγκόσμιες χρηματο-οικονομικές αγορές. Αυτό έγινε σαφές κατά το ’80 και το ’90, όταν οι ΗΠΑ πέτυχαν να προσελκύσουν ρευστά κεφάλαια απ’ όλο τον κόσμο, τροφοδοτώντας μια μακρόχρονη ανάπτυξη στο εσωτερικό τους και πυροδοτώντας μια σειρά σοβαρότατων κρίσεων χρέους στους υπολοίπους. Η πρώτη μεγάλη κρίση χρέους, επικεντρώθηκε στη Λατινική Αμερική στις αρχές του ’80, προκαλώντας αυτό που ο ΟΗΕ αποκάλεσε «χαμένη δεκαετία ανάπτυξης». Ακολούθησαν κρίσεις χρέους στην Ανατολική Ευρώπη και την Ανατολική Ασία.
Κατά το παρελθόν, μια νέα συστημική υλική επέκταση ξεκινούσε μόνο εάν και εφόσον υπήρχε μια ηγεμονική δύναμη ικανή να συγκροτήσει τις απαιτούμενες παγκόσμιες θεσμικές προϋποθέσεις (χρηματο-οικονομικές, γεωπολιτικές και κοινωνικές). Όταν συνέβαινε αυτό –όπως κατά τις δεκαετίες του ’50 και του ’60, όταν οι υποστηριζόμενοι από τις ΗΠΑ παγκόσμιοι οργανισμοί παρείχαν έναν ορισμένο βαθμό ασφάλειας και προβλεψιμότητας– οι καπιταλιστές διοχέτευαν μηχανικά τα κέρδη τους εκ νέου στην επέκταση του εμπορίου και της παραγωγής. Ωστόσο, τέτοιες παγκόσμιες θεσμικές συνθήκες δεν διαμορφώνονται εύκολα και γρήγορα. Κατά το παρελθόν, οι παρακμάζουσες δυνάμεις έχαναν τη δυνατότητα να διατηρούν τις παγκόσμιες θεσμικές προϋποθέσεις, προτούοι ανερχόμενες δυνάμεις αποκτήσουν την ικανότητα ή τη διάθεση να αναλάβουν το ρόλο του ηγέτη. Έτσι, οι μεταβατικέςφάσεις από τον έναν εκτεταμένο αιώνα στον επόμενο, υπήρξαν ιστορικά φάσεις γενικευμένου πολέμου και οικονομικών κρίσεων. Ακριβώς αυτό συνέβη κατά το πρώτο ήμισυ του 20ουαιώνα, με την μετάβαση από τη βρετανική στην αμερικανική ηγεμονία, ενώ ενδείξεις ενός αντίστοιχου διλήμματος μοιάζουν να απασχολούν σήμερα τον πλανήτη.
Ο Μαρξ, στην ανάλυσή του για την πρωταρχική συσσώρευση, διείδε ένα ιστορικό σχήμα κατά το οποίο οι επεκτάσεις του χρηματοοικονομικού συστήματος έπαιζαν καθοριστικό ρόλο για τη μεταφορά του πλεονάζοντος κεφαλαίου από τα παρακμάζοντα στα ανερχόμενα γεωγραφικά επίκεντρα του καπιταλιστικού εμπορίου και της παραγωγής. Ο Μαρξ διαπίστωσε μια ακολουθία που ξεκίνησε από τη Βενετία, η οποία «στην παρακμή της» δάνειζε τεράστια ποσά στην Ολλανδία. έπειτα, η Ολλανδίαδάνειζε «τεράστια κεφάλαια, ιδιαίτερα στη μεγάλη εχθρό της, Αγγλία» όταν «έπαψε να είναι το έθνος που υπερέχει στο εμπόριο και τη βιομηχανία»· και τέλος, η Αγγλίαέκανε το ίδιο έναντι των ΗΠΑ την εποχή του ίδιου του Μαρξ7. Έτσι, ξανά και ξανά, στη διάρκεια της ζωής του ιστορικού καπιταλισμού, οι επεκτάσεις του πιστωτικού συστήματος έπαιξαν κρίσιμο ρόλο για την επανεκκίνηση της συσσώρευσης κεφαλαίου σ’ ένα νέο γεωγραφικό επίκεντρο, ή, για να εκφραστούμε σύμφωνα με τη δικιά μας ορολογία, οι χρηματο-οικονομικές επεκτάσεις διαδραμάτισαν κρίσιμο ρόλο στην ανάδυση ενός νέου συστημικού κύκλου συσσώρευσης 8.
Για να το θέσουμε διαφορετικά, ιστορικά, οι χρηματο-οικονομικές επεκτάσεις υπήρξαν περίοδοι αλλαγής της ηγεμονίας, κατά την διάρκεια της οποίας μια νέα ηγεσία αναδυόταν παράλληλα και συν τω χρόνω αναδιοργάνωνε το σύστημα, θέτοντας τις προϋποθέσεις για μια νέα υλική επέκταση σε παγκόσμια κλίμακα. Οι χρηματο-οικονομικές επεκτάσεις δεν ήταν μόνο «το φθινόπωρο» του υφιστάμενου ηγεμόνα. σηματοδοτούσαν επίσης την «άνοιξη» μιας νέας μεγάλης φάσης καπιταλιστικής ανάπτυξης υπό μια νέα ηγεσία, ενός νέου εκτεταμένου αιώνα, δηλαδή, με νέο γεωγραφικό επίκεντρο. Αλλά επειδή αυτή η διαδικασία δεν ήταν ούτε απλή ούτε ομαλή, οι χρηματο-οικονομικές επεκτάσεις αποκορυφώνονταν σε αρκετά μεγάλες περιόδους γενικευμένου συστημικού χάους.


.~`~.
Εξέλιξη
III

Στην προηγούμενη ενότητα, επικεντρωθήκαμε στις αναλογίες μεταξύ των εκτεταμένων αιώνων. Εάν έπρεπε να εξάγουμε συμπεράσματα βασιζόμενοι μόνο στα σχήματα της επανάληψης, τότε θα καταλήγαμε στο ότι βρισκόμαστε στο «βαθύ φθινόπωρο» της αμερικάνικης ηγεμονίας και στην «πρώιμη άνοιξη» ενός νέου εκτεταμένου αιώνα με διαφορετικό γεωγραφικό επίκεντρο (ίσως την Ανατολική Ασία). Θα έπρεπε επίσης να ανησυχούμε γιατί εισερχόμαστε (ή έχουμε ήδη εισέλθει) σε μια εκτεταμένη φάση συστημικού χάους, και γενικευμένης ανθρώπινης δυστυχίας. Ωστόσο, ακριβώς επειδή το παγκόσμιο σύστημα έχει εξελιχθεί μέσα στο χρόνο, έχουμε περιορισμούς ως προς το τι μπορούμε να συμπεράνουμε σχετικά με το παρόν και το άμεσο μέλλον, επικεντρώνοντας μόνον στα σχήματα της επανάληψης. Σε αυτή την ενότητα, εστιάζουμε στα σχήματα της εξέλιξης.
Το σχήμα 1 συνοψίζει ένα ιστορικό σχήμα εξέλιξης το οποίο εστιάζει στα μεταβαλλόμενα χαρακτηριστικά των «κιβωτίων της εξουσίας» που φιλοξενούσαν τα στρατηγεία των κορυφαίων καπιταλιστικών μηχανισμών (δηλ. το κυρίαρχο σύμπλεγμα κυβέρνησης και επιχειρήσεων) των τεσσάρων διαδοχικών μακρών αιώνων: της Δημοκρατίας της Γένοβας, της Ολλανδικής Δημοκρατίας, του Ηνωμένου Βασιλείου και των ΗΠΑ9. Η κυρίαρχη πτυχή του εξελικτικού σχήματος που καταγράφεται στο σχήμα 1 είναι η τάση προς διεύρυνση κατά μέγεθος, ισχύ και πολυπλοκότητα του κυρίαρχου συμπλέγματος κυβέρνησης και επιχειρήσεων από τον έναν εκτεταμένο αιώνα στον άλλον.
Την εποχή της υλικής επέκτασής της, η Γένοβαήταν πόλη-κράτος. Ήταν μικρή σε μέγεθος, απλή στην οργάνωση, βαθιά διχασμένη κοινωνικά και μάλλον ανυπεράσπιστη στρατιωτικά, ένα αδύναμο κράτος σε σύγκριση με όλες τις μεγάλες δυνάμεις της εποχής, βάσει των περισσότερων κριτηρίων. Ο πλούτος της, την καθιστούσε ελκυστικό στόχο για κατάκτηση και επειδή δεν διέθεταν σημαντική στρατιωτική δύναμη, οι Γενουάτες έπρεπε να εξαρτούνται για την ασφάλειά τους από τους Ίβηρες μονάρχες, από τους οποίους «αγόραζαν προστασία». Η ολλανδική δημοκρατία, αντίθετα, ήταν μεγαλύτερη και πολύ πιο πολύπλοκη στην οργάνωσή της από την Γένοβα. Την εποχή της δικής της υλικής επέκτασης, ήταν αρκετά ισχυρή ώστε να κερδίσει την ανεξαρτησία της από την αποικιακή Ισπανία, να οικοδομήσει μια εξαιρετικά επικερδή αυτοκρατορία εμπορικών αποικιών, και να απαντάει στις στρατιωτικές προκλήσεις της Αγγλίας και της Γαλλίας. Έτσι, αντίθετα με τους Γενουάτες, οι Ολλανδοί δεν χρειαζόταν να «αγοράζουν προστασία» από άλλα κράτη· «παρήγαγαν» τη δικιά τους. Οι Ολλανδοί, με άλλα λόγια «εσωτερίκευαν» το κόστος της προστασίαςενώ οι Γενουάτες το εξωτερίκευαν, όπως δείχνει το σχήμα 1
Την εποχή της υλικής επέκτασης με επίκεντρο την Βρετανία, το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν ένα πλήρως αναπτυγμένο εθνικό κράτος με μια παγκόσμιας εμβέλειας εμπορική και εδαφική αυτοκρατορία, που προσέφερε στις άρχουσες τάξεις και τους καπιταλιστές της μια άνευ προηγουμένου εξουσία πάνω στους ανθρώπινους και τους φυσικούς πόρους του πλανήτη. Όπως και με την ολλανδική, η βρετανική καπιταλιστική τάξη δεν έπρεπε να βασίζεται σε ξένες δυνάμεις για προστασία (και οι δύο είχαν εσωτερικεύσει το κόστος προστασίας). Επιπλέον, ως το «εργαστήριο του κόσμου», η Βρετανία δεν χρειαζόταν να εξαρτάται από άλλους και για τα βιομηχανικά προϊόντα στα οποία στήριζε τις εμπορικές της δραστηριότητες. Οι Βρετανοί ξεπέρασαν τους Ολλανδούςεσωτερικεύονταςτα κόστη της παραγωγής.
 Τέλος, οι ΗΠΑ αποτέλεσαν ένα ηπειρωτικό στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα με τόση ισχύ ώστε να παρέχουν αποτελεσματική προστασία στον εαυτό τους και τους συμμάχους τους αλλά και για να εκτοξεύουν προς τους εχθρούς τους σοβαρές απειλές οικονομικού στραγγαλισμού και στρατιωτικής εξολόθρευσης. Αυτή η ισχύς, συνδυαζόμενη με το μέγεθος, την γεωγραφική απομόνωση, και τον φυσικό πλούτο των Ηνωμένων Πολιτειών, επέτρεψε στην καπιταλιστική τους τάξη να εσωτερικεύσει τα κόστη της προστασίας και της παραγωγής, όπως είχε κάνει και η βρετανική καπιταλιστική τάξη. Αλλά με το να καινοτομήσει στην οικοδόμηση κάθετα διαρθρωμένων πολυεθνικών επιχειρήσεων, η αμερικανική καπιταλιστική τάξη κατάφερε να εσωτερικεύσει και το «κόστος των συναλλαγών» – δηλαδή, να εσωτερικεύσει τις αγορές από τις οποίες εξαρτιόταν η αυτο-επέκταση του κεφαλαίου.
Εάν έπρεπε να συναγάγουμε συμπεράσματα που να βασίζονται στα σχήματα της εξέλιξης που συζητήσαμε σ’ αυτή την ενότητα, τότε θα προβλέπαμε ότι το κυβερνητικό-επιχειρηματικό σύμπλεγμα (i, iiκαι iii) που θα ηγηθεί σε οποιονδήποτε μελλοντικό κύκλο συσσώρευσης θα πρέπει απαραίτητα να είναι μεγαλύτερο σε μέγεθος και πιο πολύπλοκο από τις ΗΠΑ. Λογικά, δεν υπάρχει ούτε μια χώρα που να μπορεί να ανταποκριθεί σε αυτές τις απαιτήσεις. Για παράδειγμα, η Κίναείναι πολύ μεγαλύτερη αλλά ταυτόχρονα πολύ φτωχότερη από τις ΗΠΑ, παρ’ όλες τις δεκαετίες γοργής οικονομικής ανάπτυξης. Έτσι, η μελλοντική εξέλιξη που ανιχνεύεται στο Σχήμα 1 θα είναι μια κίνηση προς κάποιου είδους «παγκόσμιο κράτος» (iκαι ii).
Ωστόσο, η καθαρά γραμμική τάση προς ευρύτερα και πολυπλοκότερα σχήματα, εν μέρει συγκρατείται από μια άλλη πτυχή του ιστορικού σχήματος, που συνοψίζεται στο σχήμα 1, σε μια κίνηση του εκκρεμούς μεταξύ των «εκτατικών» και των «εντατικών» καθεστώτων συσσώρευσης. Οι Ολλανδικές εμπορικές εταιρίες, όπως η Ολλανδική Εταιρία των Ανατολικών Ινδιών (VOC), ήταν πιο πολύπλοκοι οργανισμοί από τα οικογενειακά δίκτυα της γενουάτικης καπιταλιστικής διασποράς. Αλλά και οι οικογενειακές εταιρικές επιχειρήσεις πάνω στις οποίες στηρίχτηκε η βρετανική βιομηχανία υφασμάτων, ήταν λιγότερο πολύπλοκες από τις Ολλανδικές εμπορικές εταιρείες. επιπλέον, η συνολική επιτυχία του βρετανικού κεφαλαίου εξαρτιόταν από την αναβίωση, σε νέες και πιο πολύπλοκες μορφές, ενός συνδυασμού των στρατηγικών και των δομών του γενουάτικου κοσμοπολιτικού καπιταλισμού και της εδαφικής λογικής των Ιβήρων. Παρόμοια, οι αμερικανικές πολυεθνικές ήταν πιο πολύπλοκες από τις βρετανικές οικογενειακές εταιρείες, ενώ η επιτυχία του αμερικανικού κεφαλαίου σε πλανητική κλίμακα εξαρτήθηκε από την αναβίωσησε νέες και πιο πολύπλοκες μορφές των στρατηγικών και των δομών του ολλανδικού εταιρικού καπιταλισμού.
Ποιές είναι οι επιπτώσεις που μπορεί να έχει στο παρόν αυτή η κίνηση του εκκρεμούς μεταξύ «εκτατικών» (κοσμοπολίτικων και αυτοκρατορικών) και «εντατικών» (εταιρικών-εθνικών) καθεστώτων, όταν προβάλλεται πάνω σε μια γραμμική τάση αυξανόμενης πολυπλοκότητας; Εάν μπορούσαμε να προβάλουμε το σχήμα στο μέλλον, τότε θα έπρεπε να περιμένουμε ότι οι στρατηγικές και οι δομές του κυβερνητικού και επιχειρηματικού συμπλέγματος, που θα ηγηθεί του επόμενου εκτεταμένου αιώνα, θα είναι «εκτατικές» σε σύγκριση με τις «εντατικές» του αμερικανικού καθεστώτος, αν και μεγαλύτερης πολυπλοκότητας από εκείνες της βρετανικής υλικής επέκτασης του 19ουαιώνα. Προς το παρόν, θα συγκρατήσουμε μόνον ότι τα συστήματα πολλαπλών υπεργολαβιών και οι άλλες μορφές ευέλικτης παραγωγής που συνδέονται με τον μεταφορντισμό (ο οποίος, όχι τυχαία, πρωτοεισήχθηκε στην Ασία) μπορούν να θεωρηθούν ενδείξεις για την επιστροφή του εκκρεμούς προς την «εκτατική» κατεύθυνση10. Παρά την κίνηση του εκκρεμούς, όμως, μια γραμμική τάση προς την μεγιστοποίηση της πολυπλοκότητας είναι επίσης εμφανής.
Η δυσκολία της αναγωγής αυτής της γραμμικής τάσης στο μέλλον, αποκαλύπτεται σαφέστερα εάν παρατηρήσουμε την παρούσα διχοτόμηση μεταξύ του ελέγχου των παγκόσμιων χρηματο-οικονομικών και των στρατιωτικών πόρων, με τους πρώτους να συγκεντρώνονται στη Ανατολική Ασία, και τους δεύτερους να παραμένουν στις ΗΠΑ. Αυτή η διχοτομία αποτελεί ένα φαινόμενο άνευ προηγουμένου, τις επιπτώσεις του οποίου θα πραγματευτούμε στην επόμενη ενότητα.


.~`~.
Ανωμαλίες
IV

Μια από τις κυριότερες ανωμαλίες στην παρούσα μετάβαση, είναι ο χωρίς ιστορικό προηγούμενο, διαχωρισμόςτων γεωγραφικών επικέντρων της στρατιωτικήςκαι της χρηματο-οικονομικής ισχύος.Οι αμερικάνικες πολυεθνικές έχουν επενδύσει πολύ στην Κίνα, επαναλαμβάνοντας το ιστορικό σχήμα που παρατήρησε ο Μάρξ, κατά το οποίο τα παρακμάζοντα επίκεντρα μεταφέρουν το πλεονάζον κεφάλαιο στα αναδυόμενα. Ωστόσο, μια αξιοσημείωτη διαφορά με τα σχήματα του παρελθόντος, είναι το γεγονός πως η ροή του πλεονάζοντος κεφαλαίου, ήδη από τις απαρχές της αμερικανικής χρηματο-οικονομικής επέκτασης, κατευθύνεται από το αναδυόμενο προς το παρακμάζον επίκεντρο, και παίρνει κυρίως τη μορφή μαζικών αγορών αμερικανικών ομολόγων από την Ανατολική Ασία, αρχικά από την Ιαπωνίακαι μεταγενέστερα από την Κίνα [σημ. Δ`~. Η Κινεζική θάλασσα, είναι το ένα από τα δύο θαλάσσια θεμέλια που στηρίζουν ολόκληρο τον άξονα του 36ου -βόρειου- ή Αγγλοσαξονικού παράλληλου (III), το άλλο είναι η Ανατολική Μεσόγειος]. Όπως και στις παλιότερες μεταβολές της ηγεμονίας, ο παρακμάζων ηγεμόνας (οι ΗΠΑ) μεταβλήθηκε από τον μεγαλύτερο δανειστή του κόσμου σε έθνος χρεώστη. Αυτός ο μετασχηματισμός, στην περίπτωση των ΗΠΑ, πραγματοποιήθηκε σε κλίμακα και με ταχύτητα χωρίς προηγούμενο.
Ωστόσο, οι πλανητικών διαστάσεων στρατιωτικές δυνάμειςέχουν συγκεντρωθεί σε συντριπτικό βαθμό στα χέρια των Ηνωμένων Πολιτειών. Δεν υπάρχει καμία αξιόπιστη ένδειξη ότι οποιοδήποτε από τα οικονομικά ανερχόμενα κράτη, συμπεριλαμβανομένης της Κίνας, έχει κάποια πρόθεση να προκαλέσει απευθείας την αμερικάνικη στρατιωτική ισχύ. Εντούτοις, ακόμα και χωρίς μια άμεση πρόκληση, οι ΗΠΑ δεν διαθέτουν πια τους χρηματο-οικονομικούς πόρους που απαιτούνται για να υποστηρίξουν το παγκόσμιο στρατιωτικό κατεστημένο τους (και μέχρις στιγμής το πετυχαίνουν μόνο με το να χρεώνονται ολοένα και περισσότερο). Επιπλέον, όπως κατέστη σαφές από την αποτυχία της κυβέρνησης Μπους, να εγκαθιδρύσει έναν δεύτερο αμερικανικό αιώνα, η προβολή της στρατιωτικής ισχύος δεν υπήρξε και πολύ αποτελεσματική για να επιβάλει στον πλανήτη τη θέληση των ΗΠΑ ή για την αντιμετώπιση των κλιμακούμενων κοινωνικών και πολιτικών κρίσεων του συστήματος.
Το μελλοντικό σενάριο που πιθανολογείται από το ιστορικό διάγραμμα που συνοψίζει το Σχήμα 1 –δηλαδή η ανάδυση ενός παγκόσμιου κράτους– προϋποθέτει ότι το παγκόσμιο κράτος θα αποκτήσει πρόσβαση στο παγκόσμιο πλεονάζον κεφάλαιο, το οποίο τώρα εντοπίζεται στον Παγκόσμιο Νότο (iκαι ii), και ειδικότερα στην Ανατολική Ασία. Η πρόσφατη διεύρυνση των συναντήσεων των πλούσιων χωρών της G7 για να περιλάβει μεγάλες χώρες του παγκόσμιου Νότου (όπως για παράδειγμα οι συναντήσεις της G20) είναι μια περισσότερο ή λιγότερο ρητή αποδοχή αυτής της συνθήκης και καταδεικνύει ότι έστω και εν μέρει υπάρχει αναγνώριση του γεγονότος πως πια δεν είναι εφικτό πολιτικάένα παγκόσμιο κράτος στο οποίο να κυριαρχεί η Δύση και ο Βορράς (μέσα από μια συμμαχία των ΗΠΑ με την Ευρώπη). Η Δύση ανακαλύπτει ότι δεν διαθέτειπια ένα από τα δύο πιο σημαντικά στοιχεία της επιτυχίας όλων των προηγούμενων πέντε αιώνων: τον έλεγχο του πλεονάζοντος κεφαλαίου. Αυτή είναι μια σημαντική ανωμαλία σε σχέση με τις προηγούμενες ηγεμονικές μεταβάσεις – οι οποίες υπήρξαν όλες μεταβάσεις στο εσωτερικό της Δύσης και του Βορρά.


.~`~.
Η άνοδος της Κίνας και τα εναλλακτικά σενάρια για το μέλλον
V

Εάν ένα δυτικοκρατούμενο παγκόσμιο κράτος (iκαι ii) δείχνει σήμερα απίθανο, τότε ποιές είναι οι πιθανότητες να καταστεί η Κίνα από μόνη της επίκεντρομιας νέας υλικής επέκτασης του καπιταλισμού σε παγκόσμια κλίμακα κατά τον 21οαιώνα; Πρώτον, είναι απαραίτητο να αποκαθάρουμε το τοπίο από διαπιστώσεις άσχετες προς τη διεξαγόμενη συζήτηση. Μετά την χρηματο-οικονομική κρίση του 1997-1998 στην Ασία, πολλοί αναλυτές απέρριψαν ως αυταπάτη την άνοδο της Ανατολικής Ασίας· και σήμερα, είναι αρκετά σύνηθες να ακούει κανείς τοποθετήσεις για μια επικείμενη χρηματο-οικονομική κρίση που θα ξεσπάσει στην Κίνα και θα αποκαλύψει, όπως υποστηρίζεται, το πόσο λανθασμένες είναι οι εκτιμήσεις για την άνοδό της. Το ερώτημα εάν θα ξεσπάσει μια τέτοια κρίση στην Κίνα ή όχι είναι ανοιχτό. Αλλά οποιαδήποτε τέτοια κρίση λίγο έχει να κάνει με το εάν το επίκεντρο της παγκόσμιας καπιταλιστικής συσσώρευσης μετατοπίζεται ή θα μετατοπιστεί προς την Κίνα. Όπως παρατηρήσαμε στα συμπεράσματα του Χάος και Διακυβέρνηση στο Σύγχρονο Παγκόσμιο Σύστημα, ιστορικά, οι βαθύτερες χρηματο-οικονομικές κρίσεις έχουν συμβεί στα νεοαναδυόμενα επίκεντρα της παγκόσμιας συσσώρευσης του κεφαλαίου, στο Λονδίνο το 1772, τη Νέα Υόρκη το 1929, καθώς η χρηματο-οικονομική τους δυναμική υπερέβη τη θεσμική τους δυνατότητα να διαχειριστούν τις αυξανόμενες ροές των κεφαλαίων. Θα ήταν αστείο να υποστηρίξουμε ότι το κραχ της Γουόλ Στρητ του 1929-’31 και η Μεγάλη Ύφεση που ακολούθησε αποτελούσαν ενδείξεις ότι το επίκεντρο της συσσώρευσης του κεφαλαίου δεν μετατοπιζόταν προς τις ΗΠΑ κατά το πρώτο μισό του 20ουαιώνα! Παρομοίως, δεν έχει κανένα νόημα να υποστηρίξουμε το ίδιο για τις χρηματο-οικονομικές κρίσεις που ξεσπούν ή θα ξεσπάσουν στην Ανατολική Ασία κατά τα τέλη του 20ου και τις αρχές του 21ουαιώνα.
Ωστόσο, όπως υποστηρίξαμε και προηγουμένως, οι προγενέστερες υλικές επεκτάσεις ξεκίνησαν όταν η ανερχόμενη οικονομική δύναμη ήταν σε θέση να καταστεί ηγεμονική με τη γκραμσιανή έννοια του όρου, δηλαδή, να ηγηθεί του κόσμου μέσα από τη συγκρότηση παγκόσμιων θεσμικών ρυθμίσεων (οικονομικών, γεωπολιτικών και κοινωνικών), ικανών να προσφέρουν την απαραίτητη προστασία και ασφάλεια για μια υλική επέκταση μεγάλης κλίμακας. Καθώς το παγκόσμιο σύστημα έχει εξελιχθεί ριζικά από τον έναν εκτεταμένο αιώνα στον επόμενο, μεταβάλλονταν και η φύση αυτών των παγκόσμιων θεσμών.
Σήμερα, όπως και στο παρελθόν, τα όρια για μια νέα υλική επέκταση είναι κοινωνικά όσο και οικονομικά. Όπως υποστηρίξαμε στο Χάος και Διακυβέρνηση, οι διαδοχικοί ηγεμόνες έπρεπε να βρουν τρόπους διευθέτησης αιτημάτων που προέρχονταν από μια διευρυνόμενη γκάμα κοινωνικών κινημάτων. Έτσι, το εξελικτικό σχήμα των διευρυνόμενων μεγεθών, κλίμακας και πολυπλοκότητας που περιγράψαμε νωρίτερα, περιλαμβάνει επίσης και την κοινωνική πολυπλοκότητα. Η αδιαφιλονίκητη εγκαθίδρυση της αμερικανικής ηγεμονίας μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (και η απογείωση της υλικής επέκτασης σε συστημική κλίμακα) δεν εξαρτιόταν μόνο από το προβάδισμα της χώρας στην οικονομική και την στρατιωτική ισχύ. Περισσότερο, εξαρτιόταν από την εφαρμογή πολιτικών που σκόπευαν να ενσωματώσουν, τουλάχιστον εν μέρει, τα εργατικά, σοσιαλιστικά και εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα του πρώτου μισού του 20ουαιώνα. Οι λύσεις των ΗΠΑ –το κοινωνικό συμβόλαιο μαζικής κατανάλωσηςγια τους εργάτες του Βορρά και η απο-αποικιοποίηση μαζί με την υπόσχεση για ανάπτυξη στο παγκόσμιο Νότο– υπήρξαν προσωρινές, καθώς ήταν ασύμβατες με το πλαίσιο του ιστορικού καπιταλισμού. Για παράδειγμα, προκειμένου να υλοποιηθούν ολοκληρωτικά αυτές οι λύσεις θα προκαλούσαν συρρίκνωση των κερδών εξαιτίας των έντονων αναδιενεμητικών συνέπειών τους.
Όντως, η αρχική κρίση της αμερικανικής ηγεμονίας κατά τα τέλη της δεκαετίας του ’60 και των αρχών του ’70, ήταν σε μεγάλο βαθμό ένα κοινωνικο-πολιτικό γεγονός, που προκλήθηκε από την παγκόσμια κοινωνική δυσαρέσκεια, καθώς μια ευρεία γκάμα κινημάτων τόσο στον Πρώτοόσο και στον Τρίτοκόσμο κινητοποιήθηκαν ώστε να απαιτήσουν αυτά που στην ουσία αποτελούσαν μια ταχύτερηεκπλήρωση των άμεσων και των έμμεσων υποσχέσεων της αμερικανικής ηγεμονίας (Δομικά γνωρίσματα της μαζικής δημοκρατίας - α´ μέρος.). Αυτή η κρίση, που σφράγισε το τέλος της καθοδηγούμενης από τις ΗΠΑ υλικής επέκτασης, ήταν ταυτόχρονα οικονομικό και κοινωνικό-πολιτικό γεγονός ή ακριβέστερα, αυτά τα δύο στοιχεία διαπλέκονταν μέσα στην κρίση. Η χρηματο-οικονομική επέκταση των τελών του 20ουαιώνα, επίλυσε προσωρινά αυτές τις διαπλεκόμενες κρίσεις προς όφελος των αμερικάνων καπιταλιστών και του αμερικανικού κράτους, οδηγώντας στην μπελ επόκ της δεκαετίας του 1990. Η χρηματιστικοποίηση –η γενικευμένη εγκατάλειψη του εμπορίου και της παραγωγής από το κεφάλαιο και η στροφή στην χρηματιστική διαμεσολάβηση και κερδοσκοπία– είχε αποσυνθετικέςσυνέπειες στα κοινωνικά κινήματα σε παγκόσμιο επίπεδο, κυρίως μέσω του μηχανισμού πρόκλησης κρίσεων χρέους στο Νότο και των μαζικών απολύσεων στην καρδιά των εργατικών κινημάτων του Βορρά.
Εάν όλοι οι προηγούμενοι εκτεταμένοι αιώνες προϋπέθεταν μια ριζική κοινωνικο-πολιτική αναδιοργάνωσητου παγκόσμιου συστήματος, όπως για παράδειγμα το τέλος του εμπορίου σκλάβων στον Ατλαντικό κατά την διάρκεια της βρετανικής ηγεμονίας, το τέλος της τυπικής αποικιοκρατίας υπό την αμερικάνικη ηγεμονία, τότε τι θα μπορούσε να προτείνει η ανάλυση μας για το είδος των ριζικών αναδιαρθρώσεων που απαιτούνται σήμερα; Πρώτον, μια νέα παγκόσμια ηγεμονία (είτε καθοδηγείται από ένα και μοναδικό κράτος, είτε από μια συμμαχία κρατών, είτε από ένα παγκόσμιο κράτος) θα πρέπει να επιτρέψει έναν μεγαλύτερο βαθμό ισότηταςμεταξύ του Νότου και του Βορρά, δεδομένης και της οικονομικής δύναμης του πρώτου [σημ. Δ`~. δες στο II για τη σταδιακή διεύρυνση του αιτήματος της ισότητας από το άτομο στις κοινωνικές ομάδες-τάξεις και από αυτές στα έθνη. Ο αγώνας ανάμεσα στους προνομιούχους και στους μη προνομιούχους, ανάμεσα στους υπέρμαχους της υφιστάμενης τάξης πραγμάτων και στους επαναστάτες, που διεξάγοταν τον 19ο αιώνα στο εσωτερικό των εθνικών κοινοτήτων της Δυτικής Ευρώπης, μεταφέθηκε κατά τον 20ο αιώνα στη διεθνή κοινότητα...Πλέον σε πλανητική κλίμακα]. Εάν η γραμμική τάση προς την αυξανόμενη κοινωνική πολυπλοκότητα συνεχιζόταν στο μέλλον, τότε θα απαιτούσε μια τέτοια εξίσωση Βορρά και Νότου, τουλάχιστον εν μέρει, μέσω της ενσωμάτωσης μιας ευρείας γκάμας κοινωνικών κινημάτων από τα κάτω. (Η γενικευμένη κοινωνική αναταραχή στην Κίνα από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, τόσο στις αστικές όσο και στις αγροτικές περιοχές –και οι προσπάθειες της κινέζικης κυβέρνησης να ανταποκριθεί σ’ αυτή– μπορεί να είναι προάγγελος μιας ευρύτερης τάσης προς την αναβάθμιση της κοινωνικής πολυπλοκότητας σε παγκόσμια κλίμακα).
Αλλά τι θα σήμαινε αυτό πιο συγκεκριμένα; Αυτό το ερώτημα μας φέρνει στο τρίτο στοιχείο που καταδεικνύεται στο σχήμα 1 και δεν έχουμε συζητήσει ακόμα. Όλες οι προηγούμενες παγκόσμιες ηγεμονίες βασίστηκαν στην εξωτερίκευση του κόστους αναπαραγωγής της εργασίας και της φύσης.Δηλαδή, η κερδοφορίασε όλες τις προηγούμενες υλικές επεκτάσεις εξαρτιόταν από την αντιμετώπιση του φυσικού κόσμου ως μια χωρίς κόστος εισροή στην παραγωγή.Επιπλέον, η κερδοφορία στηρίζονταν στο ότι μόνο μια μικρή μειοψηφία των εργατών του πλανήτη απολάμβανε το πλήρες κόστος (ή σχεδόν) της αναπαραγωγής της εργατικής τους δύναμης. Αντίθετα, ένα μεγάλο μέρος του κόστους της αναπαραγωγής μετατοπίζονταν στα νοικοκυριά και τις κοινότητες που εμπλέκονταν σε απλήρωτες δραστηριότητες (όπως είναι η οικιακή γεωργία ή η απλήρωτη οικιακή εργασία, η ανατροφή των παιδιών και η φροντίδα των άρρωστων και των γηραιότερων).
Η εξωτερίκευσητου κόστους αναπαραγωγής της φύσης έφτασε σε παροξυστικά επίπεδα κατά τον εκτεταμένο 20οαιώνα, με το έντονα ενεργοβόροκαι σπάταλο μοντέλο μαζικής παραγωγής και κατανάλωσης που συνδέθηκε με τον «αμερικανικό τρόπο ζωής».Επιπλέον, η ανάπτυξη για όλους –ότι ο καθένας θα μπορούσε να έχει πρόσβαση στον αμερικανικό τρόπο ζωής– αποτελούσε μια άμεση υπόσχεση της αμερικανικής ηγεμονίας (η οποία θεσμοποιήθηκε, μεταξύ άλλων, και μέσω του Αναπτυξιακού Προγράμματος των Ηνωμένων Εθνών). Το ότι αυτή η υπόσχεση ήταν «ψεύτικη», έγινε αντιληπτό για πρώτη φορά κατά την κρίση της δεκαετίας του ’70, με το σοκ της ανόδου των τιμών του πετρελαίου,που αποτέλεσε έναν ξεκάθαρο δείκτη γι’ αυτό.
Ο Μοχάντας Γκάντιείχε ήδη αναγνωρίσει το πρόβλημα το 1928: «Ο οικονομικός ιμπεριαλισμός ενός και μοναδικού μικρού νησιού [της Αγγλίας] έχει αλυσοδέσει ολόκληρο τον πλανήτη. Εάν ένα ολόκληρο έθνος 300 εκατομμυρίων [ο τότε πληθυσμός της Ινδίας] εφάρμοζε μια αντίστοιχη οικονομική πολιτική εκμετάλλευσης, θα αποψίλωνε τον πλανήτη σαν ακρίδα»11. Η διορατικότητα του Γκάντι, παραμένει πάντα επίκαιρη μετά από 80 χρόνια: η άνοδος της Δύσης στηρίχτηκε σε ένα αβίωτοοικολογικά μοντέλο, το οποίο ήταν εφικτό μόνον όσο η πλειοψηφία του παγκόσμιου πληθυσμού αποκλειόταν από αυτό. Δεδομένης της μεταβαλλόμενης γεωγραφικής κατανομής της οικονομικής ισχύος σε παγκόσμια κλίμακα, καθίσταται σαφές πως η πρόσβαση σε αυτού του τύπου την κατανάλωση μπορεί να είναι περιορισμένη μόνον σε ένα μικρό ποσοστό του συνολικού πλανητικού πληθυσμού. Έτσι, οποιαδήποτε σοβαρή προσπάθεια να γενικευτεί ο αμερικανικός τρόπος ζωής μπορεί να οδηγήσει μόνον σε κοινωνικές, πολιτικές και οικολογικές συγκρούσεις που είναι πολύ πιθανότερο να αποτελέσουν τη βάση για μια μακρά περίοδο χάους παρά για μια νέα υλική επέκταση.
Το μοντέλο συσσώρευσης που επέτρεψε την υλική επέκταση του μακρού 20ουαιώνα, δεν μπορεί να προσφέρει το έδαφος για μια νέα υλική επέκταση κατά τον 21οαιώνα. Οποιαδήποτε νέα υλική επέκταση σε παγκόσμια κλίμακα προϋποθέτει ένα εντελώς διαφορετικό κοινωνικό, γεωπολιτικό και οικολογικό μοντέλο, διαφορετικό όχι μόνον σε σχέση με τον μακρό 20οαιώνα αλλά και από τους προηγούμενους. Προϋποθέτει ένα εναλλακτικό δρόμοως προς το δυτικό ενεργοβόρο μοντέλο καπιταλιστικής ανάπτυξης, ένα μοντέλο εντάσεως εργασίας, που να είναι λιγότερο σπάταλο ως προς τους φυσικούς πόρους, και να μη βασίζεται στον αποκλεισμό της μεγάλης πλειοψηφίας του παγκόσμιου πληθυσμού από τα αγαθά του12.
Έχουμε φτάσει στο τέλος του εκτεταμένου 20ουαιώνα. Το εάν θα αποκαλέσουμε αυτό που θα προκύψει έναν ακόμα «εκτεταμένο αιώνα» του ιστορικού καπιταλισμού ή αν θα αποφασίσουμε (αναδρομικά) ότι έχουμε φτάσει και στο τέλος του ίδιου του ιστορικού καπιταλισμού, παραμένει ένα ανοιχτό ερώτημα. Εν τω μεταξύ, μια μακρά και έντονη περίοδος συστημικού χάους ανάλογου αλλά όχι ταυτόσημου με το συστημικό χάος του πρώτου μισού του 20ουαιώνα, παραμένει ένα πολύ σοβαρό ιστορικό ενδεχόμενο. Ενώ το τέλος του μακρού 20ουαιώνα είναι αναπόφευκτο, δεν υπάρχει τίποτε που να προδικάζει το εάν αυτή η κατάληξη θα είναι καταστροφική ή όχι. Είναι επιτακτική συλλογική αποστολή μας το να αποτρέψουμε ένα τέτοιο ενδεχόμενο.

Giovanni Arrighi - Beverly J. Silver

---------------------------------------------------------------

Σημειώσεις

1 Eric Hobsbawm, The Age of Extremes: A History of the World 1914-1991 Pantheon, Νέα Υόρκη: 1995, 558-59.

2 Σε αυτό το κείμενο παρουσιάζουμε μια περίληψη μερικών από τα κύρια ευρήματα της έρευνάς μας, αποφεύγοντας τις εκτενείς παραπομπές στο πλούσιο ιστορικό και θεωρητικό υλικό πάνω στο οποίο στηρίζονται οι αναλύσεις μας. Για μια ολοκληρωμένη εκδοχή των επιχειρημάτων που παρουσιάζονται εδώ (και περιλαμβάνουν εκτεταμένες βιβλιογραφικές αναφορές), βλέπε, Giovanni Arrighi, The Long Twentieth Century: Money, Power and the Origins of Our Times, Verso, Λονδίνο, 22010. Giovanni Arrighi and Beverly J. Silver, Chaos and Governance in the Modern World System, University of Minnesota Press, Μινεάπολη 1999. Arrighi and Silver, “Capitalism and World (Dis)Order,” Review of International Studies 27 (2001): 257-79. Silver and Arrighi, “Polanyi’s ‘Double Movement’: The Belle Epoques of British and U.S. Hegemony Compared,” Politics and Society 31, no. 2 (2003), 325-55. Silver, Forces of Labor: Workers’ Movements and Globalization since 1870, Cambridge University Press, Κέμπριτζ 2003. Arrighi, Adam Smith in Beijing: Lineages ofthe Twenty-first Century , Verso, Λονδίνο 2007.

3 Fernand Braudel, Civilization and Capitalism, 15th-18th Century, τ. 3, The Perspective of the World, Harper and Row, Νέα Υόρκη 1979.

4 Braudel, Civilization and Capitalism, ό.π. τ. 3, σσ. 157, 164, 242-43, 246, 604.

5 Greta R. -Krippner, “The Financialization of the American Economy,” Socio-Economic Review 3 (2005), σσ. 173-208.

6 Το γενικό σχήμα του κεφαλαίου είναι Χ-Ε-Χ΄, όπου το Χ είναι το κεφάλαιο που επενδύεται στο Ε (εμπορεύματα, που περιλαμβάνουν την εργασία, τις μηχανές και τις πρώτες ύλες), ενώ Χ΄ είναι το κεφάλαιο που επιστρέφεται στον καπιταλιστή όταν πωλούνται τα εμπορεύματα που έχουν παραχθεί. Εάν το Χ΄ είναι μεγαλύτερο από το Χ, τότε ο καπιταλιστής έχει παραγάγει κέρδος. Αν το Χ΄ είναι αισθητά χαμηλότερο του Χ, τότε δεν υπάρχει κανένα κέρδος και κανένα κίνητρο για τους καπιταλιστές ώστε να επενδύσουν στην παραγωγή, είτε ατομικά, είτε ως τάξη. Karl Marx, Capital, τ. 1, 1867. ανατύπωση, Foreign Languages Publishing House, Μόσχα, 1959.

7 Marx, Capital, 1, σσ. 755-56.

8 Μπορούμε να φανταστούμε αυτήν την διαδικασία ως ένα σύνολο αλληλοεπικαλυπτόμενων «καμπύλων με μορφή τελικού σίγμα». Η αλληλοεπικάλυψη καταδεικνύει το γεγονός ότι ένας νέος συστημικός κύκλος συσσώρευσης προκύπτει την ίδια στιγμή που το κυρίαρχο καθεστώς αγγίζει τα όριά του.

9 Για μια λεπτομερή ιστορική ανάλυση των εξελικτικών σχημάτων που συνοψίζονται σε αυτήν την ενότητα βλέπε, Arrighi, Long Twentieth Century, ό.π., and Arrighi and Silver, Chaos and Governance, ό.π..

10 Για περισσότερα σ’ αυτό το σημείο βλέπε Arrighi, Long Twentieth Century, ό.π., and Arrighi and Silver, Chaos and Governance, ό.π.., Κεφ. 2 και Συμπεράσματα.

11 Αναφέρεται στο Ramachandra Guha, Environmentalism: A Global History, Longman’s, Νέα Υόρκη 2000, σ. 22.

12 Για τους λόγους για τους οποίους η Κίνα έχει τη δυνατότητα να αξιοποιήσει τόσο την κληρονομιά της κομμουνιστικής της εποχής όσο και αυτήν της «επανάστασης της μανιφακτούρας» των αυτοκρατορικών της χρόνων, προκειμένου να διαμορφώσει ένα νέο υβριδικό μοντέλο που αντιπροσωπεύει έναν εναλλακτικό δρόμο, βλέπε Arrighi, Adam Smith in Beijing, ό.π.

.~`~.
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική

Ενθυμήσεις για την Αίγυπτο (;) ως εισαγωγικό πλαίσιο πριν την προσέγγιση των εξελίξεων στο εσωτερικό της.

$
0
0

α´
Λίγα χρόνια μετά την διάνοιξη, το έτος 1869, της διώρυγας του Σουέζ, η Κύπρος, το 1878 τίθεται υπό αγγλική διοίκηση ή «προστασία», ένα χρόνο μετά, το 1879 η Αίγυπτος επίσης τίθεται υπό αγγλική διοίκηση ή «προστασία» (χωρίς ωστόσο να ονομαστεί επίσημα προτεκτοράτο, αυτό θα συμβεί το 1914 για την Αίγυπτο και το 1925 για την Κύπρο). Το 1922 γίνεται η διακύρηξη της Ανεξαρτησίας της Αιγύπτου εξαιρουμένων τέσσάρων τομέων (προσέξτε τους):της εξωτερική πολιτικής, των επικοινωνιών, του στρατούκαι του αγγλοαιγυπτιακού Σουδάν. Δηλαδή έχουμε μια έστω μικρή, απομάκρυνση ή αυτονόμηση της Αιγύπτου από την Αγγλία. Την ίδια χρονιά έχουμε τη Καταστροφή της Σμύρνης, την Ανακωχή των Μουδανιών και την εκκένωση της χερσονήσου της Καλλίπολης από τον ελληνικό στρατό. Δηλαδή έχουμε μια επανάκαμψη της Τουρκίας (δες εδώ για το τρίγωνο Αίγυπτος-Τουρκία-Ιράν). Το 1941 οι αγγλογάλλοι εισβάλουν στη Συρία, την ίδια χρονιά εισβάλουν οι Γερμανοί στην Ελλάδα - και την Γιουγκοσλαβία (θυμίζω πως η επανένωση της Γερμανίας συμπίπτει χρονικά με την διάλυση της Γιουγκοσλαβίας). Το 1946 τερματίζεται η αγγλογαλλική κατοχή στη Συρία, το 1944 τερματίζεται η γερμανική κατοχή στην Ελλάδα (αλλά στην Κρήτη, ένα χρόνο μετά, το 1945). Το 1954 ο Νάσερ διώχνει τους Άγγλους από τη διώρυγα του Σουέζ, ένα χρόνο μετά, το 1955, ξεκινά ο αντιαποικιακός αγώνας στην Κύπρο, το 1956 ο Νάσερ εθνικοποιεί τη διώρυγα του Σουέζ, δυο χρόνια μετά, το 1958, η Αίγυπτος και η Συρία ενώνονται σε ένα κράτος με την επωνυμία Ηνωμένη Αραβική Δημοκρατία (θυμίζω τη φράση του David Ben-Gurion: Οι Άραβες δεν μπορούν να κάνουν πόλεμο χωρίς την Αίγυπτο ή ειρήνη χωρίς την Συρία), το 1960, ιδρύεται η Κυπριακή Δημοκρατία. Το 1967 οι Αιγύπτιοι «κλείνουν» την διώρυγα του Σουέζ. Ανεβαίνει η «πρώτη» δικτατορία στην Ελλάδα. Το 1974 οι Αιγύπτιοι «ανοίγουν» τη διώρυγα του Σουέζ. Πέφτει η «δεύτερη» δικτατορία στην Ελλάδα. Η μοίρα της Ελλάδας και της Κύπρου είναι εξαρτημένη και άμεσα ή έμμεσα σχετιζόμενη με τη μοίρα της Αιγύπτου, όσο και με αυτή της Συρίας. Το 1967 ξεσπά ο Γ' Αραβοϊσραηλινός πόλεμος ή πόλεμος των έξι ημερών με τη συμμετοχή τόσο της Αιγύπτου, όσο και της Συρίας. Η «πρώτη» δικτατορία στην εξουσία στην Ελλάδα. Τον Οκτώβριο του 1973 ξεσπά ο Δ' Αραβοϊσραηλινός πόλεμος ή πόλεμος του Γιομ Κιπούρ, τον ίδιο μήνα έχουμε τη διορισμένη από το δικτατορικό καθεστώς στην Ελλάδα, Κυβέρνηση. Ένα μήνα μετά νέο πραξικόπημα («δεύτερη» δικτατορία στην Ελλάδα) και οργάνωση του Πραξικοπήματος εναντίον του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας και Αρχιεπισκόπου Κύπρου Μακαρίου Γ΄. Ο πόλεμος του Γιομ Κιπούρ τελείωσε με στρατιωτική νίκη του Ισραήλ, που ακολουθήθηκε από μακροσκελείς διαπραγματεύσεις, καταλήγοντας στο Συνέδριο της Γενεύης. Ειρήνη υπογράφηκε τον Μάιο του 1974. Δύο μήνες μετά, στις 25 Ιουλίου 1974, αρχίζουν στην Γενεύη οι ειρηνευτικές συνομιλίες για την Κύπρο, η Τουρκία κατέχει το βόρειο μέρος της νήσου.
Το 1881, η Οθωμανική Αυτοκρατορία χρεοκοπεί και μπαίνει υπό «Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο». Το 1867 τελεί υπό «Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο» η Αίγυπτος, το 1894 η Σερβία, το 1898 η Ελλάδα (πότε ''έφυγε'' ο «Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος» από την Ελλάδα;), ένα χρόνο μετά, το 1899 η Βουλγαρία. Στις μέρες μας, το «Διεθνές Νομισματικό Ταμείο» πριν λίγα χρόνια βρισκόταν στην Τουρκία (και τη Ρωσία), σήμερα βρίσκεται στην Ελλάδα, την Κύπρο, την Ρουμανία (μέσες άκρες και στη Σερβία) και την Αίγυπτο. Στη Συρία και τη Λιβύη, τις άλλες δυο χώρες που μαζί με την Αίγυπτο αποτέλεσαν την Ηνωμένη Αραβική Δημοκρατία τη δεκαετία του '70 -υπό τον Ανουάρ Σαντάτ στην ηγεσία της Αιγύπτου αυτή τη φορά-, τα όπλα δεν ήταν οικονομικά, αλλά στρατιωτικά. Και η επαναλαμβανόμενη τακτική της συσσώρευσης πλούτου από τα Βαλκάνια και την Ανατολική Μεσόγειο, της απομύζησης των χωρών και των πληθυσμών τους και της προσπάθειας γεωπολιτικού ελέγχου, συνεχίζεται... Μια ιστορία που μπορεί κανείς να ανιχνεύσει τις απαρχές της στις σταυροφορίες και την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204. Ο Εύξεινος Πόντος και ο Καύκασος («οργανικά» συνδεδεμένες και αλληλοσυμπληρωματικές γεωστρατηγικά και γεωοικονομικά περιοχές με την Ανατολική Μεσόγειο και την Μέση Ανατολή) «άνοιξαν ως αγορές» για τη δυτική Ευρώπη μονάχα μετά το 1204. Και ο Α' και ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος κατευθύνονται επίσης προς αυτούς τους άξονες, η Γερμανία και στους δυο πολέμους κινείται προς τον άξονα Βαλκάνια-Εύξεινος Πόντος-Καύκασος και οι αγγλογαλλοί στον άξονα ανατολική Μεσόγειος-Μέση Ανατολή. Αυτοί οι δύο άξονες μας φανερώνονται στις μέρες μας υπό τη μορφή αγωγών-οδών ενέργειας.

β´
Ο φονταμενταλισμός, δεν είναι εφεύρεση των μουσουλμάνων, αλλά των Δυτικών (και γι' αυτό έχει και «κοσμικές» μορφές), τον οποίον σε μεγάλο βαθμό και σχετικά πρόσφατα μεταφύτευσαν στους μουσουλμάνους οι Δυτικοί - είτε δυναμοποιόντας ηθελημένα και με την ανοχή τους (Αφγανιστάν και Σαουδική Αραβία) είτε αθέλητα (Ιράν) τις ήδη υπαρκτές αλλά μειοψηφικές φονταμενταλιστικές τάσεις. Στην Αίγυπτο και στη Συρία, μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού παραμένουν, με την ευρεία έννοια, φιλοδυτικοί και φιλοχριστιανοί, τόσο από συμφέρον, όσο και λόγω πολιτισμικών, κοινωνικών, ιστορικών και παραδοσιακών παραγόντων (αν και με τις πολιτικές που εφαρμόζουν οι αγαπημένοι μας «δυτικοί» σε λίγο καιρό τα φονταμενταλιστικά ισλαμιστικά ρεύματα θα είναι πλειοψηφικά). Η Αίγυπτος και η Συρία (όπως και ο Λίβανος που είναι Συρία), ήταν και παραμένουν οι πύλες μέσω των οποίων οι Ευρωπαίοι και αργότερα οι Αμερικανοί μπαινοβγαίνουν στον αραβικό κόσμο.
Κατά την προσωπική μου εκτίμηση, στην Αίγυπτο, οι άνθρωποι σε αρκετά μεγάλο βαθμό, έχουν μεγαλύτερη βιωματικά και πιο οξυδερκής νοητικά αντίληψη από ότι στην Ελλάδα, τόσο του τι συμβαίνει οικονομικά, όσο και στρατηγικά. Και νιώθουν (και λόγω της οικονομικής ανέχειας και της παράλληλης κοινωνικής πολυπλοκότητας) και σκέφτονται (και λόγω του μη διανοητικού ακρωτηριασμού και της μη λήθης των ιστορικών βιωμάτων) πιο καθαρά από ότι «εμείς» στην Ελλάδα (άσχετα με ποια εξέλιξη τελικά θα πάρουν τα πράγματα). Μάλλον νιώθουν και καταλαβαίνουν καλύτερα από ότι «εμείς οι Ευρωπαίοι» τη κρισιμότητα της περιόδου που τόσο άμεσα αφορά τις ζωές τους.

.~`~.
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική

Φιλελευθερισμός και δημοκρατία: μια ανταγωνιστική ιστορία - μέρος α´.

$
0
0

Από τον 16ο αιώνα αναπτύσσεται στη δυτική Ευρώπη, ως συνέπεια του ουμανισμού, η φιλοσοφία του φυσικού δικαίου, από την οποία προκύπτει άμεσα η φιλελεύθερη ιδέα. Η ιδέα αυτή αποκόπτεται από τη μεσαιωνική αντίληψη που στην κοινωνία έβλεπε μόνο ομάδες με αλληλέγγυα μέλη και θεωρεί, αντίθετα, ότι το άτομο έχει αυτόνομη ύπαρξη και αποτελεί και αποτελεί τη βάση κάθε κοινωνικής οργάνωσης. Αυτή η πραγματική εννοιολογική επανάσταση εμπεριέχει πολιτικές και κοινωνικές συνέπειες που θα φέρουν στην επιφάνεια οι δύο άγγλοι φιλόσοφοι του 17ου αιώνα, ο Hobbes και ο Locke. Και οι δύο τοποθετούν το άτομο στο κέντρο του προβληματισμού τους και θεωρούν ότι γεννιέται με έναν συγκεκριμένο αριθμό φυσικών δικαιωμάτων, όπως το να προστατεύει τη ζωή του, να μπορεί να τη διαχειρίζεται όπως θέλει, να αποκτά και να προστατεύει την περιουσία του κ.λπ. Αλλά στην «φυσική κατάσταση» (δηλαδή πριν από την οργάνωση της κοινωνίας) η ζωή του βρίσκεται υπό διαρκή απειλή και τα φυσικά του δικαιώματα διακυβεύονται από την ανασφάλεια, τον πόλεμο, τη βία. Για να τα διατηρήσει, το άτομο δέχεται να οργανωθεί σε κοινωνία και, παραχωρώντας ένα μέρος από τα φυσικά του δικαιώματα, κατοχυρώνει την ασφάλεια του και προστατεύει τη ζωή και τα αγαθά του. Η είσοδος στην κοινωνία λοιπόν είναι ένα συμβόλαιο με το οποίο ο άνθρωπος δέχεται την εξουσία ενός ηγεμόνα, με την προϋπόθεση ότι ο τελευταίος διασφαλίζει την ειρήνη και διατηρεί την ασφάλεια. Όμως, όπως κάθε συμβόλαιο, έτσι και αυτό είναι μετακλητό αν κάποιο από τα δύο μέρη δεν εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του.
Ξεκινώντας από τις ίδιες αυτές βάσεις, ο Hobbes και ο Locke διαφοροποιούνται. Ο πρώτος θεωρεί ότι ικανότερο είδος διακυβέρνησης για να επιτελέσει τον ρόλο που έχει επιλεχθεί από το κοινωνικό συμβόλαιο για τον ηγεμόνα είναι η απόλυτη μοναρχία, στην οποία ο πανίσχυρος μονάρχης (*) συγκεντρώνει όλες τις εξουσίες. Ο Locke, αντίθετα, εκφράζει, στο κύριο έργο του Δοκίμιο για την πολιτική κυβέρνηση (1681), μια σειρά θέσεων που συνιστούν τη βάση της φιλελεύθερης σκέψης. Κατά τον Locke, η ανώτατη εξουσία στην πραγματικότητα πηγάζει από τα άτομα και, αν μεταβιβάζουντην εξουσία αυτή σε έναν ηγεμόνα (*), δεν αποποιούνται το δικαίωμα να τον ελέγχουν. Κυρίως δεν δέχονται να απολέσουν για χάρη του κάθε ελευθερία. Για να τη διατηρήσουν, ο Locke υποστηρίζει ότι είναι απαραίτητο οι διάφορες εξουσίες (εκτελεστική, νομοθετική, δικαστική) να μη συγκεντρώνονται στα χέρια ενός ανθρώπου, του ηγεμόνα, αλλά να διαχωρίζονται' ότι η πρωτοκαθεδρία δεν πρέπει να ανήκει στον ηγεμόνα, φορέα της εκτελεστικής εξουσίας, αλλά στη νομοθετική εξουσία, που ανατίθεταισε περισσότερα άτομα για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, και ο ρόλος της εκτελεστικής εξουσίας να περιορίζεται στην εφαρμογή των νόμων που ψηφίζει η νομοθετική εξουσία' τέλος σε περίπτωση που ο ηγεμόνας παραβιάζει το σιωπηρό συμβόλαιο ανάμεσαστο λαό και στον ίδιο (*), ο λαός νομιμοποιείται να τον απομακρύνει.
Από τη φιλοσοφία αυτή του φυσικού δικαίουπροέρχεται το πολιτικό δόγμα στο οποίο δίνουμε την ονομασία φιλελευθερισμός.

Serge Berstein


(*) Εφόσον δεν υπήρχε η έννοια του κράτους ως ξεχωριστού νομικού προσώπου, οι περισσότερες ιστορικές κοινωνίες στάθηκαν ανίκανες να αναπτύξουν μια ξεκάθαρη διάκριση μεταξύ διακυβέρνησης και ιδιοκτησίας στις διάφορες μορφές τους. Η συνακόλουθη σύγχυση μεταξύ δημόσιας και ιδιωτικής σφαίρας οδήγησε σε πολλά και διάφορα παράδοξα, όπως ο ισχυρισμός του Αριστοτέλη ότι οι βάρβαροι, οι οποίοι δεν ζούσαν σε αυτοδιοικούμενεςπόλεις, αλλά εξαρτιόταναπό τη βούληση των κυρίαρχων φύλαρχων ή βασιλέωντους, ήταν «εκ φύσεως» δούλοι [σημ. Δ`~. όπως όλοι και όλες εμείς σήμερα, πέρα από βάρβαροι είμαστε και «εκ φύσεως» δούλοι, όχι μονάχα κατά Αριστοτέλη, αλλά και κατά Πλάτωνα]...
Ο Ευρωπαϊκός μεσαίωνας έφτασε στο αντίθετο άκρο. Με την κατάρρευση της Ρώμης, η δημόσια σφαίρα, η οποία περιελάμβανε απλώς όσα άνηκαν στον αυτοκράτορα, σχεδόν εξαφανίστηκε... Όπως είπε ο Άνταμ Σμιθ, το μοναδικό σημαντικότερο από την ευμάρεια είναι η άμυνα. Η ανασφάλεια, είτε αυτή οφειλόταν στην αδυναμία της διακυβέρνησης είτε στην υπερβολική ισχύ της (στις αυτοκρατορίες, με την ετερογενή εθνική σύσταση και τις απομακρυσμένες επαρχίες τους, μερικές φορές ίσχυαν και τα δυο), εμπόδιζε τη συσσώρευση πλεονάσματος σε ατομική βάση και την εμφάνιση μιας σταθερής κατά κεφαλήν οικονομικής ανάπτυξης. Παρά τις σχετικές απόπειρες που έγιναν σποραδικά, καμιά από αυτές τις κοινωνίες δεν στάθηκε ικανή να αναπτύξει χάρτινο νόμισμα ή να δημιουργήσει κάτι παραπλήσιο με κεντρική τράπεζα. Με απλά λόγια, η εμπιστοσύνη στην ικανότητα και την προθυμία της διακυβέρνησης να σεβαστεί τις υποχρεώσεις της ήταν ανύπαρκτη' δεν είναι τυχαίο ότι, στην εβραϊκή γλώσσα, η λέξη «σπαταλώ τα χρήματα μου» έχει τη ρίζα της σε έναν όρο ο οποίος αρχικά σήμαινε «δημόσιο ταμείο» (τιμαίον στα ελληνικά)... η γλώσσα που χρησιμοποιούν οι αρχαίοι ιστορικοί καθιστά σαφέστατο ότι ούτε οι Έλληνες ούτε οι Ρωμαίοι αντιλήφθηκαν ποτέ το κράτος ως αφηρημένη οντότητα, ξεχωριστή από τους πολίτεςτου. Όπου εμείς θα μπορούσαμε να πούμε «το κράτος», αυτοί έγραφαν «το κοινό» ή «ο λαός»...
Εάν νοηθεί με αυτό τον τρόπο, το κράτος αποτελεί τη δεύτερη σημαντικότερη επινόηση στην ιστορία μετά τον ελληνικό διαχωρισμό μεταξύ ιδιοκτησίας και διακυβέρνησης.

Martin van Creveld

.~`~.
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική

Viewing all 1482 articles
Browse latest View live