Quantcast
Channel: Κοσμοϊδιογλωσσία
Viewing all 1482 articles
Browse latest View live

Από το ξύπνημα του ρόδινου ονείρου της Προόδου του 19ου αιώνα σε αυτό του 21ου.

$
0
0

Αυτό που ο 19ος αιώνας ονόμαζε Ανθρωπότητα (έτσι οι Δυτικοευρωπαίοι ονόμαζαν τον εαυτό τους) ξύπνησε ξαφνικά από το ρόδινο όνειρο της Προόδου και βρέθηκε σε μια εποχή μες στην οποία η πιο μοντέρνα τεχνική του κεραυνοβόλου βιομηχανικού πολέμου και της αστραπιαίας βιομηχανοποίησης συνδυάστηκε με την πανάρχαιη ασσυριακή τακτική των μαζικών εκτοπισμών και η πιο μοντέρνα τεχνική της ''μεταμόρφωσης του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε εμφύλιο''και αντίστοιχα της μεταμόρφωσης του εμφύλιου πολέμου σε παγκόσμιο, ξανάφερε στην επιφάνεια τις πανάρχαιες μεθόδους των μαζικών προγραφών του Μάριου και του Σύλλα.

Δυστυχώς για τον 21ο αιώνα, υπάρχουν ενδείξεις ότι αυτό διόλου δεν θα είναι το έσχατο σκαλί, στο οποίο θα ξεπέσει η τέχνη και η πραγματικότητα του πολέμου, δεν θα είναι ούτε καν χαοτικές συγκρούσεις, σαν τον συγκαιρινό μας εμφύλιο πόλεμο στο Αφγανιστάν. Γιατί σε όλες αυτές τις μορφές πολέμου υπάρχει, έτσι κι αλλιώς, μια κρατική, εθνική ή πάντως πολιτική κατεύθυνση και αρχή, κάτι που διέπει σκοπούς και χαράζει κάποια, οσοδήποτε χαλαρά, όρια. Όμως οι ένοπλες συγκρούσεις για σκοπούς επιβίωσης ή διαρπαγής μέσα σε συνθήκες διαδεδομένης ανομίας δεν θα γνωρίζουν όρια - ούτε ανάμεσα σε πόλεμο και ειρήνη, ούτε ανάμεσα σε πόλεμο και έγκλημα'θα διεξάγονται δηλαδή πέραν και ανεξαρτήτως κάθε κρατικής και πολιτικής αρχής ή νομιμοφροσύνης και θα συνιστούν τρόπον τινά την επέκταση του νεοφιλελεύθερου δόγματος της ιδιωτικής πρωτοβουλίας στον τομέα των πολεμικών επιχειρήσεων... υπάρχει κάτι χειρότερο από την κρατική οργάνωση, με τον αξιωματικό και τους στρατιώτες του: υπάρχει η ανομία, με τον πολέμαρχο και τα παλικάρια του...
Η παγκοσμιοποίηση δεν θα είναι μονόπλευρη, όπως διατείνονται οι ιδιοτελείς ή οι αφελείς θιασιώτες της, δεν θα αφορά δηλαδή μόνον τις χρηματιστηριακές και τις επενδυτικές εργασίες ή τα ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά θα επεκταθεί εξ ίσου και στην ανομία, στο οργανωμένο και στο ανοργάνωτο έγκλημα, στη διεκδίκηση των πάντων εκ μέρους των πάντων, όπου τον αγώνα των κρατών και των εθνών θα τον διαδεχθεί, τουλάχιστον εν μέρει, ο αγώνας του ανθρώπου προς άνθρωπο. Τότε η έννοια του "ολοκληρωτικού πολέμου"θ'αλλάξει κι αυτή. Δεν θα σημαίνει, όπως στον Πρώτο και στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, την άμεση ή την έμμεση επιστράτευση όλου του ικανού πληθυσμού, είτε στο μέτωπο είτε στα μετόπισθεν, για την παραγωγή όπλων και πολεμοφοδίων, χωρίς όμως να καταργείται οπωσδήποτε ή εντελώς η διάκριση μεταξύ μάχιμων και αμάχων. Θα σημαίνει ακριβώς το αντίστροφο: αφού τα όπλα παράγονται σχετικά φτηνά και γρήγορα, και καθώς η δύναμη πυρός αυξάνει συνεχώς σ'όλα τα οπλικά επίπεδα, δεν χρειάζεται πια να επιστρατευθούν μάζες για την παραγωγή και τη διάδοσή τους· όμως συνάμα χάνεται το νόμιμο μονοπώλιο της ένοπλης βίας, σβήνουν τα όρια ανάμεσα σε μαχίμους και αμάχους, ανάμεσα σε πολεμική και εγκληματική πράξη, ανάμεσα σε πόλεμο και ειρήνη. Και όταν χάνονται τα όρια ανάμεσα σε πόλεμο και ειρήνη, δεν απορροφά η ειρήνη τον πόλεμο: ο πόλεμος καταπίνει την ειρήνη, και γίνεται ολοκληρωτικός με την εφιαλτικότερη έννοια του όρου.

.~`~.


Για πρώτη φορά μετά το 1872.

$
0
0

Η Goldman Sachs το 2003 είχε «προβλέψει», με βάση τα μοντέλα της, πως το 2041 η Κίνα θα γινόταν η μεγαλύτερη οικονομία στον πλανήτη. Το 2008 τροποποίησε την «πρόβλεψη» της και δήλωσε πως αυτό θα συνέβαινε το 2027. Κατά την διάρκεια της κρίσης οι «προβλέψεις» και τα «μοντέλα» μιλούσαν για το 2020. Το 2010 ο Economist υπολόγισε πως η Κίνα θα γινόταν η μεγαλύτερη οικονομία στον πλανήτη το 2019. Ένα χρόνο μετά, το 2011, μείωσε την προβλεψη του κατά ένα χρόνο, στο 2018. Το Δ.Ν.Τ, την ίδια χρονιά, το 2011, έθεσε ως όριο το έτος 2016.
Τελικά, αυτές τις μέρες, εν έτη 2014, ενημερωθήκαμεπως η Κίνα πλέον είναι η μεγαλύτερη οικονομία στον πλανήτη, και, για πρώτη φορά μετά από σχεδόν 150 χρόνια, οι Η.Π.Α βρίσκονται στην δεύτερη θέση (πέρυσι η Κίνα έγινε επίσης το πρώτο εμπορικό έθνος στον πλανήτη - πως συνέβη αυτό, ενώ οι Η.Π.Απροηγούνται κατά έναν αιώνα από την Κίναως προς την βιομηχανοποίηση τους, είναι μια μεγάλη ιστορία). Οι Η.Π.Α ήταν η πρώτη οικονομική δύναμη στον πλανήτη από το 1872, όταν και ξεπέρασαν για πρώτη φορά το Ηνωμένο Βασίλείο. Το Δ.Ν.Τ υπολογίζει πως μέχρι το 2019 το Α.Ε.Π της Κίνας θα έχει αγγίξει τα 27 τρις $ (σήμερα είναι 17,6 τρις $) και θα υπερβαίνει κατά 20% το μέγεθος της οικονομίας των Ηνωμένων Πολιτειών. Αλλά ας μην πάμε τόσο μακριά.
Αυτές οι εξελίξεις, εν δυνάμει, εμπεριέχουν τα σπέρματα για έναν πολύ γονιμότερο ρόλο των Η.Π.Α στα διεθνή πράγματα.
Ο κόσμος άλλαξε. Καλό είναι να συνηθίζουμε στην ιδέα. Ή, για να το θέσω πιο ορθά, ο κόσμος απλά επιστρέφει σταδιακά στην κανόνικότητα του (πράγμα αδύνατο να το χωνέψουν οι ευρωκεντριστές). Όσες και όσοι ασχολούνται με την ιστορία δεν θα παραξενευθούν με αυτό που έγραψα.
Ο 18ος αιώνας ήταν ο αιώνας των αναδυόμενων ρεπουμπλικανικών κινημάτων (εναντίων των μοναρχιών). Ο 19ος αιώνας ήταν ο αιώνας των εθνών. Ο 20ος ήταν ο αιώνας των ιδεολογιών. Ο 21ος;...

*

Όχι οι πρώτες ύλες (οι οποίες -μόνες- κανέναν ρόλο δεν ήταν δυνατόν να παίζουν για τις εσωτερικές οικονομίες των χωρών που τις είχαν...), αλλά η συρρίκνωση των άλλων πολιτισμών υπήρξε η προϋπόθεση συγκεντρώσεως του κεφαλαίου της βιομηχανικής παραγωγής... είναι η συρρίκνωση των άλλων πολιτισμών που οδήγησε στην επίτευξη της «πρόοδου». Η περί «προόδου» φιλοσοφία είχε εκ γενετής αντικείμενο τους άλλους πολιτισμούς... Το ίδιάζον όμως με την «φιλοσοφία της προόδου», είναι ότι δεν θέλει ερωτήματα περί της σημασίας της. Και γι αύτο αναγνωρίζει κάθε άλλον πολιτισμό ώς εχθρό της.
Εν τω μεταξύ, στο διάστημα των δύο τελευταίων αιώνων που αυτές οι θεωρίες μεσουράνησαν και η «μελέτη» των άλλων πολιτισμών έγινε έδρες στα πανεπιστήμια, κανένας άλλος πολιτισμός δεν οικειώθηκε τα «θεωρητικά εξαγόμενα» της φιλοσοφικής αντιλήψεως περί της μονογράμμου εξελίξεως στην ιστορία... Οι διακηρύξεις συνεπώς περί μονοδιάστατου γραμμικής αναπτύξεως των πολιτισμών ουδόλως επιβεβαιώθηκαν στην πράξη... Η δυτική Ευρώπη - υπό τον ιδεολογικό μανδύα του λιμπεραλισμού - αποτελεί το μοναδικό παράδειγμα πολιτισμού στην ιστορία που βρέθηκε με κολοσσιαία μέσα διαδόσεως και δεν κατόρθωσε να δημιουργήσει ενα πολιτιστικό αποτέλεσμα έστω και διάρκειας δεκαετιών. Η σχέση της με όλους τους άλλους πολιτισμούς υπήρξε σχέση αντιθέσεως και μόνο - πράγμα φυσικό, εφ'όσον κανείς πιστεύει, μέσα σε μια γραμμική περί ιστορίας αντίληψη, ότι ο δικός του πολιτισμός αποτελεί το τελευταίο στάδιο της «εξέλιξης» και οι άλλοι, εκόντες άκοντες, δεν έχουν παρά να το μιμηθούν και να το ακολουθήσουν. Επόμενο συνεπώς είναι όλες οι «κατανοήσεις» των άλλων πολιτισμών να καταλήγουν ως συμπέρασμα στο ίδιο το σημείο αφετηρίας: ότι όλος ο κόσμος οδεύει επί ευθείας γραμμής. Στις εμφάνειες του το πράγμα κατάντησε ταυτόσημο με το γεγονός της κυκλοφορίας αυτοκινήτων και με την «ευκολία» των «πολιτικών διαχειρίσεων» του ιμπεριαλισμού... Ο λιμπεραλισμός έτσι, ευρέθηκε στις φιλοσοφικές του προϋποθέσεις μονομάχος εναντίον ολοκλήρου της ανθρωπότητος.

Το γεγονός ότι το μερίδιο της Δύσης στο παγκόσμιο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν πέφτει για πρώτη φορά κάτω από το 50% τους τελευταίους δύο αιώνες έχει τεράστια σημασία. Καθώς νέα κράτη όπως η Βραζιλία, η Ινδία, η Ινδονησία και η Κίνα αποκτούν δύναμη και επιρροή, το διεθνές σύστημα (βολική έκφραση που μάλλον συσκοτίζει τα πράγματα παρά τα φωτίζει) θα αλλάξει ριζικά. Κατά συνέπεια, πολύ περισσότερα πράγματα θα γραφτούν από τη σκοπιά του άλλοτε γνωστού ως Τρίτου Κόσμου...

Η παγκόσμια πολιτική γεωγραφία έχει προχωρήσει από τον ένα κόσμο της δεκαετίας 1920 στους τρείς κόσμους της δεκαετίας 1960 και στους περισσότερους από έξι κόσμους της δεκαετίας 1990. Αντίστοιχα, οι δυτικές παγκόσμιες αυτοκρατορίες του 1920 συρρικνώθηκαν στον πιο περιορισμένο "Ελεύθερο Κόσμο"του 1960 (που περιλάμβανε πολλά μη δυτικά κράτη αντιτιθέμενα στον κομμουνισμό) και, αργότερα, στην ακόμα πιο περιορισμένη "Δύση"του 1990. Αυτή η μεταβολή εκφράστηκε σημασιολογικά, από το 1989 ως το 1993 με την παρακμή της χρήσης του ιδεολογικού όρου "Ελεύθερος Κόσμος"και την αυξανόμενη χρήση του πολιτισμικού όρου "Δύση"... σύμφωνα με την αγαπημένη διατύπωση των ιστορικών "η επέκταση της Δύσης"τελείωσε και "η εξέγερση εναντίον της Δύσης"άρχισε. Η δύναμη της Δύσης, μέσα από μια πορεία με πισωγυρίσματα, παρήκμασε σε σχέση με τη δύναμη των άλλων πολιτισμών. Ο παγκόσμιος χάρτης το 1990 είχε ελάχιστες ομοιότητες με το χάρτη της δεκαετίας 1920. Μεταβλήθηκε η ισορροπία της στρατιωτικής και οικονομικής δύναμης με την πολιτική επιρροή. Η Δύση εξακολουθούσε να έχει σημαντική επιρροή σε άλλες κοινωνίες αλλά σταδιακά οι σχέσεις της Δύσης με άλλους πολιτισμούς περιορίστηκαν στις αντιδράσεις της Δύσης στις εξελίξεις που συνέβαιναν σε αυτούς τους πολιτισμούς. Οι μη δυτικές κοινωνίες, δεν αποτελούν πλέον απλά μέρη της δυτικής ιστορίας, κινούν τα νήματα της δικής τους ιστορίας και διαμορφώνουν και τη δυτική ιστορία.

Η Δύση δεν υπάρχει πια. "Δύση"ήταν το αντικομμουνιστικό στρατόπεδο (διαφορετικά Ιαπωνία και Ν. Κορέα δεν θα ανήκαν στη "Δύση"). Όσοι –και κυρίως οι κοσμοπολίτες "αριστεροί"– θεωρούν ότι η συνοχή της Δύσης στηρίζεται απλώς στις κοινές της αξίες είναι πολιτικά και ιστορικά αφελείς. Οι κοινές αξίες καθεαυτές δεν δημιουργούν κοινά συμφέροντα –το αντίθετο, ναι, μπορεί να συμβεί– ούτε εμπόδισαν ποτέ τις αιματηρές συγκρούσεις μεταξύ χριστιανικών ή φιλελεύθερων λαών. Το πολιτικά σημαντικό ερώτημα είναι: τι εννοούμε όταν λέμε δυτικός προσανατολισμός και τι μπορεί να σημαίνει δυτικός προσανατολισμός για τη Γερμανία αν η Δύση διασπαστεί και η Γερμανία χρειαστεί να επιλέξει π.χ. μεταξύ ενός ευρωπαϊκού χώρου και της φιλίας με τις ΗΠΑ ή, αντίστροφα, εάν η ευρωπαϊκή ενοποίηση γίνει υπό προϋποθέσεις που η πλειονότητα του γερμανικού λαού θα απέρριπτε; Διότι η ώρα της αλήθειας θα σημάνει όταν θα χρειαστεί να γίνει κατανομή όχι πλέον των ωφελημάτων της ευημερίας αλλά του παθητικού και των χρεών.


Berlin is the first leg of Chinese Premier Li Keqiang’s week-long European tour. This is his second visit to Germany since he took office last year.
In Berlin, the premier will co-chair the China-Germany governmental consultations with Chancellor Angela Merkel. He’s also scheduled to attend the Hamburg Summit, which over 5 hundred political and business leaders will attend, making it the largest Chinese-European business meeting ever held. Li Keqiang’s three-nation European tour will also take him to Russia and Italy, where he will attend the 10th Asia-Europe Meeting in Milan.
China and Germany inked 18.1 billion U.S. dollars' worth of trade, investment and technological cooperation deals during Chinese Premier Li Keqiang's ongoing visit to the European economic powerhouse. Li also urged Germany to increase high-tech exports to China, support the inauguration of feasibility studies on a China-EU free.

*

Αυτό που βλέπω σε παγκόσμιο επίπεδο, επειδή μιλήσατε για την Ινδία, για την Κίνα και τη Βραζιλία. Νομίζω ότι η Κίνα είναι ένας πολύ μεγάλος παίκτης, πολύ μεγαλύτερος από αυτό που διανοείται ο μέσος Ευρωπαίος... Η διαφορά ξέρετε είναι η εξής: Οι τρεις παίκτες που σας φαίνονται μεγάλοι, και το βάζετε στο ίδιο επίπεδο, έχουν μια διαφορά. Είναι ο πολιτισμός. Ο πολιτισμός της Κίνας και ο πολιτισμός της Ινδίας δεν έχει καμία σχέση με τον πολιτισμό της Βραζιλίας. Η Κίνα, από την αρχή λεγόταν, η αυτοκρατορία του Κέντρου. Η πλατφόρμα στην οποία παίζει η Κίνα, είναι πραγματικά το κέντρο και είναι σε μεγάλη διάσταση... Παίζουμε σε παγκόσμιο επίπεδο. Αυτή η σκακιέρα είναι πολύ μεγάλη και η Κίνα έχει την ικανότητα να πει: "Ξέρεις, εγώ σε διακόσια χρόνια, θα είμαι εδώ". Όταν είσαι Αμερική και υπάρχεις από το 1776, είναι δύσκολο να το πεις τόσο εύκολα, γιατί δεν έχεις τις ρίζες...
Οι Κινέζοι ξέρουν να παίζουν και 'Go', είναι πολύ λίγοι που ξέρουν να παίζουν 'Go'. Το 'Go'έχει μια ιδιομορφία σε σχέση με το σκάκι, στο σκάκι ακόμα και αν είσαι κόπανος, ξέρεις, εφόσον σου το πουν, πως τοποθετείς τα κομμάτια σου, διότι έτσι αρχίζει'στο 'Go', το Goban, η «σκακιέρα», είναι άδεια. Βάζει πέτρες ο ένας με τον άλλον και έχουμε ένα πλαίσιο που είναι σχεδόν 95% στρατηγική, στο σκάκι είμαστε 95% τακτική... αυτό έχει μεγάλη σημασία, γιατί η στρατηγική είναι αυτό που προβλέπει και εφαρμόζει μια λύση πριν δημιουργηθεί το πρόβλημα.
Νίκος Λύγερος


Chinese Premier Li Keqiang (L) and German Chancellor Angela Merkel attend a joint press conference after the third round of bilateral governmental consultations in Berlin, Germany, Oct. 10, 2014. (Xinhua/Li Xueren)
They made the pledge at a joint press conference after co-chairing the third round of bilateral governmental consultations, during which the two sides vowed to lift their all-dimensional strategic partnership to higher levels.
Referring to a just released comprehensive action plan on bilateral cooperation, Li said the document lays out a strategic blueprint for the two countries to deepen their cooperation in various fields in the next five to 10 years.
As the world economic recovery still faces some uncertainties, Li said, China is willing to join hands with Germany to strengthen strategic communication and coordination, explore investment and trade potentials and boost cultural and people-to-people exchanges.
The two sides, he proposed, also should forge an innovative partnership, enhance innovation cooperation in the industrial sector in particular, further raise the standard of bilateral cooperation, and achieve more fruitful results.
Noting that China and the EU recently reached consensus on the anti-subsidy case involving Chinese wireless communication equipment, Li said he hopes that the two sides will find a solution as soon as possible.
The two sides should stick to the approach of resolving disputes through dialogue and pursue win-win development by promoting cooperation, added the premier.
Merkel, for her part, said the two sides have conducted extensive and candid exchange of views and carried out in-depth cooperation in such fields as politics, economy, peace and security.
The increasingly close ties between China and Germany and the fruitful results of their governmental consultations are important embodiments of China-Germany innovation cooperation, she said, adding that prioritizing innovation cooperation will vigorously push forward the development of bilateral ties in the future.
Germany welcomes China's participation as a major partner in CeBIT 2015 in Hanover as well as more Chinese investment and tourists, and will provide more convenience in visa application and other areas, the chancellor said.
Germany supports the signing of a China-EU investment agreement as soon as possible and further expansion of cooperation, as China-EU cooperation is mutually beneficial, she added.
Li arrived here Thursday for a three-day official visit to Germany, the first leg of his three-nation tour, which will also take him to Russia and Italy.

.~`~.
Bonus

Τὸ 1700 τὸ κατὰ κεφαλὴν εἰσόδημα τῆς Ἀγγλίας κυμαίνεται μεταξὺ 150 καὶ 170 δολλαρίων (μὲ ὑπολογισμὸ τιμῆς τοῦ δολλαρίου τοῦ 1960). Τὸν ἴδιο αὐτὸν καιρὸ οἱ ἀγγλικὲς ἀποικίες στὴν Ἀμερική, δηλαδὴ οἱ κατοπινὲς Ἡνωμένες Πολιτεῖες ἔχουν (τὸ 1710) μεταξὺ 250-290 δολλάρια. Ἡ Γαλλία (1781-1790) ἀπὸ 170 ἕως 200. Ἡ Ἰνδία τὸ 1800 ἀπὸ 160-210 καὶ τὸ 1900 ἀπὸ 140-180. Ἡ Ἰαπωνία τὸ 1750, 160 δολλάρια. Ἡ Κίνα τὸ 1800, 228 δολ.
Τὸ 1800 συνεπῶς, ἐπάγεται ὁ Braudel, τὸ κατὰ κεφαλὴν εἰσόδημα στὴν Εὐρώπη εἶναι 213 δολλάρια (στὴν Ἀμερικὴ 266) ἔναντι τῶν 200 περίπου πού εἶναι τοῦ τότε «τρίτου κόσμου». Καὶ ἀμέσως πιὸ κάτω συμπεραίνει: «Τὸ 1750 τὸ ἀκαθάριστο κοινωνικὸ προϊὸν τῶν σημερινῶν ἀνεπτυγμένων (δυτ. Εὐρώπης, Σοβ. Ἑνώσεως, Β. Ἀμερικῆς, Ἰαπωνίας) εἶναι 35 δισεκατομμύρια δολλάρια ἔναντι τῶν 120 τοῦ "ὑπολοίπου κόσμου". Τὸ 1860 115 ἔναντι 165. Ἡ ἀνατροπὴ συμβαίνει μόλις μεταξὺ 1880 καὶ 1900: τὸ 1880 ὑπάρχουν 176 ἔναντι 169, τὸ 1900 290 ἔναντι 188 καὶ τὸ 1976 3.000 ἔναντι 1.000».


.~`~.
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική

The China Model: A Dialogue between Francis Fukuyama and Zhang Weiwei.

$
0
0

.~`~.
I

Francis Fukuyama
Francis Fukuyama | China is important in the world’s history in terms of the development of its state. In the West, the typical accounts of development of institutions tend to be very Euro-centric, taking the experience of European countries as the norm. They fail to recognize the fact that China was the first country to create a modern state 1,700 or 1,800 years earlier than in Europe.
There are three categories of political institutions in the world. The first institution is the state. The state is a hierarchical organization that concentrates and uses power to enforce rules in certain areas. The state is about the ability to coerce people. What is a modern state? I use the definition of Max Weber. The modern state is not based on friends and families. People should not be hired based on what relationship they have with the ruler. Rather they should be treated impersonally as citizens with a certain impersonal distance from the ruler as opposed to ancient states which were ruled on the basis of families or the kinship of rulers.
The second category of political institution is the rule of law. The rule of law is not just about having laws. Every country has its own laws, but laws must represent a moral consensus in the community that is higher than the will of whoever runs the state. So in other words, if the emperor, the president, the king or the prime minister makes up laws according to his own will, that is not the rule of law. The rule of law means even the highest authority in the country should abide by the laws.
The final set of political institutions has to do with political accountability whereby the government feels a responsibility towards its people as opposed to ruling purely in its own interests. There are many countries in the world where rulers regard countries as a means to enrich themselves and their families. That is not an accountable government. In the US and other Western countries, we associate accountability with democracy. Political accountability is broader than simply democratic elections.
The earliest form of accountability that emerged in Europe was in England in the 17th century. That was the accountability of the monarch to a parliament that only represented about 1 percent of the English population. This would not be qualified as democracy in any modern sense. But in China, I believe everyone knows the fact that you have had moral accountability, meaning that the government is not totally accountable through election, but feels a sense of responsibility to the public based on the education and training of the emperors/rulers. This is, I believe, the dominant understanding of accountability in China—moral accountability.
So states concentrate power, then the rule of law and political accountability set the limits. No matter how powerful a government is, it should be constrained by the rule of law and be held accountable to its people.
As I said, the first state in the world was created by China. The motive was actually the same as it was in Europe—the pressure of military competition. During the Spring-Autumn Period and Warring States Period in ancient Chinese history, you have multiple Chinese political entities fighting over 700 years. And that military competition forced the formation of modern political institutions. It required taxation, required recruiting officials to collect taxes and required promotion on merit. If you hired your family relatives and not the best military officers, you were not going to win the war.
Already at the time of the Qin Dynasty, the first dynasty that unified China, China already developed a state that looked remarkably modern. The civil servants examination was invented in due course. You had bureaucracy that was organized on rational lines and military forces in a large territory that were organized by unified rules. This creation of a modern state, created about 2,300 years ago in 221BC was a great historical achievement.
What China didn’t develop is the other two political institutions: rule of law and formal institutions of political accountability. The reason that China did not have the rule of law is that China did not have a dominant religion. I believe rule of law in most societies originated out of religion because religion usually serves as the source of moral rules that in many societies are administered by a separate legal hierarchy: judges, juries and priests. This was true in ancient Jewish Israel, in the Christian West, in Islam and in Hindu India. In all these societies you have legal constraints over the power of executives. However China did not have such independent religious support. That is not part of the Chinese tradition. So formal democratic accountability did not occur.
The West has developed quite differently. In the feudal time of Europe, it started with the rule of law. The Catholic Church devised the Code in the 11th century even before there was a modern European state. The European monarchs, like their counterparts in China, began to create centralized, bureaucratic powerful states in the 16th and 17th century. But they had to do so against the background of the prior existing legal constraints which limited their ability to concentrate power.
The origin of democracy in the West was the product of historical accidents. All feudal Medieval European countries had institutions called parliaments, diets or the sovereign court. These were the organizations that the King had to go to if he wanted to increase taxes. In England, the parliament was effectively strong and actually fought a civil war with the King. King James II was overthrown in 1688 and replaced with a monarch that was chosen by the Parliament. So the idea of accountability to an elected parliament really began with the Glorious Revolution of 1688. In many respects, the emergence of democracy in Europe was the result of this English development. That was, to some extent, remarkable. The rule of law and accountability turned out to be very powerful because they were the basis for the protection of property rights in England, the development of a powerful modern economy, the rise of capitalism and the industrial revolution.
These are the bases of the governing institutions we see today in the West. Obviously there are many differences between China and the West. Today China is ruled by the Communist Party whose doctrine is Marxism, not Confucian ideology. But in many other respects, the governance structure in China is very similar to the pattern established in the Qin Dynasty. High quality centralized bureaucratic government is built on impersonal recruitment and formal rules. That is the historical background.
Now let me talk about the China Model. How is it constituted? What are its strengths and weaknesses? What kind of system is the Chinese system? The first characteristic is a centralized, bureaucratic and authoritarian government. It’s legacy comes from earlier Chinese history in which there was high degree of institutionalization within the government and within a very complex bureaucracy ruling over an extremely large society. In today’s form of government, accountability goes upward primarily to the Communist Party instead of going to the Emperor. There is accountability in that system.
If you are an official and the government wants to punish you, they can hold you accountable. But there is no downward accountability to people who are being ruled. This contrasts with procedural accountability through democratic elections. That is modern democratic accountability.
Chinese accountability has been moral rather than procedural. Moral accountability means rulers feel morally accountable to their people. If you look around the world at the successful modernized authoritarian regimes, they are all clustered in East Asian countries such as South Korea, Taiwan under the Kuomintang, Singapore under Lee Kuan Yew, Japan in its early stage when democracy was not existent, and of course, The People’s Republic of China.
In other words, this kind of accountability is more or less confined to Chinese culture. In the Confucian way, there is a tradition of moral accountability. There are many authoritarian governments where rulers believe politics is about stealing wealth from other people and giving it to their families or friends. That is not the Chinese tradition.
The second element of the China Model is economic. Here I don’t think China is so much different from other fast-growing countries in East Asia. Like them, the China Model has been based on export orientation and relatively active government policies that promote industrialization. At the same time, it is a little bit different from policies implemented by Korea and Japan. In the Chinese case, industrial policies are less clearly targeted, for example, on semi-conductors, steel or ship-building. Generally speaking, the Chinese government is more focused on infrastructure facilities, financing, and a currency regime to make its exports more competitive rather than picking any particular winners in the economy. Nevertheless China has not been prone to rely on the market economy in its development.
The fourth element of the China Model is a relatively modest social safety net when compared with other developed countries, particularly those in Continental Europe or Scandinavia. China has tried to create a high level of employment, but started at a low level. More should have been done to help the poor and narrow the wealth gap despite the fact that China nominally remains a Marxist society. So one of the results is that Gini coefficient, which is used by economists to measure inequality, has been going up rapidly over the past few generations. Obviously the Chinese government recognizes this is a problem. The gap of living standards between cities like Shanghai and the interior areas is wide. Scandinavian countries such as Denmark and Norway are largely welfare states and support low-income families while China up to this stage has done little.
Now let’s compare these two sets of institutions and look at their own advantages and weaknesses respectively. One the one hand, we have the China Model. On the other hand there is the liberal democratic model which is represented by those democratic states including the UK, the US, France, Italy and of course some developing countries such as India.
The China Model has some key advantages, one of which is its decision-making processes. In this aspect, the difference between China and India is quite obvious. China is strong in building infrastructure facilities: large airports, high-speed railways, bridges and dams because the centralized government structure makes it faster to implement these projects. India, a country in the tropical zone, has abundant precipitation. However its hydropower infrastructure is nowhere close to China. Why? Because India is a law-based democratic government.
When China was building the Three Gorges Dam, there was a lot of opposition and criticism. But the government built the dam by its own will. By contrast, years ago, Tata Auto wanted to build a vehicle company in west Bangalore. There were strikes, protests and even lawsuits by trade unions and peasant organizations. The idea finally yielded to strong political opposition.
So in certain economic decision-making, the authoritarian Chinese system has its advantages. In the case of the US, we have a law-based government and formal democratic accountability. The US is not as bad as India in terms of decision-making, but we have our own problems in the political system, for example, the long-term fiscal deficits. Every expert knows that this is not sustainable and has been made even worse by the recent financial crisis, but our political system is largely paralyzed in doing anything about it by the confrontation between the Democrats and the Republicans.
Our interest groups are very powerful and capable of blocking some decisions. Although these decisions may be rational in the long term perspective, they are not taken in the end simply because of the opposition from some interest groups. It is a tough issue to be addressed in the US. Whether we can change this state of affairs over the next few years is important in judging whether the democratic system of the US can be successful in the long run.
China does have a lot of other advantages not particularly rooted in the Chinese history and culture. Compared with the last generation, the Chinese today are relatively free from ideology. The government has tried many innovations. If they work, it goes with them. If not, it drops them. Meanwhile the US government is actually rigid in making economic policies. Although the US is known for being pragmatic and willing to try new things, I actually don’t take that view.
So China does have many advantages. But the question is sustainability. After the financial crisis, China has done very well while the US doesn’t look good and is struggling with fiscal deficits. But which system is more sustainable in the next two to three decades? My preference is still for the American system rather than the Chinese system.
There are several issues that deserve our attention in the Chinese political system. Firstly, the lack of downward political accountability. If you look at the dynastic history in China you often see that a highly centralized bureaucratic system with insufficient information and knowledge of the society results in ineffective governance. What bureaucracy brings is corruption and bad governance. To some extent, this problem can still be observed in China today.
Of course there are many opportunities to collect information. For example we have the Internet and many other modern communication technologies. However it remains an issue whether the government is able to respond to popular requirements and feelings, and respect public opinion on governance. So, downward political accountability should be realized through elections so that leaders always have the sense of threat. If they don’t do the right thing, they won’t be elected.
The second issue is no longer existent in the current Chinese system, yet deserves attention. That is the “bad emperor” issue in traditional Chinese history. Undoubtedly, if you have competent and well-trained bureaucrats, or well-educated technical professionals who are dedicated to public interest, this kind of government is better than democratic government in the short term. Having a good emperor doesn’t guarantee no bad emperors will emerge. There is no accountability system to remove the bad emperor if there is one. How can you get a good emperor? How can you make sure good emperors will reproduce themselves generation after generation? There is no ready answer.
There is another problem of the economic model. The export-oriented model is good for China as long as China is a small economy. It is a great system to catch up with industrialized countries. Now China is the second largest economy in the world the export-oriented model simply cannot continue.
We know that the economic model based on consumer debt in the US and Europe is also not sustainable. This has proven to be true in the current financial crisis. There are other problems down the road. The Chinese system is heavily reliant on “financial repression”—in other words, high savings. However this fails to maximize market efficiency. So I think it is necessary to review this economic model in the long run.
The last point I want to make is morals. I think governments should do more than have the right economic policies. Even if a government can provide long-term economic growth, this is by no means its ultimate goal. The government has a moral requirement. Even if one system can provide material wealth to the citizens, if citizens cannot participate in wealth allocation or cannot get sufficient respect, problems will emerge. In the Middle East this Spring, we have seen a series of uprisings against authoritarian governments. This, to a large extent, is because people demand dignity. In the end I don’t think success belongs to only one model or the other. I am probably the first person to recognize that the US democratic system actually has a lot of problems that we have yet to solve.

Zhang Weiwei
ZHANG | In his presentation, Dr. Fukuyama raised four issues concerning the China Model, namely, accountability, rule of law, the “bad emperor” and sustainability. I would like to respond to Dr. Fukuyama’s view. I think what China has been doing is very interesting. China is now perhaps the world’s largest laboratory of political, economic, social and legal reforms in the world. What Dr. Fukuyama said reminds me of my conversation with the editor-in-chief of the German magazine Die Zeit last February. The topic was also the China Model. After a recent visit to Shanghai, he felt that there were more and more similarities between Shanghai and New York. In his eyes, China seems to follow the US model. “Does it mean there is no China Model but only the US model?” he asked. I counseled him to look at Shanghai more carefully and know the city well. A careful observer will find that Shanghai has overtaken New York in many respects.
Shanghai outperforms New York in terms of “hardware” such as high-speed trains, subways, airports, harbors and many commercial facilities, but also in terms of “software.” For instance, life expectancy in Shanghai is three to four years longer than New York, and the infant mortality rate in Shanghai is lower than New York. Shanghai is a much safer place where girls can stroll the streets at midnight. My message to this German scholar is that we’ve learned a lot from the West; we’re still learning from the West, and will continue to do so in the future, but it’s also true that we have indeed looked beyond the Western model or the US model. To a certain extent, we are exploring the political, economic, social and legal systems of the next generation. In this process, the more developed regions of China like Shanghai are taking the lead. Now I would like to share my views on Prof. Fukuyama’s doubts over the China Model.
First, with regard to accountability, what Prof. Fukuyama has discussed is the multi-party parliamentary democracy in the West. Having lived in the West for over two decades, I feel more than ever that this political accountability is hardly effective. Frankly speaking, from my point of view, the American political system is rooted in the pre-industrialization era, and the need for political reform in the US is as strong as in China, if not more. The separation of powers within the political domain alone can no longer effectively address the major problems in American society today; it certainly failed to prevent the recent financial crisis. To my mind, a modern society may need new types of checks and balances. It needs a balance between political, social and capital powers beyond the political domain. The separation of powers in the US has its weakness. As Prof. Fukuyama said, many vested interest groups, such as the so-called military-industrial complex, will never have their interests encroached upon, thus blocking many reform initiatives that are necessary for the US.
I think the accountability that the Chinese are exploring covers far wider areas than in the US. China’s experiment in this regard covers a whole range of economic, political and legal accountabilities. For example, our governments at all levels have the mission of promoting economic growth and job creation. An official cannot be promoted unless this mission is fulfilled. I read an article by Paul Krugman, the Nobel Laureate in economics, in which he said that economic growth and job creation were zero in the past decade in the US. There is no place in China, any province, city or county, in the past two decades that has ever registered such a poor record. On the contrary, economic performance across China is impressive. This is attributable to the Chinese practice of economic accountability. Of course, we have our own problems.
It is the same case with political and legal accountability. For example we are now having our dialogue here in the Jing’an District of Shanghai, which is one of the best districts in Shanghai. There was a fire accident last year that burned down a residential building in this district. As a result, twenty or so government officials and corporate executives were punished for their negligence of duty or malpractice. Such is the reality of China’s political and legal accountability.
In contrast, the financial crisis in the US has made American citizens lose one-fifth to one-quarter of their assets. Yet, three years have passed and nobody in the US has been held accountable politically, economically or legally. To make things worse, those financiers who are perhaps the culprits of the financial crisis are financially rewarded in tens or even hundreds of millions of dollars. However furious the American public and President Obama are, the bonuses are still awarded to them according to the contracts they signed in the name of rule of law.
This reminds me of the second issue concerning rule of law in the China Model raised by Prof. Fukuyama. We are promoting the rule of law in China, though there is indeed huge room for improvement. But I think some elements in our traditional philosophy remain valid and relevant. For example, there is the traditional concept of “tian” or “heaven,” which means the core interest and conscience of the Chinese society. This can by no means be violated. Laws may be applied strictly to 99.9% cases in China, but we maintain a small space where political solutions, within the framework of rule of law, are applied when “tian” or the core interest and conscience of the society are violated. In other words, the above-mentioned Wall Street bonus issue would not happen in China. So we try to strike a balance between rule of law and “tian,” and this is what China wants to do in its exploration of the legal regime of the next generation. Otherwise it is very likely to fall prey to what’s called fatiaozhuyi or excessive legalism, which could be very costly for a huge and complex society like China.
As for the “bad emperor” issue, it has been solved. To say the least, my rough estimate is that even during the times of “good and bad emperors” in China’s long history, there were at least seven dynasties which were longer than 250 years, in other words, longer than the entire history of the US. In fact, the entire contemporary history of the West is only about two to three hundred years and this history has witnessed slavery, fascism, tons of conflicts and two World Wars.
In my view, China’s political institutional innovation has solved the issue of the “bad emperor.” First and foremost, China’s top leadership is selected on merits, not heredity. Second, the term of office is strict and top leaders serve a maximum of two terms. Third, collective leadership is practiced, which means no single leader can prevail if he deviates too much from the group consensus. Last but not the least, meritocracy-based selection is a time-honored tradition in China, and top-level decision makers or the members of the Standing Committee of the Political Bureau of the Communist Party of China, are selected with a criteria that usually requires two terms as provincial governors or ministers.
As you know, it is by no means easy to govern a Chinese province, which is usually the size of four to five European countries. This system may have its weakness, but one can be certain that with this system of meritocracy it is highly unlikely that China will elect a national leader as incompetent as George W. Bush or Naoto Kan of Japan. In fact, what concerns me now is not the “bad emperor” issue in China, rather it’s the “George W. Bush” issue in the US.
If the American political system continues as it is today, I am really concerned that the next elected US president could be even less competent than George W. Bush. As a superpower, American policies have global implications. So the lack of political leadership or accountability in the US could cause serious problems. I would like to have Prof. Fukuyama’s view on the “George W. Bush” issue. Bush did not run his country well and the US declined sharply for eight years running. Even a country like the US cannot afford another eight years of further decline.
With regard to the sustainability of the China Model, in my new book The China Wave, I put forward the concept of China as a unique civilizational state, which has its own logic and cycles of development, and the idea of “dynasties” is helpful here. A good dynasty in China tends to last two to three hundred years and more, and this logic has been observed in the past four thousand years. From this perspective, China now is still at the early stage of its current upward cycle. This is one reason why I am optimistic about the future of China.
My optimism also comes from the Chinese concept of shi or overall trend, which is hard to reverse once taking hold. The course of development took a sharp turn in Japan thanks to the Meiji Restoration in the late 19th century while China didn’t manage to do it due to China’s strong internal inertia, which is a negative way of saying shi. Now a new shi or overall trend has taken hold and gained a strong momentum after the three-decade-long reform and opening-up. This overall trend can hardly be reversed despite the fact that some waves may go in the opposite direction. It is the shi that defines the general trend of China’s big cycles. Unfortunately many Western scholars fail to understand that, and their pessimistic predictions about China’s collapse have lasted for about two decades. Instead of China’s collapse, these predictions have “collapsed.” Some Chinese within China still hold this pessimistic view. But I think this view will also “collapse,” and that won’t take another twenty years.
Prof. Fukuyama mentioned the trade dependency of the China Model. China indeed depends a lot on foreign trade, but this dependency has been somewhat inflated. Foreign trade takes a large share of GDP if calculated on the official exchange rate. But foreign trade is calculated in US dollars, and the rest of the GDP is calculated in the undervalued RMB. As a result, from my point of view, there is an exaggerated high trade dependency.
Looking ahead, China’s domestic demand may well become the world’s largest. China’s urbanization didn’t gather pace until 1998. From now on, there will be 15-25 million new urban dwellers every year in China. This unprecedented scale of urbanization in human history will create immense domestic demand, which may be larger than the combined demands of all the developed countries in the future.
In terms of respecting individual values, I don’t think there is a huge difference between China and the rest of the world. The end is the same, which is to respect and protect individual values and rights. But the difference lies in the means to achieve the end. China has a holistic tradition in contrast to the individualistic one in the West. The Chinese approach based on holistic tradition produces better results in promoting individual values and rights.
I describe the Chinese holistic approach as Deng Xiaoping’s approach and India’s individualistic approach as Mother Teresa’s approach. Deng Xiaoping’s approach has helped lift almost 400 million Chinese individuals out of poverty and fulfill their values and rights: they can watch color TVs, drive on highways and surf and blog on the Internet to comment on all kinds of issues. But in India, although Mother Teresa’s approach touched and moved countless individuals and she was even awarded the Nobel Peace Prize, the overall picture of poverty in India remains largely unchanged.
I would also like to talk about public participation in the decision-making process. Actually I do hope that Prof. Fukuyama will have the opportunity to do more field research in China. What is the Chinese way of democratic decision-making? Let me share one example. In China, we make a national development plan every five years. This is the crystallization of tens of thousands of rounds of discussions and consultations at all levels of the Chinese state and society. In my opinion, this is the real democratic decision-making process, and it ensures quality decision making. The gap between the West and China in this regard is, to be frank, huge. To my mind, China is perhaps “at the graduate level” and the West perhaps at the “undergraduate” or even “high school level,” if this analogy fits.
The recent turmoil in the Middle East, at the first glance, is about the pursuit of freedom. But one of the root causes, to my mind, lies in the economy. I have been to Cairo four times. Twenty years ago, this city was about five years behind Shanghai. But now the difference is four decades. Half of the young generation is unemployed. Other than revolt, what else can they do?
My observations of the Middle East have led me to conclude that, while many in the West cheer the Arab Spring, don’t be too optimistic. I hope the region will do well, but it will be difficult, and the Arab Spring today may well turn into Arab Winter in the not too distant future with American interests undermined. The situation in this region is no better than that of China during the 1911 Revolution, which was followed by a long period of chaos. There remains a long journey to go in the Middle East. We shall wait and see what will happen.

.~`~.
II

Francis Fukuyama
Fukuyama | Let me respond one by one. First of all, when you are comparing political systems, I think you should distinguish policies and institutions. That is to say, the specific policies taken by certain leaders and the system as a whole. It is clear that American policy-makers have made a lot of mistakes, for example, the Iraq war for which we paid a big price. And the financial crisis which originated from Wall Street is the result of free market ideology, excessive household consumption and expansion in the property market. But policy mistakes can be made by any regime at any time. I don’t think democratic regimes are more prone to policy mistakes than authoritarian ones. In fact, the latter have even bigger troubles. The mistakes could drag on as the decision-makers cannot be removed. So the price at the end of the day will be very high.
You said that China will never select a national leader like George W. Bush. Well, it is a bit hard to say that. George W. Bush was the president only for eight years. If you go back to the “bad emperor” problem, the last bad emperor China had, quite frankly, was Mao Zedong. The damage during the Cultural Revolution upon the Chinese society was far more severe than anything George W. Bush did to American society.
You also mentioned several characteristics of the Chinese leadership. I do recognize the positive sides of collective leadership and the term limits for leaders in China. If Gaddafi or Mubarak had term limits, Libya and Egypt would not be in so much trouble.
You also said that consensus should be reached within the leadership in order to make important decisions. In my opinion, this practice is exactly a lesson learned from the Cultural Revolution. In the past, whims of one individual wreaked havoc upon the whole society. So the Communist Party had to create new institutions, which include term limits.
I want to give credit to the Chinese system. Many Americans fail to recognize the fact that, although China is an authoritarian country, it is also highly institutionalized and has checks and balances in its system. However I think we need to think about the long run.
The current institutional set-up within the Chinese Communist Party is based on the memory of those who lived through the Cultural Revolution. It is still not possible to talk about that part of the history fully in China. You are not teaching the younger generation what happened. They have not experienced the Cultural Revolution and tend to forget it. But the problem is what will happen if the new generation has no such experience and psychological scars from living under that kind of unconstrained dictatorship. Are they going to be willing to live with the current checks on the use of power?
That is why I believe the formal rule of law and checks and balances in the long run are viable because it is not just reliant on the memory of one generation. If the next generation doesn’t have the same memory, they might repeat the same mistakes. The rule of law and democracy are the means to maintain what is good at the moment and let it transcend generations.
In my new book, one of the things that I argue is that we all have a common human nature. That human nature makes us favor our families, friends, brothers, sisters and children. Giving our personal preference to friends and family is a natural mode of human social interaction. But we cannot base political systems on friends and families. So one of the greatest achievements of Chinese politics is to create a political system that is highly institutionalized beyond all friends and families, beyond kinship and personal relations.
So, in order to get into the civil service, you have to take exams. It is not just based on who is relatively influential. This system was fully institutionalized in the earlier Han Dynasty in the first century BC. But at the end of the late Han Dynasty in the third century, the political system was recaptured by elites, basically by families who had a lot of wealth and power. Then the period of Three Kingdoms was a very complicated period of Chinese history. Basically rich families recaptured power and the modern institutions based on meritocracy deteriorated. I think this could happen to any political system.
This is something I am worried about in the American system because we have elites who are very wealthy. They can take care of their children well and send them to very good schools. Of course this is not what is happening in China, but can be a threat in the Chinese system.
How do you make sure that elites who run the country remain based on merit and talent, as opposed to families and friends? I would say the Communist Party of China in the past few decades has done a very good job. However there is corruption in the whole system. People want to take care of their relatives, friends and children. I think one of the problems in a system without downward political accountability is sometimes it is hard to prevent the re-entry of these personal connections into the political system. That is a problem I don’t think has been really solved. But in the long run, in order to let the system perpetuate for two or three decades, I believe you need downward accountability to solve the problem. At least in a democratic system, if we make mistakes we can recover from them. Sometimes it takes quite a number of years.
Let me quickly talk about one observation about the US. We have experienced the financial crisis. As Professor Zhang said, nobody has been punished. I think that is terrible because we have not held accountable people who are responsible for the financial crisis. Why it happened is complicated. But I don’t think it has to do with our democratic political system. After all, in the 1930s we had an even bigger economic crisis and it led to the election of President Roosevelt and an entirely new welfare state and regulatory system. They took a lot of strong measures because people were angry about what had happened. So the system can produce real accountability in the face of big policy mistakes.
In some sense, I even think the problem in the last couple of years in the US is that this crisis was not big enough. So policy-makers actually, in a way, mitigated the crisis. So the political momentum that favors reform has been undermined. That is why we didn’t get adequate regulatory reform. But I don’t think our democratic system caused the current crisis.

Zhang Weiwei
ZHANG | Each country has ugly events or mistakes in its history, including China. The Cultural Revolution and Great Leap Forward are indeed tragedies. I have my own personal experience of the Cultural Revolution. But it is necessary to emphasize that no country is an exception. The US has a history of slavery and Indian massacres, and institutionalized racial discrimination lasted for over a century. Prof. Fukuyama thinks that mistakes are corrected by the American system itself. Likewise, the Cultural Revolution and Great Leap Forward have also been corrected by the Chinese system itself. The “bad emperor” issue has been solved by the Chinese system. Now it is unlikely that any single leader can reverse the institutional set-up because what has taken shape in China is a system of power transfer that combines selection with some kind of election. I think this hybrid model is probably better than the pure election in the West, especially from the perspective of exploring the next generation’s political system. What the West is practicing is increasingly an election system which I sometimes call “showbiz democracy” or “Hollywood democracy.” It’s more about showmanship than leadership. As long as the procedure is right, it doesn’t matter who is elected, whether a movie star or a professional athlete. Whereas, in the Chinese tradition of political governance, there is a very important idea: The country can only be run by people with talents and expertise selected on meritocracy. This is deeply rooted in the Chinese mind.
Prof. Fukuyama mentioned Chairman Mao. On the one hand, it’s true that he made serious mistakes. On the other hand, we should not neglect the fact that he is still widely respected in China, and this fact shows Mao must have done something right. It is not fair to deny his main achievements, which include, first, unifying a country as large as China; second, women’s liberation and third, land reform. Deng Xiaoping once said Chairman Mao’s achievements outweighed his mistakes by 70% to 30%. I myself heard him making this comment, and I think it’s a fair assessment. Perhaps this different perception of Mao has to do with the different cultural traditions: the Chinese have a tradition of political dynamics while the West has legal dynamics.
Thanks to the three-decade reform and opening-up, there has emerged a stable middle class. I divide the Chinese society into three layers of structure: upper, middle and lower. This structure can prevent large-scale extremism of the Mao era. Such extremism is still possible in countries like Egypt because of the lack of a middle layer. This is the structural reason why China is not likely to shift towards extremism.
With respect to corruption, I think we need to do what can be called “vertical” and “horizontal” comparisons. Corruption in China is serious and not all that easy to tackle. However reviewing world history, you will find that all major powers including the US experienced periods of rising corruption, which often coincided with the process of rapid modernization. As your teacher Samual Huntington observed, the fastest process of modernization is often accompanied by the fastest rising corruption. This is mainly due to the fact that the regulatory and supervisory regimes simply can not catch up with the growth of wealth and capital in times of rapid modernization. Eventually corruption in China will be tackled and solved through the establishment of better regulatory and supervisory institutions.
I have visited the US on many occasions and found that the definition of corruption matters a lot. In my new book, I put forward a concept of “corruption 2.0,” as the financial crisis has exposed many serious “corruption 2.0” issues. For instance, rating agencies gain profits through regulatory arbitrage by granting triple A’s to dubious financial products or institutions. I think this is corruption. But these issues are called “moral hazards” in the American legal system. I think the financial crisis can be better tackled if these problems are treated as corruption.
We can also make horizontal comparisons. I have visited more than one hundred countries. The reality is that no matter how much Chinese complain about corruption at home, it is much worse in other nations of comparable size, say, those with a population of 50 million and above, and at similar stage of development such as India, Ukraine, Pakistan, Brazil, Egypt and Russia. The evaluation of Transparency International echoes my view. 
Furthermore, it’s necessary to look at such a large country as China in terms of regions. China’s developed regions are more immune to corruption. I once stayed in Italy as a visiting professor and visited Greece several times, and I think Shanghai is definitely less corrupt than Italy and Greece. In Southern Italy, even the Mafia has been de facto legalized through the democratic system. I first went to Greece more than 20 years ago when its fiscal deficit was high. Now Greece is bankrupt and needs assistance. I said to my Greek friend very frankly: “Twenty years ago, your Prime Minister was Papandreou. Twenty years later, your Prime Minister is still a Papandreou. Your politics seems to be a few families’ business and the Greek economy goes bankrupt as a result of excessively high welfare system and poor governance.” I joked once that we could send a team from Shanghai or Chongqing to help Greece with good governance. Indeed, whatever political system, be it a one party system, a multi-party system, or a no party system, it must all boil down to good governance and what you can deliver to your people. Therefore, good governance matters most, rather than western-style democratization.
This brings me to Prof. Fukuyama’s “end of history” thesis. I have not published my point of view yet. But mine is exactly the opposite to Prof. Fukuyama’s. I take the view that it is not the end of history, but the end of the end of history.
The Western democratic system might be only transitory in the long history of mankind. Why do I think so? Two thousand and five hundred years ago, some Greek city states like Athens, practiced democracy among its male citizens and later were defeated by Sparta. From then on, for over two thousand years, the word “democracy” basically carried the negative connotation, often equivalent to “mob politics.” The Western countries did not introduce one-person-one-vote system into their countries until their modernization process was completed.
But today, this kind of democratic system cannot solve the following big problems. First, there is no culture of “talent first.” Anyone who is elected can rule the country. This has become too costly and unaffordable even for a country like the US. Second, the welfare package can only go up, not down. Therefore it is impossible to launch such reforms as China did in its banking sector and state-owned enterprises. Thirdly, it is getting harder and harder to build social consensus within democratic countries. In the past, the winning party with 51% of votes could unite the whole society in the developed countries. Today American society is deeply divided and polarized. The losing party, instead of conceding defeat, continues to obstruct. Fourth, there is an issue of simple-minded populism which means that little consideration can be given to the long-term interest of a nation and society. Even countries like the US are running this risk.
In 1793, King George III of the UK sent his envoy to China to open bilateral trade. But Emperor Qianlong was so arrogant that he believed that China was the best country in the world. Therefore China did not need to learn anything from others. This is what defined the “end of history” then, and ever since China lagged behind. Now I observe a similar mindset in the West.
It is necessary to come to China and see with one’s own eyes how China has reformed itself over the past three decades. Small is each step, yet the journey is non-stop. The West still has strong faith in its own system, but it is the same system that has become more and more problematic. Greece, the cradle of Western democracy, has gone bankrupt. The British fiscal debt is as high as 90% of its GDP.
What about the US? I did a simple calculation. The 9/11 attack cost the US about $1 trillion, the two not-so-smart wars cost US about $3 trillion and the financial crisis about $8 trillion. Now the fiscal debts of the US are somewhere between $10 to 20 trillion. In other words, if the US dollar was not the main international reserve currency—this status may not last forever—the US would be bankrupt already.
The rise of China is what we call “shi” or an overall trend, the scale and speed of which is unprecedented in human history. My own feeling is that the Western system is trekking on a downward slope and in need of major repairs and reforms. Some Chinese always speak and think highly of the US model, but to someone who has lived in Europe and visited the US many times, this is a bit too simplistic and naive. One should be objective in comparing China and the Western countries. What are their strengths and weaknesses? What are our strengths and weaknesses, what is worthy of learning from the West or being mindful of? This is the right mindset.

.~`~.
III

Francis Fukuyama
Fukuyama | Again I want to say that you need to distinguish a political system from short-term policy. There is no question that the US, in the past generation, has had excessive borrowing. But I actually don’t think this is the problem of our democratic system.
Germany is very close to China. It is a large economy that has a consistent trade surplus and a relatively booming job market. At the same time, Germany has not been obsessed with the excessive financial innovation that brought down the US economy and caused the property bubble. It is a democratic country. It has just made choices different from the US. So I don’t think it has anything to do with whether this country is a democracy or not. Every country can make policy mistakes.
Again I want to put things into perspective. I really don’t want to belittle the great achievement that China has scored. However my point is that you cannot make long-term judgments according to short-term performance. Japan was unstoppable in the late 1980s before the burst of the Japanese property bubble. After the bubble burst and following policy mistakes, there has since been twenty years of economic stagnation and low growth. But people in the mid 1980s believed that Japan would grow larger and larger until it overtook the US. There was a belief of emerging Japanese supremacy. Now I think if you look at economic growth in a longer-term perspective, what is the bigger challenge for China is the same for any economy. There is at first a period of really rapid economic growth and industrialization that mobilizes people from the countryside to cities.
Europe grew rapidly at that stage, so did Korea and Japan. Perhaps 25 years ago, China entered this process. At a certain point, that transition got people out of the agricultural economy. Then you face the next challenge of productivity in a more mature economy. And I think it is probably a universal truth that no country has ever maintained double-digit growth up to that point where you have become an industrialized economy. That will happen to China as well.
The Chinese economy will slow in the next generation. All countries, in particular Asian countries, will face the problem because the birth rate is coming down, which is going to be a huge burden. The elderly population is large because of greater longevity and low infant mortality, not the one-child policy. This is true in Taiwan, Singapore and mainland China.
I attended a recent meeting where one of the economists said that in the year 2040 or 2050, China is going to have 400 million people over 60 years old. That is an enormous challenge that other developed countries face as well. So when we talk about the resilience of a political system, we have to think about the long term. Given the different upcoming challenges of falling birth rates and a much older population, how flexible can the system be? But I would not say democratic countries have all the answers. This is the challenge of everyone.
Professor Zhang also brought up the issue of populism, which means people do not always make right choices in democracies. I think there are many examples of this in American politics these days. Sometimes I have to shake my head because of some stupid decisions made by politicians. But Abraham Lincoln, I think the greatest president of the US, had a famous saying: “You can fool some of the people all of the time, all of the people some of the time, but you cannot fool all the people all of the time.” Particularly with the rise of education and income, I think this kind of populism in some respects has changed. This is a test of real democracy. Yes people in the short run make bad decisions or choose the wrong leaders. But in a mature democracy there is genuine freedom of expression and genuine ability to debate issues. In the long run, people will make the right decisions. I think in the history of the US we can point out many bad short-term decisions, but in the end people will come to understand their interests which will lead them to make the right decisions.
Winston Churchill, the great British Prime Minister, once said: “Democracy is the worst form of government except for all those others that have been tried.” I think it is important because the question is what you have as alternatives. The alternative is really high-quality authoritarian government, which I admit that China has had in the last generation. That may be a better system. But the question is how to guarantee that institution will guide the society to make the right decisions.
Professor Zhang also mentioned the rise of the middle class. He said that this rules out the possibility of populist extremism or insurgency.
One of my teachers was Samuel Huntington. He wrote a book in 1968 called Political Order in Changing Societies. One of the things that Samuel Huntington said is that revolutions are never created by poor people. They are actually created by the middle-class. They are created by people who are educated to have opportunities. But these opportunities are blocked by the political or economic system. It is the gap between their expectation and the ability of the system to accommodate their expectation that causes political instability. So the growth of middle class, I think, is not a guarantee against insurgencies, but a cause of insurgencies.
What happened in Egypt and Tunisian was the growth of a fairly large middle class, a lot of college graduates and a lot of people who use the Internet. Connected to the outside world, they were able to understand how bad their governments were.
In terms of the sustainable growth of China, I actually don’t think the source of China’s instability will come from the poor peasants in the countryside. Political revolutions are introduced by the educated middle class because the current political system prevents them from being connected with the larger outside world and doesn’t grant them the kind of social status that they deserve.
I know there are 6-7 million new college graduates every single year in China. One of the greatest challenges for stability is not the poor people in China, but whether the society is capable of meeting the expectations of the educated middle class.
In terms of corruption, I didn’t want to argue that democracies can better solve the question of corruption because obviously you have quite a few democracies with high levels of corruption. In many aspects, China may be less corrupt than many of these democratic countries. But I do think that one way of combating corruption is freedom of press where you have the ability to expose corruption without being concerned about possible coercion or threat. Granted, in democratic countries that is not always the case. For example, in Italy, the Prime Minister owns the whole media. But I do think it is an advantage to have freedom of speech whereby you actually can criticize those powerful people in the political hierarchy and don’t have to worry about personal retaliation. That is the advantage of having a liberal democratic system.

Zhang Weiwei
Zhang | Thank you, Prof. Fukuyama. You said that we should make evaluations in a longer timeframe. In 1985, I visited the US as an interpreter for a Chinese leader, and we met with Dr. Henry Kissinger. When he was asked to talk about Sino-US relations, he said he would rather listen to us first, because we came from a country of thousands of years of civilization. Of course this is a token of courtesy. However we should remember the fact that China was indeed a more advanced country than most in terms of national strength and its political system for most of the past 2000 years. I do want to give credit to Dr. Fukuyama, for what distinguishes him from many other Western scholars is that he has spent a lot of time and effort studying the political institutions of ancient China as evidenced by his observation that China established the world’s first modern state.
China lagged behind the West in the past two to three hundred years. But China is catching up fast, particularly in the more developed regions of China. I am afraid that the West is a bit too arrogant and fails to look at China with an open mind. To my mind, the West can already learn something from China. President Obama may be right, as he urged the US to build high-speed railways, focus on basic education, reduce fiscal deficits, have more savings, develop the manufacturing industry and ramp up the export sector. He has emphasized that the US cannot become the world’s No. 2. It is very obvious that he feels the pressure from the rise of China.
Prof. Fukuyama sounds optimistic on the issue of populism. He has great faith in the US that it can learn from its own mistakes, rather than being led by populism. But I tend to take the view that populism seems to have become even more widespread in the world today thanks to the modern media. Now a country or society in fact may crash overnight because of excessive populism, and this is more than an issue of political institutions.
In China, its thousands of years of traditions leave their marks on everything. I am not saying tradition is always good or bad. My point is that it is impossible or unrealistic to break away from one’s tradition as it always has an imprint on what we are doing today. Therefore I always say that like it or not, the Chinese characteristics are with us all the time because the Chinese historical genes are with us. What we can do is to leverage advantages of our traditions while avoiding whatever disadvantages of our traditions. What happened in the Cultural Revolution tells us that it is very difficult to break away from one’s tradition. China does have some very good traditions which include belief in meritocracy, so selection plus some form of election offers a promising future in China, and we can do well in this regard, given our thousands of years of experience in meritocracy-based selection.
Prof. Fukuyama talked about alternatives to democracy. This is exactly an area where our views differ. China does not have the intention to market its model as alternative for other peoples or countries. What we focus on is simply running our own country well, which means doing a good job for one-fifth of mankind, and nothing is better than achieving this goal. But it is also true that if you do well, others will follow your example. Today virtually all of China’s neighboring countries, from Russia to India, from Vietnam, Laos and Cambodia to the Central Asian nations are learning in one way or another from the China Model.
Professor Huntington’s view of the conflict between the middle class and the state is shared by most Western and some Chinese scholars who advocate an independent civil society. But China has its own long cultural traditions, which may impact China’s middle class in a different way. Most Westerners view government as a “necessary evil,” but most Chinese view government as a “necessary virtue.” With this cultural legacy, the Chinese middle class is more likely to become the staunchest supporter of China’s stability in the world. In addition, instead of being confrontational, the relationship between the middle class and the Chinese state is most likely to be positively interactive, rather than confrontational. This will generate a social cohesion in the Chinese society unmatched in any Western society.
Now I would like to talk about the issue of corruption. We all know Asia’s four Little Dragons: South Korea, Taiwan, Singapore and Hong Kong. After their modernization process was largely completed, Taiwan and South Korea adopted the Western political system while Singapore and Hong Kong chose to stay more or less the same course. Look at the situation today: Hong Kong and Singapore are much less corrupt than South Korea and Taiwan, as acknowledged by all those who study corruption. Hong Kong used to be very corrupt in the 1960s, but this problem was successfully tackled by setting up the Independent Commission Against Corruption (ICAC). In other words, the Western democratic system is by no means the best solution to the issue of corruption, at least in the non-Western world.
Transparency International’s corruption indicators show that most non-Western “democracies” with a population of 50 million and above are faced with more corruption at home than China. As a matter of fact, corruption has become even worse in Taiwan after it became a democracy. Otherwise Taiwan’s leader Chen Shui-bian would not end up in jail. South Korea’s five elected presidents were all implicated one after another in corruption scandals. In contrast, Hong Kong and Singapore, without adopting the Western political model, have succeeded in sharply reducing corruption through rule of law and institutional innovation.
As for Churchill’s remark about democracy, some Chinese re-phrased his remark into “democracy is the least bad system,” and I checked the context of his remark and found that he made it in a Westminster debate in 1947. He was clearly referring to the Western democracy as practiced in the West. Winston Churchill himself was firmly opposed to India’s independence. How could he be expected to support India’s adoption of Western-style democracy? But I myself have borrowed Winston Churchill’s phrase and described the China Model as the “least bad model,” which means it has its weaknesses, but it has performed better than other models.

.~`~.
IV

Francis Fukuyama
Fukuyama | Let me start with the question of the middle class. Is the Chinese middle class different from the middle class of the non-Chinese societies? This is actually a question that I debated a lot with Professor Huntington. He wrote a book entitled Clash of Civilizations in 1990, in which he basically made the argument that culture determines behavior. Despite the changes brought by modernization, he argued, culture still determines people’s behavior even though they are more modern.
I believe culture is very important. The reason that I study international politics is that I like observing people who are different from myself. So cultural diversity is the reality and it is good that not everybody is the same. But one of the larger questions is whether culture really projects itself across time in a way that resists the process of political, social and economic development or whether the process of modernization leads to cultural convergence.
Let me give you one example. Look around the room in which there are a lot of women sitting. Why are there a lot of women in the audience? In traditional times, the status of women was low in the societies where inheritance usually went to the male line and opportunities for women were very limited. This was true in the US and Europe at their early stage of development. But when you travel around the developed world and here in East Asia, you see women everywhere. Why is that the case? Why have women’s status been raised? Why are they working in offices and factories? Why do they enjoy equal economic and social rights with men? The reason is the process of modernization. Today you cannot run a modern economy without women in the labor force.
Saudi Arabia doesn’t allow women to drive. So they have to employ around half a million chauffeurs from South Asia simply to drive their women around. If they didn’t have oil, this is probably the most insane economic system you could possibly imagine. Despite what Muslim culture says about the appropriate roles of women, women in the Middle East are getting more powerful and more politically organized. They are demanding equal rights with men. This seems to me a case where different cultures are coming up with similar solutions to the problem of the status of women. It happens not because culture is determinant, but because the modernization process forces societies to come up with solutions.
I don’t think you can have a modern society without granting equal rights to women. Of course this is an open question. Professor Zhang said that middle-class people who are educated, relatively secure and have private property are going to be different from middle-class people elsewhere because they live in a Chinese cultural system. Maybe that is the case.
But from my observation, middle-class people in different cultures actually behave in a similar way. In the Arab world, people think the Arabian people are different because of the influence of Islam. Yet through the past year the Arab people have been on the street to demonstrate against their governments. So I think that some of the assumptions about the role of culture may not be right. Maybe culture did dictate some behavior in the past. But under current conditions, it is different. With the Internet or travel, maybe people’s behavior is determined more by the needs and aspirations of the current generation than the weighty traditions of the past.
Let me say just one final thing on which I agree with Professor Zhang. I do think that there is a failure among the people in the US and Europe to appreciate Chinese achievement, both the contemporary and historical achievement. My recent book has six chapters out of which three are on China. There are more chapters on China than other parts of the world. I really spent a lot of time trying to teach myself as much Chinese history as I could. Recognizing the strength of that history is important for American and also for Chinese.
No civilization can live on borrowed values and institutions. What I perceive is going on right now in China is an attempt to recover authentic Chinese roots. I think this is a good thing that China has to do. The challenge is to recover that pride in history and tradition and make it compatible with modern institutions. We should do it in a way that doesn’t lead to nationalism or narrow chauvinism.
What is a modern Japan like? It is not similar with the US, UK or France. It has rich Japanese characteristics. I think a modern China needs to have very Chinese characteristics as well. So it is going to be a very important task to figure out what are typical Chinese characteristics and what is required of a modern society. That is also part of a larger international order. Only in this way can we live with others peacefully.

Zhang Weiwei
ZHANG | Many Western political scientists take the view that modernization leads to cultural convergence. But experience proves that it is not necessarily true. Let’s take China as an example. The Chinese are known to be busy with modernization, creating wealth and making money. But a few years ago, a song became an instant national hit that encouraged people to visit their parents more often. This song is heart-warming to most Chinese and it struck the chord of public sentiment. In other words, despite the rapid pace of modernization and the rise of individualism, at the core of the Chinese tradition is still family, for which most Chinese are willing to sacrifice much more than most Westerners.
The very essence of a culture is unlikely to be changed and shall not be changed by modernization. Otherwise the world would become too boring. How can it be possible to change the essence of a culture as strong as China’s? One is the McDonald’s culture, and the other is China’s Eight-Schools-of-Cuisine culture, and they are immensely different. Indeed, the former has no power to conquer the latter. Rather, the latter may be able to assimilate the former. I appreciate the views of Edmund Burke, the British political philosopher of the 19th century, who held that any change in a political system must be derived mainly from a nation’s own traditions.
Furthermore, I think, the main reason for respecting culture is our respect for the wisdom associated with culture. Wisdom and knowledge are two different things. We have far more knowledge today than anytime in the past. Our school kids today may have more knowledge than Confucius or Socrates. However human wisdom has hardly grown. Here I have a simple suggestion, which I’m not sure if Prof. Fukuyama will accept: in addition to the three elements of a modern political institution he has mentioned, namely, state, accountability and rule of law, we could add one more element—wisdom. The US has won many wars tactically, but lost them strategically, as the wars in Vietnam, Afghanistan and Iraq, to name just a few, attest. This situation has to do with wisdom, and I think the importance of wisdom can hardly be overemphasized.
I was recently in Germany giving a lecture. One German economist told me a story. German Chancellor Angela Merkel asked a German economist why there are no first-class economists or Nobel laureates in economics in Germany. This economist replied, “Mme Chancellor, please don’t worry about this at all, because if there were first-class economists, there would be no first-class economy.” In other words, it’s economics that is in trouble. Among all social sciences invented in the West, I think economics is arguably the closest to the truth because it is more like natural sciences and supported by mathematical models. With this in mind, frankly speaking, political science and other social sciences invented in the West may well be further away from the truth than economics. This is why we should be bolder in our thinking and more courageous in our efforts toward innovative discourse.
I share one commonality with Prof. Fukuyama. We are both trying to work out of the box of the Western political science, and his new book tries to integrate anthropology, sociology, economics, archeology and more. His efforts merit our recognition and respect, though I don’t agree with him on everything. On our part, my colleagues and I are indeed moving a bit further than Prof. Fukuyama and we are questioning the whole range of the Western political discourse. But our intention is not to score political points or to prove how good China is or how bad the West is, or vice versa. Rather we try to find new ways to address such global challenges as poverty alleviation, the clash of civilizations, climate change and various problems associated with urbanization. Western wisdom is indeed insufficient. Chinese wisdom should make its contributions.


Francis Fukuyama is a Olivier Nomellini Senior Fellow at the Freeman Spogli Institute for International Studies, Standard University, and the author of The End of History and The Last Man and the Origins of Political Order. Zhang Weiwei is a professor at the Geneva School of Diplomacy and International Relations, a senior fellow at the Chunqiu Institute and a guest professor at Fudan University, China. He is the author of The China Wave: the Rise of a Civilizational State.


.~`~.
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική

*

I) Είναι οι Δημοκρατίες Αναγκαία Ειρηνόφιλες; II) Το Εμπόριο και ο Πόλεμος και III) Παγκοσμιοποίηση: Πολιτική, Οικονομία και Κατανομή. Ο Παναγιώτης Κονδύλης για τρία κυρίαρχα μυθεύματα.

$
0
0

.~`~.
I
Είναι οι Δημοκρατίες Αναγκαία Ειρηνόφιλες;

Δυτικοί πολιτικοί (π.χ. η M. Thatcher και ο B. Clinton) διαδήλωσαν συχνά στα τελευταία χρόνια την πεποίθηση τους ότι οι δημοκρατίες δεν διεξάγουν πόλεμο η μια εναντίον της άλλης. Κατά βάση επανέλαβαν απλώς τον παλαιό κοινό τόπο του φιλελευθερισμού ότι το εμπόριο θα διαδεχθεί τον πόλεμο κι ότι αφού οι δημοκρατίες δίνουν το απόλυτο προβάδισμα στην ευημερία του λαού κι επομένως στην οικονομία, είναι από τή φύση τους ειρηνικές• αν γίνονται ακόμα πόλεμοι, αυτοί θα έπρεπε να αποδοθούν στην έπίδραση αντιφιλελεύθερων ή προφιλελεύθερων δυνάμεων ή άταβισμών. Οι φιλόσοφοι, οι οποίοι συχνά νομίζουν ότι μεταρσιώνουν τις κοινοτοπίες όταν τις εμφανίζουν ως κλασσικές ρήσεις, έσπευσαν κι αυτοί να παραθέσουν τον Kant. Ο Kant επαίνεσε βέβαια, το ίδιο, όπως και πολλοί άλλοι πρωτύτερα, την ευεργετική επιρροή του «εμπορικού πνεύματος», όμως πουθενά δεν έγραφε ότι οι δημοκρατίες δεν διεξάγουν πολέμους εν γένει ή μεταξύ τους. Απλώς πιθανολόγησε ότι σε σύγκριση με την ευκολία, με την οποία κήρυσσαν οι τοτινοί μονάρχες τους πολέμούς τους, οι δημοκρατίες «θα το σκεφθούν πολύ ν'αρχίσουν τέτοια άσχημα παιγνίδια». Και τούτο πάλι θα το κάμουν μονάχα άν οι δημοκρατίες είναι «ευσύντακτες πολιτείες», αν δηλαδή σέβονται τον χωρισμό τών εξουσιών• ώς γνωστόν, στην ορολογία του Κάντ ο όρος «δημοκρατία» σημαίνει καθ'αυτόν πολεμοχαρή οχλοκρατία και «δεσποτεία», όπως κατά τη γνώμη του αποδεικνύουν τα παραδείγματα της αρχαιότητας.
Και πράγματι: οι αρχαίες δημοκρατίες ποτέ δεν καυχήθηκαν για την ειρηνοφιλία τους προκειμένου να την παρουσιάσουν ώς το διακριτικό τους γνώρισμα απέναντι στις ολιγαρχίες και στις τυραννίες. Μάλιστα ο Θουκυδίδηςπίστευε ότι οι χειρότερες βιαιότητες του Πελοποννησιακού Πολέμου οφείλονταν στα ακαταλόγιστα πάθη της δημοκρατικής μάζας των Αθηνών. Η λατρεία της αρχαιότητας στην εποχή της γαλλικής Επανάστασης δεν αναφερόταν επίσης στις ειρηνόφιλες, παρά μάλλον στις πατριωτικές και αξιόμαχες δημοκρατίες, που τιμούσαν τις πολεμικές αρετές και δέν ορρωδούσαν μπροστά σε «δίκαιους» επιθέτικούς πολέμους. Ώστε η προγραμματική σύνδεση δημοκρατίας και ειρηνοφιλίας είναι σχετικά καινούργια και ειδικά φιλελεύθερη-οικονομιστική αντίληψη.
Από την άποψη αυτή έχουν δίκιο οι σύγχρονοι μελετητές όταν, στήν προσπάθειά τους να φωτίσουν το πρόβλημα με στατιστικές μεθόδους, συγκεντρώνουν την προσοχή τους στους τελευταίους δύο-τρείς αίώνες. Μερικοί απ'αυτούς τεκμαίρουν τον ειρηνόφιλο χαρακτήρα των δημοκρατιών από τη διαπίστωση ότι συνολικά κήρυξαν ή έκαναν πόλεμο πολύ λιγότερες δημοκρατίες παρά διαφορετικά καθεστώτα. Άλλοι όμως σχετικοποιούν την αξία τούτης της διαπίστωσης υπογραμμίζοντας ότι η έννοια του δημοκρατικού καθεστώτος είναι ασαφής και ότι σ'έναν κόσμο, όπου oι δημοκρατίες αποτελούσαν τη μειοψηφία οι περισσότεροι πόλεμοι αναγκαστικά διεξάγονταν από μη δημοκρατικά καθεστώτα• άρα, λένε, το πρόβλημα μπορεί να λυθεί οριστικά μονάχα μέσα σ'έναν κόσμο εξ ολοκλήρου δημοκρατικό.
Ώστόσο μάταια θα περιμένει κανείς τόσο πολύ. Θά ήταν λοιπόν προτιμότερο ν'αναζητήσουμε πειθαναγκαστικές ενδείξεις στην ίσαμε τώρα πολεμική πρακτική κρατών, τα όποία κατά την κρατούσα αντίληψη ήσαν ή είναι δημοκρατικά (ήτοι εφάρμοζαν ή εφαρμόζουν τον κοινοβουλευτισμό, τον χωρισμό τών εξουσιών, την ελεύθερη δημοσιότητα κ.τ.λ.). Μιά ένδειξη του ειρηνόφιλου χαρακτήρα των δημοκρατιών θα ήταν λ.χ. η διαπίστωση ότι οι δημοκρατίες έτσι κι αλλιώς δεν στάθηκαν ποτέ ικανές να διεξαγάγουν πόλεμο με την ίδια συγκέντρωση δυνάμεων και την ίδιαν εμμονή όπως οι δικτατορίες άρα ήδη η δομική τους ακαταλληλότητα πρός διεξαγωγή πολέμου θα έπρεπε να τις προδιαθέσει ειρηνόφιλα, αφού κάθε πολεμική δραστηριότητα θα συνεπαγόταν γι'αυτές μια δυσάρεστη εσωτερική μεταβολή. Όμως κάτι τέτοιο δεν μαρτυρείται ιστορικά. Η Μεγάλη Βρεταννία π.χ. πέρασε από δύο παγκοσμίους πολέμους χωρίς ν'αλλάξει στο παραμικρό το πολίτευμα της, και μάλιστα στον δεύτερο, όταν ακριβώς κορυφωνόταν κι από τις δύο πλευρές η πολεμική προσπάθεια, κατάφερε να πετύχει με την οικονομία της υψηλότερο βαθμό πολεμικής κινητοποίησης από την ναζιστική Γερμανία• κάτι ανάλογο μπορεί να λεχθεί γιά τις Ηνωμένες Πολιτείες. Το 1914 απέδειξε επί πλέον ότι οι δημοκρατίες μπορούν να παρασυρθούν από τον πολεμικό ενθουσιασμό όχι λιγότερο από τις αυταρχίες (αν δεχθούμε ότι η Γερμανία της εποχής δεν αποτελούσε συνταγματικό κράτος με τη δυτική έννοια). Αντίστροφα, κανείς δεν μπορεί να αποδώσει την πολεμική απροθυμία των Γάλλων το 1940 στο δημοκρατικό πολίτευμα καθ'εαυτό, όπως έκαμε τότε η ναζιστική προπαγάνδα. Συμπέρασμα: οι δημοκρατίες, ώς δημοκρατίες, είναι σε θέση να διεξαγάγουν πόλεμο με καθολική επιστράτευση των δυνάμεων τους.
Μιά δεύτερη ένδειξη γιά τον ειρηνόφιλο χαρακτήρα των δημοκρατιών, επειδήείναι δημοκρατίες, θά ήταν η διαπίστωση ότι στούς πολέμους τους συμμαχούσαν πάντοτε με άλλες δημοκρατίες, επειδήαυτές ήσαν δημοκρατίες, και πολεμούσαν πάντοτε εναντίον δεσποτειών, επειδήαυτές ήσαν δεσποτείες. Αλλά μιά τέτοια ερμηνεία είναι δυνατή μόνον αν πάρει κανείς στην ονομαστική της αξία την προπαγανδιστική ρητορική περί των αντικειμενικών σκοπών του εκάστοτε πολέμου. Μπορεί κανείς να ισχυρισθεί στα σοβαρά ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες επιτέθηκαν εναντίον του Μεξικού (με την προσάρτηση τού Τέξας) και κατόπιν εναντίον της Ισπανίας μόνο καί μόνο επειδή οι χώρες αυτές ήσαν «δεσποτικές»; Συμμάχησαν η Αγγλία και η Γαλλία το 1914 με τη Ρωσσία επειδή αυτή ήταν τότε δημοκρατικότερη από τη Γερμανία -ή μήπως είχαν περισσότερο δίκιο οι Γερμανοί σοσιαλδημοκράτες, οι οποίοι εκλογίκευσαν τη συμμετοχή τους στον πόλεμο επικαλούμενοι τον αγώνα κατά της ρωσσικής «δεσποτείας»; Η ανανέωση της συμμαχίας των Δυτικών Δημοκρατιών με τη Ρωσσία στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο οφειλόταν άραγε στο γεγονός ότι έν έτει 1941 τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως του Στάλιν ήσαν άνθρωπινότερα από εκείνα του Χίτλερ; Και ποιά μορφή θα έπαιρναν οι συμμαχίες, άν ο Στάλιν είχε π.χ. επικρατήσει στην Ισπανία και αν στή Δύση είχαν επικρατήσει οι κύκλοι που συνιστούσαν μιάν αντικομμουνιστική συμμαχία με τον Χίτλερ; Συμπέρασμα: τα γεωστρατηγικά και οικονομικά κριτήρια παραμένουν αποφασιστικά και όταν οι δημοκρατίες διεξάγουν πόλεμο.
Άν ευσταθεί το διπλό μας συμπέρασμα, τότε ο πόλεμος δέν αποκλείεται έκ των προτέρων σ'έναν κόσμο αποτελούμενο από κυρίαρχες δημοκρατίες, αν κάποια ανάμεσα τους άσκεί πολιτική που μιά άλλη θα την αίσθανόταν ώς υπαρξιακή άπειλή• ώς πρός το γεγονός μιάς τέτοιας απειλής (όπως και γιά την έννοια του ζωτικού συμφέροντος) θα μπορούσε άλλωστε θαυμάσια να υπάρξει δημοκρατικότατη συναίνεση. Τέτοιασυναίνεση υφισταται π.χ. μέσα στις σύμμαχες (εντός τού ΝΑΤΟ) και συνάμα εχθρικές δημοκρατίες Ελλάδα καί Τουρκία. Η αλιευτική διένεξη μεταξύ των επίσης συμμάχων δημοκρατιών Ισπανίας και Καναδά, όπου οι δύο πλευρές θυμήθηκαν πάραυτα τη χρησιμότητα των πολεμικών πλοίων, περιέχει σαφή διδάγματα γιά το μέλλον, εφόσον αυτό θα είχε να αντιμετωπίσει στενότητα πόρων. Η άποψη, πως κατ'εξαίρεση οι δημοκρατίες δεν θα περιέλθουν ποτέ σε τέτοιες καταστάσεις, είναι απλούστατα παράλογη, πρό παντός αν αναλογισθούμε τη συνάφεια ανάμεσα σε σύγχρονη δημοκρατία και υψηλή κατανάλωση. Και η άποψη, ότι σε τέτοια περίπτωση οι δημοκρατίες θα αντιδράσουν στο εξωτερικό όπως και όταν ρυθμίζουν συναινετικά τις εσωτερικές υποθέσεις τους, προϋποθέτει το λεγόμενο «πρωτείο της εσωτερικής πολιτικής». Όμως αυτό δέν υφίσταται, όπως δεν υφίσταται και κάποιο πρωτείο της εξωτερικής πολιτικής. Υφίστανται μόνον καταστάσεις, στις οποίες θεωρούνται ως αποφασιστικοί τούτοι ή εκείνοι οι παράγοντες ανάλογα με την εκάστοτε δεσμευτική τους ερμηνεία.
Αν τέλος κάποιος άντιπαρατηρούσε ότι οι σύγχρονες δημοκρατίες θα τείνουν από μόνες τους πρός την παγκόσμια δημοκρατία, ήτοι πρός την έξάλειψη των ορίων μεταξύ εσωτερικού και εξωτερικού πολιτικού χώρου και τη διεθνοποίηση των εσωπολιτικών κανόνων - τότε θα μπορούσαμε να θυμηθούμε και πάλι το κείμενο του Kant για την αιώνια ειρήνη. Εννοώ βέβαια εδώ μιά περικοπή που για ευνόητους λόγους ελάχιστα αναφέρεται σήμερα. Όπως πίστεύε ο φιλόσοφος, ακριβώς η «ανάμιξη» και η «συγχώνευση» των λαών θέτει σε κίνδυνο την είρήνη. Αλλά ακόμα και αν οι δημοκρατικοί λαοί παραμείνουν χώρια, σαν καλοί γείτονες, όπως προτιμούσε ο Kant, και πάλι τα πολεμοχαρή επιχειρήματα δέν θα τους λείψουν, αν τυχόν τα χρειαστούν. Κανείς δεν θα αρνείται την αρχή ότι «οι δημοκρατίες δεν πολεμούν μεταξύ τους» - μόνο που θα προσθέτει ότι ο αντίπαλος δεν είναι «γνήσιος δημοκράτης».


.~`~.
II
Το Εμπόριο και ο Πόλεμος

Δύο μόνο χρόνια πριν από την έναρξη του Α'Παγκοσμίου Πολέμου ένα βιβλίο, που μόλις είχε δημοσιευθεί, τράβηξε την προσοχή του ευρύτερου αναγνωστικού κοινού, έγινε θέμα συζητήσεων της ευρωπαϊκής και της αμερικανικής πολιτικής και οικονομικής ελίτ και μεταφράστηκε αμέσως σε πολλές γλώσσες. Συγγραφέας του ήταν ο βρετανός δημοσιολόγος Norman Angell και τίτλος του The Great Illusion, η μεγάλη ψευδαίσθηση. Θύματα της μεγάλης αυτής ψευδαίσθησης ήσαν, κατά τον Angell, όσοι από πολέμους και κατακτήσεις προσδοκούσαν την αύξηση της ισχύος και της ευημερίας του έθνους τους. Η σημερινή έκταση των διαπλοκών της παγκόσμιας οικονομίας, έλεγε, οι πυκνές και γρήγορες επικοινωνίες, και προπαντός ο διεθνής χαρακτήρας του χρηματοοικονομικού και του πιστωτικού συστήματος είχαν πλέον καταστήσει απαρχαιωμένη την παραδοσιακή πολιτική της ισχύος και μετατρέψει τα μικρά και οικονομικώς εύρωστα έθνη σε ισότιμους συναγωνιστές των μεγάλων.
Μολονότι ο Angell αμφισβητούσε ριζικά τη σημασία της στρατιωτικής ισχύος για την ανάπτυξη της εμπορικής δραστηριότητας και μολονότι κατηγορούσε με την ίδια δριμύτητα τόσο τους βρετανούς όσο και τους γερμανούς υποστηρικτές τέτοιων απόψεων, ωστόσο αποδεχόταν τη χρήση μη οικονομικών μέσων πίεσης με σκοπό την «αποκατάσταση και τήρηση της τάξης» και την προστασία του ελεύθερου εμπορίου. Οπου ήδη υφίσταται η δημόσια τάξη, έγραφε, όπως στις πολιτισμένες χώρες της Ευρώπης, εκεί οι κατακτήσεις περιττεύουν. Από την άλλη μεριά η Γερμανία, λ.χ., θα είχε το δικαίωμα να ακολουθήσει το βρετανικό παράδειγμα στις Ινδίες και να επιβάλει την τάξη στην οθωμανική επικράτεια. Ο Angell δεν εξέταζε τι θα γινόταν σε περίπτωση όπου μια πλευρά θα επεφύλασσε στον εαυτό της τον ρόλο του φύλακα της τάξης σε όλες τις νευραλγικές περιοχές.
Αλλωστε αυτό δεν αποτελούσε ούτε το μόνο κενό ούτε το μόνο σφάλμα της επιχειρηματολογίας του. Από οικονομική άποψη είχε βέβαια δίκιο όταν διαπίστωνε ότι η αποικιακή επέκταση, όπως ασκήθηκε από τον 16ο ως τον 19ο αι., είχε γίνει ασύμφορη λόγω των στρατιωτικών δαπανών και θα έπρεπε να αντικατασταθεί με τον λιγότερο ή περισσότερο άμεσο οικονομικό έλεγχο. Η διαπίστωση όμως τούτη δεν αρκούσε από μόνη της για να αποδείξει τη γενική θέση ότι, σε κοσμοϊστορικό επίπεδο, οι σχέσεις μεταξύ οικονομικής και πολιτικοστρατιωτικής ισχύος είχαν οριστικά αντιστραφεί. Ο Angell παραδεχόταν έμμεσα αυτό το λογικό άλμα όταν δήλωνε ότι δεν επιθυμούσε να ισχυρισθεί την απιθανότητα μεγάλων μελλοντικών πολέμων, αλλά απλώς να αποδείξει ότι ο πόλεμος έγινε άπαξ διά παντός οικονομικά άχρηστος, και μάλιστα επιζήμιος. Αλλά και εδώ η συλλογιστική του δεν ήταν συνεπής. Γιατί σε πολλές περικοπές του βιβλίου του εξέφραζε την πεποίθηση ότι η πρόοδος των παγκόσμιων οικονομικών διαπλοκών θα καθιστούσε αδύνατο τον πόλεμο και θα υποκαθιστούσε τη φυσική βία με τη συνεργασία. Η πρόγνωση αυτή προφανώς αποτελούσε, από λογική και ιστορική άποψη, κάτι διαφορετικό από τη διάγνωση της οικονομικής αχρηστίας των πολέμων. Για να συμπέσει η πρόγνωση με τη διάγνωση θα έπρεπε να αποδειχθεί επιπλέον ότι όλοι οι άνθρωποι σε όλες τις περιπτώσεις δίνουν το προβάδισμα στο οικονομικό όφελος και ταυτόχρονα πιστεύουν ότι η δική τους νίκη σε έναν πόλεμο θα βλάψει και μακροπρόθεσμα τα οικονομικά συμφέροντά τους. Ο πόλεμος, που ξέσπασε όσο ακόμη διαρκούσε η εκδοτική επιτυχία του βιβλίου του Angell, έδειξε ότι κάτι τέτοιο δεν είχε αποδειχθεί.
Παρ'όλα αυτά το βιβλίο δεν έχασε ούτε την επικαιρότητα ούτε τους οπαδούς του. Οταν πριν από δύο χρόνια στο Βερολίνο ένας αμερικανός δημοσιογράφος διατύπωσε σε μιαν ομιλία παρόμοιες σκέψεις και του υπενθύμισα τον Norman Angell, ομολόγησε πρόθυμα την πηγή της έμπνευσής του. Στην πραγματικότητα οι θέσεις του Angell έγιναν εύκολα δημοφιλείς γιατί σε μιαν εποχή όπου οι διεθνείς οικονομικές διαπλοκές αυξήθηκαν κατά πολύ ως προς τον όγκο και την πυκνότητά τους, φαίνονταν να επιβεβαιώνουν εκ νέου έναν κοινό τόπο του πρώιμου φιλελευθερισμού, ότι δηλαδή το εμπόριο θα υποκαταστήσει τον πόλεμο· έπιαναν έτσι το νήμα μιας μακράς παράδοσης και έπεφταν σε γόνιμο έδαφος. Το ίδιο συμβαίνει και στις μέρες μας. Πάντως γύρω στο 1900 θέσεις σαν και αυτές φαίνονταν ακαταμάχητες, και μάλιστα όχι μόνο σε φιλελεύθερους πολιτικούς αλλά και στους πλείστους ευρωπαϊκούς στρατιωτικούς ή στρατηγικούς σχεδιαστές. Λίγοι γνωρίζουν σήμερα ­ και ακόμη λιγότεροι θέλουν να το γνωρίζουν ­ ότι η σχεδόν αναντίρρητη επικράτηση του επιθετικού στρατιωτικού δόγματος σε όλα τα ευρωπαϊκά Γενικά Επιτελεία προ του 1914 στηριζόταν στη γενική πεποίθηση ότι η οικονομική ζωή είχε γίνει τόσο περίπλοκη και ευαίσθητη, ώστε δεν σηκώνει μακρό πόλεμο, άρα ο πόλεμος πρέπει να διεξαχθεί επιθετικά και να έχει γρήγορη έκβαση. Στη Γερμανία αυτό το είχε πει ήδη ο Moltke, αλλά η έρευνα έχει δείξει ότι και ο στρατηγικός σχεδιασμός του Schlieffen ξεκινούσε από παρόμοιες ιδέες. Σήμερα βέβαια μας φαίνεται εντελώς παράδοξο ότι μπορεί να υπάρχει κάποια συνάφεια ανάμεσα στην παραβίαση της βελγικής ουδετερότητας και σε μιαν φιλελεύθερη ­ οικονομιστική τοποθέτηση, ωστόσο γι'αυτό φταίνε οι επικρατούσες εύκολες σχηματοποιήσεις. Το αληθινά παράδοξο ­ που βέβαια εξηγείται εκ των υστέρων ­ έγκειται στο ότι οι προσπάθειες όλων των πλευρών να συντομέψουν τον πόλεμο κατέληξαν στην παράτασή του.
Ανάμεσα στο 1900 και στο 1914 το γαλλογερμανικό εμπόριο αυξήθηκε κατά 137% και το ρωσογερμανικό κατά 121%. Το εμπόριο μεταξύ Γερμανίας και Μεγάλης Βρετανίας διπλασιάσθηκε από 60 εκατ. λίρες σε 120 και αποτελούσε το 9% του συνολικού βρετανικού εμπορίου· περισσότερα από τα μισά τοτινά διεθνή καρτέλ παραγωγής ήσαν κοινή γερμανοβρετανική ιδιοκτησία, ένα από αυτά μάλιστα παρήγε εκρηκτικές ύλες (βλ. Β. R. Mitchell, International Historical Statistics. Europe 1750-1988, Ν. Υόρκη 1992). Αν λοιπόν οι οικονομικοί οιωνοί έδειχναν ειρήνη, τότε ο πόλεμος, που παρ'όλα αυτά έγινε, θα πρέπει να ξεπήδησε από μια λογική διαφορετική από τη λογική της οικονομίας. Η διερεύνηση πολλών ιστορικών παραδειγμάτων δεν μας επιτρέπει τον ισχυρισμό ότι υπάρχει μια πάγια αιτιότητα, δηλαδή ένας νόμος, σε ό,τι αφορά τις σχέσεις εμπορίου και πολέμου. Η θεωρητική γενίκευση δεν μπορεί να προχωρήσει παραπέρα από την απόφανση ότι εδώ υφίστανται παράλληλα δύο διαφορετικές λογικές και δύο διαφορετικά κίνητρα, που μπορεί και να συμπίπτουν ­ όμως η σύμπτωσή τους διόλου δεν είναι υποχρεωτική. Αντίθετα, τόσο η φιλελεύθερη προσδοκία ότι το εμπόριο θα υποκαταστήσει τον πόλεμο όσο και η χυδαιομαρξιστική ερμηνεία του πολέμου με οικονομικές αιτίες προϋποθέτουν και οι δύο σιωπηρά την ύπαρξη εμπειρικά αναπόδεικτων νομοτελειών. Και στις δύο περιπτώσεις η αποδεικτική στηρίζεται σε έναν οικονομιστικό ντετερμινισμό, οπότε η φιλελεύθερη τοποθέτηση, αν εξετασθεί προσεκτικότερα, αποκαλύπτεται ως χυδαίος μαρξισμός με αντεστραμμένα πρόσημα. Γιατί μόνο όποιος πιστεύει ότι τους πολέμους τους προκαλούν αποκλειστικά οι οικονομικοί ανταγωνισμοί, έχει λογικά το δικαίωμα και να δέχεται ότι η οικονομική συνεργασία θα καταργήσει οπωσδήποτε τον πόλεμο. Αλλωστε η τέτοια συνεργασία θα μπορούσε να θεωρηθεί αντίδοτο εναντίον του πολέμου μονάχα αν εγκαινιαζόταν και καλλιεργούνταν με τη ρητή πρόθεση να λειτουργήσει ως εναλλακτική λύση προς τις αιματηρές συγκρούσεις.
Όμως δεν υπάρχουν χειροπιαστές ενδείξεις ότι συμβαίνει αυτό, υπάρχουν μόνο εκλογικεύσεις του πράγματος εκ των υστέρων. Τους ανθρώπους τους ωθούν στην οικονομική συνεργασία απλώς και μόνο οικονομικές βλέψεις και αναγκαιότητες, οι οποίες καθεαυτές δεν συνδέονται με ειρηνικές ή εχθρικές προθέσεις υπό την πολιτική έννοια. Μονάχα η θετική ή αρνητική τροπή της συνεργασίας κάνει πιθανή τη σύνδεση με παρόμοιες προθέσεις, χωρίς όμως και πάλι αυτό να είναι υποχρεωτικό. Στα τέλη του 20ού αι. ο βαθύτερος αντικειμενικός λόγος της αύξουσας παγκόσμιας οικονομικής διαπλοκής είναι ο ίδιος που κράτησε (και ίσως έθεσε) σε κίνηση τη βιομηχανική επανάσταση κατά τον 18ο και 19ο: μια άνευ προηγουμένου και συνεχώς επιτεινόμενη πληθυσμιακή πυκνότητα, αυτή τη φορά όχι σε περιορισμένη ευρωπαϊκή αλλά σε πλανητική κλίμακα. Και ακριβώς επειδή στον 21ο αι. οι παγκόσμιες οικονομικές διαπλοκές θα βρίσκονται κάτω από την πίεση του παραπάνω αντικειμενικού παράγοντα, μάλλον θα οξύνουν παρά θα αμβλύνουν το πρόβλημα της κατανομής.
Μετά το 1989 πολλαπλασιάσθηκαν οι φωνές που αποδίδουν τη σημερινή απιθανότητα μεγάλων πολέμων μεταξύ εθνών στην αύξουσα παγκόσμια διαπλοκή των οικονομιών. Οπως δείχνει το παράδειγμα της εποχής προ του 1914 η συνάφεια αυτή κάθε άλλο παρά υποχρεωτική είναι. Αντίθετα, είναι προφανής ο πολιτικός λόγος που καθιστά προς το παρόν απίθανους τέτοιους πολέμους. Ενα μεγάλο έθνος ανάμεσα στα υπόλοιπα, δηλαδή το αμερικανικό, διαθέτει τέτοια οικονομική και στρατιωτική υπεροχή απέναντι σε όλα τα άλλα, παρμένα χωριστά, ώστε ενάντια στη θέλησή του ούτε ετοιμοπόλεμες συμμαχίες μπορούν να συμπηχθούν ούτε ένα άλλο έθνος μπορεί να ασκήσει αποφασιστικά και ως τα άκρα πολιτική ισχύος. Ενώ η παγκόσμια κατάσταση γύρω στο 1900 χαρακτηριζόταν από την κατά προσέγγιση ισοδυναμία μεταξύ των τότε παγκόσμιων Δυνάμεων, γύρω στο 2000 καθορίζεται από την έμπρακτη ηγεμονία μιας και μόνο Δύναμης. Κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει πόσο θα διαρκέσει αυτή η συγκυρία και υπό ποιες συνθήκες θα τερματισθεί, εφόσον μάλιστα ο μεταψυχροπολεμικός κόσμος δεν έχει ακόμη σαφή περιγράμματα. Το βέβαιο είναι ότι σήμερα την ειρήνη δεν τη διασφαλίζει η οικονομική συνεργασία πολλών ισότιμων κρατών αλλά η ηγεμονία ενός υπέρτερου.
Οσον αφορά ιδιαίτερα την Ευρώπη, εδώ η στενότερη οικονομική και πολιτική συνεργασία μάλλον προέκυψε επειδή ήταν αδύνατος ένας νέος μεγάλος πόλεμος μεταξύ των μεγάλων ευρωπαϊκών εθνών παρά το αντίστροφο. Αφ'ότου η Ευρώπη έχασε την παγκόσμια κυριαρχία, έχασαν και οι ενδοευρωπαϊκοί ανταγωνισμοί την κοσμοϊστορική σημασία τους (όποιος κυριαρχεί στην Ευρώπη δεν κυριαρχεί πια στον κόσμο ολόκληρο) και γι'αυτό η έντασή τους έπεσε κάθετα, υπό την κηδεμονία μάλιστα των ΗΠΑ. Στην ιμπεριαλιστική εποχή οι ανταγωνισμοί αυτοί όχι μόνο δεν εμπόδιζαν τη γενική ευρωπαϊκή επέκταση αλλά και την επέτειναν, γιατί κάθε ευρωπαϊκή Δύναμη φρόντιζε να μη μείνει πίσω από τις άλλες. Την εποχή της παγκόσμιας κυριαρχίας της Ευρώπης ο πλανήτης συνομαδωνόταν γύρω από τον άξονα των ενδοευρωπαϊκών ανταγωνισμών, ενώ σήμερα τα ευρωπαϊκά έθνη υποχρεώνονται να συνομαδωθούν και να συνασπισθούν εν όψει των πλανητικών ανταγωνισμών. Με άλλα λόγια: ως το 1945 στην Ευρώπη ο πόλεμος ήταν ασθένεια της δύναμης, ενώ μετά το 1945 έγινε απίθανος γιατί την Ευρώπη την πρόσβαλε η ασθένεια της αδυναμίας. Αφού κανένα ευρωπαϊκό έθνος δεν κατέχει την ισχύ και τη βούληση να πραγματοποιήσει υπό τη δική του ηγεμονία μιαν ιστορικά βιώσιμη ευρωπαϊκή ένωση, η τελευταία πρέπει να οικοδομηθεί με ατμομηχανή τη σύμπνοια των δύο ή τριών μεγαλύτερων εθνών. Στον δρόμο προς την ένωση αυτή θα φανεί ακόμη μια φορά πόσο διαφέρει η υπόθεση του εμπορίου από εκείνη του πολέμου και της ειρήνης. Η οικονομική όσμωση δεν θα απολήξει υποχρεωτικά στην πολιτική, προπαντός αν η ιστορικά κουρασμένη Ευρώπη βολευτεί ψυχολογικά με τη σκέψη ότι μπορεί να ζήσει άνετα και υπό αμερικανική ηγεμονία. Και αντίστροφα: παλινδρομήσεις κατά την προσπάθεια στενότερης συνύφανσης των ευρωπαϊκών οικονομιών δεν θα οδηγήσουν οπωσδήποτε σε πόλεμο, με δεδομένη την ευρωπαϊκή ασθένεια της αδυναμίας.
Η διαζευκτική λύση: «ή νομισματική ένωση ή πόλεμος», όπως τη διατυπώνουν μερικοί, μπορεί να είναι παιδαγωγικά σκόπιμη, όμως η ιστορική της αξία είναι ελάχιστη. Οχι μόνο επειδή πρόσφατα ακόμη στην πρώην Γιουγκοσλαβία και στην πρώην Σοβιετική Ενωση αλληλοσπαράχθηκαν λαοί που επί δεκαετίες απόλαυσαν τις ευλογίες του κοινού νομίσματος, αλλά και επειδή δεν ευσταθεί το υπονοούμενο, ότι δηλαδή σήμερα υπάρχουν στην Ευρώπη έθνη με τη βούληση και τη δύναμη να διεξαγάγουν πόλεμο. Το σημερινό δίλημμα της ευρωπαϊκής ηπείρου δεν είναι: «ενότητα ή πόλεμος», όπως προ του 1945, αλλά «ενότητα ή παρακμή». Η μεγάλη διαφορά ανάμεσα στα δύο αυτά πράγματα γίνεται βέβαια εμφανής μονάχα όταν δεν συγχέεται σε κανένα επίπεδο η λογική του εμπορίου και η λογική του πολέμου. Ακόμη γενικότερα, πρέπει να λεχθεί ότι οι ενδιαφερόμενοι καλά θα έκαναν να μην εμπιστεύονται την ειρήνη στους δήθεν αυτοματισμούς της οικονομίας, αλλά να αναζητήσουν τις προϋποθέσεις της στις πολιτικές ισορροπίες ισχύος μεταξύ των παγκόσμιων Δυνάμεων.


.~`~.
III
Παγκοσμιοποίηση: Πολιτική, Οικονομία και Κατανομή

Κύκλοι με απτά υλικά συμφέροντα, αλλά και διάφοροι καλόπιστοι, οι οποίοι εξ ιδιοσυγκρασίας ενστερνίζονται τις ελπιδοφόρες προοπτικές, προπαγανδίζουν την άποψη ότι η προϊούσα παγκοσμιοποίηση θα επιφέρει όλο και μεγαλύτερη εξίσωση των συλλογικών συνθηκών ζωής και των συλλογικών σκοπών, δημιουργώντας έτσι κοινά σημεία μεταξύ των ανθρώπων και καθιστώντας περιττές τις αιματηρές συγκρούσεις· γιατί, όπως λέγεται, η παγκοσμιοποίηση θα εξασθενήσει ή ίσως και θα καταργήσει τις υποτιθέμενες αιτίες αυτών των συγκρούσεων, δηλαδή τα έθνη και τα κράτη. Η αντίληψη αυτή αναγορεύθηκε, προπαντός μετά την κατάρρευση του κομμουνισμού, σε αυταπόδεικτη αλήθεια και άρθρο πίστεως, έτσι ώστε δεν διερευνώνται επαρκώς οι προϋποθέσεις της και η λογική συνοχή της.
Ως φορέας της παγκοσμιοποίησης και της εξίσωσης των συνθηκών και των σκοπών (αξιών) δεν θεωρείται βέβαια οποιαδήποτε δραστηριότητα, π.χ. το κήρυγμα της αδελφοσύνης και της αγάπης, αλλά μια δραστηριότητα εντελώς συγκεκριμένη: η διευρυνόμενη και διαπλεκόμενη οικονομία. Μια πρώτη προϋπόθεση της παραπάνω αντίληψης είναι λοιπόν η πίστη στην πρωτοκαθεδρία της οικονομίας ­ και μάλιστα της οικονομίας στην αντίθεσή της προς την πολιτική, η οποία λίγο - πολύ ταυτίζεται με την «πολιτική της ισχύος» και αντιπαρατίθεται προς την υποτιθέμενη εγγενή ειρηνικότητα της οικονομίας. Αυτή όμως η διχοτομία μεταξύ πολιτικής και οικονομίας είναι δυνατή μόνο αν οι δύο αυτοί τομείς οριστούν τόσο στενά (αν δηλαδή η οικονομία περιοριστεί στην τεχνική διαδικασία της παραγωγής και η πολιτική περισταλεί στη διοίκηση και στη διαχείριση), ώστε χάνεται κάθε ουσιαστική σχέση με την κοινωνική πράξη και πραγματικότητα. Από ιστορική και κοινωνιολογική άποψη η διχοτομία είναι επίσης αβάσιμη· αποτελεί μια ιδεολογική κατασκευή και ένα ιδεολογικό όπλο που, καθώς είναι γνωστό, πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον ανερχόμενο αστικό φιλελευθερισμό εναντίον του απολυταρχικού κράτους, ενώ και σήμερα παραμένει προσφιλές επιχείρημα διαφόρων οικονομικών κύκλων, οι οποίοι βέβαια την ίδια στιγμή κάνουν ό,τι μπορούν προκειμένου να επιστρατεύσουν την πολιτική για δικούς τους σκοπούς και διόλου δεν περιφρονούν επικερδείς κρατικές παραγγελίες και πιστώσεις. Κατά τα λοιπά, η ιδεολογική αυτή κατασκευή συνδέθηκε ήδη από τον 17ο αιώνα με την κοσμοϊστορική πρόβλεψη ότι το εμπόριο θα υποκαταστήσει τον πόλεμο. Τι έγινε έκτοτε, το γνωρίζουμε καλά.
Ο γενικός λόγος για τον οποίο πολιτική και οικονομία ­ με την οποιαδήποτε κοινωνικά βαρύνουσα έννοια των όρων ­ παραμένουν αδιαχώριστες είναι προφανής. Η οικονομία και η πολιτική αφορούν εξίσου τις συγκεκριμένες σχέσεις συγκεκριμένων ανθρώπων και κάθε οικονομική αλλαγή προκαλεί μια μετατόπιση του συσχετισμού δυνάμεων προς όφελος ορισμένων ανθρώπων και εις βάρος άλλων. Οι οικονομικοί σκοποί ούτε επιδιώκονται ούτε επιτυγχάνονται μέσα σε ένα κοινωνικό κενό, παρά μετριούνται με κριτήριο την απόδοση των ανταγωνιστών, και ανάλογα αξιολογούνται. Ο,τι όλοι μπορούν να παραγάγουν και ό,τι όλοι μπορούν να απολαύσουν δεν έχει ούτε οικονομική ούτε πολιτική αξία ­ γιατί αξία σημαίνει πάντα: ιδιαίτερη αξία. Γι'αυτό τα απόλυτα κέρδη, δηλαδή όσα σημαίνουν βελτίωση σε σχέση με την προγενέστερη δική μας κατάσταση, φαίνονται πολύ λιγότερο σημαντικά από τα σχετικά κέρδη, δηλαδή εκείνα που επιτυγχάνονται σε σύγκριση με την τωρινή κατάσταση των ανταγωνιστών μας.
Αν μια πλευρά πιστεύει ότι τα σχετικά της μειονεκτήματα είναι αδύνατο να υπερκαλυφθούν στο προβλεπτό μέλλον με οποιαδήποτε προσπάθεια, τότε είναι αναγκασμένη να επιλέξει ανάμεσα στη συνθηκολόγηση μπροστά στη δύναμη της «αόρατης χειρός» (Α. Smith) και στην πολιτικοποίηση της οικονομικής σύγκρουσης. Γιατί από καταβολής κόσμου υπάρχουν μόνο δύο δυνατότητες για να αποκτήσει κανείς αγαθά: να τα παραγάγει ο ίδιος ή να τα πάρει από όποιον τα παράγει, αδιάφορο αν αυτό το κάνει με το ξίφος ή μέσω εμπορικών ποσοστώσεων. Η έννοια του «ζωτικού συμφέροντος» υπάρχει εξίσου στην οικονομία και στην πολιτική, και μάλιστα θα μπορούσαμε να τη θεωρήσουμε ως τον μεγάλο κοινό τους παρονομαστή.
Η κατάσταση αυτή μπορεί να συγκεφαλαιωθεί ως εξής: η πολιτική διεισδύει στην οικονομία όχι τόσο μέσω των διαδικασιών της παραγωγής και της επικοινωνίας όσο μέσω του προβλήματος της κατανομής. Είναι άκρως χαρακτηριστικό ότι η συζήτηση για την παγκοσμιοποίηση στρέφεται γύρω από διαδικασίες και προτάσεις οι οποίες αφορούν τη διαπλοκή της παγκόσμιας βιομηχανίας και του παγκοσμίου εμπορίου καθώς και την πύκνωση των παγκοσμίων επικοινωνιακών δικτύων ­ το μυστικό μιας παγκόσμια αποδεκτής κατανομής των πόρων και του πλούτου δεν το έχει αποκαλύψει ως σήμερα κανείς. Η ειρήνη όμως μεταξύ πολιτικών μονάδων και ανθρώπων γενικά δεν μπαίνει τόσο σε κίνδυνο λόγω του τρόπου παραγωγής και επικοινωνίας όσο λόγω των όρων και των ανισοτήτων της κατανομής.
Η παγκοσμιοποίηση της παραγωγής και της οικονομίας θα οξύνει το πρόβλημα της κατανομής από δύο απόψεις. Στο εσωτερικό των ανερχομένων οικονομικών δυνάμεων θέτει σε κίνηση διαδικασίες οι οποίες γρηγορότερα μπορούν να πολλαπλασιάσουν παρά να ικανοποιήσουν τις προσδοκίες για σχετικά κέρδη ­ και ως γνωστόν ο μισοχορτασμένος είναι πιο επιθετικός παρά ο μισοπεθαμένος από την πείνα. Ακόμη και η περιορισμένη ικανοποίηση τέτοιων προσδοκιών δημιουργεί πάντως, καθώς πίσω της στέκουν τεράστιες ανθρώπινες μάζες, έναν πλούτο σημαντικό, οπότε το σχετικό μερίδιο των ανεπτυγμένων χωρών στον παγκόσμιο πλούτο μειώνεται συνεχώς. Το αποτέλεσμα είναι ότι ο αγώνας κατανομής μεταφέρεται και στο εσωτερικό των πλουσίων χωρών, οι οποίες αναγκάζονται να σφίξουν το ζωνάρι (τουλάχιστον ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων) προκειμένου να παραμείνουν ανταγωνιστικές.
Οποιος φαντάζεται ότι αυτό αποτελεί απλώς μια βραχυπρόθεσμη ή μεσοπρόθεσμη αναπροσαρμογή, η οποία οπωσδήποτε θα πετύχει αρκεί να επιδείξουμε κάποια υπομονή και επιδεξιότητα ­ όποιος το φαντάζεται αυτό, ασφαλώς δεν έχει κατανοήσει την έκταση της μεταβολής που επιτελείται σήμερα σε πλανητική κλίμακα. Η βιομηχανικά ανεπτυγμένη «Δύση» συνεχίζει να βλέπει τη διαδικασία της παγκοσμιοποίησης από την άτρομη και παραπλανητική σκοπιά του τμήματος εκείνου του πλανήτη το οποίο ακόμη κατέχει πάνω από τα τρία τέταρτα του παγκοσμίου πλούτου και της παγκόσμιας ενέργειας. Και πρέπει να προσθέσουμε ότι καθοριστική εδώ είναι η αμερικανική θεώρηση των πραγμάτων, η οποία βέβαια, παρά τις ιδεολογικές ομολογίες πίστεως προς την αυτοματική της οικονομίας, στηρίζεται πρωταρχικά στο σημερινό στρατιωτικό και διπλωματικό προβάδισμα των Ηνωμένων Πολιτειών. Οποιος υπερέχει (προς το παρόν) τόσο πολύ έχει τη φυσική τάση να βλέπει την παγκοσμιοποίηση πρώτα - πρώτα ως διεύρυνση του δικού του πεδίου δράσεως και δεν μπορεί ή δεν θέλει να βάλει με τον νου του τις μακροπρόθεσμες συνέπειες της αναστροφής του ρεύματος. Ωστόσο, μέσα στην αυτοπεποίθηση της «Δύσης» έχει ήδη εμφιλοχωρήσει η πρώτη αμφιβολία, αλλά και το πρώτο ρίγος, προπαντός στην Ευρώπη, όπου συνειδητοποιείται όλο και εντονότερα ότι η βαθύτερη αιτία της μόνιμης κρίσης είναι η ένταση του παγκοσμίου ανταγωνισμού και η συνεχής πτώση του ειδικού ευρωπαϊκού βάρους μέσα στην παγκόσμια οικονομία. Οι αμφιβολίες και τα ρίγη θα επιταθούν κάτω από την πίεση εισαγομένων και ενδογενών δημογραφικών και οικολογικών παραγόντων. Τότε τα σύνορα, τα οποία έχει γκρεμίσει στο μεταξύ η παγκοσμιοποίηση, θα ανεγερθούν και πάλι εξαιτίας της όξυνσης των αγώνων κατανομής, μολονότι δεν γνωρίζουμε επακριβώς ποιος και πού θα τα χαράξει αυτή τη φορά.
Η όξυνση τούτη πρέπει να αναμένεται ακόμη περισσότερο επειδή η δεύτερη προϋπόθεση της αντίληψης που αναφέραμε στην αρχή, ότι δηλαδή η εξίσωση των συνθηκών και των σκοπών της ζωής θα αμβλύνει τις συγκρούσεις, απλούστατα είναι εσφαλμένη. Η κοινότητα των σκοπών γεννά φιλία μεταξύ δύο πλευρών όταν ο σκοπός πρόκειται να επιτευχθεί εναντίον ενός τρίτου· σπέρνει όμως την έχθρα όταν η επίτευξη του κοινού σκοπού από μέρους της μιας πλευράς είτε κάνει αδύνατη είτε καθιστά άνευ αξίας την επίτευξή του από μέρους της άλλης. Η φιλία λοιπόν δεν προκύπτει από τον κοινόν σκοπό καθ'εαυτόν, αλλά από τη συμφωνία δύο πλευρών για το ποια σειρά θα κατέχει η καθεμιά τους κατά την επιδίωξη του κοινού σκοπού και ποια οφέλη θα αντλήσει από την επίτευξή του. Αν στο κρίσιμο αυτό σημείο δεν επιτευχθεί συμφωνία, τότε η σύγκρουση θα οξυνθεί ακριβώς επειδή ο σκοπός είναι κοινός ­ για τον ίδιο λόγο για τον οποίο ο χασάπης δεν εχθρεύεται τον μανάβη απέναντί του παρά τον χασάπη δίπλα του. Κοινότητα σκοπών σημαίνει αγώνα με τους ίδιους πόρους, τις ίδιες αγορές, τους ίδιους χώρους και τα ίδια έπαθλα. Και αν η κοινότητα των σκοπών επεκταθεί και στους σκοπούς της κατανάλωσης, τότε ο Ινδός και ο Κινέζος θα πρέπει να καταναλώσουν τόση ενέργεια και άλλες τόσες πρώτες ύλες όσες ο Βορειοαμερικανός. Ποιες θα είναι οι συνέπειες για τον πλανήτη;
Η εξίσωση συνθηκών και σκοπών ζωής εξαιτίας της παγκοσμιοποίησης θεωρείται και υπό μιαν άλλη έννοια ως πρόδρομος ειρηνικών εξελίξεων. Λέγεται ότι οι ψυχοπνευματικές συνέπειες θα συμβάλουν στην αποδυνάμωση των εθνικών πολιτισμών και επομένως των συγκρούσεων που οφείλονται σε εθνικές και πολιτισμικές αιτίες. Αν η οικουμενική εξίσωση του τρόπου ζωής των ανθρώπων θα διαμορφώσει αναγκαστικά έναν ενιαίο παγκόσμιο πολιτισμό, δεν χρειάζεται να το εξετάσουμε εδώ. Πάντως ο παγκόσμιος αυτός πολιτισμός θα αποτελούσε εγγύηση για την ειρήνη μονάχα αν στο παρελθόν οι αιματηρές συγκρούσεις είχαν γίνει αποκλειστικά μεταξύ εθνικά και πολιτισμικά διαφορετικών συλλογικών υποκειμένων.
Όμως η ιστορία γνώρισε και πάμπολλους εμφυλίους πολέμους, και αυτοί συχνά ήσαν και οι χειρότεροι. Ωστε το μόνο που μπορεί να εγγυηθεί η οικονομική και πολιτισμική παγκοσμιοποίηση είναι η μετατροπή όλων των πολέμων σε εμφυλίους πολέμους.
Οποιος προσδοκά την παγκόσμια ειρήνη από την εξασθένηση ή τη διάλυση των εθνικών κρατών καθ'εαυτήν λησμονεί ότι οι πόλεμοι είναι φαινόμενο πολύ παλαιότερο από τα εθνικά κράτη. Λησμονεί ότι το εθνικό κράτος διόλου δεν συνιστά το μόνο δυνατό κυρίαρχο πολιτικό υποκείμενο, επομένως η κατάργηση του εθνικού κράτους δεν συνεπάγεται αυτόματα την κατάργηση της έννοιας του κυρίαρχου κράτους και των κυριαρχικών δικαιωμάτων. Και τέλος λησμονεί ότι πολύ χειρότερος από κάθε σύγκρουση μεταξύ οργανωμένων πολιτικών μονάδων μπορεί να είναι ο άμεσος αγώνας ανθρώπου προς άνθρωπο υπό συνθήκες παγκόσμιας ανομίας.

Απο τον 20 στον 21ο αιώνα
Τομές στην πλανητική πολιτική περί το 2000
Εκδ. Θεμέλιο


.~`~.

Ι) Το Χαλιφάτο ως πολιτικό αποτέλεσμα... ενενήντα χρόνια μετά την κατάργησή του (1924 – 2014) και ΙΙ) Ρωσία-Τουρκία: ευρασιατικός άξονας ή συνεργασία με ημερομηνία λήξης;

$
0
0

.~`~.
Ι
Το Χαλιφάτο ως πολιτικό αποτέλεσμα... ενενήντα χρόνια μετά την κατάργησή του
(1924 – 2014)

Το 1925, ένα χρόνο μετά την κατάργηση του Χαλιφάτου στον απόηχο της κοσμικής κεμαλικής επανάστασης, ο Ουλεμάς του ισλαμικού πανεπιστημίου Άζχαρ, Αλή Άμπντ αρ – Ράζεκ, διατύπωσε στο περίφημο έργο του Το Ισλάμ και οι βάσεις της εξουσίας (al Islam wa Usul al Hokm) την τολμηρή για την εποχή της άποψη, ότι το Χαλιφάτο δεν χρειαζόταν να ανασυσταθεί, διότι δεν είχε καμία σχέση με την θρησκευτική αποστολή του Μωάμεθ και πως αποτελούσε καθαρά μία επινόηση των ανθρώπων που τον διαδέχτηκαν. Και πράγματι, ακόμη και αν το Κοράνιο κυκλοφόρησε ως ένα ενιαίο κείμενο περίπου 20 χρόνια μετά τον θάνατο του Μωάμεθ το 632 μ.Χ., γεγονός που θα επέτρεπε μείζονες ιδεολογικές παρεμβάσεις από την εξουσία της Μεδίνας στις αποκαλύψεις που έγιναν στον Άραβα Προφήτη, εντούτοις δεν προκύπτει πουθενά μέσα από τις κορανικές αναφορές ούτε η ανάγκη ύπαρξης ενός θεσμού αρμόδιου για όλα τα ζητήματα που αφορούσαν την «Κοινότητα των Πιστών», εφάμιλλου ενός κράτους, αλλά ούτε και ο τρόπος λειτουργίας, οργάνωσης και διαδοχής στην ηγεσία του.
Το σημερινό «Ισλαμικό Κράτος» αυτοανακηρύχθηκε «Χαλιφάτο» χωρίς την έγκριση κάποιου παναραβικού ή πανισλαμικού διεθνούς φορέα, όπως ο Αραβικός Σύνδεσμος ή ο Οργανισμός Ισλαμικής Συνδιάσκεψης κι εν μέσω κατακεραύνωσης από το θεσμικό θεολογικό κατεστημένο σημαντικών μουσουλμανικών χωρών, όπως η Αίγυπτος και η Σαουδική Αραβία. Όμως σε ποιόν ανήκε δικαιωματικά και ιστορικά το Χαλιφάτο ούτως ή άλλως;


Οι οπαδοί του τέταρτου Χαλίφη, Άλη μπν Άμπι Τάλεμπ (656 – 661 μ.Χ.), που θα χαρακτηρίζονταν αργότερα απ’ τους υπόλοιπους μουσουλμάνους ως σιίτες, θεωρούσαν, ότι το Χαλιφάτο αποτελούσε αντικείμενο σφετερισμού όσο παρέμενε στον οίκο των Ομαγιάδων. Η πολιτική αδυναμία οικειοποίησης του Χαλιφάτου τους οδήγησε να δημιουργήσουν ως αντίβαρο στο θεσμό την παράδοση των «κρυμμένων Ιμάμηδων», υπό την καθοδήγηση των οποίων βρισκόταν ένας καλά οργανωμένος κλήρος, έτοιμος να κυβερνήσει αν χρειαστεί. Έτσι λοιπόν, ο πόθος του Χαλιφάτου εγκαταλείφθηκε στη σιιτική σκέψη έναντι του Ιμαμάτου, πολιτική ενσάρκωση του οποίου θεωρήθηκε η μεγάλη Ιρανική Επανάσταση του ’79, ενώ το Χαλιφάτο αποτέλεσε προοδευτικά το μονοπωλιακό πολιτικό-ιδεολογικό διακύβευμα του σουννιτικού Ισλάμ.
Έκτοτε, οι διαδρομές του Χαλιφάτου θα καθορίζονταν από το βαθμό πολιτικό-θρησκευτικού κατακερματισμού της Ούμμα («Κοινότητας των Πιστών»): όπως η επανάσταση των Αββασιδών είχε ως αποτέλεσμα τη μεταφορά του Χαλιφάτου από την Δαμασκό στη Βαγδάτη (750 μ.Χ.), έτσι και οι εκδιωγμένοι στην Ισπανία Ομαγιάδες συνέχιζαν να θεωρούν, ότι είναι οι μόνοι νόμιμοι Χαλίφες, ενώ την ίδια αξίωση πρόβαλλαν και οι Φατιμίδες από το Κάιρο, οι οποίοι είχαν ισχυροποιηθεί κατά τον 10ο μ.Χ. αιώνα. Η ανάδυση πολλών, ανταγωνιστικών μεταξύ τους Χαλιφάτων ή και Ιμαμάτων οφειλόταν στο γεγονός, ότι το πολιτικό κέντρο βάρους της Ούμμα επιμεριζόταν διαρκώς με αντάλλαγμα την εσωτερική ειρήνη και την απαλλαγή των ισλαμικών μητροπόλεων από τις όποιες αντιπολιτευτικές κινήσεις, που χαρακτηρίζονταν ως «αιρέσεις». Τουλάχιστον μέχρι και την διαμόρφωση των σύγχρονων αποικιακών μορφωμάτων με τα σταθερότερά τους σύνορα, από τα οποία γεννήθηκαν τα αραβικά έθνη – κράτη, η δημιουργία φεουδαλικών κρατών και δυναστειών υπό τη μορφή εμιράτων ή ακόμα και «Χαλιφάτων» στο περιθώριο της εξουσίας των μεγάλων μουσουλμανικών κέντρων ήταν ένα σύνηθες φαινόμενο. Στην εξέλιξη αυτή συνέβαλαν σημαντικά και οι οργανωτικές δομές των σουφικών αδελφοτήτων της υπαίθρου, τα κινήματα θρησκευτικής μεταρρύθμισης και η έκθεση των πληθυσμών σε έξωθεν πιέσεις. Έτσι εμφανίστηκε το Χαλιφάτο του Σοκότο στη Νιγηρία στις αρχές του 19ου αιώνα και το Χαλιφάτο του Μαχντί στο σημερινό Σουδάν στα τέλη του, την ώρα που το «επίσημο» Χαλιφάτο είχε ως έδρα του την Κωνσταντινούπολη και η οθωμανική διπλωματία αγωνιζόταν να συσπειρώσει τους απανταχού μουσουλμάνους ενάντια στις ευρωπαϊκές δυνάμεις υπό τη σκέπη του Χαλίφη – Σουλτάνου.
Δεκαετίες μετά, η δημιουργία του περιβόητου «Ισλαμικού Κράτους» σε ένα μέρος της επικράτειας της Συρίας και του Ιράκ εγγράφεται στην ίδια παράδοση «κρατο-γενέσεων». Δεδομένης της εμμονής, αλλά και της αποτυχίας των μπααθικών καθεστώτων να αποτελέσουν τους μόνους διαχειριστές της νεωτερικότητας από την αποαποικιοποίηση μέχρι σήμερα (η ισχυρότερη απόδειξη περί τούτου είναι η πρωτοφανής αδυναμία των κοινωνικών δομών τους να ανακόψουν την διολίσθηση προς την εμφύλια διαθρησκευτική και διακοινοτική σύγκρουση) κατέστη δυνατή η αναβάθμιση προ-νεωτερικών σχημάτων, (ανάδειξη δημογεροντειών, διορισμός εμίρηδων ως κυβερνητών πόλεων και επαρχιών, σύναψη συμμαχιών με φυλετικούς πληθυσμούς, κ.α.) και η οικειοποίηση και πολιτική αξιοποίησή τους από τις τζιχαντιστικές οργανώσεις, οι οποίες φιλοδοξούν να τα συγκεράσουν με τα σύγχρονα στοιχεία κρατικής οργάνωσης (π.χ. υπηρεσίες πρόνοιας, φορολογία, δημόσια διοίκηση), που κληρονόμησαν από την καταρρέουσα κεντρική εξουσία. Οι εκκλήσεις σε Τζιχάντ ενάντια στους «ειδωλολάτρες» χριστιανούς, σιίτες ή ακόμα και σουννίτες αποτελούν τις γνωστές παραδοσιακές πολιτικές κινητοποίησης του ανθρώπινου δυναμικού αυτών των εμιράτων, αν και πάντα ελλοχεύει ο κίνδυνος το Τζιχάντ να στραφεί ενάντια σε αυτούς που αρχικά το πυροδότησαν, όπως συνέβη με την εξέγερση του φανατικού κινήματος των Ουαχαμπιτών Ikhwan του 1927-29, που προκάλεσε πολλά προβλήματα στη σαουδαραβική μοναρχία εν τη γενέσει της.
Η οικειοποίηση του επίσης προ-νεωτερικού θεσμού του Χαλιφάτου, παρά την ιδεολογικά φορτισμένη σημασία του στη συνείδηση των σουννιτών μουσουλμάνων, δεν πρέπει να θεωρείται σημαντικότερη από την δημιουργία ενός «Ισλαμικού Κράτους» αυτή καθαυτή. Πού λοιπόν έγκειται η σημασία του γεγονότος της επανίδρυσης; Η αποτίμηση του πολιτικού αποτελέσματος δεν είναι δυνατή, παρά μόνο στο σημείο που διασταυρώνονται οι κατευθύνσεις του σύγχρονου ισλαμιστικού κινήματος με τη σύγκρουση στο όνομα της περιφερειακής ηγεμονίας. Ως απάντηση στην αμφισβήτηση του – για 13 αιώνες αρραγούς – πολιτικό-θρησκευτικού χαρακτήρα του Χαλιφάτου, οι πολέμιοι του βιβλίου του Ράζεκ υιοθέτησαν την εξίσου ριζοσπαστική θέση, ότι το Χαλιφάτο έπρεπε να ανασυσταθεί, διότι το Ισλάμ δεν ήταν μία θρησκεία σαν όλες τις άλλες και ότι ανέκαθεν διέθετε πολιτική διάσταση. Εντός εκείνων των ζυμώσεων μπορεί να αναζητηθεί και η πνευματική αφετηρία της ισλαμιστικής σκέψης. Παρά τις αξιώσεις που πρόβαλλαν διάφοροι σουννίτες βασιλείς για μια αναβίωση του θεσμού υπό την εξουσία τους, οι οποίες κι εγκαταλείφθηκαν κατόπιν διακριτικών πιέσεων των Βρετανών συμμάχων τους, το Χαλιφάτο τελικά λησμονήθηκε στον δημόσιο λόγο των κοινωνιών αυτών, ιδίως μετά την εκσυγχρονιστική επέλαση του παναραβισμού στις μπααθικές και τις νασερικές εκδοχές του.
Το Χαλιφάτο επιβίωσε ως το επιστέγασμα ενός αόριστου αιτήματος για αραβική και ισλαμική ενότητα στο πρόγραμμα της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, ωστόσο ενσωματώθηκε στο σύγχρονο ισλαμιστικό αίτημα περί δημιουργίας ενός «Ισλαμικού Κράτους». Αποθεολογικοποιώντας και ιδεολογικοποιώντας το Ισλάμ, οι Ισλαμιστές το ανήγαγαν σε ένα «πλήρες σύστημα», απ’ όπου θα μπορούσαν να αντληθούν οι λύσεις για όλα τα προβλήματα του καιρού τους. Μια πτυχή της αναγωγής αυτής ήταν και το περίφημο «Ισλαμικό Κράτος», το οποίο υποτίθεται πως εμπνεόταν από την χρυσή περίοδο των τεσσάρων πρώτων, Ορθώς Καθοδηγούμενων Χαλιφών, όπως αναγνωρίζονται στη μουσουλμανική παράδοση, ανεξάρτητα αν δεν υπήρξε ποτέ ένα ιδιαίτερο κρατικό μοντέλο, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «ισλαμικό».
Τα νέα δεδομένα, που θα αντιμετώπιζαν οι Ισλαμιστές από την δεκαετία ’70 έως τις μέρες μας, είχαν τον αντίκτυπό τους στους όρους με τους οποίους θα λάμβανε χώρα η ουτοπική αυτή επανίδρυση. Για τους Αδελφούς Μουσουλμάνους, το «Ισλαμικό Κράτος» θα επανιδρυόταν μέσω της συμμετοχής του λαού και των κυβερνώντων σε ένα πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων «ισλαμικού» χαρακτήρα. Αντίθετα, οι Τζιχαντιστές προσπάθησαν να δώσουν στον Ισλαμισμό την επαναστατική προοπτική που στερούνταν, μέσω μιας λογικής ρήξης με τον περιβάλλοντα «αντι-ισλαμικό» χώρο, η οποία περιελάμβανε από τις πράξεις εξατομικευμένης βίας (δολοφονία Ανουάρ Σαντάτ), μέχρι την δημιουργία εξαγνισμένων κοινοτήτων σε προάστια και βουνά (σύγχρονες «Εγίρες») και την εμπλοκή σε εμφύλιους πολέμους μουσουλμανικών χωρών (Αλγερία, Βοσνία, Τσετσενία, Υεμένη και πιο πρόσφατα Συρία και Ιράκ).
Η πρόσφατη επανίδρυση του Χαλιφάτου από το «Ισλαμικό Κράτος» αποτελεί λοιπόν μία ακόμη όψη της ρήξης αυτής. Γνήσιο τέκνο των φυγόκεντρων δυνάμεων που απελευθέρωσε η αποτυχημένη «μεταφορά» της «Αραβικής Άνοιξης» στις πολυθρησκευτικές και πολυεθνικές κοινωνίες της Συρίας και του Ιράκ, το Χαλιφάτο φαίνεται να έχει καταφέρει στην παρούσα φάση τα εξής: συνεχίζοντας μία παράδοση που δημιουργήθηκε με τον πόλεμο κατά του καθεστώτος Άσαντ, μετατράπηκε σε προορισμό ενός είδους «τζιχαντιστικού τουρισμού», ιδίως για τους νεαρούς μουσουλμάνους της Δύσης, ικανοποιώντας τον φαντασίωση περί μίας νέας Εγίρας σε μία ασφαλή, «ισλαμική γη». Βέβαια, το Χαλιφάτο εφόσον επιβιώσει, θα κληθεί να διαχειριστεί το δύσκολο ζήτημα της αρμονικής συνύπαρξης αυτών των ξένων ζηλωτών (Αράβων και μη) με τις φυλές και τις θεοσεβούμενες σουννιτικές οικογένειες των πόλεων.


Παράλληλα, μετά την ταπεινωτική ήττα των Αδελφών Μουσουλμάνων στην Αίγυπτο ένα χρόνο πριν, το τζιχαντιστικό κίνημα μπορεί να παρουσιάσει στις νέες γενιές Ισλαμιστών τον δικό του δρόμο ως τον μόνο επιτυχημένο για την επανίδρυση του «Ισλαμικού Κράτους», θέτοντας τις βάσεις για μια περαιτέρω ριζοσπαστικοποίηση του παγκόσμιου ισλαμιστικού ακροατηρίου, εκτός κι αν η Δύση μαζί με τους μουσουλμάνους συμμάχους της ενεργοποιήσει εκ νέου τα δίκτυα του μετριοπαθούς Ισλαμισμού για να ανασχεθεί η πορεία αυτή σε ιδεολογικό επίπεδο. Επιπλέον, οι πιέσεις των Τζιχαντιστών σε συνδυασμό με τη συμβολική δύναμη, που απορρέει απ’ την οικειοποίηση του Χαλιφάτου, συνηγορούν υπέρ της ανάδυσης ενός τρίτου πόλου εντός του σουννιτικού Ισλάμ μεταξύ του άξονα Αδελφών Μουσουλμάνων – Τουρκίας – Κατάρ και του σαουδαραβικού – σαλαφιστικού πόλου.
Αν και οι προβλέψεις είναι πάντα παρακινδυνευμένες, ειδικά σε ένα τόσο ρευστό γεωπολιτικό πλαίσιο, εντούτοις δεν αποκλείεται να βλέπαμε ακόμη και μία ήπιας μορφής συνεργασία μεταξύ Ιράν και Σαουδικής Αραβίας, εφόσον το Χαλιφάτο παρουσιάσει τάσεις περαιτέρω εξαγωγής της «επανάστασής» του. Ακριβώς όπως συνεργάστηκαν κατά την δεκαετία ’80 οι Σαλαφιστές με τους Τζιχαντιστές ενάντια στην εξαγωγή της Ιρανικής Επανάστασης. Ίσως εν τέλει, οι ακρότητες του «Ισλαμικού Κράτους» με τον αντίκτυπό τους στη μουσουλμανική κοινή γνώμη να είναι το απαραίτητο τίμημα που πρέπει να καταβληθεί για να καταστεί δυνατή μια ουσιαστικότερη προσέγγιση σουννιτών – σιιτών. Μία νίκη επί του Χαλιφάτου θα είναι ενδεχομένως και μία νίκη για τη προσέγγιση αυτή.

Πάνος Κουργιώτης


---------------------------------------------------------------
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική
---------------------------------------------------------------


.~`~.
ΙΙ
Ρωσία-Τουρκία:
ευρασιατικός άξονας ή συνεργασία με ημερομηνία λήξης;

Στην νέα ψυχροπολεμική αντιπαράθεση της Δύσης με τη Ρωσία, εξ αφορμής την ουκρανική κρίση, η Άγκυρα φαίνεται ότι έχει αποφασίσει να ακολουθήσει τη δική της πορεία. Αν και οι σχέσεις της Τουρκίας με την Ουκρανία ήταν στενότατες σε όλα τα επίπεδα, και σαφώς σε κεκαλυμμένη αντι-ρωσική κατεύθυνση, εντούτοις, οι αντιδράσεις της στη πολιτική του Πούτιν απέναντι στο Κίεβο, είναι τουλάχιστον υποτονικές. Η διαπίστωση αυτή αποκτά μεγαλύτερη σημασία όσον αφορά στην προσάρτηση της Κριμαίαςαπό τη Ρωσική Ομοσπονδία. Ως γνωστόν, στη, στρατηγικής σημασίας, χερσόνησο η Τουρκία στήριξε πολιτικά και οικονομικά την μειονότητα των Τατάρων (300 χιλ., 12 % του πληθυσμού), που επανήλθε μετά από τον σταλινικό εκτοπισμό του 1944. Να έχουμε υπ’ όψιν μας ότι στη Τουρκία οι καταγόμενοι από τους Τατάρους της Κριμαίας, σύμφωνα με τουρκικές εκτιμήσεις, ανέρχονται στα 5 εκατομμύρια! Ωστόσο, η Άγκυρα κράτησε χαμηλούς τόνους για το ζήτημα όλο το προηγούμενο διάστημα. Ακόμη και όταν απαγορεύτηκε, τον περασμένο Μάιο, η είσοδος στην Κριμαία του ηγέτη των Τατάρων Μουσταφά Ντζεμίλεφ, οι διαμαρτυρίες της Άγκυρας ήταν απρόσμενα χλιαρές. Κι όχι μόνον αυτό αλλά οι «Turkish Airlines» επανέλαβαν τον Ιούνιο τις πτήσεις προς την Συμφερούπολη ενώ, παράλληλα, προωθούνται μεγάλα τουρκικά επιχειρηματικά σχέδια στην Κριμαία, που αγνοούν επιδεικτικά την Ουάσιγκτον και το δυτικό «αντι-ρωσικό» στρατόπεδο.

Έκρηξη οικονομικών συναλλαγών
Ο πανίσχυρος, Πρόεδρος πλέον, Ταγίπ Ερντογάν είναι φανερό ότι κινείται με δική του ατζέντα, στο πλαίσιο πάντα του στόχου της ανάδειξης, μέχρι το 2023, της Τουρκίας σε κραταιά περιφερειακή υπερδύναμη. Γνωρίζει ότι για να τα καταφέρει χρειάζεται τη συνέχιση της αλματώδους οικονομικής ανάπτυξης της χώρας του. Εν ανάγκη, παραμερίζοντας, προσωρινά, κάποιες γεωπολιτικές φιλοδοξίες του νεοθωμανικού οράματός του. Και οι οικονομικές σχέσεις της Άγκυρας με τη Μόσχα είναι πραγματικά πολύ επικερδείς, καθώς οι ρωσο-τουρκικές εμπορικές συναλλαγές πλησιάζουν τα 40 δις δολάρια και ετησίως επισκέπτονται την Τουρκία 4 εκατομμύρια Ρώσοι, που αφήνουν τουλάχιστον 4 δις δολ. Ταυτόχρονα, οι ρωσικές επενδύσεις στη Τουρκία για το 2013 άγγιξαν τα 850 εκ. δολ., ενώ τουρκικές κατασκευαστικές εταιρείες συμμετείχαν στα φαραωνικά έργα για την Χειμερινή Ολυμπιάδα του Σότσι.
Έπειτα από το ρωσικό εμπάργκο στα δυτικά αγροτικά προϊόντα, εμφανίζονται ακόμη πιο ευοίωνες προοπτικές για τη τουρκική οικονομία. Το 2013, η Τουρκία εξήγαγε φρέσκα φρούτα και λαχανικά στη Ρωσία αξίας 876 εκ. δολ. Εφέτος αναμενόταν, πριν το εμπάργκο, να ξεπεράσει κατά πολύ το 1 δις, ενώ προβλεπόταν μεγάλη άνοδος στις εξαγωγές στα ψάρια και στα πουλερικά. Η Άγκυρα, τώρα, προσβλέπει να καλύψει σε ικανό ποσοστό το κενό που θα δημιουργήσει στην ρωσική αγορά η έλλειψη τροφίμων και γεωργικών προϊόντων από τις χώρες της Ε.Ε. (μεταξύ αυτών και των ελληνικών) αξίας 15,8 δις δολ. για το 2013.
Τη μερίδα του λέοντος, όμως, στις οικονομικές συναλλαγές Ρωσίας-Τουρκίας την καταλαμβάνουν, δίχως άλλο, οι εισαγωγές στη δεύτερη φυσικού αερίου. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Διεθνούς Πρακτορείου Ενέργειας, το 2013 η Τουρκία αγόρασε από τη Ρωσία περίπου το 60% του συνολικού εισαγόμενου φυσικού αερίου. Έτσι, η ενεργειακή εξάρτηση από τη Μόσχα καθιστά, σχεδόν, απαγορευτική για την Τουρκία οποιαδήποτε σκέψη για ευθεία αντιπαράθεση με τη Ρωσία. Η Gazprom, μάλιστα, δια του αντιπροέδρου της Αλέξανδρου Μεντβιέντεφ, έχει προτείνει στους Τούρκους την αύξηση της ροής φυσικού αερίου της ρωσικής εταιρείας, που σήμερα φθάνει τα 26,61 δις κ.μ., και υπολείπεται σε όγκο μόνον της Γερμανίας (40,18 δις κ.μ.).
Πέρα από τους προφανείς οικονομικούς λόγους, και για τη ρωσική πλευρά η συνεργασία με τη Τουρκία είναι κεφαλαιώδους σημασίας. Η Τουρκία συνιστά αναπόσπαστο γεωπολιτικό-γεωπολιτισμικό τμήμα αυτού που οι Ρώσοι ορίζουν ως Ευρασία. Ο ευρασιανισμός, ιδεολογία που προτάθηκε από τους εμιγκρέδες «Λευκούς» την επαύριο της ήττας τους από τους μπολσεβίκους, αναγεννήθηκε μετά τη πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, μέσα από το έργο διανοουμένων όπως ο Λεβ Γκουμιλιώφ, και έχει καταστεί σήμερα το ημιεπίσημο δόγμα της πολιτικής Πούτιν. Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, η Ρωσία ελέγχει τον ευρασιατικό χώρο, απέναντι στη Δύση, ενώ το ρωσικό «υπερ-έθνος» περιλαμβάνει όχι μόνον τους ανατολικούς Σλάβους αλλά και τους τουρκικής, φινο-ουγγρικής και μογγολικής καταγωγής κατοίκους της ευρασιατικής περιφέρειας.
Όχι συμπτωματικά, λοιπόν, η εκλογή Ερντογάν στην προεδρία της Τουρκίας προκάλεσε ικανοποίηση στα ρωσικά ΜΜΕ. Η «Πράβντα» είχε τίτλο σε σχετική της ανάλυση: «η Τουρκία εξέλεξε πρόεδρο ικανό να δημιουργήσει άξονα Ρωσίας-Τουρκίας-Ευρασίας αντιπαρατιθέμενο στην Ευρωπαϊκή Ένωση». Αξίζει να θυμηθούμε, πάντως, ότι και στο παρελθόν, το 1921, παρά την μόνιμη αντιπαλότητα Ρώσων-Οθωμανών/Τούρκων και τους ατέλειωτους μεταξύ τους πολέμους, υπήρξε μια πρόσκαιρη, αλλά καθοριστική, συμμαχία με αντι-δυτικό πάλι χαρακτήρα. Η εκπορευόμενη τότε από γεωπολιτικές ανάγκες κολοσσιαία στήριξη των μπολσεβίκων προς τον Κεμάλ έκρινε σε πολύ μεγάλο βαθμό και τη τύχη της, τραγικής για τους Έλληνες, Μικρασιατικής εκστρατείας. Κι αυτό το μάθημα οφείλουμε να μη το λησμονούμε.
Το αξιοσημείωτο είναι ότι οι ιδέες του ευρασιανισμού βρίσκουν ανταπόκριση και στην ίδια την Τουρκία. Καθώς ο Ερντογάν και ο Πούτιν παρουσιάζονται αμφότεροι ως μεγάλοι ηγέτες, που χαράζουν ανεξάρτητη πολιτική για τις χώρες τους, κοινή είναι η αίσθηση ότι η Δύση εκλαμβάνει ομοίως Τούρκους και Ρώσους ως ξένους προς τον δυτικό πολιτισμό.
Ο σύμβουλος του Ερντογάν για θέματα οικονομίας Y. Bulut υποστηρίζει ότι ήδη υφίσταται «νέα παγκόσμια τάξη» και ο κόσμος πλέον θα εξαρτάται από τις ΗΠΑ, τον άξονα Τουρκίας-Ρωσίας-Ευρασίας στη «Μέση Ανατολή» και Κίνας-Ινδίας-Ιράν στην Ασία. Έτσι, η ρωσική ιδέα για συμμετοχή της Τουρκίας στη Τελωνειακή Ένωση Ρωσίας-Λευκορωσίας-Καζαχστάν δεν αφήνει αδιάφορo το τουρκικό πολιτικό ακροατήριο.

Νέο-οθωμανισμός vs Ευρασιανισμό
Οδεύουμε, λοιπόν, ολοταχώς σε μια ρωσο-τουρκική ευρασιατική ηγεμονία ή μήπως η πραγματικότητα είναι διαφορετική; Μη λησμονούμε, άλλωστε, ότι και η συμμαχία Λένιν-Κεμάλ το 1921 δεν κράτησε για πολύ, όχι μόνον επειδή πέθανε ο Λένιν λίγο μετά αλλά διότι, και τότε όπως και τώρα, υφίστανται γεωπολιτισμικοί παράγοντες που δεν επιτρέπουν την πραγματική ώσμωση.
Κατ’ αρχάς, η Τουρκία του Ερντογάν, παρά την εντυπωσιακή αύξηση της ισχύος της, έχει υποστεί το τελευταίο διάστημα μια σειρά από δραματικές ήττες στην εξωτερική της πολιτική. Στο Κάιρο, στο Τελ Αβίβ, στη χαοτική Τρίπολη της Λιβύης, στη κατεστραμμένη Δαμασκό και στην απειλούμενη Βαγδάτη η Τουρκία συνιστά εχθρική δύναμη. Μάλιστα, στη Συρία, όπου ο Άσαντ άντεξε, αλλά και στην Αίγυπτο του στρατηγού Σίσι, από τους διεθνείς παίκτες ο μεγαλύτερος νικητής ήταν ο Πούτιν. Κι αν προστεθεί ο πόλεμος της Γεωργίας το 2008, όπου οι Τούρκοι είχαν βάλει για τα καλά το «χέρι» τους στην αντιρωσική πολιτική του Σακασβίλι, οι ήττες της Άγκυρας από τη Ρωσία είναι τουλάχιστον τρεις. Όχι άδικα, λοιπόν, η «Ζαμάν» έγραψε ότι «όποιος καεί στο χυλό φυσάει και το γιαούρτι», δίνοντας τη δική της εξήγηση στη χαλαρή αντίδραση της Άγκυρας για τους Τατάρους της Κριμαίας ή στα δεινά του Ποροσένκο.
Εν πάση περιπτώσει, οι ρωσο-τουρκικές σχέσεις επηρεάζονται από δύο καθοριστικούς παράγοντες, οι οποίοι αργά ή γρήγορα θα απειλήσουν τη «λιακάδα» των οικονομικών τους σχέσεων.
Ο ένας είναι το δόγμα του νεο-οθωμανισμού. Η φιλοδοξία του Ερντογάν για ηγεμονία επί των σουνιτών μουσουλμάνων, και η στήριξη ακραίων ισλαμιστών, όπως γίνεται έως σήμερα κάτω από το μανδύα του μετριοπαθούς Ισλάμ στο εσωτερικό της χώρας, βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με τον ευρασιανισμό της Μόσχας. Οι μουσουλμανικοί λαοί του Καυκάσου, του Βόλγα, της Κριμαίας, της Σιβηρίας αλλά και της Κεντρικής Ασίας, που η σύμπραξή τους προϋποθέτει μια συμπαγή ευρασιατική Ρωσία, είναι οξύμωρο να «μολύνονται» από τις θρησκευτικές εμμονές που προωθούν έντεχνα ή άτεχνα οι Ερντογάν-Νταβούτογλου. Επιπλέον, σε συγκρούσεις, όπως αυτή του Ναγκόρνο Καραμπάχ, που πρόσφατα αναζωπυρώθηκε, η Άγκυρα αδυνατεί να διατηρήσει μέση απόσταση μεταξύ του Αζερμπαϊτζάν και της Αρμενίας. Αυτό, όμως, μπορεί να το πετύχει η Μόσχα –ίσως μάλιστα η στενότερη σχέση με το Αζερμπαϊτζάν να βρίσκεται στον άμεσο σχεδιασμό του Πούτιν.
Ο δεύτερος παράγων είναι τα ζωτικά συμφέροντα των ΗΠΑ αλλά και του Ισραήλ. Η κομβική θέση της Τουρκίας στην στρατηγική ανάσχεση της Ρωσίας, όπως και στον έλεγχο της κατάστασης στη «ζούγκλα» της Μέσης Ανατολής, αφήνουν ελάχιστα περιθώρια για ευόδωση των «πλανητικών» φιλοδοξιών του Ερντογάν. Άλλωστε, στο εσωτερικό της Τουρκίας, αν και «λαβωμένοι», οι κοσμικοί Κεμαλικοί δεν έχουν πει τη τελευταία τους λέξη, όπως επίσης και οι Κούρδοι που περιμένουν, ανυπόμονα, την ώρα τους!


---------------------------------------------------------------
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική
---------------------------------------------------------------

.~`~.

I) Είναι οι Δημοκρατίες Αναγκαία Ειρηνόφιλες; II) Το Εμπόριο και ο Πόλεμος και III) Παγκοσμιοποίηση: Πολιτική, Οικονομία και Κατανομή. Ο Παναγιώτης Κονδύλης για τρία κυρίαρχα μυθεύματα.

$
0
0

.~`~.
I
Είναι οι Δημοκρατίες Αναγκαία Ειρηνόφιλες;

Δυτικοί πολιτικοί (π.χ. η M. Thatcher και ο B. Clinton) διαδήλωσαν συχνά στα τελευταία χρόνια την πεποίθηση τους ότι οι δημοκρατίες δεν διεξάγουν πόλεμο η μια εναντίον της άλλης. Κατά βάση επανέλαβαν απλώς τον παλαιό κοινό τόπο του φιλελευθερισμού ότι το εμπόριο θα διαδεχθεί τον πόλεμο κι ότι αφού οι δημοκρατίες δίνουν το απόλυτο προβάδισμα στην ευημερία του λαού κι επομένως στην οικονομία, είναι από τή φύση τους ειρηνικές• αν γίνονται ακόμα πόλεμοι, αυτοί θα έπρεπε να αποδοθούν στην έπίδραση αντιφιλελεύθερων ή προφιλελεύθερων δυνάμεων ή άταβισμών. Οι φιλόσοφοι, οι οποίοι συχνά νομίζουν ότι μεταρσιώνουν τις κοινοτοπίες όταν τις εμφανίζουν ως κλασσικές ρήσεις, έσπευσαν κι αυτοί να παραθέσουν τον Kant. Ο Kant επαίνεσε βέβαια, το ίδιο, όπως και πολλοί άλλοι πρωτύτερα, την ευεργετική επιρροή του «εμπορικού πνεύματος», όμως πουθενά δεν έγραφε ότι οι δημοκρατίες δεν διεξάγουν πολέμους εν γένει ή μεταξύ τους. Απλώς πιθανολόγησε ότι σε σύγκριση με την ευκολία, με την οποία κήρυσσαν οι τοτινοί μονάρχες τους πολέμούς τους, οι δημοκρατίες «θα το σκεφθούν πολύ ν'αρχίσουν τέτοια άσχημα παιγνίδια». Και τούτο πάλι θα το κάμουν μονάχα άν οι δημοκρατίες είναι «ευσύντακτες πολιτείες», αν δηλαδή σέβονται τον χωρισμό τών εξουσιών• ώς γνωστόν, στην ορολογία του Κάντ ο όρος «δημοκρατία» σημαίνει καθ'αυτόν πολεμοχαρή οχλοκρατία και «δεσποτεία», όπως κατά τη γνώμη του αποδεικνύουν τα παραδείγματα της αρχαιότητας.
Και πράγματι: οι αρχαίες δημοκρατίες ποτέ δεν καυχήθηκαν για την ειρηνοφιλία τους προκειμένου να την παρουσιάσουν ώς το διακριτικό τους γνώρισμα απέναντι στις ολιγαρχίες και στις τυραννίες. Μάλιστα ο Θουκυδίδηςπίστευε ότι οι χειρότερες βιαιότητες του Πελοποννησιακού Πολέμου οφείλονταν στα ακαταλόγιστα πάθη της δημοκρατικής μάζας των Αθηνών. Η λατρεία της αρχαιότητας στην εποχή της γαλλικής Επανάστασης δεν αναφερόταν επίσης στις ειρηνόφιλες, παρά μάλλον στις πατριωτικές και αξιόμαχες δημοκρατίες, που τιμούσαν τις πολεμικές αρετές και δέν ορρωδούσαν μπροστά σε «δίκαιους» επιθέτικούς πολέμους. Ώστε η προγραμματική σύνδεση δημοκρατίας και ειρηνοφιλίας είναι σχετικά καινούργια και ειδικά φιλελεύθερη-οικονομιστική αντίληψη.
Από την άποψη αυτή έχουν δίκιο οι σύγχρονοι μελετητές όταν, στήν προσπάθειά τους να φωτίσουν το πρόβλημα με στατιστικές μεθόδους, συγκεντρώνουν την προσοχή τους στους τελευταίους δύο-τρείς αίώνες. Μερικοί απ'αυτούς τεκμαίρουν τον ειρηνόφιλο χαρακτήρα των δημοκρατιών από τη διαπίστωση ότι συνολικά κήρυξαν ή έκαναν πόλεμο πολύ λιγότερες δημοκρατίες παρά διαφορετικά καθεστώτα. Άλλοι όμως σχετικοποιούν την αξία τούτης της διαπίστωσης υπογραμμίζοντας ότι η έννοια του δημοκρατικού καθεστώτος είναι ασαφής και ότι σ'έναν κόσμο, όπου oι δημοκρατίες αποτελούσαν τη μειοψηφία οι περισσότεροι πόλεμοι αναγκαστικά διεξάγονταν από μη δημοκρατικά καθεστώτα• άρα, λένε, το πρόβλημα μπορεί να λυθεί οριστικά μονάχα μέσα σ'έναν κόσμο εξ ολοκλήρου δημοκρατικό.
Ώστόσο μάταια θα περιμένει κανείς τόσο πολύ. Θά ήταν λοιπόν προτιμότερο ν'αναζητήσουμε πειθαναγκαστικές ενδείξεις στην ίσαμε τώρα πολεμική πρακτική κρατών, τα όποία κατά την κρατούσα αντίληψη ήσαν ή είναι δημοκρατικά (ήτοι εφάρμοζαν ή εφαρμόζουν τον κοινοβουλευτισμό, τον χωρισμό τών εξουσιών, την ελεύθερη δημοσιότητα κ.τ.λ.). Μιά ένδειξη του ειρηνόφιλου χαρακτήρα των δημοκρατιών θα ήταν λ.χ. η διαπίστωση ότι οι δημοκρατίες έτσι κι αλλιώς δεν στάθηκαν ποτέ ικανές να διεξαγάγουν πόλεμο με την ίδια συγκέντρωση δυνάμεων και την ίδιαν εμμονή όπως οι δικτατορίες άρα ήδη η δομική τους ακαταλληλότητα πρός διεξαγωγή πολέμου θα έπρεπε να τις προδιαθέσει ειρηνόφιλα, αφού κάθε πολεμική δραστηριότητα θα συνεπαγόταν γι'αυτές μια δυσάρεστη εσωτερική μεταβολή. Όμως κάτι τέτοιο δεν μαρτυρείται ιστορικά. Η Μεγάλη Βρεταννία π.χ. πέρασε από δύο παγκοσμίους πολέμους χωρίς ν'αλλάξει στο παραμικρό το πολίτευμα της, και μάλιστα στον δεύτερο, όταν ακριβώς κορυφωνόταν κι από τις δύο πλευρές η πολεμική προσπάθεια, κατάφερε να πετύχει με την οικονομία της υψηλότερο βαθμό πολεμικής κινητοποίησης από την ναζιστική Γερμανία• κάτι ανάλογο μπορεί να λεχθεί γιά τις Ηνωμένες Πολιτείες. Το 1914 απέδειξε επί πλέον ότι οι δημοκρατίες μπορούν να παρασυρθούν από τον πολεμικό ενθουσιασμό όχι λιγότερο από τις αυταρχίες (αν δεχθούμε ότι η Γερμανία της εποχής δεν αποτελούσε συνταγματικό κράτος με τη δυτική έννοια). Αντίστροφα, κανείς δεν μπορεί να αποδώσει την πολεμική απροθυμία των Γάλλων το 1940 στο δημοκρατικό πολίτευμα καθ'εαυτό, όπως έκαμε τότε η ναζιστική προπαγάνδα. Συμπέρασμα: οι δημοκρατίες, ώς δημοκρατίες, είναι σε θέση να διεξαγάγουν πόλεμο με καθολική επιστράτευση των δυνάμεων τους.
Μιά δεύτερη ένδειξη γιά τον ειρηνόφιλο χαρακτήρα των δημοκρατιών, επειδήείναι δημοκρατίες, θά ήταν η διαπίστωση ότι στούς πολέμους τους συμμαχούσαν πάντοτε με άλλες δημοκρατίες, επειδήαυτές ήσαν δημοκρατίες, και πολεμούσαν πάντοτε εναντίον δεσποτειών, επειδήαυτές ήσαν δεσποτείες. Αλλά μιά τέτοια ερμηνεία είναι δυνατή μόνον αν πάρει κανείς στην ονομαστική της αξία την προπαγανδιστική ρητορική περί των αντικειμενικών σκοπών του εκάστοτε πολέμου. Μπορεί κανείς να ισχυρισθεί στα σοβαρά ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες επιτέθηκαν εναντίον του Μεξικού (με την προσάρτηση τού Τέξας) και κατόπιν εναντίον της Ισπανίας μόνο καί μόνο επειδή οι χώρες αυτές ήσαν «δεσποτικές»; Συμμάχησαν η Αγγλία και η Γαλλία το 1914 με τη Ρωσσία επειδή αυτή ήταν τότε δημοκρατικότερη από τη Γερμανία -ή μήπως είχαν περισσότερο δίκιο οι Γερμανοί σοσιαλδημοκράτες, οι οποίοι εκλογίκευσαν τη συμμετοχή τους στον πόλεμο επικαλούμενοι τον αγώνα κατά της ρωσσικής «δεσποτείας»; Η ανανέωση της συμμαχίας των Δυτικών Δημοκρατιών με τη Ρωσσία στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο οφειλόταν άραγε στο γεγονός ότι έν έτει 1941 τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως του Στάλιν ήσαν άνθρωπινότερα από εκείνα του Χίτλερ; Και ποιά μορφή θα έπαιρναν οι συμμαχίες, άν ο Στάλιν είχε π.χ. επικρατήσει στην Ισπανία και αν στή Δύση είχαν επικρατήσει οι κύκλοι που συνιστούσαν μιάν αντικομμουνιστική συμμαχία με τον Χίτλερ; Συμπέρασμα: τα γεωστρατηγικά και οικονομικά κριτήρια παραμένουν αποφασιστικά και όταν οι δημοκρατίες διεξάγουν πόλεμο.
Άν ευσταθεί το διπλό μας συμπέρασμα, τότε ο πόλεμος δέν αποκλείεται έκ των προτέρων σ'έναν κόσμο αποτελούμενο από κυρίαρχες δημοκρατίες, αν κάποια ανάμεσα τους άσκεί πολιτική που μιά άλλη θα την αίσθανόταν ώς υπαρξιακή άπειλή• ώς πρός το γεγονός μιάς τέτοιας απειλής (όπως και γιά την έννοια του ζωτικού συμφέροντος) θα μπορούσε άλλωστε θαυμάσια να υπάρξει δημοκρατικότατη συναίνεση. Τέτοιασυναίνεση υφισταται π.χ. μέσα στις σύμμαχες (εντός τού ΝΑΤΟ) και συνάμα εχθρικές δημοκρατίες Ελλάδα καί Τουρκία. Η αλιευτική διένεξη μεταξύ των επίσης συμμάχων δημοκρατιών Ισπανίας και Καναδά, όπου οι δύο πλευρές θυμήθηκαν πάραυτα τη χρησιμότητα των πολεμικών πλοίων, περιέχει σαφή διδάγματα γιά το μέλλον, εφόσον αυτό θα είχε να αντιμετωπίσει στενότητα πόρων. Η άποψη, πως κατ'εξαίρεση οι δημοκρατίες δεν θα περιέλθουν ποτέ σε τέτοιες καταστάσεις, είναι απλούστατα παράλογη, πρό παντός αν αναλογισθούμε τη συνάφεια ανάμεσα σε σύγχρονη δημοκρατία και υψηλή κατανάλωση. Και η άποψη, ότι σε τέτοια περίπτωση οι δημοκρατίες θα αντιδράσουν στο εξωτερικό όπως και όταν ρυθμίζουν συναινετικά τις εσωτερικές υποθέσεις τους, προϋποθέτει το λεγόμενο «πρωτείο της εσωτερικής πολιτικής». Όμως αυτό δέν υφίσταται, όπως δεν υφίσταται και κάποιο πρωτείο της εξωτερικής πολιτικής. Υφίστανται μόνον καταστάσεις, στις οποίες θεωρούνται ως αποφασιστικοί τούτοι ή εκείνοι οι παράγοντες ανάλογα με την εκάστοτε δεσμευτική τους ερμηνεία.
Αν τέλος κάποιος άντιπαρατηρούσε ότι οι σύγχρονες δημοκρατίες θα τείνουν από μόνες τους πρός την παγκόσμια δημοκρατία, ήτοι πρός την έξάλειψη των ορίων μεταξύ εσωτερικού και εξωτερικού πολιτικού χώρου και τη διεθνοποίηση των εσωπολιτικών κανόνων - τότε θα μπορούσαμε να θυμηθούμε και πάλι το κείμενο του Kant για την αιώνια ειρήνη. Εννοώ βέβαια εδώ μιά περικοπή που για ευνόητους λόγους ελάχιστα αναφέρεται σήμερα. Όπως πίστεύε ο φιλόσοφος, ακριβώς η «ανάμιξη» και η «συγχώνευση» των λαών θέτει σε κίνδυνο την είρήνη. Αλλά ακόμα και αν οι δημοκρατικοί λαοί παραμείνουν χώρια, σαν καλοί γείτονες, όπως προτιμούσε ο Kant, και πάλι τα πολεμοχαρή επιχειρήματα δέν θα τους λείψουν, αν τυχόν τα χρειαστούν. Κανείς δεν θα αρνείται την αρχή ότι «οι δημοκρατίες δεν πολεμούν μεταξύ τους» - μόνο που θα προσθέτει ότι ο αντίπαλος δεν είναι «γνήσιος δημοκράτης».


.~`~.
II
Το Εμπόριο και ο Πόλεμος

Δύο μόνο χρόνια πριν από την έναρξη του Α'Παγκοσμίου Πολέμου ένα βιβλίο, που μόλις είχε δημοσιευθεί, τράβηξε την προσοχή του ευρύτερου αναγνωστικού κοινού, έγινε θέμα συζητήσεων της ευρωπαϊκής και της αμερικανικής πολιτικής και οικονομικής ελίτ και μεταφράστηκε αμέσως σε πολλές γλώσσες. Συγγραφέας του ήταν ο βρετανός δημοσιολόγος Norman Angell και τίτλος του The Great Illusion, η μεγάλη ψευδαίσθηση. Θύματα της μεγάλης αυτής ψευδαίσθησης ήσαν, κατά τον Angell, όσοι από πολέμους και κατακτήσεις προσδοκούσαν την αύξηση της ισχύος και της ευημερίας του έθνους τους. Η σημερινή έκταση των διαπλοκών της παγκόσμιας οικονομίας, έλεγε, οι πυκνές και γρήγορες επικοινωνίες, και προπαντός ο διεθνής χαρακτήρας του χρηματοοικονομικού και του πιστωτικού συστήματος είχαν πλέον καταστήσει απαρχαιωμένη την παραδοσιακή πολιτική της ισχύος και μετατρέψει τα μικρά και οικονομικώς εύρωστα έθνη σε ισότιμους συναγωνιστές των μεγάλων.
Μολονότι ο Angell αμφισβητούσε ριζικά τη σημασία της στρατιωτικής ισχύος για την ανάπτυξη της εμπορικής δραστηριότητας και μολονότι κατηγορούσε με την ίδια δριμύτητα τόσο τους βρετανούς όσο και τους γερμανούς υποστηρικτές τέτοιων απόψεων, ωστόσο αποδεχόταν τη χρήση μη οικονομικών μέσων πίεσης με σκοπό την «αποκατάσταση και τήρηση της τάξης» και την προστασία του ελεύθερου εμπορίου. Οπου ήδη υφίσταται η δημόσια τάξη, έγραφε, όπως στις πολιτισμένες χώρες της Ευρώπης, εκεί οι κατακτήσεις περιττεύουν. Από την άλλη μεριά η Γερμανία, λ.χ., θα είχε το δικαίωμα να ακολουθήσει το βρετανικό παράδειγμα στις Ινδίες και να επιβάλει την τάξη στην οθωμανική επικράτεια. Ο Angell δεν εξέταζε τι θα γινόταν σε περίπτωση όπου μια πλευρά θα επεφύλασσε στον εαυτό της τον ρόλο του φύλακα της τάξης σε όλες τις νευραλγικές περιοχές.
Αλλωστε αυτό δεν αποτελούσε ούτε το μόνο κενό ούτε το μόνο σφάλμα της επιχειρηματολογίας του. Από οικονομική άποψη είχε βέβαια δίκιο όταν διαπίστωνε ότι η αποικιακή επέκταση, όπως ασκήθηκε από τον 16ο ως τον 19ο αι., είχε γίνει ασύμφορη λόγω των στρατιωτικών δαπανών και θα έπρεπε να αντικατασταθεί με τον λιγότερο ή περισσότερο άμεσο οικονομικό έλεγχο. Η διαπίστωση όμως τούτη δεν αρκούσε από μόνη της για να αποδείξει τη γενική θέση ότι, σε κοσμοϊστορικό επίπεδο, οι σχέσεις μεταξύ οικονομικής και πολιτικοστρατιωτικής ισχύος είχαν οριστικά αντιστραφεί. Ο Angell παραδεχόταν έμμεσα αυτό το λογικό άλμα όταν δήλωνε ότι δεν επιθυμούσε να ισχυρισθεί την απιθανότητα μεγάλων μελλοντικών πολέμων, αλλά απλώς να αποδείξει ότι ο πόλεμος έγινε άπαξ διά παντός οικονομικά άχρηστος, και μάλιστα επιζήμιος. Αλλά και εδώ η συλλογιστική του δεν ήταν συνεπής. Γιατί σε πολλές περικοπές του βιβλίου του εξέφραζε την πεποίθηση ότι η πρόοδος των παγκόσμιων οικονομικών διαπλοκών θα καθιστούσε αδύνατο τον πόλεμο και θα υποκαθιστούσε τη φυσική βία με τη συνεργασία. Η πρόγνωση αυτή προφανώς αποτελούσε, από λογική και ιστορική άποψη, κάτι διαφορετικό από τη διάγνωση της οικονομικής αχρηστίας των πολέμων. Για να συμπέσει η πρόγνωση με τη διάγνωση θα έπρεπε να αποδειχθεί επιπλέον ότι όλοι οι άνθρωποι σε όλες τις περιπτώσεις δίνουν το προβάδισμα στο οικονομικό όφελος και ταυτόχρονα πιστεύουν ότι η δική τους νίκη σε έναν πόλεμο θα βλάψει και μακροπρόθεσμα τα οικονομικά συμφέροντά τους. Ο πόλεμος, που ξέσπασε όσο ακόμη διαρκούσε η εκδοτική επιτυχία του βιβλίου του Angell, έδειξε ότι κάτι τέτοιο δεν είχε αποδειχθεί.
Παρ'όλα αυτά το βιβλίο δεν έχασε ούτε την επικαιρότητα ούτε τους οπαδούς του. Οταν πριν από δύο χρόνια στο Βερολίνο ένας αμερικανός δημοσιογράφος διατύπωσε σε μιαν ομιλία παρόμοιες σκέψεις και του υπενθύμισα τον Norman Angell, ομολόγησε πρόθυμα την πηγή της έμπνευσής του. Στην πραγματικότητα οι θέσεις του Angell έγιναν εύκολα δημοφιλείς γιατί σε μιαν εποχή όπου οι διεθνείς οικονομικές διαπλοκές αυξήθηκαν κατά πολύ ως προς τον όγκο και την πυκνότητά τους, φαίνονταν να επιβεβαιώνουν εκ νέου έναν κοινό τόπο του πρώιμου φιλελευθερισμού, ότι δηλαδή το εμπόριο θα υποκαταστήσει τον πόλεμο· έπιαναν έτσι το νήμα μιας μακράς παράδοσης και έπεφταν σε γόνιμο έδαφος. Το ίδιο συμβαίνει και στις μέρες μας. Πάντως γύρω στο 1900 θέσεις σαν και αυτές φαίνονταν ακαταμάχητες, και μάλιστα όχι μόνο σε φιλελεύθερους πολιτικούς αλλά και στους πλείστους ευρωπαϊκούς στρατιωτικούς ή στρατηγικούς σχεδιαστές. Λίγοι γνωρίζουν σήμερα ­ και ακόμη λιγότεροι θέλουν να το γνωρίζουν ­ ότι η σχεδόν αναντίρρητη επικράτηση του επιθετικού στρατιωτικού δόγματος σε όλα τα ευρωπαϊκά Γενικά Επιτελεία προ του 1914 στηριζόταν στη γενική πεποίθηση ότι η οικονομική ζωή είχε γίνει τόσο περίπλοκη και ευαίσθητη, ώστε δεν σηκώνει μακρό πόλεμο, άρα ο πόλεμος πρέπει να διεξαχθεί επιθετικά και να έχει γρήγορη έκβαση. Στη Γερμανία αυτό το είχε πει ήδη ο Moltke, αλλά η έρευνα έχει δείξει ότι και ο στρατηγικός σχεδιασμός του Schlieffen ξεκινούσε από παρόμοιες ιδέες. Σήμερα βέβαια μας φαίνεται εντελώς παράδοξο ότι μπορεί να υπάρχει κάποια συνάφεια ανάμεσα στην παραβίαση της βελγικής ουδετερότητας και σε μιαν φιλελεύθερη ­ οικονομιστική τοποθέτηση, ωστόσο γι'αυτό φταίνε οι επικρατούσες εύκολες σχηματοποιήσεις. Το αληθινά παράδοξο ­ που βέβαια εξηγείται εκ των υστέρων ­ έγκειται στο ότι οι προσπάθειες όλων των πλευρών να συντομέψουν τον πόλεμο κατέληξαν στην παράτασή του.
Ανάμεσα στο 1900 και στο 1914 το γαλλογερμανικό εμπόριο αυξήθηκε κατά 137% και το ρωσογερμανικό κατά 121%. Το εμπόριο μεταξύ Γερμανίας και Μεγάλης Βρετανίας διπλασιάσθηκε από 60 εκατ. λίρες σε 120 και αποτελούσε το 9% του συνολικού βρετανικού εμπορίου· περισσότερα από τα μισά τοτινά διεθνή καρτέλ παραγωγής ήσαν κοινή γερμανοβρετανική ιδιοκτησία, ένα από αυτά μάλιστα παρήγε εκρηκτικές ύλες (βλ. Β. R. Mitchell, International Historical Statistics. Europe 1750-1988, Ν. Υόρκη 1992). Αν λοιπόν οι οικονομικοί οιωνοί έδειχναν ειρήνη, τότε ο πόλεμος, που παρ'όλα αυτά έγινε, θα πρέπει να ξεπήδησε από μια λογική διαφορετική από τη λογική της οικονομίας. Η διερεύνηση πολλών ιστορικών παραδειγμάτων δεν μας επιτρέπει τον ισχυρισμό ότι υπάρχει μια πάγια αιτιότητα, δηλαδή ένας νόμος, σε ό,τι αφορά τις σχέσεις εμπορίου και πολέμου. Η θεωρητική γενίκευση δεν μπορεί να προχωρήσει παραπέρα από την απόφανση ότι εδώ υφίστανται παράλληλα δύο διαφορετικές λογικές και δύο διαφορετικά κίνητρα, που μπορεί και να συμπίπτουν ­ όμως η σύμπτωσή τους διόλου δεν είναι υποχρεωτική. Αντίθετα, τόσο η φιλελεύθερη προσδοκία ότι το εμπόριο θα υποκαταστήσει τον πόλεμο όσο και η χυδαιομαρξιστική ερμηνεία του πολέμου με οικονομικές αιτίες προϋποθέτουν και οι δύο σιωπηρά την ύπαρξη εμπειρικά αναπόδεικτων νομοτελειών. Και στις δύο περιπτώσεις η αποδεικτική στηρίζεται σε έναν οικονομιστικό ντετερμινισμό, οπότε η φιλελεύθερη τοποθέτηση, αν εξετασθεί προσεκτικότερα, αποκαλύπτεται ως χυδαίος μαρξισμός με αντεστραμμένα πρόσημα. Γιατί μόνο όποιος πιστεύει ότι τους πολέμους τους προκαλούν αποκλειστικά οι οικονομικοί ανταγωνισμοί, έχει λογικά το δικαίωμα και να δέχεται ότι η οικονομική συνεργασία θα καταργήσει οπωσδήποτε τον πόλεμο. Αλλωστε η τέτοια συνεργασία θα μπορούσε να θεωρηθεί αντίδοτο εναντίον του πολέμου μονάχα αν εγκαινιαζόταν και καλλιεργούνταν με τη ρητή πρόθεση να λειτουργήσει ως εναλλακτική λύση προς τις αιματηρές συγκρούσεις.
Όμως δεν υπάρχουν χειροπιαστές ενδείξεις ότι συμβαίνει αυτό, υπάρχουν μόνο εκλογικεύσεις του πράγματος εκ των υστέρων. Τους ανθρώπους τους ωθούν στην οικονομική συνεργασία απλώς και μόνο οικονομικές βλέψεις και αναγκαιότητες, οι οποίες καθεαυτές δεν συνδέονται με ειρηνικές ή εχθρικές προθέσεις υπό την πολιτική έννοια. Μονάχα η θετική ή αρνητική τροπή της συνεργασίας κάνει πιθανή τη σύνδεση με παρόμοιες προθέσεις, χωρίς όμως και πάλι αυτό να είναι υποχρεωτικό. Στα τέλη του 20ού αι. ο βαθύτερος αντικειμενικός λόγος της αύξουσας παγκόσμιας οικονομικής διαπλοκής είναι ο ίδιος που κράτησε (και ίσως έθεσε) σε κίνηση τη βιομηχανική επανάσταση κατά τον 18ο και 19ο: μια άνευ προηγουμένου και συνεχώς επιτεινόμενη πληθυσμιακή πυκνότητα, αυτή τη φορά όχι σε περιορισμένη ευρωπαϊκή αλλά σε πλανητική κλίμακα. Και ακριβώς επειδή στον 21ο αι. οι παγκόσμιες οικονομικές διαπλοκές θα βρίσκονται κάτω από την πίεση του παραπάνω αντικειμενικού παράγοντα, μάλλον θα οξύνουν παρά θα αμβλύνουν το πρόβλημα της κατανομής.
Μετά το 1989 πολλαπλασιάσθηκαν οι φωνές που αποδίδουν τη σημερινή απιθανότητα μεγάλων πολέμων μεταξύ εθνών στην αύξουσα παγκόσμια διαπλοκή των οικονομιών. Οπως δείχνει το παράδειγμα της εποχής προ του 1914 η συνάφεια αυτή κάθε άλλο παρά υποχρεωτική είναι. Αντίθετα, είναι προφανής ο πολιτικός λόγος που καθιστά προς το παρόν απίθανους τέτοιους πολέμους. Ενα μεγάλο έθνος ανάμεσα στα υπόλοιπα, δηλαδή το αμερικανικό, διαθέτει τέτοια οικονομική και στρατιωτική υπεροχή απέναντι σε όλα τα άλλα, παρμένα χωριστά, ώστε ενάντια στη θέλησή του ούτε ετοιμοπόλεμες συμμαχίες μπορούν να συμπηχθούν ούτε ένα άλλο έθνος μπορεί να ασκήσει αποφασιστικά και ως τα άκρα πολιτική ισχύος. Ενώ η παγκόσμια κατάσταση γύρω στο 1900 χαρακτηριζόταν από την κατά προσέγγιση ισοδυναμία μεταξύ των τότε παγκόσμιων Δυνάμεων, γύρω στο 2000 καθορίζεται από την έμπρακτη ηγεμονία μιας και μόνο Δύναμης. Κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει πόσο θα διαρκέσει αυτή η συγκυρία και υπό ποιες συνθήκες θα τερματισθεί, εφόσον μάλιστα ο μεταψυχροπολεμικός κόσμος δεν έχει ακόμη σαφή περιγράμματα. Το βέβαιο είναι ότι σήμερα την ειρήνη δεν τη διασφαλίζει η οικονομική συνεργασία πολλών ισότιμων κρατών αλλά η ηγεμονία ενός υπέρτερου.
Οσον αφορά ιδιαίτερα την Ευρώπη, εδώ η στενότερη οικονομική και πολιτική συνεργασία μάλλον προέκυψε επειδή ήταν αδύνατος ένας νέος μεγάλος πόλεμος μεταξύ των μεγάλων ευρωπαϊκών εθνών παρά το αντίστροφο. Αφ'ότου η Ευρώπη έχασε την παγκόσμια κυριαρχία, έχασαν και οι ενδοευρωπαϊκοί ανταγωνισμοί την κοσμοϊστορική σημασία τους (όποιος κυριαρχεί στην Ευρώπη δεν κυριαρχεί πια στον κόσμο ολόκληρο) και γι'αυτό η έντασή τους έπεσε κάθετα, υπό την κηδεμονία μάλιστα των ΗΠΑ. Στην ιμπεριαλιστική εποχή οι ανταγωνισμοί αυτοί όχι μόνο δεν εμπόδιζαν τη γενική ευρωπαϊκή επέκταση αλλά και την επέτειναν, γιατί κάθε ευρωπαϊκή Δύναμη φρόντιζε να μη μείνει πίσω από τις άλλες. Την εποχή της παγκόσμιας κυριαρχίας της Ευρώπης ο πλανήτης συνομαδωνόταν γύρω από τον άξονα των ενδοευρωπαϊκών ανταγωνισμών, ενώ σήμερα τα ευρωπαϊκά έθνη υποχρεώνονται να συνομαδωθούν και να συνασπισθούν εν όψει των πλανητικών ανταγωνισμών. Με άλλα λόγια: ως το 1945 στην Ευρώπη ο πόλεμος ήταν ασθένεια της δύναμης, ενώ μετά το 1945 έγινε απίθανος γιατί την Ευρώπη την πρόσβαλε η ασθένεια της αδυναμίας. Αφού κανένα ευρωπαϊκό έθνος δεν κατέχει την ισχύ και τη βούληση να πραγματοποιήσει υπό τη δική του ηγεμονία μιαν ιστορικά βιώσιμη ευρωπαϊκή ένωση, η τελευταία πρέπει να οικοδομηθεί με ατμομηχανή τη σύμπνοια των δύο ή τριών μεγαλύτερων εθνών. Στον δρόμο προς την ένωση αυτή θα φανεί ακόμη μια φορά πόσο διαφέρει η υπόθεση του εμπορίου από εκείνη του πολέμου και της ειρήνης. Η οικονομική όσμωση δεν θα απολήξει υποχρεωτικά στην πολιτική, προπαντός αν η ιστορικά κουρασμένη Ευρώπη βολευτεί ψυχολογικά με τη σκέψη ότι μπορεί να ζήσει άνετα και υπό αμερικανική ηγεμονία. Και αντίστροφα: παλινδρομήσεις κατά την προσπάθεια στενότερης συνύφανσης των ευρωπαϊκών οικονομιών δεν θα οδηγήσουν οπωσδήποτε σε πόλεμο, με δεδομένη την ευρωπαϊκή ασθένεια της αδυναμίας.
Η διαζευκτική λύση: «ή νομισματική ένωση ή πόλεμος», όπως τη διατυπώνουν μερικοί, μπορεί να είναι παιδαγωγικά σκόπιμη, όμως η ιστορική της αξία είναι ελάχιστη. Οχι μόνο επειδή πρόσφατα ακόμη στην πρώην Γιουγκοσλαβία και στην πρώην Σοβιετική Ενωση αλληλοσπαράχθηκαν λαοί που επί δεκαετίες απόλαυσαν τις ευλογίες του κοινού νομίσματος, αλλά και επειδή δεν ευσταθεί το υπονοούμενο, ότι δηλαδή σήμερα υπάρχουν στην Ευρώπη έθνη με τη βούληση και τη δύναμη να διεξαγάγουν πόλεμο. Το σημερινό δίλημμα της ευρωπαϊκής ηπείρου δεν είναι: «ενότητα ή πόλεμος», όπως προ του 1945, αλλά «ενότητα ή παρακμή». Η μεγάλη διαφορά ανάμεσα στα δύο αυτά πράγματα γίνεται βέβαια εμφανής μονάχα όταν δεν συγχέεται σε κανένα επίπεδο η λογική του εμπορίου και η λογική του πολέμου. Ακόμη γενικότερα, πρέπει να λεχθεί ότι οι ενδιαφερόμενοι καλά θα έκαναν να μην εμπιστεύονται την ειρήνη στους δήθεν αυτοματισμούς της οικονομίας, αλλά να αναζητήσουν τις προϋποθέσεις της στις πολιτικές ισορροπίες ισχύος μεταξύ των παγκόσμιων Δυνάμεων.


.~`~.
III
Παγκοσμιοποίηση: Πολιτική, Οικονομία και Κατανομή

Κύκλοι με απτά υλικά συμφέροντα, αλλά και διάφοροι καλόπιστοι, οι οποίοι εξ ιδιοσυγκρασίας ενστερνίζονται τις ελπιδοφόρες προοπτικές, προπαγανδίζουν την άποψη ότι η προϊούσα παγκοσμιοποίηση θα επιφέρει όλο και μεγαλύτερη εξίσωση των συλλογικών συνθηκών ζωής και των συλλογικών σκοπών, δημιουργώντας έτσι κοινά σημεία μεταξύ των ανθρώπων και καθιστώντας περιττές τις αιματηρές συγκρούσεις· γιατί, όπως λέγεται, η παγκοσμιοποίηση θα εξασθενήσει ή ίσως και θα καταργήσει τις υποτιθέμενες αιτίες αυτών των συγκρούσεων, δηλαδή τα έθνη και τα κράτη. Η αντίληψη αυτή αναγορεύθηκε, προπαντός μετά την κατάρρευση του κομμουνισμού, σε αυταπόδεικτη αλήθεια και άρθρο πίστεως, έτσι ώστε δεν διερευνώνται επαρκώς οι προϋποθέσεις της και η λογική συνοχή της.
Ως φορέας της παγκοσμιοποίησης και της εξίσωσης των συνθηκών και των σκοπών (αξιών) δεν θεωρείται βέβαια οποιαδήποτε δραστηριότητα, π.χ. το κήρυγμα της αδελφοσύνης και της αγάπης, αλλά μια δραστηριότητα εντελώς συγκεκριμένη: η διευρυνόμενη και διαπλεκόμενη οικονομία. Μια πρώτη προϋπόθεση της παραπάνω αντίληψης είναι λοιπόν η πίστη στην πρωτοκαθεδρία της οικονομίας ­ και μάλιστα της οικονομίας στην αντίθεσή της προς την πολιτική, η οποία λίγο - πολύ ταυτίζεται με την «πολιτική της ισχύος» και αντιπαρατίθεται προς την υποτιθέμενη εγγενή ειρηνικότητα της οικονομίας. Αυτή όμως η διχοτομία μεταξύ πολιτικής και οικονομίας είναι δυνατή μόνο αν οι δύο αυτοί τομείς οριστούν τόσο στενά (αν δηλαδή η οικονομία περιοριστεί στην τεχνική διαδικασία της παραγωγής και η πολιτική περισταλεί στη διοίκηση και στη διαχείριση), ώστε χάνεται κάθε ουσιαστική σχέση με την κοινωνική πράξη και πραγματικότητα. Από ιστορική και κοινωνιολογική άποψη η διχοτομία είναι επίσης αβάσιμη· αποτελεί μια ιδεολογική κατασκευή και ένα ιδεολογικό όπλο που, καθώς είναι γνωστό, πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον ανερχόμενο αστικό φιλελευθερισμό εναντίον του απολυταρχικού κράτους, ενώ και σήμερα παραμένει προσφιλές επιχείρημα διαφόρων οικονομικών κύκλων, οι οποίοι βέβαια την ίδια στιγμή κάνουν ό,τι μπορούν προκειμένου να επιστρατεύσουν την πολιτική για δικούς τους σκοπούς και διόλου δεν περιφρονούν επικερδείς κρατικές παραγγελίες και πιστώσεις. Κατά τα λοιπά, η ιδεολογική αυτή κατασκευή συνδέθηκε ήδη από τον 17ο αιώνα με την κοσμοϊστορική πρόβλεψη ότι το εμπόριο θα υποκαταστήσει τον πόλεμο. Τι έγινε έκτοτε, το γνωρίζουμε καλά.
Ο γενικός λόγος για τον οποίο πολιτική και οικονομία ­ με την οποιαδήποτε κοινωνικά βαρύνουσα έννοια των όρων ­ παραμένουν αδιαχώριστες είναι προφανής. Η οικονομία και η πολιτική αφορούν εξίσου τις συγκεκριμένες σχέσεις συγκεκριμένων ανθρώπων και κάθε οικονομική αλλαγή προκαλεί μια μετατόπιση του συσχετισμού δυνάμεων προς όφελος ορισμένων ανθρώπων και εις βάρος άλλων. Οι οικονομικοί σκοποί ούτε επιδιώκονται ούτε επιτυγχάνονται μέσα σε ένα κοινωνικό κενό, παρά μετριούνται με κριτήριο την απόδοση των ανταγωνιστών, και ανάλογα αξιολογούνται. Ο,τι όλοι μπορούν να παραγάγουν και ό,τι όλοι μπορούν να απολαύσουν δεν έχει ούτε οικονομική ούτε πολιτική αξία ­ γιατί αξία σημαίνει πάντα: ιδιαίτερη αξία. Γι'αυτό τα απόλυτα κέρδη, δηλαδή όσα σημαίνουν βελτίωση σε σχέση με την προγενέστερη δική μας κατάσταση, φαίνονται πολύ λιγότερο σημαντικά από τα σχετικά κέρδη, δηλαδή εκείνα που επιτυγχάνονται σε σύγκριση με την τωρινή κατάσταση των ανταγωνιστών μας.
Αν μια πλευρά πιστεύει ότι τα σχετικά της μειονεκτήματα είναι αδύνατο να υπερκαλυφθούν στο προβλεπτό μέλλον με οποιαδήποτε προσπάθεια, τότε είναι αναγκασμένη να επιλέξει ανάμεσα στη συνθηκολόγηση μπροστά στη δύναμη της «αόρατης χειρός» (Α. Smith) και στην πολιτικοποίηση της οικονομικής σύγκρουσης. Γιατί από καταβολής κόσμου υπάρχουν μόνο δύο δυνατότητες για να αποκτήσει κανείς αγαθά: να τα παραγάγει ο ίδιος ή να τα πάρει από όποιον τα παράγει, αδιάφορο αν αυτό το κάνει με το ξίφος ή μέσω εμπορικών ποσοστώσεων. Η έννοια του «ζωτικού συμφέροντος» υπάρχει εξίσου στην οικονομία και στην πολιτική, και μάλιστα θα μπορούσαμε να τη θεωρήσουμε ως τον μεγάλο κοινό τους παρονομαστή.
Η κατάσταση αυτή μπορεί να συγκεφαλαιωθεί ως εξής: η πολιτική διεισδύει στην οικονομία όχι τόσο μέσω των διαδικασιών της παραγωγής και της επικοινωνίας όσο μέσω του προβλήματος της κατανομής. Είναι άκρως χαρακτηριστικό ότι η συζήτηση για την παγκοσμιοποίηση στρέφεται γύρω από διαδικασίες και προτάσεις οι οποίες αφορούν τη διαπλοκή της παγκόσμιας βιομηχανίας και του παγκοσμίου εμπορίου καθώς και την πύκνωση των παγκοσμίων επικοινωνιακών δικτύων ­ το μυστικό μιας παγκόσμια αποδεκτής κατανομής των πόρων και του πλούτου δεν το έχει αποκαλύψει ως σήμερα κανείς. Η ειρήνη όμως μεταξύ πολιτικών μονάδων και ανθρώπων γενικά δεν μπαίνει τόσο σε κίνδυνο λόγω του τρόπου παραγωγής και επικοινωνίας όσο λόγω των όρων και των ανισοτήτων της κατανομής.
Η παγκοσμιοποίηση της παραγωγής και της οικονομίας θα οξύνει το πρόβλημα της κατανομής από δύο απόψεις. Στο εσωτερικό των ανερχομένων οικονομικών δυνάμεων θέτει σε κίνηση διαδικασίες οι οποίες γρηγορότερα μπορούν να πολλαπλασιάσουν παρά να ικανοποιήσουν τις προσδοκίες για σχετικά κέρδη ­ και ως γνωστόν ο μισοχορτασμένος είναι πιο επιθετικός παρά ο μισοπεθαμένος από την πείνα. Ακόμη και η περιορισμένη ικανοποίηση τέτοιων προσδοκιών δημιουργεί πάντως, καθώς πίσω της στέκουν τεράστιες ανθρώπινες μάζες, έναν πλούτο σημαντικό, οπότε το σχετικό μερίδιο των ανεπτυγμένων χωρών στον παγκόσμιο πλούτο μειώνεται συνεχώς. Το αποτέλεσμα είναι ότι ο αγώνας κατανομής μεταφέρεται και στο εσωτερικό των πλουσίων χωρών, οι οποίες αναγκάζονται να σφίξουν το ζωνάρι (τουλάχιστον ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων) προκειμένου να παραμείνουν ανταγωνιστικές.
Οποιος φαντάζεται ότι αυτό αποτελεί απλώς μια βραχυπρόθεσμη ή μεσοπρόθεσμη αναπροσαρμογή, η οποία οπωσδήποτε θα πετύχει αρκεί να επιδείξουμε κάποια υπομονή και επιδεξιότητα ­ όποιος το φαντάζεται αυτό, ασφαλώς δεν έχει κατανοήσει την έκταση της μεταβολής που επιτελείται σήμερα σε πλανητική κλίμακα. Η βιομηχανικά ανεπτυγμένη «Δύση» συνεχίζει να βλέπει τη διαδικασία της παγκοσμιοποίησης από την άτρομη και παραπλανητική σκοπιά του τμήματος εκείνου του πλανήτη το οποίο ακόμη κατέχει πάνω από τα τρία τέταρτα του παγκοσμίου πλούτου και της παγκόσμιας ενέργειας. Και πρέπει να προσθέσουμε ότι καθοριστική εδώ είναι η αμερικανική θεώρηση των πραγμάτων, η οποία βέβαια, παρά τις ιδεολογικές ομολογίες πίστεως προς την αυτοματική της οικονομίας, στηρίζεται πρωταρχικά στο σημερινό στρατιωτικό και διπλωματικό προβάδισμα των Ηνωμένων Πολιτειών. Οποιος υπερέχει (προς το παρόν) τόσο πολύ έχει τη φυσική τάση να βλέπει την παγκοσμιοποίηση πρώτα - πρώτα ως διεύρυνση του δικού του πεδίου δράσεως και δεν μπορεί ή δεν θέλει να βάλει με τον νου του τις μακροπρόθεσμες συνέπειες της αναστροφής του ρεύματος. Ωστόσο, μέσα στην αυτοπεποίθηση της «Δύσης» έχει ήδη εμφιλοχωρήσει η πρώτη αμφιβολία, αλλά και το πρώτο ρίγος, προπαντός στην Ευρώπη, όπου συνειδητοποιείται όλο και εντονότερα ότι η βαθύτερη αιτία της μόνιμης κρίσης είναι η ένταση του παγκοσμίου ανταγωνισμού και η συνεχής πτώση του ειδικού ευρωπαϊκού βάρους μέσα στην παγκόσμια οικονομία. Οι αμφιβολίες και τα ρίγη θα επιταθούν κάτω από την πίεση εισαγομένων και ενδογενών δημογραφικών και οικολογικών παραγόντων. Τότε τα σύνορα, τα οποία έχει γκρεμίσει στο μεταξύ η παγκοσμιοποίηση, θα ανεγερθούν και πάλι εξαιτίας της όξυνσης των αγώνων κατανομής, μολονότι δεν γνωρίζουμε επακριβώς ποιος και πού θα τα χαράξει αυτή τη φορά.
Η όξυνση τούτη πρέπει να αναμένεται ακόμη περισσότερο επειδή η δεύτερη προϋπόθεση της αντίληψης που αναφέραμε στην αρχή, ότι δηλαδή η εξίσωση των συνθηκών και των σκοπών της ζωής θα αμβλύνει τις συγκρούσεις, απλούστατα είναι εσφαλμένη. Η κοινότητα των σκοπών γεννά φιλία μεταξύ δύο πλευρών όταν ο σκοπός πρόκειται να επιτευχθεί εναντίον ενός τρίτου· σπέρνει όμως την έχθρα όταν η επίτευξη του κοινού σκοπού από μέρους της μιας πλευράς είτε κάνει αδύνατη είτε καθιστά άνευ αξίας την επίτευξή του από μέρους της άλλης. Η φιλία λοιπόν δεν προκύπτει από τον κοινόν σκοπό καθ'εαυτόν, αλλά από τη συμφωνία δύο πλευρών για το ποια σειρά θα κατέχει η καθεμιά τους κατά την επιδίωξη του κοινού σκοπού και ποια οφέλη θα αντλήσει από την επίτευξή του. Αν στο κρίσιμο αυτό σημείο δεν επιτευχθεί συμφωνία, τότε η σύγκρουση θα οξυνθεί ακριβώς επειδή ο σκοπός είναι κοινός ­ για τον ίδιο λόγο για τον οποίο ο χασάπης δεν εχθρεύεται τον μανάβη απέναντί του παρά τον χασάπη δίπλα του. Κοινότητα σκοπών σημαίνει αγώνα με τους ίδιους πόρους, τις ίδιες αγορές, τους ίδιους χώρους και τα ίδια έπαθλα. Και αν η κοινότητα των σκοπών επεκταθεί και στους σκοπούς της κατανάλωσης, τότε ο Ινδός και ο Κινέζος θα πρέπει να καταναλώσουν τόση ενέργεια και άλλες τόσες πρώτες ύλες όσες ο Βορειοαμερικανός. Ποιες θα είναι οι συνέπειες για τον πλανήτη;
Η εξίσωση συνθηκών και σκοπών ζωής εξαιτίας της παγκοσμιοποίησης θεωρείται και υπό μιαν άλλη έννοια ως πρόδρομος ειρηνικών εξελίξεων. Λέγεται ότι οι ψυχοπνευματικές συνέπειες θα συμβάλουν στην αποδυνάμωση των εθνικών πολιτισμών και επομένως των συγκρούσεων που οφείλονται σε εθνικές και πολιτισμικές αιτίες. Αν η οικουμενική εξίσωση του τρόπου ζωής των ανθρώπων θα διαμορφώσει αναγκαστικά έναν ενιαίο παγκόσμιο πολιτισμό, δεν χρειάζεται να το εξετάσουμε εδώ. Πάντως ο παγκόσμιος αυτός πολιτισμός θα αποτελούσε εγγύηση για την ειρήνη μονάχα αν στο παρελθόν οι αιματηρές συγκρούσεις είχαν γίνει αποκλειστικά μεταξύ εθνικά και πολιτισμικά διαφορετικών συλλογικών υποκειμένων.
Όμως η ιστορία γνώρισε και πάμπολλους εμφυλίους πολέμους, και αυτοί συχνά ήσαν και οι χειρότεροι. Ωστε το μόνο που μπορεί να εγγυηθεί η οικονομική και πολιτισμική παγκοσμιοποίηση είναι η μετατροπή όλων των πολέμων σε εμφυλίους πολέμους.
Οποιος προσδοκά την παγκόσμια ειρήνη από την εξασθένηση ή τη διάλυση των εθνικών κρατών καθ'εαυτήν λησμονεί ότι οι πόλεμοι είναι φαινόμενο πολύ παλαιότερο από τα εθνικά κράτη. Λησμονεί ότι το εθνικό κράτος διόλου δεν συνιστά το μόνο δυνατό κυρίαρχο πολιτικό υποκείμενο, επομένως η κατάργηση του εθνικού κράτους δεν συνεπάγεται αυτόματα την κατάργηση της έννοιας του κυρίαρχου κράτους και των κυριαρχικών δικαιωμάτων. Και τέλος λησμονεί ότι πολύ χειρότερος από κάθε σύγκρουση μεταξύ οργανωμένων πολιτικών μονάδων μπορεί να είναι ο άμεσος αγώνας ανθρώπου προς άνθρωπο υπό συνθήκες παγκόσμιας ανομίας.

Απο τον 20o στον 21ο αιώνα
Τομές στην πλανητική πολιτική περί το 2000
Εκδ. Θεμέλιο

.~`~.

Μπεκτασισμός, τεκτονισμός -νεότουρκοι- και φιλελεύθερη εθνικιστική ιδεολογία στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.

$
0
0
.~`~.
I
Σχέσεις ιδεολογίας

α´
Ο ιστορικός-τουρκολόγος E. E. Ramsaur παραλλήλισε τον επαναστατικό και μεταρρυθμιστικό ρόλο των Τεκτόνων στα πολιτικά πράγματα της Ευρώπης του 19ου αι. με τον ρόλο που διεδραμάτισε το Τάγμα των Μπεκτασήδων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ο Rızá Tevfik, μέλος του Τάγματος Μπεκτασί και Μέγας Διδάσκαλος της Οθωμανικής Μεγάλης Ανατολής του Αρχαίου και Αποδεδεγμένου Σκωτικού Δόγματος από το 1918-1921, λέγει για τους Μπεκτασήδες ότι εχαρακτηρίζοντο από «καλή πνευματική προδιάθεση για να υποδεχθούν οποιασδήποτε μορφής πολιτική επανάσταση η οποία θα ευνοούσε την πλήρη ελευθερία των ιδεών και έναν πλέον αποδεκτό τύπο διακυβερνήσεως της Αυτοκρατορίας». Ο Louis Petit, το 1879, αναφέρει για τους Μπεκτασήδες ότι ήσαν «επικούριοι, σκεπτικιστές, εραστές της εξουσίας, ελαφρώς σοσιαλίζοντες, αλλά ανυστερόβουλοι και φιλάνθρωποι». Ο Osman Bey θεωρεί πως «εξεπροσώπησαν πάντοτε το δημοκρατικό πνεύμα [...] σε αντίθεση με τους Ιμάμηδες οι οποίοι υπήρξαν πάντοτε δουλοπρεπείς πράκτορες του δεσποτισμού». Κατά δε τον Rizá Tevfik επρόκειτο «για το πλέον φιλελεύθερο μεταξύ όλων των άλλων δερβισικών Ταγμάτων».
Αυτού του είδους οι περιγραφές συνέβαλαν αρκετά στην παρουσίαση του «τυπικού Μπεκτασή» ως το αντίστοιχο του δυτικού «τυπικού Τέκτονος». Απόδειξη αυτού του γεγονότος έχουμε από τη συμπεριφορά των ιταλών Τεκτόνων, όταν ανεκάλυψαν Μπεκτασικά Τάγματα στην Αλβανία. Οι ιταλοί Τέκτονες εξετίμησαν ότι ανεκάλυψαν τους «προτεστάντες του Ισλάμ» και με το γνωστό μεσογειακό ενθουσιασμό, θεώρησαν ότι «αυτοί θα προχωρούσαν πολύ μακρύτερα από τους πραγματικούς προτεστάντες επιφέροντας βαθύτατες τροποποιήσεις στο Ισλάμπρος την κατεύθυνση της ελευθέρας σκέψεως, της ισότητας και της αδελφοσύνης, καθιστώντας το με αυτόν τον τρόπο ικανό να προσεγγίσει σημαντικά το τεκτονικό ιδεώδες».
Είναι επίσης χρήσιμο να αναφερθούμε σε ένα υπόμνημα του 1910 της Βρετανικής Πρεσβείας στην Κων/πολη προς το Foreign Office, εις το οποίο υπεστηρίζετο η άποψη ότι το μπεκτασικό Τάγμα εμφορείτο από το καθαρότερο τεκτονικό πνεύμα όπως αυτό εννοείτο στον αγγλοσαξωνικό τεκτονισμό, δηλ. ντείστικό και συντηρητικό και όχι από το αντίστοιχο του Τεκτονισμού της Γηραιάς Ηπείρου. Επρόκειτο, για ένα υπόμνημα ιδιαιτέρως ευνοϊκό για την κυβέρνηση των Νεοτούρκων το οποίο αναπαρήγαγε, εντός του οθωμανικού πλαισίου πλέον, τις παγιες κριτικές που ησκούντο από τον αγγλοσαξωνικό τεκτονισμο εναντίον του λατινικού κλάδου του (γαλλικός και ιταλικός τεκτονισμός') και ιδιαιτέρως εναντίον της Μεγάλης Ανατολης της Γαλλίας. Ακόμη πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι ελάχιστα ειναι εκείνα τα μπεκτασικά κείμενα που κάνουν ευθεία αναφορα στον Ελευθεροτεκτονισμό ενώ, σε ό,τι αφορά στις προσωπικότητες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας οι οποίες ανήκαν και στα δύο Τάγματα, δεν έχουμε παρά σπάνιες μαρτυρίες. Μία εξ αυτών και η σημαντικότερη, είναι αυτή που αφορά τον προαναφερθέντα Rizá Tevfik, Μεγάλο Διδάσκαλο της Οθωμανικής Μεγάλης Ανατολής ο οποίος, σε αρθρογραφία του στις εφημερίδες, αλλά και σε σχετική αλληλογραφία του με τον τουρκολόγο Ramsaur, εδήλωσε ότι ο Ταλαάτ Πασάς και ο ίδιος υπήρξαν μέλη και των δύο Ταγμάτων.
Εξαιρουμένων ορισμένων περιπτώσεων, αναλόγων με αυτής του Ταλαάτ Πασά, τα δύο Τάγματα εχαρακτηρίζοντο -θεωρητικώς, τουλάχιστον- από πνεύμα ανοχής στην ετεροδοξία. Επίσης είναι γεγονός ότι οι Μπεκτασήδες ηργάσθησαν συνειδητώς για την προσέγγιση των θρησκειών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της μπεκτασικής δραστηριότητος είναι και αυτό της ιεραποστολικής δράσεως του Sari Saltik, εκλεκτού μαθητού του Χατζή Μπεκτάς, ιδρυτού του Τάγματος, όπως μας το παραθέτει ο Ε. Ζεγκίνης ο οποίος αναφέρει ότι ο Sari Saltik «εκτελώντας διαταγές του διδασκάλου του, διαπεραιώθηκε στη Βαλκανική, όπου ανέπτυξε μεγάλη δραστηριότητα ανάλογη με εκείνη των χριστιανών κληρικών». Είναι επίσης γνωστό ότι μισό αιώνα μετά το θάνατο του Sari Saltik (1300) στην περιοχή της Θράκης υπήρχε διαδεδομένη η παράδοση σύμφωνα με την οποία ο Sari Saltik θεωρούνταν χριστιανός άγιος και συχνά οι χριστιανοί τον ταύτιζαν με τον άγιο Νικόλαο, τον άγιο Γεώργιο, τον άγιο Συμεών, τον Προφήτη Ηλία, τον άγιο Σπυρίδωνα και τον άγιο Ναούμ. Την άποψη αυτή ενισχύουν και άλλες μαρτυρίες, όπως η απεικόνιση του Sari Saltik σε τοιχογραφίες εκκλησιών μεταξύ χριστιανών αγίων, αλλά κυρίως η μαρτυρία του Μαροκινού περιηγητή Ibn Βαttuta, ο οποίος αναφέρει ότι «η παράδοση αναφέρει ότι ο Sari Saltik ήταν άνθρωπος στον οποίον ο Θεός αποκάλυψε τη θέληση του, ωστόσο με την επίσκεψη μας εκεί πληροφορηθήκαμε ότι παραβίασε κατάφορά την Sharia».
Η τάση αυτή δικαιολογείται οπωσδήποτε από τον συγκριτιστικό χαρακτήρα του Μπεκτασικού Τάγματος και πρέπει να σημειώσουμε την ύπαρξη χριστιανών κρυπτο-μπεκτασήδων συγγραφέων μυστικιστικών ποιημάτων (nefes) με ψευδώνυμο. Επίσης έχουμε μαρτυρίες από την Irene Melikoff για την ευρύτητα του πνεύματος του Αbυ Muslim, μιας από τις λαμπρές προσωπικότητες του Τάγματος των Μπεκτασήδων, ο οποίος έλεγε χαρακτηριστικά ότι: «Το μόνο υπολογίσιμο στοιχείο είναι η [ψυχική] ευγένεια του ατόμου, μπορεί κανείς να πράττει το ορθόν είτε ως ιουδαίος είτε ως μουσουλμάνος». Αρκετούς αιώνες αργότερα, το 1868, ο Ρήτωρ της ελληνόφωνης Κωνσταντινουπολιτικής Σεβ. Στοάς «Η Πρόοδος» ανεκοίνωνε στους Αδελφούς του Τέκτονες των Στηλών: «Ας καταστήσουμε κατανοητόν στους ανθρώπους ότι κάθε άνθρωπος, είτε πρόκειται για Εβραίο, Χριστιανό, ή Μουσουλμάνο, είναι ισότιμος με όλους τους υπόλοιπους, είναι αδελφός τους και με αυτήν την ιδιότητα του οφείλουν αγάπη και προστασία».
Ένα χαρακτηριστικό στοιχείο είναι το ότι «η ακριβής αντιστοιχία των λόγων αυτών ενετοπίζετο στο γεγονός ότι οι τούρκοι Τέκτονες ορκίζοντο «στα τέσσερα Βιβλία», εκ των οποίων τα τρία ήσαν το Κοράνιο, η Τοράχ και το Ευαγγέλιο. Η παράδοση αυτή εσυνεχίζοντο μέχρι και το 1909 [σ.σ. έτος της ανόδου εις την εξουσία των Νεότουρκων]». Ενα από τα πλέον ενδιαφέροντα σημεία σε ό,τι αφορά και στον πολιτικό ρόλο αυτών των δύο Ταγμάτων, είναι και το ότι πλήθος μελών της Οργανώσεως «Ενωση και Πρόοδος» ήσαν ταυτοχρόνως μέλη του Ελευθεροτεκτονικού Τάγματος και Μπεκτασήδες.

β´
Πράγματι, πλησιάζοντας στο τέλος του 18ου αι. όπου ο Σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ ο ΙΙ εσκλήρυνε περισσότερο τη στάση του, τόσο περισσότερο τα πνεύματα οξύνοντο και το επαναστατικό κλίμα ενετείνετο στην Κωνσταντινούπολη, αλλά και σε αρκετές άλλες επαρχίες της Αυτοκρατορίας. Ο Ελευθεροτεκτονισμός, έχοντας συνταχθεί με το μέρος πολλών ηγετικών στελεχών και μελών του νεοτουρκικού αντιπολιτευτικού κινήματος κατείχε ένα σημαντικό μέρος από τις δραστηριότητες εκείνες που έμελλαν να αλλάξουν τη μορφή της Αυτοκρατορίας. Πολλά αντιπολιτευόμενα, τον Αβδούλ Χαμιτ, επαναστατικά κινήματα ενεπνεύσθησαν από τη δομή του διεθνούς τεκτονικού δικτύου που είχε υφάνει ο έλλην Κωνσταντινουπολίτης Κλεάνθης Σκαλιέρης με σημείο εκκινήσεως της ελληνόφωνη Στοά της Κωνσταντινουπόλεως «Η Πρόοδος» (υπαγομένης εις την Μεγάλη Ανατολή της Γαλλίας) κατά την περίοδο που ακολούθησε την πτώση του Σουλτάνου Μουράτ του V, το 1876. Ο Σκαλιέρης, έκανε παν το δυνατόν για να υιοθετηθούν φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις από το οθωμανικό σύστημα, έχοντας βέβαια στο μυαλό του μια νέου τύπου οθωμανική αυτοκρατορία όπου το ελληνικό στοιχείο θα έπαιζε τον πρωτεύοντα ρόλο στον πολιτισμό και στην οικονομία. Ατυχώς για τον ίδιο και τους συνεργάτες του η πράγματι, αριστοτεχνική συνομωσία του απέτυχε κατόπιν της προδοσίας του ιησουίτη ιατρού του Μουράτ και ο ίδιος αναγκάσθηκε να αυτοεξορισθεί για να σωθεί.
Τα σχέδια του Σκαλιέρη είχαν την σύμφωνη γνώμη του βρετανού Πρέσβεως στην Κων/πολη Sir Henry Elliot. Αυτό φαίνεται, άλλωστε, από κείμενο του Σκαλιέρη που απευθύνετο, αργότερα, προς την βρετανική κυβέρνηση: «Το πολιτικόν του πρόγραμμα», έγραφε ο Σκαλιέρης αναφερόμενος στον Μουράτ, «αφού έτυχε της δεούσης μελέτης από εμέ και τον Sir Henry Elliot, ολίγας ημέρας πρίν το πραξικόπημα της 18/30 Μαίου 1876 απετέλεσε αντικείμενού θαυμασμού και εκρίθη ως υπέρ του δέοντος καλόν δια τας τουρκικάς απαιτήσεις». Επίσης πρέπει απαραιτήτως να σημειώσουμε το ότι κατά την μύηση του Πρίγκηπος Μουράτ, παρευρίσκετο στις εργασίες του Ναού και ο Επαμεινώνδας Δεληγιώργης, ο οποίος εκυβέρνησε την Ελλάδα από τον Ιούλιο του 1872 έως το Φεβρουάριο του 1874. Η εξωτερική του πολιτική εχαρακτηρίσθη από στενή συνεργασία με την βρετανική κυβέρνηση και από έντονη καχυποψία απέναντι στην Ρωσία «δεινόν εχθρόν του Ελληνισμού». Εκτός, όμως, όλων αυτών, ο Δεληγιώργης παρέμενε πιστός θιασώτης της ελληνο-τουρκικής συνεννοήσεως και φιλίας της οποίας ο προορισμός ήτο η αντιμετώπιση του Πανσλαυισμού. Άλλωστε, ο Δεληγιώργης εμυήθη εις τον Τεκτονισμό το ίδιο έτος με τον Μουράτ (1872) χαρακτηρισθείς από τεκτονικό ζήλο και την ακλόνητη πεποίθηση περί της αναγκαιότητας της «στενής προσεγγίσεως και συνεργασίας μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων» ως απαραίτητης προϋποθέσεως «μιας αναγεννήσεως της Ανατολής εξ'Ανατολών». Έτσι, είμεθα σε θέση να συμπεράνουμε ότι οι συγκεκριμένες πρωτοβουλίες του Κ. Σκαλιέρη αλλά και οι γενικότερες ιδεολογικές αρχές οι οποίες τις διήπαν, συνέκλιναν με τις κατευθύνσεις και τις απόψεις των δυτικών κυβερνήσεων αλλά και των τεκτονικών κύκλων των Παρισίων, του Λονδίνου και της Κωνσταντινουπόλεως.
Όπως, βέβαια, σημειώνει ο Κ. Σβωλόπουλος, δεν δυνάμεθα να συμπεράνουμε ότι οι ενέργειες αυτές αποτελούσαν μέρη ενός ενορχηστρωμένου συνόλου. Το μόνο που δυνάμεθα με βεβαιότητα να υποστηρίξουμε είναι το γεγονός της ταυτίσεως των βλέψεων και των απόψεων του Σκαλιέρη, των Οθωμανών «Αδελφών» του και των δυτικών προαναφερθεισών κυβερνήσεων. Ο Γεώργιος Σκαλιέρης, άλλωστε, υιός του Κλεάνθη, παρατηρεί ότι «το γενικόν πλαίσιον του Συντάγματος» έτυχε της επεξεργασίας της Α. Ε. του Sir Henry Elliot, της Μεγάλης Ανατολής της Γαλλίας, όπως και του ιδίου του Γαμβέτα. Είναι επίσης αποδεκτό ότι το διαρκές ενδιαφέρον του Πρίγκηπος της Ουαλίας για τον Μουράτ εξεδηλώνετο αναφορικώς με τις δύο ιδιότητες του Άγγλου πρίγκηπος: αφενός με αυτήν του Βασιλικού Πρίγκηπος του Αγγλικού Θρόνου και αφετέρου του εξέχοντος Τέκτονος.
Στις δεκαετίες που ακολούθησαν και άλλα επαναστατικά κινήματα πλησίασαν τον Τεκτονισμό: το 1891, π.χ. διαβάζουμε στην εφημερίδα «La Turquie Libre» έντονες επικρίσεις εναντίον του Σουλτάνου και στήριξη του Μουράτ του V, από κάποια «Φιλελεύθερη Οθωμανική Επιτροπή» η οποία συνεκέντρωνε πολλούς Τέκτονες στις τάξεις της. Άλλο ένα ενδιαφέρον στοιχείο που μας δίδει ο Sϋkrϋ Hanioglu και το οποίο αποδεικνύει το ζήλο με τον οποίον αυτοί οι Τέκτονες ήσαν αφοσιωμένοι στις ιδέες τους, αφορά σε μία αίτηση η οποία παρουσιάσθηκε το 1901 ενώπιον της Α. Μ. του Βασιλέως της Αγγλίας και Μεγάλου Διδασκάλου του Τάγματος, Εδουάρδου του VII, η οποία ζητούσε την επέμβαση του μονάρχου εις την Υψηλή Πύλη υπέρ του «δύο φορές αδελφού του, Μουράτ του V». Δύο φορές, διότι η μια αφορούσε την τεκτονική ιδιότητα και των δύο και η δεύτερη την κοινή ευγενή τους καταγωγή, όπως προανεφέρθη.

γ´
Το πέρασμα των τεκτονικών επιρροών από τους Νεοοθωμανούς στους Νεότουρκους είναι γεγονός ότι οφείλεται στον Κλέανθη Σκαλιέρη (+1891) και στις ενέργειές του. Οι Νεότουρκοι, άρχισαν να ασχολούνται ιδιαιτέρως με τον Τεκτονισμό κατά τα έτη 1900-1901. Ο Ιταλικός τεκτονισμός, και ιδιαιτέρως αυτός της Θεσσαλονίκης, διεδραμάτισε σημαντικό ρόλο στο νεοτουρκικό κίνημα και αυτό πρέπει να εξετάσουμε, εν συντομία, αμέσως κατωτέρω. Η Κωνσταντινουπολιτική στοά «Italia», (υπαγομένη στη Μεγάλη Ανατολή της Ιταλίας), ιδρύει το 1864 στη Θεσσαλονίκη τη Στοά «Macedonia» η οποία μετονομάζεται το 1901, «Macedonia Risorta». Ένας εκ των σημαντικότερων Σεβασμίων της «Macedonia Risorta», ο οποίος την είχε μετατρέψει και σε παράρτημα της οργανώσεως «Ενωση και Πρόοδος», ο Εμμανουήλ Καράσσο (υπ. 1934) έγραψε ένα ενδιαφέρον κείμενο στο περιοδικό Rivista Massonica για να εξηγήσει το ενδιαφέρον των Νεοτούρκων για τον Ελευθεροτεκτονισμό. Είναι χαρακτηριστικό το μέγεθος της συμβολικής σημασίας που και μόνο η προφορά του όρου τεκτονισμός, απελευθέρωνε στις συνειδήσεις των εθνικιστών εκείνων επαναστατών: «Εάν κανείς παρατηρήσει με προσοχή και καθαρό πνεύμα το τί συμβαίνει συνήθως στις χώρες όπου η κυβέρνησις επιβάλλει τις θελήσεις της με τη δύναμη των όπλων, βλέπουμε φλογερούς πατριώτας να συγκεντρώνονται γύρω από τα Τεκτονικά εμβλήματα [...]. Το αυτό ακριβώς συνέβη και εις την Τουρκίαν όπου θα ηδύνατο τις να υποθέσει ότι η ποικιλία των εθνοτήτων και των πολιτικών σκοπιμοτήτων θα απετέλει έν απροσπέλαστον εμπόδιον δια το τεκτονικόν έργού».
Βεβαίως, εμείς δεν συμφωνούμε επί της ουσίας με τις υποτιθέμενες δυσκολίες που θα επέφερε στο τεκτονικό έργο η φυλετική πανσπερμία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Είναι γεγονός, ότι το ανεξίθρησκο και υπεράνω προκαταλήψεων και φυλετικων διακρίσεων, τεκτονικό πνεύμα ηταν ό,τι το ιδανικότερο ως συγκολλητικό υλικό μεταξύ όλων αυτών των διαφορετικών πολιτιστικών, φυλετικών και θρησκευτικών οντοτήτων. Ο τεκτονισμός επέτρεπε στα μέλη των διαφορετικών αυτών εθνικών κοινωνικών σχηματισμών να συσπειρώνονται γύρω από κοινές, ουμανιστικές αξίες και δημοκρατικά ιδεώδη και ιδανικά, όπως αυτά προέκυπταν από τις αρχές του γαλλικού διαφωτισμού και της γαλλικής επαναστάσεως. Παραδείγματα για τούτο έχουμε πολλά. Ένα από αυτά, και μάλιστα από τα πλέον ενδιαφέροντα είναι αυτό που αφορά στον βίο της Στοάς «Macedonia Rissorta» και στη διαδικασία μέσω της οποίας αυτή μετετράπη, ολίγον κατ'ολίγον, σε επαναστατική εταιρεία. Τις πληροφορίες μας τις δίδει ο διάδοχος του Εμμανουήλ Καράσσο στην προεδρία της Στοάς, ο μετέπειτα Σεβάσμιος Μ. Λεβύ.
Η δραστήρια συμμετοχή της Στοάς στις τάξεις της αντιπολιτεύσεως θα άρχιζε με την έλευση τριών Τεκτόνων απολύτως διαθεσίμων να συμμετάσχουν στις εργασίες της και αιτουμένων την βοήθειά της «εναντίον των όλο και περισσότερο αυξανομένων διώξεων εις βάρος του μεγαλυτέρου μέρους των διανοουμένων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με μόνη αιτία την αγάπη τους για την ελευθερία». Οι τρεις αυτοί τέκτονες ήσαν: ο προαναφερθείς Ταλαάτ Πασάς (1874-1921), ο Midhat Şükrü (1874-1957) και ο Rahmi Bey και το έτος ήτο το 1903, λίγα χρόνια πριν οι ανωτέρω να συγκροτήσουν το Osmanli Hϋriyiet Cemiyeti. Το ιταλικό κείμενο συνεχίζει παρουσιάζοντας το ότι και άλλοι δύο φιλελεύθεροι Τούρκοι, «καθαρά προϊόντα» της «Macedonia Rissorta», ηνώθησαν με τους νεοφερμένους και δημιούργησαν μαζί τους «il primo gruppo di agitazione organίzato del partito dei Giovani Turchi». Επίσης πρέπει να τονίσουμε την παρατήρηση του Ettore Ferrari ότι τα βασικά στελέχη του Κομιτάτου «Ενωση και Πρόοδος» (Νεότουρκοι) στη Θεσσαλονίκη, ήσαν όλα Τέκτονες χωρίς απολύτως καμία εξαίρεση. Βεβαίως, εδώ ο Zarcone υπογραμμίζει ότι ο E.F. είναι μάλλον υπερβολικός και ότι μπορεί μεν να ήσαν τέκτονες πάρα πολλά μέλη και υψηλόβαθμα στελέχη του Κομιτάτου, αλλά όχι όλα, και ως παράδειγμα φέρνει τον πρόεδρο της οργανώσεως τον Mehmet Táhir.

.~`~.
II
Συμπεράσματα

Πολλά, ακόμη, στοιχεία μπορούν να παρατεθούν για να αποδείξουν τη στενότατη σχέση Νεοτούρκων και Τεκτονισμού. Αυτό, όμως δεν είναι μέσα στις προθέσεις του παρόντος κειμένου. Σημασία έχει να αποδείξουμε ότι ο Μπεκτασισμός, ο Τεκτονισμός και η φιλελεύθερη εθνικιστική ιδεολογία λειτουργούσαν, την εποχή εκείνη στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ως συγκοινωνούντα δοχεία. Το στοιχείο αυτό μας είναι απαραίτητο για να αντιληφθούμε την πολιτική χρησιμότητα (σε ζητήματα εθνικο-πολιτισμικής προσεγγίσεως της Τουρκίας με τους μεσογειακούς της γείτονες) ενός μέρους των -σουφικής βάσεως- μυστικών Ταγμάτων, κυρίως των ισλαμοφανών ή και ισλαμογενων Ταγμάτων που είναι και τα περισσοτερα και όχι βεβαίως, των ισλαμικών.
Συμπερασματικώς ακόμη, μπορούμε να αναφέρουμε ότι τα δύο Ταγματα (Μπεκτασισμος και Τεκτονισμός) είχαν κοινές νεοπλατωνικές φιλοσοφικές βάσεις και επρέσβευαν αρχες ανοχής στην ετεροδοξία και την ανεξιθρησκεία. Ο μεν τεκτονισμος για τους γνωστούς λόγους, οι οποίοι διεμορφώθησαν «πολιτικως» το 18ο αι., ο δε μπεκτασισμός έχοντας αφομοιώσει μέγα μέρος των ελληνικών-ιωνικών και νεοπλατωνικών συγκριτιστικών επιρροών, αντελήφθη ότι μπορεί να εκμεταλλευθεί τις αρχές αυτές «πολιτικώς» αυξάνοντας τους οπαδούς του στο πλαίσιο του πολυεθνικού μωσαϊκού ενός, πάλαι ποτέ, Βυζαντίου το οποίον διελύετο. Οπαδούς, προερχομένους από ένα κοινό ελληνικό πολιτισμικό εποικοδόμημα, αλλά με πολλές διαφορές στα ήθη, στα έθιμα και στις δοξασίες, κυρίως, θεολογικού χαρακτήρος.
Ο 18ος αι. λειτούργησε καταλυτικώς και για τα δύο Τάγματα, των οποίων η δομή και η οργάνωση απετέλεσε θαυμάσιο κέλυφος για τη φιλοξενία μιας, όντως, απελευθερωτικής ιδεολογίας που ξεκίνησε μεν από τη Συνθήκη της Βεστφαλίας αλλά ωρίμασε και διαμορφώθηκε σε ιδεολογία και αντίστοιχο πολιτικό λόγο, με τη Γαλλική Επανάσταση. Η λειτουργία των δύο Ταγμάτων (Μπεκτασικού και Τεκτονικού), συνειδητώς ή ασυνειδήτως, οδήγησε στην πτώση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και εις την «διανομή των ιματίων» του Μεγάλου Ασθενούς. Είναι λοιπόν φυσιολογικό, από ιδεολογικής απόψεως τουλάχιστον, τα Τάγματα αυτά και τότε και τώρα, να ταυτίζονται με ιδεολογικές επιλογές που έχουν ως πρόταγμα τον κοσμικό χαρακτήρα, την αποβολή του θρησκευτικού απολυταρχισμού και την τάση προς ανεξιθρησκεία. Ομιλούμε πάντοτε, για τα σουφικά μπεκτασικά Τάγματα και όσα μεταξύ των υπολοίπων υιοθετούν την πολιτική φιλοσοφία τους, όπως π.χ. το Τάγμα των Νουρτζού.
Βεβαίως, πρέπει να σημειώσουμε ότι στα μετεξελιχθέντα αυτά Τάγματα, το εθνικιστικό, και μάλιστα, το υπερεθνικιστικό στοιχείο, όπως και ο αντικομμουνισμός είναι προεξάρχοντα χαρακτηριστικά. Λογικά, λοιπόν, είναι «φύση και θέσει» στραμμένα προς τον κεμαλισμό και βεβαίως μπορούν να αποτελέσουν για την αυριανή Τουρκία, τους καλύτερους ευαγγελιστές του κεμαλικού/εθνικιστικού κοσμικισμού στις -με ηπιότερη μορφή- θρησκευόμενες μουσουλμανικές μάζες της Μ. Ασίας, της Κεντρικής Ασίας (όπου η ισλαμική συνείδηση είναι ιδιαιτέρως εκσυγχρονισμένη, πράγμα που ταιριάζει στο φιλελεύθερο μπεκτασικό πνεύμα) και οι οποίες δεν είναι σε θέση να διαχωρίσουν την έννοια του «μυστικού» (το οποίο κρύβει απλά και μόνο το γεγονός ότι «δεν υπάρχει μυστικό») από την έννοια του Θείου (το οποίο βεβαίως γίνεται «αντιληπτό» με τη μορφή «μυστικού»).
Επίσης, αποτελούν ένα θαυμάσιο πολιτιστικό προϊόν εξαγωγής της αυριανής Τουρκίας προς τη Δύση, μια Δύση αφυδατωμένη πνευματικά από την «Θεοποίηση» της τεχνολογίας σε εξωτικό περιτύλιγμα, εξόχως ελκυστικό και έτοιμο προς άμεση κατανάλωση. Και εφόσον το πείραμα έχει ήδη στεφθεί με επιτυχία στη Δύση, ποιος θα το εμποδίσει να λειτουργήσει με μεγαλύτερη ακόμη επιτυχία στα πολυεθνικά και πολυπολιτισμικά Βαλκάνια; Μη λησμονούμε ότι το κέντρο του βαλκανικού Μπεκτασισμού βρίσκεται στην Αλβανία.
Εάν, όμως, η χρήση που θα γίνει από τον γεωπολιτικό σχεδιαστή, αυτών των πολιτισμικών εξαγωγών, δεν έχει ως στόχο την εξυπηρέτηση επεκτατικών στόχων κύκλων της τουρκικής ηγεσίας, τα Τάγματα αυτά μπορούν να αποτελέσουν στοιχείο συνεννόησης και βάση πολιτιστικής αλληλοκατανόησης και ανοχής μεταξύ των μεσογειακών λαών και της Τουρκίας. Η φάση αυτή, εάν προηγηθεί, μπορεί να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για τη δημιουργία συνθηκών και περαιτέρω πολιτικής συνεννόησης μεταξύ των λαών αυτών.

Η σύγχρονη Τουρκία: Κοινωνία, Οικονομία και Εξωτερική πολιτική
Ελληνικό Ίδρυμα Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής
Εκδ. Παπαζήση
2002
Απόσπασμα από το κεφάλαιο «Το τουρκικό ισλαμοφανές μυστικιστικό ταγματικό φαινόμενο: οι δυνατότητες του πολιτιστικού συγκριτισμού στην προοπτική της διεθνικής αλληλοκατανοήσεως». Το κείμενο υπάρχει ολόκληρο ανηρτημένο διαδικτυακά σε διεύθυνση του Τμήματος Τουρκικών Σπουδών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών.

.~`~.
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική

Ανθρωποποίηση.


There's nothing you can do, to stop it from happening.

$
0
0

I
Is China Destined to Be Number One?

I 'm afraid so. You know it's simple demographics. If all that China has to do is to achieve per capita income that is only 25 percent that of United States than china's GNP will become larger. And you know, if you look at the past two thousand years of world history from the year one to the year 1820... for 18 hundred out of the last two thousand years, the two world largest economies where always China and India. So it's only that in the last 200 years that Europe took off and North America took off, but if you view the past two hundred years in consideration with the past two thousand years, the past two hundred years have been a major historical aberration. So all aberrations comes to a natural end, and you go back to the historical norm, and therefore is perfectly normal to have China as a number one economy in the world, and there's nothing you can do, to stop it from happening.
Kishore Mahbubani
Kishore Mahbubani (born 24 October 1948, Singapore) is a notable academic and former Singaporean diplomat. He is currently Professor in the Practice of Public Policy and Dean of the Lee Kuan Yew School of Public Policy at the National University of Singapore. From 1971 to 2004 he served in the Singaporean Foreign Services, becoming Singapore's Permanent Representative to the United Nations. In that role he served as President of the United Nations Security Council in January 2001 and May 2002.

II
GDP (PPP) Shares the world total by selected countries (1820-2030).


«Τὸ 1750 τὸ ἀκαθάριστο κοινωνικὸ προϊὸν τῶν σημερινῶν ἀνεπτυγμένων (δυτ. Εὐρώπης, Σοβ. Ἑνώσεως, Β. Ἀμερικῆς, Ἰαπωνίας) εἶναι 35 δισεκατομμύρια δολλάρια ἔναντι τῶν 120 τοῦ "ὑπολοίπου κόσμου". Τὸ 1860 115 ἔναντι 165. Ἡ ἀνατροπὴ συμβαίνει μόλις μεταξὺ 1880 καὶ 1900: τὸ 1880 ὑπάρχουν 176 ἔναντι 169, τὸ 1900 290 ἔναντι 188 καὶ τὸ 1976 3.000 ἔναντι 1.000»...
Καὶ συμβαίνει ἡ ἀνατροπή... μεταξὺ 1880 καὶ 1900. οἱ χρονολογίες εἶναι τόσο ἀκριβεῖς, ὥστε δὲν ἐπιτρέπουν οὐδὲ τὴν παραμικρὴ ἀμφισβήτηση. Τί συμβαίνει ἀκριβῶς αὐτὴ τὴν ἐποχὴ πού φέρνει τὴν ἀπότομη μεταβολή;


.~`~.
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική

*

Citizenfour.

$
0
0



...η ύφη της υψηλά εκτεχνικευμένης κοινωνίας, από πρώτη όψη είναι απείρως περίπλοκη, διακλαδωμένη και κατακερματισμένη, ενώ στην πραγματικότητα η λειτουργία της εξαρτάται από σχετικά ολιγάριθμα ενεργειακά και πληροφορικά κέντρα.
(Γι’ αυτό και είναι στο σύνολο της τόσο τρωτή όσο δεν ήταν καμιά κοινωνία τού παρελθόντος)

.~`~.

*

Επαναστατισμός: Καλβινισμός -Ιησουιτισμός- Ρουσωισμός.

$
0
0

Στην υπακοή, όμως, που θεωρούμε ότι οφείλουμε στις προσταγές των κυβερνώντων πρέπει να κάνουμε πάντα μια εξαίρεση ή μάλλον πρέπει να είμαστε εξαιρετικά προσεκτικοί να μην είναι ασυμβίβαστη με την υπακοή μας σε Εκείνον, στη θέληση Του οποίου οι επιθυμίες όλων των βασιλέων πρέπει να υπόκεινται, στους νόμους Του οποίου οι προσταγές τους πρέπει να υποχωρούν, στο μεγαλείο Του οποίου τα σκήπτρα τους πρέπει να υποκλίνονται. Και, πράγματι, πόσο παράλογο θα ήταν αν, για να ευχαριστήσετε τους ανθρώπους, προσβάλλατε Εκείνον για χάρη Του οποίου υπακούετε στους ανθρώπους!... Όταν ανοίγει το ιερό Του στόμα, μόνο Αυτός πρέπει να ακούγεται, αντί όλων και πάνω από όλους. Είμαστε υπήκοοι των ανθρώπων που μας κυβερνούν, αλλά υποτασσόμαστε μόνο στο θέλημα του Κυρίου. Αν προστάξουν οτιδήποτε ενάντια σε Αυτόν, ας μην δώσουμε καμία προσοχή...
Προτεσταντικό Ισλάμ ή Προτεσταντικός Σιιτισμός, δηλαδή Καλβινισμός
Calvin - Institutes

α´
Αυτή ήταν η προέλευση του Καλβινιστικού δόγματος του καθήκοντος της αντίστασης στους τυράννους και του δικαιώματος καθαίρεσης των βασιλέων. Απέχει ελάχιστα η θέση ότι ο βασιλιάς αποκτά την εξουσία από το Θεό, και ότι οι άνθρωποι μπορούν να κρίνουν ότι έχει χάσει αυτή την εξουσία, από τη θέση ότι ο βασιλιάς αποκτά την εξουσία από το λαό. Σύμφωνα με αυτή την αρχή, οι Σκωτσέζοι, το 1567, εκθρόνισαν τη Βασίλισσα των Σκώτων, Mary, και οι Ολλανδοί τον Φίλιππο της Ισπανίας. Η πρακτική ενισχύθηκε θεωρητικά από τον Γερμανό Καλβινιστή, Johannes Althusius (1557-1638), ο οποίος υπήρξε ο πρώτος μεγάλος εκφραστής το δόγματος του πολιτικού συμβολαίου στη σύγχρονη του μορφή. Και από τον Althusius οδηγούμαστε στον Rousseau.

---------------------------------------------------------------
Ο παθιασμένος ζήλος των δικών μας πουριτανών με την εκ μέρους τους εφαρμογή της εβραϊκής ιστορίας στην αγγλική πολιτική, οι πολιτικές αρχές των υπερασπιστών των πολιτικών ελευθεριών στην Αμερική, ο άγριος ενθουσιασμός των Σκώτων οπαδών της ομολογίας της Πίστεως του 1633, των Ολλανδών διαμαρτυρόμενων και των Μπόερς εκπηγάζουν από την Παλαιά μάλλον παρά από την Καινή Διαθήκη... Ο Έλληνας ήταν πάντοτε έτοιμος να προασπιστεί ένα δόγμα. Αισθανόταν βαθιά αντιπάθεια και περιφρόνηση για τους χριστιανούς αιρετικούς, οι οποίοι ήταν συνήθως λιγότερο ενημερωμένοι από τον ίδιο και γενικώς πολύ φανατικοί. Ωστόσο, ήταν πιο ανεκτικός απέναντι στους αιρετικούς απ'ότι οι κάτοικοι της Δύσης, οι οποίοι στη διάρκεια του Μεσαίωνα έτρεφαν για τους αιρετικούς φανατικό μίσος και περιφρόνηση... Οι Έλληνες δεν θεώρησαν ποτέ κάποιο ζήτημα ως ικανό να τους προκαλέσει πάθος ανάλογο με εκείνο που επέδειξαν οι στρατιώτες της Δύσης. Με τη θρησκεία να έχει καταστεί φιλοσοφία βασιζόμενη στην Καινή Διαθήκη και την απώλεια της δυνατότητας της Παλαιάς Διαθήκης να επηρεάζει τον εθνικό βίο, δεν υπήρχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την διάδοση των θρησκευτικών τους πεποιθήσεων... Στους αιώνες που ακολούθησαν η θρησκεία δεν παρότρυνε ποτέ τους Έλληνες να εμπλακούν σε διάφορες αποστολές. Ο Έλληνας δεν ήταν ικανός για θρησκευτικούς συναισθηματισμούς, εκτός σε ό,τι αφορούσε στην προσωπική του συμπεριφορά, στην ελεημοσύνη, την καλοσύνη προς τους αδερφούς ορθόδοξους χριστιανούς και την ηθική του ως ατόμου και εμπόρου. Ο χριστιανισμός είχε ήπια επίδραση επί του Έλληνα και δεν πέτυχε να καταστεί μια από τις ισχυρές δυνάμεις του έθνους παρά μόνο ως φιλοσοφικό σύστημα, εξαιτίας παραγόντων που οφείλονταν στην καταγωγή του, τις παραδόσεις του και στη θεολογική του παιδεία. Τότε, όπως και τώρα, οι Έλληνες δεν μπορούσαν να συμπαθήσουν ή έστω να κατανοήσουν το θρησκευτικό συναίσθημα που οδήγησε του Δυτικούς, να εμπλακούν σε μεγάλα κινήματα, ακόμα και σε πόλεμο, προκειμένου να υπερασπιστούν ένα σκοπό μόνο και μόνο επειδή αυτός ο σκοπός ήταν δίκαιος. - Edwin Pears
---------------------------------------------------------------

Ο Rousseau, όπως είναι γνωστό, ήταν πολίτης της Γενεύης, και το άγαλμα του βρίσκεται σε ένα μικρό νησάκι στη μέση του Ροδανού, εκεί που κυλά πέρα από τη δυτική πλευρά της λίμνης. Ήταν περήφανος που ήταν πολίτης αυτής της πόλης-κράτους, «citoyen de Geneve», ιδιαίτερα επειδή ο όρος «πολίτης» ειχε την έννοια του «αριστοκράτη», και όχι αυτή που του προσέδωσε η Γαλλική Επανάσταση. (οι πολίτες και οι δημότες ήταν οι δύο προνομιούχες τάξεις της Γενεύης). Ο Rousseau ανατράφηκε σύμφωνα με τις ιδέες και τα δόγματα της υπέρτατης μορφής της ιστορίας της Γενέυης, του θεμελιωτή του θεοκρατισμού, του Καλβίνου (αν και αργότερα «προσχωρησε» στον Καθολικισμό)'μελέτησε το Institutes.
Η Γενεύη μπορεί πράγματι να θεωρηθεί η πόλη-σύμβολο των διεθνών Επαναστατικών: είναι η πόλη του Καλβίνου, του Rousseau και της Κοινωνίας των Εθνών (και ορισμένοι από τους θεωρητικούς της Κοινωνίας μπορούν να χαρακτηριστούν Επαναστατικοί). Η διασύνδεση όμως αυτή είναι εξωτερική και συμβολική'μια πραγματική συγγένεια ιδεών μπορεί να εντοπιστεί σε δύο επίπεδα, στο πολιτικό και το φιλοσοφικό ή θεολογικό.
Αν και τα δόγματα που κήρυττε ο Καλβίνος έκλιναν προς τη λαϊκή κυριαρχία, ο ίδιος δεν πρότεινε αυτό το δόγμα: το δόγμα του ήταν η κυριαρχία του Θεού. Ήταν αυστηρά θεοκρατικός. Η εξουσία των βασιλέων και των δικαστών προέρχεται από το Θεό και όχι από το λαό. Παρ'όλα αυτά, εκθειάζοντας την κυριαρχία του Θεού ελαχιστοποιούσε αντίστοιχα τις ταξικές διαφορές μεταξύ των ανθρώπων. Στα μάτια του Θεού όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι'και αν κάποιος βασιλιάς ή δικαστής διατάξει κάτι ανήθικο ή ανευλαβές το φυσικό καθήκον της υπακοής μετατρέπεται στο ειδικό καθήκον της ανυπακοής...
Υπάρχει, επίσης, και μια βαθύτερη σύγκριση ανάμεσα στον Rousseau και τον Καλβίνο. Και οι δύο θεώρησαν αξιωματικά ότι υπάρχει μια υπερβατική πηγή εξουσίας πίσω από τον πολιτικό μηχανισμό των κοινωνικών συμβολαίων, των αιρετών βασιλέων και της λαϊκής διακυβέρνησης. Αυτό που είναι ο Θεός για τον Καλβίνο είναι η γενική βούληση (ο πανταχού παρών κοινωνικός Θεός) για τον Rousseau, και αυτό διευκολύνει τα πολιτικά τους συστήματα να αποφύγουν τα προβλήματα της κοινότυπης διακυβέρνησης της πλειοψηφίας ή της αντιπροσωπευτικής διακυβέρνησης.
Έχει ειπωθεί ότι η δημοκρατία είναι η διακυβέρνηση εκείνων που διατείνονται ότι μιλούν «εξ ονόματος του λαού». Στη δημοκρατία του Rousseau είναι εκείνων που υποστηρίζουν ότι ενσαρκώνουν τη γενική βούληση. Κατά τον ίδιο τρόπο η θεοκρατία στην πράξη είναι η διακυβέρνηση εκείνων που ισχυρίζονται ότι ομιλούν «εξ ονόματος του Θεού». Και η δικτατορία του προλεταριάτου είναι η δικτατορία εκείνων που ισχυρίζονται ότι ομιλούν «εξ ονόματος του προλεταριάτου». Οι ισχυρισμοί αυτοί της αποκλειστικής αντιπροσωπευτικότητας αποτελούν ένα σταθερό χαρακτηριστικό του Επαναστατικού δόγματος.
Σε φιλοσοφικό ή θεολογικό επίπεδο, ο Rousseau βρισκόταν πιο κοντά στον Λούθηρο από ό,τι στον Καλβίνο. Και οι δύο εκπροσωπούν την αντι-διανοητικιστική θρησκευτική σκέψη ή μυστικισμό και μια υπεροχή του συναισθήματος και του αισθήματος έναντι της διανόησης. Αποκαλύπτουν , επίσης, μια αυξυμένη συναίσθηση του εαυτού και θρησκευτικό εγωκεντρισμό, που οδηγεί σε απόλυτο υποκειμενισμό. Ο Rousseau υπονόμευσε τη φυσική ηθική, όπως ο Λούθηρος ανέτρεψε την υπερφυσική ηθική και το δόγμα της ευσπλαχνίας.

β´
Οι Επαναστατικοί μπορούν να οριστούν πιο συγκεκριμένα ως εκείνοι που πιστεύουν με πάθος στην ηθική ενότητα της κοινωνίας των κρατών ή διεθνούς κοινωνίας, που ταυτίζονται με αυτήν και, κατά συνέπεια, αφενός ισχυρίζονται ότι μιλούν εν ονόματι αυτής της ενότητας και αφετέρου αισθάνονται τεράστια υποχρεώση να την πραγματώσουν ως πρώτο στόχο της διεθνούς πολιτικής. Σύμφωνα με αυτούς, το σύνολο της διεθνούς κοινωνίας υπερβαίνει τα τμήματα του. Οι Επαναστατικοί είναι κοσμοπολίτες παρά «διεθνιστές» και η διεθνής θεωρία και πολιτική τους έχει έναν «ιεραποστολικό χαρακτήρα» (Dawson).
Υπάρχουν τρία εξαιρετικά παραδείγματα αυτών των διεθνών Επαναστατικών: οι θρησκευτικοί Επαναστατικοί του δεκάτου έκτου και δεκάτου εβδόμου αιώνα, οι Γάλλοι Επαναστατικοί (ειδικότερα οι Ιακωβίνοι) και οι Επαναστατικοί του ολοκληρωτισμού του εικοστού αιώνα.
Οι θρησκευτικοί επαναστατικοί του δεκάτου έκτου και δεκάτου εβδόμου αιώνα ήταν Προτεστάντες και οι Καθολικοί. Οι Προτεστάντες υποστήριζαν ότι υπάρχουσα έκφραση της κοινωνίας των κρατών ήταν σαθρή και διεφθαρμένη και ότι χρειαζόταν αφενός μεταρρύθμιση, η οποία, στην πραγματικότητα, ήδη λάμβανε χώρα μέσω των εσωτερικών διεργασιών της ιστορίας -ή, όπως θα έλεγαν, μέσω της Θείας Πρόνοιας- μέχρι το σημείο μεταρρυθμίσεις και καθάρσεις, να οδηγήσουν σε μια νέα κοινωνία των κρατών.

---------------------------------------------------------------
Η κύρια συνεισφορά της Μεταρρύθμισης στο σύστημα των εθνών-κρατών ήταν η καταστροφή της παραδοσιακής ιδέας περί ενότητας στην εκκλησία και στην αυτοκρατορία. Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα την αναδιοργάνωση της Ευρώπης εδαφικά σε διακριτά εθνικά κράτη. Έτσι, το κέντρο της ιδέας του κράτους είχε μετατοπιστεί από την παγκόσμια αυτοκρατορία στο εδαφικό κράτος και από την εκκλησιαστική στην εθνική υπεροχή. Οι κύριοι ηγέτες της Μεταρρύθμισης ήταν ο Μαρτίνος Λούθηρος, ο Μελάγχθων, ο Ζβίγγλιος και ο Καλβίνος. Οι κυριότερες συνεισφορές του Λούθηρου στη δημιουργία του έθνους-κράτους ήταν η «σαφής διάκριση που έκανε μεταξύ πολιτικής και πνευματικής εξουσίας, η έμφαση που έδινε στην κοσμική σε αντίθεση προς την εκκλησιαστική ισχύ, και η σημασία που απέδιδε στην στην παθητική υπακοή στην καθεστηκυία τάξη στο κράτος και στην κοινωνία». Η εθνικοποίηση των εκκλησιών ως ένα από τα σημαντικότερα συμπληρωματικά γεγονότα της ωρίμασης του συστήματος των εθνών-κρατών στην Ευρώπης, ολοκληρώθηκε με επιτυχία μετά τη Μεταρρύθμιση. - Ahmet Davutoğlu
---------------------------------------------------------------

Οι Καθολικοί υποστήριζαν ότι η υπάρχουσα διεθνής κοινωνία της Χριστιανοσύνης, η Ευρώπη, υπονομευόταν από τις εξεγέρσεις και τις αιρέσεις και χρειαζόταν να αποκατασταθεί. Ο Προστεσταντικός Επαναστατισμός βρήκε την κλασική του έκφραση στους Καλβνιστές, ειδικότερα τους Γάλλους Ουγενότους, ενώ ο Καθολικός Επαναστατισμός στους Ιησουίτες (αυτός ήταν ένας Αντι-Επαναστατισμός, αναφερόμαστε δηλαδή στην Αντιμεταρρύθμιση, η οποία ωστόσο συνιστά Επαναστατισμός, σύμφωνα με τον ορισμό μας). Είναι γνωστό το πως η πολιτική των φιλοσοφία των Καλβινιστών και αυτή των Ιησουιτών αναπτύχθηκαν ακολουθώντας παρόμοιες γραμμές και πως προσέγγιζαν η μια την άλλη με θεωρίες ισχύος που βασίζονταν στη λαϊκή συναίνεση, με θεωρίες περί δικαιώματος αντίστασης κατά των βασιλικών διακυβερνήσεων και της τυραννοκτονίας... Το βασικό παράδειγμα της Καλβινικής πλευράς είναι το Vindiciae contra Tyrannos (1579) και της Καθολικής πλευράς ο Καρδινάλιος Bellarmine με τη θεωρία περί έμμεσης εξουσίας, η οποία δικαιολογεί την Παπική παρέμβαση (ο Hobbes εναντιώθηκε σε αυτήν στο τελευταίο βιβλίο του Leviathan), και ο Botero, ένας μαθητής των Ιησουιτών από το Πιεμόνδο, με το έργο του Della Ragion di Stato (1589).
Μια ανάλογη σχέση αλληλεξάρτησης ανάμεσα σε Επαναστατικούς του ολοκληρωτισμού της αριστεράς και της δεξιάς μπορεί να παρατηρηθεί στον εικοστό αιώνα, μια αλληλεξάρτηση μαζί με μια διαλεκτική εχθρότητα και μια αμοιβαία εξομοίωση των διεθνών τους θεωριών, την έκταση της οποίας θα εξετάσουμε αργότερα.
Υπάρχουν ίσως δύο λόγοι για να μελετήσουμε τους Επαναστατικούς πριν από τα δύο άλλα ρεύματα σκέψης [Ρασιοναλιστές, Ρεαλιστές]... Κατά την ιστορική εξέλιξη, η οποία οδήγησε στην κατάσταση των σχέσεων που αποτελούν που αποτελούν το ζήτημα-θέμα των διεθνών σχέσεων, υπήρξε πρώτα μια αποτελεσματική κοινωνία κρατών, η Republica Christiana, η οποία διέθετε σε κάποιο βαθμό μια συνταγματική ενότητα, εκκλησιαστική και πολιτική, που από καιρό σε καιρό είχε διακυμάνσεις αλλά, ωστόσο, για περίπου πεντακόσμια χρόνια (700-1200 μ.Χ.) ήταν σίγουρα μεγαλύτερη από καθε συνταγματική ενότητα που γνώρισε η κοινωνία των κρατών έκτοτε. (Από πολλές απόψεις ο πρόγονος του σύγχρονου Επαναστατισμού ήταν η Μεσαιωνική Καθολική Εκκλησία). Δεύτερον, υπήρξαν συνεχείς και οργανωμένες αμοιβαίες συναλλαγές μεταξύ των μελών της Republica Christiana [μεταμοντέρνα επαναφορά της οποίας είναι η Ε.Ε. Η σημερινή Ευρώπη είναι δημιουργία των χριστιανοδημοκρατών]. Μόνο πολύ πρόσφατα οι δεσμοί μεταξύ τους ατόνισαν τόσο ώστε να αποδέχονται τον πόλεμο ως έσχατο ρυθμιστή της σχέσης τους και να αποκηρύσσουν οποιαδήποτε υποταγή σε κάποια ανώτερη πολιτική αρχή. Το ιστορικό προβάδισμα της Επαναστατικής κοινωνίας των κρατών είναι ένας λόγος για να μελετηθεί πρώτη'ένας δεύτερος λόγος είναι ότι, κατά κάποιο ιδιαίτερο τρόπο, είναι αντιπροσωπευτική του Δυτικού πολιτισμού. Αποτελεί παράδειγμα του ηθικού δυναμισμού και της ενέργειας του.
Αυτό που διακρίνει τη Δυτική κουλτούρα από τους άλλους πολιτισμούς του κόσμου είναι ο ιεραποστολικός της χαρακτήρας -η μετάδοση της από τον ένα λαό στον άλλο μέσω μιας συνεχούς διαδοχής πενυματικών κινημάτων... Ο Δυτικός πολιτισμός υπήρξε η μεγάλη μαγιά αλλαγής στον κόσμο επειδή η αλλαγή του κόσμου έγινε αναπόσπαστο τμήμα του πολιτιστικού του ιδεώδους.
Προτού αφήσουμε τους Επαναστατικούς πρέπει να επισημανθεί μια πιθανή αντίθεση τους προς τα δύο άλλα ρεύματα, το Ρεαλιστικό και Ρασιοναλιστικό. Θα μπορούσε ίσως να τεθεί το ερώτημα αν οι Επαναστατικοί συνιστούν μια συνεχή παράδοση φιλοσοφικής σκέψης, αν υπάρχει κάτι σε αυτούς που να μοιάζει με σχολή σκέψης, μια αναγνωρισμένη συνέχιση, που να πηγαίνει από τον Καλβίνο μέσω του Rousseau στον Hitler και τον Stalin. Μπορεί να υποστηριχθεί ότι τα τρία παραδείγματα διεθνούς Επαναστατισμού, οι Θρησκευτικοί Πόλεμοι, οι Γάλλοι Επαναστατικοί και οι Επαναστατικοί του Ολοκληρωτισμού του εικοστού αιώνα ήταν ασύνδετες εκρήξεις θρησκευτικού φανατισμού, μεμονωμένες περιπτώσεις παροξυσμού που συνδέονται μόνο επειδή είναι συμπτώματα μιας κοινής ασθένειας.
Ωστόσο, υπάρχει κάποιος βαθμός συνειδητής συγγένειας και αναγνωρισμένης συνέχισης ανάμεσα στους οπαδούς του ολοκληρωτισμού του εικοστού αιώνα και τους Γάλλους Επαναστατικούς. Ο Μαρξισμός αναγνωρίζει τον Babeuf ως τον πρώτο Σοσιαλιστή, με διαφορετικό τρόπο αναγνωρίζει τον Robespierre και τους Ιακωβίνους ως τους εκπροσώπους της αστικής επανάστασης, η οποία ήταν αναγκαίος πρόδρομος της επανάστασης του προλεταριάτου, και οι Ιακωβίνοι ήταν βέβαια απόγονοι του Rousseau. Ο Φασισμός αναγνώριζε, όχι με διαφορετικό αλλά μάλλον πιο τραχύ τρόπο, τους Γάλλους Επαναστατικούς, υιοθετώντας μεγάλο μέρος των ιδεών και των τεχνικών τους (όπως κάνουν και οι Κομμουνιστές), ζητώντας όμως παράλληλα να καταργήσουν τη Γαλλική Επανάσταση ώστε να λήξει η περίοδος που είχε αρχίσει μ'αυτήν, κατά την οποία είχαν υποστεί πλήρη επεξεργασία οι ιδέες της επανάστασης και είχαν εξαχθεί τα συμπεράσματα της. (Αυτό ήταν το αγαπημένο θέμα του Mussolini, του λιγότερο απαίδευτου ηγέτη από τους φασίστες ηγέτες). Η Γαλλική (Συντακτική) Συνέλευση αποτέλεσε ορόσημο μιας νέας χρονολογικής εποχής το 1792. Οι Ιταλοί Φασίστες έκαναν το ίδιο εγκαινιάζοντας τη Φασιστική εποχή, ένα νέο χρονολογικό υπολογισμό με αφετηρία την Πορεία στη Ρώμη, και με την πράξη τους αυτή μιμήθηκαν και ταυτόχρονα απέρριψαν τη Γαλλική Επανάσταση. Το βιβλίο του Talmon, The Origins of Totalitarian Democracy, ανάγει την ολοκληρωτική δημοκρατία πίσω στις πηγές της, στον Rousseau, και αποσαφηνίζει μια γραμμή πνευματικής καταγωγής που είχε παραμεληθεί. Ωστόσο, μπορεί αυτή η γενεαλογική γραμμή να εντοπιστεί και πριν από την εποχή του Rousseau;
Ακόμη και μια μικρή γνώση ιστορίας θα μας υποδείκνυε ότι οι τεχνικές της τυραννίας που χαρακτήρισαν τον εικοστό αιώνα βρίσκουν τα πρωτότυπα τους όχι σε αυτά που έκαναν οι οπαδοί του Rousseau στη δεκαετία του 1790, αλλά σε αυτά που η Καθολική Εκκλησία, και οι διάφοροι διώκτες των Προτεσταντών, έκαναν, ή επιχείρησαν να κάνουν, με τον εξαιρετικά περιορισμένο κυβερνητικό τους εξοπλισμό κατά το δέκατο έκτο αιώνα, καθώς και σε αυτά που η Καθολική Εκκλησία είχε ήδη κάνει την εποχή της ακμής της, δηλαδή κατά τον Μεσαίωνα. Υπάρχει οικογενειακή ομοιότητα μεταξύ των Δυτικών τυραννιών, άραγε υπάρχει και συγγένεια ιδεών;

Επίλογος
Παρ'όλα αυτά, η καταγωγή των Επαναστατικών ιδεών και η συνέχεια του στοχασμού είναι ασαφής ή αβέβαιη. Η επαναστατική παράδοση μπορεί να παραλληλιστεί περισσότερο με σειρά κυμάτων παρά με ρεύμα. Γι'αυτούς, η συνέχιση είναι ελάχιστα σημαντική. Υπάρχει, μάλλον, μια σειρά ασύνδετων απεικονίσεων των ίδιων πολιτικο-φιλοσοφικών αληθειών, όπως οι καταχωρίσεις στα αρχεία ενός ψυχιάτρου αποτελούν ασύνδετα παραδείγματα μερικών κοινών αρχών. Είναι χαρακτηριστικό του Επαναστατισμού, όχι μόνο στη διεθνή θεωρία, να απαρνείται το παρελθόν του, να επιχειρεί να ξεκινήσει από το μηδέν, να εγκαταλείπει την ιστορία και να ξαναρχίζει. Και όταν (όπως συμβαίνει συχνά) υποχρεώνεται να συμβιβαστεί με το ίδιο του το παρελθόν, το κάνει με αυθαίρετη επιλογή και με ένα δόγμα απόρριψης και αντικατάστασης. Ο Rousseau παραδέχεται την Μεταρρύθμιση, αλλά στο συνειδητό επίπεδο τη θεωρεί ξεπερασμένη. Οι Μαρξιστές αναγνωρίζουν τους Ιακωβίνους, αλλά σε συνειδητό επίπεδο τους θεωρούν ξεπερασμένους.
Η οικογενειακή ιστορία του Επαναστατισμού είναι πατροκτονική:
«Ναι: αυτός είναι ο πατέρας μου, και, αφού ήταν απαραίτητο, τον σκότωσα». Ο Freud θα υποστήριζε ότι αυτό συνιστά την πραγματικότητα όλων των οικογενειακών σχέσεων.

Διεθνής θεωρία. Tα τρία ρεύµατα σκέψης
Εκδ. Ποιότητα


.~`~.
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική

"International Relations Theory and Western Dominance," Oxford University Lecture by Amitav Acharya.

$
0
0

.~`~.
Εισαγωγή

Αφορμή για την ανάρτηση αυτή, πέρα από την προσωπική μου αντίληψη για τα πράγματα, είναι σχόλια όπως το κάτωθι, τα οποία συναντώ όλο και πιο συχνά στο διαδίκτυο (όπου IR = International Relations):
"Anglo american IR theory does not explain asian wars and diplomacy, that is why I consider western IR theory to be complete and total garbage. Nothing in IR theory makes sense in asian history. I am worried that those people in the west that study IR theory will understand even less of asian affairs then those who know nothing about IR theory".

“When was the last time a non-American thinker based at a non-American institution came up with an idea that changed the way we see the world?” a participant asked at last year’s G20 Foreign Policy Think Tanks Summit, held in Philadelphia. “Has there been any non-American idea in the past decade or two that had a true impact on global thinking, such as Samuel Huntington’s Clash of Civilization, Fukuyama’s End of History, or Joseph Nye’s Soft Power?
The inability to find a clear answer to these provocative questions points to an intriguing gap: While the world is heading towards economic multipolarity, our intellectual world is still fundamentally unipolar. The field of International Relations is dominated, like few other disciplines, by US-American thinkers and those based in US institutions.
While Martin Wight once asked “Why is there no international relations theory?”, Amitav Acharya and Barry Buzan ask a slightly different but even more timely question in this thought-provoking book: “Why is there no non-Western international relations theory?” The book project brings together a series of essays on international political thought in Asia. In their entirety, the collection provides a rich number of different viewpoints developed across the continent.
In separate chapters, readers learn about IR theorizing in China, Japan, Korea and Indonesia, among other states. The choice seems somewhat aleatory: Why is there no thinker from Central Asia, Turkey or Russia? The latter two relate to a larger, equally unresolved question: Who exactly is part of the non-West? From an institutional point of view, wouldn’t Japan, a member of the G7, be part of the West?


.~`~.
"International Relations Theory and Western Dominance,"
Oxford University Lecture by Amitav Acharya

Amitav Acharya
Πηγή

In the field of international relations, there is now a growing recognition that what passes for theory has been, and continues to be, shaped mainly by the Western ideas, experiences, and practices. Stanley Hoffman once famously described the field of international relations as an ‘American social science.’ If this is true of the entire field, it is even more so of its theory, although the latter is more accurately characterised as “western”, rather than merely “American”, despite the latter’s greater claim to “social scientifism”. Moreover, international relations as a field of study is no longer the exclusive preserve of either American or Western universities. Some of the fastest advances in the discipline are taking place in non-Western countries, especially China, India and even Indonesia. In China, for example, some 48 universities are now conferring bachelor degree in international studies. Yet, IR theory remains stubbornly Western, incorporating relatively few insights and voices from the non-West.
Why is this the case? A recent investigation into this question by a project led by Barry Buzan and this writer and entitled “Why is there no Non-Western IR Theory: Reflections on and from Asia”, came up with a number of possible explanations. These explanations, which can apply to other parts of the non-Western world, range from the hegemonic status of Western scholars, publications and institutions in IR, to a realisation that Western IRT has discovered the right path to understanding IR, or the right answers to the puzzles and problems of the day, to a serious lack of institutional resources, the problem of language, and the close nexus between IR academics and the government which discourages theoretical work. We also found an uncritical acceptance of Western theory, a lack of confidence to take on Western theorists, blind deference to scholars from prestigious Western institutions, such as Australian scholars studying Indonesia who “may think Indonesia as their academic backyard”, and too much social life for scholars. What passes for theory in Asia is mostly theory-testing, scholars looking at Western thinking, and applying to the local context, rather than injecting indigenous ideas and insights from local practices to the main body of IR theory.
Of these, the first explanation, namely the hegemonic status of Western IRT, is of particular importance. To elaborate, this project is:
...not about whether Western IRT has found all the right paths to truth. It is about whether, because Western IRT has been carried by the dominance of Western power over the last few centuries, it has acquired a Gramscian hegemonic status that operates largely unconsciously in the minds of others, and regardless of whether the theory is correct or not. Here one would need to take into account the intellectual impact of Western imperialism and the success of the powerful in imprinting their own understandings onto the minds and practices of the non-Western world...the process of decolonisation left in its wake a world remodelled, sometimes badly, on the lines of the European state and its ‘anarchical society’ form of international relations. The price of independence was that local elites accept this structure, and a good case can be made that they not only did so under duress, but absorbed and made their own a whole set of key Western ideas about the practice of political economy, including most conspicuously and most universally, sovereignty, territoriality and nationalism. (Introduction to the Acharya and Buzan Volume)
It is this type of Western dominance that forms the rationale for my project of which this lecture is a very preliminary and truncated version. In this project, I explore the following questions:
1. If we assume some form of Western dominance in IR theory exists, can we come to some agreement as to what it actually means, or how is it manifested?
2. Is Western dominance merely an intellectual question, i.e. establishing the ‘non-universality’ of IR theory, or a normative one, extending to an examination of whether and how IRT has legitimised the West’s dominant position in the international system?
3. How is Western dominance reflected in some of the principal approaches to international order?
I should note here that it is not my aim to start a new ‘debate,’ as happened in the past between Idealists and Realists, or traditionalists and behaviouralists, or rationalists and post-positivists. This would amount to taking an extreme position for and against something or someone. I do not dismiss, much less denounce, the contribution of IR theory in spreading the discipline of international relations in the non-West. I also acknowledge that IR theory is not a monolith, and that some theories are more sensitive to non-Western experience and hence more cognizant of the dominance of the West over the non-West, than others. These include post-colonialism, feminism, and even some versions of what may be called “subaltern constructivism”, i.e. social constructivism that recognises the two-way diffusion of ideas and norms and examines the patterns of socialisation leading to community-building in the non-Western world. I also do not consider the problem of Western dominance as a grand conspiracy by Western intellectual elites and their leaders to keep the rest of the world down and out. Instead, I view Western dominance as inevitable, perhaps even necessary, deriving from the West’s recent historical position. Instead of being a grand conspiracy, I see it as a series of loosely connected intellectual discourses, which have excluded the non-West, due as much to the intellectual conditioning associated with Western power and influence as to the ignorance or laziness of the theorist, or his/her proclivity for generating testable hypotheses by keeping the relevant samples relatively small and familiar, and thus Western.
Despite these caveats, I think we do have a problem in IR theory’s claim to universality that is worthy of serious intellectual investigation. But before setting out to do so, let me offer some clarifications about the key terms that I will use and my definition of the problem to be investigated.
· First, what do I mean by international relations theory for the purpose of this project.
· Second, what I mean by western dominance, and the related question of how IR theory reflects and legitimises it. This is a critical question that will determine the scope and nature of my analysis.
· Third, what are the bases of international order which constitute the core of this study.

Theory
Definitions of what constitutes IR theory vary widely. As we observed in the introduction to the Acharya-Buzan project on non-Western IR Theory, there is especially a dichotomy between “the hard positivist understanding of theory which dominates in the US, and the softer reflectivist understandings of theory found more widely in Europe. Many Europeans use the term theory for anything that organises a field systematically, structures questions and establishes a coherent and rigorous set of interrelated concepts and categories. The dominant American tradition, however, more usually demands that theory be defined in positivist terms: that it defines terms in operational form, and then sets out and explains the relations between causes and effects. This type of theory should contain – or be able to generate – testable hypotheses of a causal nature.”
Of course I acknowledge that this American-European divide can be overstated, that there is considerable overlap between American and European, with Canadian somewhere in between. In this project, however, I use the broader European understanding of theory, simply because it is closer to how theory is understood and accepted in the non-West.

Western Dominance
I then turn to the second concept that requires clarification: what do I mean by Western dominance. This is a far more difficult task. Normally, dominance means physical subjugation of the weak by the strong. But there can be other, softer forms of dominance. The Gramscian notion of hegemony offers a useful framework for capturing the essence of dominance. First, dominance, like the Gramscian notion of hegemony is both material and ideational. Since IR theory is essentially a set of ideas, it is a natural arena where Western dominance would be clearly manifested. Second, drawing upon the well-known formulation of Robert Cox that ‘Theory is always for someone and for some purpose’, IR theory can be generally understood as serving the purpose of the dominant Western actors. Last but not the least, dominance, like hegemony, is both sustained by coercion and consent, but consent may be the more important element. It is therefore not surprising to see many scholars in the non-West accepting and using IR theory without much hesitance, at least initially, and that the field of international relations has progressed in the non-West despite having been rooted in Western historiography and foreign policy experience.
Dominance can take many different forms: exclusion, ethnocentrism, marginalization, oppression, contempt, ignorance, etc. In this essay, I will define Western dominance in terms of four dimensions: (1) auto-centrism (2) universalism, (3) disjuncture, and (4) agency denial. Together, they have contributed to four essential tendencies in IR theorizing.
· Auto-centrism refers to the tendency of theorizing about key principles of mechanisms of international order from mainly Western ideas, culture, politics, historical experiences and contemporary praxis. Conversely, it is reflected in the disregard, exclusion and marginalisation of non-Western ideas, culture, politics, historical experiences and contemporary praxis. Part of this auto-centrism can be attributed to a sense of superiority of the Western pattern over non-Western one.. For elaboration, see may paper on Ethnocentrism and Emancipatory IR Theory.
· Universalism: refers to the tendency to view or present Western ideas and practices as the universal standard, while non-Western principles and practices are viewed as particularisms, aberrations or inferiorities. As Steve Walt found out while seeking justification for his selection of Middle East case studies to develop a theory about the origin of alliances, “international relations scholars have long relied on historical cases and quantitative data drawn from European diplomatic history without being accused of a narrow geographic, temporal, or cultural focus.” (Stephen Walt, The Origin of Alliances (Cornell, 1987), pp.14-15. Much of what passes for IR theory then is European diplomatic history and contemporary American foreign policy management.
· Disjuncture refers to the lack of fit between what passes for IR theory and the experience of the non-Western world, although Western scholars seldom see this as an obstacle to theory-building. We have serious problems when applying theories of conflict, cooperation, institution-building, norm diffusion dynamics, that dominate the literature of IR to the non-West.
· Agency denial refers to the lack of acknowledgment of the agency of non-western states, regional institutions, civil society actors in contributing to world order, even serious additions and extensions to the principles and mechanisms which were devised by the West; the non-West is seen as consumers, rather than producers, at least passive recipients rather than active borrowers of theoretical knowledge claims.
I should stress here is that these four dimensions of Western dominance are not mutually exclusive, but inter-related and can run parallel, or in sequence, with each other. But the scope of my analysis of Western dominance does not stop with an investigation of these four dimensions. This is not just a project about investigating how the development of IR theory has mainly been a Western enterprise and contribution. I have framed the title of my project in a deliberately ambiguous manner. My argument is that these above four tendencies in IR theory, which reflect the dominant position of the West in the international system, have also legitimized Western dominance of the international system. Most academic studies of IR theory’s lack of universality focus mainly on the issue of Western intellectual hegemony. But no consideration of western dominance in the formulation of IR theory can be complete without looking at the other part of equation: how IR theory, while itself being a product of Western dominance, has also legitimized Western dominance. This interactive relationship between IR theory and Western dominance is at the core of my investigation. Simply put, the development of IR theory is reflective of the dominant position of the West in the international system. And conversely, IR theory ahs helped to legitimize that dominance.
One example may be offered here, drawing upon an article by this author that is going to appear in a forthcoming issue of Political Studies, entitled: “State Sovereignty after 9/11: Disorganised Hypocrisy”. This essay examines the “selective sovereignty” thesis put forth by the Bush administration after the US attack on Afghanistan and before the war on Iraq. One key idea shaping the administration’s thinking on sovereignty is Professor Stephen Krasner’s view of sovereignty as “organised hypocrisy”. This refers to “the presence of long-standing norms that are frequently violated” for the sake of some “higher principles”- violations that are generally tolerated by the international community. Krasner has been twice a functionary of the Bush administration, first as a member of the National Security Council under Condolezza Rice, and then as head of policy planning for the State Department also under Rice. In an interview, Krasner himself admits that his views on sovereignty being “contingent of responsibility” was “something that we’ve [the Bush Administration] echoed since September 11th.” (“Sovereignty”, Interview with Stephen D. Krasner, by Harry Kreisler, “Conversations with History”, Institute of International Studies, UC Berkeley, March 31, 2003. http://globetrotter.berkeley.edu/people3/Krasner/krasner-con3.html). Moreover, his thesis that principle of sovereignty has been frequently violated through history without the international community “kicking and screaming” could not but have played its part in shaping the Bush administration’s rationale for intervention, including that in Iraq, which his predecessor in the US State Department, Richard Haas, articulated as a “limits to sovereignty thesis” (also known as “selective sovereignty”). This sanctioned intervention against states that are believed to harbour terrorist organisations, hence lose their claim to absolute sovereignty. Here is thus a good example of how a theoretical formulation, ‘organized hypocrisy’, justified intervention, a manifestation of American unipolar dominance of the post-Cold War international order. Uncovering this symbiotic relationship between power and policy, or IR theory and Western (in this case only American) dominance is one part of my project.

International Order
While international relations theory has a broad and complex domain, this project looks specifically at the ordering principles and mechanisms in world politics. This is based on the assumption, contestably so perhaps, that issues and mechanisms of international order dominate the theories of international relations or constitute the core of the theory of the discipline. IR theory is in many ways about investigating the sources, mechanisms and limitations of international order building. In this project, I look specifically at four ordering elements:
1. Sovereignties (to signify multiple conceptions of sovereignty): As the organizing principle of international order
2. Powers: Great Power relationships
3. Institutions: International and regional institutions
4. Values and Norms: Norm dynamics and normative change
There are other mechanisms which could be added to the above list: international law, balance of power, democracy etc. But I hope to include discussion of international law in sovereignty and institutions, while balance of power in the discussion of great powers and democracy can be looked at within the context of institutions.
Although my project does not specify a historical timeframe, it is very much concerned with exploring continuities between Western dominance in the classical notions and practices of international order and those in the contemporary setting. Ideas change, so do theories of international order. Contributions to IR theory which reflected primarily Western ideas and sanctioned Western dominance in 17-19th centuries may have lost their relevance or appeal today. Yet, some elements of Western dominance that marked the origins of these ideas may still persist. The study of international relations is changing in major ways, but an important question is whether western dominance of it persists, in terms of the four dimensions identified earlier, and whether the lack of non-Western voices and weak representation of non-Western experiences in IR theory today can be partly explained by the foundational principles and practices of international order in earlier junctures. This is a major intellectual puzzle and challenge for my project.
With these introductory remarks, I now turn to the four bases of international order and examine them in sequences.

Sovereignty and Its Discontents
That theoretical writings on the origins and impact of sovereignty derive mainly from the European experience and exclude the non-West is not difficult to prove. For example, IR theory has also seldom considered outcomes other than sovereign state-system out of the struggle between centralisation and decentralisation. But as Victoria Hui (IO article) argues, the tendency among Western IR theorists to regard empire (the Chinese experience after the warring states period) as aberration and decentralization (the Westphalia model) as the norm of international order-building is misleading. The outcome of the Warring States period in China leading the establishment of Qin empire should join the peace of Westphalia as an authentic, rather than aberrant, prospect for IR theorists. David Kang (IS article) has argued that the tendency among international relations theorists to dismiss hierarchy as an organizing principle of international order is similarly misplaced. For Kang, in classical East Asia, hierarchy built around the Chinese tributary system had been a stabilizing force, and may explain today why Asian states are not balancing China as would be consistent with realist theory.
But theoretical writings on sovereignty is a vivid reminder of how IR theory reflects Western dominance and has served to legitimize it. The natural law conceptions of sovereignty, identified with writers like Hugo Grotius, that prevailed before European colonial consolidation in the late 18th century, did not exclude non-western states. This changed with the rising power of European nations. European superiority in science, technology, warfare, among other areas, and European subjugation of non-Western territory required a new justification that could not be found under natural law conceptions of sovereignty under which non-western states could be considered to have sovereignty. Hence emerged a new body of international law, the positive international law regime, which would specify that sovereign statehood required a “delimited territory, a stable population, and most importantly, a reliable government with the will and capacity to carry out international obligations” (Jackson, p.61). Non-Western states were seen as not having been in possession of these, presumably because they were “differently civilised” to quote W.E. Hall (in Jackson, p.61). The constitutive recognition principle that resulted from this was both a reflection of rising Western power as well as an “instrument of Western dominance” used to exclude not just colonies but also independent entities such as China (Bull, cited in Jackson, p.61).
With decolonisation, the Westphalian model became was assumed to have become the universal model of the sovereign state-system. As Daniel Philpott puts it, “The history of sovereignty is the history of Westphalia’s geographic extension”. And says Chris Clapham adds: “The Third World states took to Westphalian sovereignty like “duckling to water.” (Both essays in Robert Jackson’s edited volume on Sovereignty)
Yet, the assumption that the non-West is incapable of playing the positive international law “sovereignty game” did not quite disappear after decolonization. Confronted with serious disjunctures between Westphalian sovereignty and the realities of state-building in the Third World, writers on sovereignty came up with a distinction between juridical and empirical statehood, and the idea of “negative sovereignty”, focusing mainly on the non-intervention principle. Jackson’s idea of negative sovereignty makes two assumptions: (1) Third World States are incapable of exercising positive sovereignty, (2) the principle of non-intervention is an instrument of state survival and regime security of Third World states, rather than the pursuit of positive and normative concerns.
These assumptions can be questioned. If positive sovereignty meant an ability to engage in the high politics of international affairs, i.e. questions of order, stability and justice, as well as power politics, then there can be many examples of Third World states playing the sovereignty game. India and China and the Colombo power in the 1950s, played such roles; while many of them suffered from contested boundaries, they did have “a stable population, and most importantly, a reliable government with the will and capacity to carry out international obligations” (Jackson, p.61). Moral concerns, such as decolonisation and resistance to superpower intervention, rather than narrowly conceived regime survival, played an important part in their concern with sovereignty. Hence, it would be wrong to assert that the sovereignty game in the non-West was primarily one of negative sovereignty, perhaps it was sufficiently distinctive to form a category of its own, combining both non-intervention and playing a part in the positive construction of international order mechanisms, such as peacekeeping.
Yet, the contribution of the non-West to the global sovereignty regime have not been captured in theoretical writings on the subject. While there is some literature on the contribution of Latin America to the non-intervention norm, Asia’s have been ignored. For example, writers of sovereignty such as Vattel accepted the principle of “justice of intervention for the balance of power,” meaning they considered intervention for the sake of protecting the balance of power as a legitimate prerogative of great powers, rather than as a threat to international order. John Vincent, Nonintervention and International Order (Princeton, N.J.: Princeton University Press, 1974), p. 290 But such exceptions will be unthinkable in the non-Western world, including post-war Asia, especially in the wake of the 1955 Bandung Conference, which was attended by more (total of 29) non-Western nations than the United Nations Conference on International Organization (UNCIO) which drafted the UN charter in 1945. While the Latin America’s response to the Monroe Doctrine extended the European principle geographically, the Asian construction of non-intervention extended the Westphalian principle beyond its original meaning by delegitimising participation in Cold War military pacts (which was seen as a form of intervention). The global sovereignty regime has developed with contributions from Europe, Latin America, Asia and Africa, and hence cannot simply be referred to as a linear and uncontested spread of European/Westphalian sovereignty.
A final point about the sovereignty debate, which has entered a new stage since the end of the Cold War. Then right of absolute sovereignty has been challenged, where states have abused the rights of their citizens, where they have failed to protect these rights because of weakness or collapse. Notwithstanding its justifications, to its non-Western critics, the doctrine of humanitarian intervention at its core assumes the inability of the non-Western countries to fulfill their obligations as civilised sovereign nations. Moreover, to some of these critics, humanitarian intervention is not as universal a principle as its Western proponents make it out to be, because the problems that justify such intervention are not problems for the West. To quote a Chinese scholar:
“For stronger, more developed countries largely free of international intervention in their own internal affairs, legitimizing international intervention would not involve loss of independence, sovereignty, or people’s welfare. However, in the case of weaker, developing countries, legitimizing international intervention entails loss of, damage to, independence, sovereignty, political stability, and people’s welfare.” (p. 30) Jia Qingguo, “China”, in in Humanitarian Intervention: The Evolving Asian Debate (Tokyo: Japan Centre for International Exchange, 2003, pp.19-32

Great Power Management
The primacy or “special responsibility” of great powers in the management of international order was well-recognised in classical European writings on the balance of power. But it was the European Concert which formalized the principle in a multilateral context. The fact that the Concert was also known for marginalizing the weaker states, even to the point of sanctioning their territorial dismemberment of even disappearance, has rarely been seen as a issue for scholars who have used it in the 20th century as the ideal type of “security regimes”, a term developed by Robert Jervis, that may come to operate for the management of international order, or those who have advocated regional concerts such as Kupchan and Kupchan’s “concert-based collective security system” in Post-Cold War Europe or the idea of an Asia-Pacific Concert of Powers. (Susan Shirk).
Obviously, the idea of great power centrality in the management of international order did not disappear with the breakdown of the Concert system or the discrediting of the balance of power system after World War I. Instead, it was enshrined in the League of Nations and its successor the UN, as seen in the institutionalisation of the veto system. Of course, great power status was no longer limited to Western nations. But the inclusion of China in the permanent membership of the UN Security Council did not dispel Western dominance in the system of great power management.
The principle of great power management did come under attack during the formative years of the post-war order. Writing in British prison in 1944, India’s nationalist leader and future prime minister Jawaharlal Nehru wrote a scathing critique, under the title “Realism and Geopolitics: World Conquest or World Association?”, of an idea proposed by Nicholas Spykman and Walter Lippmann (also backed by Winston Churchill). This was the idea that post-war world order be organized around regional security systems under great power “orbits”. Nehru attacked this form of great power sphere of influence as “a continuation of power politics on a vaster scale…it is difficult to see how he [Lippmann] can see world peace or co-operation emerging out of it.” As an alternative, Nehru proposed the idea of a “commonwealth of states,” or a “world association” based on the principle of equality of states. Yet, we have no reference to Nehru’s critique in IR texts dealing with the Idealist-Realist debate or the Realist-Liberal debate.
As the Cold War progressed, the world saw the legitimization of the principle of great power leadership and management of international order, this time from a neo-realist perspective. Its founder, Kenneth Waltz accepted the primacy of great powers in world politics. But he went a step further than the classical balance of power theorists by holding that stability of the international system depended on the number of great powers in the system. Hence his predictive premise that bipolarity would be more stable than multipolarity. For Waltz, stability meant not just the ability of the system (bipolarity) to endure, but also the reduced propensity of the system to produce conflict and violence. Yet, this was in disregard of the widespread prevalence of conflict in the Third World under bipolarity, so much so that it led some non-Western theorists to perceive a causal link between systemic order and regional disorder. Mohammed Ayoob, following another Indian scholar Sisir Gupta, argued that because of the costs involved in any direct superpower confrontation in the central theatre under mutual assured destruction, superpower competition in the Third World served as a safety valve for release of superpower tensions. In other words, under Cold War bipolarity, Third World conflicts were more permissible. As far as the non-West was concerned, the Cold War was no ‘long peace’.
If so, then great power management could be implicated in a great deal of international disorder. At the same time, IR theory, whether neo-realist or neo-liberal, failed to recognise the management of regional international orders by weak non-Western states, such as the role of the Association of Southeast Asian Nations, the Gulf Cooperation Council and the MERCOSUR group. Instead, we see a remarkable continuity in thinking about international order in terms of great power primacy, and anxieties about the collapse of international order if weak powers or middle powers were to assume such responsibility. During the Cold War, much of the criticism of the Non-Aligned Movement was inspired by such fears. After the end of the Cold War, the Waltzian view that multipolarity is less stable than bipolarity inspired Mearsheimer’s ‘back to the future’ thesis concerning instability in Europe. In the Third World, it underpinned widespread Western concerns about a possible ‘decompression effect’ due to the rise of regional powers who are supposed to be less inclined and able to preserve and manage international order.

Institutions
While realists see great power managed balance of power as key to managing international order, liberals accord a similar place to international institutions. One foundation of liberal institutionalism is the Kantian notion of ever-widening pacific unions. Kant believed that peace depended on the both the existence of republican constitutions within states and a pacific union among liberal states. While he recognised the right of liberal states to act belligerently towards non-liberal states, Kant also denounced European conquest and subjugation of non-European societies. The cosmopolitan right mentioned in Kant’s third definitive article, which is to operate in conjunction with the pacific union among liberal states, is a right of hospitality. This is “the right of a stranger not to be treated in a hostile manner by another upon his arrival on the other’s territory.” (PP 8:358) This right “does not extend beyond the conditions of the possibility of attempting interaction wit the old inhabitants.” (Perpetual Peace 8, 358). It certainly did not permit European colonial powers to engage in conquest and oppression. In a revealing paragraph, he contrasts the cosmopolitan right of hospitality with the bahaviour of colonial powers, who he accuses of engaging in inhospitable behavior, of showing “injustice… when visiting foreign lands and peoples (which to them is one and the same as conquering those lands and peoples”). Apart from “America, the Negro countries, the Spice Islands, the Cape, he mentions Hindoostan, where the European powers “brought in foreign troops under the pretext of merely intending to establish trading posts. But with these they introduced the oppression of the native inhabitants, the incitement of the different states involved to expansive wars, famine, unrest, faithlessness, and the whole litany of evils that weigh upon the human species.” (PP 8: 358-9)Kant also defended the action of China and Japan in limiting the role of European trading companies in their territories. He believed that the actions of the traders were both futile, it brought no profit (a mistaken or premature assessment) to them, the only benefit being in some cases (e.g. the Sugar Islands) the training of sailors who could then engage in warfare in Europe.
But some questions about and contradictions in Kantian universalism remain. Did Kant recognise the right of non-European societies to choose their own political systems? He certainly took liberal polity as both necessary for peace and perhaps even inevitable (conforming to his teleological view of history). The fact that Kant denounced colonialism does not mean he allowed for peaceful long-lasting association between liberal and non-liberal states. On the contrary, as noted, he allowed for liberal states engaging in what Hume called ‘imprudent vehemence’ (in Hume’s words) against nonliberal states.
Similarly, could there be peaceful association between non-liberal states in the Kantian world? This was clearly outside the purview of his theory. He imagined that a pacific union would be ever expanding, and would gradually bring in non-Western states, but only if they had become liberal.
These aspects of the Kantian approach continue to haunt contemporary neo-Kantian theories of international institutions. Consider the theory of regional integration, the main body of liberal theory in the post-war period, which incorporated neo-functionalism of Ernst Haas and the transactionalism of Karl Detusch. Neo-functionalism was founded on assumptions of liberal-pluralist politics the absence of which opened a serious gap between what Haas called the “European and the Universal Processes” of regional integration. Joseph Nye drew attention to the absence of democratic politics in the Third World as one of the principal reasons why West European regional integration could not take place there. Deutsch’s theory of security communities did speak about convergent political values as a condition of their emergence, but the recent western writers on the subject, as could be found in the Adler and Barnett book, insist that this convergence must be strictly about Western liberal democratic values. From this perspective, the non-West would be an unsuitable region for the development of security communities, despite the experience of Southeast Asia and the Southern Cone of Latin America, although this view have been challenged by Acharya, Bellamy and Hurrell.
Moreover, there is serious disjuncture between Euro-Atlantic based regional integration theories and regionalism in the non-Atlantic world over the fundamental motivating force behind regionalism. While European regionalism sought to move regional international politics beyond the nation-state, non-Western sought the creation and consolidation of nation-states, however artificially-conceived. Hence, unlike the European Community, during their initial years, the OAU and the Arab League functioned more as "the instrument of national independence rather than of regional integration".­ Moreover, instead of adopting EC-style supranationalism, non-Western regional institutions have embraced an expanded version of non-intervention, which even disallowed legalistic bureaucracies and dispute settlement mechanisms.
Yet, the disjuncture between integration theory and Third World cooperation survives to this day. While in the earlier era it led to comparisons between European and Third World regionalism in terms of their capacity for supranationalism, today, it is manifested in respect of comparative institutional design. Hence the “widespread assumption…that in order to be ‘proper’ regionalism, a degree of EU-style institutionalism should be in place.” What Peter Katzenstein calls as the unfortunate tendency in the literature on regionalism “to compare European ‘success’ with Asian ‘failure’ persist despite the fact that “Theories based on Western, and especially West European experience, have been of little use in making sense of Asian regionalism.” Katzenstein suggests instead that the “scope, depth, and character” of regionalism should acknowledge variations across “numerous dimensions and among world regions,” and hence measure success in a variety of terms, have found little heeding in the literature on comparative regionalism, although I would draw your attention to a forthcoming CUP book edited by myself and Iain Johnston that makes this point.

Values and Norms
International relations theorists have increasingly recognised the importance of values and norms in shaping international order. Some see cultural values as the basis of the relative prosperity and progress of nations, hence important determinants of its ability to shape international order. Values and norms also act as sources of conflict and cooperation, which are directly relevant to prospects for international order. One does not have to take the cultural faultline argument to its Huntingtonian extreme to accept that value differences can cause international disorder. Conversely, the diffusion of values and norms reflect power relationships and persuasion mechanisms which can seriously affect prospects for community building in international relations, for example in the development of security communities. Hence, the constructivist theory of norm diffusion offers an important window to order-building in international relations, and would merit further discussion later in this section.
Let me turn to one these pathways through which values shape international order by affecting a nation’s prosperity and progress. John Stuart Mill considered liberty as a fundamental basis for differentiating between states, and their progress (hence status) in international relations. His views on China are especially relevant. Mill praised China as “—a nation of much talent, and, in some respects, even wisdom, owing to the rare good fortune of having been provided at an early period with a particularly good set of customs...”. Yet China was not to be imitated because it suppressed “individuality”. If that happens, warned Mill, “Europe, notwithstanding its noble antecedents and its professed Christianity, will tend to become another China.” (John Stuart Mill (1806–1873). On Liberty. 1869). Mill was assuming that China could only go so far in the ladder of progress with its traditional Confucian system of values, or “in making a people all alike, all governing their thoughts and conduct by the same maxims and rules.”
How ironic then, that in the 1980s and early 90s at least, there emerged an “Asian values” claim, arguing precisely the opposite, that Confucian values which placed society above the self were the basis of East Asia’s economic miracle?
Much has of course been written about this so-called Asian values debate, but few have debated claims about “Western values in international relations.” Yet in a 1966 essay, under precisely that title (Martin Wight, 'Western values in international relations', in Herbert Butterfield and Martin Wight, eds, Diplomatic investigations (London: Allen & Unwin, 1966), p. 96. 4), Martin Wight had asserted “persistent and recurrent” Western ideas that lie at the core of international relations, such as conceptions of international society, the maintenance of order, intervention and international morality. Wisely however, he started the essay with a few caveats: first, the claim about western values is contextual because it is bound up with the Cold War, second, there was a huge diversity among the beliefs of Westerners (“Western men were perhaps more various in their range of beliefs than men of any other culture.”(p.89), itself an exceptionalist claim, and third, Western values was not the same as Western practice, or put differently, “there is no simple way of deducing Western values from Western practice.” (p.89)
Compare this with the Asian values debate. Unlike Wight, who was Dean of the School of European Studies and Professor of History at the University of Sussex when he wrote his Western values essay, contemporary claims about Asian values were first made by a group of policy-intellectuals and policy-makers, among them the Singapore school led by Professor and diplomat Tommy Koh. Second, whereas Wight identified as the core of Western values the whig or constitutional tradition in diplomacy associated with Grotius, Locke, Halifax, Montesquieu, Burke, Castlereagh, Tocqueville, Lincoln, Gladstone, and Churchill, among others, the idea of Asian values were associated mainly with contemporary Asian leaders like Lee Kuan Yew, Mahathir, Suharto, and Jiang Zemin. Third, the Asian values proponents did not make Wight-like qualifications to their Asian values construct. Yet, these were precisely what formed the basis of the widespread criticism that the Asian values construct attracted. Critics pointed to the diversity of Asian culture and the gap between official rhetoric and practice in adhering to the list of Asian values, criticisms which might have been forestalled had the Asian values proponents were following Wight’s path. But more importantly, the critics targeted the evident correlation between Asian values and authoritarian or semi-authoritarian political systems.
This may seem well-deserved criticism. But underlying the criticism of Asian values was an assumption about the moral superiority of the Western individualism over Eastern communitarianism, not too far from the line Mill had taken. Moreover, it placed the Western norms of human rights and democratic governance as universal values in terms of which the Asian values construct must be judged. The merciless attack on Asian values, while understandable, not the least because more scholars made their careers criticising than defending it, was in some respects misplaced. First, not all who have spoke about Asian values were from non-liberal states. The first Asian leader to speak of Asian values and identity, it is often forgotten, was India’s Jawaharlal Nehru, nobody’s idea of a tin-pot dictator. Furthermore, one of Mahathir’s less known contentions: that “Western values are Western values, while Asian values are universal values”, cannot be easily dismissed. For example, the principle of consensus and informalism which is seen as Asian values to be contrasted with the hard legalism of Western institutions, is commonplace in other non-Western regional organisations, as a comparative study co-edited by this author found out. Third, values can be good or bad. Some proponents of Asian values have readily admitted the existence of bad Asian values, such as India’s caste system. So could there be scope for bad Western values, such as anti-semitism and racism? It must also not be forgotten that there may also be room for a good Asian value or two. The outright dismissal of Asian values because of the identity and political styles of its advocates was perhaps to some degree an instinctive reaction that is symptomatic of Western dominance of the kind this project has identified.
The second part of my investigation into the role ideational forces in international order as a way of illustrating Western dominance has to do with the theory of norm diffusion. This is integral to the social constructivist theory of IR. While constructivism is sympathetic to questions about culture and identity in international relations, it has unfortunately not risen above the problems of Western dominance by recognizing the diffusion of non-Western norms and ideas and the role of non-Western norm entrepreneurs. These problems are especially evident in what I have earlier called the “moral cosmopolitanism” bias in the Constructivist literature on norm diffusion. In a previous article, I had identified four dimensions of “moral cosmopolitanism”:
First, the norms that are being propagated are “cosmopolitan”, or “universal” norms, i.e., the campaign against land mines, ban on chemical weapons, protection of whales, struggle against racism, intervention against genocide, and promotion of human rights, etc. Second, the key actors who spread these norms are transnational agents, be they individual “moral entrepreneurs” or social movements. Third, despite recognizing the role of persuasion in norm diffusion, this literature focuses heavily on... “moral proselytism” and pressure. The social movement perspective on norm diffusion in particular stresses shaming over framing, and sanctions over “saving face”, according little space to positive action and voluntary initiative by the norm-takers. Finally, this perspective is generally more concerned with conversion rather than contestation (although the latter is acknowledged), viewing resistance to cosmopolitan norms as illegitimate or immoral. (Acharya, “How Ideas Spread: Whose Norms Matter: Norm Localization and Institutional Change in Asian Regionalism,” International Organization, vol.58, 2004)
With little reflection it will not take too long to realise that these feature of moral cosmopolitanism fit into the dimensions of Western dominance that I have identified. As Legro puts it, “by assigning causal primacy to ‘international prescriptions’, it ignores the expansive appeal and feedback potential of ‘norms that are deeply rooted in other types of social entities – regional, national, and subnational groups.’ What is more, it sets up an implicit dichotomy between good global/universal norms and bad regional/local norms.
The literature on human rights norm diffusion has essentially been about good global norms championed by the West replacing bad local practices mostly, if not exclusively in the non-West. This approach ignores the global or regional diffusion of non-Western norms, such as the regional diffusion of the cultural norms of Japan discussed by Katzenstein, or the norms of consensus in ASEAN which have diffused to the wider Asia Pacific multilateral institutions.
For “moral cosmopolitanists, norms that make a universalistic claim about what is good are considered more desirable and more likely to prevail than norms that are localized or particularistic. This position stems from a well-known...dislike of cultural relativism, which they see as a pretext for Third World dictators to abuse human rights. But not all local [Third World] norms legitimize human rights abuses; just as not all who resist the Western human rights campaigns are authoritarian human rights abusers. For example, democratic countries such as India and the Philippines defended relativism in the human rights debate in the early 1990s.” (Acharya, “How Ideas Spread”)
Nor does moral cosmopolitanism look at the functions of resistance, localization, feedback or what Arjun Appadurai calls ‘repatriation’ performed by non-Western norm entrepreneurs. In other words, the moral cosmopolitanism framework exhibits auto-centrism, universalism, disjuncture, and agency denial, which constitute my indicators on Western dominance.

Conclusion
In this lecture, I have concentrated on identifying four dimensions of Western dominance with respect to four major instruments of international order. I should end by issuing a note of caution about the limitations of drawing too sharp a distinction between the West and the non-West. As Martin Wight noted in his analysis of Western values, neither West nor the non-West are categories that could be regarded as homogenous. The West is no longer one, if it ever was. Nor can there be any certainty about the shape and identity of the entity that has been excluded from IR theory. Is there a Third World, or South? The concept of the Third World has fallen into serious disuse since the end of the Cold War. But South is not entirely uncontroversial either.
I do not assume that only non-Western scholars are taking up the issue of Western dominance in IR theory. Many Western scholars, including many speakers in this Oxford series and its director are also uncomfortable with the status quo. This has led some to object that this distinction between West and non-West has become increasingly unsustainable and should be subsumed under a single global conversation about the nature and purpose of IR theory. While a global conversation is what we should really aim for, just because “west” and “non-west” are not homogenous categories does not mean that there is no such problem as IR Theory and Western dominance, both historically and in contemporary times. Like global warming, the problem of IR Theory and Western dominance can no longer be wished away. But unlike global warming, it may be desirable here to let the temperature rise a bit for a much overdue debate, which unlike the grand inter-paradigm debates before, might actually end in international relations being a more ‘uniting’, rather than a ‘dividing discipline.’

Amitav Acharya
Πηγή


.~`~.
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική

Μια εφαρμογή γεωπολιτικής αναλύσεως: η περίπτωση της 28ης Οκτωβρίου 1940 - και μια Κυπριακή Παρέκβαση.

$
0
0

.~`~.
I
Σύντομη θεωρητική προσέγγιση

Θα προσπαθήσω να αποδείξω με το κείμενο αυτό ότι «η παγκόσμια περιπέτεια του Β΄ Μεγάλου Πολέμου αναγιγνώσκεται με όρους ψυχρής λογικής, εμπεριέχει μια αδυσώπητη εντελέχεια, αποτελεί κατηγορητήριο σκληρό του ουτοπισμού και του ιδεαλισμού στον τομέα των διεθνών σχέσεων και μπορεί να μας διδάξει πολλά, ιδιαιτέρως εις την παρούσα συγκυρία, εφόσον όλα τα διεθνώς συμβαίνοντα στο επαναδιαμορφούμενο διεθνές σύστημα, υπακούουν εις την ιδία γεωπολιτική συνάρτηση με νέα απλώς δεδομένα».
Οι μεγάλοι θεωρητικοί και στοχαστές της πολιτικής φιλοσοφίας των διεθνών σχέσεων κατέληξαν στο να διαχωρίσουν το διεθνολογικό χώρο σκέψης σε τρεις σχολές: α) την Ρεαλιστική Σχολή, με κλασικούς εκπροσώπους τους Machiavelli, Hobbes, Spinoza, Rousseau, Bodin, Hegel, Fichte, Morgenthau, Kennan κ.ά., β) τη Ρασιοναλιστική Σχολή με εκπροσώπους τους Grotius, Suarez κ.ά., και γ) την Ιδεαλιστική ή Επαναστατική Σχολή, με κύριους εκπροσώπους τους Kant, Russel, Wilsonκ.ά.
Η εκπροσώπηση των σχολών δίδει λίγο-πολύ και την ουσία των πεποιθήσεων μιας εκάστης, αλλά και την εξέλιξή της μέσα στον ιστορικό χρόνο.
Οι ρεαλιστές χαρακτηρίζονται από την πίστη τους στην έννοια της ισχύος και στην έννοια ενός άναρχου διεθνούς συστήματος, όπου καταγράφεται το γεγονός του πολέμου «όλων εναντίον όλων» (bellum omnium contra omnes, Hobbes).
Οι ιδεαλιστές πιστεύουν σε μια civitas maxima [την οποία έχω εκτεταμένα αναλύσει], σε μια οργανωμένη διεθνή κοινωνία με σαφείς συμβατικές υποχρεώσεις «όλων έναντι όλων», όπου η έννοια του κράτους-έθνους δεν θα υφίσταται και θα έχει αντικατασταθεί από μια κοινωνία των πολιτών. Συνεπώς κατά τους ιδεαλιστές δεν έχει ή δεν πρέπει να έχει νόημα ο όρος εξωτερική πολιτική, εφ’ όσον οι μέχρι τότε «διεθνείς σχέσεις» θα γίνονται αντιληπτές ως «εσωτερική πολιτική» μιας ενιαίας civitas maxima. Οι δημοκράτες εκ των ιδεαλιστών [Fukuyama, με διαφορετικό τρόπο ο Habermasκ.λπ] πιστεύουν, όμως, ότι η μετάβαση προς την ιδανική αυτή κοινωνία των πολιτών θα διέλθει υποχρεωτικά από τη φάση εκείνη, όπου κάθε εθνοτική ομάδα, την οποίαν αξιολογούν και ορίζουν ως «λαό», θα πρέπει να αποτελέσει υποχρεωτικά ένα κράτος-έθνος.
Υπάρχουν, όμως, σύμφωνα με τη μέχρι σήμερα καταγραφείσα διεθνή πρακτική, τρεις τρόποι για να επιτευχθεί αυτή η εξομοίωση των «διεθνών σχέσεων» με μιας μορφής εσωτερική πολιτική της ιδεατής αυτής civitas maxima [οι τρεις αυτοί τρόποι έχουν παρουσιαστεί εδώ], της –με τη σημερινή πολιτική ορολογία καλουμένης– globalised international society (παγκοσμιοποιημένης διεθνούς κοινωνίας).
α) Ο πρώτος τρόπος επιδιώκει τη «δογματική ομοιομορφία» της διεθνούς κοινωνίας την βασιζομένη στο γνωστό έργο του γερμανού φιλοσόφου Εμμανουήλ Καντ (Immanuel Kant) «Περί της Αιωνίου Ειρήνης». Ο θεωρητικός του ιταλικού εθνικισμού του 19ου αι. Giuseppe Mazzini αναφέρει, όμως, ότι «δεν υπάρχει έγκυρη διεθνής κοινωνία ωσότου τα μέλη της να γίνουν όλα έθνη-κράτη», όπερ έχει ως φυσική ιδεολογική συνέπεια τη διατύπωση της γνωστής αρχής των δικαιωμάτων των λαών στην αυτοδιάθεση, στη θεωρητική βάση της οποίας βρίσκονται τα 14 σημεία του αμερικανού Προέδρου Ουίλσον (1918) και η νομική επεξεργασία της οποίας έγινε από το μεγάλο κερκυραίο διανοούμενο και διεθνολόγο, αείμνηστο Καθηγητή Σπύρο Καλογερόπουλο-Στράτη, στο έργο του Το δικαίωμα των λαών στην αυτοδιάθεση.
β) Ο δεύτερος βασίζεται στην εφαρμογή του «δογματικού ιμπεριαλισμού», του οποίου οι θεωρητικές βάσεις βρίσκονται στις ιδεοληψίες περί «Εκλεκτού Λαού» ή της «Αυτοκρατορικής Θείας Κλήσεως». Στη δυτική κουλτούρα, πηγή της ιδεοληψίας αυτής είναι η Αινειάδα του Βιργιλίου, ενώ στη χριστιανική και ιουδαϊκή, γενικότερα, πηγή αποτελεί η Παλαιά Διαθήκη.
γ) Ο τρίτος τρόπος είναι ο γνωστός σε όλους μας «κοσμοπολιτισμός», ο οποίος όμως συναντά ως εμπόδια την πάσης φύσεως πολυμορφία και ετερογένεια της διεθνούς κοινωνίας.
Ολοκληρώνοντας τη σύντομη αναφορά μας στις τρεις αυτές μεγάλες σχολές σκέψης της πολιτικής φιλοσοφίας των διεθνών σχέσεων, καταλήγουμε στους ρασιοναλιστές, οι οποίοι αντιλαμβάνονται τη διεθνή κοινωνία ως «ένα διεθνές συμβατικό καθεστώς το οποίο υπόκειται στις επιταγές ενός διεθνούς δικαίου βασισμένου εις το έθιμο, με τα ελαττώματα, αλλά και την ανθεκτικότητα που διαθέτει ένα τέτοιο δίκαιο» (Societas quasi politica et moralis, Suarez 1548-1617).
Κατά τη ρασιοναλιστική άποψη, ο ρόλος της «ισχύος» συνίσταται στο να διορθώνει τις ανεπάρκειες του «εθίμου». Όπου ο ρεαλιστής ισχυρίζεται ότι το «έθιμο» παρέχει το πρόσχημα για πράξεις βίας, ο ρασιοναλιστής ισχυρίζεται ότι η ισχύς υπεισέρχεται εκεί όπου το έθιμο καταρρέει. Διαπιστώνει, δηλαδή, συμπληρωματικότητα των δύο εννοιών.

.~`~.
II
Τα αποτελέσματα του ουιλσονικού ιδεαλισμού
(Προσέγγιση από πλευράς Πολιτικής Φιλοσοφίας των Διεθνών Σχέσεων)

Θα ήταν κοινός τόπος να αναφέρουμε ότι το ρομαντικό ιδεολόγημα του πατέρα του Φιλελευθέρου Διεθνισμού (και Φιλελευθέρου Ιμπεριαλισμού), του αμερικανού Προέδρου και «βασιλέως-φιλοσόφου» Woodrow Wilson, δηλαδή η Κοινωνία των Εθνών (Κ.τ.Ε.), επηρέασε ουσιωδώς τόσο την έκβαση του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου όσο και τη διαμόρφωση του ευρωπαϊκού χάρτη μετά το πέρας αυτού. Πολλώ μάλλον, η σύλληψη εκείνη του Ουίλσον δημιούργησε, κατά τη γνώμη του γράφοντος, εκείνες τις προϋποθέσεις που ήσαν απαραίτητες για τον επόμενο μεγάλο πόλεμο, σε συνδυασμό, βεβαίως, με τις γεωστρατηγικές επιδιώξεις και τα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων. Εν προκειμένω, παρατηρούμε μιαν αληθώς σκανδαλώδη ομοιότητα πολιτικών καταστάσεων και πρακτικών της εποχής εκείνης με τη σημερινή. Διακρίνουμε ότι, αναλόγως των σκοπιμοτήτων των Μεγάλων Δυνάμεων, ενεθαρρύνετο – ή κατεπνίγετο – η διάδοση αποσχιστικών ιδεών «περί εθνοτήτων». Απόρροια αναλόγων αντιλήψεων υπήρξε και ο κατατεμαχισμός της πάλαι ποτέ Δυαδικής Μοναρχίας: της Αυστροουγγαρίας των Αψβούργων. Το προκύψαν κενό ισχύος και σταθερότητος στην Μεσευρώπη (Mitteleuropa - επίσης έχει αναλυθεί εκτενώς)απέβη παράγων διεθνούς ανωμαλίας. Έναντι μιας πολυεθνοτικής και πολυπολιτισμικής μεν Αυτοκρατορίας, ικανής όμως να εξασφαλίσει την απαραίτητη για την Ευρώπη ισορροπία ισχύος (balance of power), δημιουργήθηκε ένας αστερισμός μικροτέρων κρατών, με το πρόσχημα του σεβασμού των δικαιωμάτων αυτοδιαθέσεως των εθνοτήτων, χωρίς φυσικά κάτι τέτοιο να ανταποκρίνεται απολύτως στην πραγματικότητα, δεδομένου ότι η Αρχή των Εθνοτήτων εφαρμόσθηκε λίαν επιλεκτικώς, κατά κανόνα δε εις βάρος του ηττημένου, δηλαδή των συμπαγών γερμανικών και ουγγρικών πληθυσμών της Ανατολικής Μεσευρώπης (Ostmitteleuropa) και της ΝΑ. Ευρώπης (Suedosteuropa). Η Γιουγκοσλαβία («Νοτιοσλαβία», όπως απεκλήθη συν τω χρόνω το Ηνωμένο Βασίλειο Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων), η Τσεχοσλοβακία, η Πολωνία ή η Ρουμανία ήσαν κράτη πολυεθνοτικής συνθέσεως, τα οποία είτε προέκυψαν (τα τρία πρώτα) από τον κατατεμαχισμό του παλαιού μεσευρωπαϊκού Reich των Αψβούργων (καθώς και του Γερμανικού Δευτέρου Reich), είτε ενισχύθηκαν σοβαρά από τον κατακερματισμό αυτόν (η περίπτωση της Ρουμανίας). Τα αρτισύστατα, ιδίως, κράτη θα αποτελέσουν, με τη σειρά τους, νέες θρυαλλίδες αποσταθεροποιήσεως του ευρωπαϊκού status quo.
i. Εις την περίπτωσιν της Τσεχοσλοβακίας, βλέπουμε το φασιστικό-ναζιστικό ιδεολόγημα να αξιοποιεί τα σφάλματα των Νικητριών Δυνάμεων εις το έπακρον και να λειτουργεί με τις ουιλσονικές αρχές, υποκινώντας την πολυάριθμη γερμανογενή σουδητική μειονότητα προς την απόσχιση αλλά και τις λοιπές αποσχιστικές κινήσεις των Σλοβάκων και Ούγγρων που διαβιούσαν στη νεοπαγή και εύθραυστη Δημοκρατία των Μάζαρυκ και Μπένες. Έχουμε, λοιπόν, σύμφωνα με τα ανωτέρω αναφερθέντα, μια κλασική περίπτωση εφαρμογής του πρώτου και δευτέρου τρόπου επιδιώξεως της civitas maxima από πλευράς Γερμανίας, με έντονη την παρουσία της αντίληψης του «δογματικού ιμπεριαλισμού» ή «ηθικού ιμπεριαλισμού». Αντιλήψεως η οποία στόχευε, κατά την γερμανική “Weltanshauung” (κοσμοθέαση) στη δημιουργία της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους. Άλλωστε η οικονομική εξαθλίωση της Τσεχοσλοβακίας στη δεκαετία του ’30 συνέβαλε τα μέγιστα στην τελική επέμβαση των ναζιστικών δυνάμεων, τον Μάρτιο του 1930.
Από γεωστρατηγικής απόψεως πάλιν, και αναλογιζόμενοι τις Ζώνες Βορρά-Νότου του γερμανού γεωγράφου και γεωπολιτικού Karl Haushofer (1869-1946), στόχευε στη δημιουργία νοτίου ζώνης καθόδου της Γερμανίας με απόκτηση Ζωτικού Χώρου (Lebensraum) προς τη Μεσόγειο Θάλασσα η οποία ήταν, είναι και θα συνεχίσει να είναι ένας διεθνής τερματικός σταθμός μεταφοράς και ελέγχου των εμπορευματικών μεταφορικών οδών υδρογονανθράκων και υψηλής Προστιθεμένης Αξίας αγαθών για το οικονομικό-πολιτικό δίπολο Δύση-Μέση Ανατολή.
ii. Η δυτική διπλωματία, μέσα στις ψευδαισθήσεις της καλολογίας της Κ.τ.Ε., ήταν έτοιμη να θυσιάσει τα πάντα για να αποφύγει τον πόλεμο, φανταζόμενη ότι κινείται μέσα στο πλαίσιο μιας οργανωμένης διεθνούς κοινωνίας, όπου οι εκατέρωθεν συμβάσεις λειτουργούν και γίνονται σεβαστές. Οποία η πλάνη της! Και πόσο εμφανής έγινε η πλάνη αυτή της δυτικής (αγγλογαλλικής), «κατευναστικής» διπλωματίας, πριν καλά-καλά στεγνώσει το μελάνι των υπογραφών της -ούτως ή άλλως- κατάπτυστης Συμφωνίας του Μονάχου, του Σεπτεμβρίου του 1938. Εκεί παρέστημεν μάρτυρες συμφωνιών μεταξύ των επιφανεστέρων εκπροσώπων της ευρωπαϊκής αστικής πλουραλιστικής δημοκρατίας (Αγγλίας, Γαλλίας) και των αντιστοίχων του φασιστικού και ναζιστικού ολοκληρωτισμού (Γερμανίας, Ιταλίας). Τι κοινό είχαν αυτές οι δυνάμεις; Τίποτε απολύτως, απλώς οι Δημοκρατίες, σεβόμενες τις ρασιοναλιστικές αρχές μιας «διεθνούς κοινότητος» quasi politica et moralis, παρεχώρησαν στις φασιστικές δυνάμεις (οι οποίες εκινούντο με αφετηρία την ιδεαλιστική αρχή του δογματικού ολοκληρωτισμού και του γεωστρατηγικού θεσφάτου του Ζωτικού Χώρου) χαρακτηριστικά αξιοπιστίας κρατών, που θα εσέβοντο τη διεθνή συμβατική νομιμότητα, η οποία και αποτελεί τη βάση της ρασιοναλιστικής εννοίας της διεθνούς κοινότητος.
Στην περιοχή μας το δράμα συνεχίζεται μετά την πτώση της μονοετούς οπερετικής βασιλείας του Αχμέτ Ζώγου στην Αλβανία και την κατάληψη της Αλβανίας από τους Ιταλούς στις 7 Απριλίου 1939, δηλαδή ένα μήνα περίπου μετά την κατάληψη της Πράγας από τη Βέρμαχτ και τη Δεύτερη (και οριστική) «Διάλυση της εναπομεινάσης Τσεχίας» (Zerschlagung der Rest-Tsechei), η οποία έπαυσε να υφίσταται ως ανεξάρτητο κρατικό μόρφωμα και μετετράπη στο «Προτεκτοράτο Βοημίας και Μοραβίας του Ράιχ» (Reichsprotektorat Boehmen und Maehren). Τον Σεπτέμβριο του ιδίου έτους, οι Γερμανοί εισέβαλαν στην Πολωνία, προσάρτησαν το Ντάντσιχ και τον λεγόμενο «Πολωνικό Διάδρομο» και εξαφάνισαν την Πολωνία ως κρατική οντότητα (στην θέση του Πολωνικού Κράτους δημιούργησαν την λεγομένη «Γενική Διοίκηση», χωρίς καν αναφορά στον όρο «Πολωνία»). Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος είχε αρχίσει.

.~`~.
III
Οι γεωπολιτικές βλέψεις της Γερμανίας από το 1911 έως τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο

α´
Ήδη από τις αρχές του 20ού αιώνα η Γερμανίααναδεικνύεται στην ισχυρότερη οικονομική και στρατιωτική δύναμη της Ευρώπης. Το γεγονός αυτό δεν μπορούσε παρά να συσπειρώσει τις δύο άλλες μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις, τη Γαλλία και τη Μεγάλη Βρετανία, οι οποίες έδειχναν ιδιαιτέρως ενοχλημένες από τις κινήσεις του Γενικού Επιτελείου της Ράιχσβερ.
Από γερμανικής πλευράς, επίσης, η προοπτική της εμπλοκής της χώρας σε έναν ευρωπαϊκό πόλεμο μορφοποιεί τη θεωρία των δύο πολέμων: ενός πολέμου στο Δυτικό μέτωπο εναντίον της Γαλλίαςκαι ενός στο Ανατολικό εναντίον της Ρωσίας. Το σχέδιο Schliefen του 1905 με τις σημαντικές βελτιώσεις των οποίων έτυχε από τον Manstein στοχεύει ακριβώς στο να αποφύγει αυτό το ενδεχόμενο, προβλέποντας να συντρίψει πρώτα τους Γάλλους με μια κυκλωτική επίθεση, της οποίας η μία πτέρυγα θα βάδιζε εναντίον των Παρισίων μέσω Βελγίου, παραβιάζοντας την ουδετερότητα της χώρας αυτής, ενώ η δεύτερη θα επετίθετο κατ’ ευθείαν εναντίον της Γαλλίας με κατεύθυνση προς το Παρίσι από ανατολάς. (Βλ. Χάρτη 1).

Χάρτης 1. Το σχέδιο Schlieffen

Αμέσως μετά οι γερμανικές δυνάμεις θα επετίθεντο εναντίον της Ρωσίας, της οποίας οι ένοπλες δυνάμεις δεν είχαν την ευελιξία, την υψηλή τεχνολογία και την ταχύτητα μετακίνησης των αντιστοίχων γερμανικών.
Η σιδηροδρομική γραμμή Βερολίνου-Βαγδάτης, η οποία πρόλαβε να φθάσει μέχρι τις περιοχές της ανατολικής Μικράς Ασίας, έδειχνε σαφώς ποια ήσαν τα γερμανικά επεκτατικά αυτοκρατορικά οράματα και υλοποιούσε ταυτόχρονα τους χειρότερους εφιάλτες μιας άλλης Αυτοκρατορίας, που ήθελε να ελέγχει απολύτως το δρόμο προς τις Ινδίες και τον Περσικό Κόλπο: της Αυτοκρατορίας της Γηραιάς Αλβιώνος.
Ήδη από το 1897, ο γερμανός γεωγράφος και πατέρας της Γεωπολιτικής, F. Ratzel (1844-1904)είχε διατυπώσει ένα σοβαρότατο θεωρητικό προβληματισμό για το μέλλον του Ράιχ. «Μήπως για την Γερμανία», αναρωτιόταν ο Ράτσελ, «την για τόσα χρόνια διηρημένη και τώρα συγκεντρωμένη, αλλά πάντα ανοικτή, χωρίς ακριβή σύνορα προς ανατολάς και προς δυσμάς, είναι η καλύτερη στιγμή για την έναρξη μιας ηγεμονικής πορείας, όπως αυτής που ενέπνεε τους von Bülow, Karl Ritter, von List και άλλους;». Ο Ράτσελ παρέστη άλλωστε μάρτυς μεγάλων πολιτικών και οικονομικών επιτυχιών, κρατών όπως οι Η.Π.Α. στην ξηρά και η Μεγάλη Βρετανία στη θαλάσσια αυτοκρατορία της, επιτυχιών που οφείλονταν κυρίως στην εκάστοτε μορφή της αμερικανικής χωρικής αναπτύξεως.
Ο Ράτσελ θεωρεί μοιραίως, ότι οι διαστάσεις των Η.Π.Α. προσδίδουν στη χώρα αυτή ένα μόνιμο δυναμισμό. Μέσα σε ένα κράτος-ήπειρο, όπου τεράστιες εκτάσεις προσφέρονται για εγκατάσταση ανθρώπων, μια συνεχής κίνηση, η οποία λειτούργησε αρχικά από τα ανατολικά προς τα δυτικά, μετατοπίζει πληθυσμούς. Αντιστρόφως, όμως, οι αμερικανοί ηγέτες είναι υποχρεωμένοι να χειρίζονται την περιοχή τους ως ενιαίο σύνολο. Όλα στις Η.Π.Α. θα συνέτειναν στο συγκεντρωτισμό (Zusammenfassung). Επί πλέον, τα γεωπολιτικά σχέδια των Η.Π.Α. αντιστοιχούν στο δυναμικό ισχύος αυτής της χώρας. Θεωρεί ότι «το Δόγμα Μονρόε δεν είναι μεμονωμένο γεγονός, ούτε βέβαια τυχαίο συμβάν» και συνεχίζει: «Η αμερικανική ένωση καλύπτει το 30% της επιφανείας του πλανήτη και είναι ακόμα πιο επικίνδυνη, επειδή πρόκειται για συμπαγή δύναμη, παρ’ όλο που είναι ακόμη αραιοκατοικημένη, με υψηλό πολιτισμικό επίπεδο. Έτσι», συνεχίζει ο Ράτσελ, «οι Η.Π.Α.με τα 142.000 τ.χμ. τους δεν αντιπροσωπεύουν μόνες τους αυτή την περίπτωση. Ο Καναδάς (Βόρεια Βρετανική Αμερική), η Βραζιλία, η Ρωσία, η Κίνα, η Αυστραλία, επιβεβαιώνουν αυτήν την παγκόσμια τάση προς την Παγκόσμια Δύναμη (Weltmacht), της οποίας τα αποτελέσματα μετρώνται σε ηπειρωτική κλίμακα». Και το συμπέρασμα του Ράτσελ προκύπτει αβίαστα: «Εμείς (η Ευρώπη) πρέπει να μάθουμε να κατανοούμε την όψη του κόσμου διά μέσου των πολιτικών σχεδίων των Μεγάλων Δυνάμεων, ακόμα και αν αμφισβητούμε τη νομιμότητά τους, διότι, αν δεν γίνει αυτό, διατρέχουμε τον κίνδυνο οι εκτιμήσεις μας να είναι κοντόφθαλμες».
Καταλήγει, όμως, και σε άλλα ενδιαφέροντα συμπεράσματα ο γεωγράφος, όπως στο ότι η Ευρώπηπρέπει να εξαμερικανισθεί, εφ’ όσον η αμερικανική ιστορία φέρει μέσα στα σπλάχνα της το γονιμοποιό σπέρμα της ιστορίας της Ευρώπης. Η «ηπειρωτική» αυτή κατάληξη των Η.Π.Α. δείχνει, κατά τον γερμανό γεωγράφο, και τις προοπτικές της γεωπολιτικής καταλήξεως του Παλαιού Κόσμου. Συγκρίνοντας, ο Ράτσελ διαπιστώνει ότι και στις δύο περιπτώσεις, από τη μια πλευρά υπάρχει η Μεσόγειος, που δημιουργεί έναν άξονα Βορρά-Νότου για τον Παλαιό Κόσμο, ενώ διακρίνει ως αντίστοιχο μέγεθος έναν μελλοντικό διηπειρωτικό δίαυλο για την Αμερική, όπως και το κοινό στοιχείο των «καρποφόρων ακτών» σε Ευρώπη και Αμερική (παρά τη σχετική έλλειψη νησιών στα αμερικανικά ύδατα). Η Ευρώπη, όμως, δεν είναι Αμερική και ο Ράτσελ θα επανέλθει επ’ αυτού σε ένα κείμενο αφιερωμένο στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα της Κεντρικής Ευρώπης (1904). Τονίζει ότι οι πόλεμοι στη Γηραιά Ήπειρο παρήγαγαν ένα σύστημα ισορροπίας των δυνάμεων, στο πλαίσιο του οποίου οι Μεγάλες Δυνάμεις αντισταθμίζουν τις αδυναμίες τους. Ο Ράτσελ υποστηρίζει -προφητικά σε ό,τι αφορά την μελλοντική ευρωπαϊκή ενοποιητική προσπάθεια υπό μορφήν Ε.Ο.Κ. και μετέπειτα Ε.Ε.- ότι μόνον από τη φάση αυτή και μετά πρέπει να κρίνουμε «διά της συμβιβαστικής οδού». Ο ανταγωνισμός των διεθνών δυνάμεων απαιτεί, σίγουρα, μια λύση. Οπωσδήποτε, όμως, όχι τη βίαια ρήξη μεταξύ των ευρωπαϊκών πραγματικοτήτων. Και προχωρά στο συλλογισμό του με εκπληκτική διορατικότητα αναφορικά με τις σημερινές ευρωπαϊκές εξελίξεις που οδήγησαν στη σημερινή Ευρωπαϊκή ένωση, τονίζοντας, ότι οι ευρωπαϊκές δυνάμεις έχοντας κατανοήσει τον αμερικανικό τρόπο λειτουργίας, θα φροντίσουν αρχικώς να καλύψουν τον οικονομικό συνδυασμό των δυνάμεών τους χωρίς να κινδυνεύσουν να υποκύψουν σε αυτά που ο γεωγράφος αποκαλεί «κωμικά αποτελέσματα της μεγαλομανίας».
Δυστυχώς, όμως η σημερινή διαχείριση της διεθνούς κρίσεως από πλευράς του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος Γερμανίας και της ηγέτιδός του, κ. Merkel, καταδεικνύει ότι αυτά τα καταστροφικά σύνδρομα μεγαλομανίας δεν έχουν εισέτι εξαληφθεί, αλλά, τουναντίον, αναγεννώνται στο Βερολίνο.
Για τον Ratzelτο πρόβλημα δεν συνίσταται μόνο στη δημιουργία μηχανισμών αυτοπροστασίας από τον «αμερικανικό κίνδυνο», αλλά και στην προσπάθεια για νέα επέκταση, η οποία θα επιτρέψει τη διαμόρφωση ενός νέου χάρτη της Mitteleuropa (Κεντρικής Ευρώπης). Εξ άλλου, ο Ράτσελ θεωρεί ότι αυτή η κοινότητα συμφερόντων θα επεκταθεί σίγουρα υπό τον όρο ότι η «Ευρώπη της Δύσης», δηλαδή η Γαλλία, θα συμμετάσχει σε αυτό το σχέδιο. Είναι πράγματι καταπληκτική η συνολική ανάλυσή του, τόσο που θα έλεγε κανείς πως διαβάζει το προοίμιο από τη Συνθήκη της Ρώμης.
Τώρα πλέον είναι ευκολότερα αναγνώσιμος ο σκοπός του ρατσελιανού αξιώματος, του σχετικού με την επεκτατική τάση των Η.Π.Α. σε ιστορικό πλαίσιο. Από τη «φυσική διόρθωση» των συνόρων μέχρι την «υποστασιακή αύξηση» του γεωγραφικού χώρου, τα εδάφη είναι μοιραίο να προσχωρήσουν σε μια δύναμη-επιβολέα παγκοσμίου τάξεως. Φυσικά ο γεωγράφος γνωρίζει πολύ καλά το αντίστροφο φαινόμενο της αποσυνθέσεως των παρηκμασμένων αυτοκρατοριών. Όμως για τον ιστορικό ορίζοντα της αμερικανικής περιπτώσεως ο γεωγράφος υποστηρίζει το προθεσμιακώς αναπόφευκτο της διαδικασίας και διδάσκεται από αυτό, κυρίως όσον αφορά την Mitteleuropa. Από την αντίληψη της «Μικράς Γερμανίας» (Κleindeutschland) σε αυτήν της «Κεντρικής Αυτοκρατορίας» / «Κεντρικής Δυνάμεως» (Mittelmacht) και μέχρι την Weltmacht («Παγκόσμιος Δύναμις»), ο Ράτσελ, με διαδοχικές ολισθήσεις, ανυψώνει συστηματικά το Ράιχ στο βάθρο ηπείρου.

β´
Μελετώντας το έργο του Ράτσελ, ο βρετανός γεωγράφος και ιδρυτής της Σχολής της Γεωγραφίας του London School of Economics, Sir Halford Mackinder, διατυπώνει το 1904 (έτος του θανάτου του Ράτσελ) τη Θεωρία της Heartland, τη γεωπολιτική δηλαδή εκείνη θεωρία που ερμηνεύει την ρατσελιανή αντίληψη μέσω μιας γεωγραφικής οντότητος με μεγάλη γεωπολιτική σπουδαιότητα, της «Ζώνης-Άξονα», που αποτελείται από την ευρασιατική μάζα, η κυριαρχία επί της οποίας θα επέτρεπε στον επικυρίαρχό της να ασκήσει διεθνή ηγεμονία. Η θεωρία αυτή του Mackinder φέρει αντιμέτωπες τις δυνάμεις εκείνες που κυριαρχούν στην ξηρά με αυτές που κυριαρχούν στη θάλασσα. Τις χερσαίες δηλαδή δυνάμεις εναντίον των θαλασσίων. Κοντολογίς τις γερμανορωσικές δυνάμεις εναντίον των αντιστοίχων αγγλοσαξωνικών.
Ο Mackinderπροέβλεψε ή φοβήθηκε σωστά από γεωπολιτικής απόψεως. Ο Χίτλερ, όμως, και το επιτελείο του δεν ακολούθησαν απολύτως -ευτυχώς για την Ευρώπη και τον κόσμο- τις προβλέψεις του, ούτε τον στοχασμό του Ράτσελ, αλλά ούτε και του άλλου γερμανού γεωπολιτικού, του Κ. Haushofer, μελετητού του Ράτσελ, ο οποίος σύστηνε συμμαχία της Γερμανίας με την Ιαπωνία και τη Ρωσία για να υλοποιηθεί ακριβώς αυτός ο Heartland (Κεντρικός Άξων / Ζώνη-Άξων).
Ο ωμός και πρωτόγονος αντικομμουνισμός και αντισλαβισμός του Χίτλερ, τον οδήγησε στη λανθασμένη από γεωπολιτικής απόψεως αντιπαράθεση με την Ε.Σ.Σ.Δ., παρ’ όλες, μάλιστα, τις επίπονες και επίμονες προσπάθειες που κατέβαλαν τόσον ο επί των εξωτερικών Υπουργός του, Ιωακείμ φον Ρίμπεντροπ, όσον και το Γερμανικό Ναυαρχείο, προκειμένου να αποτρέψουν τη διάρρηξη της γερμανοσοβιετικής συμμαχίαςκαι να τον πείσουν για την πρώτιστη και αδήριτη αναγκαιότητα αναδείξεως της Γηραιάς Αλβιώνος σε «Κύριο Εχθρό» (Haupt-Feind). Ο Φύρερ του 3ου Ράιχ, σχεδίαζε να μετατρέψει τις σλαβικές περιοχές της Πολωνίας και της μείζονος Ρωσίας (Ουκρανίας, Λευκορωσίας, Δυτικής, Κεντρικής και Μεσημβρινής Ρωσίας και Κριμαϊκής Χερσονήσου) σε περιοχές γερμανικού εποικισμού, όπου το «κατώτερο ανθρωπολογικά» (Untermenschen: «υπάνθρωποι») σλαβικό εργατικό δυναμικό θα υπηρετούσε τους «Αρίους Κυρίους» του (arische Herrenmenschen) - όσοι τουλάχιστον εκ των σλαβικών και βαλτικο-ανατολικών πληθυσμών θα εκρίνοντο ως «Μη Εκγερμανίσιμοι» (Eindeutschungs-Unfähig) - προς όφελος του «χιλιετούς Ράιχ», του «Μείζονος Ευρωπαϊκού Χώρου» (Europäischer Grossraum), του «Μείζονος Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου» (Europäische Grossraum-Wirtschaft) και της «Νέας Ευρωπαϊκής Τάξεως» (Europäische Neu-Ordnung).
Στο πλαίσιο αυτό η Γαλλία και η Ιταλία, όπως και η σκανδιναβικές χώρες, έχουν συμπληρωματικό γεωπολιτικό ρόλο στο γεωπολιτικό σχεδιασμό των θαλασσίων και των χερσαίων δυνάμεων αντιστοίχως. Σημαντικότατο μέρος αυτού του γεωπολιτικού ρόλου στο σχεδιασμό των θαλασσίων δυνάμεων, δηλαδή των αγγλοσαξωνικών, έχει μέχρι σήμερα και η Ελλάδα, ως σημείο κλειδί της Μεσογείου, των Δαρδανελίων, του διαύλου του ανατολικού Αιγαίου (με τα τόσα σημερινά, πια, προβλήματα), και της νότιας ζώνης της Μεσογείουμεταξύ 35ου και 36ου παραλλήλου. (Βλ. Χάρτη 2). Μια πολύ ενδιαφέρουσα, από γεωπολιτικής απόψεως, ζώνη, εμπεριέχουσα το Ισραήλ, την Κύπρο, την Κρήτη, τη Μάλτα και το Γιβραλτάρ, η οποία μέχρι σήμερα χαρακτηρίζεται από έντονη αστάθεια, ιδιαιτέρως μετά από τα εξεγερσιακά φαινόμενα της ούτω καλουμένης, κατ’ αγγλοσανικήν έμπνευσιν, «Αραβικής Ανοίξεως» (Arab Spring) αλλά και σημαντικότατη αγγλοσαξωνική στρατιωτική και πολιτική παρουσία.

Χάρτης 2. Η Ζώνη αγγλοσαξωνικών γεωστρατηγικών στοχεύσεων και επιρροών: 30ός-36ος παράλληλος

Η Ελλάς, ως «ναυτική διεθνής οντότητα» η οποία «οφείλει την ύπαρξή της και την επιβίωσή της στη θάλασσα», ήταν ο μοναδικός κρίκος στο οριζόντιο -αγγλοσαξωνικής κατασκευής- βαλκανικό ανάχωμα στην κάθοδο των Χερσαίων/Ηπειρωτικών Δυνάμεων (Ρώσων ή/και Γερμανών) προς τη Μεσόγειο, τη στιγμή που η Τουρκία, εξεδήλωνε την περιβόητη «επιτήδεια ουδετερότητά» της προς τη ναζιστική Γερμανία (παρά τις ρητές συμμαχικές δεσμεύσεις και ανειλημμένες υποχρεώσεις της τόσο έναντι της Ελλάδος όσο και έναντι της Αγγλίας, για τις οποίες μάλιστα είχε εκ των προτέρων και λίαν πλουσιοπάροχα αμειφθεί από το Λονδίνο!), η Γιουγκοσλαβία και η Ρουμανία είχαν ψυχολογικώς παραλύσει και, εν πολλοίς, παραδοθεί, η Βουλγαρία ήταν σύμμαχός της και η Ιταλία, με το αλβανικό της προτεκτοράτο επί της Βαλκανικής και το (ιδικής της κατασκευής) ιδεολόγημα της «Μεγάλης Αλβανίας», ως αιχμή του δόρατος που έπληττε τόσο το Βελιγράδι (Κοσσυφοπέδιο/Μετόχια) όσο και την Αθήνα (Ελληνική Νότιος Ήπειρος - ή κατ’ αυτούς «Τσαμουριά»), διεκδικούσε για λογαριασμό του φασιστο-ναζιστικού Άξονα την ηγεμονία στη mare nostrum και τις πολύτιμες διόδους της Μεσογείου. Άλλωστε, ήταν η απόλυτη και βαθειά επίγνωση αυτών ακριβώς των αδήριτων γεωπολιτικών αναγκαιοτήτων και δεδομένων που έκαναν τον Πρωθυπουργό της Ελλάδος Ιωάννη Μεταξά να λάβει σαφή και απερίφραστη θέση υπέρ των Δυνάμεων της Θαλάσσης, κατά τον επερχόμενο πόλεμο μεταξύ «αγγλικού (αγγλοσαξονικού) συγκροτήματος» και «ηπειρωτικού συγκροτήματος» - και τούτο, βεβαίως, όχι την 3ην πρωινήν ώραν της 28ης Οκτωβρίου 1940 αλλά ευθύς εξ αρχής, ήδη του Αυγούστου του 1936.

---------------------------------------------------------------
Κυπριακή Παρέκβαση
Έχω μια μανία να κυνηγάω τα κλισέ, δεν μου αρέσουν τα κλισέ, σκέφτηκα δύο πολύ σημαντικά κλισέ τα οποία ταλανίζουν... την υπόθεση της γεωστρατηγικής θέσεως της Κύπρου, αφενώς, και αφετέρου, ότι πόσο χαζοί είμασταν εμείς οι Έλληνες που ζητούσαμε από τους Βρετανούς την Ένωση μας με την Μητέρα Έλλάδα και ότι ήταν τελείως βλακώδες αυτό που κάναμε διότι είχε τόσο μεγάλη γεωστρατηγική σημασία η Κύπρος για τους Βρετανούς και στον πρώτο και στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο που το μόνο που κάναμε ήταν να σκάβουμε τον λάκκο μας. Ένας μύθος ο οποίος πολύ εύκολα κατέρρευσε. Η Κύπροςδεν είχε καμμία ιδιαίτερη σημασία, μάλιστα ήταν δευτερεύουσας ποιότητας αποικία την περίοδο του πρώτου και του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου και εκείνο το οποίο διαπίστωσα, ήταν ότι εκέινη η διασυρμένη γηραιά πόρνη η οποία υπήρξε αυτοκρατορία τις δύο αυτές περιόδους, του πρώτου και του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, έσερνε τα κουρέλια της μετά το τέλος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, αυτή και μια νομεκλατούρα αξιωματικών και πολιτικών οι οποίοι απελάμβαν όλες εκείνες τις τιμές... δημιούργησαν ένα κλίμα, το οποίο ήρθαν και το ενέταξαν σαν modulo μέσα στην ψυχροπολεμική στρατηγική που ξεκίνησε από τη δεκαετία του '50 και μετά και στην ΝοτιοΑνατολική Μεσόγειο με το ΝΑΤΟ και την κομμουνιστοφοβία της περιόδου, ούτως ώστε να μπορέσουν να διατηρήσουν τί;... το τελευταίο τους αποκούμπι, αυτό το οποίο θα τους επέτρεπε να κρατήσουν αυτό το πρεστίζ του empire, το οποίο το είχαν χάσει, επειδή εχάσαν τα πάντα, εχάσαν όλες τους τις αποικίες, εχάσαν το Διαμάντι του Στέμματος, την Ινδία, έχασαν τα πάντα. Έχασαν στο τέλος και το Σουέζ. Και τι τους έμεινε; Τους έμεινε η Κύπρος για να βγάζουν τα κόμπλεξ τους...
Πάντα κατηγορούσαμε τους εαυτούς μας... αλλά ποτέ δεν καθήσαμε να σκεφτούμε, η άλλη πλευρά, η βρετανική πλευρά, πως το έβλεπε. Εντάξει, εμείς είμασταν κακοί, κάναμε λάθη, μήπως δεν κάναμε και τόσο μεγάλα λάθη;...
Ενδεικτικό της ήσσονος γεωστρατηγικής αλλά και επιχειρησιακής σημασίας, την οποία απέδιδαν οι ίδιοι οι ιθύνοντες της υψηλής στρατηγικής της γηραιάς αλβιώνος στη νήσο, ήτο και το γεγονός ότι ακόμη και μετά και παρά την ανέγερση ναυτικών και αεροπορικών βάσεων, η Κύπρος δεν διαδραμάτησε σημαίνοντα ρόλο εις ουδένα των δύο παγκοσμίων πολέμων.
Ο πρώτος σημαίνων ρόλος της Κύπρου... ήταν το '51 με '53, όταν δουλεύθηκε από την Λευκωσία το σχέδιο Αίας, που είχε σαν σκοπό να ανατρέψει τον Μοσαντέκ, στο Ιράν. Και εδώ η Λευκωσία ήταν η φιλοξενούσα περιοχή όπου οι μυστικές υπηρεσίες της Μεγάλης Βρετανίας και οι μυστικές υπηρεσίες των Αμερικανών, είχαν ένα στρατηγείο, ένα επιτελείο, το οποίο ουσιαστικά συντόνιζε τα δύο υπηρεσιακά αρχηγεία -το ένα στη Τεχεράνη και το άλλο στον Λίβανο- τα οποία προσπαθούσαν να ρίξουν τον Μοσαντέκ. Έχω σκοπό να γράψω κάτι όπου θα δείτε το πόσο πολύ μοιάζει η περίοδος εκείνη με αυτές τις ρόζ, πουά, ριγέ και λοιπές επαναστάσεις των τουλιπών, των γιασεμιών και όλα αυτά τα φαινόμενα τα οποία δεν αλλάζουν καθόλου...


Η άποψη περί δευτερευούσης στρατηγικής σημασίας, την οποία οι βρετανοί ιθύνοντες εφαίνετο να αποδίδουν στην Κύπροεπί μισόν αιώνα τουλάχιστον, ενισχύεται και από το γεγονός ότι... μεσούντως του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, οι Βρετανοί συνεζήτησαν την παραχώρηση της νήσου στην Ελλάδα προκειμένου να δελεάσουν την ελληνική κυβέρνηση, ώστε να εισέλθει και αυτή στον Μέγα Πόλεμον παρά των δυνάμεων της Αντάντ και εναντίον των Κεντρικών Δυνάμεων.
Βεβαίως είς πείσμα των κρατουσών μυθοπλασιών και ιδεοληψιών, οι τότε ιθύνοντες της Ελληνικής Υψηλής Στρατηγικής -υπήρχαν τότε τέτοιοι- απέρριψαν την αγγλική «προσφορά», όχι διότι αυτοί ήσαν «γερμανόδουλοι ή προδότες», αλλά διότι η υποτιθέμενη «προσφορά» ήτο, φευ, αρκούντως τυπικώς βρετανική [η παραχώρηση μετά τον πολεμο εφόσον βγεί νικήτρια η Αγγλία, καθόλου αυτονόητο εν έτει 1915, αντάλλαγμα την ανατολική Μακεδονία στην Βουλγαρία -Καβάλα, ο Βουλγαρικός Διάδρομος ως αγγλικό χαρτί προκειμένου να αποσπασθεί η Σόφια από την επιρροή του Βερολίνου κ.λπ]...
Το αίτημα της αυτοδιαθέσεως ετιθεντο υπο το κράτος των εντυπώσεων του μόλις λήξαντος παγκοσμίου πολέμου, της δυναμικής που ο πόλεμος εκείνος απελευθέρωσε, αλλά και της ρητορείας των νικητριών δυνάμεων, που επιμόνως, συστηματικώς, τεχνηέντως και κατ'εξακολούθησιν, είχαν επιδιώξει να προσδώσουν στην αναμέτρηση τους με τις ηττηθήσες δυνάμεις τον χαρακτήρα μιας ολικής αναμετρήσεως μεταξύ φωτός και σκότους, μεταξύ ελευθερίας και τυραννίας.
Εις τα ανωτέρω, πρέπει να προστεθεί και ένας ακόμη σημαντικό στοιχείο. Η συγκεκριμένη αποικιοκρατική δύναμις, προς την οποία απηύθηναν οι Έλληνες της Κύπρου το καθ'όλα νόμιμον, θεμιτόν και επίκαιρον αίτημα της αυτοδιαθέσεως, ήτο και η κατ'εξοχήν σύμμαχος δύναμις της Ελλάδος. Τόσο ιστορικά και διαχρονικά όσο και ιδιαιτέρως, κατά τον μόλις προηγηθέντα μεγάλο πόλεμο. Μάλιστα προϊόντος του 1940, η "Μικρά πλήν έντιμος Ελλάς"παρέμεινε, η μόνη, κυριολεκτικώς, ενεργός σύμμαχος της Βρετανίας σε ολόκληρη τη Γηραιά Ήπειρο όταν όλα τα υπόλοιπα κράτη είχαν, κυριολεκτικώς, γυρίσει την πλάτη προς το Λονδίνο, είτε προσχωρώντας εκουσίως στον Άξονα (παραδείγματος χάριν, Ουγγαρία, Ρουμανία, Βουλγαρία, Φινλανδία), είτε ερωτοτροποντας μετά του Άξονος, και αθετώντας τις προς το Λονδίνο υποχρεώσεις τους, χωρίς όμως εν τέλει να αποφύγουν το βιασμό (π.χ. Γιουγκοσλαβία, Βέλγιο), είτε ερωτοτροποντας μετά του Άξονος και επιτυγχάνοντας να διατηρήσουν την ἐπιτήδειον ουδετερότητα των (Τουρκία, Σουηδία), είτε υποτασσόμενά στον Άξονα κατ'όπιν συμβολικής αντιστάσεως ορισμένων λεπτών της ώρας (παραδείγματος χάριν Δανία, Ολλανδία).
---------------------------------------------------------------

.~`~.
IV
Η σημερινή κατάσταση της Ελλάδας στην Ευρώπη και στο ΝΑΤO

Θα ήθελα να επεξεργασθώ λίγο ακόμη το πρόβλημα, προσπαθώντας να κάνω μια σύντομη ανάλυση για το τι κατά τη γνώμη μου συνέβαινε μέχρι σήμερα από γεωπολιτική άποψη στην Ευρωπαϊκή Ένωση γενικότερα και στην Ελλάδα ειδικότερα.
Ήταν από μακρού γνωστόν στους παροικούντες την Ιερουσαλήμ ότι η Ευρωπαϊκή Κοινότης είχε κληθεί -αμέσως μετά το πέρας του τελευταίου θερμού μεγάλου πολέμου και αρχομένου του νέου, «ψυχρού», πολέμου- με προεξάρχουσες τη Γαλλία και τη «Δημοκρατία της Βόννης» (Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας), και υπό την αμέριστη και ολόψυχη πολιτική, στρατηγική και οικονομική καθοδήγηση και υποστήριξη των Η.Π.Α. και της Μ. Βρετανίας, να «θεσμίσει» (αλλά και να «χρηματοδοτήσει») κατά μέγα μέρος μιαν αγγλοσαξωνική, αυτήν την φορά (και όχι γερμανική) υπόθεση ηγεμονίας στη Δυτική Ευρασία, καθαρά μακιντεριανής σχολής. Μετά τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου, κατέστη πρόδηλον ότι η Ουάσιγκτον ενδιεφέρετο για την ανάθεση ενός αναλόγου - αλλά σαφώς πιο ενισχυμένου και αναβαθμισμένου - ρόλου στην επανενωθείσα «Βερολίνειο Δημοκρατία», την οποίαν και αναγόρευσε άλλωστε σε «εταίρο εν ηγεσία» (partner in leadership), και μάλιστα εν όψει του αρχομένου 21ου αιώνα.
---------------------------------------------------------------
Γράφει σε υποσημείωση του στο σημείο αυτό ο συγγραφέας: Εις πείσμα όλων όσοι ομιλούν για «ψυχροπολεμισμούς» και «αναχρονισμούς» επηρεασμένοι από μια καθαρά «διεθνοδικαιική» προσέγγιση του θέματος. Δεν συλλογίζονται, όμως, ότι όσοι δεν υπολογίζουν ούτε κατ’ ελάχιστον το Διεθνές Δίκαιο είναι, υποτίθεται, οι καντιανοί οπαδοί του W. Wilson! Και βεβαίως, δεν αντιλαμβάνονται οι δικαιολάγνοι διεθνολόγοι και «διεθνολογούντες» ότι η διεθνής εμπειρία (Κυπριακό, Γιουγκοσλαυΐα, Λιβύη, κ.λπ.) αποδεικνύει πως το Διεθνές δίκαιο συνήθως δεν εκφράζει τίποτε περισσότερο από το συμφέρον «μας», εφοδιασμένο με... Στρατό, Ναυτικό και Αεροπορία!
---------------------------------------------------------------
Ίσως αυτό να μην αποτελεί το «κατ’ εξοχήν» κακό, εάν το ζητούμενο ήταν η επίτευξη της ειρήνης στην «πλανητική νήσο», και δη στην Heartland, δηλαδή την Ευρασία. Είναι, όμως, προφανές, ότι πρόκειται για μια αντιευρωπαϊκή εξέλιξη που έχει ως μήτρα κάποιες υποευρωπαϊκής κλίμακος συνενώσεις.
Το θέμα της (καταχρηστικώς καλουμένης) Ενωμένης Ευρώπης δεν αποτελεί κατ’ ουδένα τρόπο φετίχ για το γράφοντα. Η «Ενωμένη Ευρώπη» αποτελεί στη συνείδηση όλων των υποστηρικτών της μέσο διατηρήσεως της Ειρήνης και της Ασφαλείας στην Ευρασία, ιδιαίτερα μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, Εάν ο στόχος αυτός δεν μπορεί να επιτευχθεί, είτε για λόγους «ευρωπαϊκών εθνικισμών», είτε για λόγους συγκρούσεων μεταξύ των ανωτέρω εθνικισμών, αφ’ ενός, και της διαπιστουμένης προσπάθειας αγγλοσαξωνικής πολιτικής ηγεμονίας στο χώρο της Ευρασίας, αφ’ ετέρου, είμαστε αναγκασμένοι να επανατοποθετήσουμε το ζήτημα με κάθε ειλικρίνεια. Η αντιμετώπιση της πραγματικότητας είναι ο μόνος τρόπος να ευρεθεί η καλύτερη για τους λαούς λύση στο πρόβλημα ανακατανομής της ισχύος στον ευρασιατικό χώρο.
Το ζήτημα δεν είναι, λοιπόν, εάν οι σημερινές αντιλήψεις και οι σημερινοί πολιτικοί χειρισμοί των ευρωπαίων και αμερικανών ηγετών βλάπτουν ή συρρικνώνουν την πολιτική διάσταση της Νέας Ευρώπης. Έχει καταστεί πλέον εμφανές ότι το πράττουν.
Το ζήτημα, τελικώς, συνίσταται στο εάν κάτι τέτοιο γίνεται συνειδητώς εις βάρος της πολιτικής και αμυντικής ενοποιήσεως της Ευρώπης ή στο εάν οι συμμετέχοντες στο στρατηγικό αυτό παίγνιο διατηρούν λανθασμένες εντυπώσεις για τις επιπτώσεις των πολιτικών προσανατολισμών και των χειρισμών τους. Κατά την γνώμη μου, συμβαίνουν και τα δύο.
Και εστιάζοντας εις το σημαντικότερο διακύβευμα, αναρρωτιέμαι κατά πόσον το επιτελείο στρατηγικού σχεδιασμού της διοικήσεως Ομπάμα έχει αντιληφθεί ότι η προώθηση της νεο-οθωμανικής ονειρώξεως, ως στρατηγικό κέλυφος χειραγωγήσεως του αραβομουσουλμανικού κόσμου και μάλιστα εναντίον ενός πυρηνικού σιιτικού Ιράν αποτελεί απολύτως λανθασμένη στρατηγική, η οποία θα οδηγήσει σε αποσταθεροποίηση και συντηρεί πολλαπλές θερμές αντιπαραθέσεις στην Ευρύτερη Μέση Ανατολή και στην Ν/Α Μεσόγειο.
Η λανθασμένη αυτή γεωστρατηγική επιλογή αποτελεί τη μεγίστη πρόκληση για την Ελλάδα η οποία, περιδινιζομένη στην παρούσα διεθνή κρίση με απολύτως αποτυχημένες πολιτικές επιλογές για την αντιμετώπισή της και βιώνουσα το πέρας του μεταδικτατορικού πολιτικού κύκλου σε καθεστώς κοινωνικής απογοήτευσης, απαξιώσεως της μέχρι σήμερα πολιτικής και του μέχρι σήμερα, ούτω καλουμένου, «πολιτικού προσωπικού» θεωρεί εαυτήν υποχρεωμένη να απολέσει ως και ό,τι έχει απομείνει από την Εθνική Κυριαρχία (μετά τις αλλεπάλληλες εκχωρήσεις Εθνικής Κυριαρχίας, το 1992, το 1997, το 1999, το 2010 και το 2011 - πάντοτε με μια άκρως διασταλτική ερμηνεία και καταχρηστική εκμετάλλευση του άρθρου 28 του Συντάγματος, πάντοτε δε ερήμην του Κυριάρχου Ελληνικού Λαού και χωρίς ποτέ να κληθεί ο τελευταίος να αποφασίσει για ένα τόσο κρίσιμο ζήτημα, όπως η συνέχιση - ή μη - της υπάρξεως ανεξαρτήτου Ελληνικού Κράτους με την μόνη αυθεντική, αδιαμεσολάβητη, άμεση, ad hoc και γνησίως δημοκρατική διαδικασία: το δημοψήφισμα!). Πάντα ταύτα δε, για να... παραμείνει, υποτίθεται, η Ελλάς εις την «Ευρωζώνην», της οποίας το μέλλον, όμως, είναι τουλάχιστον άδηλον, για να το διατυπώσουμε επιεικώς, καθώς αυτή φαίνεται καταρρέουσα λόγω της μη χρησιμότητητος πλέον της Ε.Ε. ως μέρους του αναχωματικού δακτυλίου προστασίας των Η.Π.Α.έναντι της (δυνητικής συνεταίρου των, πλέον) Ρωσίας.
Συνεπώς, εκεί που θα κληθεί συντόμως «όχι να πει» η Ελλάς είναι η νεο-οθωμανική Τουρκία υπό την καθοδήγηση της ισλαμιστικής κυβερνήσεως των κ.κ. Ερντογάν-Γκιούλ, της καθοδηγουμένης από τις εξίσου ισλαμιστικές και αντιδυτικές επιταγές του ισλαμιστή Υπουργού των Εξωτερικών της κ. Αχμέτ Νταβούτογλου.
Τις ημέρες που συντάσσεται αυτή η γραφή, τα εκλογικά αποτελέσματα του πρώτου γύρου των εκλογών στην Αίγυπτο της πλατείας Ταχρίρ, ανεβάζουν το ποσοστό των Αδελφών Μουσουλμάνων και των Σαλαφιστικών κομμάτων στο 75% περίπου! Ήδη δε η Τυνησία και το Μαρόκο έχουν αναδείξει κυβερνήσεις υπό την επιρροή των Αδελφών Μουσουλμάνων (εις πείσμα όσων πολιτικών και γνωμηγητόρων, παρ’ ημίν, «οραματίζονταν» μετακένωση δυτικής δημοκρατίας και human rights στον αραβο-μουσουλμανικό κόσμο!). Εάν το καθεστώς Άσαντ καταρρεύσει και πάλιν θα αναδειχθούν οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι, η Χαμάς στη Γάζα είναι θυγατρική των Αδελφών Μουσουλμάνων...
Αυτά είναι τα δεδομένα. Τι θα συμβεί με μια πιθανή αποσταθεροποίηση του Ουαχαβιτικού καθεστώτος στη Σαουδική Αραβία; Προφανώς στην εξουσία θα ανέλθουν σαλαφιστικών τάσεων κόμματα, δηλαδή συντηρητικότερα και αυτών των Αδελφών Μουσουλμάνων. Πώς θα αντιδράσει σε όλη αυτή την κατακλυσμιαία αλλαγή το σιιτικό Ιράν, βλέποντας τα γειτονικά καθεστώτα να αποκτούν θεοκρατικές δυναμικές με σουνιτική δογματική προσέγγιση;
Ίσως αυτό να το θεωρούν ευνοϊκό κάποιοι κολλεγιόπαιδες στην Ουάσιγκτον, ίσως εδώ θα ήθελαν να τους χρησιμεύσει ως ποδηγέτης η Άγκυρα, αλλά πλανώνται πλάνην οικτράν. Οι Άγιοι Τόποι του Ισλάμείναι στην Σαουδική Αραβία (Μέκκα και Μεδίνα) «υποβοηθούμενοι» από τα τεράστια κοιτάσματα πετρελαίου του υπεδάφους της. Δεν πρόκειται το ουαχαβιτικό βασίλειο να παραχωρήσει την πρωτοκαθεδρία του στον σουνιτικό αραβομουσουλμανικό κόσμο, στους «καταστροφείς του Χαλιφάτου», δηλαδή τους Τούρκους. Και φυσικά, δεν πρόκειται να το πράξει και η Αίγυπτος με έναν από τους ισχυρότερους στρατούς της Μέσης Ανατολής, κάτοχος του σημαντικότερου Νομικού Πανεπιστημίου του σουνιτικού Ισλάμ, του Αλ ‘Ααζαρ, κλειδόλιθος της Μεσανατολικής ασφαλείας, κυρίαρχος του Σουέζ και ηγεμών του Αραβικού Συνδέσμου.
Και φυσικά μια σουνιτική Συρίαυπό την πολιτική ηγεμονία των Αδελφών Μουσουλμάνων δεν θα δύναται να δεχθεί την κηδεμονία μιας Τουρκίας η οποία μοιραία θα είναι υποχρεωμένη να μείνει πιστή στο Ιράν ή να εμπλακεί σε έναν από τους πλέον αιματηρούς πολέμους της με το Κουρδικόστοιχείο της Ν/Α Ανατολίας, της Συρίας αλλά και του Ιράν...
Εκεί θα αντιληφθούν οι κολλεγιόπαιδες της Ουάσιγκτον ότι έκαμαν ακόμη ένα λάθος όπως αυτό του Αφγανιστάν και του Πακιστάν! Εκεί θα αντιληφθούν ότι το Ισλάμ είναι πρωτίστως Νόμος, και «Νόμος εκ Θεού» και είτε εφαρμόζεται είτε όχι! Αντικατοπτρίζεται στο είδος των απαντήσεων μιας ισλαμικής ιερονομικής ρήτρας: ή «ναί» ή «όχι»! Δεν γνωρίζει το Ισλάμ, το «ναι μεν, αλλά...». Δεν πρόκειται για μια απλή εσωτερική μεταφυσική αντίληψη περί θείου, η οποία μπορεί να εκφυλίζεται και να εξαφανίζεται ή εν πάση περιπτώσει, να αποτελεί εσωτερική υπόθεση του πιστού. Όχι. Και εκεί θα αντιληφθούν ότι οδήγησαν την Τουρκία σε ολισθηρότατες ατραπούς από τις οποίες δεν είναι εύκολο να εξέλθει.
Αλλά αυτό οφείλει να το αντιληφθεί και η τάλαινα χώρα μας, και σύντομα...



.~`~.
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική

*
- Το μέλλον της Ε.Ε, η Ανατολική Ευρώπη -η Ουκρανία- και τα Βαλκάνια, ο Huntington, ο Brzezinski και οι πλανητικές πολιτικές των Η.Π.Α. Τα «Ανθρώπινα δικαιώματα», η «σύγκρουση των πολιτισμών» και τα «Ευρασιατικά Βαλκάνια» ως βαλκανοποίηση της υφηλίου και καλλιέργεια της ελεγχόμενης αναρχίας. Η απόρριψη του διλήμματος μεταξύ πυρηνικού ολοκαυτώματος ή πολιτιστικής ανυπαρξίας - προς μιας νέα ιστορική σύνθεση που θα εναντιώνεται στις θεωρίες και τους υπολογισμούς γραφείου-εργαστηρίου.
*
*
*

I) The Crisis in U.S.-Israel Relations Is Officially Here II) Crisis: Are U.S.-Israeli Relations Really Doomed? III) U.S.-Israeli Relations: Don't Call It a Crisis and IV) Sino-Israeli economic and strategic ties growing.

$
0
0


.~`~.
I
The Crisis in U.S.-Israel Relations Is Officially Here

The Obama administration's anger is "red-hot" over Israel's settlement policies, and the Netanyahu government openly expresses contempt for Obama's understanding of the Middle East. Profound changes in the relationship may be coming.
*
The other day I was talking to a senior Obama administration official about the foreign leader who seems to frustrate the White House and the State Department the most. “The thing about Bibi is, he’s a chickenshit,” this official said, referring to the Israeli prime minister, Benjamin Netanyahu, by his nickname.
This comment is representative of the gloves-off manner in which American and Israeli officials now talk about each other behind closed doors, and is yet another sign that relations between the Obama and Netanyahu governments have moved toward a full-blown crisis. The relationship between these two administrations— dual guarantors of the putatively “unbreakable” bond between the U.S. and Israel—is now the worst it's ever been, and it stands to get significantly worse after the November midterm elections. By next year, the Obama administration may actually withdraw diplomatic cover for Israel at the United Nations, but even before that, both sides are expecting a showdown over Iran, should an agreement be reached about the future of its nuclear program.
The fault for this breakdown in relations can be assigned in good part to the junior partner in the relationship, Netanyahu, and in particular, to the behavior of his cabinet. Netanyahu has told several people I’ve spoken to in recent days that he has “written off” the Obama administration, and plans to speak directly to Congress and to the American people should an Iran nuclear deal be reached. For their part, Obama administration officials express, in the words of one official, a “red-hot anger” at Netanyahu for pursuing settlement policies on the West Bank, and building policies in Jerusalem, that they believe have fatally undermined Secretary of State John Kerry’s peace process.
Over the years, Obama administration officials have described Netanyahu to me as recalcitrant, myopic, reactionary, obtuse, blustering, pompous, and “Aspergery.” (These are verbatim descriptions; I keep a running list.) But I had not previously heard Netanyahu described as a “chickenshit.” I thought I appreciated the implication of this description, but it turns out I didn’t have a full understanding. From time to time, current and former administration officials have described Netanyahu as a national leader who acts as though he is mayor of Jerusalem, which is to say, a no-vision small-timer who worries mainly about pleasing the hardest core of his political constituency. (President Obama, in interviews with me, has alluded to Netanyahu’s lack of political courage.)
“The good thing about Netanyahu is that he’s scared to launch wars,” the official said, expanding the definition of what a chickenshit Israeli prime minister looks like. “The bad thing about him is that he won’t do anything to reach an accommodation with the Palestinians or with the Sunni Arab states. The only thing he’s interested in is protecting himself from political defeat. He’s not [Yitzhak] Rabin, he’s not [Ariel] Sharon, he’s certainly no [Menachem] Begin. He’s got no guts.”
I ran this notion by another senior official who deals with the Israel file regularly. This official agreed that Netanyahu is a “chickenshit” on matters related to the comatose peace process, but added that he’s also a “coward” on the issue of Iran’s nuclear threat. The official said the Obama administration no longer believes that Netanyahu would launch a preemptive strike on Iran’s nuclear facilities in order to keep the regime in Tehran from building an atomic arsenal. “It’s too late for him to do anything. Two, three years ago, this was a possibility. But ultimately he couldn’t bring himself to pull the trigger. It was a combination of our pressure and his own unwillingness to do anything dramatic. Now it’s too late.”
This assessment represents a momentous shift in the way the Obama administration sees Netanyahu. In 2010, and again in 2012, administration officials were convinced that Netanyahu and his then-defense minister, the cowboyish ex-commando Ehud Barak, were readying a strike on Iran. To be sure, the Obama administration used the threat of an Israeli strike in a calculated way to convince its allies (and some of its adversaries) to line up behind what turned out to be an effective sanctions regime. But the fear inside the White House of a preemptive attack (or preventative attack, to put it more accurately) was real and palpable—as was the fear of dissenters inside Netanyahu’s Cabinet, and at Israel Defense Forces headquarters. At U.S. Central Command headquarters in Tampa, analysts kept careful track of weather patterns and of the waxing and waning moon over Iran, trying to predict the exact night of the coming Israeli attack.
Today, there are few such fears. “The feeling now is that Bibi’s bluffing,” this second official said. “He’s not Begin at Osirak,” the official added, referring to the successful 1981 Israeli Air Force raid ordered by the ex-prime minister on Iraq’s nuclear reactor.
The belief that Netanyahu’s threat to strike is now an empty one has given U.S. officials room to breathe in their ongoing negotiations with Iran. You might think that this new understanding of Netanyahu as a hyper-cautious leader would make the administration somewhat grateful. Sober-minded Middle East leaders are not so easy to come by these days, after all. But on a number of other issues, Netanyahu does not seem sufficiently sober-minded.
Another manifestation of his chicken-shittedness, in the view of Obama administration officials, is his near-pathological desire for career-preservation. Netanyahu’s government has in recent days gone out of its way to a) let the world know that it will quicken the pace of apartment-building in disputed areas of East Jerusalem; and b) let everyone know of its contempt for the Obama administration and its understanding of the Middle East. Settlement expansion, and the insertion of right-wing Jewish settlers into Arab areas of East Jerusalem, are clear signals by Netanyahu to his political base, in advance of possible elections next year, that he is still with them, despite his rhetorical commitment to a two-state solution. The public criticism of Obama policies is simultaneously heartfelt, and also designed to mobilize the base.
Just yesterday, Netanyahu criticized those who condemn Israeli expansion plans in East Jerusalem as “disconnected from reality.” This statement was clearly directed at the State Department, whose spokeswoman, Jen Psaki, had earlier said that, “if Israel wants to live in a peaceful society, they need to take steps that will reduce tensions. Moving forward with this sort of action would be incompatible with the pursuit of peace.”
It is the Netanyahu government that appears to be disconnected from reality. Jerusalem is on the verge of exploding into a third Palestinian uprising. It is true that Jews have a moral right to live anywhere they want in Jerusalem, their holiest city. It is also true that a mature government understands that not all rights have to be exercised simultaneously. Palestinians believe, not without reason, that the goal of planting Jewish residents in all-Arab neighborhoods is not integration, but domination—to make it as difficult as possible for a Palestinian capital in East Jerusalem to ever emerge.
Unlike the U.S. secretary of state, John Kerry, I don’t have any hope for the immediate creation of a Palestinian state (it could be dangerous, at this chaotic moment in Middle East history, when the Arab-state system is in partial collapse, to create an Arab state on the West Bank that could easily succumb to extremism), but I would also like to see Israel foster conditions on the West Bank and in East Jerusalem that would allow for the eventual birth of such a state. This is what the Obama administration wants (and also what Europe wants, and also, by the way, what many Israelis and American Jews want), and this issue sits at the core of the disagreement between Washington and Jerusalem.
Israel and the U.S., like all close allies, have disagreed from time to time on important issues. But I don’t remember such a period of sustained and mutual contempt. Much of the anger felt by Obama administration officials is rooted in the Netanyahu government’s periodic explosions of anti-American condescension. The Israeli defense minister, Moshe Ya’alon, in particular, has publicly castigated the Obama administration as naive, or worse, on matters related to U.S. policy in the Middle East. Last week, senior officials including Kerry (who was labeled as “obsessive” and “messianic” by Ya’alon) and Susan Rice, the national security advisor, refused to meet with Ya’alon on his trip to Washington, and it’s hard to blame them. (Kerry, the U.S. official most often targeted for criticism by right-wing Israeli politicians, is the only remaining figure of importance in the Obama administration who still believes that Netanyahu is capable of making bold compromises, which might explain why he’s been targeted.)
One of the more notable aspects of the current tension between Israel and the U.S. is the unease felt by mainstream American Jewish leaders about recent Israeli government behavior. “The Israelis do not show sufficient appreciation for America’s role in backing Israel, economically, militarily and politically,” Abraham Foxman, the head of the Anti-Defamation League, told me. (UPDATE: Foxman just e-mailed me this statement: "The quote is accurate, but the context is wrong. I was referring to what troubles this administration about Israel, not what troubles leaders in the American Jewish community.")
What does all this unhappiness mean for the near future? For one thing, it means that Netanyahu—who has preemptively “written off” the Obama administration—will almost certainly have a harder time than usual making his case against a potentially weak Iran nuclear deal, once he realizes that writing off the administration was an unwise thing to do.
This also means that the post-November White House will be much less interested in defending Israel from hostile resolutions at the United Nations, where Israel is regularly scapegoated. The Obama administration may be looking to make Israel pay direct costs for its settlement policies.
Next year, the president of the Palestinian Authority, Mahmoud Abbas, will quite possibly seek full UN recognition for Palestine. I imagine that the U.S. will still try to block such a move in the Security Council, but it might do so by helping to craft a stridently anti-settlement resolution in its place. Such a resolution would isolate Israel from the international community.
It would also be unsurprising, post-November, to see the Obama administration take a step Netanyahu is loath to see it take: a public, full lay-down of the administration’s vision for a two-state solution, including maps delineating Israel’s borders. These borders, to Netanyahu's horror, would be based on 1967 lines, with significant West Bank settlement blocs attached to Israel in exchange for swapped land elsewhere. Such a lay-down would make explicit to Israel what the U.S. expects of it.
Netanyahu, and the even more hawkish ministers around him, seem to have decided that their short-term political futures rest on a platform that can be boiled down to this formula: “The whole world is against us. Only we can protect Israel from what’s coming.” For an Israeli public traumatized by Hamas violence and anti-Semitism, and by fear that the chaos and brutality of the Arab world will one day sweep over them, this formula has its charms.
But for Israel’s future as an ally of the United States, this formula is a disaster.
Jeffrey Goldberg - Πηγή: The Atlantic

.~`~.
II
Crisis: Are U.S.-Israeli Relations Really Doomed?

If there wasn’t a crisis in U.S.-Israel relations before the appearance of Jeffrey Goldberg’s explosive new article in the Atlantic [I], then there is one now.
*
If there wasn’t a crisis in U.S.-Israeli relations before the appearance of Jeffrey Goldberg’s explosive new article in the Atlantic [I], then there is one now. Israeli prime minister Benjamin Netanyahu has long chafed at President Obama’s strictures about pursuing a Middle East peace, and Obama, in turn, has made no secret of his disdain for the rebarbative Israeli leader. But there was little evidence that the emotional rift between the two sides was of much real or practical consequence. Goldberg, however, says that it is. He holds out the prospect that the Obama administration will engage in a “showdown” with Netanyahu over Iran, will soon refuse to side with Israel at the United Nations, and, not least, will lay out its own peace plan that includes specific maps “delineating Israel’s borders.”
To a degree that Israel’s critics—and they are legion—have always been reluctant to acknowledge, the relations between Jerusalem and Washington have never been without tensions. When push came to shove, various presidents pursued what they saw as the American national interest, whether it was sending fighter jets to Saudi Arabia during the Carter administration, or punting on bombing Iran during the Bush administration. (Contrary to popular mythology, George W. Bush was also not acting at the behest of Israel when he invaded Iraq. Quite the contrary.)
For his part, Goldberg apportions much of the blame for the whole shemozzle between the two partners on the junior one. According to Goldberg, “Netanyahu has told several people I’ve spoken to in recent days that he has ‘written off’ the Obama administration, and plans to speak directly to Congress and to the American people should an Iran nuclear deal be reached.” Meanwhile, Obama officials are livid at Netanyahu for approving new settlements in the West Bank and for his snubs of Secretary of State John Kerry, who valiantly attempted, against all the odds, to reach some kind of deal between the Israelis and Palestinians. At the same time, Obama officials have apparently concluded that Netanyahu lacks the cojones to attack Iran—he’s all hat and no cattle. Netanyahu’s caution on Iran, we are told, may seem laudable, but it is actually of a piece with his craven desire to appease various right-wing constituencies at home with increased settlement activities. Mainstream Jewish organizations, Goldberg reports, are concerned: “The Israelis do not show sufficient appreciation for America’s role in backing Israel, economically, militarily and politically,” he was told by Abraham Foxman, the head of the Anti-Defamation League.
What does all this add up to?
Goldberg indicates that he would like to “see Israel foster conditions on the West Bank and in East Jerusalem that would allow for the eventual birth of such a state.” It would be hard to disagree. But at a moment when the Middle East is aflame, it would seem an inopportune moment to pressure Israel into a peace process. But the real apprehension is that the Netanyahu government—which Goldberg refers to as “disconnected from reality”—is sabotaging, persistently, any efforts at an accommodation with the Palestinians, which is to say that it prefers war-war to jaw-jaw. The result would be isolation from the Western democracies.
Already, western Europe is beginning to treat Israel as an international pariah state. Whether a similar movement would take place in the United States, however, is an open question. Netanyahu is likely banking on a Republican House and Senate with a Republican president as his trifecta. It’s also the case that Hillary Clinton is unlikely to repeat Obama’s tough love act with Israel should she become president in 2014.
So in the next two years, Netanyahu can continue to do what he has done for the past six—attempt to perform an end-run around Obama. From the outset, he seems to have decided to outwait Obama. Maybe his strategy will be more successful than Goldberg would appear to believe, and Netanyahu is hedgehog to Obama’s fox. Goldberg says that Netanyahu’s approach is leading in the direction of Israel as a garrison state, a state of affairs that for Israelis, until now largely passive witnesses to the internecine warfare on their borders, “has its charms. But for Israel’s future as an ally of the United States, this formula is a disaster.” For now, this conclusion deserves what’s known as a Scottish verdict—not proven.
Jacob Heilbrunn -Πηγή: The National Interest

.~`~.
III
U.S.-Israeli Relations: Don't Call It a Crisis

A piece by Jeffrey Goldberg at The Atlantic bearing the title “The Crisis in U.S.-Israeli Relations is Officially Here” [I] has elicited much comment, including from colleagues at The National Interest [II]. Goldberg has performed a useful service in at least two respects. One is that his piece highlights how friction in the U.S.-Israeli relationship is primarily an epiphenomenon of an Israeli policy trajectory that is detrimental to Israel itself—no matter what U.S. officials may or may not say about the policies, publicly or privately—and not only detrimental to others. In commenting, for example, on the latest insertion of right-wing Jewish settlers into Arab areas of East Jerusalem—which many Palestinians unsurprisingly see as another step in de-Palestinianizing East Jerusalem so much that it could not become capital of a Palestinian state—Goldberg writes, “It is the Netanyahu government that appears to be disconnected from reality. Jerusalem is on the verge of exploding into a third Palestinian uprising.” He's right about the potential for a new intifada, one that could emerge spontaneously from bottled-up frustration and anger and would not need to be ordered or directed by anyone.
Another service by Goldberg is to portray the relationship far more realistically than one would conclude from the boilerplate that both governments routinely serve up about supposedly unshakeable ties between close, bosom-buddy allies. The fact is that the interests that this Israeli government pursues (not to be confused with fundamental, long-term interests of Israel and Israelis generally) are in sharp and substantial conflict with U.S. interests. No amount of pablum from official spokespersons can hide that fact.
For both these reasons, Goldberg's article deserves a wide readership.
The most recent expressions that reflect the true nature of the relationship are not just a matter of unnamed U.S. officials mouthing off. Goldberg notes in the third sentence of his piece that the comments he is reporting are “representative of the gloves-off manner in which American and Israeli [emphasis added] officials now talk about each other behind closed doors.” So the barbed tongues extend in both directions, but with two differences. One is that in this relationship the United States is the giver (of many billions in aid, and much political cover in international organizations) and Israel is the taker; harsh comments are far harder to justify when they are directed by an ungrateful beneficiary to its patron rather than the other way around. The other difference is that Israeli leaders insult the United States not just through anonymous comments to journalists but also publicly and openly; the current Israeli defense minister is one of the more recent and blatant practitioners of this.
One can legitimately question some of the particular accusations by the U.S. officials that Goldberg reports, not to mention the scatological and indecorous terminology employed. But to concentrate on this is to overlook the larger and far more important contours of the relationship. The most fundamental truth about the relationship is that, notwithstanding routine references to Israel as an “ally,” it is not an ally of the United States beyond being the recipient of all that U.S. material and political largesse. An ally is someone who offers something comparably significant and useful in return, particularly on security matters. That this is not true of Israel's relationship with the United States is underscored by the priority that the United States has placed, during some of its own past conflicts in the Middle East such as Operation Desert Storm, on Israel not getting involved because such involvement would be a liability, not an asset.
The core policy around which much of this Israeli government's other behavior revolves, and which defines Israel in the eyes of much of the rest of the world, is the unending occupation of conquered territory under a practice of Israel never defining its own borders and thus never permitting political rights to Palestinians under either a two-state or a one-state formula. This policy is directly contrary to U.S. interests in multiple respects, not least in that the United States through its close association with Israel shares in the resulting widespread antagonism and opprobrium.
One of the biggest and most recent U.S. foreign policy endeavors is the negotiation of an agreement to restrict and monitor Iran's nuclear program to ensure it stays peaceful. Completion of an agreement would be a major accomplishment in the interest of nonproliferation and regional stability. The Israeli “ally” has been doing everything it can to sabotage the negotiations and prevent an agreement.
It is a fallacy to think that making nice to the Israeli government will get it to back off from its opposition. It is a fallacy because that government has shown it does not want any agreement with Iran no matter what the terms, and because it is dishonest in expressing its opposition. There certainly is genuine concern in Israel about the possibility of an Iranian nuclear weapon, but that is clearly not what is behind the Israeli government's opposition because the sort of agreement that is shaping up would make it markedly less likely, in terms of both Iranian motivations and capabilities, for Iran ever to make a nuclear weapon than would be the case with no agreement. That's the very purpose of the agreement. The Israeli government instead seeks to keep Iran permanently in diplomatic exile, precluding any cooperation between Iran and the United States on other issues (which would dilute Israel's claim to being the only worthwhile U.S. partner in the Middle East) and retaining the specter of Iran and a nuclear threat from it as the “real problem” in the Middle East supposedly more worthy of international attention than the occupation and unresolved plight of the Palestinians. These objectives, as well as the setback for the cause of nonproliferation that collapse of an agreement with Iran would entail, also are directly contrary to U.S. interests.
The best way to handle the implacable opposition to an Iranian deal from Netanyahu—who, according to Goldberg's reporting, has “written off” the Obama administration—is to write off Netanyahu and any hope that he could be brought around on the subject. Needed instead is to expose—to Israelis, as well as to members of Congress and other Americans—the fundamental dishonesty of Netanyahu's opposition. Maybe a useful step in doing that would be to bring back Netanyahu's cartoon bomb that he displayed at the Untied Nations General Assembly and point out how the preliminary agreement reached with Iran last year (and which the Israeli prime minister consistently denounced) has already drained the bomb and moved the Iranian program back from the lines that the Israeli prime minister drew with his red marker.
Calling Netanyahu to account certainly is not a sufficient condition to achieve political change in Israel, with its ever steeper rightward tilt, but it is probably a necessary condition. The state of the relationship with the United States is highly salient and highly important to many Israelis, but it will not be a driver of political change as long as it remains masked by all that boilerplate about how great the “alliance” is.
There are a couple of problems with the title of Goldberg's piece (which is probably the doing of an editor, not Goldberg). One is that there isn't “officially” a crisis. The fact that official statements continue to talk about a supposedly rosy relationship is part of what is, as explained above, wrong.
The other problem is that in this context the word crisis is a misnomer. The term usually indicates a potential for a big turn for the worse, especially the outbreak of a war between whatever two parties are experiencing a crisis. That's not what's involved here. The only reason the term crisis comes up regarding U.S.-Israeli relations is the fictional, deliberately inflated view of the relationship as something qualitatively different that ought to defy any of the usual rules that apply to any patron and client or to any bilateral relationship. Sweep aside the politically-driven fiction about two countries that supposedly have everything in common and nothing in conflict and instead deal with reality, and the concept of crisis does not arise at all. What you have instead is a bilateral relationship that is like many others the United States has, with some parallel interests and objectives along with other objectives that diverge—sometimes sharply—and with honest recognition of the latter being a normal part of business. Being honest and realistic is good for U.S. interests, and in this case it would be good for the long-term interests of Israel as well.
Paul Pillar - Πηγή: The National Interest


.~`~.
IV
Sino-Israeli economic and strategic ties growing

China is expanding its economic interests in Israel. Its growing portfolio of holdings in high-tech startups, national infrastructure and core industries gives Beijing an expanded strategic presence in Israel.
In Europe, a move is under way to respond to the Palestinian BDS (boycott, divestment and sanctions) strategy. Some EU companies have withdrawn from Israel’s government bidding process to build private ports.
As for the United States, President Barack Obama warned Israeli Prime Minister Benjamin Netanyahu during his recent visit to Washington that, unless Israel stops building settlements and makes a peace deal with the Palestinian Authority, it will lose U.S. support
China has seized the opportunity to fill the void left by the withdrawal of European business from Israel and the gap resulting from the anticipated reduction in U.S. support. China has no moral qualms about investing in Israel and by doing so is increasing its strategic presence. With the support of Netanyahu, China is moving full speed ahead.
Attracted by China’s huge market, its willingness to use state funds to encourage state-owned enterprises (SOEs) to invest abroad and its seat on the U.N. Security Council, Netanyahu has given top priority to expanding relations with Beijing.
Chinese SOEs, public institutions and private investors are acquiring large positions in key Israeli industries. In the process, China has gained unprecedented access to Israeli technology, innovation and business knowhow.
China needs all of these assets to modernize and transform its economy. It has found no better place than Israel — in its growing state of isolation — to meet its needs in these areas.
As Netanyahu said last December at a joint news conference with visiting Chinese Foreign Minster Wang Yi, “Our strengths complement one another. China has massive industrial and global reach. Israel has expertise in every area of high-tech.”
He left the obvious unsaid, allowing other nations to read between the lines.
Following Wang’s visit, Netanyahu publicly gave China relief from Israeli export licensing restrictions as an essential first step his government is taking to expand cooperation and trade.
In a followup to Netanyahu’s efforts, Israel’s National Cyber Bureau announced plans to include China in a Cyber Emergency Response Team to be created next year.
This is a significant step for Israel, a world leader in defeating cyber attacks, to take because China is a world leader in using cyber penetration of key industries and defense networks to benefit its companies and its defense sector.
As far as high technology is concerned, China has become a close second to the U.S. in the number of projects it is involved in that are co-managed by Israel’s Chief Scientist Office.
Israeli officials have said China will soon replace Europe as the second-leading source for investment in Israel’s high-tech sector, and could even replace the U.S. in the number one spot.
Israel already awarded the Red-Med mega-project — designed to connect the Red Sea to the Mediterranean coast by high-speed rail — to a Chinese firm. Another Chinese firm recently won the right to build a port at Ashod, the proposed terminal for the Red-Med rail scheme project.
The Red-Med project — a Chinese-built strategic alternative to using the Suez Canal — helps Beijing cement its presence in Israel for decades to come.
Netanyahu’s government sees Beijing’s participation in the project as a way to strengthen Sino-Israeli relations. Given China’s current reliance on the Suez Canal for its seaborne trade of goods bound for Europe, this is a plausible move.
In 2011, China gained a controlling interest in a major firm in Israel’s agrochemical sector on the back of $2.4 billion in investments by China National Chemical Corporation. Beijing has also gained access to Israeli nanotechnology via a joint venture between Tel Aviv and Tsinghua universities to operate a shared research center.
Washington is watching the growing embrace between Israel and China carefully. This is all the more the case as there have been increasing calls in Israel for it to revive its defense trade with China.
Israeli defense sales to China have lagged substantially ever since Washington’s strong objections forced Israel to cancel a $1.1 billion sale of a Phalcon early-warning aircraft to China back in 2000.
China pursues its interests abroad without regard to making moral judgments on what occurs in the countries it chooses to become involved in as investors (or as a trading partner). If the EU walks away from doing business with Israel, its companies will lose out while China’s will gain.
Robert Hardy - Πηγή: The Japan Times

.~`~.
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική

Για την κύρια «ιδεολογική» διαμάχη των καιρών μας.

$
0
0

.~`~.
I

Η τελευταία σημαντική παγκόσμια προσπάθεια συγγραφής μιας Παγκόσμιας Ιστορίας στον 20ο αιώνα έγινε όχι από κάποιο μεμονωμένο άτομο, αλλά από τη συλλογική εργασία μιας ομάδας κοινωνιολόγων -στην πλειοψηφία τους Αμερικανών- οι οποίοι άρχισαν το συγγραφικό τους έργο μετά το Β'Παγκόσμιο Πόλεμο, σύμφωνα με τις γενικές υποδείξεις της «θεωρίας του εκσυγχρονισμού». Ο Κάρλ Μάρξ, στον πρόλογο της αγγλικής έκδοσης του Κεφαλαίου, σημειώνει ότι «η χώρα που είναι βιομηχανικά ανεπτυγμένη, απλώς προβάλλει προς τις υπανάπτυκτες χώρες την εικόνα του μέλλοντος τους». Η αντίληψη αυτή αποτέλεσε -συνειδητά ή όχι- το σημείο εκκίνησης της θεωρίας του εκσυγχρονισμού. Βαθιά στηριγμένη στο έργο του Μαρξ και των κοινωνιολόγων Βέμπερ και Ντιρκέμ, η θεωρία του εκσυγχρονισμού υποστήριζε ότι η βιομηχανική ανάπτυξη ακολουθούσε ένα σταθερό πρότυπο εξέλιξης και σε κάποια στιγμή παρήγε συγκεκριμένες ομοιόμορφες κοινωνικές και πολιτικές δομές στις διάφορες χώρες και πολιτισμούς. Μελετώντας χώρες όπως η Βρετανία και οι Ηνωμένες Πολιτείες, που εκβιομηχανοποίηθηκαν και εκδημοκρατίστηκαν πρώτες, μπορούσε κανείς να αποκαλύψει ένα καθολικό πρότυπο εξέλιξης το οποίο σταδιακά θα ακολουθούσαν όλες οι χώρες...
Με το πέρασμα του χρόνου, η θεωρία του εκσυγχρονισμού κατηγορήθηκε ότι ήταν εθνοκεντρική, ότι δηλαδή ανύψωνε τη δυτικοευρωπαϊκη και βορειοαμερικανική αναπτυξιακή εμπειρία στο βάθρο της οικουμενικής Αλήθειας, δίχως να παίρνει υπόψη της την «πολιτισμική οριοθέτηση» τους [Δυτικοευρωκεντρισμός]. «Ως αποτέλεσμα της δυτικής πολιτικής και πολιτιστικής ηγεμονίας», σημείωνε κάποιος από τους επικριτές, «η εθνοκεντρική αντίληψη ενθάρρυνε την άποψη ότι μόνο η δυτική πολιτική ανάπτυξη παρέχει ένα αξιόπιστο μοντέλο». Η κριτική αυτή πήγαινε βαθύτερα απ'ό,τι η απλή καταγγελία ότι υπήρχαν και πολλοί άλλοι δρόμοι προς τον εκσυγχρονισμό απ'ό,τι εκείνοι οι συγκεκριμένοι που ακολουθήθηκαν από χώρες σαν τη Βρετανία και την Αμερική. Έθετε υπό αμφισβήτηση την ίδια την έννοια του εκσυγχρονισμού, και ειδικά το κατά πόσο όλα τα έθνη επιθυμούσαν πραγματικά να υιοθετήσουν τις φιλελεύθερες δημοκρατικές αρχές της Δύσης, και κατά πόσο υπήρχαν διαφορετικής αξίας πολιτιστικά σημεία εκκίνησης και τέλους.
Η κατηγορία για εθνοκεντρισμό σήμανε το τέλος της θεωρίας του εκσυγχρονισμού.

Το τέλος της ιστορίας και ο τελευταίος άνθρωπος
Εκδ. Νέα Σύνορα - Α. Α. Λιβάνη
1992

.~`~.
II

Όλοι οι πολιτικοί τρόποι σκέψης, είτε αυτοί είναι «σοσιαλιστικοί» είτε «σοσιαλδημοκρατικοί» είτε «φιλελεύθεροι» είτε οτιδήποτε άλλο, καταλήγουν από κοινού, ότι μόνο με «κοινωνικά μέτρα» μπορεί κάτι τι ν'αλλάξη, και θεωρούν κάθε πρόβλημα ως υπόθεση της πολιτικής του «μικρού χώρου» (εσωτερική πολιτική). Αυτός είναι ο λόγος που όλοι οι κλάδοι σήμερα των λεγομένων «θεωρητικών επιστημών» (της Φιλοσοφίας και της Ιστορίας συμπεριλαμβανομένων) έχουν λίγο ή πολύ τον χαρακτήρα της «Κοινωνιολογίας». Προέκυψε έτσι ένας «διανοουμενίστικος ρατσισμός», από τον οποίον έπεται επίσης και κάθε άλλος. Σε όλους τους εν λόγω κλάδους, οι οποίοι κυριαρχούμενοι από τις ιδέες του A. Comte, δια του Hegel, Μαρξ, E. Durkheim μέχρι του Γκομπινώ (με τις «γραμμικές» του αντιλήψεις για τον εκφυλισμό των μεσογειακών λαών!!!) παραμένουν πάντα στο «πως» του μικρού χώρου, ουδέποτε αμφισβητείται ο μικρός αυτός χώρος και κάθε τι άλλο έξω απ'αυτόν φαίνεται αναγκαίο...
...το ιδεολογικό μηχάνημα του δυτικού κόσμου συνεχίζει να δουλεύη με τα ίδια πάντα επαναλαμβανόμενα νοήματα και τις ίδιες πάντα συνειδητές παραποιήσεις. Από τη μια μεριά η «δημοκρατία», η «ελευθερία» και η χειραφέτηση που οδηγούν στην «ανάπτυξη», από την άλλη ο «δεσποτισμός» και η «ανελευθερία» που οδηγούν στην «καθυστέρηση». Τόσο απλά θέλησε τα πράγματα ο Μάξ Βέμπερ - ο οποίος μίλησε με την ίδια βεβαιότητα για πράγματα που ήξερε και γι'αυτά που δεν ήξερε - και τόσο απλά προσφέρονται πάντα. Αλλά όταν ο κόσμος αλλάζη και οι ιδεολογίες δεν αλλάζουν, καλό οπωσδήποτε δεν είναι... Οι διχοτομήσεις αυτές μεταξύ «καθυστερήσεως» και «προόδου» σκοπό βέβαια έχουν να μεταφέρουν στην μέση κοινή συνείδηση την αντίληψη, ότι αιτία καθυστερήσεως των «καθυστερημένων» είναι αποκλειστικώς οι ίδιοι και ότι το «Διεθνές Δίκαιο» δεν έχει άλλον σκοπό ειμή την διάδοση της «δημοκρατίας» ανα τον κόσμο. Τον προηγούμενο αιώνα τον ρόλο της «δημοκρατίας» τον έπαιζε η «αποστολή του εκπολιτισμού»...
Επί δύο συνεπώς αιώνες τα πράγματα παραμένουν ιδεολογικώς τα ίδια, παρά την σωρεία παραδειγμάτων που αναφέραμε και αποδεικνύουν πλήρως ότι οι ιδεολογικές αυτές κατασκευές είναι τελείως αναντίστοιχες προς την υφιστάμενη εξέλιξη του κόσμου...
Όχι οι πρώτες ύλες (οι οποίες -μόνες- κανέναν ρόλο δεν ήταν δυνατόν να παίζουν για τις εσωτερικές οικονομίες των χωρών που τις είχαν...), αλλά η συρρίκνωση των άλλων πολιτισμών υπήρξε η προϋπόθεση συγκεντρώσεως του κεφαλαίου της βιομηχανικής παραγωγής... είναι η συρρίκνωση των άλλων πολιτισμών που οδήγησε στην επίτευξη της «πρόοδου». Η περί «προόδου» φιλοσοφία είχε εκ γενετής αντικείμενο τους άλλους πολιτισμούς... Το ίδιάζον όμως με την «φιλοσοφία της προόδου», είναι ότι δεν θέλει ερωτήματα περί της σημασίας της. Και γι αύτο αναγνωρίζει κάθε άλλον πολιτισμό ώς εχθρό της... Πριν οι πολιτισμοί επολεμούσαν ως παρακείμενες ιδεολογίες. Με την αποικιοκρατία ανεκηρύχθησαν σε «εχθρούς», απλώς και μόνον επειδή υπήρχαν. Ιδεολογικός φορέας αυτής της ανακήρυξης οι ρατσιστικές θεωρίες της δυτικής Ευρώπης (του «εκπολιτισμού» κατ'άλλους λόγους)...
...σύμπασα η ανθρωπότης οδεύει επί ευθείας γραμμής εν είδει σιδηροδρόμου, στον οποίον κάποιοι μπροστά είναι οι μηχανοδηγοί, όλοι δε οι άλλοι ακολουθούν ως βαγόνια από πίσω. Εγγενής στην άποψη αυτή περι πολιτισμού είναι η αντίληψη ότι οι πολιτισμοί «ανεβοκατεβαίνουν», έρχονται και παρέρχονται ως είδος επισκεπτών. Είναι μια αντίληψη αυτονόητη, εφ'όσον εκκινεί κανείς από την επιδίωξη να δείξει ότι υπάρχει «ένας και μόνο» πολιτισμός. Ο «δυτικός» έτσι πολιτισμός αντεπαρατέθη προς όλους τους άλλους, με σκοπό όχι την ερευνητική σύγκριση αλλά απλώς την αγνόηση τους.
Εν τω μεταξύ, στο διάστημα των δύο τελευταίων αιώνων που αυτές οι θεωρίες μεσουράνησαν και η «μελέτη» των άλλων πολιτισμών έγινε έδρες στα πανεπιστήμια, κανένας άλλος πολιτισμός δεν οικειώθηκε τα «θεωρητικά εξαγόμενα» της φιλοσοφικής αντιλήψεως περί της μονογράμμου εξελίξεως στην ιστορία. Οι πολιτισμοί παρέμειναν μέχρι των ημερών μας αυτοί που ήσαν και πριν. Όλα τα πολιτικά προβλήματα της εποχής μας προέρχονται ακριβώς από το γεγονός ότι αυτές οι θεωρίες του παρελθόντος καμμιάν πολιτική και ιστορική οργάνωση του κόσμου δεν κατάφεραν. Τεχνολογική εξέλιξη άλλων πολιτιστικών κύκλων υπήρξε, ούτε οι Ρώσοι όμως ούτε οι Ιάπωνες και οι Ινδονήσιοι προϋπόθεση της τεχνολογικής αναπτύξεως τους θεώρησαν την ιδεολογική ανάληψη των αρχών του δυτικοευρωπαϊκού πολιτισμού. Ο επτανήσιος λόγιος Leucadio Hearn έδειχνε στα τέλη του περασμένου αιώνα και αρχές του τωρινού, ότι οι Γιαπωνέζοι αναπτύσσονται ακριβώς επί των τελείως αντιθέτων αρχών του δυτικού φιλελευθερισμού. Έτσι τά πράγματα εξελίχθησαν μεχρι σήμερα και έτσι συνεχίζουν να εξελίσσωνται για ολόκληρη την Ασία. Οι Ρώσοι και το ανεπτυγμένο τεχνολογικώς τμήμα του Ισλάμ στην Ινδονησία δείχνουν, αρκούντως, ότι η τεχνολογική ανάπτυξη είναι δυνατή και υπό προϋποθέσεις που συνιστούν διϊστορικώς τον ιδεολογικόν αντίποδα των φιλοσοφικών θεωρημάτων του δυτικοευρωπαϊκού φιλελευθερισμού...
Οι διακηρύξεις συνεπώς περί μονοδιάστατου γραμμικής αναπτύξεως των πολιτισμών ουδόλως επιβεβαιώθηκαν στην πράξη... Η δυτική Ευρώπη - υπό τον ιδεολογικό μανδύα του λιμπεραλισμού - αποτελεί το μοναδικό παράδειγμα πολιτισμού στην ιστορία που βρέθηκε με κολοσσιαία μέσα διαδόσεως και δεν κατόρθωσε να δημιουργήσει ενα πολιτιστικό αποτέλεσμα έστω και διάρκειας δεκαετιών. Η σχέση της με όλους τους άλλους πολιτισμούς υπήρξε σχέση αντιθέσεως και μόνο - πράγμα φυσικό, εφ'όσον κανείς πιστεύει, μέσα σε μια γραμμική περί ιστορίας αντίληψη, ότι ο δικός του πολιτισμός αποτελεί το τελευταίο στάδιο της «εξέλιξης» και οι άλλοι, εκόντες άκοντες, δεν έχουν παρά να το μιμηθούν και να το ακολουθήσουν. Επόμενο συνεπώς είναι όλες οι «κατανοήσεις» των άλλων πολιτισμών να καταλήγουν ως συμπέρασμα στο ίδιο το σημείο αφετηρίας: ότι όλος ο κόσμος οδεύει επί ευθείας γραμμής. Στις εμφάνειες του το πράγμα κατάντησε ταυτόσημο με το γεγονός της κυκλοφορίας αυτοκινήτων και με την «ευκολία» των «πολιτικών διαχειρίσεων» του ιμπεριαλισμού... Ο λιμπεραλισμός έτσι, ευρέθηκε στις φιλοσοφικές του προϋποθέσεις μονομάχος εναντίον ολοκλήρου της ανθρωπότητος...
Προφανές είναι βέβαια ότι, μέσα στις «απλουστευτικές» μεθόδους της καθημερινής πρακτικής τούτη η «φιλοσοφία της ιστορίας» δεν θα εκαταντούσε παρά ένα ακουστικός θόρυβος συνθημάτων και τεχνητών επινοήσεων, ειδικά καλλιεργούμενος από διάφορες ομάδες «ειδικών», που εν τη προσπαθεία του να κρατήσει το σύστημα της καπιταλιστικώς οργανωμένης παραγωγής σαν ένα σύστημα κλειστό, έφερε εκείνη την ανατροπή νοημάτων και συνειδήσεων, η οποία θα απέκοβε την δυτική Ευρώπη από κάθε είδους πολιτιστική επικοινωνία και άρα με την εξ αντικειμένου αδυναμία ασκήσεως ιστορικού έργου δια της πολιτικής. Τέτοιου είδους αφηρημένα νοήματα, που έχουν ήδη καταντήσει χρόνιες ασθένειες στην νόηση όλων των επιπέδων, είναι «Ευρώπη», «Ανατολή», «Δύση», «Ασία», «Δημοκρατία» κλπ. Η αοριστία αυτών των συνθημάτωνμπορούσε βέβαια να δικαιολογήσει κάθε «θεωρία» της στιγμής και κάθε πολιτική επιχείρηση, ταυτοχρόνως εξαφάνιζε όμως την πραγματικότητα από τις συνειδήσεις, περιόριζε την σκέψη σε ορισμένα σχήματα εσωτερικής μόνο πολιτικής (αφού για την εξωτερική απαιτούντο «τέλη» και όχι ιδέες) και την στερούσε κάθε δυνατότητος επικοινωνίας προς τα «έξω»...
Ὁ ὅρος «Εὐρώπη» κανένα πραγματικὸ περιεχόμενο δὲν ἔχει. Εἶναι ἕνας ὅρος πού ἀκριβῶς λόγω τῆς ἀοριστίας του εὔκολα μπορεῖ νὰ μεταβάλλεται σὲ σύνθημα καὶ νὰ γίνεται ἄλλοτε μὲν «Δύση» (Occident), ὅταν πρόκειται γιὰ πολιτικοὺς σκοπούς, ἄλλοτε δὲ «Abendland», ὅταν πρόκειται γιὰ αὐθαίρετες πολιτιστικὲς περιχαρακώσεις...
Τα δεδομένα αυτά μελετώνται πλέον ως στοιχεία διαφοράς, για κάποια μέλλουσα οργάνωση του κόσμου, και πολύ απέχουν να καλύπτωνται σήμερα από την αυθαιρέτου περιεχομένου έννοια «Δύση» με τους μανιχαϊκούς καθορισμούς της περί «ελευθερίας», «προόδου», «δημοκρατίας» κλπ. Μέσα στην αντίληψη περί γραμμικής εξελίξεως των πολιτισμών -μια θεωρητική πολυλογία επί όλων των επιπέδων, η οποία τελικώς σκοπό είχε να καλύπτει απλώς τις διάφορες ιμπεριαλιστικές μεθόδους του παρελθόντος, που ελάχιστα διεξήγοντό βάσει φιλοσοφικών αρχών...- η δυτική Ευρώπη δεν είχε δυσκολία να ορίσει τις πολιτιστικές της απαρχές όπως η ίδια ήθελε και όπως αυτό καλύτερα ανταπεκρίνετο στις εσωτερικές ιδεολογικές της επιδιώξεις... η ιδέα της πλήρους πολιτιστικής «κλειστότητας» υπήρξε και κοινωνιολογικός απαραίτητη στα πλαίσια της βιομηχανικής παραγωγής. Οι εργαζόμενες μάζες έπρεπε να μένουν προσκολλημένες μιας όσο το δυνατόν πιο «κλειστής Ευρώπης», για να μπορούν να κατευθύνωνται στην παραγωγή. Έπρεπε να πεισθούν ότι δημοκρατία ήταν μόνο το προσφερόμενο...
Αυτό φαίνεται ειδικά στην περί «εχθρού» εικόνα που καλλιεργεί η «Ευρώπη» έναντι του Ισλάμ και η οποία με απλά λόγια λέει: ναι μεν το Ισλάμ είναι βασικός παράγων για την ύπαρξη της δυτικής παραγωγής (όχι μόνο για το πετρέλαιο, όπως θα ιδούμε), αλλά ουδεμία αντίληψη ιστορικής προοπτικής μετ'αυτού υπάρχει. Αν ξαφνικά «ανεκαλύπτετο» ότι η ενσωμάτωση του Ισλάμ στην παραγωγή θα έφερνε μείζονα δυνατότητα αναπτύξεως γι'αυτή, ουδεμία θεωρία ή άποψη υπάρχει περί του βαθμού και του τρόπου που κάτι τέτοιο θα ήταν δυνατό να γίνη. Ότι βέβαια το Ισλάμ απορρίπτει ριζικά την πολιτική φιλοσοφία της Δύσης - και ιδιαίτερα της «δημοκρατίας» -, όπως επίσης και τον τρόπο της δυτικής βιομηχανικής παραγωγής, είναι γεγονός. Αυτό όμως η «Ευρώπη» δεν το βλέπει σαν κάτι υπέρ του δικού της συστήματος παραγωγής, αλλά σίγουρη για την «αποτελεσματικότητα» των τρόπων του παρελθόντος, το διοχετεύει στην κοινή συνείδηση σαν «κίνδυνο», χωρίς ειδικώτερες χρεώσεις ούτε των πολιτικών ούτε των «ειδικών» της «πολιτικής θεωρίας». Ότι τουλάχιστον - από τις σταυροφορίες κι εδώ - «ευρωπαϊκή ιστορία» χωρίς τον συνυπολογισμό του Ισλάμ είναι αδύνατο να κατανοηθή, παραμένει για την μέση κοινή συνείδηση του Ευρωπαίου ένας ύποπτος αφορισμός...
Όπως παρατηρεί ο F. Braudel, βασικά οι χώροι της Ασίας και Μέσης Ανατολής εκατακτήθηκαν μόνοι τους. Αν μια χούφτα Ευρωπαίοι κατάφεραν να κατακτήσουν την Ινδία, την Κίνα ή την Οθωμανική Αυτοκρατορία, αυτό δε συνέβη λόγω κάποιας αριθμητικής ή πολεμικής υπεροχής. Η βιομηχανία ατσαλιού και η ναυπηγική στήν Ινδία ηταν πολύ πιο προηγμενες απ ο,τι ηταν στην Ευρώπη τον 16ον και τον 17ον αιωνα. Και ξέρομε έπίσης ότι ένας άπό τούς πρώτούς μονάρχες πού εχρησιμοποιησε κανονια γιά πολεμικούς σκοπούς ήταν ό Μωάμεθ ό κατακτητής. Δέν ήταν συνεπώς η υλική δύναμη πού κατεβαλε χώρους με απειρως περισσότερη πληθυσμιακή υπεροχη απο τούς ευρωπαϊκούς. Ηταν άκριβως, διότι διά τής ξένης παρουσίας έβλάβησαν οί λεπτεπίλεπτοι τρόποι διοικήσεως πού είχαν. Ο Βraudel συνιστά σαν απολύτως αναγκαία σήμερα την μελέτη αυτών τών τρόπων όπως αναλύονται άπό τούς ίδίους τούς διανοούμένους των χωρών (στούς όποίους μονίμως προσφεύγει καί πολλές φορές έπαινεί), προκειμένού νά άποκτηθή μιά ακριβέστερη αντίληψη περί του παρελθόντος. Μιά αντίληψη δηλαδή απολύτως απαραίτητη γιά τίς όποιεσδήποτε υπερεθνικές διαχειρίσεις των καιρών μας. Πολλοί «ειδικοί» σήμερα απορούν (άλλά δέν μπορούν νά δώσούν απάντηση, καταφεύγοντας έτσι σέ καταστροφικής φύσεως επινοήματα) επειδή ή πατροπαράδοτη προσφυγή στα ταμεια και τα «δάνεια» είναι ανίκανη νά δωση λύσεις στά έθνικά προβλήματα τών Βαλκανίων, της πρώην Σοβιετικής Ενώσεως καί της Μέσης Ανατολής. Οι απορίες αυτές - πού αποτελούν γενική κατάσταση και επιβάλλουν στους «ειδικούς» την εκ προνοίας σιωπή - ειναι και η πλήρης άπόδειξη περι της ουσιαστικής αγνωσίας πού επικρατεί στη μεση κοινή συνείδηση περί του περιεχομένου άλλων πολιτιστικών χώρων, όσο κοντά κι αν βρισκωνται αυτοί στήν ευρωπαϊκή ήπειρο. Κι'αυτό όπως είπαμε όχι τυχαία: προκειμένου να προσανατολισθή ό κόσμος αποκλειστικά στήν παραγωγή, έπρεπε νά κλεισθή αεροστεγώς σε ενα ιδεολογικο οικοδομημα που να μήν έπιτρέπη πουθενά τήν διαρροή. Παντού, όπου καί άν κύτταζε κανείς, έπρεπε νά βλέπη τό σύνθημα «δυτικές άξίες», όλων τών υπολοίπων πεταμένων σ'έναν κάλαθο άχρήστων υπό τήν όνομασία «ανατολικός δεσποτισμός» του Μοντεσκιέ...

Όπως ήδη εξηγήσαμε, οί πρώτες ύλες γιά τήν παραγωγή ούτως ή άλλως αφαιρούνται και δεν πληρώνονται (αύτό άλλωστε το άπαγορεύει η «φιλοσοφία» του φιλελευθερισμού οπως θα ιδούμε). Οί πρώτες ύλες λοιπον (πετρέλαιο, σταφύλια, πεπόνια κλπ) πρέπει να ανακηρυχθούν κοινό αγαθο χωρίς τιμή. Καί έν συνεχεία οί σημερινές πολυκρατικες θα προσπαθησουν να γίνουν πολυεθνικές. Αυτο τό πραγμα θα απαιτήση τεραστιες προοπάθειες, διότι θα προσκρούση στην πολιτιστική φιλοσοφία των λαών, πού αγνοούν την έννοια της ωργανωμενης εργασίας και δέν θά τήν θελήσουν. Δέν θά θελήσουν δηλαδή νά πάρουν τό «νόου χάου» καί νά αναλάβούν οί ίδιοι τήν εύθύνη γιά τήν μεταφυσική ύπαρξη του κόσμου. Η θεωρία του «Διαφωτισμού» θα αντιμετωπίση εδω τις μεγαλύτερες δυσκολίες... Περιττόν βέβαια νά πούμε ότι το υπόβαθρον τής λαϊκής ιδεολογίας του λιμπεραλισμού είναι η... Βιολογια κατά «χρησίμους» τρόπους έρμηνευομένη. Η συνείδηση είναι έπίκτητον βιολογικώς φαινόμενο, δηλαδή μιά «κακή συνήθεια» του ανθρώπου, που πρέπει διά τής «ψυχοθεραπείας» νά άποβάλη ώς «λογικό όν». Το μικρό παιδί δέν έχει συνείδηση. Βασανίζει τα ζώα, διαμελίζει τα έντομα, καταστρέφει ό ,τι πιάση στό χέρι του (άρα ή επιθετικότητα είναι στήν φύση του ανθρώπου) και αυτό που λέμε «συνείδηση» είναι μιά επίκτητη ιδιότητα αγωγής από τό «μη-μη» τών γονέων. Κατά τόν ίδιον τρόπο μπορεί να αμφισβητηθή η σεξουαλική ιδιότητα των ειδών, επειδή δέν την εμφανίζουν στά πρώτα στάδια, στόν δέ άνθρωπο ειδικά νά θεωρηθή «επίκτητος» απλώς καί μόνο επειδή... ύπάρχουν οι οίκοι άνοχής!
Ότι ό άλτρουϊσμός αποτελεί βασική προϋπόθεση διατηρήσεως των ειδών καί ότι η φύση τον εγκαθίδρυσε βαθύτατα σε όλων των ειδών τα οργανικά οντα δια του «μητρικού ενστίκτου» ή ότι ακόμη και στην ζούγκλα τά είδη δίνουν σήματα συναγερμού όταν πλησιάζη κίνδυνος (καθαρό αλτρουϊστικό ένστικτο επιβίωσης), ή μέχρι καί τά κατοικίδια που ουρλιάζουν πριν από την έλευση μεγάλου σεισμού και είδοποιούν τον άνθρωπο, αυτά όλα δέν χρησιμεύουν γιά την ιδεολογία του λιμπεραλισμού. Η Βιολογία «φιλελευθεροποιείται» κι'αυτή καταλλήλως, για να στηρίξει τίς πιό άπλοϊκές απόψεις περί «σοσιαλδαρβινισμού» ως τό «επιστημονικό» επέκεινα τών ήδονιστικών άξιωμάτων. Το μεγαλο ψάρι τρώει τό μικρό, άρα ο δυνατός τόν αδύνατο, ο ψηλός τον κοντό, ό άσπρος τον μαύρο, ο πλούσιος καί «ικανός» τόν φτωχό κ.ο.κ. Πως τώρα γίνεται και οι τόσο «έπιστημονικά» απλές αυτές αντιλήψεις δέν παρατηρήθησαν στά πλαίσια άλλων πολιτισμών; Είναι δυνατόν οι τόσο «αυτονόητες» αυτές αρχές να έμειναν τόσες χιλιάδες χρόνια έπιστημονικώς απαρατήρητες καί νά παρουσιάσθηκαν τόσο ξαφνικά όλες μαζεμένες στόν αίώνα τής αποικιοκρατίας; Και μπορει όντως η σοφη οικονομία της φύσης διατηρήσεως των ειδών νά όνομασθή «περί ύπάρξεως αγώνας»; Η φύση έφκιαξε τα είδη γιά νά υπάρχουν καί όχι γιά να αγωνιζωνται να υπάρχουν. Υπάρχει ειδος που τρώει τό είδος του ώς «κανόνας» υπάρξεως; Ο πόλεμος στήν φύση είναι προαγωγόν στοιχείο τής ζωής, δηλαδή συνθήκη διατηρήσεως των ειδών καί όχι στοιχείο καταστροφής των. Αυτή είναι ή μικρή διαφορά του «σοσιαλδαρβινισμού» από τούς μηχανισμούς της φύσης: ότι η φύση δημιουργεί, ενώ ο λιμπεραλισμός με τη φιλοσοφία του καταστρέφουν...
Ἡ πολιτικὴ σχέση τῶν βιομηχανικῶν κρατῶν μὲ τὸν τρίτο κόσμο εἶναι πολὺ ἁπλῆ: Ἀφοῦ συγκέντρωσαν μὲ τὸν ἕναν τρόπο ἢ τὸν ἄλλον τὸν παγκόσμιο πλοῦτο στὶς λεγόμενες «μητροπόλεις», μετέβαλαν ὅλους τούς ἄλλους λαοὺς σὲ ἕνα εἶδος λαῶν ἐπὶ πιστώσει: οἱ ἄλλες χῶρες πρέπει νὰ «συναρμόζωνται» κάθε φορά, διότι ἄλλως ἐπακολουθοῦν «οἰκονομικὲς κυρώσεις» καὶ πέφτει πεῖνα (καὶ μαζὶ μ’ αὐτὴν βέβαια, ἢ μᾶλλον μὲ τὸ φάσμα της, καὶ οἱ ἀνυπάκουες κυβερνήσεις…). Οἱ «διεθνεῖς» λοιπὸν σχέσεις τῶν καιρῶν μας εἶναι ἐκεῖνες μίας …σοσιαλδαρβινικῆς ζούγκλας. Τὸ πρόβλημα εἶναι ποιὸς θὰ προφθάση νὰ πεθάνη πρῶτος! Διότι ἂν λ.χ. ἀπεφάσιζαν μερικὲς μόνο χῶρες τοῦ κόσμου νὰ ἀντιμετωπίσουν αὐτὴ τὴν πολιτική, ἀδιαφορώντας γιὰ τὶς ἴδιες συνέπειες καὶ ὑψώνοντας κι’ αὐτὲς ἕνα «ἐμπάργκο» κατὰ τῶν βιομηχανικῶν προϊόντων, εἶναι βέβαιο, ἀπὸ τὸ πρωτοφανὲς χάος πού θὰ προκύψη στὰ πλαίσια τῆς διεθνοῦς παραγωγῆς, ὅτι οἱ «ἀνεπτυγμένοι» θὰ ἐπανέλθουν κι’ αὐτοὶ σὲ καταστάσεις πείνας πού ἔχουν λησμονήσει... Δυστυχῶς ὅμως εἶναι ἡ μόνη «λογικὴ» πού ἐπιβάλλει μακροπροθέσμως τὸ εἶδος τῶν «διεθνῶν» μας σχέσεων καὶ αὐτὸ ἀκριβῶς θὰ εἶναι καὶ τὸ περιεχόμενο τῆς νέας ἰδεολογικῆς τρομοκρατίας. Ὄχι πολιτικοὶ στόχοι καὶ μεγαλοσχήμονα σχέδια, ἀλλὰ οἱ δομὲς τοῦ διεθνοῦς ἐμπορίου. Πού κανένα κόπο ἢ πολύπλοκη διαδικασία δὲν ἀπαιτοῦν καὶ οὔτε κανένας τρόπος ὑπάρχει νὰ προστατευθοῦν.

To «Ανατολικό Ζήτημα» Σήμερα
Εκδ. Εικοστού Πρώτου
1998


.~`~.
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική

*
- Το μέλλον της Ε.Ε, η Ανατολική Ευρώπη -η Ουκρανία- και τα Βαλκάνια, ο Huntington, ο Brzezinski και οι πλανητικές πολιτικές των Η.Π.Α. Τα «Ανθρώπινα δικαιώματα», η «σύγκρουση των πολιτισμών» και τα «Ευρασιατικά Βαλκάνια» ως βαλκανοποίηση της υφηλίου και καλλιέργεια της ελεγχόμενης αναρχίας. Η απόρριψη του διλήμματος μεταξύ πυρηνικού ολοκαυτώματος ή πολιτιστικής ανυπαρξίας - προς μιας νέα ιστορική σύνθεση που θα εναντιώνεται στις θεωρίες και τους υπολογισμούς γραφείου-εργαστηρίου.

I) Too Important for Clever Titles - Scientific Study Says We Are an Oligarchy. The U.S.A. is now provably an oligarchy, we are a democracy in name only II) What’s that I hear? Francis Fukuyama back-pedalling frantically III) Fukuyama and the Decay of American Institutions IV) American Political Dysfunction by Francis Fukuyama.

$
0
0

.~`~.
I
Too Important for Clever Titles
Scientific Study Says We Are an Oligarchy.
The U.S.A. is now provably an oligarchy, we are a democracy in name only

We like to assert that Daily Kos is a reality-based community. At the very least we surely do not deny science. A new study appearing at Princeton's website [Testing Theories of American Politics: Elites, Interest Groups, and Average Citizens] may test these assumptions for some of us here. For others, it will be grim vindication of what we already know: the United States of America is no longer a democracy, but rather an oligarchy.
The anecdotes are plentiful, from modest gun control proposals that saw 90% public support, to unemployment compensation, to infrastructure spending, to women's rights; where a plurality exists even across party lines, the median public interest seems to hold no sway in policy making. Now science has proven this to be correct:
The central point that emerges from our research is that economic elites and organized groups representing business interests have substantial independent impacts on U.S. government policy, while mass-based interest groups and average citizens have little or no independent influence. Our results provide substantial support for theories of Economic Elite Domination and for theories of Biased Pluralism, but not for theories of Majoritarian Electoral Democracy or Majoritarian Pluralism.
Distilled down into simple terms: The U.S.A. is now provably an oligarchy, we are a democracy in name only. DINO, as in dinosaur... As in extinct.... Has the acronym ever been more pathetically poignant?

The authors of this study, which will appear in the Fall issue of of the academic journal Perspective on Politics, are Martin Gilens of Princeton University and Benjamin I. Page of Northwestern University. The findings are shocking, but should surprise none. The progressive website Common Dreams (www.commondreams.org/view/2014/04/14) today posted an article on the study and pulls this deeply disturbing nugget from the study.
...the nearly total failure of 'median voter' and other Majoritarian Electoral Democracy theories [of America]. When the preferences of economic elites and the stands of organized interest groups are controlled for, the preferences of the average American appear to have only a minuscule, near-zero, statistically non-significant impact upon public policy.
Since we are not science deniers, we need to do our part to make this report gets the audience it deserves. None here should take comfort in an "I told you so moment," because we are all losers here. Despite the trappings and tradition of a representative democracy, the truth is those are just theatrics. At this point, even the echos of democracy are becoming faint. Spectacles like GOP presidential nominees making the pilgrimage to kiss the ring of King Adelson now happen with full knowledge, the vampires are out of the shadows and discover it's fun in the sun. While satirists rightly lampoon it, media practically celebrates it and the Supreme Court in practice has endorsed it as a victory for the 1st Amendment.
Now that we have science on our side, will we be able to go beyond online outrage? Will the Democratic Party have the courage to fight for the restoration of the public's will?
I'll close with an understated gem from page 24 of the study's published report:
Despite the seemingly strong empirical support in previous studies for theories of majoritarian democracy, our analyses suggest that majorities of the American public actually have little influence over the policies our government adopts. Americans do enjoy many features central to democratic governance, such as regular elections, freedom of speech and association, and a widespread (if still contested) franchise. But we believe that if policymaking is dominated by powerful business organizations and a small number of affluent Americans, then America’s claims to being a democratic society are seriously threatened.
The bold is from me. The warning is from science.
Update Note:
In a previous diary [Government listens to lobbyists and wealthy more than average citizens finds Univ. of Conn. study] penned by HoundDog, which I missed, he revealed the date range for the data set for this study was 1981-2002. Did you catch that, the set of data does not include study beyond 2002, yet the conclusion even then is that we've become an oligarchy. Consider all that's then missing in the equation:
The Iraq War, drones, the 2008 criminally-caused economy crash, the rise of the Kochs, the most obstructive Congress in history, OWS beat down by government proven collusive with the banks, Citizen's United, McCutcheon, Wikipedia's leaks & Manning's torture (arguably), Edward Snowden revelations. Even without the rigors of research, it would be obvious to conclude that 2002 compared to today was practically a majoritarian paradise. It boggles the mind and fuels the urgency of the issue.
Πηγή: Daily Kos

.~`~.
II
What’s that I hear? Francis Fukuyama back-pedalling frantically

A review of ‘Political Order and Political Decay’, by Francis Fukuyama. This excellent volume of comparative history and political science should be read by politicians and public alike

The end of The End of History. Photo by Robert Giroux/Getty Images

The problem with a futuristic thesis — particularly when summarised by a futuristic title — is that it is likely to be thrown back at you in the future. This is the problem that Francis Fukuyama has faced ever since he published his daring and now much derided book, The End of History and the Last Man, in 1992. In it, Fukuyama argued that history had been buried beneath the rubble of the former Berlin Wall and that the teleological process was now at an end: ‘What we may be witnessing… is the end point of mankind’s ideological evolution and the universalisation of Western liberal democracy as the final form of government.’
To many, this theory was literally exploded when the first plane hit the World Trade Center. Since then it has been undermined further by the financial crisis, the failures of the Arab Spring, the continual rise of Islamic extremism, the failures of the wars in Iraq and Afghanistan, the crisis in the eurozone and two wars in Eastern Europe (Georgia and Ukraine).
In his new book, the sequel to The Origins of Political Order, Fukuyama has refrained from prophecy and instead examines the structural causes of political order and decay since the French Revolution. Accordingly, he asks a number of questions, including: how did Germany become a highly efficient unitary state during the course of the 19th century and not only survive but prosper in the second half of the 20th/21st century? Why have Greece and southern Italy failed to achieve the same levels of political accountability and bureaucratic autonomy as Scandinavia and Japan? What has prevented Argentina, rich in resources and land, from developing along similar lines to the United States? And how has the US itself got to the stage where in many respects it is unable to function as an effective administrator and legislator?
As Fukuyama argued in volume one, political order arises through the triumvirate of the state, the rule of law and accountability. What Fukuyama goes on to demonstrate in this second volume is that democracy — the ultimate expression of accountability — requires the other two pillars to be in place before its inception, in order to succeed. Countries which set up democracies before they have functioning states, governed by the rule of law and administered through autonomous, meritocratic bureaucracies, frequently find that the institutions of the state are hijacked by politicians and corrupted as a result. This practice, which Fukuyama terms ‘clientelism’, is evident in sub-Saharan Africa, Greece, large swaths of South America, and the United States prior to the reform of the American civil service in the last part of the19th century.
Following in the footsteps of Max Weber, Fukuyama sees an autonomous, meritocratic bureaucracy as the prerequisite for effective statehood. Prussia developed a highly efficient civil service at the beginning of the 19th century, well before the establishment of democracy, and went on not only to lead the process of German unification but to become one of the great powers in the world. Greece, by contrast, achieved universal male suffrage in 1864 (preceding Britain by a generation) but had no autonomous system of administration. Greek politicians therefore used the developing offices of the state as sources of political patronage, and within a decade Greece had a civil service seven times the size of Britain’s. The growth of the public sector at the expense of efficient and, finally, solvent government continued over the course of the next century and a half until Greek debt reached 140 per cent as a proportion of GDP and those damned efficient Germans were called in to sort out the mess.
Fukuyama still believes that western liberal democracy is the surest guarantee of political order and prosperity. Unlike neoconservatives, however (for whom he was once a standard bearer), he does not attribute the spread of democracy to the universality of the idea. On the contrary, Fukuyama’s understanding of political development is distinctly indebted to Marx: ‘Democracy emerged in Europe in gradual stages over a 150-year period, as a result of struggles among the middle classes, working class, old oligarchy, and peasantry, all being shaped in turn by underlying changes in the economy and society.’
Specifically, Fukuyama attributes the advent of democracy to the rise of the bourgeoisie and their demand to participate in the political process. As the American political sociologist Barrington Moore bluntly put it, ‘no bourgeoisie, no democracy’. This is, of course, not always true. A number of countries in sub-Saharan Africa adopted democratic systems without a significant middle class. But the ability to consolidate a liberal democracy is certainly easier in states where a vibrant bourgeoisie exists and, as Fukuyama points out, the absence of one can explain why democracy has failed to take hold in other areas, such as the Middle East. The link between democracy and middle class development, therefore, seems a strong one and leads Fukuyama to make one of the few predictions in the book: namely, that the continual rise of a vast Chinese middle class will force the People’s Republic to develop a more open political system or risk a breakdown of political order.
This said, Fukuyama no longer believes that western liberal democracy is the paragon of political order it may have been in the past: ‘All political systems are liable to decay… [and] the fact that a system once was a successful and stable liberal democracy does not mean that it will remain one in perpetuity.’ In particular Fukuyama is thinking of the United States, and in the last part of the book he lays bare the ‘decay’ of the American state.
As a revolutionary foundation, the US has always placed a higher premium on the restraint of power rather than its exercise. This tendency, however, has led to impotence and inertia, as the ‘checks and balances’ — the courts and Congress — have gained power at the expense of the executive. The yearly farce over the budget, with billions being wiped off global markets, is a product of what Fukuyama calls America’s ‘vetocracy’. Added to this, America’s democratic institutions have been corrupted by the influence of the now vast lobbying sector. Having abolished clientelism at the beginning of the 20th century, the US now has ‘a system of legalised gift exchange, in which politicians respond to organised interest groups that are collectively unrepresentative of the public as a whole’.
Fukuyama writes about the degeneration of America’s political system with the passion and frustration of a prophet straining to be heard over a cacophony of partisanship and ideological dogma. It is to be hoped that he will make himself heard: this excellent volume of comparative history and political science should be read by politicians and public alike. At the very least, it proves that history is far from over.
Tim Bouverie - Πηγή: spectator

.~`~.
III
Fukuyama and the Decay of American Institutions

For any European, it might take some time to grasp the importance of elections and appointments of judges in the U.S., especially to the U.S. Supreme Court. Although the question of who fills the ranks of the supreme judicial instance in European democracies is quite important, it was never as highly politicized as it is in the U.S. The fuss surrounding certain court rulings (regardless of the level) frequently crossed the Atlantic and made the U.S. seem to be ruled through important court decisions rather than through legislative procedure.
According to Francis Fukuyama's recent essay "The Ties That Used to Bind: The Decay of American Political Institutions," this observation perfectly fits in the larger picture of the most important and imminent problems that haunt everyday American politics -- and, more importantly, its institutions. As Fukuyama puts it, one of the three most important problems is the fact that "judiciary and the legislature (including the roles played by the two major political parties) continue to play outsized roles in American government at the expense of Executive Branch bureaucracies." The predominance of courts in the everyday American decision-making process, regardless of the level -- local, state or federal -- clearly shows that the "regular" process of legislating through Congress and effectively implementing policies through the bureaucracy and executive branch (something Europe and most of the developed world would deem "regular") is somewhat dysfunctional.
Fukuyama finds the roots of this problem in a traditional American distrust of the government, which creates a self-propelling cycle: By estranging the enforcement from bureaucracy and handing it mainly to the judiciary, the system effectively ties up its own hands and, Fukuyama claims, becomes less accountable, and distrust grows. In comparison, "in a European parliamentary system, a new rule or regulation promulgated by a bureaucracy is subject to scrutiny and debate. ... In the United States, by contrast, policy is made piecemeal in a highly specialized and therefore non-transparent process by judges who are unelected and usually serve with lifetime tenure. In addition, if one party loses a legislative battle, it can continue the fight into the implementation stage through the courts." Fukuyama also blames exactly this mechanism for what happened in the case of the Affordable Care Act (also known as "Obamacare").
This system's failure to functionally serve the citizens brings Fukuyama to two other causes of legislative and executive weakness and, as he puts it, institutional decay. The second is that "the accretion of interest group and lobbying influences has distorted democratic processes and eroded the ability of the government to operate effectively." Fukuyama tries to assert that although "exchange of favors" between two parties has clear biological and evolutionary roots, it is deeply damaging to American democracy's functionality, alienating it further from the common people. However, although the U.S. might have a somewhat softer stance toward lobbying than other countries, and although the leverage of a average member of Congress greatly surpasses that of the average MP, it is hard to accept his argument of a "corrupted system." Other countries see probably the same amount of lobbying, maybe even in a worse form. Parliamentary democracy, trying to reconcile different and often conflicting interests, might even be more prone to corruption. On the other hand, that means there is a certain "free market" for lobbying, bringing the ultimate decision closer to the interests of the society as a whole.
The last problem, according to Fukuyama, is that because of the "ideological polarization in a federal governance structure, the American system of checks and balances, originally designed to prevent the emergence of too strong an executive authority, has become a vetocracy.""Vetocracy" is something that is definitely the hardest yet the most attractive problem to solve. Many solutions that have served the purposes of smaller countries -- such as proportionate representation or parliamentary democracy with fewer checks and balances -- might not work well in a country as large (and as diverse) as the U.S. It seems that some evidence exists showing "good government is going to be more prevalent in polities with populations between 5 and 9 million than in much larger jurisdictions." One solution that comes across many readers' minds is subsidiarity: delegating as much authority as possible to the local and state level. If European countries can effectively wield taxation, providing health care, and many other responsibilities, why can't American states?
Another vital part of the solution of "vetocracy" is to try to reorient the policy debate around outcomes -- graspable, concrete outcomes that will engage common people in the shaping of the country's policy.
Luka Orešković - Πηγή: The Huffington Post

.~`~.
IV
American Political Dysfunction
by Francis Fukuyama


During the summer’s controversies over the debt ceiling and U.S. credit downgrade, there was a lot of talk about the “dysfunctional” American political system. Obviously, a country that has to play a game of chicken with its reputation for full faith and credit isn’t working very well. But what exactly is the source of this dysfunction? If it is a systemic dysfunction, is there something about it that can be fixed?
One possible answer is that the problem doesn’t lie in the system, but in the underlying polarization of American society, which is divided over basic governing ideology and increasingly angry in its public discourse. There has been a huge literature on polarization and its sources, which is blamed on electoral districting, residential self-segregation, an ideologically compartmentalized media and the like.
To the extent that the problem resides in the underlying society, there’s not much that can be done in terms of institutional tinkering to make the system more functional. The problem is one of political culture, in this case the absence of a dominant culture.
However, there’s plenty of evidence from polling data and other sources that Americans are actually not nearly as divided as the common perception would have it. The political scientist Morris Fiorina and his collaborators have gone so far as to call the idea of polarization a myth;1 on many issues from the environment to stem cells to the budget one can find solid majorities in favor of various forms of pragmatic compromise. If politicians were responding to median voters as they are supposed to, we shouldn’t have a problem.
A well-designed democratic political system should mitigate underlying social disagreement and allow the society to come to a consensus on important issues. There is plenty of evidence, however, that the U.S. political system does exactly the opposite: It actually magnifies and exacerbates underlying conflicts, and it makes consensual decision-making more difficult.
The reasons are deeply embedded in the U.S. Constitution. Americans rightly take pride in their system of checks and balances, which were deliberately tailored to limit the power of centralized government. Despite the appearance of a strong executive implicit in a presidential system, there are very few issues on which an American President can act on his own authority. The President must share power with two houses of Congress, the judiciary and a multi-tiered structure of state and local government. Indeed, the American political system is at the far end of the scale in terms of the number of “veto players” it empowers—that is, actors who can independently block or modify government action. This is nowhere more true than in the making of the Federal budget.
This feature is evident when one compares the American system to other types of democratic polities that tend to concentrate power to a greater extent. A British Westminster system strips out a huge number of veto players: In the classic system (which no longer exists anywhere in a pure form), the power of the executive branch is derived from legislative majorities, which eliminates the possibility of deadlock between the branches of government. A 50 percent-plus-one majority in the House of Commons is sufficient to make binding law. The upper house cannot veto legislation; there is no devolution of power to local governments; and no judicial review. The plurality electoral system combined with strong party discipline ensure that British Prime Ministers are backed by strong legislative majorities. (The current coalition government, resulting from an election where no party won a parliamentary majority on its own, is a highly unusual outcome in the British system.)
As a result of this concentration of power, British governments are able to formulate budgets and make the difficult tradeoffs between spending and taxes with a view to the final outcome. The budget is announced by the government at the beginning of the yearly cycle and then passed by Parliament, with little modification, in a week or two. Whether one likes it or not, the current Cameron government’s austerity budget was the product of such an abbreviated procedure.
Compare this to the American system. The President may announce a budget at the beginning of the fiscal cycle, but this is more an aspirational document than a political reality. The U.S. Constitution firmly locates spending authority in Congress, and indeed all 535 members of Congress are potential veto players with an opportunity to stick their favored projects or tax exemptions into the final outcome. With the decline in the power of the congressional committees overseeing the budget, there is no strong central direction to the process. The budget that eventually emerges, months after the announcement of the President’s budget plan, is the product of horse trading among individual legislators, who always find it easier to achieve consensus by exchanging spending increases for tax cuts. Hence the permanent bias towards deficits.
Back in 1982, the late economist Mancur Olson published a book entitled The Rise and Decline of Nations, in which he argued that during prolonged periods of peace and prosperity, democratic countries tend to accumulate entrenched interest groups that collect rents from the government and lead to the gradual ossification of political systems.2 At the time he was thinking about Britain, which was then only beginning its Thatcherite revolution, but his analysis has subsequently been applied to Japan, a variety of other European countries and, of course, the United States.3 In the context of America’s current fiscal gridlock, Olson’s name and framework are increasingly invoked to explain what is wrong with the political system.
To Olson’s model, I would add the following amendment that comes out of my recent volume The Origins of Political Order. Human beings have a natural mode of sociability, which is to favor friends and family. In the absence of strong incentives to behave differently—meaning, for example, something like the existential pressures of war or national crisis—there is a tendency for societies to revert increasingly to patrimonial forms of politics. Existing elites use their access to the system to entrench themselves and will continue to get more powerful with the passage of time, unless the state can get its act together and explicitly block them.
All democratic counties tend to accumulate interest groups and entrenched elites, but in the United States they interact with the system of checks and balances in a particularly destructive way. The decentralized nature of the legislative process hands entire parts of the Federal budget to particular lobbies. Policies that are both sensible and in the long run necessary are simply off the table. Hence we cannot discuss ending or reducing the deductibility of mortgage interest due to opposition from the real estate industry; we can’t move away from the current fee-for-service model in health care because of the doctors’ lobby. Above all, the financial sector represents the most concentrated source of wealth in the United States today; despite having played a major role in the recent financial crisis, the large banks have emerged politically powerful and able to block or undermine efforts to regulate them more strongly.

So how do we get out of this situation? Olson is not terribly optimistic on this point. He suggests that it often takes war or revolution to clear away the accumulation of interest groups. Bombing Germany and Japan to smithereens in World War II allowed them to get a fresh start after 1945. He also suggests that opening up a country to trade competition may have a similar effect. But what if the country is already open, as is the United States?
Seeking major constitutional change to reduce the number of veto players in the American system is also off the table. The broad system of checks and balances is very deeply part of American political culture and for most of the nation’s history has served it well. We are not going to move to anything like a Westminster system; even non-Constitutional changes like adopting an Australian-style electoral system (the alternative vote) will be highly controversial.
What does seem to be happening, however, is the emulation of certain features of the Westminster system in the context of the existing American one. The super-committee arrangement that came out of the summer’s debt limit fight is a harbinger of a future way forward.
Basically, we are never going to get to a fiscally sustainable budget unless we take its formulation out of the hands of 535 individual legislators and delegate it to a much smaller group, one hopefully influenced heavily by more technocratic types who are not captured by particular interest groups. As in the British system, this group could make painful tradeoffs and then refer the result back to the whole Congress, which would bind itself to pass the legislation as an up-or-down package.
There are already a number of precedents for this, such as the fast-track authority that was once used to pass free trade pacts, or the base-closing commission that facilitated military downsizing. In both cases, there was general recognition that the concentrated interests over-represented in Congress would block any meaningful action if these measures were subject to the normal legislative process. Under this type of delegated authority, legislation was formulated by experts sensitive but not beholden to interest groups—the U.S. Trade Representative in the first case, a bipartisan commission in the latter.
The super-committee arrangement agreed to by Congress over the summer isn’t actually this kind of body. It consists of serving members of Congress, including some who are ideologically allergic to compromise. There is no guarantee that they will come to an agreement on a budget, even under the pressure of automatic budget cuts. Without stronger expert representation, it is entirely possible that the smaller panel will simply replicate the divisions of the existing legislature. Congress, moreover, can’t bind itself in perpetuity and is perfectly capable of undoing the existing pact.
Delegating authority to technocrats has never gone down well in American politics, which from the days of Andrew Jackson has been highly suspicious of experts and insistent on an ever-increasing domain of public participation in decision-making. Domains of existing delegated authority like the Federal Reserve have been under continuous populist attack.
Nonetheless, some version of the super-committee idea represents the only way out of the current crisis. It is not clear that individual members of Congress would be willing to give up their tremendous powers to influence the budget for the sake of local constituents. But the growing sense of national crisis has already changed the terms of the debate substantially.
There has been a great deal of comparison recently between the seemingly efficient Chinese authoritarian decision-making system and the paralysis that seems to characterize democratic political systems from Japan to Europe to the United States. The Chinese system, however, embeds plenty of hidden problems that will make it in the long run unsustainable. It is, moreover, absurd to think that it would constitute a realistic model for any modern democracy.
What is less well recognized is that there is a huge degree of institutional variation among liberal democracies. While they have all been moving in a more populist direction in recent years, the looming requirement of re-writing basic social contracts underlying contemporary welfare states will force change. Whether Americans can forthrightly confront the limitations of their own system will be an important test of the resilience of American life.
Francis Fukuyama - Πηγή: The American Interest

.~`~.
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική

Εμποροναυτική ισχύ και πολιτικό σύστημα/κουλτούρα. Περί της υπεροχής της ναυτικής ισχύος.

$
0
0


α´
«Eκείνος που εξουσιάζει τη θάλασσα, εξουσιάζει το εμπόριο, και εκείνος που είναι άρχων του εμπορίου του κόσμου, είναι άρχων του πλούτου του κόσμου».
Έτσι πίστευε ο Sir Walter Raleigh (1552-1618), ένας από τους στενούς συνεργάτες της Βασίλισσας Ελισάβετ Α΄ της Δυναστείας Τυδώρ (1558-1603), το όνομα του οποίου συνδέθηκε με την ανάδειξη της Αγγλίας σε Ναυτική Δύναμη και μάλιστα παγκοσμίου βεληνεκούς, αφού αυτός υπήρξε ο ιδρυτής της πρώτης υπερπόντιας αποικίας του Στέμματος επί αμερικανικού εδάφους, της Virginia (1584).
Πράγματι, από πολύ νωρίς η ισχύς κατά θάλασσαν θεωρήθηκε μία ενδεδειγμένη και ασφαλής οδός προς την απόκτηση εθνικής ισχύος, την ενίσχυση του ρόλου μιας χώρας στον κόσμο ή ακόμα και την απόκτηση μιας ηγεμονικής θέσεως στον ευρύτερο διεθνή / διακρατικό συσχετισμό ισχύος.
Προδήλως, δεν είναι τυχαίο ότι η άφιξη της Εποχής των Νέων Χρόνων συμπίπτει χρονικώς, εν πολλοίς, με τη συνομολόγηση της περίφημης Συνθήκης της Τορδεσίλλης του 1494, βάσει της οποίας οι ωκεανοί της υφηλίου διαιρέθηκαν στα δύο –κατά μήκος μιας διαχωριστικής γραμμής περίπου 370 ναυτικά μίλια δυτικώς των Νήσων Αζορών– μεταξύ των Ναυτικών Δυνάμεων παγκόσμιας εμβέλειας της εποχής, της Ισπανίας και της Πορτογαλίας (υπό την «ευλογία», βεβαίως, αλλά και την εγγύηση του Πάπα της Ρώμης Αλεξάνδρου Στ΄). Ακολούθησε, μετά από ένα και πλέον αιώνα, στα 1635, η ενδιαφέρουσα όσο και επιτυχής προσπάθεια νομικής νομιμοποιήσεως της κυριαρχίας των κρατών στην θάλασσα, μέσω του «Mare Clausum» (1635) του John Selden (1584 - 1654).
Την περίοδο εκείνη παρατηρείται και η μετάβαση στην «Εποχή του ιστιοφόρου πολεμικού στόλου», η έναρξη της οποίας τοποθετείται κατά κανόνα περί το 1680, οι απαρχές της όμως ανάγονται σε μία περίπου εικοσαετία νωρίτερα. Η Εποχή του ιστιοφόρου πολεμικού στόλου θα διαρκέσει έως το 1850 περίπου, οπότε και τα ιστιοφόρα θα αντικατασταθούν από τα ατμοκίνητα πλοία. Είναι αυτή η περίοδος, κατά τη διάρκεια της οποίας «η ναυτική ισχύς αναδύθηκε ως αποφασιστική δύναμη στον παγκόσμιο στίβο», κατά την παρατήρηση του κορυφαίου συγχρόνου θεράποντα της Ναυτικής Ιστορίας Richard Harding.
Συναφώς, ο κορυφαίος εκπρόσωπος της ναυτικής Ιστορίας, Στρατηγικής και Γεωπολιτικής, ναύαρχος Alfred Thayer Mahan (1840-1914), δικαίως συμπεραίνει: «Κυριαρχία των θαλασσών μέσω ναυτικού εμπορίου και ναυτικής ηγεμονίας σημαίνει ηγεμονική επιρροή στον κόσμο. Και είναι το κυριότερο μεταξύ των κυρίως υλικών στοιχείων της ισχύος και της ευημερίας των εθνών». Το 1884 ο Mahan έφερε ακόμη τον βαθμό του Αντιπλοιάρχου (ένα χρόνο κατόπιν προήχθη σε Πλοίαρχο) του Αμερικανικού Πολεμικού Ναυτικού, όταν εκλήθη από τον Πρόεδρο της Ναυτικής Σχολής Πολέμου (Naval War College) των ΗΠΑ, Υποναύαρχο S. B. Luce, να διδάξει στο Newport.
Διαθέτοντας αρίστη γνώση της Ιστορίας (επηρεασμένος από το έργο του κορυφαίου Γερμανού ιστορικού Theodor Mommsen για την ρωμαϊκή Ιστορία και δη για την σύγκρουση Ρώμης - Καρχηδόνας) αλλά και θαυμαστή θεωρητική κατάρτιση, εξοικειωμένος με τις παραδοσιακές αλλά και τις σύγχρονες στρατηγικές αντιλήψεις, από τον Θουκυδίδη και τον Μακιαβέλι, έως τον Γερμανό Carl von Clausewitz (1780-1831) και όλως ιδιαιτέρως, τον Ελβετό Antoine Henri, Βαρώνο de Jomini (1779-1869), ο Πλοίαρχος Mahan έμελλε να ασκήσει καθοριστική επίδραση στη διαμόρφωση της στρατηγικής σκέψεως και σχεδιάσεως και των συναφών δογμάτων – όχι μόνον της πατρίδας του αλλά και των λοιπών μειζόνων δυνάμεων της εποχής. Επρόκειτο δε να αναδειχθεί, από του βήματος της Αμερικανικής Ναυτικής Σχολής Πολέμου, σε «ευαγγελιστή της Θαλάσσιας Ισχύος», κατά την έξοχη παρατήρηση της Margaret Tuttle Sprout και στον «μεγάλο εκλαϊκευτή της ιδέας του Ναυτικού».
Πού οφείλεται αυτό; Ευρυμαθέστατος και δεινός αναλυτής, ο Μahan απέδρασε από το περιοριστικό πλαίσιο της «συμβαντολογικής», τρόπον τινά, ναυτικής Ιστορίας και ορμώμενος από της σταθερής βάσεως που προσφέρει η γνώση της Ιστορίας, ανέπτυξε θεωρητικώς τις έννοιες της κυριαρχίας των θαλασσών, της ναυτικής και θαλάσσιας ισχύος καθώς και της άρρηκτης σχέσεως που υφίσταται μεταξύ, αφ’ ενός, ναυτικής ισχύος και ηγεμονίας στο διεθνές σύστημα και αφ’ ετέρου, ναυτικής ισχύος, εμποροναυτικής/οικονομικής ισχύος και πολιτικού συστήματος / πολιτικής κουλτούρας ενός έθνους. Κατά τον ορισμό του, μάλιστα, υφίσταται μία λεπτή διάκριση μεταξύ «ναυτικής ισχύος» και «θαλάσσιας ισχύος», της πρώτης νοουμένης ως της στρατιωτικής δυνάμεως ενός κράτους κατά θάλασσαν (πολεμικός στόλος) και της δεύτερης αφορώσης στο άθροισμα του εθνικού πολεμικού και εμπορικού στόλου – αλλά και, πέραν αυτού, στο σύνολο των μέσων και δυνατοτήτων μιας χώρας κατά θάλασσαν.
Η μείζων συμβολή του Μάχαν, όμως, συνίστατο στην ανάδειξη της σημασίας της ναυτικής / θαλάσσιας ισχύος για τη θέση και τον ρόλο των κρατών στο διακρατικό σύστημα, στο διάβα της Ιστορίας και δη σε συνάρτηση προς την αέναη πάλη για την κατάκτηση της ηγεμονίας του συστήματος – εδώ έγκειται και η διαφορά με τον σπουδαίο Bρετανό ιστορικό και στρατηγιστή Sir Julian S. Corbett (1854-1922).
Ο Corbett, ο οποίος μετά τον διορισμό του ως Καθηγητού στη Βρετανική Ναυτική Σχολή Πολέμου (Naval War College) ειδικεύθηκε στη Ναυτική Ιστορία, για να εξελιχθεί εν συνεχεία σε διαπρεπή θεωρητικό της ναυτικής ισχύος και στρατηγικής, έκλινε σαφώς υπέρ της υπεροχής της χερσαίας ισχύος, καίτοι ο ίδιος συνέβαλε ουσιωδώς στην κατανόηση της ναυτικής ισχύος και στη σύλληψη και ανάπτυξη της ναυτικής στρατηγικής, τόσο με τις διαλέξεις του όσο και με τα σπουδαία έργα του για την εμφάνιση και άνοδο της βρετανικής ναυτικής ισχύος, την περίοδο 1603-1719, για τον Αμερικανικοϊσπανικό Πόλεμο του 1898 καθώς και για το Ρωσοϊαπωνικό Πόλεμο του 1905. Στα σημαντικότερα –από απόψεως ασκηθείσης επιρροής στους κύκλους των Βρετανών πολιτικών και στρατιωτικών ιθυνόντων της εποχής– πονήματά του συγκαταλέγονται το κλασικό έργο του υπό τον τίτλο «Μερικές Αρχές Ναυτικής Στρατηγικής», εκδοθέν το 1911, καθώς και το προηγουμένως (1906) εκδοθέν «Πράσινο Φυλλάδιο».
Για τον Mahan, από την άλλη πλευρά, το βαρυσήμαντο συμπέρασμα, το οποίο ο ίδιος είχε αντλήσει από την μελέτη της Αρχαίας και της Νεώτερης Ιστορίας, ήταν η κρίσιμη σημασία των θαλασσίων επικοινωνιών. Επί παραδείγματι, εάν ο Αννίβας είχε επιλέξει τη θαλάσσια οδό για να πλήξει τη Ρώμη, μεριμνώντας μάλιστα για τη διατήρηση της γραμμής επικοινωνίας των δυνάμεών του με το μητροπολιτικό κέντρο, επί της Β. Αφρικής, καθώς και με τη βάση του στην Ιβηρική Χερσόνησο, η έκβαση της περιπετειώδους εκστρατείας του θα ήταν, οπωσδήποτε, διαφορετική. Ομοίως, δικαίως μπορεί ο ιστορικός να υποθέσει ότι εάν ο Μέγας Ναπολέων είχε προβεί στην απόκτηση και διασφάλιση κυριαρχίας των θαλασσών –αντί να φθείρει τις χερσαίες στρατιές του σε άπαντα τα ηπειρωτικά μέτωπα– άλλη θα ήταν η τύχη του εγχειρήματός του.
Προκειμένου να παράσχει την απαιτούμενη επιστημονική τεκμηρίωση στις (ρηξικέλευθες) απόψεις του αλλά και να πείσει τους Αμερικανούς πολιτικούς ιθύνοντες και γνωμηγήτορες περί της ορθότητάς τους, ο Mahan εξεπόνησε δύο βαρυσήμαντα έργα, αφορώντα, το μεν ένα στην «Επίδραση της θαλάσσιας ισχύος στην ιστορία (κατά την περίοδο) 1660- 1783», το δε άλλο στην «Επίδραση της θαλάσσιας ισχύος στη Γαλλική Επανάσταση και Αυτοκρατορία (κατά τα έτη) 1793-1812» – πέραν, βεβαίως, μιας πλειάδας λοιπών συγγραμμάτων και άρθρων, που εκτείνονταν από τη ναυτική Ιστορία του Αμερικανικού Πολέμου της Ανεξαρτησίας μέχρι τη στρατηγική και τη γεωπολιτική. Ειρήσθω εν παρόδω ότι στον Mahan ανήκει, μεταξύ άλλων, η πατρότητα του σήμερα ευρέως χρησιμοποιουμένου όρου «Μέση Ανατολή» –«Middle East»– τον οποίο εκείνος εισήγαγε για πρώτη φορά σε άρθρο του υπό τον τίτλο «The Persian Gulf and International Relations», δημοσιευθέν στην έγκριτη αμερικανική περιοδική επιθεώρηση «National Review» τον Σεπτέμβριο του 1902!
Περαιτέρω, ιδιαίτερη σημασία για την κατανόηση του ρόλου της ναυτικής ισχύος στην ανάδειξη των (αγγλοσαξονικών ιδίως) ναυτικών δυνάμεων ως Μεγάλων Δυνάμεων, επί τέσσερις σχεδόν αιώνες, αλλά και ηγεμονικών, εν πολλοίς, δυνάμεων της υφηλίου επί δύο και πλέον αιώνες, φαίνεται να έχει η ακόλουθη διαπίστωση: Στο μέτρο κατά το οποίο τα ναυτικά και εμποροναυτικά έθνη (και εδώ προδήλως εννοούνται οι άρχουσες κοινωνικές και οικονομικές δυνάμεις και οι ιθύνουσες πολιτικές ελίτ) διέκριναν ότι θα μπορούσαν να αντλήσουν κέρδη από τη θάλασσα, ως πεδίο και μέσον εμπορικών μεταφορών και συναλλαγών, ευλόγως συμπέραναν ότι οι οικονομίες τους θα άνθιζαν. Παραλλήλως έκριναν, όχι αβασίμως, ότι θα μπορούσαν να αξιοποιήσουν τα στρατηγικά πλεονεκτήματα που τους έδιδε η δυνατότητα να αναπτύξουν ή να επιδείξουν αποφασιστική στρατιωτική ισχύ κατά θάλασσαν και εν συνεχεία, να προβούν σε προβολή αυτής της ισχύος έναντι μιας χερσαίας / ηπειρωτικής δυνάμεως, επ’ αγαθώ των ιδίων συμφερόντων. Επειδή, λοιπόν, κατά τη συλλογιστική αυτή, οι ναυτικές δυνάμεις θα απέβαιναν ωφελημένες μεν και ευημερούσες εν καιρώ ειρήνης, κυρίαρχες δε εν καιρώ πολέμου, αναποφεύκτως θα αναδεικνύονταν σε Μεγάλες Δυνάμεις.
Εδώ έγκειται ο κλειδόλιθος της ερμηνείας της επιτυχίας των αγγλοσαξονικών ναυτικών δυνάμεων (της Μεγάλης Βρετανίας παλαιότερα, από το 1588 –και με επίταση από το 1763– έως το 1947, αλλά και των Ηνωμένων Πολιτειών, κατόπιν) αλλά και της επιτυχίας ακόμη και μεσαίων ή μικρών ναυτικών δυνάμεων, με αρκετά περιορισμένη ηπειρωτική ενδοχώρα, με ολιγάριθμους πληθυσμούς και με ομοίως περιορισμένες πηγές φυσικών πόρων, όπως η Πορτογαλία, οι Κάτω Χώρες (Ολλανδία) ή παλαιότερα, η «Γαληνοτάτη Ναυτική Δημοκρατία» της (Β)Ενετίας κ.λπ. Συνεπώς –και εδώ συνίστατο η ανεκτίμητη σημασία της σχετικής παρατηρήσεως του κορυφαίου της ναυτικής Ιστορίας και στρατηγικής Corbett– μόνον η θαλάσσια ισχύς μπορούσε να εξηγήσει πώς είναι δυνατόν «μία μικρή χώρα (όπως η Μ. Βρετανία) με έναν αδύναμο στρατό να καταστεί ικανή να προσπορισθεί τις πιο επιθυμητές περιοχές της γης και να το καταφέρει αυτό επί ζημία των μεγαλυτέρων στρατιωτικών δυνάμεων».
Προσέτι, ακόμη και χώρες οι οποίες ήσαν σαφώς χερσαίες / ηπειρωτικές δυνάμεις, όπως η Γαλλία, η Γερμανία ή η Ρωσία, φαίνεται ότι μπορούσαν να προσδοκούν βασίμως ουσιώδη πλεονεκτήματα, εφ’ όσον ακολουθούσαν το παράδειγμα των ναυτικών δυνάμεων και καθίσταντο και αυτές με την σειρά τους, Naval Powers (μολονότι δεν ήσαν «φυσικές» Sea Powers, υπό την έννοια που προσδίδει στον όρο ο Colin Gray).
Από τη μελέτη της ναυτικής Ιστορίας συνάγεται ότι πρώτιστος παράγοντας επιτυχίας των ναυτικών δυνάμεων υπήρξε, διαχρονικά, η ύπαρξη ισχυρού πολεμικού στόλου. Παραδοσιακώς, οι ναυτικές δυνάμεις οι οποίες απεδείχθησαν ικανές να κατισχύσουν στο διακρατικό σύστημα ήσαν εκείνες «με τα μεγάλα πολεμικά πλοία και τον άρτιο εξοπλισμό, με τις καλύτερες τακτικές και την πιο προηγμένη τεχνολογία και, ίσως προ πάντων, με πρώτης τάξεως διοικητές, ικανούς να οδηγούν τους στόλους τους με ακαταμάχητη επάρκεια», κατά την περίφημη διαπίστωση του διαπρεπούς συγχρόνου θεωρητικού της ναυτικής Ιστορίας και στρατηγικής Geoffrey Till.
Εάν οι Πορτογάλοι, π.χ., κατόρθωσαν στο λυκαυγές των Νέων Χρόνων να αποκτήσουν πρόσβαση στον Ινδικό Ωκεανό, ήταν ακριβώς επειδή είχαν όλα τα προαναφερθέντα πλεονεκτήματα, συνδυαστικώς και έτσι κατίσχυσαν έναντι ενός πολύ υπέρτερου ναυτικού που συνάντησαν εκεί. Πράγματι, αν υπήρξε μία «επανάσταση στις ναυτικές υποθέσεις» (Revolution in Maritime Affairs, για να δανεισθούμε ένα σύγχρονο όρο) τον καιρό εκείνο, αυτή συνίστατο στο συνδυασμό της ναυτικής τεχνικής και του ναυτικού πυροβολικού των Πορτογάλων. Τα πλοιάρια των ιθαγενών, καίτοι απείρως περισσότερα αριθμητικώς των πορτογαλικών σκαφών, δεν ήταν δυνατόν να ανθέξουν το «σοκ» που τους προξένησε το ισχυρό πυροβολικό του εισβολέως, κατά την περίφημη ναυμαχία στα ανοικτά της ακτής του Μαλαμπάρ, το 1502, όπου ένας ολιγάριθμος πορτογαλικός στόλος, υπό τη διοίκηση του Βικεντίου Σόδρε (Vicente Sodre) αντιμετώπισε την τεράστια αρμάδα των συνασπισθεισών δυνάμεων του Βασιλέως της Καλκούτας και των τοπικών φεουδαρχών. Οι Πορτογάλοι δεν είχαν παρά να παραμείνουν απλώς μακράν των αντιπάλων πλοιαρίων και να εξαπολύουν εναντίον τους τις βολές του ναυτικού Πυροβολικού τους, καταστρέφοντας το ένα μετά το άλλο εκ του ασφαλούς.
Ομοίως, κατά τον 19ο αι., η επιβλητική βρετανική κυριαρχία των θαλασσών στηριζόταν στη συντριπτική ισχύ του Βασιλικού Ναυτικού (Royal Navy), το οποίο υπερείχε παρασάγγες των πολεμικών στόλων των λοιπών Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής. Την εποχή της Pax Britannica, στο χώρο της Μεσογείου «το σύμβολο και ο δυνητικός εκτελεστής της (βρετανικής) πολιτικής ήταν ο Στόλος της Μεσογείου», κατά την εύστοχη παρατήρηση του διαπρεπούς συγχρόνου εκπροσώπου της ναυτικής Ιστορίας Andrew Lambert. Κατά το τελευταίο τέταρτο του αιώνα, μάλιστα, και μέχρι της εκρήξεως του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου (1914), η Γηραιά Αλβιών προέβη στη θεσμοθέτηση της υπεροχής του Πολεμικού Ναυτικού της, επιχειρώντας να της προσδώσει μόνιμο χαρακτήρα, με την ψήφιση νομοσχεδίου (Two Power Standard) προβλέποντος ότι η ισχύς του Βασιλικού Ναυτικού έπρεπε οπωσδήποτε να είναι μεγαλύτερη, κατά 10%, από το άθροισμα της ισχύος των δύο αμέσως υποδεεστέρων πολεμικών στόλων της εποχής (εν προκειμένω: της Γαλλίας και της Γερμανίας). Κατ’ επέκτασιν, η Παγκόσμιος Ναυτική Δύναμη διέθετε, καθ’ όλη εκείνη την περίοδο, σαφώς μεγαλύτερο μερίδιο του αμυντικού προϋπολογισμού της υπέρ του πολεμικού στόλου της απ’ ό,τι η Γαλλία ή η Γερμανία.
Εν τούτοις, η ναυτική ισχύς δεν υπήρξε, ιστορικά, αποκλειστικό προνόμιο των ευρωπαϊκών δυνάμεων. Απεναντίας, αξίζει να σημειωθεί ότι ακόμα και η προέλευση της λέξεως “admiral” ανάγεται στην περίοδο της ισλαμικής κυριαρχίας στην Μεσόγειο. Η λέξη σημαίνει στην Αραβική «ο πρίγκηψ της θαλάσσης». Αλλά και στην άλλη άκρη της Ευρασίας, οι Κορεάτες είχαν καταφέρει, πολύ προ των Ευρωπαίων, να αναπτύξουν το πρώτο θωρηκτό πολεμικό πλοίο, για να μην αναφερθούμε στην Κίνα της Δυναστείας Σόγκ (μεταξύ 1000 και 1500 μ.Χ.) που εκαυχάτο για το «ισχυρότερο και τεχνολογικώς πιο εξελιγμένο ναυτικό του κόσμου».
Τι είναι, επομένως, εκείνο το οποίο διακρίνει τις ευρωπαϊκές ναυτικές δυνάμεις από τις υπόλοιπες ναυτικές δυνάμεις, οι οποίες ενεφανίσθησαν ανά εποχές σε διάφορες περιοχές της υφηλίου;

β´
Τι είναι, επομένως, εκείνο το οποίο διακρίνει τις ευρωπαϊκές ναυτικές δυνάμεις από τις υπόλοιπες ναυτικές δυνάμεις, οι οποίες ενεφανίσθησαν ανά εποχές σε διάφορες περιοχές της υφηλίου;
Εκ της ιστορικής εμπειρίας συνάγεται ότι το συγκριτικό πλεονέκτημα των ευρωπαϊκών ναυτικών δυνάμεων και συνάμα η ειδοποιός διαφορά μεταξύ αυτών και των υπολοίπων συνίστατο στο ότι οι Ευρωπαίοι είχαν ανακαλύψει το πλεονέκτημα που μπορούσαν να αντλήσουν από τη στενή διασύνδεση μεταξύ των στρατιωτικών και των εμπορικών / οικονομικών πτυχών της θαλάσσιας ισχύος. Πράγματι, στα χέρια των (Β)Ενετών, των Ολλανδών, των Βρετανών και σε σαφώς μικρότερο βαθμό, των Πορτογάλων, των Ισπανών και των Γάλλων, αυτός ο συνδυασμός στρατιωτικών και εμπορικών παραμέτρων της θαλάσσιας ισχύος έμελλε να αποδειχθεί λίαν επιτυχής.
Εξ άλλου, εάν έλθουμε στα καθ’ ημάς, πλήρη επίγνωση του γεγονότος ότι «το εμπορικόν και το πολεμικόν ναυτικόν είναι αμοιβαία αλλήλων στηρίγματα» είχαν και οι τέσσερις νέοι Υποπλοίαρχοι, γόνοι ηρώων ναυμάχων της Ελληνικής Επαναστάσεως, Α. Α. Μιαούλης, Γ. Ζώχιος, Δ. Γ. Σαχτούρης και Ν. Α. Μιαούλης, οι οποίοι συνέταξαν το περίφημο «Υπόμνημα περί του Βασιλικού Ναυτικού», δημοσιευθέν περί τα τέλη του 1844, διά του οποίου απηύθυναν αγωνιώδη έκκληση προς την ελληνική κυβέρνηση να προβεί τάχιστα σε συγκρότηση ισχυρής ναυτικής δυνάμεως.
Αποπειρώμενος να απαντήσει το μείζον ερώτημα περί της σχέσεως μεταξύ των αμιγώς στρατιωτικών και των οικονομικών πτυχών της θαλάσσιας ισχύος, ο πολύς Till παρατήρησε ότι στην περίπτωση των ευρωπαϊκών ναυτικών δυνάμεων, εδημιουργείτο, κατά κάποιον τρόπον, ένας ιδιότυπος «φαύλος κύκλος», όχι ζημιογόνος όμως αλλ’ ευεργετικός για όσους εκινούντο εντός αυτού. Ο περί ου ο λόγος «φαύλος κύκλος» περιγράφεται από τον προαναφερθέντα συγγραφέα ως εξής: «Τα χρήματα από το εμπόριο μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για τη χρηματοδότηση των ναυτικών προσπαθειών. Αυτό σήμαινε ότι ήταν πολύ ευκολότερο για τις εμποροναυτικές δυνάμεις (δηλαδή τις θαλάσσιες δυνάμεις με ένα ισχυρό εμπορικό στοιχείο) να ναυπηγήσουν στόλο από ό,τι ήταν για τις δυνάμεις εκείνες που παρέμεναν αποκλειστικώς θαλάσσιες.
Στο τέλος του 17ου αιώνα, οι Γάλλοι, την εποχή εκείνη πολύ ολιγώτερο εμποροναυτική δύναμη από ό,τι οι βρετανοί, απέδειξαν ότι με μία πραγματική προσπάθεια, μπορούσαν να υπερκεράσουν τους Βρετανούς και να αποκτήσουν ένα μεγαλύτερο και όντως πολύ εξελιγμένο στόλο, αλλά δεν μπορούσαν να τον διατηρήσουν. Έχασαν από τους Βρετανούς, απλούστατα, λόγω κοπώσεως. Οι εμποροναυτικές δυνάμεις μπορούσαν να αφιερώνουν τεράστιους πόρους στη ναυπήγηση και διατήρηση στόλου, αλλά σε μικρότερο πραγματικό κόστος, και, έτσι, συχνά είχαν αρκετό περίσσευμα, ώστε να υποστηρίξουν την εν γένει πολεμική προσπάθεια – και, στην περίπτωση της Βρετανίας, να επιδοτούν και τους συμμάχους (τους) επίσης».
Περαιτέρω, τα έσοδα από το εμπόριο μπορούσαν να διατεθούν υπέρ τεχνολογικών και βιομηχανικών εφευρέσεων και πειραματισμών και γενικότερα, υπέρ της τεχνολογικής και βιομηχανικής αναπτύξεως. Το Βρετανικό Βασιλικό Ναυτικό του 18ου αιώνος π.χ., με την εκτεταμένη ναυπηγοεπισκευαστική και υποστηρικτική υποδομή που διέθετε, αποτελούσε «τη μεγαλύτερη βιομηχανική επιχείρηση του κόσμου – και με διαφορά». Τέλος, όλη αυτή η εξέλιξη προφανώς «μπορούσε να μεταφρασθεί σε συγκεκριμένο στρατιωτικό πλεονέκτημα». Έτσι, αργά ή γρήγορα, οι Βρετανοί απέκτησαν πολύ πιο ευέλικτα και αξιόμαχα πλοία από εκείνα των Γάλλων, με τα γνωστά επακόλουθα εις βάρος των τελευταίων.
Οι παρατηρήσεις αυτές ερμηνεύουν την πρόδηλη επιτυχία των ναυτικών και εμποροναυτικών δυνάμεων έναντι των άλλων. Η διασύνδεση αυτή δεν διέφυγε την προσοχή του Γάλλου υπουργού των Ναυτικών J. L. de Lanessan (Jean-Marie Antoine de Lanessan, 1843-1920), ο οποίος, εν έτει 1901, δήλωνε: «Εάν επιθυμούμε να καταστούμε μια μεγάλη εμπορική δημοκρατία, όπερ θα απαιτήσει μεγάλη ανάπτυξη της εμπορικής μας ναυτιλίας και σημαντική πρόοδο στην αποικιακή μας αυτοκρατορία, πρέπει να κατέχουμε ένα στόλο τέτοιας ισχύος, ώστε καμία άλλη δύναμη να μην μπορεί να κυριαρχήσει, επί ζημία μας, στα ευρωπαϊκά ύδατα, στα οποία ευρίσκονται οι λιμένες μας ή στους ωκεανούς, όπου κυκλοφορούν τα εμπορικά μας πλοία».
Η αποτυχία του μεγαλεπήβολου σχεδίου του Lanessan να καταστήσει την παραδοσιακή μεγάλη ηπειρωτική δύναμη της Ευρώπης μείζονα ναυτική (και εμποροναυτική) δύναμη καταδεικνύει, συν τοις άλλοις, και ότι ο προαναφερθείς κύκλος μεταξύ ναυτικής ισχύος και οικονομικής ακμής δεν αποτελούσε ένα κλειστό σύστημα μη υποκείμενο σε έξωθεν επιρροές. Στην προκειμένη περίπτωση, η ιστορική μελέτη μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η εμφάνιση μιας ηπειρωτικής απειλής (εν προκειμένω, της απειλής εκ μέρους της άρτι εμφανισθείσης χερσαίας, ηπειρωτικής, μεσευρωπαϊκήςδυνάμεως Γερμανία) ήταν εκείνη που διέρρηξε τον κύκλο και ανάγκασε την Γαλλία να επαναπροσδιορίσει τις προτεραιότητές της, με αποτέλεσμα να μην μπορέσει, στις δεκαετίες που ακολούθησαν την ίδρυση του Γερμανικού Ράιχ (1871) και ιδίως μετά το 1900, να αφοσιωθεί στην επίτευξη του στόχου που είχε ορίσει ο πάλαι ποτέ υπουργός της επί των Ναυτικών.
Αρκεί, όμως, ακόμα και η συνεκτίμηση του εμποροναυτικού παράγοντα για την πλήρη ερμηνεία της ιστορικής επικρατήσεως των ναυτικών δυνάμεων (και από τα τέλη του 18ου αι. και εντεύθεν, μέχρι των ημερών μας, ως τέτοιες νοούνται κυρίως οι –«βόρειες»/«δυτικές»– αγγλοσαξονικές δυνάμεις);
Το «μυστικό» της επιτυχίας των τελευταίων δεν θα έχει αποκαλυφθεί πλήρως εάν δεν συνυπολογισθεί, σύμφωνα τουλάχιστον με την κρίση αξιόλογων συγγραφέων, ένα άλλο, εξόχως σημαντικό, γεγονός:
Ότι δηλαδή, ιστορικά, η ανάδυση και κατίσχυση αυτών των ναυτικών δυνάμεων συμβάδισε με την ανάπτυξη και επικράτηση, στο εσωτερικό τους, ενός συγκεκριμένου αξιακού / κανονιστικού συστήματος και ενός συγκεκριμένου τρόπου διακυβερνήσεως – αυτού που, σε γενικές γραμμές και με αρκετή δόση οικονομίας της συζητήσεως, θα αποκαλούσαμε δυτική φιλελεύθερη κοσμοθεωρία και βιοθεωρία και αρχή της περιορισμένης διακυβερνήσεως (limited government).
Η συλλογιστική γραμμή, εν προκειμένω, έχει ως ακολούθως: «Η ναυσιπλοΐα και η εμπορική ναυτιλία παράγουν εμπόρους. Οι έμποροι σωρεύουν πλούτο και κατ’ επέκτασιν, πολιτική ισχύ, προκειμένου να υπερασπισθούν και να επαυξήσουν τον πλούτο τους.
Συχνά επικρατούν στον αγώνα για τη διακυβέρνηση και εφαρμόζουν τις ιδέες τους». Ποιες ιδέες, όμως, είναι εκείνες που κυρίως προάγουν και εφαρμόζουν άνθρωποι που διακρίνονται από εμποροναυτικό πνεύμα; Είναι, κατά πρώτον, «η ελευθερία της πληροφορήσεως και, άρα, της γνώμης, η διαφανής διακυβέρνηση και ευθυνοδοσία, η δίκαιη φορολόγηση, ο κοινωνικός χαρακτήρας του επιχειρείν – όλες οι φιλελεύθερες αξίες που μας είναι τόσον οικείες σήμερα».
Εκείνο π.χ. το οποίο διέκρινε τον «θαλάσσιο» βόρειο λαό των Ολλανδών, κατά τον 17ο αιώνα, από τους γείτονές τους στην ηπειρωτική Ευρώπη ήταν, σύμφωνα με την εύστοχη παρατήρηση του Sir William Τemple, Άγγλου Πρέσβεως στις Κάτω Χώρες, «η παράξενη εκείνη ελευθερία που είχαν όλοι οι άνδρες στα πλοία και στις αποβάθρες και στους άλλους δημοσίους χώρους να ομιλούν ανοικτά για οτιδήποτε σκέπτονταν περί των δημοσίων υποθέσεων, περί του κράτους τους και των γειτόνων τους».
Έναν αιώνα αργότερα, ένας εξέχων Γάλλος φιλόσοφος, ο Βαρώνος Ντε Μοντεσκιέ, προέβαινε στην ίδιαν ακριβώς διαπίστωση, πλην όμως αυτή την φορά αναφορικώς με έναν άλλο «θαλάσσιο» βόρειο λαό, τους Άγγλους, αποκαλώντας τη χώρα τους «την πιο ελεύθερη χώρα του κόσμου» («the freest country in the world»).
Αυτή η ελευθερία ήταν συγχρόνως προϊόν της εμπορικής δραστηριότητας αλλά και στοιχείο που διευκόλυνε την περαιτέρω ανάπτυξή της. Την επιτυχέστερη, ίσως, ερμηνεία της βαθύτατης σχέσεως που υπάρχει μεταξύ φιλελευθέρου πνεύματος και ναυτοσύνης την οφείλουμε στον Nicholas Rodger:
«Τα Ναυτικά χρειάζονται συναίνεση επειδή απαιτούν το μέγιστον της εμπλοκής των ναυτιλλομένων, των ιδιοκτητών των σκαφών, των εμπόρων, των πιστωτών και των επενδυτών». Λίαν διαφωτιστική είναι, μάλιστα, η αντιπαραβολή, στην οποία προβαίνει ο προαναφερθείς συγγραφέας, της σχέσεως αυτής προς εκείνην μεταξύ χερσαίων στρατευμάτων και αυταρχικών συστημάτων: «Οι αυτοκρατορίες διοικούν (χερσαίους) στρατούς αρκετά καλά, διότι (τούτο) είναι πολύ περισσότερο ζήτημα απλής κινητοποιήσεως της ανθρωπίνης ισχύος και του εξοπλισμού που απαιτείται». Εν προκειμένω, υπονοείται ότι στα αυταρχικά συστήματα το ζητούμενο δεν είναι η επίτευξη της μεγίστης δυνατής (εθελουσίας) συναινέσεως των πολιτών, άρα αρκεί, κατά κανόνα, μία καλώς λειτουργούσα ιεραρχική δομή που να εξασφαλίζει την ομαλή κινητοποίηση του διαθεσίμου ανθρωπίνου δυναμικού (των υποτελών) και του αναγκαίου εξοπλισμού.
---------------------------------------------------------------
Ο στρατιωτικός ιστορικός John Keegan εξηγούσε ότι η Μεγάλη Βρετανία και οι ΗΠΑ μπορούσαν να προασπίζονται την ελευθερία μόνο διότι η θάλασσα τις προστάτευε «από τους επίγειους εχθρούς της ελευθερίας». Ο Alexander Hamilton παρατηρούσε ότι η εάν η Βρετανία δεν ήταν νησί, τότε τα στρατιωτικά κατεστημένα του θα ήταν το ίδιο δεσποτικά με αυτά της ηπειρωτικής Ευρώπης και η Βρετανία «κατά πάσα βεβαιότητα θα είχε γίνει θύμα της απόλυτης εξουσίας ενός μόνο ανθρώπου».
---------------------------------------------------------------
Συναφώς, ο Harding διατύπωσε την άποψη ότι η ικανότητα των ναυτικών δυνάμεων βασίσθηκε ιστορικά «σε έναν αριθμό συναφών παραγόντων, τόσον εντός όσον και εκτός ναυτικού», εξηγώντας:
«Η θαλάσσια ισχύς της Μ. Βρετανίας δεν οφείλεται απλώς στο ναυτικό ή στον πολεμικό στόλο αλλά στην αποτελεσματική ενσωμάτωση της διοικήσεώς της, του πολιτικού της συστήματος, του στρατού της, των αποικιών της και της εμποροναυτικής οικονομίας της στην κατεύθυνση των σκοπών του κράτους(…). Η πραγματική ισχύς ενός ναυτικού εξηρτάτο ουσιωδώς από τα οικονομικά, την ικανότητα κεντρικής διοικήσεως, την ποιότητα και ποσότητα των πραγματικών ναυτικών πόρων, τα πλοία, τους ναύτες και το σώμα των αξιωματικών, τη ναυτική υποδομή και την ποιότητα της λήψεως αποφάσεων, τόσο σε επίπεδο πολιτικής όσο και ναυτικού».
Εύγλωττο είναι, μεταξύ άλλων, και το παράδειγμα της Σουηδίας, ενός ναυτικού έθνους που επέτυχε στο τελευταίο τέταρτο του 16ου αι., να κατακτήσει την κυριαρχία των θαλασσών της Βαλτικής (Dominium Maris Baltici) και να αναδειχθεί σε ναυτική δύναμη ευρωπαϊκού βεληνεκούς, διατηρώντας τον έλεγχο της Βαλτικής Θαλάσσης επί τρεις αιώνες περίπου.
Στις αιτίες της επιτυχίας συγκαταλέγεται, μεταξύ άλλων, «η ανάπτυξη ενός επαγγελματικού σώματος Αξιωματικών του Ναυτικού» ήδη πολύ νωρίς, κατά τον 16ο αι. Στους μεταγενεστέρους αιώνες, το Σουηδικό Βασιλικό Ναυτικό, το επονομασθέν και «Ναυτικό των Γουσταύων», διακρίθηκε για «τον εντόνως πολιτικό χαρακτήρα» του και την παρασχεθείσα, εκ μέρους των Αξιωματικών, υποστήριξη προς τις μεταρρυθμίσεις του Βασιλέως.
Εξ άλλου, η βιβλιογραφία εστίασε στο είδος εκείνο της ανθρώπινης κοινωνίας που οικοδομείται βάσει μιας θαλάσσιας και εμποροναυτικής οικονομίας (η θάλασσα που διαμορφώνει την κοινωνία των ανθρώπων στην ξηρά, για να θυμηθούμε τον Μπρωντέλ).
Ειδικότερα, έχει παρατηρηθεί ότι μια τέτοια κοινότητα ανθρώπων:
«ενθαρρύνει τη συνειδητοποίηση της σημασίας του ναυτικού εμπορίου για την κοινωνία και την κυβέρνηση, βοηθώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις εντός των οποίων θα ανθίσει το εμπόριο», περαιτέρω, «ανυψώνει κοινωνικώς και πολιτικώς την τάξη των εμπόρων, ενθαρρύνοντας έτσι την ανάπτυξη ενός αξιακού συστήματος και ενός τρόπου διακυβερνήσεως που ενθαρρύνουν την ακμή του εμπορίου» και τέλος, «διευκολύνει την ανάπτυξη της ναυτικής ισχύος, εν μέρει μεν επειδή απλώς είναι επαρκέστερη στο να εξευρίσκει τους πόρους που απαιτεί η ύπαρξη στόλων, εν μέρει δε επειδή η εμπορική τάξη, φυσικώ τω τρόπω, βλέπει το ναυτικό ως μέσον προστασίας της εμπορικής ναυτιλίας, τόσον άμεσα όσον και έμμεσα».
Ο Nicholas Rodger εξηγεί κατά τρόπον έξοχο το θεώρημα αυτό ως εξής: «Η απόλυτη μοναρχία ήταν ουσιαστικά ένα σύστημα διακυβερνήσεως για την κινητοποίηση ανθρωπίνης ισχύος μάλλον παρά χρήματος. Πολύ αποτελεσματικώτερη σε αυτό το ζήτημα από ό,τι ήσαν οι μεσαιωνικοί θεσμοί, τους οποίους αντικατέστησε (η απόλυτη μοναρχία), ήταν εν τούτοις πενιχρώς εξοπλισμένη για να ανταποκριθεί στις πολύ μεγαλύτερες προκλήσεις, τις οποίες επέβαλλε στο κράτος και στην κοινωνία ένα σύγχρονο ναυτικό (…) Αυτό απαιτούσε ένα σύστημα διακυβερνήσεως που θα συμπεριελάμβανε τη συμμετοχή εκείνων των ομάδων συμφερόντων, τα χρήματα και οι ικανότητες των οποίων ήσαν αναντικατάστατα για τη θαλάσσια ισχύ. Άρα, όχι απλώς (τη συμμετοχή) της τάξεως των ευγενών και των αγροτών, τις οποίες είχε θέσει σε λειτουργία η απολυταρχία, αλλά και των ιδιοκτητών πλοίων και των ναυτικών, των εμπόρων και των χρηματιστών, των βιομηχανικών επενδυτών και διευθυντών, του εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού. Εν ολίγοις, όλων των τάξεων, τις οποίες η απολυταρχική διακυβέρνηση ελάχιστα εκπροσωπούσε και ελάχιστα ευνοούσε».
Περιγράφοντας εύστοχα την ουσία της σχέσεως μεταξύ χερσαίας - ναυτικής δυνάμεως και πολιτικού συστήματος, ο προαναφερθείς συγγραφέας παρατηρεί ότι ένα σύστημα που βασιζόταν στην ύπαρξη και κινητοποίηση χερσαίου στρατού («στρατιωτικό καθεστώς», όπως το ονομάζει) ήταν σε θέση να διατηρηθεί διά της ισχύος (του ηγέτη), ενώ «ένα ναυτικό έπρεπε να κερδίσει τη δημόσια υποστήριξη». Ή, για να το διατυπώσουμε λακωνικώς: «Η αυταρχική διακυβέρνηση ήταν επαρκής για ένα στρατό, αλλά τα ναυτικά χρειάζονται συναίνεση».
Εδώ συνίσταται η απάντηση του ερωτήματος που συχνά ταλάνισε τους ιστορικούς, για ποιον λόγο απέτυχε το ναυτικό εγχείρημα της Ισπανίας τον 16ο αι., της Γαλλίας τον 17ο αι., της Γερμανίας και της Ρωσίας τον 19ο και τον 20ο αιώνα. Ομοίως, εδώ οφείλει να αναζητηθεί η ερμηνεία της αποτυχίας του σχετικού πειράματος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η οποία, μάλιστα, είχε μεν αναδειχθεί σε σοβαρή ναυτική δύναμη κατά τον 16ο αι. –αλλά και αργότερα εξακολούθησε να συγκαταλέγεται στις χώρες που «ανέπτυξαν ισχυρές περιφερειακές ναυτικές δυνάμεις» – πλην όμως, αποτελούσε ένα κράτος, η δομή του οποίου αντιστοιχούσε στο «δεσποτικό τύπο του ανατολικού φεουδαλισμού», κατά Κάρολο Μάρξ και Φρειδερίκο Ένγκελς (ο Θάνος Βερέμης έκανε λόγο περί «οθωμανικού μίγματος ανατολικής δεσποτείας»).
Αντιστρόφως, είναι πολλαπλώς εύγλωττο το γεγονός ότι, π.χ. παρ’ ημίν, κατά τον 19ο αι., στο ιστορικό πλαίσιο της «διαμάχη(ς) ανάμεσα στους φορείς μιας αστικής δυτικής πολιτικής ιδεολογίας, από τη μια, και τους φρουρούς της ντόπιας πολιτικής παράδοσης και των τοπικών συμφερόντων, από την άλλη(...)», οι υπέρμαχοι του «ναυτικού προγράμματος», της ναυπηγήσεως ισχυρού πολεμικού στόλου και της αναδείξεως της Ελλάδος σε αξιόλογη ναυτική δύναμη υπήρξαν, συνάμα, και θερμοί κήρυκες των φιλελευθέρων δημοκρατικών ιδεωδών και του αιτήματος εκσυγχρονισμού του νεοσύστατου ελληνικού κράτους και της κοινωνίας, κατά μήκος της συλλογιστικής του Αδαμαντίου Κοραή και του Νεοελληνικού Διαφωτισμού (Μ. Ρενιέρης, Π. Καλλιγάς κ.λπ.), ερχόμενοι μάλιστα σε σφοδρή πολιτικοϊδεολογική σύγκρουση και αντίθεση με τους πολιτικούς, οικονομικούς και ιδεολογικούς εκφραστές του λεγομένου τότε «Βυζαντινο-Οθωμανικού Ιδεώδους» και ενός ιδιότυπου «Νεο-Ησυχασμού» που κατέληγε να αποδέχεται τη νεοελληνική πολιτική και κοινωνικο-οικονομική καθυστέρηση.
Η απόκτηση, εκ μέρους του νεόδμητου ελληνικού κράτους, ναυτικής ισχύος αποτέλεσε σταθερή επιδίωξη των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων εκείνων που θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν φορείς «μιας δυτικής πολιτικής και οργανωτικής φιλοσοφίας» – από τον Χαρίλαο Τρικούπη (ιδρυτή, συν τοις άλλοις, της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων) έως τον Ελευθέριο Βενιζέλο, που γνώριζε ότι ο μόνος λόγος, ένεκα του οποίου η Ελλάς θα εγένετο ποτέ δεκτή στη Σερβο-Βουλγαρική Συμμαχία, το 1912, ήταν ο Στόλος της.
Συγχρόνως και αντιστρόφως, η ναυτική ισχύς –και ό,τι αυτή συμβόλιζε, προϋπέθετε και συνεπήγετο– ήταν κυριολεκτικώς «κάρφος εις τα όμματα» των αντιπάλων του κρατικού εκσυγχρονισμού και των θιασωτών του ιδεώδους της «Βυζαντινο-Οθωμανικής» Ανατολής. Είναι χαρακτηριστικό ότι εκπρόσωποι των τελευταίων εισήγαγαν στην Βουλή των Ελλήνων, στις 15 Δεκεμβρίου 1879, προς ψήφισιν πρόταση νόμου, διά της οποίας ζητούσαν από την ελληνική κυβέρνηση, συν τοις άλλοις, να καταργήσει άπαντες τους ψηφισθέντες στρατιωτικούς και ναυτικούς νόμους και να «πωλήσει» το σύνολο του πολεμικού στόλου.
Το μείζον ζήτημα της σχέσεως μεταξύ ναυτικής ισχύος αφ’ ενός και πολιτικού συστήματος, κοινωνικής συγκροτήσεως, τρόπου βίου και πολιτισμού ενός λαού αφ’ ετέρου, είχε εντοπίσει και ο Γερμανός γεωγράφος Φρειδερίκος Ράτζελ, ο οποίος με το βαρυσήμαντο πόνημά του «Πολιτική Γεωγραφία» (1897) έμελλε να αναδειχθεί σε πατέρα της γερμανικής σχολής της γεωπολιτικής.
Έγραφε χαρακτηριστικώς ο Friedrich Ratzel: «Η εγκαθίδρυση και διατήρηση ναυτικής ισχύος απαιτεί πολύ περισσότερη πνευματική δύναμη από ό,τι η επικυριαρχία επί μεγάλων χερσαίων εκτάσεων… Κάτι τέτοιο δεν μπορεί να είναι έργο ενός ιδιώτη, ούτε ενός στρατού. Χρειάζεται τη συμβολή μεγάλου αριθμού ανδρών με τόλμη, με επιχειρηματικό πνεύμα, με έφεση στα ταξίδια, με ευφυΐα. Αυτός είναι και ο λόγος, για τον οποίο η κυριαρχία των θαλασσών είναι το καλύτερο σχολείο για τους λαούς που κινητοποιούν μεγάλες και σημαντικές δυνάμεις…» .
Ανανδημοσίευση από το ιστολόγιο Περί Αλός
Πηγή για μέρος α´ - Πηγή για μέρος β´

.~`~.

Θεμιστοκλής του Νεοκλέους ο Φρεάριος

πρὸς μὲν γὰρ Πελοποννησίους καὶ τοὺς ἀστυγείτονας παρόμοιος ἡμῶν ἡ ἀλκή, καὶ διὰ ταχέων οἷόν τε ἐφ'ἕκαστα ἐλθεῖν· πρὸς δὲ ἄνδρας οἲ γῆν τε ἑκὰς ἔχουσι καὶ προσέτι θαλάσσης ἐμπειρότατοί εἰσι καὶ τοῖς ἄλλοις ἅπασιν ἄριστα ἐξήρτυνται, πλούτωι τε ἰδίωι καὶ δημοσίωι καὶ ναυσὶ καὶ ἵπποις καὶ ὅπλοις καὶ ὄχλωι ὅσος οὐκ ἐν ἄλλωι ἑνί γε χωρίωι Ἑλληνικῶι ἐστίν, ἔτι δὲ καὶ ξυμμάχους πολλοὺς φόρου ὑποτελεῖς ἔχουσι, πῶς χρὴ πρὸς τούτους ῥαιδίως πόλεμον ἄρασθαι καὶ τίνι πιστεύσαντας ἀπαρασκεύους ἐπειχθῆναι; πότερον ταῖς ναυσίν; ἀλλ'ἥσσους ἐσμέν· εἰ δὲ μελετήσομεν καὶ ἀντιπαρασκευασόμεθα, χρόνος ἐνέσται. ἀλλὰ τοῖς χρήμασιν; ἀλλὰ πολλῶι πλέον ἔτι τούτου ἐλλείπομεν καὶ οὔτε ἐν κοινῶι ἔχομεν οὔτε ἑτοίμως ἐκ τῶν ἰδίων φέρομεν.
Ἀρχίδαμος ὁ Ζευξιδάμου

μέγα γὰρ τὸ τῆς θαλάσσης κράτος
Περικλῆς ὁ Ξανθίππου


.~`~.
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική

Ανθρωποποίηση.

Tractatus Logico-Philosophicus Ι.

$
0
0

Ό,τι μπορεί γενικά να ειπωθεί, μπορεί να ειπωθεί με σαφήνεια
και για όσα δεν μπορεί να μιλάει κανείς, για αυτά πρέπει να σωπαίνει.

.~`~.
Tractatus Logico-Philosophicus

1.111111Ο κόσμος είναι όλα όσα συμβαίνουν.
1.111111Ο κόσμος είναι η ολότητα των γεγονότων, όχι των πραγμάτων.
1.111111Ο κόσμος καθορίζεται από τα γεγονότα και από το πως αυτά είναι όλατα γεγονότα.
1.121111Γιατί η ολότητα των γεγονότων καθορίζει αυτό που συμβαίνει καθώς και όλα όσα δε συμβαίνουν.
1.131111Τα γεγονότα στο λογικό χώρο είναι ο κόσμος.
1.211111Ο κόσμος τεμαχίζεται σε γεγονότα.
1.211111Το ένα μπορεί να συμβαίνει ή να μη συμβαίνει και όλα τα άλλα να μένουν ίδια.

Ludwig Wittgenstein

.~`~.
Πρόλογος

Το βιβλίο αυτό θα το καταλάβει ίσως μόνο όποιος έχει κιόλας κάνει ο ίδιος τις σκέψεις που εκφράζονται σε αυτό - ή τουλάχιστον παρόμοιες σκέψεις. Δεν πρόκειται λοιπόν για διδακτικό βιβλίο. Ο σκοπός του θα έχει πετύχει, αν προσφέρει ευχαρίστηση σε όποιον θα το διαβάσει και θα το καταλάβει.
Το βιβλίο πραγματεύεται τα προβλήματα της φιλοσοφίας και δείχνει - όπως πιστεύω - πως αυτά τα προβλήματα δημιουργήθηκαν από την παρανόηση της λογικής της γλώσσας μας. Όλο το νόημα του βιβλίου θα μπορούσαμε να το συνοψίσουμε περίπου με τα ακόλουθα λόγια:
Ό,τι μπορεί γενικά να ειπωθεί, μπορεί να ειπωθεί με σαφήνεια
και για όσα δεν μπορεί να μιλάει κανείς, για αυτά πρέπει να σωπαίνει.
Το βιβλίο θέλει λοιπόν να βάλει ένα όριο στη σκέψη, ή μάλλον - όχι στη σκέψη, αλλά στην έκφραση των σκέψεων: Γιατί για να βάλουμε στη σκέψη ένα όριο, θα έπρεπε να μπορούμε να σκεφτόμαστε και τις δύο πλευρές αυτού του ορίου (θα έπρεπε δηλαδή να μπορούμε να σκεφτόμαστε αυτό που δεν μπορεί να σκεφτεί κανείς).
Έτσι το όριο δε θα μπορεί να μπεί παρά μόνο μέσα στη γλώσσα και ό,τι βρίσκεται πέρα από το όριο θα είναι απλώς α-νοησία.
Δεν θέλω να κρίνω κατά πόσο οι προσπάθειες μου συνταυτίζονται με τις προσπάθειες άλλων φιλοσόφων. Και μάλιστα αυτό που έχω γράψει εδώ δεν έχει, στις λεπτομέρειες του, απαίτηση να προσφέρει τίποτα νέο'για τούτο και δεν αναφέρω πηγές, επειδή μου είναι αδιάφορο αν αυτό που έχω σκεφτεί το έχει κιόλας σκεφτεί πρίν από εμένα κάποιος άλλος.
Θέλω μόνο να αναφέρω πως την παρακίνηση για τις σκέψεις μου τη χρωστάω κατά ένα μεγάλο μέρος στα περισπούδαστα έργα του Frege και στα δημοσιεύματα του φίλου μου Bertrand Russell.
Αν αυτή η εργασία έχει κάποια αξία, η αξία τούτη είναι δύο λογιών. Πρώτο - πως εκφράζει σκέψεις'και θα είναι τόσο μεγαλύτερη αξία της, όσο καλύτερα οι σκέψεις έχουν εκφραστεί, όσο η εργασία αυτή πετυχαίνει ακριβέστερα το στόχο. Έχω επίγνωση εδώ πως έχω μείνει πολύ πίσω από ό,τι είναι δυνατό να κατορθώσει κανείς. Οι δυνάμεις μου είναι απλά και μόνο πολύ μικρές για το τελείωμα του έργου. Μακάρι να έρθουν άλλοι και να πράξουν καλύτερα.
Παρόλα αυτά η αλήθεια των σκέψεων που εκφράζονται εδώ μου φαίνεται απρόσβλητη και οριστική. Είμαι δηλαδή της γνώμης πως στα κύρια σημεία έχω λύσει οριστικά τα προβλήματα. Και αν δε γελιέμαι σε αυτό, τότε η αξία αυτής της εργασίας συνίσταται - δεύτερο - στο πως δείχνει πόσο λίγα πετυχαίνουμε με το να έχουμε λύσει αυτά τα προβλήματα.
Βιέννη, 1918                                                                                                                               L.W.

.~`~.

Ένας παράλογος συλλογισμός - α´.

$
0
0

Η δίψα μας να καταλάβουμε και η νοσταλγία μας για το απόλυτο δεν εξηγούνται παρά εφόσον, ακριβώς, μπορούμε να κατανοήσουμε και να εξηγήσουμε πολλά πράγματα. Είναι μάταιο ν'αρνηθούμε παντελώς τη λογική. Έχει τη δική της τάξη και χάρη, σ'αυτήν είναι αποτελεσματική. Και τούτη η τάξη είναι, για την ακρίβεια, η ανθρώπινη εμπειρία. Γι'αυτό το λόγο πασχίζουμε να καταστήσουμε τα πάντα πιο σαφή. Αν δεν μπορούμε να το πετύχουμε, αν το παράλογο γεννιέται μ'αυτή την ευκαιρία, αυτό συμβαίνει επειδή συνυπάρχουν η αποτελεσματική μα περιορισμένη λογική και το ανορθολογικό που διαρκώς ξαναγεννιέται. Όταν λοιπόν ο Σεστόφ εκνευρίζεται με μια πρόταση του Χέγκελ, του είδους: «Οι κινήσεις του ηλιακού συστήματος πραγματοποιούνται σύμφωνα με αμετάβλητους νόμους κι αυτοί οι νόμοι διέπουν την ύπαρξη του», όταν βάζει όλο το πάθος του για να διαλύσει τον ορθολογισμό του Σπινόζα, παραδέχεται ορθά τη ματαιότητα κάθε λογικής. Εξ ου, με μια επιστροφή φυσική και αδικαιολόγητη, το συμπέρασμα της υπεροχής του ανορθολογικού. Αλλά αυτό το συμπέρασμα δεν είναι ευκολονόητο. Γιατί μπορεί να επέμβουν εδώ οι έννοιες του ορίου και του επιπέδου. Οι νόμοι της φύσης είναι έγκυροι μέχρις ενός σημείου, όταν όμως το ξεπεράσουν στρέφονται εναντίον τους κι έτσι γεννιέται το παράλογο. Ή πάλι, μπορεί να ισχύουν στο επίπεδο της περιγραφής, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι στο επίπεδο της εξήγησης αληθεύουν.
Όλα εδώ θυσιάζονται στο ανορθολογικό και, αφού η απαίτηση για σαφήνεια εξαφανιστεί, εξαφανίζεται τότε και το παράλογο μαζί με έναν από τους όρους της σύγκρισης του. Αντίθετα, ο παράλογος άνθρωπος δεν προβαίνει σε τούτη την ισοπέδωση. Ξέρει ότι πρέπει ν'αγωνιστεί, δεν περιφρονεί τη λογική και παραδέχεται το αλόγιστο. Καλύπτει έτσι με το βλέμμα όλα τα δεδομένα της εμπειρίας και είναι ελάχιστα διατεθειμένος να κάνει το άλμα προτού μάθει. Ξέρει μονάχα ότι σ'αυτή την αφυπνισμένη συνείδηση δεν υπάρχει πια θέση για την ελπίδα.

Albert Camus
Ο μύθος του Σίσυφου
Εκδ. Καστανιώτη

.~`~.

Viewing all 1482 articles
Browse latest View live