Το κείμενο II αποτελεί απάντηση στο κείμενο I.
.~`~.
Εισαγωγή
Ο εν μέρει οικουμενιστικός-ηθικολογικός και εν μέρει οικονομιστικός τόνος, που δεσπόζει στη σημερινή εξωτερική πολιτική της Γερμανίας, στην πραγματικότητα αποτελεί μια καινούργια παραλλαγή της παλαιάς φυγής προς την απλούστευση, μιαν άλλη έκφραση της ίδιας παλιάς αμηχανίας μπροστά τον άπειρα περίπλοκο χαρακτήρα της πολιτικής –μόνο που τώρα έχουν αντιστραφεί τα πρόσημα. Η πεισματική στροφή προς τον ηθικό και οικονομικό παράγοντα έχει ως σκοπό της, όπως νομίζεται, την οριστική αποκοπή από την «πολιτική της ισχύος», ενώ η ευημερία των τελευταίων σαράντα ετών φαίνεται να αποδεικνύει, προς γενική ικανοποίηση, ότι η ηθική δεν ωφελεί μόνον την ψυχή αλλά και την κοιλιά. Ωστόσο η διχοτομία μεταξύ οικονομίας και πολιτικής παραμένει πλασματική κατασκευή, εφ’ όσον η οικονομία αφορά, το ίδιο όπως και η πολιτική, συγκεκριμένες σχέσεις συγκεκριμένων ανθρώπων· η πολιτική που έχει μετατραπεί σε οικονομία δεν είναι λιγότερο πολιτική από την πολιτική που μετατρέπεται σε θεολογία, ηθική και αισθητική. Αν λοιπόν η γερμανική πλευρά θέλει μεν την ευρωπαϊκή ενοποίηση, όμως τη θέλει κυρίως για λόγους οικονομικής αποτελεσματικότητας, θα πρέπει να γνωρίζει ότι μια τέτοια ενοποίηση μπορεί να οξύνει τους οικονομικούς αγώνες κατανομής και ανακατανομής. Το οικονομικό στοιχείο, το οποίο σήμερα εκθειάζεται ως πανάκεια κατά της πολιτικής της ισχύος και του εθνικισμού, θα αποδειχθεί τότε αγωγός ακριβώς τέτοιων βλέψεων και τάσεων.
Φανταστείτε ότι ζούσατε το καλοκαίρι του 1900, και κατοικούσατε στο Λονδίνο, την τότε πρωτεύουσα του κόσμου. Η Ευρώπη κυβερνούσε το Ανατολικό Ημισφαίριο... είχε ειρήνη και απολάμβανε μια άνευ προηγουμένου ευημερία... η ευρωπαϊκή αλληλεξάρτηση λόγω του εμπορίου και των επενδύσεων ήταν τόσο μεγάλη ώστε σοβαροί άνθρωποι ισχυρίζονταν ότι ο πόλεμος ήταν κάτι αδύνατο -και αν όχι αδύνατο, ότι θα τελείωνε μερικές εβδομάδες μετά την έναρξη του- επειδή οι παγκόσμιες οικονομικές αγορές δεν θα μπορούσαν να αντέξουν την πίεση. Το μέλλον έμοιαζε καθορισμένο: μια ειρηνική, ευημερούσα Ευρώπη θα κυβερνούσε τον κόσμο. Τώρα φανταστείτε τον εαυτό σας το καλοκαίρι του 1920. Η Ευρώπη έχει διχαστεί από έναν βασανιστικό πόλεμο. Η ήπειρος έχει γίνει κομμάτια. Η αυστρο-ουγγρική, η γερμανική και η οθωμανική αυτοκρατορία χάθηκαν, και εκατομμύρια άνθρωποι σκοτώθηκαν... Ο πόλεμος τελείωσε όταν παρενέβη ένας αμερικανικός στρατός ενος εκατομμυρίου αντρών - ένας στρατός που ήρθε και αμέσως μετά έφυγε. Ο κομμουνισμός επικράτησε στη Ρωσία, αλλά δεν ήταν ξεκάθαρο αν θα επιβίωνε. Οι χώρες οι οποίες βρίσκονταν στη περιφέρεια της ευρωπαϊκής δύναμης, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ιαπωνία, ξαφνικά αναδύθηκαν ως υπερδυνάμεις... Φανταστείτε (συντομογραφικά από εδώ και πέρα) το καλοκαίρι του 1940 [η Γερμανία διαφαινόταν πως θα κυριαρχήσει]... 1960 [η Γερμανία και η Ευρώπη χωρισμένη υπό τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Σοβιετική Ένωση]... 1980 [ήττα στο Βιετνάμ, αίσθηση υποχώρησης της ισχύος των ΗΠΑ και δυναμικής καθόδου της ΕΣΣΔ προς τις πετρελαιοπηγές - περιορισμός μέσω συμμαχίας ΗΠΑ-Κίνας]... 2000 [η Σοβιετική Ένωση έχει καταρρεύσει, η Κίνα αναδύεται, το ΝΑΤΟ στην Ανατολική Ευρώπη]
.~`~.
I
Η επιστροφή τής γεωπολιτικής
Η εκδίκηση των ρεβιζιονιστικών δυνάμεων
Μέχρι στιγμής, το έτος 2014 ήταν ταραχώδες, καθώς οι γεωπολιτικές αντιπαλότητες έχουν επιστρέψει δυναμικά στην κεντρική σκηνή. Είτε πρόκειται για τις ρωσικές δυνάμεις που κατέλαβαν την Κριμαία, είτε για την Κίνα που προβάλλει επιθετικές αξιώσεις στα παράκτια ύδατά της, είτε για την Ιαπωνία που ανταποκρίνεται με μια όλο και πιο δυναμική δική της στρατηγική είτε για το Ιράν που προσπαθεί να χρησιμοποιήσει τις συμμαχίες του με την Συρία και την Χεζμπολάχ για να κυριαρχήσει στη Μέση Ανατολή, το παλιομοδίτικο παιχνίδι ισχύος έχει επιστρέψει στις διεθνείς σχέσεις.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η ΕΕ, τουλάχιστον, βρίσκουν αυτές τις τάσεις ενοχλητικές. Και οι δύο μάλλον κινούνται πέραν των γεωπολιτικών ζητημάτων για περιοχές και στρατιωτικές δυνάμεις και αντί γι’ αυτά επικεντρώνονται στα ζητήματα της παγκόσμιας τάξης και της παγκόσμιας διακυβέρνησης: την απελευθέρωση του εμπορίου, την μη διάδοση των πυρηνικών, τα ανθρώπινα δικαιώματα, το κράτος δικαίου, την κλιματική αλλαγή, και ούτω καθεξής. Πράγματι, μετά το τέλος τού Ψυχρού Πολέμου, το πιο σημαντικό αντικείμενο της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ και της ΕΕ ήταν το να εκτρέψουν τις διεθνείς σχέσεις μακριά από ζητήματα μηδενικού αθροίσματος προς εκείνα που είναι win-win (στμ: που περιέχουν οφέλη για όλους). Το να συρθούν πίσω σε παλιομοδίτικους ανταγωνισμούς όπως αυτούς στην Ουκρανία δεν εκτρέπει μόνο χρόνο και ενέργεια μακριά από τα σημαντικά θέματα: αλλάζει επίσης τον χαρακτήρα τής διεθνούς πολιτικής. Καθώς η ατμόσφαιρα γίνεται βαριά, το έργο τής προώθησης και της διατήρησης της παγκόσμιας τάξης γίνεται όλο και πιο δύσκολο.
Αλλά οι Δυτικοί δεν θα έπρεπε να περιμένουν ποτέ ότι η παλιομοδίτικη γεωπολιτική θα εξαφανιζόταν. Το έκαναν μόνο και μόνο επειδή αντιλήφθηκαν με ουσιωδώς λάθος τρόπο το νόημα της κατάρρευσης της Σοβιετικής Ένωσης: ως ιδεολογικό θρίαμβο της φιλελεύθερης καπιταλιστικής δημοκρατίας επί του κομμουνισμού, όχι ως την απαξίωση μιας σκληρής δύναμης.
Η Κίνα, το Ιράν και η Ρωσίαποτέ δεν συγκατένευσαν στην γεωπολιτική διευθέτηση που ακολούθησε το τέλος τού Ψυχρού Πολέμου, και κάνουν όλο και πιο ισχυρές προσπάθειες για την ανατροπή της. Αυτή η διαδικασία δεν θα είναι ειρηνική, και είτε οι ρεβιζιονιστές πετύχουν είτε όχι, οι προσπάθειές τους έχουν ήδη κλονίσει την ισορροπία δυνάμεων και έχουν αλλάξει την δυναμική τής διεθνούς πολιτικής.
ΜΙΑ ΨΕΥΤΙΚΗ ΑΙΣΘΗΣΗ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ
Όταν τελείωσε ο Ψυχρός Πόλεμος, πολλοί Αμερικανοί και Ευρωπαίοι φαινόταν να πιστεύουν ότι τα πιο εξοργιστικά γεωπολιτικά ζητήματα είχαν σε μεγάλο βαθμό διευθετηθεί. Με την εξαίρεση μιας χούφτας σχετικά ήσσονος σημασίας προβλήματα, όπως είναι τα δεινά τής πρώην Γιουγκοσλαβίας και η ισραηλινο-παλαιστινιακή διένεξη, τα μεγαλύτερα ζητήματα στην παγκόσμια πολιτική, υπέθεσαν, δεν θα δημιουργούσαν πια ανησυχίες για σύνορα, στρατιωτικές βάσεις, εθνική αυτοδιάθεση, ή σφαίρες επιρροής.
Κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει τους ανθρώπους επειδή ελπίζουν. Η προσέγγιση της Δύσης στις πραγματικότητες του μεταψυχροπολεμικού κόσμου είχε μεγάλο νόημα, και είναι δύσκολο να δούμε το πώς η παγκόσμια ειρήνη θα μπορούσε ποτέ να επιτευχθεί χωρίς την αντικατάσταση του γεωπολιτικού ανταγωνισμού με την κατασκευή μιας φιλελεύθερης παγκόσμιας τάξης. Παρ’ όλα αυτά, οι Δυτικοί συχνά ξεχνούν ότι το έργο αυτό στηρίζεται στα ιδιαίτερα γεωπολιτικά θεμέλια που χτίστηκαν στις αρχές τού 1990.
Στην Ευρώπη, η μεταψυχροπολεμική διευθέτηση αφορούσε την ενοποίηση της Γερμανίας, τον διαμελισμό τής Σοβιετικής Ένωσης, και την ενσωμάτωση των πρώην κρατών τού Συμφώνου τής Βαρσοβίας και των δημοκρατιών τής Βαλτικής στο ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Στη Μέση Ανατολή, είχε ως συνέπεια την κυριαρχία των σουνιτικών δυνάμεων που είχαν συμμαχήσει με τις Ηνωμένες Πολιτείες (Σαουδική Αραβία, οι σύμμαχοι του Κόλπου, η Αίγυπτος και η Τουρκία) και τον διπλό περιορισμό τού Ιράν και του Ιράκ. Στην Ασία, αυτό σήμαινε την μη αμφισβητούμενη κυριαρχία των Ηνωμένων Πολιτειών, ενσωματωμένη σε μια σειρά από σχέσεις ασφαλείας με την Ιαπωνία, τη Νότια Κορέα, την Αυστραλία, την Ινδονησία, και άλλους συμμάχους.
Αυτή η διευθέτηση αντανακλούσε τις πραγματικότητες της ισχύος τότε, και ήταν μόνο τόσο σταθερή όσο οι σχέσεις που την κρατούσαν ζωντανή. Δυστυχώς, πολλοί παρατηρητές μπέρδεψαν τις προσωρινές γεωπολιτικές συνθήκες τού μεταψυχροπολεμικού κόσμου με το πιθανώς πιο τελεσίδικο αποτέλεσμα της ιδεολογικής πάλης μεταξύ φιλελεύθερης δημοκρατίας και σοβιετικού κομμουνισμού. Η διάσημη διατύπωση του πολιτικού επιστήμονα
Φράνσις Φουκουγιάμαότι το τέλος τού Ψυχρού Πολέμου σήμαινε «το τέλος τής ιστορίας» ήταν μια δήλωση σχετικά με την ιδεολογία. Αλλά για πολλούς ανθρώπους, η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης δεν σημαίνει απλώς ότι η ιδεολογική πάλη τής ανθρωπότητας έχει τελειώσει για τα καλά: Σκέφθηκαν ότι η ίδια η γεωπολιτική είχε επίσης τελειώσει οριστικά.
Με μια πρώτη ματιά, αυτό το συμπέρασμα φαίνεται σαν μια προέκταση του επιχειρήματος του Φουκουγιάμα και όχι μια στρέβλωσή του. Στο κάτω-κάτω, η ιδέα τού τέλους τής ιστορίας έχει στηριχτεί στις γεωπολιτικές συνέπειες των ιδεολογικών αγώνων από τότε που ο Γερμανός φιλόσοφος Georg Wilhelm Friedrich Hegel τις εξέφρασε πρώτος, στις αρχές τού 19ου αιώνα. Για τον Hegel, ήταν η μάχη τής Ιένας, το 1806, που κατέβασε την αυλαία για τον πόλεμο των ιδεών. Στα μάτια τού Χέγκελ, η απόλυτη καταστροφή τού πρωσικού στρατού από τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη σε εκείνη την σύντομη εκστρατεία αντιπροσώπευε τον θρίαμβο της Γαλλικής Επανάστασης επί του καλύτερου στρατού που θα μπορούσε να παράξει η προεπαναστατική Ευρώπη. Αυτό έγραψε ένα τέλος στην ιστορία, υποστήριξε ο Χέγκελ, γιατί στο μέλλον, μόνο τα κράτη που θα υιοθετούν τις αρχές και τις τεχνικές τής επαναστατικής Γαλλίας θα είναι σε θέση να ανταγωνιστούν και να επιβιώσουν.
Προσαρμοσμένο στον μεταψυχροπολεμικό κόσμο, το επιχείρημα αυτό σήμαινε ότι στο μέλλον, τα κράτη θα πρέπει να υιοθετήσουν τις αρχές τού φιλελεύθερου καπιταλισμού για να προχωρήσουν. Κλειστές, κομμουνιστικές κοινωνίες, όπως η Σοβιετική Ένωση, είχαν δείξει ότι είναι πολύ αντιδημιουργικές και αντιπαραγωγικές για να ανταγωνιστούν οικονομικά και στρατιωτικά με τα φιλελεύθερα κράτη. Τα πολιτικά καθεστώτα τους ήταν επίσης επισφαλή, δεδομένου ότι καμία κοινωνική μορφή εκτός από την φιλελεύθερη δημοκρατία δεν παρέχει αρκετή ελευθερία και αξιοπρέπεια για να παραμένει σταθερή μια σύγχρονη κοινωνία.
Για να πολεμήσει κανείς την Δύση με επιτυχία, θα πρέπει να γίνει όμοιος με την Δύση, και αν αυτό συνέβαινε, θα γινόταν η ίδια άνοστη, ειρηνιστική δειλή κοινωνία που δεν ήθελε να πολεμήσει για οτιδήποτε. Οι μόνοι εναπομείναντες κίνδυνοι για την παγκόσμια ειρήνη θα έρθουν από κράτη παρίες, όπως η Βόρεια Κορέα, και παρ’ όλο που οι χώρες αυτές θα μπορούσαν να έχουν την θέληση να αμφισβητήσουν την Δύση, θα παραήταν υπονομευμένες από τις παρωχημένες πολιτικές και τις κοινωνικές δομές τους για να ανέβουν πάνω από το επίπεδο της ενόχλησης (εκτός αν αναπτύξουν πυρηνικά όπλα, φυσικά). Και έτσι τα πρώην κομμουνιστικά κράτη, όπως η Ρωσία, βρέθηκαν μπροστά σε ένα δίλημμα. Θα μπορούσαν να υιοθετήσουν την εκσυγχρονιστική μόδα και να γίνουν φιλελεύθερα, ανοιχτά και ειρηνιστικά, ή θα μπορούσαν να προσκολληθούν πικρά στα όπλα τους και στον πολιτισμό τους, καθώς ο κόσμος τα προσπερνά.
Στην αρχή, όλα φαίνονταν να λειτουργούν. Με την ιστορία να έχει τελειώσει, η έμφαση μετατοπίστηκε από την γεωπολιτική στην ανάπτυξη της οικονομίας και την μη διάδοση των πυρηνικών όπλων, και το μεγαλύτερο μέρος τής εξωτερικής πολιτικής ήρθε να επικεντρωθεί σε θέματα όπως η κλιματική αλλαγή και το εμπόριο. Η εξίσωση του τέλους τής γεωπολιτικής και του τέλους τής ιστορίας προσέφερε μια ιδιαίτερα δελεαστική προοπτική για τις Ηνωμένες Πολιτείες: την ιδέα ότι η χώρα θα μπορούσε να αρχίσει να δίνει λιγότερα στο διεθνές σύστημα και να παίρνει περισσότερα. Θα μπορούσε να συρρικνώσει τις αμυντικές της δαπάνες, να περικόψει τις πιστώσεις τού Στέιτ Ντιπάρτμεντ, να μειώσει το προφίλ της σε ξένα θερμά σημεία - και ο κόσμος θα συνέχιζε κανονικά για να γίνει πιο ευημερών και πιο ελεύθερος.
Αυτό το όραμα δελέασε αμφότερους τους φιλελεύθερους και τους συντηρητικούς στις Ηνωμένες Πολιτείες [
Neoconservatism and American Foreign Policy and Why Neoconservatism Still Matters]. Η κυβέρνηση του προέδρου Μπιλ Κλίντον, για παράδειγμα, περιέκοψε αμφότερους τους προϋπολογισμούς τού Υπουργείου Άμυνας και του Στέιτ Ντιπάρτμεντ και ήταν μόλις και μετά βίας σε θέση να πείσει το Κογκρέσο να συνεχίσει την πληρωμή τής αμερικανικής συνεισφοράς στον ΟΗΕ. Την ίδια στιγμή, οι πολιτικοί υπέθεσαν ότι το διεθνές σύστημα θα γίνει ισχυρότερο και ευρύτερης εμβέλειας, ενώ θα συνέχιζε να είναι ευνοϊκό για τα συμφέροντα των ΗΠΑ. Οι Ρεπουμπλικάνοι νεο-απομονωτιστές, όπως ο πρώην βουλευτής Ron Paul από το Τέξας, υποστήριξαν ότι με δεδομένη την απουσία σοβαρών γεωπολιτικών προκλήσεων, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να μειώσουν δραματικά τόσο τις στρατιωτικές δαπάνες όσο και την εξωτερική βοήθεια, ενώ θα συνέχιζαν να επωφελούνται από το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα.
Ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα έχτισε την εξωτερική πολιτική του στην πεποίθηση ότι ο «πόλεμος κατά της τρομοκρατίας» ήταν υπερβολικός, ότι η ιστορία είχε πραγματικά τελειώσει, και ότι, όπως και στα χρόνια τής διακυβέρνησης Κλίντον, οι σημαντικότερες προτεραιότητες των Ηνωμένων Πολιτειών αφορούσαν στην προώθηση της φιλελεύθερης παγκόσμιας τάξης, όχι στο παιχνίδι τής κλασικής γεωπολιτικής. Η κυβέρνηση άρθρωσε ένα εξαιρετικά φιλόδοξο πρόγραμμα για την στήριξη της εν λόγω τάξης: μπλοκάρισμα της κίνησης του Ιράν για πυρηνικά όπλα, επίλυση της ισραηλινο-παλαιστινιακής σύγκρουσης, διαπραγμάτευση μιας παγκόσμιας συμφωνίας για την κλιματική αλλαγή, επίτευξη εμπορικών συμφωνιών μεταξύ Ειρηνικού και Ατλαντικού, υπογραφή συμφωνιών ελέγχου των εξοπλισμών με την Ρωσία, επιδιόρθωση των αμερικανικών σχέσεων με τον μουσουλμανικό κόσμο, προώθηση των δικαιωμάτων των ομοφυλοφίλων, αποκατάσταση της εμπιστοσύνης με τους Ευρωπαίους συμμάχους και τερματισμός του πολέμου στο Αφγανιστάν. Την ίδια στιγμή, όμως, ο Ομπάμα σχεδιάζει να μειώσει τις αμυντικές δαπάνες δραματικά και να μειώσει την εμπλοκή των ΗΠΑ σε καίρια θέατρα στον κόσμο, όπως στην Ευρώπη και στη Μέση Ανατολή.
ΕΝΑΣ ΑΞΟΝΑΣ ΚΑΝΘΑΡΩΝ;
Όλες αυτές οι χαρούμενες πεποιθήσεις δοκιμάζονται. Είκοσι πέντε χρόνια μετά την πτώση τού Τείχους τού Βερολίνου, είτε κάποιος εστιάζει στην αντιπαλότητα μεταξύ ΕΕ και Ρωσίας για την
Ουκρανία, η οποία οδήγησε τη Μόσχα να προσαρτήσει την Κριμαία, είτε στον εντεινόμενο ανταγωνισμό μεταξύ
Κίνας και Ιαπωνίας στην Ανατολική Ασίαείτε στην επέκταση της εμφύλιας σύγκρουσης σε διεθνείς ανταγωνισμούς και εμφύλιους πολέμους στη
Μέση Ανατολή, ο κόσμος δείχνει λιγότερο μετα-ιστορικός μέρα με τη μέρα. Με πολύ διαφορετικούς τρόπους, με πολύ διαφορετικούς στόχους,
η Κίνα, το Ιράν και η Ρωσίααντιδρούν στην πολιτική διευθέτηση του Ψυχρού Πολέμου.
Οι σχέσεις μεταξύ των τριών αυτών ρεβιζιονιστικών δυνάμεων είναι περίπλοκες. Σε μακροπρόθεσμη βάση, η Ρωσία φοβάται την άνοδο της Κίνας. Η κοσμοθεωρία τής Τεχεράνης έχει ελάχιστα κοινά είτε με του Πεκίνου είτε με της Μόσχας. Το Ιράν και η Ρωσία είναι χώρες που εξάγουν πετρέλαιο και θα ήθελαν η τιμή του πετρελαίου να είναι υψηλή. Η Κίνα είναι μια καθαρή καταναλώτρια και θέλει τις τιμές σε χαμηλά επίπεδα. Η πολιτική αστάθεια στη Μέση Ανατολή μπορεί να λειτουργήσει προς όφελος του Ιράν και της Ρωσίας, αλλά ενέχει μεγάλους κινδύνους για την Κίνα. Κανείς δεν πρέπει να μιλά για μια στρατηγική συμμαχία μεταξύ τους, και στην πάροδο του χρόνου, ειδικά αν καταφέρουν να υπονομεύσουν την αμερικανική επιρροή στην Ευρασία, οι εντάσεις μεταξύ τους είναι πιο πιθανό να αναπτυχθούν παρά να μειωθούν.
Αυτό που συνδέει αυτές τις δυνάμεις, ωστόσο, είναι η συμφωνία τους ότι το status quo θα πρέπει να αναθεωρηθεί. Η Ρωσία θέλει να ξαναμαζέψει όση περισσότερη από την Σοβιετική Ένωση μπορεί. Η Κίνα δεν έχει καμία πρόθεση να περιορισθεί σε έναν δευτερεύοντα ρόλο στις παγκόσμιες υποθέσεις, ούτε θα αποδεχθεί τον σημερινό βαθμό επιρροής των ΗΠΑ στην Ασία και στο εκεί εδαφικό καθεστώς. Το Ιράν επιθυμεί να αντικαταστήσει την τρέχουσα τάξη στη Μέση Ανατολή - με επικεφαλής την Σαουδική Αραβία και κυριαρχούμενη από σουνιτικά Αραβικά κράτη - με μια άλλη που θα έχει επίκεντρο την Τεχεράνη.
Ηγέτες και στις τρεις χώρες συμφωνούν, επίσης, ότι η δύναμη των ΗΠΑ είναι το βασικό εμπόδιο για την επίτευξη των ρεβιζιονιστικών τους στόχων. Η εχθρότητά τους προς την Ουάσιγκτον και την τάξη της είναι τόσο επιθετική όσο και αμυντική: όχι μόνο ελπίζουν ότι η μείωση της ισχύος των ΗΠΑ θα κάνει πιο εύκολο να ανατάξουν τις περιοχές τους, αλλά επίσης ανησυχούν ότι η Ουάσιγκτον θα μπορούσε να προσπαθήσει να τις ανατρέψει αν μεγαλώσει κάποια διχόνοια στο εσωτερικό τους. Ωστόσο, οι ρεβιζιονιστές θέλουν να αποφύγουν τις άμεσες αντιπαραθέσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες, εκτός από σπάνιες περιπτώσεις, όταν οι πιθανότητες θα είναι σαφώς υπέρ τους (όπως το 2008 στην εισβολή τής Ρωσίας στην Γεωργία και η κατοχή και προσάρτηση της Κριμαίας φέτος). Αντί να αμφισβητήσουν κατά μέτωπον το status quo, επιδιώκουν να κατακερματίσουν τους κανόνες και τις σχέσεις που το συντηρούν.
Από τότε που ο Ομπάμα έγινε πρόεδρος, κάθε μια από αυτές τις δυνάμεις έχει ακολουθήσει μια ξεχωριστή στρατηγική υπό το πρίσμα των δικών της πλεονεκτημάτων και αδυναμιών. Η Κίνα, η οποία έχει τις μεγαλύτερες δυνατότητες των τριών, είναι παραδόξως η πιο απογοητευμένη. Οι προσπάθειές της να εδραιωθεί στην περιοχή της έχουν απλώς εντείνει τους δεσμούς μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και των ασιατικών συμμάχων τους και ενέτειναν τον εθνικισμό στην Ιαπωνία. Καθώς οι δυνατότητες του Πεκίνου μεγαλώνουν, το ίδιο κάνει και η αίσθηση της απογοήτευσής του. Η άνοδος της ισχύος τής Κίνας θα πρέπει να παραλληλίζεται με ένα κύμα ιαπωνικής αποφασιστικότητας, και οι εντάσεις στην Ασία θα είναι πιο πιθανό να εξαπλωθούν στα παγκόσμια οικονομικά και την πολιτική.
Το Ιράν, από πολλές πλευρές το πιο αδύναμο από τα τρία κράτη, είχε την πιο επιτυχημένη πορεία. Ο συνδυασμός τής εισβολής των ΗΠΑ στο Ιράκ και στην συνέχεια η πρόωρη απόσυρσή τους, επέτρεψε στην Τεχεράνη να εδραιώσει βαθείς και διαρκείς δεσμούς με σημαντικά κέντρα εξουσίας απέναντι από τα σύνορα με το Ιράκ, μια εξέλιξη που έχει αλλάξει τόσο την θρησκευτική όσο και την πολιτική ισορροπία δυνάμεων στην περιοχή.
Στην Συρία, το Ιράν, με την βοήθεια του μακροχρόνιου συμμάχου του, της Χεζμπολάχ, ήταν σε θέση να αντιστρέψει την στρατιωτική παλίρροια και να στηρίξει την κυβέρνηση του Μπασάρ αλ-Άσαντ απέναντι σε μια ισχυρή αντίσταση από την κυβέρνηση των ΗΠΑ. Αυτός ο θρίαμβος της realpolitik έχει προσθέσει σημαντικά στην ισχύ και το κύρος τού Ιράν. Σε ολόκληρη την περιοχή, η Αραβική Άνοιξη έχει αποδυναμώσει τα σουνιτικά καθεστώτα, αλλάζοντας περαιτέρω τις ισορροπίες υπέρ τού Ιράν. Το ίδιο έχει κάνει και η αυξανόμενη διάσπαση μεταξύ των σουνιτικών κυβερνήσεων σχετικά με το τι πρέπει να κάνουν με τη Μουσουλμανική Αδελφότητα και τα παρακλάδια και τους οπαδούς της.
Η Ρωσία, εν τω μεταξύ, έχει αναδειχθεί ως ο μέσος ρεβιζιονιστής: πιο ισχυρή από το Ιράν, αλλά ασθενέστερη από την Κίνα, πιο επιτυχημένη από την Κίνα στην γεωπολιτική, αλλά λιγότερο επιτυχής από όσο το Ιράν. Η Ρωσία ήταν μετρίως αποτελεσματική στο να βάζει σφήνες μεταξύ τής Γερμανίας και των Ηνωμένων Πολιτειών, αλλά και η ενασχόληση τού Ρώσου προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν με την ανοικοδόμηση της Σοβιετικής Ένωσης έχει παρεμποδιστεί από τα αιχμηρά όρια της οικονομικής ισχύος τής χώρας του. Για να οικοδομήσει ένα πραγματικό Ευρασιατικό μπλοκ, όπως ονειρεύεται να κάνει ο Πούτιν, η Ρωσία θα πρέπει να αναδεχτεί τους λογαριασμούς των πρώην σοβιετικών δημοκρατιών - κάτι που δεν μπορεί να το αντέξει οικονομικά.
Παρ’ όλα αυτά, ο Πούτιν, παρά τις αδυναμίες του, υπήρξε εξαιρετικά επιτυχής στο να απογοητεύσει τα Δυτικά σχέδια στο πρώην σοβιετικό έδαφος. Έχει σταματήσει τελείως την επέκταση του ΝΑΤΟ. Έχει διαμελίσει την Γεωργία, έφερε την Αρμενία στην τροχιά του, αύξησε την πίεσή του στην Κριμαία, και, με την ουκρανική περιπέτειά του, έφερε στην Δύση μια δυσάρεστη και ταπεινωτική έκπληξη. Κατά την δυτική άποψη, ο Πούτιν φαίνεται να καταδικάζει την χώρα του σε ένα συνεχώς πιο σκούρο μέλλον φτώχειας και περιθωριοποίησης. Αλλά ο Πούτιν δεν πιστεύει ότι η ιστορία έχει τελειώσει, και από την πλευρά του, ο ίδιος έχει στερεοποιήσει την δύναμή του εγχωρίως και υπενθύμισε στις εχθρικές ξένες δυνάμεις ότι η ρωσική αρκούδα εξακολουθεί να έχει αιχμηρά νύχια.
ΟΙ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΟΥΝ
Οι ρεβιζιονιστικές δυνάμεις έχουν τόσο ποικίλες ατζέντες και δυνατότητες που κανένας δεν μπορεί να παρέχει το είδος τής συστηματικής και παγκόσμιας αντιπολίτευσης όπως έκανε η Σοβιετική Ένωση. Ως αποτέλεσμα, οι Αμερικανοί ήσαν αργοί στο να συνειδητοποιήσουν ότι τα κράτη αυτά έχουν υπονομεύσει την ευρασιατική γεωπολιτική τάξη, με τρόπους που περιπλέκουν τις αμερικανικές και ευρωπαϊκές προσπάθειες για την δημιουργία ενός μετα-ιστορικού, win-win κόσμου.
Ακόμα, μπορεί κανείς να δει τις συνέπειες αυτής της ρεβιζιονιστικής δραστηριότητας σε πολλά μέρη. Στην Ανατολική Ασία, η όλο και περισσότερο διεκδικητική στάση τής Κίνας δεν έχει ακόμη δώσει πολύ συγκεκριμένη γεωπολιτική πρόοδο, αλλά έχει αλλάξει ριζικά την πολιτική δυναμική στην περιοχή με τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες οικονομίες τού πλανήτη. Οι ασιατικές πολιτικές σήμερα περιστρέφονται γύρω από τις εθνικές αντιπαλότητες, τις αντικρουόμενες εδαφικές διεκδικήσεις, τη ναυτική συσσώρευση, και παρόμοια ιστορικά θέματα. Η εθνικιστική αναγέννηση στην Ιαπωνία, μια άμεση απάντηση στην ατζέντα τής Κίνας, έχει δημιουργήσει μια διαδικασία στην οποία η άνοδος του εθνικισμού σε μια χώρα τροφοδοτεί τα ίδια στο άλλο. Η Κίνα και η Ιαπωνία κλιμακώνουν την ρητορική τους, αυξάνουν τους στρατιωτικούς προϋπολογισμούς τους, ξεκινούν διμερείς κρίσεις με μεγαλύτερη συχνότητα, και κολλούν όλο και περισσότερο στον ανταγωνισμό μηδενικού αθροίσματος.
Παρά το γεγονός ότι η ΕΕ παραμένει σε μια μετα-ιστορική στιγμή, οι μη-μέλη τής ΕΕ δημοκρατίες τής πρώην Σοβιετικής Ένωσης ζουν σε μια πολύ διαφορετική εποχή. Κατά τα τελευταία λίγα χρόνια, οι ελπίδες για μετατροπή τής πρώην Σοβιετικής Ένωσης σε μια μετα-ιστορική περιοχή έχουν ξεθωριάσει. Η ρωσική κατοχή στην Ουκρανία είναι μόνο το τελευταίο σε μια σειρά από βήματα που έχουν μετατρέψει την Ανατολική Ευρώπη σε μια ζώνη οξείας γεωπολιτικής σύγκρουσης και έκανε αδύνατη την σταθερή και αποτελεσματική δημοκρατική διακυβέρνηση έξω από τις χώρες τής Βαλτικής και την Πολωνία.
Στη Μέση Ανατολή, η κατάσταση είναι ακόμη πιο οξυμένη. Τα όνειρα ότι ο αραβικός κόσμος πλησίαζε ένα δημοκρατικό σημείο καμπής - τα όνειρα που τροφοδοτούσαν την πολιτική των ΗΠΑ τόσο υπό τον Μπους όσο και τον Ομπάμα - έχουν ξεθωριάσει. Αντί για την οικοδόμηση μιας φιλελεύθερης τάξης πραγμάτων στην περιοχή, οι Αμερικανοί πολιτικοί αντιμετωπίζουν την διάλυση του κρατικού συστήματος που χρονολογείται από την συμφωνία Sykes-Picot το 1916, η οποία διαιρούσε τις επαρχίες τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στη Μέση Ανατολή, καθώς η διακυβέρνηση διαβρώνεται στο Ιράκ, τον Λίβανο και την Συρία. Ο Ομπάμα έχει κάνει ό,τι καλύτερο μπορούσε για να διαχωρίσει το γεωπολιτικό ζήτημα της ανάδυσης της ισχύος τού Ιράν στην περιοχή, από το ζήτημα της συμμόρφωσής του με την Συνθήκη Μη Διασποράς Πυρηνικών, αλλά οι ισραηλινοί και οι σαουδαραβικοί φόβοι σχετικά με τις περιφερειακές φιλοδοξίες τού Ιράν το κάνουν όλο και πιο δύσκολο γι’ αυτόν. Ένα άλλο εμπόδιο για την επίτευξη συμφωνιών με το Ιράν είναι η Ρωσία, η οποία έχει χρησιμοποιήσει την έδρα της στο Συμβούλιο Ασφαλείας τού ΟΗΕ και την υποστήριξή της στον Άσαντ για να πάει πίσω τους στόχους των ΗΠΑ στη Συρία.
Η Ρωσία βλέπει την επιρροή της στη Μέση Ανατολή ως ένα σημαντικό περιουσιακό στοιχείο για τον ανταγωνισμό της με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτό δεν σημαίνει ότι η Μόσχα θα αντιταχθεί αντανακλαστικά στους αμερικανικούς στόχους σε κάθε περίσταση, αλλά όντως σημαίνει ότι τα win-win αποτελέσματα που επιδιώκουν οι Αμερικανοί τόσο ανυπόμονα, μερικές φορές γίνονται όμηροι των ρωσικών γεωπολιτικών συμφερόντων. Για να αποφασίσει πόσο σκληρά να πιέσει την Ρωσία για την Ουκρανία, για παράδειγμα, ο Λευκός Οίκος δεν μπορεί να αποφύγει τον υπολογισμό των επιπτώσεων από την στάση τής Ρωσίας στον συριακό πόλεμο ή το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν. Η Ρωσία δεν μπορεί να γίνει από μόνη της μια πλουσιότερη χώρα ή μια πολύ μεγαλύτερη χώρα, αλλά έχει κάνει τον εαυτό της έναν πιο σημαντικό παράγοντα για την αμερικανική στρατηγική σκέψη, και μπορεί να το χρησιμοποιήσει αυτό ως μοχλό για να εξάγει παραχωρήσεις που έχουν σημασία για την ίδια.
Αν αυτές οι αναθεωρητικές δυνάμεις έχουν κερδίσει έδαφος, οι κατεστημένες δυνάμεις έχουν υπονομευθεί. Η επιδείνωση είναι εντονότερη στην Ευρώπη, όπου η ολοκληρωτική καταστροφή τού κοινού νομίσματος έχει διχάσει την κοινή γνώμη και έστρεψε την προσοχή τής ΕΕ στον εαυτό της. Η ΕΕ μπορεί να έχει αποφύγει τις χειρότερες πιθανές συνέπειες της κρίσης τού ευρώ, αλλά αμφότερες η θέληση και η ικανότητά της για αποτελεσματική δράση πέραν των συνόρων της έχουν περιοριστεί σημαντικά.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν έχουν υποστεί τίποτε σαν τον οικονομικό πόνο που έχει περάσει μεγάλο μέρος τής Ευρώπης, αλλά με την χώρα να αντιμετωπίζει το hangover της εξωτερικής πολιτικής που προκλήθηκε από τους πολέμους τής εποχής Μπους, με μια όλο και πιο ενοχλητική κρατική επιτήρηση, μια αργή οικονομική ανάκαμψη, και έναν μη δημοφιλή νόμο για την υγεία, η διάθεση της κοινής γνώμης έχει ξινίσει. Τόσο από την αριστερά όσο και από την δεξιά, οι Αμερικανοί αμφισβητούν τα οφέλη τής σημερινής παγκόσμιας τάξης και την ικανότητα των αρχιτεκτόνων της. Επιπλέον, το κοινό μοιράζεται την συναίνεση της ελίτ ότι σε έναν μεταψυχροπολεμικό κόσμο, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να είναι σε θέση να πληρώνουν λιγότερα στο σύστημα και να κερδίζουν περισσότερα από αυτό. Όταν τούτο δεν συμβαίνει, οι άνθρωποι κατηγορούν τους ηγέτες τους. Σε κάθε περίπτωση, υπάρχει μικρή όρεξη του κοινού για μεγάλες νέες πρωτοβουλίες στο εσωτερικό ή στο εξωτερικό, και ένας κυνικός πληθυσμός στρέφεται μακριά από μια πολωμένη Ουάσιγκτον με ένα μείγμα πλήξης και περιφρόνησης.
Ο Ομπάμα ήρθε στην εξουσία σχεδιάζοντας να περικόψει τις στρατιωτικές δαπάνες και να μειώσει την σημασία τής εξωτερικής πολιτικής στην αμερικανική πολιτική, ενισχύοντας παράλληλα την φιλελεύθερη παγκόσμια τάξη. Λίγο περισσότερο από τα μέσα τής προεδρίας του, βρίσκει τον εαυτό του κολλημένο ακριβώς με τα είδη των γεωπολιτικών ανταγωνισμών που ήλπιζε να ξεπεράσει. Ο κινεζικός, ο ιρανικός και ο ρωσικός ρεβανσισμός δεν ανέτρεψαν ακόμα την μεταψυχροπολεμική διευθέτηση στην Ευρασία, και ίσως να μην το κάνουν ποτέ, αλλά έχουν μετατρέψει ένα μη αμφισβητούμενο στάτους κβο σε αμφισβητούμενο. Οι πρόεδροι των ΗΠΑ δεν έχουν πλέον ελεύθερα τα χέρια καθώς επιδιώκουν να εμβαθύνουν το φιλελεύθερο σύστημα. Είναι όλο και πιο απασχολημένοι με την υποστήριξη των γεωπολιτικών θεμελίων του.
ΤΟ ΛΥΚΟΦΩΣ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
Ήταν πριν από 22 χρόνια όταν ο Fukuyama δημοσίευσε «Το τέλος τής ιστορίας και ο τελευταίος άνθρωπος», και είναι δελεαστικό να δούμε την επιστροφή τής γεωπολιτικής ως μια οριστική απόρριψη της διατριβής του. Η πραγματικότητα είναι πιο περίπλοκη. Το τέλος τής ιστορίας, όπως ο Φουκουγιάμα υπενθύμισε στους αναγνώστες, ήταν ιδέα τού Χέγκελ, και παρ’ όλο που το επαναστατικό κράτος είχε θριαμβεύσει για τα καλά πάνω στο παλιό είδος των καθεστώτων, ο Χέγκελ υποστήριξε ότι ο ανταγωνισμός και οι συγκρούσεις θα συνεχιστούν. Προέβλεψε ότι θα υπάρξουν αναταραχές στις επαρχίες, ακόμη και καθώς οι πυρήνες τού ευρωπαϊκού πολιτισμού μετακινήθηκαν σε έναν μετα-ιστορικό χρόνο. Δεδομένου ότι οι επαρχίες τού Χέγκελ περιλάμβαναν την Κίνα, την Ινδία, την Ιαπωνία και την Ρωσία, δεν θα πρέπει να προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι πάνω από δύο αιώνες αργότερα, οι ταραχές δεν έχουν σταματήσει. Ζούμε στο λυκόφως τής ιστορίας και όχι στο πραγματικό τέλος της.
Η εγελιανή άποψη της ιστορικής διαδικασίας σήμερα θα θεωρούσε ότι ουσιαστικά ελάχιστα έχουν αλλάξει από την αρχή τού 19ου αιώνα. Για να είναι ισχυρά, τα κράτη πρέπει να αναπτύξουν τις ιδέες και τους θεσμούς που θα τους επιτρέψουν να αξιοποιήσουν τις τιτάνιες δυνάμεις τού βιομηχανικού καπιταλισμού και του καπιταλισμού των πληροφοριών. Δεν υπάρχει εναλλακτική λύση. Κοινωνίες που αδυνατούν ή δεν επιθυμούν να αγκαλιάσουν αυτήν την πορεία θα καταλήξουν ως αντικείμενα της ιστορίας και όχι ως δημιουργοί της.
Το δεύτερο μέρος τού βιβλίου τού Φουκουγιάμα έχει προσελκύσει λιγότερη προσοχή, ίσως επειδή είναι λιγότερο κολακευτικό για την Δύση. Καθώς ο Φουκουγιάμα διερευνούσε με τι θα έμοιαζε μια μετα-ιστορική κοινωνία, έκανε μια ανησυχητική ανακάλυψη. Σε έναν κόσμο όπου τα μεγάλα ζητήματα έχουν επιλυθεί και η γεωπολιτική έχει υποταχθεί στην οικονομία, η ανθρωπότητα θα μοιάζει αρκετά με τον μηδενιστικό «τελευταίο άνθρωπο» που περιγράφει ο φιλόσοφος Friedrich Nietzsche: έναν ναρκισσιστή καταναλωτή χωρίς μεγαλύτερες φιλοδοξίες πέρα από την επόμενη επίσκεψη στο εμπορικό κέντρο.
---------------------------------------------------------------
Συνολική θέαση του μελλοντικού Ευρωπαίου: το πιο έξυπνο δουλικό ζώο, πολύ εργατικό, κατά βάθος πολύ μετριοπαθές, περίεργο μέχρι υπερβολής, πολυειδές, αβροδίαιτο, με αδύναμη θέληση -ένα κοσμοπολίτικο χάος αισθημάτων και νου.
Friedrich Wilhelm Nietzsche
---------------------------------------------------------------
Με άλλα λόγια, αυτοί οι άνθρωποι θα μοιάζουν πολύ με τους Ευρωπαίους γραφειοκράτες και τους λομπίστες στην Ουάσιγκτον. Είναι αρκετά ικανοί να διαχειρίζονται τις υποθέσεις τους μεταξύ των μετα-ιστορικών ανθρώπων, αλλά η κατανόηση των κινήτρων και η αντιμετώπιση των στρατηγικών των παλιομοδίτικων ισχυρών πολιτικών είναι δύσκολη για αυτούς. Σε αντίθεση με λιγότερο παραγωγικούς και λιγότερο σταθερούς αντιπάλους τους, οι μετα-ιστορικοί άνθρωποι είναι απρόθυμοι να κάνουν θυσίες, επικεντρώνουν στο βραχυπρόθεσμο, η προσοχή τους αποσπάται εύκολα, και τους λείπει το θάρρος.
Οι πραγματικότητες της προσωπικής και της πολιτικής ζωής στις μετα-ιστορικές κοινωνίες είναι πολύ διαφορετικές από εκείνες σε χώρες όπως
η Κίνα, το Ιράν και η Ρωσία, όπου ο ήλιος τής ιστορίας εξακολουθεί να λάμπει. Δεν είναι μόνο ότι αυτές οι διαφορετικές κοινωνίες θέτουν διαφορετικές προσωπικότητες και αξίες στο προσκήνιο. Είναι, επίσης, ότι οι θεσμοί τους λειτουργούν διαφορετικά και ο πληθυσμός τους διαμορφώνεται από διαφορετικές ιδέες.
Κοινωνίες γεμάτες με «τελευταίους ανθρώπους» τού Νίτσε παρερμηνεύουν χαρακτηριστικά και υποτιμούν τους δήθεν πρωτόγονους αντιπάλους τους σε δήθεν οπισθοδρομικές κοινωνίες - ένα τυφλό σημείο που θα μπορούσε, τουλάχιστον προσωρινά, να αντισταθμίσει τα άλλα πλεονεκτήματα των χωρών τους. Η παλίρροια της ιστορίας μπορεί να ρέει αμείλικτα προς την κατεύθυνση της φιλελεύθερης καπιταλιστικής δημοκρατίας, και ο ήλιος τής ιστορίας μπορεί πράγματι να βυθίζεται πίσω από τους λόφους. Αλλά ακόμη και καθώς οι σκιές μακραίνουν και το πρώτο από τα αστέρια αχνοφαίνεται, προσωπικότητες όπως ο Πούτιν εξακολουθούν να διασκελίζουν την παγκόσμια σκηνή. Δεν θα προχωρήσουν ευγενικά σε αυτή την καλή νύχτα, και θα εκμανούν, θα εκμανούν κατά τού θανάτου τού φωτός.
Walter Russell Mead
Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.
Αυτό που ο 19ος αιώνας ονόμαζε Ανθρωπότητα (έτσι οι Δυτικοευρωπαίοι ονόμαζαν τον εαυτό τους) ξύπνησε ξαφνικά από το ρόδινο όνειρο της Προόδου και βρέθηκε σε μια εποχή μες στην οποία η πιο μοντέρνα τεχνική του κεραυνοβόλου βιομηχανικού πολέμου και της αστραπιαίας βιομηχανοποίησης συνδυάστηκε με την πανάρχαιη ασσυριακή τακτική των μαζικών εκτοπισμών και η πιο μοντέρνα τεχνική της ''μεταμόρφωσης του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε εμφύλιο''και αντίστοιχα της μεταμόρφωσης του εμφύλιου πολέμου σε παγκόσμιο, ξανάφερε στην επιφάνεια τις πανάρχαιες μεθόδους των μαζικών προγραφών του Μάριου και του Σύλλα.
.~`~.
II
Η ψευδαίσθηση της γεωπολιτικής
Η διαρκής δύναμη της φιλελεύθερης τάξης
O Walter Russell Mead απεικονίζει ένα ταραχώδες πορτρέτο της δυσχερούς γεωπολιτικής κατάστασης των Η.Π.Α. Σύμφωνα με την οπτική του, μια όλο και περισσότερο ανταγωνιστική συμμαχία από ανελεύθερες δυνάμεις – Κίνα, Ιράν και Ρωσία – είναι αποφασισμένη να αναιρέσει το μετα-ψυχροπολεμικό σκηνικό και την κυριαρχία των ΗΠΑ στην παγκόσμια τάξη που υπάρχει πίσω από αυτό. Ισχυρίζεται, πως σε ολόκληρη την Ευρασία αυτά τα καταπιεσμένα κράτη κλίνουν στην οικοδόμηση σφαιρών επιρροής ώστε να απειλήσουν τα θεμέλια της αμερικανικής ηγεσίας και της παγκόσμιας τάξης. Επομένως, οι ΗΠΑ πρέπει να επανεξετάσουν τον οπτιμισμό τους, συμπεριλαμβανομένης και της μετα-ψυχροπολεμικής τους πεποίθησης ότι τα ανερχόμενα μη Δυτικά κράτη μπορούν να πεισθούν να ενωθούν με την Δύση και να προσαρμοστούν στους κανόνες τού παιχνιδιού της. Για τον Mead, είναι η ώρα να αντιμετωπιστούν οι απειλές από τους ολοένα και πιο επικίνδυνους γεωπολιτικούς εχθρούς.
Η κινδυνολογία, όμως, του Mead, είναι βασισμένη σε μια κολοσσιαία εσφαλμένη ανάγνωση της πραγματικότητας των σύγχρονων δυνάμεων. Είναι μια εσφαλμένη ανάγνωση της λογικής και του χαρακτήρα τής υπάρχουσας παγκόσμιας τάξης, η οποία είναι πιο σταθερή και επεκτεινόμενη από όσο την παρουσιάζει ο Mead, οδηγώντας τον να υπερεκτιμήσει την δυνατότητα του «άξονα των κανθάρων» να την υπονομεύσει. Συγκεκριμένα, πρόκειται για μια εσφαλμένη ανάγνωση της Κίνας και της Ρωσίας, οι οποίες δεν είναι πλήρως ρεβιζιονιστικές δυνάμεις αλλά στην καλύτερη υπονομευτές μερικής απασχόλησης, με τόση καχυποψία για τον έξω κόσμο όσο και μεταξύ τους. Πράγματι, αναζητούν ευκαιρίες για να αντισταθούν στην αμερικανική πρωτοκαθεδρία, και πρόσφατα, όπως και στο παρελθόν, έχουν αντιδράσει σ’ αυτήν, ειδικότερα όταν την έχουν αντιμετωπίσει στην περιοχή τους. Ακόμη όμως, και αυτές οι διαμάχες τροφοδοτούνται κυρίως από αδυναμία – των αρχηγών και των καθεστώτων τους – παρά από δύναμη. Δεν έχουν κάποιο ελκυστικό σήμα. Κι όταν πρόκειται για κύρια συμφέροντά τους, η Ρωσία και, ιδιαίτερα, η Κίνα είναι βαθιά ενσωματωμένες στην παγκόσμια οικονομία και τους διακυβερνητικούς της θεσμούς.
Ο Mead επίσης, χαρακτηρίζει λανθασμένα την ώθηση της εξωτερικής πολιτικής των Ηνωμένων Πολιτειών. Από το τέλος τού Ψυχρού Πολέμου, ισχυρίζεται, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν αγνοήσει γεωπολιτικά ζητήματα στα οποία εμπλέκονται εδάφη και σφαίρες επιρροής και αντίθετα έχουν υιοθετήσει μια υπεραισιόδοξη έμφαση – τύπου «Πολυάννας»- στην οικοδόμηση της παγκόσμιας τάξης. Είναι, όμως, μια λανθασμένη διαίρεση. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν επικεντρώνονται σε ζητήματα διεθνούς τάξεως, όπως στον έλεγχο των εξοπλισμών και το εμπόριο, καθώς υποθέτουν ότι η γεωπολιτική σύγκρουση έχει εξαφανιστεί για πάντα• αναλαμβάνουν τέτοιες προσπάθειες ακριβώς επειδή θέλουν να διαχειριστούν τον ανταγωνισμό μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων. Η οικοδόμηση της τάξης δεν ορίζει και το τέλος τής γεωπολιτικής, αλλά έχει να κάνει με το πώς θα απαντηθούν τα μεγάλα ερωτήματα της γεωπολιτικής.
Πράγματι, η δημιουργία μιας διεθνούς τάξης υπό την αμερικανική ηγεσία δεν ξεκίνησε με το τέλος τού Ψυχρού Πολέμου: κέρδισε τον πόλεμο. Στα σχεδόν 70 χρόνια από τον Β'Παγκόσμιο Πόλεμο, η Ουάσινγκτον έχει αναλάβει συνεχείς προσπάθειες οικοδόμησης ενός εκτεταμένου συστήματος αποτελούμενου από πολυμερείς θεσμούς, συμμαχίες, εμπορικές συμφωνίες και πολιτικές συνεργασίες. Το σχέδιο αυτό έχει βοηθήσει να συνταχθούν χώρες στην τροχιά των Ηνωμένων Πολιτειών. Βοήθησε να ισχυροποιηθούν διεθνείς νόρμες και κανόνες που υποσκάπτουν την νομιμότητα των σφαιρών επιρροής τού 19ου αιώνα, τις προσπάθειες για περιφερειακή κυριαρχία και τις εδαφικές οικειοποιήσεις. Έτσι προσέφερε στις Ηνωμένες Πολιτείες τις δυνατότητες, τις συνεργασίες, και τις αρχές για να αντιμετωπίσουν τις σημερινές ανταγωνιστικές και ρεβιζιονιστικές δυνάμεις, όπως ακριβώς είναι. Συμμαχίες, συνεργασίες, πολυμέρεια, δημοκρατία – αυτά είναι τα όπλα τής αμερικανικής ηγεσίας, και προς το παρόν κερδίζουν και δεν χάνουν τη μάχη τού 21ου αιώνα στην γεωπολιτική και την παγκόσμια τάξη.
Ο ΕΥΓΕΝΗΣ ΓΙΓΑΝΤΑΣ
Το 1904, ο Άγγλος γεωγράφος
Halford Mackinderέγραψε ότι η μεγάλη δύναμη που θα ελέγχει την ενδοχώρα τής
Ευρασίαςθα ήλεγχε και το «Παγκόσμιο Νησί» κι άρα τον ίδιο τον κόσμο. Σύμφωνα με τον Mead, η Ευρασία επέστρεψε ως το μεγάλο έπαθλο της γεωπολιτικής. Σε όλη την έκταση αυτής της υπερ-ηπείρου, διατείνεται, η Κίνα, το Ιράν και η Ρωσία αναζητούν να εγκαθιδρύσουν τις σφαίρες επιρροής τους και να προκαλέσουν τα αμερικανικά συμφέροντα προσπαθώντας, αργά αλλά ασταμάτητα, να κυριαρχήσουν στην Ευρασία κι έτσι απειλούν τις Ηνωμένες Πολιτείες και τον υπόλοιπο κόσμο.
Αυτή η εικόνα παραλείπει την βαθύτερη αλήθεια. Σε γεωπολιτικά θέματα (για να μην αναφέρουμε δημογραφικά στοιχεία, πολιτικές και ιδέες),
οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν ένα αποφασιστικό πλεονέκτημααπέναντι στην Κίνα, το Ιράν και την Ρωσία. Μολονότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα κατεβούν από την κορυφή τής ηγεμονίας που είχαν κατακτήσει κατά την διάρκεια της μονοπολικής εποχής, η δύναμή τους είναι ακόμη ασυναγώνιστη. Ο πλούτος και τα τεχνολογικά τους πλεονεκτήματα παραμένουν πολύ μακριά για την Κίνα και την Ρωσία, για να μην αναφερθούμε στο Ιράν. Η οικονομία που ανακάμπτει, ενισχυμένη από νέους τεράστιους πόρους φυσικού αερίου, επιτρέπει την διατήρηση μιας παγκόσμιας στρατιωτικής παρουσίας κι αξιοπιστίας στις δεσμεύσεις ασφαλείας.
Πράγματι, η Ουάσινγκτον απολαμβάνει μια μοναδική ικανότητα να κερδίζει φίλους και να επηρεάζει κράτη. Σύμφωνα με μια μελέτη με επικεφαλής τον πολιτικό επιστήμονα Brett Ashley Leeds, οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να περηφανεύονται για την στρατιωτική συνεργασία τους με περισσότερες από 60 χώρες, όταν η Ρωσία μετρά οκτώ επίσημους συμμάχους και η Κίνα μονάχα έναν (την Βόρεια Κορέα). Όπως ένας Βρετανός διπλωμάτης μου είπε αρκετά χρόνια πριν, «Η Κίνα δε φαίνεται να κάνει συμμαχίες». Οι Ηνωμένες Πολιτείες όμως κάνουν, κι απολαμβάνουν διπλό κέρδος: όχι μόνο οι συμμαχίες τούς παρέχουν μια παγκόσμια πλατφόρμα για την προβολή τής αμερικανικής ισχύος αλλά επίσης διανέμουν τα βάρη τής παροχής ασφαλείας. Οι στρατιωτικές δυνατότητες που συσσωρεύονται σε αυτό το συμμαχικό σύστημα με επικεφαλής τις ΗΠΑ υπερτερούν από οτιδήποτε η Κίνα ή η Ρωσία μπορούν να δημιουργήσουν στις ερχόμενες δεκαετίες.
Ύστερα, υπάρχουν τα πυρηνικά όπλα. Αυτοί οι εξοπλισμοί, τους οποίους κατέχουν οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Κίνα και η Ρωσία (και επιδιώκει το Ιράν), βοηθούν τις Ηνωμένες Πολιτείες με δύο τρόπους. Πρώτον, χάρη στην λογική τής αμοιβαίας σίγουρης καταστροφής, μειώνουν δραστικά την πιθανότητα πολέμου μεταξύ μεγάλων δυνάμεων. Τέτοιου είδους αναταραχές έχουν δώσει ευκαιρίες σε παρελθοντικές μεγάλες δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένων και των Ηνωμένων Πολιτειών στο Β'Παγκόσμιο Πόλεμο, για να εδραιώσουν τις δικές τους διεθνείς τάξεις. Η ατομική εποχή έχει στερήσει την Κίνα και την Ρωσία από αυτή την ευκαιρία. Δεύτερον, τα πυρηνικά όπλα καθιστούν την Κίνα και την Ρωσία πιο ασφαλείς, παρέχοντάς τους σιγουριά ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δε θα εισβάλλουν ποτέ. Αυτό είναι θετικό, γιατί μειώνει την πιθανότητα ότι θα καταφύγουν σε απεγνωσμένες κινήσεις, γεννημένες από ανασφάλεια, οι οποίες μπορούν να προκαλέσουν πόλεμο και να υπονομεύουν την φιλελεύθερη τάξη.
Η γεωγραφίαενισχύει κι άλλα πλεονεκτήματα των Ηνωμένων Πολιτειών. Ως η μόνη μεγάλη δύναμη μη περικυκλωμένη από άλλες μεγάλες δυνάμεις, η χώρα έχει εμφανιστεί λιγότερο απειλητική προς άλλα κράτη και ήταν ικανή να ενισχυθεί εντυπωσιακά κατά την διάρκεια του τελευταίου αιώνα χωρίς να πυροδοτήσει πόλεμο. Μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν η παγκόσμια υπερδύναμη, άλλες καθολικές δυνάμεις, ωκεανούς μακριά, δεν δοκίμασαν καν να ισορροπήσουν εναντίον τους. Πράγματι, η γεωγραφική θέση των Ηνωμένων Πολιτειών έχει οδηγήσει άλλες χώρες να ανησυχούν περισσότερο για την εγκατάλειψη από αυτές παρά για την κυριαρχία τους. Σύμμαχοι στην Ευρώπη, την Ασία και την Μέση Ανατολή έχουν αναζητήσει να τραβήξουν τις Ηνωμένες Πολιτείες στο να παίξουν έναν μεγαλύτερο ρόλο στις περιοχές τους. Το αποτέλεσμα είναι αυτό που ο ιστορικός Geir Lundestad ονόμασε «αυτοκρατορία μέσω πρόσκλησης».
Το γεωγραφικό πλεονέκτημα των Ηνωμένων Πολιτειών φαίνεται πλήρως στην Ασία. Οι περισσότερες χώρες βλέπουν την Κίνα ως τον μεγαλύτερο πιθανό κίνδυνο - λόγω της εγγύτητάς της, αν μη τι άλλο - αντί τις Ηνωμένες Πολιτείες. Εκτός από τις Ηνωμένες Πολιτείες, κάθε μεγάλη δύναμη στον κόσμο ζει σε ένα πολυπληθή γεωπολιτική γειτονιά όπου οι μετατοπίσεις ισχύος προκαλούν συνήθως αντισταθμίσεις – συμπεριλαμβανομένων των μεταξύ τους αντισταθμίσεων. Η Κίνα ανακαλύπτει αυτήν την δυναμική σήμερα, καθώς τα γειτονικά κράτη αντιδρούν στην ανάδυσή της με το να εκσυγχρονίζουν τους στρατούς τους και να ενισχύουν τις συμμαχίες τους. Η Ρωσία το γνωρίζει εδώ και δεκαετίες, και το έχει αντιμετωπίσει πρόσφατα στην Ουκρανία, η οποία τα τελευταία χρόνια έχει αυξήσει τις στρατιωτικές της δαπάνες και ζήτησε στενότερους δεσμούς με την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η γεωγραφική απομόνωσηέχει προσφέρει ακόμη στις Ηνωμένες Πολιτείες λόγο για να υπερασπίσουν καθολικές αξίες που τους επιτρέπουν την πρόσβαση σε πολλές περιοχές τού κόσμου.
---------------------------------------------------------------
Δεν είναι ότι η γεωγραφία και η γεωπολιτική εκτοπίζουν όλα τα άλλα, συμπεριλαμβανομένων και των δυτικών αξιών και της ανθρώπινης επίδρασης. Κάθε άλλο. Πάντως η γεωγραφία συγκεκριμένα αποτελεί το σημείο εκκίνησης για να κατανοήσουμε όλα τα άλλα. Μόνο εάν σεβαστούν τη γεωγραφία θα μπορέσουν οι δυτικές δυνάμεις και η ανθρώπινη επινοητικότητα να την υπερνικήσουν. Δεν είναι ή το ένα ή το άλλο, αλλά η αλληλουχία της κατανόησης που είναι κρίσιμη.
Ο στρατιωτικός ιστορικός John Keegan εξηγούσε ότι
η Μεγάλη Βρετανία και οι ΗΠΑ μπορούσαν να προασπίζονται την ελευθερία
μόνο διότι η θάλασσα τις προστάτευε «από τους επίγειους εχθρούς της ελευθερίας».
Ο Alexander Hamilton παρατηρούσε ότι η εάν η Βρετανία δεν ήταν νησί, τότε τα στρατιωτικά κατεστημένα του θα ήταν το ίδιο δεσποτικά με αυτά της ηπειρωτικής Ευρώπης και η Βρετανία «κατά πάσα βεβαιότητα θα είχε γίνει θύμα της απόλυτης εξουσίας ενός μόνο ανθρώπου».
Ομοίως, το Τείχος του Βερολίνου μπορεί να έπεσε το 1989, όμως η Ρωσία εξακολουθεί να είναι μεγάλη και να βρίσκεται ακριβώς δίπλα στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη. Και η Ρωσία παραμένει ανελεύθερη και απολυταρχική διότι, σε αντίθεση με τη Βρετανία και την Αμερική, δεν είναι νησιωτικό κράτος, αλλά μια τεράστια ήπειρος με ελάχιστα γεωγραφικά χαρακτηριστικά που θα μπορούσαν να την προστατεύσουν από τις εισβολές. Η επιθετικότητα του Πούτιν πηγάζει εν τέλει από αυτήν την θεμελιώδη γεωγραφική ανασφάλεια. Αν και αυτό δεν τον καταδικάζει να είναι αντιδραστικός. Ένας ηγέτης που βλέπει μακριά, θα έβλεπε πως μόνο η κοινωνία μπορεί τελικά να σώσει τη Ρωσία. Όμως η γεωγραφική θέση της Ρωσίας βάζει τον Πούτιν σε ένα κατανοήσιμο πλαίσιο.
Η Ρωσία συνορεύει με 15 κράτη, οι Η.Π.Α με 2, η Κίνα με 14
---------------------------------------------------------------
Η χώρα έχει από καιρό προωθήσει την πολιτική των ανοιχτών θυρών και τις αρχές τής αυτοδιάθεσης και έχει αντιταχθεί στην αποικιοκρατία – λιγότερο από αίσθημα ιδεαλισμού και κυρίως για τον πρακτικό λόγο να διατηρηθούν η Ευρώπη, η Ασία και η Μέση Ανατολή, ανοιχτές για το εμπόριο και την διπλωματία. Στα τέλη τού 1930, το κύριο ερώτημα που αντιμετώπιζαν οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν το πόσο μεγάλος θα έπρεπε να είναι ένας γεωπολιτικός χώρος ή «μέγας χώρος» μιας μεγάλης δύναμης σε έναν κόσμο αυτοκρατοριών, περιφερειακών μπλοκ και σφαιρών επιρροής. Ο Β'Παγκόσμιος Πόλεμος έκανε την απάντηση ξεκάθαρη: η ευημερία κι η ασφάλεια της χώρας εξαρτώντον από την πρόσβαση σε κάθε περιοχή. Και στις δεκαετίες που ακολούθησαν, με κάποιες σημαντικές κι επιζήμιες εξαιρέσεις όπως το Βιετνάμ, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν ενστερνιστεί τις μετα-αυτοκρατορικές αξίες.
Ήταν κατά την διάρκεια αυτών των μεταπολεμικών χρόνων που συνέκλιναν η γεωπολιτική κι η οικοδόμηση της τάξης. Η απάντηση ήταν ένα διεθνές φιλελεύθερο πλαίσιο το οποίο πολιτικοί όπως οι Dean Acheson, ο George Kennan και ο George Marshall, προσέφεραν απέναντι στην πρόκληση του σοβιετικού επεκτατισμού. Το σύστημα που έχτισαν εμπλούτισε κι ενδυνάμωσε τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους συμμάχους τους, εις βάρος των ανελεύθερων αντιπάλων τους. Σταθεροποίησε επίσης την παγκόσμια οικονομία κι εγκαθίδρυσε μηχανισμούς αντιμετώπισης των καθολικών προβλημάτων. Το τέλος τού Ψυχρού Πολέμου δεν άλλαξε την λογική πίσω από αυτό το σχέδιο.
Ευτυχώς, οι φιλελεύθερες αξίες που έχει προωθήσει η Ουάσινγκτον, απολαμβάνουν σχεδόν καθολική αποδοχή, γιατί τείνουν να είναι συμβατές με τις εκσυγχρονιστικές δυνάμεις τής οικονομικής μεγέθυνσης και της κοινωνικής ανάπτυξης. Όπως το έχει θέσει ο ιστορικός Charles Maier, οι Ηνωμένες Πολιτείες σέρφαραν στο κύμα τού εκσυγχρονισμού τού 20ού αιώνα. Αλλά κάποιοι υποστήριξαν ότι αυτή η αντιστοιχία μεταξύ του αμερικανικού σχεδίου και των δυνάμεων του νεωτερισμού έχει αποδυναμωθεί τα τελευταία χρόνια. Η οικονομική κρίση τού 2008, συνεχίζει αυτό το σκεπτικό, ήταν το σημείο καμπής στο οποίο οι Ηνωμένες Πολιτείες έχασαν τον πρωτοπόρο ρόλο τους στην διευκόλυνση της οικονομικής προόδου.
Ακόμα κι αν αυτό ήταν αληθές, δύσκολα προκύπτει ότι η Κίνα και η Ρωσία έχουν αντικαταστήσει τις Ηνωμένες Πολιτείες ως εκπρόσωποι της παγκόσμιας οικονομίας. Ακόμη κι ο Mead δεν διατείνεται ότι η Κίνα, το Ιράν ή η Ρωσία προσφέρουν ένα νέο μοντέλο νεωτερισμού στον κόσμο. Αν αυτές οι ανελεύθερες δυνάμεις απειλήσουν πραγματικά την Ουάσινγκτον και τον υπόλοιπο φιλελεύθερο καπιταλιστικό κόσμο, τότε θα πρέπει να βρούν και να εκμεταλλευτούν το επόμενο μεγάλο κύμα τού εκσυγχρονισμού. Είναι μάλλον απίθανο να το κάνουν αυτό.
Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Το όραμα του Mead για ένα συναγωνισμό για την Ευρασία μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας, του Ιράν και της Ρωσίας παραλείπει την βαθύτερη μετάβαση ισχύος που βρίσκεται υπό εξέλιξη: την αυξανόμενη υπεροχή της φιλελεύθερης καπιταλιστικής δημοκρατίας. Σίγουρα, πολλές φιλελεύθερες δημοκρατίες παλεύουν επί του παρόντος με την αργή οικονομική ανάπτυξη, την κοινωνική ανισότητα και την πολιτική αστάθεια. Η διάδοση, όμως, της φιλελεύθερης δημοκρατίας ανά τον κόσμο, που ξεκίνησε στα τέλη τής δεκαετίας τού 1970 κι επιταχύνθηκε μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, έχει ενισχύσει θεαματικά την θέση των Ηνωμένων Πολιτειών, ενώ περιόρισε τον γεωπολιτικό κύκλο γύρω από την Κίνα και την Ρωσία.
Είναι εύκολο να ξεχάσει κανείς πόσο σπάνια ήταν κάποτε η φιλελεύθερη δημοκρατία. Μέχρι τον 20ό αιώνα, ήταν περιορισμένη στην Δύση και σε τμήματα της Λατινικής Αμερικής. Μετά τον Β'Παγκόσμιο Πόλεμο, όμως, άρχισε να διαδίδεται πέρα από αυτές τις περιοχές, καθώς νέα ανεξαρτητοποιημένα κράτη εγκαθίδρυσαν την αυτοκυριαρχία τους. Κατά την διάρκεια των δεκαετιών 1950, 1960 και την αρχή τής δεκαετίας τού 1970 στρατιωτικά πραξικοπήματα και νέοι δικτάτορες έβαλαν φρένο στις δημοκρατικές μεταβάσεις. Όμως, στα τέλη τής δεκαετίας τού 1970, αυτό που ο πολιτικός επιστήμονας
Samuel Huntingtonονόμασε «το τρίτο Κύμα» τού εκδημοκρατισμού απλώθηκε στη νότια Ευρώπη, την Λατινική Αμερική, και την ανατολική Ασία. Τότε τελείωσε ο Ψυχρός Πόλεμος, και μια ομάδα από πρώην κομμουνιστικά κράτη στην ανατολική Ευρώπη εισήχθησαν στο δημοκρατικό πλαίσιο. Στα τέλη τού 1990, το 60% όλων των κρατών είχαν γίνει δημοκρατίες [
Εισαγωγή στα -στοιχειώδη- περί της ευρασιατικής στρατηγικής της Γερμανίας και γιατί η σύγκλιση θρέφει την σύγκρουση. Η εξομοίωση θα απομακρύνει την Κίνα από τις Η.Π.Α].
---------------------------------------------------------------
Ο
Mearsheimerπιστεύει ότι, σε αντίθεση με αυτά πού πρεσβεύουν οι ουιλσονιανοί ιδεαλιστές, ούτε το διεθνές θεσμικό πλαίσιο, ούτε η παγκοσμιοποίηση, ούτε η θεωρία της δημοκρατικής ειρήνης αποτελούν επαρκή αναλυτικά εργαλεία για την κατανόηση και εξήγηση των διεθνών γεγονότων. Ο Mearsheimer απορρίπτει την ανάλύση των διεθνών σχέσεων στη βάση της δημοκρατικής ιδεολογίας και της δημοκρατικής ειρήνης, σύμφωνα με την οποία τα δημοκρατικά κράτη χαρακτηρίζονται από ευγενή κίνητρα και έχούν την προδιάθεση να συμπεριφερθούν ειρηνικά απέναντι σε άλλα κράτη, καθώς και ότι τα δημοκρατικά κράτη δεν πολεμούν μεταξύ τούς. Σύμφωνα μέ τη λογική αυτή εάν οι ΗΠΑ πετύχαιναν να οικοδομήσούν έναν κόσμο αποτελούμενο αποκλειστικά από δημοκρατικά κράτη και όχι από μη δημοκρατικά κράτη-παρίες, θα φτάναμε σε αυτό πού ο Fukuyama ονόμασε «τέλος της ιστορίας». Η επικράτηση των ΗΠΑ και του ιδεολογικού τούς προτάγματος στον Ψυχρό Πόλεμο έφερε στη Δύση, και κυρίως στις ΗΠΑ, την ψευδαίσθηση της πλήρούς και οριστικής επικράτησης του δυτικού προτάγματος, του «τέλούς της ιστορίας» όπως χαρακτηριστικά υποστήριξε ο Fukuyama. Η φιλελεύθερη δημοκρατία και ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής θα αποτελούσαν πλέον μονόδρομο και, μέσω της παγκοσμιοποίησης, θα διαδίδονταν και στις αναπτυσσόμενες χώρες.
Κωνσταντίνος Αρβανιτόπουλος
---------------------------------------------------------------
Αν κι έχει προκύψει κάποια οπισθοδρόμηση, η πιο σημαντική τάση ήταν η εμφάνιση μιας ομάδας δημοκρατικών μεσαίων δυνάμεων, συμπεριλαμβανομένης της Αυστραλίας, της Βραζιλίας, της
Ινδίας, της Ινδονησίας, του Μεξικό, της Βόρειας Κορέας και της Τουρκίας. Αυτές οι αναδυόμενες δημοκρατίες δρουν σαν μέτοχοι στο διεθνές σύστημα: πιέζουν για πολυμερή συνεργασία, αναζητώντας περισσότερα δικαιώματα και ευθύνες, κι ασκώντας επιρροή με ειρηνικά μέσα.
Οι χώρες αυτές προσφέρουν στην φιλελεύθερη παγκόσμια τάξη νέο γεωπολιτικό βάρος. Όπως έχει παρατηρήσει ο πολιτικός επιστήμονας Larry Diamond, αν η Αργεντινή, η Βραζιλία, η Ινδία, η Ινδονησία, η Νότια Αφρική και η Τουρκία επανακτήσουν τον οικονομικό τους βηματισμό και ενισχύσουν την δημοκρατική εξουσία τους, η ομάδα G-20, η οποία περιλαμβάνει επίσης τις Ηνωμένες Πολιτείες και Ευρωπαϊκές χώρες, «θα έχει γίνει μια ισχυρή “ομάδα δημοκρατιών”, αφήνοντας εκτός μόνο την Ρωσία, την Κίνα, και την Σαουδική Αραβία». Η άνοδος μιας παγκόσμιας μεσαίας τάξης δημοκρατικών κρατών έχει μετατρέψει την Κίνα και την Ρωσία σε ακραίες περιπτώσεις - όχι, όπως φοβάται ο Mead, νομιμοποιημένους ανταγωνιστές για την παγκόσμια ηγεσία.
Στην πραγματικότητα, η δημοκρατική έξαρση υπήρξε βαθιά προβληματική και για τις δύο χώρες. Στην Ανατολική Ευρώπη, πρώην σοβιετικά κράτη και δορυφόροι έχουν γίνει δημοκρατικά κι ενώθηκαν με την Δύση. Όσο ανησυχητικές κι αν ήταν οι κινήσεις τού Ρώσου προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν στην Κριμαία, αντανακλούν την γεωπολιτική ευπάθεια της Ρωσίας κι όχι την δύναμή της. Κατά την διάρκεια των δύο τελευταίων δεκαετιών, η Δύση έχει μετακινηθεί πιο κοντά στα σύνορα της Ρωσίας. Το 1999, η Τσεχική Δημοκρατία, η Ουγγαρία και η Πολωνία εντάχθηκαν στο ΝΑΤΟ. Σε αυτές προστέθηκαν το 2004 επτά πρώην μέλη τού Σοβιετικού μπλοκ, και το 2009, η Αλβανία και η Κροατία. Εν τω μεταξύ, έξι πρώην Σοβιετικές δημοκρατίες κατευθύνθηκαν προς την ιδιότητα του μέλους συμμετέχοντας στο πρόγραμμα του ΝΑΤΟ «Συνεργασία για την Ειρήνη». Ο Mead δίνει μεγάλη έμφαση στα επιτεύγματα του Πούτιν στην Γεωργία, την Αρμενία και την Κριμαία. Ωστόσο, ακόμα κι αν ο Πούτιν κερδίζει κάποιες μικρές μάχες, χάνει τον πόλεμο. Η Ρωσία δεν είναι σε άνοδο• αντιθέτως, βιώνει μια από τις μεγαλύτερες γεωπολιτικές συστολές από κάθε άλλη μεγάλη δύναμη στην σύγχρονη εποχή.
Η δημοκρατία περικυκλώνει επίσης την Κίνα. Στα μέσα τής δεκαετίας τού 1980, η Ινδία και η Ιαπωνία ήταν οι μόνες ασιατικές δημοκρατίες, αλλά από τότε, η Ινδονησία, η Μογγολία, οι Φιλιππίνες, η Νότια Κορέα, η Ταϊβάν και η Ταϊλάνδη έχουν προσχωρήσει σε αυτή την ομάδα. Η Μιανμάρ (ονομάζεται αλλιώς και Βιρμανία) έχει κάνει προσεκτικά βήματα προς η πολυκομματική εξουσία - βήματα που έχουν γίνει, όπως η Κίνα δεν παρέλειψε να παρατηρήσει, σε συνδυασμό με την καλυτέρευση των σχέσεων με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η Κίνα ζει τώρα σε μια αναμφισβήτητα δημοκρατική γειτονιά.
Αυτές οι πολιτικές αλλαγές έχουν θέσει την Κίνα και την Ρωσία σε άμυνα. Σκεφθείτε τις πρόσφατες εξελίξεις στην Ουκρανία. Τα οικονομικά και πολιτικά ρεύματα στο μεγαλύτερο μέρος τής χώρας ρέουν αναπόδραστα προς την Δύση, μια τάση που τρομοκρατεί τον Πούτιν. Η μοναδική του διέξοδος ήταν να επιβάλλει την θέλησή του στην Ουκρανία να αντισταθεί στην ΕΕ και να παραμείνει στην σφαίρα επιρροής τής Ρωσίας. Αν και μπορεί να είναι σε θέση να κρατήσει την Κριμαία υπό ρωσικό έλεγχο, ο έλεγχος στην υπόλοιπη χώρα τού διαφεύγει. Όπως έχει σημειώσει ο διπλωμάτης της Ε.Ε. Ρόμπερτ Κούπερ, ο Πούτιν μπορεί να προσπαθήσει να καθυστερήσει την στιγμή που η Ουκρανία «θα προσεταιριστεί την ΕΕ, αλλά δεν μπορεί να την σταματήσει». Πράγματι, ο Πούτιν μπορεί να μην είναι καν σε θέση να το επιτύχει αυτό, αφού οι προκλητικές του κινήσεις μπορεί να χρησιμεύουν μόνο για την επιτάχυνση της κίνησης της Ουκρανίας προς την Ευρώπη.
Η Κίνα αντιμετωπίζει μια παρόμοια κατάσταση στην Ταϊβάν. Οι Κινέζοι ηγέτες πιστεύουν ειλικρινά ότι η Ταϊβάν αποτελεί τμήμα τής Κίνας, αλλά οι Ταϊβανέζοι δεν το πιστεύουν. Η δημοκρατική μετάβαση στο νησί έχει κάνει τις αξιώσεις των κατοίκων του σχετικά με την ανεξαρτησία τους πιο έντονα αισθητές και νομιμοποιημένες. Μια έρευνα το 2011 διαπίστωσε ότι εάν οι Ταϊβανέζοι μπορούσαν να είναι σίγουροι ότι η Κίνα δεν θα επιτεθεί στην Ταϊβάν, το 80% από αυτούς θα υποστήριζαν την κήρυξη της ανεξαρτησίας της. Όπως η Ρωσία, έτσι κι η Κίνα θέλει τον γεωπολιτικό έλεγχο της γειτονιάς της. Όμως, η διάδοση της δημοκρατίας σε όλες τις γωνιές της Ασίας έχει καταστήσει την παλιομοδίτικη κυριαρχία ως τον μόνο τρόπο για να επιτευχθεί αυτό, κι η επιλογή αυτή είναι δαπανηρή και αυτοκαταστροφική.
Ενώ η άνοδος των δημοκρατικών κρατών καθιστά την κατάσταση δυσκολότερη για την Κίνα και την Ρωσία, κάνει τον κόσμο ασφαλέστερο για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτές οι δύο δυνάμεις μπορεί να λογίζονται ως αμερικανικοί ανταγωνιστές, αλλά ο ανταγωνισμός λαμβάνει χώρα σε ένα πολύ άνισο πεδίο ανταγωνισμού: οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν τους περισσότερους φίλους, και επίσης τους πιο ικανούς [
Είπαν ή έγραψαν... για το «ευρασιατικό προγεφύρωμα»]. Η Ουάσινγκτον και οι σύμμαχοί της αντιπροσωπεύουν το 75% των παγκόσμιων στρατιωτικών δαπανών. Ο εκδημοκρατισμός έχει θέσει την Κίνα και την Ρωσία σε ένα γεωπολιτικό κουτί.
Το Ιράν δεν είναι περιτριγυρισμένο από δημοκρατίες, αλλά απειλείται από ένα ανήσυχο εγχώριο κίνημα υπέρ τής δημοκρατίας. Πιο σημαντικό δε είναι ότι το Ιράν είναι το πιο αδύναμο μέλος τού άξονα τού Mead, με πολύ μικρότερη οικονομία και στρατό σε σύγκριση με τις Ηνωμένες Πολιτείες και τις άλλες μεγάλες δυνάμεις. Επίσης, είναι ο στόχος τού ισχυρότερου διεθνούς καθεστώτος κυρώσεων που οικοδομήθηκε ποτέ, με την βοήθεια και της Κίνας και της Ρωσίας. Η διπλωματία τής κυβέρνησης Ομπάμα στο Ιράν μπορεί να πετύχει ή και να μην πετύχει, αλλά δεν είναι σαφές τί θα έκανε ο Mead διαφορετικά για να αποτρέψει το Ιράν από το να αποκτήσει πυρηνικά όπλα. Η προσέγγιση του προέδρου των ΗΠΑ, Μπαράκ Ομπάμα, έχει την αρετή της προσφοράς στην Τεχεράνη μιας διαδρομής που αν την ακολουθήσει μπορεί να μετατραπεί από μια εχθρική περιφερειακή δύναμη σε ένα πιο εποικοδομητικό, μη-πυρηνικό μέλος τής διεθνούς κοινότητας – ένας δυνητικό παιχνίδι γεωπολιτικής αλλαγής που ο Mead αποτυγχάνει να εκτιμήσει.
---------------------------------------------------------------
Η Πολωνία, η Σαουδική Αραβία και η Ιαπωνία βέβαια, δεν είναι αρνητικές προς τις
Ρωσία, Ιράν και Κίνααντίστοιχα, επειδή είναι -ή δεν είναι- «δημοκρατίες».
---------------------------------------------------------------
ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗ ΤΟΥ ΡΕΒΙΖΙΟΝΙΣΜΟΥ
Ο Mead όχι μόνο υποτιμά την δύναμη των Ηνωμένων Πολιτειών και την τάξη που οικοδόμησαν• υπερεκτιμά επίσης τον βαθμό στον οποίο αμφότερες η Κίνα και η Ρωσία προσπαθούν να αντισταθούν. (Εκτός από τις πυρηνικές του φιλοδοξίες, το Ιράν μοιάζει με ένα κράτος εμπλεκόμενο περισσότερο σε μάταιη διαμαρτυρία παρά σε πραγματική αντίσταση, γι’ αυτό και δεν θα έπρεπε να θεωρείται ως τίποτα κοντινό σε ρεβιζιονιστική δύναμη). Χωρίς αμφιβολία, η Κίνα και η Ρωσία επιθυμούν μεγαλύτερη περιφερειακή επιρροή. Η Κίνα προβάλλει επιθετικές αξιώσεις για θαλάσσια δικαιώματα και σε κοντινά διαμφισβητούμενα νησιά, ενώ έχει ξεκινήσει μια συσσώρευση όπλων. Ο Πούτιν έχει οράματα ανάκτησης της δεσπόζουσας θέσης τής Ρωσίας στο «εγγύς εξωτερικό». Και οι δύο μεγάλες δυνάμεις τρομάζουν μπροστά στην ηγεσία των Η.Π.Α. κι αντιστέκονται όταν μπορούν.
Αλλά η Κίνα κι η Ρωσία δεν είναι αληθινοί ρεβιζιονιστές. Όπως δήλωσε ο πρώην υπουργός Εξωτερικών τού Ισραήλ, Shlomo Ben-Ami, η εξωτερική πολιτική τού Πούτιν είναι «περισσότερο μια αντανάκλαση της δυσαρέσκειας της γεωπολιτικής περιθωριοποίησης της Ρωσίας παρά μια κραυγή μάχης από μια ανερχόμενη αυτοκρατορία». Η Κίνα, βέβαια, είναι μια πραγματικά ανερχόμενη δύναμη, κι αυτό δημιουργεί επικίνδυνο ανταγωνισμό με τους συμμάχους των Η.Π.Α. στην Ασία. Η Κίνα, όμως, δεν προσπαθεί επί του παρόντος να διαλύσει αυτές τις συμμαχίες ή να ανατρέψει το ευρύτερο σύστημα περιφερειακής διακυβέρνησης ασφαλείας που ενσωματώνεται στην Ένωση Χωρών της Νοτιο-ανατολικής Ασίας (Association of Southeast Asian Nations) και την Σύνοδο Κορυφής τής Ανατολικής Ασίας (East Asia Summit). Ακόμη κι αν η Κίνα υποκρύπτει φιλοδοξίες ώστε τελικά να πράξει τοιουτοτρόπως, οι συνεργασίες ασφαλείας των Η.Π.Α. στην περιοχή, αν μη τι άλλο, δυναμώνουν αντί να αποδυναμώνονται. Στην καλύτερη περίπτωση, η Κίνα κι η Ρωσία είναι υπονομευτές. Δεν έχουν τα συμφέροντα - πόσο μάλλον τις ιδέες, τις ικανότητες ή τις συμμαχίες – που θα τις οδηγήσουν να ξαναστήσουν τους υπάρχοντες παγκόσμιους κανόνες και θεσμούς.
Στην πραγματικότητα, αν και αγανακτούν επειδή οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται στην κορυφή τού σημερινού γεωπολιτικού συστήματος, ασπάζονται την λογική τού εν λόγω πλαισίου, και έχουν καλό λόγο. Η «ανοικτότητα» τούς δίνει πρόσβαση στο εμπόριο, τις επενδύσεις και την τεχνολογία άλλων κοινωνιών. Οι κανόνες τούς προσφέρουν εργαλεία για την προστασία της κυριαρχίας και των συμφερόντων τους. Παρά τις διαφωνίες σχετικά με τη νέα ιδέα τής «ευθύνης για την προστασία» (η οποία έχει εφαρμοστεί μόνο επιλεκτικά), η τρέχουσα παγκόσμια τάξη κατοχυρώνει τα παλιά πρότυπα της κρατικής κυριαρχίας και της μη επέμβασης. Αυτές οι Βεστφαλιανές αρχές παραμένουν το θεμέλιο της παγκόσμιας πολιτικής - και η Κίνα κι η Ρωσία έχουν συνδέσει τα εθνικά τους συμφέροντα με αυτές (παρά τον ενοχλητικό αλυτρωτισμό τού Πούτιν).
Δεν θα έπρεπε να αποτελεί έκπληξη, λοιπόν, ότι η Κίνα και η Ρωσία έχουν ενσωματωθεί βαθύτατα στην υπάρχουσα διεθνή τάξη. Κι οι δύο είναι μόνιμα μέλη τού Συμβουλίου Ασφαλείας τού ΟΗΕ, με δικαίωμα βέτο, καθώς επίσης και οι δύο συμμετέχουν ενεργά στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, την Παγκόσμια Τράπεζα, και το G-20. Είναι γεωπολιτικά δικτυωμένες δυνάμεις, που κάθονται σε όλα τα ανώτερα τραπέζια τής παγκόσμιας διακυβέρνησης.
Η Κίνα, παρά την ταχεία άνοδό της, δεν έχει καμία φιλόδοξη παγκόσμια ατζέντα• παραμένει προσκολλημένη στο εσωτερικό της, στην διατήρηση της εξουσίας τού κόμματος. Ορισμένοι Κινέζοι διανοούμενοι και πολιτικές προσωπικότητες, όπως ο Yan Xuetong κι ο Zhu Chenghu, έχουν μια λίστα ρεβιζιονιστικών στόχων. Βλέπουν το Δυτικό σύστημα ως απειλή και περιμένουν την ημέρα που η Κίνα θα μπορεί να αναδιοργανώσει την διεθνή τάξη [i.
When China Rules the World: the End of the Western World and the Birth of a New Global Order ii.
Westphalia with Chinese Characteristics - The China Model: a Civilizational-State Perspective - Zhang Weiwei: The China Wave (video).]. Αυτές όμως οι φωνές δεν φτάνουν πολύ βαθιά στην πολιτική ελίτ. Πράγματι, οι Κινέζοι ηγέτες έχουν απομακρυνθεί από τις προηγούμενες εκκλήσεις τους για σαρωτικές αλλαγές. Το 2007, κατά την συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής, το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα αντικατέστησε προηγούμενες προτάσεις για μια «νέα διεθνή οικονομική τάξη» με εκκλήσεις για πιο μετριοπαθείς μεταρρυθμίσεις επικεντρωμένες στην δικαιοσύνη και την ίση μεταχείριση. Ο Κινέζος μελετητής Wang Jisi υποστήριξε ότι αυτή η κίνηση είναι «διακριτική αλλά σημαντική», μετατοπίζοντας τον προσανατολισμό της Κίνας προς την κατεύθυνση ενός παγκόσμιου αναμορφωτή. Η Κίνα θέλει πλέον αναβαθμισμένο ρόλο στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την Παγκόσμια Τράπεζα, ισχυρότερη φωνή σε φόρουμ όπως το G-20, και ευρύτερη παγκόσμια χρήση τού νομίσματός της. Αυτή δεν είναι μια ατζέντα μιας χώρας που προσπαθεί να αναθεωρήσει την οικονομική τάξη.
Η
Κίνακι η
Ρωσίαείναι επίσης μέλη με υπόληψη στην πυρηνική λέσχη. Το επίκεντρο της ψυχροπολεμικής διευθέτησης μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Σοβιετικής Ένωσης (και στην συνέχεια της Ρωσίας) ήταν μια κοινή προσπάθεια για τον περιορισμό των πυρηνικών όπλων. Αν και οι αμερικανο-ρωσικές σχέσεις έχουν επιδεινωθεί από τότε, η πυρηνική συνιστώσα της διευθέτησής τους έχει διατηρηθεί. Το 2010, η Μόσχα κι η Ουάσινγκτον υπέγραψαν την νέα συνθήκη START, η οποία απαιτεί την αμοιβαία μείωση των πυρηνικών όπλων μεγάλου βεληνεκούς.
Πριν από την δεκαετία τού 1990, η Κίνα ήταν ένας πυρηνικός «αουτσάιντερ». Παρά το γεγονός ότι είχε ένα μέτριο οπλοστάσιο, έβλεπε τον εαυτό της ως την φωνή του μη-πυρηνικού αναπτυσσόμενου κόσμου κι επέκρινε συμφωνίες ελέγχου εξοπλισμών και πυρηνικών δοκιμών. Αλλά με μια αξιοσημείωτη στροφή, η Κίνα από τότε υποστηρίζει το σύνολο των πυρηνικών συμφωνιών, συμπεριλαμβανομένης τής Συνθήκης Μη Διασποράς των Πυρηνικών και της Συνθήκης για την Πλήρη Απαγόρευση των Πυρηνικών Δοκιμών. Η Κίνα έχει επιβεβαιώσει το δόγμα τής «μη πρώτης χρήσης», διατήρησε μικρό οπλοστάσιο, κι έθεσε ολόκληρη την πυρηνική της ένοπλη δύναμη εκτός επιφυλακής. Η Κίνα έχει επίσης διαδραματίσει ενεργό ρόλο στην σύνοδο κορυφής για την πυρηνική ασφάλεια, μια πρωτοβουλία που προτάθηκε από τον Ομπάμα το 2009, κι έχει ενταχθεί στην «διαδικασία P5», μια συνεργατική προσπάθεια για την διασφάλιση των πυρηνικών όπλων.
Σε ένα ευρύ φάσμα θεμάτων, η Κίνα κι η Ρωσία ενεργούν περισσότερο σαν εδραιωμένες μεγάλες δυνάμεις παρά σαν ρεβιζιονιστικές. Συχνά επιλέγουν να αποφεύγουν την πολυμέρεια, αλλά το ίδιο, επίσης, περιστασιακά πράττουν κι οι Ηνωμένες Πολιτείες κι άλλες ισχυρές δημοκρατίες. (Το Πεκίνο έχει κυρώσει την Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας• η Ουάσιγκτον όχι). Και η Κίνα κι η Ρωσία χρησιμοποιούν παγκόσμιους κανόνες και θεσμούς για να προωθήσουν τα δικά τους συμφέροντα. Οι αγωνίες τους με τις Ηνωμένες Πολιτείες περιστρέφονται γύρω από την απόκτηση φωνής μέσα στην υπάρχουσα τάξη και τον χειρισμό της ώστε να ταιριάζει στις ανάγκες τους. Επιθυμούν να ενισχύσουν τις θέσεις τους στο πλαίσιο του συστήματος, αλλά δεν προσπαθούν να το αντικαταστήσουν.
ΗΡΘΕ ΓΙΑ ΝΑ ΜΕΙΝΕΙ
Τελικά, ακόμη κι αν η Κίνα κι η Ρωσία προσπαθήσουν να αμφισβητήσουν τους βασικούς όρους τής υπάρχουσας παγκόσμιας τάξης, η περιπέτεια θα είναι τρομακτική κι αυτοκαταστροφική. Αυτές οι δυνάμεις δεν είναι μόνο εναντίον των Ηνωμένων Πολιτειών• θα πρέπει επίσης να αντιπαλέψουν την πιο παγκόσμια οργανωμένη και πιο βαθιά κατοχυρωμένη τάξη που έχει ποτέ δει ο κόσμος, μια τάξη που κυριαρχείται από φιλελεύθερα, καπιταλιστικά και δημοκρατικά κράτη. Η τάξη αυτή υποστηρίζεται από το δίκτυο των συμμαχιών υπό την ηγεσία των ΗΠΑ, των θεσμών, των γεωπολιτικών ευκαιριών, των πελατειακών κρατών και των δημοκρατικών συνεργασιών. Έχει αποδειχθεί ότι αυτή η τάξη είναι δυναμική κι επεκτατική, ενσωματώνοντας εύκολα αναδυόμενα κράτη, αρχής γενομένης με την
Ιαπωνίακαι την
Γερμανίαμετά τον Β'Παγκόσμιο Πόλεμο. Έχει δείξει δυνατότητα για κοινή ηγεσία, όπως για παράδειγμα αυτών των φόρουμ όπως το G-8 και το G-20. Επέτρεψε σε αναδυόμενες μη-Δυτικές χώρες να εμπορεύονται και να αναπτύσσονται, μοιράζοντας τα μερίσματα του εκσυγχρονισμού. Έχει φιλοξενήσει μια εκπληκτικά μεγάλη ποικιλία πολιτικών κι οικονομικών μοντέλων - σοσιαλδημοκρατικό (Δυτική Ευρώπη), νεοφιλελεύθερο (Ηνωμένο Βασίλειο και Ηνωμένες Πολιτείες) και κρατικο-καπιταλιστικό (Ανατολική Ασία). Η ευημερία σχεδόν κάθε χώρας - κι η σταθερότητα της κυβέρνησής της - εξαρτώνται στην ουσία από αυτή την τάξη.
Στην εποχή της φιλελεύθερης τάξης, οι ρεβιζιονιστικές προσπάθειες αποτελούν μόνο το θέλημα ενός ανόητου. Πράγματι, η Κίνα κι η Ρωσία το γνωρίζουν αυτό. Δεν έχουν μεγαλειώδη οράματα μιας εναλλακτικής τάξης. Γι’ αυτούς, οι διεθνείς σχέσεις έχουν κυρίως να κάνουν με την αναζήτηση για εμπόριο και πόρους, την προστασία τής εθνικής κυριαρχίας τους, και, όπου είναι δυνατόν, την περιφερειακή κυριαρχία. Δεν έχουν δείξει κανένα ενδιαφέρον για την κατασκευή δικής τους τάξης ή ακόμη και για την ανάληψη της πλήρους ευθύνης για την υπάρχουσα τάξη, ενώ δεν έχουν προσφέρει εναλλακτικά οράματα για την παγκόσμια οικονομική και πολιτική πρόοδο. Αυτό είναι ένα κρίσιμο μειονέκτημα, δεδομένου ότι οι διεθνείς τάξεις δημιουργούνται και διαλύονται όχι απλά από την δύναμη του κορυφαίου κράτους• η επιτυχία τους εξαρτάται επίσης από το κατά πόσον εκλαμβάνονται ως νομιμοποιημένες και κατά πόσον η πραγματική τους λειτουργία λύνει τα προβλήματα που ενδιαφέρουν τόσο τα αδύναμα όσο και τα ισχυρά κράτη. Στον αγώνα για την παγκόσμια τάξη, η Κίνα κι η Ρωσία (και σίγουρα το Ιράν), απλά, δεν είναι στο παιχνίδι.
Υπό αυτές τις συνθήκες, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν πρέπει να εγκαταλείψουν τις προσπάθειές τους για την ενίσχυση της φιλελεύθερης τάξης. Ο κόσμος στον οποίο σήμερα κυριαρχεί η Ουάσινγκτον είναι ένας κόσμος που θα πρέπει να καλωσορίζει. Κι η μεγάλη στρατηγική που πρέπει να ακολουθήσει είναι η αυτή που έχει ακολουθήσει εδώ και δεκαετίες: η βαθιά παγκόσμια δέσμευση. Πρόκειται για μια στρατηγική στην οποία οι ίδιες οι Ηνωμένες Πολιτείες συνδέονται με τις περιοχές τού κόσμου μέσω του εμπορίου, των συμμαχιών, των πολυμερών θεσμών, και της διπλωματίας. Πρόκειται για μια στρατηγική στην οποία οι Ηνωμένες Πολιτείες καθιερώνουν την ηγεσία όχι μόνο μέσω της άσκησης της εξουσίας, αλλά και μέσω επίμονων προσπαθειών στην παγκόσμια επίλυση προβλημάτων και την θέσπιση κανόνων. Δημιούργησαν έναν κόσμο που είναι φιλικός προς τα αμερικανικά συμφέροντα, και έχει γίνει φιλικός, επειδή, όπως είπε κάποτε ο πρόεδρος John F. Kennedy, είναι ένας κόσμος «όπου οι αδύναμοι είναι ασφαλείς κι οι ισχυροί είναι δίκαιοι».
G. John Ikenberry
Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.
.~`~.
Έξοδος
Θα μπορούσε αυτή η σπουδαία αποστολή «ΕΙΡΗΝΗ ΣΤΗ ΓΗ» να έχει επιτευχθεί, και αυτό μέσω αυτού του έθνους.
Μπορεί η ΠΡΟΟΔΟΣ να γίνει το σύνθημα του 19ου αιώνα και της αμερικάνικης δημοκρατίας.
Emma Willard, 1849
Πιστεύουμε στον Θεό, στην Αγγλία και στην ανθρωπότητα.
Η αγγλόφωνη φυλή είναι ένα από τα βασικά μέσα που επέλεξε ο Θεός προκειμένου να επέλθουν μελλοντικά βελτιώσεις στην τύχη της ανθρωπότητας.
W.T.Stead
(The Last Will and the Testament of Cecil Rhodes 1902)
Αυτή είναι η θεϊκή αποστολή της Αμερικής.
Σ'εμάς εναπόκειται η ευθύνη για την πρόοδο του κόσμου και την ειρήνη.
Albert J. Beveridge
(The meaning of the times and other speeches, Indianapolis: The Bobbs-Merill Co, 1908)
I
Ο Woodrow Wilson ήταν έντονα πεπεισμένος για την ταύτιση της αμερικανικής πολιτικής με την οικουμενική δικαιοσύνη. Μετά τον βομβαρδισμό της Βέρα Κρουζ το 1914 διαβεβαίωσε τον κόσμο ότι «οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν πάει στο Μεξικό για να υπηρετήσουν την ανθρωπότητα». Κατά τη διάρκεια του Α'Παγκοσμίου Πολέμου συμβούλευσε τους αμερικανούς μαθητές της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων «όχι μόνο να σκέφτονται πάντα πρώτα την Αμερική, αλλά να σκέφτονται επίσης πάντα πρώτα και την ανθρωπότητα» - ένα επίτευγμα που το κατέστησε λίγο πιο εύκολο δίνοντας την εξήγηση ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν «ιδρυθεί για το καλό της ανθρωπότητας». Λίγο πριν εισέλθουν οι Ηνωμένες Πολιτείες στον πόλεμο, σε μια ομιλία του στη Γερουσία σχετικά με τους σκοπούς του πολέμου, αναφέρθηκε σε αυτή την ταύτιση με ακόμη πιο κατηγορηματικό τρόπο:
«Αυτές είναι αμερικανικές αρχές, αμερικανικές πολιτικές... Είναι αρχές της ανθρωπότητας και πρέπει να επικρατήσουν».
Θα παρατηρήσουμε ότι τέτοιου είδους ομιλίες παρατίθενται σχεδόν αποκλειστικά από αγγλοσάξονες πολιτικούς και συγγραφείς. Είναι αλήθεια ότι όταν ένας διακεκριμένος Εθνικοσοσιαλιστής υποστήριξε πως «οτιδήποτε ωφελεί τον γερμανικό λαό είναι σωστό, ενώ οτιδήποτε τον βλάπτει είναι λάθος», διατύπωνε απλώς την
ταύτιση του εθνικού συμφέροντος με το οικουμενικό δίκαιο,
το οποίο είχε ήδη καθιερωθεί για τις αγγλόφωνες χώρες από τον Wilson, τον καθηγητή Toynbee, τον λόρδο Cecil και πολλούς άλλους. Όταν όμως ο ισχυρισμός αυτός μεταφράζεται σε μια ξένη γλώσσα, φαίνεται πιεστικός και η ταύτιση δεν είναι πειστική ακόμη και στους ενδιαφερόμενους λαούς. Δύο είναι οι εξηγήσεις που δίνονται γι'αυτή την περίεργη αντίφαση.
Η πρώτη εξήγηση, που είναι δημοφιλής στις αγγλόφωνες χώρες, είναι ότι οι πολιτικές των αγγλόφωνων εθνών είναι στην πραγματικότητα πιο ενάρετες και ανιδιοτελείς από εκείνες των κρατών της ηπειρωτικής Ευρώπης, κι έτσι ο Wilson, ο καθηγητής Toynbee και ο λόρδος Cecil έχουν σε γενικές γραμμές δίκιο όταν ταυτίζουν τα αμερικανικά και τα βρετανικά συμφέροντα με το συμφέρον της ανθρωπότητας. Η δεύτερη εξήγηση, η οποία είναι δημοφιλής στις χώρες της ηπειρωτικής Ευρώπης, είναι ότι οι αγγλόφωνοι λαοί είναι αριστοτέχνες στο να συγκαλύπτουν τα εγωιστικά εθνικά τους συμφέροντα και να τα παρουσιάζουν ως γενικό καλό και ότι αυτού του είδους η υποκρισία αποτελεί ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του αγγλοσαξονικού πνεύματος.
II
Δεν προκαλεί έκπληξη το ότι η συζήτηση περί εξωτερικής πολιτικής στις Ηνωμένες Πολιτείες ακούγεται σαν να προέρχεται κατευθείαν από κάποια διάλεξη του μαθήματος Φιλελευθερισμός που διδάσκεται στους πρωτοετείς φοιτητές.
Οι Αμερικανοί είναι κατά βάση αισιόδοξοι. Θεωρούν ότι η πρόοδος στην πολιτική, είτε σε εθνικό είτε σε διεθνές επίπεδο, είναι ταυτόχρονα επιθυμητή και εφικτή. Όπως παρατήρησε από παλιά ο Γάλλος συγγραφέας Alexis de Tocqueville, οι Αμερικανοί πιστεύουν ότι «ο άνθρωπος είναι προικοδοτημένος με μια απεριόριστη ικανότητα βελτίωσης»... Ο φιλελευθερισμός παρέχει μια πιο ελπιδοφόρα οπτική γωνία της διεθνούς πολιτικής, και είναι φυσιολογικό να τον βρίσκουν οι Αμερικανοί ελκυστικότερο...
Όπως γράφει ο διακεκριμένος κοινωνιολόγος Seymour Martin Lipset, «οι Αμερικανοί είναι ουτοπιστές ηθικολόγοι που πιέζουν σκληρά για τη θεσμοποίηση της αρετής, την καταστροφή κακών ανθρώπων και την εξάλειψη κακοηθών θεσμών και πρακτικών»...
Οι περισσότεροι Αμερικανοί τείνουν να θεωρούν τον πόλεμο ως ένα απεχθές εγχείρημα το οποίο θα πρέπει τελικά να εξαλειφθεί από προσώπου γης. Ο πόλεμος μπορεί δικαιολογημένα να χρησιμοποιηθεί για υψηλούς σκοπούς όπως η καταπολέμηση της τυραννίας ή η διάδοση της δημοκρατίας, αλλά είναι ηθικά λανθασμένο να διεξάγει κανείς πολέμους απλώς για να αλλάξει την ισορροπία ισχύος. Αυτό κάνει την κλαουζεβιτσιανή έννοια του πολέμου ανάθεμα για τους περισσότερους Αμερικανούς.
Η αμερικάνικη τάση για ηθικολογία συγκρούεται και με το γεγονός ότι οι ρεαλιστές τείνουν να μη διακρίνουν μεταξύ καλών και κακών κρατών... Για παράδειγμα, μια καθαρά ρεαλιστική ερμηνεία του Ψυχρού Πολέμου δεν αφήνει περιθώριο για καμία άξια λόγου διάκριση στα κίνητρα της αμερικάνικης και της σοβιετικής συμπεριφοράς κατά τη διάρκεια εκείνης της σύγκρουσης. Σύμφωνα με τη ρεαλιστική θεωρία, και οι δυο πλευρές είχαν ως κίνητρο τις ανησυχίες τους σχετικά με την ισορροπία ισχύος, και η καθεμιά έκανε ό,τι μπορούσε προκειμένου να μεγιστοποιήσει τη σχετική ισχύ της. Όμως οι περισσότεροι Αμερικανοί θα αρνούνταν με φρίκη να δεχτούν αυτή την ερμηνεία του Ψυχρού Πολέμου, και αυτό γιατί οι Ηνωμένες Πολιτείες εμφορούνταν από καλές προθέσεις ενώ η Σοβιετική Ένωση όχι [τα ίδια βέβαια, αντίστοιχα από την πλευρά τους -θα- ισχυρίζονταν και οι σοβιετικοί].
Φυσικά οι φιλελεύθεροι θεωρητικοί όντως διακρίνουν μεταξύ καλών και κακών κρατών, και συνήθως θεωρούν ως τα πλέον άξια κράτη τις φιλελεύθερες δημοκρατίες που έχουν οικονομίες της αγοράς. Δεν προκαλεί έκπληξη ότι αυτή η οπτική γωνία τείνει να αρέσει στους Αμερικανούς, καθώς εμφανίζει τις Ηνωμένες Πολιτείες ως μια καλοκάγαθη δύναμη στη διεθνή πολιτική και εμφανίζει τους πραγματικούς ή δυνητικούς αντιπάλους τους ως πλανημένους ή κακοήθεις ταραχοποιούς.
Όπως ήταν αναμενόμενο, αυτή η γραμμή σκέψης εξέθρεψε την ευφορία που συνόδευσε την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης και τον τερματισμό του Ψυχρού Πολέμου. Όταν η «αυτοκρατορία του κακού» κατέρρευσε, πολλοί Αμερικανοί (και Ευρωπαίοι) συμπέραναν ότι η δημοκρατία θα διαδιδόταν σε ολόκληρο τον κόσμο και ότι σύντομα θα επερχόταν η παγκόσμια ειρήνη. Αυτή η αισιοδοξία βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό στην πεποίθηση ότι η δημοκρατική Αμερική είναι ένα ενάρετο κράτος. Αν τα άλλα κράτη μιμούνταν τις Ηνωμένες Πολιτείες, ο κόσμος θα απαρτιζόταν από καλά κράτη, και η εξέλιξη αυτή δεν θα μπορούσε παρά να σημαίνει το τέλος των διεθνών συγκρούσεων.
.~`~.
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική
*
*
*
*
*
*