Quantcast
Channel: Κοσμοϊδιογλωσσία
Viewing all 1482 articles
Browse latest View live

I) Eργαστήρι η Μ. Ανατολή II) Γιατί είναι δυστυχισμένος ο Πρόεδρος... (της Κύπρου) και III) Σε αναζήτηση -κυπριακής- στρατηγικής.

$
0
0


.~`~.
I
Eργαστήρι η Μ. Ανατολή

Η κρίσιμη μάχη για το Κομπάνι υπήρξε νικηφόρα για τους μαχητές του κουρδικού Κόμματος Δημοκρατικής Ενωσης (ΚΔΕ) διασώζοντας χιλιάδες ανθρώπους από την εξτρεμιστική βαρβαρότητα του «Ισλαμικού Χαλιφάτου» και αποτρέποντας αφενός μια τρομερή ανθρωπιστική καταστροφή και αφετέρου τον έλεγχο από τους «τζιχαντιστές» στρατηγικών σημείων στη βορειοανατολική Συρία και των διόδων διέλευσης προς την Τουρκία και έμμεσα προς το ιρακινό Κουρδιστάν. Η μάχη αυτή πήρε, δικαίως, ιδιαίτερη δημοσιότητα, γύρω από την οποία διαμορφώθηκε ένα κύμα αλληλεγγύης κομμάτων και κοινωνικών κινημάτων. Δημιουργεί όμως και μια σειρά από αδήριτα ερωτήματα και υποθέσεις εργασίας που πρέπει να συζητηθούν και να απαντηθούν.
Πρώτον, η επίθεση του «χαλιφάτου» ενάντια στο Κομπάνι δημιούργησε όντως ένα κύμα από διακόσιες και πλέον χιλιάδες προσφύγων προς την Τουρκία. Ομως ο συνολικός αριθμός των προσφύγων και των εκτοπισμένων της Συρίας ξεπερνά τα 4 εκατομμύρια, στη μεγάλη τους πλειονότητα σουνίτες μουσουλμάνοι της Συρίας, οι οποίοι κατέφυγαν στην Τουρκία, στον Λίβανο και στην Ιορδανία για να αποφύγουν τον τρόμο των επιθέσεων των ασαντικών παρακρατικών αλλά και των ακραίων ισλαμιστικών οργανώσεων, όπως η Τζάμπχατ αλ-Νούσρα («Μέτωπο Νούσρα»). Το κυριότερο στοιχείο της ανθρωπιστικής καταστροφής όμως είναι οι διακόσιες χιλιάδες νεκροί, στην πλειονότητά τους και πάλι σουνίτες μουσουλμάνοι. Θα υπάρξει ένα πλατύ κίνημα αλληλεγγύης γι’ αυτούς; Θα υπάρξει κάποιο πλατύ κίνημα αλληλεγγύης για τους χριστιανούς που δεν διαθέτουν οργανώσεις και πολιτοφυλακές και είναι έρμαια των διαθέσεων οποιουδήποτε πολέμαρχου και οποιασδήποτε συμμορίας; Θα υπάρξει μόνο μία «μέρα αλληλεγγύης για το Κομπάνι» ή και μία «μέρα αλληλεγγύης για όλους τους Σύρους πρόσφυγες»;
Δεύτερον, κατά την έναρξη της ένοπλης σύγκρουσης μεταξύ του Ασαντ και των αντικαθεστωτικών, όλων των αποχρώσεων και όλων των επιδιώξεων, το κουρδικό ΚΔΕ έδωσε την εντύπωση του «επιτήδειου ουδέτερου» κρατώντας τους ισλαμιστές μακριά από τις κουρδικές περιοχές της Συρίας και αποφεύγοντας να εμπλακεί σε συγκρούσεις με τον Ασαντ. Η ευκαιρία που δινόταν ήταν προφανής. Το ΚΔΕ θα μπορούσε να δημιουργήσει μία de facto αυτόνομη ζώνη, η οποία θα εξελισσόταν σ’ ένα κατ’ ουσία «συνομόσπονδο» κράτος εντός της Συρίας, όπως το ιρακινό Κουρδιστάν. Το κίνημα αλληλεγγύης είναι σύμφωνο με μια τέτοια εξέλιξη; Είναι, δηλαδή, σύμφωνο με την πολυδιάσπαση των σημερινών κρατών της Μέσης Ανατολής υπό το μανδύα της «ομοσπονδίας»; Αν όντως η στρατηγική των ΗΠΑ και των συμμάχων τους είναι να εφαρμόσουν μία μετα-αποικιακή πολιτική στη Μέση Ανατολή, τότε η κρατική ρευστότητα και η πολυδιάσπαση σε μικρά, περίκλειστα οιονεί κράτη δεν «ρίχνει νερό στον μύλο» αυτής της στρατηγικής;Η περίπτωση, τα αποτελέσματα του «εργαστηρίου» ημι-κρατικών «υβριδίων» στη Μεσοποταμία να αξιοποιηθούν στη νοτιοανατολική Μεσόγειοή και την ανατολική και νοτιοανατολική Ευρώπη, θεωρείται απίθανη;
---------------------------------------------------------------
Σημ. Δ`~. Επίσης, προσοχή, διότι το ευρωπαϊκό σκέλος του Κουρδικού βρίσκεται στα Βαλκάνια. Πρόσφατα ανακοινώθηκε νέα πρόταση-ονομασία για το Μακεδονικό και το ερχόμενο διάστημα έρχεται νέα πρόταση για το Κυπριακό (δεν είναι δυνατόν να διαρρηγνύονται ιμάτια για το Κουρδικό και να υπάρχει προκλητική αδιαφορία για το Κυπριακό). Επίσης στην Ελλάδα δεν μας ενημέρωσαν ποιά ήταν η απάντηση του Biden μόλις ερωτήθηκε για τις σχέσεις Κύπρου και Τουρκίας με πακέτο τα ενεργειακά (Δες το έντονα πολεμικό -και ολίγον αφελές- κείμενο II, όπως και το III). Επιπλέον θα τεθεί ζήτημα αναγνώρισης του Κοσόβου από την Ελλάδα. Να δοθεί σημασία στη στάση της Γαλλίας και του Ηνωμένου Βασιλείου αυτή την περίοδο. Η Ε.Ε δεν μπορεί να συνθέσει -όπως ισχυρίζεται αφελώς μια κύριαρχη άποψη- τα εν λόγω συμφέροντα και καμία εκ των Αίγυπτο, Ισραήλ και Τουρκία δεν λογαριάζει την Ε.Ε ως στρατηγικό -παρά μονάχα ως οικονομικό- παίχτη. Η προκλητική δήλωση του Avigdor Liberman πως «Η Σουηδία πρέπει να καταλάβει ότι οι σχέσεις στη Μέση Ανατολή είναι πολύ πιο περίπλοκες από ό, τι τα συναρμολογούμενα έπιπλα της εταιρείας IΚΕΑ» δεν είναι αναληθής παρά την προκλητικότητα της.
---------------------------------------------------------------
Τρίτον, σύμφωνα με τον έγκυρο αναλυτή Πάτρικ Κόκμπερν, η σημαντική καμπή στη μάχη για το Κομπάνι ήταν η απόφαση της ηγεσίας των Κούρδων μαχητών να δίνει στο αμερικανικό επιτελείο σαφείς και λεπτομερείς πληροφορίες για τις θέσεις των δυνάμεων στο έδαφος. Είναι χαρακτηριστικό, σύμφωνα με τον Κόκμπερν, ότι σε ένα διάστημα 48 ωρών κατά την τελευταία έφοδο του «χαλιφάτου» έγιναν περί τις σαράντα εξαιρετικά ακριβείς αμερικανικές αεροπορικές επιθέσεις. Συμφωνούμε, άραγε, ότι μια χώρα μπορεί να προβεί σε αεροπορικές επιθέσεις στο έδαφος ενός κυρίαρχου κράτους χωρίς τη συναίνεση της κυβέρνησής του ή χωρίς εντολή από το Συμβούλιο Ασφαλείας για να προλάβει μια ανθρωπιστική κρίση; [Δες περί της Ευθύνης Προστασίας - R2P στο ιδίωμα των επίσημων κύκλων] Κι αν υποθέσουμε ότι αύριο οι ΗΠΑ αποφασίζουν να αντιμετωπίσουν την ανθρωπιστική καταστροφή των εκατομμυρίων σουνιτών Σύρων και αρχίσουν επιθέσεις κατά του Ασαντ και της συμμάχου του Χεζμπολάχ, θα το δεχτούμε; [Δες: ενδοϊσλαμικοί ανταγωνισμοί στο σύστημα Συρίας-Λιβάνου]
Η τελευταία ερώτηση μας οδηγεί στο τέταρτο βασικό ερώτημα: πώς θα σταματήσει ο πόλεμος στη Συρία. Πρόκειται σαφώς για έναν εμφύλιο που πήρε ή του έδωσαν περιφερειακές διαστάσεις. Γι΄ αυτό και η λύση θα πρέπει να έρθει από μια περιφερειακή συνεννόηση με γνωστούς συμμετέχοντες δηλαδή, το Ιράν, την Τουρκία, τη Σαουδική Αραβία, τις ΗΠΑ και τη Ρωσία.Η επιστολή του προέδρου Ομπάμα προς τον Ιρανό θρησκευτικό ηγέτη Αγιατολάχ Χαμενεΐ μπορεί να αποτελέσει την έναρξη μιας πολύ σημαντικής πρωτοβουλίας, η οποία όμως είναι βέβαιο ότι θα αντιμετωπίσει ισχυρά εμπόδια και αντιπάλους στην Ουάσιγκτον και την Τεχεράνη. Γι΄ αυτό και χρειάζεται η ενεργός στήριξη ενός διεθνούς κινήματος μακριά από νεο-οριενταλιστικές ψευδαισθήσεις για «ελευθεριακές κοινότητες» και χτίσιμο του σοσιαλισμού «από τα κάτω» στην καρδιά της Μέσης Ανατολής. Αυτές αποτελούν προβολή δυτικών ιδεολογικών και θεωρητικών σχημάτων ριζοσπαστικής πολιτικής και κοινωνικής οργάνωσης που αγνοούν τη δύναμη των εθνοθρησκευτικών γραμμών και των προνεωτερικών κοινωνικών συγκροτήσεων στην περιοχή. Η Μέση Ανατολή έχει αποτελέσει νεκροταφείο πολλών τέτοιων ιδεών.

---------------------------------------------------------------
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική
---------------------------------------------------------------

.~`~.
II
Γιατί είναι δυστυχισμένος ο Πρόεδρος...

Ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι ένας δυστυχισμένος άνθρωπος. Ποιος μπορεί να αμφισβητήσει ότι βρίσκεται στην πιo δύσκολη και δυσάρεστη θέση; Και είναι να απορεί κανείς με μερικούς πολιτικούς που επιθυμούν διακαώς να «φορέσουν» τα παπούτσια του και να αναλάβουν όλα αυτά τα προβλήματα που τον έστειλαν στο νοσοκομείο.
Με την έναρξη της προεδρικής του θητείας εξαναγκάστηκε να αποδεχθεί το κούρεμα των καταθέσεων των πολιτών ως τιμωρία για τη λεγόμενη «διάσωση» της οικονομίας. Οπωσδήποτε ήταν ένα μεγάλο λάθος του, και η ιστορία θα τον κρίνει, αν και ο ιστορικός του μέλλοντος θα λάβει υπόψη ότι παρέλαβε «καμένη γη» από τον προκάτοχό του, Δημήτρη Χριστόφια. Άδεια ταμεία και μία οικονομία να παραπαίει και στο τέλος να καταρρέει.
Δεκαοκτώ μήνες μετά την κατάρρευση της οικονομίας, ως αποτέλεσμα της σύμπραξης και συνεργασίας των πολιτικών, των τραπεζιτών και μερικών λαίμαργων επιχειρηματιών, οι οποίοι τα δισεκατομμύρια σε δανεικά τα μετέτρεψαν σε καταθέσεις στο εξωτερικό, ο Νίκος Αναστασιάδης βρίσκεται ενώπιον μίας εθνικής κρίσης. Η κατοχική δύναμη, με εντολή του παρανοϊκού Προέδρου της, Ταγίπ Ερντογάν, εισέβαλε στην ΑΟΖ της Κύπρου, και όσοι μελετούν τον τρόπο δράσης της Τουρκίας από το 1955 και μετά είναι βέβαιοι ότι για να αποσύρει τα πλοία της θα πρέπει να εξασφαλίσει κέρδη. Έχουν βεβαίως δίκιο. Αυτή είναι η δοκιμασμένη μέθοδος και δεν πρόκειται να την αλλάξουν ούτε τώρα, αφού οι Κύπριοι πολιτικοί με τις υποχωρήσεις τους έδωσαν το δικαίωμα στους κατακτητές να απαιτούν και να κερδίζουν. Δεν σήκωσαν ανάστημα, ενώ μερικοί, ανάμεσά τους και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο οποίος και το έχει μετανιώσει, υποστήριξαν το έκτρωμα του φιλοτουρκικού σχεδίου Ανάν.
Τα πολλά λόγια είναι φτώχεια. Ούτε παλικαρισμοί χρειάζονται, όπως ζητά μέρος της αντιπολίτευσης, ούτε εθνικιστικές κορώνες, όπως απαιτούν οι άκαπνοι λεγόμενοι εθνικόφρονες, ούτε εκφοβισμός του λαού – μία τακτική που ακολουθεί το ΑΚΕΛ, με αυτό το ιδιαίτερο «στιλ» που διακρίνει τους ηγέτες του και με κουβέντες καφενείου όπως αυτή: Μα θα τα βάλουμε τώρα εμείς με την (υπερδύναμη) Τουρκία; Ο κ. Αναστασιάδης, λοιπόν, δεν έχει την παραμικρή πολυτέλεια υποχώρησης, δεν έχει κανένα απολύτως δικαίωμα να επανέλθει στις διαπραγματεύσεις δίνοντας το βασικό του όπλο, που είναι η μοιρασιά των φυσικών πόρων της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ως γνωστόν, οι φυσικοί πόροι ανήκουν στους λαούς και δεν είναι αντικείμενο διαπραγμάτευσης με κατοχικές δυνάμεις.
Δέχεται αφόρητες πιέσεις από τους αιώνιους εχθρούς της Κύπρου, τους Βρετανούς, και δυστυχώς στον χορό εισήλθαν και οι Αμερικανοί, οι οποίοι κατά τα άλλα επιμένουν να ομιλούν για το δικαίωμα της Κύπρου να αναζητεί φυσικούς πόρους στην ΑΟΖ της. Κακώς έπραξαν να βρεθούν απέναντι στον κ. Αναστασιάδη, διότι χαντακώνουν ένα δικό τους άνθρωπο και η θέση τους αυτή είναι ενάντια στα συμφέροντά τους. Ο Αμερικανός πρέσβης «παίζει» έντονα φιλοτουρκικά, υποστηρίζει την τουρκική θέση για τα θέματα ενέργειας και προσφέρει κακές υπηρεσίες πρώτα απ’ όλα στην πατρίδα του. Διότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας υλοποίησε τις συμβουλές του Αντιπροέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών, ο οποίος τον προέτρεψε να προχωρήσει σε συμμαχίες με την Αίγυπτο, τον Λίβανο και το Ισραήλ. Για ποιο λόγο κυνηγούν τον κ. Αναστασιάδη για το θέμα της τριμερούς με την Ελλάδα και την Αίγυπτο; Και γιατί ανέβηκαν οι τόνοι κατά την τηλεφωνική συνομιλία του κ. Αναστασιάδη με την υφυπουργό Εξωτερικών Βικτώρια Νούλαντ; Δεν έχει δικαίωμα ένας Πρόεδρος μίας ημικατεχόμενης πατρίδας να πει όχι όταν θίγονται τα συμφέροντα της χώρας και του λαού του;
Η Τουρκία «σταύρωσε» άπειρες φορές τους Αμερικανούς. Τους κορόιδεψε, τους είπε ψέματα, δεν τους βοήθησε στην ώρα ανάγκης, δημιούργησε και δημιουργεί προβλήματα στην υπερδύναμη. Δεν μπορεί να φανταστεί ο αναγνώστης τι λέγεται πίσω από τις κλειστές πόρτες και πόση οργή διακατέχει τις μυστικές υπηρεσίες και το Πεντάγωνο για την προδοσία του Ερντογάν. Γι’ αυτόν τον λόγο είναι αδιανόητο να υπάρχουν σήμερα Αμερικανοί διπλωμάτες που είναι ακόμα παθιασμένοι με την Τουρκία. Είναι χώρα εχθρική προς τις ΗΠΑ και το πλέον σημαντικό – που το συζητήσαμε με αξιωματούχο στο περιθώριο εκδήλωσης στο CSIS – είναι ότι ο κ. Ερντογάν δεν έχει καμία επιθυμία να έχει καλές σχέσεις με τις ΗΠΑ. Δεν τους θέλει πια τους Αμερικανούς, στην πραγματικότητα τους απεχθάνεται και τους μισεί, καθώς τους έχει συνδέσει με τις «άσχημες περιόδους» της χώρας του, ενώ πιστεύει ότι ευθύνονται για τις δυστυχίες των χωρών της Μέσης Ανατολής. Την ίδια στιγμή, ο ίδιος συναγελάζεται με τα απολυταρχικά καθεστώτα, από τα οποία πληρώνεται, για να εξασφαλίζουν μήπως τη σιωπή του; Καμία υποχώρηση λοιπόν. Αυτό οφείλει ο κ. Αναστασιάδης στους πολίτες…

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας πρέπει να πάει στο σπίτι της. Αρκετά… πρόσφερε στο κράτος, το οποίο την αντάμειψε με παχυλούς μισθούς και αξιώματα. Η υπόθεση Βγενόπουλου αφορά την καρδιά της οικονομικής κρίσης και πρέπει να ασχοληθούν με αυτή ανακριτές, εισαγγελείς και δικαστές, οι οποίοι δεν είχαν την παραμικρή σχέση μαζί του. Διότι είναι φανερό ότι όσο βρίσκεται στη γωνία θα «σουτάρει» πολιτικούς και τραπεζίτες που τον εξυπηρέτησαν και τους… αντάμειψε.
ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ: Ποιος είναι αυτός ο σύμβουλος του Προέδρου της Δημοκρατίας ο οποίος ενέκρινε το συμβόλαιο της κ. Γιωρκάτζη; Παραμένει και σήμερα στο Προεδρικό και υπηρετεί τον κ. Αναστασιάδη; Έφυγε; Πού στο καλό του Θεού τον κρύβουν; Ο σύμβουλος αυτός, όποιος και αν είναι, δεν προσέφερε μόνο κάκιστες υπηρεσίες στον Πρόεδρο, ο οποίος θα έπρεπε να του δώσει δύο χαστούκια και να τον πετάξει κλοτσηδόν από το γραφείο του… Στις σοβαρές χώρες θεωρούν αυτό που διέπραξε συνομωσία εναντίον των συμφερόντων του κράτους...

.~`~.
III
Σε αναζήτηση στρατηγικής

Η κρίση που προέκυψε με τη νέα τουρκική επιδρομή στην κυπριακή ΑΟΖ είναι μια καλή ευκαιρία αναστοχασμού της διαχείρισης του Κυπριακού από την επαύριο της τουρκικής εισβολής του 1974. Οι κυπριακές ελίτ διαχειρίζονται σήμερα το Κυπριακό στη βάση των δεδομένων του 1974, ενώ ο κόσμος έκτοτε έχει αλλάξει ριζικά [την ίδια νοοτροπία έχουν και οι ελλαδικές «ελίτ»]. Ο Ψυχρός Πόλεμος έχει τελειώσει, η Κυπριακή Δημοκρατία επιβίωσε της καταστροφής που αντιμετώπισε με την τουρκική εισβολή, είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και διαθέτει ενεργειακά αποθέματα που της ανοίγουν προοπτικές στον νέο χάρτη γεωπολιτικών ισορροπιών που διαμορφώνεται στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείουκαι στον ευρύτερο χώρο της Μέσης Ανατολής. Σίγουρα το οικονομικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει αυτή τη στιγμή αποτελεί μειονέκτημα στο να εκμεταλλευτεί τα νέα αυτά δεδομένα που διαμορφώνονται στη γειτονιά μας. Εντούτοις, παρά το μειονέκτημα αυτό, η Λευκωσία έχει τη δυνατότητα αυτή τη στιγμή να υιοθετήσει μια νέα στρατηγική στο Κυπριακό και να επανατοποθετήσει το πρόβλημα σε νέες βάσεις, ξεφεύγοντας από την πεπατημένη που υιοθετήθηκε την επαύριο της τουρκικής εισβολής με τους όρους της Τουρκίας. Χωρίς αυτή την επανατοποθέτηση και χωρίς την υιοθέτηση μιας νέας στρατηγικής, που θα αφήνει πίσω της τα στερεότυπα της χρεοκοπημένης πολιτικής που ακολουθήθηκε τα τελευταία σαράντα χρόνια, η όποια λύση του Κυπριακού θα γίνει με τους όρους της Άγκυρας. Ο Πρόεδρος Αναστασιάδης υποχρεώθηκε να διακόψει τις διακοινοτικές συνομιλίες - που ούτως ή άλλως δεν οδηγούσαν πουθενά εκτός από ένα νέο μόρφωμα Ανάν - μετά την τουρκική επέλαση στην κυπριακή ΑΟΖ. Οι ενέργειές του όμως από τότε είναι σπασμωδικές, σε αναζήτηση προσωρινών στηριγμάτων, μέχρι που να επανέλθει, με την πρώτη ευκαιρία, στην ίδια χρεοκοπημένη πολιτική που μετέτρεψε το Κυπριακό από θέμα εισβολής και κατοχής σε έναν ατέρμονο διακοινοτικό διάλογο μέσα από τον οποίο η Άγκυρα επιβάλλει τους όρους της. Αντί αυτών των σπασμωδικών κινήσεων, για να κερδηθεί απλώς χρόνος, θα πρέπει η Λευκωσία να οικοδομήσει τις συμμαχίες εκείνες που απορρέουν από τα κοινά συμφέροντα που ορθοτομούνται στην περιοχή. Οι «στρατηγικοί εταίροι» που επέλεξε ο κ. Αναστασιάδης, δηλαδή οι Αμερικανοί και οι Εγγλέζοι, εισηγούνται ήδη την επανέναρξη του διακοινοτικού διαλόγου, την ώρα που η Τουρκία παραβιάζει τα κυριαρχικά δικαιώματα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ακόμη χειρότερα, εισηγούνται να τεθεί και το θέμα του φυσικού αερίου στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Αν αυτό συμβεί, η Κυπριακή Δημοκρατία θα αποποιηθεί των κυριαρχικών της δικαιωμάτων και της εκμετάλλευσης του φυσικού της πλούτου όσο καιρό δεν θα υπάρχει λύση στο Κυπριακό. Θα γίνει με άλλα λόγια όμηρος της Τουρκίας.
Είναι και αυτοί του εσωτερικού μας μετώπου και στη Λευκωσία και στην Αθήνα που εισηγούνται πως η αντιμετώπιση της παρούσας κρίσης δεν μπορεί να είναι άλλη από τη λύση του Κυπριακού. Μόνο που δεν λένε ποια θα είναι αυτή η λύση. Την υπονοούν όμως, αφού η όποια λύση αυτή τη στιγμή θα γίνει με τους όρους που θα επιβάλουν οι κανονιοφόροι της Άγκυρας. Η επιβίωση της Κυπριακής Δημοκρατίας όμως, η επιβίωση του λαού της Κύπρου, επιβάλλει την αναζήτηση μιας νέας στρατηγικής, χωρίς τα φοβικά σύνδρομα που κουβαλούν οι κυπριακές ελίτ και η άρχουσα τάξη, χωρίς την αποδοχή των τετελεσμένων της κατοχής.
Τη νέα πραγματικότητα στην Ανατολική Μεσόγειο τη συνθέτουν τεράστια συμφέροντα, που φέρνουν την Κύπρο στο κέντρο σημαντικών γεωπολιτικών ανακατατάξεων, εξαιτίας των υδρογονανθράκων της περιοχής, αλλά και των εμφύλιων σπαραγμών στην ευρύτερη Μέση Ανατολή. Αυτή η νέα πραγματικότητα παρέχει τη δυνατότητα νέων στρατηγικών συμμαχιών. Δεν είναι όμως δυνατό να οικοδομηθούν οι νέες αυτές στρατηγικές συμμαχίες ανάμεσα στην Κύπρο και άλλες χώρες της περιοχής τη στιγμή που στο Κυπριακό ακολουθείται μια χρεοκοπημένη πολιτική που θα οδηγήσει με μαθηματική ακρίβεια τον τόπο κάτω από την τουρκική ομηρία.
Καμιά χώρα στην περιοχή δεν θα είχε συμφέρον να οικοδομήσει μια στρατηγική συμμαχία με την Κύπρο, αν διέβλεπε μια λύση του Κυπριακού που θα έθετε το νησί υπό τη στρατηγική επιρροή και ομηρία της Τουρκίας. Θα πουν κάποιοι ότι και η Τουρκία βρίσκεται στην περιοχή, γιατί να την αποκλείσουμε από μια συνεργασία; Κανένας δεν θα απέκλειε μια συνεργασία με την Τουρκία όταν θα τερματιζόταν η κατοχή και θα αναγνώριζε την Κυπριακή Δημοκρατία και τα κυριαρχικά της δικαιώματα. Με όρους όμως κατοχής, είναι σαν να αποδέχονταν οι κατακτημένες από τη Γερμανία χώρες και οι λαοί τους, στη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, να συνεργαστούν με τον κατακτητή! Και αυτή δεν μπορεί φυσικά να είναι η στρατηγική της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Στέφανος Κωνσταντινίδης - Πηγή: Φιλελεύθερος

---------------------------------------------------------------
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική
---------------------------------------------------------------

.~`~.

I) The Chinese Model of Development and the Democracy-Autocracy Dichotomy by Pan Wei II) Questions & Answers and III) 12 Facts on China’s Economic History - China’s boom restores the country’s former global economic preeminence.

$
0
0

Άμεσα σχετιζόμενες αναρτήσεις

.~`~.
I
The Chinese Model of Development and the Democracy-Autocracy Dichotomy

First, I argue that we are now in a time of political bias and superficiality, or a time of ideological obscurantism. The imagined democracy-autocracy dichotomy not only blinds our views, but also hinders the progress of human kind. Second, I argue that an emerging Chinese model may help reducing our bias and fostering a neo-enlightenment for the knowledge on how civilizations could live together.

A time of ideological obscurantism
Today, both the mainstream media and political leaders in the Western World are indulged in the political dichotomy of democracy and authoritarianism. Under such a dichotomy, the so called “war on terror” is being waged, Iraq and Afghanistan occupied, nearly the entire Muslim world is offended, and ugly concentration camps are built in the name of “prisoners of war.” Even Japan, frustrated with its relative decline, is trying to build an alliance of democratic nations in Asia to block China. In short, human rights are abused in the name of human rights; liberty is abused in the name of liberty; and tyrannies and military governments are being built in the name of democracy. Social turmoil, unnecessary hostilities and even wars are stirred up and justified in the name of pushing democracy forward. Of course, many understand those as wars for material interests, for strategic control of resources, or a new Crusade of medieval kind. However, ideologies do matter; they matter a lot in terms of mobilizing public support. Religious fervor used to fan the fumes of war in the past, and the wars for material gains today are fanned by the democracy-autocracy dichotomy.
There are, of course, plenty of reasons to support the wars as such if they are winning. Obviously, however, the illusive and self-imagined wars of democracy against authoritarianism, hypocritical as they are, are not winning, but failing. They are failing for three facts: bringing bloody disasters to many areas of the world, creating growing hostilities and resistance to the West, and leading to the decline of the international reputation of the United States—the once imagined “benevolent hegemon” turns out cold and cruel. The later historians would consider today’s wars neither for justice, nor for progress.
Moreover, the Western arrogance and self-esteemed moral superiority appear weird as China emerges on the world stage.
---------------------------------------------------------------
Ξανά: ...το ιδεολογικό μηχάνημα του δυτικού κόσμου συνεχίζει να δουλεύη με τα ίδια πάντα επαναλαμβανόμενα νοήματα και τις ίδιες πάντα συνειδητές παραποιήσεις. Από τη μια μεριά η «δημοκρατία», η «ελευθερία» και η χειραφέτηση που οδηγούν στην «ανάπτυξη», από την άλλη ο «δεσποτισμός» και η «ανελευθερία» που οδηγούν στην «καθυστέρηση». Τόσο απλά θέλησε τα πράγματα ο Μάξ Βέμπερ - ο οποίος μίλησε με την ίδια βεβαιότητα για πράγματα που ήξερε και γι'αυτά που δεν ήξερε - και τόσο απλά προσφέρονται πάντα. Αλλά όταν ο κόσμος αλλάζη και οι ιδεολογίες δεν αλλάζουν, καλό οπωσδήποτε δεν είναι... Οι διχοτομήσεις αυτές μεταξύ «καθυστερήσεως» και «προόδου» σκοπό βέβαια έχουν να μεταφέρουν στην μέση κοινή συνείδηση την αντίληψη, ότι αιτία καθυστερήσεως των «καθυστερημένων» είναι αποκλειστικώς οι ίδιοι και ότι το «Διεθνές Δίκαιο» δεν έχει άλλον σκοπό ειμή την διάδοση της «δημοκρατίας» ανα τον κόσμο. Τον προηγούμενο αιώνα τον ρόλο της «δημοκρατίας» τον έπαιζε η «αποστολή του εκπολιτισμού»... Επί δύο συνεπώς αιώνες τα πράγματα παραμένουν ιδεολογικώς τα ίδια, παρά την σωρεία παραδειγμάτων που αναφέραμε και αποδεικνύουν πλήρως ότι οι ιδεολογικές αυτές κατασκευές είναι τελείως αναντίστοιχες προς την υφιστάμενη εξέλιξη του κόσμου... 1) Για την κύρια «ιδεολογική» διαμάχη των καιρών μαςκαι 2) Διεθνείς οργανισμοί, ιδεολογικά δεδομένα και τα θρησκευτικά πράγματα.
---------------------------------------------------------------

An Emerging Chinese Model
Due to its complicated ancient and modern history, the Chinese way or China model of development has to be sophisticated, which help make our perceptions much more sophisticated than the black-white dichotomy of liberty against tyranny or democracy against authoritarianism.
China model consists of four sub-systems, they are: a unique way of social organization, a unique way of developing its economy, a unique way of government, and a unique outlook on the world.
As many China specialists already find, the way with which the Chinese society is organized is rather different from those in the West. That is to say, the state-society dichotomy does not apply [The Left-Right Political Spectrum Is Bogus]. Instead, the state is not the kind of state we often see in the West, and the society is not organized in terms of civil societies. The state and societies are intermingled with each other, penetrated by each other into an entity or many entities like waves of concentric circles.
As many of you perhaps already know, the Chinese economy is rather difficult to classify: it’s neither an American kind of liberal market economy, nor a social market economy of European kind. And of course, it is not a Stalinist command economy. It’s an economy with free markets of labor, and free markets of commodities and very soon, of capital flow [The Left-Right Political Spectrum Is Bogus]. The market competitions are so intense that everywhere we see fraud and fakes, like those in the U.S. in its early years of industrialization. On the other hand, we see the state’s very determined intervention in the use of land and natural resources, as well as a few very strong state enterprises, banks, and research institutions, levering domestic and overseas competitions. Are there other options for China, like American way, European way, or the Soviet way? I have to say no, China has to be like this. This model grows out of the trials of error, and will not change simply because other nations dislike it.
As is also seen, China’s outlook on the world affairs is rather different from the Western ones. China may or may not consider its socio-economic-political system as superior to others; it does not matter at all. What really matters, in our traditional and modern outlook, is to live in peace and harmony with others. How can we live in peace? We do business in the mutually beneficial way, sustainable to the future, and with respect to our socio-cultural differences. Converting others to China’s belief system is completely out of question, for it must improperly derive from the feeling of fear, anxiety and arrogance. If others want to follow our example, it is great; if not, fine. No argument, no conflict. So came our ancestors’ teaching from over three thousand years ago that “Chinese should never govern non-Chinese (hua bu zhi yi).”

Meritocracy and Democracy-Autocracy Dichotomy
Perhaps, it is China’s political model that is most annoying to those who champion the democracy-autocracy dichotomy. I want to make a four-point explanation with regard to this, hope it be inspiring to the open minded.
(1) Most Chinese don’t buy the dichotomy, for it virtually explains nothing in the Chinese history until today. According to the dichotomy, China has been under authoritarian regime all the way down from the first emperor whoever he was, to today’s communist regime under Hu’s leadership. It is also said that, the communist regime represents the worst kind of all the authoritarian regimes. Where and how can we explain China’s success before and progress today in this simple dichotomy? One fifth of the world’s population have made great progress in the past few decades, without sending a large amount of people to settle in other countries, without occupying two Americas, Africa, India, Southeast Asia, and Oceania, and without launching two world wars in the 20th century. How could just a label of authoritarianism scare us away from what we’ve been doing and with great success?
(2) A political system is based on two basic factors: social structure and social consciousness. Now the mainstream media and political leaders no longer tell people about the roots of polities. Instead, they mislead people with the idea that if all others imitate liberal democracy, they would all become as wealthy as the West, and the perpetual peace of the world arrives. The war on autocracy or terror is thus morally justified. However, China’s social structure has been radically different from the Western ones; it has been an undifferentiated society of extremely high mobility. China’s social consciousness is also different, which believes in a government of neutrality, representing the integration of interests of all the people. This is to say, China’s social structures and the perceptions of regime legitimacy are quite different from the Western ones.
(3) All political models have four major pillars. Ideas about people-government relationship, the way government officials are selected, the approaches of organizing government and enforcing the governance, and the arrangement to correct government mistakes. Judged by these four, I would call China’s political model a meritocracy instead of a democracy; and our contrast is about democracy vs. meritocracy, not democracy vs. autocracy.
(4) We know that China model is full of loopholes, just like those in liberal democracies, and just like any existing in the real world. Not only that, due to the surging turbulence in the modern history, the Chinese model has still not yet become mature and stabilized. In fact, any ideal model, once applied in the complex reality of China of 800 million farmers and 500 million urbanites, and the great differences from the south to north, from coast to inland and high land, would appear pale and weak.
Then why do I try to summarize China model? First, the coming of a successful China with its ideological neutrality would help some of us break away from the false call for democratizing “authoritarian” states, and learn how to respect and live with each other. Second, in our aspiration to learn from the West, I want to make sure that we plant some Western seeds not to harvest only fleas.
Thanks for your attention.

.~`~.
II
Questions & Answers

Q. Two comments and one question. Now Chinese are obviously governing non-Chinese, against your alleged traditional doctrine that Chinese do not govern non-Chinese. Economically, China seems following barely an old capitalist model of export-driven growth. Will China soon adopt a policy of free capital flow?
A. First, I understand that you must be thinking about Tibet and other ethnic minorities in China. We are now in a time of nation-state. People of all ethnic groups within the political boundaries of a country belong to one nation. Minorities in China are Chinese citizens and they are Chinese. This is to say, China is not governing non-Chinese, unlike the U.S. is governing Afghanistan or Iraq. Second, China’s growth is not simply export-led capitalist growth. Some kind of socialism is real in China, and we are one of the most rapid growing markets for imported goods. For example, 150 million migrant workers from rural areas, which is the size of half of the U.S. population, are now working in major cities in China. Market economies have ups and downs. When the Chinese market goes down and migrant laborers lose their jobs, they have a safe home to return. Back in their home villages, each family is assigned a roughly equal piece of farmland, and given a free lot to build houses upon the time of their marriage. This is one of the many factors of Chinese socialism, which is real and firmly supporting our market economy. Third, some 15 years ago, I used to predict that China would become the strongest hold for free trade; no one believed me then. Now I predict that some 15 years later China would become the strongest hold for free capital flow. It’s not yet as open as a few other countries, mainly because of the lack of technical know-how, not of ideology. China is yet to understand the capital markets, their security mechanism. For example, we suddenly realize that the U.S. and British financial markets are actually not as open as we imagined, some protective mechanism is quite solid. We want to make sure that China’s financial markets are open but also safe, as safe as those in the U.S., G.B., Germany, and Japan.

Q. You don’t believe in universality of democratic value and the importance of democratic politics in China?
A. It depends on how one defines democracy. For example, I understand that many would include rule of law and elections as part of democracy. But the principles of rule of law may be radically contradictive to those of elections. I don’t believe that majority principle for selecting leaders is a “universal” value for politics. Social configurations and social consciousness are extremely important. Electoral politics are based on predetermined social cleavages and traditionally even some kind of hierarchical social stratification. Electoral politics smooth and institutionalize class struggles, and here winner taking over the power becomes a popularly accepted mentality or culture. What if we encounter an undifferentiated society? Without rule of law, electoral politics there would become a war of all against all, like the latter half of the 1940s in China. Therefore in China, the majority principle is not an established mentality for legitimacy of leadership. Instead, it’s considered merely a game rule for power struggle. Thus, in many of the successful East Asian areas, parliamentary politics are somewhat marginalized in contrast to the bureaucratic institutions. Hong Kong and Singapore are two places where rule of law is important and parliamentary politics is only supplementary.

Q. Could meritocracy go with autocracy? How could you possibly build rule of law without first building democracy?
A. Yes, meritocracy may go with autocracy. However, democracy may go with autocracy, too. It is rule of law that never goes with autocracy. The essence of rule of law lies not in how the law is made, which has to do with democracy. The essence of rule of law lies in whether the laws actually rule, or only remain on paper. I understand rule of law as mainly separation of government power to form checks and balances, or more precisely, as judicial independence. The executive and legislative branches of the government are often not separated, as in Europe where parliamentary sovereignty is the reality. In the U.S. the two are seemingly separated, but their voters do overlap, and two branches closely collaborate with each other. Therefore, rule of law is executed through independence of the judiciary and the effective law enforcement, namely, a quality civil service. As to the argument that democracy must go before rule of law, I suggest that we look at the evidence in the Western history, and look at that whether the third world today with democracy are having rule of law. On the other hand, HK, Singapore, Japan, Korea, etc., all have rule of law before or even without democracy. Moreover, I personally do not believe that the success of the U.S., the Great Britain, and the entire West, has been based on electoral politics.

Q. What’s your comment on China’s moves for oil, and in Sudan, Burma, etc.?
A. China is manufacturing for the entire world, using its own natural resources and leaving pollutions inside China. Personally, I dislike China becoming the world’s factory and chimney. It is the entire developed world that encourages China to do so, and China needs energy to get the job done. We are living in a world of imbalanced “interdependence” as such. In Sudan, China did nothing wrong. China did not create social chaos there, some other countries did. China got in after the Western powers left, leaving chaos there. China cooperated with the government instead of the rebels to purchase oil and offered a large amount of aid. Now Europeans and Americans want to return and blame China for wrong doing. China is willing to compromise. That is it. As to Burma, it’s no more of a military government than Iraq and Afghanistan, and Chinese know clearly why it is Burma instead of Saudi Arabia or Somalia. Burma is bordering China, and China knows Burma better than the U.S., just like Japan knows China better than the entire West and was the first to reconnect China after Tiananmen in 1989. Few people know that China has quietly helped Burma to turn the “Golden Triangle” area into an agrarian and manufacturing area. It used to be the world’s largest drug producing and trafficking center. Now Afghanistan takes the place. Think about what the U.S. has been doing in Columbia, we know that China does a much better job. High political pressure wrapped in “human rights” appears weird when everyone in China knows its geopolitical stake. However, China is willing to compromise. In sum, China intends to do business while using a part of the profit for aid, helping poor countries to reduce poverty. While China is giving out aid in Africa, it’s also blamed that China is not observing “international standard.” All want to dictate what China should and should not do. The lack of trust is rather difficult for China.

Q. China is proposing a “harmonious world” while rapidly building up its military might. Do you buy the doctrines of realism in international relations?
A. On the one hand, we know that this world without a world government is an anarchic and unsafe one; sometimes the law of jungles does apply. On the other hand, we are not just in jungles; we humans do have a sense of justice. When we believe in the common sense of justice, we keep a military force that is “enough” for defense, and we should minimize the use of force in the world. Now every country keeps a military force. I know that even with the U.S. military protection, the Great Britain is building two new aircraft carriers. China with a long coastline still does not have one while India has two, and Japan has several battle ships that can carry aircrafts. Military might is for defense in China. During the Cold War, when two super powers were crazily accumulating unnecessary number of nuclear warheads, China was smart to believe that a few would be “enough” for deterrence. Only during the most recent decades, China started modernizing its backward military force. The reason is quite obvious, the Taiwan issue is deteriorating, and the U.S. has broken its promise of reducing arms sale to Taiwan till the final stop. Of course, the potential arms conflict is not about a war with the military force of Taiwan, but with the intervening U.S. force. And in the recent decade, the U.S. military expenditure has been growing much more rapidly than anyone in the world. Some in China believe that it is the U.S. that is forcing China into a competition of military build-up, like an old game of crashing the Soviet economy. China is quite alert of that, and Chinese is not going to compete with the U.S. for military teeth. As to a “harmonious world”, it’s a wish, a good will. I wish that let’s not create and intensify conflicts of the world by ideological myth. Ancient Greeks made mistakes in Peloponnesian War with wrong perceptions. Athens and Sparta should have been the two horses, together pulling the Greek world of the city states forward. As many historians find today that some powerful Athenians intentionally exaggerated the differences of their life style with Sparta, for they considered Sparta the only obstacle of expanding the Athenian Empire. That led to the tragic end of the Greek city states.

Q. Please comment on the human rights situation inside and around China (N. Korea, Burma, etc.). Do you think that international NGOs, such as Amnesty International, should be of help?
A. I personally believe in self-government of the nation states. External pressure does not help easing the humanitarian situation. For humanitarian purpose, we could offer aid, but not with a sense of moral superiority. Chinese do not like teaching others how to protect their “rights.” We may offer our learning only if invited to do so. That is why China’s influence in N. Korea and Burma is generally considered good. We have quietly done a lot of things for the two countries, and the situation there are not becoming worse, unlike some other regions where the “rights” people have a heavy hand there. As to China’s human rights situation, the media here like to paint a gloomy picture for the popular taste of the people in the West, using a few very unique cases to represent China’s general situation. In general, I do not have problems with internationally operated NGOs in China. However, some of them come only for “improving human rights”; and they are directly or indirectly funded with government money, serving the governments’ foreign policy purposes. So they do not have much credibility in China. China’s “human rights,” no matter how they are defined, are rapidly improving. And we do have freedom of speech, to say at least. Let me tell a story. An American scholar funded by an American foundation did a large-scale survey in China, and found that more than 80% of the people support the regime. American publishers do not like publishing his research results, for the publishers believe that it couldn’t be true. People in China under the communist control dare not speak the truth. He had to change the strategy of constructing his research question: how Chinese are so stupid in being led to support the communist regime? Then his paper is accepted. For Chinese, this seems weird.

Q. Could you define “meritocracy”? How can China under the current one-party rule and without open and direct elections allow government accountability, removal of bad leaders, and reducing corruption?
A. By “meritocracy” I mean entering the government with examinations, and being promoted with constant performance evaluations. China invented this, which has now spread to all corners of the world. It’s the greatest contribution that China has made to the political civilizations in the world. The point is that China has emphasized this until today. Today, both the government and party officials must go through this process of examination and evaluation process. As to accountability, this meritocracy is not inferior to electoral democracy. Chinese government is fairly accountable to the people’s demands, outperforming most of the developing countries. I remember that Mr. Pattern, the last Governor of Hong Kong, used to write his puzzle: India has periodically elected leaders, but the Indian government is virtually abusing its people; while Chinese communist government is not truly elected, but it well takes care of people’s welfare like parents. As to the replacement of the leaders, China does have institutionalized rules of periodical leadership replacement. The age limit and two-term limit has led to the youngest government among large countries. The fact is, now the Chinese government positions are in very fierce performance competitions, despite that patron-client ties do play a role like anywhere in the world. As to the corruption issue, it depends on building an independent judiciary and independent anti-corruption agency, on building rule of law, so to speak. There are a number of reasons for the explosion of corruption in the mid-1990s till today. I am personally optimistic about the future of curbing corruption under this Chinese communist regime. Hong Kong did it, Singapore did it, Japan did it, and the Chinese communist government did it overnight in the 1950s. In contrast, Taiwan government, with elections, has become more corrupt than before; and the same happened in the countries of the former Soviet bloc. Merely competitive elections do not curb corruption, nowhere it does or did. How bout the U.S. and the Great Britain? Twenty years later, we might be able to see a government in China which is fairly honest and clean. Yet it depends on building rule of law. It’s hard to correctly predict the future of twenty years later; but I have an instinct to believe that China is going to follow the Hong Kong way and Singapore way.

Q. Then how do you explain the success of the village elections in rural China? When do you think that the rural elections will further extend to the township and county level?
A. I happen to be an expert on rural China. I wrote my Ph.D. dissertation on that topic. Rural grassroots election is not a new thing in China. From the time of Yan’an, the communist base before the government takeover, until before the reform, the rural grassroots leaders were always elected. The difference is, in the early 1990s, grassroots elections were enforced by law that no proposal of the Party candidate should be allowed; namely, there must be two rounds of elections, the first one for candidates. It’s virtually a law that discourages the Party’s leadership in the countryside. What is the result then? Now it’s quite clear, even the active supporters of the free elections admit that it creates more problems than solving any problem. It’s no longer a government emphasis now, for it is widely believed a failure in general. I don’t think it will be further extended to the government level of township and county. By law, village authority is not a level of government, but a self-rule organization. It’s rather strange that China has a national law to regulate the way the village is organized.

Q. How’s the influence of your “rule of law” view among the Chinese leaders? Are they going to accept your view?
A. That is what I don’t know. I have little tie in the government so I can’t answer this question. However, the proposal is clearly on the table. This view right now does not belong to the mainstream, official or non-official; yet I personally believe that this view has a pretty good future.

Q. How is the future of democracy in China; and how is the future of the Chinese One-Party rule?
A. It depends on how one defines democracy. Democracy today means many different things to many different people. During Mao’s time, democracy meant ownership of property by all the people and the participation of people in public discussion and management of their work place. Today democracy could also mean guarantee of people’s welfare, people are free from oppression, foreign or domestic; or it could include freedom of speech and press. Whatever it means, it may not just mean free competitive election of parties. Chinese Communist Party is the ruling party, but it is not a “party” in the sense of parliamentary politics. It’s an elite organization that has no particular social base. Somehow it is inherited from China’s old governing practice, namely, a group of neutral Confucian elites form a governing body. It only dies when the group becomes corrupt and starts abusing people’s welfare. It is the party that could be buried any time, like the KMT (the Nationalist Party) was in the mainland China in the 1940s. Therefore, it is important to remember that it is not a parliamentary party in the Western sense.
Thank you all for the tolerance.
Pan Wei
Prof. Pan is professor at the School of International Studies at Peking University and the Director of Center for Chinese & Global Affairs at SISS. He has a bachelor’s and master’s degrees in international politics from Peking University. He received his Ph.D. in Political Science from the University of California, Berkeley (1996). From 1985 to 1995 he worked as a Research Assistant at the Institute of World Economics and Politics at the Chinese Academy of Social Sciences (CASS) in Beijing.
The Foreign Policy Centre is a UK-based, independent, progressive foreign affairs think tank. The Centre has three Co-Presidents, representing each of the UK's major political parties: Rt Hon Michael Gove MP, Secretary of State for Education. Baroness Margaret Jay of Paddington, former leader of the House of Lords. Rt Hon Charles Kennedy MP, former leader of the Liberal Democrats. The Centre was launched in 1998 and founded by the then Foreign Secretary, the late Rt Hon Robin Cook.
The Foreign Policy Centre talks in a language people understand. We seek to engage with all people who are interested in foreign policy, whether from political life, the media, the private sector, voluntary organisations, students or the general public.

.~`~.
III
12 Facts on China’s Economic History
China’s boom restores the country’s former global economic preeminence

2. Two centuries ago, China’s GDP was twice that of India’s, the world’s second-largest economy at the time.
3. In 1820, China’s economy was six times as large as Britain’s, the largest economy in Europe — and almost 20 times the GDP of the still-fledgling United States.
4. On a per capita basis, China’s GDP in 1820 reached 84% of the global average.
5. By 1870, China’s per capita GDP had fallen by one third — to just 60% of the world average.
6. China’s economic decline in the second half of the 19th century was, in part, the result of the devastation of China’s agricultural lands following the Opium Wars and the Taiping Rebellion.
7. China also lost ground economically in the 19th century as Western nations grew wealthier from the Industrial Revolution.
8. As recently as 1980, China’s per capita GDP was equal to just 24% of the world average.
9. In the late 1970s, Deng Xiaoping began to implement market-based reforms that would lead to China’s economic modernization.
10. After two decades of rapid economic growth, China’s per capita GDP in 2000 was back up to 56% of the global average, almost where it stood in 1870.
11. After three decades of economic reforms, by 2010 China’s per capita GDP was equal to 103% of the global average.
Πηγή: The Globalist

.~`~.
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική

*
*
*

Ανθρωποποίηση.

Welcome to the World Without the West.

$
0
0

What is happening is a concerted effort by the emerging powers to construct parallel multilateral architectures that route around the liberal order, and will likely reshape international politics and economics in fundamental ways.

It’s become standard practice for U.S. officials to describe the future of Sino-American ties as the central drama of international politics. In early November, just ahead of President Obama’s summit with his Chinese counterpart Xi Jinping, Secretary of State John Kerry told an audience in Washington that, “The U.S.-China relationship is the most consequential in the world today, period, and it will do much to determine the shape of the 21st century.” National Security Adviser Susan Rice took to the Twittersphere shortly after touching down in Beijing in September to reiterate the oft-repeated phrase that, “Most major global challenges of 21st century cannot be addressed effectively without U.S. and China working together.”
This isn’t just diplomatic courtesy; it’s a core signal of how American foreign-policy makers see the world. The dominant framing in Washington is that the United States and China will in the final analysis sink or swim together, and carry most of the rest of the world with them. If the two powers manage to get their relationship right and cooperate effectively, things go well; if they don’t, then the coming decades will be difficult to navigate for just about everyone.
There’s an academic foundation to this worldview. It assumes that rising powers, now as in the past, face a clear choice when they confront a prevailing international order that was established by a previous generation of great powers. They can either assimilate into the international order or challenge it. As a result, Washington’s China policy has aimed to encourage the former as much as possible, while preparing to limit damage in case China chooses the latter. This logic has formed the basis of America’s hedging strategy toward China for more than two decades.

In an essay in the National Interest magazine in the summer of 2007 (“A World Without the West,” July/August 2007), we argued that these academic theories were dangerously inadequate and that the consequent mental map was wrong. We reasoned that emerging powers, and China in particular, would most likely neither challenge, nor assimilate to the U.S.-led order, because neither of these options is remotely attractive. Why would the Chinese government embrace a liberal system that largely runs counter to its domestic and international interests? And why pick a fight with the wealthiest and most powerful country in the world and its many wealthy and powerful friends? To see China as boxed-in to choosing between two unattractive options was to take imperfect academic theory too seriously, and, even worse, to misinterpret the behavior of rising powers.
Looking beyond this false choice, we noted that rising powers were instead beginning to build a “World Without the West” that “routed around” the existing international order. Upon closer empirical inspection, it was increasingly clear that the emerging powers were preferentially deepening ties among themselves in economic, political, and even security domains. In so doing, they were loosening in relative terms the ties that bind them to the liberal international system centered in the West.
This argument made a lot of people uncomfortable, mostly because of an endemic and gross overestimation of the reach, depth and attractiveness of the existing liberal order.
Now, seven years later, the World Without the West has come into full view. The biggest story in international politics today is not whether Beijing will be seduced, incentivized, or even compelled to sign onto or buy into the existing international system. Nor is it about how the United States and China are headed into a downward spiral toward World War III—although, as areas of competition intensify, the traditional (assimilate vs. challenge) mindset forces analysts, wrongly, to see conflict as the only and likely alternative. What is happening instead is a concerted effort by the emerging powers to construct parallel multilateral architectures that route around the liberal order and will likely reshape international politics and economics in fundamental ways.
The latest and most vivid example of this dynamic is the new Asian Infrastructure Investment Bank (AIIB), which aims to provide an alternative to the iconic Bretton Woods institutions, the World Bank and the International Monetary Fund and their regional sibling, the Asian Development Bank. The AIIB is Beijing’s brainchild and will likely remain firmly in China’s control. India and twenty other developing countries have already signed up as founding members.
But the AIIB is only one of many emerging international institutions that are routing around the Western-led order and, according to a recent comprehensive study of these trends, are “complementary or parallel to existing ones, rarely challenging them head-on.” Other examples include political organizations such as the Shanghai Cooperation (SCO), the BRICS mechanism, development initiatives such as China’s New Silk Road and economic groupings such as the Regional Comprehensive Economic Partnership. The list goes on.
Are these institutions perfect substitutes for the Western-led multilateral institutions of the liberal world order? No, they are not, but why should we expect them to be? Are they yet as big and influential as Western-led institutions that have been in place, in some cases, for more than half a century? Of course not, but in most cases, that has not undermined their ability to attract a critical mass of members.
The question is not whether these new institutions can “replace” elements of the tenuous global order, but rather whether they are developing at a rate, in a direction and with a purpose that will offer meaningful alternatives over the course of the next decade or so. We think the answer to that question is now a decisive, demonstrable yes. This World Without the West future has arrived much more rapidly than most expected, accelerated by a heady mix of reality and perception that the global financial crisis hastened a “rise of the rest” that was already in motion.

The United States has lost precious time and will have to shift intellectual gears fast. The most important first step will be to break free from the false dichotomous construct that sees the rise of China as inevitably trending either in the direction of joining the prevailing system and becoming a “responsible stakeholder” or directly challenging global order, possibly even through major-power war. It is unlikely that either will manifest in the coming decade and perceiving these outcomes as two ends of a continuum has obscured the emergence of the World Without the West.
U.S. strategists will also have to acknowledge that the liberal international order that Americans commonly talk about “defending” is actually more of an aspiration than a reality. This is not to diminish the importance of building an open, rules-based international system, but rather to observe that such a thing hardly exists (The Mythical Liberal Order. A cooperative, law-based international system remains an aspiration, not a reality) outside of the confines of narrow geographic and issue areas. The great American mission for the twenty-first century is not to reinforce or repair a robust existing architecture, but rather to continue along the still nascent path of constructing one in the first place. As the World Without the West starts to play an increasingly prominent role in international politics, Washington can no longer rest on the laurels of post–World War II institutions now more than half a century old. A great deal more initiative is necessary to match the disruptive innovation of the emerging powers.
In the meantime, the United States will have to think hard about how to respond to non-Western institutions. Until now, it has been too easy for Washington and its allies to dismiss organizations like the BRICS and the SCO as incoherent and irrelevant. But this attitude is no longer sufficient now that the emerging powers are amassing serious clout and capability.
Washington should in turn pursue a combination of the following options:
First, take a deep breath and let live non-Western initiatives that complement U.S. interests. Not every Chinese-led organization is an inherent threat to the United States, and it’s not a winning strategy for Washington to be seen as always standing in the way of Beijing-led efforts to provide foreign economic and security assistance.
Second, when the United States does in fact decide to oppose Chinese initiatives, it should do so publicly and be crystal clear why—rumors of U.S. backroom lobbying against the AIIB only obscured the Obama administration’s legitimate concerns and fed a media narrative of intransigent American obstructionism. Next time around it would be better to get U.S. officials on the record explaining and standing behind America’s position, which in this instance was shared by a number of leading regional countries including Australia, Japan and South Korea.
Third, consider seeking to shape these organizations from within. Beijing has made a habit of burrowing into multilateral organizations and finding ways to direct and, if necessary, retard their progress. Washington and its allies should do the same, even with organizations like the SCO that might be normatively noxious.
Finally, Washington must be ready and willing to engage in institutional bargaining and competition. The rise of the World Without the West should put to bed for now the persistent post–Cold War dream of a universally accepted and legitimate liberal order. In its place, the United States should aspire to build and expand networks and pockets of economic and political liberalism where and when the best opportunities present themselves. This will mean working with like-minded states and forgoing the rhetoric that the United States can’t advance its interests and can’t manage big problems without the cooperation of China and the other emerging powers. In some cases (like climate change), this is probably true as a matter of numbers. But in most cases it is not.
Thomas Kuhn taught us long ago that paradigms die hard. In this instance, let’s hope that the clear emergence of the World Without the West will finally serve as a wake-up call that it’s time to move beyond the way we’ve traditionally thought about the choices facing rising powers. The United States cannot afford to sit back and wait for China to either join or challenge the liberal order, while in the real world Beijing is incrementally building an alternative order.

Naazneen Barma, Ely Ratner, Steven Weber
Naazneen Barma is Assistant Professor of National Security Affairs at the Naval Postgraduate School. Ely Ratner is Senior Fellow and Deputy Director of the Asia-Pacific Security Program at the Center for a New American Security (CNAS). Steven Weber is Professor at the University of California, Berkeley in the Department of Political Science and the School of Information.

.~`~.
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική

II) Η προβληματική των σχέσεων «Ευρώπης» - Μεσογείου και I) Εκτενής πρόλογος και γενικότεροι προβληματισμοί περί της «Ευρώπης».

$
0
0

.~`~.
I
Εκτενής πρόλογος και γενικότεροι προβληματισμοί περί της «Ευρώπης»

α´
Τούτο το βιβλίοείναι ένα βιβλίο για την Ευρώπη και είναι ένα βιβλίο αιρετικό'δηλαδή ένα βιβλίο που σκοπεί να εγγίση συνειδήσεις... Πρόκειται λοιπόν για ένα βιβλίο για την Ευρώπη, αλλά όχι για την «Ευρώπη» ως ιδεολόγημα, καθώς την ξερομε, αλλά για την Ευρώπη ως ανερευνώμενη πραγματικότητα του μέλλοντος. Η υλική υπόσταση της Ευρώπης είναι ταυτόσημη με το μέλλον της ως έννοιας και όχι ως επιχείρησης. Δεν ασχοληθήκαμε συνεπώς με την λεξιχρησία του όρου «Ευρώπη», που στην νεώτερη ιμπεριαλιστική της καταγωγή εκπηγάζει από την «φιλοσοφία των φώτων». Παραβλέψαμε κάθε μορφή σχετικής «φιλοσοφίας», κατά την υπόδειξη του Th. Mann άλλωστε: «αν αφαιρέση κανείς την "φιλοσοφία"από την γαλλική επανάσταση, μένει μια εξέγερση πείνας», και αρκεσθήκαμε μόνο στο τελευταίο τούτο υπό τρέχοντα δεδομένα. Η φύση των πραγμάτων τεχνητώς μόνο είναι δυνατόν να αλλοιωθή'η ουσία της παραμένει πάντα.
Αυτό που γνωρίζουμε σήμερα ως «Ευρώπη», είναι μια πλανώμενη ιστορική και πολιτική αοριστολογία, η οποία προϋπόθεση της έχει ένα μόνο και καθόλου αυτονόητο δεδομένο: ότι οι εκτρωματικές «ισορροπίες» που επετεύχθησαν κάποτε (το 1854) στον μεσογειακό χώρο και δημιούργησαν - παγιούμενες μέσω αυτών - τους δύο παγκόσμιους πολέμους, θα διαρκέσουν επ'άπειρον. Η όλη πολιτική ύπαρξη της Ευρώπης, και της «Δύσεως» γενικότερα, στηρίζεται σε ένα και μόνο γεγονός: στην έκβαση του κριμαϊκού πολέμου.
Μπορεί κανείς να φαντασθή πολιτικήν ύπαρξη του δυτικού κόσμου χωρίς τις τρείς αυτές χώρες; την Ελλάδα, την Τουρκία και την Αίγυπτο; Οι τρείς αυτές χώρες, που ισοδυναμούν γεωπολιτικώς μ'αυτό που λέμε «ανατολική Μεσόγειο», κρατούν, μόνες αυτές, σχεδόν το σύνολο των «διεθνών σχέσεων». Τελικώς η «Δύση» πουθενά αλλού δεν στηρίζεται στον εν λόγω χώρο.
Μοιάζει λοιπόν τελείως αυτονόητο, ότι καμμιά συζήτηση δεν πρέπει να υπάρχη επί των θεμάτων τούτων. Η μονίμως καταβαλλόμενη προσπάθεια δεν έγκειται μόνο στην δια της «ιστοριογραφίας» παρασιώπηση και αλλοίωση των εννοιών, αλλά - κυρίως - στην όσο το δυνατόν απώθηση από την κοινή συνείδηση παντός έστω και ίχνους σχετικού προβληματισμού. Αλλά τα πράγματα δεν παύουν να έχουν τις συνέπειες των. Επειδή κάθε νέα περί πολιτικής και ιστορίας άποψη οφείλει αναγκαστικώς να εκκινή από την επράγματον φύση των προβλημάτων, γι'αυτό και δεν κατέστη δυνατόν, δέκα περίπου χρόνια από της μεγάλης τροπής των καιρών μας, να υπάρξη κάτι (μια άποψη, μια νέα ιδέα - και πολύ λιγώτερο κάποιο όραμα) από την ιστοριογραφικώς λαλίστατην κατά τα άλλα «Ευρώπη». Και ούτε πρόκειται να υπάρξη επί όσον χρόνο τα μεσογειακά προβλήματα παραμένουν στάσιμα. Διότι η φύση ώρισε καμμιά έννοια Ευρώπης να μην ολοκληρούται άνευ του μεσογειακού χώρου - της μονίμου αυτής μήτρας του πολιτιστικού γίγνεσθαι.
Τελικῶς ἡ «Εὐρώπη» (συμποσουμένου σέ τοῦτο τῆς ἀνακαλύψεως τῆς Ἀμερικῆς, τῆς Magna Carta, τῆς Ἀναγέννησης, τοῦ Διαφωτισμοῦ, τῆς Μεταρρύθμισης, καί παντός ἄλλου σχετικοῦ) εὑρῆκε διϊστορικῶς τήν ἐξίσωση «Πρῶτες ὕλες - βιομηχανικά προϊόντα - ντομάτες». Δέν χρειάζεται ἰδιαίτερη φιλοσοφική κατάρτιση, γιά νά καταλάβη κανείς τόν ὁλικῶς παράλογο καί βαθύτατα ἀντιανθρώπινο χαρακτήρα αὐτῆς τῆς ἐξίσωσης: ὁ μέσος ὅρος λειτουργεῖ εἰς βάρος τοῦ πρώτου, πού ἀποτελεῖ προϋπόθεση γιά τόν τρίτον. Δηλαδή, ὁπωσδήποτε κι ἄν νοηθῆ λειτουργοῦσα ἡ ἐξίσωση καί ὅσο πιό πολλά τά βιομηχανικά προϊόντα τόσο πιό λίγες οἱ ντομάτες. Μέ λίγα λόγια, ἡ πολιτιστική συνεισφορά τῆς «Εὐρώπης» στήν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος συνίσταται στήν ὁλική ὑπονόμευση τῆς ἐμβίου ὑπάρξεως, τοῦ ἀνθρώπου συμπεριλαμβανομένου. Ἄν ἕνα κακό ἤ ἀνεπιθύμητο ἀποτέλεσμα προϋποθέτη ἕνα σύνολο ἐσφαλμένων ἰδεῶν, τότε πρέπει νά καταλάβωμε ὅτι ἡ παραπάνω ἐξίσωση εἶναι μία ἱστορική παγίδα πού κάθε ἄλλο παρά σέ ἰδέες στηρίζεται. Τό διαπιστώνομε αὐτό κάθε μέρα, ἀκούγοντας μονίμως τήν λέξη «ἀνάπτυξη». Ἄν κανένας ρωτήση γιά τό βαθύτερο νόημα αὐτῆς τῆς «ἀνάπτυξης» ὑπό τά ὑπάρχοντα δεδομένα καί τά ὑφιστάμενα ἀποτελέσματα, τότε θά λάβη σάν σχεδόν κάτι τό αὐτονόητο ὡς ἀπάντηση, τό ἄκρον ἄωτο τοῦ παραλογισμοῦ: εἶναι διά τῆς τεχνολογίας πού μποροῦν νά ἀντιμετωπισθοῦν τά ἀποτελέσματα τῆς τεχνολογίας. Πιό πολλή τεχνολογία, πιό ἐκλεπτυσμένες μέθοδοι - κι’ αὐτό εἶναι ἡ λύση. Ἐν ὀλίγοις, ὁ σημερινός ἄνθρωπος μοιάζει μέ τήν ἀράχνη πού μπερδεύτηκε στόν ἱστό της καί προσπαθεῖ νά ξεμπερδευτῆ βγάζοντας ὅλο καί πιό πολλές κλωνές, ἐπειδή ἐκ φύσεως δέν μπορεῖ τίποτε ἄλλο νά κάνη.
Τό κοινωνικῶς κατανοήσιμο περιεχόμενο τῆς παραπάνω ἐξίσωσης, δηλαδή ἡ πολιτική ἐνυποστασιότης του, λέγεται «τεχνολογία». Στό βιβλίο τοῦτο ἐπικρατεῖ ἡ ἄποψη, ὅτι ἡ τεχνολογία ὡς ἱστορικό κατηγόρημα δέν εἶναι τό ξαφνικόν εὔρημα ἀπό τῆς ἐπιλεγομένης «Ἀναγεννήσεως» καί ἐντεῦθεν, ἀλλά μία δυνάμει πολιτιστική κατεύθυνση τοῦ συνόλου μεσογειακοῦ ὀργανισμοῦ. Ἑπομένως, τό πρόβλημα δέν εἶναι ἡ τεχνολογία καθ’ ἑαυτήν, ἀλλά ὁ τρόπος ἀναπτύξεώς της. Ἐννοεῖται ὅτι η τήν πολιτιστική κλειστότητα ἐπιδιώκουσα πολιτική χρήση τῆς «τεχνολογίας», δεν επέτρεψε μέχρι τώρα μίαν τέτοια ὀπτική καί συνεπῶς καθόλου παράξενο δέν εἶναι, ὅτι τά προβλήματα της διά τῆς τεχνολογίας παραγωγῆς ὁπουδήποτε ἀλλοῦ καί σέ ὁποιεσδήποτε ἄλλες νοητικές σφαῖρες ἐπιδιώκεται νά ἀναχθοῦν, ἐκτός ἀπό τόν χῶρο καταγωγῆς των, ὅπου πράγματι εἶναι δυνατόν νά ἀνερευνηθοῦν ἐνδεχόμενες λύσεις.
Ἐπί τῶν ἀρχῶν τῆς «ἀναπτύξεως» ἀναφερόμεθα εἰδικῶς στό βιβλίον τοῦτο. Τό περιεχόμενο τῆς παγκόσμιας πολιτικῆς σήμερα συνίσταται ἀποκλειστικῶς ἐκ τοῦ ἐν λόγῳ προβλήματος. Τό γεγονός, καθώς εἴπαμε, ὅτι σχεδόν ὅλο τό βάρος τῶν «διεθνῶν σχέσεων» τό σηκώνουν τρεῖς μόνον χῶρες τῆς Μεσογείου, ἐπιβάλλει νά μήν γίνεται λόγος γι’ αὐτές. Δέν ἀποδεικνύει ὅμως αὐτό, ὅτι ἀκριβῶς σέ τούτην τήν περιοχήν ὀφείλει νά ἀνερευνηθῆ κάθε πιθανότητα ἐνδεχομένης «λύσεως»;
Κριτήριο περί τῶν «ἀρχῶν» τῆς τεχνολογικῆς «ἀναπτύξεως» στό βιβλίο τοῦτο, δέν ἦταν βέβαια δυνατόν εἰμή νά τεθῆ η σύγκριση τῶν ἄλλων πολιτιστικῶν σωμάτων τῆς ἱστορικῆς μεσογειακῆς ὀντότητας, δηλαδή τοῦ ορθοδόξου Χριστιανισμοῦ καί τοῦ Ἰσλάμ. Στό βιβλίο τοῦτο δέν κάνουμε κάποια «κριτική» τοῦ φιλελευθερισμοῦ καί τῆς φιλοσοφικῆς του προϊστορίας. Τέτοιες κριτικές ἔχουν γίνει ἀμέτρητες, ἀρχῆς γενομένης ἀπό τούς κύκλους τῶν σλαβοφίλων τοῦ περασμένου αἰώνα (μέ ἐξέχουσα τήν ὀπτική της «φιλοσοφίας τῆς ἱστορίας» στίς ἀναλύσεις των, ἀκριβῶς ἐπειδή διέθεταν τά πνευματικά ἐφόδια ἑνός ἄλλου πνευματικοῦ στερεώματος), μέχρι τοῦ φασισμοῦ καί τοῦ σοσιαλισμοῦ, πού εἶναι οἱ ἔνθεν κακεῖθεν κριτικές τῶν αὐτῶν πολιτιστικῶν ἀπαρχῶν καί δεδομένων. Ἐδῶ γίνεται κάτι ἄλλο. Ὅπως εἶναι ἱστορικῶς γνωστό, τά μέσα τῆς τεχνολογικῆς ἀναπτύξεως, ἡ δυτική Εὐρώπη τά πῆρε ἀπό τούς χώρους τοῦ ἀνατολικοῦ μεσογειακοῦ ὀργανισμοῦ. Τά κείμενα τῆς ἀρχαιότητας λ.χ. διετηρήθησαν γιά τήν ἀνθρωπότητα διά τοῦ Βυζαντίου. Καί ἐπρόκειτο γιά τήν συνεχῆ δουλειά αἰώνων. Ποιός ἦταν ὁ λόγος πού δέν ἀξιοποίησαν τά περί τεχνολογίας κείμενα; Ποιά ἦσαν τά κοινωνικά δεδομένα πού ἐπέβαλαν - παραβλεπομένου τοῦ φυσικοῦ πλούτου - τήν συνειδητή παραμέρισή τους; Τό αὐτό βέβαια ἰσχύει καί γιά τόν χῶρο τοῦ Ἰσλάμ, πού εἶναι μία ἀπό τίς ἐξελίξεις τοῦ ἀρχαίου μεσογειακοῦ πολιτισμοῦ.

β´
Σκοπός τούτης τῆς προβληματικῆς δέν ἦταν νά ἀντιπαρατεθῆ κάποιο σύστημα ἀρχῶν πρός τόν λιμπεραλισμό (τήν βάση αὐτή τῆς «ἐλεύθερης ἀγορᾶς» καί τῆς «δημοκρατίας») καί τήν τεχνολογία (τελικῶς αὐτή ἀπεδείχθη ὅτι μπορεῖ νά ἐπενδυθῆ σέ ὅλα τά πολιτιστικά δεδομένα, π.χ. στήν Ἰνδονησία, πού εἶναι τό μεγαλύτερο ἰσλαμικό κράτος), ἀλλά νά ἀνερευνηθῆ ὁ χῶρος τῶν πιθανῶν δυνατοτήτων (καί κατ’ ἐμᾶς βεβαιοτήτων), ὅπου θά μποροῦσε νά ὑπάρξη ἱστορικῶς ἐπίδραση ἐπί τῶν «φιλελευθέρων ἀρχῶν» τῆς βιομηχανικῆς παραγωγῆς πρός μείωση τῶν ὑπαρχόντων προβλημάτων. Ὅπως εἴπαμε, ἡ τεχνολογία ἀπεδείχθη ὅτι μπορεῖ νά ἐπενδυθῆ σέ κάθε πολιτισμό. Αὐτό ὅμως εἶναι ἡ ἀπόδειξη ὅτι κάθε ἄλλο παρά ὁ λιμπεραλισμός εἶναι ἡ ἀποκλειστική προϋπόθεση τῆς βιομηχανικῆς ἀναπτύξεως. Καί δεδομένης τῆς ἀναπτύξεως τῶν διαφόρων περιοχῶν τοῦ πλανήτη, ἡ συνθήκη της «ἐλεύθερης ἀγορᾶς» ἀποτελεῖ ὄρον ἀνεξάρτητον ἀπό κάθε μορφή ἰδεολογίας.
Ὁ συνδυασμός λιμπεραλισμοῦ καί τεχνολογικῆς ἀνάπτυξης ἀποτελεῖ ἕνα πολιτικῶν σκοπιμοτήτων ἰδεολόγημα, ἐπιβληθέν ἀπό τήν ἔκβαση τῶν δύο παγκοσμίων πολέμων καί ἔχον μονίμως τήν καταγωγήν του στήν ἰμπεριαλιστική προϊστορία τῶν δυτικῶν κρατῶν. Οἱ πόλεμοι δέν εἶναι ἁπλῶς ἐπιβολή συμφερόντων'εἶναι κυρίως καί ἐπιβολή ἰδεῶν.
Αὐτό ὅμως πού ἀποτελεῖ τό πρόβλημα μέ τήν βιομηχανική ἀνάπτυξη δέν εἶναι ἡ τεχνολογία καθ’ ἑαυτήν, ἀλλά ἡ ἰδεολογική σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τό βιομηχανικό προϊόν. Αὐτό εἶναι τό μοναδικό σημεῖο πού ἐπιδέχεται τήν ὅποια μεταβολή στή σχέση ἀνθρώπου καί μηχανῆς. Κατά τά θεωρήματα τοῦ κλασσικοῦ λιμπεραλισμοῦ, ἡ ἰδεολογική σχέση ἀνθρώπου καί προϊόντος λέγεται ἁπλῶς «χρῆμα». Στό θεώρημα ὅμως τοῦτο, ἡ ἱστορική ἐξίσωση πού εἴπαμε στήν ἀρχή, ἔχει βάλει πρό πολλοῦ ὅρια καί, τῆς ἰδεολογικῆς ἀρχῆς πάντα ἰσχυούσης, τό χρῆμα ἔχει καταντήσει εἶδος δαιμόνου, πού κινεῖται χωρίς νά φαίνεται, καί μέ τό αὐτό ἠθικό ποιόν του κάθε διαόλου. Χρῆμα χωρίς ἀντικρυσμα, πού μεταβάλλει τήν «ἐξίσωση» σέ ἐργαλεῖο παγκόσμιας καταστροφῆς.
Φανερό εἶναι ὅτι τό θεωρητικό πλαίσιο πού θά μποροῦσε νά ἀναπτυχθῆ ἡ παραπάνω προβληματική, ἦταν ἐκεῖνο τῆς σχέσεως τῶν μεσογειακῶν πολιτισμῶν μετά τό «τέλος τῶν ἰδεολογιῶν». Ἡ Μεσόγειος ἄλλωστε στήν ἱστορία της, δέν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπό σχέση πολιτισμῶν κοινῆς καταγωγῆς. Καί ἐπειδή οἱ μεσογειακοί πολιτισμοί ἐγγίζουν ὅλα τά πολιτιστικά σώματα ἐπί τοῦ πλανήτη, πλήν ἐκείνων τῶν φυσικῶν θρησκειῶν τῆς κεντρικῆς Ἀφρικῆς, τελικῶς τό βασικώτερον τῶν θεμάτων τοῦ βιβλίου ἦταν ἐκεῖνο τῆς διαμορφώσεως τῆς πολιτικῆς διά τῶν πολιτισμῶν, δεδομένου ὅτι μετά τό «πέρας τῶν ἰδεολογιῶν» ἔμεναν ἀναγκαστικά αὐτοί σάν μόνες ἰδεολογίες...
Δεδομένου ὅτι ἱστορία δέν ὑπάρχει, ἀλλά αὐτό πού λέμε «ἱστορία» εἶναι οἱ ἑκάστοτε «ἱστοριογραφικές» μας ἀντιλήψεις επί του παρελθόντος, αὐτό τό «τέλος τῆς ἱστορίας» - στήν νόησή μας τουλάχιστον – ἦταν ταυτόσημον μέ ἀλλαγήν τοῦ καθεστῶτος τῆς ἀσκουμένης ἱστοριογραφικῆς ἐπιτήδευσης. Καί ἐπειδή αὐτή ἠσκεῖτο πάντοτε ὑπό τό πρίσμα συγκεκριμένων ἰδεολογιῶν, μετά τό πέρας τῆς ἰδεολογικῆς ἀντιμαχίας τοῦ παρόντος πολεμογενούς αἰῶνος, ἑπόμενο μᾶς ἐφάνηκε ὅτι καί ἡ «ἱστορία» ὡς ἰδεολογική ἐπιτήδευση ὤφειλε νά ἐγγίση τό τέλος της. Καί τοῦτο παρά τήν ἐσπευσμένη τότε προσπάθεια ἐξευρέσεως νέων μύθων (ὅτι ἡ «Εὐρώπη» θά κατακλυσθῆ ἀπό τά πεινασμένα στίφη τῆς ἀνατολικῆς Εὐρώπης, ὅτι οἱ ἀτομικοί ἐπιστήμονες τῆς Ρωσίας θά διαρρεύσουν σέ χῶρες τοῦ τρίτου κόσμου ἀπό λόγους οἰκονομικούς, ὅτι θά ἀρχίση τό λαθρεμπόριο ἀτομικῶν ὑλικῶν κ.λπ.) Κατά τήν δική μας ἀντίληψη, ἡ κατάργηση τοῦ ὑπάρξαντος σοσιαλισμοῦ – ἐν πολλοῖς ἱστορικῶς ἐπιβληθέντος ἀπό τό εἶδος τῆς δυτικῆς πολιτικῆς - δέν ἦταν ἕνα ποδοσφαιρικό ἄθλημα μεταξύ καλοῦ καί κακοῦ, ἀλλά μία ἀναγκαιότητα περίσκεψης τῶν τότε διοικούντων ἀπό τό πλῆθος τῶν πλανητικῆς φύσεως προβλημάτων, τά ὁποία ἦταν ὁλικῶς ἀδύνατο νά ἀντιμετωπισθοῦν μέ τό ὑπάρχον εἶδος πολιτικῆς. Συνεπῶς, στήν πρωτοβουλία τῆς τότε Σοβιετικῆς Ἑνώσεως, δέν εἴδαμε κάποιο εἶδος ἥττας πρός ἀνακήρυξη «πρωταθλητῶν», ἀλλά ἄλλα πράγματα πιό κρίσιμης σημασίας. Ἴσως καί μίαν ὑπεροχή τοῦ ἀνατολικοῦ κόσμου. Διότι ἐνῶ αὐτός, ἐν ἀντιθέσει πρός τόν δυτικόν, ἔχει αὐτοδυναμίαν πρώτων ὑλῶν καί θά μποροῦσε, ἀντί καταργήσεως τοῦ συστήματος, νά ἐγκαθιδρύση τό εἶδος τῆς ἐργατικῆς δικτατορίας πού ἐπικρατεῖ ἀνέκαθεν στήν Δύση καί πού ἐφήρμοσε καί ὁ Στάλιν παλαιότερα ἐν ὄψει τοῦ πολέμου, δέν τό ἔκαμε. Τοῦτο, ἄν μή τί ἄλλο, ἐδείκνυε τουλάχιστον μία εἰλικρίνεια προθέσεων καί ἀληθινή πίστη ἤ μέριμνα γιά τήν ὑφή τῶν ὑπαρχόντων προβλημάτων. Καί ὡς πρός τοῦτο , μᾶς ἐφάνηκε μία οἱονεί ὑπεροχή ἔναντι τοῦ τότε δυτικοῦ κόσμου, ὁ ὁποῖος, καίτοι μή ἔχων ἐπάρκειαν πρώτων ὑλῶν, καίτοι ἐξαρτώμενος ἀπό περιοχές, πού ὁ ἴδιος παραδέχεται πώς δέν ὑπάγονται στόν πολιτισμό του, κανενός εἴδους ἱστορική καί πολιτική ἐπαφή δέν εὐρῆκε μέ τούς χώρους αὐτούς, εἰμή μόνον ἐκείνην τῆς μονίμου ἀποικιοκρατίας, μετονομαζομένης μέ πᾶσαν ἄνεση «δημοκρατία».
Οποιαδήποτε κατάργηση του κομμουνισμού, χωρίς καμμίαν αντίστοιχη ιδεολογική ετοιμασία της «Δύσης», μας εφάνηκε πράγμα άκρως ανεπαρκές για την ουσιαστική νοηματοδότηση των σοβούντων προβλημάτων και την ιστορικήν νοηματοδότηση του «New Age» προέδρου Μπούς. Βεβαίως οι Αμερικανοί «εκέρδισαν» τον ψυχρό πόλεμο, επειδή η όλη πολιτική επεκεντρούτο επί της ατομικής βόμβας. Εν προκειμένω η πολιτική των Αμερικανών υπήρξε απλή: εάν ένα παιδί δέκα χρονών έμπαινε με μια χειροβομβίδα στο χέρι στο στρατηγείο του Μεγάλου Ναπολέοντα και διέτασε «προσοχή», φανερό είναι, ότι τόσο ο Μ. Ναπολέων, όσο και όλοι οι στρατάρχες του, θα υπάκουαν άνευ της παραμικράς αντιρρήσεως. Η μόνη δυνατή αντίδραση του παιδιού σε περίπτωση «ανυπακοής», θα ήταν απλώς να καταστρέψη το σύμπαν. Ότι οι Αμερικανοί δεν το κατέστρεψαν, ωφείλετο αφ'ενός μεν στην φύση του «όπλου» και αφ'ετέρου στην μη άμεση εξάρτηση τους από αποικιακές κτίσεις. Διέθεταν δηλαδή μιάν ειδοποιό διαφορά στις συζητήσεις των με τους Σοβιετικούς, που καμμιά από τις ευρωπαϊκές δυνάμεις δεν διέθετε. Η ουσία όμως της πολιτικής έμενε ο εκβιασμός (εξοπλισμοί και «πόλεμος των άστρων») επειδή και ο φορέας της έμενε ιδεολογικός, δηλαδή μια αυθαίρετη ιδέα και θέμα πίστης (αγώνας για την «ελευθερία»), όπως ήταν παλαιότερα και η «αποστολή εκπολιτισμού» της ανθρωπότητας. Η ιδεολογική πολιτική δεν έχει ανάγκη από τον κόσμο και οποιαδήποτε αντικειμενικά δεδομένα του, αλλά μόνο από τον εαυτό της.
Η νοηματική πλήρωση συνεπώς αυτού του «τέλους της ιστορίας», επέβαλε εκ μέρους μας δύο πράγματα: πρώτον μεν, ανάλυση αυτού που επεκράτησε ως «ιστοριογραφία» και των πολιτικών αναγκαιοτήτων που την επέβαλαν, και δεύτερον, αναφορά στους τρόπους που θα ήταν δυνατόν αυτή ν'αλλάξη (πράγμα που ασφαλώς κάθε άλλο παρά αποκλειστικώς «δυτικοευρωπαϊκής» φύσεως ομματογυάλιαπροϋπέθετε). Εννοείται, βέβαια, και ποιά πιθανά ενδεχόμενα θα ήταν δυνατόν να εμφανισθούν ως ιστορικές κατηγορίες, εάν, παρά το «τέλος των ιδεολογιών», τα πράγματα εξηντλούντο απλώς στην εξεύρεση εξυπηρετικών μύθων. Το προκείμενον δεδομένο για τους πάντες ήταν, φυσικά, ότι ο κόσμος ευρύσκετο βυθισμένος σε ένα αδιέξοδον χάος, που ελάχιστα οι ιδεολογίες της «προόδου» άφηναν να καταστή ενεργό στις συνειδήσεις των ανθρώπων... το «τέλος της ιστορίας»... έγινε παγκόσμιο σύνθημα, προσφάτου καταγωγής, όπου στην μονογραμμική ευθεία διάσταση της υπαρχούσης «ιστοριογραφίας» - αυτό που λέμε στο βιβλίο τούτο «σιδηροδρομική» αντίληψη της ιστορίας - προστέθηκαν μερικά χιλιόμετρα ακόμη με μέτρο την εκτατικήν και μη άνεση της αμερικανικής ηπείρου... Αλλά αλλάζει έτσι η ιστορία;


.~`~.
II
Η προβληματική των σχέσεων «Ευρώπης» - Μεσογείου

Ο Bismarck έδειχνε να χάνει την υπομονή του όταν γινόταν χρήση των λέξεων «Χριστιανοσύνη» ή «Ευρώπη» στη διπλωματική γλώσσα (συνήθως από τους Ρώσους και τον Υπουργό των Εξωτερικών τους Gorchakov). Στα Γερμανικά έγγραφα προ του 1914 υπάρχει μια σημείωση που έκανε ο Bismarck σε ένα υπόμνημα που είχε συντάξει ο Gorchakov:
«Η συζήτηση περί Ευρώπης είναι άνευ αντικειμένου: πρόκειται για γεωγραφική έννοια: Ποια είναι η Ευρώπη; (η φράση αυτή γραμμένη στα γερμανικά, στα γαλλικά και στη συνέχεια στα αγγλικά) wer ist Europa? qui est-il l'Europe? who is Europe?»
Martin Wight
α´
Σήμερα η Ευρώπη αποτελεί πολιτιστικώς νησίδα, η οποία αντιμετωπίζει όλους τους άλλους πολιτισμούς ως είδος πειρατών. Αλλά αυτό δεν είναι τυχαίο. Οδεύοντας κανείς τον δρόμο της δυτικοευρωπαϊκής ιστοριογραφίας, αντιμετωπίζει φως όσο δεν εξέρχεται των κατά προσέγγιση γεωγραφικών ορίων της δυτικής Ευρώπης. Από εκεί και πέρα το σκοτάδι έρχεται απότομα, διότι ακριβώς σκοπός της ιστοριογραφικής ασκήσεως είναι να κατοχυρώση το υπάρχον ως έστι και κυρίως να επιβεβαιώση την «γραμμική» περί ιστορίας αντίληψη, που αποτελεί εγγύηση διατηρήσεως του υπάρχοντος χωρίς μεταβολή και, κυρίως, χωρίς «έξωθεν» επηρεασμούς. Με διάφορες «κοινωνιολογικές προσεγγίσεις» των άλλων πολιτισμών (A. Comte, Hegel, Μαρξ, E. Durkheim, Βέμπερ, Γκομπινώ - II)και με κατασκευές «συνθημάτων» γι'αυτούς, σκοπούμενο πάντα ήταν να δοθεί στον δυτικοευρωπαϊκό πολιτισμό πολιτιστική ανα τον κόσμο αποστολή, πράγμα που στον ιδεολογικό τομέα ήταν ακριβώς αντίστοιχο με τα αξιώματα του φιλελευθερισμού περί «διεθνούς κατανομής εργασίας» και «διεθνούς οικονομικής συνεργασίας», των οποίων το πρακτικό νόημα ήταν να καταργηθεί η όποια αυτοδυναμία των άλλων πολιτισμών, για να «ενσωματωθούν» οι οικονομίες τους στον προγραμματισμό της δυτικόευρωπαϊκής παραγωγής. Όπως αποδεικνύομε στο βιβλίο τούτο, όχι οι πρώτες ύλες (οι οποίες -μόνες- κανέναν ρόλο δεν ήταν δυνατόν να παίζουν για τις εσωτερικές οικονομίες των χωρών που τις είχαν και άρα ούτε θα τους έλειπαν αν τις έπαιρνε ο οποιοσδήποτε), αλλά η συρρίκνωση των άλλων πολιτισμών υπήρξε η προϋπόθεση συγκεντρώσεως του κεφαλαίου της βιομηχανικής παραγωγής. Ιδιαίτερα των περίξ της Μεσογείου. Η «φιλοσοφία των φώτων» δεν εσήμαινε και κατ'ανάγκην επαύξηση του πολιτιστικού πλούτου της ανθρώποτητας... Σήμερα η επαφή της «Ευρώπης» με τους πολιτισμούς αυτούς είναι καθαρά φύσεως στατιστικής, όπως είναι με όλους τους «μη ευρωπαϊκούς» πολιτισμούς: κατά κεφαλήν εισόδημα, παιδική θνησιμότης, ποσοστά αναλφαβητισμού κ.λπ
Αρκούν όμως αυτά για μια ιστορική συνείδηση του παρόντος και μιαν αντίστοιχη ευρωπαϊκή του μέλλοντος; Αποδεικνύουν κάτι από απόψεως πολιτισμού αυτοί οι «δείκτες»; Τι μπορεί να αποδεικνύουν οι στατιστικές εξισώσεις μεταξύ ενός εκατομμυρίου Κινέζων και ενός εκατομμυρίου Βραζιλιάνων, αφού οι Βραζιλιάνοι δεν είναι Κινέζοι; Για να δείξωμε πόσο στερημένοι είναι αυτοί οι «δείκτες», είναι ανάγκη να αναλύσωμε λίγο κατά νόημα τον πιο «ενδεικτικόν» από απόψεως πολιτισμού από αυτούς, δηλαδή την περίπτωση του αναλφαβητισμού. Πρέπει ευθύς να πούμε ότι αυτός αποτελεί «δείκτη» στατιστικών μελετών, διότι θεωρείται δεδομένο ότι αναπαράγεται αδιακόπως από τις επίσημες κυβερνήσεις των «εθνικών κρατών», δηλαδή ότι αντιστοιχεί σε κάποια δεδομένη πολιτική τάξη πραγμάτων. Έχουν όμως ανάγκη όλοι οι πολιτισμοί από σχολείο, ώστε να απεδείκνυαν κάτι οι «δείκτες» από απόψεως ιστορικής προοπτικής. Σε κοινωνίες ωργανωμένης παραγωγής, το σχολείο είναι απαραίτητο λόγω της ανάγκης μεταδόσεως των τεχνικών τουλάχιστον γνώσεων. Σε κοινωνίες, όμως, που έχουν άλλη σχέση με την φύση, που δεν έχουν την ανάγκη της ωργανωμένης παραγωγής κατά της φύσεως και μπορούν να ζήσουν χωρίς αυτήν, το σχολείο όχι μόνο απαραίτητο δεν είναι, αλλά διΐστορικός η λειτουργία του πολιτισμού των συνίσταται ακριβώς στην κατάργηση της ανάγκης του σχολείου.
Πως «φιλοσοφικώς» έχουν τα πράγματα, θα ιδή ο αναγνώστης στις σελίδες που ακολουθούν. Όσο πιο «τέλειος» είναι ένας πολιτισμός, τόσο λιγώτερο ανάγκη από την σχολική μόρφωση έχει. Και τόσο πιο «τέλειος» είναι ένας πολιτισμός, (τα κριτήρια εν προκειμένω παραμένουν πάντα «εσωτερικά»), όσο περισσότερο μπορεί να ανταποκριθή στις υπαρξιακές ανάγκες των μελών του. Από την άποψη αυτή, η όποια ιδεώδης Πολιτεία και ο πολιτισμός μιας πρωτόγονης είναι ένα και το αυτό. Διότι ικανοποιούν εξ ίσου τον άνθρωπο που τα ζη. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι οι υψηλής διανοητικής πυκνότητος πολιτισμοί της μεσογειακής αρχαιότητας, μετεξελίχθηκαν σε θρησκείες. Η «κατεύθυνση» υπάρχει ήδη στην Πολιτεία του Πλάτωνα, όπως πιο κάτω θα ιδούμε.
Το έσχατον τέλος παντός πολιτισμού είναι ακριβώς τούτο: ο άνθρωπος που ζη εντός του να αποκτήση σχέση πίστεως προς τις αρχές του.
Από εκεί και πέρα, ό,τι θα ήταν δυνατόν να θελήση να «προσεγγίση» το άτομο δια της «διανοήσεως» εντός του πολιτισμού του, του το παρέχει ο ίδιος ο πολιτισμός δια «μετοχής». Αυτή είναι η κατάσταση της κοινωνικής ειρήνης. Ο Χριστός εξύμνησε τους «πτωχούς» σε μια εποχή που η φιλοσοφία, οι επιστήμες και οι τέχνες είχαν προ πολλού εγγίσει ύπατες κορυφές της ανθρώπινης πνευματικής δημιουργίας και αποτελούσαν κοινήν εμπειρία όλου του τότε μεσογειακού κόσμου. Γνωρίζωντας ο ίδιος την πολιτιστικήν πραγματικότητα του καιρού του, όταν ζήτησαν να τον επισκεφθούν οι έλληνες σοφοί -και τούτο σημαίνει ότι το κύρηγμα του είχε ήδη αρχίσει να εμβολιάζεται με τον ελληνιστικό κόσμο-, εξεφράσθη ως βέβαιος πολιτιστικός νικητής, λέγοντας ότι ήρθε η ώρα να δοξασθή ο «υιός του ανθρώπου». Η νίκη συνίστατο ακριβώς στο να επενδυθή η διδασκαλία των νέων ιδεών στα πολιτιστικά δεδομένα της εποχής. Και επειδή ο ίδιος έναν νέον πολιτισμό βασικά προσέφερε, δηλαδή μιαν νέαν κατέυθυνση για τις κοινωνικές σχέσεις των ανθρώπων, εξέφρασε δια των λόγων του περί «πτωχείας» το ύπατον τέλος κάθε φιλοσοφίας του πολιτισμού: εφ'όσον ένας πολιτισμός καταφέρνει να ισορροπή τις κοινωνικές σχέσεις των ανθρώπων και να εξαφανίζη την εσωτερική τριβή των κοινωνιών, δηλαδή τις προϋποθέσεις εμφυλίου διαμάχης, τότε η «διανόηση» και η «φιλοσοφία» είναι πράγματα περιττά. Αυτού του είδους η «πτωχεία του πνεύματος», που προϋπόθεση της έχει την βιωματική αφομοίωση των κοινωνικών διεργασιών της φιλοσοφικής διανοήσεως, πολύ βέβαια απέχει από του να συμπίπτη με την στατιστικήν έννοια του... «αναλφαβητισμού». Δεν χρειάζεται να εντρυφή κανείς οπωσδήποτε στα συγγράμματα του Πλάτωνα όταν έχη βρεί τρόπο να πραγματοποιή κοινωνικά την σημασία που αυτά δηλώνουν, όπως δεν χρειάζεται στον έμπορο να εντρυφήση στα συγγράμματα του Τζ. Λώκ και του Α. Σμίθ, προκειμένου να ασκήση τις αρχές που αυτά ενέχουν, ή στον ψηφοφόρο να σπουδάση προηγουμένως την φιλοσοφία του Βολταίρου και του Μοντεσκιέ, προκειμένου να πάη να ψηφίση. Από την άποψη συνεπώς του πολιτισμού, η έννοια του «αναλφαβητισμού» είναι κρισίμου περιεχομένου.

β´
Η «Ευρώπη» του λιμπεραλισμού, κατά την επαφή της με τις πολιτιστικές καταστάσεις της ανατολικής Μεσογείου κατά τον 19ον αι., δεν ήταν βέβαια δυνατόν να ιδή τα πράγματα ειμή στατιστικά και συνεπώς να καλλιεργήση μιαν εντύπωση στατιστικότητας για τους μεσογειακούς πολιτισμούς εντελώς άγνωστη στην συνείδηση των ιδίων. Η λεγόμενη «ιστοριογραφία» (ένα καθαρό προϊόν του 19ου αιώνος) με τα συνθήματα της περί υποδουλώσεως και «εθνικής» απελευθερώσεως σύμφωνα με τα πρακτικά επιτάγματα των καιρών, εξωβέλισε τελείως από την κοινή συνείδηση οποιαδήποτε αντίληψη ιστορικής συνθέσεως για τα πράγματα της Μεσογείου, πράγμα που είχε σαν συνέπεια την ψυχολογική και πνευματική αποκοπή της δυτικής κυρίως Ευρώπης από αυτά. Το πρόβλημα τούτο, δηλαδή το πρόβλημα της σχέσεως δυτικής Ευρώπης και Μεσογείου, παραμένει το κατ'εξοχήν ιστορικό και πολιτικό ευρωπαϊκό πρόβλημα της σήμερον. Η αμηχανία της ευρωπαϊκής διανόησης, η οποία επί πέντε ολόκληρα χρόνια από τις κοσμογονικές αλλαγές των καιρών μας δεν μπορεί να αρθρώση λέξη για κανένα από τα υπάρχοντα προβλήματα και έχει καταντήσει αμελητέος παράγοντας στην άσκηση της πολιτικής πράξης, προέρχεται κυρίως από το κενό συνείδησης ως προς την μεσογειακή κυρίως περιοχή, δηλαδή από την θέση της ίδιας της δυτικής Ευρώπης, ως προς την περιοχή αυτή. Τα αορίστου χρήσεως κατασκευασμένα συνθήματα «Δύση», «Ευρώπη» κλπ. είναι ακριβώς ψυχολογικές και νοητικές «κλειστότητες» που προϋπετίθεντο κατά την «μελέτη» άλλων πολιτισμών. Ως «κάτι» που αυτοί δεν είχαν, ενώ έπρεπε να έχουν... Τα «συμπεράσματα» συνεπώς και οι «θέσεις», ακόμη και σήμερα, δεν είναι αισθητώς διαφορετικά από αυτά που ήσαν όταν η «Ευρώπη» εξήρχετο εαυτής και ανεκάλυπτε την ύπαρξη άλλων πολιτισμών: όλοι αυτοί εθεωρήθηκαν συλλήβδην «εχθροί» εκ μόνο του γεγονότος ότι απλώς διέφεραν και ως μόνη σχέση έναντι των θεωρήθηκε ο πόλεμος και ει δυνατόν η εξαφάνιση τους! (λ. π.χ. R. Polin La creation des cultures, PUF 1993, σελ 188). Η ιστορική πορεία, εξαιρέσει ωρισμένων πρωτόγονων πολιτισμών της Αυστραλίας και των Ινδιάνων της Αμερικής, δεν ήταν βέβαια δυνατόν να επιβεβαιώση αυτή την ζοφερή τάξη πραγμάτων. Το πολιτιστικό βάθος των πολιτισμών της Μεσογείου (ο ουσιαστικός δηλαδή φορέας αμύνης κάθε πολιτισμού) ήταν εξαιρετικά βαθύ για να υποστή τις επιθυμητές αλλοιώσεις. Αυτό που εκατορθώθη ήταν απλώς η τεχνική διαίρεση των κοινωνικών σωμάτων για λόγους που θα ιδούμε πιο κάτω. Αυτό όμως εδημιούργησε ακριβώς ένα αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ δυτικής Ευρώπης και των άλλων μεσογειακών κοινωνικών σωμάτων, που βασικά έδρασε πολιτιστικώς υπέρ των τελευταίων. Το γεγονός τούτο εκφράζεται δια του όρου «ριζοσπαστισμός» (Funtamentalismus).
Παρά τα ιστορικά τούτα δεδομένα, παρά το εξέχον παράδειγμα της Αμερικής, παρά την παγκοσμίως κοινή διαπίστωση ότι ο φιλελεύθερος τρόπος βιομηχανικής παραγωγής πολύ απέχει από του να σημαίνη ποιοτική βελτίωση του επιπέδου της ζωής του ανθρώπου ως είδους, τα «κριτήρια» και τα συμπεράσματα παραμένουν πάντα τα αυτά: οι πολιτισμοί συνεχίζουν να χωρίζωνται σε «αποδοτικούς» και «μη αποδοτικούς». Αυτό το «γραδάρισμα» των πολιτισμών έχει βέβαια καθωρισμένην οπτική γωνία. Δηλοί απλώς τον «βαθμό χρησιμότητας» άλλων πολιτισμών για την «Ευρώπη», δεν δηλώνει όμως και τον «τρόπο χρήσεως»: οι άλλοι πολιτισμοί αποτελούν «αντικείμενα χρήσεως» προς διασφάλιση ενός υπάρχοντος «καθεστώτος Ευρώπης» χωρίς καμμίαν ανάγκη μεταβολής, ή ο ορισμός της «Ευρώπης» πρέπει να διαμορφωθή έτσι ως προς τους γειτονικούς της τουλάχιστον πολιτισμούς, ώστε αυτοί να της «χρησιμεύσουν» για μια ευρύτερη ιστορική σύνθεση διαρκείας; Μάταια θα ψάξη να βρή κανείς έστω και μιαν στοιχειώδη απάντηση στο ερώτημα τούτο.
Σε έναν πρόσφατο διάλογο «ευρωπαίων διανοούμενων» (sic) για την «Ευρώπη», στο ερώτημα πως θα μπορούσε να ολοκληρωθή η εικόνα της Ευρώπης προς Νότον, η απάντηση, ή μάλλον η διαπίστωση από τις απαντήσεις είναι, απλώς, ότι δεν υπάρχει κανένας Νότος για την σημερινή «ευρωπαϊκή» αυτοσυνείδηση. Η Μεσόγειος αποτελεί απλώς κάποιο «νότιο σύνορο της Ευρώπης» (ρόλος που της ανετέθη ακριβώς λίγο πρίν από το Συνέδριο της Βιέννης...). Παρά ταύτα, είναι πάντως βέβαιο ότι τα κράτη της ανατολικής Μεσογείου δεν υπαγονται και ούτε μπορούν να συμπεριληφθούν στην «Ευρώπη». Δεν γεννάται καν ερώτημα για κάτι τέτοιο, διότι οι Τούρκοι πολιτικοί επιμένουν να επαναλαμβάνουν μονίμως: «είναι ίδιον του ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΜΑΣ (sic) να ενεργή η Αστυνομία ενίοτε λίγο βίαια». Επειδή όμως τα μεσογειακά προϊόντα αποτελούν είδη πρώτης ανάγκης για την «Ευρώπη», είναι οπωσδήποτε απαραίτητο να διατηρηθούν οι ελεύθερες εμπορικές σχέσεις με την μεσογειακή περιοχή. Αλλοιώς υπάρχει ο ίδιος κίνδυνος για την «Ευρώπη» που υπάρχει και για τις ΗΠΑ, οι οποίες πνίγηκαν από τους Μεξικανούς και κοντεύουν να γίνουν ισπανόφωνες.
Στην πολύ κρίσιμη ερώτηση του συντονιστού της συζητήσεως (που είναι Ιταλός...), αν η πορεία των ανατολικοευρωπαϊκών κρατών προς την «ευρωπαϊκή ολοκλήρωση» αντί για την κατεύθυνση προς την δυτική Ευρώπη, δηλαδή την Ευρωπαϊκή Ένωση, λάβη την κατεύθυνση εις βάρος του Νότου, ο πολωνοεβραίος ιστορικός και πολιτικός B. Geremek είπε ότι το βασικό ήταν να γίνη το Ζλότυ μετατρέψιμο νόμισμα, ώστε να «μπη» η Πολωνία στην «Ευρώπη» - πράγμα που έγινε. Από εκεί και πέρα, «ελπίζει» ότι δεν θα λάβουν τα πράγματα τέτοιαν τροπή.
Αυτή είναι περίπου η τρέχουσα «προβληματική» ως προς τις σχέσεις «Ευρώπης» και Μεσογείου. Η Μεσόγειος συνεχίζει να είναι «σύνορο» (τι είδους σύνορο, βέβαια, και ως προς ποιόν, δεν υπάρχει απάντηση), όπως ακριβώς «ήταν» και προ δύο αιώνων. Βλέπει όμως κανείς στις εκτιμήσεις αυτές κάποιαν συγκεκριμένη έννοια Ευρώπης που να προσφέρεται σήμερα στην οποιαδήποτε αντίληψη ιστορικής προοπτικής; Αν η «Ευρώπη» δεν διαθέτη καμμιάν αντίληψη περί Μεσογείου, ιδιαίτερα περί ανατολικής Μεσογείουκαι Βαλκανίων, τότε δεν είναι δυνατόν να διαθέτη καμμία ούτε για την ανατολική Ευρώπηούτε και για τις σχέσεις της ως προς την Ρωσία. Δεν είναι εξ αντικειμένου δηλαδή δυνατόν να διαθέτη, πράγμα που σημαίνει ότι η ίδια στερείται στοιχείου αυτοκαθορισμού. Και αυτό είναι το κατ'εξοχήν πρόβλημα για την Ευρώπη σήμερα.


To «Ανατολικό Ζήτημα» Σήμερα
Εκδ. Εικοστού Πρώτου
1998

.~`~.
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική

*

The global transformation: the nineteenth century and the making of modern international relations. Barry Buzan and George Lawson.

$
0
0

Buzan, Barry and Lawson, George (2013) The global transformation: the nineteenth century and the making of modern international relations. International Studies Quarterly, 57 (3). pp. 620-634. ISSN 0020-8833. © 2012 International Studies Association.
This version available at: http://eprints.lse.ac.uk/44894/. Available in LSE Research Online: October 2012
LSE has developed LSE Research Online so that users may access research output of the School. Copyright © and Moral Rights for the papers on this site are retained by the individual authors and/or other copyright owners. Users may download and/or print one copy of any article(s) in LSE Research Online to facilitate their private study or for non-commercial research.

.~`~.
The Global Transformation:
The Nineteenth Century and the Making of Modern International Relations

Unlike many other social sciences, International Relations (IR) spends relatively little time assessing the impact of the 19th century on its principal subject matter. As a result, the discipline fails to understand the ways in which a dramatic reconfiguration of power during the ‘long 19th century’ served to recast core features of international order. This paper examines the extent of this lacuna and establishes the ways in which processes of industrialization, rational state-building, and ideologies of progress served to destabilize existing forms of order and promote novel institutional formations. The changing character of organized violence is used to illustrate these changes. The paper concludes by examining how IR could be rearticulated around a more pronounced engagement with ‘the global transformation’.

This article examines the lack of attention paid by International Relations (IR) scholarship to the 19th century and argues that this shortcoming sets the discipline on tenuous foundations. A number of core themes in the discipline – from issues of sovereignty and inequality to broader dynamics of political economy, state interactions, and military relations – have their roots in 19th century transformations. Indeed, it could be argued that the current benchmark dates around which IR is organized – 1500 (the opening of the sea lanes from Europe to the Americas and the Indian Ocean), 1648 (the emergence of modern ‘Westphalian’ notions of sovereignty), 1919 and 1945 (the two World Wars and start of the Cold War as major contestations over world power), and 1989 (the end of the Cold War and bipolarity) – omit the principal dynamics that established the modern international order (Buzan and Lawson 2013). These commonly held ‘turning points’ are not so much wrong as misleading. They emphasize the distribution of power without focusing on underlying modes of power, and they focus on the impact of wars without examining the social developments that gave rise to them. Once the magnitude of the changes initiated during the 19th century is recognized, it becomes clear that we are not living in a world where the principal dynamics are defined by the outcomes of 1500, 1648, 1919, 1945, or 1989. We are living now, and are likely to be living for some time yet, in a world defined predominantly by the downstream consequences of the 19th century. If IR is to gain a better grasp of its core areas of enquiry, the global transformation of the 19th century needs to become more central to its field of vision.
It is not our claim that all IR scholarship ignores the 19th century – it is relatively easy to find work that refers to the Concert of Europe or to the rise of the firm, and which interrogates the thought of 19th century figures such as Clausewitz, Marx, and Nietzsche. Rather, our intervention is motivated by the failure of IR to understand the 19th century as home to a ‘global transformation’ which radically reshaped domestic societies and international order. For most sociologists and economic historians, the 19th century global transformation – often shorthanded as modernity – provides the basic foundations of their disciplines. This is not the case in IR. We interrogate the reasons for this lacuna and establish why this gap creates difficulties for understanding the emergence and institutionalization of modern international order. Our argument is first, that a set of dynamics established during the 19th century intertwined in a powerful configuration that reshaped the social bases of international order; and second, that this configuration continues to serve as the underpinning for much of contemporary international relations.
There are four background assumptions that lie behind our claims.
First, by ‘the 19th century’, we do not mean the standard IR designation of 1815-1914. We include some aspects of modernity that were established during the late 18th century, but which matured principally in the 19th century (such as industrialization), and we follow some dynamics through to the early decades of the 20th century (such as changes in the organization of violence). Our understanding shares affinities to Eric Hobsbawm’s (1987: 8) concept of ‘the long 19th century’, sandwiched between the ‘Atlantic Revolutions’ of America, France, and Haiti on the one hand, and World War I on the other. We show how much of IR’s contemporary agenda stems from cumulating transformational changes during this period, and what benefits would accrue to IR from making these transformations more prominent in its enquiries.
Second, we are aware of the dangers which stem from claims that modernity was a uniquely European development arising from endogenous civilizational qualities (e.g. Jones 1981; Landes 1998; North et al 2009). We do not subscribe to this view. Rather, we recognize that many of the processes that generated the historically specific configuration of ‘global modernity’ originated outside Europe (Goody 1996; Wolf 1997; Frank 1998; Pomeranz 2000; Bayly 2004; Hobson 2004; Darwin 2007). European development was asynchronous and interactive, produced by the ‘promiscuous interconnections’ of people, institutions, and practices (Bayly 2004: 5; Hobson 2004: 304). For example, British development relied on its position as the imperial centre of an Atlantic economy nurtured by the raw materials wrought from coercive practices such as slavery, indentured labor, and the plantation system (Gilroy 1993: 2; Blackburn 1997: 510, 530, 581; Frank 1998: 277-8). Our aim, therefore, is not to replicate, let alone reinforce, Eurocentric accounts of ‘the European miracle’ (Jones 1981). Rather, our emphasis is on the intertwined configuration of industrialization, rational state building, and ideologies of progress which, co-constituted by external and internal processes, cohered in parts of north-western Europe towards the end of the 18th century. By industrialization we mean both the commercialization of agriculture and the two-stage industrial revolution, which generated an intensely connected global market. As we point out below, the extension of the market brought new opportunities for accumulating power, not least because of the close relationship between industrialization, dispossession, and exploitation. Indeed, industrialization in some states (such as Britain) was deeply interwoven with the forceful de-industrialization of others (such as India). By rational state-building, we mean the process by which many administrative and bureaucratic competences were ‘caged’ within national territories. This process was not pristine: processes of imperialism and state-building were co-implicated. Finally, by ‘ideologies of progress’, we mean symbolic schemas such as modern liberalism, socialism, and nationalism which were rooted in ideals of progress and, in particular, associated with Enlightenment notions of improvement and control. Once again, there was a dark side to these ideologies – the promise of progress was closely linked to a ‘standard of civilization’ which served as the legitimating currency for coercive practices against ‘barbarian’ outsiders (Keene 2002; Anghie 2004; Suzuki 2005). These institutional formations worked together to foster a substantial power gap between a few European states and the rest of the world. By the end of the 19th century, four states (Britain, France, Germany, and the United States) provided two-thirds of the world’s industrial production. And one of these powers, Britain, became the first global superpower, counting a quarter of the world’s inhabitants as its subjects, while claiming a similar proportion of its territory (Sassen 2006: 74).
Third, it is important to note that not everything changed during the 19th century: agriculture and non-carbon based production remained an important component of most economies, including in Europe where, with the exception of Britain, even in 1900 between one-quarter (e.g. Holland) and two-thirds (e.g. Italy) of the population worked on the land (Blanning 2000: 3, 97). Empires remained important sites of political authority up to, and beyond, the onset of World War I (Burbank and Cooper 2010: 20-1). And many social hierarchies proved resilient – the nobility, gentry, and landholding classes remained influential everywhere (Tombs 2000: 30-1; Bayly 2004: 451). Given this, modernity should not be seen as a singular moment of sharp discontinuity, but as a protracted, uneven process (Teschke 2003: 43, 265). However, even if there is no hard-and-fast dichotomy between modern and pre-modern eras, it is possible to speak of a basic epochal disjuncture in that, during the 19th century, a concatenation of changes set in place a range of profoundly transformative processes. These changes coalesced first in a small core of states from where both their effect (a revolutionary configuration in the mode of power) and their challenge (how other societies responded to this configuration) spread rapidly. These issues still define the basic structure of international relations and many of its principal issues.
Fourth, the analytical narrative we sustain argues that global modernity can be characterized by the intensification of differential development and heightened interactions between societies. In other words, different experiences of the configuration we highlight were accentuated by increasingly dense connections between societies. The result was ‘differential integration’ into global modernity (Halliday 2002). Intensified trade, improved transport and communication systems, and practices such as colonialism generated a denser, more integrated international system. As a consequence, levels of interdependence rose, making societies more exposed to developments elsewhere. However, during the 19th century, the development gap between societies opened more widely than ever before. Unevenness has always been a basic fact of historical development (Rosenberg 2010), but never was unevenness felt on this scale, with this intensity, or in a context of such close, inescapable interdependence. Those with machine guns, medicine, industrial power, railroads, and new forms of bureaucratic organization gained a pronounced advantage over those with limited access to these sources of power. The resulting inequalities fostered the emergence of a hierarchical international order, the establishment of which defines the basic commonality between the 19th century and the contemporary world.
Our argument unfolds in four parts. First, we evaluate the limited ways in which IR scholarship approaches the 19th century. Second, we establish an understanding of the 19th century as home to a ‘global transformation’ – an intertwined configuration of industrialization, rational state building, and ideologies of progress. Third, we illustrate the potency of this configuration by examining the ways in which a transformation of the means of organized violence, along with a comparable intensification of interactions between societies, produced the hierarchical international structure which continues to undergird core aspects of contemporary international relations. We conclude by considering the ways in which IR can be rearticulated through deeper appreciation of this ‘global transformation’.

.~`~.
IR and the 19th Century

There are four main ways in which IR approaches the 19th century: as an absence; as a point of data accumulation; as a fragment of a wider research program; and within Eurocentric accounts of the expansion of international society. This section briefly assesses these four approaches.
Perhaps the main IR approach to the 19th century is to ignore it. The 1648 Treaty of Westphalia is considered by most to be the intellectual basis for the discipline, establishing a ‘revolution in sovereignty’ that is taken to be a ‘historical faultline’ in the formation of modern international order (Philpott 2001: 30, 77). Constructivists, in particular, see Westphalia as marking a fundamental shift from feudal heteronomy to modern sovereign rule through the emergence of principles of exclusive territoriality, non-intervention, and legal equality (e.g. Ruggie 1983: 271-9). However, Westphalia is also given prominent attention by realists (e.g. Morgenthau 1978), English School theorists (e.g. Watson 1992), and liberal cosmopolitans (e.g. Held et al. 1999).
Regardless of the cross-paradigmatic hold of Westphalia, its centrality to the formation of modern international order is questionable. Most obviously, Westphalia did not fundamentally alter the ground-rules of European international order. Neither sovereignty, non-intervention, nor the principle of cuius regio, eius religio were mentioned in the Treaty (Osiander 2001: 266; Carvalho et al 2011: 740). Rather, Westphalia was part of a long-running battle for the leadership of dynastic European Christianity – its main concerns were to safeguard the internal affairs of the Holy Roman Empire and to reward the victors of the Wars of Religion (France and Sweden) (Osiander 2001: 266). Indeed, Westphalia set limits to the idea of sovereignty established at the 1555 Peace of Augsburg, for example by retracting the rights of polities to choose their own confession. Westphalia decreed that each territory would retain the religion it held on 1st January 1624 (Teschke 2003: 241; Carvalho et al 2011: 740). More generally, Westphalia did not lead to the development of sovereignty in a modern sense – European order after 1648 remained a ‘patchwork’ of marriage, inheritance, and hereditary claims rather than constituting a formal states system (Osiander 2001: 278; Teschke 2003: 217; Nexon 2009: 265). It is unsurprising, therefore, to find imperial rivalries, hereditary succession, and religious conflicts at the heart of European wars over subsequent centuries. Although German principalities assumed more control over their own affairs after 1648, this was within a dual constitutional structure which stressed loyalty to the Empire (reichstreue) and which was sustained by a court system in which imperial courts adjudicated over both interstate disputes and internal affairs (Teschke 2003: 242-3). Overall, Westphalia was less a ‘watershed’ than an affirmation of existing practices, including the centrality of imperial confederation, dynastic order, and patrimonial rule (Nexon 2009: 278-80).
Much IR scholarship jumps from the intellectual ‘big bang’ of Westphalia to the establishment of IR as a discipline after World War I (Carvalho et al. 2011: 749). However, the equation of the First World War with the institutionalization of IR as a discipline is equally problematic. First, it occludes the fact that international thought became increasingly systematic during the last part of the 19th century, being taught in some US Political Science departments (such as Columbia) and fuelling major debates about international law, imperialism, geopolitics, trade, and war in both Europe and the United States (Knutsen 1997; Schmidt 1998; Carvalho et al. 2011: 749; Hobson 2012). IR, therefore, did not spring de novo in 1919, but has a longer genealogy formed in the unprecedented environment of global modernity during the late 19th century. Second, standard accounts tend to omit the closeness of the links between IR, colonial administration, and racism (Bell 2007; Vucetic 2010; Hobson 2012). IR’s early concerns were forged within Anglo-American epistemic communities which imagined variously a ‘Greater Britain’ spanning large parts of the world, pan-regional imperial structures which united the Anglosphere, and even a world state, all of which were to be buttressed by a ‘color line’ in which race served as the crucial point of demarcation (Bell 2007). A great deal of both IR’s intellectual history, and the historical developments that define many of its current concerns, are rooted in 19th century concerns about the superiority – or otherwise – of white races and Western civilization. Finally, and as we discuss further below, the First World War was not just a beginning, but also an end – the culmination of a series of dynamics which emerged over the preceding century.
Mainstream IR thus prefers to base the discipline on the questionable ‘turning points’ of 1648 and 1919, while marginalizing the more important developments that accumulated between them, especially during the 19th century. This indifference is manifest in the range of textbooks used to introduce IR to students. We examined 89 books commonly listed as key readings for ‘Introduction to IR’ courses. These included both volumes written as textbooks and monographs often employed as introductory readings, such as Waltz’s Theory of International Politics. The books divided into three groups: IR texts (48), world history texts used for IR (21), and texts aimed more at International Political Economy (IPE) and Globalization studies (20). Of the 48 IR texts, only five contained significant coverage of the 19th century, and those were mostly restricted to post-1815 great power politics (Holsti 1992; Olson and Groom 1992; Knutsen 1997; Ikenberry 2001; Mearsheimer 2001). Seven other texts had brief discussions of the 19th century along similar lines. The majority of IR texts either contained almost no history or restricted their canvass to the 20th century. The appearance of 19th century thinkers was common in books focusing on international political theory, but their ideas were largely discussed in abstracto rather than related to the broader context of the 19th century and its impact on IR. The 19th century fared somewhat better amongst world history texts, although seven of these discussed only the 20th century, and of those, five only surveyed the world since 1945. Of the remaining fourteen volumes, ten either embedded discussion of the 19th century within a longer-term perspective or provided the century with some, albeit limited, attention. Four books gave the 19th century a degree of prominence, especially technological changes which affected military power, but again concentrated mainly on great power politics (Clark 1989; Thomson 1990; Keylor 2001; Kissinger 2003). IPE/Globalization texts fared little better. Three books had no substantive historical coverage, while eight covered only post-1945 or 20th century history. Of the nine books that did mention the 19th century, only two gave it extensive attention (Frieden and Lake, 2000: 73-108, focusing on the rise of free trade; and O’Brien and Williams, 2007: 76-103, looking at how the industrial revolution reworked the distribution of power). Other IPE/Globalization texts tended to treat the 19th century as a prologue to more important 20th century developments.
It is quite possible, therefore, to be inducted into the discipline of IR without encountering any serious discussion of the 19th century. Although mention is often made of the Concert of Europe and changes to the 19th century balance of power, what mainstream IR misses are issues beyond the distribution of power – in other words the transformation of the mode of power initiated by industrialization, the emergence of rational states, and novel ideologies associated with historical progress.
The second way that IR approaches the 19th century is as a site of data accumulation. The Correlates of War project, for example, begins its coding of modern wars in 1816 (e.g. Singer and Small 1972). Some Power Transition Theory also appropriates data from the 19th century in its models (e.g. Organski and Kugler 1980; Tammen ed. 2001). In both cases, there is little rationale for why these dates are chosen beyond the availability of data. Little attention is paid to why data became available during this period (because of the increasing capacity of the rational state to collect and store information). Nor does the transformation of warfare during the 19th century play a prominent role in these accounts. A number of debates between advocates and critics of democratic peace theory (DPT) are also played out over 19th century events such as the War of 1812, the US Civil War, and the 1898 Fashoda crisis (see, for example, Brown ed. 1996). In comparable vein, high profile debates over the efficacy of realist understandings of the balance of power have been conducted over the 19th century Concert of Europe (e.g. Schroeder 1994; Elman and Elman 1995) and, less prominently, over developments in the United States during the 19th century (e.g. Elman 2004; Little 2007). What unites both DPT and realist debates over the 19th century is a failure to read the period as anything other than a neutral site for the testing of theoretical claims. Not only do such enterprises erase the context within which events take place, they also see the 19th century as ‘just another’ period, when it is anything but this. Indeed, the starting point for many of these approaches, the 1815 Congress of Vienna (also found in some liberal accounts of modern international order, e.g. Ikenberry 2001), omits the most significant features of the Napoleonic wars: the legal and administrative centralization ushered in by the Napoleonic code, the French use of mass conscription, the escalating costs of warfare, and the widespread employment of ‘scientific’ techniques such as cartography and statistics (Mann 1993: 214-5, 435; Burbank and Cooper 2010: 229-35). By failing to embed 19th century events within the configuration of global modernity, these accounts tell us little about the transformative character of 19th century international order. Nor do they give sufficient weight to the formative quality of 19th century developments for international relations in the 20th century.
The third way that IR approaches the 19th century is as a partial fragment of a wider research program. For example, both hegemonic stability theorists and neo-Gramscians use the 19th century as a means by which to illustrate their theoretical premises. Robert Cox (1987: 111-50) sees British hegemony during the 19th century as crucial to the formation of liberal world order. The breakdown of this order after 1870, Cox argues, generated a period of inter-imperialist rivalry and fragmentation that was only settled by the ascendance of the US to global hegemony after World War II. Hegemonic stability theorists follow a similar line, although stressing a different causal determinant – a preponderance of material resources (particularly military power) rather than social relations of production. Robert Gilpin (1981: 130, 144, 185) pays considerable attention to how 19th century British hegemony was premised on the fusion of military capabilities, domination of the world market, and nationalism, highlighting the undercutting of this hegemony late in the century through processes of diffusion and ‘the advantages of backwardness’ possessed by ‘late developers’.
Beyond these two approaches, a number of critical IR theories have usefully examined parts of the 19th century global transformation. Post-structural theorists have stressed the ways in which power-knowledge complexes served to harden inside-outside relations during the 19th century. Jens Bartleson (1995: 241), for example, sees modernity, which he examines through the discourse of late 18th century and early 19th century European thinkers, as a ‘profound reorganization’ of sovereignty, marking the establishment of modern notions of ‘inside’ and ‘outside’. In similar vein, post-colonial theorists have demonstrated how 19th century rhetorical tropes, most notable amongst them narratives of ‘modernization’ and ‘backwardness’, were used to establish practices of dispossession, de-industrialization, and colonialism. This scholarship has also stressed the formative role played by resistance movements, ranging from slave uprisings to indigenous revolts, in subverting Western power and forging counter-hegemonic solidarities (Shilliam 2011). Finally, some feminist scholarship has examined the ways in which 19th century understandings of the status of women were entwined with novel distinctions of public and private in order to construct gendered divisions within Western orders and legitimate discriminatory policies towards ‘primitive’ peoples (e.g. Towns 2009).
Scattered discussion of the 19th century can also be found in a range of diverse IR texts. Daniel Deudney (2007: ch. 6) highlights the importance of the industrial revolution to the violence-interdependence of the modern world and regards the 19th century ‘Philadelphia System’ constructed in the United States as germane to the development of republican international order. Janice Thomson (1994: 12-13, 19, 145-6) sees the disarming of non-state actors such as urban militias, private armies, agents, corsairs, and mercenaries in the 19th century as fundamental to the caging of organized violence within modern states. A number of constructivists also trace contemporary concerns to the 19th century: Martha Finnemore (2003: 58-66; 68-73) argues that the origins of humanitarian intervention can be found in 19th century concerns to protect Christians against Ottoman abuses and in the campaign to end the slave trade; Jeffrey Legro (2005: 122-42) highlights the Japanese move from seclusion to openness in the latter part of the century as an illustration of how the shock of external events combine with new ideas to generate shifts in grand strategy; and Rodney Bruce Hall (1999: 6) argues that the emergence of nationalism during the 19th century was a major turning point in the legitimating principles of international society.
There are three main difficulties with these accounts. First, by looking at parts of the puzzle, they miss the whole. Neo-Gramscian approaches stress relations of production, hegemonic stability theorists focus on power preponderance, constructivists on ideational changes, post-structuralists on discursive formations, and post-colonial theorists on the formative role of colonialism in constructing binaries of ‘civilized’ and ‘barbarian’. No account captures sufficiently the combined, configurational character of the global transformation. Second, more often than not, 19th century events and processes are used as secondary illustrations within broader theoretical arguments – as a result, the distinctiveness of the global transformation is lost. For example, it was not Britain, but a particular configuration of social power resources that was hegemonic during the 19th century. For a time, Britain was situated at the leading edge of this configuration, but only as a specific articulation of a wider phenomenon (Mann 1993: 264-5). Finally, with the exception of post-colonialism and some feminist scholarship, these explanations fail to pay sufficient attention to the non-European dimensions of 19th century international order, reproducing a sense of European mastery which omits the dynamics of empire-resistance and notions of civilizational exchange which helped to constitute global modernity.
The tendency to exclude non-European features of global modernity aligns many of these texts with the fourth way that IR approaches the 19th century – within Eurocentric accounts of the expansion of international society. For many members of the English School, for example, the 19th century is seen as a period in which Western international society completed the expansion process begun during the 16th century (Bull 1984: 118). Traditional figures in the School tended to look upon the 19th century with nostalgia, seeing it as a period in which a relatively coherent Western/global international society flourished. They downplayed the role of imperialism in international society and contrasted its 19th century cultural cohesion with the dilution of international society after decolonization (Bull 1977: 38-40, 257-60, 315-17; Bull and Watson 1984: 425-35). More recently, some English School theorists have used 19th century developments to chart the emergence of hegemony as a primary institution of international society (Clark 2011: chs. 2 and 3) and examined the ways in which leading powers such as China and Japan responded to the coercive expansion of European power (Keene 2002; Suzuki 2005, 2009). Both Keene (2002: 7, 97) and Suzuki (2009: 86-7) stress the ways in which international order during the 19th century was sustained by a ‘standard of civilization’ which bifurcated the world into civilized (mainly European) orders and uncivilized (mainly non-European) polities: rule-based tolerance was reserved for the former; coercive imposition for the latter. These authors not only effectively critique traditional English School accounts in which the expansion of international society is seen as endogenous, progressive, and linear, they also chime with scholarship which stresses the centrality of inter-societal connections and colonial encounters to the formation of modern international order (e.g. Anghie 2004; Shilliam 2011). As such, they provide the basis for a more sustained engagement between IR and the 19th century.
In general, therefore, relatively little IR scholarship adequately assesses the impact of the 19th century on either the development of the discipline or the emergence of modern international order. When the 19th century is mentioned, it is often seen as a site of data accumulation, as a case study within a broader theoretical argument, or as a staging post within a narrative of Western exceptionalism. Only a small body of work highlights central aspects of the 19th century global transformation. These accounts join with the handful of IR texts which see modernity as the basic starting point for the discipline (e.g. Rosenberg 1994). Our argument builds on these accounts to show how global modernity transformed the structure of international order during the long 19th century.

.~`~.
The Global Transformation

For many centuries, the high cultures of Asia were held in respect, even awe, in many parts of Europe (Darwin 2007: 117). India and China were dominant in manufacturing and many areas of technology. As such, the West interacted with Asian powers sometimes as political equals and, at other times, as supplicants. European wealth and power rose during the 17th and 18th centuries, but even until around 1800, there were few differences in living standards between European and Asian peasants – the principal points of wealth differentiation were within rather than between societies (Davis 2002: 16). Nor were there major differences in living standards amongst the most advanced parts of world: in the late 18th century, GDP per capita levels in the Yangtze River Delta of China were equivalent to the wealthiest parts of Europe (Bayly 2004: 2). Overall, a range of quality of life indicators, from levels of life expectancy to calorie intakes, indicates a basic equivalence between China and Europe up to the start of the 19th century (Hobson 2004: 76).
A century later, the most advanced areas of Europe held a tenfold advantage in levels of GDP per capita over their Chinese equivalents (Bayly 2004: 2). Whereas in 1700, Asian powers produced 61.7% of the world’s GDP, and Europe and its offshoots only 31.3%; by 1913, Europeans held 68.3% of global GDP and Asia only 24.5% (Maddison 2001: 127, 263). In 1890, Britain alone was responsible for 20% of the world’s industrial output and, by 1900, it produced a quarter of the world’s fuel energy output (Goldstone 2002: 364). In contrast, between 1800 and 1900, China’s share of global industrial production dropped from 33% to 6%, and India’s from 20% to 2% (Christian 2005: 435).
The rapid turnaround during the 19th century represents a major shift in global power. The extent of this volte-face is captured in Table 1, which uses modern notions of ‘developed’ and ‘third world’ to gauge the gap in production and wealth generated by the emergence of industrialization in the long 19th century. As the table shows, from a position of slight difference between industrial and non-industrial states in 1750 in terms of GNP per capita, the former opened up a gap over the latter of nearly 350% by 1913. And from holding less than a third of the GNP of today’s third world countries in 1750, by 1913, ‘developed countries’ held almost double the level of non-industrialized states.

---------------------------------------------------------------
Περισσότερες διασταυρώσεις και θεμελιώσεις γι'αυτή την εξαιρετικά κρίσιμη καμπή-μεταστροφή: 1) There's nothing you can do, to stop it from happening 2) Για πρώτη φορά μετά το 1872 3) 12 Facts on China’s Economic History - China’s boom restores the country’s former global economic preeminenceκαι 4) Δυτική Ευρώπη, αποικίες και Ανατολική Μεσόγειος. Το χθες στο σήμερα. Υπάρχουν δηλαδή διασταυρώσεις από Γαλλία (Braudel), Σιγκαπούρη (Mahbubani), Κίνα (Hu Angang, Zhang Weiwei), Ελλάδα (Κακλαμάνης) και Βρετανία (Hobson, Buzan, Lawson).
---------------------------------------------------------------

There are a number of explanations for the ‘great divergence’ between East and West (Pomeranz 2000). At the risk of oversimplification, it is possible to highlight three main modes of explanation: accounts that stress economic advantages; those that focus on political processes; and those which emphasize ideational factors. Economic accounts are divided between liberals and Marxists. Liberals underline several features of the rise of Europe: the role of impersonal institutions in guaranteeing free trade and competitive markets; the legal protection offered by liberal states to finance and industry; and the capacity of liberal constitutions to restrict levels of domestic conflict (North et al. 2009: 2-3, 21-2, 121-2, 129-30, 188). Marxists focus on the ways in which, in north-western Europe, capitalist commodification and commercial exchange extracted productive labor as surplus value, realizing this through the wage contract, and returning it as profit (e.g. Anderson 1974: 26, 403). The marketization of previously personalized relations generated a legal separation between the private realm of the market, mediated by the price mechanism, and the public realm of the state, which served as the institutional guarantor of ‘generalized money’. For Marxists, although the contemporary separation of states and markets appears natural, it is, in fact, historically specific to modernity (Rosenberg 1994: 126).
A second literature focuses mainly on political processes, stressing the particular conditions of state formation which allowed European states to negotiate effectively between elites (Spruyt 1994: 31, 180) and to generate superior revenue flows through efficient taxation regimes (Tilly 1975: 73-4). Some of this literature concentrates on shifts in the means of coercion and, in particular, on the connections between the frequency of European inter-state wars, technological and tactical advances, the development of standing armies, and the expansion of permanent bureaucracies (e.g. Kennedy 1989: 26; Tilly 1990: 14-6; Mann 1993: 1; Bobbitt 2002: 69-70, 346; Rosenthal and Wong 2011: 228-9). In this way, it is claimed, 19th century states combined their need for taxation (in order to fight increasingly costly wars) with support for financial institutions which could, in turn, deliver the funds required for investment in navigation, shipbuilding, and armaments (Burbank and Cooper 2010: 176). ‘War and preparation for war’ gave European states a decisive advantage over polities in other parts of the world (Tilly 1990: 31), even if these advantages were both unintentional and unanticipated (Rosenthal and Wong 2011: 230).
A third set of explanations highlights the role of ideational schemas in the breakthrough to modernity, whether this is considered to have occurred via cognitive advances associated with the Enlightenment (e.g. Gellner 1988: 113-6), the ‘disciplinary’ role played by religions, such as Calvinism, which influenced the routines of modern armies, court systems, and welfare regimes (e.g. Gorski 2003), the emergence in Europe of ‘secular religions’ such as nationalism (e.g. Mayall 1990), or the ways in which ‘the native personality’ was ‘recognized’ through unequal legal practices such as protectorates and, later, mandates (e.g. Anghie 2004: 65-97). Some accounts combine elements from a number of these analyses (Bayly 2004), while others see the ‘great divergence’ as, for the most part, accidental (e.g. Morris 2011).
In this section, we make the case that the shift in global power distribution from Asia to Europe took place because of a novel configuration that linked industrialization, the rational state, and ideologies of progress. This configuration so transformed the means by which power was accumulated and expressed that it generated ‘the first ever global hierarchy of physical, economic, and cultural power’ (Darwin: 2007: 298). The contemporary international order is, in many respects, the inheritor of this 19th century global hierarchy.

Where
Before outlining how the global transformation reconfigured core aspects of both domestic societies and international order, it is important to trace where and when it emerged.
By around 1800, it is possible to speak of a major shift from a ‘polycentric world with no dominant centre’ to a core-periphery hierarchical international order in which the leading edge was in north-western Europe, a previously peripheral part of the Eurasian trading system (Pomeranz 2000: 4; Bayly 2004: 2; Hobson 2004: ch. 7; Darwin 2007: 194; Morris 2011: 557). Traditional explanations of this shift have tended to emphasize endogenous European developments. Eric Jones (1981, xiv, 4, 226), for example, highlights the environmental advantages enjoyed by Europeans (such as a temperate climate which was inhospitable to parasites), demographic issues (most notably, later marriage habits than Asian populations, contributing to lower fertility rates and, in turn, lower population densities), European cultural propensity for ‘tinkering and inventing’, and the development of representational government, which acted to curtail arbitrary power. Other accounts stress the superior accountancy practices of Europeans, particularly double entry bookkeeping which, it is argued, allowed for a clear evaluation of profit, thereby enabling joint stock companies to provide credit in depersonalized, rationalized form – the hallmark of commercial capitalism (North et al. 2009: 1-2). A linked explanation revolves around the better access enjoyed by Europeans to credit and bills of exchange that provided predictability to market interactions and incentivized the development of long-term syndicated debt (e.g. Kennedy 1989: 22-4).
However, such explanations fail to capture the inter-societal dimensions of the global shift in power. First, European success was predicated on imperialism and, in particular, on imperial ‘circulatory systems’ (Gilroy 1993: ch. 3). In this way, the demand for sugar in London furnished the plantation system in the Caribbean, which was supplied by African slaves and North American provisions (Blackburn 1997: 4, 510). Similarly, after the East India Company was ceded diwani (the right to administer and raise taxes) in Bengal, they made the cultivation of opium obligatory, subsequently exporting it to China in a trading system propped-up by force of arms. Through colonialism, European powers exchanged raw materials for manufactured goods, and used violence to ensure low production prices (Pomeranz 2000: 54). The gains from these imperial circuits were high. British profits from the Caribbean plantation system, for example, were worth an average of 9-10% per year to the exchequer during the late 18th and early 19th centuries (Blackburn 1997: 510). Extra-European circuits were fundamental to the global extension of the market – Indian nawabs and Caribbean slave-owning sugar producers were as implicated in global modernity as English industrialists and engineers (Burbank and Cooper 2010: 238).
Second, European advances arose from the emulation and fusion of non-European ideas and technologies: the techniques used in the production of Indian wootz steel, for example, were replicated by Benjamin Hunstsman in his Sheffield workshop, while technologies used in the cotton industry drew heavily on earlier Chinese advances (McNeill 1991: xvi; Hobson 2004: 211-3). These ideas and technologies were carried, in part, via migration: 50 million Europeans emigrated between 1800 and 1914, most of them to the United States, helping to increase the population of the US from 5 million in 1800 to 160 million in 1914 (Rosenberg 1994: 163-4, 168). A ‘settler revolution’, particularly pronounced within the Anglophone world, integrated metropolitan and frontier zones, establishing powerful new transnational linkages (Belich 2011). Up to 37 million laborers left India, China, Malaya and Java during the 19th century (Davis 2002: 208), and an estimated 30 million Indians served as indentured labor in British possessions between 1834 and 1914 (Darwin 2009: 5). The result was an increasingly hybrid feel to communities around the world: hundreds of thousands of Chinese settled on the West coast of North America and in Southeast Asia, as did Indians in East and South Africa, the Pacific islands, and the Caribbean. The 19th century shift in global power, therefore, was fuelled by an intensification in the flows of people, ideas, resources, and technologies – inter-societal processes were a critical part of the European breakthrough (Christian 2005: 364).

When
The global transformation was not a ‘big bang’. In fact, the emergence of industrialization, the rational state, and ideologies of progress was uneven and messy. Aspects of industrialization, for example, were formed in small-scale ‘industrious revolutions’ in which households became centers for the consumption of global products ranging from Javanese spices to Chinese tea (de Vries 2008). Even central nodal points of the global transformation, such as London and Lancashire, contained acute pockets of deprivation. Some British regions, most notably East Anglia and the West Country, experienced declines rather than growth during the 19th century, as did many parts of Europe, including Flanders, Southern Italy, and Western France (Wolf 1997: 297). Even within metropolitan zones, therefore, experience of the global transformation was uneven.
Such issues have fostered considerable debate over both the extent and timing of the global transformation and, in particular, the significance of the shift to industrialization. Some scholarship has pushed the basic transformation of European societies to a later period, usually the first part of the 20th century (e.g. Mayer 2010); others have traced ‘world capitalism’ back to the late 15th century (e.g. Wallerstein 1983: 19) or even earlier (e.g. Mann 1986: 374). It is certainly the case that trade routes connected entrepôts such as Malacca, Samarkand, Hangzhou, Genoa, and the Malabar Coast well before the 19th century. Long-distance commodity chains operating for many centuries leading up to the global transformation established trading networks in silks, cotton, tea, linen, and spices. The use of money and the search for profits during the 19th century did not appear from nowhere.
However, even if commercial capitalist logics – ‘relentless accumulation’ and commodification (Wallerstein 1983: 14-6) – shared affinities with industrial capitalism, the system of the 15th-18th centuries operated on a markedly different scale than its 19th century successor. Most notably, the mutual intensification of both interactive and differential development that characterized the 19th century was distinctive from previous capitalist systems. The marketization of social relations on a vast scale fuelled the growth of a system of densely connected networks, governed through the price mechanism and structured via hierarchical core-periphery relations. In this way, two hundred Dutch officials and a small number of Indonesian intermediaries could run a cultivation system that incorporated two million agricultural workers (Burbank and Cooper 2010: 301). European states established dependencies around the world (such as Indochina for the French), which forcibly restructured local economies, turning them into specialist export-intensive vehicles for the metropole. To take one example, Indian textiles were either banned from Britain or levied with high tariffs, while British manufacturing products were forcibly imported in India without duty (Wolf 1997: 251). Between 1814 and 1828, British cloth exports to India rose from 800,000 yards to over 40 million yards, while during the same period, Indian cloth exports to Britain halved (Goody 1996: 131). This intensified system of market interdependence was buttressed by powerful rhetorical tropes: Europeans reinvented African clans as ancient tribes, and hardened Indian caste status into a formal administrative system in order to demonstrate the ‘backwardness’ of ‘uncivilized’ peoples (Darwin 2007: 15). No system in world history so united the planet, while simultaneously pulling it apart.
The first stage in this process was the commercialization of agriculture. Legislation such as the 1801 Great Enclosures Act in Britain, the codification of practices that had built up over preceding centuries, privatized the commons and turned land into a productive resource. Mechanization and the adoption of cash cropping restructured the landlord-peasant relationship as a commercial relation between landowners, tenant farmers, and landless laborers. From this point on, labor power was bought and sold as a commodity (Wolf 1997: 78). Those forced off the land usually moved to cities, which expanded quickly as a result: between 1800 and 1900, London grew from just over 1 million to 6.5 million inhabitants, the population of Berlin rose by 1000%, and that of New York by 500% (Bayly 2004: 189). The commercialization of agriculture was a process repeated, in varying forms, around the world. As profits could only be achieved through higher productivity, lower wages, or the establishment of new markets, expansion of the system was constant, leading to the development of both new areas of production (such as southeastern Russia and central parts of the United States) and new products (such as potatoes). Development was often rapid: in 1900, Malaya had around 5,000 acres of rubber production; by 1913, it contained 1.25 million acres (Wolf 1997: 325). In short: ‘free trade was a crash program in social transformation’ (Rosenberg 1994: 168).
The worldwide commercialization of agriculture was a stepping-stone in the development of industrial capitalism, providing a logic by which sectors from textiles to armaments took shape. Industrialization emerged in two main waves. The first (mainly British) wave centered on cotton, coal, and iron. The crucial advance was the capture of inanimate sources of energy, particularly the advent of steam power (McNeill 1991: 729). Britain’s lead in this field presented a major advantage – by 1850, 18 million Britons used as much fuel energy as 300 million inhabitants of Qing China (Goldstone 2002: 364). Also crucial was the application of engineering to blockages in production, such as the development of machinery to pump water efficiently out of mineshafts (Morris 2011: 503). Engineering and technology combined to generate substantial leaps in productivity: whereas a British spinner at the end of the 18th century took 300 hours to produce 100 pounds of cotton, by 1830 it took only 135 hours (Christian 2005: 346).
Towards the end of the 19th century, a second (mainly German and American) wave of industrialization took place, centering on advances in chemicals, pharmaceuticals, and electronics. Once again, new sources of energy were critical, such as the distillation of coal into tar for use in products ranging from explosive to dyes, and the application of chemicals to the manufacture of steel and other alloys. Perhaps most notably, advances in light metals and electrics, allied to the use of oil for fuel, provided an impetus to the development of cars, planes, and ships (Woodruff 1966: 181-2; McNeill 1991: 737). The closeness of industry and the state in many countries, particularly Germany, stimulated the emergence of cartels, which took over the whole productive process, from the supply of raw materials, to manufacturing, wholesale, and retailing. The enmeshing of ‘big capital’ and the ‘big state’, heightened by protectionism, intensified geopolitical competition in the period leading up to World War One. The resulting conflict was the culmination of pressures that had built for much of the latter part of the 19th century.
Beyond the debates about the ‘when’ of industrialization lie similar questions about the emergence of the rational state. Not only did empires remain key sites of political authority during the long 19th century, but some scholarship sees rational states as emerging before this period, pointing to the impact on state administrative capacities of the ‘military revolution’ of the 16th and 17th centuries (Downing 1992: ch. 3; Mann 1986: 445-6; Mann 1993: 1), and the 18th century development of states as calculating ‘power containers’ responsible for the certification of fiduciary money (Giddens 1985: 13, 126-8, 153). As with debates about the emergence of industrialization, it is clear that a range of antecedent processes enabled the rise of the rational state during the 19th century. But it was only during the 19th century that states attempted to assume monopolistic control over the use of legitimate force within a particular territory – authority over domestic conflicts shifted from being ‘dispersed, overlapping, and democratized’ to being ‘centralized, monopolized, and hierarchical’ (Thomson 1994: 3). In the 18th century, institutions such as the Dutch East India Company had a constitutional warrant to ‘make war, conclude treaties, acquire territory, and build fortresses’ (Thomson 1994: 10-11). However, particularly after the French Revolution, armies and navies became more distinctly national, coming under the direct fiscal control of the state. International agreements restricted the use of mercenaries and sought to eliminate privateering. At the same time, states took over competences previously the task of local intermediaries, including policing, taxation, and censuses (Tilly 1990: 23-9). Although nation-states co-existed with empires, dependencies, and colonies – and some nation-states, such as Britain, were both states and empires simultaneously – there was a notable ‘caging’ of competences within states, itself enabled by the rise of nationalism and popular sovereignty. These ideologies both legitimized state borders and presented the outside world as an alien space. Imperial expansion into these alien spaces went hand-in-hand with the emergence of the sovereign nation-state. Both were seen as the ‘progressive’ hallmarks of ‘civilized’ states (Anghie 2004: 310-20).

How
The configuration of industrialization, the rational state, and ideologies of progress was a powerful ‘social invention’ (Mann 1986: 525), capable of delivering progress both domestically through linking industrialization with state capacity, infrastructural change, and scientific research, and internationally through coercive interventions in trade, production, and financial regimes, and through the acquisition of new territories.
During the mid-to-late 19th century, the industrial powers established a global economy in which the trade and finance of the core penetrated deeply into the periphery. During the century as a whole, global trade increased twenty-five times over (Darwin 2007: 501). As the first, and for a time only, industrial power, it was British industrial and financial muscle that led the way. British production of pig iron quadrupled between 1796 and 1830, and quadrupled again between 1830 and 1860 (Darwin 2009: 19). British foreign direct investment, led by London’s role as the creditor of last resort, rose from $500m in 1825 to $12.1b in 1900 and $19.5b by 1915 (Woodruff 1966: 150; Sassen 2006: 135-6). The industrial economy was constructed on the back of improvements engendered by railways and steamships, and by the extension of colonization in Africa and Asia – between 1815 and 1865, Britain conquered new territories at an average rate of 100,000 square miles per year (Kennedy 1989: 199). The opening-up of new areas of production greatly increased agricultural exports, intensifying competition and pushing down agricultural incomes (Davis 2002: 63). The agrarian fear of famine remained. But this fear was joined by modern concerns of overproduction, price collapse, and financial crisis (Hobsbawm 1975: 209). The 19th century’s great depression between 1873 and 1896 was the precursor to 20th century industrial and trade cycles (Hobsbawm 1975: 85-7).
These changes eroded local and regional economic systems, and imposed global price and production structures (Darwin, 2007: 180-85, 237-45). The consequences of these policies were often extreme. Famines and associated epidemics in the 1870s and 1890s killed millions of people around the world – at least 15 million in India alone (Davis 2002: 6-7). Famines were the direct consequence of the expansion of the market and the forceful commercialization of agriculture. In India, for example, land and water were privatized under British direction so that they could be used as a taxable resource. At the same time, communal stores were forcibly removed from villages so that basic foodstuffs could be sold commercially. Dispossession meant that, when droughts hit in 1877, many Indians could not afford either food or water. The British reacted by reducing rations to male coolies to just over 1,600 calories per day – less than the amount later provided in Nazi experiments to determine minimum levels of human subsistence (Davis 2002: 38-9). Similar processes took place in China (whose ‘ever-normal’ granaries were closed to pay for trade deficits caused by military defeat in the Opium Wars and the unequal treaties signed with European powers) and many parts of Africa (Davis 2002: 6). The extension of the market generated a core-periphery order in which the ebbs and flows of metropolitan markets, commodity speculations, and price fluctuations controlled the survival chances of millions of people around the world. Accelerating market integration served to amplify differences between nodes of the world economy (Bayly 2004: 2). The industrial core adapted production and trade in the periphery to its needs, setting up the modern hierarchy of labor between commodity and industrial producers. This division of labor and its accompanying social upheavals was first established in the 19th century; it was to dominate international political economy in the 20th century.
The role of industrialization in generating a core-periphery world market was conjoined with the emergence of the rational state. During the 19th century, states became staffed by permanent bureaucracies selected by merit and formalized through impersonal legal codes. The technocratic-bureaucratic features of rational states grew interdependently with industrialization. Prior to modernity, economic relations were generally political tools by which elites exerted their authority: property and title went hand-in-hand with administrative offices; taxation was often contracted out to private entrepreneurs; and landlord-peasant relations were conducted directly through mechanisms such as corvée (Anderson 1974: 417-22). In modernity, by contrast, the shift to economies mediated by prices, wage-contracts, and commodities generated a condition in which states provided the institutional guarantees for market transactions, and assumed the monitoring and coercive functions required for capitalist expansion.
The emergence of an apparently discrete political sphere furnished the conditions for the emergence of mass politics – what Michael Mann (1993: 597) calls ‘popular modernity’. Millions of Britons joined the Chartist movement and the campaign against the slave trade during the first half of the century, and millions more around Europe joined trade unions, left-wing political parties, friendly societies, syndicalist movements, and other radical groups during the second half of the century. The 1848 revolutions and the experience of the Paris Commune, allied to the capacity of anarchist groups to carry out high-profile assassinations, meant that even absolutist states were forced into reforms. Pressures for absolutism to become more ‘enlightened’ and for parliamentary systems to become more republican fostered demands for political representation (met by successive British Reform Acts), the provision of welfare (as in Bismarck’s ‘social insurance’ scheme), and mass education (which helped to increase rates of literacy and, in turn, fuel the rise of the mass media). Some of this was ‘decoration’ as old regimes sought to maintain their authority (Tombs 2000: 11). But fear of ‘the social problem’ was widely felt. As a consequence, state bureaucracies encroached on areas previously the preserve of guilds, municipal corporations, provincial estates, charities, religious orders, and other such bodies. During the second half of the century, state personnel grew from 67,000 to 535,000 in Britain and from 55,000 to over a million in Prussia/Germany; during the same period, state-military personnel tripled in Britain and quadrupled in Prussia/Germany (Mann 1986: 804-10).
Key to the emergence of the rational state was improvements in infrastructure. Widespread railway building began in Britain during the 1820s, before spreading to France and Germany during the 1830s. By 1840 there were 4,500 miles of track worldwide, expanding to 23,500 miles by 1850, and 130,000 miles by 1870; by the end of the century, there was half a million miles of track worldwide, over a third of which was in Europe (Hobsbawm 1962: 61). This expansion had a major effect on both trade and state administration. In 1850, it could take up to three weeks to cross the continental US by a combination of train and stagecoach; the coming of the transcontinental railways in 1869 reduced the journey to five days. Early railways reduced overland transportation costs by between half and three quarters; early 20th century railways reduced these costs between 9 and 14 times in Britain, and between 30 and 70 times in the United States (Woodruff 1966: 225, 254).
Other infrastructural developments also helped to boost state capacity. The impact of the telegraph, for example, was far-reaching. Communication times between Britain and India dropped from a standard of around six months in the 1830s (via sailing ship), to just over one month in the 1850s (via rail and steamship), to the same day in the 1870s (via telegraph). By the late 19th century, telephones began to succeed the telegraph, replacing cumbersome coding and decoding processes with direct voice communication. The ability to broadcast via radio meant that communication became not only instantaneous, but also flexible. After 1901, radio extended communication networks to ships and, by 1907, there was a regular transatlantic radio link. These developments had major impacts on state rationalization. Governments could find out about political and military developments almost as soon as they happened, while concentrated command structures could be extended over long distances. The result was increasing state coordination of both domestic and foreign affairs, fuelled partly by improvements in infrastructural capabilities and partly by the emergence of powerful ideologies such as nationalism. Not only did nationalism shift the locus of sovereignty from ruler to people, it also identified the territory of the state with the people rather than seeing it as determined by hereditary rights or dynastic inheritance. When the absolutist state became the nation-state, territory became sacralised (Mayall 1990: 84). Nationalism facilitated the overcoming of local identities, increasing the social cohesion of the state through the cultivation of national languages, themselves the result of national education systems and the advent, in many places, of national military service.
Rational states were sustained, therefore, by the emergence of industrialization, mass politics, infrastructural developments, and nationalism. They also grew through imperialism: the modern, professional civil service was formed in India before being exported to Britain; techniques of surveillance, such as fingerprinting, were developed in the colonies and subsequently imported by the metropole; while imperial armies played leading roles in wars around the world (Bayly 2004: 256). Imperial wars and armed settlements increased the coercive capacities of states, while requiring that states raise extra revenues, which they often achieved through taxation. This, in turn, fuelled further bureaucratization. The 19th century, therefore, represented a major increase in the capacity of states to fight wars, regulate their societies, and coordinate their activities. Domestically, rational states provided facilitative institutional frameworks for the development of industry, technological innovations, weaponry, and science; abroad, they provided sustenance for imperial policies. Both functions were underpinned by ideologies of progress.
Industrial society was the first to ‘invent progress as an ideal’ (Gellner 1983: 22). Beginning in the 1850s, ‘great international exhibitions’ provided showcases for state progress (Hobsbawm 1975: 49). Industrialization consolidated expectations of progress by normalizing technological change – innovation and research became a permanent feature of both state and private activity. German research labs led the way, pioneering developments in chemicals, pharmaceuticals, optics, and electronics. Private labs followed: General Electric set up a research lab in commercial dynamos in 1900, followed by DuPont’s chemicals lab in 1902. During the same period, academic disciplines and societies emerged for the first time, aiming to systematize branches of knowledge (Gellner 1988: 116). ‘Expert systems’ of licensing and regulation gathered information and codified data (Giddens 1985: 181).
The idea of progress went further than the professionalization of research and the formalization of knowledge. Major 19th century ideologies, from liberalism to socialism, contained an inbuilt drive towards the ‘improvement’ of the human condition. Even the ‘scientific’ versions of racism that became increasingly prominent in the last quarter of the century contained a progressive element, imagining a world in which ‘superior stock’ took command of the modern project. Ideas of progress were bound up with the experience of empire, based on a comparison between core and periphery, which reflected the metropolitan sense of superiority. This is captured well by the notion of the ‘standard of civilization’.
The global transformation altered the relationship between the West and Asian civilizations from being relatively egalitarian politically, and respectful culturally, to being dominant politically and economically, and contemptuous culturally (Darwin 2007: 180-217). The result was a ‘Janus-faced’ international society in which Western powers practiced sovereign equality amongst themselves, while imposing varying degrees of inferior status on others (Anghie 2004: ch. 2; Suzuki 2005: 86-7). Inequality came in many forms: unequal treaties and extraterritorial rights for those polities left nominally independent (like China); partial takeovers, such as protectorates, where most local government was allowed to continue, but finance, defense, and foreign policy were handled by a Western power (as in the case of Sudan); and formal colonization, resulting in elimination as an independent entity (as in India after 1858). By 1914, colonization by Europeans or colonizers of European origin covered 80% of the world’s surface (not including uninhabited Antarctica) (Blanning 2000: 246). It is no surprise, therefore, that those states, like Japan, which sought to emulate European power, underwent both a restructuring of domestic society through industrialization and state rationalization, and a reorientation of foreign policy towards ‘progressive’ imperialism: Japan invaded Taiwan in 1874 (annexing it formally in 1895), fought wars for overseas territory with both China (1894-5) and Russia (1904-5), and annexed Korea in 1910 (Suzuki 2005: 138). Becoming a civilized member of international society meant not just abiding by European legal frameworks, diplomatic rules, and norms; it also meant becoming an imperial power.
Imperialism, therefore, was closely bound up with ideas of progress that were themselves interwoven with industrialization and the emergence of the rational state.
The result was a powerful configuration that transformed both domestic societies and international order. Central to this configuration was European efficiency at killing.

.~`~.
The Organization of Violence

In this section, we illustrate the transformative effect of global modernity on the organization of violence during the 19th century. We focus on two dynamics: the generation of a power gap between core and peripheral states, and the destabilization of great power relations by industrial arms racing. These two dynamics remain central to contemporary international relations.
During the 19th century, particularly as the industrial revolution began to accelerate and spread, the character of military relations changed markedly (Pearton 1982; Giddens 1985: 223-6). Although many important changes to military techniques, organization, and doctrine took place in the centuries preceding the 19th century (Parker 1988; Downing 1992), modernity served as a new foundation for achieving great power standing. Manpower still mattered, so that a small country such as Belgium could not become a great power no matter how industrialized it was (although it could still become an imperial power). But the level of wealth necessary to support great power standing could now come only from an industrial economy. Equally important was the way in which industrial economies supported a permanent rate of technological innovation. Firepower, range, accuracy, and mobility of existing weapons improved, and new types of weapons offering new military options began to appear. For example, between the middle and end of the 19th century, the invention of machine guns lifted the potential rate of fire of infantrymen from around three rounds per minute for a well-trained musketeer to several hundred rounds per minute. The revolution in the means of production helped to generate a revolution in the means of destruction.
This development is best illustrated by examining changes in naval power. Ever since they first intruded into the Indian Ocean trading system in the late 15th century, Europeans held an advantage in sea power. Their ships were better gun platforms than those of the Indian Ocean civilizations, one of the few technological advantages that favored the Europeans before the 19th century. Europeans were able to establish ‘maritime highways’ through coastal trading cities such as Cape Town, Singapore, and Aden, and treaty ports like Shanghai (Darwin 2007: 16). Nineteenth century technological developments massively accelerated these advantages.

FIG 1. The technological development of naval weapons, 1850-1906

Up to 1850 (HMS Victory)

1860 (HMS Warrior)

1871 (HMS Devastation)

1906 (HMS Dreadnought)

As illustrated in Figure 1, from the mid-19th century, technologies of wood and sail rapidly gave way to industrial technologies of steel and steam. HMS Victory represents the culmination of agrarian technology: wood and sail ships of the line, which had followed a broadly similar design from the 17th century until 1850. HMS Warrior characterizes the first stage of the breakthrough to iron construction and steam power. HMS Devastation marks the completion of the turn to iron and steam construction. HMS Dreadnought demonstrates the breakthrough to the fully modern battleship.
The transformation from wood and sail to steel and steam took just fifty years. Across this half-century there was: a 33-fold increase in weapons range from 600 yards (Victory) to 20,000 yards (Dreadnought); a 26-fold increase in weight of shot from 32 pounds solid shot to 850 pounds explosive armor-piercing shell; more than a doubling of speed from 8-9 knots (Victory) to 21 knots (Dreadnought); and a shift from all sail (Victory) to steam turbines (Dreadnought), permitting all-weather navigation for the first time. From the 1860s onward, each generation of warship made obsolete those that had preceded it. The metal-hulled Warrior was the most powerful warship of her day, able to sink any other ship afloat. But within a few years it would have been suicidal to take it into a serious engagement against more modern ships.
Rapid innovation on this scale was a general feature of the 19th century, particularly after the 1840s. It underpinned three ongoing problems of military modernity. First, there was both the hope of gaining a rapid technological advantage and the fear of being caught at a strategically decisive disadvantage. Second, in some minds, the constant increase in powers of destruction raised fears of military capabilities outrunning prudent policy-making. Third, there was the worry that great power status could only be maintained by keeping up with new weaponry; any failure to stay at the leading edge could result in the loss of relative military power and the danger of being defeated by rivals equipped with more modern weapons. The shift from wood and sail to iron and steam generated arguably the first modern industrial arms race between Britain and France during the 1860s and 1870s, fuelled by British fears that possession of a handful of the most modern warships could give France the ability to defeat the larger, but less modern, British navy, and so gain strategic control of the English Channel. This new factor added a powerful element to the security dilemma that is characteristic of modernity, but which was largely absent from great power relations in the agrarian era (Pearton 1982). The destabilization of great power relations by relentless, qualitative improvements in military equipment has subsequently become a central concern for IR; it is almost the defining issue of Strategic Studies.
The links between industrial production, technological innovation, and equipment, along with shifts in military organization and doctrine, were the foundations of the core-periphery order that developed during the 19th century. In the front line, the main military technologies were quick firing breech-loading rifles, machine guns, modern shell-firing artillery, and steam powered iron warships. These were backed-up both by the logistical capabilities of railways and steamships, and by the rapid communications enabled by the telegraph (Giddens 1985: 224-5). Two examples illustrate the extent of the resulting power gap. During the first opium war against China (1839-42), a minor British warship (the steam sloop Nemesis) had no difficulty using her superior firepower and maneuverability to destroy a fleet of Chinese war junks. Similarly, at the battle of Omdurman in 1898, a force of some 8,000 British troops equipped with modern artillery and machine guns, and backed by 17,000 colonial troops, took on a rebel army of some 50,000 followers of the Mahdi. In a day’s fighting, the British lost 47 men, the rebels around 10,000. Military superiority, allied to broader advances in political economy, organization, and strategy, allowed European states to intimidate, coerce, defeat, and if they wished, occupy, territories in the periphery.
Western powers were concerned to maintain their advantage by denying, or restricting, access to advanced weapons. This posed an enduring problem, because as well as wanting to restrict the access of non-European colonial peoples to modern arms, most colonial powers used colonial troops to administer and extend their empires. Indian police officers, bureaucrats, and orderlies served the British state in China, Africa, and the Middle East, while Indian troops fought in British wars in China, Ethiopia, Malaya, Malta, Egypt, Sudan, Burma, East Africa, Somaliland, and Tibet (Darwin 2009: 183). Such ‘foreign forces’ continued to play a leading role in colonial armies during the 20th century (Barkawi 2011: 39-44). At the same time, resistance to empire in many parts of the world including Latin America, the North West Frontier, Indochina, and the African interior, meant that these regions were never fully pacified. Resistance movements, making extensive use of terrain, locally embedded social networks, and guerrilla tactics, became the seeds for the unraveling of Western empires in the 20th century.
The focus by IR scholarship on the ‘long peace’ enjoyed by European powers during the 19th century therefore sits at odds with the experience of those at the wrong end of the global transformation – between 1803 and 1901, Britain was involved in fifty major colonial wars (Giddens 1985: 223). However, the sense of bifurcation between war abroad and peace at home, did have significance for the development of international order, reinforcing a sense of European cultural and racial superiority which facilitated its coercive expansions around the world (Anghie 2004: 310-20; Darwin 2007: 180-5, 222-9). Yet while the industrialization of military power gave the whip hand to the core over the periphery, it also introduced qualitative arms racing, arms control, and questions about the rationality of war into the heart of great power relations. The transformation in modes of organized violence during the 19th century thus provides a common foundation to two narratives in IR that are normally treated as separate: the volatility of the balance of power amongst the great powers, and the relative stability of the imbalance of power between the core and the periphery. The 19th century also features the rise of Japan as making the first linkage between these two stories as Japan moved from periphery to core. As Britain’s lead in industrialization began to recede, so its dominance was reduced by newer powers, such as Germany and Japan, better adapted to the second generation of industrial technologies and just as capable of aligning this with state rationalization and notions of progress. The relative decline of Russia, Austria-Hungary, and the Ottoman Empire was a consequence of their lack of success at adapting to the global transformation. For the larger European powers, overseas empires became an alternative measure of their standing. Down this path lay latecomer claims to ‘a place in the sun’ and the rivalries that helped pave the way to the First World War, the Second World War, and the Cold War.

.~`~.
Conclusion

We have argued that the configuration that marked the transformation of domestic societies and international order during the 19th century serves as an important guide to understanding both the emergence of modern international society and core features of contemporary international relations. If this claim stands up, then IR needs to rethink many of its principal areas of interest and reconsider how it defines much of its contemporary agenda.
One way of illustrating this point is to outline an alternative set of IR benchmarks to those highlighted in the introduction, all of which are located in the ‘long 19th century’:
• 1789: The French revolution unleashes republicanism and popular sovereignty against dynasticism and aristocratic rule, while making use of novel organizing vehicles such as the levée en masse.
• 1840: This date roughly signifies when the cloth trade between India and Britain was reversed, illustrating the turnaround of trade relations between Europe and Asia, and the establishment of an unequal relationship between an industrial core and a commodity supplying periphery.
• 1842: The First Opium War sees the British defeat the greatest classical Asian power, helping to establish a substantial inequality in military power between core and periphery.
• 1857: The 1857 Indian Revolt (often referred to as the Indian Mutiny) causes Britain to take formal control of the sub-continent, while serving as the forerunner to later anti-colonial movements.
• 1859: The launching of the French ironclad warship La Gloire opens the era of industrial arms racing in which permanent technological improvement becomes a central factor in great power military relations.
• 1862: The British Companies Act marks a shift to limited liability firms, opening the way to the formation of transnational corporations as significant actors in international society.
• 1865: The International Telecommunications Union becomes the first standing intergovernmental organization, symbolizing the emergence of permanent institutions of global governance.
• 1866: The opening of the first transatlantic telegraph cable begins the wiring together of the planet with instantaneous communication.
• 1870: The unification of Germany serves as an indication of the standing of nationalism as an institution of international society, as well as highlighting a central change in the distribution of power.
• 1884: The Prime Meridian Conference establishes world standard time, serving to facilitate the integration of trade, diplomacy, and communication.
• 1905: Japan defeats Russia and becomes the first non-Western (and non-white) imperial great power.
Such benchmarks help to reorient IR around a series of debates which are germane to contemporary international relations: a) the emergence and institutionalization of a core-periphery international order which was first established during the global transformation; b) the ways in which global modernity has served to intensify inter-societal interactions, but also amplify differences between societies; c) the closeness of the relationship between war, industrialization, rational state-building, and standards of civilization; d) the central role played by ideologies of progress in legitimating policies ranging from scientific advances to coercive interventions; and e) the centrality of dynamics of empire and resistance to the formation of contemporary international order. In short, a rearticulation of IR around the dynamics of the global transformation means examination of how industrialization, the rational state, and ideologies of progress generated the configuration within which much of contemporary international relations works, yet which most IR theories do not accommodate.
We do not underestimate the difficulties of turning the IR supertanker to such an agenda. Academic specialization reinforces orthodoxy by encouraging scholars to pursue narrow expertise (itself a product of the 19th century!). The result, however, is that many scholars lose sight of, and perhaps even interest in, wider debates such as those highlighted in this article. Our aim is to contribute to a literature that understands the need to think outside the narrow bandwidth of much contemporary IR and to join the fertile debates taking place in cognate disciplines about the emergence and development of modern international relations. IR’s neglect of the global transformation isolates it from neighboring disciplines for which this story is central. Taking the global transformation more fully on board would reap two major dividends for IR. First, it would enable IR to exploit its comparative advantage of looking at the big picture of this transformation, thereby establishing its place within broader social scientific debates. Second, it would enable IR to develop a clearer view of how the international system has developed as it has and, as a result, a clearer view of where the downstream momentum of the global transformation is taking us.

Barry Buzan and George Lawson

.~`~.

*

I) Emmanuel Todd on Europe - Can the European Union Hold? και II) αναφορές στο έργο του.

$
0
0

.~`~.
I
Η παρακμή της γεωπολιτικής ισχύος των ΗΠΑ αποτελεί τη βασική πρόβλεψη της ανάλυσης του ιστορικού και συμβούλου του γάλλου Προέδρου Ζακ Σιράκ (Jacques Chirac), Emmanuel Todd, στο βιβλίο του Μετά την Αυτοκρατορία (2003) [το οποίο θεωρείται και το λιγότερο σημαντικό και λιγότερο ρηξικέλευθο έργο του]. Το βιβλίο έγινε best seller και σχολιάστηκε πολύ και από τις δυο πλευρές του Ατλαντικού (άλλωστε ο Todd είχε προβλέψει σε μια προηγούμενη μελέτη του που είχε εκδοθεί το 1976 την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης - The Final Fall: An Essay on the Decomposition of the Soviet Sphere). Λέγεται μάλιστα ότι το Μετά την Αυτοκρατορία επηρέασε και την αρνητική στάση της Γαλλίας στην απόφαση της αμερικανικής κυβέρνησης να εισβάλλει στο Ιράκ. Οι ΗΠΑ, υποστηρίζει ο γάλλος διανοούμενος, έχουν παρακμάσει ως οικονομική, στρατιωτική και ιδεολογική δύναμη, και κατά συνέπεια δεν είναι σε θέση να ελέγξουν έναν κόσμο που «έχει γίνει πολύ μεγάλος, πολύ πυκνοκατοικημένος, με λιγότερους αναλφάβητους και περισσότερο δημοκρατικός»... Έτσι η Ουάσινγκτον αναπτύσσει ένα «θεατρικό μιλιταρισμό» που επικεντρώνεται στην ανάπτυξη νέων όπλων και στην επιβολή σε μικρές δυνάμεις (π.χ. Ιράκ, Συρία, Λιβύη, Βόρεια Κορέα κλπ). Ωστόσο αυτό δεν είναι σημάδι ισχύος, αλλά ένδειξη αδυναμίας. Η υποτιθέμενη «αμερικανική αυτοκρατορία», υποστηρίζει ο γάλλος διανοούμενος, «είναι σε κατάσταση αποσύνθεσης»... Η ανάλυση του κλείνει με μια βεβαιότητα: «δεν θα υπάρχει», γράφει, «αμερικανική αυτοκρατορία γύρω στο 2050».
Ωστόσο στην κάτωθι ομιλία του, ο Emmanuel Todd δεν ασχολείται με τις Η.Π.Α αλλά με την παρακμάζουσα «Ευρώπη» και την Γερμανία (όπως γράφει ο ίδιος, «αν θα είχα την επιλογή μεταξύ της γερμανικής ηγεμονίας και της αμερικανικής ηγεμονίας, θα επέλεγα την αμερικανική ηγεμονία χωρίς δισταγμό»). Emmanuel Todd attracted attention in 1976 when he predicted, at 25 years old, the fall of the Soviet Union, based on indicators such as increasing infant mortality rates. In the late 1970s Todd was widely pronounced "anti-communist", just as, following the publication of "After the Empire", he has been attacked as "anti-American" [λόγω της ομιλίας (video) ίσως κάποιοι τον θεωρήσουν "αντι-Γερμανό" - βέβαια όσοι ισχυριστούν κάτι τέτοιο δεν θα γνωρίζουν, για παράδειγμα, πως παλαιότερα είχε προτείνει η Γαλλία να μοιραστεί την μόνιμη θέση της στο Συμβούλιο Ασφαλείας του Ο.Η.Ε με την Γερμανία]. He challenges these labels and describes himself as a historian and anthropologist first, and it was his concern as a historian rather than political passion that motivated him to write After the Empire. In late 2002 he believed that the world was about to repeat the same mistake that it had made in regards to the Soviet Union during the 1970s—misinterpreting an expansion in US military activity as a sign of its increasing power, when in fact this aggression masks a decline.


Can the European Union survive — and should it? Does a united Europe represent the transcendence of the continent's bloody twentieth century, or its continuation by other means? Has a project begun in a spirit of liberty, equality, and fraternity turned authoritarian, hierarchical, and antagonistic? If the union is as bad as its critics claim, why does it remain so popular in many member nations? And what does all of this mean for the United States?
The clip is an excerpt of a panel discussion organised by Harper’s magazine (partial transcript). The panelists were James K. Galbraith, from the University of Texas, Austin; Ulrike Guérot, from the European Council on Foreign Relations; John N. Gray, Emeritus Professor at the London School of Economics; Christiane Lemke, Max Weber Chair in German and European Studies at New York University; and Emmanuel Todd, a social anthropologist at the National Institute of Demographic Studies in Paris (Εδώ όλες οι ομιλίες).
Ο κορμός της ανάρτησης -και η αφορμή γι'αυτήν- είναι το βίντεο. Απλά παρακάτω (II), για όποια και όποιον ενδιαφέρεται, υπάρχουν έξι (6) διαδικτυακες αναφορές από και για τον Emmanuel Todd (το έργο του οποίου είναι σημαντικό). Ο προβληματισμός που εκφράζεται στην ομιλία του είναι γονίμος κυρίως για μια ουσιαστική προσέγγιση των κοινωνικών και πολιτικών εξελίξεων και των βαθύτερων φόβων που αναδύονται στο εσωτερικό της Γαλλίας. Η ανάρτηση, στο πρώτο μέρος της, λοιπόν, αφορά περισσότερο τη Γαλλία παρα την «Ευρώπη» ή το €uro.
Χαρακτηριστικές στιγμές από την ομιλία του:
"The French ruling class are the first responsible for this massive blunder."
"The euro, from a French point of view, is one of the most extraordinary mistake in the history of France"
"I'm just taking the very fact that people think that it is unthinkable to get out of a human creation (euro)... This is basically a religious problem."
"Why no decision can be taken? Why nothing happens in the face of massive cultural, social and economic disasters?"
"France was the great promoter of the euro and now the key element in the system. The day France decides, the game is over. The euro is dead."
"When you think about the euro please in America stop thinking about the euro as an economic problem"
"There 's no link between the demographic map of Europe and the euro"
"Look at the differences in birth rate or fertility rate throughout Europe, you ll see that there is no such thing as Europe"
"I sympathize with the British dilemma... Britain's position is horrible... they 're very close and very dependent in terms of trade from a dying continent... continental Europe is an ageing continent"
"Do you realize that perhaps ten years from now you 'll have more inhabitants in the anglo-american world, the US, Canada, the UK, Australia, New Zealand than in continental Europe... not including the Ukraine and Russia."
"We have this political discourse... We are supposed to imitate Germany, as if the French could become Germans!"
"The truth... is that at the heart of Europe we now have a very impressive national project. The German Project"
"In France, we are not so keen on having the Germans tell us to lose our sovereignty!" (Joke!)
"Good luck to America with the new German problem!"

.~`~.
II
1. Todd applies his family structure analytic model [The eight family systems] to explain why the Euro is doomed to fail. He notes that the French and the Germans, for example, have little in common. He expressly says that the French individualism is much closer to the Anglo-American individualistic culture, distinct from the German authoritarian style. He says that the French elite caused the problem and they cannot admit their mistake or the entire foundation of the French political structure would collapse. The European idea of a union of free and equal states has been destroyed by the Euro, and it is now an economic hierarchy, with the Germans at the top. Further, democracy itself is incompatible with the Euro. Todd notes that the very low birth rates in Europe have a positive benefit: There will be no open or violent conflict to resolve the current political conflicts. Rather, contentious issues are kicked up to the “European level” — which means nothing whatsoever will happen. He sympathizes with the British position. Britain is dependent on a dying content, Europe. “It is committing suicide under German leadership.” But Britain is part of a much larger Anglo-American world, which in ten years, on current trends, will have more people than all of Europe.

2. The French anthropologist-demographer Emmanuel Todd, who is becoming increasingly fashionable in the Anglosphere, is also a scathing critic of the euro. Perhaps the most prominent French critic of the euro, Todd is an anthropologist-demographer who has documented the family structures of the world and their relation to political systems and ideologies. His very best book, L’invention de l’Europe, which has yet to be translated into English, reinterprets the whole of European history in terms of diverse family systems. (See Craig Willy’s masterly summary of the book.)
In an interview in Marianne, Todd compared Germany with China:
But the policy carried out by Germany in Europe, or by China in Asia, shows that globalisation does not, uniquely or even principally, pit the emerging markets against the developed countries. Globalisation leads to confrontation between neighbours. When the Germans conduct a policy of wage reduction in order to lower labour costs, the impact is non-existent on the Chinese economy, but is considerable for its partners in the Euro zone. When the Chinese manipulate the yuan, it’s against Thailand, Indonesia or Brazil, its competitors in low-wage labour. What we notice is a tendency of the emerging markets to fight amongst themselves and the developed countries to exterminate one another industrially, with the objective of being the last to go down with the ship. This mechanism has turned the Euro zone into a trap, with Germany, whose economy is the most powerful, in the role of fox in the henhouse.
The core problem, in Todd’s eyes, is a deep-seated chauvinistic quest across the Rhine for economic hegemony. According to himself, much of Todd’s analysis is a direct implication of his academic work. In Willy’s summary of Todd, the “stem family” that is characteristic of Germany is… «authoritarian and inegalitarian. Several generations may live under one roof, notably the first-born, who will inherit the entirety of property and family headship (and thus perpetuate the family line)».
In L’origine des systèmes familiaux, Todd’s magnum opus (also yet untranslated), the “stem family combines authority and inequality, essential bureaucratic values, and its ideal of continuity was one of the roads toward the modern state”. This implies:
Whether on the left, on the right or in the centre, German ideological forces always end up creating enormous agglomeration machines [“vastes machines intégratrices”]. The mass political parties — SDP, the Centre, NSDAP — are surrounded by a constellation of professional or cultural satellite organisations. Spontaneously, party loyalty produces in Germany vertically integrated “subsocieties” which realise, within the context of modern society and economy, the ideal of the “estates” system of the Ancien Régime. The social-democratic estate of workers, the Christian democratic estate of Catholics, the Nazi order of Protestant middle classes in 1930. [From L’invention de l’Europe, my translation.]
The book which discusses some actual economics is the untranslated L’illusion économique. It argues that globalisation is defined by the interaction of two opposite yet complementary systems of capitalism – the Anglo-American or individualistic capitalism ; and the “integrated” capitalism exemplified by Germany and Japan. (The book also contains a whole chapter bitching about the lack of anthropological perspectives in economic analysis.)
I paraphrase Todd: Anglo-Saxon capitalism is focused on short-term profits and consumption, resulting in, simultaneously, high turnover amongst workers, frequent creative destruction of businesses, a low savings rate and high external deficits. This system requires for its perpetuation the existence of its “double negative”, the “integrated capitalism” of Germany and Japan where
…the true objective of the firm is not the optimisation of profit, the satisfaction of the shareholder, but the conquest of market shares, through the perfection and expansion of production. From an ideological point of view, the producer is king : the attention to technological progress and the training of labour are intensive. You have to excel in quality. The consumer is but a modest subject and one is tempted to assert that the deep logic of the system is to treat consumption as a necessary evil… Germany and Japan are viscerally incapable of consuming the totality of goods produced by their industrial systems. Like Anglo-Saxon capitalism, the Germano-Nippon type is simultaneously coherent and unbalanced. Exports are a condition of survival, which presuppose the existence of its double negative, the capitalism of the importers.

3. One of this blog's constant themes is that Britain is shackled to a corpse: the EU is the only trade bloc on the planet that is not growing economically.
It's important to understand that this decline is not a temporary blip. Although the euro crisis has accelerated Europe's slide, the underlying problem is demographic... However, as Emmanuel Todd explains (in English) in the clip above, these figures gloss over the variations within the EU. Britain and Scandinavia enjoy better demographic prospects than do most Continental countries.
Emmanuel Todd, incidentally, has a pretty good claim to being France's leading anthropologist. Among other things, he has developed the idea that Anglosphere exceptionalism – our peculiar emphasis on liberty and property, our elevation of the individual over the collective – has its roots in different family structures. The family, he avers, is understood in much narrower terms in English-speaking societies (plus Normandy, Scandinavia and the Netherlands). To us, it means parents, children and siblings. Elsewhere, families are considered more than the sum of their individuals, and have a measure of collective personality in law as well as in custom.
In their seminal book America 3.0, James C. Bennett and Michael J. Lotus draw heavily on Todd's researches to explain why free-market capitalism developed in places where families are nuclear and limited. But that's another story. For now, take a couple of minutes to listen to Todd's eminently reasonable analysis.

4. SPIEGEL: Where do you draw the boundary of the West?
Todd: In fact, only Great Britain, France and the United States, in that historic order, constitute the core of the West. But not Germany.

SPIEGEL: Are you serious?
Todd: Oh, it's fun to provoke a representative of "the German news magazine." What I'm saying is that Germany contributed nothing to the liberal democratic movement in Europe.

SPIEGEL: What about the Hambach Festival in 1832, the March Revolution in 1848, the national assembly in St. Paul's Church in Frankfurt, the 1918 November Revolution, the establishment of the Federal Republic of Germany in 1949, (former Chancellor Konrad) Adenauer's integration with the West and the opening of the Berlin Wall in November 1989 brought about peacefully by the people?
Todd: Okay, the postwar history is all very well and good, but it had to be put into motion by the Western Allies. Everything that happened earlier failed. Authoritarian government systems consistently prevailed, while democratic conditions had already predominated in England, America and France for a long time. Germany produced the two worst totalitarian ideologies of the 20th century. Even the greatest philosophers, like Kant and Hegel, were, unlike David Hume in England or Voltaire in France, not exactly beacons of political liberalism. No, Germany's immense contribution to European cultural history is something completely different.

SPIEGEL: And now you're going to say something nice?
Todd: The Reformation -- and, with it, the strengthening of the individual, supported by his knowledge -- and the spread of reading through the printing press -- that's the German contribution. The fight over the Reformation was waged in a journalistic manner, with pamphlets and flyers. The spread of literacy among the masses was invented in Germany. Prussia, and even the small Catholic states, had a higher literacy rate than France early on. Literacy came to France from the east, that is, from Germany. Germany was a nation of education and a constitutional state long before it became a democracy. But Martin Luther also proved that religious reforms did not by any means require the support of a spirit of liberalism.

SPIEGEL: But Germany's Sonderweg, or "special path," [Η γερμανική «ιδιαίτερη πορεία»] has now come to an end.
Todd: Well, I believe that the Germans still feel a secret and, at the same time, slightly narcissistic fear, as if they sensed that they are not quite part of the West [How Western Is Germany? Russia Crisis Spurs Identity Conflict]. It seems to me that their preferred form of government is the grand coalition, not the abrupt change of power that occurs in France and the Anglo-Saxon countries. Perhaps Germany would rather be like a large Switzerland or a large Sweden, a consensus democracy in which the ideological camps come to resemble one another and the political extended family in the government takes care of everything.

SPIEGEL: What's wrong with that?
Todd: Nothing. The cultural difference between Germany and France shouldn't be buried under avowals of friendship. France is individualistic and egalitarian, at least far more so than Germany, where the tradition of the unequal, authoritarian tribal family still has an impact today, as in the debate over the right maternal image. Perhaps this also explains why Germany, despite its catastrophic birth rate, has so much trouble with immigration, and yet vastly outpaces France with its technical and industrial capabilities.

SPIEGEL: Does that mean that the German-French friendship is merely an illusion?
Todd: No, but the relationship is certainly shaped by an unspoken rivalry. However, if the European Union recognizes its diversity, even its anthropological differences, instead of trying to force everyone into the same mold with the false incantation of a shared European civilization [Γιατί η «Ευρώπη» αποτυγχάνει - μέρος α´.], then Europe will also be able to treat the pluralism of cultures in the world in a reasonable and enlightened way. I'm not sure that the United States can do that.

5. Le Figaro: Would such a crisis be the consequence of Bush Administration policy, which you stigmatize for its paternalistic and social Darwinism aspects? Or would its causes be more structural?
American neo-conservatism is not alone to blame. What seems to me more striking is the way this America that incarnates the absolute opposite of the Soviet Union is on the point of producing the same catastrophe by the opposite route. Communism, in its madness, supposed that society was everything and that the individual was nothing, an ideological basis that caused its own ruin. Today, the United States assures us, with a blind faith as intense as Stalin's, that the individual is everything, that the market is enough and that the state is hateful. The intensity of the ideological fixation is altogether comparable to the Communist delirium. This individualist and inequalitarian posture disorganizes American capacity for action. The real mystery to me is situated there: how can a society renounce common sense and pragmatism to such an extent and enter into such a process of ideological self-destruction? It's a historical aporia to which I have no answer and the problem with which cannot be abstracted from the present administration's policies alone. It's all of American society that seems to be launched into a scorpion policy, a sick system that ends up injecting itself with its own venom. Such behavior is not rational, but it does not all the same contradict the logic of history. The post-war generations have lost acquaintance with the tragic and with the spectacle of self-destroying systems. But the empirical reality of human history is that it is not rational.

6. The question posed in The Explanation of Ideology concerned the spread of modern ideologies across the globe. I set out to explain why communism has come to dominate certain regions, liberalism others, and social democracy yet others; likewise to explain the predominance, elsewhere, of the Catholic Right, or of ideologies that from the European point of view are unclassifiable, such as Muslim fundamentalism, Buddhist socialism or the Indian caste system. In The Explanation of Ideology the analysis of relationships between parents and their children - authoritarian or liberal - and of relationships between brothers - egalitarian or inegalitarian - led to a typology of family types which geographically coincided fairly closely with the mapped distribution of adherence to the great ideologies...
Below are a couple of chunks from the introduction, entitled “democracy and anthropology”, to The Explanation of Ideology, translated into English by David Garrioch.
First, the first few pages of that introduction (pp. 1-6 in my 1985 Blackwell hardback edition):
No theory has so far succeeded in explaining the distribution of political ideologies, systems and forces on our planet. No one knows why certain regions of the world are dominated by liberal doctrines, others by social democracy or Catholicism, by Islam or by the Indian caste system, and others again by concepts which defy classification or description, like Buddhist socialism.
No one knows why communism has triumphed after a revolutionary struggle in Russia, China and Yugoslavia, in Vietnam and Cuba. No one knows why in other places it has failed - sometimes honourably, for in certain countries it plays an important although not dominant role in political life. In France, Italy, Finland and Portugal, in Chile before the coup in 1974, in the Sudan before the elimination of the communists by the army in 1971, and in certain Indian states such as West Bengal or Kerala, communism has a stable electoral position and traditionally enjoys the interest and support of many intellectuals.
In some areas of the world communism has made a brief but conspicuous appearance. In Indonesia it once seemed set for a brilliant future but evaporated after a military take-over and a brutal massacre. In Cambodia, a near neighbour in global terms, its performance was still more striking, rapidly developing to such murderous intensity that it destroyed itself within a very few years. One suspects, however, that these last two examples, spectacular in their power and instability, are not representative of conventional types of communism.
Elsewhere we find that Marxist-Leninist organization, while not entirely absent, is very weak and of almost no political importance: for example, in Japan, Sweden, Germany, Spain and Greece. Throughout much of the world the conquering and would-be universal ideology of the twentieth century has no real influence and is represented only by tiny fringe groups. Communism, which in Russia and China has produced Titans, in the Arab world has given birth to no more than a few martyrs and in the English-speaking world to a number of eccentrics. In most of Latin America - if we exclude Cuba and Chile – in Africa, Thailand, Burma and the Philippines, Marxist-Leninist influence is insignificant.
The history of communism is similar to that of other universal creeds: Buddhism, Christianity, Islam. It has proved rapidly successful in certain societies with which it has a mysterious affinity, only to be stopped after this initial expansion by barriers which remain invisible.

The failure of political science
A simple enumeration, worthy of lonesco, of the regions and countries where communism is strong illustrates the failure of a political science at present largely dominated by utilitarian and materialist ideas. Liberals and Marxists alike now agree on the importance of economic factors in history: the public or private nature of the means of production and exchange, the level of industrial development, the efficiency of agriculture, the numerical importance of different socio-professional groups. But could one hope to find any economic characteristic which was shared by all the regions where Marxism-Leninism is strong: by Finland and Kerala, Vietnam and Cuba, Tuscany and the Chilean province or Arauco, Limousin and West Bengal, Serbia and southern Portugal, or even for that matter by Russia and China before their revolutions?
On the eve of 1917, Russia was overwhelmingly rural but had sufficient agricultural surplus and enough mineral resources to finance rapid industrial growth. China in the first half of the twentieth century was even more strongly rural, but would have had the greatest difficulty in producing any agricultural surplus at all. Even in good years she could hardly feed her population. So sparse was her industrial development that even the most hard-line Marxist would not dare to accord responsibility for the 1949 Revolution to the proletariat of the Celestial Empire. From a Marxist point of view, the China of 1949 differed from the Russia of 1917 in one vital respect: the peasants had a much clearer idea of private property than did their Russian counterparts, among whom a sort of agrarian communism, the periodical redistribution of land according to family size, was widely practised. But this difference does not really help explain these events because it invalidates the most convincing of the ‘economic’ interpretations of communism: that which portrays it as a more modern industrial version of a traditional agricultural system.
For we find Russia and China, entirely different countries, from an economic point of view, plunging with similar enthusiasm into the same political adventure only thirty years apart and with surprisingly similar results. They shared, to begin with, a single characteristic - their rural economy - which explains nothing: in 1848 when Marx called on the workers of the world to break their chains, 95 per cent of the inhabitants of the world were peasants. Ireland, Sweden, Greece, Japan, Thailand, Turkey, Mexico, all nations where communism was to remain weak, were no more developed industrially than Russia or China. The one major exception was Britain, whose working class was to remain impermeable to communist ideology for 200 years.
Theories of class struggle explain nothing. Some working classes are attracted by Marxism-Leninism and others are not. The same applies to the rural population which in some countries is open to communism, in others not. Even normally conservative bourgeois intellectuals in many countries betray the most elementary rules of class warfare and allow themselves to be seduced by Bolshevism.

Social democracy, Islam, Hinduism, and the rest
As the most crucial ideology of the twentieth century, communism has been widely studied. Traditional political science, although unable to explain its appearance in a particular country, has nevertheless managed to give a good description of it, one which also serves to define, negatively but with equal precision, its economic and political antithesis and its world-wide enemy, Anglo-Saxon liberalism. The characteristics of communism are therefore absence of elementary political, religious and economic freedoms; egalitarian subjection of the individual to the state; and a single permanent ruling party. The features of liberalism, on the other hand, are seen to be free exercise of political, economic and religious rights by the individual; abhorrence of the state, which is perceived as an administrative necessity but also as a threat; and rapid changes of the party in power as a result of the workings of an electoral system.
Anything beyond these two poles is heresy. Yet the nations which subscribe to one or other of these ideologies, to liberalism or to communism, account for only 40 per cent of the world’s population. The remaining 60 per cent have not received nearly the same attention from political scientists, and are considered conceptually irrelevant. Their ideologies and political systems are at best treated as imperfect forms, somewhere in between communism and liberalism according to the degree of economic, religious or political authoritarianism. At worst, they appear to social scientists as legal or religious monstrosities, aberrations of the human imagination that cannot be registered on the scale dictated by European political conventions whose linear structure is like a thermometer, capable of measuring only hot or cold, the degree of liberty or of totalitarianism.
Putting together all these misfits, all the ideologies which are neither ‘communist’ nor ‘liberal’, gives another of those comical lists which political science is capable of producing: social democracy, libertarian socialism, Christian democracy, Latin-American, Thai or Indonesian military regimes, the Buddhist socialism of Burma or of Sri Lanka, Japanese parliamentarianism, technically perfect but with the sole flaw of never changing its ruling party, Islamic fundamentalism and socialism, Ethiopian militarist Marxism, and the Indian regime which combines parliamentary and caste systems and whose 700 million subjects have in one swoop been disqualified by ‘modern’ political science.
Social science has found a justification for refusing to fit these exotic systems and ways of thinking into its conceptual framework: is it reasonable to hope to understand them when the principal mystery, that of the liberal/communist conflict, has yet to be resolved? But this argument is easily refuted: it is precisely because of the refusal to look on all political forms – whether European or not - as normal and theoretically significant that communism has never been fully understood, and nor, as a direct result, has its liberal ‘antithesis’.
Furthermore, if we move from a politico-economic definition of ideological systems to a religious one, the opposite of communism is no longer liberalism but the whole group of doctrines which proclaim the existence of a spiritual realm. For communism alone declares that God does not exist and is prepared to impose this belief on humanity. Here the liberal, pluralist systems, tolerant or agnostic on religious questions, are out of the picture. They cannot provide a conceptual framework for the increasingly violent conflict between communism and Islam in Afghanistan, or between communism and the Catholic church in Poland.
Is it, then, too much to allow that the range of political and religious ideologies spread around the world does not divide into two camps, but forms a system with many poles, and that all these poles - communist, liberal, Catholic, social democratic, Hindu, Islamic, Buddhist - are equally normal, legitimate and worthy of analysis?
A satisfactory explanation of communism must also provide the key to other world-wide ideologies. The situation is precisely that which is encountered in the natural sciences: one cannot partly understand the principle of the attractive force of matter, that of the circulation of the blood or of the classification of the elements in chemistry. To take the whole world as the field of study, therefore, is simply to apply to social science the minimum of intellectual rigour which the natural sciences take for granted. Any hypothesis must take all the forms observed into account.
*
Πηγές αναδημοσίευσης:


.~`~.
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική

*
- Το μέλλον της Ε.Ε, η Ανατολική Ευρώπη -η Ουκρανία- και τα Βαλκάνια, ο Huntington, ο Brzezinski και οι πλανητικές πολιτικές των Η.Π.Α. Τα «Ανθρώπινα δικαιώματα», η «σύγκρουση των πολιτισμών» και τα «Ευρασιατικά Βαλκάνια» ως βαλκανοποίηση της υφηλίου και καλλιέργεια της ελεγχόμενης αναρχίας. Η απόρριψη του διλήμματος μεταξύ πυρηνικού ολοκαυτώματος ή πολιτιστικής ανυπαρξίας - προς μιας νέα ιστορική σύνθεση που θα εναντιώνεται στις θεωρίες και τους υπολογισμούς γραφείου-εργαστηρίου.
*
*

Δυτικο(ευρω)κεντρικός επαρχιωτισμός. Ο Αγγλόφωνος κόσμος - μέρος α´.

$
0
0

Δεν γίνονται αγώνες ανάμεσα στα άτομα αυτά καθαυτά και την κοινωνία αυτή καθαυτή, αλλά ανάμεσα σε ομάδες ατόμων μέσα στην κοινωνία, όπου κάθε ομάδα προσπαθεί να προωθήσει μια ευνοϊκή γι'αυτήν κοινωνική πολιτική και να εμποδίσει μια κοινωνική πολιτική που της είναι εχθρική. Ο ατομικισμός, όχι πιά με την έννοια μιας μεγάλης κοινωνικής κίνησης, αλλά μιας πλαστής αντίθεσης ανάμεσα στο άτομο και την κοινωνία, έχει γίνει σήμερα σύνθημα μιας ενδιαφερόμενης ομάδας και, εξαιτίας του στρατευμένου χαρακτήρα του, ένα φράγμα στην κατανόηση μας για το τι συμβαίνει στον κόσμο.
Δεν έχω να πω τίποτα ενάντια στην λατρεία του ατόμου, σαν διαμαρτυρίας ενάντια στη διαστροφή που πραγματεύεται το άτομο σα μέσο και την κοινωνία ή το κράτος σαν τελικό σκοπό. Αλλά δε θα φτάσουμε σε μια πραγματική κατανόηση ούτε του παρελθόντος ούτε του παρόντος, αν δοκιμάσουμε να προχωρήσουμε αποδεχόμενοι την έννοια ενός αφηρημένου ατόμου που βρίσκεται έξω από την κοινωνία...
Δεν είναι περισσότερο δυνατό να επιστρέψουμε σε μια καθυστερημένη ατομική δημοκρατία τύπου Λοκή σε μια φιλελεύθερη θεωρία μερικά πραγματοποιημένη στη Μ. Βρετανία στα μισά του δέκατου ένατου αιώνα, απ'όσο είναι δυνατό να επιστρέψουμε στο άλογο και την άμαξα, ή στον πρωϊμο καπιταλισμό του laissez-faire.

α´
Η μεγάλη περίοδος του δεκάτου πέμπτου και δεκάτου έκτου αιώνα, που στη διάρκεια της συντρίφτηκε ο μεσαιωνικός κόσμος και μπήκαν τα θεμέλια του σύγχρονου κόσμου, σημαδεύτηκε από την ανακάλυψη των νέων ηπείρων και το πέρασμα του παγκόσμιου κέντρου βάρους από τις ακτές της Μεσογείου στον Ατλαντικό [στις μέρες μας από τον Ατλαντικό στον Ειρηνικό]. Κι αυτές ακόμα οι μικρότερες εξεγέρσεις της Γαλλικής Επανάστασης είχαν το γεωγραφικό τους επακόλουθο στην πρόσκληση του Νέου Κόσμου να βοηθήσει στην αποκατάσταση της ισορροπίας στον παλιό. Αλλά οι αλλαγές που έγιναν από την επανάσταση του εικοστού αιώνα είναι πολύ πιο καταλυτικές από ό,τιδήποτε συνέβει από το δέκατο έκτο αιώνα και μετά. Μετά από 400 χρόνια περίπου το κέντρο βάρους του κόσμου μετατοπίστηκε οριστικά από τη Δυτική Ευρώπη [Η ιστορική αμηχανία της δυτ. Ευρώπης.]. Η Δυτική Ευρώπη μαζί με τα εξωευρωπαϊκά τμήματα του Αγγλόφωνου κόσμου έγινε εξάρτημα της βόρειας αμερικανικής ηπείρου ή αν προτιμάτε μια συσσωμάτωση όπου οι Ηνωμένες Πολιτείες χρησιμεύουν και σαν ενεργειακό κέντρο και σαν πύργος ελέγχου. Κι ούτε είναι η μόνη ή ίσως η πιο σημαντική αλλαγή. Πουθενά δεν φαίνεται πως το κέντρο βάρους βρίσκεται τώρα ή θα συνεχίσει να βρίσκεται για καιρό στον Αγγλόφωνο κόσμο με το δυτικό ευρωπαϊκό παράρτημα του [Είπαν ή έγραψαν... για το «ευρασιατικό προγεφύρωμα»]. Φαίνεται πως είναι η μεγάλη έκταση της ανατολικής Ευρώπης και η Ασία με τις προκτάσεις τους στην Αφρική που σήμερα δίνουν τον τόνο στις παγκόσμιες υποθέσεις. Η "Αμετάβλητη Ανατολή"είναι σήμερα ένα εξαιρετικά φθαρμένο κλισέ.
Ας ρίξουμε μια ματιά σ'αυτά που συνέβησαν στον αιώνα μας στην Ασία. Η ιστορία αρχίζει με Αγγλοϊαπωνική συμμαχία του 1902 - η πρώτη αποδοχή μιας ασιατικής χώρας στον επίλεκτο κύκλο των ευρωπαϊκών μεγάλων δυνάμεων [«το 1919, οι φιλελεύθερες δυνάμεις ήταν εκείνες που απέκρουσαν την πρόταση της Ιαπωνίας να συμπεριληφθεί στον καταστατικό χάρτη της Κοινωνίας των Εθνών μια παράγραφος για την ισότητα των φυλών. Ο Αμερικάνικος φιλελευθερισμός συνυπήρχε για χρόνια με τον φυλετικό διαχωρισμό...» Mark Mazower]. Ίσως μπορεί να φανεί σύμπτωση πως η Ιαπωνία σημάδεψε την προώθηση της, προκαλώντας και νικώντας τη Ρωσία και μ'αυτό άναψε την πρώτη σπίθα που ανάφλεξε τη μεγάλη επανάσταση του εικοστού αιώνα.
Οι γαλλικές επαναστάσεις του 1789 και 1848 βρήκαν τους μιμητές τους στην Ευρώπη. Η πρώτη Ρωσική Επανάσταση του 1905 δε βρήκε καμμιά απήχηση στην Ευρώπη, αλλά βρήκε του μιμητές της στην Ασία: στα αμέσως επόμενα χρόνια έγιναν επαναστάσεις στην Περσία, Τουρκία και Κίνα. Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος δεν ήταν ακριβώς παγκόσμιος, αλλά ένας ευρωπαϊκός εμφύλιος πόλεμος - αν παραδεχτούμε πως υπήρχε μια τέτοια οντότητα σαν την Ευρώπη - με παγκόσμιες συνέπειες. Αυτές οι συνέπειες περικλείανε την ώθηση για βιομηχανική ανάπτυξη σε πολλές ασιατικές χώρες, για αντιξενικό αίσθημα στην Κίνα, για έναν ινδικό εθνικισμό και τη γέννηση του αραβικού εθνικισμού.
---------------------------------------------------------------
What we are witnessing in Ukraine today is not so much the revival of the Cold War as the sharp edge of a clash of civilizations in the unfolding post-American era. American-led globalization since the end of the Cold War has led to the convergence of patterns of growth and the spread of technology worldwide, enabling the rise of the emerging economies such as China, Russia, India and Turkey [ξανά εδώ συναντάμε τις προαναφερόμενες χώρες]. But far from creating a flat and homogenous world, this convergence has led to a new divergence because economic strength engenders cultural, political and even military self-assertion. As we are seeing every day from the East China Sea to Syria to Crimea, the American-led West is no longer at the helm of today’s order. Indeed, no one is. Above all, globalization today means an interdependence of plural identities. The first phase of self-reassertion from the rising rest seeks to revive traditional civilizational identities... as a response to both perceived and real humiliation at the hands of the West during its era of global dominance...
This is evident today as a neo-Confucian China ratchets up its military might around East Asia. We see it in neo-Ottoman Turkey. We see it in the revival of Hindu fundamentalism as the elections approach in India. And we see it in these very days as Vladimir Putin takes over Crimea, invoking the right to protect ethnic Russians and their language in the name of a civilizational renaissance of the Orthodox-Slavic world.
To be sure, there are hard interests at stake-gas pipelines and massive revenues. But the nature of this moment of the “twig springing back” is that such interests are inseparable from notions of national cultural revival.
---------------------------------------------------------------
Η ρωσική επανάσταση του 1917 έδωσε ακόμα πιο αποφασιστική ώθηση. Σημαντικό είναι πως οι αρχηγοί της έψαχναν επίμονα μα μάταια για μιμητές στην Ευρώπη και τελικά τους βρήκαν στην Ασία. Αυτή τη φορά η Ευρώπη είχε γίνει "αμετάβλητη"και η Ασία βρισκόταν σε κίνηση... Το αλλαγμένο σχήμα του κόσμου, που ήταν αποτέλεσμα αυτών των περιστατικών, συνεπέφερε μια σχετική [τότε] κάμψη στο βάρος σίγουρα αυτής της χώρας και ίσως ολόκληρου του Αγγλόφωνου κόσμου στις παγκόσμιες υποθέσεις. Αλλά μια σχετική παρακμή δεν είναι απόλυτα παρακμή κι αυτό που με ενοχλεί και με τρομάζει δεν είναι ο ρυθμός της προόδου στην Ασία και την Αφρική αλλά η τάση των κυρίαρχων ομάδων, σ'αυτή τη χώρα, και ίσως κι αλλού, να κλείνουν τα μάτια ή να υποκρίνονται πως δεν καταλαβαίνουν αυτές τις εξελίξεις, η τάση να υιοθετούν απέναντι τους μια στάση που αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στη δύσπιστη περιφρόνηση και στην εύκολη υπεροψία...

β´
Στα τελευταία σαράντα χρόνια παραχωρήσαμε ένα ουσιαστικό μέρος του κύκλου μαθημάτων μας στην ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών. Αυτό αποτελεί σημαντική προώθηση. Φέρνει μαζί του όμως έναν ορισμένο κίνδυνο: ο τοπικιστικός χαρακτήρας της αγγλικής ιστορίας, που βαραίνει κιόλας σα νεκρό χέρι πάνω στο εγκύκλιο πρόγραμμα μας, να ενισχυθεί με τον ακόμα πιο ύπουλο κι εξίσου επικίνδυνο τοπικισμό του Αγγλόφωνου κόσμου. Η ιστορία του Αγγλόφωνου κόσμου στα τελευταία 400 χρόνια υπήρξε αναμφισβήτητα μια μεγάλη ιστορική περίοδος. Να την θεωρήσουμε όμως σαν το κέντρο της παγκόσμιας ιστορίας κι όλες τις άλλες σαν περιφέρεια της είναι μια ατυχής στρέβλωση προοπτικής. Το καθήκον ενός πανεπιστημίου είναι να διορθώσει τέτοιες λαοφιλείς στρεβλώσεις... Είναι σίγουρα σφάλμα να επιτρέπεται σ'έναν υποψήφιο να παίρνει τιμητικό δίπλωμα στην ιστορία από μεγάλο πανεπιστήμιο της χώρας χωρίς απαραίτητη γνώση καμμιάς σύγχρονης γλώσσας εκτός της Αγγλικής. Ας μας γίνει μάθημα ό,τι συνεβει στην Οξφόρδη με την παλιά και σεβαστή σχολή της φιλοσοφίας όταν οι διδάσκοντες έφτασαν στο συμπέρασμα πως θα προχωρούσαν μια χαρά με απλά καθημερινά αγγλικά...
Ένας υποψήφιος που γνωρίζει κάπως τα πράγματα της Ασίας, της Αφρικής ή της Λατινικής Αμερικής, έχει προς το παρόν πολύ περιορισμένες ευκαιρίες να τα εκθέσει σ'ένα χαρτί κάτω από το μεγαλοπρεπές λοφίο του 19ου αιώνα: "Η επέκταση της Ευρώπης". Δυστυχώς ο τίτλος προσδιορίζει το περιεχόμενο: ο υποψήφιος δεν είναι υποχρεωμένος να ξέρει τίποτα, ακόμα και για χώρες με σημαντική και καλά τεκμηριωμένη ιστορία όπως η Κίνα ή η Περσία, εκτός απ'ό,τι συνέβει την εποχή που προσπάθησαν να τις κατακτήσουν οι Ευρωπαίοι. Μου είπαν πως σε αυτό το πανεπιστήμιο παραδίδονται μαθήματα για την ιστορία της Ρωσίας και της Περσίας και της Κίνας - όχι όμως από μέλη του κλάδου της ιστορίας. Η πεποίθηση που εκφράστηκε από τον καθηγητή Κινέζικων στην εναρκτήρια παράδοση του πριν πέντε χρόνια, πως "η Κίνα δεν μπορεί να θεωρείται σαν έξω από το κύριο τμήμα της ιστορίας"δε βρήκε καμμιά ανταπόκριση στους ιστορικούς του Καίμπριτζ [(i) Δυτικο(ευρω)κεντρικός επαρχιωτισμός (και Κίνα). Μια σύντομη εισαγωγική αναφορά (ii) Άκουσε ο Κομφούκιος να λένε: Περί εθνικής ή διεθνούς προπαγάνδας - εθνικού συμφέροντος και οικουμενικού καλού]. Το ιστορικό έργο που πιθανόν να θεωρείται στο μέλλον σαν το μεγαλύτερο που γράφτηκε τα τελευταία χρόνια στο Καίμπριτζ, γράφτηκε ολοκληρωτικά από άλλο τμήμα και όχι από το τμήμα της ιστορίας και χωρίς τη βοήθεια του. Αναφέρομαι στο βιβλίο του δρ. Νήντχαμ Επιστήμη και Πολιτισμός της Κίνας.
Είναι μια νηφάλια σκέψη. Δε θα έπρεπε να είχα εκθέσει αυτές τις εσωτερικές πληγές, αλλά πιστεύω στο γεγονός πως είναι τυπικές για τους περισσότερους βρετανούς διανοούμενους... Το φθαρμένο παλιό πείραγμα του βικτωριανού νησιωτισμού "Θύελλες στο κανάλι - η Ήπειρος απομονωμένη"βρίσκει σήμερα ένα δυσάρεστο τοπικιστικό πεδίο. Για μια ακόμα φορά ξεσηκώνονται θύελλες πέρα στον κόσμο. Και ενώ εμείς, οι Αγγλόφωνες χώρες συγκεντρωνόμαστε και μονολογούμε σε καθημερινά Αγγλικά πως οι άλλες χώρες και ήπειροι είναι απομονωμένες με την παράξενη συμπεριφορά τους από τα ευεργετήματα και τις ευλογίες του πολιτισμού μας, μου φαίνεται μερικές φορές πως εμείς οι ίδιοι απομονωνόμαστε, με την ανικανότητα μας ή την έλλειψη θέλησης να καταλάβουμε, ό,τι πραγματικά συμβαίνει στον κόσμο.
Δεν είναι πάντως το αδυνάτισμα της πίστης στη λογική ανάμεσα στους διανοούμενους και στους πιστούς πολιτικούς διανοητές του αγγλόφωνου κόσμου που με ανησυχεί περισσότερο, αλλά η απώλεια της διεισδυτικής αίσθησης ενός κόσμου σε συνεχή κίνηση... Όταν οι πολιτικοί και οικονομικοί Βραχμάνοι μας αναλώνονται σε προδιαγραφές, δεν έχουν τίποτα άλλο να μας προσφέρουν από την προειδοποίηση να δυσπιστούμε στις ριζοσπαστικές και μακρόπνοες ιδέες, να αποφεύγουμε ό,τιδήποτε μυρίζει επανάσταση και να προχωρούμε - αν πρέπει - όσο μπορούμε αργά και προσεκτικά.
Σε μια στιγμή που ο κόσμος αλλάζει το σχήμα του πιο γρήγορα και πιο ριζικά από κάθε άλλη φορά στα τελευταία 400 χρόνια, αυτό το βρίσκω σκέτη τύφλωση που κάνει βάσιμο το φόβο, όχι πως μπορεί να σταματήσει η παγκόσμια κίνηση, αλλά πως αυτή η χώρα - και ίσως και άλλες αγγλόφωνες χώρες - μπορεί να μείνει πίσω... και να γλυστρήσει άβουλα και αδιαμαρτύρητα σε κάποιο νοσταλγικό βαλτότοπο.

Τι είναι η Ιστορία;
1961


.~`~.
Και ο Κομφούκιος αποκρίθηκε...

Άκουσε ο Κομφούκιος να λένε:

Σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα θα έχουμε στην κατοχή και την εξουσία μας ολόκληρο το δυτικό κόσμο. Φαίνεται να είναι κάποιο σχέδιο της θείας Πρόνοιας να εξαφανίσει τα άλλα έθνη και να μεγαλώσει και να ισχυροποιήσει το δικό μας. Υπάρχει σπουδαίος λόγος να πιστέψουμε ότι ο Θεός θα μεταφέρει την αυτοκρατορία του κόσμου από την Ευρώπη στην Αμερική. Αυτή είναι η τελευταία μεγάλη αυτοκρατορία που σκοπεύει να δημιουργήσει, πριν τα βασίλεια του κόσμου απορροφηθούν στο βασίλειο του Χριστού.
Emmons Nathaniel
(Gos never forsakes his people, σ. 179-180. In volume 5 of Works, Evols, Boston, Gongregational Board of Publication, 1862)

Υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι αυτή η φυλή, αν δεν απολέσει την ζωντάνια της από το αλκοόλ και τον καπνό, είναι προορισμένη να εξουσιάσει πιο αδύναμες φυλές, να αφομοιώσει άλλες και να χειραγωγήσει, να πλάσει τις υπόλοιπες, μέχρις ότου, με κάθε αληθινή και σημαντική έννοια, θα έχει αγγλοσαξονοποιησειτην ανθρωπότητα; Ήδη η αγγλική γλώσσαεμπλέη θρησκευτικών ιδεών, έχοντας συγκεντρώσει τις καλύτερες σκέψεις όλων των εποχών, είναι ο καλύτερος πράκτορας του χριστιανικού πολιτισμού σε όλο τον κόσμο. Αυτή τη στιγμή επηρεάζει τα πεπρωμένα και διαμορφώνει το χαρακτήρα της μισής ανθρωπότητας.
Josiah Strong
(Our Country, ed. Jurgen Herbst, 1891, reprint, Cambridge, Belknap Press of University Harvard Press, 1963)

Εμείς οι Αμερικανοί είμαστε εκκεντρικοί εκλεκτοί άνθρωποι -το Ισραήλ της εποχής μας. Εμείς μεταφέρουμε την κιβωτό των ελευθεριών στην ανθρωπότητα. Ο Θεός προκαθόρισε και η ανθρωπότητα περιμένει σπουδαία πράγματα από τη φυλή μας...
Μ'εμάς, σχεδόν για πρώτη φορά στην ιστορία της γης, ο εθνικός εγωισμός είναι φιλανθρωπία χωρίς όρια'όταν κάνουμε κάτι καλό για την Αμερική, ευεργετούμε όλη την ανθρωπότητα.
Herman Melville
(White-Jacket or The World in a Man-of-War, 1850, reprint, Oxford University Press)

Και ο Κομφούκιος αποκρίθηκε:

Όταν το Τίποτα προσποιείται το Πάν,
το Κενό προσποιείται το Πλήρες,
η Ένδεια προσποιείται την Ευμάρεια,
δύσκολο να υπάρξει άνθρωπος με σταθερότητα.


.~`~.
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική


A Note on Civilizations and Economies.

$
0
0

.~`~.
A Note on Civilizations and Economies
Richard Swedberg
Cornell University, NY, USA
Richard Swedberg's Research Page
Cornell University, NY, USA
. European Journal of Social Theory 13(1): 15–30. Copyright © 2010 Sage Publications: Los Angeles, London, New Delhi, Singapore and Washington DC.

Abstract
This article approaches the topic of civilizations and economies through a discussion of two key texts that appeared during the first wave of interest among social scientists for the phenomenon of civilization: ‘Note on the Notion of Civilization’ ([1913] 1998) by Emile Durkheim and Marcel Mauss, and ‘Author’s Introduction’ ([1920a] 1930) by Max Weber. Durkheim and Mauss were of the opinion that civilizations have their own, unique form of existence that is very difficult to understand and theorize. Civilizations, they nonetheless suggest, are marked off by symbolic boundaries and consist of elements that are hard for political authorities to control, including money,commerce, techniques and tools. Max Weber’s most important attempt to struggle with the idea of civilization, can be found in his portrait of Western civilization in ‘Author’s Introduction’. Weber, as is well known, suggests in this writing that Western civilization is characterized by a ‘specific and peculiar rationalism’ – and he devotes a large part of the text to a portrait of modern rational capitalism. This type of capitalism, we conclude, is consequently civilizational in nature. Its emergence, as Weber also shows elsewhere, cannot be explained by referring to some special group or nation. The two works by Weber and Durkheim and Mauss, the article concludes, allow us to better understand civilizations as distinct social-cultural configurations and also to approach their economic dimension. Both works emphasize the fact that one needs to use an interdisciplinary as well as a comparative approach to undertake a civilizational as well as a civilizational-economic analysis.

In recent years the notion of civilization has attracted quite a bit of attention, in the media as well as among scholars. This is largely due to the work of Samuel Huntington, author of The Clash of Civilizations and the Remaking of World Order(1996; see also 1993). There is also the important work on civilizations by S.N. Eisenstadt, the recipient in 2006 of the prestigious Holberg International Memorial Prize (e.g. Eisenstadt, 2000, 2001). At the center of the work of Huntington is a concern with the reemergence of Islam on the international political scene; and his concept of civilization is primarily informed by an attempt to understand political-religious conflicts. Eisenstadt similarly views civilizationas closely related to the phenomenon of religion, although he casts it primarily in ontological and not in political terms.
In order to address the theme of economy and civilization –the central topic of this note – one may therefore want to rely on the writings of some other authors than Huntington and Eisenstadt. The ones I have chosen are two articles by Max Weber and Emile Durkheim and Marcel Mauss. What these works have in common is that they constitute the foundational texts when it comes to the useof civilization as a social science concept. As I hope to show, they also allow us to start a fruitful discussion of the role of the economy in civilizations.
The texts of Weber and Durkheim and Mauss were produced at a time when the concept of civilization was for the first time attracting serious attention among social scientists; this is what makes them foundational. The first article, co-authored by Emile Durkheim and Marcel Mauss, is entitled ‘Note on the Notion of Civilization’ ([1913] 1998). The second article is from a few years later: Max Weber’s, ‘Author’s Introduction’ ([1920a] 1930).
These two texts, to repeat, constitute the first wave of important social science writings on the concept of civilizations. They are both very brief and even fragmentary in nature. They by no means ‘solve’ the problem of civilization. But, asI shall try to show, they are very suggestive. They are first of all united in a belief that civilization represents an important phenomenon as well as one that is hard to theorize. They further hint at the existence of a number of interesting social mechanisms at work in civilizations. The two texts, as I shall try to show, provide a theoretically sound foundation from which to proceed.

Emile Durkheim and Marcel Mauss, ‘Note on the Notion of Civilization
Little is known about the background to Durkheim and Mauss’s joint note about civilization, except that it appeared in Durkheim’s journal, l’Année Sociologique in 1913. It would seem that the inspiration for the text mainly came from Durkheim since Mauss’s later writings on civilization pursue somewhat different ideas.
The following should be added so the reader is able to situate ‘Note on the Notion of Civilization’. First, Durkheim often referred to national society as well as international society in his writings; and he saw the two as logically connected. National societies developed first in human history, but one day they would be replaced by an international society (e.g. Durkheim, 1915). Civilizations did not fit this linear evolution and were awkwardly situated in between the two. Civilizations, in brief, represented something of a challenge to Durkheim and his view of the evolution of society. They should not exist; and it was not all that clear what they were.
The second point to bear in mind when one looks at Durkheim’s concept of civilization has to do with his general theory of social phenomena. Durkheim was convinced that social phenomena are deeply mysterious and that the social scientist can only understand them through laborious and ingenious research.The social scientist typically has to rely on ‘social facts’ in the form of signs and indices (say, suicide rates) and from these reconstruct the contours of some social phenomenon.
The ‘Note on the Notion of Civilization’ is only five pages long and does not contain a definition of what a civilization is. This would seem to indicate that its value for the discussion of civilizations – including their economic element –is minimal. This, however, is not the case. Instead, as I shall try to show, ‘Note on the Notion of Civilization’ contains a number of fertile ideas that can be further developed. These either explicitly touch on, or can easily be related to,questions about the role of economic factors in civilizations.
Durkheim and Mauss make four major points in their note. The first has to do with the argument that civilizations differ from states, nations and other political formations. While the latter have ‘political boundaries’, civilizations have‘symbolic boundaries’ (Durkheim and Mauss, [1913] 1998: 153; emphasis added).
Second, while there is a difference between political societies and civilizations,this does not rule out interaction or interpenetration between the two. For one thing, civilizations typically include several or many political societies. A political society such as the nation state may also try to make use of a civilization for itsown purposes. ‘Without doubt’, as Durkheim and Mauss phrase it, ‘every civilization is susceptible to nationalization’ (Durkheim and Mauss, [1913] 1998; 153;emphasis added). This does not mean, however, that a civilization and some nation state can become one. ‘[A civilization] may assume particular characteristics with each people of each state; but its most essential elements are not the product ofthe state or of the people alone’ (Durkheim and Mauss, [1913] 1998: 153).
This point leads to the next and most important one in the Durkheim and Mauss note, namely that a civilization constitutes its very own and unique type of social formation. It constitutes a formation that differs from all other social groups, not only from political societies but, to repeat, from all groups (sociétés).Civilizations, the authors suggest, are ‘less clearly defined groupings, which do have individuality and are the seat of a new sort of social life’ (Durkheim and Mauss,[1913] 1998: 153).
The term ‘grouping’ is not to be found in the original French but is an invention of the translator, Benjamin Nelson, a sociologist who also happens to be an expert on civilizations. It is nonetheless an apt term since civilizations, according to Durkheim and Mauss, are not like other groups or societies; they ‘have their own unity and form of existence’ (p.153).
And this unity and form of existence are very hard to capture. The authors suggest at one point that civilizations constitute ‘a kind of moral milieux’ (p.153). Given the authors’ view of morality, this means that there exists some kind of moral-cognitive glue that holds civilizations together. They also say twice that civilizations can be described as ‘interdependent systems’ (systémes solidaires). Civilizations, to cite the fullest of these two statements, are ‘complex and inter-dependent systems, which without being limited to a determinate political organism are, however, localizable in time and space’ (p.152).
The authors, to repeat, do not provide the reader with a full definition of what a civilization is; and the quote about complex and interdependent systems is as close as they get. But even if Durkheim and Mauss fail to come up with a definition, they do provide some tantalizing hints of what constitutes a civilization.These are mainly related to the symbolic boundaries that were mentioned earlier,and which in their turn grew out of the authors’ attempt to differentiate civilizations (with symbolic boundaries) from political societies (with political boundaries).
Political societies consist of social phenomena that can be directly controlled,the authors argue, such as political and legal institutions. Civilizations, in contrast,seem to be related to phenomena that cannot be controlled in this fashion. The authors write:
Not all social phenomena are equally apt to internationalize themselves. Political institutions, juridical institutions, the phenomena of social morphology constitute part of the specific character of each people. On the other hand, the myths, tales, money,commerce, fine arts, techniques, tools, language, words, scientific knowledge, literary forms and ideas – all these travel and are borrowed. In short, they result from a process involving more than a determinate society. (p.153)
Finally, Durkheim and Mauss also argue that civilizational research has its own methodological demands. The study of civilizations, they emphasize, has to be interdisciplinary and comparative. Three sciences are explicitly mentioned as important to civilizational analysis: sociology, history and ethnography.
The authors insist that sociology is absolutely central to civilizational analysis and that its task is to address ‘more general questions’ (p.154). History and ethnography, in contrast, deal with ‘preliminary tasks’: ‘to map [the] areas of civilization and to link diverse civilizations to their fundamental source’. As to the type of method that should be used in a civilizational analysis, Durkheim and Mauss mention one only: ‘It is a matter of arriving at causes and laws by means of methodical comparison.’
The main points that Durkheim and Mauss make may not seem much in themselves, but if one takes a closer look at them, they turn out to be useful starting points for a discussion of our three key questions: what constitutes a civilization?; what role do economic elements play in civilizations?; and how are this type of issues to be studied? The discussion below aims to illustrate this fecundity.
One may begin with Durkheim and Mauss’s idea that a civilization has symbolic boundaries, while political societies have political ones. A civilization typically covers a number of political societies; and a civilization can presumably also cross the area of a political society, say a vast empire. Since symbolic boundaries lack a political staff to enforce them (in contrast to political boundaries), a civilization can easily be invaded by a political society. The flip side of this is that a civilization may in its turn easily spread to or invade a political society since it can bypass conventional defense lines.
While the notion of symbolic boundaries has some obvious consequences for political affairs, how about economic affairs? Economic ideals or usages should in principle be able to bypass political boundaries as easily as, say, religious ideals and usages. But there may also be a limit to the travels of economic ideals and usages. Recall that Durkheim and Mauss argue that political and legal institutions are immobile and typically limited to the area that is controlled by a political society. Some crucial aspects of economic life – such as property and economic legislation more generally – are equally dependent on, and therefore limited to,political society.
Durkheim and Mauss’s point that political societies may attempt to ‘nationalize’ a civilization can similarly be developed in a number of directions. The reason for wanting to nationalize a civilization in the first place may be that a country and its ruler may want to acquire some of the prestige that comes from being closely associated with a certain civilization. If, say, Sweden decides thatits church should be Christian, this may strengthen the defense of the country since appeals can now be made to the Christian faith of its citizens. This represents one of several advantages of having a state church.
Nationalizing a civilization can, in brief, be useful for the ruler of a political society. But according to Durkheim and Mauss, there is more to the story than this. A civilization can by definition not be kept within the borders of a political society; it always slips away. To nationalize, say, Christianity only goes so far since it is a religion that is universal in nature.
It is, on the one hand, clear that a civilization can be expanded through the activities of a political state. But even if a civilization comes to cover a larger area in this way, it can never be totally controlled by a political society. Its boundaries, once more, are symbolic and not political. This results in an interesting dynamic that can be called ‘the civilizational dilemma’: a civilization can be used by a political society – but it ultimately eludes its control.
The most important part of Durkheim and Mauss’s analysis of civilizations is their suggestion that a civilization has its very own and elusive identity. They do not, as earlier mentioned, try to give a definition of a civilization except to emphasize that it is not locked into one carefully guarded area along the lines of a political society. Instead they point to the fact that certain elements cannot be locked into place; they also hint that these are central to the phenomenon of civilizations.
Durkheim and Mauss do not spell out exactly how these elements constitute a civilization, so on this point we may want to add to their analysis. Let us begin by looking at their list of items that cannot be kept within the boundaries of apolitical society. They are the following:
• myths
• tales
• money
• commerce
• fine arts
• techniques
• tools
• language
• words
• scientific knowledge
• literary forms and ideas.
The first thing to notice is that this is a bit of a rag tag collection. If we try to sort the various items into categories, however, the list begins to make more sense. The key categories now become:
1. Religion (myths, tales)
2. Economy (money, commerce, tools, techniques)
3. Language (words)
4. Art (fine arts, literary forms and ideas)
5. Science (scientific knowledge)
These five elements, I would argue, give a hint of the basic building blocks that together make up a civilization for Mauss and Durkheim. Note also what they do not consider to be part of a civilization, namely political and legal institutions. For the moment, then, let us assume that what Durkheim and Mauss regard as a civilization is a special configuration of elements that belong to the areas of religion, economy, language, art and science.
We can also look at the individual items in the list of Durkheim and Mauss and see where this leads us. The items that relate to the economy are the following: techniques, tools, money and commerce. Techniques and tools are closely related phenomena. They are also interesting for our purposes because they are not directly tied to the legal-institutional part of political society. One may speculate whether they indicate a deeper level of the economy than the legal-political structure – a civilizational level? We speak, for example, of the Iron Age and the Bronze Age, and mean by this that the tools that were used during these periods were made of a certain metal.
What then about money and commerce?; how are these related to civilizational analysis? Again, they have supposedly a tendency to escape from political society. Money, as we know from Gresham’s Law, if nothing else, travels its own ways, driven by individual interest. And commerce makes people leave their political society and seek out actors and profit in other societies. Capitalism, as we know, has a tendency to expand; and here we have two mechanisms through which this takes place.
Maybe one could call the various items on the Durkheim and Mauss’s list‘civilizational carriers’. One might also push the analysis further than Durkheimand Mauss by arguing that certain groups of people act as ‘exporters’ and others as ‘importers’ of civilizations through their economic and other activities.Merchants are an obvious example of people who are both exporters andimporters of civilization. Explorers, travelers and migrant workers are some other groups. Certain groups may also see it as their task to blockthe import or exportof civilizational elements.
The list of Durkheim and Mauss also provides us with some hints about the method to be used in a civilizational analysis. If art, language and science are part of the civilizational phenomenon, the analyst has to have recourse to expertise in these areas. Art historians, linguists and historians of science will be needed.And to analyze the economic elements of a civilization, you not only need experts on economic theory, but also other experts with other types of economic expertise, such as economic geographers, economic anthropologists, economic sociologists and economic historians.

Max Weber, ‘Author’s Introduction’
When Max Weber’s work on civilization is discussed, the focus is usually on his studies of the so-called world religions. Weber began work on this type of religion in the early 1910s; and his studies are known in English as The Religion of China, Ancient Judaism, and The Religion of India (Weber, [1920d] 1951, [1921a] 1952,[1921b] 1958). Three important essays are also part of this project, which Weber referred to as The Economic Ethics of the World Religions (see Weber, [1920a]1930, [1920b] 1946, [1920c] 1946).
The problem with equating Weber’s work on civilizations with what he had to say about world religions is that this project had been constructed with a very particular problem in mind, namely to investigate the role of major religions in the emergence of modern rational capitalism. The Protestant Ethic and the Spirit of Capitalism(1904–1905) was viewed by Weber as the first installment in this project, while The Religion of India and so on continued the query.
It is true that some interesting concepts and ideas that are helpful to civilizational analysis can be found in the volumes that resulted from this project. There is, for one thing, Weber’s idea that the basic vision and diffusion of each world religion is associated with the activities of certain social groups – what Weber calls carriers. In the case of Christianity, for example, the carriers were itinerant artisan journeymen; and in the case of Buddhism, mendicant monks (see Weber,[1920b] 1946: 268–699, [1921–1922] 1978: 468–518). There is also Weber’s notion of economic ethic or the fact that economic activities are always evaluated,in religions as well as in society more generally. Most religions, for example, put a positive value on charity and a negative value on profit-making as a major goal in life. Similarly, economic activities in a civilization are always evaluated; and one may perhaps speak of a civilizational economic ethic.
Still, there exists only one single writing in all of Weber’s production that directly addresses the issue of civilizational analysis, and that is his introduction from 1920 to the writings that make up The Economic Ethics of the World Religions. This is the famous ‘Author’s Introduction’.2This article is a little less than twenty pages long and delivers its complex argument at a fast pace. Weber starts out by saying that the type of analysis he will be engaging in represents a form of ‘universal history of culture’ (Weber,[1920a] 1930: 23). Another term for this genre is ‘cultural history’ (p.24). The term ‘culture’ (Kultur), as used here, means more or less the same as ‘civilization’ (Zivilisation), a term that Weber rarely used in his work. The translators of‘Author’s Introduction’ also agree that what Weber had in mind in this essay is civilization (e.g. Weber, [1920a] 1930, 2002a, 2002b).
‘Author’s Introduction’ is centered around a famous portrait of Western civilization. It starts in the following way:
A product of modern European civilization (Kulturwelt), studying any problem of universal history, is bound to ask himself to what combination of circumstances the fact should be attributed that in Western civilization (Okzident), and in Western civilization only, cultural phenomena have appeared which (as we would like to think)lie in a line of development having universal significance and value. (Weber, [1920a]1930: 13)
As this quote makes clear, there is some very special quality to Western civilization, according to Weber, that makes it seem ‘universal’ [Δυτικοευρωκεντρισμός]. By this, Weber presumably means that Western civilization is seen as a model for other civilizations to follow. What accounts for this universality is especially one item, namely ‘the specific and peculiar rationalism [Rationalismus] of Western culture’ (p.26).
The first part of ‘Author’s Introduction’ is devoted to a presentation of the different elements or spheres (Sphären) in Western civilization that all have under-gone the process of rationalization. There is, for one thing, science; and Weber mentions, among other things, the rationalization that astronomy, mathematics and chemistry have undergone. He also refers to the rationalization of art, politics and religion. All of these topics – science, art, politics and religion – are quickly touched on in four pages, followed by a section more than twice as long on the role of the economy in Western civilization. What Weber calls ‘modern rational capitalism’ has only appeared in the West, and it constitutes ‘the most fateful force in our modern life’ (pp.17, 25).
It deserves to be mentioned that the nine pages devoted to capitalism in ‘Author’s Introduction’ constitute the longest and fullest discussion of this topic that can be found in Weber’s work. He suggests that there exist three types of capitalism: modern rational capitalism, political capitalism and adventurers’ capitalism. The latter two have existed far back in history and in all parts of the world,while the former is relatively young and has only emerged in the West. While the latter two can co-exist with traditional economies and with traditional types of rulers, this is not the case with modern rational capitalism which is also very dynamic in nature.
Modern rational capitalism is defined by Weber as follows: ‘the pursuit of profit, and forever renewed profit, by means of continuous, rational, capitalistic enterprise’ (p.17). By the term ‘rational’, Weber means that this type of capitalism is methodical and systematic in nature. Greed is not its essence nor its moving force:
It should be taught in the kindergarten of cultural history that this naïve idea of capitalism must be given up once and for all. Unlimited greed for gain is not in the least identical with capitalism, and is still less its spirit. Capitalism may even be identical with restraint, or at least a rational tempering, of this irrational impulse [greed]. (p.17)
What characterizes modern rational capitalism is a small number of key institutional features. First, there has to be a rational organization of (formally) free labor. This means that huge parts of the population must gain their livelihood exclusively by working for capitalists. Second, there is the rational capitalist firm. Its distinguishing features are that it is separate from the household and that it makes use of rational book-keeping. Third, there are some complementary rational institutions that have developed in the West, without which rational capitalism could not exist. These are the legal system and the political system.
One obvious concern of the student of Western civilization, according to Weber, is why this particular type of rationality has only developed in Europe and not elsewhere in the world. One can, for example, find capitalist interests in India and China, Weber says, but ‘why did not the scientific, artistic, the political, or the economic development there enter upon that path of rationalization which is peculiar to the Occident?’ (p.25).
This last concern points to the fact that the student of civilization has to make use of the comparative method, something that Weber also explicitly states. He adds that the student of civilizations in addition needs to draw on the work of many different specialists, such as sinologists, indologists, anthropologists and more. ‘Trespassing on other special fields cannot be avoided in comparative [civilizational] work’ (p.29; emphasis added). That a civilizational analysis has to draw on knowledge from so many different fields, Weber also points out, makes it extra brittle. ‘[Analyses of civilizations] are destined to be superseded in a much more important sense than this can be said, as it can be, of all scientific work’(p.28).
So much for the content of Weber’s article. Just like Durkheim and Mauss’s ‘Note’, it is clear that ‘Author’s Introduction’ contains a number of ideas that can be further developed. While Weber does not explicitly state what the elements (or spheres) of a civilization are, one can nonetheless make an educated guess about his answer, based on the discussion in ‘Author’s Introduction’. A civilization, more precisely, is made up of five types of elements: religion, politics, the economy,art and science. There may also be some extra element that is common to thesefive elements. In any case, what characterizes Western civilization is, to repeat, a ‘specific and peculiar rationalism’.
What role does the element of the economy play in a civilization, according to Weber? Since Weber only discusses Western civilization and not civilizations in general, it is not possible to answer this question. We do know, however, that Weber (in retrospect) considered The Protestant Ethic to be part of his study of civilizations; and based on this work we can say that at least in the case of Western civilization, the role of the economic element can vary quite a bit. Before the Reformation, the economy was an important part of Western civilization,but religion had monopoly on the legitimate view of what constituted the goal and meaning of human existence. This changed, as we know, with the Reformation; and from now on it became acceptable and legitimate to view work as well as profit-making as the goal of life.
Very importantly, Weber’s decision to include The Protestant Ethic in his work on civilization provides us with some important clues about the way that he looked at a civilizational analysis of the economy. This study does not discuss the development of a new capitalist spirit in one or several countries but in one civilization: Western civilization. Lutheranism as well as ascetic Protestantism could at the time be found in a number of countries but it did not follow national boundaries.
The central problem in The Protestant Ethic is the emergence of a rational capitalist mentality or spirit in the West. According to Weber – and this represents an important point from the perspective of this note – we will only be able to analyze this problem if we start with the role that a certain type of religion played in Western civilization. This religion then migrated to the area of the economy, where it helped to spark a new and rational capitalist mentality.
Or to put it differently: a social science that is limited to one type of analysis(say economic history or the history of religion), and to one or several nations (say, England or the Netherlands), will be unable to track and explain this process. In brief, in order to properly understand the emergence of modern rational capitalism you need to make a civilizational analysis.
This represents a strong claim for civilizational analysis. Note that the argument presented here is supported by other and related analyses of capitalism in The Economic Ethics of the World Religions. To understand the operations of modern rational capitalism (not only its emergence as in The Protestant Ethic),you need to draw on a civilizational analysis. The reason for this, according to Weber, is that capitalism is not only an economic phenomenon but also a political, legal and cultural phenomenon. We can see this, for example, from its need for a certain type of state, legal system and culture.
Weber presented his analysis of modern rational capitalism during the years1900–1920, and much has of course happened since then. Nonetheless, his analysis seems as relevant today. Can economic development – to generalize Weber’s argument – only be understood through a civilizational analysis, that is,through a type of analysis that not only takes economic factors into account but also politics, law and culture (and probably also art and science)?
Weber, as we know, did not live to spell out his ideas about civilizations in detail. In the famous Chapter 1 of Economy and Society, called ‘Basic Sociological Terms’ (1921–1922), he presents the reader with definitions of all the key categories in sociology – but not ‘civilization’. He starts with ‘social action’ and then proceeds to higher and more complex forms: from ‘social relationship’ over ‘order’ and ‘organization’ to ‘the state’ and ‘the church’. A question one may ask is therefore the following: what would Weber’s definition of civilization have looked like, if he had decided to include one in Economy and Society?
Even if this question may seem a bit artificial, the answer is fairly straight-forward. The reason for this is that Economy and Society provides the reader with a number of theoretical building blocks that can be used to construct new concepts.The key concept to be used in this particular case, I suggest, is ‘order’ (Ordnung)– which Weber defines as obligatory or exemplary ways of acting to which actors orient their actions. Orders have a certain continuity to them; sanctions are also connected to them, and these come into play if the actors deviate from the prescribed ways of acting.
A civilization, from this perspective, may be defined as follows: A civilization is a cultural order, to which actors orient themselves and which consists of economic,religious, political, artistic and scientific elements. By being oriented to the order,the actions of the actors are provided with a general meaning. The task of the analyst can be summarized as follows (and I paraphrase Weber): he or she has to causally explain the course and consequences of the particular type of social action that is informed by the civilizational order. By consequences are meant intended as well as unintended results.
Before leaving the argument in ‘Author’s Introduction’, something also needs to be said about one particularly difficult and intriguing aspect of Weber’s argument. It has to do with Weber’s emphasis on the ‘specific and peculiar type of rationalism’ that is characteristic of Western civilization. It is this rationalism, to recall, that according to Weber invests Western civilization with ‘universal significance and value’. While Weber’s way of expressing himself on this point is not very clear, a likely interpretation of this statement is that the rationalism of Western civilization makes it exemplary and seen as worth imitating by people in other civilizations.
Weber’s idea about the exemplary nature of Western civilization is interesting; and it is clear, for example, that the Western type of civilization is today spreading all over the world. This includes, among other things, Western modes of politics (e.g. the idea of democracy) as well as Western modes of legal thought (e.g.antimonopoly legislation and bankruptcy legislation). Quite a bit of globalization,including economic globalization, can be understood as the spread of what Weber terms Western civilization.
Note also the interesting twist to Weber’s argument, namely that rationalization does not only represent the most efficient way of doing something but the most efficient way of doing something to which a certain value is attached. Weber is perfectly clear that rationality and rationalization do not only involve means but also ends – in this case, Western ends. Referring to the fields of the economy,politics, religion and so on, he writes: ‘Each one of these fields may be rationalized in terms of very different ultimate values and ends, and what is rational from one point of view may well be irrational from another’ (Weber, [1920a] 1930: 26).
The fact that what is ‘rational’ constitutes a mixture of efficiency and values is helpful in understanding both the spread of Western civilization and the resistance to it. Precisely because of its value component, Western civilization invites some of its adherents to spread it (‘it is the best way to do things’), and some people to oppose it (‘we prefer our own values’). Some people, to use the terminology introduced earlier, become in this way exporters of Western civilization,some importers, while others construct obstacles to its spread.

Conclusion
By now I hope to have shown that the two articles by Durkheim-Mauss and Weber allow us to approach the subject of civilization and economy in a fruitful manner. The topic is demanding, but it also yields in interesting ways when analyzed by seminal social scientists such as Weber, Durkheim and Mauss. Most importantly, ‘Note on the Notion of Civilization’ and ‘Author’s Introduction’ both provide a foundation, on which to build an analysis of civilization and economy, and some suggestions for how to proceed in methodological terms.
There exist some similarities and differences as well as complementarities between the approach of Weber, on the one hand, and that of Durkheim and Mauss, on the other. As to similarities, both Weber and Durkheim and Mauss suggest that the economy is an integral part of every civilization. Both assign a place to trade and commerce; Durkheim and Mauss also point to the role played by various material factors, such as tools and techniques.
Weber, however, is the one who proceeds the furthest by arguing that certain economic phenomena can only be properly understood and analyzed with the help of a civilizational type of analysis. Modern rational capitalism is not a national or a local creation but a civilizational creation, he suggests, more precisely,a product of Western civilization.
Weber’s reasoning on this point raises the question if certain key problems in economic development should not similarly be approached as civilizational problems, with all that this entails. One especially wonders if a multitude of interacting forces are not at work when a huge country or a whole continent – say, China or the United States, South America or Europe – either take off or do not take off. I would say that the argument for using a civilizational analysis in this case is strong enough to be taken seriously.
Weber, on the one hand, and Durkheim and Mauss, on the other, also argue that civilizational analysis has to be comparative as well as interdisciplinary. It has to be comparative because knowledge of a civilization can only be acquired by confronting it with other civilizations. And it has to be interdisciplinary,because civilizational analysis draws on topics that are handled by different disciplines in the modern university. One may of course argue that the academic division of labor today is much too advanced and much too artificial. But civilizational analysis is so broad that unless there is no division of labor, there has to be co-operation – or ‘trespassing’, as Weber put it – between different experts.
To analyze civilizations and economies, you also need a very broad concept of economics. Mainstream economics with its traditional focus on microeconomics is not enough, nor are the attempts of ‘economic imperialism’. One also needs the support of many other experts who all deal with some special aspect of the economy: economic historians, economic sociologists, economic geographers, economic psychologists and economic anthropologists. To this, one can add members of neighboring disciplines who are especially interested in the link between their own discipline and the economy, such as legal scholars who specialize in economics, political scientists with an interest in political economy,and so on.
There also exist some differences between the views on civilization that one can find in Weber and Durkheim-Mauss. While they agree that the core of a civilization consists of a small number of interrelated elements, the ones that they single out are not totally identical. This becomes clear if we enumerate them in Table 1.


While Weber and Durkheim and Mauss agree that the economy is an integral part of a civilization, they disagree when it comes to politics and language. The reason why Durkheim and Mauss do not include politics has to do with their argument that political society differs from a civilization mainly through its political and legal institutions. Weber would presumably have agreed with this,so why does he include politics? The reason is that he is not talking about concrete political and legal institutions, as Durkheim and Mauss do, but about political-legal models– general ways of doing things that transcend national and political boundaries.
What about language; why does not Weber include language in his analysis of civilization? This is more intriguing than why Durkheim and Mauss do not include politics in theirs. Weber, it appears, was not very interested in language,something that becomes clear if one quickly surveys his work.6For an anthropologist such as Mauss, it was of course different; and also Durkheim spent several years working closely with anthropological literature. In any case, it would seem that language is central to cultural and civilizational concerns, and that it should be included on the list of the components that make up a civilization.
That this is the case also becomes clear if one starts to scrutinize various economic phenomena. While there is an obvious material dimension to economic phenomena – from tools and other parts of production to the need of the human body to be sheltered and fed – these also have a meaning structure. If language involves communication between people, and communication presupposes shared meaning, it is clear that language is an integral part of economic acts. Money, for example, has a very distinct meaning structure – and so do acts of exchange, firms, and so on.
As has just been mentioned, there exist similarities as well as differences between the ideas about civilization and economy that can be found in ‘Note on the Notion of Civilization’ and ‘Author’s Introduction’. Are there complementarities as well? Most importantly of all, are there complementarities that point to some novel and interesting idea – beyond what Weber and Durkheim and Mauss say individually?
One complementarity, I would argue, is that while Durkheim and Mauss ask questions about the boundaries of civilizations, Weber looks at their core.Durkheim and Mauss hint that it is by focusing on the boundaries, on the fact that certain elements so easily slip through political boundaries and establish their own symbolic boundaries, that we may get a handle on the phenomenon of civilization. Durkheim and Mauss say, on the other hand, very little about the content of civilizations. Weber, in contrast, is much more interested in the core of a civilization, as indicated by his fascination with the element of rationality in Western civilization, but he pays little attention to boundaries.
My sense is that Durkheim and Mauss and Weber nicely complement each other on this point. The former are much more sensitive than Weber to the fact that a civilization is an elusive phenomenon and hard to grasp; but they push this view, it seems, even to the point of forgetting about its main content or at least to theorizing about it. Weber is just the opposite. He is obsessed with the content of Western civilization; and he pays little attention to its boundaries.
If we were, so to speak, to add Durkheim and Mauss to Weber in the particular case of Western civilization, we may get a bit closer to the truth. This type of civilization is indeed centered around rationality and reason, as to its content,but is nonetheless like all civilizations cast in a social-cultural form that follows its own laws – and these have little to do with the way that reason and rationality have developed in the West.
This may also be true for the element of the economy and what Weber terms modern rational capitalism. On a series of points, it is clear that this type of capitalism represents a very efficient and dynamic way of organizing the economy.But if it is also civilizational in nature (part of a civilization), as Weber believed,it will ultimately also follow a set of other laws than those that economics so far has tried to establish.
By now the reader will hopefully agree that the two fragmentary writings that have been presented and discussed in this note are valuable in several respects.First and foremost, they allow us to construct a strong conceptual foundation in our attempt to deal with the topic of civilization and economy. A civilization,they suggest, can be defined as a cultural order, with symbolic boundaries, to which individuals orient their actions. The economy is part of this order and can be described as exemplary and obligatory ways of acting when it comes to people’s livelihood.
But the writings of Durkheim and Mauss and Weber also have another quality,which is perhaps even more important. This is that they allow us to ask new questions about the economy, questions that come from confronting the topic of the economy with that of civilization. Civilizations, they suggest, follow their very own laws; and these must be taken into account since they affect the economy in a number of ways. Is it for example enough with knowledge about national economies or does this type of knowledge have to be complemented with knowledge also about civilizational economies? Is modern capitalism a very advanced form of capitalism – or just a very advanced form of Western capitalism? Is economic globalization a single force – or rather the conflux of various economic forces, including civilizational ones?

Richard Swedberg


Η αποικιοκρατία δεν είναι τίποτα άλλο παρά η κατεξοχήν κατάκλυση ενός πολιτισμού από έναν άλλον.
Οι ηττημένοι σκύβουν πάντα το κεφάλι εμπρός στον ισχυρό. Αλλά, εφόσον υπάρχει σύγκρουση πολιτισμών η υπόταγη είναι μόνο προσωρινή. Αυτές οι μακρές περιόδοι αναγκαστικής συνύπαρξης δεν είναι δυνατές χωρίς αμοιβαίες υποχωρήσεις ή συνεννοήσεις, χωρίς ουσιώδη και καμιά φορά γόνιμα πολιτισμικά δάνεια.
Που δεν υπερβαίνουν όμως ποτέ ένα όριο.

Όλοι οι πολιτικοί τρόποι σκέψης, είτε αυτοί είναι «σοσιαλιστικοί» είτε «σοσιαλδημοκρατικοί» είτε «φιλελεύθεροι» είτε οτιδήποτε άλλο, καταλήγουν από κοινού, ότι μόνο με «κοινωνικά μέτρα» μπορεί κάτι τι ν'αλλάξη, και θεωρούν κάθε πρόβλημα ως υπόθεση της πολιτικής του «μικρού χώρου» (εσωτερική πολιτική). Αυτός είναι ο λόγος που όλοι οι κλάδοι σήμερα των λεγομένων «θεωρητικών επιστημών» (της Φιλοσοφίας και της Ιστορίας συμπεριλαμβανομένων) έχουν λίγο ή πολύ τον χαρακτήρα της «Κοινωνιολογίας». Προέκυψε έτσι ένας «διανοουμενίστικος ρατσισμός», από τον οποίον έπεται επίσης και κάθε άλλος. Σε όλους τους εν λόγω κλάδους, οι οποίοι κυριαρχούμενοι από τις ιδέες του A. Comte, δια του Hegel, Μαρξ, E. Durkheim μέχρι του Γκομπινώ (με τις «γραμμικές» του αντιλήψεις για τον εκφυλισμό των μεσογειακών λαών!!!) παραμένουν πάντα στο «πως» του μικρού χώρου, ουδέποτε αμφισβητείται ο μικρός αυτός χώρος και κάθε τι άλλο έξω απ'αυτόν φαίνεται αναγκαίο...
...το ιδεολογικό μηχάνημα του δυτικού κόσμου συνεχίζει να δουλεύη με τα ίδια πάντα επαναλαμβανόμενα νοήματα και τις ίδιες πάντα συνειδητές παραποιήσεις. Από τη μια μεριά η «δημοκρατία», η «ελευθερία» και η χειραφέτηση που οδηγούν στην «ανάπτυξη», από την άλλη ο «δεσποτισμός» και η «ανελευθερία» που οδηγούν στην «καθυστέρηση». Τόσο απλά θέλησε τα πράγματα ο Μάξ Βέμπερ - ο οποίος μίλησε με την ίδια βεβαιότητα για πράγματα που ήξερε και γι'αυτά που δεν ήξερε - και τόσο απλά προσφέρονται πάντα. Αλλά όταν ο κόσμος αλλάζη και οι ιδεολογίες δεν αλλάζουν, καλό οπωσδήποτε δεν είναι... Οι διχοτομήσεις αυτές μεταξύ «καθυστερήσεως» και «προόδου» σκοπό βέβαια έχουν να μεταφέρουν στην μέση κοινή συνείδηση την αντίληψη, ότι αιτία καθυστερήσεως των «καθυστερημένων» είναι αποκλειστικώς οι ίδιοι και ότι το «Διεθνές Δίκαιο» δεν έχει άλλον σκοπό ειμή την διάδοση της «δημοκρατίας» ανα τον κόσμο. Τον προηγούμενο αιώνα τον ρόλο της «δημοκρατίας» τον έπαιζε η «αποστολή του εκπολιτισμού»...
Επί δύο συνεπώς αιώνες τα πράγματα παραμένουν ιδεολογικώς τα ίδια, παρά την σωρεία παραδειγμάτων που αναφέραμε και αποδεικνύουν πλήρως ότι οι ιδεολογικές αυτές κατασκευές είναι τελείως αναντίστοιχες προς την υφιστάμενη εξέλιξη του κόσμου...
Όχι οι πρώτες ύλες (οι οποίες -μόνες- κανέναν ρόλο δεν ήταν δυνατόν να παίζουν για τις εσωτερικές οικονομίες των χωρών που τις είχαν...), αλλά η συρρίκνωση των άλλων πολιτισμών υπήρξε η προϋπόθεση συγκεντρώσεως του κεφαλαίου της βιομηχανικής παραγωγής... είναι η συρρίκνωση των άλλων πολιτισμών που οδήγησε στην επίτευξη της «πρόοδου». Η περί «προόδου» φιλοσοφία είχε εκ γενετής αντικείμενο τους άλλους πολιτισμούς... Το ίδιάζον όμως με την «φιλοσοφία της προόδου», είναι ότι δεν θέλει ερωτήματα περί της σημασίας της. Και γι αύτο αναγνωρίζει κάθε άλλον πολιτισμό ώς εχθρό της... Πριν οι πολιτισμοί επολεμούσαν ως παρακείμενες ιδεολογίες. Με την αποικιοκρατία ανεκηρύχθησαν σε «εχθρούς», απλώς και μόνον επειδή υπήρχαν. Ιδεολογικός φορέας αυτής της ανακήρυξης οι ρατσιστικές θεωρίες της δυτικής Ευρώπης (του «εκπολιτισμού» κατ'άλλους λόγους)...
...σύμπασα η ανθρωπότης οδεύει επί ευθείας γραμμής εν είδει σιδηροδρόμου, στον οποίον κάποιοι μπροστά είναι οι μηχανοδηγοί, όλοι δε οι άλλοι ακολουθούν ως βαγόνια από πίσω. Εγγενής στην άποψη αυτή περι πολιτισμού είναι η αντίληψη ότι οι πολιτισμοί «ανεβοκατεβαίνουν», έρχονται και παρέρχονται ως είδος επισκεπτών. Είναι μια αντίληψη αυτονόητη, εφ'όσον εκκινεί κανείς από την επιδίωξη να δείξει ότι υπάρχει «ένας και μόνο» πολιτισμός. Ο «δυτικός» έτσι πολιτισμός αντεπαρατέθη προς όλους τους άλλους, με σκοπό όχι την ερευνητική σύγκριση αλλά απλώς την αγνόηση τους...
Η δυτική Ευρώπη - υπό τον ιδεολογικό μανδύα του λιμπεραλισμού - αποτελεί το μοναδικό παράδειγμα πολιτισμού στην ιστορία που βρέθηκε με κολοσσιαία μέσα διαδόσεως και δεν κατόρθωσε να δημιουργήσει ενα πολιτιστικό αποτέλεσμα έστω και διάρκειας δεκαετιών. Η σχέση της με όλους τους άλλους πολιτισμούς υπήρξε σχέση αντιθέσεως και μόνο - πράγμα φυσικό, εφ'όσον κανείς πιστεύει, μέσα σε μια γραμμική περί ιστορίας αντίληψη, ότι ο δικός του πολιτισμός αποτελεί το τελευταίο στάδιο της «εξέλιξης» και οι άλλοι, εκόντες άκοντες, δεν έχουν παρά να το μιμηθούν και να το ακολουθήσουν. Επόμενο συνεπώς είναι όλες οι «κατανοήσεις» των άλλων πολιτισμών να καταλήγουν ως συμπέρασμα στο ίδιο το σημείο αφετηρίας: ότι όλος ο κόσμος οδεύει επί ευθείας γραμμής. Στις εμφάνειες του το πράγμα κατάντησε ταυτόσημο με το γεγονός της κυκλοφορίας αυτοκινήτων και με την «ευκολία» των «πολιτικών διαχειρίσεων» του ιμπεριαλισμού... Ο λιμπεραλισμός έτσι, ευρέθηκε στις φιλοσοφικές του προϋποθέσεις μονομάχος εναντίον ολοκλήρου της ανθρωπότητος...

.~`~.
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική

Thanksgiving and Puritan Geopolitics in the Americas.

$
0
0

.~`~.
Πρόλογισμα

Από τα 160 εκατομμύρια αμερικανούς (1955), περισσότερα από τα 2/3 είναι διαμαρτυρόμενοι και σχεδόν τα 9/10 από αυτούς είναι καλβινιστές. Γι'αυτό κυριάρχησε από την αρχή η καλβινιστική ψυχολογία'και η κυριαρχία αυτή συνεχίζεται ακόμα και σήμερα... Δόκιμοι ερευνητές υποστηρίζουν πως αν στην Αμερική, αντί να επικρατήσει ο καλβινισμόςως πνεύμα, επικρατούσε ο λουθηρανισμός, θα ήταν άλλη η ψυχική της σύσταση. Για να την καταλάβουμε όμως είναι ανάγκη να γυρίσουμε πίσω στην εποχή όπου το «Μαιηφλαουερ» αράζει εμπρός σε μια έρημη και άγνωστη ακτή της Νέας Αγγλίας, φέρνοντας εκεί, ταλαιπωρημένους από τους θρησκευτικούς διωγμούς, τους «Πατέρες Προσκυνητές». Είμαστε στα 1620.
Στο αμπάρι του «Μαιηλφλάουερ», στις 11 Νοεμβρίου 1620, είχαν συναχθεί όλοι οι ώριμοι άντρες του καραβιού, κατηφείς, πουριτανοί, μαυροφορεμένοι, κατά τη συνήθεια τους, και ύστερα από μια πολύωρη συζήτηση υπογράψανε το ακόλουθο έγγραφο:
«Εις το όνομα του Θεού. Αμήν. Εμείς οι υπογραφόμενοι πιστοί υπήκοοι του μεγάλου μας Κυρίου Ιακώβου, ελέω Θεού βασιλέως της Μεγάλης Βρετανίας, της Γαλλίας και της Ιρλανδίας και Προμάχου της Πίστεως, έχοντας επιχειρήσει, για τη δόξα του Θεού, την διάδοση της χριστιανικής Πίστεως και το μεγαλείο του Βασιλέως και της πατρίδος μας τούτο το ταξίδι, με τον σκοπό να εγκαταστήσουμε την πρώτη αποικία στα βόρεια μέρη της Βιρτζίνια [Νέα Αγγλία], δυνάμει του παρόντος, ενώπιον του Θεού και ενώπιον αλλήλων, συμφωνούμε να ενωθούμε σε ένα πολιτικό σώμα προς χάρη της ασφάλειας μας και της κοινωνικής τάξεως και για την προαγωγή των σκοπών που πριν αναφέραμε. Δυνάμει αυτής της συμφωνίας θα θεσπίζουμε, από καιρό σε καιρό, νόμους και θα λαμβάνουμε τις γενικές αποφάσεις που θα κρίνονται ωφέλιμες και πρόσφορες για το γενικό καλό της αποικίας. Εις πίστωσιν των ανωτέρω υπογράφουμε με τα ονόματα μας εδώ στο Καιηπ Κοδ την 11 Νοεμβρίου, βασιλεύοντος του κυρίου Ιακώβου του 18ου, Βασιλέως της Μεγάλης Βρετανίας, της Γαλλίας και της Ιρλανδίας και του 54ου της Σκωτίας. Στο έτος του Κυρίου 1620.»
The painting "Desembarco de los Puritanos en America," or "The Arrival of the Pilgrims in America," by Antonio Gisbert shows Puritans landing in America in 1620. By Antonio Gisbert (1834-1902) [Public domain], via Wikimedia Commons
Τούτο είναι το περίφημο «Σύμφωνο του Μαιηφλάουερ» που θεωρείται το ορόσημο από το οποίο αρχίζει η αμερικανική ιστορία. Με το σύμφωνο αυτό δημιουργείται μια νέα κοινωνία ανθρώπων. Είναι ένα τυπικό παράδειγμα γραπτού κοινωνικού συμβολαίου, όπως αργότερα το σκέφθηκε ο Ρουσσώ. Δεν δημιουργούνταν βέβαια ακόμα ούτε ένα καινούργιο κράτος ούτε ένα έθνος, αλλά μια κοινωνία.
Είναι η εποχή που μέσα στον χίλια χρόνια κλειστό και πειθαρχημένο κόσμο του ρωμαιοκαθολικισμού παρουσιάζονται, η μια μετά την άλλη, φυγόκεντρες διασπαστικές ροπές. Από αυτές όμως δύο κυρίως αύξησαν περισσότερο, ρίζωσαν και διατήρησαν τη μεγάλη του επιρροή ως τα σήμερα'εκείνη που εξαπολύθηκε από τον Λούθηρο μέσα στον γερμανικό κυρίως κόσμο και εκείνη που εξαπολύθηκε στον Καλβίνο στο δυτικότερο μέρος της ηπειρωτικής Ευρώπης και στη Μεγάλη Βρετανία.

.~`~.
Thanksgiving and Puritan Geopolitics in the Americas

Summary
The first winter took many of the English at Plymouth. By fall 1621, only 53 remained of the 132 who had arrived on the Mayflower. But those who had survived brought in a harvest. And so, in keeping with tradition, the governor called the living 53 together for a three-day harvest feast, joined by more than 90 locals from the Wampanoag tribe. The meal was a moment to recognize the English plantation's small step toward stability and, hopefully, profit. This was no small thing. A first, deadly year was common. Getting through it was an accomplishment. England's successful colony of Virginia had had a massive death toll — of the 8,000 arrivals between 1607 and 1625, only 15 percent lived.
But still the English came to North America and still government and business leaders supported them. This was not without reason. In the 17th century, Europe was in upheaval and England's place in it unsure. Moreover, England was going through a period of internal instability that would culminate in the unthinkable — civil war in 1642 and regicide in 1649. England's colonies were born from this situation, and the colonies of Plymouth, Massachusetts Bay and the little-known colony of Providence Island in the Caribbean were part of a broader Puritan geopolitical strategy to solve England's problems.

Analysis
Throughout the first half of the 17th century, England was wracked by internal divisions that would lead to civil war in 1642. Religion was a huge part of this. The dispute was over the direction of the Church of England. Some factions favored "high" church practices that involved elaborate ritual. The Puritans, by contrast, wanted to clear the national religion of what they considered Catholic traces. This religious crisis compounded a political crisis at the highest levels of government, pitting Parliament against the monarchy.
By the beginning of the 17th century, England had undergone centralizing reforms that gave the king and his Parliament unrestricted power to make laws. Balance was needed. The king had the power to call Parliament into session and dismiss it. Parliament had the power to grant him vital funds needed for war or to pay down debt. However, Parliament had powerful Puritan factions that sought not only to advance their sectarian cause but also to advance the power of Parliament beyond its constraints. Kings James I and his son Charles I, for their part, sought to gain an unrestrained hold on power that would enable them to make decisive strategic choices abroad. They relied, internally and externally, on Catholics, crypto-Catholics and high church advocates — exacerbating the displeasure of Parliament.
Both kings continually fought with Parliament over funding for the monarchy's debt and for new ventures. Both dissolved Parliament several times; Charles ultimately did so for a full 11 years beginning in 1629.


Spain was England's major strategic problem on the Continent. Protestant England saw itself as under constant threat from the Catholic powers in Europe. This led to problems when the people came to see their leaders, James I and his son Charles, as insufficiently hostile to Spain and insufficiently committed to the Protestant cause on the Continent. In order to stop mounting debt, shortly after taking power James made the unpopular move of ending a war with Spain that England had been waging alongside the Netherlands since 1585. In 1618, the Thirty Years' War broke out in the German states — a war that, in part, pitted Protestants against Catholics and spread throughout Central Europe. James did not wish to become involved in the war. In 1620, the Catholic Holy Roman Emperor Ferdinand II, a relative of Spain's King Philip III, pushed Frederick V, the Protestant son-in-law of England's King James, out of his lands in Bohemia, and Spain attacked Frederick in his other lands in the Rhineland. The English monarchy called for a defense of Frederick but was unwilling to commit to significant military action to aid him.
Puritan factions in Parliament, however, wanted England to strike at Spain directly by attacking Spanish shipments from the Americas, which could have paid for itself in captured goods. To make matters worse, from 1614 to 1623, James I pursued an unpopular plan to marry his son Charles to the Catholic daughter of Philip III of Spain — a plan called the "Spanish Match." Instead, Charles I ended up marrying the Catholic daughter of the king of France in 1625. This contributed to the impression that James and Charles were too friendly with Spain and Catholicism, or even were secret Catholics. Many Puritans and other zealous promoters of the Protestant cause began to feel that they had to look outside of the English government to further their cause.
Amid this complex constellation of Continental powers and England's own internal incoherence, a group of Puritan leaders in Parliament, who would later play a pivotal role in the English Civil War, focused on the geopolitical factors that were troubling England. Issues of finance and Spanish power were at the core. A group of them struck on the idea of establishing a set of Puritan colonial ventures in the Americas that would simultaneously serve to unseat Spain from her colonial empire and enrich England, tipping the geopolitical balance. In this they were continuing Elizabeth I's strategy of 1585, when she started a privateer war in the Atlantic and Caribbean to capture Spanish treasure ships bound from the Americas. Plymouth and Massachusetts Bay were part of this early vision, but they were both far too remote to challenge the Spanish, and the group believed that the area's climate precluded it from being a source of vast wealth from cash crops. New England, however, was safe from Spanish aggression and could serve as a suitable starting point for a colonial push into the heart of Spanish territory.

The Effects of Spanish Colonization
Spain's 1492 voyage to the Americas and subsequent colonization had changed Europe indelibly by the 17th century. It had complicated each nation's efforts to achieve a favorable balance of power. As the vanguard of settlement in the New World, Spain and Portugal were the clear winners. From their mines, especially the Spanish silver mine in Potosi, American precious metals began to flow into their government coffers in significant amounts beginning in 1520, with a major uptick after 1550. Traditionally a resource-poor and fragmented nation, Spain now had a reliable revenue source to pursue its global ambitions.


This new economic power added to Spain's already advantageous position. At a time when England, France and the Netherlands were internally divided between opposing sectarian groups, Spain was solidly Catholic. As a result of its unity, Spain's elites generally pursued a more coherent foreign policy. Moreover, Spain had ties across the Continent. Charles V was both king of Spain and Holy Roman emperor, making him the most powerful man of his era. He abdicated in 1556, two years before his death, and divided his territories among his heirs. His son, Philip II of Spain, and Charles' brother, Ferdinand I, inherited the divided dominions and retained their ties to each other, giving them power throughout the Continent and territory surrounding France.
Despite having no successful colonies until the beginning of the 17th century, England did see some major benefits from the discovery of the Americas. The addition of the Western Atlantic to Europe's map and the influx of trade goods from that direction fundamentally altered trade routes in Europe, shifting them from their previous intense focus on the Baltic Sea and the Mediterranean to encompass an ocean on which England held a unique strategic position. The nearby Netherlands — recently free from Spain — enjoyed a similar position and, along with England, took a major new role in shipping. By the middle of the 17th century, the Dutch had a merchant fleet as large as all others combined in Europe and were competing for lands in the New World. Sweden, another major European naval power, also held a few possessions in North America and the Caribbean. (This led to curious events such as "New Sweden," a colony located along the Delaware River, falling under Dutch control in the 1650s and becoming part of the "New Netherlands.")

England's Drive Into the New World
In spite of its gains in maritime commerce, England was still far behind Spain and Portugal in the Americas. The Iberian nations had established a strong hold on South America, Central America and the southern portions of North America, including the Caribbean. Much of North America, however, remained relatively untouched. It did not possess the proven mineral wealth of the south but it had a wealth of natural capital — fisheries, timber, furs and expanses of fertile soil.
However, much of the population of the Americas was in a band in central Mexico, meaning that the vast pools of labor available to the Spanish and Portuguese were not present elsewhere in North America. Instead, England and other colonial powers would need to bring their own labor. They were at a demographic advantage in this regard. Since the 16th century, the Continent's population had exploded. The British Isles and Northwest Europe grew the most, with England expanding from 2.6 million in 1500 to around 5.6 million by 1650. By contrast, the eastern woodlands of North America in 1600 had around 200,000 inhabitants — the population of London. Recent catastrophic epidemics brought by seasonal European fishermen and traders further decimated the population, especially that of New England. The disaster directly benefited Plymouth, which was built on the site of the deserted town of Patuxet and used native cleared and cultivated land.


After its founding in 1620, Plymouth was alone in New England for a decade and struggled to become profitable. It was the first foothold, however, for a great Puritan push into the region. In time, this push would subsume the tiny separatist colony within the larger sphere of the Massachusetts Bay Colony. This new colony's numbers were much higher: The first wave in 1630 brought 700 English settlers to Salem, and by 1640 there were 11,000 living in the region.
Plymouth and Massachusetts Bay were different from nearby Virginia. Virginia was initially solely a business venture, and its colonists provided the manpower. New England, by contrast, was a settler society of families from the start. Both Plymouth and Massachusetts Bay were started by English Puritans — Christian sectarians critical of the state-run Church of England. Plymouth's settlers were Puritan separatists who wanted no connection to England. Massachusetts Bay's colonists were non-separatist Puritans who believed in reforming the church. For both, creating polities in North America furthered their sectarian political goals. The pilgrims wanted to establish a separate godly society to escape persecution; the Puritans of Salem wanted to establish a beacon that would serve to change England by example. Less known, however, is that the financial backers of the New England colonies had a more ambitious goal of which New England was only the initial phase.
In this plan, Massachusetts was to provide profit to its investors, but it was also to serve as a way station from which they could then send settlers to a small colony they simultaneously founded on Providence Island off the Miskito Coast of modern Nicaragua. This island, now part of Colombia, was in the heart of the Spanish Caribbean and was meant to alter the geopolitics of Central America and bring it under English control. It was in this way that they hoped to solve England's geostrategic problems on the Continent and advance their own political agenda.
Providence was an uninhabited island in an area where the Spanish had not established deep roots. The island was a natural fortress, with a coral reef that made approach difficult and high, craggy rocks that helped in defense. It also had sheltered harbors and pockets of fertile land that could be used for production of food and cash crops.
It would serve, in their mind, as the perfect first foothold for England in the lucrative tropical regions of the Americas, from which it could trade with nearby native polities. In the short run, Providence was a base of operations, but in the long run it was to be a launchpad for an ambitious project to unseat Spain in the Americas and take Central America for England. In keeping with Puritan ideals, Providence was to be the same sort of "godly" society as Massachusetts Bay and Plymouth, just a more profitable one. Providence Island would enable the English to harry Spanish ships, bring in profit to end disputes with the crown and bolster the Protestant position in the Thirty Years' War.
But while Massachusetts Bay would succeed, Providence would fail utterly. Both Massachusetts Bay and Providence Island received their first shipment of Puritan settlers in 1630. Providence was expected to yield immense profits, while Massachusetts was expected to be a tougher venture. Both were difficult, but Providence's constraints proved fatal. The island did not establish a cash crop economy and its attempts to trade with native groups on the mainland were not fruitful.
The island's geopolitical position in Spanish military territory meant that it needed to obsessively focus on security. This proved its downfall. After numerous attacks and several successful raids on Spanish trade on the coast, the investors decided in 1641 to initiate plans to move colonists down from Massachusetts Bay to Providence. Spanish forces received intelligence of this plan and took the island with a massive force, ending England's control.

Puritan Legacies
The 1641 invasion ended English settlement on the island, which subsequently became a Spanish military depot. The Puritans left little legacy there. New England, however, flourished. It became, in time, the nearest replica of English political life outside of the British Isles and a key regional component of the Thirteen Colonies and, later, the United States. It was the center of an agricultural order based on individual farmers and families and later of the United States' early manufacturing power. England sorted out its internal turmoil not by altering its geopolitical position externally — a project that faced serious resource and geographical constraints — but through massive internal upheaval during the English Civil War.
The celebration of the fruits of the Plymouth Colony's brutal first year is the byproduct of England's struggle against Spain on the Continent and in the New World. Thus, the most celebrated meal in America comes with a side of geopolitics.

Πηγή
Stratfor

.~`~.
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική

*

Left and Right: The Great Dichotomy Revisited. Critical Junctures by João Cardoso Rosas and Ana Rita Ferreira.

$
0
0

The classification of ideologies along the left-right continuum is in itself an ideological enterprise
Michael Freeden
*
Left and Right: The Great Dichotomy Revisited, Edited by João Cardoso Rosas and Ana Rita Ferreira This book first published 2013 Cambridge Scholars Publishing 12 Back Chapman Street, Newcastle upon Tyne, NE6 2XX, UK British Library Cataloguing in Publication Data A catalogue record for this book is available from the British Library Copyright © 2013 by João Cardoso Rosas, Ana Rita Ferreira and contributors All rights for this book reserved. ISBN (10): 1-4438-5155-8, ISBN (13): 978-1-4438-5155-8

.~`~.
Left and Right: Critical Junctures
by João Cardoso Rosas and Ana Rita Ferreira

Introduction: a Short History
Anthropology and the Comparative Study of Religions have revealed that, before becoming “political”, the left-right divide was symbolically charged. Perhaps because of the structure of our brain and of the fact that most people are right-handed rather than left-handed, in many cultural contexts the right acquired a positive connotation and the left a negative one.
Often, the right was associated with cleanliness (the right hand performs clean tasks), whereas the left was related with dirtiness (the left hand performs dirty tasks). By the same token, the right was male, whereas the left was female, the right was good and the left was evil, the right was light, whereas the left was darkness. In short: the right was superior and the left inferior.
These connotations are also present in the religions that survived the modern world. Thus, for instance, in Buddhism the path to Paradise is bifurcated, but only the right-hand side leads to Nirvana. In Christianity, the Son is at the right-hand side of the Father and, in the Last Supper, the favourite of the Lord, the apostle John, is seated at His right, not at His left.
Our natural languages bear testimony to the historical and symbolic depth of these meanings. In English, if right means “to be right”, what remains is “what is left”. In French, “droite” means righteousness, whereas “gauche” amounts to clumsiness. In Italian, the “destra” is capable, whereas the “sinistra” is sinister.
The work of J. A. Laponce (1981) was fundamental in exploring these and other symbolic dimensions of the dichotomy, but also showed the political undertones of that duality before modern times. In the Ancien Régime, to be at the right of the king was better than to be at his left. But João Cardoso Rosas and Ana Rita Ferreira 3 other dichotomies, such as high and low, or close and distant, remained more significant than left and right. Laponce illustrates this point with the description of the French Estates General of 1789, just before the left-right dichotomy assumed its political dominance. In the opening session of the Estates General: “The king and his family, located at centre stage, under a monumental canopy, faced the deputies. The king sat on a throne raised on the highest platform. At the foot of the throne stood the king’s family: to the king’s left, the queen and the princesses – the female side of the royal house, which could not inherit the kingdom; to his right, the princes – the group of potential successors. At the foot of the central platform, lower than the princes and princesses who were themselves lower than the king, a long bench and a table accommodated the secretaries of state. The king, his family and his ministers were thus clearly separated from the members of the three estates who stood in rows ordered from right to left. The clergy was on the right side, the nobility on the left. The Third Estate, further removed from the king’s throne than either nobles or clergy, was linked to the two privileged orders.” (Laponce, 1981: 47).
Thus, until the end of the Old Regime, the up/down and the close/far dichotomies were still dominant. Verticality and distance were more significant than horizontal dispositions in the political space. Nevertheless, the left-right divide was already waiting in the wings, as it were, for the occasion to become the most relevant dichotomy in modern politics.
The modern re-invention of the distinction between left and right occurred when the representatives of the Third Estate decide to transform the Estates General into a National Assembly with a view to giving a Constitution to the kingdom, and were then joined by the representatives of the clergy and of the aristocracy. Under this new dispensation, which the king ended up accepting, the seats were no longer determined by rank. In a spontaneous way, the Third Estate together with some aristocrats and the low clergy occupied the seats on the left, whereas most aristocrats and the high clergy sat on the right.
It is clear that the spatial grouping in the French Assemblée Nationale had a practical purpose since the assembly was large and noisy and the deputies wanted to chat and to be close to the colleagues they identified with. But the fact that only a horizontal political space was available after the dissolution of the Estates General is very significant of this major turn in history. Moreover, while the decision about who should be seated on the left and on the right certainly reflected the deeper and historical meanings of left and right mentioned above, it also acquired more substantial content during the discussion of the rights of man and of the future of constitutional rules about the legislative veto of the king.
According to Marcel Gauchet (1992), who offers the most probing analysis of the evolution of this great dichotomy in French politics, it is the attachment to traditional religion and the powers of the king that distinguished the left from the right in a self-conscious way, from as early as 1789 onward. Nevertheless, Gauchet – in line with Laponce – notes that there are not only a right and a left, but also several different sensibilities, both on the left and the right. These different left and right “parties” changed over time, and with the accidents of the Revolution. Laponce believes that the extremes established the dichotomy, drawing a clear distinction between those who loved the king and of the Old Regime, on the one hand, and the partisans of democratic sovereignty and the republic, on the other hand. Gauchet points out that left and right are the product of a ménage à trois, since both need a centre and it is by reference to this centre that left and right are defined.
The clarification of the dichotomy and its internal distinctions occurs only later, during the first decades of the nineteenth century, and particularly within the framework of the Restoration, after 1815. Gauchet stresses the fact that, although the distinction had been established in 1789, its recurrence in popular opinion is a feature of the beginning of the 1820s. At this time, left and right represented the new and the old France, the liberals and the ultra-royalists. Many other configurations arose in the history of modern politics in France, but the memory of the Revolution and, in particular, of the Restoration, remained a strong point of reference for the distinction between left and right.
It goes without saying that the dichotomy extends, after the French example, to virtually all constitutional regimes and democracies in Europe and beyond, in the 19th and 20th centuries. The distinction is everywhere in the realm of democratic politics. Its pervasiveness is, in itself, a challenge to political reflection. One can understand the background and the historical origins of the political distinction, but its universality and resilience raise more questions: Why does democratic politics require a left and a right? Does this dichotomy have a substantive meaning? What does it mean in different empirical contexts? Is the distinction between left and right a useful instrument for the analysis of political ideologies? Finally, does the divide between left and right help to understand the current crisis in Europe? These are some of the issues that the use of left and right in political language poses for philosophers, political theorists and empirically-oriented political scientists. We will now say a bit more about each one of these critical junctures.

1. Left, Right, and Pluralism
Why do constitutional and democratic politics need a left and a right? An answer to this question probably revolves around the idea of pluralism. The acceptance of a pluralism of political outlooks and groups and, furthermore, its protection with the constitutional entrenchment of basic liberties, gives rise to the idea that there are several legitimate paths in politics, not just one. The left-right (and centre) distinction is a form of describing this pluralism.
If so, the political right needs the left, and the left needs the right (and both need the centre). This may be difficult to accept, since the work of politicians consists of explaining why the right is, indeed, right and that the left is wrong; or, conversely, that the left is right and the right is wrong. Understandably, politicians and doctrinaires attempt to occupy all the available political space and to expel their opponents from the playing field. However, without the right there would be no left; and in the absence of the left the right would make no sense.
We suppose this is what Steven Lukes (2003) refers to when he talks about “the principle of parity”. Lukes points out that the political vocabulary of right and left signifies a rejection of “pre-eminence or dominance” (Lukes, 2003: 608), and therefore an overcoming the symbolic and traditional superiority of the right over the left. In the modern “collective representations” of left and right “each has equal standing” (Lukes, 2003: 608). This is why many of those who reject the dichotomy are enemies of parity and, concomitantly, of democratic pluralism. They try to dis-identify with right or left and prefer to say “neither right, nor left” because they abhor competitive politics. It is for this reason that authoritarian or totalitarian politicians tend to present themselves as “beyond left and right”. This makes sense because they want to deny the relevance of pluralism, or perhaps to suppress it by force.
Nevertheless, not everyone who uses the language of “neither left nor right” want to deny the principle of parity. Some are defending a centrist view, or some form of middle ground (a third-way, for instance). In this case, they may still endorse the principle of parity. Others may want to un-identify with the left-right dichotomy because their own political camp is in a defensive position. Thus, for instance, in the southern-European states that made a transition from a right-wing authoritarian regime to democracy, when people say they are “neither left nor right”, this means they are “in the right”. By contrast, after the transition to democracy in the former communist countries of Eastern Europe, when someone said they were “neither right nor left”, this was because they were on the left. Again, in these cases people may be perfectly happy to accept the principle of parity, but they want to disguise the fact that they belong to one of two main political camps.
Although the connection between the great dichotomy and pluralist politics is unavoidable, it is also clear that left and right oversimplify “really existing” pluralism. It is often remarked – and rightly so – that there is not just one right but several; not just one left but many; not to mention a number of centres (centre-left, centre-right…). The literature on the subject agrees that this simplification plays an important role in pluralist politics. The pulverization of groups and outlooks makes it difficult for ordinary citizens to follow the stream of politics. The simplification provided by the left / right dichotomy therefore has a cognitive usefulness in that it reduces a plurality to a simple and more manageable alternative. In some cases at least, cognitive usefulness may come together with democratic usefulness. When the left is in power democratic citizens know they may turn to the right, and vice-versa. In this way, the dichotomy points to the existence of an alternative and helps to energize the political game. In other circumstances, however, the simplification may trivialize democratic politics, as when citizens end up believing that the alternation in power between left and right makes no significant difference.

2. The Problem of the Substantive Meaning
Thus far, we have highlighted the formal role of the dichotomy in pluralist politics, but have said nothing about the content of the distinction. Is “left and right” just an example of useful or convenient terminology? Has its meaning changed over time and space to the point of becoming meaningless? Or has it retained a core meaning that still applies universally and sheds light on the differences between those on the right and those on the left?
Norberto Bobbio is probably the main contributor to this debate (1999). His writings on the subject appeared in the context of an Italian debate that included scholars such as like Cofrancesco and Galeotti, among many others. However, unlike the work of his opponents and critics, Bobbio’s contribution has become influential beyond the Italian context.
Bobbio’s endeavour is analytic, not normative. He proposes to find a universally accepted criterion to distinguish between right and left. His argument is that the two sides of the dichotomy can be distinguished because of their different attitudes towards the value of “equality”. In a nutshell, the left tends to be more egalitarian than the right, on all occasions and in all contexts. This does not mean that the left is radically egalitarian, or that the right is never egalitarian. For instance, the liberal right may defend equality before the law, which is a form of equality. The left may oppose strict economic egalitarianism – indeed, this is usually the case in most versions of democratic socialism or social democracy – while remaining, by and large, egalitarian. The analytic criterion of “equality” suggests that, in every possible case and context, the left tends to be more egalitarian, and the right less so, but the distinction is a matter of degree rather than absolute or essentialist.
For Bobbio, the left is more egalitarian about the aspects to consider in the substantiation of equality. Take the example of access to healthcare. The right is more restrictive about equal access to healthcare, whereas the left stresses equality of access. This is why the those on the right readily admit that access to healthcare may depend on payments by the users of health services, whereas those on the left are more likely to believe that payment for such services introduces an unacceptable level of inequality.
The left also tends to be more egalitarian about the number of individuals to include in any given “equalizing” policy. For instance, when broadening the franchise is at stake – to, say, women in the past, or immigrants in the present – the left is likely to favour a wider set of criteria for who gets to vote, and the right will have a more restricted view. The left wants to include more people in the sphere of equality (in this case, in reference to political rights), whereas the right is more cautious about the inclusion of those who are outside the existing sphere of equality.
Finally, the left is still more egalitarian in the criteria it uses to defend equality. For example, the idea that “each should receive according to their need” is more egalitarian than the idea that “each should receive according to their merit”. Again, this does not mean that the right can never defend the former idea, or that the left will never uphold the latter. But it does mean that, when confronted with specific instantiations of these principles – for instance, the re-distribution of wealth – the left tends to follow the more and the right the less egalitarian view.
Steven Lukes, whose interest in the subject pre-dates the Italian debate about the substantive content of the distinction between left and right, says that the left is distinguishable from the right because it defends what he calls “the principle of rectification” (Lukes, 2003: 612). This idea is in line with Bobbio’s approach, but adds the point that the left is more, as it were, constructivist than the right. The right accepts the facts of inequality more easily, whereas the left points to them in order to rectify them. The left has developed social theories that unveil different aspects of inequality (in terms of wealth, opportunities, sex and gender, culture, age, etc.) and that focus on policy instruments to rectify them. By contrast, the right tends to criticize the excesses of the left in its project of rectification, often suggesting that they never produce the desired effects, and that they are utopian in the negative sense of the word. The dissatisfaction of the right with the rectification project of the left was captured by Albert Hirschman (1991) in his analysis of the “rhetoric of reaction”. For the right – and using Hirschman’s terminology – the rectification defended by the left is often “futile”, since it fails to produce the aims it wants to achieve. Moreover, the will to rectify the existing social order tends to generate what he calls “perverse effects” and “jeopardizes”. Instead of rectifying inequalities, the left very often ends up producing new inequalities, or, what is more, the demise of liberty.
The Bobbio/Lukes criterion – let us call it this – is not the only candidate for the distinction between left and right. Laponce (1981) favours a distinction based on the difference between atheism and religiosity, for instance. But while this distinction holds in many contexts, it will not in many others since the right may be atheist and the left profoundly religious. Another suggested distinction is between progressivism and conservatism. It is often assumed that the left is always progressive and the right always conservative. But this is certainly not the case. The left in Eastern Europe after the fall of the Berlin Wall was conservative; and the liberal right that defended privatization and de-regulation in the eighties and nineties was progressive when compared with the status quo established by the post-war social-democratic consensus.
Another candidate for the distinction between left and right is the individualism/holism dichotomy. This point emerges in the Italian debate, but it was perhaps better articulated by Louis Dumont (v. Lukes, 2003), in the context of a debate about French national ideology. However, it is not the case that the left is invariably more individualistic and the right more holistic. Although that was the case in some contexts in France, the exact opposite may also happen. The left may be libertarian, but it quite often emphasizes the role of society, social class or social movement over the individual. The right is sometimes holistic, as in some forms of organic conservatism, but it may also be individualistic, to the point of declaring that “there is no such thing as society. There are individual men and women, and there are families” (Margaret Thatcher).
Still another candidate to account for the distinction between left and right is the liberty/authority dichotomy. However, as Bobbio remarks, liberty and authority are good criteria to distinguish between different lefts and different rights, but not between left and right. Accordingly, there are liberal and authoritarian lefts, but also liberal and authoritarian rights. This point is actually represented by the so-called bi-dimensional diagram, which is familiar to us because of the Political Compass test – an issue explored in greater detail below.
To sum up: the Bobbio/Lukes criterion seems quite operative and it is widely used by political theorists, in explicit or implicit forms. This is why many of the authors in this volume use it extensively. However, others may argue that it is too speculative and that it can be accused of essentialism.

3. Empirical Studies
Beyond the realm of Political Theory, empirical studies show that individuals tend to place themselves, parties and politics along a left-right spectrum according to the “equality criterion”. In fact, all around the world there seems to be a recurrent association between the left, egalitarianism and state intervention in society. By contrast, the right is invariably identified with market liberalization and lesser state intervention. This suggests that the empirical distinction between left and right is not far from the Bobbio/Lukes criterion.
First of all, it should be noted that when people are asked about their ideological positioning, they appear to be quite familiar with the lanaguge of left and right. The dichotomy clearly simplifies the complex world of politics (Fuchs and Klingemann, 1990), and an overwhelming majority of individuals has no difficulty defining their position on a spectrum that goes from extreme-left to extreme-right, passing through centre-left and centre-right. Indeed, empirical studies show that citizens employ the left-right dichotomy as the most important tool when they are thinking about politics, taking political positions and deciding about their vote (Knutsen, 1998). This means that “left” and “right” are not overlapped political resources. On the contrary, they still make sense for today’s citizens and, what is more, they structure the political competition – namely the party competition in European countries (Huber and Inglehart, 1995). The left-right dichotomy is still highly relevant in the empirical political world (Mair, 2007).
One could say that the mere fact that people regard these antithetical words as extremely relevant when making political decisions does not mean that they really understand the dichotomy’s substantial content. The left-right self-placement can be an elusive idea. However, empirical studies prove that citizens match their positions on the left-right spectrum with their level of egalitarianism and, concomitantly, their level of support for egalitarian policies. Individuals place themselves on some point along the spectrum in light of so-called socio-economic values. That is to say that those values play one of the most important roles in the identification of individuals as being either left or right – they are more relevant than moral values and post-materialist values in the ideological identification of each individual (Freire, 2006). These socio-economic values are truly connected with the idea of “equality”, since they call for different levels of social and economic equality and different ways to achieve them. So, it is largely one’s concept of equality that underlies one’s ideological self-placements.
Lipset and Rokkan (1970) undertook a historical analysis of modern political conflicts and presented four dichotomies that they claimed structured politics up until the 1970s: centre-periphery, church-state, rural-urban and owners-workers. The latter pairing, they held, was the most important one to understand politics, since social class was the most relevant factor in individuals’ ideological positioning and consequently in their party affiliation and vote. The owners-workers divide counterposed employees (those who work to earn a salary) against employers (those who own the means of production), an opposition that was reflected in the conflict between communist and socialist parties, on the one hand, and liberal and conservative parties, on the other. The former parties constituted the “left”, since they defended social and workers’ rights and state intervention to guarantee wealth redistribution, public social services, better living conditions and a reduction of inequalities. The latter parties made up the “right”, because they focused on the defence of free markets, with as little state intervention as possible, and were reluctant to accept any kind of measures of social or economic equalization (Freire, 2006: 101-102). This theory of historical cleavages – and particularly the social class cleavage – was the main approach to understanding ideological divisions, party systems and political competition in Western democracies until the end of 20th century, since citizens’ voting decisions were highly determined by their position in the social class structure. Empirical data showed that parties largely represented different social classes, such that workers were mainly leftwing and owners were mainly rightwing (Lipset and Rokkan, 1970).
However, in the 1970s, some other authors, notably Ronald Inglehart (1977), began to argue that new cleavages were emerging, which had the potential to challenge and even replace traditional social cleavages. Inglehart’s main idea was that societies living in peace, with strong social security networks and high levels of material well-being, would turn their attention from economic growth, safety and material security (materialist values) to other kinds of concerns, such as environmental protection and citizens’ participation in political decision-making processes (post-materialist values). He argued that while the former cleavages had structured political life in the past, the latter set of concerns would become highly relevant in individuals’ ideological positioning in conditions of security, prosperity and stability (Inglehart, 1977; Inglehart, 1990).
Other authors agreed the idea of a “new politics”, but preferred to talk about an authoritarian-libertarian cleavage rather than a materialist-post-materialist one (Kitschelt, 1994). This categorization suggested that libertarian principles – such as democratic participation, individual autonomy and social diversity – would shape the “new left”; and that authoritarian values – such as hierarchy reinforcement, limitations on individual autonomy and restrictions on social and cultural diversity – would shape the “new right”. Minorities’ rights and gender equality are good examples of the issues that characterize so-called “libertarian politics”.
In fact, there is a close connection between libertarian and post-materialist values. Both expressions hint at problems that are only powerful political issues in materially secure societies that can spare the energy to pay attention to other social questions. However, if it is true that traditional cleavages no longer determine individuals’ ideological positioning (Dalton, 1996), it is also the case that the new cleavages do not play a central role either (Gunther and Montero, 2001). Contrary to what Inglehart initially predicted, post-materialism (or Kitschelt’s libertarianism) did not win over social-economic topics in ideological self-placement. Social and economic questions have remained the major factor of political competition in old and new democracies alike (Huber and Inglehart, 1995). The redistribution of wealth, the economic role of the state, and measures that aim to equalize opportunities and outcomes (Freire, 2006: 65) are examples of social-economic topics that keep dividing left and right and have a clear impact on equality, even if they are not connected with strict social classes anymore.
It is true that in some European countries such as the Netherlands, France, Germany or Denmark, post-materialist issues are relevant for individuals’ ideological self-placement but they never explains more than 10 per cent of self-positioning. At the same time, in some of these countries, social-economic values remain the most relevant in explaining ideological self-placement: they explain more than 10 per cent of individuals’ positioning and, in Nordic countries like Sweden or Norway, almost 30 per cent (Freire, 2006, quoting European Social Survey 1999).
Post-materialism and libertarianism “have entered in the political agenda and created new bases of partisan conflict” (Dalton, 1996: 320). However, these new issues not only did not take social-economic priority, as they have also been absorbed by the left-right dichotomy (Freire, 2006: 119), since citizens on the left simultaneously show concern with social and economic topics as well as post-materialist-libertarian values (and the opposite happens on the right). In fact, questions raised by post-materialism and libertarianism can be easily set out in terms of more (or less) equality – even if they do not refer to traditional economic equality, but to new spheres of equality. For that reason, it is understandable that the (egalitarian) left has become sympathetic to those values and adopted some of them – while the (inegalitarian) right has maintained materialist and authoritarian positions.
Empirical studies prove that individuals who place themselves on the left are more likely to adhere to new rights for all citizens in order to ensure that all participate in political decision-making (rather than having political life overwhelmingly in the hands of a small elite), to extend rights to minority groups, reinforce women’s as well as environmental and quality of life rights, all of which means more equality among individuals. On the other end of the political spectrum, individuals tend to oppose “new politics’ demands” and focus on more materialist and authoritarian concerns – thus preventing a broadening of equality (Freire, 2006: 119-121). There is a match between the old dichotomy and (what has been thought of as being) the new one.
However, social-economic values have a stronger explanatory role than moral and post-materialist values in determining ideology. And, as expected, individuals who place themselves on the right defend a minimal role for the state in economic and social life and are less supportive of equalization through the Welfare State and redistribution. Individuals that consider themselves leftwing have the opposite attitude, defending state intervention in the economy, redistribution and the Welfare State as important means to combat inequality (Freire, 2006: 112-114). Although social class has ceased to be the major explanatory factor for ideological self-positioning, the old political topics are still relevant and still divide left from right. Grosso modo, there are more “right-wing workers” and “left-wing owners” today (an idea that would have seeemd rather absurd in the 1960s), but what determines the choice is still people’s attitude to equality among individuals.
It should be noted, however, that while social class is declining as a factor of ideological placement, “social identity” is becoming more relevant – and the latter depends on several aspects of social identification, associated with specific life styles, which may not be linked to people’s social origins. However, even this social identity (which includes trusting big companies or trade unions, or the frequency of religious practice) remains weak when it comes to explaining individuals’ positioning on a left-right spectrum (Freire, 2006), having yet to attain the explanatory power of social class.
Aside from values, there are other factors that contribute to the alignment of citizens on the left or the right. In most countries, party identification matters more than values. In fact, party dimension usually explains more than 25 per cent of ideological self-placement – and sometimes even more than 50 per cent (Freire, 2006). Nevertheless, since most political parties tend to identify with a specific chart of values and a particular ideology, this again suggests the relevance of the substantive content – and not just the form – of the dichotomy.
In short: empirical studies prove that the left-right dichotomy is still operative and makes sense in today’s politics. Further, they show that the dichotomy has retained its essential meaning, regardless of historical variables, and that no other pair of antithetical terms has replaced it, since none of the potential competitors sum up or clarify political life as comprehensively.

4. Left, Right, and Ideologies
Two aspects we have not dealt with directly thus far is the connection between left and right, on the one hand, and the language of political ideologies, on the other. The dichotomy “left and right” is part of ordinary usage in political language, but so is the vocabulary of ideology: socialist, liberal and conservative, among others. Is the left-right divide a useful instrument for the analysis of these and other ideologies?
The simplest way of answering this question consists in placing ideological outlooks along a line representing the spectrum from left to right:
left _______________________ right
However, there are several ways to organize this kind of representation, because the place occupied by ideologies has changed over time since the transition from the eighteenth to the nineteenth century (and as a result of changing societal contexts as well, of course). Very roughly, one may distinguish four different “ideological moments” in the history of Europe:
1) The first corresponds to the first decades the nineteenth century. In this context, liberals occupied the left end of the spectrum. They favoured reform, democracy, republicanism, anti-clericalism, the free market and a weaker state. Why should they be placed on the left? Because they were egalitarian given their opposition to the hierarchies inherited from the Old Regime that were based on blood and status (although they were not egalitarian as far as as private property was concerned). Conservaties took the right position. They were the party of order, tradition, monarchy, established religion, and favoured a stronger state. They occupied the right-wing end of the political spectrum because they were strongly anti-egalitarian, favouring inherited social hierarchies, even if they may have admitted the principle of “noblesse oblige”. Accordingly, the graphic representation for this period is as follows:
left _________________________________________ right
liberalism / conservatism

2) The second moment corresponds to a later period in the nineteenth century and the beginning of the twentieth, when socialist ideas and movements became increasingly important across Europe. In this context, socialists occupied the left end of the spectrum because they were more egalitarian than the liberals. Not only did they oppose inherited hierarchies, but they also favoured economic equality and opposed private property. By occupying the left-hand end of the spectrum, they pushed the liberals to the centre:
left _________________________________________ right
socialism / liberalism / conservatism
Interestingly, this re-composition never occurred in the United States, because socialist ideas and movements failed to gain popular support there. According to Seymour Martin Lipset and Gary Marks (2000), among others, socialism failed in the US because of deeply embedded historical and cultural factors (such as individualism). Whatever the reasons, the fact is that in the US liberals remained on the left and the conservatives on the right as in Europe at the beginning of the nineteenth century. This is not to say that U.S. liberals today think like European liberals did in the nineteenth century. The breaking point for American Liberalism was the New Deal. Since then, American liberals began to support a bigger state, whereas American conservatives, who first favoured a strong state, shifted to support a small state and laissez-faire economics. U.S. liberals should not be confused with European social democrats, although this is what U.S. conservatives think of them (hence their accusation that President Obama is a “socialist”).

3) The third moment in Europe waas the era of extremisms in the twentieth century. This period was particularly challenging for the left-right dichotomy as an instrument for the analysis of ideologies. Thus far, we have suggested that democratic ideologies may be placed along a left-right continuum. Another question is whether or not non-democratic or extra-constitutional ideologies can also be classified according to the left-right dichotomy. In Political Man (1960) and after, Lipset argued that the same yardstick should be used to analyse extremist parties and ideologies and their democratic counterparts, defining them as left, right or centre parties or ideologies. On the face of it, this would lead to the graphic representation below:
left _________________________________________ right
Communism / fascism
However, this is not the representation that Lipset’s observations suggest. He defends the counterintuitive thesis that classic fascism, or Nazi fascism, was not extremism of the right but rather of the centre. In purely ideological terms, fascism was similar to the democratic centre (or liberalism) in its opposition to big business, trade unions and the socialist state, as well as in its distaste for religion and traditionalism (although unlike liberalism, it also favoured a strong state). Moreover, the social bases of fascism are identical to those of liberalism: the middle-classes, small businessmen, white-collar workers and anticlerical professionals. Lipset argued that the rightwing extreme was occupied by authoritarian conservatives such as Salazar in Portugal and Franco in Spain; and that the extreme left was occupied not only by Communists but also by other egalitarian populisms such as Peronism in Argentina and other comparable movements in underdeveloped countries. Thus, a representation following Lipset would be as follows:
left ________________________________________________ right
Communism, Peronism, etc. / Nazi-fascism / Salazarism, Franquism, etc.

Another way of representing the extremes departs from the traditional scheme and introduces a vertical axis, cutting across the left-right horizontal axis. This is the above-mentioned bi-dimensional representation that was popularized through the Political Compass tests. The second axis was first introduced by Hans Eysenk (1954), a political psychologist, to distinguish between democratic or liberty-inclined views, and authoritarian or authority inclined views. On this basis, one can place both democratic and non-democratic ideological outlooks in the same diagram, as follows:


There are reasons to be sceptical about the application of the left-right divide to extremist ideologies as suggested by Lipset and others. As shown in section 1 above, the dichotomy makes sense in a pluralist regime and it emerged with modern constitutionalism. A political continuum of extremisms is a counterfactual exercise of the imagination. In fact, there is no parliament of extremisms, no feasible coexistence between different extremist ideologies in the same political order. So the representation of extremisms as being on the left, right or centre is an attempt to find family resemblances between these ideologies and their democratic counterparts, but it does not tell us about the role of extremisms in politics.
Nonetheless, extremist ideologies arose in the framework of constitutional democracies and political pluralism and so they can be classified in accordance to their origins, even if they ended up denying the pluralist context from which they originated.

4) The fourth moment in the history of Europe covers the last two or three decades, in which both socialism and conservatism seem to have learned some lessons from liberalism. Although they maintain their respective positions on the spectrum, both conservatism and socialism seem to have incorporated liberal views. For instance traditional conservatism used to be suspicious of the radical forms of market liberalism, but this has not been the case at least since the 1980s and 1990s and the liberal-conservative synthesis initiated in the United Kingdom. Socialism used to be equally distant from economic liberalism, but this ceased to be the case after the emergence of the Third Way, or Die Neue Mitte, or similar shifts. If one excludes both the far-left and the far-right, in their democratic avatars, the representation of mainstream ideologies in the last decades of the twentieth century and of the beginning of the twenty-first might look like this:
left _________________________________________ right
liberal-socialism / liberal-conservatism
Finally, does the analysis of ideologies from the point of view of left and right really help us to understand at least democratic ideologies? If one is to judge by the recurrent use of this frame of analysis in the literature, the answer must be yes. But there are sceptics too, particularly among those who study ideologies according to the framework developed by Michael Freeden, so-called “morphologic analysis” (Freeden, 1996).
According to Freeden and others, it makes little sense to represent ideologies along the left-right spectrum. The macro-ideologies – socialism, liberalism and conservatism – are deep and complex structures that interweave a number of concepts that have remained relatively stable over time despite contextual variations and interconnections. Macro and micro ideologies are not mutually exclusive and they do not always establish clear-cut alternatives for political action. Thus, the argument goes, ideologies do not exist in a continuum, as suggested by the application of the left-right dichotomy. There is no gradual ordering of ideologies, from left to right, or from more to less egalitarian.
Indeed, as Freeden argues, the classification of ideologies along the left-right continuum is in itself an ideological enterprise. It conveys the false idea that there is a fixed marketplace of political ideas, a set number of centrist, radical and extremist views that can be perceived easily and consciously by all. However, this is a simplification of what ideologies are about. Moreover, this simplification is induced by a behaviourist approach to politics, which focuses on concrete and well-defined forms of human conduct.
It should be noted that some of those who deny the relevance of the great dichotomy also deny the relevance of ideologies (although Freeden is not one of them). Typically, this happens when one of the sides of the ideological and political struggle is seen to have prevailed over the other. The idea of the “end of ideologies” was defended by Eduard Shills (1955) and Daniel Bell (1962) among others in the 1950s and 1960s, supposedly resulting from the defeat of fascism and the demise of Stalinism, and the future convergence of both sides of the Cold War in societies oriented to the satisfaction of consumers. At the end of the 1980s, Francis Fukuyama (1992) argued the even bolder case for “the end of history”, after the fall of the communist world in Eastern Europe, based on the belief that a single model of market liberalism and liberal democracy had definitively won the political battle.
The interesting point about theses that defend the end of ideology or history and deny the relevance of the left-right divide or of other political cleavages is that they have invariably been followed by powerful divisions and political struggles in the 1960s and in the first decade of the twenty first century, arguably pitting a left against a right and different ideological outlooks: the new social movements versus traditional society in the 1960s; and the opposition to financial globalization and deregulation versus the defence of free and open markets today.
So, it seems idle to deny the ongoing relevance of the left-right dichotomy even in the analysis of ideologies, although one should acknowledge that it does not always shed light on the diversity and complexity of the ideological world we inhabit (or that inhabits our minds). The left-right dichotomy, as stressed from the outset, is a simplification – perhaps even the greatest possible simplification – of the political alternatives available over time. It does say something about politics, but not everything that can be said about politics.

Final Remarks: Revisiting the Dichotomy in a Time of Crisis
This brings us to the critical juncture we face today regarding the theoretical and empirical relevance of the great dichotomy in the context of the crisis that began in 2007 or 2008 and is still unfolding, with particularly harsh consequences in Europe and in its periphery.
There are two competing narratives about what is happening, one clearly emanating from the left, another from the right. The first says that the crisis originated in the triumph of neo-liberalism in the 1980s and after the fall of the Berlin Wall, with the politics of privatization and de-regulation. The competing narrative sees the causes of the crisis in the intervention of the state in the United States housing market and thereafter with overspending by many states to avoid a deeper crisis.
There are also left and right solutions to the crisis, of course. The right believes that the solution lies in austerity for countries that face a debt crisis, whereas the left criticizes excessive austerity as counterproductive and advocates a more gradual adjustment. The left wants the state and the central banks – and the EU – to act in order to promote growth. The right emphasizes that growth can only come from sound public finances and market creativity.
Finally, there are expectations on the left and right regarding the aftermath of the crisis. The left believes that this historical moment is forcing us to re-clarify the divide along traditional lines. The issues at stake are social and economic, not cultural or symbolic as they were a few years ago. Thus, Europe and other parts of the world should return to the core values of equality and solidarity and defend the welfare state. For its part, the right believes that the left’s belief in a better future for the working classes is condemned to fail because of the limitations of economic growth and demographic change. Societies must become more efficient and sustainable, which is incompatible with the kind of welfare state and generous redistribution policies defended by the left.
Whether one thinks about the causes of the crisis, the solutions to the problems it has caused or about the expectations of its aftermath, one is unavoidably confronted with the great political dichotomy that has accompanied pluralist political regimes since they were institutionalized in the transition from the eighteenth to the nineteenth century. Must we think, once again, with and within that dichotomy, or can we think better outside it? The contributions to this volume provide answers to these and other questions in ways that are both theoretically sound and empirically informed.



.~`~.
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική

*

I) Turkey: α´ an old ally, economic independence, and a "new strategic partnership", β´Enter the Industrial Dragon γ´, Turkey, China, and the Eurasian Land Bridges και II) Η «τουρκική» στροφή του Πούτιν.

$
0
0

.~`~.
I
α´ Turkey: an old ally, economic independence, and a "new strategic partnership"
β´ Enter the Industrial Dragon
γ´ Turkey, China, and the Eurasian Land Bridges

α´
Turkey: an old ally, economic independence, and a "new strategic partnership"
The Council on Foreign Relations released a 90 page report titled "U.S.-Turkey Relations: A New Partnership." Written by a large, blueribbon taskforce headed by Madeline Albright and Stephen Hadley, the report urged that U.S. policy makers "to make every effort to develop U.S.- Turkey ties in order to make a strategic relationship a reality."
This is an interesting statement, as any student of recent history would think that the U.S. and Turkey already had a longstanding "strategic relationship," dating back to President Harry Truman's decision to start the Cold War in 1947 by announcing that he would furnish military aid to Turkey and Greece, both in the underbelly of the USSR. Within five years, Turkey had joined the newly born North Atlantic Treaty Organization (NATO), despite having a littoral rather far from the North Atlantic. Within a decade, Turkey had hosted major NATO military drills--Operation "Grand Slam" and "Deep Water," with as many as 2,000 warships and 8,000 marines taking part. Most consequentially, Turkey agreed in 1962 to host a battery of U.S. ballistic missiles, equipped with nuclear warheads, near the coastal city of Izmir. Moscow, in a stereotypical turn of Cold War logic, felt that they needed a similar capability, and set up their own nuclear missiles in Fidel Castro's new Communist Cuba, setting off what is known as the "Cuban Missile Crisis." This, of course, resolved diplomatically, and both the U.S. and USSR removed their bombs from Turkey and Greece, respectively.
At the end of the Cold War, during the Reagan years, the U.S.-Turkey relationship grew stronger still, under the cunning eye of Ambassador Robert Strausz-Hupe, one of DC's original cold warriors. Born to a wealthy Austrian family in 1903, Strausz-Hupe immigrated to America at age twenty, eventually ending up in New York City, where he worked at a Wall Street bank and wrote for Current History magazine.
As it was the 1930s, Strausz-Hupe's eye was focused across the Atlantic to his native Europe, where totalitarian societies were being nurtured in both Hitler's Germany and Stalin’s Russia. This time period influenced Strausz-Hupe greatly, and in his worldview he never abandoned this prism of totalitarianism. After World War II, he was offered a prestigious position at the University of Pennsylvania’s Wharton School, where he founded the Foreign Policy Research Institute in 1955. This would become his pulpit from which he preached a hard-line, totalizing view of the Cold War as a battle between ideological extremes.
In 1957, in the inaugural issue of the FPRI journal Orbis, Strausz-Hupe penned an essay, "The Balance of Tomorrow," in which he laid out a shocking plan for the new American Century:
Will the coming world order be the American universal empire? It must be that.... The coming world order will mark the last phase in a historical transition and cap the revolutionary epoch of this century. The mission of the American people is to bury the nation states, lead their bereaved peoples into larger unions, and overawe with its might the would-be saboteurs of the new order who have nothing to offer mankind but a putrefying ideology and brute force. It is likely that the accomplishment of this mission will exhaust the energies of America and that, then, the historical center of gravity will shift to another people. But this will matter little, for the opening of new horizons which we now faintly glimpse will usher in a new stage in human history.... For the next 50 years or so the future belongs to America. The American empire and mankind will not be opposites, but merely two names for the universal order under peace and happiness. Novus orbis terrarum
While this type of message may seem blunt today, the FPRI was very popular at the time, assembling among its staff of "associates," as they were called, William Elliot, the Harvard Professor and CIA founder, as well as William Kintner, head of the Army Planning Staff. Among the younger members were Henry Kissinger and James Schlesinger. The FPRI hosted fancy dinners under the sarcophagi at Penn's museum of history, and long-winded salons at Washington's elite Cosmos Club, building the ideologies behind the new "American Universal Empire."
Strausz-Hupe's diplomatic career began in 1968, when he was appointed ambassador to Sri Lanka. Over the next twelve years, he moved around posts in Europe, including as Ambassador to NATO in 1975. During this time, he lead the negotiations with Britain over the use of a military base at Diego Garcia, which London had just made room for by brutally expelling the Indian Ocean island's population. When he was appointed Ambassador to Turkey in 1980, Strausz-Hupe chose a young version of himself to serve as his prime assistant, Washington's famous Prince of Darkness, Richard Perle. Both men were bon vivants and think-tank scholars (Perle at RAND), who shared a hardline view of world affairs. Strausz-Hupe, as ambassador under the charge of the State Department, even subverted normal government operations to bring on Perle, who was at the time working in the Pentagon and would normally have no connection to diplomatic negotiations. Perle himself told an audience at the Foreign Policy Research Institute of the rarity of an "American ambassador to invite a Defense Department official to take charge of a sensitive negotiation that would normally be handled by the Department of State, yet that is precisely what Ambassador Strausz-Hupe did."
As point-man for negotiating with the new military government in Ankara, Perle ran a scenario straight from the textbook of Empire building. With simultaneous negotiations taking place over both its massive external debt and its military acquisitions, Turkey was transformed into the prototypical neo-colonial outpost. While Washington based international lenders like the IMF and World Bank imposed strict financial dictates on government spending and export laws and enforced the privatization of state-run industries, the Pentagon and State Department colluded to negotiate US arm sales and basing rights.
At the close of the decade, Perle, who had led the negotiations with Ankara on the basing and defense agreements, then went into private-practice in order to profit off his new closeness with the Turkish security establishment. He opened a consulting firm, International Advisors Inc, with his associate Douglas Feith. Their major customer? The Turkish government.
At the time, with the USSR disintegrating around them, Turkey saw itself as a new regional power, and as such initiated a policy to bring under their influence the newly independent states of the Caucasus and Central Asia. “Pan-Turkism,” an Ottoman-era ideology that imagined one united people stretching from the Mediterranean into Western China, was reintroduced into official language as the Soviet Union collapsed. As the decade turned, “Turkey’s cultural, linguistic, historical and religious bonds with the newly independent states were frequently mentioned as the basis for Ankara’s influential future role in the Transcaucasus and Central Asia,” and as such, a “Turkish speaking community of states stretching from the Adriatic to the Great Wall of China increasingly became part of official discourse” (Jung & Piccoli, Turkey at the Crossroads, London: Zed Books 2001, pg. 179). In the fall of 1991, a meting was held in Ankara between Turkish president Turgut Ozal and the presidents of all five republics plus Azerbaijan. Here, Ozal “pledged to support their declaration of sovereignty and emergence of a Pan-Turkic world” (Ibid).


Washington was very supportive of this policy, as a "Pan-Turkic World" also served as a geopolitical wet dream, a march of hard and soft power straight into the heart of Eurasia, and a corridor that bifurcated the energy rich lands of the Caspian Basin and the Persian Gulf. On February 12th, 1992, President Bush met with the Turkish Prime Minister in Washington. Afterwards, Bush stated “Turkey is indeed a friend, a partner of the United States, and it’s also a model to others, especially those newly independent republics of Central Asia. In a region of changing tides, it endures as a beacon of stability.”(WP, 2/12/92)
Meanwhile, James Baker was on a five-day whirlwind tour of the Caucasus and Central Asia, visiting Moldova, Armenia, Azerbaijan, Turkmenistan, Tajikistan, and Uzbekistan. In an unusually frank assessment back in Washington, one of Baker’s aides stated that the secretary’s conclusion, upon visiting this vast new swath of Eurasia, the political spoils of the Cold War, was that “some of these new countries are going to make it, and others are going to join the swelling ranks of third world basket cases, just limping along. Those that are most likely to make it are those like Turkmenistan that have economies based on agriculture, oil, gas and minerals.”(NYT, 2/15/92)
Throughout the 1990's, Washington D.C. took advantage of the new "Pan-Turkic World" to provide military training to the region. Through the State Department's International Military Education and Training program (IMET), the U.S. military provided training and support to nearly every government newly independent from Moscow. From 1989 to 1999, Turkey was the largest recipient in the world of IMET training, according to a report from the Federation of American Scientists, adding on to the 23,000 Turkish officers who have been trained by the U.S. since 1950. Subsequently, these Turkish officers then trained their Central Asian counterparts. Cevik Bir, Deputy Chief of Staff of the Turkish Army, noted in 1996 that “2,000 army officers from Central Asian nations such as Azerbaijan, Turkmenistan, Uzbekistan and Kazakhstan are studying in Turkish military schools and academies.” (WP, 6/6/96)
NATO, of which Turkey is a member, also took part in the effort, establishing a misnamed "Partnership for Peace,"structure, which served to integrate and control the new militaries of the region. By 1995, a NATO controlled "Central Asian Battalion" had been established between Kazakhstan, Kyrgyzstan, and Uzbekistan, and large scale military exercises were being conducted at Fort Polk, Louisiana. One such exercise, named Cooperative Nugget, was held over 18 days in August 1995, and attended by 970 officers from over 14 states, all "Partnership for Peace" countries. They received training from American, British, and Canadian soldiers. In 1997, the Central Asian Battalion held their largest drills yet, which began with 500 paratroopers from the 82nd airborne making the longest flight in human history to Shymkent, Kazakhstan, where they would lead a week of aviation and ground training drills with troops from Kazakhstan, Uzbekistan, Kyrgyzstan, Georgia, Turkey, and Russia. Two months later, when Kazakh President Nursultan Nazarbaev visited Washington, the two nations formalized their military ties by signing a Defense Cooperation Agreement that called for, among other things, 40 similar missions to take place in 1998. A training exchange program was also set up between different state National Guards and Central Asia. In what Chalmers Johnson describes as a “military version of the “sister-city” relationship,” Kazakhstan was paired with Arizona, Kyrgyzstan with Montana, and Uzbekistan with Louisiana. In his prescient book Resource Wars, Michael Klare writes of this change:
The extension of American military power into the Caspian Sea regions is, by itself, a momentous geopolitical development. As shown by the CENTRAZBAT exercises, it will require Washington to build and sustain military relationships with the Central Asian republics, as well as to construct a globe-spanning logistical capability. In time, it could also involve the establishment of American military bases in an area that was once part of the Soviet Union.
NATO, the Cold War "defensive" military alliance, was now immediately being turned into a structure to take over the Eurasian continent, a land grabbing machine that aimed to build bases as far as the mountainous hinterlands of Central Asia. Within a decade, conflicts had led to the construction of new American military bases in the Balkans, Uzbekistan, Kyrghzstan, and Afghanistan, as well as the massive militarization and base construction in the Persian Gulf that followed the 2003 Iraq war. As it was put by Thomas Donnely, a director of the Project for a New American Century, in an email circulated among military analysts, the United States "Imperial Perimeter" was expanding into the heart of Eurasia.
Throughout the 1990's, Turkey played a willing role in this imperial expansion, through the above mentioned IMET training, as well as by hosting NATO warplanes taking off on daily patrols, and at times bombing runs, over Iraq, the famous "No Fly Zone" enforced without UN approval by Washington, London, and Paris. At the same time, brutal sanctions were put on the Iraqi economy, leading to a plague of death from malnutrition and sickness across Iraq. The Iraqi industrial base, such as electricity and water-treatment plants, were destroyed in the U.S. carpet bombing that took place during the 1991 Gulf War, and then sanctions prevented them from ever being rebuilt. Hospitals could not get supplies or equipment. Turkey, as an aspirant to be a regional power, certainly seemed to be following the dictates of the Atlantic capitals when it enabled a genocide against its Southern Arab neighbor.
In 1996, Turkey also signed an extensive five-year military agreement with Israel, tying its military and foreign policy even closer to the West. The agreement called for “the exchange of military information, experience, and personnel, as well as joint training exercises, the exchange of military observers at each other’s exercises, reciprocal port access, for naval vessels, and for each country’s planes to exercise in the other’s airspace for one week four times a year.” Also strengthened in this agreement were the longstanding intelligence ties between Turkey and Israel, as revealed by Deputy Chief of Staff Bir in his April 1996 address to the Washington Research Institute when he stated “that Israel had requested Turkey’s assistance in collecting intelligence information. Israel’s first priority target was Syria, while Iran was the second.” The third part of the agreement, which was finalized later that September, involved a sharing of military technology between Turkey and Israel. For the Turkish armed forces, the Israeli military made a unique partner, due to its “technology, reliability, and the capacity to cover almost all defense needs,” allowing Turkey to engage in “a plan for rearmament and modernization costing in the order of US $150 billion in twenty-five years.”
The 2003 Iraq war served as a rude interruption to this empire building, as the Turkish public was so opposed to the war that the Parliament was forced to reject the U.S. requests to use the country as a staging ground for the invasion. Since then, Turkey's relationship with Israel had also cooled, especially as of late. One loud conflict erupted over the Mahvi Mavara flotilla episode. The Turkish boat, part of a humanitarian flotilla mission to Gaza which was allowed to depart from Turkey, was attacked by Israeli commandoes, and nine of the activists on board, all Turks, were killed. One of the men, Furkan Duglan, age 19, was also a U.S. citizen, having been born in Troy, N.Y. Included in the eight other dead men were a dissident journalist and the coach of the Turkish national Taekwondo team. This incident, coupled with Turkish condemnation of the 2009 Israeli invasion of Gaza, has put a serious hamper on Israeli-Turkish relations.
Journalist Jim Lobe, an astute observer of Washington D.C., recently wrote "much of the news coverage of Turkey here over the past decade has been negative," and that the recent Turkish-Israeli spats, "sparked a wave of anti-Turkish acrimony promoted, in particular, by neo- conservatives, who had long been hostile to the AKP due to its anti-military positions and Islamist roots. The major institutions of the powerful Israel lobby have also since quietly retaliated by supporting the Greek and Armenian lobbies against Turkish interests in Congress."
Even in Syria, the Turkish government has yet to relinquish to hawkish American calls from the likes of John McCain, for a "humanitarian corridor" based in Turkey, would which send western military boots on the ground into Syria. Despite large refugee camps and the occasional cross border incident, Turkey has not yet called in the Marines. There is however, much reporting that Turkey has been allowing a covert operation to take place on its soil to arm and shelter the "Free Syrian Army." Journalists like Pepe Ecobar and Philip Giraldi have written about the secret U.S. and NATO training and supply center for the FSA, located at Incirlik airbase in Southern Turkey. It seems that Turkey is not afraid of a little simmering conflict on its Syrian border, however is nervous of a full scale Western war under the doctrine of "humanitarian intervention," which appears to be on the planning boards of a number of Western strategists.

β´
Enter the Industrial Dragon
As Ankara has turned away from its Western partners, the Chinese have moved in to the power vacuum with their brand of economic diplomacy. The current Turkey-Chinese relationship can be dated back to an October 2010 visit to Ankara by Chinese Premier Wen Jaibao. The stage for the visit was set by an unprecedented occurrence when China and Turkey held joint military air exercises, known as Anatolian Eagle, the first Chinese air force exercises to ever be held in a NATO state. Considering that only one year earlier the Turkish leadership had been vocally angry about Chinese protest crackdowns in the ethnically Turkic Xinjiang province in western China, these developments signaled a major rapprochement.
On his visit, Wen’s main topic of discussion was increasing the already large trade between Turkey and China, which in 2009 amounted to $10 billion. Wen pledged to raise this to $50 billion by 2015, and $100 billion by 2020. Moreover, he stressed that this trade should use Turkish and Chinese currency, leaving the U.S. dollar out in the cold. The Turkish message was that increasing trade between two of world’s booming economy was great, but that an effort needed to be made to even out the balance, as Turkey was running up large trade-deficits buying Chinese goods.
Also of major discussion was Chinese investment in Turkish infrastructure, most importantly high-speed rail lines, which China has become the worlds leading producer of. The Chinese Civil Engineering Construction Corp, with Turkish partners, was already at work building the second phase of a planned 533km Istanbul-Ankara high-speed rail line, cutting the travel time between the two metropolis’ down from 7 hours to less than four. The first phase, which runs 200km west from Ankara to Eskisehir, was built by a Spanish company, opening in early 2009. Phase 2, secured by the Chinese-led consortium in 2006 for $1.27 billion (the majority being Chinese government loans) runs 158km between Inonu and Kosekoy, over and through difficult mountainous terrain. The line climbs from an elevation low of 20m above sea level to 800m, and features 55km of tunnels, and 10 km of bridges, the longest being 6 and 2 km respectively...
For China, the rail line represented a large step in their Eurasian Land Bridge Strategy, designed to connect the massive Chinese factory base with the large markets of Western Europe by high speed rail, cutting the time needed for freight shipping in half compared to the maritime journey. Edirne-Kars served as the final link in the mind-blowing third, southern Eurasian Land Bridge connecting the Chinese ports of Guangdong and Shenzhen to the Atlantic port of Rotterdam, and on the way hitting all the giant markets of Southern Asia, running through Myanmar, Bangladesh, India, Pakistan, and Iran. At this point, the line connects to Edirne-Kars, and then hooks up with the existing lines to Western Europe...


Overall, the third land bridge would touch 20 countries and have a total length of about 15,000 kilometers, a distance 3,000-6,000 km less than the maritime journey through the Indian Ocean and the Straits of Malacca [ένα από τα σημαντικότερα γεωπολιτικά σημεία στον πλανήτη]. This plan, far from being complete, was developed in 2009, at China's Pan Pearl River Delta Cooperation and Development Forum. There is also future hope to build rail lines from Turkey down through Syria, Palestine, and Egypt, connecting China directly to the African Continent. Ankara has found itself once again as a globally important land bridge, and by all appearances they are taking full advantage of it and developing the worlds latest infrastructure. As Selcuk Colakoglu, the director of Asia-Pacific Studies at Ankara-based International Strategic Research Organization, told China Daily,
“Turkey has transformed itself from a security state to a trading state during the past decade. If you want to be a trading state, you should have a very developed transportation link."

γ´
Turkey, China, and the Eurasian Land Bridges
The Turkish-Chinese relationship was solidified in April 2012 when a large Turkish delegation led by Prime Minister Recep Tayyip Erdogan visited China, the highest-level visit for the Turkish leadership to Beijing in 27 years. Of significant note, Erdogan began his visit in Urumqi, the capital of the Xinjiang Autonomous Region in China’s strategic Western frontier that is home to a large Turkic Uighur presence. This visit signified Ankara's growing role in China's Eurasian Land Bridge strategy, aimed at connecting the massive Chinese factory base, the so called "workshop of the world" to the markets of Central Asia, Eastern Europe, and Western Europe. As the economist F. William Engdahl recently put it in an extensive article on the subject:
The fact that Erdogan was also granted a high-level meeting with Chinese Vice President Xi Jinping, the man slated to be next Chinese President, and was granted an extraordinary visit to China’s oil-rich Xinjiang Province also shows the high priority China is placing on its relations with Turkey.
While in China, Erdogan solidified plans for the Chinese to finance and build a high-speed rail line running across the Anatoloian plateau, connecting Turkey's easternmost province of Kars with its far west province of Erdine, a $35 billion project first introduced in 2010. From Erdine, the rail line would link up with existing train lines running West, eventually reaching the Atlantic capitals of London and Madrid. The Kars-Erdine rail corridor was neatly summed up in a report in the Turkish english language newspaper Today's Zaman:
The line is designed to pass through 29 provinces, connecting the east and west of Turkey and reducing the duration of travel from the current 36 hours to 12. With the completion of the planned Edirne-Kars line, the total length of high-speed rail inside Turkey is expected to reach 10,000 kilometers by 2023. Under an agreement signed between China and Turkey in October 2010, China agreed to extend loans of $30 billion for the planned rail network. The Baku-Tbilisi-Kars (BTK) railway connecting Azerbaijan's capital city of Baku to Kars, currently under construction, increases the strategic importance of the Edirne-Kars line.
For China, the Erdine-Kars line is the key link in their attempt to build a third Eurasian Land Bridge, connecting the Chinese ports of Gaundong and Shenzhen to the Atlantic port of Rotterdam, and on the way connecting the giant markets of Southern Asia, running through Myanmar, Bangladesh, India, Pakistan, and Iran. At this point, the line connects to Erdine-Kars, and then hooks up with the existing lines to Western Europe. Overall, the third land bridge would touch 20 countries and have a total length of about 15,000 kilometers, a distance 3,000-6,000 km less than the maritime journey through the Indian Ocean and the Straits of Malacca. This plan was developed in 2009, at China's Pan Pearl River Delta Cooperation and Development Forum...


Besides the Erdine-Kars line, China has made numerous other inroads into Turkish infrastructure development, tying together the world's two fastest growing economies. Chinese firms are bidding to build two nuclear power plants in Turkey, at Akkayu on the Mediteranean Coast and Sinop on the Black Sea, as well as a major bridge over the Bosporus and a proposed third airport in Istanbul. All together, 27 Chinese CEOs attended meetings with Turkish PM Erdogan on his visit to China.
For an example of how the high speed rail networks effect commerce, one has to only turn back a year, to the launch of China's Second Eurasian Land Bridge Project, rail lines that run through Kazakhstan to Russia, then through Beluras to Western Europe. May 2011 saw the launch of five-day-a-week direct freight rail service from Antwerp, Europe's second largest port and rail-hub, to Chongquin, the industrial center in southwest China. It now only takes 20-25 for cargo like automotive and chemical goods to traverse Eurasia, compared to the 36 day maritime journey. There are, however, plans to quickly cut the duration of the rail journey down to only 15-20 days, at which point the transcontinental journey would be cut in half, and the pace of industry doubled.
For BMW, this has already become a reality, with the October 2011 launch of daily freight shipments over high-speed rail from their plant in Liepzieg, Germany to Shenyang, in Northeast China, crossing a distance of 7,000 miles in only 23 days. According (to Dr. Karl-Friedrich Rausch, a board member of DB Schencker, the transportation group that operates the German side of the railway, "the direct trains are twice as fast as maritime transport, followed by over-the-road transport to the Chinese hinterland."

Besides its function as an East-West corridor, Turkey also sits right next to the recent energy discovery boom taking place in the Eastern Mediterranean Sea. In the past three years, massive new natural gas and oil fields have been discovered underneath the waters of Israel, Cyprus, Greece, and Turkey. The story begins in Israel, when in 2009 Noble Energy, the Houston based firm that held the Israeli exploration contract, discovered the Tamar gas field 50 miles west of Haifa. At first estimates, Tamar was thought to contain 8.3 trillion cubic feet of natural gas, the largest gas discovery of the year, and one that increased Israel's gas reserves from 1.5 tcf to 9.8 tcf, a rise of over 900%.


Prompted by this discovery, the U.S. Geological Survey undertook their first ever comprehensive assessment of the region, officially known as the Levant Basin Province. Their results, published in April 2010, were stunning, finding that the Basin contained 122 tcf of natural gas, and 1.7 billion barrels of oil. Brenda Pierce, the program coordinator, called the region "comparable to some of the other large provinces in the world," holding gas resources "bigger than anything we have assessed in the United States."
The possibilities of this new el Dorado were confirmed later that year, when Noble Energy discovered the Leviathan field, 84 miles west of Haifa and 3 miles undersea. Leviathan is estimated to hold 16 tcf of gas, the worlds largest deepwater gas discovery in a decade. Israel now found itself with enough energy to supply its electricity needs for 100 years, and soon positioned itself to become an exporter of energy.
Hoping for their own bonanzas, other countries in the region began to explore for offshore energy deposits, and soon Greece, Turkey, Cyprus, and potentially Syria had all discovered new resources. In Greece, surveys conducted in 2010 estimated that the Ionian Sea contains 22 billion barrels of oil, while the Aegean Sea contains another 4 billion barrels. Cyprus soon joined the club as well, with Noble Energy believing it will strike another major find at the Aphrodite field, in Cyprus's offshore Block 12 (located only 34 kilometers from Israel's Leviathan Field). Estimates for Block 12's energy potential were originally as high as 10 tcf of gas, however in November 2011, Noble Energy Vice President Susan Cunningham revised this down, to 3-9 tcf, and gave only a 60% chance of reaching the deposits.
These discoveries, or course, has created a whole new set of diplomatic kerfuffles. Lebanon has claimed that some of the Israeli discoveries lie within Lebanese territorial waters (known as an "Exclusive Economic Zone"), going so far as to submit maps to the United Nations and drawing in the U.S State Department to mediate. Cyprus, divided between a Greek South (an EU state) and a Turkish North, is partnering with Israel to develop a pipeline to export gas to Western Europe, against the wishes of Ankara. For Greece, the EU-imposed economic austerity provisions took the sail out of the oil boom, as first on Brussel's chopping block were state-run enterprises like energy and port companies. And this does not even touch on the "Arab Spring" protests that have shaken the region, the NATO backed regime change in Libya, or the armed insurrection in Syria.
This type of energy geopolitics is at the heart of the Turkish-Chinese partnership, as Beijing's dream is to break the Seven Sisters (Houston and London "Big Oil") century-old control of world energy resources, and render the USAF and Fifth Fleet impotent in stopping them. China has begun to achieve this dream, starting with the 2006 completion of an oil pipeline from Kazakhstan's Caspian littoral to China's western province of Xinjiang. If they could build a similar pipeline from the Caspian to Turkey, they would have a direct connection to the new energy fields in the Mediterranean. In fact, they would then have duel freight and oil lines crossing Eurasia, putting them in economic control of the worlds largest and richest continent.


As the economist Engdahl puts it, "the aim is to literally create the world’s greatest new economic space and in turn a huge new market for not just China but all Eurasian countries, the Middle East and Western Europe."
China's international body to control this foreign policy is the Shanghai Cooperation Organization (SCO), formed in 1996 between China, Russia, Kazakhstan, Kyrgzstan, and Tajikistan. Uzbekistan soon joined the group as well, and observer status was granted to Iran, India, Pakistan, and Mongolia. As it is put by the eminent Dilip Hiro in his book "After Empire:"
The new charter adopted by the SCO in 2003 specified "noninterference and nonalignment" in international affairs while aiming to create "a new international and political order"--implying thereby to end the role of the United States as the sole superpower, an aim first expressed by China and Russia four years earlier.
It seems that Turkey is now the key to this new political order [SCO and Mackinder’s prophecy]. To put it bluntly, if China can steal Ankara from under NATO's nose, they will have won the Great Game. The "Pan-Turkic world," dreamt up as a NATO sword striking into China will have instead been flipped into a new silk road for the benefit of a Chinese dominated Asia. Highlighted in this process is the implicit failure of of U.S. Post Cold War global strategy, what the Pentagon calls an attempt at "Full Spectrum Dominance." After spending the last two decades pouring money into militarizing Central Asia, the U.S. is now seeing their influence slip away as China rushes in with industrial development.
And now Turkey, a NATO member for 60 years, could go the same way.

Epilogue
The last the 40 years of U.S. Foreign Policy has been devoted to securing the the Middle East and Southwest Asia, what Zbigniew Brzezinski identified as an "Arc of Crisis." This has been an entirely military project, and led to multiple wars in Iraq and Afghanistan, and a giant boom in military base construction. But now, within a decade, China has moved in with an economic strategy and trumped the U.S. attempt at hegemony.
This is the reasoning behind the CFR's thesis that a "new strategic partnership" with Ankara is needed. They see a Turkey that is attempting to take advantage of its geographic position as an East-West bridge to forge an independent path, using both the American military machine and the Chinese economic model to prosper. This raises the question of whether the CFR and its associated think-tank warriors will tolerate this independence, or do they want Ankara squarely back into an exclusive Western hegemonic system? For it is not like Turkey is shying away from its NATO commitments, agreeing in the fall of 2011 to host a radar system for the long-planned European Missile Defense System, as well as being a willing participant in NATO's various "out of area" regional groupings, such as the 2004 "Istanbul Initiative," which brought Persian Gulf and Mediterranean states into NATO's orbit. However, it seems that this is not enough, and Washington wants a Turkey that will more closely follow its dictates. This can only be compounded by the newly discovered energy deposits in the Eastern Mediterranean, which Washington certainly does not want to fall into the control of China.

Evan Taylor
Πηγή
Libyaproject


.~`~.
II
Η «τουρκική» στροφή του Πούτιν

---------------------------------------------------------------
Άμεσα σχετιζόμενες αναρτήσεις
---------------------------------------------------------------

Η μονοήμερη επίσκεψη του Πούτιν στην Άγκυρα αποδείχθηκε ότι μόνο τυπική δεν ήταν. Η ανακοίνωση του Ρώσσου προέδρου πως το σχέδιο του «South Stream» ναυαγεί ολοκληρωτικά, σηματοδοτεί και μια στροφή της πολιτικής της Μόσχας προς την Δυτική Ευρώπη.
Η Ρωσσία, καθ’ όλη τη διάρκεια της διακυβέρνησης από τον Πούτιν, ευελπιστούσε ότι εντέλει θα μπορούσε να αποκτήσει με την Ευρωπαϊκή Ένωση προνομιακές σχέσεις. Ήλπιζε ότι οι ευρωπαϊκές χώρες θα οδηγούνταν, λόγω των οικονομικών τους αναγκών, σε χειραφέτηση από την επιρροή των ΗΠΑ. Και πράγματι, με βασικό όπλο την ενέργεια η Ρωσσία κέρδισε σημαντικά ερείσματα. Στην πραγματικότητα, όμως, υπολόγισαν λάθος. Η Ουάσιγκτον εξακολουθεί να διατηρεί επί της Γερμανίας, αλλά και των περισσότερων κρατών μελών της ΕΕ, τον έλεγχο στις στρατηγικές τους επιλογές. Και αυτό το κατορθώνουν, πρωτίστως, μέσω της ταύτισης ποικίλων συμφερόντων με τις οικονομικές και πολιτικές τους ελίτ. Η διασύνδεσή τους είναι τόσο στενή που η πέρα από το επιτρεπτό απόκλιση προκαλεί ζημία για τις ίδιες. Αλλά και στην περίπτωση που εκδηλωθούν διαθέσεις αυτονόμησης, πάλι ελεγχόμενοι «εσωτερικοί μηχανισμοί» επαναφέρουν την «τάξη» -η Ελλάδα είχε ανάλογη πρόσφατη εμπειρία. Βέβαια, πάντα υπάρχει και το τελευταίο χαρτί: όταν η Ρωσσία αύξησε τη δραστηριότητά της ως προς την ενεργειακή της διείσδυση προς την Ευρώπη, που μαστίζεται από την οικονομική κρίση, ήλθε και η ώρα του πολέμου –στην Ουκρανία.
Ακόμη και την υστάτη, όμως, ο Πούτιν ήλπιζε ότι η Ευρώπη, και ιδιαίτερα η Γερμανία [Iκαι II], θα είχε διαφορετική προσέγγιση από τις ΗΠΑ. Γι’ αυτό μάλλον κράτησε και στο ζήτημα της ανατολικής Ουκρανίας πολύ περισσότερο συγκρατημένη στάση απ’ ότι θα ήθελε. Για να δώσει το περιθώριο σε χώρες της Ε.Ε. να αποστασιοποιηθούν ουσιαστικά από τη σκληρή γραμμή. Αυτό δεν έγινε. Το Βερολίνο στοιχήθηκε πίσω από τους Αμερικανούς. Οι τελευταίοι δε στον «πόλεμο των Βαλκανίων» κέρδισαν, μέσω των πρόσφατων εκλογών, τη χώρα-κλειδί Βουλγαρία, απ’ όπου θα περνούσε ο «South Stream». Ο Πούτιν από την Άγκυρα αναφέρθηκε ιδιαίτερα σε αυτήν και με σκληρά λόγια: «Αν η Βουλγαρία έχει χάσει τη δυνατότητα να συμπεριφέρεται ως κυρίαρχο κράτος, ας ζητήσει από την Κομισιόν τα χρήματα από το χαμένο κέρδος που θα είχε», δηλαδή 400 εκατομμύρια ευρώ ετησίως από τη μεταφορά φυσικού αερίου.
Οι δηλώσεις του βεβαίως αφορούσαν όχι μόνον την αδύναμη Σόφια αλλά και τις άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες που δεν τόλμησαν να αντιταχθούν στην Αμερική και προχώρησαν σε κυρώσεις εναντίον της Ρωσσίας λόγω της προσάρτησης της Κριμαίας. Και να τις προειδοποιήσει και για τα πιθανά προβλήματα που θα προκύψουν από την εξάρτησή τους από το «δυτικό διάδρομο», τους αγωγούς που περνούν από την Ουκρανία.
Από εκεί και πέρα ξεκινά η νέα στρατηγική της Μόσχας. Τα δώρα προς την Τουρκία,
- ο στόχος των 100 δις δολ. στις εμπορικές τους συναλλαγές,
- η κατασκευή του πυρηνικού σταθμού του Ακούγιου, 20 δις.δολ. ιδίοις εξόδοις,
- η αύξηση της ποσότητας φυσικού αερίου κατά 13 δις. κ.μ. που της διοχετεύει μέσω του Blue Stream και
- η έκπτωση της τιμής του κατά 6% από 1.1.15 που μπορεί να φθάσει έως 15%, αλλά πρωτίστως
- ο νέος αγωγός που θα φθάνει στα ελληνο-τουρκικά σύνορα (!) με κατασκευή κόμβου που μπορεί να διοχετεύει αέριο στα Βαλκάνια και στην νότια Ευρώπη,
συνιστούν επιθετικές ρωσσικές κινήσεις, με αλλαγή μετώπου.
Οι συμφωνίες Πούτιν-Ερντογάν είναι συνέχεια της «ανατολικής» στροφής της Ρωσσίας, που ήδη ξεκίνησε με τις συμφωνίες με την Κίνα. Σε αυτή τη αλλαγή προσανατολισμού, χωρίς άλλο, συνέτειναν οι αμερικανικές πιέσεις, οι κυρώσεων, η πτώση των τιμών του πετρελαίου και η μεγάλη υποτίμηση του ρουβλίου. Η ανάγκη εναλλακτικών αγορών και αποφυγής του οικονομικού αποκλεισμού συνιστά επομένως ζωτική ανάγκη για τη Μόσχα. Η περαιτέρω αναμονή από πιθανές ευνοϊκές πολιτικές εξελίξεις στην Ευρώπη είναι επιζήμια. Αυτό δεν σημαίνει, βεβαίως, ότι δεν θα είναι παρούσα αν αυτές συμβούν στο μέλλον.
Από την άλλη, αν η Ευρώπη είναι ελεγχόμενη, η Τουρκία -που μη λησμονούμε ότι είναι μέλος του ΝΑΤΟ και αυτό έχει τη σημασία του για το πλαίσιο της σχέσης με τη Ρωσσία- έχει καταστεί, λόγω της αμερικανικής πολιτικής, ανεξέλεγκτη. Η πολιτική του νεο-οθωμανισμού κινείται σε δικές της συνισταμένες, ανεξάρτητες από τις επιδιώξεις των ΗΠΑ και της Δύσης. Τώρα, ασφαλώς, η Ουάσιγκτον καλείται να λύσει ένα πολύ δυσκολότερο κουβάρι από την μικρή και κατεστραμμένη Βουλγαρία ή την επίσης μικρή και υπό επιτροπεία Ελλάδα. Η αξία της Τουρκίας για τη διευθέτηση των προκλήσεων της Μέσης Ανατολής είναι αναμφίβολη. Και ο «σουλτάνος» έχει δική του ατζέντα. Η οικονομική ανάπτυξη είναι εκ των ων ουκ άνευ για την ευόδωση των σχεδίων των Ερντογάν-Νταβούτογλου.
Έτσι, Πούτιν και Ερντογάν έβαλαν στην άκρη τις τεράστιες διαφορές τους, όπως για τον πόλεμο στη Συρία και τους Τάταρους της Κριμαίας. Σε αυτά και οι δύο γνωρίζουν ότι είναι και θα παραμείνουν αντίπαλοι.
Για την Ελλάδα -της τρόικας, της οικονομικής δυσπραγίας και της πολιτικής αβεβαιότητας- οι εξελίξεις αυτές είναι τουλάχιστον ανησυχητικές. Αυτό δεν αφορά τη στάση της Ρωσσίας απέναντι στην Ελλάδα και στην Κύπρο, καθώς αυτή δεν προβλέπεται να αλλάξει λόγω των στενότερων οικονομικών σχέσεων της Μόσχας με την Άγκυρα. Σχετίζεται, όμως, με την αναβάθμιση της Τουρκίας. Ως εκ τούτου, προκύπτουν εύλογα ερωτηματικά γιατί επιλέχθηκε σε αυτήν ακριβώς τη συγκυρία –και με το «Μπαρμπαρός» πάντα στην Κύπρο- να επισκεφθεί ο Νταβούτογλου την Αθήνα. Ίσως ακόμη μια λάθος εκτίμηση, μετά από αυτήν για την κατάσταση της οικονομίας και των διαθέσεων των δανειστών απέναντι της κυβέρνησης.

.~`~.
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική

*
*

China’s Eurasian Pivot.

$
0
0

.~`~.
China’s Eurasian Pivot

Zhang Xiaotong*, Wuhan University Research Centre for Economic Diplomacy
Marlen Belgibayev, Wuhan University

Since President Xi Jinping came into office, China has been actively pivoting to the vast expanses of Eurasia, particularly reflected in the strengthening of Beijing’s engagement with its neighbors on its western frontier. One of the most important components of China’s Eurasia pivot is an attempt to build the Silk Road Economic Belt (SREB), with which Beijing intends to bind more than 40 countries in Central and South Asia, the Middle East, and Western and Eastern Europe by means of long-distance transport corridors.

Marching Westwards
In 2012, Wang Jisi articulated the idea of “Marching Westwards” (西进), as a rebalancing act of China’s geo-strategy. As the United States has pivoted towards the Asia Pacific, Wang urged Chinese policymakers not to limit their interests to the Asia-Pacific region, but rather to develop a plan to advance relations with China’s western-frontier neighbors, including Central Asia, South Asia, and the Middle East and, furthermore, to form a Eurasian cooperation framework from London to Shanghai. This would not only facilitate economic and cultural relations with the countries to the west of China, but also domestically, “it would accelerate the ‘Grand Western Development,’ a national strategy launched in 2000 to promote the growth of China’s western provinces in light of its unbalanced development compared to the eastern coastal provinces.”
The idea of revitalizing the Silk Road was first announced by Xi on September 7, 2013, during his “Grand Tour of Central Asia.” He proposed that the Eurasian countries apply a new model of cooperation and together form the SREB, noting “the area of the new Silk Road, the local regional market, is inhabited by 3 billion people and is unprecedented in its scope and potential.” The SREB forms a key component of China’s Eurasian pivot, and Central Asia is assuming new strategic importance in China’s overall foreign policy chessboard. In contrast to Western Europe or East Asia, the Central Asian region is “free from a US-dominated regional order or a pre-existing economic integration mechanism.” In Wang’s view, so far, there is no working mechanism coordinating the efforts of major powers, no generally accepted rules of competition and cooperation in the region, and the spheres of influence of major powers in the traditional sense constantly intersect with each other and tend to change.

“The thickest piece of cake given to China by the heavens”
Central Asia occupies a special place within the SREB and China’s Eurasia pivot in general. It acts as a gateway either to the Middle East or to Europe. The collapse of the Soviet Union and the sudden emergence of newly independent states in Central Asia located in close proximity to China presented the Chinese leadership with a completely new and fluid geopolitical scenario on its western border. These events led to a geopolitical vacuum and turned this region into a hotbed of competition among various external forces. Given the outbreak of civil war in bordering Tajikistan and instability in neighboring Afghanistan, the security situation in Central Asia became a constant factor weighing on Chinese policymakers. In the early 1990s, Beijing was not ready for any grand strategy in Central Asia. Basically, it distanced itself from the “internal problems” of Central Asia and focused on priority issues, such as the establishment of diplomatic ties, the settlement of complex issues inherited from the Sino-Soviet period, and the development of common approaches to the problem of Uighur separatism.
Having lost some interest in Central Asia during the 1990s, China resumed its activity after the year 2000 through the “Western Development” program, which focused on the Xinjiang Uighur Autonomous Region (XUAR) and other western provinces. After 9/11, Central Asia’s importance increased significantly as a result of more explicit competition among great powers for influence in this region. Moreover, in order to meet a growing need for raw materials, Beijing saw it as an important national interest to guarantee access to Central Asia’s raw materials, particularly oil and gas, and potentially use its transit capabilities.
In this regard, China has mainly focused on strengthening the SCO and the development of bilateral relations in the region, primarily in the economic sphere. In the context of sustained growth of the Chinese economy, Beijing implemented some priority infrastructure projects and at the same time supported the ruling political regimes in the region. These efforts laid the groundwork of the Chinese-Central Asian intergovernmental cooperation at the beginning of the 21st century.
During the last decade, Chinese economic penetration into Central Asia has increased dramatically, as it skillfully deploys its massive economic resources and strengthens its reputation as a positive economic and political partner in the minds of local elites. The region is becoming increasingly dependent on China–the largest trading partner of Kazakhstan and Turkmenistan and the second largest partner of Uzbekistan, Kyrgyzstan and Tajikistan. Beijing’s investments in the oil and gas industry of Kazakhstan and Turkmenistan have been extremely useful for them, diversifying markets and providing regular sources of income, especially given the recent global downward trend in oil prices and their landlocked position. There are pipelines from Kazakhstan and Turkmenistan to China, and, in the near future, the Kazakh and Turkmen governments are going to put into operation additional pipelines, which pass through Tajikistan and Kyrgyzstan and finally end in China. That would allow the Tajik and Kyrgyz governments to receive substantial revenue from the transit of energy resources.
Since energy security primarily drives the “Marching Westwards” strategy, China regards the Central Asian states as reliable partners and suppliers of natural resources, especially taking into account the risks associated with energy imports from the Middle East and Africa across the Strait of Hormuz and the Strait of Malacca (both are narrow sea lanes that the US Navy is capable of controlling at short notice). Also considering the region’s transit opportunities as an alternative route for Chinese exports to the markets of Europe, these circumstances create a win-win situation for both sides. The rapid increase of China’s influence in Central Asia is expressed in its attempts to tie the region to China’s own development, primarily via financing regional infrastructure construction, expanding Chinese participation in the development of natural resources, and using the SCO potential and finally the SREB. These economic diplomacy efforts are becoming a hallmark of China’s foreign policy in Central Asia, and hence one of the key aspects of China’s Eurasia pivot.

China’s Eurasian Corridors
China’s emphasis on transport and communication capabilities of Central Asia is not accidental. It is a starting point of the Eurasian pivot, which recently has been actively promoted through the construction of railway, highway, aviation, telecommunications, and electricity networks traversing Eurasia. In particular, a railway from China to Europe, the New Eurasia Land Bridge or what Chinese policymakers call the Northern Eurasian corridor, is already operational. It starts at the Chinese port of Lianyungang, and then passes through Xi’an, Lanzhou, Urumqi, several cities in Kazakhstan and Russia, Belarus, Poland, and Germany, and ends at the Dutch port of Rotterdam. The 10,900km long line opened in 1990 and has been providing rail freight service since 1992. Inspired by this transport corridor, Chongqing’s government leaders in 2008 decided to join an existing railway network and to establish a trade channel for the city, embodied in the “Chongqing-Xinjiang-Europe” project launched in March 2011. The updated route originates in Chongqing and ends at the German town of Duisburg. Later in May 2011, the railway was extended to the Belgian port of Antwerp.
Regarding future transport corridors within the framework of the SREB, Xinhua News Agency published an article called “New Silk Road, New Dreams” in May 2014. The map illustrates that the inland Silk Road begins in Xi’an. Then it runs to the west via Lanzhou, Urumqi, and Khorgas before swinging to the southwest and continuing through all five countries of Central Asia, the Middle East, and Turkey. “From Istanbul, the Silk Road crosses the Bosporus Strait and heads northwest across Europe, including Bulgaria, Romania, the Czech Republic, and Germany. Reaching Duisburg in Germany, it swings north to Rotterdam in the Netherlands. From Rotterdam, the route runs south to Venice, Italy where it meets up with the Maritime Silk Road.”

Figure 1: The Silk Road Economic Belt and the Maritime Silk Road
Source: Xinhua News Agency

According to policymakers’ plans, along with Central Asia, the capital of Xinjiang Urumqi stands as a centerpiece of the “Marching Westwards” as well as a transportation hub that connects China, Central Asia, West Asia, and Europe. The government hopes to prevent destabilization and provide a safe environment along the entire border of XUAR. Xinjiang is China’s core area on the SREB since the current and future transport corridors pass through Urumqi.

Figure 2: China’s Eurasian Corridors passing through Xinjiang
Source: China Daily

The southern direction stands alone in this map. First, as part of the Maritime Silk Road mentioned above, Beijing plans to implement a transport corridor via Myanmar, India, and Bangladesh through which China will get access to the Indian Ocean, bypassing the Strait of Malacca and strengthening its position in the Bay of Bengal. Second, another transport corridor, “China-Pakistan,” is planned, which is also an integral part of the “Marching Westwards” strategy. In 2005, Beijing helped Pakistan to build a deep-sea port at Gwadar on the coast of Balochistan.11 By gaining a foothold in Gwadar, China eases communications with South Asia and the Persian Gulf. A possibility in the near future is that oil from the Middle East will arrive at this port and then proceed by land route transport to Xinjiang. As a result, the southern direction is an important component of the Silk Road strategy, and an essential part of China’s Eurasia Pivot—a shortcut to the Indian Ocean alleviating the “Malacca dilemma.”
By tying the Eurasian space with these transcontinental corridors, the Chinese leadership gradually carries out practical steps to make the SREB and its Maritime counterpart a reality. Most notably, on November 9, 2014, President Xi Jinping said, “China would put $40 billion into a special ‘Silk Road fund’ to drive investment in infrastructure, and speed industrial and financial cooperation in Central and South Asia.”12 What is remarkable is that Xi’s statement on the allocation of USD 40 billion for infrastructure followed by just a couple of weeks the launch of the “Asian Infrastructure Investment Bank (AIIB),” initiated and led by China.13 The authorized fund consists of USD 50 billion, later to rise to up to USD 100 billion. Besides China, the bank comprises 20 Asian countries, including Kazakhstan and Uzbekistan. It is assumed to be a counterweight to the World Bank and the Asian Development Bank—two financial institutions that, according to Beijing, are strongly dominated by the United States and Japan.

Geopolitical Implications
Along with China, Russia and the United States promote their own Eurasian strategies. The Russian “Eurasian Union” project seeks to regain control of Central Asia as well as other former Soviet republics and push them under the Kremlin’s wings. Over the last few years, it has become quite clear that Moscow has no desire to weaken its power in relation to the former Soviet republics. Recently, Ukraine has become a good example. Moscow’s Eurasia pivot is part of a larger plan for the revival of Russia, where Central Asia has crucial importance. Right after the Soviet Union collapsed, the Kremlin sought through various economic agreements to restore its control over Central Asian republics, which eventually resulted in the establishment of the Eurasian Economic Union (EEU) on May 29, 2014, among Belarus, Kazakhstan, and Russia. On October 9, 2014, Armenia jointed the EEU.
Moscow’s geopolitical project, however, encounters China, which also wants to extend its influence in the region through economic means. Given the recent advancement of the Silk Road Economic Belt, the question arises how will the SREB be able to coexist with the EEU. Some Russian and Chinese experts argue that China’s Silk Road would not undermine the EEU, since they were originally two separate international institutions for different purposes. The EEU implies a single economic space, which would act as a catalyst for the economies of the participants while the Silk Road would be solely a transport and logistics system at the continental level.
The Central Asian states themselves are now hedging between Beijing and Moscow. The unpredictable behavior of Moscow in connection with the events in Ukraine has aroused increasing concern among their leaders, who, therefore, have started to intensify their partnerships with China. The oil and gas pipelines built by China helped Kazakhstan and Turkmenistan to redirect their energy routes away from Russia and reduce their dependence. The Uzbek political elites constantly express concerns about the Russian political projects and in 2012 suspended membership in the Kremlin-led Collective Security Treaty Organization (CSTO). Arguably, most former Soviet bloc countries are not very much interested in wider promotion of the EEU. In this regard, the SREB appears to be more advantageous due to its scale and economic potential. The SREB might have strong spillover and trade creation effects, which allow Central Asia countries to enter into new markets as the SREB links the east, west, north, and south of the entire Eurasian continent.
Rather than pointing to a direct conflict of interest between the SREB and the EEU, the Chinese and Russian leaders are nuanced in handling their relationship. Although Russia might perceive the SREB as a potential challenge to its economic and geopolitical interests, Moscow is unable to propose an effective alternative and compete with Beijing’s economic muscle. The ongoing crisis in Ukraine, Western sanctions, and mounting economic problems at home are forcing the Russian leadership to seek new partnerships in the Asia-Pacific region, in particular to adhere to the strategic partnership with China. Beijing and Moscow newly signed a USD 400 billion 30-year gas deal to supply natural gas to China through a new pipeline. On the sidelines of the APEC summit held in Beijing, Vladimir Putin and Xi Jinping signed another agreement for a second major gas supply channel.
Washington proposed its own strategy in 2011 when Secretary of State Hillary Clinton unveiled the New Silk Road as one of the main factors of US assistance to the region after the withdrawal of troops from Afghanistan in 2014, aimed at attracting international investment in improving regional trade between South and Central Asia. This initiative assumes that the residual military activities by ISAF (the NATO-led security mission in Afghanistan) will not be effective until Kabul is again an economically viable state through the development of trade and transit routes. Two aspects characterize the essence of this project: 1) connect Central and South Asia (Pakistan and India) by highways via Afghanistan; and 2) create a free trade zone between Central and South Asia. The problem with this initiative lies in Afghanistan itself. The notion of operating roads, railway tracks, and power networks connecting Central Asia with Afghanistan and supplying fuel for the economic growth of the entire subcontinent, seriously underestimates the legacy left after the conflict—security threats, drug trafficking and governance problems in the country and the region as a whole, and complex political relations between India and Pakistan. There are other weak points in the strategy of the “New Silk Road.” Iran, one of the most important trading partners of Afghanistan and a pillar of the ancient Silk Road, is excluded from the vision. However, this transit corridor could provide a viable alternative to riskier routes through Afghanistan and Pakistan.
Missing in the US strategy is how it with internal budgetary issues and after withdrawal of troops from Afghanistan would be in a position to subsidize these transit routes. Moreover, the United States has emphasized that it does not plan to spend much money on the project. “With governments all around the world facing economic challenges, we have to focus on ways to make this work with limited government support. So, for the New Silk Road vision to realize its potential, it is critical that the Afghan government and its neighbors take ownership of the effort,” said Robert Hormats, US Under Secretary of State for Economic Growth, Energy and Agricultural Affairs.

Prospects for China’s Eurasia Pivot
Over the past few decades, the great powers have attempted to build their own bridgeheads to form a new geopolitical architecture on the Eurasian continent. The United States, China, the EU, and Russia all have sought to establish their dominance in this crucial “World-Island.” However, it seems that China has gradually taken a lead in the Eurasian race. Beijing is constantly consolidating its position in the major geopolitical nodes of Eurasia as a result of is rapidly expanding economic presence. In contrast, the EU and US governments are constrained by the economic resources at their disposal, while Russia is suffering from the economic sanctions adopted by the West and seeing its economic strength significantly weakened.
Beijing’s Eurasia pivot will continue to be shaped by both internal and external factors, including satisfying increasing energy demands against the backdrop of instability in the Middle East and North Africa (main energy suppliers of China), as well as finding additional export outlets for Chinese products. Equally important for China is providing “balanced” development for its western provinces and counteracting separatist and extremist groups in Xinjiang, especially given the possible emergence of “instability” hotbeds in conjunction with the uncertainty of the situation in Afghanistan after 2014.
In connection with the recent establishment of the AIIB and the Silk Road Fund, the scale of China’s “silk roads” projects suggests that China, as before, would focus on economic cooperation with Central Asian countries, Russia, Iran, the Transcaucasia republics, Turkey, and Pakistan, i.e. with the states that have an important geostrategic position in Eurasia. At the same time, Central Asia would remain the main region of China’s regional efforts in implementing its “Marching Westwards” strategy. This region is a rich storehouse of natural resources and an important transport route for Chinese exports to the west.
China’s economic influence in Central Asia inevitably implies a geopolitical challenge to Russia’s position in the region, as Moscow promotes its own Eurasian Economic Union. In these circumstances, Russia is likely to proceed from a “control-cooperation” strategy, which can serve as a basis for interaction between Moscow and Beijing not only in Central Asia but also in Eurasia as a whole. On the one hand, Russia would keep a close watch on China: the Kremlin would “delicately” try to set the limits of the Chinese presence in the region in order to avoid a direct confrontation. This does not mean that China will become a geopolitical rival of Russia. On the contrary, China is its important strategic partner. Against the background of the Ukrainian crisis and subsequent deterioration of relations between Russia and the West, Beijing’s support is essential for Moscow. On the other hand, there are plenty of other areas to strengthen joint efforts between these two countries, such as transnational threats (separatism, extremism, terrorism, and drug trafficking) that are especially relevant for Central Asia and the Middle East. Perhaps there is a need to develop a set of additional measures to ensure the security of the region within the SCO framework in the case of instability in Central Asia and the aggravation of the situation in Afghanistan. China itself is not going to interfere directly and would welcome other actors (Russia, the United States) to maintain security in the region. China would shape its regional policy with regard to Sino-Russian relations of strategic cooperation and interest, and in accordance with the current dynamics in Central Asia.
China’s geopolitical influence and its global aspirations reinforced by the growing opportunities in Eurasia would naturally increase. At the same time, Beijing would give preference to long-term processes. It may use the SCO as a tool to promote its economic interests in the region, but it will refrain from lobbying for “free trade” projects within the SCO. Ultimately, Beijing would be reluctant to see itself as an integration engine in the former Soviet space or transform the SCO into a new integration project. The main tool of Beijing’s Eurasia Pivot is an array of transport and logistics corridors to bind Central, West, South, and Southeast Asia into a unified transport network. The leadership believes that its management of the vast transcontinental corridors would play a decisive role in the re-configuration of forces in Eurasia.
The AIIB coupled with the Silk Road Fund may become the first steps of large-scale infrastructure construction in Eurasia. This prospect has been warmly received by the founding members, many of which experience a shortage of capital for infrastructure projects. For instance, Kazakhstan and Turkmenistan have relatively stable economic growth due to the export of raw materials but lack modern infrastructure. Therefore, there is an assumption that Central Asian countries would become some of the first beneficiaries. In particular, the AIIB may fund the construction of the railway “China-Kyrgyzstan-Uzbekistan” with potential access to Turkmenistan and the Middle East.
There are a wide range of challenges, which might hinder China’s Eurasian offensive. In some ways, China’s economic ties with Central Asia resemble the overall scheme that Beijing is applying in Africa and Latin America with special emphasis on natural resource extraction and export of goods. It is inclined to consider Central Asia as a raw material appendage of its economy. To strengthen its presence will be largely determined by its increasing investment activity in the commodity sector, the development of pipelines, and various infrastructure projects. However, further commitment to the formula “investments in exchange for raw materials” entails some negative consequences. “China may be accused of neo-colonialism in an attempt to turn the region into raw material appendages. Thus, in order to avoid this, it is necessary to invest into the environment protection projects, increase the people’s welfare in the region and create jobs for the local population.”
As mentioned earlier, Beijing intends to open new links towards Central Asia and to link Kyrgyzstan, hydrocarbon-rich Uzbekistan, Turkmenistan, Iran, Iraq, and Syria with Europe via a unified railway network. Nevertheless, political power in some countries of Central Asia and the Middle East is not sufficiently stable. In addition, these regions struggle with poverty and a wide range of ethnic and religious conflicts. Presently the Syrian and Iraqi governments are waging fierce battles with numerous armed groups. Given the extremely difficult political and military situation, the prospects of building the railway through these states currently seem remote.
If Beijing decided to be part of this complex picture, it would be very difficult to withdraw from these areas. If it chose to embark on “constructive interference,” there should be a prearranged plan to deal with possible issues and to take into account complex relations between states. The Middle East is characterized by competition between regional leaders, such as Iran, Saudi Arabia, Turkey, Egypt, and Israel. In South Asia, there are still India-Pakistan tensions. No matter what position Beijing took on a particular issue, there would always be a dissatisfied party, leaving it walking a thin line between the interests of different states. However, the situation today in Central Asia gives it a good opportunity to solidify its presence in the region and consequently its “Marching Westwards” strategy in other key nodes of Eurasia. The Central Asian vector of China’s Eurasia pivot is the biggest target of its effort at regional integration. At present, China has a huge influence on the geopolitical balance of power there, wherein it does not use traditional “force” projection peculiar to the great powers. China’s economic might accompanied by “unconditional” investment packages will give Beijing the status of a key player in the region.
The overall scale of the “Silk roads” projects suggests that Beijing’s economic policies are gradually acquiring a geopolitical dimension, both at the regional and the global level. At the same time, Chinese officials have repeatedly insisted that its Eurasian strategy allows for the coexistence of the Russian Eurasian Economic Union and the American “New Silk Road” initiative. Despite all the talk about global interdependence and a win-win outcome for everyone, however, Chinese policymakers might continue to look at the world through the prism of geopolitical competition with the United States, as American policymakers do towards China.
So far, China continues to facilitate comprehensive economic cooperation with an emphasis on transport links. As already noted, China’s Eurasia pivot will for the moment not involve the creation of FTAs or any other integration structures. In this respect, China is increasingly looking to the Asia-Pacific region with the FTA of the Asia-Pacific (FTAAP) initiative pushed forward by Xi Jinping at the recent APEC summit. Some experts predict that in the long-term, China will incorporate the SREB and the Maritime Silk Road into the FTAAP. Due to the emergence of new internal and external threats in Eurasia, some China observers are inclined to believe that Beijing’s presence in the continent would not be solely for economic purposes. Given the coexistence of several great powers in Eurasia, the role China plays would inevitably have geopolitical implications towards the other players in this region. As Beijing’s stakes are rising in Eurasia, it would probably be more straightforward and assertive to secure its economic interests. However, Beijing would largely remain restrained, as it currently has neither the resources nor the political will to march westwards as a hegemon. The future Eurasian continent might see a complex structure of regional institutions and a balance of power, both of which will bind China. For China, the most urgent question is what kind of regional order it wants to establish through its Eurasia pivot and how.

Zhang Xiaotong and Marlen Belgibayev
The Asan Forum is an online publication for in-depth interpretation of rapid changes across the Asia-Pacific region. Its primary mission is to capture the latest currents of thought within Asia on transformative issues as expressed through voices from the region and assessments by outsiders. While current events and how they are interpreted are in the forefront, insight into the historical and cultural background relevant to distinct national responses is also stressed. The objective is to stimulate well-informed observations from diverse perspectives that highlight what political elites and the media in Asia are currently discussing.


.~`~.
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική

*
*

Άναρχες τάξεις και ισορροπίες ισχύος. Βία στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, αλληλεξάρτηση και ολοκλήρωση, οι αρετές της αναρχίας - διαφορές εθνικών και διεθνών δομών, άναρχων και ιεραρχικών πεδίων, εσωτερικών και εξωτερικών υποθέσεων.

$
0
0


.~`~.
Βια στο εσωτερικό και στο εξωτερικό

Μεταξύ των ανθρώπων, όπως και μεταξύ των κρατών, η αναρχία, ή αλλιώς η απουσία κυβέρνησης, είναι συνδεδεμένη με την εμφάνιση της βίας. Λέγεται ότι η απειλή χρήσης βίας και η επαναλαμβανόμενη χρήση στρατιωτικής ισχύος είναι αυτό που διακρίνει τις διεθνείς από τις εθνικές υποθέσεις. Όμως στην παγκόσμια ιστορία είναι βέβαιο ότι οι περισσότεροι ηγεμόνες ήταν υποχρεωμένοι να έχουν υπόψη τους ότι οι υπηκόοι τους μπορεί να χρησιμοποιήσουν βία, για να τους αντισταθούν ή να τους ανατρέψουν. Αν η απουσία κυβέρνησης είναι συνδεδεμένη με την απειλή χρήσης βίας, το ίδιο συμβαίνει και με την παρουσία κυβέρνησης... Οι καταστρεπτικότεροι πόλεμοι κατά την εκατονταετία που ακολούθησε την ήττα του Ναπολέοντα έλαβαν χώρα όχι μεταξύ κρατών αλλά εντόςκρατών... Είναι εύκολο να παραβλέψουμε το γεγονός ότι οι αγώνες για την κατάκτηση και τη διατήρηση της εξουσίας, για την επιβολή της τάξης και για την επίτευξη κάποια μορφής δικαιοσύνης στο εσωτερικό των κρατών μπορεί να είναι πιο αιματηροί απ'ό,τι οι πόλεμοι μεταξύ κρατών.
Αν η αναρχία ταυτιστεί με το χάος, την καταστροφή και τον θάνατο, τότε η διάκριση μεταξύ αναρχίας και κυβέρνησης δεν μας λέει και πολλά. Τι είναι πιο επισφαλές, ο βίος ενός κράτους μεταξύ κρατών ή ο βίος μιας κυβέρνησης σε σχέση προς τους υπηκόους της; Η απάντηση ποικίλλει ανάλογα με τον χώρο και τον χρόνο. Ορισμένες φορές υπάρχουν ή αναμένονται χαμηλά ποσοστά βίας μεταξύ ορισμένων κρατών. Ορισμένες φορές υπάρχουν ή αναμένονται υψηλά ποσοστά βίας εντός ορισμένων κρατών. Η χρήση βίας ή ο συνεχής φόβος της χρήσης της δεν αποτελούν επαρκείς αιτιολογίες για τη διάκριση μεταξύ διεθνών και εσωτερικών υποθέσεων. Αν η πιθανή και η πραγματική χρήση βίας σημαδεύουν τόσο την εθνική όσο και τη διεθνή τάξη, τότε δεν μπορεί να υπάρξει μόνιμη διάκριση μεταξύ των δύο πεδίων βάσει της χρήσης ή της μη χρήσης βίας. Καμία ανθρώπινη τάξη δεν είναι απρόσβλητη από τη βία.
Για να ανακαλύψουμε ποιοτικές διαφορές μεταξύ εσωτερικών και εξωτερικών υποθέσεων, θα πρέπει να αναζητήσουμε κάποιο άλλο κριτήριο αντί για την εμφάνιση της βίας. Η διάκριση μεταξύ διεθνών και εθνικών πεδίων πολιτικής δεν βρίσκεται στη χρήση ή στη μη χρήση βίας αλλά στις διαφορετικές δομές τους. Όμως, αν ο κίνδυνος να υποστείς βίαιη επίθεση είναι μεγαλύτερος, για παράδειγμα, αν κάνεις έναν βραδινό περίπατο στο κέντρο του Ντιτρόιτ απ'ό,τι αν κάνεις πικνικ στη γαλλογερμανική μεθόριο, τότε τι πρακτική διαφορά έχει η διαφορά της δομής; Στον εθνικό, όπως και στον διεθνή χώρο, η επαφή δημιουργεί σύγκρουση και ενίοτε καταλήγει σε βία. Η διαφορά μεταξύ εθνικής και διεθνούς πολιτικής έγκειται όχι στη χρήση βίας αλλά στούς διαφορετικούς τρόπους οργάνωσης για την αντιμετώπιση της βίας. Μία κυβέρνηση, η οποία κυβερνά έχοντας κάποιο βαθμό νομιμοποίησης, επιφυλάσσει για τον εαυτό της το δικαίωμα χρήσης βίας -με άλλα λόγια, το δικαίωμα να εφαρμόζει μία σειρά κυρώσεων, προκειμένου να ελέγξει τη χρήση βίας από τούς υπηκόους της. Αν κάποιος χρησιμοποιήσει ιδιωτική βία, οι υπόλοιποι μπορούν να αποταθούν στην κυβέρνηση. Είναι κάτι παραπάνω από εμφανές ότι η κυβέρνηση δεν έχει το μονοπώλιο στη χρήση βίας. Εντούτοις, μία αποτελεσματική κυβέρνηση έχει το μονοπώλιο στη νομιμοποιημένηχρήση βίας και σε αυτό το σημείο νομιμοποιημένη κυβέρνηση σημαίνει ότι δημόσιοι παράγοντες είναι οργανωμένοι έτσι, ώστε να εμποδίζουν και να αντιμετωπίζουν την ιδιωτική χρήση βίας. Οι πολίτες δεν είναι αναγκαίο να προετοιμάζονται, για να υπερασπίσουν τούς εαυτούς τούς. Αυτό το κάνουν για λογαριασμό τους οι δημόσιες υπηρεσίες. Το εθνικό σύστημα δεν είναι σύστημα αυτοβοήθειας. Το διεθνές σύστημα είναι.

.~`~.
Αλληλεξάρτηση και ολοκλήρωση

α´
Η πολιτική σημασία της αλληλεξάρτησης ποικίλλει ανάλογα με το εάν ένα πεδίο είναι οργανωμένο έχοντας καθορισμένες και εδραιωμένες σχέσεις εξουσίας ή παραμένει ανοργάνωτο από τυπική άποψη. Εάν ένα πεδίο είναι τυπικά οργανωμένο, οι μονάδες του είναι ελεύθερες να εξειδικευτούν, να προωθούν η καθεμιά τα δικά της συμφέροντα, χωρίς να τις απασχολεί η ανάπτυξη των μέσων πού θα τούς επιτρέψουν να συντηρήσουν την ταυτότητά τους και να διατηρήσουν την ασφάλειά τούς ενόψει των άλλων μονάδων. Είναι ελεύθερες να εξειδικευτούν, επειδή δεν έχουν λόγο να φοβούνται την αυξανόμενη αλληλεξάρτηση πού επιφέρει η εξειδίκευση. Αν αυτοί που εξειδικεύονται περισσότερο ωφελούνται περισσότερο, τότε προκύπτει ανταγωνισμός στην εξειδίκευση. Αγαθά μεταποιούνται, δημητριακά παράγονται, η έννομη τάξη διατηρείται, εμπόριο διεξάγεται και οικονομικές υπηρεσίες παρέχονται από ανθρώπους που εξειδικεύονται σε ολοένα και στενότερα πεδία. Με απλούς οικονομικούς όρους, ο τσαγκάρης εξαρτάται από τον ράφτη για τα παντελόνια του και ο ράφτης από τον τσαγκάρη για τα παπούτσια του, ενώ ο καθένας τους θα ήταν κακοντυμένος χωρίς τις υπηρεσίες τον άλλου. Με απλούς πολιτικούς όρους, το Κάνσας εξαρτάται από την Ουάσιγκτον για προστασία και ρυθμίσεις και η Ουάσιγκτον εξαρτάται από το Κάνσας για βοδινό κρέας και σιτάρι. Όταν λέγεται ότι σε τέτοιες περιπτώσεις η αλληλεξάρτηση είναι στενή, δεν είναι απαραίτητο να υποστηριχτεί ότι το ένα μέρος δεν μπορεί να μάθει να ζει χωρίς το άλλο. Το μόνον που χρειάζεται να ειπωθεί είναι ότι το κόστος της διάλυσης της αλληλεξαρτώμενης σχέσης Θα ήταν υψηλό. Οι άνθρωποι και οι θεσμοί εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό ο ένας από τον άλλον εξαιτίας των διαφορετικών έργων που εκτελούν και των διαφορετικών αγαθών που παράγουν και ανταλλάσσουν. Τα μέρη μίας πολιτείας συγκροτούν ένα ενιαίο σύνολο χάρη στις διαφορές τους.
Οι διαφορές μεταξύ των εθνικών και των διεθνών δομών αντανακλώνται στον τρόπο με τον οποίο οι μονάδες του κάθε συστήματος ορίζουν τους σκοπούς τους και αναπτύσσουν τα μέσα επίτευξης αυτών των σκοπών. Σε άναρχα πεδία όμοιες μονάδες δρουν ταυτόχρονα. Σε ιεραρχικά πεδία ανόμοιες μονάδες αλληλεπιδρούν. Σε ένα άναρχο πεδίο οι μονάδες είναι από λειτουργική άποψη παρόμοιες και τείνουν να παραμένουν έτσι. Όμοιες μονάδες εργάζονται, για να διατηρήσουν έναν βαθμό ανεξαρτησίας και μπορεί ακόμη και για να επιδιώξουν την αυτάρκεια. Σε ένα ιεραρχικό πεδίο οι μονάδες είναι διαφοροποιημένες και τείνουν να αυξάνουν τον βαθμό εξειδίκευσής τούς. Οι διαφοροποιημένες μονάδες γίνονται στενά αλληλεξαρτώμενες -τόσο πιο στενά, όσο προχωρά η εξειδίκευσή τους. Εξαιτίας της διαφοράς δομής η αλληλεξάρτηση εντός των εθνών και η αλληλεξάρτηση μεταξύ των εθνών αποτελούν διαφορετικές έννοιες. Προκειμένου να ακολουθήσω την προτροπή των μελετητών της λογικής σύμφωνα με την οποία κατά τη διάρκεια μίας ανάλυσης θα πρέπει να διατηρείται ένα μοναδικό νόημα για κάθε δεδομένο όρο, θα χρησιμοποιήσω τον όρο «ολοκλήρωση», για να περιγράψω την κατάσταση εντός των κρατών, και τον όρο «αλληλεξάρτηση», για να περιγράψω την κατάσταση μεταξύ των κρατών.
Παρότι τα κράτηείναι όμοιες μονάδες λειτουργικά, διαφέρουν κατά πολύ στις δυνατότητές τούς. Από αυτού του είδους τις διαφορές προκύπτει ένας καταμερισμός εργασίας. Εντούτοις, ο καταμερισμός της εργασίας μεταξύ των κρατών είναι μικρός συγκριτικά με τον πολύ αναπτυγμένο καταμερισμό της εργασίας στο εσωτερικό τούς. Η ολοκλήρωση φέρνει πολύ κοντά τα διάφορα τμήματα του έθνους. Η αλληλεξάρτηση μεταξύ των εθνών τα αφήνει χαλαρά συνδεδεμένα. Παρότι γίνεται συχνά λόγος για ολοκλήρωση των εθνών, αυτή σπανίως λαμβάνει χώρα. Τα έθνη θα μπορούσαν να πλουτίσουν αμοιβαίως, αν καταμέριζαν όχι μόνον την εργασία που κατευθύνεται προς την παραγωγή αγαθών αλλά και τα άλλα έργα που εκτελούν, όπως την πολιτική διοίκηση και τη στρατιωτική άμυνα.Γιατί η ολοκλήρωσή τους δεν λαμβάνει χώρα; Η δομή της διεθνούς πολιτικής περιορίζει τη συνεργασία των κρατών με δύο τρόπους.

β´
Σε ένα σύστημα αυτοβοήθειας η κάθε μονάδα αφιερώνει ένα τμήμα των προσπαθειών της όχι στην προώθηση της ευημερίας της αλλά στην παροχή των μέσων προστασίας της από άλλες μονάδες. Σε ένα σύστημα καταμερισμένης εργασίας η εξειδίκευση λειτουργεί προς όφελος όλων αλλά όχι εξίσου. Η ανισότητα στην αναμενόμενη κατανομή του αυξημένου προϊόντος αποτελεί ισχυρό ανασταλτικό παράγοντα στην επέκταση του καταμερισμού της εργασίας διεθνώς. Όταν βρίσκονται αντιμέτωπα με την πιθανότητα συνεργασίας για αμοιβαίο όφελος, κράτη που αισθάνονται ανασφαλή θα πρέπει να ρωτούν πως θα κατανεμηθεί το όφελος. Είναι αναγκασμένα να μη ρωτούν «θα ωφεληθούμε και οι δυο μας;» αλλά να ρωτούν «Ποιος θα ωφεληθεί περισσότερο;» Αν ένα αναμενόμενο όφελος κατανεμηθεί, για παράδειγμα, σε αναλογία δύο προς ένα, το ένα κράτος μπορεί να χρησιμοποιήσει το δυσανάλογο όφελος του, για να υλοποιήσει μία πολιτική που αποσκοπεί στο να ζημιώσει ή να καταστρέψει το άλλο. Ακόμη και η προοπτική μεγάλων απόλυτων ωφελημάτων και για τα δύο μέρη δεν επιφέρει τη συνεργασία τους, αν το καθένα απ'αυτά έχει φόβο για το πώς το άλλο θα χρησιμοποιήσει τις αυξημένες δυνατότητές του. θα πρέπει να επισημάνουμε ότι τα εμπόδια προς τη συνεργασία μπορεί να μην οφείλονται στον χαρακτήρα και στις άμεσες προθέσεις των δύο μερών. Αυτό που επενεργεί ενάντια στη συνεργασία τους είναι η κατάσταση της ανασφάλειας -κατ'ελάχιστον η αβεβαιότητα για τις μελλοντικές προθέσεις και ενέργειες του άλλου.
Σε κάθε σύστημα αυτοβοήθειας οι μονάδες ανησυχούν για την επιβίωσή τους και η ανησυχία προσαρμόζει τη συμπεριφορά τους. Οι ολιγοπωλιακές αγορές περιορίζουν τη συνεργασία των επιχειρήσεων κυρίως όπως οι διεθνείς πολιτικές δομές περιορίζουν τη συνεργασία των κρατών. Στα πλαίσια των κανόνων που θέτουν οι κυβερνήσεις η επιβίωση και η ευημερία των επιχειρήσεων εξαρτώνται από τις δικές τους προσπάθειες. Οι επιχειρήσεις δεν χρειάζεται να παρέχουν στους εαυτούς τους φυσική προστασία από επιθέσεις άλλων επιχειρήσεων. Είναι ελεύθερες να ασχοληθούν με τα οικονομικά συμφέροντά τους. Ως οικονομικές οντότητες όμως ζουν σε έναν κόσμο αυτοβοήθειας. Όλες θέλουν να αυξήσουν τα κέρδη τους. Αν αναλάβουν υπερβολικό ρίσκο κατά τη προσπάθεια τούς να αυξήσουν τα κέρδη τους, θα πρέπει να αναμένουν ότι θα υποστούν τις συνέπειες. Όπως το διατυπώνει ο William Fellner, είναι «αδύνατο να αυξηθούν τα κέρδη όλων, χωρίς να γίνει συμπαιγνία στη διαχείριση όλων των σχετικών μεταβλητών» και αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνον με «τον πλήρη αφοπλισμό μεταξύ των επιχειρήσεων». Όμως δεν είναι λογικό για τις επιχειρήσεις να αφοπλιστούν, ακόμη κι αν αυτό γίνει, για να αυξηθούν τα κέρδη τους. Αυτή η πρόταση μετριάζει, αλλά δεν αναιρεί, την υπόθεση ότι οι επιχειρήσεις αποσκοπούν στο μέγιστο κέρδος. Για να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη τους όχι μόνον σήμερα αλλά και αύριο, οι επιχειρήσεις θα πρέπει προηγουμένως να επιβιώσουν... Οι επιχειρήσεις είναι αναγκασμένες να βρουν τη χρυσή τομή ανάμεσα στη μεγιστοποίηση των κερδών τους και στην ελαχιστοποίηση του κινδύνου της εξαφάνισης τους. Δύο επιχειρήσεις μπορεί να βγούν και οι δύο ωφελημένες, αν μια από αυτές δεχτεί ανταλλάγματα από την άλλη, για να αποσυρθεί από κάποιο τμήμα της αγοράς. Όμως μια επιχείρηση που αποδέχεται να έχει μικρότερες αγορές με αντάλλαγμα κέρδη θα έχει μεγάλο μειονέκτημα, αν, για παράδειγμα, ένας νέος αγώνας για αγορές οδηγήσει σε πόλεμο τιμών. Μια επιχείρηση θα πρέπει, αν είναι δυνατόν, να μη δεχτεί να έχει μικρότερες αγορές με αντάλλαγμα μεγαλύτερα κέρδη. Ο Fellner επιμένει ότι «δεν ενδείκνυται να αφοπλιστείς έναντι των ανταγωνιστών σου». Γιατί όχι; Επειδή «υπάρχει πάντα η δυνατότητα επανάληψης των εχθροπραξιών». Η συλλογιστική του Fellner μοιάζει πολύ με τη συλλογιστική που έκανε ο Lenin, όταν πίστευε ότι οι καπιταλιστικές χώρες ουδέποτε θα ήταν σε θέση να συνεργαστούν για τον αμοιβαίο πλουτισμό τους σε μια γιγαντιαία καπιταλιστική επιχείρηση. Όπως και τα έθνη, έτσι και οι ολιγοπωλιακές επιχειρήσεις θα πρέπει να ενδιαφέρονται περισσότερο για τη σχετική δύναμη παρά για το απόλυτο πλεονέκτημα.

γ´
Ένα κράτος ανησυχεί για μία κατανομή πιθανών ωφελημάτων που μπορεί να ωφελούν τα άλλα κράτη περισσότερο από εκείνο. Αυτός είναι ο πρώτος τρόπος με τον οποίο η δομή της διεθνούς πολιτικής περιορίζει τη συνεργασία των κρατών. Ένα κράτος ανησυχεί επίσης μήπως τα συνεργατικά εγχειρήματα και οι ανταλλαγές αγαθών και υπηρεσιών το καταστήσουν εξαρτημένο από άλλα κράτη. Αυτός είναι ο δεύτερος τρόπος με τον οποίο η δομή της διεθνούς πολιτικής περιορίζει τη συνεργασία των κρατών. Όσο περισσότερο ένα κράτος εξειδικεύεται, τόσο περισσότερο βασίζεται σε άλλα κράτη, για να του προμηθεύσουν τα υλικά και τα αγαθά τα οποία εκείνο δεν παράγει. Όσο μεγαλύτερες είναι οι εισαγωγές και οι εξαγωγές ενός κράτους, τόσο περισσότερο βασίζεται σε άλλους. Η παγκόσμια ευημερία θα αυξανόταν, αν αναπτυσσόταν ένας ακόμη πιο πολύπλοκος καταμερισμός εργασίας, αλλά με τον τρόπο αυτό τα κράτη θα εισέρχονταν σε καταστάσεις ακόμη στενότερης αλληλεξάρτησης. Ορισμένα κράτη μπορεί να μην αντισταθούν σ'αυτό. Για μικρά και άπορα κράτη η αντίσταση στην αλληλεξάρτηση θα είχε υπερβολικό κόστος. Όμως τα κράτη που όντως μπορούν να αντισταθούν στην περαιτέρω σύζευξη με άλλα κράτη συνήθως το κάνουν με δυο τρόπους. Τα κράτη που είναι πολύ εξαρτώμενα, ή στενά αλληλεξαρτώμενα, ανησυχούν για το πώς θα εξασφαλίσουν αυτό από το οποίο είναι εξαρτώμενα. Μεγάλη αλληλεξάρτηση μεταξύ κρατών σημαίνει ότι τα εν λόγω κράτη βιώνουν ή υπόκεινται στην κοινή τρωτότητα που συνεπάγεται η μεγάλη αλληλεξάρτηση. Όπως και οι άλλοι οργανισμοί, έτσι και τα κράτη επιδιώκουν να ελέγξουν αυτό από το οποίο εξαρτώνται ή να μειώσουν τον βαθμό της εξάρτησής τους. Αυτή η απλή σκέψη εξηγεί σε μεγάλο βαθμό τη συμπεριφορά των κρατών• εξηγεί τόσο τις αυτοκρατορικές εξορμήσεις τους, προκειμένου να διευρύνουν τη ζώνη ελέγχου τούς όσο και τις προσπάθειες τούς για εξασφάλιση μεγαλύτερης αυτάρκειας.
Οι δομές ενθαρρύνουν ορισμένες συμπεριφορές και τιμωρούν αυτούς πού δεν ανταποκρίνονται σε αυτή την ενθάρρυνση. Στον εθνικό χώρο πολλοί παραπονιούνται για την πολύ μεγάλη ανάπτυξη τον καταμερισμού εργασίας, μία εξέλιξη πού έχει ως αποτέλεσμα να ανατίθενται στα άτομα ολοένα στενότερες αποστολές. Παρ'όλα αυτά, η εξειδίκευση προχωρά και ο βαθμός εξειδίκευσης είναι ένα μέτρο της ανάπτυξης των κοινωνιών. Σε ένα τυπικά οργανωμένο πεδίο υπάρχουν ανταμοιβές για κάθε μονάδα που είναι σε θέση να εξειδικευτεί, προκειμένου να αυξήσει την αξία πού έχει για τούς άλλους σε ένα σύστημα καταμερισμένης εργασίας. Ο κανόνας στο εσωτερικό είναι: «Εξειδικεύσου»! Στον διεθνή χώρο πολλοί παραπονιούνται για τους πόρους πού ξοδεύονται μη παραγωγικά για την άμυνα και για τις χαμένες ευκαιρίες αύξησης της ευημερίας των λαών τους μέσω της συνεργασίας με άλλα κράτη. Παρ'όλα αυτά, η συμπεριφορά των κρατών ελάχιστα αλλάζει. Σε ένα ανοργάνωτο πεδίο κάθε μονάδα έχει κίνητρο να είναι σε θέση να φροντίσει τον εαυτό της, καθώς δεν μπορεί να βασίζεται σε κανέναν, για να τη φροντίσει. Ο κανόνας στον διεθνή χώρο είναι: «Φρόντισε τον εαυτό σου»! Ορισμένοι αρχηγοί κρατών μπορεί να αντιληφθούν ότι η ευημερία όλων των κρατών θα αυξανόταν, αν συμμετείχαν σε έναν πληρέστερο καταμερισμό εργασίας. Όμως το να δράσει κάποιος σύμφωνα με αυτή την ιδέα σημαίνει ότι δρα σύμφωνα με έναν κανόνα του εσωτερικού χώρου, έναν κανόνα ο οποίος δεν έχει εφαρμογή διεθνώς. Αυτό που μπορεί να ήθελε κάποιος να κάνει ελλείψει δομικών περιορισμών είναι διαφορετικό από αυτό πού ενθαρρύνεται να κάνει, όταν υπάρχουν οι δομικοί περιορισμοί. Τα κράτη δεν εισέρχονται πρόθυμα σε καταστάσεις αυξημένης εξάρτησης. Σε ένα σύστημα αυτοβοήθειας οι συλλογισμοί περί ασφάλειας υποτάσσουν το οικονομικό όφελος στο πολιτικό συμφέρον.
Αυτό που το κάθε κράτος κάνει για τον εαυτό του μοιάζει πολύ με αυτό που κάνουν όλα τα άλλα κράτη. Τα κράτη στερούνται τα πλεονεκτήματα που θα παρείχε ένας πλήρης καταμερισμός εργασίας, πολιτικής και οικονομικής. Συν τοις άλλοις, οι αμυντικές δαπάνες είναι μη παραγωγικές για όλους και αναπόφευκτες για τους περισσότερους. Αντι για αυξημένη ευημερία, η ανταμοιβή τους είναι η διατήρηση της αυτονομίας τους. Τα κράτη ανταγωνίζονται αλλά όχι με το να συνεισφέρουν τις ατομικές προσπάθειες τους στην από κοινού παραγωγή αγαθών για αμοιβαίο όφελος. Εδώ έγκειται μια δεύτερη μεγάλη διαφορά μεταξύ των διεθνών πολιτικών και οικονομικών συστημάτων.

.~`~.
Οι αρετές της αναρχίας

α´
Για να πετύχουν τους αντικειμενικούς σκοπούς τους και να διατηρήσουν την ασφάλεια τους, μονάδες που βρίσκονται σε κατάσταση αναρχίας -είτε πρόκειται για ανθρώπους, είτε για επιχειρήσεις, είτε για κράτη, είτε για οτιδήποτε άλλο- θε πρέπει να βασίζονται στα μέσα που μπορούν να κινητοποιήσουν και στους διακανονισμούς που μπορούν να κάνουν για τους εαυτούς τους. Η αυτοβοήθεια είναι κατ'ανάγκην η αρχή της δράσης σε μια άναρχη τάξη. Μια κατάσταση αυτοβοήθειας είναι μια κατάσταση υψηλού κινδύνου -χρεοκοπίας στο οικονομικό πεδίο, πολέμου σε έναν κόσμο ελεύθερων κρατών. Συνάμα είναι μια κατάσταση στην οποία το οργανωτικό κόστος είναι χαμηλό.
Εντός μιας οικονομίας ή εντός μιας διεθνούς τάξης οι κίνδυνοι μπορεί να αποφευχθούν ή να μειωθούν μέσω μετακίνησης από μια κατάσταση συντονισμένης δράσης σε μια κατάσταση προϊστάμενου-υφιστάμενου'μ'άλλα λόγια, δημιουργώντας υπηρεσίες με αποτελεσματική εξουσία και επεκτείνοντας ένα σύστημα κανόνων. Η κυβέρνηση ανακύπτει εκεί όπου οι ίδιες οι λειτουργίες της ρύθμισης και της διοίκησης γίνονται διακριτές και εξειδικευμένες αποστολές. Το κόστος της διατήρησης μιας ιεραρχικής δομής αγνοείται συχνά από εκείνους που παραπονιούνται για την απουσία της. Οι οργανισμοί έχουν τουλάχιστον δύο στόχους: να πραγματοποιήσουν κάτι και να διατηρηθούν ως οργανισμοί. Πολλές από τις δραστηριότητες τους κατευθύνονται προς τον δεύτερο σκοπό. Οι ηγέτες των οργανισμών και ιδίως οι πολιτικοί ηγέτες, δεν κατέχουν σε βάθος τα ζητήματα με τα οποία ασχολούνται οι οργανισμοί τους. Έχουν γίνει ηγέτες, όχι επειδή είναι ειδικοί στο ένα ή στο άλλο πράγμα αλλά επειδή είχαν εξαιρετικές επιδόσεις στις οργανωτικές τέχνες -στη διατήρηση του ελέγχου των μελών μιας ομάδας, στο να αποσπούν προβλέψιμες και ικανοποιητικές προσπάθειες από τα εν λόγω μέλη, στο να διατηρούν τη συνοχή μιας ομάδας. Όταν λαμβάνονται πολιτικές αποφάσεις, η πρώτη και σημαντικότερη έγνοια δεν είναι να επιτευχθούν οι σκοποί που μπορεί να έχουν τα μέλη του οργανισμού αλλά να εξασφαλιστεί η συνέχεια και η υγεία του ίδιου του οργανισμού (Diesing 1962, Downs 1967).
Μαζί με τα πλεονεκτήματα των ιεραρχικών τάξεων έρχεται και το κόστος τους. Επιπρόσθετα, στις ιεραρχικές τάξεις τα μέσα του ελέγχου καθίστανται αντικείμενο διαπάλης. Τα ουσιώδη ζητήματα καταλήγουν να διαπλέκονται με τις προσπάθειες να επηρεαστούν ή να ελεγχθούν οι ελεγκτές. Η ιεραρχική τάξη της πολιτικής προσθέτει ένα ακόμη αντικείμενο στα πολυάριθμα αντικείμενα διαπάλης και το αντικείμενο που προστίθεται βρίσκεται σε μια νέα τάξη μεγέθους...
Ως ιεραρχικά συστήματα οι κυβερνήσεις σε εθνικό ή σε πλανητικό επίπεδο διαταράσσονται από την αποσκίρτηση σημαντικών τμημάτων τους. Σε μία κοινωνία κρατώνμε μικρή συνοχή οι προσπάθειες για εγκαθίδρυση παγκόσμιας κυβέρνησης θα ναυαγούσαν λόγω της ανικανότητας μίας αναδυόμενης κεντρικής εξουσίας να κινητοποιήσει τους πόρους που χρειάζονται για τη δημιουργία και τη διατήρηση της ενότητας του συστήματος ρυθμίζοντας και διοικώντας τα τμήματά του.Η προοπτική μίας παγκόσμιας κυβέρνησης θα ήταν πρόσκληση για παγκόσμιο εμφύλιο πόλεμο.
Αυτό φέρνει στον νου μία ανάμνηση του Milovan Djilas από τον Β'Παγκόσμιο πόλεμο. Σύμφωνα με τον Djilas εκείνος και πολλοί ρώσοι στρατιώτες κατα τις συζητήσεις τους στη διάρκεια τον πολέμου κατέληξαν να πιστεύουν ότι οι ανθρώπινες διαμάχες θα αποκτούσαν τη μέγιστη σφοδρότητα, αν όλοι οι άνθρωποι υποκειντο στο ίδιο κοινωνικό σύστημα· «κι αυτό, γιατί το σύστημα θα ήταν αδύνατο να διατηρηθεί και διάφορες σέχτες θα προέβαιναν στην απερίσκεπτη καταστροφή της ανθρώπινης φυλής χάριν της ευτυχίας της». Τα κράτη δεν μπορούν να εμπιστευτούν διοικητικές εξουσίες σε μία κεντρική υπηρεσία, αν αυτή η υπηρεσία δεν είναι σε θέση να προστατεύσει τα κράτη-πελάτες της. Όσο ισχυρότεροι είναι αυτοί οι πελάτες και όσο περισσότερο η ισχύς του καθενός φαίνεται ως απειλή για τους άλλους, τόσο μεγαλύτερη θα πρέπει να είναι η ισχύς που διαθέτει το κέντρο. Όσο μεγαλύτερη είναι η δύναμη που διαθέτει το κέντρο, τόσα μεγαλύτερο κίνητρο έχούν τα κράτη να αποδυθούν σε αγώνα για έλεγχο του κέντρου.

β´
Τα κράτη, όπως και οι άνθρωποι, είναι ανασφαλή σε αναλογία προς τον βαθμό ελευθερίας τους. Αν επιθυμείται ελευθερία, θα πρέπει να γίνει αποδεκτή η ανασφάλεια. Οργανισμοί που εγκαθιδρύουν σχέσεις εξουσίας και ελέγχου μπορεί να αυξήσουν την ασφάλεια, καθώς μειώνουν την ελευθερία. Αν, είτε μεταξύ ανθρώπων είτε μεταξύ κρατών, δεν ισχύει το δίκαιο του ισχυρότερου, αυτό σημαίνει ότι κάποιος θεσμός ή υπηρεσία έχει παρέμβει, για να βγάλει του ανθρώπους ή τα κράτη από τη φυσική κατάσταση. Όσο μεγαλύτερη επιρροή έχει η υπηρεσία, τόσο μεγαλύτερη γίνεται η επιθυμία ελέγχου της. Αντιθέτως, οι μονάδες σε μια άναρχη τάξη ενεργούν για δικό τους λογαριασμό και όχι για να διατηρήσουν έναν οργανισμό και να βελτιώσουν την κατάσταση τους εντός του. Η βία χρησιμοποιείται για το συμφέρον του καθενός. Αν δεν υπάρχει κάποιος οργανισμός, οι άνθρωποι ή τα κράτη είναι ελεύθερα να αφήσουν ο ένας τον άλλον στην ησυχία του. Ακόμη κι όταν δεν το κάνουν, είναι σε καλύτερη θέση, εφόσον απουσιάζει η πολιτική διαδικασία του οργανισμού, ώστε να επικεντρωθούν στην πολιτική διαδικασία του εκάστοτε προβλήματος και να αποσκοπήσουν στην ελάχιστη συμφωνία, που θα επιτρέψει την ξεχωριστή τους ύπαρξη, αντί στη μέγιστη συμφωνία χάριν της διατήρησης της ενότητας. Αν η ισχύς αποφασίζει, είναι ευκολότερο να αποφευχθούν οι διαμάχες αναφορικά με το δίκαιο.
Στον εθνικό χώρο η ισχύς της κυβέρνησης ασκείται εν ονόματι του δικαίου και της δικαιοσύνης. Στον διεθνή χώρο η ισχύς του κράτους εφαρμόζεται με στόχο την προστασία του και το όφελός του. Οι επαναστάτες αντικρούούν την αξίωση μίας κυβέρνησης να κυβερνά• αμφισβητούν τη νομιμότητα της εξουσίας της. Οι πόλεμοι μεταξύ κρατών δεν μπορούν να διευθετήσουν ζητήματα εξουσίας και δικαίου• μπορούν μόνον να καθορίσουν την κατανομή κερδών και απωλειών μεταξύ των ανταγωνιστών και να διευθετήσουν για κάποιο χρονικό διάστημα το ζήτημα του ποιος είναι ο ισχυρότερος. Στον εθνικό χώρο έχουν εδραιωθεί σχέσεις εξουσίας. Στον διεθνή χώρο προκύπτουν μόνον σχέσεις ισχύος. Στον εθνικό χώρο η ιδιωτική βια που χρησιμοποιείται εναντίον μίας κυβέρνησης απειλεί το πολιτικό σύστημα. Η βία πού χρησιμοποιείται από ένα κράτος -ένα ιδιωτικό σώμα- είναι από διεθνή άποψη ιδιωτική χρήση βίας, αλλά δεν υπάρχει κυβέρνηση, για να ανατραπεί, ούτε κυβερνητικός μηχανισμός, για να ελεγχθεί. Αν εξαιρέσουμε την περίπτωση επιδίωξης της παγκόσμιας ηγεμονίας, η ιδιωτική χρήση βίας δεν απειλεί το σύστημα της διεθνούς πολιτικής αλλά μόνον ορισμένα μέλη του. Ο πόλεμος αντιπαραθέτει ορισμένα κράτη σε έναν αγώνα μεταξύ παρομοίως συντεταγμένων οντοτήτων. Η ισχύς των ισχυρών μπορεί να αποτρέπει τους αδύναμους από το να προβάλλουν τις αξιώσεις τούς, όχι επειδή οι αδύναμοι αναγνωρίζουν ότι οι ισχυροί έχουν δίκιο, αλλά απλώς επειδή είναι λογικό να μην έρθουν σε αντιπαράθεση με τούς ισχυρούς. Αντίστροφα, οι αδύναμοι μπορεί να έχουν μεγάλη ελευθερία δράσης, αν οι δυνατότητές τούς υπολείπονται τόσο πολύ από εκείνες των ισχυρών, ώστε οι τελευταίοι να μην ενοχλούνται ιδιαίτερα από τις πράξεις τούς ή να μην ασχολούνται με οριακές αυξήσεις των δυνατοτήτων τούς.
Η εθνική πολιτική είναι το πεδίο της εξουσίας, της διοίκησης και του δικαίου. Η διεθνής πολιτική είναι το πεδίο της ισχύος, της διαπάλης και του συμβιβασμού. Το διεθνές πεδίο είναι κατ'εξοχήν πολιτικό πεδίο. Το εθνικό πεδίο έχει χαρακτηριστεί ως ιεραρχικό, κάθετο, συγκεντρωτικό, ετερογενές, κατευθυνόμενο και κατασκευασμένο, ενώ το διεθνές πεδίο έχει χαρακτηριστεί ως άναρχο, οριζόντιο, αποκεντρωμένο, ομοιογενές, χωρίς κατεύθυνση και αμοιβαίως προσαρμόσιμο. Όσο πιο συγκεντρωτική είναι η τάξη, τόσο πιο κοντά στην κορυφή λαμβάνονται οι αποφάσεις. Οι διεθνείς αποφάσεις λαμβάνονται στο χαμηλότερο επίπεδο, καθώς δεν υπάρχει άλλο. Κατά τη διάκριση μεταξύ καθέτου και οριζοντίου οι διεθνείς δομές «λαμβάνουν τη θέση πρηνηδόν». Στον διεθνή χώρο γίνονται ρυθμίσεις, αλλά γίνονται, χωρίς να υπάρχει τυπικός ή επίσημος ρυθμιστής. Οι ρυθμίσεις και οι συμβιβασμοί γίνονται μέσω αμοιβαίας προσαρμογής (Barnard 1948, Polanyi 1941)... Το κάθε κράτος χρησιμοποιώντας ή όχι βία χαράσσει την πορεία που αισθάνεται ότι θα εξυπηρετήσει με τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντα του. Αν ένα κράτος χρησιμοποιήσει βία ή αν αναμένεται να το κάνει, η διέξοδος που έχουν τα άλλα κράτη είναι να χρησιμοποιήσουν βία μεμονωμένα ή συνδυασμένα. Καμία προσφυγή δεν μπορεί να γίνει σε κάποια ανώτερη οντότητα περιβεβλημένη με την εξουσία και εφοδιασμένη με την ικανότητα να δρα με δική της πρωτοβουλία.
Με τέτοιες συνθήκες η πιθανότητα ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί βία από ένα ή περισσότερα μέρη βρίσκεται πάντοτε στο παρασκήνιο ως απειλή. Στην πολιτική λέγεται ότι η βία είναι το τελευταίο επιχείρημα (ultima ratio). Στη διεθνή πολιτική η βία δεν είναι απλώς το τελευταίο επιχείρημα αλλά το πρώτο και μόνιμο επιχείρημα. Το να περιοριστεί η βία στο να αποτελεί το τελευταίο επιχείρημα της πολιτικής υποδηλώνει, κατά τα λεγόμενα του Ortega y Gasset, «την προηγούμενη υπαγωγή της βίας στις μεθόδους της λογικής». Η μόνιμη πιθανότητα ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί βία περιορίζει τους ελιγμούς, μετριάζει τις απαιτήσεις και λειτουργεί ως κίνητρο για τη διευθέτηση των διαφορών.

Θεωρία Διεθνούς Πολιτικής
Εκδ. Ποιότητα


.~`~.
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική

*

II) Η προβληματική των σχέσεων «Ευρώπης» - Μεσογείου και I) Εκτενής πρόλογος και γενικότεροι προβληματισμοί περί της «Ευρώπης».

$
0
0

.~`~.
I
Εκτενής πρόλογος και γενικότεροι προβληματισμοί περί της «Ευρώπης»

α´
Τούτο το βιβλίοείναι ένα βιβλίο για την Ευρώπη και είναι ένα βιβλίο αιρετικό'δηλαδή ένα βιβλίο που σκοπεί να εγγίση συνειδήσεις... Πρόκειται λοιπόν για ένα βιβλίο για την Ευρώπη, αλλά όχι για την «Ευρώπη» ως ιδεολόγημα, καθώς την ξερομε, αλλά για την Ευρώπη ως ανερευνώμενη πραγματικότητα του μέλλοντος. Η υλική υπόσταση της Ευρώπης είναι ταυτόσημη με το μέλλον της ως έννοιας και όχι ως επιχείρησης. Δεν ασχοληθήκαμε συνεπώς με την λεξιχρησία του όρου «Ευρώπη», που στην νεώτερη ιμπεριαλιστική της καταγωγή εκπηγάζει από την «φιλοσοφία των φώτων». Παραβλέψαμε κάθε μορφή σχετικής «φιλοσοφίας», κατά την υπόδειξη του Th. Mann άλλωστε: «αν αφαιρέση κανείς την "φιλοσοφία"από την γαλλική επανάσταση, μένει μια εξέγερση πείνας», και αρκεσθήκαμε μόνο στο τελευταίο τούτο υπό τρέχοντα δεδομένα. Η φύση των πραγμάτων τεχνητώς μόνο είναι δυνατόν να αλλοιωθή'η ουσία της παραμένει πάντα.
Αυτό που γνωρίζουμε σήμερα ως «Ευρώπη», είναι μια πλανώμενη ιστορική και πολιτική αοριστολογία, η οποία προϋπόθεση της έχει ένα μόνο και καθόλου αυτονόητο δεδομένο: ότι οι εκτρωματικές «ισορροπίες» που επετεύχθησαν κάποτε (το 1854) στον μεσογειακό χώρο και δημιούργησαν - παγιούμενες μέσω αυτών - τους δύο παγκόσμιους πολέμους, θα διαρκέσουν επ'άπειρον. Η όλη πολιτική ύπαρξη της Ευρώπης, και της «Δύσεως» γενικότερα, στηρίζεται σε ένα και μόνο γεγονός: στην έκβαση του κριμαϊκού πολέμου.
Μπορεί κανείς να φαντασθή πολιτικήν ύπαρξη του δυτικού κόσμου χωρίς τις τρείς αυτές χώρες; την Ελλάδα, την Τουρκία και την Αίγυπτο; Οι τρείς αυτές χώρες, που ισοδυναμούν γεωπολιτικώς μ'αυτό που λέμε «ανατολική Μεσόγειο», κρατούν, μόνες αυτές, σχεδόν το σύνολο των «διεθνών σχέσεων». Τελικώς η «Δύση» πουθενά αλλού δεν στηρίζεται στον εν λόγω χώρο.
Μοιάζει λοιπόν τελείως αυτονόητο, ότι καμμιά συζήτηση δεν πρέπει να υπάρχη επί των θεμάτων τούτων. Η μονίμως καταβαλλόμενη προσπάθεια δεν έγκειται μόνο στην δια της «ιστοριογραφίας» παρασιώπηση και αλλοίωση των εννοιών, αλλά - κυρίως - στην όσο το δυνατόν απώθηση από την κοινή συνείδηση παντός έστω και ίχνους σχετικού προβληματισμού. Αλλά τα πράγματα δεν παύουν να έχουν τις συνέπειες των. Επειδή κάθε νέα περί πολιτικής και ιστορίας άποψη οφείλει αναγκαστικώς να εκκινή από την επράγματον φύση των προβλημάτων, γι'αυτό και δεν κατέστη δυνατόν, δέκα περίπου χρόνια από της μεγάλης τροπής των καιρών μας, να υπάρξη κάτι (μια άποψη, μια νέα ιδέα - και πολύ λιγώτερο κάποιο όραμα) από την ιστοριογραφικώς λαλίστατην κατά τα άλλα «Ευρώπη». Και ούτε πρόκειται να υπάρξη επί όσον χρόνο τα μεσογειακά προβλήματα παραμένουν στάσιμα. Διότι η φύση ώρισε καμμιά έννοια Ευρώπης να μην ολοκληρούται άνευ του μεσογειακού χώρου - της μονίμου αυτής μήτρας του πολιτιστικού γίγνεσθαι.
Τελικῶς ἡ «Εὐρώπη» (συμποσουμένου σέ τοῦτο τῆς ἀνακαλύψεως τῆς Ἀμερικῆς, τῆς Magna Carta, τῆς Ἀναγέννησης, τοῦ Διαφωτισμοῦ, τῆς Μεταρρύθμισης, καί παντός ἄλλου σχετικοῦ) εὑρῆκε διϊστορικῶς τήν ἐξίσωση «Πρῶτες ὕλες - βιομηχανικά προϊόντα - ντομάτες». Δέν χρειάζεται ἰδιαίτερη φιλοσοφική κατάρτιση, γιά νά καταλάβη κανείς τόν ὁλικῶς παράλογο καί βαθύτατα ἀντιανθρώπινο χαρακτήρα αὐτῆς τῆς ἐξίσωσης: ὁ μέσος ὅρος λειτουργεῖ εἰς βάρος τοῦ πρώτου, πού ἀποτελεῖ προϋπόθεση γιά τόν τρίτον. Δηλαδή, ὁπωσδήποτε κι ἄν νοηθῆ λειτουργοῦσα ἡ ἐξίσωση καί ὅσο πιό πολλά τά βιομηχανικά προϊόντα τόσο πιό λίγες οἱ ντομάτες. Μέ λίγα λόγια, ἡ πολιτιστική συνεισφορά τῆς «Εὐρώπης» στήν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος συνίσταται στήν ὁλική ὑπονόμευση τῆς ἐμβίου ὑπάρξεως, τοῦ ἀνθρώπου συμπεριλαμβανομένου. Ἄν ἕνα κακό ἤ ἀνεπιθύμητο ἀποτέλεσμα προϋποθέτη ἕνα σύνολο ἐσφαλμένων ἰδεῶν, τότε πρέπει νά καταλάβωμε ὅτι ἡ παραπάνω ἐξίσωση εἶναι μία ἱστορική παγίδα πού κάθε ἄλλο παρά σέ ἰδέες στηρίζεται. Τό διαπιστώνομε αὐτό κάθε μέρα, ἀκούγοντας μονίμως τήν λέξη «ἀνάπτυξη». Ἄν κανένας ρωτήση γιά τό βαθύτερο νόημα αὐτῆς τῆς «ἀνάπτυξης» ὑπό τά ὑπάρχοντα δεδομένα καί τά ὑφιστάμενα ἀποτελέσματα, τότε θά λάβη σάν σχεδόν κάτι τό αὐτονόητο ὡς ἀπάντηση, τό ἄκρον ἄωτο τοῦ παραλογισμοῦ: εἶναι διά τῆς τεχνολογίας πού μποροῦν νά ἀντιμετωπισθοῦν τά ἀποτελέσματα τῆς τεχνολογίας. Πιό πολλή τεχνολογία, πιό ἐκλεπτυσμένες μέθοδοι - κι’ αὐτό εἶναι ἡ λύση. Ἐν ὀλίγοις, ὁ σημερινός ἄνθρωπος μοιάζει μέ τήν ἀράχνη πού μπερδεύτηκε στόν ἱστό της καί προσπαθεῖ νά ξεμπερδευτῆ βγάζοντας ὅλο καί πιό πολλές κλωνές, ἐπειδή ἐκ φύσεως δέν μπορεῖ τίποτε ἄλλο νά κάνη.
Τό κοινωνικῶς κατανοήσιμο περιεχόμενο τῆς παραπάνω ἐξίσωσης, δηλαδή ἡ πολιτική ἐνυποστασιότης του, λέγεται «τεχνολογία». Στό βιβλίο τοῦτο ἐπικρατεῖ ἡ ἄποψη, ὅτι ἡ τεχνολογία ὡς ἱστορικό κατηγόρημα δέν εἶναι τό ξαφνικόν εὔρημα ἀπό τῆς ἐπιλεγομένης «Ἀναγεννήσεως» καί ἐντεῦθεν, ἀλλά μία δυνάμει πολιτιστική κατεύθυνση τοῦ συνόλου μεσογειακοῦ ὀργανισμοῦ. Ἑπομένως, τό πρόβλημα δέν εἶναι ἡ τεχνολογία καθ’ ἑαυτήν, ἀλλά ὁ τρόπος ἀναπτύξεώς της. Ἐννοεῖται ὅτι η τήν πολιτιστική κλειστότητα ἐπιδιώκουσα πολιτική χρήση τῆς «τεχνολογίας», δεν επέτρεψε μέχρι τώρα μίαν τέτοια ὀπτική καί συνεπῶς καθόλου παράξενο δέν εἶναι, ὅτι τά προβλήματα της διά τῆς τεχνολογίας παραγωγῆς ὁπουδήποτε ἀλλοῦ καί σέ ὁποιεσδήποτε ἄλλες νοητικές σφαῖρες ἐπιδιώκεται νά ἀναχθοῦν, ἐκτός ἀπό τόν χῶρο καταγωγῆς των, ὅπου πράγματι εἶναι δυνατόν νά ἀνερευνηθοῦν ἐνδεχόμενες λύσεις.
Ἐπί τῶν ἀρχῶν τῆς «ἀναπτύξεως» ἀναφερόμεθα εἰδικῶς στό βιβλίον τοῦτο. Τό περιεχόμενο τῆς παγκόσμιας πολιτικῆς σήμερα συνίσταται ἀποκλειστικῶς ἐκ τοῦ ἐν λόγῳ προβλήματος. Τό γεγονός, καθώς εἴπαμε, ὅτι σχεδόν ὅλο τό βάρος τῶν «διεθνῶν σχέσεων» τό σηκώνουν τρεῖς μόνον χῶρες τῆς Μεσογείου, ἐπιβάλλει νά μήν γίνεται λόγος γι’ αὐτές. Δέν ἀποδεικνύει ὅμως αὐτό, ὅτι ἀκριβῶς σέ τούτην τήν περιοχήν ὀφείλει νά ἀνερευνηθῆ κάθε πιθανότητα ἐνδεχομένης «λύσεως»;
Κριτήριο περί τῶν «ἀρχῶν» τῆς τεχνολογικῆς «ἀναπτύξεως» στό βιβλίο τοῦτο, δέν ἦταν βέβαια δυνατόν εἰμή νά τεθῆ η σύγκριση τῶν ἄλλων πολιτιστικῶν σωμάτων τῆς ἱστορικῆς μεσογειακῆς ὀντότητας, δηλαδή τοῦ ορθοδόξου Χριστιανισμοῦ καί τοῦ Ἰσλάμ. Στό βιβλίο τοῦτο δέν κάνουμε κάποια «κριτική» τοῦ φιλελευθερισμοῦ καί τῆς φιλοσοφικῆς του προϊστορίας. Τέτοιες κριτικές ἔχουν γίνει ἀμέτρητες, ἀρχῆς γενομένης ἀπό τούς κύκλους τῶν σλαβοφίλων τοῦ περασμένου αἰώνα (μέ ἐξέχουσα τήν ὀπτική της «φιλοσοφίας τῆς ἱστορίας» στίς ἀναλύσεις των, ἀκριβῶς ἐπειδή διέθεταν τά πνευματικά ἐφόδια ἑνός ἄλλου πνευματικοῦ στερεώματος), μέχρι τοῦ φασισμοῦ καί τοῦ σοσιαλισμοῦ, πού εἶναι οἱ ἔνθεν κακεῖθεν κριτικές τῶν αὐτῶν πολιτιστικῶν ἀπαρχῶν καί δεδομένων. Ἐδῶ γίνεται κάτι ἄλλο. Ὅπως εἶναι ἱστορικῶς γνωστό, τά μέσα τῆς τεχνολογικῆς ἀναπτύξεως, ἡ δυτική Εὐρώπη τά πῆρε ἀπό τούς χώρους τοῦ ἀνατολικοῦ μεσογειακοῦ ὀργανισμοῦ. Τά κείμενα τῆς ἀρχαιότητας λ.χ. διετηρήθησαν γιά τήν ἀνθρωπότητα διά τοῦ Βυζαντίου. Καί ἐπρόκειτο γιά τήν συνεχῆ δουλειά αἰώνων. Ποιός ἦταν ὁ λόγος πού δέν ἀξιοποίησαν τά περί τεχνολογίας κείμενα; Ποιά ἦσαν τά κοινωνικά δεδομένα πού ἐπέβαλαν - παραβλεπομένου τοῦ φυσικοῦ πλούτου - τήν συνειδητή παραμέρισή τους; Τό αὐτό βέβαια ἰσχύει καί γιά τόν χῶρο τοῦ Ἰσλάμ, πού εἶναι μία ἀπό τίς ἐξελίξεις τοῦ ἀρχαίου μεσογειακοῦ πολιτισμοῦ.

β´
Σκοπός τούτης τῆς προβληματικῆς δέν ἦταν νά ἀντιπαρατεθῆ κάποιο σύστημα ἀρχῶν πρός τόν λιμπεραλισμό (τήν βάση αὐτή τῆς «ἐλεύθερης ἀγορᾶς» καί τῆς «δημοκρατίας») καί τήν τεχνολογία (τελικῶς αὐτή ἀπεδείχθη ὅτι μπορεῖ νά ἐπενδυθῆ σέ ὅλα τά πολιτιστικά δεδομένα, π.χ. στήν Ἰνδονησία, πού εἶναι τό μεγαλύτερο ἰσλαμικό κράτος), ἀλλά νά ἀνερευνηθῆ ὁ χῶρος τῶν πιθανῶν δυνατοτήτων (καί κατ’ ἐμᾶς βεβαιοτήτων), ὅπου θά μποροῦσε νά ὑπάρξη ἱστορικῶς ἐπίδραση ἐπί τῶν «φιλελευθέρων ἀρχῶν» τῆς βιομηχανικῆς παραγωγῆς πρός μείωση τῶν ὑπαρχόντων προβλημάτων. Ὅπως εἴπαμε, ἡ τεχνολογία ἀπεδείχθη ὅτι μπορεῖ νά ἐπενδυθῆ σέ κάθε πολιτισμό. Αὐτό ὅμως εἶναι ἡ ἀπόδειξη ὅτι κάθε ἄλλο παρά ὁ λιμπεραλισμός εἶναι ἡ ἀποκλειστική προϋπόθεση τῆς βιομηχανικῆς ἀναπτύξεως. Καί δεδομένης τῆς ἀναπτύξεως τῶν διαφόρων περιοχῶν τοῦ πλανήτη, ἡ συνθήκη της «ἐλεύθερης ἀγορᾶς» ἀποτελεῖ ὄρον ἀνεξάρτητον ἀπό κάθε μορφή ἰδεολογίας.
Ὁ συνδυασμός λιμπεραλισμοῦ καί τεχνολογικῆς ἀνάπτυξης ἀποτελεῖ ἕνα πολιτικῶν σκοπιμοτήτων ἰδεολόγημα, ἐπιβληθέν ἀπό τήν ἔκβαση τῶν δύο παγκοσμίων πολέμων καί ἔχον μονίμως τήν καταγωγήν του στήν ἰμπεριαλιστική προϊστορία τῶν δυτικῶν κρατῶν. Οἱ πόλεμοι δέν εἶναι ἁπλῶς ἐπιβολή συμφερόντων'εἶναι κυρίως καί ἐπιβολή ἰδεῶν.
Αὐτό ὅμως πού ἀποτελεῖ τό πρόβλημα μέ τήν βιομηχανική ἀνάπτυξη δέν εἶναι ἡ τεχνολογία καθ’ ἑαυτήν, ἀλλά ἡ ἰδεολογική σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τό βιομηχανικό προϊόν. Αὐτό εἶναι τό μοναδικό σημεῖο πού ἐπιδέχεται τήν ὅποια μεταβολή στή σχέση ἀνθρώπου καί μηχανῆς. Κατά τά θεωρήματα τοῦ κλασσικοῦ λιμπεραλισμοῦ, ἡ ἰδεολογική σχέση ἀνθρώπου καί προϊόντος λέγεται ἁπλῶς «χρῆμα». Στό θεώρημα ὅμως τοῦτο, ἡ ἱστορική ἐξίσωση πού εἴπαμε στήν ἀρχή, ἔχει βάλει πρό πολλοῦ ὅρια καί, τῆς ἰδεολογικῆς ἀρχῆς πάντα ἰσχυούσης, τό χρῆμα ἔχει καταντήσει εἶδος δαιμόνου, πού κινεῖται χωρίς νά φαίνεται, καί μέ τό αὐτό ἠθικό ποιόν του κάθε διαόλου. Χρῆμα χωρίς ἀντικρυσμα, πού μεταβάλλει τήν «ἐξίσωση» σέ ἐργαλεῖο παγκόσμιας καταστροφῆς.
Φανερό εἶναι ὅτι τό θεωρητικό πλαίσιο πού θά μποροῦσε νά ἀναπτυχθῆ ἡ παραπάνω προβληματική, ἦταν ἐκεῖνο τῆς σχέσεως τῶν μεσογειακῶν πολιτισμῶν μετά τό «τέλος τῶν ἰδεολογιῶν». Ἡ Μεσόγειος ἄλλωστε στήν ἱστορία της, δέν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπό σχέση πολιτισμῶν κοινῆς καταγωγῆς. Καί ἐπειδή οἱ μεσογειακοί πολιτισμοί ἐγγίζουν ὅλα τά πολιτιστικά σώματα ἐπί τοῦ πλανήτη, πλήν ἐκείνων τῶν φυσικῶν θρησκειῶν τῆς κεντρικῆς Ἀφρικῆς, τελικῶς τό βασικώτερον τῶν θεμάτων τοῦ βιβλίου ἦταν ἐκεῖνο τῆς διαμορφώσεως τῆς πολιτικῆς διά τῶν πολιτισμῶν, δεδομένου ὅτι μετά τό «πέρας τῶν ἰδεολογιῶν» ἔμεναν ἀναγκαστικά αὐτοί σάν μόνες ἰδεολογίες...
Δεδομένου ὅτι ἱστορία δέν ὑπάρχει, ἀλλά αὐτό πού λέμε «ἱστορία» εἶναι οἱ ἑκάστοτε «ἱστοριογραφικές» μας ἀντιλήψεις επί του παρελθόντος, αὐτό τό «τέλος τῆς ἱστορίας» - στήν νόησή μας τουλάχιστον – ἦταν ταυτόσημον μέ ἀλλαγήν τοῦ καθεστῶτος τῆς ἀσκουμένης ἱστοριογραφικῆς ἐπιτήδευσης. Καί ἐπειδή αὐτή ἠσκεῖτο πάντοτε ὑπό τό πρίσμα συγκεκριμένων ἰδεολογιῶν, μετά τό πέρας τῆς ἰδεολογικῆς ἀντιμαχίας τοῦ παρόντος πολεμογενούς αἰῶνος, ἑπόμενο μᾶς ἐφάνηκε ὅτι καί ἡ «ἱστορία» ὡς ἰδεολογική ἐπιτήδευση ὤφειλε νά ἐγγίση τό τέλος της. Καί τοῦτο παρά τήν ἐσπευσμένη τότε προσπάθεια ἐξευρέσεως νέων μύθων (ὅτι ἡ «Εὐρώπη» θά κατακλυσθῆ ἀπό τά πεινασμένα στίφη τῆς ἀνατολικῆς Εὐρώπης, ὅτι οἱ ἀτομικοί ἐπιστήμονες τῆς Ρωσίας θά διαρρεύσουν σέ χῶρες τοῦ τρίτου κόσμου ἀπό λόγους οἰκονομικούς, ὅτι θά ἀρχίση τό λαθρεμπόριο ἀτομικῶν ὑλικῶν κ.λπ.) Κατά τήν δική μας ἀντίληψη, ἡ κατάργηση τοῦ ὑπάρξαντος σοσιαλισμοῦ – ἐν πολλοῖς ἱστορικῶς ἐπιβληθέντος ἀπό τό εἶδος τῆς δυτικῆς πολιτικῆς - δέν ἦταν ἕνα ποδοσφαιρικό ἄθλημα μεταξύ καλοῦ καί κακοῦ, ἀλλά μία ἀναγκαιότητα περίσκεψης τῶν τότε διοικούντων ἀπό τό πλῆθος τῶν πλανητικῆς φύσεως προβλημάτων, τά ὁποία ἦταν ὁλικῶς ἀδύνατο νά ἀντιμετωπισθοῦν μέ τό ὑπάρχον εἶδος πολιτικῆς. Συνεπῶς, στήν πρωτοβουλία τῆς τότε Σοβιετικῆς Ἑνώσεως, δέν εἴδαμε κάποιο εἶδος ἥττας πρός ἀνακήρυξη «πρωταθλητῶν», ἀλλά ἄλλα πράγματα πιό κρίσιμης σημασίας. Ἴσως καί μίαν ὑπεροχή τοῦ ἀνατολικοῦ κόσμου. Διότι ἐνῶ αὐτός, ἐν ἀντιθέσει πρός τόν δυτικόν, ἔχει αὐτοδυναμίαν πρώτων ὑλῶν καί θά μποροῦσε, ἀντί καταργήσεως τοῦ συστήματος, νά ἐγκαθιδρύση τό εἶδος τῆς ἐργατικῆς δικτατορίας πού ἐπικρατεῖ ἀνέκαθεν στήν Δύση καί πού ἐφήρμοσε καί ὁ Στάλιν παλαιότερα ἐν ὄψει τοῦ πολέμου, δέν τό ἔκαμε. Τοῦτο, ἄν μή τί ἄλλο, ἐδείκνυε τουλάχιστον μία εἰλικρίνεια προθέσεων καί ἀληθινή πίστη ἤ μέριμνα γιά τήν ὑφή τῶν ὑπαρχόντων προβλημάτων. Καί ὡς πρός τοῦτο , μᾶς ἐφάνηκε μία οἱονεί ὑπεροχή ἔναντι τοῦ τότε δυτικοῦ κόσμου, ὁ ὁποῖος, καίτοι μή ἔχων ἐπάρκειαν πρώτων ὑλῶν, καίτοι ἐξαρτώμενος ἀπό περιοχές, πού ὁ ἴδιος παραδέχεται πώς δέν ὑπάγονται στόν πολιτισμό του, κανενός εἴδους ἱστορική καί πολιτική ἐπαφή δέν εὐρῆκε μέ τούς χώρους αὐτούς, εἰμή μόνον ἐκείνην τῆς μονίμου ἀποικιοκρατίας, μετονομαζομένης μέ πᾶσαν ἄνεση «δημοκρατία».
Οποιαδήποτε κατάργηση του κομμουνισμού, χωρίς καμμίαν αντίστοιχη ιδεολογική ετοιμασία της «Δύσης», μας εφάνηκε πράγμα άκρως ανεπαρκές για την ουσιαστική νοηματοδότηση των σοβούντων προβλημάτων και την ιστορικήν νοηματοδότηση του «New Age» προέδρου Μπούς. Βεβαίως οι Αμερικανοί «εκέρδισαν» τον ψυχρό πόλεμο, επειδή η όλη πολιτική επεκεντρούτο επί της ατομικής βόμβας. Εν προκειμένω η πολιτική των Αμερικανών υπήρξε απλή: εάν ένα παιδί δέκα χρονών έμπαινε με μια χειροβομβίδα στο χέρι στο στρατηγείο του Μεγάλου Ναπολέοντα και διέτασε «προσοχή», φανερό είναι, ότι τόσο ο Μ. Ναπολέων, όσο και όλοι οι στρατάρχες του, θα υπάκουαν άνευ της παραμικράς αντιρρήσεως. Η μόνη δυνατή αντίδραση του παιδιού σε περίπτωση «ανυπακοής», θα ήταν απλώς να καταστρέψη το σύμπαν. Ότι οι Αμερικανοί δεν το κατέστρεψαν, ωφείλετο αφ'ενός μεν στην φύση του «όπλου» και αφ'ετέρου στην μη άμεση εξάρτηση τους από αποικιακές κτίσεις. Διέθεταν δηλαδή μιάν ειδοποιό διαφορά στις συζητήσεις των με τους Σοβιετικούς, που καμμιά από τις ευρωπαϊκές δυνάμεις δεν διέθετε. Η ουσία όμως της πολιτικής έμενε ο εκβιασμός (εξοπλισμοί και «πόλεμος των άστρων») επειδή και ο φορέας της έμενε ιδεολογικός, δηλαδή μια αυθαίρετη ιδέα και θέμα πίστης (αγώνας για την «ελευθερία»), όπως ήταν παλαιότερα και η «αποστολή εκπολιτισμού» της ανθρωπότητας. Η ιδεολογική πολιτική δεν έχει ανάγκη από τον κόσμο και οποιαδήποτε αντικειμενικά δεδομένα του, αλλά μόνο από τον εαυτό της.
Η νοηματική πλήρωση συνεπώς αυτού του «τέλους της ιστορίας», επέβαλε εκ μέρους μας δύο πράγματα: πρώτον μεν, ανάλυση αυτού που επεκράτησε ως «ιστοριογραφία» και των πολιτικών αναγκαιοτήτων που την επέβαλαν, και δεύτερον, αναφορά στους τρόπους που θα ήταν δυνατόν αυτή ν'αλλάξη (πράγμα που ασφαλώς κάθε άλλο παρά αποκλειστικώς «δυτικοευρωπαϊκής» φύσεως ομματογυάλιαπροϋπέθετε). Εννοείται, βέβαια, και ποιά πιθανά ενδεχόμενα θα ήταν δυνατόν να εμφανισθούν ως ιστορικές κατηγορίες, εάν, παρά το «τέλος των ιδεολογιών», τα πράγματα εξηντλούντο απλώς στην εξεύρεση εξυπηρετικών μύθων. Το προκείμενον δεδομένο για τους πάντες ήταν, φυσικά, ότι ο κόσμος ευρύσκετο βυθισμένος σε ένα αδιέξοδον χάος, που ελάχιστα οι ιδεολογίες της «προόδου» άφηναν να καταστή ενεργό στις συνειδήσεις των ανθρώπων... το «τέλος της ιστορίας»... έγινε παγκόσμιο σύνθημα, προσφάτου καταγωγής, όπου στην μονογραμμική ευθεία διάσταση της υπαρχούσης «ιστοριογραφίας» - αυτό που λέμε στο βιβλίο τούτο «σιδηροδρομική» αντίληψη της ιστορίας - προστέθηκαν μερικά χιλιόμετρα ακόμη με μέτρο την εκτατικήν και μη άνεση της αμερικανικής ηπείρου... Αλλά αλλάζει έτσι η ιστορία;


.~`~.
II
Η προβληματική των σχέσεων «Ευρώπης» - Μεσογείου

Ο Bismarck έδειχνε να χάνει την υπομονή του όταν γινόταν χρήση των λέξεων «Χριστιανοσύνη» ή «Ευρώπη» στη διπλωματική γλώσσα (συνήθως από τους Ρώσους και τον Υπουργό των Εξωτερικών τους Gorchakov). Στα Γερμανικά έγγραφα προ του 1914 υπάρχει μια σημείωση που έκανε ο Bismarck σε ένα υπόμνημα που είχε συντάξει ο Gorchakov:
«Η συζήτηση περί Ευρώπης είναι άνευ αντικειμένου: πρόκειται για γεωγραφική έννοια: Ποια είναι η Ευρώπη; (η φράση αυτή γραμμένη στα γερμανικά, στα γαλλικά και στη συνέχεια στα αγγλικά) wer ist Europa? qui est-il l'Europe? who is Europe?»
Martin Wight
α´
Σήμερα η Ευρώπη αποτελεί πολιτιστικώς νησίδα, η οποία αντιμετωπίζει όλους τους άλλους πολιτισμούς ως είδος πειρατών. Αλλά αυτό δεν είναι τυχαίο. Οδεύοντας κανείς τον δρόμο της δυτικοευρωπαϊκής ιστοριογραφίας, αντιμετωπίζει φως όσο δεν εξέρχεται των κατά προσέγγιση γεωγραφικών ορίων της δυτικής Ευρώπης. Από εκεί και πέρα το σκοτάδι έρχεται απότομα, διότι ακριβώς σκοπός της ιστοριογραφικής ασκήσεως είναι να κατοχυρώση το υπάρχον ως έστι και κυρίως να επιβεβαιώση την «γραμμική» περί ιστορίας αντίληψη, που αποτελεί εγγύηση διατηρήσεως του υπάρχοντος χωρίς μεταβολή και, κυρίως, χωρίς «έξωθεν» επηρεασμούς. Με διάφορες «κοινωνιολογικές προσεγγίσεις» των άλλων πολιτισμών (A. Comte, Hegel, Μαρξ, E. Durkheim, Βέμπερ, Γκομπινώ - II)και με κατασκευές «συνθημάτων» γι'αυτούς, σκοπούμενο πάντα ήταν να δοθεί στον δυτικοευρωπαϊκό πολιτισμό πολιτιστική ανα τον κόσμο αποστολή, πράγμα που στον ιδεολογικό τομέα ήταν ακριβώς αντίστοιχο με τα αξιώματα του φιλελευθερισμού περί «διεθνούς κατανομής εργασίας» και «διεθνούς οικονομικής συνεργασίας», των οποίων το πρακτικό νόημα ήταν να καταργηθεί η όποια αυτοδυναμία των άλλων πολιτισμών, για να «ενσωματωθούν» οι οικονομίες τους στον προγραμματισμό της δυτικόευρωπαϊκής παραγωγής. Όπως αποδεικνύομε στο βιβλίο τούτο, όχι οι πρώτες ύλες (οι οποίες -μόνες- κανέναν ρόλο δεν ήταν δυνατόν να παίζουν για τις εσωτερικές οικονομίες των χωρών που τις είχαν και άρα ούτε θα τους έλειπαν αν τις έπαιρνε ο οποιοσδήποτε), αλλά η συρρίκνωση των άλλων πολιτισμών υπήρξε η προϋπόθεση συγκεντρώσεως του κεφαλαίου της βιομηχανικής παραγωγής. Ιδιαίτερα των περίξ της Μεσογείου. Η «φιλοσοφία των φώτων» δεν εσήμαινε και κατ'ανάγκην επαύξηση του πολιτιστικού πλούτου της ανθρώποτητας... Σήμερα η επαφή της «Ευρώπης» με τους πολιτισμούς αυτούς είναι καθαρά φύσεως στατιστικής, όπως είναι με όλους τους «μη ευρωπαϊκούς» πολιτισμούς: κατά κεφαλήν εισόδημα, παιδική θνησιμότης, ποσοστά αναλφαβητισμού κ.λπ
Αρκούν όμως αυτά για μια ιστορική συνείδηση του παρόντος και μιαν αντίστοιχη ευρωπαϊκή του μέλλοντος; Αποδεικνύουν κάτι από απόψεως πολιτισμού αυτοί οι «δείκτες»; Τι μπορεί να αποδεικνύουν οι στατιστικές εξισώσεις μεταξύ ενός εκατομμυρίου Κινέζων και ενός εκατομμυρίου Βραζιλιάνων, αφού οι Βραζιλιάνοι δεν είναι Κινέζοι; Για να δείξωμε πόσο στερημένοι είναι αυτοί οι «δείκτες», είναι ανάγκη να αναλύσωμε λίγο κατά νόημα τον πιο «ενδεικτικόν» από απόψεως πολιτισμού από αυτούς, δηλαδή την περίπτωση του αναλφαβητισμού. Πρέπει ευθύς να πούμε ότι αυτός αποτελεί «δείκτη» στατιστικών μελετών, διότι θεωρείται δεδομένο ότι αναπαράγεται αδιακόπως από τις επίσημες κυβερνήσεις των «εθνικών κρατών», δηλαδή ότι αντιστοιχεί σε κάποια δεδομένη πολιτική τάξη πραγμάτων. Έχουν όμως ανάγκη όλοι οι πολιτισμοί από σχολείο, ώστε να απεδείκνυαν κάτι οι «δείκτες» από απόψεως ιστορικής προοπτικής. Σε κοινωνίες ωργανωμένης παραγωγής, το σχολείο είναι απαραίτητο λόγω της ανάγκης μεταδόσεως των τεχνικών τουλάχιστον γνώσεων. Σε κοινωνίες, όμως, που έχουν άλλη σχέση με την φύση, που δεν έχουν την ανάγκη της ωργανωμένης παραγωγής κατά της φύσεως και μπορούν να ζήσουν χωρίς αυτήν, το σχολείο όχι μόνο απαραίτητο δεν είναι, αλλά διΐστορικός η λειτουργία του πολιτισμού των συνίσταται ακριβώς στην κατάργηση της ανάγκης του σχολείου.
Πως «φιλοσοφικώς» έχουν τα πράγματα, θα ιδή ο αναγνώστης στις σελίδες που ακολουθούν. Όσο πιο «τέλειος» είναι ένας πολιτισμός, τόσο λιγώτερο ανάγκη από την σχολική μόρφωση έχει. Και τόσο πιο «τέλειος» είναι ένας πολιτισμός, (τα κριτήρια εν προκειμένω παραμένουν πάντα «εσωτερικά»), όσο περισσότερο μπορεί να ανταποκριθή στις υπαρξιακές ανάγκες των μελών του. Από την άποψη αυτή, η όποια ιδεώδης Πολιτεία και ο πολιτισμός μιας πρωτόγονης είναι ένα και το αυτό. Διότι ικανοποιούν εξ ίσου τον άνθρωπο που τα ζη. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι οι υψηλής διανοητικής πυκνότητος πολιτισμοί της μεσογειακής αρχαιότητας, μετεξελίχθηκαν σε θρησκείες. Η «κατεύθυνση» υπάρχει ήδη στην Πολιτεία του Πλάτωνα, όπως πιο κάτω θα ιδούμε.
Το έσχατον τέλος παντός πολιτισμού είναι ακριβώς τούτο: ο άνθρωπος που ζη εντός του να αποκτήση σχέση πίστεως προς τις αρχές του.
Από εκεί και πέρα, ό,τι θα ήταν δυνατόν να θελήση να «προσεγγίση» το άτομο δια της «διανοήσεως» εντός του πολιτισμού του, του το παρέχει ο ίδιος ο πολιτισμός δια «μετοχής». Αυτή είναι η κατάσταση της κοινωνικής ειρήνης. Ο Χριστός εξύμνησε τους «πτωχούς» σε μια εποχή που η φιλοσοφία, οι επιστήμες και οι τέχνες είχαν προ πολλού εγγίσει ύπατες κορυφές της ανθρώπινης πνευματικής δημιουργίας και αποτελούσαν κοινήν εμπειρία όλου του τότε μεσογειακού κόσμου. Γνωρίζωντας ο ίδιος την πολιτιστικήν πραγματικότητα του καιρού του, όταν ζήτησαν να τον επισκεφθούν οι έλληνες σοφοί -και τούτο σημαίνει ότι το κύρηγμα του είχε ήδη αρχίσει να εμβολιάζεται με τον ελληνιστικό κόσμο-, εξεφράσθη ως βέβαιος πολιτιστικός νικητής, λέγοντας ότι ήρθε η ώρα να δοξασθή ο «υιός του ανθρώπου». Η νίκη συνίστατο ακριβώς στο να επενδυθή η διδασκαλία των νέων ιδεών στα πολιτιστικά δεδομένα της εποχής. Και επειδή ο ίδιος έναν νέον πολιτισμό βασικά προσέφερε, δηλαδή μιαν νέαν κατέυθυνση για τις κοινωνικές σχέσεις των ανθρώπων, εξέφρασε δια των λόγων του περί «πτωχείας» το ύπατον τέλος κάθε φιλοσοφίας του πολιτισμού: εφ'όσον ένας πολιτισμός καταφέρνει να ισορροπή τις κοινωνικές σχέσεις των ανθρώπων και να εξαφανίζη την εσωτερική τριβή των κοινωνιών, δηλαδή τις προϋποθέσεις εμφυλίου διαμάχης, τότε η «διανόηση» και η «φιλοσοφία» είναι πράγματα περιττά. Αυτού του είδους η «πτωχεία του πνεύματος», που προϋπόθεση της έχει την βιωματική αφομοίωση των κοινωνικών διεργασιών της φιλοσοφικής διανοήσεως, πολύ βέβαια απέχει από του να συμπίπτη με την στατιστικήν έννοια του... «αναλφαβητισμού». Δεν χρειάζεται να εντρυφή κανείς οπωσδήποτε στα συγγράμματα του Πλάτωνα όταν έχη βρεί τρόπο να πραγματοποιή κοινωνικά την σημασία που αυτά δηλώνουν, όπως δεν χρειάζεται στον έμπορο να εντρυφήση στα συγγράμματα του Τζ. Λώκ και του Α. Σμίθ, προκειμένου να ασκήση τις αρχές που αυτά ενέχουν, ή στον ψηφοφόρο να σπουδάση προηγουμένως την φιλοσοφία του Βολταίρου και του Μοντεσκιέ, προκειμένου να πάη να ψηφίση. Από την άποψη συνεπώς του πολιτισμού, η έννοια του «αναλφαβητισμού» είναι κρισίμου περιεχομένου.

β´
Η «Ευρώπη» του λιμπεραλισμού, κατά την επαφή της με τις πολιτιστικές καταστάσεις της ανατολικής Μεσογείου κατά τον 19ον αι., δεν ήταν βέβαια δυνατόν να ιδή τα πράγματα ειμή στατιστικά και συνεπώς να καλλιεργήση μιαν εντύπωση στατιστικότητας για τους μεσογειακούς πολιτισμούς εντελώς άγνωστη στην συνείδηση των ιδίων. Η λεγόμενη «ιστοριογραφία» (ένα καθαρό προϊόν του 19ου αιώνος) με τα συνθήματα της περί υποδουλώσεως και «εθνικής» απελευθερώσεως σύμφωνα με τα πρακτικά επιτάγματα των καιρών, εξωβέλισε τελείως από την κοινή συνείδηση οποιαδήποτε αντίληψη ιστορικής συνθέσεως για τα πράγματα της Μεσογείου, πράγμα που είχε σαν συνέπεια την ψυχολογική και πνευματική αποκοπή της δυτικής κυρίως Ευρώπης από αυτά. Το πρόβλημα τούτο, δηλαδή το πρόβλημα της σχέσεως δυτικής Ευρώπης και Μεσογείου, παραμένει το κατ'εξοχήν ιστορικό και πολιτικό ευρωπαϊκό πρόβλημα της σήμερον. Η αμηχανία της ευρωπαϊκής διανόησης, η οποία επί πέντε ολόκληρα χρόνια από τις κοσμογονικές αλλαγές των καιρών μας δεν μπορεί να αρθρώση λέξη για κανένα από τα υπάρχοντα προβλήματα και έχει καταντήσει αμελητέος παράγοντας στην άσκηση της πολιτικής πράξης, προέρχεται κυρίως από το κενό συνείδησης ως προς την μεσογειακή κυρίως περιοχή, δηλαδή από την θέση της ίδιας της δυτικής Ευρώπης, ως προς την περιοχή αυτή. Τα αορίστου χρήσεως κατασκευασμένα συνθήματα «Δύση», «Ευρώπη» κλπ. είναι ακριβώς ψυχολογικές και νοητικές «κλειστότητες» που προϋπετίθεντο κατά την «μελέτη» άλλων πολιτισμών. Ως «κάτι» που αυτοί δεν είχαν, ενώ έπρεπε να έχουν... Τα «συμπεράσματα» συνεπώς και οι «θέσεις», ακόμη και σήμερα, δεν είναι αισθητώς διαφορετικά από αυτά που ήσαν όταν η «Ευρώπη» εξήρχετο εαυτής και ανεκάλυπτε την ύπαρξη άλλων πολιτισμών: όλοι αυτοί εθεωρήθηκαν συλλήβδην «εχθροί» εκ μόνο του γεγονότος ότι απλώς διέφεραν και ως μόνη σχέση έναντι των θεωρήθηκε ο πόλεμος και ει δυνατόν η εξαφάνιση τους! (λ. π.χ. R. Polin La creation des cultures, PUF 1993, σελ 188). Η ιστορική πορεία, εξαιρέσει ωρισμένων πρωτόγονων πολιτισμών της Αυστραλίας και των Ινδιάνων της Αμερικής, δεν ήταν βέβαια δυνατόν να επιβεβαιώση αυτή την ζοφερή τάξη πραγμάτων. Το πολιτιστικό βάθος των πολιτισμών της Μεσογείου (ο ουσιαστικός δηλαδή φορέας αμύνης κάθε πολιτισμού) ήταν εξαιρετικά βαθύ για να υποστή τις επιθυμητές αλλοιώσεις. Αυτό που εκατορθώθη ήταν απλώς η τεχνική διαίρεση των κοινωνικών σωμάτων για λόγους που θα ιδούμε πιο κάτω. Αυτό όμως εδημιούργησε ακριβώς ένα αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ δυτικής Ευρώπης και των άλλων μεσογειακών κοινωνικών σωμάτων, που βασικά έδρασε πολιτιστικώς υπέρ των τελευταίων. Το γεγονός τούτο εκφράζεται δια του όρου «ριζοσπαστισμός» (Funtamentalismus).
Παρά τα ιστορικά τούτα δεδομένα, παρά το εξέχον παράδειγμα της Αμερικής, παρά την παγκοσμίως κοινή διαπίστωση ότι ο φιλελεύθερος τρόπος βιομηχανικής παραγωγής πολύ απέχει από του να σημαίνη ποιοτική βελτίωση του επιπέδου της ζωής του ανθρώπου ως είδους, τα «κριτήρια» και τα συμπεράσματα παραμένουν πάντα τα αυτά: οι πολιτισμοί συνεχίζουν να χωρίζωνται σε «αποδοτικούς» και «μη αποδοτικούς». Αυτό το «γραδάρισμα» των πολιτισμών έχει βέβαια καθωρισμένην οπτική γωνία. Δηλοί απλώς τον «βαθμό χρησιμότητας» άλλων πολιτισμών για την «Ευρώπη», δεν δηλώνει όμως και τον «τρόπο χρήσεως»: οι άλλοι πολιτισμοί αποτελούν «αντικείμενα χρήσεως» προς διασφάλιση ενός υπάρχοντος «καθεστώτος Ευρώπης» χωρίς καμμίαν ανάγκη μεταβολής, ή ο ορισμός της «Ευρώπης» πρέπει να διαμορφωθή έτσι ως προς τους γειτονικούς της τουλάχιστον πολιτισμούς, ώστε αυτοί να της «χρησιμεύσουν» για μια ευρύτερη ιστορική σύνθεση διαρκείας; Μάταια θα ψάξη να βρή κανείς έστω και μιαν στοιχειώδη απάντηση στο ερώτημα τούτο.
Σε έναν πρόσφατο διάλογο «ευρωπαίων διανοούμενων» (sic) για την «Ευρώπη», στο ερώτημα πως θα μπορούσε να ολοκληρωθή η εικόνα της Ευρώπης προς Νότον, η απάντηση, ή μάλλον η διαπίστωση από τις απαντήσεις είναι, απλώς, ότι δεν υπάρχει κανένας Νότος για την σημερινή «ευρωπαϊκή» αυτοσυνείδηση. Η Μεσόγειος αποτελεί απλώς κάποιο «νότιο σύνορο της Ευρώπης» (ρόλος που της ανετέθη ακριβώς λίγο πρίν από το Συνέδριο της Βιέννης...). Παρά ταύτα, είναι πάντως βέβαιο ότι τα κράτη της ανατολικής Μεσογείου δεν υπαγονται και ούτε μπορούν να συμπεριληφθούν στην «Ευρώπη». Δεν γεννάται καν ερώτημα για κάτι τέτοιο, διότι οι Τούρκοι πολιτικοί επιμένουν να επαναλαμβάνουν μονίμως: «είναι ίδιον του ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΜΑΣ (sic) να ενεργή η Αστυνομία ενίοτε λίγο βίαια». Επειδή όμως τα μεσογειακά προϊόντα αποτελούν είδη πρώτης ανάγκης για την «Ευρώπη», είναι οπωσδήποτε απαραίτητο να διατηρηθούν οι ελεύθερες εμπορικές σχέσεις με την μεσογειακή περιοχή. Αλλοιώς υπάρχει ο ίδιος κίνδυνος για την «Ευρώπη» που υπάρχει και για τις ΗΠΑ, οι οποίες πνίγηκαν από τους Μεξικανούς και κοντεύουν να γίνουν ισπανόφωνες.
Στην πολύ κρίσιμη ερώτηση του συντονιστού της συζητήσεως (που είναι Ιταλός...), αν η πορεία των ανατολικοευρωπαϊκών κρατών προς την «ευρωπαϊκή ολοκλήρωση» αντί για την κατεύθυνση προς την δυτική Ευρώπη, δηλαδή την Ευρωπαϊκή Ένωση, λάβη την κατεύθυνση εις βάρος του Νότου, ο πολωνοεβραίος ιστορικός και πολιτικός B. Geremek είπε ότι το βασικό ήταν να γίνη το Ζλότυ μετατρέψιμο νόμισμα, ώστε να «μπη» η Πολωνία στην «Ευρώπη» - πράγμα που έγινε. Από εκεί και πέρα, «ελπίζει» ότι δεν θα λάβουν τα πράγματα τέτοιαν τροπή.
Αυτή είναι περίπου η τρέχουσα «προβληματική» ως προς τις σχέσεις «Ευρώπης» και Μεσογείου. Η Μεσόγειος συνεχίζει να είναι «σύνορο» (τι είδους σύνορο, βέβαια, και ως προς ποιόν, δεν υπάρχει απάντηση), όπως ακριβώς «ήταν» και προ δύο αιώνων. Βλέπει όμως κανείς στις εκτιμήσεις αυτές κάποιαν συγκεκριμένη έννοια Ευρώπης που να προσφέρεται σήμερα στην οποιαδήποτε αντίληψη ιστορικής προοπτικής; Αν η «Ευρώπη» δεν διαθέτη καμμιάν αντίληψη περί Μεσογείου, ιδιαίτερα περί ανατολικής Μεσογείουκαι Βαλκανίων, τότε δεν είναι δυνατόν να διαθέτη καμμία ούτε για την ανατολική Ευρώπηούτε και για τις σχέσεις της ως προς την Ρωσία. Δεν είναι εξ αντικειμένου δηλαδή δυνατόν να διαθέτη, πράγμα που σημαίνει ότι η ίδια στερείται στοιχείου αυτοκαθορισμού. Και αυτό είναι το κατ'εξοχήν πρόβλημα για την Ευρώπη σήμερα.


To «Ανατολικό Ζήτημα» Σήμερα
Εκδ. Εικοστού Πρώτου
1998

.~`~.
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική

*

Ανθρωποποίηση.

I) Ελλάδα ένα νέο πολιτειακό μόρφωμα II) Ο κατήφορος III) Διαφθορά και εθνικά συμφέροντα και IV) Το φοβικό μας σύνδρομο, η εθνική ουτοπία και η συντριβή. Τέσσερα κείμενα για το εσωτερικό πολιτικό σκηνικό.

$
0
0

.~`~.
I
Ελλάδα ένα νέο πολιτειακό μόρφωμα

Η χώρα εισέρχεται βιαίως σε μία ιστορική φάση. Είναι απόλυτα βέβαιο ότι ως ένα νέο πολιτειακό «παράδειγμα» θα αποτελεί μία περιπτωσιακή ανάλυση ενός μετα-κυριαρχικού, μετα-δημοκρατικού πολιτειακού καθεστώτος. Η πολιτική επιστήμη εμπλουτίζεται με ένα νέου είδους ημι-κρατικό δρώντα, αφού η Ελλάδα ως κρατική οντότητα, αυτόνομο πολιτικό σύστημα και εθνική συνταγματική τάξη δεν υφίσταται.

Ως ακαδημαϊκοί καλούμαστε να επανεξετάσουμε θεμελιώδη δεδομένα και αντιλήψεις όσον αφορά, τη δημοκρατία, την αμφίδρομη σχέση ηγεσίας και συλλογικότητας, τη νομιμοποίηση, την εθνική ανεξαρτησία και την κρατική κυριαρχία. Αυτές οι αντιλήψεις αναθεωρούνται υπό το βάρος μίας κοσμογονικής μεταστροφής του ρόλου της εθνικής ηγεσίας.
Τα συστατικά των κρατών είναι η φυσική τους βάση και η θεσμική τους έκφραση. Το δεύτερο χαρακτηριστικό παραπέμπει στη θεσμική και πολιτική οργάνωση που ρυθμίζει την ενδοκρατική τάξη πραγμάτων λειτουργώντας ως εθνικός Λεβιάθαν, ως μία υπέρτατη αρχή που απονέμει δικαιοσύνη, προστατεύει και επιβάλλει κανόνες δικαίου. Η εσωτερική οργανωτική δομή σήμερα αποσυντίθεται με πρωτοβουλία μίας απονομιμοποιημένης ηγεσίας, καθώς η συλλογικότητα δεν αμφισβητεί απλά τον ορθολογισμό των επιλογών της αλλά κυρίως τα κίνητρα της. Η πεποίθηση αυτή αποτελεί ένα διττό δράμα για τον εντολέα και τον εντολοδόχο.
Σύμφωνα με τον Υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ John Foster Dulles μία από τις θεμελιώδεις λειτουργίες των εθνικών κρατών είναι να παράσχουν «επαρκή μέσα επιβίωσης στους πολίτες, ώστε η απελπισία να μην τους οδηγήσει στη χρήση βίας». Η παρούσα ηγεσία αδυνατεί να παράσχει αυτή τη θεμελιώδη ασπίδα έναντι μίας ακέφαλης και απροστάτευτης συλλογικότητας. Αδυνατούν κάποιοι να κατανοήσουν τις συνέπειες αυτής της συστημικής αδυναμίας και οδηγούν τη χώρα σε ένα θεσμικό και συνταγματικό χάος.
Η απομονομιμοποίηση του πολιτικού συστήματος συνετελέσθη υπό το βάρος της οριστικής διάρρηξης των δεσμών ανάμεσα στον εντολέα και εντολοδόχο, όταν η πολιτική ελίτ παρέδωσε την εθνική εδαφική βάση σε εξω-εθνικά κέντρα λήψης αποφάσεων. Συνετελέσθη όταν η ηγεσία της χώρας υιοθέτησε το ρόλο του πολιτικού μαστροπού και αρνήθηκε να διαδραματίσει τον εξ ορισμού και εκ συντάγματος ρόλο της, παραδίδοντας συνειδητά τη συλλογικότητα στα χέρια διεθνών κερδοσκόπων. Η μετάλλαξη μίας εθνικής, με όρους εκπροσώπησης και νομιμοποίησης, ηγεσίας σε μία εκτελεστική εξουσία μη εθνικών κέντρων χάραξης πολιτικής αυτό-αναίρεσε το ρόλο ύπαρξης της και απέκοψε τον ομφάλιο λώρο ανάμεσα στους συντελεστές της εθνικής οργανωτικής δομής.
Σήμερα περισσότερο από ποτέ οι πολίτες αναζητούμε εκφραστή του εθνικού συμφέροντος και δρούμε σε ένα κατακερματισμένο κοινωνικό περιβάλλον. Καλούμαστε να λειτουργήσουμε σε ένα περιβάλλον αυτοβοήθειας [Άναρχες τάξεις και ισορροπίες ισχύος], αφού η εθνική ηγεσία μας κατέστησε έθνος ανάδελφο, έθνος παρία εντός της ΕΕ. Είναι σαφές ότι ως συλλογικότητα καλούμαστε οι ίδιοι, ατομικά και συλλογικά, να διαχειριστούμε το κενό ηγεσίας της χώρας και να προασπίσουμε το πολυτιμότερο αγαθό της μεταπολίτευσης, τους θεσμούς και τη δημοκρατία μας.

.~`~.
II
Ο κατήφορος

Η ελεύθερη πτώση πολιτικού συστήματος και κοινωνίας συνεχίζεται με συνέπεια στις νέο-αποικιακές ρυθμίσεις που έχουν επιβληθεί στη χώρα από το Βερολίνο. Μέτρα που ανακοινώνονται, μέτρα που προκύπτουν, μέτρα που αποκρύπτονται επιμελώς σε μία τριτοσκοσμική δημοκρατία υψηλής κοινοβουλευτικής παστερίωσης.
Το δράμα του ελληνικού Δήμου δεν φαίνεται να έχει τέλος, αφού το πολιτικό σύστημα εξαϋλώθηκε καθιστώντας τη χώρα εταίρα των εταίρων. Οι συνθήκες απονομιμοποίησης του πολιτικού συστήματος είναι πρωτοφανείς. Στην προσπάθεια αυτοπροστασίας του ενεργοποιεί αρνητικά αντανακλαστικά σε σημείο που αναρωτιέται κανείς τι θα έχει απομείνει όταν η κρίση θα έχει ολοκληρώσει τον κύκλο οργανωτικής και συνταγματικής φαυλότητας που αποδομεί τη χώρα. Είχα επισημάνει σε παλαιότερο άρθρο μου ότι «ένα νέο μοντέλο διακυβέρνησης εφαρμόζεται στη χώρα μας με πρωτοβουλία της ΕΕ και τη συναίνεση της ηγεσίας της χώρας. Πρόκειται για ένα νέο σοβιετικό μοντέλο που θεμελιώνεται στον εκφοβισμό, τη διεξαγωγή ενός ψυχολογικού πολέμου έναντι των πολιτών, τον κοινωνικό κανιβαλισμό και κοινωνική αποδόμηση, τη διάχυση της φτώχειας, την αποδόμηση της συνταγματικής τάξης πραγμάτων της χώρας». Η Ελλάδα αποτελεί ένα πείραμα όπως επεσήμανε ορθά το BBC. Πείραμα δημοσιονομικό αλλά και ταυτόχρονα πολιτειακό.
Είναι σαφές ότι οι πολίτες αντιλαμβάνονται το κενό ηγεσίας της χώρας. Ο φόβος και η αμηχανία τους αποτελούν απόδειξη της συντριβής και όχι νίκης του πολιτικού συστήματος. Είναι η απόδειξη της αποτυχίας του να δικαιολογήσει τον καταστατικό ρόλο του, τη συνταγματική δέσμευση του να προασπίσει ένα λαό. Υπό αυτό το πρίσμα η ανάγκη στήριξης των μνημονιακών επιταγών επιβάλλει την ιδεολογική συνύπαρξη ετερογενών δυνάμεων. Είναι αυτό το τέλος της ιδεολογίας στη χώρα; Συνιστά μία εφήμερη παρενέργεια της κρίσης; Πιθανότατα ναι, εκτός κι αν οι παρούσες οργανωτικές δομές εξελιχθούν σε μία εκφυλιστική κανονικότητα. Τα κοινωνικά και πολιτικά φαινόμενα δεν χαρακτηρίζονται ως στατικής υφής διεργασίες. Οι εισροές είναι σχεδόν καθημερινές και μετατρέπονται σε απροσδιόριστες ποσοτικά και ποιοτικά εκροές. Αυτό αντανακλάται και στις δημοσκοπήσεις, στιγμιαίες αποτυπώσεις τάσεων και αντιδράσεων μιας αποπροσανατολισμένης κοινής γνώμης την οποία τόσοι πολλοί προσπαθούν επιμελώς να επηρεάσουν.
Tο ίδιο το πολιτικό σύστημα προσπαθεί να «ανανεωθεί» με «νέους» φορείς γκρίζας απόχρωσης και προέλευσης, χωρίς θέσεις, χωρίς ένα σαφές ιδεολογικό και διαχειριστικό υπόβαθρο, χωρίς προτάσεις. Συνιστούν αυτές αξιόπιστες λύσεις σε ένα δημοσιονομικό, κοινωνικό, πολιτικό και συνταγματικό αδιέδοξο ή άλλη μία πινελιά στο θολό πολιτικό τοπίο και στην έλλειψη αξιοπιστίας; Στη νέα ανθρωπογεωγραφία της φτώχειας προστέθηκε το ιδεολογικό κενό των νέων πολιτικών φορέων. Η χρονική συγκυρία της εμφάνισης τους δημιουργεί μόνο ερωτηματικά, τουλάχιστον για όσους και όσες κατέστησαν πιο σοφοί μέσα από την παιδαγωγική της κρίσης.
Η «νέα Ελλάδα» οικοδομείται για τους Έλληνες χωρίς τους Έλληνες. Αν δεν αλλάξει κάτι οι ίδιοι θα αποτελούν παθητικούς συντελεστές μίας μετα-νεωτερικής οικονομικο-κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας σε ένα οργανωτικό περιβάλλον που θα εμπεριέχει σοβιετικής αντίληψης οργανωτικά στοιχεία και βαλκανικής έμπνευσης κοινωνικο-οικονομικά δεδομένα.

.~`~.
III
Διαφθορά και εθνικά συμφέροντα

Η αποτυχία του συστήματος διακυβέρνησης της μεταπολίτευσης δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Η οικονομική κατάρρευση της χώρας αποτελεί αποτέλεσμα της ανικανότητας των ηγεσιών να κυβερνήσουν ορθολογικά επιβάλλοντας κανόνες διαφάνειας. Η σημερινή τριτοκοσμική εικόνα της Ελλάδας αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός της αποτυχίας τους. Τα κόμματα ως φορείς πολιτικής κοινωνικοποίησης απέτυχαν να διαμορφώσουν ένα πλαίσιο διακυβέρνησης το οποίο να οικοδομείται στην αξιοκρατία, τη διαφάνεια, την ανάδειξη των ικανών, την επίτευξη εθνικών στόχων.
Το τελευταίο σημείο είναι ιδιαίτερα σημαντικό, αφού εκ του αποτελέσματος τίθεται ένα κρίσιμο ερώτημα. Πως είναι δυνατόν μία μη ορθολογική και κυρίως διεφθαρμένη ηγεσία να διαχειριστεί με επιτυχία τα εθνικά ζητήματα και προασπιστεί τα εθνικά συμφέροντα;
Το σύστημα διαφθοράς διέβρωσε επιχειρησιακά την ικανότητα των ηγεσιών να προασπιστούν σθεναρά ελληνικές θέσεις και αιτήματα. Ως αποτέλεσμα, η χώρα υπέστη ήττες σε επίπεδο διμερών σχέσεων, ενώ η εξωτερική της πολιτική χαρακτηρίστηκε από παλινδρομήσεις. Το προσωποκεντρικό και όχι θεσμικό πλαίσιο χάραξης εξωτερικής πολιτικής σε συνδυασμό με τη γενικευμένη διαφθορά ανέδειξε τις εύλογες αδυναμίες των ηγεσιών να υλοποιήσουν επιχειρησιακά ένα συγκροτημένο σχέδιο εθνικής στρατηγικής. Οι ηγέτες απέτυχαν να θέσουν υλοποιήσιμους στόχους, να ορίσουν προτεραιότητες και να εναρμονίσουν τα διαθέσιμα μέσα με τους ονομαστικούς άξονες της εξωτερικής πολιτικής. Η διαφθορά βαλκανοποίησε περαιτέρω τη χώρα και αποδυνάμωσε όχι μόνο τη διεθνή της αξιοπιστία αλλά και την αντικειμενική ικανότητα των ηγεσιών να διαπραγματευτούν ζωτικά εθνικά συμφέροντα χωρίς περιορισμούς και δεσμεύσεις.
Τα παραπάνω δεν μπορούν να αποσυνδεθούν από το φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης. Όπως επισημαίνει ο Μαρκ Πλάτνερ, «η παγκοσμιοποίηση αποψιλώνει τις εθνικές κυβερνήσεις από αποτελεσματικούς μηχανισμούς λήψης αποφάσεων». Η διαφθορά στη χώρα επιδείνωσε αυτή τη δομική ανικανότητα και κατέστησε τις ηγεσίες αδύναμες να διαπραγματευτούν και προασπιστούν τη συλλογικότητα. Αυτή την αίσθηση έχει σήμερα και ο ελληνικός λαός, ότι κάποιοι δεν προασπίστηκαν αποφασιστικά τα συμφέροντα του και τον κατέστησαν ένα τριτοκοσμικό έθνος. Το έπραξαν στο όνομα του ιδιωτικού και όχι δημόσιου συμφέροντος.

.~`~.
IV
Το φοβικό μας σύνδρομο, η εθνική ουτοπία και η συντριβή

Τα πρωτογενή χαρακτηριστικά της σημερινής Ελλάδας είναι η σιωπηλή αποδοχή, η έλλειψη αντανακλαστικών και αυτοσεβασμού, η καταβαράθρωση της εθνικής αξιοπρέπειας, η έλλειψη συλλογικής μνήμης. Προέκυψαν από μία πορεία εθνικών συμβιβασμών, ηττοπάθειας, φοβικών συμπλεγμάτων, κυριαρχίας του εγώ έναντι του εμείς.
Η κρίση των Ιμίων και ο τρόπος αντιμετώπισης της ως ένα περίπου φυσιολογικό γεγονός σηματοδότησε μία νέα εποχή για τον αυτοσεβασμό μας ως πολιτικό σύστημα και συλλογικότητα, για το εθνικό σύστημα αξιών μας, την αποφασιστικότητα και αγωνιστικότητα μας, τη διάθεση να αναλάβουμε ρίσκο. Η τελευταία παράμετρος αποτελεί θεμέλιο λίθο οποιασδήποτε εθνικής στρατηγικής. Ήταν η ιστορική στιγμή αποδοχής της εθνικής ήττας ως «ορθολογικής» πράξης, η τελευταία σκηνή του δράματος της πτώσης στο κενό σε επίπεδο διεθνούς κύρους και αξιολόγησης από πλευράς τρίτων.
Ακολούθησε η «εθνική ανάταση» με τη σαθρή όπως απεδείχθη ένταξη μας στην ευρωζώνη, στον σκληρό πυρήνα του ευρώ. Η εθνική νιρβάνα συνεχίστηκε με τη διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων και τη σκύλευση του οικονομικού πτώματος της χώρας. Επικοινωνιακά τρυκ και η πλασματική ευφορία ενός αποπροσανατολισμένου λαού δεν επέτρεψαν στην κοινή γνώμη να συνειδητοποιήσει το μέγεθος του κινδύνου και το επερχόμενο αδιέξοδο.
Σε ένα άρθρο του ο Α. Καρακούσης («Αγοράζουμε όπλα για να πάρουμε δάνεια», ΤΟ ΒΗΜΑ, 3-2-2009) περιέγραψε το μέγεθος του προβλήματος επισημαίνοντας:
«Η ελληνική οικονομική περιπλοκή, σχεδόν μόνιμη από τον αγώνα της εθνικής ανεξαρτησίας, εξέθετε σχεδόν πάντα -πολύ περισσότερο σε περιόδους κρίσης- τη χώρα σε πιέσεις και εκβιασμούς από τις μεγάλες δυνάμεις. Στην παρούσα συγκυρία της διεθνούς πιστωτικής κρίσης η ασθενής και εξαρτώμενη από τους δανειστές της Ελλάδα είναι αναγκασμένη και πάλι να προσφέρει ή να παζαρέψει βαρύτατα αντισταθμίσματα, προκειμένου να εξασφαλίσει την αναχρηματοδότηση του δυσθεώρητου δημοσίου χρέους των 260 δισ. ευρώ. Παλεύει σε δυσμενείς συνθήκες, υποβαθμιζόμενη ως προς την πιστοληπτική δυνατότητά της από τους οίκους αξιολόγησης, να εξασφαλίσει την αναχρηματοδότηση των παλαιών χρεών και την εξεύρεση νέων χρηματοδοτικών πόρων για την κάλυψη των υπερβολικών ελλειμμάτων. Ήδη από την αρχή του νέου χρόνου αντιμετωπίζει δύσκολες αγορές, πληρώνει πανύψηλα επιτόκια… Με την πλάτη λοιπόν στον τοίχο, με το χρέος να πιέζει ασφυκτικά και με τις αγγλοσαξονικές, τις γερμανικές και τις γαλλικές εφημερίδες να περιγράφουν την Ελλάδα ως ασθενή κρίκο της ευρωζώνης και να την αντιμετωπίζουν ως οιονεί κίνδυνο της σταθερότητας του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, δεν έχει και μεγάλη σημασία τι συνέβη πρώτο: Αν δηλαδή εμείς προσφέραμε ως αντιστάθμισμα της σχετικής χρηματοδοτικής μας άνεσης το δέλεαρ των εξοπλιστικών προμηθειών ή μας επιβλήθηκε από τις «φίλιες» κυβερνήσεις ως εχέγγυο για την απρόσκοπτη χρηματοδότηση του δημόσιου χρέους».
Ήταν σαφές ότι το δημοσιονομικό αδιέξοδο εγκλώβιζε τη χώρα σε έναν φαύλο κύκλο εξάρτησης που περιόριζε τα όρια δράσης της και την οδηγούσε στην καταστροφή. Στο ίδιο διάστημα (1996 και εντεύθεν) στο εσωτερικό η χώρα μετεβλήθη σε ένα εργαστήρι αντιπαράθεσης «μετα-νεωτερικών αντιλήψεων». Η έννοια πατρίδα ισοπεδώθηκε από τον κοσμοπολιτισμό, τις ιδεοληψίες, την αποστασιοποίηση από το εθνικό κέντρο ενός τμήματος της αριστεράς και την απόρριψη από πλευράς της, της έννοιας του «εθνικού» ως μία παρωχημένη αντίληψη.
Για ένα πολιτικό σύστημα και μία κοινωνία όπου οι εθνικοί στόχοι αποτελούσαν ένα νεφέλωμα συλλογικής ψευδαίσθησης, οι όροι πρόβλεψη και επιβίωση συνιστούσαν καινοφανή ορθολογικά διαβήματα και αιτήματα στον μικρόκοσμο μίας αμέριμνα εποχούμενης χώρας σε ένα εξόχως ανταγωνιστικό και επικίνδυνο διεθνές περιβάλλον.
Σταδιακά ο καταναλωτισμός και το προσωπικό όφελος, επί μέρους, κατατετμημένα και ανταγωνιστικά μεταξύ τους ατομικά συμφέροντα εκπαραθύρωσαν κάθε έννοια συλλογικής αξιοπρέπειας, αξιοπιστίας και εθνικών στόχων. Υπό αυτές τις συνθήκες η πτώση ήταν αναμενόμενη. Συνιστούσε μία αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Το έδαφος προλειάνθηκε από έναν συμβιβαστικό μινιμαλισμό, την αδυναμία, ανικανότητα και απροθυμία ενός λαού να προασπίσει εθνικές κόκκινες γραμμές, τα μειωμένα αντανακλαστικά της κοινωνίας, την κυριαρχία πολιτικών πυγμαίων, την εξαΰλωση μη υλικών αξιών από τον εφήμερο υλισμό, τη ματαιοδοξία ενός ευρωπαίου επαρχιώτη.
Σήμερα η Ελλάδα κατέστη η πατρίδα του κλαυσίγελου. Εκεί όπου η συντριβή βαφτίζεται επιτυχία. Όπου η εθνική ήττα μπορεί να προσδιοριστεί «αξιοπρεπής». Όπου το βουβό κλάμα στο εσωτερικό στροβιλίζεται στον αέρα με το γέλιο των εκτός των πυλών. Αυτών που στο εσωτερικό δεν γνωρίζουν το μέγεθος της ήττας που υπέστησαν και αυτών στο εξωτερικό που γνωρίζουν το μέγεθος της νίκης τους.

*
Ο Γιώργος Βοσκόπουλος αναπληρωτής καθηγητής Ευρωπαϊκών Σπουδών, στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας είναι απόφοιτος του Πανεπιστημίου Brock (Καναδάς) και του ΤΞΓΜΔ του Ιονίου Πανεπιστημίου (1996). Πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στο Ηνωμένο Βασίλειο στο Τμήμα Διεθνών Σχέσεων και Στρατηγικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Lancaster (1997) και αναγορεύτηκε διδάκτορας Ευρωπαϊκών Σπουδών από το Πανεπιστήμιο Exeter, Centre for European Studies (2001). Η διατριβή του με τίτλο "Greece, Common Foreign and Security Policy and the European Union: Interaction Within and Between a Zone of Peace and a Zone of Tumoil as an Explanatory Factor"ανέλυσε τα δομικά προβλήματα διαμόρφωσης της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στα πλαίσια χάραξης της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφαλείας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είναι επιμελητής μαζί με τον James Mitchell (California State University, Northridge), του έργου American Politics and Government in Focus, Whittier Publishers, New York, 2005.
Βιβλία του στην ελληνική: 1. Ευρωπαϊκή Ένωση και Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, Ποιότητα (2012) 2. Ευρωπαϊκή Ένωση, Επίκεντρο (2009) 3. Η οικοδόμηση της Ευρώπης, Ποιότητα (2008) 4. Ελληνική εξωτερική πολιτική, Εκδόσεις Παπαζήση (2005). Συμμετοχή σε συλλογικά έργα: 1. Ο ψυχρός πόλεμος, Εκδόσεις Ι. Σιδέρης (2012) 2. Russia the EU and the US as a security triangle, Ευρασία [κείμενα, επιμέλεια] (2011) 3. South-Eastern Europe Today: Problems and Perspectives. The Greek and the German Aspect, Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου [εισήγηση] (2010).


1) Για την «κομματικοποίηση των μεγάλων θεμάτων της εθνικής πολιτικής και την άγρια εσωτερική τους εκμετάλλευση»και για τη «σταθερή μεταβολή της Ελλάδας σε χώρα με περιορισμένα κυριαρχικά δικαιώματα, δηλαδή δικαιώματα των οποίων η κυρίαρχη άσκηση εξαρτάται από τη βούληση και τις αντιδράσεις τρίτων»έχει γράψει ο Παναγιώτης Κονδύλης. 2) Για την μεθοδευμένη αιχμαλωσία της ελληνικής κοινωνίας από ένα αναχρονιστικό και ανίκανο πολιτικό σύστημα, ένα στεγανό και κλειστό σύστημα εξουσίας, μια δομή εξουσιαστικών συμφερόντων που περιορισμένα μόνον επηρεάζεται από το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον, ένα σύμπλεγμα κρατικοδίαιτων ή μη επιχειρηματιών που έχουν άμεσα ή έμμεσα οφέλη από τη συμμετοχή τους στην εξουσιαστική δομή και τα ΜΜΕ, έχει γράψει ο πρώην πρέσβης Ευστράτιος Αλμπάνης. 3) Για τα πλαίσια και τις συνέπειες της υποτέλειαςέχει γράψει ο Περικλής Ροδάκης. 4) Για την «κρίση των κομμάτων» και τον «δρόμο προς την υποτέλεια»έχουν γράψει οι Gunnar Heringκαι Jean Meynard. 5) Για την εξωτερική πολιτική: θεωρία και εφαρμοσμένη πολιτική, από τον Γιώργο Βοσκόπουλο εδώ.Περισσότερες αναρτήσεις για το εσωτερικό πολιτικό σκηνικό.

.~`~.
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική

Η μονοδιάστατη και η πολυδιάστατη ερμηνεία του Διαφωτισμού.

$
0
0

α´
Από τη σχηματική και αποσπασματική παρουσίαση της ζωής και του έργου ορισμένων βασικών εκπροσώπων της διαφωτιστικής σκέψης, όπως τη συναντούμε στην Geschichte der Philosophieτου Karl Vorländer, είναι σχεδόν αδύνατο να αποκομίσουμε μια συνολική εικόνα του Διαφωτισμού και της εποχής του που να ικανοποιεί τις σημερινές γνώσεις και απαιτήσεις μας'είναι όμως δυνατό να διακρίνουμε με μεγάλη ακρίβεια στις σελίδες της μια γενική θεώρηση του Διαφωτισμού που υπήρξε χαρακτηριστική για ορισμένη ερμηνευτική κατεύθυνση και διατηρεί ακόμη κάποια επίκαιρα στοιχεία. Σύμφωνα μ'αυτήν, ο Διαφωτισμός χαρακτηρίζεται αφ'ενός από τη διάδοση εμπειριστικών και αισθησιοκρατικών τάσεων, αφ'ετέρου από την προγραμματική πρόταξη της αξίωσης του ανθρώπινου λόγου να υπερνικήσει το πρόβλημα του κόσμου με τις δικές του δυνάμεις και να διαπλάσει τον ανθρώπινο βίο όπως αυτός κρίνει ορθότερο. Όμως ένας Λόγος που εξαρτάται γνωστικά από την αισθητή εμπειρία, δεν μπορεί να υπερβεί τα όρια της σκέψης της απλής διάνοιας, ενώ ο εμπειρισμός και η αισθησιοκρατία ως τέτοιες κινδυνεύουν να εκφυλιστούν σε έναν χονδροειδή υλισμό.
Η αποδοχή ενός Διαφωτισμού με κύριο γνώρισμα τη διάνοια συνεπάγεται ότι αντινοησιαρχικά ρεύματα όπως η φιλοσοφία του αισθήματος δεν επιτρέπεται να συγκαταλέγονται στον Διαφωτισμό με την αυστηρή έννοια του όρου'και το εξαγόμενο πάλι συμπέρασμα από την αποδοχή μιας θεμελιώδους αντίφασης μεταξύ της αξίωσης του αυτόνομου Λόγου και της εμμονής στην αισθητή εμπειρία είναι ότι για την υπέρβαση της απαιτείται μια φιλοσοφική σύνθεση, όπως εκείνη που επιχειρήθηκε από τον Kant. Η εξέταση του Διαφωτισμού sub specie philosophiae kantianae, με την τελευταία να παρουσιάζεται ως τελείωση του, σημαίνει βεβαίως ότι εισάγουμε λάθρα τελολογικές αντιλήψεις σε μια εξέλιξη που καθ'εαυτήν υπήρξε ανοιχτή, και ότι πραγματευόμαστε κατά τρόπο αντίστοιχο το υλικό της ιστορίας των ιδεών'πρό πάντων όμως σημαίνει ότι κατανοούμε κανονιστικά τη φύση του Διαφωτισμού, με την έννοια ότι τον συρρικνώνουμε, προκειμένου να παραμείνει «γνήσιος», σε εκείνους τους κανόνες που έθεσε και υπερασπίστηκε ο Kantμε τη διπλή απομάκρυνση του αφ'ενός από τον εμπειρισμό και τον σκεπτικισμό, αφ'ετέρου από τον δογματισμό και την παραδοσιακή οντολογία.
Η κανονιστική θεώρηση του Διαφωτισμού είναι επί πλέον υποχρεωμένη να παραδεχτεί άμεσα ή έμμεσα τον ορισμό του Kant για το περιεχόμενο του Διαφωτισμού ως «εξόδου του ανθρώπου από την ανηλικότητα του, της οποίας υπαίτιος είναι ο ίδιος». Και τούτο, γιατί οι εκπρόσωποι της είναι φιλόσοφοι και ερευνητές που κατανοούν το διανοητικό τους εγχείρημα ως περαιτέρω εξέλιξη της πρωτεύουσας κατ'αυτούς πρακτικοηθικής αποστολής «του» Διαφωτισμού. Ιδίως στη Γερμανία μετά το 1945, παρά τις όποιες αποχρώσεις, επιφυλάξεις ή αντιρρήσεις, η θεώρηση αυτή υποστηρίζεται με μια έμφαση που συνήθως απουσιάζει από ανάλογες τάσεις στις αγγλοσαξωνικές χώρεςή τη Γαλλία. Αυτό το φαινόμενο εξηγεί γιατί οι μεγάλες ωθήσεις, όσες ανάγκασαν την έρευνα των τελευταίων να αναθεωρήσει τις μονοδιάστατες ερμηνείες του Διαφωτισμού, δεν εκπορεύθηκαν από τη Γερμανία. Πάντως το γεγονός αυτό είναι ψυχολογικά καθ'όλα κατανοητό: εκπηδά από τις τραυματικές εμπειρίες του εθνικοσοσιαλισμού και συμβαδίζει με την επιθυμία να επικρατήσει στη χώρα αυτή το διαφωτιστικό ιδεώδες ως συστατικό στοιχείο μιας φιλελεύθερης ή δημοκρατικής συνείδησης ικανής να υποβαστάξει ένα αντίστοιχα διαμορφωμένο κρατικό θεσμικό οικοδόμημα. Εξ άλλου, το παρασκήνιο της ιστορίας των ιδεών ενισχύει ex negativo την τάση συγκερασμού της ιστορικής εικόνας του Διαφωτισμού με τις επικαιρικές διαφωτιστικές προθέσεις.
Γιατί μολονότι κατά τον 19ο και 20ο αι. μεγάλα τμήματα της θύραθεν αστικής τάξης και οι σοσιαλιστές στο σύνολο τους έκαναν λόγο για τον Διαφωτισμό με την κανονιστική έννοια του όρου καιθετικά (κι όταν ακόμη με τον όρο αυτόν εννοούσαν εκάστοτε κάτι ολότελα διαφορετικό ή εξήραν διαφορετικές όψεις του), από την άλλη πλευρά είναι γεγονός ότι ήδη τον 18ο αι. η αποκρυστάλλωση του αισθήματος της εθνικής ταυτότητας στη Γερμανία -και μάλιστα όχι μόνο σε κύκλους «αντιδραστικών»- συνοδεύτηκε επανειλημμένα από την επιδεικτική περιχαράκωση απέναντι στην υποτιθέμενη ρηχότητα του δυτικού-διαφωτιστικού πνεύματος. Η στάση αυτή επιβίωσε τον 19ο αι. σε διάφορες εκδοχές και μάλιστα επανήλθε ενδυναμωμένη στο προσκήνιο τον 20ο αι., ιδίως κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και φυσικά μετά τις Βερσαλλίες, εξέλιξη που εκδηλώθηκε σε αισθητίζοντες κύκλους διανοουμένων όπως επίσης και στη ριζοσπαστική Δεξιά. Παρέλκει να αποδείξουμε εδώ ότι η επίδραση της στην επιστημονική διερεύνηση του Διαφωτισμού στη Γερμανία υπήρξε ενδεχομένως ακόμη πιο μοιραία και από εκείνην της μονοδιάστατης κανονιστικής αντίληψης.

β´
Οπωσδήποτε, αυτή η κοινωνικοπολιτικά υποκινούμενη έριδα για τη φύση του Διαφωτισμού δεν αποτελεί σε καμμιά περίπτωση αποκλειστικά γερμανικό φαινόμενο. Γενικά, η συζήτηση γύρω από τον Διαφωτισμό, όταν αυτός άνηκε ήδη στο παρελθόν και μπορούσε επομένως να εξεταστεί αναδρομικά ή με κριτήριο τις εικαζόμενες συνέπειες του, διεξήχθη εξ αρχής υπό τη σκιά κοινωνικοπολιτικών βλέψεων και αναγκών, και μάλιστα στο πλαίσιο της μεγάλης θεωρητικής διαμάχης που ξέσπασε με αφορμή τη Γαλλική Επανάσταση και αντικείμενο την προϊστορία ή την εξελικτική πορεία της. Φυσικά, οι πρωταγωνιστές ή οι θιασώτες της Επανάστασης δεν την κατανόησαν ούτε την παρουσίασαν ως ένα ακόμα επεισόδιο της συνήθους πολιτικής πορισμού ισχύος, αλλά αντίθετα ως μια ριζοσπαστική πολιτική καιηθικοπνευματική καμπή στην ιστορία της ανθρωπότητας'υπ'αυτό το πρίσμα, η Επανάσταση ήταν η έμπρακτη επαλήθευση όλων των ιδεών και των οραμάτων του Διαφωτισμού. Όμως και οι πολέμιοι της Επανάστασης υπέθεσαν εξ ίσου φυσικά έναν οργανικό δεσμό μεταξύ εκείνης και του Διαφωτισμού - αν και με αντεστραμμένο πρόσημο: στα δικά τους μάτια η Επανάσταση αποτελούσε το βδελυρό αλλά αναπόδραστο γέννημα της μακράς υπονόμευσης των αξιών του χριστιανισμού και των νομοκατεστημένων τάξεων από μια μειονότητα διανοουμένων διψασμενων για ισχύ, που εν τέλει κατόρθωσαν να παρασύρουν τις μάζες και επικαλούμενοι γενικά και αφηρημένα ιδεώδη να εγκαθιδρύσουν το τρομοκρατικό καθεστώς τους.
Παρά την αγεφύρωτη διάσταση στην τελική τους αποτίμηση, και οι δύο αυτές θέσεις έχουν κοινές κάποιες ουσιώδεις παραδοχές, οι οποίες έγιναν έτσι κοινό κτήμα και σφράγισαν επί μακρόν τις τρέχουσες απόψεις για τον Διαφωτισμό, ακόμη και της επιστήμης άμεσα ή έμμεσα.
Πρώτον, Επανάσταση και Διαφωτισμός αποτέλεσαν αντικείμενο συνεξέτασης, ήτοι η πρώτη θεωρήθηκε παράγωγο των ιδεών του δεύτερου, πράγμα που με τη σειρά του διευκόλυνε τη συρρίκνωση του Διαφωτισμού σ'εκείνα πάνω-κάτω τα στοιχεία που στάθηκαν σημαντικά για την ιδεολογία της Επανάστασης, και άνοιξε τον δρόμο σε μια ενοποιητική θεώρηση του υπ'αυτήν ακριβώς την έποψη. Καθώς όμως η Επανάσταση είχε έρθει στο προσκήνιο με την αξίωση να εφαρμόσει εμπράκτως σε κοινωνική κλίμακα ορισμένους κανόνες και αξίες, ήταν επόμενο -δεύτερον- η πεμπτουσία του Διαφωτισμού να εντοπιστεί στη συνειδητή κανονιστική του τοποθέτηση, πράγμα που πάλι σήμαινε ότι η αυτοκατανόηση των εκπροσώπων και οπαδών του και η εκ του αρνητικού ομογνωμία των εχθρών του Διαφωτισμού και της Επανάστασης ως προς την αυτοκατανόηση αυτή λαμβανόταν στην ονομαστική της αξία. Τρίτον, ο Διαφωτισμός φάνηκε ότι ακολουθεί νοησιαρχική κατεύθυνση, με την έννοια ότι οι κανόνες και οι αξίες του αποτελούσαν θέσμια του αυτόνομου Λόγου, τα οποία δεν λογοδοτούσαν (αναγκαία) στην εμπειρία, αλλά ατένιζαν αφ'υψηλού, κυρίαρχα ή επιπόλαια (ανάλογα με την εκτίμηση), τη χαοτική ποικιλία των εμπειρικών συμβεβηκότων'η κοινωνική ενσάρκωση αυτού του Λόγου και αυτής της νόησης που με αυτοπεποίθηση επιζητούσε να βελτιώσει τον κόσμο δεν ήταν παρά ο διανοούμενος - από τον φιλόσοφο ως τον στρατευμένο δημοσιογράφο.
Πάνω σ'αυτή τη σύζευξη κανονιστικότητας και ορθολογισμού/νοησιαρχίας δεν εδραζόταν μόνο η υπερήφανη αυτοπεποίθηση πολλών διαφωτιστών, αλλά και η κριτική που τους άσκησαν οι πολέμιοι τους, ιδίως μετά το ξέσπασμα της Επανάστασης. Προ πάντων η αντεπαναστατική πτέρυγα του ρομαντισμού κατηγόρησε τον Διαφωτισμό ότι αγωνίζεται υπέρ εσφαλμένων κανόνων και αξιών, επειδή ακριβώς εργάζεται με την ψυχρή νόηση και περιφρονεί τη φωνή της καρδιάς και του αισθήματος, όπου φανερώνεται η πραγματική φύση του ανθρώπου'γιατί μόνο το αίσθημα ριζώνει στο συγκεκριμένο, στον κόσμο δηλ. της ιστορίας και της παράδοσης που χρέος μας είναι να διαφυλάξουμε, ενώ ο καθαρός Λόγος αρέσκεται σε αφαιρέσεις γενικευτικές και εν τέλει ξένες ή και εχθρικές προς τον άνθρωπο.
Τούτη η συντηρητική-ρομαντική κριτική του Διαφωτισμού μπόρεσε να αποκτήσει περιωπή επιστημονικής θεώρησης του βαθύτερου χαρακτήρα του Διαφωτισμού, απλώς και μόνο επειδή παρουσιάστηκε ως αντίβαρο στη θετική, αλλά και μονοδιάστατη συγχρόνως, θεώρηση του Διαφωτισμού. Η διάδοση της είχε ως συνέπεια να επιδιωχθεί η αναγωγή του Διαφωτισμού ως όλου στο γεωμετρικό πνεύμα ή και στον καρτεσιανό τρόπο σκέψης, πρό πάντων όμως να παραγνωριστούν φαινόμενα της ιστορίας των ιδεών όπως η φιλοσοφία του αισθήματος και μάλιστα ο ρουσσωισμόςή το κίνημα Θύελλα και Ορμή, και να μην εκτιμηθούν ως συστατικά τμήματα του Διαφωτισμού, αλλά ως πρόδρομοι της αντίδρασης εναντίον του.
Τούτη η ρομαντική θεώρηση και κριτική του Διαφωτισμού παρουσιάστηκε σε πολλές ελεύθερες παραλλαγές και οι επιδράσεις της συναντώνται και σε μεταγενέστερες εποχές, όταν οι κοινωνικές της καταβολές και τα κοινωνικά της κίνητρα περιέπεσαν στη λήθη'γι'αυτό και οι αδαείς στην ιστορία των ιδεών εκπλήσσονται σήμερα με τη διαπίστωση, ότι οι αιτιάσεις του Adorno και του Horkheimer κατά του Διαφωτισμού ως αποθέωσης του εργαλειακού Λόγου μαζί με όλες τις ηθικές και πολιτισμικές συνέπειές τους συνιστούν κατά βάση μεταμφίεση αυτής της παλαιορομαντικής-συντηρητικής θεώρησης σε μια νεορομαντική-προοδευτική εννοιολογία και γλώσσα. Όμως για να κατανοήσουμε και να εξηγήσουμε το φαινόμενο αυτής της διατήρησης των βασικών μοτίβων ενός θεωρητικού ρεύματος παρά την άλλαγή των κανονιστικών βλέψεων, πρέπει να γνωρίζουμε τις μακροχρόνιες και δαιδαλώδεις περιπέτειες της παλαιοσυντηρητικής κριτικής του καπιταλισμού και του πολιτισμού στην όψιμη διασταύρωση της με ανάλογες σοσιαλιστικές θέσεις.

γ´
Τα πρώτα μεγάλα συνθετικά έργα για τη σκέψη του Διαφωτισμού αναπαρήγαν σε ποικίλες παραλλαγές τις εν τω μεταξύ εκλαϊκευμένες μονοδιάστατες ερμηνείες. Ο Hazard ανασυνέθεσε τό θετικό πρόγραμμα του Διαφωτισμού από τήν έποψη της κριτικής των διαφωτιστών στόν κατεστημένο χριστιανισμό και αποπειράθηκε έτσι να καταδείξει ότι το πρόγραμμα αύτό ως όλον προέκυψε από την αξίωση του αυτόνομου Λόγου για καθολικότητα. Κατά την αποψή του, οι αιτίες για την πρακτική αποτυχία του διαφωτιστικού προγράμματος οφείλονταν όχι λίγο στην παραγνώριση του αισθήματος, άποψη που βεβαίως σήμαινε ότι η φιλοσοφία του αισθήματος δεν ανήκε στόν Διαφωτισμό stricto sensu. Ο Hazard ωστόσο δεν κατέβαλε καμμιά προσπάθεια να εξηγήσει το γεγονός που ο ίδιος διαπίστωσε, ότι δηλ. τα φαινόμενα που κατά την ανάλυσή του προκάλεσαν την κρίση του Διαφωτισμού, συχνότατα προηγήθηκαν της υποτιθέμενης ακμής του τελευταίου. Κατά το μέτρο αυτό, η θεματική και λογική κατάταξη του ύλικού, που απέβλεπε να τονίσει την εντύπωση ότι η κρίση του Διαφωτισμού ήταν η όψιμη συνέπεια της κατανόησης της ανεπάρκειας και των ατελειών του, αντέφασκε με την ιστορική διαδοχή των γεγονότων, και έτσι στοιχεία σκέψης που στην πραγματικότητα ήταν λογικά και χρονικά συναφή, εμφανίζονται λογικά ετερογενή και χρονικά απομακρυσμένα. Όμως η συνεπής εξήγηση του τεκμηριωμένουγεγονότος της λογικής και χρονικής συνάφειας αυτών των στοιχείων αντί του τεχνητού διαχωρισμού τους θα απαιτούσε μιά ουσιωδώς διαφορετική συνολική ερμηνεία του Διαφωτισμού. Όμοιες ενστάσεις μπορούν να προβληθούν εναντίον του κατά δεκαπέντε έτη αρχαιότερου έργου του Cassirer, ο οποίος ακολουθώντας τον Dilthey δεν αποδέχεται μεν τη ρομαντική μομφή περί ανιστορικής νοησιαρχίας του Διαφωτισμού, αντ'αυτού όμως αποπειράται να συμπιέσει όλη την ιστορική πολυμέρεια των ιδεών του σε ό,τι εκείνος αποκαλεί τύπο σκέψης του Διαφωτισμού. Ο τελευταίος αντιστοιχεί υποτίθεται τον μεθοδικό τρόπο εργασίας των μαθηματικών φυσικών επιστημών, ή και εκπηγάζει από αυτόν, και δηλώνει σε σημαντικό βαθμό τη διάπλαση της εμπειρίας από την κυρίαρχη νόηση, όπως τούτο καταδεικνύεται στην κεντρική έννοια του νόμου. Σ'αυτή την προοπτική, ο Kant προβάλλει ως ο στοχαστής εκείνος που αποπεράτωσε τον Διαφωτισμό, ήτοι ως εκείνος που όχι μόνο εφάρμοσε τον διαφωτιστικό τύπο σκέψης σε όλο το εύρος της φιλοσοφικής ερωτηματοθεσίας, αλλά και που τον θεμελίωσε γνωσιοθεωρητικά, εξηγώντας και καθιστώντας εύλογη την επιστημολογική του αναγκαιότητα.
Τώρα ο Cassirer ορίζει αυτόν τον τύπο σκέψης, ως τυπικό εκπρόσωπο του οποίου θεωρεί τον Newton, κατά τρόπο που η πατρότητα του να μπορεί να αποδοθεί εξ ίσου καλά και στον Galilei για παράδειγμα, ενώ μοιραία μένει άδηλο σε τι έγκειται η ειδοποιός διαφορά του Διαφωτισμού, καθώς και το ξεχωριστό μυστικό της πελώριας επίδρασης που άσκησε ο Newton τον 18ο αι., εκτός αυτού ο συγγραφέας δεν είναι σε θέση να ακολουθήσει με συνέπεια τον ερμηνευτικό μίτο του σε όλα τα πεδία της διαφωτιστικής σκέψης που διερευνά και να καταδείξει με τρόπο λογικά και ιστορικά ικανοποιητικό τη συγκεκριμένη τους φυσιογνωμία ανάγοντας την στις συλλογιστικές προϋποθέσεις που αποδέχεται. Έχοντας επιβάλλει οικειοθελώς στον εαυτό του τον καταναγκασμό να ερμηνεύσει τον Διαφωτισμό ως ενιαίο όλο, συχνά παρατρέχει σιωπηρώς κείμενα και γεγονότα ή τα θέτει επί προκρούστειας κλίνης. Θύματα του πέφτουν κυρίως οι υλιστικές τάσεις, τις οποίες ο Cassirer ξεγράφει, ως μεμονωμένα φαινόμενα χωρίς τυπική σημασία. Πρόκειται βέβαια για κατανοητή στάση, αν αναλογιστούμε τον καταστατικό ρόλο που είχε για τη γέννεση και τον χαρακτήρα του νεοκαντιανισμού ο αγώνας του κατά του υλισμού'από την άλλη πλευρά, δεν μπορούμε να αποκτήσουμε αντικειμενική εικόνα του Διαφωτισμού, αν δεν είμαστε σε θέση να εξηγήσουμε γιατί ο υλισμός έρχεται προγραμματικά στο προσκήνιο για πρώτη φορά στην ιστορία των ιδεών των Νέων Χρόνων ακριβώς κατά τον 18ο αι. Εν ολίγοις, ο Cassirer ταυτολογεί εξοβελίζοντας όλα όσα δεν συμφωνούν με τον θεμελιώδη κατά τους ισχυρισμούς του τύπο σκέψης του Διαφωτισμού, και τελολογεί όταν περιγράφει την εξέλιξη του Διαφωτισμού με το βλέμμα στραμμένο στη δήθεν τελείωση του από το έργο του Kant.
Οι σύντομες αυτές παρατηρήσεις πάνω σε δύο βασικά έργα της βιβλιογραφίας του Διαφωτισμού πρέπει να κατέστησαν ευκρινείς τις ουσιώδεις ελλείψεις των μονοδιάστατων ερμηνειών. Στην αμφισβήτηση και αναθεώρηση τους οδήγησαν σε γενικές γραμμές οι ίδιοι λόγοι που ενέπνευσαν και τη νεορομαντική -και μονοδιάστατη πάντα στη σύλληψή της- ενασχόληση των Adorno και Horkheimer με τον Διαφωτισμό. Οι δύο Παγκόσμιοι Πόλεμοι και η ανάδυση εκείνου του φαινομένου που ονομάστηκε στην εποχή του ολοκληρωτισμός και σε κάποιες τουλάχιστον εκδοχές του επικράτησε και ασκήθηκε (και) εν ονόματι διαφωτιστικών αρχικά ιδεωδών και αξιών, πρέπει να διέδωσαν το αίσθημα ότι η εποχή που είχε αναγράψει στα λάβαρα της τα συνθήματα του διαφωτιστικού ουμανισμού και που σύμφωνα με τη δική της αυτοκατανόηση εργαζόταν για την πραγμάτωση τους, είχε φθάσει ήδη στο πέρας της - πολλώ μάλλον: ότι η πρακτική αποτυχία των προσπαθειών που είχαν τις καταβολές και την απαρχή τους στο πρόγραμμα του Διαφωτισμού, ήδη λόγω του εύρους της δεν μπορεί να αποδοθεί ούτε σε συμπτώσεις ούτε σε υποκειμενικά κακές προθέσεις, αλλά στις ίδιες τις θεμελιώδεις θέσεις του Διαφωτίσμού.
Όπως είναι εύλογο, πρόθυμοι να αποδεχτούν τέτοιες υποθέσεις υπήρξαν στην αρχή περισσότερο συντηρητικοί και αστοί φιλελεύθεροι ερευνητές και ιστορικοί (όπως λ.χ. οι Becker και Crocker), που εν μέρει θεωρούσαν τον εαυτό τους φύλακα της χριστιανικής-ουμανιστικής κληρονομιάς και είχαν επί πλέον την έφεση να προσγράφουν την πλάνη του ολοκληρωτισμού στον εκριζοσπαστισμό των δυτικών-φιλελεύθερων ιδεών από τους άθεους διαφωτιστές. Παρόμοιες αποστάσεις από τον Διαφωτισμό πήραν βαθμηδόν και άνθρωποι που από την προσωπική τους τριβή με σύγχρονα πολιτικά κινήματα ή από δικούς τους αναλογισμούς πάνω στην παράδοξη δυναμική των κοινωνικών και ιδεολογικών παραγόντων εξεπλάγησαν δυσάρεστα από το φαινόμενο της μετατροπής της διαφωτιστικής ιδεολογίας σε χειροπιαστές μορφές κυριαρχίας. Πάντως, έστω κι έτσι η επιστήμη ξεκίνησε να αναζητά σκοτεινές πλευρές, άδηλα σημεία, ανομολόγητες προϋποθέσεις ή συνεπαγωγές, εσωτερικές αντιφάσεις ή ιστορικές παραλληλότητες'το ουσιωδώς νέο και γόνιμο σε αυτή την τοποθέτηση ήταν ότι οι ερευνητές δεν ενδιαφέρονταν πλέον τόσο πολύ για ταξινομήσεις και περιοδολογήσεις, αλλά πολύ εντονότερα για την πολυδιάστατη σύλληψη ενός αντικειμένου του οποίου αναγνώριζαν πλέον τον πολυδιάστατο χαρακτήρα.

δ´
Βεβαίως από μόνη της η επανεκτίμηση του προγράμματος και των ιστορικών επιδράσεων του Διαφωτισμού σε καμμιά περίπτωση δεν αρκούσε για να συνθέσει μια επιστημονικά αξιόπιστη συνολική εικόνα του. Σ'αυτήν ήρθαν να προστεθούν σημαντικές εξελίξεις στις ερευνητικές μεθόδους της ιστορίας των ιδεών καθώς και ρηξικέλευθες θεωρήσεις των μηχανισμών διαμόρφωσης και λειτουργίας των φιλοσοφικών και επιστημονικών θεωριών. Η εμβριθέστερη μελέτη της ιστορίας των φυσικών επιστημών, που συνιστά ένα από τα μεγάλα γεγονότα στο χώρο της ιστορίας των ιδεών κατά τις τελευταίες δεκαετίες και οδήγησε συχνά στην εξιστορίκευση ή σχετίκευση της απόλυτης αντικειμενικότητας που αξίωναν για τον εαυτό τους οι λεγόμενες θετικές ή ακριβείς επιστήμες, ήταν επόμενο να οδηγήσει στο συμπέρασμα, για παράδειγμα, ότι η ερμηνεία της φύσης από τον Newton δεν ήταν αποτέλεσμα μιας εφαρμογής ορισμένων μεθόδων πάνω σε νέα φυσικά δεδομένα που έλαβε χώρα σε ιστορικό κενό, αλλά αντίθετα μια σύνθεση που μεταξύ άλλων δεν χρωστούσε λίγα στην παράδοση του ερμητισμού'εξάλλου, η τεράστια επιρροή της πάνω σ'όλη την πνευματική ζωή του 18ου αι. ερειδόταν, όπως γνωρίζουμε σήμερα, σε παράγοντες που είχαν να κάνουν περισσότερο με πολιτικές και θεολογικές παρά με ειδικά φυσικοεπιστημονικές αντιλήψεις. Υπ'αυτές τις συνθήκες βεβαίως δεν μπορούσε να γίνει πλέον λόγος για έναν τύπο σκέψης «του» Διαφωτισμού, του οποίου παραδειγματικός εκπρόσωπος υπήρξε το επιστημονικό επίτευγμα του Newton, ιδίως εν όψει του γεγονότος ότι οι διαφωτιστές στη μεγάλη τους πλειοψηφία επεδίωξαν να υποβαθμίσουν την αμιγώς μαθηματική συνιστώσα στο έργο του Newton όπως και εν γένει τα μαθηματικά, επειδή έβλεπαν σ'αυτά μια νεκρανάσταση νοησιαρχικών αφαιρέσεων.
Σ'αυτή τη συνάφεια, η ένδελεχέστερη διερεύνηση της ιστορίας της επιστήμης προσέφερε μιάν άλλη ούσιαστική υπηρεσία στη μελέτη του Διαφωτισμού. Διότι έφερε στό φώς την κεντρική σημασία τής ανάπτυξης των βιολογικών επιστημών γιά τον κόσμο των ιδεών του Διαφωτισμού (Roger), και έτσι μας υποχρέωσε να επανεξετάσουμε τις τρέχουσες απόψεις ως πρός την καταγωγή του υλισμού του 18ου αι. από τον καρτεσιανό δήθεν μηχανικισμό• έτσι προχωρήσαμε κατ'ανάγκην στη γενική διαπίστωση, ότι η αντίληψη του Διαφωτισμού για τη φύση, που αποτέλεσε τη θεωρητική βάση του αγώνα ενάντια στη θεολογική διδασκαλία της Δημιουργίας, αποκρυσταλλώθηκε κάτω από προϋποθέσεις κατά πολύ διαφορετικές από τη μηχανικιστική κοσμοεικόνα του Galilei, του Descartes ή του Hobbes, με των οποίων την αρωγή ο ορθολογισμός των Νέων Χρόνων κέρδισε την πρώτη μεγάλη μάχη του κατά της έως τότε κρατούσας ερμηνείας του κόσμου.
Η αναδίφηση της εξέλιξης των κοινωνικών επιστημών την εποχή του Διαφωτισμού έφερε κι εκείνη στο φώς στοιχεία και γεγονότα που διέλυσαν τελεσίδικα τον ρομαντικό θρύλο για την ανιστορική τοποθέτηση του δήθεν νοησιαρχούμενου Διαφωτισμού ο οποίος μολονότι είχε αμφισβητηθεί από τον Dilthey στον καιρό του, εξακολουθούσε να ζει. Οι ανανεωμένες αναγνώσεις ή και η έκ νέου ανακάλυψη κειμένων όπως λ.χ. εκείνα της σκωτικής σχολής, τούτη τη φορά από την έποψη των ερωτημάτων που έθεσαν οι σύγχρονες κοινωνικές επιστήμες, έδειξε ότι ο Διαφωτισμός όχι μόνο είχε αφήσει πίσω του την παλαιά αυλική ιστοριογραφία, αλλά και αυτήν την πολιτική ιστοριογραφία (Ηume, Gibbon), και ότι κατόρθωσε να ιδρύσει την ιστορικά θεμελιωμένη κοινωνιολογία. Η διάνοιξη του ιστορικού κόσμου με τις ιστορικές ρίζες και την ιστορική ποικιλία του υπήρξε δίχως άλλο ένα πνευματικό επίτευγμα του 18ου αι. που απέδωσε πλήρως ώριμους καρπούς μόνο κατά τη διάρκεια των δύο επόμενων αιώνων. Μέ τη σειρά της, η διαπίστωση αυτή οδήγησε αναγκαία στο συμπέρασμα, ότι οι ιστορικές κατασκευές που ομνύουν πίστη στην ευθύγραμμη πρόοδο, στις οποίες μέχρι πρότινος συρρίκνωνε κανείς απλοϊκά την ιστορική σκέψη του Διαφωτισμού, αποτελούσαν μια μόνο όψη ή εκδοχή του πραγματικού φάσματος των ιστορικών τοποθετήσεων και των προσπαθειών γενικής ερμηνείας.
Ένα άλλο, κατά κανένα τρόπο υποδεέστερο ή ασημαντότερο μέρος του ίδιου φάσματος, το συνέθεταν σχετεκιστικές και σκεπτικιστικές θέσεις, που όχι μόνο ήταν αντίθετες αλλά συχνότατα και πολέμιες τών πρώτων. Ο σχετικισμός και ο πεσσιμισμός αναγνωρίστηκαν ως οργανικά συστατικά στοιχεία της ιστοριογραφίας του Διαφωτισμού (Vyeverberg), και αν αυτό το φαινόμενο δεν έξηγήθηκε αμέσως ή δεν εξηγήθηκε πάντοτε πειστικά και με σαφήνεια, πάντως η υπόδειξή του αποτέλεσε έναν πρόσθετο βαρύνοντα λόγο ώστε να αναζητηθεί μιά συνολική εικόνα του Διαφωτισμού πλουσιότερη σε αποχρώσεις και περιεχόμενο.
Η ίδια ανάγκη έν μέρει προξενήθηκε και εν μέρει ενισχύθηκε από την αυξανόμενη αλληλοδιείσδυση των μεθόδων των επιστημονικών κλάδων. Διόλου τυχαία ερευνητές, που κατά την ειδικότητα τους ήταν φιλόλογοι, συνέβαλαν εξαιρετικά στην αναθεώρηση των μονοδιάστατων ερμηνειών του Διαφωτισμού (Dieckmann). Ένα χαρακτηριστικό του ίδιου του Διαφωτισμού ήταν ότι έκανε ρευστά τα όρια μεταξύ φιλοσοφίας λογοτεχνίας και επιστήμης ως διαφορετικών ειδών του γραπτού λόγου και σε μερικές μάλιστα περιπτώσεις τα απάλειψε. Η έρευνα του Διαφωτισμού αξιοποίησε τη διαπίστωση αυτή θέτοντας ως μέλημα της την παράλληλη ανάγνωση φιλοσοφικών, λογοτεχνικών και κοινωνικοεπιστημονικών ή φυσικοεπιστημονικων κειμένων, συνεξετάζοντάς τα δηλ. με βάση το κοινό τους περιεχόμενο και φέρνοντας στο φώς τις κοινές κοσμοθεωρητικές αντιλήψεις που τα υποστρώνουν. Με αυτόν τον τρόπο κανόνας των σχετικά λίγων ονομαστών στοχαστών που επί μακρόν θεωρούνταν κλασσικοί εκπρόσωποι του διαφωτιστικού πνεύματος και αποτελούσαν το προτιμητέο ή και το αποκλειστικό θέμα των επιστημονικών πραγματεύσεων, εμπλουτίστηκε εξαιρετικά και η παλαιότερη ιεραρχική του συγκρότηση καταλύθηκε, εν μέρει τουλάχιστον• ύποπτα ή διαβόητα έργα αξιολογήθηκαν εκ νέου και κατανοήθηκαν διαφορετικά, ενώ η καλύτερη γνώση της ιστορίας της συγγραφής των ήδη ικανοποιητικά γνωστών και καθιερωμένων θάμπωσε ένα μέρος από την πρώτη τους λάμψη. Η διεύρυνση του υλικού και η αποσύνθεση του παλαιού κανόνα μας επέτρεψαν με τη σειρά τους όχι μόνο να ρίξουμε μια ματιά στις έως τότε κρυφές γωνίες της διαφωτιστικής σκέψης, αλλά και να κατανοήσουμε βαθύτερα και διεισδυτικότερα τους μεγάλους κοινούς τόπους γύρω από τους οποίους περιστράφηκε η σκέψη αυτή και όπου αναζήτησε την έσχατη κοσμοθεωρητική της θεμελίωση, όπως είναι λ.χ. οι κοινοί τόποι της φύσης ή της ευτυχίας'οι υποδειγματικές ερευνητικές συμβολές τών Ehrard και Mauzi, που πραγματεύονται τα θέματα αυτά, έγιναν δυνατές ακριβώς πάνω στη βάση των μεθοδολογικών προϋποθέσεων που περιγράψαμε. Χρήσιμη συνδρομή προσέφερε εδώ η προηγμένη εν τώ μεταξύ κοινωνιολογική διερεύνηση του βίου των συγγραφέων, της εκδοτικής παραγωγής, του αναγνωστικού κοινού κλπ. κατά τον 18ο αι., που έριξε φώς στις συγκεκριμένες συνθήκες και ανάγκες, υπό τήν επήρεια των οποίων αποκρυσταλλώθηκε η σκέψη του Διαφωτισμού με όλη της την πολυμέρεια.

ε´
Οι μονοδιάστατες ερμηνείες του Διαφωτισμού ερείδονται άμεσα ή έμμεσα στην πεποίθηση, ότι οι προγραμματικές αποφάνσεις του ίδιου του Διαφωτισμού περιέχουν πράγματι τον μεγάλο κοινό παρονομαστή, στον οποίο συνοψίζονται τόσο το καθοριστικό γενικό του μέλημα όσο και οι ιδιαίτερες θέσεις και έννοιες που το συγκεκριμενοποιούν. Και ήταν επόμενο να εντοπίσουν αυτόν τον κοινό παρονομαστή στην έννοια του Λόγου• διότι ο Διαφωτισμός παρουσιάστηκε όντως, και δή ωςΔιαφωτισμός, με την αξίωση να παραμερίσει ολοσχερώς την Αποκάλυψη και την αυθεντία χάριν της αυτόνομης δράσης του ανθρώπινου Λόγου ή τουλάχιστον να τις υποβάλει στη βάσανο και τη βελτιωτική επίδραση του Λόγου. Ωστόσο, ήδη η προγραμματική (και συνήθης) αντιπαράταξη Λόγου και Αποκάλυψης ή αυθεντίας μας επιτρέπει να διακρίνουμε ότι η επίκληση του Λόγου από μέρους του Διαφωτισμού έχει χαρακτήρα αμιγώς πολεμικό ή αρνητικό, πράγμα που συνεπάγεται πάλι ότι μια ενιαία θεώρηση του διαφωτιστικού κινήματος θα μπορούσε να επιχειρηθεί μόνο από την έποψη της οριοθέτησης του απέναντι στον εκκλησιαστικό-θεολογικό εχθρό, μολονότι ο τελευταίος δεν πολεμήθηκε από όλους τους διαφωτιστές με την ίδια έμφαση και τα ίδια επιχειρήματα.
Όμως η πολεμική-αρνητική συναίνεση στην επίκληση του Λόγου κατά της Αποκάλυψης και της αυθεντίας, μέσα στον ίδιο τον Διαφωτισμό δεν μετατράπηκε σε θετική συναίνεση ως προς το συγκεκριμένο περιεχόμενο του ίδιου αυτού Λόγου• οί ορισμοί της έννοιας του Λόγου καθώς και της έννοιας της φύσης που προτάθηκαν εκάστοτε από διάφορους στοχαστές και ρεύματα απέχουν κατά πολύ ο ένας από τον άλλο ή μάλιστα είναι διαμετρικά αντίθετοι μεταξύ τους, ώστε δεν γίνεται να συνθέσουμε από αυτούς έναν θετικό ενιαίο ορισμό του Διαφωτισμού υπό την αιγίδα του Λόγου, μολονότι όλες οι πλευρές τον επικαλούνται. Και όταν ζητούμε την υιοθέτηση ενός συγκεκριμένου ορισμού της έννοιας του Λόγου και τη χρήση του ως μέτρου και γνώμονα, απλώς γνωστοποιούμε την προθυμία μας να ταυτιστούμε με την αυτοκατανόηση ορισμένης πτέρυγας του διαφωτιστικού κινήματος και να θυσιάσουμε την περιγραφική προσέγγιση προς όφελος κανονιστικών επιδιώξεων.
Η συρρίκνωση του Διαφωτισμού στην έννοια του Λόγου συνεπάγεται μια επιπρόσθετη οπτική απάτη, με ιδιαιτέρως λυπηρά επακόλουθα για την έως τώρα έρευνα. Η επίκληση του Λόγου και η παρακίνηση των ανθρώπων να κάνουν χρήση του τηρώντας τις αρχές και τα διδάγματα του, όπως απορρέουν από τη χρήση αυτή, ονομάζεται κοινώς ορθολογισμός, και με αυτή την έννοια η εποχή του Διαφωτισμού αποκλήθηκε εποχή του ορθολογισμού. Όμως συχνότατα ο ορθολογισμός ρίχτηκε μαζί με τη νοησιαρχία στο ίδιο καζάνι'έτσι δημιουργήθηκε σύγχυση μεταξύ του περιεχομένου του Λόγου και της γνωσιοθεωρητικής του διάρθρωσης και νομίστηκε ότι η ομολογία πίστεως προς τον Λόγο είναι το ίδιο πράγμα με την ομολογία πίστεως προς τη νόηση ως ύψιστη και πολυτιμότερη ανθρώπινη ικανότητα.
Στην προοπτική της ιστορίας των ιδεών, αυτή η σύγχυση έλκει την καταγωγή της από τη ρομαντική-συντηρητική πολεμική κατά του Διαφωτισμού και των επαναστατικών του επενεργειών. Συντηρητικοί (ρομαντικοί) μέμφθηκαν τον Διαφωτισμό ότι στο όνομα του Λόγου ύποστηρίζει οικουμενικούς κανόνες καθώς και μιά οικουμενική εικόνα περί ανθρώπου, δίχως να λαμβάνει ύπ'όψιν του τις συγκεκριμένες γεωγραφικές, ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες• άρα αυτός ο κανονιστικός οικουμενισμός δεν μπορεί να εκπηγάζει παρά μόνο από εκείνη την ανθρώπινη ιδιότητα που είναι η λιγότερο ευαίσθητη στην αισθητή πραγματικότητα και τείνει περισσότερο από όλες τις άλλες να γεννά και να υφαίνει αφαιρέσεις: τη νόηση. Η ρομαντική-συντηρητική αντίθεση στο περιεχόμενο του στραμμένου ενάντια στην Αποκάλυψη και τήν αυθεντία διαφωτιστικού Λόγου, αρθρώθηκε έτσι (και) με την απόρριψη της αφηρημένης νοησιαρχίας ή με τη συρρίκνωση του διαφωτιστικού ορθολογισμού (ως πεμπτουσίας ορισμένων θέσεων και κανόνων) στη νοησιαρχία (ως μορφή και μέθοδο σκέψης)• με αυτόν τον τρόπο οι υποτιθέμενες εμπράγματες πλάνες του Διαφωτισμού προβλήθηκαν ως αναγκαίο αποτέλεσμα του εσφαλμένου τρόπου και τής εσφαλμένης μεθόδου της σκέψης του. Αυτή η ρομαντική-συντηρητική ανακριβολογία δέν θα είχε κάνει σχολή αν οι διαφωτιστές δεν ήταν πράγματι υποχρεωμένοι να μετέρχονται αποκλειστικά οικουμενικές και κατά το μέτρο αυτό αφηρημένες διατυπώσεις, προκειμένου να ορίσουν θετικά το περιεχόμενο ή τους κανόνες του Λόγου. Από την πλευρά της ιστορίας των ιδεών, όπως ήδη παρατηρήσαμε, η διαφωτιστική έννοια τού Λόγου είναι (τυπικά) ενιαία μόνο ως πολεμική αρνητική έννοια κατά της Αποκάλυψης και της αυθεντίας, ενώ παρουσιάζεται κατακερματισμένη και πολύσημη μόλις λάβουμε ως γνώμονα τους ποικίλους ορισμούς που προσέδιδαν στο περιεχόμενό της τα διάφορα διαφωτιστικά ρεύματα.
Ώστε το ζητούμενο είναι ένα σημείο θεώρησης που να μάς επιτρέπει να εξηγήσουμε ικανοποιητικά την πληθωρικά μαρτυρούμενη και στις μέρες μας αναγνωρισμένη πλέον αντιφατική πολυμέρεια των διαφωτιστικών θέσεων, δίχως συγχρόνως να ταυτίζουμε τη διαφωτιστική επίκληση του Λόγου, ήτοι τον διαφωτιστικό ορθολογισμό, με τη νοησιαρχία'διότι η νοησιαρχική συρρίκνωση του διαφωτιστικού ορθολογισμού είναι ασύμβατη με την κρίσιμη διαπίστωση της πολυμέρειας των ιδεών του Διαφωτισμού.
Τέτοιο σημείο θεώρησης μπορεί να μας εξασφαλίσει μόνο μιά ανάλυση προσανατολισμένη στη διεργασία τής αποκατάστασης τών αισθητών. Βεβαίως, η αποκατάσταση των αισθητών δεν άποτελει καθ'εαυτήν επινόηση ή επίτευγμα τού Διαφωτισμού , άλλά κεντρική θέση τού όρθολογισμού τών Νέων Χρόνων εν γένει , τού οποίου οργανικό τμήμα καί νευραλγική φάση είναι ό Διαφωτισμός• ως τέτοια στρέφεται εναντίον της κεντρικής αντίληψης της αρχαίας και της χριστιανικής μεταφυσικής, σύμφωνα με την οποία ο αίσθητός-υλικός κόσμος είναι οντολογικά υποδεέστερος σε σύγκριση με τη σφαίρα τού καθαρού (ύπερβατικού) πνεύματος, ήτοι ελλιπώς διαρθρωμένος, ασταθής, απρόβλεπτος και συνεπώς δεν μπορεί να συλληφθεί με μέσα καθαρά ορθολογικά όπως εκείνη. Αντίθετα, η μαθηματική φυσική επιστήμη του 17ου αί. ζήτησε να αποδείξει ότι η φύση συνιστά ένα τέλεια διαρθρωμένο όλον που ως τέτοιο είναι και οφείλει να είναι αντάξιο της ανθρώπινης ορθολογικής διανοητικής προσπάθειας, αποτελώντας στην ουσία το μόνο δυνατό ή σοβαρό αντικείμενό της.
Η αποκατάσταση των αίσθητών στους Νέους Χρόνους δεν εξαντλείται όμως μόνο σ'αυτή την οντολογική (και γνωστική) ανατίμηση του υλικού κόσμου στην ολότητά του• συγχρόνως έχει μιά άμεσα πρακτική-κανονιστική διάσταση, καθώς είναι δυνατόν να μεταφραστεί στο αίτημα μιάς αυτόνομης ηθικής, που έρχεται σε σύγκρουση με την ετερονομία του χριστιανικού-ασκητικού βίου. Η οντολογική και αντιασκητική αποκατάσταση των αισθητών συμβαδίζει πλέον στο πλαίσιο του κοσμοθεωρητικού πλέγματος του ορθολογισμού των Νέων Χρόνων με το πρωτείο της ανθρωπολογίας, το οποίο αντικαθιστά το πρωτείο της θεολογίας. Άπό την άποψη της οντολογικής ανατίμησης του υλικού κόσμου, το πρωτείο αυτό σημαίνει ότι ο άνθρωπος επιλέγει πλέον αυτόν τον κόσμο ως κύριο πεδίο της δραστηριότητάς του και αποπειράται να κυριαρχήσει επάνω του διαμέσου της επιστήμης και της τεχνικής• φυσικά, για να ανυψωθεί ο άνθρωπος στή θέση του κυρίαρχου, είναι απαραίτητο να παραμεριστεί το πρωτείο της θεολογίας, για την οποία η κυριαρχία του ανθρώπου πάνω στον Θεό είναι αδιανόητη. Από την άποψη της αποκατάστασης των αίσθητών με την αντιασκητική έννοια του όρου, το πρωτείο της ανθρωπολογίας σημαίνει πάλι ότι ο άνθρωπος γίνεται όλο και πιό έντονα αντιληπτός ως φυσικό ον, του οποίου το πνεύμα ή η ψυχή ριζώνει στο βιολογικό του υπόστρωμα και εκτός αυτού (συν)καθορίζεται από εξωτερικούς αισθητούς παράγοντες. Η αντίθεση μεταξύ της αντίληψης ότι ο άνθρωπος είναι κύριος της φύσης (περιλαμβανομένης και της δικής του) και της αντίληψης ότι ο άνθρωπος είναι φύση, η αντίθεση δηλ. μεταξύ κανονιστικού και αιτιώδους, έκρινε ουσιαστικά τον χαρακτήρα και την εξέλιξη του ορθολογισμού των Νέων Χρόνων έν γένει.

ζ´
Με τον Διαφωτισμό, η αποκατάσταση των αισθητών φτάνει σε μια έως τότε άγνωστη και αδιανόητη κορύφωση. Στο φυσικόεπιστημονικό-κοσμολογικό επίπεδο αναγνωρίζεται βαθμηδόν στην ύλη αυτοκίνηση, στο γνωσιοθεωρητικό επίπεδο επικρατούν ως επί το πολύ εμπειριστικές ή αισθησιοκρατικές τάσεις, στο επίπεδο της φυσικής φιλοσοφίας η αντιασκητική στροφή είναι πλέον απαραγνώριστη και λαμβάνει μάλιστα επιθετικό χαρακτήρα, στο επίπεδο της κοινωνικής θεωρίας οι υλικοί παράγοντες, από τη γεωγραφία ως την οικονομία, εκτιμώνται πλέον περισσότερο από ποτέ άλλοτε και η διαμόρφωση και λειτουργία τους κατανοείται πλέον συγκεκριμένα. Ωστόσο, οι ριζοσπαστικές μορφές της αποκατάστασης των αισθητών εντός του όλου πνευματικού φάσματος του Διαφωτισμού παραμένουν ποσοτικά μάλλον αμελητέες'όμως η πραγματική επιρροή φτάνει πολύ μακρύτερα. Γιατί τα έσχατα οντολογικά και ηθικοφιλοσοφικά επακόλουθα μιας συνεπούς αποκατάστασης των αισθητών σε όλα τα επίπεδα απηχούνται κάθε στιγμή σε όλες τις φιλοσοφικές παρατάξεις, οι οποίες δρούν και αντιδρούν ακριβώς στην προοπτική αυτών των συνεπειών, αφού με τον θεωρητικό λόγο τους προωθούν την αποκατάσταση των αισθητών κατά τρόπο και μορφή σύμφωνη με την εκάστοτε οντολογική και κανονιστική θεμελιώδη τους απόφαση. Άν η ενότητα του Διαφωτισμού εδράζεται στο γενικό του εγχείρημα να αποκαταστήσει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο τα αισθητά σε όλα τα παραπάνω επίπεδα ενάντια στις προτεραιότητες της θεολογικής μεταφυσικής, η πολυμέρεια του περιεχομένου του εκπηγάζει από την πληθώρα των διαφορετικών τοποθετήσεών του στο ερώτημα πως και σε ποιό μέτρο πρέπει αυτό να γίνει.
Θα κατανοήσουμε γιατί το ερώτημα αυτό απέκτησε τόσο επείγοντα χαραχτήρα ειδικά τον 18ο αί. ώστε να επισύρει εύλογα πλήθος απαντήσεις, αν αναλογιστούμε τη λειτουργία της έννοιας του πνεύματος στην προηγούμενη φιλοσοφική (και θεολογική) παράδοση - λειτουργία που για πρώτη φορά αμφισβητήθηκε τόσο έντονα και μαζικά την εποχή του Διαφωτισμού. Γιατί το πνεύμα δεν αποτελούσε μόνο το ανώτατο στρώμα του Είναι, αλλά ήταν συνάμα φορέας και εγγυητής του Κανονιστικού - τόσο ως Θεός που ως ens realissimum ήταν συγχρόνως και η πεμπτουσία όλων των κανόνων, όσο και ως ανθρώπινο πνεύμα που του αναγνωριζόταν η αρμοδιότητα να δαμάζει την αισθητή διάσταση του ανθρώπου και να την ποδηγετεί σύμφωνα με κανονιστικές επιταγές. Σε μιά εποχή όπου ο Θεός δεν ήταν ακόμη νεκρός, ήταν επόμενο η υπονόμευση του πνεύματος από την αποκατάσταση, πόσο μάλλον από την οντολογική αυτονόμηση των αισθητών, να εκλαμβάνεται ως υπονόμευση εν γένει του κανονιστικού και του ηθικού στοιχείου. Αυτή η εντύπωση θα ενοχλούσε ενδεχομένως λιγότερο τη μεγάλη πλειονότητα των διαφωτιστών που επηρεάστηκαν από αυτήν, αν δεν έθετε ένα αποτελεσματικό όπλο στη διάθεση του θεολογικού αντιπάλου, ο οποίος βεβαίως παρουσίαζε την αποκοπή από την παραδοσιακή ιεραρχία των αξιών ως μηδενιστική αποκοπή από κάθε αξία. Στις συγκεκριμένες συνθήκες του 18ου αι. όλες πρακτικά οι πτέρυγες του Διαφωτισμού ήταν υποχρεωμένες να αντικρούσουν την υποψία του αθεϊσμού ή του μηδενισμού, αν ήθελαν να εξασφαλίσουν ευήκοον ούς στην κοινωνία. Ώστε ο αγώνας στο εσωτερικό του Διαφωτισμού για τη μορφή και το μέτρο της αποκατάστασης των αίσθητών αποτελεί συγχρόνως και διαμάχη γιά το ποιά είναι η καλύτερη στρατηγική και τακτική κατανίκησης ή έστω εξουδετέρωσης του θεολογικού αντιπάλου.
Η πολυμέρεια τού Διαφωτισμού, που οφείλει τη γένεση και τα κίνητρα της στούς παράγοντες αυτούς, εκτείνεται από θέσεις που κάνουν μεγαλύτερες ή μικρές παραχωρήσεις στη νοησιαρχία προκειμένου να διασφαλίσουν καλύτερα το πνεύμα ως φορέα τού Κανονιστικού, ως τον απροκάλυπτο μηδενισμό, ήτοι ως τον συνεπή αξιολογικό σχετικισμό και τον αποχαιρετισμό όχι μόνο στούς θεολογικούς κανόνες, άλλά και σε κάθε κανονιστική και αξιολογική σκέψη. Εκκινώντας από αυτή τη διαπίστωση -και με δεδομένη την εμμονή μας ενάντια στις μονοδιάστατες ερμηνείες που εκπορεύονται πάντοτε έμμεσα η άμεσα από μια κανονιστική έννοια το Διαφωτισμού- οφείλουμε να κάνουμε εδώ μιά διπλή διάκριση. Κατά πρώτον, πρέπει να διακρίνουμε μεταξύ του Διαφωτισμού με την έννοια των πνευματικών ρευμάτων που επιζητούν να άντικαταστήσουν τη θεολογική με μιά όσο το δυνατόν θύραθεν και εμμενή ερμηνεία του κόσμου, και του Διαφωτισμού με την έννοια ορισμένων κανόνων και άξιών που δεν προβάλλονται μόνο κατά της θεολογίας άλλά και κατά του σκεπτικισμού και μηδενισμού που εκπορεύεται από τους κόλπους του ίδιου του Διαφωτισμού• γιατί η ομολογία πίστεως σε μια εμμενή ερμηνεία του κόσμου δεν σημαίνει απαραίτητα και ομολογία πίστεως σε ορισμένη κλίμακα αξιών, εκτός κι άν εκλάβουμε κανονιστικά την έννοια της φύσης ή του ανθρώπου όπως το έκανε η μεγάλη πλειονότητα των διαφωτιστών.
Από την άλλη πλευρά, πρέπει να διακρίνουμε ανάμεσα στον Διαφωτισμό με αυτή τη διπλή έννοια και στήν εποχή του. Δεν ήταν όλα Διαφωτισμός, όσα διαδραματίστηκαν στην πνευματική Ευρώπη το τελευταίο τρίτο τού 17ου αί. έως περίπου το 1789, το αντίθετο μάλιστα: πάρα πολλά στρέφονταν κατά του Διαφωτισμού, και πάρα πολλά δεν ήταν παρά μια αμέριμνη συνέχιση της σκέψης αιωνόβιων πνευματικών παραδόσεων ή και συνηθειών. Ο Διαφωτισμός εκδιπλώθηκε στο πλαίσιο της εποχής του και υπό τους όρους που εκείνη υπαγόρευε από την άλλη μεριά, ό,τι ονομάζουμε επόχή του Διαφωτισμού δεν θα ήταν αυτό που ήταν δίχως τη γένεση και την επίδραση του Διαφωτισμού. Αυτό το βλέπουμε για παράδειγμα στην επιρροή των διαφωτιστικών ιδεών πάνω στις μεταρρυθμιστικές απόπειρες στον χώρο της θεολογίας'γιατί δεν ήταν μόνο το (κύριο) ρεύμα του Διαφωτισμού αναγκασμένο να υπολογίζει τον θεολογικό αντίπαλο, αλλά και η ίδια η θεολογία δεν μπορούσε πλέον να ανταπεξέλθει δίχως μιά (αρνητική, επιφυλακτική ή θετική) τοποθέτηση προς τον Διαφωτισμό.

η´
Άν δούμε αυτόν τον τεράστιο σε μορφές και περιεχόμενο πλούτο των αποχρώσεων που χαρακτηρίζει όλα αυτά τα επίπεδα, τότε ο λόγος γιά τήν πολυμέρεια του Διαφωτισμού αποκτά το συγκεκριμένο του νόημα, ανεξάρτητα από τη διάκριση των επί μέρους βασικών του εννοιών. Ωστόσο μπορούμε να συγκρατήσουμε τη διαπίστωση, ότι η διανοητικά χαλαρότερη μεν αλλά ποσοτικά κατά πολύ υπέρτερη και επί πλέον δημοφιλέστερη κύρια τάση τού Διαφωτισμού είχε εμπειριστικό προσανατολισμό, ενώ συγχρόνως προσπαθούσε να διαφυλάξει το πνεύμα και τις βασικές οντολογικές μορφές του (ήτοι εκείνες του Θεού και του ανθρώπινου Λόγου) σε εκάστοτε διαφορετικό μέτρο και ερμηνεία• οι θιασώτες της ευελπιστούσαν ότι θα αποσείσουν με αυτόν τον τρόπο την υποψία του μηδενισμού - τόσο επειδή οι ίδιοι δρούσαν έν όνόματι αξιών και κανόνων και ήταν εύλογο να αποτάσσονται από αληθή πεποίθηση τόν μηδενισμό, όσο και γιατί το τελευταίο ήταν τακτικά αναγκαίο στον αγώνα τους κατά του θεολογικού αντιπάλου. Στό ένα άκρο του φάσματος τών ιδεών του Διαφωτισμού, όπου κυριαρχεί αυτό το βασικό ρεύμα, συναντούμε νοησιαρχικές τάσεις που βεβαίως δεν είχαν σκοπό να υπερασπίσουν τη νοησιαρχία με την έννοια της παλαιάς οντολογίας, αλλά προσπαθούσαν πάνω στη βάση τών κοσμοθεωρητικών προοπτικών των Νέων Χρόνων να θεμελιώσουν την αυτονομία του ανθρώπινου πνεύματος εκείθεν κάθε αισθητής εμπειρίας και παρά τον αναγκαίο χαραχτήρα της τελευταίας• ηθικοφιλοσοφικά το ζητούμενο ήταν να μετατραπεί αυτή η αύτονομία της νόησης και του Λόγου σε μιά ηθική δίχως χρησιμοθηρικό άρα, τελικά, δίχως σχετικιστικό χαρακτήρα.
Στό άλλο άκρο του φάσματος βρίσκονται οι ποικίλες παραλλαγές του υλισμού που, μολονότι από ποσοτικής πλευράς βαραίνουν έξ ίσου λίγο με τις νοησιαρχικές τάσεις, δεν αποτελούν διόλου παραδοξότητες, όπως τις αποκάλεσε ο Cassirer. Διότι αποκαλύπτουν (πρό πάντων με τη μηδενιστική μετεξέλιξή τους στόν La Mettrie και τον de Sade) τις έσχατες οντολογικές και ήθικοφιλοσοφικές συνέπειες εκείνης ακριβώς της εμφαντικής αποκατάστασης των αισθητών, στην οποία και το κύριο ρεύμα του Διαφωτισμού έβλεπε τη θεμελιώδη κοσμοθεωρητική του αφετηρία αλλά συγχρόνως και το οξύτερο κοσμοθεωρητικό του όπλο. Από την άλλη πλευρά πρέπει να τονιστεί ότι και ο υλισμός μπορεί να θεωρηθεί τελείωση ή φιλοσοφικά αναγκαία έκβαση του Διαφωτισμού τόσο λίγο όσο λ.χ. ο καντιανισμός. Συνιστά μια από τος πολλές λογικά νόμιμες θέσεις που είχαν πραγματικούς ή δυνητικούς υποστηρικτές και οι οποίες προήλθαν από τον αντιθεολογικό κατά κύριο λόγο προσανατολισμό του ορθολογισμού των Νέων Χρόνων γενικά και του Διαφωτισμού ειδικότερα - ήτοι από την αποκατάσταση των αισθητών με τη διπλή έννοια που περιγράψαμε.
Η πολυδιάστατη κατανόηση του Διαφωτισμού στο πλαίσιο της αποκατάστασης των αισθητών μας επιτρέπει επί πλέον να αποφύγουμε την παλαιά και πάντοτε διαδεδομένη σύγχυση μεταξύ διαφωτιστικού ορθολογισμού και νοησιαρχίας καθώς και τις εσφαλμένες αντιπαραθέσεις (λ.χ. Rousseau κατά Διαφωτισμού) και περιοδολογήσεις που προκύπτουν από αυτήν. Η διαφωτιστική αποκατάσταση των αίσθητών ήρθε στό προσκήνιο ως αντίθεση όχι μόνο πρός ό,τι θεωρήθηκε σχολαστική νοησιαρχία, αλλά και πρός τον καρτεσιανό μαθηματικισμό και απαγωγισμό• στον ταυτόχρονο αγώνα κατά τής νοησιαρχίας της σχολαστικής συλλογιστικής και των μαθηματικών του 18ου αι. ανατιμήθηκαν τόσο το έμπειριστικό-πειραματικό τμήμα της φυσικής επιστήμης όσο και οι βιολογικές και ιστορικές επιστήμες. Παράλληλα, η έμπειριστική γνωσιοθεωρία με τη γενετική της θεώρηση κατέλυσε την παραδοσιακή έννοια της καθαρής νόησης, ώστε ο Λόγος να μην έκλαμβάνεται πλέον ως το ανώτατο συστατικό μιάς έξ αρχής παγιωμένης διαστρωμάτωσης της ψυχής, αλλά ως ύψιστη εξελικτική βαθμίδα ενός πνεύματος που δημιουργείται βαθμηδόν και έξαρτάται πάντοτε από τις αισθήσεις. Ο αντινοησιαρχικός στόν γενικό προσανατολισμό του Διαφωτισμός μπορούσε παρά ταύτα να θεωρεί με ελαφρά συνείδηση τον εαυτό του ορθολογικό, επειδή δεν εξαρτούσε τη δική του έννοια του Λόγου από το όντολογικό καθεστώς της νόησης, άλλά τον συσχέτιζε με ορισμένο περιεχόμενο από το οποίο απέρρεαν ευθέως κανονιστικές συνέπειες. «Συμπεριφέρομαι έλλογα» σήμαινε στην τρέχουσα γλώσσα του Διαφωτισμού «ζώ κατά φύσιν» - δηλ. σύμφωνα με επιταγές οι όποιες είναι ενδιάθετες στην (ανθρώπινη) φύση και δεν αποτελούν προϊόν υπαγόρευσης κάποιας Αποκάλυψης ή αύθεντίας.
Όπως η φύση ως πολεμική έννοια στράφηκε κατά του υπερφυσικού, έτσι και η όμολογία πίστεως στον Λόγο ισοδυναμούσε με απόρριψη του έτεροκαθορισμού της ανθρώπινης δράσης από υπερφυσιοκρατικές διδασκαλίες. Καί όπως η φύση εμπεριείχε τα αισθητά σε όλες τις διαστάσεις τους, δίχως γι'αυτό να παύει να επιτάσσει μιά έλλογη συμπεριφορά, έτσι και ο ανθρώπινος Λόγος περιέκλειε όλη την ύπαρξη του ανθρώπου• δεν έδρευε μόνο στη νόηση, άλλά ρίζωνε σε πολύ βαθύτερα στρώμματα και όφειλε να καθοδηγεί τον άνθρωπο με ασφάλεια φυσικού ενστίκτου, υπό φυσιολογικές τουλάχιστον ή ιδεωδεις συνθήκες. Αυτή ακριβώς η πεποίθηση σχηματίζει τον μεγάλο κοινό παρονομαστή των λοιπών ρευμάτων του Διαφωτισμού και της φιλοσοφίας του αισθήματος ή του ρουσσωισμού, που συχνά αντιμετωπίστηκαν ως ανταρσία κατά του Διαφωτισμού, ως πρόδρομοι του ρομαντισμού κλπ. Διότι η φιλοσοφία του αισθήματος διατράνωσε ακριβώς το ρίζωμα του ήθικοκανονιστικά κατανοούμενου έλλογου στοιχείου στην (ανθρώπινη) φύση, ενώ αν κατηγόρησε τους αντιπάλους της για νοησιαρχία το έκανε απλώς καί μόνο επειδή στις γραμμές του Διαφωτισμού η νοησιαρχία εν γένει γινόταν αντιληπτή ως μομφή. Και αντίστροφα: κανείς πολέμιος της φιλοσοφίας του αισθήματος ή του ρουσσωισμού δέν υποπτεύθηκε τα ρεύματα αυτά ως νοησιαρχικά με τη μεταγενέστερη μειωτική έννοια του όρου, μολονότι πολλοί αμφέβαλλαν αν το διαφωτιστικό πρόγραμμα ήταν ικανό να συμφιλιώσει μεταξύ τους τη φύση και τον πολιτισμό υπό τις προϋποθέσεις της φιλοσοφίας του αίσθήματος. Η οργανική συνάφεια της φιλοσοφίας του αισθήματος και του Διαφωτισμού ως Διαφωτισμού καταδεικνύεται στα απλά γεγονότα, ότι η πρώτη έκδιπλώθηκε ταυτόχρονα με το κίνημα του Διαφωτισμού και ότι ένας από τους εκπροσώπους της, ο Shaftesbury, άνηκε στους συγγραφείς του 18ου αι. με τη μεγαλύτερη δημοτικότητα και επιρροή• ο Rousseau από την πλευρά του εμφανίστηκε σε εποχή όπου πάμπολλα κλασσικά έργα της διαφωτιστικής σκέψης δέν είχαν ακόμη δημοσιευτεί. Ήδη μέ βάση τα χρονολογικά δεδομένα μοιάζει ανεπίτρεπτο να κάνουμε λόγο για εποχή κυριαρχίας του ξηρού διαφωτιστικού ορθολογισμού, την όποια διαδέχτηκε δήθεν μιά έποχή αίσθήματος ως διαμαρτυρία εναντίον του.

θ´
Η αποκατάσταση των αίσθητών πυροδότησε τη σύγκρουση μεταξύ του αιτιώδους και του κανονιστικού στοιχείου. Λογικά αυτή η σύγκρουση μπορούσε να ξεπεραστεί και μάλιστα είτε με την απαλοιφή του κανονιστικού (αυτό έκαναν οι μηδενιστές) είτε με τον κατ'αρχήν διαχωρισμό τού Είναι από το Δέον και των αισθητών από τον Λόγο (αυτή την οδό ακολούθησε ο Kant). Όμως το κύριο ρεύμα του Διαφωτισμού δεν μπορούσε και δεν επιθυμούσε να αποδεχτεί καμμία από αυτές τις δύο συνεπείς λύσεις: δίχως το κανονιστικό στοιχείο δεν θα είχε τα μέσα να στηρίξει την αξίωση του να ηγηθεί της κοινωνίας, ενώ η δυαρχία πάλι όχι μόνο θα είχε ως συνέπεια τη νεκρανάσταση της νοησιαρχίας, αλλά θα αχρήστευε επί πλέον ως πηγή κανόνων και την (ανθρώπινη) φύση, που μόλις είχε ανακαλυφθεί και πάλι, και έτσι θα καθιστούσε ενδεχομένως δυνατή ή και αναγκαία την έκ νέου καταφυγή στο υπερφυσικό για τη θεμελίωση της ηθικής. Άν όμως η αποδοχή και προάσπιση του κανονιστικού στοιχείου (όπως το όριζε ο Διαφωτισμός) ήταν έντελώς απαραίτητη στον αγώνα κατά του θεολογικού αντιπάλου και της ηθικής ή της κοινωνικής οργάνωσης που εκείνος υποστήριζε, έξ ίσου αδύνατη ήταν στον ίδιο αυτόν αγώνα η παραίτηση από την αιτιώδη εξήγηση τών φαινομένων τής φύσης και της κοινωνίας• διότι, βεβαίως, όσοι ζήτησαν να ερευνήσουν και να εφαρμόσουν τους νόμους της αιτιότητας, το έκαναν με την πρόθεση να καταστήσουν αδύνατες ή περιττές τις αυθαίρετες και απρόβλεπτες επεμβάσεις τού Θεού στο κοσμικό γίγνεσθαι. Η δομή της κυρίαρχης στον Διαφωτισμό έννοιας της φύσης, η οποία έχει μία αιτιώδη και μια κανονιστική πλευρά, εικονογραφεί αυτή τη διπλή αναγκαιότητα στη σκέψη του κύριου ρεύματος του Διαφωτισμού. Ωστόσο η διαπλοκή Είναι και Δέοντος ή αιτιώδους και κανονιστικού στοιχείου δέν ήταν δυνατό να θεωρηθεί τετελεσμένο γεγονός, αλλά έκλαμβανόταν είτε ως οντολογική αφετηρία και δυνατότητα είτε ως αίτημα του οποίου η μελλοντική πραγμάτωση έμοιαζε εξασφαλισμένη λόγω άκριβώς της «φύσης τών πραγμάτων»• πάντως, ό,τι επικρατούσε hic et nunc ήταν μιά «κακή» πραγματικότητα, υπήρχε δηλ. ένα χάσμα μεταξύ Είναι και Δέοντος το οποίο ήταν άνάγκη να υπερβαθεί.
Ούτως έχόντων των πραγμάτων και ανάλογα με τη συγκεκριμένη κατάσταση και τις εκάστοτε πολεμικές ανάγκες, στο προσκήνιο ερχόταν πότε η αίτιώδης και πότε η κανονιστική εκδοχή, πράγμα που γέννησε νέες αντιφάσεις και νέες στρατηγικές γεφύρωσής τους. Αυτό έγινε εμφανές στο πεδίο της ηθικής φιλοσοφίας, όπου η θέση για τον άνθρωπο ως φυσικό ον υποστηρίχτηκε εμφαντικά προκειμένου να ανασκευαστεί η διδασκαλία του προπατορικού αμαρτήματος και να υποστηριχτεί συγχρόνως ο αντιασκητικός χαρακτήρας της διαφωτιστικής ηθικής, εγχείρημα όμως που ενείχε τον κίνδυνο μαζί με την πάλαι ποτέ κυρίαρχη και υπεράνω της απλής φύσης νόηση να καταποντιστεί και η ελευθερία της βουλήσεως αρα και η ηθική αυτοδιάθεση του ανθρώπου• για τον λόγο αυτόν, οι απόπειρες να θεμελιωθεί η ηθική στην έννοια της φιλαυτίας (όπως την εννοούσε ο Διαφωτισμός) και με τον τρόπο αυτόν να γεφυρωθεί μέσα στον άνθρωπο το φυσικό και το έλλογο στοιχείο, έμειναν προβληματικές από λογικής πλευράς και αμφιταλαντεύονταν μονίμως ανάμεσα στα δύο σκέλη του διλήμματος αυτού. Αλλά και στο πεδίο της φιλοσοφίας της ιστορίας η σύγκρουση αιτιώδους και κανονιστικού στοιχείου έκανε αισθητή την παρουσία του ως αντίθεση ανάμεσα στη διαπίστωση ότι τα ήθη, οι νόμοι και οι κανόνες κάθε λαού και πολιτισμού εξαρτώνται από τις υλικές συνθήκες και συνεπώς η εγκυρότητα τους είναι σχετική, και στην προσδοκία ότι μπορούμε να επηρεάσουμε πράγματι τους κανόνες αυτούς εμπνεόμενοι από οικουμενικές αξίες ή και να τους ενοποιήσουμε στο πέρας της ιστορικής εξέλιξης. Η αδιάκοπη αμφιταλάντευση μεταξύ αιτιώδους και κανονιστικού στοιχείου κάτω από την πίεση της κοσμοθεωρητικά επιτακτικής αποκατάστασης των αισθητών αποτελεί έναν πρόσθετο σημαντικό λόγο για την πολυμέρεια του περιεχομένου του Διαφωτισμού και την ανεπάρκεια των μονοδιάστατων ερμηνειών του.

ι´
Στην προοπτική που με αυτόν τον τρόπο διανοίξαμε, είναι ανάγκη να επαναξιολογηθούν και οι σχέσεις του Διαφωτισμού προς την Επανάσταση. Τόσο η επαναστατική όσο και η αντεπαναστατική πλευρά συνήθιζε να συναγάγει από μιά υποστασιωμένη και μονοδιάστατη θεώρηση του Διαφωτισμού μια έξ ίσου υποστασιωμένη και μονοδιάστατη Επανάσταση, ώσάν να αποτελούσε «ή» Επανάσταση μια λίγο-πολύ πιστή εφαρμογή του προγράμματος «τού» Διαφωτισμού. Στήν πραγματικότητα, η Επανάσταση συνιστά ένα έξ ίσου πολυστρώματο καί πολυμερές γεγονός όπως και ο ίδιος ο Διαφωτισμός, και δεν υπάρχει κάποια κοινή συνισταμένη των διαφωτιστικών ιδεών που θα συνέπιπτε με την κοινή συνισταμένη του κοινωνικού περιεχομένου και προγράμματος της Επανάστασης'ό,τι η ιστορία έχει να επιδείξει είναι απλώς κάποιες λιγότερο ή περισσότερο σταθερές διασταυρώσεις ορισμένων διαφωτιστικών ιδεών και ορισμένων επαναστατικών ρευμάτων - διασταυρώσεις άλλωστε που δεν ήταν έκ των προτέρων δεδομένες ως οιονεί προγραμματικές τοποθετήσεις, αλλά σχηματίστηκαν πρώτα κατά την πορεία της Επανάστασης από ποικίλες παρακαμπτηρίους. Η άποψη ότι η Επανάσταση υπήρξε αστική επειδή αν κριθεί από το κοινωνικό της αποτέλεσμα ωφέλησε την αστική τάξη, ερείδεται σε μιά εν τέλει τελολογική θεώρηση των κοινωνικών διεργασιών και δεν μπορεί να κάνει κατανοητό ούτε το στοιχειακό κίνημα των αγροτών, έξ αίτιας του οποίου η αστική τάξη υποχρεώθηκε να μοιραστεί τη νίκη της στη Γαλλία με τους αγρότες, ούτε την αναγκαιότητα των εντελώς αδιανόητων προ του 1789 πολιτικών μορφών που διαδέχτηκαν το ancient regime και το συνέτριψαν βίαια.
Αν ήταν ορθές οι κοινωνικοπολιτικές απόψεις της αστικής πτέρυγας του Διαφωτισμού, τότε η Επανάσταση ενδεχομένως να περατωνόταν τη νύχτα της 4ης Αύγούστου 1789, αφού σ'αυτές δεν υπήρχε θέση για έναν Robespierre, έναν Babeuf ή έναν Ναπολέοντα. In tοtο ο Διαφωτισμός υπήρξε με τη σειρά του έξ ίσου λίγο αστικός όσο και η ίδια η Επανάσταση, και μπορεί να αποδειχτεί ότι οι πλέον ριζοσπαστικές, δηλ. οι πιο υλιστικές μορφές πού εξέλαβε, ήταν άκρως ύποπτες στη μεγάλη μάζα της αστικής τάξης και στούς προσκείμενους σ'εκείνην «philοsophes» και ότι εκείνοι τις απέρριπταν για λόγους τόσο αρχής όσο και τακτικής• στην εκστρατεία πάλι εναντίον των μηδενιστών υλιστών συμμετείχαν ασμένως και επισήμως και οι κανονιστικού προσανατολισμού υλιστές. Αν διατηρήσουμε πρό οφθαλμών την ετερογενή συνολική εικόνα που περιγράψαμε, πρέπει να συμπεράνουμε ότι κατά την επαναστατική περίοδο έγινε μάλλον επιλεκτική χρήση διαφωτιστικών ιδεών και σε εκείνες τις ερμηνείες που υπαγόρευαν οι εκάστοτε συνθήκες του αγώνα και οι εκάστοτε αποβλέψεις των ερμηνευτών. Η πολυμέρεια του Διαφωτισμού διασταυρώθηκε με την πολυμέρεια της Επανάστασης• όμως καθοριστική για τις εξελίξεις δεν υπήρξε εδώ η λογική των κειμένων και των ιδεών, άλλά η λογική τού αγώνα.
Η πολυδιάστατη ερμηνεία που στρέφεται γύρω από τον άξονα του κύριου μελήματος του Διαφωτισμού, ήτοι της αποκατάστασης των αισθητών, μας επιτρέπει τέλος να συλλάβουμε αντικειμενικά και σε όλο τους το εύρος τις μακροπρόθεσμες επιδράσεις του Διαφωτισμού στην ιστορία των ιδεών. Η αποκατάσταση των αισθητών περατώθηκε με την κατάλυση αρχικά της νόησης και έπειτα (τής αυτονομίας) του πνεύματος εν γένει και αυτό πάλι καταγράφηκε στο πρωτείο της βούλησης και της πράξης έναντι της σκέψης και της θεωρίας όπως εκφράστηκε από τους Marx, Nietzsche, Freud, τους πραγματιστές κ.ά., με διαφορετικό εκάστοτε τρόπο. Η έννοια της ιδεολογίας ως «ψευδούς» συνείδησης μπόρεσε να διαμορφωθεί μόνο πάνω στη βάση της διαφωτιστικής αντίληψης γιά τον υλικό επικαθορισμό και τον πρακτικό-εργάλειακό προσανατολισμό του ανθρώπινου πνεύματος, ενώ η ανακάλυψη του πολιτισμού ως όλου από τη διαφωτιστική ιστοριογραφία και κοινωνιολογία άνοιξε τον δρόμο στη σύγχρονη κοινωνική και ιστορική επιστήμη. Ως γνωστόν, το επακόλουθο όλων αυτών ήταν νά παραμεριστεί το πρόβλημα της αλήθειας στην απόλυτη μορφή του και συγχρόνως να οξυνθεί η τυπικά διαφωτιστική σύγκρουση μεταξύ αιτιώδους και κανονιστικού• πρό πάντων οι απόπειρες θεμελίωσης της θεωρίας των αξιών και της ηθικής φιλοσοφίας ήταν επόμενο να υποστούν τίς συνέπειες, καθώς ήταν υποχρεωμένες να κινούνται διαρκώς ανάμεσα στη Σκύλλα ενός όλο και πιό κενόλογου ιδεαλισμού και τη Χάρυβδη ενός όλο και πιό πιεστικού και αφόρητου σχετικισμού.
Βεβαίως, μιά ανάλυση της κληρονομιάς του Διαφωτισμού στο πεδίο της ιστορίας των ιδεών υπ'αυτό το πρίσμα δεν οφείλει μόνο να υπερβεί τον θρύλο τού νοησιαρχούμενου Διαφωτισμού, αλλά και την κανονιστική θεώρηση του Διαφωτισμού που συρρικνώνει τον Διαφωτισμό σε κανονιστικές-χειραφετητικές θέσεις. Μοιάζει ωστόσο απίθανο, ότι οι κανονιστικές συντμήσεις του Διαφωτισμού θα πάψουν μελλοντικά να κυριαρχούν στην ευρεία σκηνή, ανεξαρτήτως του τι προωθεί σήμερα την επιστημονική έρευνα. Και τούτο, επειδή είναι πολύ μεγάλος ο αριθμός των φιλοσόφων και των διανοουμένων που κατανοούν και προβάλλουν τη δική τους κανονιστική και αξιολογική σκέψη ως συνέχιση ενός μονοδιάστατα ερμηνευόμενου Διαφωτισμού, τον οποίο επικαλούνται συνήθως ως έσχατη νομιμοποίηση του εγχειρήματός τους, ενώ οι αντίπαλοί τους απλώς αντιστρέφουν τα πρόσημα. Ή έριδα γιά τον χαραχτήρα και τις συνέπειες του Διαφωτισμού επομένως θα συνεχιστεί. Άπό τη φύση της η φιλοσοφική σκέψη δεν είναι λιγότερο πολιτική και πολεμική από την ίδια την πολιτική σκέψη. Και όπως ακριβώς ο Διαφωτισμός, έτσι και η ερμηνεία του δεν μπορεί παρά να τελεί υπό τον αστερισμό της πολιτικής και της πολεμικής.

Εμπεριέχεται στο 'Μελαγχολία και Πολεμική'Εκδ. Θεμέλιο
Μετάφραση: Κώστας Κουτσουρέλης


.~`~.
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική

The Role of Central and Eastern Europe in the Building of Silk Road Economic Belt.

$
0
0

.~`~.
Εισαγωγή

Third Meeting of Heads of Government of China and Central and Eastern European Countries ("Belgrade meeting") will take place in Belgrade December 15-17... business and official delegations of China and 16 Central and Eastern European Countries will participate in the Summit as well as in the debate about burning issues regarding agriculture, industry, tourism, internet technology, transport and infrastructure in the Economic Forum at Sava Center.
The meeting strives to provide the continuation of joint efforts to strengthen cooperation between China and the Central and Eastern European countries, that was first initiated three years ago in Budapest, and then continued and deepened during the meetings in Warsaw in April 2012 and Bucharest in November 2013.
A special focus is on improving economic cooperation since there are many great and so far missed opportunities. The Belgrade meeting of the heads of Government of the Central and Eastern Europe will pay special attention to discussing and reaching agreements on specific cooperative projects and investments.
Sixteen Prime Ministers of all participating countries, high-ranking state officials and prominent businessmen are expected to attend, which puts The Belgrade meeting in the level of major events in Europe.

http://www.china-ceec.org/eng/
Ο ιστότοπος της συνόδου



.~`~.
The Role of Central and Eastern Europe in the Building of Silk Road Economic Belt

Liu Zuokui, China Institute of International Studies (CIIS)

On September 7, 2013, Chinese President Xi Jinping delivered a speech in Kazakhstan titled, “Promote Friendship Between Our People and Work Together to Build a Bright Future”, in which he proposed jointly creating a “Silk Road Economic Belt”.[1] The Silk Road Economic Belt [China’s Eurasian Pivot], which encompasses political, economic, trade and cultural elements, calls for enhanced communication in five areas: policy coordination, road connectivity, unimpeded trade, money circulation and mutual understanding between the various peoples. As a component of China’s strategy of expanding its opening-up westward, the development of such a Silk Road Economic Belt would provide China and other countries involved with greater regional cooperation opportunities.
Central and Eastern Europe (CEE) countries not only form a cooperative market, they also play a role in linking the European and Asian markets and help promote cooperation between the European Union and China. The rapidly growing cooperation between China and Central and Eastern Europe is expected to facilitate the construction of a Silk Road Economic Belt. A detailed and objective assessment of the role Central and Eastern Europe will play in facilitating the construction of a Silk Road Economic Belt between China and Europe is of realistic significance.

Feasibility of CEE’s Involvement
China and many CEE countries were already conducting cooperation in various fields, which has laid a realistic and practical foundation for the construction of a Silk Road Economic Belt. CEE countries would benefit economically from a Silk Road Economic Belt if they would tap their market potential and geographic advantages.

Market Potential and Geographic Advantages
Firstly, the CEE economies are representative of transitional economies and have diverse economic development modes. The countries are making the transition from being emerging economies to developed economies, and will thus benefit from financing from China, which in turn constitutes a testing ground for Chinese enterprises looking to invest in the European Union. Enjoying relatively good investment conditions such as cheap and abundant labor, the CEE economies can help China access the EU market and EU technology more easily. Because of this, Chinese investment in the region has increased in recent years with multi-tiered cooperation and exchanges taking shape, this will pave the way for a Silk Road Economic Belt that can stretches to the EU.
The majority of CEE countries enjoy good relations with China, with neither salient historical conflicts nor outstanding issues left over from history. So the construction of a Silk Road Economic Belt led by China is less likely to meet obvious strategic resistance. Most CEE countries are not only friendly with China; they are also keen to seize the opportunities offered by China’s development. They constitute the key fulcrum for building a Silk Road Economic Belt.

Bilateral Cooperation Relating to Corridor Construction
At present, Eurasia boasts three finished or about-to-be-finished continental land bridges: the Siberian Continental Bridge (also known as the First Eurasian Continental Bridge), starts from Vladivostok in the eastern part of Russia and ends in Rotterdam in the Netherlands; the New Eurasian Continental Bridge (also known as the Second Eurasian Continental Bridge), begins in Lianyungang in east China’s Jiangsu Province and ends in Rotterdam. It exits China via the Alataw Pass and runs through Central Asia into Russia, Poland, and Germany; the third is the Eurasian Continental Bridge that is now on the drawing board. This proposed route would start from Shenzhen in Guangdong Province and end in Europe via Myanmar, Bangladesh, India, Pakistan, Iran, Turkey and Bulgaria.
The Silk Road logistics corridor operated by China mainly uses the Second Eurasian Continental Bridge. In October 2011, the first “Chongqing-Xinjiang-Europe” international freight train made the journey from Chongqing, China, to Duisburg, Germany. In October 2012, the first “Wuhan-Xinjiang-Europe” freight train left Wuhan for Prague, the Czech Republic. In April 2013, Chengdu launched a regular rail freight service between Chengdu and Lodz, Poland, the “Chengdu-Europe Express”. In July 2013, Zhengzhou began to operate freight trains between Zhengzhou and Hamburg, Germany, via the Xinjiang Uygur autonomous region. Compared with current maritime and air freight transportation, railways are more competitive for some goods — faster than maritime transportation and cheaper than air transportation. On top of that, rail transportation is conducive to changing the overdependence of China’s foreign trade on sea transportation, therefore creating favorable conditions for the diversification of its freight and energy transportation. The operation of these corridors is a good foundation for the construction of a Silk Road logistics corridor linking Asia and Europe.

Diversified Cooperative Mechanisms
Today, the mechanisms for the involvement of Central and Eastern Europe in a Silk Road Economic Belt are varied. The most important mechanisms to be capitalized on are the cooperative mechanisms between China and CEE countries, the cooperative mechanisms between China and the EU, and the Asia-Europe Meeting (ASEM). Among them, as far as the construction of a Silk Road Economic Belt is concerned, the cooperative mechanisms between China and CEE countries are the key.
The “looking east” of CEE countries is intensifying and their wish to acquire more development opportunities from China is evident. CEE countries have unveiled measures aimed at enhancing cooperation with China and they are conducting frequent high-ranking exchanges. Even countries which previously had problems with China, such as the Czech Republic, are showing signs of improving bilateral relations. Relations between China and CEE countries are showing positive interaction, and Central and Eastern Europe is a new growth point for Sino-European cooperation.
The Silk Road Economic Belt initiative will present many opportunities for CEE countries. Polish think tanks hold that the construction of a Silk Road Economic Belt based on the Eurasian Continental Bridge will boost the bilateral cooperation between China and Poland, and bring many opportunities for the country’s development. In 2012, the Polish Government launched the “Go China” project for Polish enterprises, and thereafter, launched the “Go Poland” project for Chinese enterprises with a view to pushing forward bilateral economic, trade and investment cooperation. Polish Information and Foreign Investment Agency officials said it was their wish to attract more Chinese enterprises, particularly Chongqing enterprises, to invest in Poland through the “Chongqing-Xinjiang-Europe” railway, as they want Poland to be the bridgehead for Chinese enterprises entering Europe. The railway line from Chengdu to Lodz, Poland, although not free from problems, has already blazed a trail for the bilateral cooperation. Between April 2013 and January 2014, 33 trains arrived in Lodz from Chengdu, with the value of the freight transported reaching US$ 90 million.[2]
Hungary and Serbia have also shown great interest in joining a Silk Road Economic Belt. Although there are a number of difficulties standing in the way of a rail link between China, Hungary and Serbia, efforts are being made to support the construction of a Silk Road Economic Belt in these and other European countries.

Pathway Choice
Spanning Eurasia, a Silk Road Economic Belt would encompass quite a few countries and regions. So the choice of pathways for a modern Silk Road has a direct bearing upon the role of Central and Eastern Europe. At present there seem to be three possible pathways:

Model of “Development in Stages”
The construction of a Silk Road Economic Belt will likely be advanced in stages, with the focus on the countries in China’s neighborhood and Central Asia in the beginning. In accordance with the stipulations of China’s 12th Five-Year Plan (2011-15), among the four major border areas to be opened-up – the west, north, southwest, and cooperation with ASEAN – it is the westward opening-up that is necessary to construct a Silk Road Economic Belt between Asia and Europe. This requires deepening the cooperation between the Xinjiang Uygur autonomous region and Central, West and South Asia so as to expedite the construction of a logistics corridor between China and its neighboring states, and bring into play the Shanghai Cooperation Organization. With this the primary focus at present, the role of that CEE countries will play will be left to the next stage to clarify, i.e. when the Silk Road Economic Belt is expanded from Central Asia to Europe. The advancement of this mode is, to certain extent, contingent upon the speed with which China and its neighbors push forward regional cooperation. Consequently, what role the CEE countries will play and when they will start to play that role is still to be determined.

Model of “Corridor Development”
Taking the development of the Central Asian corridor as the key initial stage for constructing a Silk Road Economic Belt and pushing it on forward, it is essential that earnest efforts are made to build a Eurasian Silk Road logistics corridor to link up the two big markets of Asia and Europe in an effective fashion.
Chinese leaders have stated on many occasions that infrastructure is the key to the construction of a Silk Road Economic Belt, while communication is the key to making the necessary breakthroughs. At the Boao Forum for Asia, Premier Li Keqiang said that since infrastructure facilities and mutual communication constitute the prerequisites for development, countries in the region should join hands in stepping up of the development of infrastructure for rail, highway, aviation, and marine transportation.[3]
Should the three Eurasian Continental Bridges be firmly established then the majority of CEE countries will be incorporated into the construction of a Silk Road Economic Belt. It should also be noted that the CEE countries could also have a role to play in the construction of the 21st Maritime Silk Road, which China has also proposed. One of the 21st Century Maritime Silk Road routes goes from Guangdong to Greece, and reaches the heartland of Europe via the Balkan Peninsula. This route would save seven to ten days compared with the traditional silk road.

Model of “Equal Development Between the East and the West”
The development of a Silk Road Economic Belt linking Asia and Europe would necessarily strengthen ties between the countries in the middle. Presently, China’s economic and trade cooperation with both ends of the Eurasian continent is flourishing.
On the Asian end, the China-ASEAN Free Trade Area was launched in 2010; China, Japan and South Korea began negotiations on an FTA in November 2012; while Xinjiang and other areas are pushing for FTAs with Central Asian countries.
On the European end, China is showing interest in bilateral investment and FTA negotiations. To date, China has signed FTA agreements with Switzerland and Iceland and is now in talks with the EU over a bilateral investment accord. Compared to the cooperation at either end of the proposed Silk Road Economic Belt, China’s plans of building FTAs with countries such as Russia, Ukraine and Belarus are not clear. However, as the Eurasian Economic Union involving Russia, Belarus and Kazakhstan is to be established in 2015, FTA construction and interaction along Silk Road Economic Belt should be active and brisk. Considering the growing economic and trade relations between China and Russia, it can be expected that the two countries could make breakthroughs in constructing an FTA and this is worth exploring in a positive way.
To execute the model of “Equal Development between the East and the West”, Central and Eastern Europe has an important role to play. Firstly, CEE countries are located either on the periphery of the EU or in the center of the EU, some boast key ports, and others are overland hubs. CEE countries serve as a gateway to Europe from Asia, which is the reason why China has to count on them to help it forge economic and trade cooperation with the whole of Europe. Second, in the course of China’s negotiations with the EU over the bilateral investment accord as well as the building of an FTA, CEE countries, which have open markets, are expected to be the driving force in pushing forward the talks between China and Europe. Third, Central and Eastern Europe could serve as a center for Chinese products’ upgrading and marketing. The production, distribution, marketing and branding of Chinese products could be first localized in Central and Eastern Europe before being fully Europeanized. In this sense, CEE markets are at the forefront of Chinese investment and construction of a China-EU FTA.
By and large, the construction of a Silk Road Economic Belt will hinge not only on the strategic planning by China and its promotion by China, but also on the prevailing international situation and the support and response of the other countries involved. The most likely possibility is that it will be a combination of many models, with its focus varying with the strategic priorities of the different parties.

Challenges Ahead
Constructing a logistics corridor, without a doubt, constitutes a key stage for both China and Central and Eastern Europe. This corridor is progressing relatively smoothly, but it is not without challenges.

Domestic Factors
Due to the fast growth in trade between China and Europe in recent years, China has launched international rail links to West Europe via Central and Eastern Europe: the Second Eurasian Continental Bridge, that links four Chinese cities with Europe via Xinjinag – Chongqing, Chengdu, Wuhan, Zhengzhou – as well as Jiangsu and Shaanxi Provinces. Of these the “Chongqing-Xinjiang-Europe” line has been operating the longest, and it has created a number of new logistics models. However, the shortage of goods on the return journeys leads to spikes in transportation costs and there are still a number of challenges to overcome in China.
First, unhealthy competition has emanated from China’s domestic logistics transportation mismanagement. To survive the competition, the various localities rely on the local governments to interfere in the market. Many provinces in central and western China have taken measures to subsidize their respective logistics corridors to Europe. Although this is understandable, the excessively low prices offered by some provinces have seriously compromised the environment for fair competition and increased the subsidy burden on local governments concerned.
Second, since the various provinces have failed to unite they are competing against each other on price. And since the transportation in China has yet to be optimized to reduce the time and cost, the foreign partners have no motivation to raise their efficiency and reduce their prices. The extra cost resulting from the foreign side, however, is borne by the Chinese side.
Third, there exists the phenomenon of goods transportation moving away from the law of the market. Given the growing specialization of the logistics industry, what kinds of products are transported by air, or rail or sea should be decided by market forces. For example, cell phones, which are small in size and light in weight with high prices, are suitable for air transportation. Laptop computers, which are bigger than cell phones and weigh more, are suitable for rail transportation. Large products big with low overall prices, such as televisions, are better suited to being transported by sea.
However, some goods transportation does not observe the market rules, which results in goods accommodating logistics. As the majority of trains from Europe to China have no goods to transport on their return journeys, it is usual for the empty containers to be sent back to China via sea transportation, which is a waste of both resources and capital.

External Factors
The prominent external factors are the intensifying scramble for the Eurasian transport corridor and the dilemma of choice for China in establishing its Eurasian corridor.
Given the huge potential of the Eurasian market, states and regional organizations have unveiled their own plans for constructing such a corridor, one after another. To date, the United Nations, the United States, the EU, Russia, Turkey, Kazakhstan, and Japan, among others, have all announced plans spanning Eurasia, making the contest for the Eurasian international corridor all the more fierce.
The Silk Road is the name used for the various Eurasian trade and cultural communication routes that existed for over 2,000 years. In more recent times, with the development of Eurasian maritime trade and the discovery of the Americas these routes gradually became less important. But the logistics needs of some countries have prompted initiatives for a modern Silk Road.
After the disintegration of the Soviet Union, the renaissance of the Silk Road gathered momentum. In 1998, the International Road Transport Union put forward a plan to reopen a Silk Road. The UN then played a big role and launched the first and second projects of the Silk Road Regional Program in 2000 and 2005. UNESCO and UNESCAP also released their own plans. In 1995, the EU, based on the UN plan, launched a plan for a transportation corridor linking Europe, the Black Sea, the Caucasus, Caspian Sea, and Central Asia. Research was mainly funded by the EU, with sponsors such as the European Bank for Reconstruction and Development, the World Bank, the Asian Development Bank and the Islamic Development Bank, etc. The plan skirted Russia and strengthened the connection between the EU and Central Asia.
Russia’s idea for a modern Silk Road finds expression in the Eurasian Economic Union. On November 18, 2011, the presidents of Russia, Belarus and Kazakhstan signed an agreement that will bring about the establishment of the union in 2015, stressing that communication infrastructure and a corridor for transportation convenience should be the prime targets of cooperation.
In July 2011, then Secretary of State Hillary Clinton introduced the US’ “New Silk Road” plan in India while attending the Second US-India Strategic Dialogue. The US plan is a comprehensive strategy that includes Afghanistan, Central Asia and South Asia. Its implementation requires constructing a trade and energy corridor linking Europe, the Indian Subcontinent and South Asia. In so doing, the United Sates intends to dominate the development process of South Asia, Central Asia and even West Asia, and maintain and intensify its influence in these regions in the hope of overshadowing the influence of Russia and China.
Underlying all these different Silk Road initiatives is the geopolitical rivalry among China, the EU, Russia and the US for energy and resources. Russia and the EU are the two big players in Europe, Russia hopes to maintain its grip over the former members of the Soviet Union in a bid to control the gigantic bonanza of business opportunities generated by the Eurasian logistics corridor, while the EU harbors the ambition of reducing Russian influence and ridding the logistics corridor of Russian risks so as to ensure an easy and effective trade conduit between Europe and Asia, and explore more avenues to ensure its energy security.
Although the United States has no historical links with the Silk Road, its strategy in West Asia and Central Asia has much to do with a modern Silk Road. And the United States has been following big corridors in the region and it is supporting the approach of the European Union The contest between the European Union and Russia over the construction of the Eurasian corridor has brought no little amount of trouble, and China must take into account this complicated rivalry in advancing its own plan for a Silk Road Economic Belt.
China’s Eurasian corridor is naturally dependent on the good momentum in Sino-Russian relations and is vulnerable to the intervention of other powers. Russia has been concerned that China’s Silk Road Economic Belt will pose a threat to it, and it has been exerting pressure on China over the choice of logistics corridors. Russia wants the Silk Road Economic Belt transportation corridor to be the northern route, using its Siberian railways, while China prefers to take the shorter southern route. There have always been concerns in Russia and some European countries over China’s attempts to control Central Asian energy resources, and because of this the “China Threat theory” keeps popping up.
The security situation in Eurasia is complex and the strategic and resources competition among powers is exceedingly tense. The political instabilities in region tend to have a negative impact on both the existing and proposed logistics corridors. With the crisis in Ukraine, the United States and Russia have intensified their rivalry, which has increased the risks in this area. Affected by the Ukrainian crisis, China’s plan to invest in a deep water port in Crimea has almost evaporated and the earlier Ukrainian Logistics Center project by China is in flux.
As far as logistics corridors from China to Central and Eastern Europe are concerned, the various supporting infrastructure facilities in the CEE countries are rather underdeveloped and they lack unified standards. Also the double track rate and electrification of the railway lines are much lower than in developed countries. This has impeded progress in China-CEE freight transportation, storage and handling.

Policy Recommendations
To overcome all these problems, the principle of tackling easy issues first and seeking gradual improvement should be pursued. While stepping up its strategic layout for a transportation corridor, the Chinese Government should fully respect the law of the market, stress the leading role of enterprises and allow key projects to be the driving force. The emphasis should be on the avoidance of economic and political risks and on doing what can be done.
The existing mechanisms should be fully used and new com-munication channels tapped so as to deepen cooperation. It is important that China make a full use of the China-CEE Economic and Trade Forum as well as regular meetings between local leaders from China and CEE countries in a bid to promote wide-ranging communication and multi-tiered cooperation. Multilateral com-munication platforms should be established to facilitate exchanges of people and investment, and to expand bilateral cooperation on various levels, including state, provincial and municipal levels, and direct and specific collaboration between industrial zones. Meanwhile, research funds should be put to good use to step up research on relevant topics.
It is also necessary to inject new life into the ASEM mechanism. The ASEM has been in operation for many years, and it can be an important cooperation platform for the Silk Road Economic Belt, as it serves as a point-to-point communication platform between China and the EU, as well as between China and CEE countries. The ASEM is actually a good choice in pushing forward Silk Road Construction, as it is a diversified and flexible platform for communication.
The multiple choices available for logistics corridors should be maintained so as to ensure the smoothness of trade. On the one hand, cooperation with Russia should be insisted on.
It is supposed for China to be actively involved in the layout of European infrastructure construction to strengthen the connectivity of roads. And the railways in the CEE countries are in need of upgrading and restructuring, as well as electrification, which provides China with a good opportunity to “go abroad” and a good basis for facilitating the construction of a Silk Road Economic Belt in Central and Eastern Europe. As the rail network in Central and Eastern Europe is mainly within the framework of pan-European railways, it is essential China avoid conflicting with the EU when entering CEE countries. Extra care should be given to choice and design of projects.
Mutual benefit and win-win results should be the guiding principles, stressing the positive significance of a Silk Road Economic Belt to the two big markets of Asia and Europe. A Silk Road Economic Belt that includes China, Russia and Europe would benefit all three. China should make clear to Russia and the EU that its Silk Road is an economic concept that would be beneficial to both of them.

Liu Zuokui
China Institute of International Studies (CIIS) is the think tank of China's Ministry of Foreign Affairs. It conducts research and analysis on a wide range of foreign policy issues.
The Institute consists of the Departments of Department of Global Strategy, Information and Contingencies Analysis, American Studies, Asia-Pacific Security and Cooperation, EU Studies, Developing Countries Studies, Shanghai Cooperation Organization Studies, World Economy and Development Studies. Besides, there are Research Centers focused respectively on the study of European Union, the Middle East, the South Pacific, China's Energy Strategy, Periphery Security and World Economy and Security.
CIIS has its own Library and Information Center. The Library holdings include over 300,000 books. The collection on international affairs is among the best in the country.
International Studies is the Journal of CIIS. Its contributors include CIIS researchers and outside foreign affairs experts. The journal provides an influential forum for the discussion of important international issues and China's foreign policy. It has an English edition for foreign readers.

[1]Liu Zuokui is an associate research fellow at the Institute of European Studies, Chinese Academy of Social Sciences. Xi Jinping, “Promote Friendship Between Our People and Work Together to Build a Bright Future”, Astana, September 7, 2013, http://www.fmprc.gov.cn/mfa_eng/wjdt_665385/zyjh_665391/t1078088.shtml.
[2] Tomasz Jurczyk, “V4-China Trade: A Polish Perspective,” presented at the Visegrad International Conference “China-V4 Trade and Investment Cooperation: Trends and Prospects”, Bratislava, April 22, 2013.
[3] Li Keqiang, “Jointly Open-up New Vistas for Asia’s Development”, speech delivered at the Opening Plenary of the Boao Forum for Asia Annual Conference on April 10, 2014, www.chinadaily.com.cn/business/boao2014/2014-04/10/content_17425429.htm.


.~`~.
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική

*
*

Leaving the West Behind. Germany Looks East - και ένα παράρτημα.

$
0
0

.~`~.
Leaving the West Behind
Germany Looks East

Russia’s annexation of Crimea in March 2014 was a strategic shock for Germany. Suddenly, Russian aggression threatened the European security order that Germany had taken for granted since the end of the Cold War. Berlin had spent two decades trying to strengthen political and economic ties with Moscow, but Russia’s actions in Ukraine suggested that the Kremlin was no longer interested in a partnership with Europe. Despite Germany’s dependence on Russian gas and Russia’s importance to German exporters, German Chancellor Angela Merkel ultimately agreed to impose sanctions on Russia and helped persuade other EU member states to do likewise.
Nevertheless, the Ukraine crisis has reopened old questions about Germany’s relationship to the rest of the West. In April, when the German public-service broadcaster ARD asked Germans what role their country should play in the crisis, just 45 percent wanted Germany to side with its partners and allies in the EU and NATO; 49 percent wanted Germany to mediate between Russia and the West [Περί των εξελίξεων στις σχέσεις «Δύσης» και Ρωσίας. Περιφερειακά και παγκόσμια διακυβεύματα και στρατηγικές σημασίες]. These results led the weekly newsmagazine Der Spiegel, in an editorial published last May, to warn Germany against turning away from the West [How Western Is Germany? Russia Crisis Spurs Identity Conflict].

Germany’s response to the Ukraine crisis can be understood against the backdrop of a long-term weakening of the so-called Westbindung, the country’s postwar integration into the West. The fall of the Berlin Wall and the enlargement of the EU freed the country from its reliance on the United States for protection against a powerful Soviet Union. At the same time, Germany’s export-dependent economy has become increasingly reliant on demand from emerging markets such as China. Although Germany remains committed to European integration, these factors have made it possible to imagine a post-Western German foreign policy. Such a shift comes with high stakes. Given Germany’s increased power within the EU, the country’s relationship to the rest of the world will, to a large extent, determine that of Europe.


The German Paradox
---------------------------------------------------------------
Germany has produced 
the most radical challenge to the West from within.
---------------------------------------------------------------
Germany has always had a complex relationship with the West [Η γερμανική «ιδιαίτερη πορεία»]. On the one hand, many of the political and philosophical ideas that became central to the West originated in Germany with Enlightenment thinkers such as Immanuel Kant. On the other hand, German intellectual history has included darker strains that have threatened Western norms—such as the current of nationalism that emerged in the early nineteenth century. Beginning in the latter half of the nineteenth century, German nationalists increasingly sought to define Germany’s identity in opposition to the liberal, rationalistic principles of the French Revolution and the Enlightenment [Η μονοδιάστατη και η πολυδιάστατη ερμηνεία του Διαφωτισμού]. This version of German nationalism culminated in Nazism, which the German historian Heinrich August Winkler has called “the climax of the German rejection of the Western world”. Germany, therefore, was a paradox: it was part of the West yet produced the most radical challenge to it from within. 

After World War II, West Germany took part in European integration, and in 1955, as the Cold War heated up, it joined NATO. For the next 40 years, the Westbindung, which led Germany to cooperate and pursue joint security initiatives with its Western allies, became an existential necessity that overrode other foreign policy objectives. Germany continued to define itself as a Western power through the 1990s. Under Chancellor Helmut Kohl, a reunified Germany agreed to adopt the euro. By the end of the decade, the country appeared to have reconciled itself to the use of military force to fulfill its obligations as a NATO member. After 9/11, Chancellor Gerhard Schröder pledged “unconditional solidarity” with the United States and committed German troops to the NATO mission in Afghanistan.

Over the past decade, however, Germany’s attitude toward the rest of the West has changed. In the debate about the 2003 invasion of Iraq, Schröder spoke of a “German way,” in contrast to the “American way.” Since then, Germany has hardened its opposition to the use of military force. After its experience in Afghanistan, Germany appears to have decided that the right lesson from its Nazi past is not “never again Auschwitz,” the principle it invoked to justify its participation in the 1999 NATO military intervention in Kosovo, but “never again war.” German politicians across the spectrum now define their country as a Friedensmacht, a “force for peace.”

Germany’s commitment to peace has led the EU and the United States to accuse Germany of free-riding within the Western alliance. Speaking in Brussels in 2011, U.S. Defense Secretary Robert Gates warned that NATO was becoming “a two-tiered alliance . . . between those willing and able to pay the price and bear the burdens of alliance commitments, and those who enjoy the benefits of NATO membership, be they security guarantees or headquarters billets, but don’t want to share the risks and the costs.” He singled out for particular criticism those NATO members that spend less on defense than the agreed-on amount of two percent of GDP; Germany spends just 1.3 percent. In the past few years, France has similarly criticized Germany for its failure to provide sufficient support for military interventions in Mali and the Central African Republic.

One reason Germany has neglected its NATO obligations is that the Westbindung no longer appears to be a strategic necessity. After the end of the Cold War, the EU and NATO expanded to include some central and eastern European countries, which meant that Germany was “encircled by friends,” as the former German defense minister Volker Rühe put it, rather than by potential military aggressors, and it was therefore no longer reliant on the United States for protection from the Soviet Union.

At the same time, Germany’s economy has become more dependent on exports, particularly to non-Western countries. In the first decade of this century, as domestic demand remained low and German manufacturers regained competitiveness, Germany became increasingly dependent on exports. According to the World Bank, the contribution of exports to Germany’s GDP jumped from 33 percent in 2000 to 48 percent in 2010. Beginning with Schröder, Germany began to base its foreign policy largely on its economic interests and, in particular, on the needs of exporters.

Increasing anti-American sentiment among ordinary Germans has contributed to the foreign policy shift, too. If the Iraq war gave Germans the confidence to split from the United States on issues of war and peace, the 2008 global financial meltdown gave it the confidence to diverge on economic issues. For many Germans, the crisis highlighted the failures of Anglo-Saxon capitalism and vindicated Germany’s social market economy. The revelations in 2013 that the U.S. National Security Agency had been conducting surveillance on Germans and eavesdropping on Merkel’s cell-phone calls further strengthened anti-American sentiment. Many Germans now say that they no longer share values with the United States, and some say that they never did.

To be sure, Germany’s liberal political culture, a result of its Western integration, is here to stay. But it remains to be seen whether Germany will continue to align itself with its Western partners and stand up for Western norms as it becomes more dependent on non-Western countries for its economic growth. The most dramatic illustration of what a post-Western German foreign policy might look like came in 2011, when Germany abstained in a vote in the UN Security Council over military intervention in Libya—siding with China and Russia over France, the United Kingdom, and the United States. Some German officials insist that this decision did not prefigure a larger trend. But a poll conducted shortly after the vote by the foreign policy journal Internationale Politik found Germans to be split three ways over whether they should continue to cooperate primarily with Western partners; with other countries, such as China, India, and Russia; or with both.


The New Ostpolitik
Germany’s policy toward Russia has long been based on political engagement and economic interdependence. When Willy Brandt became chancellor of West Germany in 1969, he sought to balance the Westbindung with a more open relationship with the Soviet Union and pursued a new approach that became known as the Ostpolitik, or “Eastern policy.” Brandt believed that increasing political and economic ties between the two powers might eventually lead to German reunification, a strategy his adviser Egon Bahr called Wandel durch Annäherung, “change through rapprochement.”

---------------------------------------------------------------
Germans are split over whether to cooperate with Western partners or with countries such as Russia and China.
---------------------------------------------------------------
Since the end of the Cold War, economic ties between Germany and Russia have expanded further. Invoking the memory of Brandt’s Ostpolitik, Schröder began a policy of Wandel durch Handel, or “change through trade.” German policymakers, and particularly the Social Democrats, championed a “partnership for modernization,” in which Germany would supply Russia with technology to modernize its economy—and, ideally, its politics.

These ties help explain Germany’s initial reluctance to impose sanctions after the Russian incursion into Ukraine in 2014. In deciding whether or not to follow the U.S. lead, Merkel faced pressure from powerful lobbyists for German industry, led by the Committee on Eastern European Economic Relations, who argued that sanctions would badly undermine the German economy. In a show of support for Russian President Vladimir Putin, Joe Kaeser, the CEO of Siemens, visited the Russian leader at his residence outside Moscow just after the annexation of Crimea. Kaeser assured Putin that his company, which had conducted business in Russia for roughly 160 years, would not let “short-term turbulence”—his characterization of the crisis—affect its relationship with the country. In an editorial in the Financial Times in May, the director general of the Federation of German Industries, Markus Kerber, wrote that German businesses would support sanctions but would do so “with a heavy heart.”

Germany’s heavy dependence on Russian energy also caused Berlin to shy away from sanctions. After the 2011 Fukushima nuclear disaster in Japan, Germany decided to phase out nuclear power sooner than planned, which made the country increasingly dependent on Russian gas. By 2013, Russian companies provided roughly 38 percent of Germany’s oil and 36 percent of its gas. Although Germany could diversify away from Russian gas by finding alternative sources of energy, such a process would likely take decades. In the short term, therefore, Germany has been reluctant to antagonize Russia.

For her support of sanctions, Merkel has faced pushback not just from industry but also from the German public. Although some in the United States and in other European countries have accused the German government of going too easy on Russia, many within Germany have felt that their government is acting too aggressively. When the German journalist Bernd Ulrich called for tougher action against Putin, for example, he found himself inundated with hate mail that accused him of warmongering. Even Frank-Walter Steinmeier, Germany’s foreign minister, long perceived to be sympathetic to Russia, has faced similar accusations. The National Security Agency spying revelations only increased sympathy for Russia. As Ulrich put it in April 2014, “When the Russian president says he feels oppressed by the West, many here think, ‘So do we.’”

That type of identification with Russia has deep historical roots. In 1918, the German writer Thomas Mann published a book, Reflections of a Nonpolitical Man, in which he argued that German culture was distinct from—and superior to—the cultures of other Western nations, such as France and the United Kingdom. German culture, he argued, fell somewhere between Russian culture and the cultures of the rest of Europe. That idea has experienced a dramatic resurgence in recent months. Writing in Der Spiegel in April 2014, Winkler, the historian, criticized the so-called Russlandversteher, Germans who express support for Russia, for repopularizing “the myth of a connection between the souls of Russia and Germany.”

In crafting a response to Russia’s annexation of Crimea, then, Merkel had to walk a fine line. She sought to keep open the possibility of a political solution for as long as possible, spending hours on the phone with Putin and sending Steinmeier to help mediate between Moscow and Kiev. It was only after Malaysia Airlines Flight 17 was shot down on July 17, 2014, allegedly by pro-Russian separatists, that German officials felt comfortable adopting a tougher stance. Even then, public support for sanctions remained tepid. An August poll by the ARD found that 70 percent of Germans supported Europe’s second round of sanctions against Russia, which included banning visas for and freezing the assets of a list of prominent Russian businesspeople. But only 49 percent said that they would continue to back sanctions even if they hurt the German economy—as the third round of sanctions likely will.

Popular support for sanctions could slip further if Germany goes into recession, as many analysts say it might. Although German businesses have reluctantly accepted the sanctions, they have continued to lobby Merkel to ease them. And even as its economic efforts come under threat, Germany has made it clear that military options are not on the table. Ahead of the NATO summit in Wales in September, Merkel opposed plans for the alliance to establish a permanent presence in eastern Europe, which she argued would violate the 1997 NATO-Russia Founding Act. Put simply, Germany may not have the stamina for a policy of containment toward Russia.

Pivot To China
---------------------------------------------------------------
Η συμμετοχή της Κίνας σε μια πιθανή γερμανορωσική συνεργασία ενδέχεται να αφυπνίσει εκ νέου ιστορικούς ανταγωνισμούς μεταξύ χερσαίων κρατών με άξονα την Ευρασία και τις θαλάσσιες αυτοκρατορίες βασιζόμενες σε ωκεανούς που περιβάλλουν την Ευρασία, γεγονός πουθα σήμαινε τη γέννηση μιας από τις πιο ανηλεείς πολώσεις που θα μπορούσε να δει ποτέ η ιστορία - Ahmet Davutoğlu.
---------------------------------------------------------------
Germany has also grown closer to China, an even more significant harbinger of a post-Western German foreign policy. As it has with Russia, Germany has benefited from increasingly close economic ties with China. In the past decade, German exports there have grown exponentially. By 2013, they added up to $84 billion, almost double the value of German exports to Russia. Indeed, China has become the second-largest market for German exports outside the EU, and it may soon overtake the United States as the largest. China is already the biggest market for Volkswagen—Germany’s largest automaker—and the Mercedes-Benz S-Class.

The relationship between Germany and China grew only stronger after the 2008 financial crisis, when the two countries found themselves on the same side in debates about the global economy. Both have exerted deflationary pressure on their trading partners, criticized the U.S. policy of quantitative easing, and resisted calls from the United States to take action to rectify macroeconomic imbalances in the global economy. Germany and China have, simultaneously, become closer politically. In 2011, the two countries began holding an annual government-to-government consultation—in effect, a joint cabinet meeting. The event marked the first time that China had conducted such a broad-based negotiation with another country.

For Germany, the relationship is primarily economic, but for China, which wants a strong Europe to counterbalance the United States, it is also strategic. China may see Germany as the key to getting the kind of Europe it wants, partly because Germany appears to be increasingly powerful within Europe but perhaps also because German preferences seem closer to its own than do those of other EU member states, such as France and the United Kingdom. 

The tighter Berlin-Beijing nexus comes as the United States adopts a tougher approach to China as part of its so-called pivot to Asia—and it could pose a major problem for the West. If the United States found itself in conflict with China over economic or security issues—if there were an Asian Crimea, for instance—there is a real possibility that Germany would remain neutral. Some German diplomats in China have already begun to distance themselves from the West. In 2012, for example, the German ambassador to China, Michael Schaefer, said in an interview, “I don’t think there is such a thing as the West anymore.” Given their increasing dependence on China as an export market, German businesses would be even more opposed to the imposition of sanctions on China than on Russia. The German government would likely be even more reluctant to take tough action than it has been during the Ukraine crisis, which would create even greater rifts within Europe and between Europe and the United States.


A German Europe
Fears of German neutrality are not new. In the early 1970s, Henry Kissinger, then the U.S. national security adviser, warned that West Germany’s Ostpolitik could play into the hands of the Soviet Union and threaten transatlantic unity. He argued that closer economic ties with the Soviet Union would increase Europe’s dependence on its eastern neighbor, thereby undermining the West. The danger Kissinger foresaw was not so much that West Germany might leave NATO but, as he put it in his memoir, that it might “avoid controversies outside of Europe even when they affected fundamental security interests.” Fortunately for Washington, the Cold War kept such impulses in check, as West Germany relied on the United States for protection against the Soviet Union.

Now, however, Germany finds itself in a more central and stronger position in Europe. During the Cold War, West Germany was a weak state on the fringes of what became the EU, but the reunified Germany is now one of the strongest—if not the strongest—power in the union. Given that position, a post-Western Germany could take much of the rest of Europe with it, particularly those central and eastern European countries with economies that are deeply intertwined with Germany’s. If the United Kingdom leaves the EU, as it is now debating, the union will be even more likely to follow German preferences, especially as they pertain to Russia and China. In that event, Europe could find itself at odds with the United States—and the West could suffer a schism from which it might never recover.

.~`~.
Παράρτημα

Ὁ «ἐθνικὸς σοσιαλισμὸς» στὴν Γερμανία εἶναι μιὰ πολὺ πιὸ παληὰ ὑπόθεση ἀπὸ τὸν «ἐθνικοσοσιαλισμό». Οἱ ἀπαρχὲς του βρίσκονται στὰ πνευματικὰ κινήματα τοῦ Ρωμαντισμοῦ, ὁ ὁποῖος σὰν ἀντίδραση πρὸς τοὺς κατακτητικοὺς πολέμους τοῦ Ναπολέοντα καὶ στὸ πνεῦμα τῆς «λογικοκρατίας τοῦ ἀτόμου» βάση ἔχει τὸ λαϊκὸ πνεῦμα σὰν σύνθεση κόσμου, φύσης καὶ λαοῦ (βλ. π.χ. Ε. Thier, Wegbereiter des deutschen Sozialismus, Stuttgart 1940). Πρὸς τὶς ἐκ τῶν ἄνω κοινωνικὲς ὀργανώσεις διὰ τοῦ κράτους τοῦ δυτικοῦ λιμπεραλισμοΰ, οἱ ὁποῖες φέρουν τὸν χαρακτῆρα τῆς ἐπανάστασης στὰ χέρια ὡρισμένων τάξεων καὶ συνεπῶς ἐλάχιστα ὁδηγοῦν σὲ μιὰ κοινωνικὴ καὶ πνευματικὴ χειραφέτηση τῶν λαϊκῶν μαζῶν, ὁ γερμανικὸς ἐθνικὸς σοσιαλισμὸς θέλησε νὰ ἀντιπαρατάξη ἕνα μοντέλο κοινωνικῶν σχέσεων καὶ παραγωγῆς ἐξόχως λαϊκοῦ χαρακτήρα (βλέπε σχετικῶς καὶ F. Glum, Der Nationalsozialismus, München 1962, σeλ. 83 κ.ε.).
Ἡ λεγόμενη «μπουρζουαζία», πού φέρεται ἄκρως σχηματοποιημένη ἀπὸ τὶς μαρξιστικὲς ἀναλύσεις -ἀκριβῶς ἐπειδὴ αὐτὲς προσπαθοῦν νὰ ἀντιμετωπίσουν τὸν διεθνιστικὸν χαρακτήρα της μέσα ἀπὸ τὰ ἰδεολογικὰ συνθήματα περὶ «προόδου» καὶ τῶν ἄλλων γενικοτήτων τοῦ λιμπεραλισμοῦ (ἐδῶ εἶναι πού ὁ μαρξισμὸς μεταβάλλεται καὶ ὁ ἴδιος σὲ «γραμμικὴ» ἀντίληψη περὶ ἱστορίας)-, δὲν ἔλειψε ἀπό τούς χώρους τῆς κεντρικῆς Εὐρώπης (πού ὑπῆρξε καὶ οἰκονομικῶς προνομιοῦχος). Τόσο στὴν Γερμανία, ὅσο καὶ στὴν Αὐστροουγγρικὴ Μοναρχία καὶ τὴν Ρωσία, ὑπῆρξε συγκεντρωμένο ἐμπορικὸ κεφάλαιο. Αὐτὸ πού ἔλειψε στὶς ἀντίστοιχες τάξεις ἦταν ἡ ἰδεολογικὴ ὀργάνωση -ὅπως π.χ. ἡ μασονικὴ ὀργάνωση τῆς γαλλικῆς μπουρζουαζίας-, ἡ ὁποία θὰ τοὺς ἐπέτρεπε τὴν χρησιμοποίηση τοῦ λαοῦ ὡς ἐργαλείου «ἱστορικῶν σκοπῶν»... Ἀντ'αὐτοῦ εἰσήχθη στὴν Γερμανία λ.χ. ἡ αὐστηρὴ ὀργάνωση τῆς ἐργασίας, ἕνας «πρωσσικὸς» τρόπος παραγωγῆς ἐκ τῶν κάτω μὲ εὐρεία λαϊκὴ βάση (βλ. π.χ. Μ. van den Bruck, Das Recht der jungen Völker, Berlin 1932, σελ. 158). Εἶναι γνωστὸ ὅτι τὰ πρῶτα κοινωνικὰ μέτρα ὑπὲρ τῶν ἐργαζομένων μαζῶν ἐλήφθησαν στὴν Γερμανία ἀπὸ τὸν Βίσμαρκ, πολὺ πρὶν δηλαδὴ ἀπὸ ὁποιοδήποτε ἄλλο εὐρωπαϊκὸ κράτος, ὁ δὲ κοινωνικὸς χαρακτήρας τῆς ἐργασίας ἀπεικονίζεται σαφῶς στὸ Σύνταγμα τῆς Δημοκρατίας τῆς Βαϊμάρης, πού εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ προοδευτικὰ τοῦ καιροῦ του. Ἡ λειτουργία τοῦ καπιταλιτιστικοΰ κράτους πάντα εἶχε προβλήματα στὸν εὐρύτερο χῶρο τῆς κεντρικῆς Εὐρώπης (ἐξ οὗ καὶ οἱ μεγάλες «δόσεις» φιλοσοφίας στὴν Γερμανία εἰδικά, πού ἀποτελοῦσε τὴν διασύνδεση μεταξὺ δυτικῆς καὶ ἀνατολικῆς Εὐρώπης), διότι ἀκριβῶς στὸν χῶρο τοῦτον ὑπάρχει κάτι πού λείπει ἀπὸ τὰ κράτη τῆς δυτικῆς Εὐρώπης (Ἀγγλίας, Γαλλίας), δηλαδὴ ὁ ἐπηρεασμὸς ἀπὸ τὶς ἐξ ὁρισμοῦ λαοκρατικὲς ἰδεολογίες τοῦ σλαβικοῦ ἠμισφαιρίου καὶ τῆς βαλκανικῆς Εὐρώπης. Ὅπως ἐξηγοῦμε πιὸ κάτω καὶ ὅπως ἱστορικῶς ἔχομε ὡς δεδομένο, ἡ λειτουργία τοῦ κράτους στοὺς χώρους τῆς ἀνατολικῆς Εὐρώπης, δὲν ὑπῆρξε ποτὲ ἀπρόσκοπτη, ἀκριβῶς λόγῳ τῆς λαοκρατικῆς ἰδεολογίας τῆς πολιτιστικῆς παράδοσης. Τὸ παράξενο γεγονὸς ὅτι στὴν νεώτερη ρωσικὴ ἱστορία ὅλοι σχεδὸν οἱ ἐπαναστάτες συγγραφεῖς καὶ οἱ ἀναρχικοὶ προέρχονται ἀπὸ τὰ κυρίαρχα στρώματα (εἶναι πρίγκιπες καὶ κόμητες), φανερώνει ἀκριβῶς ὅτι τὰ στρώματα αὐτὰ δὲν ἐνεργοῦν «χειραφετημένα» καὶ ξέχωρα ἀπὸ τὸ ὑπάρχον εἶδος τῆς λαοκρατικῆς ἰδεολογίας. Ἡ ἐπίμονη θεματικὴ μὲ ζητήματα δικαίου στὰ μυθιστορήματα τοῦ Ντοστογιέφσκυ ἀντιστοιχεῖ ἀκριβῶς σὲ μιὰ κατάσταση δικαιοσύνης πού τείνει νὰ διαχωρισθῆ μέσα στὶς ἀνάγκες τῆς βιομηχανικῆς παραγωγῆς ἀπὸ μιὰ πατροπαράδοτη τάξη κοινωνικοῦ δικαίου ἄλλων ἰδεολογικῶν προϋποθέσεων. Κατ'αὐτές, ὑποχρεοῦται τὸ δικαστήριο νὰ ἀποδείξη τὴν ἐνοχὴ τοῦ κατηγορουμένου –πρᾶγμα πού κοινωνικῶς συσχετιζόμενο ὁδηγεῖ σὲ ἀκραῖες καταστάσεις δικαίου-, ἐνῷ στὸ καπιταλιστικῶς ὀργανωμένο κράτος εἶναι ὁ κατηγορούμενος πού ὀφείλει νὰ ἀποδείξη τὴν ἀθωότητα του πρὸ τοῦ δικαστηρίου. Τὰ ἰδεολογικὰ αὐτὰ δεδομένα ἐπηρεάζουν ἰσχυρὰ τὸν χῶρο τῆς κεντρικῆς Εὐρώπης, ὅπου ἡ πληθυσμιακὴ σύνθεση ἐνέχει προεξάρχοντα τὸν παράγοντα τῶν Σλάβων, οἱ ὁποῖοι, ἀνεξαρτήτως θρησκεύματος, δὲν παύουν νὰ συμμετέχουν στὸν γενικώτερον ἰδεολογικὸ κόσμο τοῦ σλαβισμοῦ.
Στὴν Γερμανία συγκλίνουν καὶ τὰ δύο αὐτὰ ρεύματα «Ἀνατολῆς» καὶ «Δύσης» καὶ ὁ «ἐθνικὸς σοσιαλισμὸς» βρίσκει ἀκριβῶς τὸ φυσικὸ ἔδαφος καλλιέργειάς του.

In fact, only Great Britain, France and the United States, in that historic order, constitute the core of the West. But not Germany... Even the greatest philosophers, like Kant and Hegel, were, unlike David Hume in England or Voltaire in France, not exactly beacons of political liberalism... I believe that the Germans still feel a secret and, at the same time, slightly narcissistic fear, as if they sensed that they are not quite part of the West. It seems to me that their preferred form of government is the grand coalition, not the abrupt change of power that occurs in France and the Anglo-Saxon countries. Perhaps Germany would rather be like a large Switzerland or a large Sweden, a consensus democracy in which the ideological camps come to resemble one another and the political extended family in the government takes care of everything... The cultural difference between Germany and France shouldn't be buried under avowals of friendship.

Μόλις αρχίσει να διαγράφεται μία τέτοια κατάσταση η Ρωσσία θα τεθεί υπό πίεση και θ’ αναγκαστεί ν’ αναζητήσει συμμάχους. Αν δεν βρει, τότε θα υποχρεωθεί να κάμει παραχωρήσεις προς την Κίνα ή και να συμπαραταχθεί μαζί της, οπότε θα δημιουργούνταν ένας πανίσχυρος συνασπισμός. Μία μακροπρόθεσμη ευρωπαϊκή πολιτική απέναντι στη Ρωσσία οφείλει να προσανατολισθεί σ’ αυτές τις γεωπολιτικές προοπτικές. Ασφαλώς είναι δικαίωμα των Ηνωμένων Πολιτειών να επιθυμούν τη διασφάλιση της πλανητικής μονοκρατορίας τους μεταξύ άλλων με τη συνεχή χαλιναγώγηση ή και με τον κατακερματισμό της Ρωσσίας. Όμως μία ενωμένη Ευρώπη δεν θα είχε να κερδίσει πολλά πράγματα, αν εμφανιζόταν ως στρατηγικός τοποτηρητής των Αμερικάνων στην Ανατολική Ευρώπη και ως υποστηρικτής όλων των χωριστικών τάσεων μέσα στην επικράτεια της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Η ευρωπαϊκή, και προπαντός γερμανική μυωπία, όπως φαίνεται με την υποστήριξη του αμερικάνικου σχεδίου για την επέκταση του ΝΑΤΟ ίσαμε τα ρωσσικά σύνορα, δεν μπορεί παρά να δώσει τροφή σε μία απολύτως θεμιτή δυσπιστία της Ρωσίας και να σπρώξει τη γιγαντιαία ευρασιατική χώρα στην επιθετική απομόνωση ή στην αγκαλιά της Κίνας.

.~`~.
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική

*
Viewing all 1482 articles
Browse latest View live