Quantcast
Channel: Κοσμοϊδιογλωσσία
Viewing all 1482 articles
Browse latest View live

Φεμινιστική γεωπολιτική.

$
0
0

Το κείμενο αποτελεί υποκεφάλαιο από το βιβλίο του Αστέρη Χουλιάρα, Γεωγραφικοί Μύθοι της Διεθνούς Πολιτικής, Εκδόσεις Ροές.
.~`~.
I

Τα τελευταία χρόνια, η κριτική γεωπολιτική στράφηκε και σε θέματα που ενδιαφέρουν το φεμινισμό. Μερικοί/ες αναλυτές/λύτριες σημείωσαν την απουσία γυναικών στην ιστορία της γεωπολιτικής και της θεωρίας και πρακτικής των διεθνών σχέσεων. Οι γυναίκες, τόνισαν, είναι «αόρατες», «σαν να μην υπάρχουν γυναίκες στη διεθνή πολιτική (...) σαν οι γυναίκες και οι άνδρες να δραστηριοποιούνται και να επηρεάζονται από την παγκόσμια πολιτική με τούς ίδιούς τρόπούς» (Pettman 1999: 484).
Αναμφίβολα η φεμινιστική γεωπολιτική οφείλει πολλά στην κριτική που έχει αναπτύξει ο φεμινισμός στη θεωρία των διεθνών σχέσεων. Για τη φεμινιστική προσέγγιση, το βασικό αναλυτικό εργαλείο είναι το «κοινωνικό φύλο». Το κοινωνικό φύλο (gender) είναι διαφορετικό από το βιολογικό φύλο (sex). Το δεύτερο αφορά τις βιολογικές διαφορές ενώ το κοινωνικό φύλο είναι μια κοινωνική κατασκευή που «αναφέρεται σε μια κοινωνικά [κατασκευασμένη] συμπεριφορά [η οποία «μαθαίνεται»] και [περιλαμβάνει τις] προσδοκίες που διακρίνούν μεταξύ αρρενωπότητας και θηλυκότητας» (Peterson και Runyan, 1993: 5). Στις περισσότερες κοινωνίες, οι αξίες που συνδέονται με την «αρρενωπότητα» (ορθολογισμός, δύναμη, δράση) θεωρούνται ανώτερες από τις αντίστοιχες που συνδέονται με τη «θηλυκότητα» (συναισθηματισμός, αδυναμία, παθητικότητα). Η ανισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών (εμφανείς στην πολιτική εκπροσώπηση, στο εισόδημα και στην εκπαίδευση), υποστηρίζει η φεμινιστική προσέγγιση, είναι στην πραγματικότητα αντανάκλαση των ρόλων που επιβάλει το κοινωνικό φύλο. Το τελευταίο έχει μια σειρά από νοήματα (Pettman 1999: 488):
«Το κοινωνικό φύλο είναι μια προσωπική ταυτότητα - πως βιώνω το γεγονός ότι είμαι γυναίκα; μια κοινωνική ταυτότητα - τι προσδοκούν οι άλλοι από μένα ως γυναίκα; και μια σχέση εξουσίας - γιατί οι γυναίκες ως κοινωνική κατηγορία σχεδόν πάντοτε υποεκπροσωπούνται σε σχέσεις εξουσίας (...);»
Σε τελευταία ανάλυση όλες οι κοινωνικές σχέσεις - ταξικές, εθνικές αλλά και οικογενειακές - επηρεάζονται και συχνά καθορίζονται από το κοινωνικό φύλο. Κι αυτό συμβαίνει σε κάθε επίπεδο, από τη χάραξη της εξωτερικής πολιτικής μέχρι τις γεωπολιτικές αναπαραστάσεις στα μέσα μαζικής ενημέρωσης και στη βιομηχανία της ψυχαγωγίας. Η Sharp (1998), για παράδειγμα, αναλύοντας αμερικανικές κινηματογραφικές ταινίες της μεταπολεμικής περιόδού, διαπιστώνει ένα γενικευμένο φαινόμενο «εξανδρισμού» («re-masculinization») με την προβολή θεμάτων όπως «καλοί άνδρες υπερνικούν το χάος και την αταξία στο διεθνές πεδίο» και «ηρωϊκοί άνδρες μάχονται εναντίον της τυραννίας ενός "θηλυπρεπούς"κράτούς».
Το 1998, ο καθηγητής στο George Mason University των ΗΠΑ Francis Fukuyama, δημοσίεύσε ένα άρθρο στο περιοδικό Foreίgn Affairs με τίτλο «Γυναίκες και η Εξέλιξη της Παγκόσμιας Πολιτικής» («Women and the Evolutiοn Wοrld Politίcs») (Fukuyama 1998). Το άρθρο συζητήθηκε πολύ, προκαλώντας θετικές αλλά και πολλές αρνητικές αντιδράσεις. Ο Fukuyama, αποδεχόμενος τις θέσεις της φεμινιστικής σχολής των διεθνών σχέσεων, υποστήριξε ότι ο σημερινός κόσμος είναι κυρίως δημιούργημα των ανδρών, το κοινωνικό φύλο δηλαδή έχει παίξει ένα ζωτικής σημασίας ρόλο στο σχηματισμό του κράτους. Ωστόσο εάν οι γυναίκες είχαν εμπλακεί περισσότερο στη διαδικασία αυτή το αποτέλεσμα θα ήταν πολύ διαφορετικό: ένας «πραγματικά μητριαρχικός κόσμος... θα έτεινε λιγότερο προς τη σύγκρουση και θα ήταν περισσότερο συμφιλιωτικός και συνεργατικός απ'αυτόν στον οποίο κατοικούμε τώρα» (Fυkυyama 1998: 33). Το θετικό παρατήρησε ο Fukuyama, είναι ότι στον τελευταίο αιώνα η θυληκή παρουσία στη παγκόσμια πολιτική αυξάνεται (ιδιαίτερα στη Δύση).
Ωστόσο ένα μεγάλο τμήμα του κόσμου περιλαμβάνει κράτη των οποίων ηγούνται αιμοσταγείς άνδρες. Αν λοιπόν οι μελλοντικοί ταραχοποιοί είναι οπλισμένοι με πυρηνικά όπλα, θα ήταν προτιμότερο να καθοδηγούμαστε από γυναίκες σαν την Μάργκαρετ Θάτσερ, παρά από γυναίκες τύπου Gro Harlem Brundtland. Για τον Fukuyama, λοιπόν, χρειαζόμαστε «αρρενωπές» πολιτικές - αν και όχι κατ'ανάγκη άνδρες-ηγέτες. Οι φεμινίστριες βέβαια αντέδρασαν έντονα, υποστηρίζοντας ότι η άποψη του Fukuyama -η οποία βασίζεται στα συμπεράσματα της εξελικτικής ψυχολογίας (evolutionary psychology)- ότι τα ατομικά χαρακτηριστικά προσδιορίζουν τη συλλογική συμπεριφορά αποτελεί ένα αντιεπιστημονικό νοητικό άλμα.

.~`~.
II

Η Cynthia Enloe (1989) αρνήθηκε να αποδεχτεί την παραδοσιακή αντίληψη της γεωπολιτικής για τη σύγκρουση κρατών καθοδηγούμενων από άνδρες ηγέτες -που χαρακτηρίζει την προσέγηση του Fukuyama- και εστίασε την προσοχή της στην παραγνωρισμένη παράλληλη αλλά σιωπηλή «ιστορία» των γυναικών. Η ανάλυσή της εξετάζει θέματα όπως ο ρόλος της διεθνούς εργατικής μετανάστευσης, η διαθεσιμότητα γυναικείας εργατικής δύναμης για τις επενδύσεις των πολυεθνικών επιχειρήσεων και η θέση των γυναικών στη βιομηχανία τουρισμού της νοτιοανατολικής Ασίας. Ουσιαστικά η Enloe συσχετίζει τη γεωπολιτική ανάλυση με τις καθημερινές γεωγραφίες του κοινωνικού φύλου, υπογραμμίζοντας τη διασύνδεση ανάμεσα στα πρόσωπα και την πολιτική. Αυτές οι εναλλακτικές πολιτικές γεωγραφίες, υποστηρίζει, πρέπει να αποκαλυφθούν - αλλιώς είναι πιθανό να καταλήξουμε στη χαρτογράφηση ενός «τοπίου που κατοικείται από άνδρες, κυρίως άνδρες των ελίτ» (Enloe, 1989: 1).
Σ'ένα άλλο της εργο, η Enloe (1993) υποστηρίζει ότι η αρρενωπότητα (masculinity) και η θυληκότητα (femininity) παίζουν ένα σημαντικό ρόλο στη στρατιωτικοποίηση και την αποστρατιωτικοποίηση των κοινωνιών, επηρεάζοντας όχι μόνο τον τρόπο με τον οποίο είναι πιθανό να εξελιχθούν αλλά ακόμη και, σε κάποιο τουλάχιστον βαθμό, την ίδια τη φύση του πολέμου και της ειρήνης. Για να αποδείξει τον ισχυρισμό της, η Enloe εστιάζει την προσοχή της στην περίοδο τον Ψυχρού Πολέμου, εξετάζοντας το ρόλο του κοινωνικού φύλου στη στρατιωτικοποίηση και ιδιαίτερα στη διαμόρφωση συγκεκριμένων ρόλων για τα κοινωνικά φύλα. Η Enloe παρουσιάζει παραδείγματα τέτοιων ρόλων που συνοδεύουν τη στρατιωτικοποίηση, όπως η θέση των γυναικών ως «υποστηρικτικών μορφών» και η θεώρηση του πολέμου ως «υπόθεσης των ανδρών» (Enloe 1993: 49). Αντίθετα, η αποστρατιωτικοποίηση απαιτεί έναν επαναπροσδιορισμό των ρόλων, που οδηγεί σε εντάσεις πού διατρέχουν το σύνολο της κοινωνίας. Η ειρήνη του μετα-ψυχροπολεμικού κόσμου δηλαδή συνοδεύεται από μια παράλληλη ένταση μεταξύ των φύλων (Enloe 1993: 22).
Ένα καλό παράδειγμα για το πώς η στρατιωτικοποίηση και αποστρατιωτικοποίηση επηρεάζουν τις σχέσεις των κοινωνικών φύλων είναι η περίπτωση της Ερυθραίας, της μικρής χώρας της ανατολικής Αφρικής που κέρδισε, μετά από έναν τριακονταετή απελευθερωτικό αγώνα, την ανεξαρτησία της από την Αιθιοπία το 1993: «Για χρόνια έκαναν ό,τι έκαναν και οι άνδρες: πολεμούσαν στα χαρακώματα, ανατίναζαν άρματα μάχης, διοικούσαν μονάδες, σκότωναν και σκοτώνονταν (...) Οι γυναίκες αποτελούσαν το ένα τρίτο της μάχιμης δύναμης που κέρδισε την ανεξαρτησία της Ερυθραίας». Κι όμως όταν ο πόλεμος τελείωσε, οι Ερυθραίες βρέθηκαν αντιμέτωπες μ'ένα νέο εχθρό: τις παραδοσιακές κοινωνικές αντιλήψεις. Παρόλο που η αποτελούμενη από πρώην αντάρτες κυβέρνηση της ανεξάρτητης πια χώρας πήρε ορισμένα μέτρα υπέρ των γυναικών (για παράδειγμα η προίκα θεωρήθηκε παράνομη), οι γυναίκες πιέστηκαν από τους πρώην συναγωνιστές τους να εγκαταλείψουν το στρατό και να μείνουν στο σπίτι. Πολλές γυναίκες εγκαταλείφθηκαν από τους συζύγους τους οι οποίοι στράφηκαν σε νεώτερες - και κατά προτίμηση παρθένες - συζύγους. Τα λόγια μιας πρώην αντάρτισσας είναι χαρακτηριστικά: «Ποτέ δεν φανταστήκαμε ότι οι άνδρες μας θα μας πρόδιδαν. Πρέπει ν'αλλάξουμε τους νόμους και τους τρόπους σκέψης. Αυτή η νέα μάχη αρχίζει τώρα».
Για την Enloe η σχέση κοινωνικού φύλου και εθνικισμού είναι μάλλον αντιφατική. Οι εντάσεις στις σχέσεις των φύλων δεν περιορίζονται μόνο στη φάση της αποστρατιωτικοποίησης. Όταν τα εθνικιστικά κινήματα στρέφονται στον ένοπλο αγώνα, οι γυναίκες συνήθως αντιδρούν στον περιορισμό των ρόλων που συνεπάγεται η στρατιωτικοποιημένη κοινωνία. Κατά συνέπεια, ο εθνικισμός αντανακλά τη σημασία της αρρενωπότητας και της θηλυκότητας (όπως εκδηλώνονται στην κοινωνία) αλλά και τη σύγκρουση μεταξύ των αντιλήψεων για τους ρόλους του κοινωνικού φύλου που θεωρούνται «κατάλληλοι» ή «ορθοί» μ'εκείνους που οι άνθρωποι θέλουν (ή μάλλον καλύτερα θα ήθελαν κάτω από άλλες συνθήκες) να υιοθετήσουν.
Οι εθνικισμοί είναι από τη φύση τους αφηγήσεις θεμελιωμένες στη διαφορά, είναι δηλαδή Λόγοι (discourses) που αντανακλούν ξεκάθαρα τις αντικρουόμενες πολιτικές της ένταξης και του αποκλεισμού. Οι κυρίαρχες ελίτ έχουν την ισχύ του εννοιολογικού προσδιορισμού του «έθνους» σύμφωνα με τα δικά τους συμφέροντα, αποφασίζοντας για το ποιοι είναι κεντρικής σημασίας και ποιοι περιθωριακοί στην δόμηση αλλά και τη διατήρηση της «εθνικής ταυτότητας». Οι Κούρδοι στην Τουρκία είναι ένα καλό παράδειγμα μιας κοινωνικής ομάδας η οποία παραμένει περιθωριακή στην εθνικιστική αφήγηση της Άγκυρας. Ωστόσο συχνά η περιθωριακή κοινωνική ομάδα για το «εθνικό σχέδιο» είναι οι γυναίκες. Ένα καλό παράδειγμα είναι η στάση ενός ιρλανδικού δικαστηρίου το οποίο εμπόδισε ένα θύμα βιασμού να ταξιδέψει στην Αγγλία για να κάνει έκτρωση (Martin 2000). Το σώμα της ανήλικης κοπέλας και εκείνο του αγέννητου μωρού συνδέθηκαν έτσι -μ'ένα συμβολικό βέβαια τρόπο- με τη θέση της χώρας στη διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Η Martin καταδεικνύει πως το σώμα μιας γυναίκας καταλήγει να γίνει τμήμα της ευρύτερης εθνικιστικής αφήγησης περί «υγείας και ευημερίας» του έθνους σε σχέση μάλιστα με διεθνικούς κανόνες (ελεύθερη κυκλοφορία προσώπων ανάμεσα στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης). Τα όρια του γυναικείου σώματος ταυτίζονται εν τέλει με τα σύνορα τον κράτους.
Βέβαια δεν είναι όλες οι φεμινίστριες σύμφωνες για την αντιφατική σχέση κοινωνικού φύλου και εθνικισμού. Αναμφίβολα γυναίκες έχουν παίξει σημαντικούς ρόλους σε πολλά εθνικο-απελευθερωτικά, εθνικιστικά και επαναστατικά κινήματα. Παρόλο όμως που πολλά απ'αυτά τα κινήματα περιλάμβαναν στα προγράμματά τους τα αιτήματα των γυναικών για ισότιμη συμμετοχή, στην πράξη δεν υπήρξε ποτέ ούτε ένα εθνικιστικό ή επαναστατικό κίνημα στο οποίο η φεμινιστική ατζέντα να συνέπεσε με τους κύριους επιδιωκόμενους στόχους (Light και Halliday, 1994: 48). Πάντως υπάρχουν φεμινίστριες που ισχυρίζονται ότι ο εθνικισμός και ο φεμινισμός δεν είναι αντιφατικές έννοιες. Η Molyneux, για παράδειγμα, ισχυρίζεται ότι δεν υπάρχει κάτι θεμελιωδώς αντιφατικό μεταξύ της γυναικείας απελευθέρωσης και των εθνικιστικών επιδιώξεων (Molyneyux 1985). Σε τελευταία ανάλυση, το ζήτημα είναι αν τα συμφέροντα των γυναικών προωθούνται μέσω του εθνικο-απελευθερωτικού αγώνα ή αν αντίθετα θεωρούνται υποδεέστερα άλλων στόχων.

.~`~.
III

Στις φεμινιστικές αναλύσεις του μιλιταρισμού και του πολέμου υπάρχουν τρία ευδιάκριτα ρεύματα σκέψης (Dalby 1994: 605). Το πρώτο, που αποτυπώνεται εν μέρει στη προσέγγιση τον Fukuyama αλλά και στο έργο της Tickner (1992), υποστηρίζει ότι ο πόλεμος οφείλεται στην επιθετικότητα και την «παιδική ανευθυνότητα» των ανδρών. Η αποξένωση των γυναικών από τον πόλεμο προέρχεται, σύμφωνα με πολλές μελέτες, από την αντίθεσή του με τη μητρότητα: η μη βία δεν είναι τίποτε άλλο από μια φυσική προέκταση της μητρικού ενστίκτου. Ο «πολιτισμικός φεμινισμός» που προβάλλει αυτή την άποψη θεωρεί ότι υπάρχουν γυναικείες αξίες (όπως η συνεργασία και η επίλυση των διαφορών με ειρηνικά μέσα) τις οποίες η σύγχρονη κοινωνία έχει ανάγκη. Υπάρχει δηλαδή μια οργανική σχέση ανάμεσα στο φεμινισμό και τον πασιφισμό. Το σλόγκαν «πάρτε τα παιχνίδια από τα αγόρια» (take the toys from the boys) αντανακλά ξεκάθαρα αυτή τη προσέγγιση. Το δεύτερο ρεύμα σκέψης που θα μπορούσε να ονομαστεί «φιλελεύθερος φεμινισμός» είναι περισσότερο κανονιστικό. Διαφοροποιείται επίσης από τον πολιτισμικό φεμινισμό καθώς δεν δέχεται ότι άνδρες και γυναίκες διαφέρουν (Pettman 1999: 487). Οι υπέρμαχοι του φιλελεύθερου φεμινισμού υποστηρίζουν και προωθούν την ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών στο στρατό, συμπεριλαμβανομένων των μάχιμων θέσεων. Για τις φιλελεύθερες φεμινίστριες το επιχείρημα της «προστασίας» των γυναικών σε μια σύγκρουση είναι ένας ακόμη Λόγος (discourse) που εμποδίζει την πρόσβασή τους σε θέσεις ισχύος. Τέλος το τρίτο ρεύμα σκέψης, που θα μπορούσαμε ίσως να ονομάσούμε «μεταδομικό» ή «ριζοσπαστικό» φεμινισμό είναι περισσότερο φιλοσοφικό και υποστηρίζει ότι η ίδια η αντίθεση αρρενωπότητας / θηλυκότητας, που συνοδεύεται από τα αντίστοιχα στερεότυπα της ανδρικής επιθετικότητας και της γυναικείας υποταγής, αποτελεί μια κοινωνική κατασκευή που εμποδίζει την επιδίωξη της ειρήνης (Dalby 1994: 605). Γι'αυτές τις μεταδομικές φεμινίστριες, η άποψη του πολιτισμικού φεμινισμού ότι οι γυναίκες υπερέχουν ηθικά έναντι των ανδρών ενισχύει τα στερεότυπα τον κοινωνικού φύλου, ενώ ο στόχος της ισότιμης συμμετοχής που προωθεί ο φιλελεύθερος φεμινισμός απλά αποσκοπεί στην ένταξη των γυναικών σε «ανδρικούς θεσμούς» σύμφωνα με τους όρους των ανδρών (Pettman 1999: 487).
Ισως η πιο πλήρης διερεύνηση της σχέσης πολέμου και κοινωνικού φύλου είναι το βιβλίο ενός άνδρα, του Joshua S. Goldstein (Goldstein 2001). Ο Goldstein ξεκινά την ανάλυσή του με την παρατήρηση ότι οι ρόλοι τον κοινωνικού φύλου σε περιόδούς πολέμου δεν διαφοροποιούνται ανάλογα με το χώρο (π.χ. σε διαφορετικούς πολιτισμούς) ή το χρόνο. Οι πολεμιστές είναι σχεδόν παντού και πάντοτε σχεδόν αποκλειστικά άνδρες. Ο Goldstein παρουσιάζει είκοσι πιθανές ερμηνείες για την άνιση παρουσία ανδρών και γυναικών στον πόλεμο, τις οποίες και κατατάσσει σε τέσσερις ευρύτερες αναλυτικές κατηγορίες: τη βιολογία (μέγεθος και ισχύ, ικανότητα εργασίας σε ιεραρχικές δομές, κλπ.), τις διαφορές των φύλων όταν δρουν σε ομάδες (group dynamics), την πολιτισμική κατασκευή της αρρενωπότητας και, τέλος, τις κοινωνικά κατασκευασμένες σχέσεις κυριαρχίας (των ανδρών) και υποταγής (των γυναικών). Ο Goldstein θεωρεί ότι οι πολιτισμικές ερμηνείες, ιδιαίτερα τα κλασικά στερεότυπα «σκληροί άνδρες» και «ευαίσθητες γυναίκες» έχουν μεγάλη ερμηνευτική αξία. Αν και παραδέχεται ότι μια από τις πλέον ισχυρές ερμηνείες για τους ρόλους των φύλων στον πόλεμο είναι οι μικρές αλλά σημαντικές διαφορές στο μέσο μέγεθος, στη μέση δύναμη και στις βιολογικά προκαθορισμένες συμπεριφορές, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι μορφές κοινωνικοποίησης των ανδρών, ιδιαίτερα αυτές που συνδέουν την αρρενωπότητα με τη σκληρότητα, την πειθαρχία και την ικανότητα ελέγχου των συναισθημάτων, αποτελούν τη πιο ολοκληρωμένη και πειστική εξήγηση της άνισης εκπροσώπησης των φύλων στους πολέμους. Ο Goldstein ισχυρίζεται εν τέλει ότι «ο πόλεμος δεν έρχεται με φυσικό τρόπο στους άνδρες (από τη βιολογία), και κατά συνέπεια οι στρατιώτες χρειάζονται έντονη κοινωνικοποίηση και εκπαίδευση για να πολεμήσουν αποτελεσματικά. Η κατασκευή του κοινωνικού φύλού είναι λοιπόν ένα εργαλείο με το οποίο οι κοινωνίες παρακινούν τους άνδρες να πολεμήσούν» (Goldstein 2001: 252-3). Ο Goldstein δηλαδή, με τη συστηματική μελέτη του, επιβεβαιώνει τα φεμινιστικά επιχειρήματα για το ρόλο τον κοινωνικού φύλου.

.~`~.
IV

Σε ό,τι αφορά τη γεωπολιτική, η πιο πρωτότυπη συμβολή της φεμινιστικής προσέγγισης είναι η αμφισβήτηση των παραδοσιακών γεωγραφικών κλιμάκων ανάλυσης. Ιδιαίτερα οι φεμινιστικές κριτικές της έννοιας της ασφάλειας έχουν προσφέρει πολλά στην αποδόμηση των εδαφικών υποθέσεων των διεθνών σχέσεων. Η φεμινιστική γεωπολιτική τονίζει ότι η ασφάλεια αφορά κοινωνικές σχέσεις κι όχι την απρόσωπη οντότητα τον κράτους που αποτελεί την παραδοσιακή κλίμακα ανάλυσης. Τα κράτη, με την εξασφάλιση του απαραβίαστου των συνόρων, στην πραγματικότητα δεν προστατεύουν όλους τους πολίτες τους. Αντίθετα, στο όνομα της επιδίωξης της εξωτερικής ασφάλειας, υποβάλλουν σε βίαιες διακρίσεις και αδικίες ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού τους. Στην πραγματικότητα η προστασία από μια εξωτερική απειλή είναι προστασία της εσωτερικής δικαιοδοσίας (jurisdiction) που εξασφαλίζει τη διαιώνιση της υποταγής των γυναικών. Η υποτιθέμενα σαφής (αλλά στην πραγματικότητα απόλύτα τεχνητή) διάκριση μεταξύ εσωτερικών και εξωτερικών ζητημάτων αλλά και μεταξύ δημόσιας και ιδιωτικής σφαίρας ουσιαστικά διευκολύνουν την ανδρική κυριαρχία (*).
Στη Βοσνία η συστηματική πολιτική βιασμών ήταν μια σκόπιμη προσπάθεια εκφοβισμού των γυναικών για να εγκαταλείψουν μια συγκεκριμένη περιοχή αλλά και μια άμεση επίθεση στην «πολιτική οργάνωση της αναπαραγωγής» που διατηρεί τη συνέχεια της εθνοτικής ταυτότητας στο χώρο (Stίglmayer 1994). Στη Βοσνία δηλαδή η διάκριση μεταξύ ιδιωτικής και δημόσιας σφαίρας που προβάλει η γεωπολιτική και η ρεαλιστική προσέγγιση των διεθνών σχέσεων κατέρρεύσε πλήρως. Το ερώτημα που τίθεται λοιπόν δεν είναι «εθνική ασφάλεια» (national security) αλλά «ασφάλεια για ποιόν;» (whose security?) (Dalby 1994: 601).
Η Jennifer Hyndman (2001) επιχειρηματολογεί υπέρ μιας φεμινιστικής γεωπολιτικής που θα εξετάζει πολιτικές πρακτικές σε κλίμακες ανάλύσης πού θα είναι καταλληλότερες από τις εθνοκρατικές. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η προσέγγισή της για τούς τρόπους με τούς οποίούς το διεθνές δίκαιο υπερβαίνει τη διάκριση δημόσιού και ιδιωτικού. Για παράδειγμα οι πρόσφατες αποφάσεις των Διεθνών Δικαστηρίων Εγκλημάτων Πολέμού (Γιουγκοσλαβία, Ρουάντα, Σιέρρα Λεόνε) να θεωρήσούν τους βιασμούς γυναικών «στρατηγικό όπλο» υπερβαίνουν τη κλασική διάκριση ιδιωτικού και δημόσιου και μεταθέτουν την προσωπική εμπειρία στο διεθνές πεδίο. Αυτές οι δικαστικές αποφάσεις βασίζονται στην παραδοχή ότι ο βιασμός αποτελεί μέσο στη διεξαγωγή των πολέμων και αντιπροσωπεύει μια νέα κατηγορία εγκλήματος που αναμορφώνει την παραδοσιακή γεωγραφική κλίμακα ανάλύσης και το πεδίο της τιμωρίας και αναπλάθει αυτό που μετράει (αυτό πού είναι δημόσιο) κι αυτό που δεν είναι (αυτό που θεωρείται ιδιωτικό). Η ασφάλεια του σώματος ως η ορθότερη κλίμακα γεωπολιτικού χώρου πολιτικοποιείται (Hyndman 2001: 216). Η Hyndman λοιπόν, όπως κι η Εnlοe, στρέφεται σε μια γεωπολιτική νέου τύπου τονίζοντας την πολιτική της καθημερινής ιδιωτικής ζωής πού αλληλεπιδρά με την περισσότερο προφανή πολιτική του δημόσιου χώρου του κράτούς και των διακρατικών σχέσεων.

---------------------------------------------------------------
Σημείωση
(*) Όλα τα ζητήματα της παραγράφου αυτής είναι κομβικά. Ενδεικτικά: Για το ζήτημα της «εδαφικότητας», το οποίο εκβάλλει στα περί «γεωκεντρικής τεχνολογίας» και «εθνοκεντρικής πολιτικής» (Gilpin Robert, Waltz Kenneth, Bull Hedley) και εκκινεί τις δεκαετίες '60-70. Ομοίως το ζήτημα του απαραβίαστου των συνόρων έχει αμφισβητηθεί, με αρχή την ίδια περίοδο και με επιταχυνόμενους ρυθμούς από τη δεκαετία του '90 και έπειτα με τις αλλαγές που αξίωσαν οι Ηνωμένες Πολιτείες στο πεδίο του διεθνούς δικαίου, την αποσύνδεση εθνικού και διεθνικού και την έννοια της κυριαρχίας (Mazower Mark). Για τις διαφορές εσωτερικής και διεθνούς πολιτικής και τις αναγωγικές θεωρίες ερμηνείας της διεθνούς πολιτικής εδώ μια εισαγωγή (Waltz Kenneth). Επίσης, το βασικό χαρακτηριστικό της θεωρίας περί διεθνούς κοινωνίας ως μια civitas maxima, ενός υπερ-κράτους είναι ότι εξομοιώνει -με διάφορους τρόπους- τις διεθνείς σχέσεις σε μια κατάσταση εσωτερικής πολιτικής - η θεωρία έχει την απαρχή της στον Καλβίνο (Wight Martin). Γενικότερα το ζήτημα της Διεθνούς κοινωνία-civitas maximaμπορούμε να το ιχνηλατήσουμε μέχρι τον στωικισμό και τον ρωμαϊκό αυτοκρατορισμό και να κάνουμε συνδέσεις με τον κοσμοπολιτισμό και τον Kant. Σε όλες τις περιπτώσεις υποβόσκει η αμφισβήτηση του διεθνούς συστήματος και της κοινωνία των κρατών. Τέλος για τη συγχώνευση ιδιωτικής και δημόσιας σφαίρας και μαζική δημοκρατία ενδεικτικά δες εδώ (Κονδύλης Παναγιώτης).
---------------------------------------------------------------

.~`~.
V

Σύμφωνα με ορισμένες αναλύτριες, ο δυτικόςφεμινισμός που κυριαρχείται από λευκές μεσο-αστες απέτυχε να αναγνωρίσει ότι γυναίκες σε άλλες συνθήκες και σε άλλούς γεωγραφικούς χώρους μπορει να εχουν διαφορετικές προτεραιότητες. Μετά από ενα ταξίδι στην επαναστατημένη Νικαράγουα η Rich (1986: 216) έγραψε ότι «το πρόβλημα ήταν οτι δεν γνωρίζαμε ποιόν εννοούσαμε όταν λέγαμε εμείς». Η γυναικεία εμπειρία δηλαδή δεν είναι η ίδια σε όλους τους γεωγραφικούς χώρούς. Η απελευθέρωση των γυναικών στις δυτικές κοινωνίες, υποστηρίζει μια πρόσφατη μελέτη (Ehrenreich και Hochschild, 2002), έγινε δυνατή μόνο χάρη στην ύπαρξη ενός αόρατου συνόλου άλλων γυναικών οι οποίες μεγαλώνουν τα παιδιά, καθαρίζουν τα σπίτια και μαγειρεύουν την τροφή των πρώτων. Οι γυναίκες αυτές φθάνουν στη Δύση από χώρες του Τρίτου Κόσμου και πρώην κομμουνιστικά κράτη. Στις ΗΠΑ, ο αριθμός τούς ξεπερνά το 1.000.000 (800.000 νόμιμα εργαζόμενες). Αυτές οι γυναίκες -από χώρες τόσο διαφορετικές όσο οι Φιλιππίνες και η Ουκρανία- εγκαταλείπουν τις οικογένειές τους στις πατρίδες τους, αναζητώντας μια καλύτερη ζωή στη Δύση. Συχνά αφήνουν πίσω τους άνεργους άνδρες που στρέφονται στο ποτό και τα τυχερά παιχνίδια, σπαταλώντας όλα τα με κόπο κερδισμένα χρήματα που οι ξενιτεμένες γυναίκες τους στέλνουν, αφήνοντας εν τέλει τα παιδιά σε χειρότερη κατάσταση απ'ό,τι θα ήταν αν οι μητέρες τους δεν είχαν μεταναστεύσει. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για μια από τις πιο στυγνές πλευρές της παγκοσμιοποίησης, καθώς στερεί τις φτωχές χώρες από τόσο βασικές πλευρές της ανθρώπινης ύπαρξης, όπως η αγάπη και η φροντίδα. Αυτή η εξέλιξη είναι η ύστατη στέρηση, γράφούν οι Ehrenreich και Hochschild, επειδή εκμεταλλεύεται τον τελευταίο πλουτοπαραγωγικό πόρο που ο Τρίτος Κόσμος μπορεί να πουλήσει: τη μητρότητα.
Η ιδέα αυτή για τη «γεωπολιτική της οικιακής εργασίας» έχει προκαλέσει το ενδιαφέρον πολλών αναλυτριών (England and Stiell 1997; Hondagneu-Sotelo 2001; Parreńas 2001). Οι φεμινιστικές προσεγγίσεις δεν είναι πάντοτε απαισιόδοξες. Η Matthew Sparke (1996) εξετάζει τους τρόπους με τους οποίους μια καναδική φεμινιστική οργάνωση, η Επιτροπή Εθνικής Δράσης για τη Θέση των Γυναικών (ΝΑC), αμφισβήτησε τα όρια που διαιρούν την ανδροκρατούμενη δημόσια σφαίρα από τις προσωπικές ζωές των γυναικών στο σύγχρονο Καναδά. Η ΝΑC, τονίζοντας πως η απελευθέρωση του εμπορίου και η νεοφιλελεύθερη αναδιάρθρωση θα μπορούσαν να επηρεάσουν τις προσωπικές ζωές των γυναικών, απέδειξε ότι μια φεμινιστική οργάνωση μπορεί να παρέμβει στη διαμόρφωση της δημόσιας συζήτησης, παραμερίζοντας, έστω προσωρινά, την πολιτική της «μεγάλης εικόνας» που προβάλει το συμπαγή και μη αμφισβητούμενο χαρακτήρα του «εθνικού συμφέροντος». Σε άλλες όμως περιπτώσεις, κυρίως στον Τρίτο Κόσμο, η επιρροή των γυναικών είναι πολύ πιο περιορισμένη. Η Sara C. White γράφει, με κάποια πικρία, ότι «ακόμη κι εκεί που οι γυναίκες κινητοποιούνται για ένα συγκεκριμένο θέμα, η ενότητά τους είναι πάντοτε εξαρτημένη. Σε συνθήκες ταξικής, κοινοτικής ή εθνοτικής σύγκρουσης, η ενότητα τα κατά μήκος των γραμμών του κοινωνικού φύλού τείνει προς την κατάρρευση» (White 1999: 131).

.~`~.
Επίλογος

Συμπερασματικά, η φεμινιστική γεωπολιτική επιτίθεται με πολύ πειστικά επιχειρήματα στις εθνοκρατικές κλίμακες ανάλυσης της γεωπολιτικής. Οι φεμινίστριες ισχυρίζονται ότι η παραδοσιακή κλίμακα ανάλυσης που τεμαχίζει τον παγκόσμιο χώρο σε αφηρημένες και απρόσωπες οντότητες (όπως τα κράτη ή οι πολιτισμοί) πρέπει να εγκαταληφθεί προς όφελος μιας εξέτασης των προσωπικών εμπειριών, των προσωπικών αφηγήσεων. Τα όρια δηλαδή μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού χώρου πρέπει να αρθούν. Η ανάλυση σε επίπεδο προσώπων, ισχυρίζεται η φεμινιστική προσέγγιση, όχι μόνο είναι βαθύτατα πολιτική αλλά έχει και μια πολύ σημαντική διεθνή διάσταση. Δίνοντας έμφαση στις αντιθέσεις κρατών, οι γεωπολιτικές ερμηνείες αποκρύπτουν τις πολύ πραγματικές και συχνά τραγικές ιστορίες των γυναικών και τις πολιτισμικά κατασκευασμένες διαφορές των κοινωνικών φύλων. Οι φεμινιστικές προσεγγίσεις επιδιώκουν να σηκώσουν αυτό το πέπλο σιωπής και έτσι προσφέρουν μερικές από τις πιο πρωτότυπες και δυναμικές θεωρητικές αναζητήσεις στο χώρο της κριτικής γεωπολιτικής.

Αστέρης Χουλιάρας
Γεωγραφικοί Μύθοι της Διεθνούς Πολιτικής
Εκδόσεις Ροές

.~`~.
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική

*
*
*

I) Το Ισραήλ ως έθνος-κράτος, οι παγκόσμιες/περιφερειακές ισορροπίες και η μεταψυχροπολεμική περίοδος και II) Όταν η επαγρύπνηση υπονομεύει την ελευθερία του λόγου.

$
0
0
.
.~`~.
Πρόλογος

Η σύγκρουση που λαμβάνει χώρα στην Παλαιστίνη το 1947-1949 μοιάζει ασήμαντη μπροστά στο ολοκαύτωμα που γνώρισε ο κόσμος. Ωστόσο, το συντριπτικό βάρος τη σφαγής των Εβραίων της Ευρώπης υποβάλλει σε μια αδήριτη πίεση. Ένας λαός θέλει να ζήσει. Ένα κράτος εμφανίζεται μέσα στη βία. Το Ισραήλ γίνεται ο κόμβος όλων των αντιφάσεων, το σημείο όπου εστιάζεται η πληγωμένη συνείδηση της Δύσης, η οποία, άλλωστε, εκπληρώνει εκεί το χρέος της. Οι αραβικοί πληθυσμοί δεν έχουν κανένα λόγο να κατανοήσουν και να επωμιστούν αυτή την ευθύνη. Μια καινούργια πυριτιδαποθήκη αρχίζει να διαμορφώνεται. Η Δύση εξάγει τις ενοχές της.
François Géré

Ο μηχανισμός της «κοινής γνώμης» είναι απλός: μεταβάλλει την ιστορία σε πολιτικά συνθήματα, σε όρους και φρασεολογίες, οι οποίες θα επιτρέψουν την δράση της πολιτικής υπό την ιδεολογία της αμύνης.
Γεράσιμος Κακλαμάνης

.~`~.
Ι
Το Ισραήλ ως έθνος-κράτος, οι παγκόσμιες/περιφερειακές ισορροπίες
και η μεταψυχροπολεμική περίοδος

Εισαγωγή
Οι κατάλληλες συνθήκες για τη δεύτερη αλλαγή που υπέστη η εβραϊκή κοινωνία -η πρώτη αλλαγή της οποίας είχε συντελεστεί στη Γαλλία- εμφανίστηκαν στον ατλαντικό άξονα. Η Αγγλία, όπου τα αντισημιτικά κινήματα είναι πιο αδύναμα, και οι ΗΠΑ, οι οποίες μαζί με νέες αρχές προσέφεραν στα άτομα και νέες δυνατότητες ανάδειξης, αποτέλεσαν νέους ασφαλείς χώρους έναντι των εθνικιστικών κινημάτων που διαδίδονταν στην Ευρωπαϊκή ήπειρο... Η αντισημιτική συμπεριφορά και η προσπάθεια εκ νέου μεταφοράς του κέντρού ισχύος στην ηπειρωτική Ευρώπη [από τον Ατλαντικό], πού αποτελούν τα δύο βασικά χαρακτηριστικά της επεκτατικής στρατηγικής του Χίτλερ, πού πήγαζε από τον ρατσισμό της Αρίας φυλής, αποτελούν από αυτή την άποψη αλληλοσυμπληρούμενα στοιχεία. Η αντιπαράθεση μεταξύ του ναζισμού, ο οποίος συνιστά τον κοσμικοϊδεολογικό τύπο της θεώρησης της Αρίας φυλής ως ανώτερης φυλής, και του σιωνισμού, πού είναι ο θεολογικοϊδεολογικός τύπος του δόγματος περί περιούσιου λαού και πηγάζει από την εβραϊκή θεολογία, βαίνει παράλληλα προς μία τέτοιου είδους αλλαγή άξονα (α)...
Τρεις σημαντικές διεθνείς μεταβολές, που εμφανίστηκαν κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα μετά τούς δύο Παγκοσμίούς πολέμους και τον Ψυχρό πόλεμο, προετοίμασαν το έδαφος για τη μετατροπή σταδιακά του Εβραϊκού ζητήματος στην Ευρώπη σε Ζήτημα του Ισραήλ στη Μέση Ανατολή. Το κενό κυριαρχίας που δημιουργήθηκε στη Μέση Ανατολή μετά τη διάλυση του Οθωμανικού κράτους, ως αποτέλεσμα του Α'Παγκοσμιου πολέμου, επιχειρήθηκε να καλυφθεί με εντολές συστάσεως προτεκτοράτων προς την Αγγλία, και τη Γαλλία. Η επέμβαση αυτή, προερχόμενη εκτός της περιοχής και αποκαλούμενη Ανατολικό ζήτημα, είναι προέκταση της προσπάθειας αλλαγής της γεωπολιτικής και γεωπολιτισμικής ταυτότητας της Μέσης Ανατολής, που διαμορφώθηκε για αιώνες γύρω από την ισλαμική ταυτότητα (;). Μετά την αποτυχία του Αρμενικου και Ρωμαίικου (β) εθνικού κινήματος στη Μικρά Ασία συνεπεία του πολέμου της Απελευθέρωσης των Τούρκων η τρίτη προσπάθεια, που στόχευε να προκαλέσει βλάβες στην ακεραιότητα αυτής της ταυτότητας, ήταν το Εβραϊκό μεταναστευτικό κίνημα, το οποίο αυξήθηκε μετά τον πόλεμο και υποστηρίχτηκε από την αγγλική διοίκηση του προτεκτοράτου. Από αυτή την άποψη η εβραϊκή μετανάστευση που ξεκίνησε να υλοποιείται με τη διακήρυξη του Balfour του 1917, η οποία συνιστά τον θεμέλιο λίθο της ίδρυσης του κράτους του Ισραήλ, το συνέδριο του Σαν Ρέμο του 1920 και η ψήφιση της αγγλικής εντολής στην Παλαιστίνη από την Κοινωνία των Εθνών στις 24 Ιουλίου 1922 συνιστούν αλληλοσυμπληρούμενα βήματα. Τα εν λόγω βήματα νομιμοποιήθηκαν από τη Σιωνιστική σύνοδο, η οποία προσδιορίζει τους απανταχου Εβραίους ως ένα έθνος, και από τις Αρχές του Wilson, που πρόταξε τον ατλαντικό άξονα εναντίον του ευρωπαιοκεντρικού διεθνούς συστήματος. Με αυτή τη μετανάστευση ο εβραϊκός πληθυσμός της Παλαιστίνης αυξήθηκε από 80.000 που ήταν το 1905, σε 110.000 το 1925 και σε 500.000 το 1939. Έτσι υλοποιήθηκε η αναγκαία υποδομή για την ίδρυση υπό τον έλεγχο της αγγλικής εντολής του κράτους του Ισραήλ.

Το Ισραήλ ως έθνος-κράτος και οι παγκόσμιες/περιφερειακές ισορροπίες
Μετά τον Β'Παγκόσμιο πόλεμο, με τη λήξη της αγγλικής αποικιακής εντολής στην Παλαιστίνη και την εξέλιξη του Ισραήλ σε εθνοκράτος ευθύς με τη δημιουργία του, η μετατροπή της μαζικής συνάθροισης, η οποία είναι ξένη προς την εθνογραφική δομή της περιοχής και προέκυψε ως αποτέλεσμα των μεταναστεύσεων, άσκησε μία συγκλονιστική επίδραση στη γεωπολιτισμική και γεωπολιτική ακεραιότητα της ισλαμοκεντρικής Μέσης Ανατολής.
Η εμφάνιση του κράτούς του Ισραήλ ως έθνος-κράτος είχε ως αποτέλεσμα το Εβραϊκό ζήτημα να πάρει νέες διαστάσεις. Πρώτα απ'όλα, με τον τρόπο αυτό η Δυση μετέτρεψε το Εβραϊκό ζήτημα, το οποίο εκλαμβανόταν για αιώνες στη γεωγραφία της Ευρώπης ως σύγκρούση Εβραίων-Χριστιανών, σε σύγκρουση Μουσουλμάνων-Εβραίων εξάγοντάς το στη Μέση Ανατολή. Ως εκείνη τη στιγμή δεν υπήρξε ποτέ στον ισλαμικό γεωγραφικό χώρο ένα Εβραϊκό ζήτημα όπως εκείνο της Ευρώπης. Αντιθέτως, ο Ισλαμικός κόσμος προσέφερε συνεχώς ασφαλές καταφύγιο στούς Εβραίούς, οι οποίοι διέφεύγαν από την αντισημιτική καταπίεση των χριστιανών στην Ευρώπη. Η ιστορία του ισλάμ, εκτός από την τιμωρία κατά τη διάρκεια πολέμων ορισμένων περιπτώσεων προδοσίας, δεν έχει να επιδείξει σφαγές ή εφαρμογές τύπου γκέτο εναντίον των Εβραίων ή οποιασδήποτε άλλης θρησκευτικής/εθνικής ομάδας. Το καλύτερο παράδειγμα αυτού του γεγονότος είναι τα δικαιώματα και οι κοινωνικές θέσεις που κατείχαν οι Εβραίοι κατά τις περιόδούς των Αμπασιδών, του Χαλιφάτου της Ανδαλουσίας και των Οθωμανών...
Η στάση των μουσουλμάνων επί του θέματος δεν άλλαξε ούτε μετά την ίδρυση του Ισραήλ. Δεν τέθηκε καν θέμα μαζικών επιθέσεων εναντίον των εβραϊκών μειονοτήτων στις μουσουλμανικές χώρες ως αντίποινα για τις εθνοκαθάρσεις και τις σφαγές που διέπραξε το Ισραήλ στην Παλαιστίνη και στον Λίβανο. Οι Ευρωπαίοι, πού κρατούν υπεύθυνες τις εν ζωή γενεές των Εβραίων για γεγονότα πού συνέβησαν πριν από αιώνες, κινούνται βάσει της αντίληψης περί προπατορικού αμαρτήματος, ενώ οι μουσουλμάνοι, οι οποίοι κινούνται βάσει της πεποίθησης ότι κανένας άνθρωπος δεν δύναται να τιμωρηθεί εξαιτίας εγκλημάτων που διέπραξαν άλλοι, δεν σκέφτηκαν καν να τιμωρήσούν τους υπόλοιπους Εβραίους εξαιτίας της συμπεριφοράς των εν ζωή ομοθρήσκων τούς.
Εν κατακλείδι, το Εβραϊκό ζήτημα, πού διήρκησε αιώνες στην Ευρώπη, ήταν ένα Αντισημιτικό κίνημα που προέκυπτε από τη χριστιανική θεολογία ενώ η αντίδραση των μουσουλμανικών κοινωνιών της Μέσης Ανατολής στο Ζήτημα του Ισραήλ, το οποίο μετά τον Β'Παγκόσμιο πόλεμο επιβλήθηκε στη Μέση Ανατολή, υπήρξε μία αντισιωνιστική στάση πολιτικής υφής. Οι Εβραίοι που δεν κινούνται σύμφωνα με τη σιωνιστική ρητορεία, κατά την οποία συνιστούν τον περιούσιο λαό, κατέχούν τη Γη της επαγγελίας και προνόμια, δεν αντιμετώπισαν κανένα πρόβλημα στα πλαίσια των μουσουλμανικών κοινωνιών. Η ισλαμική θρησκεία, της οποίας οι προφήτες και οι πρώτοι ηγέτες ήταν σημίτες, ως η μοναδική θρησκεία πού περιλαμβάνει στους κόλπους τις σημιτικές και αριανές μάζες, δημιούργησε ένα πολιτικό έθιμο από το οποίο απουσιάζουν και οι δύο ρατσιστικές παρεκκλίσεις.
Με την ίδρύση του Ισραήλ η περιστρεφόμενη γύρω από τον ατλαντικό άξονα Δύση, αφενός, εξήγαγε το Εβραϊκό ζήτημα σε μία ξένη γεωγραφική περιοχή και, αφετέρού, εξαγόρασε την ποινή για τον ναζισμό, ο οποίος ήταν το πιο πρόσφατο παράδειγμα (α) του αντισημιτικού ρατσισμού πού έδρασε για αιώνες υποσυνείδητα βάσει της ψυχολογίας του εξαγνισμού αμαρτημάτων. Με την ψυχολογία αυτή τα στρατηγικά συμφέροντα των ΗΠΑ και οι στόχοι που είχε θέσει το Συνέδριο των σιωνιστών συναντήθηκαν σε ένα ορισμένο πεδίο τομής. Η αντίδραση στον αντισημιτισμό που ταυτίστηκε με τον ναζισμό (α) στάθηκε εμπόδιο ακόμη και στην απλή αναφορά των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας πού διέπραξε το Ισραήλ. Επειδή στάθηκε αδύνατη η επίδειξη της διαφοράς μεταξύ του αντισημιτισμού και του αντισιωνισμού, ο Ισλαμικός κόσμος και ο λαός της Παλαιστίνης, μολονότι δεν τήρησαν ποτέ μία αντισημιτική στάση, εξαναγκάστηκαν να πληρώσουν το τίμημα του αντισημιτικού αμαρτήματος της Ευρώπης.
Η περίοδος του Ψυχρού πολέμου εξελίχτηκε ως μία συνεχής σύγκρουση μεταξύ του κράτους του Ισραήλ και των περιφερειακών κρατών που δεν επιθυμούσαν να το αναγνωρίσουν, καθώς το θεωρούσαν στοιχείο ξένο στον γεωπολιτικό χαρακτήρα της περιοχής. Οι Εβραίοι πού μετανάστευσαν μαζικά στην περιοχή μετά τον Α'Παγκόσμιο πόλεμο και μετέτρεψαν την εν λόγω μαζική σώρευση σε κράτος κατα τη μεταψυχροπολεμική περίοδο ίσως και να στοχεύούν σε μία νέα και ριζικότερη μεταβολή. Οι εβραϊκές κοινότητες, οι οποίες μετά τον Α'Παγκόσμιο πόλεμο προστέθηκαν στην περιοχή μαζικά, προσπάθησαν να σφυρηλατήσούν την παρουσία τούς έναντι των γηγενών αραβικών κοινοτήτων με την υποστήριξη πού τούς παρείχε η αγγλική αποικιακή διοίκηση. Οι Εβραίοι, για τους οποίους υπήρχε για αιώνες απαγόρεύση απόκτησης γης στην Ευρώπη, προσπάθησαν να ριζώσούν στην περιοχή αγοράζοντας κτήματα με την πολιτική υποστήριξη της αγγλικής αποικιακής διοίκησης και την οικονομική στήριξη των Εβραίων που διαβιούσαν σε άλλα κράτη. Το Ισραήλ, το οποίο ιδρύθηκε στην περιοχή μετά τον Β'Παγκόσμιο πόλεμο, εμφανίστηκε ως μία πολιτική δομή με προβλήματα εναρμόνισης από την άποψη των σχέσεών του με τα περιφερειακά κράτη. Η χώρα αυτή, η οποία θεωρείται από στρατηγική άποψη μέρος των ΗΠΑ και από αθλητική και πολιτισμική σκοπιά μέρος της Ευρώπης, κατά τη διάρκεια του Ψυχρού πολέμου διαχειρίστηκε τις σχέσεις της με την περιοχή συνεχώς στα πλαίσια της ψυχολογίας της σύγκρούσης και, προκειμένου να γίνει αναπόφεύκτο στοιχείο της περιοχής, ακολούθησε επεκτατική στρατηγική.
Από μία άλλη σκοπιά κατά την περίοδο του Ψυχρού πολέμού το Ισραήλ, από τη μία, βίωσε την ψυχολογία του γκέτο υπό την έννοια των ενδοπεριφερειακών σχέσεων στη Μέση Ανατολήκαι, από την άλλη, φυλάκισε τους Άραβες, οι οποίοι διαβιούσαν στα υπό κατοχή παλαιστινιακά εδάφη, σε ένα δεύτερο γκέτο. Οι σχέσεις πού μεταψυχροπολεμικά προέκύψαν σε παγκόσμιο επίπεδο αποδεικνύουν ότι το Ισραήλ είναι αποφασισμένο να πραγματοποίήσει υπό στρατηγική έννοια μία από τις πιο ριζικές αλλαγές της εβραϊκής ιστορίας. Η σημαντικότερη αιτιολογία της εν λόγω στρατηγικής αλλαγής, οφείλεται στη συνειδητοποίηση εκ μέρους του Ισραήλ ότι σε μία περίοδο που διαδραματίζονται παγκόσμιες ανακατατάξεις έχει εγκλωβιστεί υπέρ του δέοντος στον τοπικισμό της Μέσης Ανατολής. Αυτή η κατάσταση, όπως προσπαθήσαμε να αποδείξουμε και στις προηγούμενες σελίδες, συνιστά ένα από τα πιο συγκλονιστικά αποτελέσματα της υφιστάμενης αντίφασης μεταξύ του τοπικισμού και της παγκοσμιοποίησης στην εβραϊκή ψυχολογία [Σε άλλο σημείο ο συγγραφέας προσεγγίζει το ζήτημα της αντιπαράθεσης μεταξύ παγκοσμιότητας και τοπικισμού, αντίστασης και κυριαρχίας, γκέτο και διασποράς στην εβραϊκή ταυτότητα]. Η εικόνα του προκεχωρημένου φυλακίου της ατλαντικής ηγεμονίας σε περιορισμένο γκέτο στον γεωγραφικό χώρο της Μέσης Ανατολής απείχε από το να εξασφαλίσει την εβραϊκή κοινωνία, η οποία για αιώνες είχε προσαρμοστεί στην οικονομική κινητικότητα, μία κατάλληλη θέση τακτικής. Εξάλλου, αποτελούσε για το Ισραήλ ζωτική ανάγκη η διεύρυνση των πεδίων ελιγμών τακτικής του για τις παγκόσμιες μεταβολές που ενδεχομένως θα εμφανίζονταν προς κάλύψη των γεωοικονομικών και γεωπολιτικών κενών, τα οποία προέκυψαν από τη διάλυση της ΕΣΣΔ.

Η μεταψυχροπολεμική περίοδος και η νέα στρατηγική του Ισραήλ
Η μετατόπιση του κέντρου ισχύος στη διεθνή οικονομικοπολιτική από το μονοπώλιο του ατλαντικού άξονα προς το πολυπολικό σύστημα κατεύθυνε το Ισραήλ προς τον σχεδιασμό μιας στρατηγικής ευρύτερης προοπτικής, ο οποίος να είναι σε θέση να διευρύνει την ικανότητα διεθνών ελιγμών της. Η προσπάθεια του Ισραήλ να αποκτήσει σχέσεις μεγαλύτερης ποικιλίας, ενώ ταυτόχρονα συνεχίζει τη σχέση στρατηγικών συμφερόντων πού έχει με τον Ατλαντικό, κατέστησε αναγκαία την εφαρμογή μιας ειρηνικής στρατηγικής, η οποία να καταρρίπτει τον περιφερειακό αποκλεισμό (γ). Γι'αυτό τον λόγο το Ισραήλ, το οποίο επιθύμεί να ολοκληρώσει το συντομότερο δυνατό την προσαρμογή του στην περιοχή, προσανατολίζεται σε νέα ανοίγματα είτε σε παγκόσμιο είτε σε περιφερειακό επίπεδο επιχειρώντας έτσι να βγει από την κατηγορία της χώρας που βασίζεται αποκλειστικά σε έναν κυρίαρχο άξονα. Προκαλεί εντύπωση ότι οι ισραηλινοί ηγέτες εγκαινίασαν την ειρηνευτική διαδικασία με την ΟΑΠ στην Ευρώπη (γ) σχεδόν ανεξάρτητα από τις ΗΠΑ καθώς και ότι αύξησαν κατά την επόμενη περίοδο τις πρωτοβουλίες τους προς την Ασία και την Αφρική.
Η ίδρυση του Ισραήλ είναι αποτέλεσμα του ατλαντικού άξονα και της επ'αυτού δεσπόζουσας κοσμοπολίτικης δομής. Η Γερμανίακαι η Ιαπωνία, οι οποίες αποτελούν δύο σημαντικές δυνάμεις που κυριαρχούν στον νέο αυτό άξονα, θα είναι κατά σημαντικό βαθμό αποτρεπτικός παραγοντας για τη διείσδύση των Εβραίων, οι οποίοι πιστεύουν στην ανωτερότητα του εβραϊκού πολιτισμού και του εβραϊκού έθνους. Τα νεοεθνικιστικά κινήματα, που άρχισαν να σημειώνούν άνοδο κυρίως στην Ευρώπη, ώθησαν το Ισραήλ τόσο προς την ανάπτυξη του πεδίού επιρροής του προς αντιμετώπιση ενός ενδεχόμενου κύματος αντισημιτισμού όσο και προς τη σύναψη συμμαχίας με το τμήμα εκείνο των Μουσουλμάνων που άρχισε να παρενοχλείται από τα εν λόγω εθνικιστικά κινήματα, όπως συνέβη με την περίπτωση της Βοσνίας. Ο πρωταρχικός στόχος του Ισραήλ είναι να δημιουργήσει το δικό του πεδίο επιρροής... Το Ισραήλ, έχοντας μία αρνητική προϊστορία στην περιοχή και στην ομάδα των κρατών, τα οποία κατά τη διάρκεια του Ψυχρού πολέμου έγιναν γνωστά ως Τρίτος κόσμος και μεταψυχροπολεμικά ως χώρες του Νότου, στις οποίες συγκαταλέγονται εξαιρετικά δραστήρια κράτη, αντιλήφτηκε ότι του είναι αδύνατο να διαμορφώσει το πεδίο επιρροής του στη Μέση Ανατολή διατηρώντας το υφιστάμενο status quo...
Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού πολέμου το Ισραήλ συνέδεσε την ύπαρξη και το πολιτικό του μέλλον με τις σχέσεις που ανέπτυξε με τις χώρες που αποτελούσαν το διεθνές κέντρο ισχύος, ενώ γνωρίζει ότι κατά τη νέα περίοδο, όπου η παγκοσμιοποίηση σημειώνει άλματα, οι περιορισμένες αυτές σχέσεις θα του είναι ανεπαρκείς... Ο πιο σημαντικός λόγος αλλαγής της περιφερειακής στρατηγικής του οφείλεται στη συνειδητοποίηση ότι η ψυχροπολεμική στρατηγική υπεράσπισης μιας λεπτής λωρίδας γης με στρατιωτικά μέσα στην πραγματικότητα το κρατούσε μακριά από δύο σημαντικές φυσικές πηγές, όπως το νερό και το πετρέλαιο. Η αδυναμία ελέγχου των εν λόγω πηγών με στρατιωτικά μέσα οδήγησε το Ισραήλ να στραφεί προς τη στρατηγική απόκτησής τους με ειρηνικά μέσα.
Το Στρατηγικό Βάθος, Εκδ. Ποιότητα

---------------------------------------------------------------
(α)
Σε άλλη σημείο γράφει ο συγγραφέας: «Η απόφαση κυρίως της Τρίτης συνόδου του Λατεράνου το 1179, η οποία αποφάσισε τον αφορισμό των χριστιανών που τόλμησαν να διαβιώσουν με τους Εβραίους, αποτέλεσε τη θρησκευτική βάση του συστήματος του γκέτο. Το σύστημα αυτό, που ανάγκαζε τους Εβραίους να ζουν σε περιστοιχισμένες περιοχές των πόλεων, απομονωμένες από τις υπόλοιπες συνοικίες, και τους επέτρεπε να βγαίνουν από αυτές σε ορισμένες χρονικές στιγμές και κατόπιν ειδικής άδειας, αποτέλεσε ένα κοινωνικό θεμέλιο το οποίο έθρεψε τόσο τον αντισημιτισμό όσο και τον σιωνισμό».
Ένας ενδιαφέρον υπομνηματισμός από τον Martin Wight:
Οι Εβραίοι ήταν ο πρώτος εκλεκτός λαός στην ιστορία και το πρώτο έθνος που είχε αυτό το μοναδικό, εξαιρετικό αίσθημα αποστολής, το πρώτο έθνος που ισχυρίστηκε ότι είναι κομιστής του νοήματος της ιστορίας. Η Ευρωπαϊκή ιστορία και πολιτισμός καταδιώκονταν από τη σκέψη των Εβραίων, αυτού του αινιγματικού λαού με τις κοσμικές, προερχόμενες από τη θεία πρόνοια, διεκδικήσεις. Έτσι άρχισε η μακρά ιστορία του αντισημιτισμού και του κατατρεγμού των Εβραίων.
Ωστόσο, ένας πιο λεπτός τρόπος για να συμβιβαστεί κανείς με τους Εβραίους ήταν να υιοθετήσει ο ίδιος τις διεκδικήσεις τους, να θεωρήσει ότι αυτός είναι ο εκλεκτός λαός. «Ο Εθνικοσοσιαλισμός ήταν μια διαστρέβλωση της Παλαιάς Διαθήκης, ο αυτοδιορισμός ενός νέου εκλεκτού λαού, που ιδιοποιήθηκε την υπόσχεση χωρίς την τελική κρίση. Το μίσος του Hitler για τους Εβραίους είχε τις ρίζες του σε αυτό τον πνευματικό σφετερισμό». Ένα μικρό βήμα χωρίζει αυτή την άποψη του από την πεποίθηση ότι η Γερμανία ήταν κυρίαρχη φυλή. Ο Rauschning έγραψε για τον Hitler:
Το απόκρυφο δόγμα του προϋποθέτει έναν σχεδόν μεταφυσικό ανταγωνισμό με τους Εβραίους. Ο λαός του Ισραήλ, ο ιστορικός λαός του Πνευματικού Θεού, δεν μπορεί παρά να είναι άσπονδος εχθρός του νέου, του Γερμανικού, Εκλεκτού Λαού. Ο ένας θεός αποκλείει τον άλλο. Πίσω από τον αντισημιτισμό του Hitler αποκαλύπτεται ένας πραγματικός πόλεμος των Θεών.
Η Αγγλία το δέκατο έβδομο αιώνα φαινόταν να πιστεύει ότι εκείνη αποτελούσε τη χώρα του εκλεκτού λαού, όταν για λίγο έγινε κυρίαρχη δύναμη στην Ευρώπη την εποχή του Cromwell, του Άγγλου Ναπολέοντα: «Ο Θεός αποφασίζει να ξεκινήσει μια νέα και μεγάλη περίοδο στην εκκλησία του, ακόμη και στην αναμόρφωση της ίδιας της μεταρρύθμισης'και όπως το συνηθίζει, αρχίζει από τους Άγγλους του...» και «Ας μην ξεχάσει η Αγγλία το καθήκον της να διδάξει τα έθνη πως να ζουν».
Η πουριτανική Αγγλία, όπως και η Λουθηρανική Γερμανία ήταν διαποτισμένη από την Παλαιά Διαθήκη. Μπορεί κανείς να διακρίνει μια παρόμοια πεποίθηση και στις Ηνωμένες Πολιτείες, με το «πεπρωμένο του έθνους» τους και χαρακτηρισμούς όπως «Ο Αμερικανός'αυτός ο Νέος Άνθρωπος»...

(β)
Ο συγγραφέας με τον όρο Ρωμαίικο αναφέρεται στους Έλληνες, σε Ελλάδα, Κύπρο αλλά και ευρύτερα. Περί της διάσωσης του ονόματος Ρούμ -το οποίο παραπέμπει ιστορικά στους Ορθόδοξους πληθυσμούς της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας γενικά- από τους Τούρκους και τους Αραβες (και το Κοράνι) και των ιχνών μνήμης σε επίπεδο ταυτότητας και ιστορικότητας, που το ονομα αυτό φέρει, σε επόμενη ανάρτηση. «Η διεύρυνση της Ευρώπης στα Νότιο Ανατολικά, στην Μικρά Ασία θέτει το ζήτημα της Ευρωπαϊκής ταυτότητας σε σχέση με το Βυζάντιο, την Ρωμανία» έχει γράψει ο Μιχάλης Χαραλαμπίδης, και αλλού αναφέρει «Το κλειδί για μια άλλη σχέση Ευρώπης-Ισλάμ βρίσκεται στη Μικρά Ασία, βρίσκεται στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί μπορεί να λυθεί το ζήτημα της λεγόμενης σύγκρουσης των πολιτισμών». Ο Shimon Peres, στα γεράματα και εμφανώς ηπιότερος (παρά τις τυπικές ρητορικές), έθεσε το δίλημμα για το Παλαιστινιακό (δες αμέσως παρακάτω). Γιουγκοσλαβία ή Μπενελούξ; Σήμερα βλέπουμε την απάντηση στο δίλημμα του. Όταν γίνει κατανοητό τι συνέβη τότε στην πρώην Γιουγκοσλαβία, θα γίνει κατανοητό και τι συμβαίνει τώρα στη Μέση Ανατολή.

(γ)
Σκεφτείτε τις δύο επόμενες αναφορές
Not all Israelis are oriented toward the United States, and Shimon Peres is living proof. U.S.-Israel ties are deep, to be sure, and include everything from close cooperation on the peace process to extensive academic and cultural exchanges. Many of the Israeli political, business, and cultural elite not only know American society, but think automatically about the U.S. when considering international initiatives, be they new efforts by diplomats, marketing campaigns by businessmen, or travel proposals by academics.
Many, but not all. Shimon Peres, the foreign minister of Israel, represents those Israelis who are European to the tips of their fingers. He spent the first ten years of his life in Poland. He had an important role in developing Israel's close relations with France in 1955-67 which in those years was Israel's main weapon's supplier. In domestic politics, he prefers European paternalism to American limited government and entrepreneurialism. In diplomacy, he rejects the Wilsonian notion of open agreements openly arrived at accordingly, he keeps pleading with the Syrians to open a private negotiation. It is no accident that of the many would-be channels between Israel and the Palestinians, he selected the one based in Norway, for he feels more at ease with Europeans.
And so, it is not surprising that Peres uses his new book, written with Arye Naor, to forward a vision of the Middle East that looks for all the world like the French plan for Europe after World War II: use economic cooperation as the starting point for cementing ties and reconciling peoples, with the goal being a common market that in turn leads to close political ties. The New Middle East is basically a development of this theme, one which he Peres has reiterated tirelessly during recent years, "There are only two alternatives [for the Levant]: Benelux or Yugoslavia," he holds. In the book, he observes that
Regional common markets reflect the new Zeitgeist... Ultimately, the Middle East will unite in a common market--after we achieve peace. And the very existence of this common market will foster vital interests in maintaining the peace over the long term...
Happily, Peres' vision does find an echo or two among the Arabs. Crown Prince Hasan of Jordan calls "a free-trade zone across the Middle East" the "ultimate goal" of the peace process and he hopes Palestinians, Jordanians, and Israelis will set up "an arrangement similar to that which exists between Belgium, the Netherlands, and Luxembourg." (I)
He foresees a new regional superstructure, providing security and economic prosperity “for all people and all nations of the Middle East.” To this end, there are chapters on “Sources of Investment and Funding” on agriculture (the Middle East will “change color from brown to green”); on water (canals, pipelines, and containers will provide a regional system); on transportation (railroads, free ports, an Israeli-Jordanian Red Sea-Dead Sea Canal); and on tourism (open borders will foster a huge increase of visitors).
The book concludes with Peres’s political solution to the Arab-Israeli conflict: a confederation of Jordan and Palestine for political matters and “a Jordanian-Palestinian-Israeli ‘Benelux’ arrangement for economic affairs.” The problem of the Arab refugees will be solved within the confederation’s framework. (II)
The New Middle East, by Shimon Peres with Arye Naor.
Review by I) Middle East Forum and II) Commentary Magazine.

Την ειρήνη όλοι βέβαια τήν επιθυμούν, ποιά όμως είναι ή βάση έπί τής όποίας στηρίζονται οί «ειρηνευτικές προσπάθειες» τής Ευρωπαϊκής Ένωσης; Άφού καμμιά θεωρία δέν υπάρχει, κανένα σχέδιο τής Ευρωπαϊκής Ένωσης ως προς την σχέση της με τήν μεσογειακή περιοχήκαί την άνατολικη Ευρώπη, καμμιά ιδεολογική προσέγγιση των πνευματικών μεσογειακών κόσμων ή καποια ένδειξη πώς κάτι τέτοιο είναι έπιθυμητό (η ιδεολογία του «ισλαμικού κινδύνου» είναι ικανή απόδειξη), ποιές είναι οι αρχές νομιμότητος βάσει τών όποίων η Ευρωπαϊκή Ένωση άσκεί, τήν μεσολαβητική της πολιτική; Καί πώς μεσολαβεί γιά τά Βαλκάνια καί σιωπά γιά τό Κουρδικό, που έχει άμεση σχέση αίτίου καί αίτιατου; Μπορούν νά λυθούν μερικώς καί μέ σιωπηρά ημίμετρα, δηλαδή χωρίς μιαν γενικώτερη γεωπολιτική θεώρηση πού όφείλουν όλοι νά ξέρούν, τά προβλήματα του μεσογειακού χώρου, στόν οποίον καί ή δυτική Ευρώπη υπάγεται;
Άλλά οί τακτικές αυτές δέν είναι αναίτιες. Η δυτική Ευρώπη έχουσα σήμερα απλώς την οικονομική υπόσταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενδιαφέρεται για τη λύση κάποιων μεσογειακών προβλημάτων, διότι έχει αντιληφθεί ότι κάτι τέτοιο σημαίνει γι'αυτήν οικονομικό κυρίως κέρδος. Δέν μπορει όμως νά απαλλαγή άπό τήν σημασία τής προϊστορίας των πραγμάτων, τά όποία άμεσα όδηγουν πρός τό Μεσανατολικό. Γιά τό όποιο ή δυτική Ευρώπη πιστεύει πώς έχει συμφέρον, όπως διεκηρύχθη, νά μή διαθέτη καμμιά αποψη προοπτικής. Οί πιθανές «λύσεις» έτσι, πάντα έμπειρικά ζητούμενες, είναι καθωρισμένες νά πάλλωνται μεταξύ άναγκαιότητος καί ιδεολογικών σκοπιμοτήτων.
Τό Ισλάμ είναι «κίνδύνος», άλλά είναι τότε «Ευρωπαίος» ο βαλκάνιος μωαμεθανός; Καί άν δέν είναι, πώς θά δεχθή τόν μεσολαβητικόν ρόλο τής Ευρωπαϊκής Ένωσης;... (ΙΙ)
...ή «Εύρώπη» τό μόνο πού έχει νά προτείνη ώς «νέο» είναι αύτό πού θά είχε νά προτείνη καί πρό δέκα αιώνων: νά ζή εις βάρος τής άνατολικής Μεσογείου χωρίς νά τό ομολογή, προσδίδοντας στό γεγονός φιλοσοφικές όνομασίες... Καί έπειδή ώς πρός αύτό έπί τού παρόντος ή «Εύρώπη» δέν έχει τίποτε τό νέο νά προτείνη, γι'αύτό καί κάθε «νέα τάξη» πραγμάτων είναι φυσικό νά τής είναι απόλυτα έχθρική. Τούτη ή τακτική όμως καθόλού δέν είναι απηλλαγμένη ριζικά άδιεξόδων καταστάσεων. Ιδού π.χ. πώς απηχούνται ειδικώτερα οί εύρωπαϊκές εκτιμήσεις στις αναλύσεις τού προαναφερθέντος ερευνητή [βλ. π.χ. Ε. Ο. Czempiel, Weltpolitιk im Umbruch. (Das Internationale System nach dem Ende des Ost-West-Κοnflikts), 1991, σελ. 47 κ.έ.]: σε όλες τις περιοχές τού κόσμου τις άπομακρυσμένες άπό τήν δυτική Εύρώπη, άναγνωρίζεται μιά αυτοδυναμία περιφερειακής άναπτύξεως καί πολιτικής σταθεροποιήσεως. Στήν περιοχή τού Ινδικού, στήν μέση καί νότια Αφρική, στήν νότια καί κεντρική Αμερική η περιφερειακή σταθεροποίηση είναι κάτι τό θεμιτό καί έπιθυμητό. Εκεί πού πρέπει όλα νά μείνουν όπως είναι, είναι άκριβώς ή περιοχή πού έχει τά μεγαλύτερα προβλήματα αύτή τήν στιγμή, δηλαδή τής άνατολικής Μεσογείου (στήν όποίαν περιλαμβάνονται τά Βαλκάνια, ή Μαύρη Θάλασσα καί ή Μέση Ανατολή). Η περιοχή τής Εγγύς και Μέσης Ανατολής, γράφει ό προαναφερθείς συγγραφέας, πρέπει να έξαιρεθή καί «νά μήν έπαφεθή στήν τάση της περιφερειακής άναπτύξεως». «Η ασφάλεια του Ισραήλ, ό πλούτος τού πετρελαίου καί ή στρατηγική σημασία τής περιοχής γιά τις βιομηχανίκές χώρες της Δύσης τήν έξαιρούν άπό τήν γενική κατεύθύνση του κόσμου... Η Εγγύς καί Μέση Ανατολή άρα δέν θά ύπαχθούν σέ περιφερειακή άνάπτυξη» (σελ. 68-69).
Η επιλεγμένη αοριστία εννοιών φανερώνει βέβαια τήν έμμονή σέ συγκεκριμένου είδους παραδεδομένες παραστάσεις, δηλαδή ότι ή δυτική Εύρώπη είναι ένας άπομονωμένος στήν αύτοσυνείδησή του χώρος από την Μεσόγειο, της οποίας το νόημα γι'αυτήν προκύπτει μόνο από τήν ιεράρχηση «στρατηγικών» αξιολογήσεων καί όχι άπό κάποια συνείδηση ιστορική. Γιατί όμως μιά «περιφερειακή άναπτυξη» αλλοιώνει τήν «στρατηγική σημασία» τής Μέσης Ανατολής γιά την δυτική Εύρώπη; Δέν μπορεί να υπάρξη άνάπτυξη πού νά μήν τήν άλλοιώνη; Τό ερώτημα αυτό, βέβαια, μόνο από μιά συλλογιστική συνολικής μεσογειακής συνείδησης θά μπορούσε νά προκύψη, πού βλέπομε να μην υπάρχη. Η δυτική Ευρώπη μόνο ως τέτοια βλέπει τόν εαυτό της σέ κάθε μελλοντική εξέλιξη τού κόσμου. Οχι ώς τμήμα ενός φυσικώς ώργανωμένου μεσογειακού οργανισμού. Χωρίς τήν ιστoρική οργάνωση ομως του μεσογειακού χώρου είναι πολύ άμφίβολο άν μπορούν νά διευθετηθούν άνάλογα προβλήματα άλλων γεωγραφικών εκτάσεων. Στά μεσογειακά προβλήματα υπάρχουν βεβαίως προτεραιότητες, άλλά χωρίς διευθέτηση του προβλήματος της Μέσης Ανατολής κανένα τελικώς πρόβλημα της Μεσογείου δέν μπορεί νά λυθή μακροπροθέσμως. Τούτο δέν είναι θέμα τών πολιτικών εργαστηρίων άλλά γεωπολιτικό καί ιστορικό δεδομένο δεκάδων αιώνων... Τά προβλήματα αυτά ακόμη μέχρι σήμερα δέν μοιάζει να απασχολούν κάν την συνείδηση τών δυτικοευρωπαίων μελετητών.
Σίγουρα τό κράτος τού Ισραήλ πολεμά για τήν «ασφάλειά» του, αυτό όμως δέν σημαίνει πώς εξασφαλίζει έτσι καί τήν ιστορική επιβίωση του, άκόμη κι'άν δεκαπλασιασθή. Διότι αύτή έξαρτάται άπό τις ιστορικές σχέσεις πού μπορεί νά άναπτύξη με τον ισλαμικό κόσμο και όχι από τα όπλα. Υπό άλλες συνθήκες το Ισραήλ θά μπορούσε νά παίξη ένα θετικό ρόλο, οί συνθήκες όμως αυτές βλέπομε πώς δέν προβλέπονται. Πρέπει έξ άλλου νά παραδεχθούμε ότι ουδέποτε άνεγνωρίσθη κατά τό παρελθόν, ότι είναι δυνατόν νά ύπάρξουν προβλήματα που θά μπορούσαν νά είχαν τις μακροπρόθεσμες άντανακλάσεις των στήν ίδια τήν Εύρώπη... (I)
---------------------------------------------------------------

.~`~.
ΙΙ
Όταν η επαγρύπνηση υπονομεύει την ελευθερία του λόγου

Μια πρόσφατη ανάλυση που θίγει το θέμα του φιλοισραηλινού λόμπι στην Αμερική έχει προκαλέσει σημαντικές επικρίσεις και διαμάχες. Στην έκθεσή τους, που δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση London Review of Βοοks, ο Τζων Μήρσχάίμερκαι ο Στήβεν Ουώλτ, δυο πανεπιστημιακοί καθηγητές που απολαμβάνουν εξαιρετικό κύρος, υποστήριξαν ότι αυτό που εξηγεί το μέγεθος της αμερικανικής υποστήριξης προς το Ισραήλ δεν ειναι κάποια ιδιαίτερη σύγκλιση εθνικών συμφερόντων αλλά η επιτυχημένη δράση του λόμπι. Το εντυπωσιακό της υπόθεσης δεν είναι τόσο η ουσία της επιχείρηματολογίας τους όσο οι εξαγριωμένες αντιδράσεις που προκάλεσαν: η συζήτηση για την ειδική σχέση ΗΠΑ-Ισραήλ, ανεξαρτήτως προθέσεων και σκοπών, εξακολουθεί να είναι ταμπού για τα κύρια αμερικανικά μέσα ενημέρωσης.
Ενώ οι κυριώτερες εφημερίδες τηρούσαν σιγή, ορισμένοι άλλοι αντέδρασαν άμεσα. Κάποιοι επικριτές των δυο συγγραφέων τούς καταλόγισαν πραγματολογικού τύπου σφάλματα, ενώ άλλοι τούς προσάπτουν ότι πήραν τοις μετρητοίς τις καυχησιολογίες των ανθρώπων του λόμπι και παραφούσκωσαν τη δύναμη, την ενότητα και το πολιτικό του εκτόπισμα. Και όπως είχαν προβλέψει άλλωστε οι ίδιοι οι συγγραφείς, δέχθηκαν επίσης την εμπρηστική κατηγορία του αντισημιτισμού: η "Αμερικανική Ένωση Αντι-Δυσφήμισης", (Anti-Defamation League), για παράδειγμα, κατάγγειλε αυτή την «κλασική [sic] συνομωσιολογική αντισημιτική ανάλυση», όπως την χαραχτήρισε. Ασχέτως του τι νομίζει κανείς για την αξία του ίδιου του άρθρου, φαινεται εντελώς αδύνατο να γίνει ορθολογική δημόσια συζήτηση σήμερα στις ΗΠΑ για την σχέση της χώρας με το Ισραήλ. Τα αίτια -και το βαρύ κόστος- αυτού του προβλήματος νομιμοποιούν την περαιτέρω εξέτασή του.
Ενώ πολλοί παγώνουν από το φόβο μήπως χαραχτηριστούν αντισημίτες -και δεν υπάρχει πιο δηλητηριώδης κατηγορία στην αμερικανική πολιτική ζωή-, γίνεται ολοένα πιο ασαφές τι ακριβώς σημαίνει ο όρος «αντισημιτισμός» σήμερα στην Αμερική. Στην πορεία του εικοστού αιώνα, αφ'ενός η εκκοσμίκευση της κοινωνίας και αφ'ετέρου ο πλούτος και το γόητρο των Αμερικανοεβραίων ενίσχυσαν την θέση τους στη ζωή του έθνους. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι τώρα μόνο μια μικρή μειονότητα Αμερικανών ενστερνίζεται στα σοβαρά αντισημιτικές απόψεις. Ωστόσο ο φόβος του αντισημιτισμού δεν έχει χαθεί. Εκεί που κάποτε υποψιαζόταν κανείς -και συχνά διαπίστωνε- την παρουσία του στους χώρους δουλειάς και στον πολιτικό στίβο, σήμερα ο φόβος του αντισημιτισμού εκφράζεται ως ευαισθησία απέναντι σε κάθε επίκριση κατά του εβραϊκού κράτους. Οι Αμερικανοεβραίοι, συχνά αμφίθυμοι όσον αφορά στις μεθόδους που μετέρχονται οργανώσεις του λόμπι όπως η Αμερικανοισραηλινή Επιτροπή Δημοσίων Υποθέσεων (AIPAC), γενικά συμμερίζονται τον βασικό της στόχο, δηλαδή την διατήρηση του υψηλού επιπέδού αμερικανικής στήριξης στο Ισραήλ. Όπως παρατήρησε ο βετεράνος σχολιαστής Ερλ Ράαμπ, υπάρχει η αίσθηση ότι αν τυχόν η Αμερική εγχαταλείψει το Ισραήλ, θα είναι, κατά κάποιο τρόπο, σαν να εγκαταλείπει τους ίδιους τους Αμερικανοεβραίους. Στην πορεία, η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στον αντισημιτισμό και την κριτική της πολιτικής του Ισραήλ θόλωσε. Η υπεράσπιση της χώρας που ο Μπέρναρντ Ρόζενμπλατ, ο περίφημος Σιωνιστής του Μεσοπολέμου, είχε προβλέψει ότι θα γινόταν «η Μικρή Αμερική της Ανατολής», είναι πλέον για πολλούς συνώνυμη με την υπεράσπιση των Εβραίων συνολικά.
Ένα εντυπωσιακό παράδειγμα είχαμε στη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου του 2004 στις ΗΠΑ. Τότε ψηφίστηκε από το Κονγκρέσο ο "Νόμος περί Επίγνωσης του Παγκόσμιου Αντισημιτισμού" [Global Anti-Semitism Awareness Act], παρ'όλες τις ισχυρές ενστάσεις του Στέιτ Ντιπάρτμεντ. Το υπουργείο εξωτερικών δεν έβλεπε για ποιο λόγο θα έπρεπε η επίσημη πολιτική των ΗΠΑ να ασχολείται ιδιαίτερα με μία οποιαδήποτε μορφή μεροληπτικής διάκρισης'άλλο τόσο ενοχλήθηκε από την γλώσσα του εν λόγω νόμού, σύμφωνα με τον οποίο το «ισχυρό αντι-ισραηλινό αίσθημα» ή ακόμη και «η μουσουλμανική αντίθεση στις εξελίξεις εντός του Ισραήλ και στις κατεχόμενες περιοχές» θα πρέπει να θεωρούνται ενδείξεις αντισημιτισμού.
Σ'ένα πρώτο επίπεδο, το Κονγκρέσο συντονίστηκε εδώ με τη διπλωματική στρατηγική της κυβέρνησης Σαρόν, η οποία προέβαλε εμφατικά τον αντισημιτισμό προσπαθώντας έτσι να εκτρέψει την κριτική που δεχόταν η πολιτική της στα Κατεχόμενα. Πίσω όμως από τις προσπάθειες του λόμπι κρύβονται κάποιες βαθύτερες σημασιολογικές μεταβολές του κυρίαρχου αμερικανικού δημόσιου λόγου. Το να ειναι κανείς σιωνιστής δεν του προκαλεί πολιτικά προβλήματα - αλλά όποιος δηλώνει αντισιωνιστής γίνεται αυτόματα ευάλωτος στη μομφή του αντισημιτισμού. Έτυχε μάλιστα ν'ακούσω κάποτε ένα φοιτητή να καταλογίζει αντισημιτισμό σε καθηγητή ο οποίος μίλησε για «Παλαιστίνη» -αντί του Ισραήλ-, στη διάρκεια μαθήματος για την Ρωμαϊκή εξουσία στην ανατολική Μεσόγειο, σαν να ήταν προβληματική κάθε αναφορά στην Παλαιστίνη, ιδίως αν δεν συνοδευόταν από αναφορά στο Ισραήλ.
Φυσικά, οι περισσότεροι λογικοί άνθρωποι αναγνωρίζουν ότι η αντίθεση στην ισραηλινή πολιτική είναι εντελώς διαφορετικό πράγμα από τον αντισημιτισμό. Όσοι πάλι πιστεύουν το αντίθετο, δυσκολεύονται να εντοπίσουν τα όρια ανάμεσα στα δύο. Ο "Νόμος περί Επίγνωσης του Παγκόσμιου Αντισημιτισμού"κάνει λόγο για μια διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στον αντισημιτισμό και την «αντικειμενική κριτική» στο Ισραήλ, δεν εξηγεί όμως πού βρίσκεται αυτή η γραμμή. Ο Λώρενς Σάμερς, πρώην πρόεδρος του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, στηλίτευσε τις «βαθιά αντιισραηλινές απόψεις» σαν «αντισημιτικές στα αποτελέσματά τους, αν όχι ως προς τις προθέσεις τους». Άλλοι μιλούν για «δυσανάλογη» κριτική και κατασπίλωση του Ισραήλ. Δεν είναι όμως φανερό το νόημα κανενός από αυτούς τους όρους. Και επειδή το τίμημα είναι υψηλό για όποιον ξεπερνά τα εσκαμμένα, το αποτέλεσμα είναι να τίθεται υπό επιτήρηση και να εμποδίζεται ο διάλογος. Κατάλαβα πόσο καταστροφικό για τη διδασκαλία και παιδαγωγικά επιβλαβές συνολικά μπορεί να γίνει αυτό, όταν μετείχα σε μια πανεπιστημιακη επιτροπή που εξέταζε τέτοιου τύπου ζητήματα.
Το αποτέλεσμα είναι ότι έχουν μπει φραγμοί στην επιστημονική συζήτηση. Για να χρησιμοποιήσω ένα ακραίο αλλά σχετικό παράδειγμα: οι συγκρίσεις μεταξύ Ισραήλ και Τρίτου Ράιχ καταγγέλλονται συλλήβδην από τις οργανώσεις που συνήθως αποφαίνονται επί αυτών των θεμάτων. Δεν είναι δύσκολο να δει κανείς τις αιτίες. Αυτή η αποκρουστική για πολλούς Εβραίούς επιζώντες των χιτλερικών στρατοπέδων σύγκριση με το κατ εξοχήν εγκληματικό κράτος του σύγχρονου κόσμού συχνά χρησιμοποιείται για να τεθεί υπό αμφισβήτηση το δικαίωμα ύπαρξης του ισραηλινού κράτους. Και όμως, τόσο οι Γερμανοί όσο και οι Εβραίοι εθνικιστές -όπως και πολλοί άλλοι, τον εικοστό αιώνα- επιδίωξαν να εθνικοποιήσουν εδάφη χρησιμοποιώντας ένα συνδυασμό αποικιακής κατάκτησης κι εποικισμού. Και οι δύο αυτές ομάδες διαμόρφωσαν σε μεγάλο βαθμό την αποικιακή τους πολιτική αντιδρώντας στην ίδια ακριβώς ιστορική εμπειρία: τις προηγούμενες εκστρατείες των Γερμανών, που προσπαθούσαν να διώξουν τους Πολωνούς από τη γη τούς, τη δεκαετία του 1890. Βεβαίως διέφεραν ουσιαστικά στο πώς αντιμετώπιζαν αυτό το ιστορικό προηγούμενο, όπως και στον τρόπο που μεταχειρίστηκαν τους ντόπιους. Αλλά ακριβώς επειδή αυτές οι διαφορές μπορούν ν'αναδειχτούν μόνο μέσω της σύγκρισης, δεν βλέπω για ποιο λόγο θα πρέπει να επιτρέπουμε στην πολιτική ορθότητα να εμποδίζει την επιστημονική έρευνα.
Η επαγρύπνηση μπορεί να φτάσει στα άκρα. Η "Αμερικανική Ενωση Αντι-Δυσφήμισης", αφού κατάγγειλε αρκετούς Αμερικανούς πανεπιστημιακούς ότι δήθεν αρθρώνουν αντισημιτικό λόγο, πέρισυ κατηγόρησε και το προσωπικό του Εβράϊκού Πανεπιστημίου της Ιερουσαλήμ. Είναι αλλόκοτη αυτή η καφκική εικόνα, ενός αμερικανοεβραϊκού μαντρόσκυλου που παρακολουθεί το ίδιο το Ισραήλ για αντισημιτισμό, κι όμως, από τη στιγμή που υπάρχουν ο μηχανισμός και η νοητική προδιάθεση, εδώ οδηγεί η λογική της επαγρύπνησης: ο αντισημιτισμός μπορεί να βρεθεί παντού. Στην πραγματικότητα, το πνευματικό κλίμα στο Ισραήλ είναι πιο εύρωστο από ό,τι στις ΗΠΑ, κι έτσι οι αρχές του Εβραϊκού Πανεπιστημίου απλώς αγνόησαν την καταγγελία.
Ωστόσο κανέναν δεν βοηθά το να επισείεται το φόβητρο του αντισημιτισμού ενάντια στους πάντες αδιακρίτως: μ'αυτό τον τρόπο μπαίνουν στο ίδιο τσουβάλι η σοβαρή κριτική και τα παρανοϊκά κηρύγματα, προσβάλλονται εκείνοι που πραγματικά υπέφεραν κάποτε από τον αντισημιτισμό, και καταπνίγεται ένας διάλογος απολύτως αναγκαίος στις ΗΠΑ.
Δεν υπάρχει κανένας λόγος για τον οποίο δεν θα πρέπει η σύμπραξη ΗΠΑ-Ισραήλ να υποστεί τη βάσανο μιας ανάλυσης με όρους κέρδους και ζημίας, ακριβώς όπως και κάθε άλλη πολιτική. Στο κάτω-κάτω, καμία ειδική σχέση δεν διαρκεί για πάντα: όσο γι'αυτό, ρωτήστε τους Βρετανούς.
Πρόλογος στο βιβλίο των John Mearsheimer και Stephen Walt
Το ισραηλινό λόμπι και η πολιτική των Η.Π.Α.
Εκδ Θυραθέν

.~`~.
Επίλογος

Η με κάθε πιθανό τρόπο υποστήριξη προς το Ισραήλ υπήρξε ακρογωνιαίος λίθος της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής από το 1967, αν όχι νωρίτερα. Λίγοι έχουν τολμήσει να την αμφισβητήσουν. Αλλά οι «λίγοι» αρχίζουν να γίνονται περισσότεροι, με ανοιχτή υποστήριξη από προσωπικότητες των ενόπλων δυνάμεων, οι οποίοι ισχυρίζονται ότι η πολιτική του Ισραήλ είναι επικίνδυνη για τα στρατιωτικά συμφέροντα των Η.Π.Α. Θα συνεχιστεί, λοιπόν, αυτή η άκριτη υποστήριξη προς το κράτος του Ισραήλ τις επόμενες μια-δυο δεκαετίες; Αμφιβάλλω. Το Ισραήλ ίσως να είναι η τελευταία από τις συναισθηματικές δεσμεύσεις που θα ξεθωριάσουν. Το ότι θα ξεθωριάσει, όμως, είναι σχεδόν σίγουρο.

Tο Ισραήλ γνωρίζει ότι το κέντρο οικονομικοπολιτικής ισχύος μετατοπίζεται προς την Ασία τόσο από την άποψη οικονομικών πόρων όσο και από την άποψη οικονομικού δυναμισμού. Πράγματι, στον 21ο αιώνα ο πόλεμος για την ηγεμονία από την άποψη των οικονομικών πόρων και της δυναμικής θα διεξαχθεί στην Ασία παρά τη σώρευση κεφαλαίου και εμπειρίας στην Ευρώπη και στον Ατλαντικό. Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού πολέμου το Ισραήλ είχε προβληματικές σχέσεις με τις χώρες της Ασίας με εξαίρεση τις χώρες που θα μπορούσαν να θεωρηθούν συνέχεια της Αγγλικής αποικιακής αυτοκρατορίας, όπως τη Σιγκαπούρη και το Χονγκ Κονγκ. Το Ισραήλ έχει κατανοήσει ότι η αναδιαμόρφωση των σχέσεων και η διείσδυση στην Ασία θα καταστούν δυνατές μόνο με την απόκτηση της νομιμότητας στην περιοχή και την πραγματοποίηση της ειρηνευτικής διαδικασίας. Γι'αυτό τον λόγο με τη νέα εικόνα που προκαλεί τελευταία το Ισραήλ εγκαινίασε μία μεγάλη διπλωματική επίθεση προς τις μεγαλύτερες χώρες της Ασίας από την άποψη της ικανότητας επιρροής, όπως η Κίνα, η Ινδία και η Ινδονησία. Όταν συνυπολογίσει κανείς το γεγονός ότι το Ισραήλ ανήκει στις χώρες που έχουν συνάψει ευρύτερες οικονομικές σχέσεις με τις χώρες της Κεντρικής Ασίας, με την επιχειρούμενη από το ίδιο διπλωματική επίθεση θα μπορέσει να κατανοήσει καλύτερα τον ρόλο της Ασίας στη μεταβαλλόμενη στρατηγική του Ισραήλ.

Δεν είμαστε ακριβώς ανίκανα μικρά παιδιά ξέρετε. Θα πρέπει να πετάξουν μέσα από τον δικό μας εναέριο χώρο στο Ιράκ [τότε που ήταν «δικός τους»]. Και εμείς θα καθίσουμε να τους βλέπουμε;... Πρέπει να είμαστε σοβαροί και να τους αρνηθούμε αυτό το δικαίωμα. Και αυτό σημαίνει μια άρνηση που δεν είναι απλά στα λόγια. Εάν πετάξουν από πάνω, τότε πας και τους αντιμετωπίζεις. Έχουν την επιλογή να επιστρέψουν πίσω ή όχι. Κανένας δεν εύχεται κάτι τέτοιο...
Μια συμβουλή που θα ήθελα να δώσω στην ισραηλινή κυβέρνηση είναι να μην εμπλακεί σε αυτήν την εκστρατεία για μια αμερικανική επίθεση στο Ιράν, γιατί δε νομίζω πως οι Ηνωμένες Πολιτείες θα επιτεθούν στο Ιράν, και εάν το έπρατταν, και οι συνέπειες ήταν καταστρεπτικές, δεν θα ήταν ιδιαίτερα καλό για τις αμερικανο-ισραηλινές σχέσεις, και θα υπάρξει μεγάλη δυσαρέσκεια προς το Ισραήλ. Ήδη έχει υπάρξει κάποια μετά από τον πόλεμο στο Ιράκ.

.~`~.
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική

- Το μέλλον της Ε.Ε, η Ανατολική Ευρώπη -η Ουκρανία- και τα Βαλκάνια, ο Huntington, ο Brzezinski και οι πλανητικές πολιτικές των Η.Π.Α. Τα «Ανθρώπινα δικαιώματα», η «σύγκρουση των πολιτισμών» και τα «Ευρασιατικά Βαλκάνια» ως βαλκανοποίηση της υφηλίου και καλλιέργεια της ελεγχόμενης αναρχίας. Η απόρριψη του διλήμματος μεταξύ πυρηνικού ολοκαυτώματος ή πολιτιστικής ανυπαρξίας - προς μιας νέα ιστορική σύνθεση που θα εναντιώνεται στις θεωρίες και τους υπολογισμούς γραφείου-εργαστηρίου.

Ι) Beginning Of The End? ΙΙ) Indian Foreign Policy: The Cold War Lingers. ΙΙΙ) Modi’s BRICS moment. Ένα Ενδιαφέρον Σχόλιο ως γέφυρα - What Germany has and India lacks. ΙV) The Costs of American Interventionism. V) Barack Obama's Legacy Problem: A Nation in Retreat? Επιλογικές Αναφορές.

$
0
0
.
.~`~.
Ι
Beginning Of The End?

The unipolar moment in international relations is over. The new world order will be neither bipolar, the United States and China, nor multipolar, but a multiplex.
*
A multiplex world is like a multiplex cinema. American political scientist Joseph Nye describes the current international system as a three-dimensional chessboard. The top layer is military power which is still unipolar. The middle is a multipolar economic layer with the likes of the European Union, China and the other BRICS— Brazil, Russia, India and South Africa. The bottom layer consists of transnational non-state actors operating largely outside of government control.
In the real world, the military and economic elements of power are not separable. And chess is a game of conflict. As Nye himself would readily admit, today’s world has plenty of cooperation.
The multiplex cinema is more apt— several movies running in different theatres within a single complex. Hollywood style includes thrillers and Westerns with violence, crime, ruggedness and heroism as prominent themes. Bollywood fare offers passion, tragedy, song and dance. Kung fu films produced in Hong Kong and Taiwan play next to patriotic and propaganda films from communist China. No single director or producer would monopolize the audience’s attention or loyalty for long. The audience has a choice of shows.
A multiplex world comprises multiple key actors whose relationship is defined by complex forms of interdependence. Empires created by great powers in the past existed contemporaneously around the world: the Romans (27 BC to 393 AD), the Han (206 BC to 220 AD) and Maurya (322 to 185 BC); the Byzantine (330 AD to 1453 AD), the Gupta (320 to 550 AD) and the Tang (618 to 907 AD). They did interact, but not as closely or continuously as do today’s great and rising powers— whether the BRICS or members of the G20.
But a multiplex world is not a multipolar world, especially of the pre–World War II European kind. For one thing, today’s key players in international politics are not just great or rising powers. They include international institutions, non-state actors, regional powers and organizations, and multinational corporations. European interdependence before World War II, based narrowly on trade, was undermined by dynastic squabbles, balance of power politics and a bloodthirsty rivalry for overseas colonies. The major nations of the world today are bound by much broader and complex forms of interdependence comprising trade, finance and production networks as well as shared vulnerability to transnational challenges such as terrorism and climate change.
A multiplex world is not defined by the hegemony of any single nation. In fact, the advent of a multiplex world comes from the waning of the “American-led liberal hegemonic order,” as suggested by John Ikenberry in his 2010 The Liberal Leviathan. This does not necessarily mean the United States is in decline— the jury is still out on that issue. But the United States is no longer in a position to create the rules and dominate the institutions of global governance in the manner it had done for much of the post–World War II period. And while elements of the old liberal order survive, they would have to accommodate new actors and approaches that do not play to America’s commands and preferences.
While America may remain as a “first among equals,” “the era of American ascendancy in international politics that began in 1945— is fast winding down,” concludes a 2012 report by the US National Intelligence Council. The era is already past its use-by date.
This does not mean US leadership is unimportant. As the Indonesian President Susilo Bambang Yudhoyono has put it, “None of these global challenges [e.g. climate change] can be addressed by the world community without having America on-board. And conversely, none of these issues can be resolved by the United States alone.”
Defenders of the passing order argue that the emerging powers can be co-opted because they have benefitted so much from that order. But this is naïve, as has become clear during recent months, especially in Russian actions in Ukraine and in the abstention of the rest of the BRICS in the UN General Assembly vote calling for the non-recognition of the Russian annexation of Crimea. The rising powers want space for their own principles and approaches to sovereignty, security and development. This could lead to a significant redefinition of the existing order, moving it beyond the point where it could no longer sustain unquestioned US primacy.
A multiplex world will not be free from disorder. But it is not what Ian Bremmer calls a “G-Zero World,” simply because of the loss of a predominant US leadership role. Stability of a multiplex world would be attained through shared leadership among the rising and established powers as well as regional and civil society groups. This G-Plus World requires a genuinely reformed system of global governance and greater recognition by the West of the voices and aspirations of the Rest. America and its western allies must give up exclusive privileges like French leadership of the International Monetary Fund and an American leading the World Bank in return for their trust and cooperation in order to make the system work.
At the same time, the rising powers cannot rule the world on their own. Notwithstanding the “hype of the Rest,” the rising powers are not a united bunch. While seeking greater equality and justice, they also act as norm breakers, as Russia’s action in Ukraine and China’s sweeping claims in the South China Sea show. Moreover, some of them, especially China, suffer from poor relations with their immediate neighbours. This lack of regional legitimacy constrains their role in global leadership. Moreover, the rising powers cannot expect recognition without contribution. They need to make a greater contribution in key areas such as development assistance and conflict resolution, and show greater restraint and empathy toward regional neighbours.
A multiplex world would have multiple layers of authority and leadership. Especially important are the role of regions, regional powers and regional institutions. This does not mean a return to 19th-century type of European regional blocs, as the defenders of US hegemony fear. Much of regionalism today is “open” regionalism, as in Asia, and inter-regionalism as with the EU’s global reach. It is less territorially based and encompasses an ever widening range of actors and issues. As Hillary Clinton put it while US secretary of state, “Few, if any, of today’s challenges can be understood or solved without working through a regional context.” To make a multiplex world more stable, regional organizations should be given more resources and authority while remaining within the framework of UN-led universalism.
The American liberal hegemony story as presented is like being in the old neighbourhood cinema hall and watching one movie at a time. After the British run, the movie America has been showing for a while. The multiplex world with its shows and interdependent setting has no precedent in history. Instead of wishing for a rerun of America, western analysts and policymakers should ponder its implications of our multiplex future and get ready “to boldly go where no one has gone before.”

Amitav Acharya
Amitav Acharya is professor of international relations at American University in Washington, DC. This article is derived from his new book “The End of American World Order” (Polity 2014).

.~`~.
ΙΙ
Indian Foreign Policy: The Cold War Lingers

India’s support for Russia during the Crimea crisis should be a wake-up call for Washington.
*
In the wake of Vladimir Putin’s incursion into Crimea, almost every member of the international community voiced concern over Russia’s actions. While the U.S. and European Union were the most forceful in their criticism, non-Western states such as China and even Iran also made clear their support for the principles of non-intervention, state sovereignty and territorial integrity – oblique criticisms of Moscow’s disregard for cornerstone Westphalian norms. For the most part, support for Russia has been confined to the predictable incendiaries: Cuba, Venezuela and Syria, for example. Yet there is one unusual suspect among those lining up behind Putin that requires further investigation: India.
On its face, New Delhi’s enunciation of respect for Russia’s “legitimate interests” in Crimea is a surprising blow to the prevailing U.S. policy of reaching out to India. As the largest democracy in the world, a burgeoning capitalist economy and an increasingly important military power, India has been viewed as a counterweight to China’s rise and an anchor of the U.S.-led international order. India’s support for Russia’s revisionism in Crimea, then, is something that should trouble U.S. policymakers. In the long run, India’s response to the Crimean crisis might even be remembered as one of the more important implications of the whole episode. For how India aligns in the coming multipolar world will have enormous ramifications.
India’s support for Putin is a reminder that the West should not take India’s friendship for granted. To be sure, India made a necessary shift in tone towards the West following the collapse of the Soviet Union. India has liberalized its economy and become a strategic partner in several key areas. But the past two decades of broad cooperation should not be taken as an inexorable trend towards a complete harmonization of interests between India and the West. Amid all the talk of a renewed Cold War in Europe it has been forgotten that, for India, Cold War international relations never truly ended. In particular, the Indo-Russian relationship remains an important mainstay of Indian grand strategy – a hangover from that bygone era.
The years following the collapse of the Soviet empire saw the U.S. mainly concerned with a failed attempt to curb India’s nuclear program. After 9/11, America’s attention was focused on partnership with India while still maintaining the confidence and cooperation of Pakistan. Both periods of engagement, however, left the Indo-U.S. relationship well short of the kind of deep cooperation that marked Indo-Soviet relations during the Cold War. The result has been that Moscow still enjoys a thoroughly positive relationship with New Delhi.
India and Russia maintain deep cooperation on political, military and economic dimensions. Russian trade with India rivals the latter’s trade with the United States, and Indian companies have made huge investments in Russian energy firms and energy projects in the Bay of Bengal. In addition, the two nations are developing a southern route from Russia to the Arabian Sea that will increase Russian trade in the whole of the Indian Ocean region.
Russia still provides India’s military with more than 70 percent of its weapons systems and armaments and the two are currently cooperating in the development of cruise missile systems, strike fighters and transport aircraft. Russia is one of only two countries in the world that have annual ministerial-level defense reviews with India. The two cooperate on the advancement of a space program and they have bilateral nuclear agreement worth potentially tens of billions of dollars. Such deep and expansive ties with Russia complicate India’s multifarious importance from the perspective of Washington (as a cog in the U.S. “pivot” to Asia, an indispensable ally in the War on Terror and a bustling hub of the global economy).
After the Bush administration left office, India was heralded as one of the foreign policy success stories of his presidency. Economic relations had been deepened, diplomatic ties strengthened, a nuclear agreement signed. All indications were that India would be a stalwart American ally at a strategic nexus between the Middle East and the new focus on Asia. Historically poor relations with China would keep India safely out of the Chinese orbit. India could be relied upon to help encircle China, a vital link in a twenty-first century cordon sanitaire around the muscular Middle Kingdom.
But India never lost sight of its historic Cold War ally and the Indian people have never fully lost their suspicion of Western powers and creeping colonialism. American policymakers may have been overly naïve in thinking that economic growth, increased trade and a nuclear deal could move India safely into the American camp. Perhaps it is true that India will never cement itself on China’s side, but the fact is that nothing has been done to erase the deep Indo-Russian ties that formed during decades of Cold War.
Putin’s stratagem in Crimea has reminded the world that China is not the only rising or resurgent Great Power deserving of attention. As such, officials need to reconsider India’s place in American grand strategy. There is no doubt that India (itself a rising state with the potential to become a geopolitical pole in its own right) will remain a prominent player in the decades ahead. India occupies a crucial geostrategic location between a rising China, the energy producing regions of the Middle East and a newly vigorous African economy. An expanding Indian navy featuring 150 ships and multiple aircraft carriers will possess the capability to exercise veto power over key shipping choke points in the Persian Gulf, Strait of Malacca, and Suez region. Economic forecasts suggest India will surpass the GDP of the United States somewhere in the middle of the century.
It should greatly concern the American foreign policy establishment that, at a moment when international norms are under assault by Moscow, India has chosen to (at least partially) throw its lot in with Russia. How strong can a norm of territorial integrity be without the world’s largest nation and the world’s largest democracy? How stable can the American-led global order be with such a prominent repudiation of American foreign policy preferences? The answer to both of these questions is, unfortunately, “not very.”
What should be done? The past decade has seen a consistent focus by Washington to integrate and contain a rising China, but not enough has been done to integrate and build ties with a rising India. Simply because India is a democracy does not mean that it will automatically align itself to American preferences, and the United States must make a concerted effort to win India’s favor and goodwill in a lasting way. Until now, closeness with India has been compromised by competing demands to remain faithful to Pakistan, America’s own Cold War-era ally. Indeed, Russia’s historic support for Indian claims over Kashmir (sometimes explicit, sometimes implicit) has been no small part of Moscow’s appeal to New Delhi. Sooner or later, a new balance must be struck between U.S. commitments to these two nations. While Pakistan is integral to regional security, India’s cooperation will be essential to sustain the American vision of global governance.
The Obama administration can lay the groundwork for a more intimate relationship with India by doing three things. First, and easiest, the United States must clear up the detention and mistreatment of Devyani Khobragade. Far greater crimes have been excused for much less than would be gained in terms of Indian public opinion if the U.S. were to show flexibility towards Khobragade. Whether charges truly are warranted or not, Washington must at least apologize for her treatment in order to mitigate the blow that has been dealt to Indian impressions of the United States.
Second, the U.S. needs to commit itself to the establishment of a free trade agreement with India. India presents an enormous opportunity for American investment, with its stable system of property rights, consolidated democracy, and English-speaking population. An agreement will benefit both the Indian and American peoples, and intertwine the two nations to the high degree that their statures in the global economy mandate.
Third, the United States should seriously reconsider its support for a permanent Indian seat on the United Nations Security Council. If time is running out on the post-WWII international order, it makes sense for the U.S. to exploit its waning preponderant influence and play a major role in fashioning the future of the multipolar order. By seizing the agenda and winning the friendship and trust of rising countries (especially India and Brazil) that generally abide by an American-friendly set of global rules, the United States can promote the existence of a favorable global environment of peace and prosperity for generations to come.
Washington has been warned: India’s expression of sympathy for Russian interests in Crimea should serve as an alarm bell for American officials that a crucial player in world affairs has gone neglected. India’s enlistment as a card-carrying supporter of the existing international order simply cannot be counted upon going forward. If the U.S. wants India to serve as a bulwark of the international status quo, some form of policy change will be required. By shifting India to the front and center of American foreign policy, the United States can help to assure for itself – and the wider world – a future based on prevailing global norms rather than the designs of revisionist, illiberal and undemocratic states like Russia.

Andrew J. Stravers and Peter Harris
Andrew J. Stravers is a PhD student at the University of Texas at Austin, where he studies the global role of the American military. Peter Harris is a doctoral candidate in Government at the University of Texas at Austin, where he is also a graduate fellow of the Clements Center for History, Strategy and Statecraft.
Πηγή
The Diplomat

.~`~.
ΙΙΙ
Modi’s BRICS moment

The Bharatiya Janata Party’s election manifesto made it a point to mention BRICS as a foreign policy priority. Thus, there is really no scope to debunk the upcoming summit of the grouping in Brazil tomorrow as an “inherited baggage” for Prime Minister Narendra Modi, as some detractors in India have prematurely judged in their haste to caricature the event.
*
Modi’s statement, while leaving for Brazil, underscores that India attaches “high importance” to the BRICS. The striking thing about the statement is that Modi has not shied away from acknowledging that the BRICS summit in Brazil is expected to be a highly political event, since it is taking place “at a time of political turmoil, conflict and humanitarian crisis in several parts of the world.”
Modi visualizes the BRICS summit as an opportunity to discuss with his counterparts “how we can contribute to international efforts to address regional crises, address security threats and restore a climate of peace and stability in the world”. Suffice to say, he has buried ten feet below the ground the hysterical plea by the anti-BRICS lobbyists in India that the grouping should exclusively restrict itself to economics and keep world politics at arm’s length.
Frankly, the American lobbyists in our midst increasingly look like yesterday’s men. They fail to realize that the BRICS has already taken off with the two historic decisions that are being formalized this week — the creation of the BRICS Development Bank and the Contingent Reserve Fund. All indications are that Russian President Vladimir Putin will unveil a third major initiative in the nature of creating an energy association and an energy policy institution under the BRICS roof.
The American lobbyists in Delhi who have debunked BRICS all along and wished that the grouping could be somehow strangled in its cradle are absolutely justified in their fear that the cumulative impact of the latest developments will be that BRICS is taking on the phenomenon of ‘overdollaring’, which ultimately means incrementally opting out of dollar-dominated transactions or not accepting US accounts — that is to say, challenging the dominance of the US dollar globally.
Indeed, China is already a prime mover on this and the expectation is that by next year roughly 30 percent of China’s cross-border trade will be settled in the renminbi. China’s latest move to create a so-called Asian Infrastructure Investment Bank — to which, again, India has been invited to join — is also to be seen as creating an open and inclusive platform. China does not like to do a lot of talking and prefers to move forward steadily towards its objectives, Make no mistake, there is close coordination between Russia and China in getting the BRICS to start up its own version of the existing global financial institutions that are dominated by the West.
Of course, “rising China has its own agenda”. But then, who doesn’t have an agenda — India? Raising the China bogey to make the Indian leadership nervous about BRICS is also not going to work, as vividly brought out by the decision taken with Delhi’s consent to headquarter the new Development Bank in Shanghai.
Yes, China is putting more money into the bank than the rest of the BRICS added together and Beijing will have a weighty say in the way in which the bank conducts its business. But then, so what? As long as India can draw funds for its infrastructural projects, our purpose is served.
The choice is not between a bank where China might be influential and “those built by the West.” The choice is about the way the money is disbursed by the banks without conditionalities that impinge on our sovereignty. The choice is about deciding ourselves what developmental projects are our priority needs. The choice is about tapping new sources for investment in our infrastructural projects.
If China advances its interests by exploiting multilateral processes — BRICS, Shanghai Cooperation Organization, ASEAN bodies, et al — let us, in fact, try to emulate the Chinese. We have not been doing well enough in comparison with China, so, why can’t India too? It is never too late to learn a smart thing or two from our great competitor — how it excels in economic diplomacy.
What prevents India from doing what Russia and China are doing in front of our eyes — turning the BRICS as an instrument to advance their ‘enlightened national interests’? In fact, Modi also could have combined a Latin American tour with the BRICS summit in Brazil. That faraway continent feels great empathy toward India.
In any case, what is the prescription for India by our anti-BRICS lobby? Isolationism? Clearly, that’s a road to nowhere in a globalized world. G7? You must be joking. That is the harsh reality.
And we must be morons to fail to comprehend where India’s medium and long term interests lie as an emerging aspirational developing country in the global financial chess game. It is about time to realize that BRICS membership is a privilege — so many countries are queuing up for it — and it is entirely up to us to encash that privilege.
To be sure, what the BRICS countries are doing is to combine their resources to invest in their own developmental needs, and thereby initiating a challenge to the existing global monetary arrangements and signaling their frustrations with the lack of progress on reforming the governance of international financial institutions. That is exactly the reason why India belongs to the BRICS.

M K Bhadrakumar
M.K.Bhadrakumar served in the Indian Foreign Service for three decades and served as ambassador to Uzbekistan and Turkey. Apart from two postings in the former Soviet Union, his assignments abroad included South Korea, Sri Lanka, West Germany, Kuwait, Pakistan and Afghanistan. He has written extensively on Russia, China, Central Asia, Iran, Afghanistan and Pakistan and on the geopolitics of energy security.

.~`~.
Ένα Ενδιαφέρον Σχόλιο ως γέφυρα

What Germany has - and India lacks
There is a world of difference between Germany and India. India’s economy is 4.8 trillion US $ while that of Germany is only 3.25 trillion. India’s army is larger than Germany and India is a nuclear armed nation while Germany is not. However, India like Pakistan and Bangladesh had been colonised by the British. Hence, they have lower self esteem vis a vis the ex colonial masters (white anglo-saxon). Similar is the situation between the Arabs and the Turks. The Germans have been defeated in World War 2 but they have not been colonised. In our vicinity the Afghans are the only one who have not been colonised. Hence, they have the guts to standup to the white anglo-saxon invaders. India will need some time to shed off its colonial complex. It is just the influence of history nothing more.

.~`~.
IV
The Costs of American Interventionism

The lessons Washington must learn from the consequences of America's globalist post-9/11 policy.
*
In a New York Times op-ed published on February 2, 1981, Henry S. Bienen, then an Africa specialist at Princeton University, discussed how “globalists” and “regionalists” advocated differing foreign-policy approaches for the United States. “Globalists,” Bienen noted, “believe that weakening military positions will lead ineluctably to weakening economic ones and that, in any case, security interests, defined first in military terms, must be paramount in any discussion of United States policy.”
Bienen declared that he preferred the regionalist approach, however, since this perspective starts with the assumption that unless one knows what is possible in specific contexts, and unless one has a good understanding of local factors that are operating, policies are likely to fail or to be counterproductive. No accurate analysis of the trade-offs between costs and benefits of different policies can be made without a deep understanding of the specific configurations of power in given countries.
The Cold War is long over, but what Bienen wrote about American foreign policy back in 1981 is also true with regard to American foreign policy in the post–9/11 war on terror. Globalists have been primarily concerned about the “global threat” posed by al-Qaeda and its allies (both actual and perceived) and with defeating this threat militarily. Regionalists, by contrast, have been fearful that America’s deepening military involvements in Afghanistan and Iraq were so unpopular locally that they were creating more enemies than they were eliminating. But just as with the Cold War, it was the globalists and not the regionalists who were in control of formulating American foreign policy in the war on terror—especially during the George W. Bush administration.

The Report Card
After pursuing it for over a decade, what have been the results of America’s war on terror? On the positive side: the regimes of Saddam Hussein and the Taliban were toppled, elected governments have taken office in both countries, and, more recently, Osama bin Laden and several other top al-Qaeda leaders have been eliminated.
But there have been negative results as well. America and its allies have paid a high cost in terms of lives lost and resources expended in these two conflicts. The people of Afghanistan and Iraq, of course, have borne far higher human and material costs. Further, the elected governments in both countries have proven to be not only corrupt and authoritarian but also quite ungrateful toward and uncooperative with the United States.
While the U.S. intervention in Iraq ended the Arab Sunni minority’s domination of that country and allowed the Arab Shia majority to come to power via elections, harmony has not been established among Iraq’s three principle communities (Arab Shia, Arab Sunnis and Kurds). With the final departure of American armed forces from Iraq at the end of 2011, intercommunal conflict appears to be increasing.
Even though large numbers of American and coalition forces are still present there, the Taliban and its allies—with help from Pakistan—have made an unwelcome comeback in much of Afghanistan. It does not seem likely that the impending withdrawal of American and coalition forces by the end of 2014 is going to weaken the Taliban. Withdrawal will only provide the Taliban with greater opportunity to regain power.
Further, with America and its allies so heavily involved in Afghanistan and Iraq, al-Qaeda’s affiliates were able to gain influence elsewhere—including in Yemen and Somalia. Finally, even though it has been gravely weakened by the death of bin Laden and many of its other top leaders, al-Qaeda Central remains venomously alive under the leadership of bin Laden’s deputy, Ayman al-Zawahiri.

The False Choice
Did America have to pursue a globalist policy after 9/11 involving intervention in Afghanistan and Iraq? Could it have pursued a more nuanced, regionalist approach that avoided intervening in these countries and focused on dealing with al-Qaeda instead? Or could it have at least avoided intervening in Iraq and thus concentrated its efforts and resources on Afghanistan and al-Qaeda? While interesting, these questions are moot. The Bush administration adopted globalist policies at the outset of the war on terror, and it is the legacy of these decisions that President Obama—and probably subsequent presidents—must deal with.
President Obama, of course, has already withdrawn American forces from Iraq and has vowed to withdraw them from Afghanistan by 2014. Clearly, he does not share President Bush’s globalist vision regarding the war on terror. But however much President Obama’s decision to withdraw American forces from these two countries is prudent fiscally and popular both domestically and internationally, Obama’s rejection of Bush’s globalist approach to the war on terror does not indicate the adoption of a regionalist approach.
American intervention in Afghanistan and Iraq was unable to establish peace and prosperity in these two countries. American withdrawal from them will not do so either. Conflicts in these countries will continue, and forces hostile to the United States, its regional allies and the people of these countries can be expected to try to get the upper hand. America needs to adopt policies somewhere between the extremes of reintervening and doing nothing. In order to do this successfully, Washington would do well to heed Professor Bienen’s advice from over three decades ago: know what is possible in specific contexts, and understand local factors. We’ve already seen what happens when this advice is ignored.

Mark N. Katz
Mark N. Katz teaches international relations at George Mason University and is the author of Leaving without Losing: The War on Terror after Iraq and Afghanistan.

.~`~.
V
Barack Obama's Legacy Problem: A Nation in Retreat?

Obama is simply less personally engaged in foreign policy matters than any of his predecessors reaching as far back as Herbert Hoover.
*
As he enters the Back Nine of his second term in office, President Barack Obama is clearly looking to establish his historical legacy. No doubt, his highest priority is the preservation of the Affordable Care Act, which his Administration views as no less important than Medicare and Social Security. Whether Obamacare will survive in its present form, or even survive at all, of course, remains an open question that will be determined both by the future composition of Congress and by the policy preferences of the next White House occupant.
In addition, it is clear that he wishes to be remembered as the president who defeated Al Qaeda by authorizing the successful operation to kill Osama Bin Laden. This legacy, too, is uncertain. It is not merely the host of unanswered questions about the Benghazi fiasco. More to the point is the fact that Islamic extremists, who are at the center of both the Syrian and renewed Iraqi civil wars, are increasingly assertive and violent in Africa and are far from dormant in Southeast Asia as well.
Finally, and most critically, the president is determined to be remembered as the man who ended two wars while avoiding a new one. And in this case, even more than in the others, it will be impossible to evaluate that legacy, much less confirm it, for years to come. The war in Iraq has indeed come to an end, but only for Americans. It continues to rage between Sh'ia and Sunni elements. Iran continues to maintain its influence in Baghdad. Indeed, many informed Iraqis consider that Tehran's influence in Iraq outweighs that of the United States. Moreover, Iran has been the leading supporter of Bashar al-Assad's bloody campaign to quash the Syrian opposition. Its deleterious impact on regional stability could well be sustained for years to come.
The withdrawal from Afghanistan may lead to similar unfortunate results. The fact that former foreign minister and leading presidential contender Abdullah Abdullah is now receiving support from Hamid Karzai's chosen candidate, Zalmai Rassoul, calls into question whether the United States will continue to maintain troops in Afghanistan in the event Abdullah assumes the presidency, given Karzai's hostility to Washington. Moreover, even if some American troops remain in that country, given all indications from the administration, that number will be severely limited, perhaps to the point where direct American impact on Afghanistan's future will be minimal.
Even more than the withdrawals from Iran and Afghanistan, the president's clear determination to avoid any American foreign entanglement, defining any alternative to his approach as solely that of prosecuting a military campaign, has sent an unequivocal message to the world that America is in a state of retreat. That message has been reinforced by presidential passivity, if not approval, in the face of ongoing reductions to the defense budget.
The message of American retreat from its historic role as the leader of the Free World is not one that the president has intended to transmit, and indeed has protested against. It is now a universally accepted perception, however, and therefore has become increasingly difficult for the administration to counter. Moreover, it is a perception that, absent a major change in policy leading to renewed American international assertiveness (not military engagement, but assertiveness) for the remainder of the president's term, could linger for years. It has the potential to cause possible irreversible harm to America's international standing.
It is not only Vladimir Putin who has taken the measure of American passivity, and has acted accordingly in Crimea and Ukraine. So have the Chinese, who have clashed with Vietnam recently in the South China Sea, and have been increasingly confrontational vis-à-vis Japan over their competing claims to the Daioyu/Senkaku Islands. No doubt the Iranians, North Koreans, and various Al Qaeda offshoots have likewise factored the perceived American withdrawal from the world into their own strategies.
It is not only potential and actual adversaries who are modifying their strategies based on their perception of American passivity. Egypt, an American partner for decades, has openly announced that it is reaching out to Russia at a time when Moscow is increasingly seen in the West as a threat to international stability. India has likewise backed away from closer cooperation with Washington, as its traditional relations with Moscow have remained warm; India was one of the few countries voicing outspoken support for Russia's takeover of the Crimea. No less than fifty-eight countries, including most African states, Israel, China and Argentina, abstained in the General Assembly's condemnation of Russia for its annexation of Crimea, despite intense American lobbying for their votes. The failure of the latest attempt to foster a peace agreement between Israelis and Palestinians is due in no small part to the perception on both sides that Mr. Obama is simply less personally engaged in foreign policy matters than any of his predecessors reaching as far back as Herbert Hoover. Finally, America's Central European NATO allies have become increasingly worried that American passivity will encourage Moscow to pressure them once Russia has carried out its objectives vis-à-vis Ukraine.
The president's long-standing commitment to "nation building at home" at the expense of maintaining America's standing abroad simply has overlooked the fact that, as former Vice Chairman of the Joint Chiefs of Staff, Gen. James Cartwright, emphatically stressed, "the enemy gets a vote." The Administration’s desperate effort to deal with foreign affairs at arms-length could well enmesh the United States in another war against an aggressor that misconstrued temporary passivity as long-term weakness. Such a conflict may well take place after the election of a new president. But should it come to pass, it will be the lasting and dominating legacy of none other than President Barack Obama.

Dov Zakheim
Dov Zakheim served as the undersecretary of defense (comptroller) and chief financial officer for the U.S. Department of Defense from 2001–2004 and as the deputy undersecretary of defense (planning and resources) from 1985-1987. He is a member of The National Interest's advisory council.


.~`~.
Επιλογικές Αναφορές

Η Δύση ανακαλύπτει ότι δεν διαθέτει πια ένα από τα δύο πιο σημαντικά στοιχεία της επιτυχίας όλων των προηγούμενων πέντε αιώνων: τον έλεγχο του πλεονάζοντος κεφαλαίου. Αυτή είναι μια σημαντική ανωμαλία σε σχέση με τις προηγούμενες ηγεμονικές μεταβάσεις – οι οποίες υπήρξαν όλες μεταβάσεις στο εσωτερικό της Δύσης και του Βορρά.

Το γεγονός ότι το μερίδιο της Δύσης στο παγκόσμιο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν πέφτει για πρώτη φορά κάτω από το 50% τους τελευταίους δύο αιώνες έχει τεράστια σημασία. Καθώς νέα κράτη όπως η Βραζιλία, η Ινδία, η Ινδονησία και η Κίνα αποκτούν δύναμη και επιρροή, το διεθνές σύστημα (βολική έκφραση που μάλλον συσκοτίζει τα πράγματα παρά τα φωτίζει) θα αλλάξει ριζικά. Κατά συνέπεια, πολύ περισσότερα πράγματα θα γραφτούν από τη σκοπιά του άλλοτε γνωστού ως Τρίτου Κόσμου...

Η παγκόσμια πολιτική γεωγραφία έχει προχωρήσει από τον ένα κόσμο της δεκαετίας 1920 στους τρείς κόσμους της δεκαετίας 1960 και στους περισσότερους από έξι κόσμους της δεκαετίας 1990. Αντίστοιχα, οι δυτικές παγκόσμιες αυτοκρατορίες του 1920 συρρικνώθηκαν στον πιο περιορισμένο "Ελεύθερο Κόσμο"του 1960 (που περιλάμβανε πολλά μη δυτικά κράτη αντιτιθέμενα στον κομμουνισμό) και, αργότερα, στην ακόμα πιο περιορισμένη "Δύση"του 1990. Αυτή η μεταβολή εκφράστηκε σημασιολογικά, από το 1989 ως το 1993 με την παρακμή της χρήσης του ιδεολογικού όρου "Ελεύθερος Κόσμος"και την αυξανόμενη χρήση του πολιτισμικού όρου "Δύση"... σύμφωνα με την αγαπημένη διατύπωση των ιστορικών "η επέκταση της Δύσης"τελείωσε και "η εξέγερση εναντίον της Δύσης"άρχισε. Η δύναμη της Δύσης, μέσα από μια πορεία με πισωγυρίσματα, παρήκμασε σε σχέση με τη δύναμη των άλλων πολιτισμών. Ο παγκόσμιος χάρτης το 1990 είχε ελάχιστες ομοιότητες με το χάρτη της δεκαετίας 1920. Μεταβλήθηκε η ισορροπία της στρατιωτικής και οικονομικής δύναμης με την πολιτική επιρροή. Η Δύση εξακολουθούσε να έχει σημαντική επιρροή σε άλλες κοινωνίες αλλά σταδιακά οι σχέσεις της Δύσης με άλλους πολιτισμούς περιορίστηκαν στις αντιδράσεις της Δύσης στις εξελίξεις που συνέβαιναν σε αυτούς τους πολιτισμούς. Οι μη δυτικές κοινωνίες, δεν αποτελούν πλέον απλά μέρη της δυτικής ιστορίας, κινούν τα νήματα της δικής τους ιστορίας και διαμορφώνουν και τη δυτική ιστορία.

Η Δύση δεν υπάρχει πια. "Δύση"ήταν το αντικομμουνιστικό στρατόπεδο (διαφορετικά Ιαπωνία και Ν. Κορέα δεν θα ανήκαν στη "Δύση"). Όσοι –και κυρίως οι κοσμοπολίτες "αριστεροί"– θεωρούν ότι η συνοχή της Δύσης στηρίζεται απλώς στις κοινές της αξίες είναι πολιτικά και ιστορικά αφελείς. Οι κοινές αξίες καθεαυτές δεν δημιουργούν κοινά συμφέροντα –το αντίθετο, ναι, μπορεί να συμβεί– ούτε εμπόδισαν ποτέ τις αιματηρές συγκρούσεις μεταξύ χριστιανικών ή φιλελεύθερων λαών. Το πολιτικά σημαντικό ερώτημα είναι: τι εννοούμε όταν λέμε δυτικός προσανατολισμός και τι μπορεί να σημαίνει δυτικός προσανατολισμός για τη Γερμανία αν η Δύση διασπαστεί και η Γερμανία χρειαστεί να επιλέξει π.χ. μεταξύ ενός ευρωπαϊκού χώρου και της φιλίας με τις ΗΠΑ ή, αντίστροφα, εάν η ευρωπαϊκή ενοποίηση γίνει υπό προϋποθέσεις που η πλειονότητα του γερμανικού λαού θα απέρριπτε; Διότι η ώρα της αλήθειας θα σημάνει όταν θα χρειαστεί να γίνει κατανομή όχι πλέον των ωφελημάτων της ευημερίας αλλά του παθητικού και των χρεών.
Παναγιώτης Κονδύλης
*
Αν οι ίδιες εκείνες Δυτικές Δυνάμεις, οι οποίες το 1919 απέρριψαν το αίτημα της Ιαπωνίας και αρνήθηκαν να κατοχυρώσουν την ισότητα των φυλών στη Συνθήκη των Βερσαλλιών, εν έτει 1997 πασχίζουν επισήμως για την κατανόηση των ξένων πολιτισμών, αυτό δεν αποτελεί οπωσδήποτε πρόοδο της κατανόησης. Όμως αποτελεί ένδειξη μιας δραματικής μεταβολής στον παγκόσμιο συσχετισμό δυνάμεων.

.~`~.

Ι) Το τέλος τής χριστιανοδημοκρατίας. Τι σημαίνει για την Ευρώπη η πτώση τού κινήματος και II) How Obama Is Driving Russia and China Together.

$
0
0
.
.~`~.
Ι
Το τέλος τής χριστιανοδημοκρατίας
Τι σημαίνει για την Ευρώπη η πτώση τού κινήματος

Η σημερινή Ευρώπη είναι μια δημιουργία των χριστιανοδημοκρατών. Ωστόσο, τόσο ως ένα σύνολο ιδεών όσο και ως πολιτικό κίνημα, η Χριστιανική δημοκρατία αποκτά όλο και λιγότερη επιρροή και γίνεται λιγότερο συνεκτική. Καθώς το μεγαλύτερο εγχείρημα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης αντιμετωπίζει νέους κινδύνους, λοιπόν, ο πιο σημαντικός υποστηρικτής της μπορεί σύντομα να αποδειχθεί ανίκανος να την υπερασπιστεί.
*
Η σημερινή Ευρώπη είναι μια δημιουργία των χριστιανοδημοκρατών. Αυτοί ήταν οι αρχιτέκτονες της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και του μεταπολεμικού ατλαντισμού. Και ήταν καθοριστικής σημασίας για την δόμηση της μορφής τής συνταγματικής δημοκρατίας που επικράτησε στο δυτικό μισό τής ηπείρου μετά το 1945 και έχει σταθερά επεκταθεί ανατολικά από τότε που έπεσε το Τείχος τού Βερολίνου το 1989. Η πιο ισχυρή πολιτικός τής Ευρώπης, η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ, είναι μια χριστιανοδημοκράτις, όπως είναι ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, José Manuel Barroso, και ο διάδοχός του, ο Jean-Claude Juncker. Στις εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τον περασμένο Μάιο, η ηπειρωτική ένωση των Χριστιανοδημοκρατικών κομμάτων - το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα (ΕΛΚ) - κέρδισε τις περισσότερες έδρες.
Ωστόσο, τόσο ως ένα σύνολο ιδεών όσο και ως πολιτικό κίνημα, η Χριστιανική δημοκρατία αποκτά όλο και λιγότερη επιρροή και γίνεται λιγότερο συνεκτική κατά τα τελευταία χρόνια. Η πτώση αυτή δεν οφείλεται μόνο στην κοσμική στροφή τής ηπείρου. Τουλάχιστον εξίσου σημαντικά είναι τα γεγονότα ότι ο εθνικισμός - ένας από τους πρωταρχικούς ιδεολογικούς εχθρούς των Χριστιανοδημοκρατών - βρίσκεται σε άνοδο και ότι το βασικό εκλογικό σώμα τού κινήματος, ένας συνασπισμός ψηφοφόρων από την μεσαία τάξη και τους αγρότες, συρρικνώνεται. Καθώς το μέγα εγχείρημα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης αντιμετωπίζει νέους κινδύνους, λοιπόν, ο πιο σημαντικός υποστηρικτής της μπορεί σύντομα να αποδειχθεί ανίκανος να την υπερασπιστεί.

Παλαιά Θρησκεία
«Χριστιανοδημοκράτης» είναι μια ονομασία που ακούγεται περίεργη στον οποιονδήποτε έχει συνηθίσει σε έναν αυστηρό διαχωρισμό εκκλησίας και κράτους. Ο όρος εμφανίστηκε για πρώτη φορά στον απόηχο της Γαλλικής Επανάστασης και εν μέσω σκληρών μαχών για την τύχη τής Καθολικής Εκκλησίας μέσα σε μια δημοκρατία. Για το μεγαλύτερο μέρος τού δέκατου ένατου αιώνα, το Βατικανό έβλεπε τις σύγχρονες πολιτικές ιδέες – συμπεριλαμβανομένης της φιλελεύθερης δημοκρατίας - ως μια άμεση απειλή για τα κεντρικά δόγματά του. Αλλά υπήρχαν και καθολικοί στοχαστές οι οποίοι συμφώνησαν με την διορατικότητα του Γάλλου συγγραφέα Alexis de Tocqueville ότι, είτε μας αρέσει είτε όχι, ο θρίαμβος της δημοκρατίας στον σύγχρονο κόσμο ήταν αναπόφευκτος. Οι λεγόμενοι Καθολικοί φιλελεύθεροι προσπάθησαν να κάνουν την δημοκρατία ασφαλή για την θρησκεία με τον κατάλληλο εκχριστιανισμό των μαζών: Στο κάτω-κάτω, έλεγε το σκεπτικό, μια δημοκρατία με θεοσεβείς πολίτες θα έχει πολύ καλύτερες πιθανότητες επιτυχίας από μια δημοκρατία που οι πολίτες της θα ήταν κοσμικοί. Άλλοι Καθολικοί διανοούμενοι ήλπιζαν να κρατήσουν τους ανθρώπους σε τάξη μέσω Χριστιανικών θεσμών, και ιδίως τον παπισμό, τον οποίο ο Γάλλος στοχαστής Joseph de Maistre έβλεπε ως μέρος ενός πανευρωπαϊκού συστήματος ελέγχων και ισορροπιών.
Το πιο σημαντικό, κατά τα τέλη τού δέκατου ένατου και στις αρχές τού εικοστού αιώνα, το ίδιο το Βατικανό τελικά έφθασε να δει τα οφέλη τού να παίζει το δημοκρατικό παιχνίδι και να προωθεί κόμματα που θα υπερασπιστούν τις ανησυχίες τής εκκλησίας. Αρχικά, το έπραξαν με κακή πίστη – τα χριστιανοδημοκρατικά κόμματα ουσιαστικά λειτούργησαν ως ομάδες συμφερόντων μέσα σε ένα σύστημα του οποίου τη νομιμότητα η εκκλησία συνέχισε να απορρίπτει. Με την χρήση τού όρου «δημοκράτης», δεν σηματοδοτούσαν την αποδοχή τής αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, αλλά, μάλλον, την φιλοδοξία τους να συνεργαστούν με τους απλούς ανθρώπους. Μέχρι σήμερα, η προσέγγιση αυτή είναι εμφανής στην ανάδειξη όρων όπως «λαϊκό» ή «λαός» στα επίσημα ονόματα των χριστιανοδημοκρατικών κομμάτων.
Τα κόμματα έγιναν ισχυρότερα στις χώρες όπου η εκκλησία και το κράτος ήταν ομοιόμορφα ταιριασμένοι. Δεν υπήρχε ανάγκη για χριστιανοδημοκρατία σε μια βαθιά καθολική χώρα, για παράδειγμα στην Ιρλανδία, αλλά επίσης απέτυχε να ριζώσει στην Γαλλία, όπου οι Καθολικοί, αντιμετωπίζοντας επιθέσεις από τις αντικληρικές δημοκρατικές κυβερνήσεις, προσπάθησαν την πλήρη αλλαγή καθεστώτος. Αντιθέτως, εκεί όπου οι πολιτιστικοί πόλεμοι μεταξύ κοσμικών δυνάμεων και εκκλησίας ήταν έντονοι, αλλά τελικά οδήγησαν σε αδιέξοδο, όπως στην Γερμανία και στις λεγόμενες χώρες Μπενελούξ (Βέλγιο, Ολλανδία και Λουξεμβούργο), οι Καθολικοί επένδυσαν στην δόμηση κομμάτων.
Όπως έχει καταδείξει ο πολιτικός επιστήμονας Στάθης Καλύβας, οι ηγέτες των χριστιανοδημοκρατικών κομμάτων τελικώς ανέπτυξαν τα δικά τους συμφέροντα. Η εμπλοκή στο δημοκρατικό παιχνίδι έφερε οφέλη και πόρους - και οι Χριστιανοδημοκράτες αποδέχθηκαν τελικά την πολιτική συμμετοχή ως νομιμοποιημένη. Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν η δημοκρατία σάρωσε την Ευρώπη, το Βατικανό υποχώρησε κάπως: Έχοντας απορρίψει εντελώς το ιταλικό έθνος-κράτος και έχοντας απαγορεύσει στους Καθολικούς να παίξουν οποιονδήποτε ρόλο σε αυτό (ακόμη και με την απαγόρευση ψήφου), ο Πάπας υποστήριξε ένα νέο κόμμα που ονομάστηκε Popolari. Με το να ενώσει τους αγρότες και τα μικροαστικά στρώματα, το Popolari έγινε το δεύτερο μεγαλύτερο κόμμα στην χώρα μετά τους σοσιαλιστές.
Κατά την διάρκεια του Μεσοπολέμου, οι σχέσεις μεταξύ των χριστιανοδημοκρατών και της Αγίας Έδρας ψυχράνθηκαν σε ολόκληρη την Ευρώπη. Το Βατικανό είδε τα κόμματα που μπορούσε να ελέγξει ως χρήσιμα, αλλά περιθωριοποίησε αυτά που ήταν απρόθυμα να ακολουθήσουν τις οδηγίες από την Ρώμη και αντί με αυτά ασχολήθηκε κατευθείαν με τα κράτη. Προς τούτο, το Βατικανό εγκατέλειψε κόμματα όπως το Popolari και συνήψε ορισμένες διπλωματικές συμφωνίες που αποσκοπούσαν στην προστασία των συμφερόντων των Καθολικών - η πιο διαβόητη από τις οποίες ήταν η λεγόμενη Reichskonkordat ανάμεσα στον Χίτλερ και τον καρδινάλιο Eugenio Pacelli, ο οποίος αργότερα έγινε ο πάπας Πίος ΧΙΙ , τον Ιούλιο του 1933.
Δεν ήταν παρά μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο που τα χριστιανοδημοκρατικά κόμματα ελευθέρωσαν τον εαυτό τους πλήρως από το Βατικανό και ανέλαβαν ηγετικό ρόλο στην οικοδόμηση της μεταπολεμικής ευρωπαϊκής τάξης. Οι περιστάσεις δεν θα μπορούσε να ήταν πιο ευνοϊκές. Ο φασισμός και ο πόλεμος είχαν απαξιώσει τα ανταγωνιστικά κινήματα από την δεξιά. Και οι χριστιανοδημοκράτες είχαν θεωρηθεί ως η πεμπτουσία των ατλαντικών και αντικομμουνιστικών κομμάτων σε χώρες όπως η Ιταλία, η Δυτική Γερμανία, και άλλες όμορες χώρες τού Ψυχρού Πολέμου. Επιπροσθέτως, πλέον ενέκριναν την δημοκρατία, αν και με μια προειδοποίηση: Για να αποφευχθεί η διολίσθηση προς τον ολοκληρωτισμό, όπως ισχυρίστηκαν, οι δημοκρατικές κυβερνήσεις όφειλαν να έχουν πνευματικά ερείσματα - κάτι που παρεχόταν με τον καλύτερο τρόπο από την εκκλησία. Υπ’ αυτήν την έννοια, οι χριστιανοδημοκράτες απέρριψαν τόσο τον κομμουνισμό όσο και τον φιλελευθερισμό ως μορφές τού υλισμού. Αυτή η στάση δεν τους εμπόδισε τελικά από το να κάνουν ειρήνη με τον καπιταλισμό - ενώ επέμεναν ότι η θρησκεία ήταν επίσης αναγκαία για να κρατήσει υπό έλεγχο τα δεινά τής αγοράς.
Κόμματα, όπως η γερμανική Χριστιανοδημοκρατική Ένωση βγήκαν από την γραμμή τους για να συμπεριλάβουν τους Προτεστάντες –τερματίζοντας έτσι αιώνες θρησκευτικής σύγκρουσης. Στην πραγματικότητα, προσπάθησαν να γίνουν όσο το δυνατόν πιο συμμετοχικά, αντί να εμφανίζονται ως εκπρόσωποι θρησκειών (σεχτών). Το «σήμα κατατεθέν» τους ήταν μια κεντρώα πολιτική τής συναίνεσης και της διευθέτησης, στην βάση τής Καθολικής εικόνας μιας αρμονικής κοινωνίας, στην οποία ακόμη και το κεφάλαιο και η εργασία θα μπορούσαν να συνεργαστούν και η εκκλησία θα μπορούσε να διαδραματίσει έναν καίριο ρόλο στην παροχή κοινωνικών υπηρεσιών. Ωστόσο, εκείνη την χρονική στιγμή, οι παρατηρητές έλεγαν για τον Καθολικισμό αυτά που πολλοί Ευρωπαίοι λένε σήμερα για το Ισλάμ: Ότι ήταν εγγενώς ανελεύθερος και, ως ένα είδος μοναρχίας με έναν βασιλιά στη Ρώμη, ήταν ανίκανος να αποδεχθεί πραγματικά την δημοκρατία. Ο ιστορικός τού Χάρβαρντ, H. Stuart Hughes, για παράδειγμα, έγραψε το 1958, «Ένας χριστιανοδημοκράτης είναι κυρίως ένας χριστιανικός, και δημοκράτης μόνο σε μια ιεραρχική σχέση. Το επίθετο είναι πιο σημαντικό από όσο το ουσιαστικό».
Ωστόσο, οι χριστιανοδημοκράτες συνέχισαν να διαψεύδουν τους επικριτές τους. Στην Γερμανία, την Ιταλία, και - σε μικρότερο βαθμό - την Γαλλία, δημιούργησαν γνήσιες δημοκρατίες. Την ίδια στιγμή, όμως, κυβέρνησαν με κάμποση δυσπιστία προς την λαϊκή κυριαρχία. Ουσιαστικά προσπάθησαν να περιορίσουν τους ανθρώπους μέσω θεσμών όπως τα συνταγματικά δικαστήρια, να τους κάνουν πιο ηθικούς μέσα από τις διδασκαλίες τής εκκλησίας, για να τους υποβάλλουν σε μια νέα υπερεθνική τάξη: Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, για παράδειγμα, ήταν δημιούργημα των Βρετανών Συντηρητικών και των ηπειρωτικών χριστιανοδημοκρατών. Και ήταν οι τελευταίοι που έγιναν, επίσης, οι αρχιτέκτονες αυτού που σήμερα είναι γνωστό ως Ευρωπαϊκή Ένωση. Στο κάτω-κάτω, οι χριστιανοδημοκράτες - όπως και οι Καθολικοί, διεθνιστές από την φύση τους - έδωσαν μικρή αξία στο έθνος-κράτος. Στην πραγματικότητα, κατά τον δέκατο ένατο αιώνα, υπήρχαν πρόσφατα ενοποιημένα έθνη-κράτη, όπως η Γερμανία και η Ιταλία, που είχαν εξαπολύσει τους λεγόμενους πολιτισμικούς πολέμους (που έμελλαν να γίνουν γνωστοί ως οι Kulturkampf τού Ότο φον Μπίσμαρκ) εναντίον Καθολικών, οι οποίοι θεωρήθηκαν ύποπτοι ότι έθεταν την πίστη τους προς το Βατικανό πάνω από τη νομιμοφροσύνη τους προς το κράτος. Όμως, οι Χριστιανοδημοκράτες ήταν επίσης πλουραλιστές: Ήταν ικανοποιημένοι με μια ομοσπονδιακή, νομικά κατακερματισμένη ευρωπαϊκή κοινότητα που έμοιαζε με μια μεσαιωνική αυτοκρατορία περισσότερο από ό, τι ένα σύγχρονο κυρίαρχο κράτος.

Καταστροφείς Κομμάτων
Μετά από δεκαετίες ως κυρίαρχη πολιτική δύναμη στην Ευρώπη, οι χριστιανοδημοκράτες τώρα αντιμετωπίζουν την προοπτική τής παρακμής. Ορισμένοι παρατηρητές έχουν κατηγορήσει την εκκοσμίκευση για την αποδυνάμωση της λαϊκής υποστήριξης. Είναι αλήθεια ότι, από τις αρχές τής δεκαετίας τού 1960, οι εκκλησίες αδειάζουν σε όλη την ήπειρο. Αλλά τα ίδια τα κόμματα είχαν ήδη αρχίσει να επιμένουν ότι κάποιος έπρεπε απλά να υιοθετήσει τις ανθρωπιστικές ιδέες προκειμένου να είναι ένας καλός χριστιανοδημοκράτης. Το πραγματικό πρόβλημα προέκυψε με τον θρίαμβο ακριβώς του πολιτικού μοντέλου που είχαν ξεκινήσει να προωθούν από το 1950.
Οι περισσότερες χώρες τής Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης υιοθέτησαν αυτό το μοντέλο μετά το 1989, αλλά σχεδόν καμία από αυτές δεν ανέπτυξε χριστιανοδημοκρατικά κόμματα στο καλούπι τής γερμανικής Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης ή της ιταλικής Χριστιανικής Δημοκρατίας. Σε ορισμένες χώρες, όπως η Καθολική Πολωνία, οι χριστιανοδημοκρατικές ομάδες φαίνονταν περιττές∙ Σε άλλες, αποδείχθηκε ότι ήταν ριζικά διαφορετικές από τις δυτικοευρωπαϊκές αντίστοιχές τους σε δύο σημεία: Ήταν έντονα εθνικιστικές, και ως εκ τούτου δεν επιθυμούσαν να παραχωρήσουν ένα μεγάλο μέρος τής εθνικής κυριαρχίας που ανέκτησαν από την Σοβιετική Ένωση∙ Και ήταν πολύ πιο λαϊκιστικές, μη βλέποντας λόγο να μην εμπιστεύονται τον απλό λαό που είχε καταφέρει να επιβιώσει από τα κράτη των σοσιαλιστικών δικτατοριών, με το ήθος του φαινομενικά άθικτο.
Εν τω μεταξύ, πιο δυτικά, οι χριστιανοδημοκράτες έχασαν τον μεγαλύτερο εχθρό τους – τον κομμουνισμό - και μαζί με αυτόν πολύ από τον ιδεολογικό συνεκτικό ιστό που κρατούσε ενωμένους τους συχνά εριστικούς πολιτικούς συνασπισμούς. Στην Ιταλία, οι χριστιανοδημοκράτες είχαν συμμετάσχει σε κάθε κυβέρνηση από την εποχή τού Β’ Παγκοσμίου Πολέμου - με το αιτιολογικό ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα, το μεγαλύτερο στην Δυτική Ευρώπη, έπρεπε να μείνει απ’ έξω. Στις αρχές τού 1990, η εξαιρετικά διεφθαρμένη Democrazia Cristiana κατέρρευσε. Στην συνέχεια, ο Ιταλός πρωθυπουργός Σίλβιο Μπερλουσκόνι - ένας άνθρωπος όχι γνωστός για την αυστηρή τήρηση της καθολικής ηθικής - στην πραγματικότητα κληρονόμησε τις ψήφους τού κόμματος.
Σίγουρα, η Χριστιανική δημοκρατία, όπως αποδεικνύεται από την πρόσφατη επιτυχία τού ΕΛΚ, παραμένει η ισχυρότερη πολιτική δύναμη της ηπείρου στα χαρτιά. Ωστόσο, το κόμμα είναι βαθιά δυσλειτουργικό. Οι διαφωνίες για τον κορυφαίο υποψήφιό του για την προεδρία τής Ευρωπαϊκής Επιτροπής, τον Jean-Claude Juncker, καταδεικνύει το ζήτημα. Κατά την διάρκεια της προεκλογική εκστρατείας, κάποιοι ηγέτες τού ΕΛΚ προσπάθησαν να επωφεληθούν από τα αισθήματα κατά της ΕΕ. Ο Μπερλουσκόνι προσπάθησε επίσης να ηγηθεί της αντι-γερμανικής δυσαρέσκειας και απευθύνθηκε στους Ιταλούς που έχουν απηυδήσει με την λιτότητα. Αμέσως μετά τις εκλογές, ο Viktor Orbán, ο Ούγγρος πρωθυπουργός και πρώην αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, επιτέθηκε στον Juncker ως ότι είναι ένας παρωχημένος υποκινητής τής ευρωπαϊκής ενότητας, μιας ενότητας που δεν σέβεται τα εθνικά κράτη και τις παραδόσεις τους. Τα τελευταία χρόνια, ο Orbán είχε ήδη προκαλέσει εντύπωση όταν κήρυξε «πόλεμο ανεξαρτησίας» - σκοπός τού οποίου ήταν να κάνει τους Ούγγρους ανεξάρτητους από ακριβώς το πολιτικό πρόγραμμα τού ΕΛΚ, την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.

---------------------------------------------------------------
Όταν ο Λιθουανός, ο Ούγγρος ή ο Βούλγαρος λένε «Ευρώπαική Ένωση» και «δημοκρατία» εννοούν λεφτά, ενώ όταν λένε «ΝΑΤΟ» εννοούν ότι θέλουν να λυθούν τα εθνικά προβλήματα του παρελθόντος που τους βαρύνουν. Εννοούν την Συνθήκη του Τριανόν και του Νεϊγύ. Και των πολλών άλλων ανάλογων που υπάρχουν στην... «θύρα της Ευρώπης». Όταν ο Ούγγρος λέει «Ευρωπ. Ένωση» και «ΝΑΤΟ», δεν εννοεί ότι του λείπουν δημοδιδάσκαλοι που διδάσκουν την δημοκρατία'εννοεί ότι θέλει αλλαγή των συνθηκών εκείνων που τον μετέβαλαν από ένα προεξέχοντα λαό της κεντρικής Ευρώπης, σε μια μειονότητα γύφτων. Και όταν λέει τα ίδια πράγματα ο Αλβανός, εννοεί ότι θέλει μια λύση εκείνων των προβλημάτων που μετέβαλαν την χώρα του -μια από τις πλουσιότερες και στρατηγικότερες χώρες της Μεσογείου, που αποτέλεσε τον φορέα ενός από τα πιο ανεπτυγμένα και πλούσια τμήματα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ως τις αρχές του 19ου αιώνα- σε μια επικράτεια από παρίες.
Έχει όμως η «Ευρώπη» καμία λύση γι'αυτά τα προβλήματα;. Τους «διανοούμενους της Ευρώπης» είδαμε ότι δεν τους απασχολούν τέτοια προβλήματα, ενώ με την κρίση της Βοσνίας είδαμε ότι η «ευρωπαϊκή πολιτική» εξαντλείται απλώς στο «Prestige» των «μεγάλων δυνάμεων» του παρελθόντος. Ακόμη... Αλλά λύσεις δεν είδαμε, ακριβώς διότι μέσα στα πλαίσια της παραδεδομένης πολιτικής δεν υπάρχουν λύσεις γι'αυτά τα προβλήματα. Τι λύση μπορεί να είναι τα «καντόνια»; Η Βοσνία είναι φυλετικά σερβική (και οι μωαμεθανοί, Σέρβοι φυλετικά είναι) με μεγάλους θύλακες μωαμεθανών στο κέντρο και ορισμένους Κροατών νοτιοδυτικά. Πως θα δεχθεί τα καντόνια ο Σέρβος; Να γίνει πάλι η Βοσνία δύο κράτη; Ο χωρισμός θα περάσει αναγκαστικά μέσα από τους μωαμεθανούς, οπότε δεν μπορούν να το δεχθούν αυτοί.
Αυτές οι «λύσεις», στις οποίες εξαντλήθηκαν οι προσπάθειες των «μεσολαβητών», δεν αποτελούν λύσεις, διότι ακριβώς προέρχονται από δυτικοευρωπαϊκές παραστάσεις περί πολιτικής του παρελθόντος...
---------------------------------------------------------------

Μέρος τού προβλήματος, λένε ορισμένοι παρατηρητές, είναι ότι το ΕΛΚ - περιλαμβάνοντας όχι λιγότερες από 73 κόμματα-μέλη από 39 χώρες - είναι απλά υπερεκτεταμένο. Στις αρχές τής δεκαετίας τού 1990, ο Helmut Kohl, τότε καγκελάριος τής Γερμανίας, και ο Wilfried Martens, πρώην πρωθυπουργός τού Βελγίου και στην συνέχεια πρόεδρος τού ΕΛΚ, στρατολόγησαν πολιτικούς σε όλη την Ευρώπη, κράτησαν σχετικά χαμηλά στάνταρ, με ελάχιστο ενδιαφέρον για την πραγματική δέσμευση των νέων οπαδών στα ιδανικά τού κόμματος. Ο Κολ ήταν ανένδοτος ότι οι χριστιανοδημοκράτες δεν είχαν χτίσει την Ευρώπη απλώς για να την παραδώσουν στους σοσιαλιστές, και ότι το ΕΛΚ έπρεπε να παραμείνει η μεγαλύτερη πολιτική ομάδα τής ηπείρου με κάθε κόστος.
Το βαθύτερο πρόβλημα, όμως, αφορά στην ιδεολογική ιδιαιτερότητα του κινήματος. Ηγέτες όπως ο Κολ ήταν πρόθυμοι να αναλάβουν κινδύνους για την Ευρώπη. Σήμερα, δύσκολα κάποιος μπορεί να βρει αληθινούς πιστούς που θα βάλουν την σταδιοδρομία τους σε κίνδυνο για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, και λιγότερο από όλους η σημερινή καγκελάριος της Γερμανίας. Στα ερωτήματα σχετικά με τις αγορές και την ηθική, οι χριστιανοδημοκράτες είχαν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να επανεφεύρουν τον εαυτό τους μετά την οικονομική κρίση: Θα μπορούσαν να έχουν φέρει πίσω τα παλιά ιδανικά τους για μια οικονομία, για παράδειγμα, στην οποία η ηθική μονάδα είναι μια κοινωνική ομάδα με νομιμοποιημένα συμφέροντα, όχι ένα άτομο που μεγιστοποιεί τα κέρδη του. Αντ’ αυτού, οι Γιούνκερ και Μέρκελ έχουν αγκαλιάσει πλήρως τις συμβατικές πολιτικές λιτότητας, και σε μεγάλο βαθμό έχει ξεχαστεί ότι ο Ιταλός πρωθυπουργός Matteo Renzi - η μεγάλη ελπίδα τής ευρωπαϊκής Αριστεράς - στην πραγματικότητα ξεκίνησε ως μέλος τού ανασυσταθέντος Popolari (και, ακόμα νωρίτερα, ως καθολικός πρόσκοπος).
Οι χριστιανοδημοκράτες τής Ευρώπης θα μπορούσαν επίσης να αντιγράψουν μια σελίδα από το πρόγραμμα των Αμερικανών συντηρητικών, επικεντρωνόμενοι ξανά στα κοινωνικά ζητήματα και διεξάγοντας έναν δικό τους Kulturkampf εναντίον τής εκκοσμίκευσης. Μερικοί έχουν ήδη δοκιμάσει: Κατά την διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, το ισπανικό Λαϊκό Κόμμα κινητοποίησε τις Καθολικές ψήφους ενάντια στον σοσιαλιστή πρωθυπουργό José Luis Zapatero, ο οποίος είχε προτείνει την νομιμοποίηση των γάμων μεταξύ ομοφύλων. Σε αντίθεση με τα κλισέ τής θρησκευόμενης Αμερικής και της άθρησκης Ευρώπης, εξακολουθεί να υπάρχει σημαντικό δυναμικό για τέτοιου είδους εκστρατείες σε ορισμένες χώρες τής Νότιας και της Ανατολικής Ευρώπης. Είναι χαρακτηριστικό, πάντως, ότι οι Ισπανοί ψηφοφόροι τελικά απομακρύνθηκαν από τον Θαπατέρο για τους χειρισμούς του στην ευρωπαϊκή κρίση.

Διαγωνισμός Δημοφιλίας
Οι χριστιανοδημοκράτες αντιμετωπίζουν ένα δύσκολο δίλημμα. Οι πολιτικοί τους στόχοι είναι απλώς οριακά διαφορετικοί από εκείνους των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων στα οικονομικά ζητήματα. Ένας Kulturkampf είναι επικίνδυνος, αλλά το να είναι κανείς πολύ μέσα στην επικρατούσα τάση στα κοινωνικά θέματα, δημιουργεί πολιτικό χώρο για τις ομάδες που παρουσιάζονται ως πραγματικά συντηρητικές. Τα πολιτικά κόμματα, όπως το «Εναλλακτική για την Γερμανία», το οποίο επικεντρώνεται κυρίως στο να αντιτίθεται στην ΕΕ αλλά υπερασπίζεται όλο και περισσότερο την παραδοσιακή ηθική, και το γαλλικό Εθνικό Μέτωπο, είναι οι ευεργετηθέντες.
Το πιο σημαντικό, οι χριστιανοδημοκράτες βρίσκονται κάτω από έντονη πίεση από τους δεξιούς εθνικιστές και τους λαϊκιστές. Και δεδομένου ότι δεν τολμούν πλέον να υπερασπιστούν τα φιλόδοξα σχέδια για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, οι πάλαι ποτέ αρχιτέκτονες της ηπειρωτικής ενότητας είναι περισσότερο ή λιγότερο ανυπεράσπιστοι. Οι πολιτικές τους υπέρ των διευθετήσεων δεν λειτουργούν ως απάντηση στους λαϊκιστές, που ευδοκιμούν στην πόλωση και στις πολιτικές σχετικά με τις ταυτότητες. Η παλιά τάξη των συνασπισμών που στήριξε την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση στις κάλπες και επωφελήθηκε από αυτήν οικονομικά - η μεσαία τάξη και οι αγρότες - έχει μειωθεί σχεδόν παντού. Αυτός ο μακροπρόθεσμος μετασχηματισμός καθιστά απίθανο ότι η χριστιανοδημοκρατία θα ανακτήσει ποτέ την δεσπόζουσα θέση που είχε στα μεταπολεμικά χρόνια. Αυτό αφήνει την ΕΕως ένα κούφιο κέλυφος: Τα ιδανικά που κάποτε κινητοποιούσαν τα σχέδια της ολοκλήρωσης φαινομενικά έχουν ξεχαστεί, υπερασπιζόμενα μόνο από μικρά κόμματα όπως οι Πράσινοι.
Η Ευρωπαϊκή Ένωσηδεν θα καταρρεύσει ως αποτέλεσμα όλων αυτών. Το πραγματικό πρόβλημα είναι η μισοτελειωμένη ευρωζώνη. Όπως οι Ευρωπαίοι έχουν μάθει με μεγάλο κόστος κατά τα τελευταία χρόνια, η ευρωζώνη όπως υπάρχει σήμερα είναι ελλιπής και μη συνεκτική: Είναι μια νομισματική ένωση που δεν επιτρέπει τον σωστό συντονισμό των δημοσιονομικών πολιτικών ή μια πραγματική σύγκλιση των οικονομιών των συμμετεχόντων. Μια πλημμύρα φθηνού χρήματος από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα - η τρέχουσα λύση για την κρίση τού ευρώ - απέτυχε να αντιμετωπίσει τα διαρθρωτικά προβλήματα των μεμονωμένων κρατών και της ευρωζώνης στο σύνολό της. Το να λειτουργήσει το ευρώ μακροπρόθεσμα θα απαιτήσει μια προθυμία να αναληφθούν πολιτικοί κίνδυνοι και υλικές θυσίες. Και οι ημέρες που ο χριστιανοδημοκρατικός ιδεαλισμός ήταν ικανός να παράγει και τα δύο, έχει τελειώσει.

Jan-Werner Müller
Πηγή
Foreign Relations
Published by the Council on Foreign Relations

Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

---------------------------------------------------------------
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική
- Το μέλλον της Ε.Ε, η Ανατολική Ευρώπη -η Ουκρανία- και τα Βαλκάνια, ο Huntington, ο Brzezinski και οι πλανητικές πολιτικές των Η.Π.Α. Τα «Ανθρώπινα δικαιώματα», η «σύγκρουση των πολιτισμών» και τα «Ευρασιατικά Βαλκάνια» ως βαλκανοποίηση της υφηλίου και καλλιέργεια της ελεγχόμενης αναρχίας. Η απόρριψη του διλήμματος μεταξύ πυρηνικού ολοκαυτώματος ή πολιτιστικής ανυπαρξίας - προς μιας νέα ιστορική σύνθεση που θα εναντιώνεται στις θεωρίες και τους υπολογισμούς γραφείου-εργαστηρίου.
---------------------------------------------------------------


.~`~.
ΙΙ
How Obama Is Driving Russia and China Together

American bluff and bombast toward Moscow has stoked Russian nationalism, convinced Putin we're weak, and fostered a dangerous realignment.
*
PRESIDENT BARACK Obama likes to say that America and the world have progressed beyond the unpleasantness of the nineteenth century and, for that matter, much of the rest of human history. He could not be more wrong. And as a result, he is well on the way to repeating some of history’s most dangerous mistakes.
Few would think to compare Obama to Russia’s last czar, Nicholas II. Nevertheless, Emperor Nicholas II, like President Obama, thought of himself as a man of peace. A dedicated arms controller, he often called for a rules-based international order and insisted that Russia wanted peace to focus on its domestic priorities. Of course, Obama’s philosophy of governance and world outlook differ profoundly from those of this long-dead autocrat. Yet there is one disturbing assumption they appear to share in foreign affairs: the idea that as long as you do not want a war, you can pursue daring policies without risking conflict or even war.
Consider Ukraine. In March, Obama said, “We are not going to be getting into a military excursion in Ukraine.” Nicholas II also declared that there would be no war between Russia and Japan on multiple occasions on the eve of their 1904–1905 conflict. How could there be a war if he did not want it, the czar said to his advisers, especially because he considered Japan far too small and weak to challenge the Russian Empire.
While Nicholas II genuinely did not want war, he assumed that Russia could get away with almost whatever it wanted to do in the Far East. At first, Japan reluctantly acquiesced to Russian advances—but Tokyo soon began to warn of serious consequences. Overruling his wise advisers, Finance Minister Sergei Witte and Foreign Minister Vladimir Lamsdorf, the czar decided to stay the course. He saw Japan’s concessions as evidence that the “Macacas,” as he derisively called the Japanese, would not dare to challenge a great European power. When they did, the result was humiliation and a devastating blow to Russia’s global standing.
From the outside, the Obama administration appears to be following a similar trajectory in its approach to Russia. Top officials seem to believe that short of using force, the United States can respond as it pleases to Moscow’s conduct in Ukraine without any real risks. At the same time, the administration has gone to great lengths to personalize the dispute by targeting Russian president Vladimir Putin’s associates and graphically describing Putin’s flaws and transgressions, including in State Department fact sheets. And even as it takes these measures, liberal hawks and neoconservatives are denouncing Obama as weak for not going further.
The weakness is there, but the bellicose stances that Obama’s critics espouse are unlikely to deter Moscow and might even do the opposite. So far, the United States has fundamentally miscalculated in dealing with Russia. By indulging in bluff and bombast, it has created the worst of all worlds. It has stoked Russian militant nationalism, convinced Putin that the United States is weak and indecisive, and exposed the divisions within the West. These difficulties will only be compounded if the Obama administration yields fully to the incessant scoldings of those in Washington who are eager to start Cold War II, regardless of whether they are really prepared to fight it.
Especially misleading is the sense that the Kremlin’s apparent steps back from the brink in late May are due to the success of U.S. policy. The easiest invasion to prevent is one that was never really intended; much evidence indicates that Putin well understood the great costs of a large-scale intervention in Ukraine and likely sought leverage rather than control, much less possession. But if U.S. policy makers and politicians decide that Washington and Brussels can return to business as usual by encouraging newly elected Ukrainian president Petro Poroshenko to bring his country into NATO, dismiss Moscow’s concerns, and crush opposition in eastern and southern Ukraine, Putin’s resolve could grow, as it did in the case of Crimea.
Moreover, efforts to isolate and punish Moscow will push it into seeking closer ties with China. Supplying Ukraine or the Baltics with a blank check would only encourage the kind of behavior that may cost them dearly if Russia disregards NATO’s red lines. The appropriate response to Russia is to consider how we can convince it to choose restraint and, when possible, cooperation. Such an approach must be based on an analytical assessment of how Russia defines its interests and objectives rather than the way American policy makers would define them in Moscow’s shoes. It will also require a combination of credible displays of force that appear distasteful to Obama and credible diplomacy that looks distasteful to his critics.
In the Ukraine crisis, Obama should have kept all options open rather than publicly renouncing a military response or even meaningful military aid. And that possibility would have had to be communicated to Putin quietly but clearly, including through significant troop movements, as Richard Nixon and Henry Kissinger did during the 1973 Yom Kippur War. America’s obligation to protect its allies includes a responsibility to avoid exposing them to unnecessary danger with actions that may tempt Russian leaders to demonstrate their toughness without deterring them in any real sense—a posture that could force the United States and NATO to choose between war and humiliation. An arrangement that can bring lasting results would require tact and diplomacy, vision and strength—all qualities that have been conspicuously lacking in the Obama administration.
Obama’s impulse to personalize the dispute suggests that he has been personally offended by Putin. No doubt Russia’s president has a unique background and macho style that make it easy to portray him as the devil incarnate, particularly in Western media outlets that prize simple narratives over complex storytelling or analysis. What’s more, his political practices inside Russia are increasingly authoritarian and contemptuous of dissent. Though Putin publicly emphasizes the rule of law and campaigns against corruption, those close to him operate with virtual impunity, which encourages lower-level bureaucrats to ignore the Kremlin’s demands to stop corrupt behavior. Perhaps ironically, Putin’s general success in taming the oligarchs’ political ambitions has in practice further empowered the bureaucracy at the expense of civil society; the oligarchic media empires of the 1990s were far from objective, but did serve as a check on officials at all levels. The State Duma is dominated by the ruling United Russia party and all factions defer to the president on key issues.
Internationally, the Russian government frequently pressures its neighbors to play by Moscow’s rules and does not hesitate to use energy exports as a political weapon. In Ukraine, Putin retracted his own misleading initial denials of a major Russian military role in Crimea. The Kremlin’s demands that Kiev’s interim government avoid using force against armed rebels because no country should employ the military against its own people rang hollow after Russia’s support for Bashar al-Assad’s brutal rule in Syria—not to mention Moscow’s own wars in Chechnya. Of course, the Obama administration, too, does not suffer from excessive consistency, first demanding that Ukraine’s Viktor Yanukovych refrain from using force against protesters and then voicing support as the new Kiev government did exactly that.
But whatever one makes of Putin’s KGB background and his leadership style, it takes two to tango. And thus it is impossible to set aside Obama’s own origins as a civil-rights activist and community organizer whose passion animates an ends-justify-the-means attitude toward bending and exploiting the rules both domestically and internationally, as seen in the recent agreement for the release of Taliban captive Bowe Bergdahl. Unlike Ronald Reagan—another moralist president—Obama does not appear truly occupied with international affairs, which seem like an unwelcome distraction from his transformative domestic agenda. He is thus disengaged and uninterested in understanding the other side. When combined with three other contrasts with the Reagan administration—a weak foreign-policy team, defense cuts and reluctance to use force—this produces a pushy but casual and weak moralism. Obama appears to dismiss Chinese and Russian interests because their undemocratic governments by definition make their interests less legitimate, while he simultaneously looks reluctant to do what is necessary to implement his numerous red lines. As a result, rivals like Russia and China are more offended than deterred. At the same time, allies and friends question Obama’s resolve after decisions like the administration’s announced withdrawal from Afghanistan no matter what happens there.

UNDERSTANDING THE Ukrainian crisis requires going beyond what is happening in that bitterly divided country to assess the complex politics of the post-Soviet region and the conflicting impulses on both sides. What worries the United States, the European Union, and their allies and friends is the question of, as the Economist put it, in its typically eloquent but superficial way, “Where is Globocop?” How will America’s inability to impose its will on a defiant Russia affect the West’s credibility in upholding the world order? During the Cold War, the United States was expected and able to protect NATO members and other key allies such as Japan, Israel and Saudi Arabia. Still, the realities of the rival Soviet bloc created objective constraints on how far Washington policy makers were prepared to go and enforced intellectual discipline in their decision making. During the post–Cold War years, the United States and its allies gradually concluded that they could act as masters of the world without meaningful opposition from another great power. They reached this view by trial and error, starting with the fully justified and remarkably easy Gulf War and continuing with (for America and NATO) bloodless victories in the Balkans and later setbacks in Iraq and Afghanistan. Since no other great power sought crises in the latter two countries, neither of these disappointments became an outright defeat like what transpired in Vietnam—though they have fueled a new reluctance to use military power among President Obama and many Americans across the political spectrum.
America’s professional military force—and NATO allies’ willingness to stand tall behind a U.S. shield without spending much on their own capabilities—facilitated this new conventional wisdom. Washington and Brussels forged themselves into a new “international community” that felt entitled and able to act on behalf of all humanity without special effort to assess humanity’s preferences in advance or reactions afterward. The expansion of NATO and the European Union to include especially pro-American and anti-Russian new members from the former Soviet bloc contributed to a spirit of transatlantic solidarity and missionary zeal unprecedented since the immediate post–World War II period. But unlike the transatlanticism of the 1940s and 1950s, this version came with a sense of entitlement and impunity founded on the unexpectedly easy victory by forfeit in the Cold War and the apparent absence of a serious geopolitical rival.
In reality, of course, precisely as this mind-set took firm hold among American and European elites, the world was changing. For much of this period, Beijing was generally willing to acquiesce to U.S. and European international conduct. Over time, however, China began to establish itself as an emerging great power and to act accordingly. Chinese leaders share many of their Russian counterparts’ reservations about assertive Western global hegemony and democracy promotion, and they have become increasingly comfortable acting on them—including in concert with Moscow, as was most clear in the UN Security Council deliberations over Syria.
At the same time, Russia recovered from its post-Soviet collapse and the disastrous, radical economic reforms of the 1990s to become a resurgent power. While Russia is still primarily a regional power, its size and geography make that region a very substantial one. Moreover, the asymmetries between Russia and most of its neighbors make it a power they ignore at their peril. Finally, Russia’s modernized strategic nuclear forces gave Putin and his colleagues the sense that no one would dare to treat Russia like Yugoslavia or Iraq.
Russia’s annexation of Crimea and its threat to the rest of Ukraine thus challenged two decades of experience. Moscow’s new assertiveness triggered memories of the Cold War and prompted righteous indignation in the United States and Europe, where many reacted angrily to the idea that a former KGB officer and his lieutenants could threaten their self-evidently virtuous liberal world order. Moscow had a different perspective, of course, born of escalating resentment of the way in which the West defined and enforced the rules, perhaps most notably in NATO’s interventions in Bosnia and Kosovo and the West’s support for Kosovo’s independence. Notwithstanding Polish foreign minister Radoslaw Sikorski’s statement that Russia’s annexation of Crimea was the first time since World War II that someone “has taken a province by force from another European country,” the first occasion was actually NATO’s removal of Kosovo from then-democratic Serbia, despite a UN Security Council resolution and eight years as a NATO protectorate that removed any humanitarian threat to the Kosovars. Because of events like this, Kremlin officials increasingly saw U.S. and European proclamations about international law through the lens of the enduring Russian proverb that rules are for servants, not masters. At the same time, they were angered that after assurances that NATO enlargement would make Russia more secure, the alliance’s new members seemed to make NATO only more hostile toward Russia. After several years of rapid economic growth and increases in military spending, Moscow saw itself as a master capable of enforcing its will—at least along its own frontiers.
Meanwhile, focused on domestic politics and entranced by post–Cold War triumphalism, America’s political elites worked assertively to short-circuit debate and to marginalize anyone who questioned their international assumptions. The end result was a foreign policy in which, as George F. Kennan described it, “a given statement or action will be rated as a triumph in Washington if it is applauded at home in those particular domestic circles at which it is aimed, even if it is quite ineffective or even self-defeating in its external effects.” Publics in America—and Europe—were also proud of their international successes and were thus prepared to accept their governments’ activism so long as it worked and so long as continued prosperity made it cheap. Now, however, they are much less willing to support interventionist policies, meaning that out-of-touch elites will likely lack the political support to finish what they might succeed in starting.

WHAT THE triumphalists failed, and continue to fail, to recognize is how little is truly new in world politics. This is not the first time that a dominant alliance has claimed exceptional virtue and exceptional prerogatives. Quite the contrary. During the early nineteenth century, for example, the Holy Alliance made some of the same arguments in outlining its obligations to protect the kings and princes of Europe. Claiming divine virtue and superior political systems, its proponents acted with no less moral conviction or entitlement than today’s Western democracy promoters.
Of course, the combination of human nature and democratic politics virtually assures that while promoting universal values, powerful nations and alliances also take care of their interests—and see their opponents’ interests and perspectives as inherently inferior. In fact, in proclaiming a unipolar world and making himself a global democracy enforcer, former president George W. Bush briefly went even further than Russia’s Czar Nicholas I, who won fame as the “gendarme of Europe” for making the Continent safe for autocracy.
Statesmen like Otto von Bismarck and Benjamin Disraeli ruthlessly advanced what they saw as their nations’ true interests while coldly appraising their rivals’ aims and views. As the German author Emil Ludwig wrote, what most repelled the Iron Chancellor in dealing with Russia was “that country’s bold claim to equality of right—a claim he has never been able to endure, whether in politics, family life, or ministerial councils.” Despite this, Bismarck understood that Russia was a major factor in European politics and one that Prussia’s kings had to live with—and could even find useful to advance their core interests, including in unifying Germany. Today’s Western leaders, however, are more preoccupied with short-term political fortunes than strategic national interests.
Nowhere is this clearer than in America’s relations with Russia. The swing from euphoria over the fall of the Berlin Wall to noisy calls for a new cold war provides a sobering reminder of the superficiality of American analysis of Russia’s motives and goals. Instead of responding emotionally to Russian actions, the United States should adopt a more calculating approach toward Moscow. One fundamental mistake that those thirsting for a cold war are making is to assume that Putin has a grand master plan for re-creating the Soviet empire. Putin’s long-term desire to enhance Russia’s power and influence is clear—and he has not hesitated to act on it in the current crisis over Ukraine. Yet, he has also sought partnership with the West at times and clearly hopes—correctly or incorrectly— that Russia’s annexation of Crimea does not foreclose future engagement.
Indeed, looked at from a historical perspective, Moscow’s conduct does not suggest a crusade to rebuild the Soviet Union. Yes, Putin has said that he considers the collapse of the USSR to be a terrible tragedy, and he clearly seeks a greater political, security and economic role for his country in the post-Soviet region. But consider this: until the crisis in Ukraine, Moscow used force against a neighboring state only one time, in 2008, after Georgian president Mikheil Saakashvili first ordered attacks on Russian peacekeepers in South Ossetia. Before that, Abkhazia and South Ossetia had been largely under de facto Russian control for years. Despite the fact that both are contiguous to Russia’s territory and reliant on Russian subsidies to survive economically, the Kremlin did not choose to integrate them into Russia.
Then there is Ukraine. Russia’s annexation of Crimea was not predetermined and resulted from a complex and multidimensional process. There is no evidence that Putin would have tried to take over Crimea without the combination of humiliating defeat and political opportunity that Obama and his EU associates presented to him after their Ukrainian political protégés drove former president Viktor Yanukovych from office without quite following the parliamentary procedures required to impeach him under the country’s constitution. The result was regime change, which is not a rules-based policy, especially when it assertively extends the West’s—let’s be honest about it—sphere of influence to the single most strategically, economically, historically and emotionally significant area on Russia’s borders. After contributing to the Crimean fiasco, it is little wonder the president sounds so defensive.

IF THE United States and the European Union want to prevent Putin from taking further action, they must be clear-eyed about the policies that can produce results at an acceptable cost. Targeted sanctions against Putin’s inner circle and other Russian officials and politicians—some of whom appear to have been sanctioned for reasons unrelated to Ukraine—will not change Russian policy. Their impact is too limited, and, unlike their counterparts in Ukraine, Russian tycoons do not have political influence or control members of the legislature. Moreover, Putin can compensate them for any losses even as his security apparatus watches them for signs of weakness under foreign pressure.
Further U.S. and EU sanctions could have a severe impact on Russia’s economy. However, Americans should understand that both Kremlin officials and Russia’s citizens would see crippling “sectoral” sanctions against Russia’s financial institutions or energy companies as acts of economic warfare. Such sanctions would not only impose costs on our own side—particularly the Europeans, and Germany most of all—but also encourage the Russian government to treat the United States and its allies as enemies rather than superiors. History provides scant evidence to suggest that Moscow would change course; far-reaching sanctions have not changed policy in Cuba, North Korea or Iran. Likewise, the U.S. oil embargo targeted against Japan before World War II did not contain the crisis—it accelerated it. Putin is supported by a political consensus that submission is no longer a sustainable foreign-policy option.
Moreover, when one hears U.S. officials and members of Congress declare that sanctions have brought Iran to its knees, it is hard to know whether to laugh or cry. Iran has not abandoned enrichment, stopped developing long-range missiles or ceased assistance to Syrian president Bashar al-Assad. Russia is economically much stronger than previous sanctions targets such as Iran, and as of this writing, some 86 percent of the population supports Putin, at least for now, and many on the Internet claim that if anything, Putin is the accommodationist.
Launching economic war against Russia would mean entering uncharted territory. Moscow would have no shortage of options, and many are already under discussion publicly and privately. First, Russia might start cooperating with anti-Western movements from Afghanistan to the Middle East, Africa and Latin America. The list of such governments and groups interested in Russian assistance would be long and imposing. According to Mikhail Gorbachev’s adviser Alexander Yakovlev, when the U.S.-Soviet relationship reached a crisis level in 1983–1984, former Soviet leader Yuri Andropov ordered considerable expansion of the USSR’s support for terrorism, something that contributed to the dramatic hostage takings in Lebanon.
Among plausible recipients of Russia’s sophisticated weapons might be Iran, which is currently suing Russia for failing to fulfill its obligation to supply S-300 antiaircraft missiles. Russia suspended delivery of these weapons at the urging of the Israeli government, which it considers friendly. If it chose, however, Moscow could bypass the more moderate government of Hassan Rouhani and offer expedited delivery of the S-300 systems, or the more advanced S-400, directly to Supreme Leader Ali Khamenei. Israel might want to attack Iran’s nuclear installations before the missiles arrived—something that could trigger a war in the Gulf, attacks on American targets, oil and gas supply disruptions, and huge increases in energy prices. Russian officials may expect that this would improve the Kremlin’s bargaining position vis-à-vis the West, especially Europe. Avoiding concessions to Moscow might mean making them to Tehran, possibly at Israel’s expense. Which is less palatable?
The Obama administration should also be much more careful about its message to Ukraine’s government. Visible U.S. support is important, but Washington must avoid providing officials in Kiev with the same false sense of support that facilitated Saakashvili’s ruinous confrontation with Moscow.
An escalating dispute in Ukraine could not but affect already-struggling European economies. Investor confidence could become especially shaky in the Baltic states, where Moscow could exploit any economic slowdown to mobilize significant and poorly integrated ethnic Russian communities in Estonia and Latvia to destabilize governments. Latvia’s capital, Riga, already has an ethnic Russian elected mayor who openly favors a closer relationship with Moscow.
Some will argue that Moscow would not risk this with NATO members. But notwithstanding President Obama’s references to Russia’s weakness, Russia has an impressive superiority in conventional forces vis-à-vis Ukraine and in Central Europe and a roughly ten-to-one superiority in tactical nuclear weapons, of which it has an estimated two thousand, compared to about two hundred deployed in Europe for the United States. Russian military planners consider tactical nuclear weapons an important component in the overall balance of forces and are preparing integrated war plans that include nuclear options. Even more dangerous, Russian generals might assume that NATO would recognize this imbalance and would therefore not dare to escalate.
Finally, while Russia may have limited options to impose direct economic harm on the United States, Americans should recognize that attempting to use U.S. dominance in the international financial system as an instrument against another major power will encourage not only Moscow but also other nations to see the American-centered global financial system as a threat. This could put new momentum behind existing efforts to weaken America’s international financial role and might even prompt some to seek to undermine the global financial system as we know it today. Since that system is a key source of U.S. strength and prosperity, Obama administration officials should think twice before weaponizing international finance. New reports suggest that Russian companies are already exploring nondollar settlements with Chinese firms; even if modest, this could open a Pandora’s box.

THESE OMINOUS possibilities are far from inevitable. Putin and his associates would have to consider huge potential costs to Russia—and to their personal fates—before upping the ante with NATO. Nevertheless, these dire scenarios are not fantasy. What is remarkable is that few in the U.S. executive branch or Congress are paying the slightest attention.
It is not merely intellectually inconsistent but also peculiar that the same officials and commentators who view Putin as an evil genius also expect him to accept Western punishment with a combination of easily dismissed bluster and toothless symmetrical action. Likewise, it may be politically convenient to ignore the very real possibility of Russia drawing closer to China, but it is strategically reckless. By any logical criteria, American leaders should see China rather than Russia as their greatest challenge.
China is both more central to the world economy and more integrated into the world economy than Russia. Despite its assertive conduct, Beijing is not seeking conflict with the United States. Like Russia’s leaders, however, Chinese officials see Washington as bent on containment and a potentially dangerous democracy-promotion policy. This is an important confluence of interests between China and Russia that U.S. leaders must consider. The post–Cold War world is over and a new world is emerging.
Of course, there are big differences in interests between Russia and China—and each has enduring grievances against the other. No less important, China’s nominal GDP is roughly four times the size of Russia’s, and it is much more connected to the U.S. economy. Thus, under normal circumstances, Beijing and Moscow feel that they need Washington, particularly when it acts in concert with Brussels, more than they need each other. But are today’s circumstances still normal? If both governments believe they face dangerous pressure, each may see the other as a natural partner in balancing against the West. New public U.S. cyberespionage charges against Beijing may further sway China toward Moscow.
While China abstained from voting on the resolutions concerning Crimea in the UN Security Council and the UN General Assembly, it was still pretty clear where Beijing’s sympathies rested. China is reluctant to support Russian positions openly, especially in view of its own separatism concerns. Despite this, China does not approve at all of the way the United States and the European Union have handled the Ukraine situation. The Ukraine crisis will push Russia and China closer, but exactly how much closer depends on U.S. and EU policies. At a minimum, they have much that unites them, including difficulties with their immediate neighbors, each of which are supported by the United States. Putin and Chinese president Xi Jinping signed a major natural-gas agreement as well as an unreported foreign-policy coordination agreement during their May 2014 meeting; though neither may live up to Moscow’s hopes, U.S. and European officials will take grave risks if they ignore or minimize the Sino-Russian relationship. From time immemorial, efforts to isolate a major power without defeating it have generally led to international realignments and new alliances—and whatever Obama may think, the present century is unlikely to differ from the previous five millennia of recorded history. A contest between two revisionist coalitions—the hegemonic West and a rising China–resurgent Russia alignment—could be explosive.
In this context, it is useful to remember how Bismarck won an informal alliance with Russia by supporting Czar Alexander II against England and particularly France during an 1863 rebellion in Poland. Alexander II warned Napoleon III that continued French support for the insurrection would force him to abandon his alliance with France. Facing public pressure, Napoleon III ignored this warning. Seven years later, Prussia crushed France, Napoleon III lost power and a unified Germany was born—in no small part because Bismarck persuaded Alexander II to remain on the sidelines. China may not have a Bismarck, but Beijing could become increasingly bold in pursuing its geopolitical ambitions with tacit Russian support.

BY ALL appearances, Putin does not want (with or without Western sanctions) to invade Ukraine and accept the enormous costs of absorbing all or part of it even if some rhetoric clearly could be viewed as a threat to Kiev and encouragement to pro-Russian elements. Since the United States and European Union are likewise unprepared to fight to reverse the annexation of Crimea, the current standoff may remain under control for the time being. What we need to understand, however, is that Ukraine is today’s equivalent of both the Balkans and the Middle East of the Sykes-Picot era—an artificially divided land, assembled by Soviet Communist leaders on the basis of arbitrary borders. It includes people who speak different languages, have different religions, belong to different cultures and even civilizations, and have rather different aspirations.
The combination of contrasting historical narratives and an explosive political and demographic mix in Ukraine requires a lasting solution. This should include a unified federal Ukraine with meaningful autonomy for its regions and the right to select its own direction, though Kiev would not be able to enter NATO in the foreseeable future. With a modicum of goodwill and common sense, plus a genuine desire on all sides for a mutually acceptable solution, this is almost certainly within reach. The alternative is for Ukraine to lurch from one crisis to the next, never quite knowing exactly which specific event might trigger a full-scale confrontation between NATO and Russia in which military leaders on both sides would demand immediate and drastic measures to avoid being hit first.
One more look at the past is thus in order: Europeans were relieved when Austria’s 1908 annexation of Bosnia did not lead to war because Russia was still weak after its disastrous conflict with Japan and chose to retreat. New crises flared up in the Balkans over the next few years, but ended without general conflagration. Unfortunately, the brief periods between crises were misleading pauses in an ongoing struggle rather than times of peace. Like today, the forces at work extended far beyond the narrow disputes that erupted in the Balkans and elsewhere and few connected the dots—including to the second Morocco crisis in 1911, when Russia opted to support France after Paris promised loans that Berlin refused. As before World War I, there is much more than one point of friction that could produce a devastating conflict.
This drawn-out prelude to war gave Russia an opportunity to strengthen its military and build an alliance with its traditional nemesis, England. By the time of Austrian archduke Franz Ferdinand’s assassination in June 1914, the Russian Empire was prepared to stand its ground. The assassination was the catalyst for war, not the cause.
To the last moment, Nicholas II and Germany’s Kaiser Wilhelm each thought that he could avoid war. When that moment came, however, Helmuth von Moltke, chief of Germany’s General Staff, persuaded the kaiser that Berlin had no choice but to order full and immediate mobilization—something Graham Allison recently described in The National Interest. Meanwhile, Russia’s military leaders persuaded a reluctant Nicholas II to take a similar decision, as otherwise the Germans—with their superior railroad network—could mobilize and attack first. As they say, the rest is history.

Dimitri K. Simes

---------------------------------------------------------------
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική
---------------------------------------------------------------

.~`~.

Ανθρωποποίηση.

Πέντε σύντομες αναφορές για την Κύπρο και ένα κείμενο για τις ρευστές διεθνείς ισορροπίες.

$
0
0
.
.~`~.
Κύπρος

I
Είναι προφανές ότι ο ρόλος της Ελλάδος [σώθηκες] στην προσπάθεια εξομαλυνσης των ιρανο-ισραηλινών σχέσεων αλλά και στην αντίστοιχη προσπάθεια εξομάλυνσης των σχέσεων Χαμας-Φατάχ-Ισραήλ, όπως και Χεζμπολάχ-Ισραήλ, μπορεί να είναι σημαντικότατος και άκρως εποικοδομητικός. Αν η χώρα μας κρατηθεί στο περιθώριο των συγκλονιστικών αυτών εξελίξεων που προαλείφονται, το τίμημα θα είναι να αφήσει όλο τον, δικαιωματικά, δικό της ζωτικό χώρο κινήσεων και στρατηγικών ελιγμών στις λοιπές ανταγωνιστικές δυνάμεις της Μεσογείου. Και δεν είναι προφανές τότε ότι αυτό θα ωφελήσει την ολιγωρούσα Αθήνα. Η ζητούμενη, όμως, ελληνική διπλωματική εμπλοκή απαιτεί υψηλής ευθύνης και αντιστοίχου ποιότητος σχεδιασμό από τα ελληνικά Υπουργεία Εξωτερικών, Πολιτισμού και Άμυνας, όπως και ενεργοποίηση των παρ'αυτών θηλαζουσών -και κατ'εξοχήν παραμελημένων και εκφυλισθεισών- «δεξαμενών σκέψεως». Σχεδιασμό, ο οποίος απαιτεί την επιστράτευση του επίσης υψηλότερου επιπέδου ακαδημαϊκού-ερευνητικού, διπλωματικού και δημοσιογραφικού δυναμικού της χώρας και όχι τη συνειδητή περιθωριοποίησή του, όπως συμβαίνει κατ'εξακολούθηση στον τόπο τούτο...
Η σημασία των ανωτέρω λεχθέντων για την ελληνική πλευρά είναι ότι οποιαδήποτε μείζων απόφαση περι επιλύσεως του Κυπριακού -συμβατή με τα συμφέροντα επιβιώσεως του Ελληνισμού- δεν επιτρέπεται να ληφθεί επ'ουδενί και για κανένα λόγο πριν από την εμπέδωση της Ειρήνης, της Σταθερότητος και της Δημοκρατίας στο Ιράκ. Και αυτό, διότι η ποιοτική αλλαγή του καθεστώτος της Βαγδάτης, την οποία επέφερε η αγγλοσαξονική στρατιωτική επέμβαση, αναμένεται να προκαλέσει νέες ισορροπίες στην περιοχή της Μέσης Ανατολής και να δημιουργήσει όλες εκείνες τις προϋποθέσεις τις οποίες το Ισραήλθεωρεί απαραίτητες για την εδραίωση της ασφάλειάς του. Η εξέλιξη αυτή θα δημιουργήσει το κατάλληλο κλίμα ασφάλειας στο Τελ Αβίβ, ώστε να αχθεί το τελευταίο σε θετικότερη στάση αναφορικά με την ποιότητα λύσεως του κυπριακού ζητήματος, προς όφελος και των δύο κοινοτήτων και όχι ετεροβαρώς, δηλαδή υπέρ της τουρκικής και μόνον πλευράς, όπως συμβαίνει σήμερα. Όσο όμως κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει, οι «κυρίαρχες» βρετανικές βάσεις στην Κύπρο και η προσπάθεια διχοτομήσεως της νήσου, η οποία είναι εμφανής, θα εμφανίζονται ως τα μόνα εχέγγυα για τη νατοϊκή επιρροή στον τομέα της ασφαλείας στο γεωπολιτικό σύμπλοκο της Νοτιοανατολικής Μεσογείού.
Και αυτό μόνο ένα αποτέλεσμα μπορεί να έχει: τη διχοτόμηση της μαρτυρικής μεγαλονήσου. Ας το αντιληφθούμε...


II
Η αγγλοσαξονική στρατηγική όπως αναπτύχθηκε από την Ουάσιγκτον μετά τον Β'Παγκόσμιο Πόλεμο εντάσσεται σε μια γεωπολιτική αντίληψη ελέγχου της Ευρασιαςπου ξεκινά βέβαια απο τις ΗΠΑ και περνα απο τη Δυτική Ευρώπη, με κυριο εταιρο τη Βρετανια, και καταληγει στην Ιαπωνία. Στο πλαισιο αυτό δημιουργείται και το γεωπολιτικο υποσύστημα της Ανατολικής Μεσογείουμε κύριο στρατηγικό εταίρο την Τουρκία. Εδώ ακριβώς δημιουργούνται διάφορες ισορροπίες δυναμεων, οι οποίες επηρεαζουν αμεσα και τη λυση του Κυπριακού και από τις οποίες η Ελλάδα δείχνει να είναι απούσα. Δεν θα πρέπει να ξεχνούμε πως η ηγεμονικη πολιτικη της Ουάσιγκτον, ειδικα μετα την καταρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, αποβλέπει στο να αποτρέψει τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου ευρωπαϊκού πόλου που ενδεχομένως θα μπορούσε να συνεργαστεί με τη Ρωσίαή ακόμη και να την ενσωματώσει σε αυτό τον ευρωπαϊκό πόλο. Θα υπήρχε επομένως ο κίνδυνος δημιουργίας ενός ευρασιατικού πόλου, κάτι που η Ουάσιγκτον θέλει να εμποδίσει με κάθε τρόπο. Είναι γνωστό πως για το σκοπό αυτόν η Ουάσιγκτον χρησιμοποιεί τη Βρετανία ως δούρειο ίππο εντός της ΕΕ καθώς και κάποιες από τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Ελλάδα και Κύπρος έχουν κάθε λόγο να συνταχθούν με τις χώρες εκείνες της ΕΕ, κατά κύριο λόγο με τον γαλλογερμανικό άξονα, οι οποίες θέτουν, έστω και χαλαρά, υπό αμφισβήτηση τον μονοπολικό αγγλοσαξονικό ηγεμονισμό. Δεδομένης της σημασίας της Ανατολικής Μεσογείου ως κομβικού σημείου για τις εμπορικές οδούς μεταφοράς ενέργειας, αλλά και ασφάλειας, του γεωπολιτικού χώρου που ξεκινά από τον Καύκασο και την Κασπία και φτάνει στον Περσικό Κόλπο και την ευρύτερη Μέση Ανατολή, η Κύπροςέχει τη δυνατότητα να διαδραματίσει έναν σοβαρό ρόλο στην ευρωμεσογειακή συνεργασία. Με άλλα λόγια, ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός επιτρέπει στην Κύπρο να ανατρέψει, τουλάχιστον εν μέρει, τις ισορροπίες που δημιούργησε η τουρκική εισβολή του 1974, ισορροπίες που ευνοούν την Άγκυρα και στηρίζονται από τον αγγλο-αμερικανικό παράγοντα.
Φυσικά, δεν μπορεί κανείς να αγνοεί πως τα διάφορα γεωοικονομικά και γεωστρατηγικά παχνίδια διασυνδέονται σήμερα με τη παγκοσμιοποίηση και την προσπαθεια του καπιταλιστικού συστήματος να παραμείνει η μοναδική παράμετρος, και μάλιστα σε νεοφιλελεύθερη εκδοχή της οικονομίας και της πολιτικής. Η γεωπολιτική είναι σήμερα όσο ποτέ άλλοτε διασυνδεδεμένη με τα τεράστια συμφεροντα των πολυεθνικών.
Είναι επίσης απορίας άξιον πως με διάφορα προσχήματα δεν έχει τεθεί ποτε σοβαρά θέμα απομάκρυνσης των βρετανικών βάσεων από την Κύπρο. Ούτε και εξασφαλίστηκαν οποιαδήποτε ανταλλάγματα για τις τόσες σοβαρές διευκολύνσεις που δόθηκαν και δίνονται στούς Αμερικανούς από την κυρίαρχη Κυπριακή Δημοκρατια. Η ανακίνηση του θέματος των βρετανικών βάσεων θα μπορουσε να αποτελέσει στα χέρια της Λευκωσίας έναν μοχλό πίεσης σε αντίθεση με όσα κατά καιρούς υποστηρίζονται'ότι δηλαδή είναι αχρείαστο ένα άλλο μέτωπο στο Κυπριακό, όταν μάλιστα είναι γνωστές διαχρονικά οι δυσμενείς βρετανικές θέσεις για τα κυπριακά και τα ελληνικά συμφέροντα.
Συμπερασματικά, είναι καιρός να επωφεληθεί η ίδια η Κύπρος από τη γεωπολιτική σημασία που της δίνει η γεωγραφική της θέση και να αποκτήσει τα σημαντικά πλεονεκτήματα που απορρέουν από αυτήν. Είναι καιρός να επωφεληθούν οι ίδιοι οι Κύπριοι από αυτήν τη γεωπολιτική σημασία του νησιού τούς, αντί να είναι θύματά της. οι δυνατότητες υπάρχουν. Ιδιαίτερα σήμερα, με την παρουσία της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ, η γεωπολιτική παράμετρος αποτελει εναν μοχλό πίεσης για τη λύση του Κυπριακού στη βάση του Διεθνούς Δικαίου και των δημοκρατικών αρχών.

III
Η ΕΕ, η οποία ασφαλώς διαγιγνώσκει τον σημαντικό γεωστρατηγικό ρόλο της Κύπρου, αξιοποιήσιμο για μεσανατολική διείσδυση, αδρανεί με βάση την έντονη επίδραση που δέχεται από τις ΗΠΑ. Όμως η ΕΕέχει ανάγκη τη δική της αποτελεσματική πολιτική σε μια περιοχή που είναι για την ίδια νευραλγική, για λόγους ενεργειακής προμήθειας αλλά και εμπλοκής στο ευρύτερο μεσανατολικό γίγνεσθαι. Αποτύχαμε να ενεργοποιήσουμε επαρκώς αυτή τη διάσταση. Όπως επίσης αποτύχαμε να καταδείξουμε την καταλυτική επίδραση που μπορούσαμε να έχουμε στο μεσανατολικό γίγνεσθαι, και λόγω της γεωστρατηγικής μας σημασίας και λόγω παραδοσιακών σχέσεων με τις χώρες της περιοχής, που χαιρέτισαν την παρουσία μας στην ΕΕ προσβλέποντας σε μια γέφυρα επαφής με την ΕΕ.
Η γεωστρατηγική σημασία μιας χώρας μπορεί να αποβεί αρνητικός παράγοντας, αν η χώρα δεν αξιοποιήσει αυτή τη σημασία με θετική πολιτική. Αντί αντικειμένου, να μετατραπούμε σε υποκείμενο και να αξιοποιήσουμε προς όφελος των εθνικών μας συμφερόντων αυτή τη διάσταση.
Η κατοχή ή ντε φάκτο διχοτόμηση, οι απειλές για αναβάθμιση του δορυφορικού κατοχικού καθεστώτος στοχεύουν στον αφοπλισμό μας. Όμως υπάρχουν οι προϋποθέσεις για μια αντίστροφη μέτρηση. Αξιοποίηση της γεωστρατηγικής μας θέσης, ιδιαίτερα μέσα στον ευρωπαϊκό χώρο, που μπορεί να είναι ευνοϊκός για την ΕΕ με μια Κύπρο ουσιαστικά ανεξάρτητη, με ενότητα χώρου και κράτους. Οι ΗΠΑ να αντιληφθούν ότι οι θεωρίες Κίσσιντζερ είναι παρωχημένες'ότι αξιοποίηση επιτυγχάνεται με σωστές σχέσεις και όχι σε συνθήκες ανωμαλίας που εμπερικλείουν σωρεία κινδύνων. Η γεωστρατηγική μας σημασία να αποβεί όπλο αναγνώρισης των δικαίων μας, που είναι πλήρως εναρμονισμένα όχι μόνο με το δίκαιο αλλά και με τα ευρύτερα ευρωπαϊκά συμφέροντα.
Η Ρωσίαείναι φυσικό να αντιτίθεται σε ξένη κηδεμόνευση μιας περιοχής την οποία θεωρεί συνδεδεμένη και με τις δικές της εθνικές προοπτικές. Μια πράγματι ανεξάρτητη Κύπρος -έστω μέσα στα πλαίσια της ΕΕ- συμβαδίζει με τις ρωσικές προοπτικές για μια ανοικτή περιοχή.
Δεν βαδίζούμε σε ολομέτωπες συγκρούσεις, αλλά σε συμβιβασμούς χωρίς αποφυγή αντιπαραθέσεων. Είναι αδύνατο το θέμα να εξαντληθεί με την κατάθεση μερικών αδρών διαπιστώσεων. Θα καταλήξω με την επανάληψη ότι επιβάλλεται να μετατρέψουμε τη γεωστρατηγική μας σημασία από πρόκληση κινδύνων σε θετικό παράγοντα στον συνεχιζόμενο αγώνα μας.

IV
Δεν είναι ανάγκη να καταφύγουμε σε υπερβολές, αρκεί ρεαλιστικά να παραδεχθούμε ότι η οιονεί λογική της μικρής και αδύνατης Ελλάδας και Κύπρου είναι σε κρατικό επίπεδο έκφραση της σύγχρονης μορφής εθελοδουλείας.
Η πικρή αλήθεια οφείλει να λέγεται, όπως και το έκανε το 1976 ο Ελληνοαμερικανός Ρόι Μακρίδης, όταν σημείωνε ότι: «Ελλάδα και Έλληνες πρέπει να εγκαταλείψουν το προαιώνιο σύμπλεγμα της εξαρτήσεώς τους από τη μια ή την άλλη δύναμη. Πρέπει να μάθούν πώς να συμβιούν με πολλά άλυτα, κάθε φορά προβλήματα, από τα οποία ένα είναι και η Τουρκία, όπως και με πολλές άλυτες πραγματικές καταστάσεις, από τις οποίες μια η αμερικανική επιρροή σ'αυτό το τμήμα του κόσμου. Και θα πρέπει ακόμα να προσπαθούν να τις αξιοποιήσουν προς το καλύτερο δυνατό όφελός τους».
Αυτό είναι ένα αποφασιστικό ζητούμενο με βάση την υπάρχουσα κατάσταση και τους υπάρχοντες συσχετισμούς και έχει κατά καιρούς ασκηθεί προς την μια ή την άλλη κατεύθυνση. Γιατί τα γεγονότα είναι σαν τις πρόκες αιχμηρά. Κάποιος έστειλε μια μεραρχία στην Κύπρο και κάποιος άλλος την γύρισε πίσω. Κάποιος πέταξε στο καλάθι των αχρήστων το τερατούργημα Ανάν και κάποιος άλλος ψάχνει τώρα στα σκουπίδια να το νεκραναστήσει.

V
Για την Ελλάδα και την Κύπρο η διατήρηση της γεωπολιτικής και γεωστρατηγικής ενότητας των δύο χωρών, καθώς και η προώθηση των εθνικών στρατηγικών ασφάλειάς τους στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ για την Ελλάδα και στην ΕΕγια τη Κύπρο, αποτελούν τις βασικές προτεραιότητες αυτής της περιόδου. Θα πρέπει όμως να σημειωθεί ότι η υλοποίηση αυτών των στρατηγικών γίνεται μέσα σε ένα ραγδαία μεταβαλλόμενο διεθνές περιβάλλον. Ο σημαντικότερος συντελεστής αυτής της μεταβολής είναι η παγκόσμια οικονομική κρίση, η οποία αναμένεται να επιφέρει γεωπολιτικές ανακατατάξεις που είναι δύσκολο να συγκεκριμενοποιηθούν στην παρούσα φάση ανάπτυξης και διάχυσης της κρίσης.
Ένας δεύτερος συντελεστής αυτής της μεταβολής είναι η διαφαινόμενη επιστροφή του ΝΑΤΟ στα θέματα «σκληρής» ασφάλειας, η οποία θα εμπεριέχει ξανά το στοιχείο της εδαφοποίησης. Αυτή η εξέλιξη μπορεί να οδηγήσει στη διατύπωση μιας νέας νατοϊκής στρατηγικής αντίληψης, η οποία θα επηρεάσει τις τοπικές ισορροπίες δυνάμεων.
Ένας τρίτος συντελεστής αναμένεται να είναι η εκτεταμένη αντιπαράθεση της Ρωσίας με τη Δύση, γεγονός που θα επηρεάσει άμεσα ή έμμεσα τις γεωπολιτικές ισορροπίες στον Καύκασο, στη Μαύρη Θάλασσα, στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο.
Ένας τέταρτος συντελεστής θα είναι οι νέες προτεραιότητες της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ, οι οποίες, στο βαθμό όπου θα επικεντρωθούν στα προβλήματα με τη Ρωσία, το Ιράν, το Ιράκ, το Αφγανιστάν και το Πακιστάν, θα διαμορφώσουν ένα νέο πλαίσιο κίνησης για την Τουρκία. Αυτές οι κινήσεις της Τουρκίας και ο εν γένει στρατηγικός προσανατολισμός της θα επηρεάσουν άμεσα την Ελλάδα και την Κύπρο.
Ένας πέμπτος συντελεστής θα είναι οι εξελίξεις στην ΕΕ - συγκεκριμένα, το κατά πόσο η ΕΕ θα επηρεασθεί από την οικονομική κρίση και με ποιον τρόπο θα αναπαραχθεί η συνοχή της ευρωζώνης. Μπορούμε, όμως, να επισημάνουμε ότι ένα από τα μείζονα προβλήματα τα οποία έχει αναδείξει η οικονομική ύφεση είναι η επιβίωση ή όχι της ευρωζώνης με την υπάρχουσα μορφή της. Είναι προφανές ότι η οποιαδήποτε ενδεχόμενη αλλαγή στην ευρωζώνη, θα επιφέρει τεράστιες αλλαγές στις ευρωπαϊκές ισορροπίες που δεν θα είναι μόνο γεωοικονομικές, αλλά και γεωπολιτικές. Αυτό που διαφαίνεται προς το παρόν είναι ότι οι μελλοντικές διευρύνσεις της ευρωζώνης απομακρύνονται χρονικά, λόγω των απωλειών που υφίστανται οι οικονομίες των προς ένταξη χωρών λόγω της οικονομικής ύφεσης. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα την αδυναμία ικανοποίησης των κριτηρίων του Μάαστριχτ και τη συνακόλουθη επιμήκυνση της όλης ενταξιακής διαδικασίας. Παράλληλα, οι ενδοευρωπαϊκές εξελίξεις και η επίδραση της κρίσης στην Τουρκία θα διαμορφώσουν νέα δεδομένα για την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας στους ευρωπαϊκούς θεσμούς.
Σε συνάρτηση με τα προηγούμενα θα πρέπει να συνεκτιμηθούν και οι εξελίξεις στην ευρύτερη Μέση Ανατολή, οι οποίες επηρεάζουν άμεσα την Κύπρο. Η ταχύτητα των αλλαγών στο διεθνές περιβάλλον και η ενίσχυση του άναρχου χαρακτήρα τους επιβάλλουν την υιοθέτηση διαδικασιών που θα αναπτύσσουν κοινές αντιλήψεις σε Ελλάδα και Κύπρο, για να επιτευχθεί η ευνοϊκότερη προσαρμογή τους στα νέα γεωπολιτικά δεδομένα σε παγκόσμια κλίμακα.

*
Κύπρος. Γεωπολιτικές εξελίξεις στον 21ο αιώνα. I) Ιωάννης Μάζης II) Στέφανος Κωνσταντινίδης III) Βάσος Λυσσαρίδης IV) Λουκάς Αξελός V) Βαγγέλης Χωραφάς, Λευτέρης Ρίζας. Θα μπορούσα να παραθέσω, και αυτό ενδέχεται να ηχεί ως ένα είδος απειλής, Αντώνη Σαμαρά, Θεόδωρο Πάγκαλοκαι Αλέκα Παπαρήγα επί του θέματος. Χαμογελώ... Παρελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο.
*

Η προγραμματική επιλογή της οικοδόμησης αποτελεσματικού κράτους στο πλευρό της Αγγλίας βασιζόταν πρώτα πρώτα σε ψύχραιμο υπολογισμό των δυνατοτήτων της εξωτερικής πολιτικής. Σε αυτή όμως ανταποκρινόταν και μια ορισμένη παράσταση για την τάξη πραγμάτων στο κράτος και για την εσωτερική εξέλιξη, της οποίας μέτρο ήταν το βρετανικό πρότυπο'και τα δυο στοιχεία αυτού του προγράμματος αλληλοενισχύονταν.
Αυτή η παρατήρηση όμως δεν μπορεί να διευρυνθεί σε μια θέση περί πρωτοκαθεδρίας των συμφερόντων και των απαιτήσεων της εσωτερικής πολιτικής, σε ένα σχήμα δηλαδή όπου οι στόχοι της εξωτερικής πολιτικής θα ανάγονταν, ως συνέπεια «συνθηκών» της εσωτερικής πολιτικής, ό,τι και αν σήμαινε αυτό, σε εξαρτημένες μεταβλητές κυριαρχίας. Αντίθετα, στην αρχή του να μη βρεθεί η Ελλάδα σε αντίθεση με την εκάστοτε ισχυρότερη δύναμη της Μεσογείουαναγνωρίζουμε μια εναλλακτική λύση της εξωτερικής πολιτικής των μικρών κρατών αυτής της περιοχής, η οποία λαμβάνεται υπόψη μέχρι και τις μέρες μας, ανεξάρτητα από τη κοινωνική δομή και το σύστημα διακυβέρνησης.

.~`~.
Ρευστές ισορροπίες

Μια πιθανή ισραηλινή επίθεση εναντίον της Γάζας θα ήταν ως ένα βαθμό και μια απάντηση στην αμερικανο-ιρανική προσέγγιση και θα ανεξαρτητοποιούσε περισσότερο το Ισραήλ απέναντι στην Ουάσιγκτον.
*
Η προέλαση των φανατικών ισλαμιστών στο Ιράκ και η δεδηλωμένη απόφασή τους να δημιουργήσουν ένα χαλιφάτο που θα περιλαμβάνει και εδάφη της Συρίας, αλλά ενδεχομένως και άλλων αραβικών χωρών της περιοχής, δημιουργεί νέα γεωπολιτικά δεδομένα, αλλά και ρευστές ισορροπίες. Για πρώτη φορά ύστερα από δεκαετίες διαγράφεται η δυνατότητα μιας αμερικανο-ιρανικής συνεργασίας για τη διατήρηση, αν όχι της ακεραιότητας του Ιράκ, τουλάχιστον μιας κάποιας σταθερότητας στην περιοχή. Το Ισραήλ, ανήσυχο από αυτή την αμερικανο-ιρανική προσέγγιση, στηρίζει τη δημιουργία ανεξάρτητου κουρδικού κράτουςστο βόρειο Ιράκ. Κάτι που ούτε οι Αμερικανοί δέχονται, ούτε φυσικά και το Ιράν, που έχει τη δική του κουρδική μειονότητα. Όσο για την Τουρκία, θα επιθυμούσε μάλλον το σημερινό στάτους κβο, με μια αδύνατη κεντρική κυβέρνηση στη Βαγδάτη, κάτι που της επιτρέπει να διατηρεί την επιρροή και τα τεράστια οικονομικά της συμφέροντα στο βόρειο Ιράκ. Η δημιουργία, αντίθετα, ενός κουρδικού κράτους θα άνοιγε τον δρόμο μιας πιθανής απόσχισης των ανατολικών περιοχών της Τουρκίας που κατοικούνται από Κούρδους. Η Άγκυρα είναι επίσης ανήσυχη από την αμερικανο-ιρανική προσέγγιση, αφού κάτι τέτοιο αφαιρεί από τη δική της στρατηγική σημασία για την Ουάσιγκτον.
Την ίδια ώρα η κατάσταση στην περιοχή περιπλέκεται ακόμη περισσότερο, με την κρίση που ξέσπασε ανάμεσα στο Ισραήλ και τους Παλαιστινίους. Μια πιθανή ισραηλινή επίθεση εναντίον της Γάζας θα ήταν ως ένα βαθμό και μια απάντηση στην αμερικανο-ιρανική προσέγγιση και θα ανεξαρτητοποιούσε περισσότερο το Ισραήλ απέναντι στην Ουάσιγκτον. Την ώρα που γράφονται οι γραμμές αυτές, το Ισραήλ φαίνεται αποφασισμένο να προχωρήσει σε μια σημαντική επιχείρηση εναντίον της Χαμάς, με πιθανή είσοδο των ισραηλινών στρατευμάτων στη Γάζα. Γι'αυτόν τον λόγο, τόσο οι Αμερικανοί όσο και οι Ευρωπαίοι ζητούν από τις δύο πλευρές αυτοσυγκράτηση. Το βέβαιο είναι ότι για άλλη μια φορά το Παλαιστινιακό ορθώνεται ως ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια για την ειρήνη στην περιοχή.
Την ίδια ώρα εντείνεται και η ουκρανική κρίση, με την απόφαση του Κιέβου να επιβληθεί διά πυρός και σιδήρου στους φιλορώσους αυτονομιστές της ανατολικής Ουκρανίας. Η προέλαση των ουκρανικών στρατευμάτων φαίνεται να δημιουργεί προβλήματα στη Μόσχα, η οποία είτε θα στηρίξει τους αυτονομιστές είτε θα αποδεχτεί την εξουδετέρωσή τους από τον ουκρανικό στρατό. Η χλιαρή στάση της Μόσχας απέναντι στην ουκρανική προέλαση φαίνεται για την ώρα να προδικάζει μάλλον εγκατάλειψη των αυτονομιστών. Και αυτό γιατί η Ρωσία φαίνεται να μην επιθυμεί περαιτέρω επιδείνωση των σχέσεών της με τη Δύση και επιβολή νέων κυρώσεων που θα έβλαπταν την οικονομία της. Έτσι για την ώρα περιορίζεται σε διπλωματικά διαβήματα που αποβλέπουν κυρίως στην εξάσκηση πίεσης για εκεχειρία. Το Βερολίνο φαίνεται να συμμερίζεται τη ρωσική άποψη για την ανάγκη εκεχειρίας και έχει απευθύνει ήδη έκκληση για τον σκοπό αυτό. Και αν ακόμη όμως το Κίεβο επιβληθεί στους αυτονομιστές, θα είναι υποχρεωμένο κάποια στιγμή να διαπραγματευτεί με τη Μόσχα μια σειρά ζητημάτων, όπως αυτό του τεράστιου χρέους του, για να μπορέσει να συνεχίσει να προμηθεύεται το ρωσικό φυσικό αέριο. Οι Δυτικοί, και ιδιαίτερα οι Γερμανοί, λόγω αφ'ενός των τεράστιων συμφερόντων που έχουν με τη Μόσχα, αλλά και λόγω της αδυναμίας τους να σηκώσουν το βάρος της οικονομικής στήριξης της Ουκρανίας, επιθυμούν τη συνδιαλλαγή Ουκρανίας - Ρωσίας.
Αυτά είναι δύο από τα μεγάλα μέτωπα των διεθνών σχέσεων - Ουκρανίακαι Μέση Ανατολή - [Δυτική Rimland] που παραμένουν ανοιχτά, με πολύ ρευστές ισορροπίες και απειλητικά για τη διεθνή ειρήνη.

Υ.Γ.1 Από πότε οι υπουργοί της κυβέρνησης Αναστασιάδη έγιναν πλασιέ βιβλίων «ιστορίας» που προωθούν την επαναφορά του σχεδίου Ανάν; Και πόσο δεοντολογικό είναι να προωθούν ένα βιβλίο προεδρικού συμβούλου που στοχεύει αυτόν τον σκοπό; Όταν δε συμβαίνουν όλα αυτά και όταν η ιστορία τοποθετείται στο κρεβάτι του Προκρούστη, τι λένε οι επαγγελματίες ιστορικοί; Θα συνεχίσουν να σιωπούν; Λόγο βεβαίως, επί του προκειμένου, έχουν και οι λοιποί κοινωνικοί επιστήμονες.
Υ.Γ.2 Η πολιτική Αναστασιάδη, με τη βοήθεια και του Ευάγγελου Βενιζέλου, οδηγεί το Κυπριακό σε νέα τραγικά αδιέξοδα. Χωρίς επαναποθέτηση που να στηρίζεται στα νέα γεωπολιτικά δεδομένα της περιοχής, η πολιτική Αναστασιάδη και των συνοδοιπόρων του μόνο τα τουρκικά σχέδια εξυπηρετεί, και φυσικά και αυτά των Αγγλοαμερικανών.

Στέφανος Κωνσταντινίδης
Ο Στέφανος Κωνσταντινίδης, γεννημένος στην Κύπρο, είναι Ελληνοκαναδός καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Κεμπέκ του Καναδά και επιστημονικός συνεργάτης του Πανεπιστημίου Κρήτης.


.~`~.
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική

- Το μέλλον της Ε.Ε, η Ανατολική Ευρώπη -η Ουκρανία- και τα Βαλκάνια, ο Huntington, ο Brzezinski και οι πλανητικές πολιτικές των Η.Π.Α. Τα «Ανθρώπινα δικαιώματα», η «σύγκρουση των πολιτισμών» και τα «Ευρασιατικά Βαλκάνια» ως βαλκανοποίηση της υφηλίου και καλλιέργεια της ελεγχόμενης αναρχίας. Η απόρριψη του διλήμματος μεταξύ πυρηνικού ολοκαυτώματος ή πολιτιστικής ανυπαρξίας - προς μιας νέα ιστορική σύνθεση που θα εναντιώνεται στις θεωρίες και τους υπολογισμούς γραφείου-εργαστηρίου.

Διεθνές σύστημα κρατών, σύστημα επικυρίαρχου κράτους και διεθνής κοινωνία. Κοινωνία των κρατών, οικουμενική αυτοκρατορία, «υπερκρατικοί» και «υποκρατικοί» παράγοντες. Παγκόσμια τάξη και το πρώτο παγκόσμιο πολιτικό σύστημα.

$
0
0

.~`~.
I

Αφετηρία των διεθνών σχέσεωνείναι η ύπαρξη κρατώνή ανεξάρτητων πολιτικών κοινοτήτων, καθεμιά από τις οποίες διαθέτει ένα σύστημα διακυβέρνησης και ασκεί κυριαρχία σε κάποιο συγκεκριμένο μέρος της επιφάνειας της γης και σε ένα συγκεκριμένο τμήμα του πληθυσμού της. Από τη μία πλευρά τα κράτη διεκδικούν, σε σχέση με αυτή την επικράτεια και τον πληθυσμό, αυτό που μπορεί να ονομαστεί εσωτερική κυριαρχία, που σημαίνει υπεροχή έναντι οποιασδήποτε άλλης αρχής εντός της επικράτειας και του πληθυσμού. Από την άλλη πλευρά τα κράτη διεκδικούν αυτό που μπορεί να ονομαστεί εξωτερική κυριαρχία, με την οποία δεν εννοείται μόνο υπεροχή αλλά και ανεξαρτησία έναντι οιασδήποτε αρχής στο εξωτερικό. Η κυριαρχία των κρατών, τόσο η εσωτερική όσο και η εξωτερική, μπορεί να πει κανείς ότι υπάρχει τόσο σε κανονίστικό όσο και σε πραγματικό επίπεδο. Από τη μία πλευρά τα κράτη διεκδικούν το δικαίωμα της υπεροχής έναντι οιασδήποτε αρχής στην επικράτεια και στον πληθυσμό τους καθώς και την ανεξαρτησία τους από οιαδήποτε αρχή που βρίσκεται έξω από αυτά'όμως από την άλλη πλευρά ασκούν επίσης στην πράξη σε ποικίλους βαθμούς αυτού του είδους την υπεροχή και ανεξαρτησία. Μια ανεξάρτητη πολιτική κοινότητα, η οποία απλώς διακηρύσσει το δικαίωμα στην κυριαρχία (ή θεωρείται από τους άλλους ότι έχει αυτό το δικαίωμα), αλλά δεν μπορεί να ασκήσει το δικαίωμα αυτό στην πράξη, δεν είναι ένα καθαυτό κράτος.
Στις ανεξάρτητες πολιτικές κοινότητες που είναι κράτη κατ'αυτή την έννοια περιλαμβάνονται οι πόλεις-κράτη, όπως εκείνες της αρχαίας Ελλάδας ή της αναγεννησιακής Ιταλίας καθώς και τα σύγχρονα εθνικά κράτη. Περιλαμβάνονται επίσης κράτη στα οποία η κυβέρνηση στηρίζεται στις αρχές της μοναρχικής νομιμότητας, όπως εκείνες που επικρατούσαν στη νεότερη Ευρώπη μέχρι την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης, καθώς και κράτη στα οποία η κυβέρνηση στηρίζεται στις αρχές της λαϊκής ή εθνικής νομιμότητας, σαν εκείνες που επικράτησαν στην Ευρώπη από τη Γαλλική Επανάσταση και ύστερα. Περιλαμβάνονται πολυεθνικά κράτή, σαν τις ευρωπαϊκές αυτοκρατορίες του 19ου αιώνα, καθώς και κράτη μιας μόνο εθνικότητας...
Υπήρξε ωστόσο στην ιστορία μια μεγάλη ποικιλία ανεξάρτητων πολιτικών κοινοτήτων, οι οποίες ωστόσο δεν είναι κράτη κατ'αυτή την έννοια. Για παράδειγμα, οι γερμανικοί λαοί της πρώτης μεσαιωνικής περιόδου ήταν ανεξάρτητες πολιτικές κοινότητες, αλλά, ενώ οι άρχοντές τους επέβαλλαν την εξουσία τους στον πληθυσμό, δεν την επέβαλλαν σε κάποια συγκεκριμένη επικράτεια. Τα βασίλεια και τα πριγκιπάτα της δυτικής χριστιανοσύνης στον μεσαίωνα δεν ήταν κράτη: δεν είχαν εσωτερική κυριαρχία, επέιδή δεν υπερείχαν έναντι άλλων αρχών στην επικράτεια και στον πληθυσμό τους'ταυτόχρονα δεν είχαν εξωτερική κυριαρχία, αφού δεν ήταν ανεξάρτητα από τον πάπα ή σε μερικές περιπτώσεις από την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Σε μερικά μέρη της Αφρικής, της Αυστραλίας και της Ωκεανίας πριν την ευρωπαϊκή εισβολή υπήρχαν ανεξάρτητες πολιτικές κοινότητες, οι οποίες όφειλαν τη συνοχή τους σε δεσμούς αίματος ή συγγένειας και στις οποίες δεν υπήρχε ο θεσμός του συστήματος διακυβέρνησης.

.~`~.
II
Διεθνές σύστημα κρατών και σύστημα του επικυρίαρχου κράτους

Ο Martin Wight, ταξινομώντας διάφορα είδη συστημάτων κρατών, έκανε τη διάκριση ανάμεσα σε αυτό που ονομάζει «διεθνές σύστημα κρατών» και στο «σύστημα του επικυρίαρχου κράτους». Το πρώτο είναι ένα σύστημα που αποτελείται από κράτη που είναι κυρίαρχα... Το δεύτερο είναι ένα σύστημα στο οποίο ένα κράτος επιβάλλει και διατηρεί την υπεροχή ή την κυριαρχία του στα υπόλοιπα. Οι σχέσεις της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας με τους βάρβαρους γείτονες της καταδεικνύουν την έννοια του συστήματος του επικυρίαρχου κράτους'το ίδιο και οι σχέσεις του Βυζαντίου με τους μικρότερους γείτονες του, του Χαλιφάτου των Αββασίδων με τις μικρότερες δυνάμεις που το περιέβαλλαν, ή της Αυτοκρατορίας της Κίνας, με τα υποτελή σε αυτήν κράτη. Σε ορισμένα από αυτά τα κράτη που ο Martin Wight θα ονόμαζε «διεθνή συστήματα κρατών» γίνεται αποδεκτό ότι κάποια στιγμή θα υπάρξει μια κυρίαρχη δύναμη ή ηγεμονική δύναμη. Για παράδειγμα, το κλασικό ελληνικό σύστημα της πόλης-κράτους και το μεταγενέστερο των ελληνιστικών βασιλείων βίωσαν έναν ατέρμονο αγώνα για το ποιό κράτος επρόκειτο να είναι ο ηγεμόνας. Αυτό που διακρίνει ένα «σύστημα επικυρίαρχου κράτους», όπως η Κίνα και οι υποτελείς της, από ένα «διεθνές σύστημα κρατών», στο οποίο το ένα ή το άλλο κράτος κάποια στιγμή ασκεί ηγεμονική εξουσία, είναι ότι στο πρώτο μια δύναμη ασκεί μόνιμη και για πρακτικούς λόγους αδιαφιλονίκητη ηγεμονία, ενώ στο δεύτερο η ηγεμονία περιέρχεται από τη μια δύναμη στην άλλη και αποτελεί διαρκώς αντικείμενο φιλονικίας... Μεταξύ των ανεξάρτητων πολιτικών οντοτήτων που συνιστούν ένα «σύστημα επικυρίαρχου κράτους», όπως η Κίνα και οι υποτελείς της, μόνο ένα κράτος -το ίδιο το επικυρίαρχο- διαθέτει κυριαρχία, και επομένως μια από τις βασικές προϋποθέσεις για την ύπαρξη ενός συστήματος κρατών, ότι θα έπρεπε να υπάρχουν δύο ή περισσότερα κυρίαρχα κράτη απουσιάζει.
Μια δεύτερη διάκριση που κάνει ο Martin Wight είναι αυτή μεταξύ «πρωτογενών συστημάτων κρατών» και «δευτερογενών συστημάτων κρατών». Τα πρώτα αποτελούνται από κράτη'τα δεύτερα από συστήματα κρατών - συχνά από συστήματα επικυρίαρχου κράτους. Ως παράδειγμα «δευτερογενών συστημάτων κρατών» αναφέρει τη σχέση ανάμεσα στην ανατολική χριστιανοσύνη, στη δυτική χριστιανοσύνη και στο χαλιφάτο των Αββασίδων στον μεσαίωνα και τη σχέση της Αιγύπτου, των Χετταίων και της Βαβυλώνας την εποχή της Αρμάνα (*). Αυτή είναι μια διάκριση που μπορεί να χρήσιμη, αν επιχειρηθεί ποτέ μια γενική ιστορική ανάλυση της πολιτικής δομής του κόσμου ως συνόλου - που αποτελεί σήμερα, σχεδόν ανεξερεύνητη περιοχή.

---------------------------------------------------------------
(*) Η εποχή της Αρμάνα ήταν μια εξαιρετικά δημιουργική εποχή για τις τέχνες και τον πολιτισμό κατά την εποχή της βασιλείας του Φαραώ Ακνατών (πρόκειται για τον Αμένοφη Δ').
http://cosmoidioglossia.blogspot.gr/2013/05/blog-post_1318.html
Για μια προσέγγιση που αναφέρεται στις σχέσεις των Χετταίων-Ασσύριων-Αιγυπτίων ως ρίζες του βασικότερου γεωγραφικού και αρχαιότερου μηχανισμού εξισορρόπησης της Μέσης Ανατολής κλικ στην εικόνα.
---------------------------------------------------------------

.~`~.
III
Διεθνές σύστημα - Διεθνής κοινωνία

Συμφέροντα και Αξίες
Μια κοινωνία κρατών (ή διεθνής κοινωνία) υπάρχει, όταν μια ομάδα κρατών που έχουν επίγνωση ορισμένων κοινών συμφερόντων και κοινών αξιών σχηματίζουν μια κοινωνία υπό την έννοια ότι αντιλαμβάνονται τους εαυτούς τους να συνδέονται με ένα κοινό σύνολο κανόνων στις μεταξύ τους σχέσεις και να συμμετέχουν στη λειτουργία κοινών θεσμών. Αν τα κράτη σχηματίζουν σήμερα μια διεθνή κοινωνία, αυτό συμβαίνει, επειδή αναγνωρίζοντας ορισμένα κοινά συμφέροντα και ίσως ορισμένες κοινές αξίες, θεωρούν ότι δεσμεύονται από ορισμένους κανόνες στις μεταξύ τους συναλλαγές, όπως ότι θα πρέπει να σέβονται τα δικαιώματα των άλλων στην ανεξαρτησία, ότι θα πρέπει να σέβονται τις συμφωνίες που συνάπτουν και να υπόκεινται σε ορισμένους περιορισμούς, όσον αφορά την άσκηση βίας μεταξύ τους. Ταυτόχρονα συνεργάζονται στη λειτουργία θεσμών, όπως των διαφόρων διαδικασιών του διεθνούς δικαίου, των μηχανισμών της διπλωματίας και των γενικών διεθνών οργανισμών, των εθίμων και των κανόνων του πολέμου.
Μια διεθνής κοινωνία υπ'αυτή την έννοια προϋποθέτει ένα διεθνές σύστημα, αλλά ένα διεθνές σύστημα μπορεί να υπάρξει, χωρίς να συνιστά μια διεθνή κοινωνία.Με άλλα λόγια, δύο ή περισσότερα κράτη μπορεί να βρίσκονται σε επαφή και να επιδρούν το ένα στο άλλο κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να αποτελούν απαραίτητους παράγοντες στους υπολογισμούς των άλλων, χωρίς να συνειδητοποιούν ότι έχουν κοινά συμφέροντα ή αξίες και χωρίς να θεωρούν ότι δεσμεύονται από κοινούς κανόνες ή να συνεργάζονται στη λειτουργία κοινών θεσμών.
Η Τουρκία, η Κίνα, η Ιαπωνία, η Κορέα και το Σιάμ, για παράδειγμα, ανήκαν στο ευρωκεντρικό διεθνές σύστημα, προτού να γίνούν μέλη της ευρωκεντρικήςδιεθνούς κοινωνίας. Δηλαδή είχαν σχέσεις με ευρωπαϊκές δυνάμεις και επιδρούσαν σημαντικά οι μεν στις δε στον πόλεμο και στο εμπόριο, προτού το κράτη αυτά και οι ευρωπαϊκές δυνάμεις να αναγνωρίσούν ότι είχαν κοινά συμφέροντα ή αξίες και να θεωρήσούν ότι υπόκειντο στούς ίδιους κανόνες και ότι ήταν συνεργάτες στη λειτουργία κοινών θεσμών. Η Τουρκία αποτελούσε μέρος του ευρωκεντρικού διεθνούς συστήματος απο την εποχή της εμφάνισής της τον 16ο αιώνα συμμετέχοντας σε πολέμους και σε συμμαχίες ως μέλος του συστήματος. Παρ'όλα αυτά κατά τούς τρεις πρώτους αιώνες αυτής της σχέσης και οι δύο πλευρές αρνούνταν κατηγορηματικά ότι οι ευρωπαϊκές δυνάμεις και η Τουρκία είχαν κάποια κοινά συμφέροντα ή αξίες'και οι δύο πλευρές υποστήριζαν ότι οι συμφωνίες που υπέγραφαν μεταξύ τούς δεν ήταν δεσμευτικές και ότι δεν υπήρχαν κοινοί θεσμοί, όπως εκείνοι πού συνέδεαν τις ευρωπαϊκές δυνάμεις, στη λειτουργία των οποίων συνεργάζονταν...
Ορισμένα διεθνή συστήματα υπήρξαν σαφώς και διεθνείς κοινωνίες. Το κύριο παράδειγμα είναι το ελληνικό σύστημα των πόλεων-κρατών, το διεθνές σύστημα που σχημάτισαν τα ελληνιστικά βασίλεια την περίοδο ανάμεσα στη διάσπαση της Αυτοκρατορίας του Μεγάλου Αλεξάνδρου και στη ρωμαϊκή κατάκτηση'το διεθνές σύστημα της Κίνας κατά την περίοδο των Μαχόμενων Βασιλείων'το σύστημα κρατών της αρχαίας Ινδίας'και το σύγχρονο σύστημα κρατών, το οποίο εμφανίστηκε στην Ευρώπη και είναι σήμερα παγκόσμιο.
Ένα κοινό χαρακτηριστικό αυτών των ιστορικών διεθνών κοινωνιών ειναι ότι όλες ιδρύθηκαν με βάση μια κοινή κουλτούρα ή πολιτισμό ή τουλάχιστον κάποια στοιχεία ενός κοινού πολιτισμού: μια κοινή γλώσσα, μια κοινή επιστημολογία και κατανόηση τον σύμπαντος, μια κοινή θρησκεία, έναν κoινό ηθικό κώδικα, μια κοινή αισθητική ή καλλιτεχνική παράδοση. Είναι λογικό να υποθέσουμε ότι εκεί όπου στοιχεία κοινού πολιτισμού αποτελούν τη βάση μιας διεθνούς κοινωνίας διευκολύνουν τη λειτουργία της κατά δυο τρόπους. Από τη μία πλευρά καθιστούν ευκολότερη την επικοινωνία και μεγαλύτερη τη γνώση και την κατανόηση μεταξύ των κρατών και κατά συνέπεια διευκολύνουν τον καθορισμό κοινών κανόνων και την εξέλιξη κοινών θεσμών. Από την άλλη πλευρά μπορεί να ενισχύσουν το αίσθημα των κοινών συμφερόντων που ωθεί τα κράτη να αποδεχτούν τους κοινούς κανόνες και θεσμούς με ένα αίσθημα κοινών αξιών. Αυτό είναι ένα ερώτημα στο οποίο θα επιστρέψουμε, όταν αργότερα στη μελέτη μας εξετάσουμε τον ισχυρισμό ότι η παγκόσμια διεθνής κοινωνία του 20ου αιώνα, αντίθετα με τη χριστιανική διεθνή κοινωνία τον 16ου και του 17ου αιώνα ή την ευρωπαϊκή διεθνή κοινωνία του 18ου και του 19ου αιώνα, δεν έχει καμιά τέτοια κοινή κουλτούρα ή πολιτισμό.

---------------------------------------------------------------
Παρέκβαση
Η «οικονομία» ως μέσο πολιτιστικού μονισμού ή εργαλείο επιβολής του «δυτικού» πολιτισμού
Σας καλώ, όσους έχετε σπουδάσει πολιτική οικονομία να το σκεφθείτε, οι υπόλοιποι να το αναζητήσετε. Ανοίξτε οποιοδήποτε εγχειρίδιο διδασκαλίας πολιτικής οικονομίας ή μικροοικονομικής. Οποιοδήποτε εγχειρίδιο. Στο πρώτο κεφάλαιο, όλα τα εγχειρίδια πολιτικής οικονομίας και όλα τα εγχειρίδια μικροοικονομικής, ξεκινούν με κάποια θεμελιώδη αξιώματα πάνω στα οποία είναι βασισμένη η συγγραφή του όλου βιβλίου από εκεί και κάτω. Ποιά είναι αυτά τα αξιώματα; Η αξιωματικοποίηση ενός συγκεκριμένου είδους ανθρώπου, δηλαδή ενός συγκεκριμένου πολιτισμού. Εάν διαβάσετε ποιά είναι τα αξιώματα του οικονομικός ορθού ανθρώπου για τους συγγραφείς της σύγχρονης πολιτικής οικονομίας και μικροοικονομικής, αυτό που ονομάζουμε ωφελιμισμός, θεωρία της ορθολογικής επιλογής, το ότι είναι φυσιολογικό να έχουμε ως προτεραιότητα το ατομικό μας συμφέρον, το ότι αν ανέβει η τιμή θα μειωθεί η ζήτηση και εάν θα πέσει η τιμή θα αυξηθεί η ζήτηση και ούτω καθεξής. Όλα αυτά τα πράγματα προϋποθέτουν μια συγκεκριμένη αξιολογία, προϋποθέτουν ένα συγκεκριμένο τύπο ανθρώπου.
Σας επισημαίνω λοιπόν για να το συνηδητοποιήσετε, ότι όταν κάποιος σπουδάζει πολιτική οικονομία και μικροοικονομική από οποιοδήποτε δυτικό συγγραφέα σήμερα, στη πραγματικότητα είτε το καταλαβαίνει είτε όχι αυτό το οποίο κάνει είναι ότι πρώτα απ'όλα σπουδάζει τον συγκεκριμένο δυτικό πολιτισμό. Δεν υπάρχει κανένας νόμος της πολιτικής οικονομίας που να μην απορρέει από το να δεχτείτε και να ομολογήσετε τα αξιώματα του δυτικού πολιτισμού.
Η πολιτική οικονομία δεν είναι οικουμενική προσπαθεί να γίνει οικουμενική.
Όλες οι θεωρίες που διδάσκονται σε όλες τις δυτικές οικονομικές σχολές και στα δυτικά business schools, απορρέουν από ότι προηγουμένως πρέπει να προσυπογράψετε ότι αποδέχεστε τη λογική του δυτικού υποκειμένου και του δυτικού πολιτισμού. Σε έναν άλλο πολιτισμό... σε μη δυτικοευρωπαϊκούς πολιτισμούς, αυτά τα βιβλία, της πολιτικής οικονομίας και της μικροοικονομικής που διδάσκονται σήμερα σε όλα τα δυτικά και δυτικόστροφά πανεπιστήμια θα ήταν απορριπτέα.
Η επιστήμη της οικονομίας σήμερα, η ίδια, είναι ένα εργαλείο επιβολής του δυτικού πολιτισμού, το οποίο προβάλλεται ως «επιστήμη».
Νικόλαος Λάος

Στην ζούγκλα το κάθε θηρίο ένδιαφέρεται μόνο γιά τόν εαυτο του. Αυτο θα αποτελέση καί τό αξίωμα τής φιλοσοφιας του Λωκ. Ο ανθρωπος είναι εκ φύσεως προωρισμένος νά πραγματοποιή στό έπακρο τούς σκοπούς του ατομικού του ηδονιστικού συμφέροντος... Ο άνθρωπος θέλει περισσότερα από τά όσα χρειάζεται, γιατί μέ τά άπολύτως απαραίτητα δέν υπάρχει ηδονή, ακριβώς όμως γι'αυτό καί ό καθένας θέλει πάντα περισσότερα άπό τόν άλλον («Desire of having more than men needed», βλ. second Treatise, V, 37). Ο άνθρωπος αυτός του Λώκ δέν είναι βέβαια ό βυζαντινός καλόγηρος ούτε ό μωαμεθανός δερβίσης'είναι ό άνθρωπος του «φιλελευθερισμού», ό όποίος υποχρεούται νά συμπεριφερθή έτσι, διότι είναι ό μόνος τρόπος αυτοπροστασίας καί υπάρξεως που έχει, γιά νά προφυλαχθή από τήν όμοια συμπεριφορά του διπλανού. Πολύ περισσότερο ό άνθρωπος αυτός του Τζών Λώκ δέν είναι ό άνθρωπος του εαυτού γνώναι του Σωκράτη'είναι ό πρακτικώς έπιτηδευόμενος, ό άνθρωπος του «δός ημίν τώρα», πού ώς έπιχειρηματίας θά άναγράψη στήν σημαία του τά συνθήματα ένός φυσικώς ανυπάρκτου καί ίδίας χρήσεως «σοσιαλδαρβινισμου»...

Η υπόθεση εργασίας των οικονομολόγων ότι τα οικονομικά είναι μια οικουμενική επιστήμη που μπορεί να εφαρμοστεί διαχρονικά και σε κάθε τόπο μπορεί να οδηγήσει σε αναλυτικές στρεβλώσεις και σε εσφαλμένες συστάσεις πολιτικής. Η ανικανότητα ή η απροθυμία τους να παραδεχτούν τη σπουδαιότητα των διαφορών μεταξύ των κρατών και των κοινωνιών και/ή της επιρροής του πολιτιστικού και ιστορικού περιβάλλοντος περιορίζει τη χρησιμότητα των οικονομικών... Παρόλο που οι νεοκλασικοί οικονομολόγοι ισχυρίζονται ότι τα οικονομικά είναι μια αντικειμενική επιστήμη, όπως η φυσική, τα οικονομικά στην πραγματικότητα στηρίζονται σε ένα πλήθος κανονιστικών υποθέσεων εργασίας ή απόψεων όσον αφορά στις αξίες που αποδέχονται οι περισσότεροι οικονομολόγοι. Αυτές οι κανονιστικές υποθέσεις εργασίας επηρεάζουν την επιλογή των θεμάτων που μελετούν οι οικονομολόγοι και τις απαντήσεις που θα δοθούν... Επιπλέον, ένα σημαντικό μέρος του αποδεκτού σώματος της οικονομικής ποτέ δεν ελέγχθηκε επαρκώς. Για τους μελετητές της πολιτικής οικονομίας η αίρεση ceteris paribus (η προϋπόθεση ότι όλα τα άλλα παραμένουν σταθερά) που πρότειναν οι οικονομολόγοι είναι εξαιρετικά σημαντική...

Ἡ «ἐπιστήμη τῆς Weltwirtschaft» εἶναι ἡ «ἐπιστήμη» πού προσπαθεῖ νὰ πείση ὅτι οἱ πλουσιώτερες περιοχὲς τοῦ πλανήτη (Βραζιλία, Ἰνδία, Βαλκάνια κ.λπ) «ὀρθῶς» εἶναι... ὑποσημειώσεις τῆς σύγχρονης ἱστορίας καὶ πολιτικῆς. Ἡ «ἐπιστήμη» αὐτὴ δὲν διαφέρει ἀπὸ τὴν «ἐπιστήμη» τοῦ Γκομπινώ.

Η κυρια παραδοχή της δυτικής οικονομικής νοοτροπίας ότι οτιδήποτε παράγεται θα πρέπει να καταναλώνεται, σε αντίθεση μέ την ισλαμική παραδοχή ότι οτιδήποτε χρειάζεται θα πρέπει να παράγεται, προκάλεσε μια κουλτούρα κατανάλωσης η οποία οδήγησε στη διεθνοποίηση του δυτικού τρόπου ζωής μέσω της αναγκαιότητας να ανακαλυφθούν τρόποι απορρόφησης της αυξανόμενης παραγωγής. Η συγκεκριμένη οικονομική βάση πού βρισκεται πισω απο αυτόν τον κοινωνικοοικονομικό πλουραλισμό, ο οποίος προκαλεί πολιτιστικό μονισμό, είναι ο διαχωρισμός των κανονιστικών και των θετικών οικονομικών και η παραδοχή ότι οι πόροι θα πρέπει να κατανέμονται παραγωγικά.

Η πεισματική στροφή προς τον ηθικό και οικονομικό παράγοντα έχει ως σκοπό της, όπως νομίζεται, την οριστική αποκοπή από την «πολιτική της ισχύος», ενώ η ευημερία των τελευταίων σαράντα ετών φαίνεται να αποδεικνύει, προς γενική ικανοποίηση, ότι η ηθική δεν ωφελεί μόνον την ψυχή αλλά και την κοιλιά. Ωστόσο η διχοτομία μεταξύ οικονομίας και πολιτικής παραμένει πλασματική κατασκευή... η πολιτική που έχει μετατραπεί σε οικονομία δεν είναι λιγότερο πολιτική από την πολιτική που μετατρέπεται σε θεολογία, ηθική και αισθητική.

Γνωρίζουμε βέβαια εκ των προτέρων ποιά είναι η κατηγορία εκείνη των αναγνωστών που δεν θα δεχθούν το βιβλίο μας: οι καθηγητές της Πολιτικής Οικονομίας. Ομολογούμε όμως πως είναι και οι μόνοι που πλήρως αγνοήσαμε γράφοντας το... Το σύστημα συνεπώς είναι καλό επειδή κρατιέται, αλλά το πως κρατιέται απ'έξω, είναι κάτι που δεν πρέπει να συζητηθεί. Και πρέπει ν'αποφεύγεται. Ο κομμουνισμός σίγουρα δεν είναι το σύστημα που αρμόζει στον υπάρχοντα τρόπο παραγωγής, ούτε ο φασισμός. Δεν μένει λοιπόν παρά μόνο ο λιμπεραλισμός! Και είναι γεγονός πως είναι αδύνατο να πάει κανείς παραπέρα από αυτό το σημείο, όσο βλέπει τα πράγματα συλλογιστικά, δηλαδή μέσα από τις κατανοήσεις της ιστορίας που θέλουν την τεχνολογία «ευρωπαϊκή» επειδή παρήχθει μόνο στην «Ευρώπη». Οι κατανοήσεις αυτές είναι προφανές να υποβάλλουν διαρκώς μια γραμμική αντίληψη περί «προόδου», στην οποίαν κορυφή να βγαίνει το υπάρχον ως έστι.Άρα και μη δυνάμενο ν'αλλάξει ή με κάτι να αντικατασταθεί, ή απλώς να εξελιχθεί. Και έτσι γίνεται ιδεολογικός συντηρητισμός και βία.

Στις Ηνωμένες Πολιτείες μέχρι το 1971 ζούσε το 90% των οικονομολόγων του πλανήτη
Kenneth Waltz
---------------------------------------------------------------

.~`~.
IV
Κοινωνία των κρατών - Οικουμενική αυτοκρατορία, «υπερ/υποκρατικοί» παράγοντες

Όποιες και εάν είναι οι διαιρέσεις μεταξύ τους, τα σύγχρονα κράτη συνευρίσκονται στη βάση της πεποίθησης ότι είναι οι βασικοί παράγοντες στην παγκόσμια πολιτική και οι βασικοί φορείς δικαιωμάτων και υποχρεώσεων στο εσωτερικό της. Η κοινωνία των κρατών επιδίωξε να διασφαλίσει ότι θα παραμείνει η επικρατούσα μορφή οικουμενικής πολιτικής οργάνωσης, de factoκαι de jure.
Αμφισβητήσεις της συνεχιζόμενης ύπαρξης της κοινωνίας των κρατών υπήρξαν μερικές φορές από συγκεκριμένα δεσπόζοντα κράτη -την Αυτοκρατορία των Αψβούργων, τη Γαλλία του Λουδοβίκου ΙΔ', τη Γαλλία του Ναπολέοντα, τη Γερμανία του Hitler, και την Αμερική μετά τον Β'Παγκόσμιο Πόλεμο- που φαίνονταν ικανές να ανατρέψουν το σύστημα και την κοινωνία των κρατών και να το μετατρέψουν σε οικουμενική αυτοκρατορία. Αμφισβητήσεις διατυπώθηκαν επίσης από παράγοντες άλλους, διαφορετικούς από τα κράτη, που απειλούν να στερήσουν από τα κράτη τη θέση που έχουν ως βασικοί φορείς στην παγκόσμια πολιτική ή βασικοί φορείς δικαιωμάτων και υποχρεώσεων στο εσωτερικό της. «Υπερκρατικοί»παράγοντες, όπως κατά τον 16ο και 17ο αιώνα η Παπική Εκκλησία και ο αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ή τον 20ο αιώνα τα Ηνωμένα Έθνη συνιστούν μια τέτοια απειλή. «Υποκρατικοί»παράγοντες, που λειτουργούν στην παγκόσμια πολιτική από το εσωτερικό ενός συγκεκριμένου κράτους, ή «διεθνικοί» παράγοντες, που είναι ομάδες που διαπερνούν τα σύνορα των κρατών, μπορεί επίσης να απειλήσουν την προνομιούχα θέση των κρατών στην παγκόσμια πολιτική ή το δικαίωμα τους να απολαμβάνουν αυτή τη θέση. Στην ιστορία της σύγχρονης διεθνούς κοινωνίας οι επαναστατικές και αντεπαναστατικές εκδηλώσεις αλληλεγγύης των ανθρώπων που εκφράστηκαν από τη Μεταρρύθμιση, τη Γαλλική Επανάσταση και τη Ρωσική Επανάσταση είναι βασικά παραδείγματα (*)...

---------------------------------------------------------------
(*) ...μπορεί κάποιος να πει ότι στους εμπορικούς και αποικιακούς πολέμους που διεξήχθησαν κατά τα τέλη του 17ου και τον 18ο αιώνα, κυρίως από την Ολλανδία, τη Γαλλία και την Αγγλία, και που στόχο τους είχαν το μονοπώλιο του εμπορίου που επιβαλλόταν με τη ναυτική ισχύ και τον πολιτικό έλεγχο των αποικιών το στοιχείο της κατάστασης πολέμου κυριαρχούσε. Στους θρησκευτικούς πολέμους που σημάδεψαν την πρώτη φάση του συστήματος κρατών μέχρι την Ειρήνη της Βεστφαλίας, στους πολέμους που προκάλεσε στην Ευρώπη η Γαλλική Επανάσταση και ο Ναπολέων και στην ιδεολογική πάλη των κομουνιστικών και αντικομουνιστικών δυνάμεων, το στοιχέιο της διεθνικής αλληλεγγύης και σύγκρουσης υπερίσχυε. Τούτο δεν εκφραζόταν μόνο με την επαναστατική υπερεθνική αλληλεγγύη των προτεσταντικών κομμάτων, των δημοκρατικών δυνάμεων που ήταν φιλικές προς τη Γαλλική Επανάσταση και των Κομουνιστικών Διεθνών, αλλά και από την αντεπαναστατική αλληλεγγύη της Κοινωνίας του Ιησού, της Διεθνούς Νομιμότητας και του αντικομουνισμού του Dulles. Στην Ευρώπη του 19ου αιώνα και κατά την περίοδο μεταξύ αφενός της σύγκρουσης του επαναστατισμού και της νομιμότητας (η οποία επικράτησε μετά τους ναπολεόντειους πολέμους) και αφετέρου της εμφάνισης κατά τα τέλη του αιώνα των μοντέλων σύγκρουσης των μεγάλων δυνάμεων που οδήγησαν στον Α'Παγκόσμιο Πόλεμο μπορεί κανείς να πει ότι το στοιχείο της διεθνούς κοινωνίας υπερίσχυε - Hedley Bull
---------------------------------------------------------------

Οποιοδήποτε κράτος από τη δική του οπτική γωνία αυτό που ελπίζει κυρίως να κερδίσει από τη συμμετοχή του στην κοινωνία των κρατών είναι η αναγνώριση της ανεξαρτησίας του από κάθε εξωτερική αρχή και συγκεκριμένα της υπέρτατης δικαιοδοσίας του στους υπηκόους του και στο έδαφος του. Το μεγαλύτερο τίμημα που πρέπει να πληρώσει γι'αυτό είναι η αναγνώριση των ίδιων δικαιωμάτων στην ανεξαρτησία και στην κυριαρχία των άλλων κρατών.
Η διεθνής κοινωνία έχει πράγματι αντιμετωπίσει τη διατήρηση της ανεξαρτησίας κάποιων συγκεκριμένων κρατών ως έναν στόχο, ο οποίος είναι υποδεέστερος της διατήρησης της ίδιας της κοινωνίας των κρατών'τούτο αντανακλά τον κυρίαρχο ρόλο που διαδραμάτισαν στη διαμόρφωση της διεθνούς κοινωνίας οι μεγάλες δυνάμεις, οι οποίες θεωρούν ότι είναι φύλακες της. Έτσι η διεθνής κοινωνία επέτρεψε συχνά να απολεσθεί η ανεξαρτησία κάποιων κρατών, όπως στην περίπτωση της μεγάλης διαδικασίας διανομής και απορρόφησης των μικρών δυνάμεων από τις μεγαλύτερες στο όνομα αρχών, όπως η «αντιστάθμιση» και η «ισορροπία των δυνάμεων» που προξένησε μια σταθερή μείωση του αριθμού των κρατών στην Ευρώπη από την Ειρήνη της Βεστφαλίας το 1648 μέχρι το Συνέδριο της Βιέννης το 1815. Κατά τον ίδιο τρόπο η διεθνής κοινωνία, τουλάχιστον κατά την άποψη των μεγάλων δυνάμεων που θεωρούν ότι είναι προστάτες της, θεωρεί την ανεξαρτησία κάποιων συγκεκριμένων κρατών ως υποδεέστερη της διατήρησης του συστήματος ως συνόλου, όταν ανέχεται ή ενθαρρύνει τον περιορισμό της κυριαρχίας ή της ανεξαρτησίας των μικρών κρατών με επινοήματα, όπως οι συμφωνίες προσδιορισμού σφαιρών επιρροής ή οι συμφωνίες για τη δημιουργία παρεμβαλλομένων ή ουδετεροποιημένων ζωνών.

.~`~.
V
Παγκόσμια τάξη και το πρώτο παγκόσμιο πολιτικό σύστημα

Σε ολόκληρη την ιστορία της ανθρωπότητας πριν από τον 19ο αιώνα δεν υπήρχε ένα μόνο πολιτικό σύστημα που εξαπλωνόταν σε ολόκληρο τον κόσμο. Η μεγάλη κοινωνία ολόκληρης της ανθρωπότητας, στην οποία αναφέρονταν οι υποστηρικτές του κανονικού δικαίου ή του φυσικού δικαίου, ήταν μια ιδεατή κοινωνία, η οποία υπήρχε μόνο ενώπιον του Θεού ή υπό το φως των αρχών του φυσικού δικαίου: δεν αντιστοιχούσε σε αυτήν κανένα αληθινό πολιτικό σύστημα. Πριν από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα η παγκόσμια τάξη ήταν απλώς το άθροισμα των διαφόρων πολιτικών συστημάτων που επέφεραν την τάξη στα διάφορα μέρη του κόσμου.
Παρ'όλα αυτά από τα τέλη του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ου προέκυψε για πρώτη φορά ένα ενιαίο πολιτικό σύστημα που είναι αληθινά παγκόσμιο... Η τάξη στον κόσμο -ας πούμε το 1900- ήταν ακόμη το άθροισμα της τάξης που εξασφαλιζόταν στο εσωτερικό των ευρωπαϊκών και αμερικανικών κρατών και των υπερπόντιων κτήσεων τους, στο εσωτερικό της οθωμανικής αυτοκρατορίας, της κινεζικής και της ιαπωνικής αυτοκρατορίας, στο εσωτερικό των χανάτων και των σουλτανάτων που διατηρούσαν μια ανεξάρτητη ύπαρξη από τη Σαχάρα έως την Κεντρική Ασία, στο εσωτερικό των πολιτικών συστημάτων της Αφρικής και της Ωκεανίας, που δεν είχαν ακόμη καταστραφεί από την ευρωπαϊκή επιρροή - αλλά ηταν επίσης και η συνέπεια ενός πολιτικού συστήματος, που τα συνέδεε όλα μεταξύ τους, που λειτουργούσε σε ολόκληρο τον κόσμο.

Πρώτο παγκόσμιο πολιτικό σύστημα
Το πρώτο παγκόσμιο πολιτικό σύστημα πήρε τη μορφή ενός παγκόσμιου συστήματος κρατών. Αυτό που ευθύνεται κυρίως για την εμφάνιση κάποιου βαθμού αλληλεπίδρασης των πολιτικών συστημάτων σε όλες τις ηπείρους του κόσμου, που είναι αρκετό, ώστε να μας επιτρέψει να μιλάμε για ένα παγκόσμιο πολιτικό σύστημα, ήταν η εξάπλωση του ευρωπαϊκού πολιτικού συστήματος κρατών σε ολόκληρο τον κόσμο και η μετατροπή του σε ένα σύστημα κρατών παγκοσμίων διαστάσεων.
Κατά την πρώτη φάση αυτής της μεταβολής τα ευρωπαϊκά κράτη επεκτάθηκαν και ενσωμάτωσαν ή κυρίευσαν τον υπόλοιπο κόσμο'η φάση αυτή ξεκίνησε με τα ταξίδια των ανακαλύψεων των Πορτογάλων τον 15ο αιώνα και τελείωσε με τη διαίρεση και διανομή της Αφρικής τον 19ο αιώνα. Στη δεύτερη φάση, η οποία εν μέρει συνέπεσε με την πρώτη, οι περιοχές που είχαν ενσωματωθεί ή κυριευθεί κατ'αυτόν τον τρόπο ξέφυγαν από τον ευρωπαϊκό έλεγχο και πήραν τις θέσεις τους ως κράτη μέλη της διεθνούς κοινωνίας ξεκινώντας με την Αμερικανική Επανάσταση και τελειώνοντας με την αφρικανική και ασιατική αντιαποικιοκρατική επανάσταση...

---------------------------------------------------------------
Μόλις το 1997.
Hong Kong. Ηandover ceremony (Transfer of Sovereignty)


---------------------------------------------------------------

Είναι αλήθεια ότι η διασύνδεση των διαφόρων μερών του κόσμου δεν ήταν μόνο έργο των κρατών'κάποια άτομα και ομάδες ατόμων έπαιξαν τον ρόλο τους ως εξερευνητές, έμποροι, μετανάστες, ιεραπόστολοι και μισθοφόροι, και η εξάπλωση του συστήματος κρατών ήταν μέρος μιας ευρύτερης διάδοσης των κοινωνικών και οικονομικών αλλαγών. Παρ'όλα αυτά η πολιτική δομή που προέκυψε από αυτές τις εξελίξεις ήταν μια δομή απλώς και μόνο ενός παγκοσμίου συστήματος και μιας κοινωνίας κρατών.
Ωστόσο, ενώ το παγκόσμιο πολιτικό σύστημα που υπάρχει σήμερα παίρνει τη μορφή ενός συστήματος κρατών ή παίρνει κυρίως αυτή τη μορφή (θα υποστηρίξουμε αργότερα ότι εμφανίζεται ένα παγκόσμιο πολιτικό σύστημα του οποίου το σύστημα κρατών συνιστά μόνο μέρος), η παγκόσμια τάξη θα μπορούσε κατ'αρχήν να επιτευχθεί με άλλες μορφές οικουμενικής πολιτικής οργάνωσης και ένα μόνιμο ερώτημα είναι εάν η παγκόσμια τάξη δεν θα εξυπηρετείτο καλύτερα από τέτοιου είδους άλλες μορφές. Στο παρελθόν υπήρξαν άλλες μορφές οικουμενικής οργάνωσης μικρότερης κλίμακας'πράγματι στο σύνολο της ανθρώπινης ιστορίας το σύστημα κρατών είναι μάλλον η εξαίρεση παρά ο κανόνας.

Η Άναρχη Κοινωνία
Μελέτη της Τάξης στη Παγκόσμια Πολιτική
Εκδ. Ποιότητα

Σε επόμενη ανάρτηση θα παρουσιάσω τις ρίζες της ιδέας της διεθνούς κοινωνίας, τις μετεξελίξεις της και τις τρείς δυτικέςανταγωνιστικές παραδόσεις σκέψης στην ιστορία του σύγχρονου συστήματος κρατών: τη χομπεσιανή ή ρεαλιστική, την καντιανή ή οικουμενική και τη γκροτιανή ή διεθνιστική παράδοση.


.~`~.
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική

*
*
*
*
*
- Το μέλλον της Ε.Ε, η Ανατολική Ευρώπη -η Ουκρανία- και τα Βαλκάνια, ο Huntington, ο Brzezinski και οι πλανητικές πολιτικές των Η.Π.Α. Τα «Ανθρώπινα δικαιώματα», η «σύγκρουση των πολιτισμών» και τα «Ευρασιατικά Βαλκάνια» ως βαλκανοποίηση της υφηλίου και καλλιέργεια της ελεγχόμενης αναρχίας. Η απόρριψη του διλήμματος μεταξύ πυρηνικού ολοκαυτώματος ή πολιτιστικής ανυπαρξίας - προς μιας νέα ιστορική σύνθεση που θα εναντιώνεται στις θεωρίες και τους υπολογισμούς γραφείου-εργαστηρίου.
*
*
*

Πόλεμος και -συστημική- αλλαγή στη διεθνή πολιτική. Αλλαγή στη διακυβέρνηση ενός διεθνούς συστήματος.

$
0
0

Παντειο Πανεπιστημιο. ΠΜΣ Διεθνων και Ευρωπαϊκων Σπουδων. Μαθημα: θεωρια και Μεθοδολογια των Διεθνων Σχεσεων. Διδασκοντες: κ. Αρβανιτοπουλος - Α. Γκοφας - Ε. Φακιολας. Robert Gilpin: πολεμος και αλλαγη στη διεθνη πολιτικη. Παρουσιαση: Θεοδωροπουλος Παναγιωτης. Ιανουαριος 2009. (Όλες οι υπογραμμίσεις και οι επισημάνσεις μέ έντονο ύφος από το πρωτότυπο).

.~`~.
Robert Gilpin:
πολεμος και αλλαγη στη διεθνη πολιτικη

Ο Ρόμπερτ Γκίλπιν, με το βιβλίο του αυτό, προσπάθησε να ανακαλύψει και κυρίως να σχηματοποιήσει την διαδικασία πολιτικής αλλαγής στο διεθνές σύστημα. Παραδέχεται εξ αρχής πως οι μεγάλες πολιτικές αλλαγές είναι συνέπειες μοναδικώνκαι απρόβλεπτωνεξελίξεων. Συνεπώς, δεν αποβλέπει στο να διατυπώσει μία ντετερμινιστική θεωρία διεθνούς πολιτικής αλλαγής, αλλά να προσδιορίσει τα κοινά στοιχεία και τα επανεμφανιζόμενα πρότυπα στις σημαντικές κρίσιμες καμπές της Ιστορίας, ώστε να αποτυπώσει κάποιες γενικές τάσεις στη διεθνή πολιτική αλλαγή.
Ιδιαιτέρως, το βιβλίο ασχολείται με την συστημική αλλαγή, αν ως συστημική αλλαγήορίσουμε την αλλαγή στη διακυβέρνηση ενός διεθνούς συστήματος. Η συστημική αλλαγή δεν θα πρέπει να συγχέεται με την αλλαγή συστημάτων, παραδείγματα της οποίας είναι η άνοδος και η παρακμή των ελληνικών πόλεων-κρατών, η παρακμή του μεσαιωνικού διακρατικού συστήματος και η εμφάνιση των σύγχρονων εθνών-κρατών. Επομένως, ενώ η αλλαγή συστημάτων αναφέρεται στη φύση των κύριων δρώντων του συστήματος και επικεντρώνεται στην άνοδο και παρακμή των κρατικών συστημάτων, από την άλλη, η συστημική αλλαγή επικεντρώνεται στην άνοδο και παρακμή των κυρίαρχωνκρατών ή των αυτοκρατοριών που κυβερνούν το διεθνές σύστημα. Με τη συστημική αλλαγή καταπιάνεται κυρίως η θεωρία του Γκίλπιν.
Πρέπει να σημειώσουμε πως ο Γκίλπιν ξεκαθαρίζει από την αρχή τη θέση του, πως δηλαδή η θεμελιώδης φύση των διεθνών σχέσεων ΔΕΝ έχει μεταβληθεί διαμέσου των αιώνων, αλλά αυτές εξακολουθούν να είναι ένας αέναος αγώνας για πλούτο και ισχύ μεταξύ ανεξάρτητων δρώντων σε κατάσταση αναρχίας. Αξίζει επίσης να παρατηρήσουμε πως όλο το βιβλίο διαπνέεται από μία συλλογιστική κόστους/οφέλους. Δηλαδή, πως τα ανεξάρτητα κράτη προβαίνουν σε υπολογισμούς κόστους/οφέλους κατά τη χάραξη της εξωτερικής τους πολιτικής.
Κατά τον Γκίλπιν, πέντε βασικές υποθέσειςστηρίζουν τη θεωρία του για τη διεθνή πολιτική αλλαγή. Ας τις δούμε μία-μία:

ΥΠΟΘΕΣΗ ΠΡΩΤΗ:
Ένα διεθνές σύστημα είναι σταθερό εάν κανένα κράτος δεν θεωρεί επικερδές να προσπαθήσει να αλλάξει το σύστημα.Ιδιαιτέρως, ένα διεθνές σύστημα βρίσκεται σε ισορροπία αν τα ισχυρότερα κράτη του συστήματος είναι ικανοποιημένα από τις υφιστάμενες εδαφικές, πολιτικές και οικονομικές ρυθμίσεις. Σε κάθε διεθνές σύστημα εμφανίζονται συνεχώς πολιτικές, οικονομικές και τεχνολογικές αλλαγές που υπόσχονται κέρδη και επαπειλούν απώλειες για τον α ή β δρώντα. Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι αλλαγές αυτές διευθετούνται με οριακές μόνο ρυθμίσεις (π.χ. συμμαχίες, διπλωματικές αλληλεπιδράσεις), οι οποίες μειώνουν την πίεση στο σύστημα και τείνουν να συντηρούν τα χαρακτηριστικά που δίνουν στο σύστημα τη συγκεκριμένη ταυτότητά του. Έτσι, η σχετική σταθερότητα του συστήματος εξαρτάται από την ικανότητά του να προσαρμόζεται στις απαιτήσεις των δρώντων οι οποίοι επηρεάζονται από τις μεταβαλλόμενες συνθήκες. Επομένως, σε κάθε σύστημα, λαμβάνει χώρα συνεχώς μια διαδικασία ανισορροπίας και αναπροσαρμογής. Πρόκειται λοιπών για σωρευτικέςαλλαγές που χαρακτηρίζουν την εξέλιξη του συστήματος.
Από τη στιγμή που εγκαθιδρυθεί, το ίδιο το διεθνές σύστημα ασκεί με τη σειρά του επιρροή στη συμπεριφορά των κρατών. Επηρεάζει τους τρόπους με τους οποίους άτομα, ομάδες και κράτη επιδιώκουν να επιτύχουν τους στόχους τους. Δηλαδή, παρέχει μία σειρά περιορισμών και ευκαιριών στα πλαίσια των οποίων οι διάφορες ομάδες και κράτη επιδιώκουν να προωθήσουν τα συμφέροντά τους.
Το σύστημα περιλαμβάνει εκείνους τους δρώντες των οποίων οι δράσεις και αντιδράσεις λαμβάνονται υπόψη από τα κράτη στη χάραξη της εξωτερικής τους πολιτικής. Τα όρια του συστήματος ορίζονται από την περιοχή στην οποία οι μεγάλες δυνάμεις επιδιώκουν να ασκήσουν επιρροή και έλεγχο, ώστε να προωθήσουν τα δικά τους συμφέροντα. Όταν μιλάμε για έλεγχο πάνω στο διεθνές σύστημα, εννοούμε «σχετικό έλεγχο» και «επιδίωξη ελέγχου» διότι κανένα κράτος δεν έχει ποτέ ελέγξει πλήρως ένα σύστημα. Ο έλεγχος λοιπόν, ή αλλιώς η διακυβέρνηση του διεθνούς συστήματος ασκείται με τους εξής μηχανισμούς:
● κατανομή της ισχύος μεταξύ των κρατών. Τα κυρίαρχα κράτη ή αλλιώς οι μεγάλες δυνάμεις οργανώνουν το δίκτυο των πολιτικών, οικονομικών και άλλων σχέσεων του συστήματος και επιβάλλουν τους βασικούς κανόνες και δικαιώματα που επηρεάζουν τη συμπεριφορά των κρατών στο σύστημα.
● το γόητρο. Είναι η φήμη για ισχύ και ιδίως για στρατιωτική ισχύ. Αναφέρεται πρωτίστως στις αντιλήψεις των άλλων κρατών σχετικά με τις ικανότητες ενός κράτους και την προθυμία του να χρησιμοποιήσει την ισχύ του. Αξίζει να σημειωθεί, πως με τον καιρό, εμφανίζεται μια ανακολουθία ανάμεσα στην καθιερωμένη ιεραρχία γοήτρου και στην υφιστάμενη κατανομή ισχύος μεταξύ των κρατών. Δηλαδή, οι αντιλήψεις που έχουν τα κράτη για την ισχύ ενός κυρίαρχου κράτους καθυστερούν να προσαρμοστούν στις μεταβολές των ικανοτήτων του κράτους αυτού.
● κατανομή εδαφών. Ο έλεγχος και η διανομή του εδάφους αποτελούν τον βασικό μηχανισμό που διέπει την κατανομή σπάνιων πόρων ανάμεσα στα κράτη.
● οι κανόνες του συστήματος. Κυμαίνονται από απλές συνεννοήσεις και τα έθιμα, μέχρι τους κανόνες διεξαγωγής διπλωματίας και τις επίσημες συνθήκες. Αν και τα δικαιώματα και οι κανόνες βασίζονται σε διάφορους βαθμούς στη συναίνεση, εντούτοις τα θεμέλιά τους βρίσκονται στην ισχύ και τα συμφέροντα των κυρίαρχων κρατών.
● η διεθνής οικονομία.
Ο πλέον αποσταθεροποιητικός παράγοντας της ισορροπίας ενός συστήματοςείναι η τάση που υπάρχει σε ένα διεθνές σύστημα να αλλάζει η ισχύς των κρατών-μελών του με διαφορετικό ρυθμό λόγω πολιτικών, οικονομικών και τεχνολογικών εξελίξεων [Όταν αναφερόμαστε στην ισχύ, εννοούμε τις στρατιωτικές, οικονομικές και τεχνολογικές ικανότητες των κρατών]. Ταυτοχρόνως, η διαφορετική αύξηση της ισχύος των διαφόρων κρατών του συστήματος, προκαλεί μία θεμελιώδη ανακατανομή της ισχύος στο σύστημα. Αυτό το στοιχείο μας οδηγεί στη δεύτερη υπόθεση της θεωρίας του Γκίλπιν για την διεθνή πολιτική αλλαγή.

ΥΠΟΘΕΣΗ ΔΕΥΤΕΡΗ:
Ένα κράτος θα προσπαθήσει να αλλάξει το διεθνές σύστημα, εάν το αναμενόμενο όφελος υπερβαίνει το αναμενόμενο κόστος.Το εάν ένα κράτος επιδιώξει ή όχι να αλλάξει το διεθνές σύστημα εξαρτάται από τη φύση του κράτους και της κοινωνίας που αυτό εκπροσωπεί. Εξάλλου, το εάν η αλλαγή αυτή είναι επικερδής σε μία δεδομένη στιγμή εξαρτάται από μεταβολές σε διάφορους παράγοντες. Ας δούμε ποιοι είναι αυτοί:
1) Συγκοινωνίες και επικοινωνίες.Η πλέον σημαντική συνέπεια των καινοτομιών στις συγκοινωνίες είναι η επίδρασή τους στη «γραμμή απώλειας δύναμης». Με τον όρο αυτό εννοείται ο βαθμός στον οποίο η στρατιωτική και πολιτική ισχύς του κράτους μειώνεται καθώς μετακινούμε μία μονάδα μακρυά από τη βάση της. Επομένως, τεχνολογικές βελτιώσεις μπορούν να αυξήσουν την απόσταση και τον χώρο στον οποίο ένα κράτος μπορεί να ασκήσει αποτελεσματική επιρροή και να χρησιμοποιήσει στρατιωτική ισχύ.
2) Στρατιωτικές τεχνικές και τεχνολογία.Στρατιωτικές καινοτομίες που τείνουν να ευνοούν την επίθεση σε σχέση με την άμυνα, προωθούν την εδαφική επέκταση, ενώ καινοτομίες που αυξάνουν την άμυνα σε σχέση με την επίθεση, τείνουν να δυσχεραίνουν την επέκταση και συνεπώς να σταθεροποιούν το εδαφικό στάτους κβο.
3) Οικονομικοί παράγοντες.Όχι μόνο η κατανομή ισχύος εδράζεται σε μία οικονομική βάση, αλλά και η επιθυμία για κέρδος είναι ισχυρό κίνητρο για να επιδιώξει να αλλάξει κανείς το διεθνές σύστημα. Εξελίξεις που αυξάνουν τις οικονομίες κλίμακας (π.χ. το μέγεθος της αγοράς) θα δημιουργήσουν στην κοινωνία ισχυρό κίνητρο επέκτασης. Από την άλλη, το οικονομικό περίσσευμα των κοινωνιών μειώνεται λόγω της φθίνουσας απόδοσης. Δηλαδή, η αύξηση του πληθυσμού, η εξάντληση της καλής ποιότητας γης και η στενότητα πόρων οδηγούν σε μείωση του οικονομικού περισσεύματος, οπότε η ύπαρξη εξωτερικών ευκαιριών για να ανακοπεί η λειτουργία του νόμου της φθίνουσας απόδοσης, αποτελούν ισχυρά κίνητρα για τα κράτη ώστε να επεκτείνουν τον εδαφικό, οικονομικό και πολιτικό τους έλεγχο στο διεθνές σύστημα.
4) Η δομή του διεθνούς συστήματος.Η δομή ως μορφή των αλληλεπιδράσεων μεταξύ των κρατών του συστήματος, επηρεάζει τη συμπεριφορά των δρώντων ανταμείβοντας ορισμένους τύπος συμπεριφοράς και τιμωρώντας κάποιους άλλους. Δηλαδή, επηρεάζει το αποτέλεσμα της συμπεριφοράς των δρώντων ανεξάρτητα από τις προθέσεις και τα κίνητρά τους. Η κατανομή των ικανοτήτων μεταξύ των δρώντων–δηλ. αν η κατανομή είναι σχετικά ίση, ολιγοπωλιακή (λίγες μεγάλες δυνάμεις), δυοπωλιακή (δύο μεγάλες δυνάμεις), ή μονοπωλιακή (δηλ. αυτοκρατορία), καθώς και οι τρόποι με τους οποίους αλλάζει αυτή η κατανομή με το πέρασμα του χρόνου είναι οι πλέον σημαντικοί παράγοντες για τη διεθνή πολιτική αλλαγή.Έτσι, το διεθνές σύστημα, όπως μια ολιγοπωλιακή αγορά, χαρακτηρίζεται από αλληλεξαρτώμενη λήψη αποφάσεων και από αρκετά μικρό αριθμό ανταγωνιστών. Επειδή η συμπεριφορά των άλλων κρατών είναι αβέβαιη και απρόβλεπτη, το κράτος θα πρέπει να διατηρήσει όσο το δυνατόν μεγαλύτερο εύρος επιλογών. Εξάλλου, εάν ένα κράτος παραλείψει να εκμεταλλευτεί τις ευκαιρίες που του παρουσιάζονται για επέκταση, υπάρχει η πιθανότητα κάποιος ανταγωνιστής να αρπάξει την ευκαιρία και να αυξήσει έτσι την σχετική του ισχύ. Ο Γκίλπιν τονίζει πως ο πλέον σημαντικός παράγοντας της διεθνούς πολιτικής αλλαγής είναι η διαφορική ή αλλιώς άνιση ανάπτυξη της ισχύος μεταξύ των κρατών. Τόσο στις διπολικές όσο και στις πολυπολικές δομές, οι αλλαγές στη σχετική ισχύ μεταξύ των κυριότερων δρώντων είναι προάγγελοι διεθνούς πολιτικής αλλαγής.
5) Εσωτερικές πηγές αλλαγής.Αυτές αναφέρονται στον εθνικό χαρακτήρα, την κοινωνική δομή, τα οικονομικά συμφέροντα, την πολιτική οργάνωση, και κυρίως στη σχέση ανάμεσα στο ιδιωτικό και στο δημόσιο κέρδος.Εάν η μεγέθυνση και επέκταση του κράτους και τα συμφέροντα διαφόρων ισχυρών ομάδων είναι συμπληρωματικά μεταξύ τους, τότε υφίσταται για το κράτος μια έντονη ώθηση να επεκταθεί και να προσπαθήσει να αλλάξει το διεθνές σύστημα. Δεν αναφερόμαστε μόνο στο οικονομικό συμφέρον, καθώς τόσο οι θρησκείες όσο και οι πολιτικές ιδεολογίες υπόσχονται ανταμοιβές στους πιστούς.

ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΡΙΤΗ:
Ένα κράτος θα επιδιώξει να αλλάξει το διεθνές σύστημα μέσω εδαφικής, πολιτικής και οικονομικής επέκτασης, μέχρι το οριακό κόστος της περαιτέρω αλλαγής να είναι ίσο ή μεγαλύτερο από το οριακό όφελος.Καθώς η ισχύς ενός κράτους αυξάνεται, το κράτος επιδιώκει να επεκτείνει τον εδαφικό του έλεγχο, την πολιτική του επιρροή και την κυριαρχία του στη διεθνή οικονομία. Με τη σειρά τους αυτές οι εξελίξεις αυξάνουν την ισχύ του καθώς θέτουν στη διάθεσή του περισσότερους πόρους. Όμως αυτή η διαδικασία δεν συνεχίζεται επ άπειρον διότι εμφανίζονται αντισταθμιστικές δυνάμεις που εξαιτίας της επίδρασής τους, το κράτος αρχίζει σε κάποιο σημείο να συναντά αυξανόμενο κόστος και φθίνουσα απόδοση στην επέκτασή του. Στο σημείο όπου η επέκταση και οι προσπάθειες αλλαγής του συστήματος παύουν να είναι επικερδείς, μπορούμε να πούμε ότι το σύστημα έχει επανέλθει σε μία κατάσταση ισορροπίας. Οι μηχανισμοί που επιφέρουν αυτή τη διαδικασία εξαρτώνται από τη φύση του εκάστοτε κοινωνικού σχηματισμού, δηλαδή αν πρόκειται π.χ. για πόλη-κράτος, φεουδαρχία, αυτοκρατορία ή έθνος-κράτος. Έτσι, στην εποχή των αυτοκρατορικών δυνάμεων, η δυναμική των διεθνών σχέσεων παρεχόταν από τη συνεχή διανομή και αναδιανομή εδαφών και την απόκτηση δούλων ή υπάκουων χωρικών που θα καλλιεργούσαν τη γη. Έτσι, καθώς δεν υπήρχαν σημαντικές τεχνολογικές εξελίξεις, η μη κατάκτηση νέων εδαφών είχε ως αποτέλεσμα η αγροτική παραγωγικότητα να παραμένει σε χαμηλό επίπεδο παρουσιάζοντας φθίνουσα απόδοση και το οικονομικό περίσσευμα να βαίνει μειούμενο, αυξάνοντας έτσι το κόστος περαιτέρω επέκτασης της αυτοκρατορίας. Από την άλλη, η φορολόγηση του διεθνούς εμπορίου (π.χ. των καραβανιών ή των πλοίων που διέρχονταν από τα λιμάνια του κράτους), αποτελούσε έναν παράγοντα αύξησης των κρατικών προσόδων. Στο σημείο αυτό πρέπει να παρατηρήσουμε πως παρότι οι αυτοκρατορίες ήταν στρατιωτικά ισχυρές, μπορούσαν να εξασφαλίσουν την πίστη και τη νομιμοφροσύνη μικρού μόνο μέρους των κατοίκων τους. Ενώ, παλαιότερα, οι πόλεις-κράτη απολάμβαναν την παθιασμένη αφοσίωση των κατοίκων τους αλλά είχαν περιορισμένη ικανότητα να παράγουν ισχύ. Το σύγχρονο έθνος-κράτοςέλυσε το πρόβλημα αυτής της αντίστροφης σχέσης μεταξύ μεγέθους και αφοσίωσης.
1ον. Υπάρχει μία ισχυρή εξουσία που ασκεί έλεγχο πάνω σε μία καλά καθορισμένη και συνεχή επικράτεια, μέσω μιας γραφειοκρατίας και ενός ενιαίου συνόλου νόμων.
2ον. Η κοινωνία και η οικονομία του χαρακτηρίζονται από μία πολύπλοκη ταξική δομή και έναν καταμερισμό της εργασίας.
3ον. Η ιδεολογία του εθνικισμού καλλιεργεί την εσωτερική συνοχή και την έντονη αφοσίωση προς το κράτος.
Εξάλλου, η σύγχρονη οικονομική μεγέθυνσηχαρακτηρίστηκε από τη βιομηχανική επανάσταση, τα τεχνολογικά άλματα, την παγκόσμια οικονομία της αγοράς και τον εκχρηματισμό της οικονομίας. Οι κοινωνίες εισέρχονται σε εκτεταμένες σχέσεις αγοράς μόνο όταν τα αναμενόμενα κέρδη είναι πολύ μεγαλύτερα από το αναμενόμενο κόστος. Συνεπώς, οι υπέρμαχοι της αλληλεξαρτώμενης παγκόσμιας αγοράς είναι λογικό ότι θα είναι τα οικονομικώς πιο αποδοτικά και τεχνολογικώς πιο προηγμένα έθνη, τα οποία και ωφελούνται συγκριτικά περισσότερο από τα άλλα κράτη. Κατά συνέπεια, μία οικονομία αγοράς τείνει μέχρις ενός σημείουνα συγκεντρώνει τον πλούτο στις πιο προηγμένες οικονομίες. Ως εκ τούτου, οι κυρίαρχες δυνάμεις της σύγχρονης εποχής παρείχαν τα δημόσια αγαθά που ήταν απαραίτητα για τη λειτουργία αποδοτικών διεθνών αγορών, επειδή ήταν επικερδές γι’ αυτές να το κάνουν. Εξάλλου, ο εκχρηματισμός της οικονομίας εμβαθύνει και επεκτείνει την αγορά. Διευκολύνει την κινητοποίηση του πλούτου για πολεμικούς σκοπούς, καθώς η ισχύς μιας κοινωνίας δεν εξαρτάται τόσο από την ποσότητα, όσο από την κινητικότητα του πλούτου της. Ως συνέπεια των οικονομικών εξελίξεων, η θέση ενός κράτους στην παγκόσμια οικονομία, δηλ. ο λεγόμενος διεθνής καταμερισμός εργασίας, έγινε σύμφωνα με τον Γκίλπιν, ένας κύριος, αν όχι ο κυριότερος προσδιοριστικός παράγοντας της θέσης του στο διεθνές σύστημα.
Με τις διαπιστώσεις αυτές, μπορούμε να προχωρήσουμε στην επόμενη υπόθεση της θεωρίας του Γκίλπιν.

ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΕΤΑΡΤΗ:
Από τη στιγμή που επιτευχθεί μία ισορροπία ανάμεσα στο κόστος και στο όφελος της περαιτέρω αλλαγής και επέκτασης, η τάση είναι να αυξάνεται το οικονομικό κόστος της διατήρησης του στάτους κβο ταχύτερα απ’ ό,τι η οικονομική δυνατότητα να υποστηριχθεί το στάτους κβο.Μολονότι ο έλεγχος επί ενός διεθνούς συστήματος παρέχει στην κυρίαρχη ή στις κυρίαρχες δυνάμεις οικονομικά οφέλη, εντούτοις η κυριαρχία συνεπάγεται κόστος σε ανθρώπινο δυναμικό και υλικούς πόρους. Αυτά τα κόστη συνιστούν οικονομική αφαίμαξη για το κυρίαρχο κράτος. Συνεπώς, η κυριαρχία απαιτεί την ύπαρξη ενός συνεχιζόμενου οικονομικού περισσεύματος. Αυτή η διάσταση μεταξύ κόστους και πόρωνπροκαλεί μια «δημοσιονομική κρίση»κατά τον χαρακτηρισμό του Γκίλπιν για την κυρίαρχη δύναμη. Αν δεν επιλυθεί αυτή η δημοσιονομική κρίση, θα επιφέρει τελικά την οικονομική και πολιτική παρακμή της κυρίαρχης δύναμης. Η διαδικασία αυτής της παρακμής έχει επιταχυνθεί στη σύγχρονη εποχή των ραγδαίων οικονομικών και τεχνολογικών αλλαγών. Για παράδειγμα, ενώ η βυζαντινή και η κινεζική αυτοκρατορία διατηρήθηκαν για μία χιλιετία, η παρακμή τους διήρκεσε εκατοντάδες χρόνια. Ενώ, η διάρκεια της Pax Brittanica ήταν περίπου ένας αιώνας.
Στην ουσία, οι ίδιοι παράγοντες που επηρεάζουν τη μεγέθυνση και επέκταση ενός κράτους, υποσκάπτουν την ισχύ του.Ας δούμε πώς γίνεται αυτό: το εισόδημα μιας κοινωνίας κατανέμεται γενικά σε τρεις τομείς: προστασία (δηλ. εθνική ασφάλεια), κατανάλωση (ιδιωτική και δημόσια μη στρατιωτική), και παραγωγική επένδυση. Σε κάθε δεδομένη στιγμή, η κοινωνία προσπαθεί κατανέμοντας όσο μπορεί καλύτερα τους διαθέσιμους πόρους της, να επιλέξει τον βέλτιστο συνδυασμό ανάμεσα στους τρεις αυτούς τομείς. Η ιστορική τάση είναι να αυξάνονται τα μερίδια της προστασίας και της κατανάλωσης.Ως εκ τούτου το μερίδιο του ΑΕΠ που επανεπενδύεται στην οικονομία μειώνεται, οπότε διαβρώνεται η παραγωγική βάση της οικονομίας, και γίνεται όλο και πιο δύσκολο να αντιμετωπιστούν οι αυξημένες απαιτήσεις για προστασία και κατανάλωση. Η κοινωνία εισέρχεται σε έναν φαύλο κύκλο αυξανόμενης κατανάλωσης και μειούμενης επένδυσης και αρχίζει να βιώνει αυτό που έχει αποκληθεί «το δίλημμα των αυξανόμενων απαιτήσεων και των ανεπαρκών πόρων».Οι παράγοντες που υπονομεύουν την ισχύ και τον πλούτο μιας κοινωνίας διακρίνονται σε εσωτερικούς και εξωτερικούς:
1) Εσωτερικοί παράγοντες:ο νόμος της φθίνουσας απόδοσης στον οποίο αναφερθήκαμε προηγουμένως έχει οικουμενική εφαρμογή μειώνοντας το οικονομικό περίσσευμα. Αν και στη σύγχρονη εποχή, η τεχνολογική εξέλιξη έχει μετριάσει τον νόμο της φθίνουσας απόδοσης, εντούτοις κατά τον Σιμόν Κουζνέτς υφίσταται η τάση κάποια στιγμή να εξαντλείται το δυναμικό μεγέθυνσης που περικλείει κάθε καινοτομία. Εξάλλου, στον στρατιωτικό τομέα, τόσο η αύξηση του κόστους των στρατιωτικών τεχνικών όσο και η διάχυση της στρατιωτικής τεχνολογίας, αυξάνουν το κόστος που υφίσταται το κυρίαρχο κράτος για να διατηρήσει το σύστημα. Επίσης, καθώς η κοινωνία γίνεται όλο και πιο ευημερούσα, παρατηρείται μία γενική τάση να αυξάνεται η ιδιωτική και δημόσια κατανάλωση ταχύτερα απ’ ό,τι αυξάνεται το ΑΕΠ. Ένας άλλος παράγοντας, είναι η δομική αλλαγή στον χαρακτήρα της οικονομίας, δηλαδή το πέρασμά της από την έμφαση στον αγροτικό τομέα, στη συνέχεια στη μεταποίηση και τέλος στην έμφαση στον τομέα των υπηρεσιών. Αν και η επένδυση στον τομέα των υπηρεσιών συνεχίζει να μεγεθύνει την οικονομία, εντούτοις έχει μικρότερο βαθμό αύξησης της παραγωγικότητας συγκριτικά προς τη μεταποίηση. Τέλος, δεν θα πρέπει να παραλείψουμε να αναφέρουμε την φθοροποιό επίδραση της ευμάρειας, η οποία οδηγεί σε μία ψυχολογική μεταστροφή όσον αφορά στις στάσεις των ατόμων και στις κοινωνικές αξίες, οι οποίες αλλάζουν υποσκάπτοντας την αποδοτικότητα της οικονομίας και την αφοσίωση των ατόμων στο κοινό καλό.
2) Εξωτερικοί παράγοντες:ο κυριότερος εξωτερικός παράγοντας που υπονομεύει τη θέση του κυρίαρχου κράτους είναι το αυξανόμενο κόστος της κυριαρχίας. Δηλαδή, αυξήσεις στον αριθμό και στη δύναμη αντίπαλων δυνάμεων, υποχρεώνουν το κυρίαρχο κράτος να ξοδεύει περισσότερους πόρους προκειμένου να διατηρήσει την υπέρτερη θέση του. Από την άλλη, επειδή η κυρίαρχη δύναμη θα υπερασπιστεί το στάτους κβο για το δικό της συμφέρον, τα μικρότερα κράτη έχουν ελάχιστο κίνητρο να καταβάλλουν το μερίδιό τους σ’ αυτό το κόστος προστασίας. Σε παλαιότερες εποχές, το κόστος της αυτοκρατορίας καλυπτόταν μέσω της απόσπασης πλούτου από την αγροτική παραγωγή και απόκτησης πολύτιμων μετάλλων μέσω λεηλασίας ή φορολόγησης του εμπορίου μεγάλων αποστάσεων. Στη σύγχρονη εποχή οι κυρίαρχες δυνάμεις δίνουν έμφαση στην οικονομική μεγέθυνση προκειμένου να παραχθεί το οικονομικό περίσσευμα. Δηλαδή χρηματοδοτούν τα βάρη της ηγεμονίας μέσω ραγδαίων ρυθμών οικονομικής μεγέθυνσης και ευνοϊκών διεθνών όρων εμπορίου και επενδύσεων. Εξάλλου, η διάχυση της τεχνολογίας είναι ένας άλλος υπονομευτικός παράγοντας της ισχύος του κράτους. Στην καλύτερη περίπτωση, τα κράτη μπορούν μόνο να επιβραδύνουν την διάχυση της τεχνολογίας που στηρίζει την οικονομική και στρατιωτική τους ισχύ, αλλά δεν μπορούν να την εμποδίσουν.
Καθώς λοιπόν εξελίσσεται η διαδικασία που μόλις περιγράψαμε, τείνει να υλοποιηθεί η πέμπτη υπόθεση του Γκίλπιν.

ΥΠΟΘΕΣΗ ΠΕΜΠΤΗ:
Εάν η ανισορροπία στο διεθνές σύστημα δεν ξεπεραστεί, τότε το σύστημα θα αλλάξει και μία νέα ισορροπία που θα αντανακλά την ανακατανομή ισχύος θα δημιουργηθεί.Παρότι η ιεραρχία γοήτρου, η κατανομή εδαφών, οι κανόνες του συστήματος και η διεθνής κατανομή εργασίας συνεχίζουν να ευνοούν την παραδοσιακή κυρίαρχη δύναμη ή δυνάμεις, εντούτοις η βάση ισχύος στην οποία στηρίζεται η διακυβέρνηση του συστήματος, έχει διαβρωθεί λόγω της διαφορικής ανάπτυξης των κρατών. Από την οπτική γωνία των κυρίαρχων δυνάμεων το κόστος διατήρησης του status quo έχει αυξηθεί προκαλώντας σοβαρή διαφορά ανάμεσα στην ισχύ και στις δεσμεύσεις τους. Ενώ από την οπτική γωνία των ανερχόμενων δυνάμεων το κόστος αλλαγής του συστήματος έχει μειωθεί σε σχέση με τα δυνητικά οφέλη από την αλλαγή αυτή. Όπως κι αν το δει κανείς, έχει επέλθει ανισορροπία εφόσον έχει αλλάξει η κατανομή ισχύος μεταξύ των κρατών. Αντιδρώντας, το κυρίαρχο κράτος, καθώς προσπαθεί να επαναφέρει την ισορροπία στο σύστημα, μπορεί να επιλέξει ανάμεσα σε δύο λύσεις:
1η λύση:να επιδιώξει η κυρίαρχη δύναμη να αυξήσει τους πόρους που αφιερώνει, προκειμένου να διατηρήσει τις δεσμεύσεις και τη θέση της στο διεθνές σύστημα. Τρόποι όπως η αύξηση της εσωτερικής φορολογίας και η απόσπαση φόρου υποτέλειας από άλλα κράτη εγκυμονούν τον κίνδυνο της αντίδρασης. Πιο ικανοποιητική είναι η αύξηση της αποδοτικότητας στη χρήση των υπαρχόντων πόρων μέσω οργανωτικών και τεχνολογικών αλλαγών. Βεβαίως, σε μια παρακμάζουσα κοινωνία, είναι πιο δύσκολο να αποδώσουν καινοτομίες και θεσμικές μεταρρυθμίσεις καθώς παρατηρείται έλλειψη κοινωνικής συνεργασίας και τα κατεστημένα συμφέροντα αντιστέκονται στην απώλεια των προνομίων τους.
2η λύση:να εξισορροπηθούν το κόστος και οι πόροι, με το να μειωθεί το κόστος. Αυτό μπορεί να γίνει με τρεις τρόπους. Α) Να εξαπολύσει έναν παρεμποδιστικό πόλεμο, όσο η δύναμη έχει ακόμη το στρατιωτικό πλεονέκτημα, εξαλείφοντας έτσι τον ανερχόμενο διεκδικητή. Β) Με περαιτέρω επέκταση, να αποκτήσει λιγότερο δαπανηρές αμυντικές θέσεις, αν και αυτή η περίπτωση ενέχει τον κίνδυνο περαιτέρω υπερεξάπλωσης των δεσμεύσεων της δύναμης και συνεπώς αύξησης του κόστους. Τέλος, Γ) να μειωθούν οι δεσμεύσεις της εξωτερικής πολιτικής είτε με μονομερή εγκατάλειψη ορισμένων οικονομικών, πολιτικών ή στρατιωτικών δεσμεύσεων του κράτους, είτε να συμμαχήσει ή προσεγγίσει με λιγότερο απειλητικές δυνάμεις, ουσιαστικά προβαίνοντας σε παραχωρήσεις και συμφωνώντας να μοιραστεί τα οφέλη του στάτους κβο με άλλα κράτη, είτε τέλος να προβεί σε παραχωρήσεις προς την ανερχόμενη δύναμη επιδιώκοντας τον κατευνασμό της, με κίνδυνο όμως να υποστεί μείωση γοήτρου και να καταστήσει την τελευταία ακόμα πιο διεκδικητική.
Κατά τη διαδικασία που μόλις περιγράψαμε, η ανισορροπία στο σύστημα καθίσταται ολοένα εντονότερη, καθώς το κυρίαρχο κράτος αδυνατεί να αποκτήσει επιπλέον πόρους για να υπερασπιστεί τις ζωτικές του δεσμεύσεις.Ο Γκίλπιν υπενθυμίζει πως σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας, το κυριότερο μέσο για την επίλυση της ανισορροπίας αυτής ήταν ο πόλεμος, και μάλιστα, αυτό που αποκαλεί ηγεμονικό πόλεμο.
Ένας ηγεμονικός πόλεμος αφορά στη σύγκρουση μεταξύ της κυρίαρχης ή των κυρίαρχων δυνάμεων και στον ή στους ανερχόμενους διεκδικητές, ενώ συμμετέχουν και όλα τα μεγάλα κράτη, καθώς και τα περισσότερα μικρά κράτη του συστήματος, ενώ η τάση είναι κάθε κράτος να εντάσσεται σε ένα από τα δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα.
Σε έναν ηγεμονικό πόλεμο διακυβεύεται η φύση και η διακυβέρνηση του συστήματος. Δηλαδή, οι συνέπειές του είναι η καταστροφή του ενοχλητικού κοινωνικού, πολιτικού ή οικονομικού συστήματος και συνήθως, η θρησκευτική, πολιτική ή κοινωνική μεταλλαγή της ηττημένης κοινωνίας. Τέλος, ένας ηγεμονικός πόλεμος χαρακτηρίζεται από τα απεριόριστα μέσα που χρησιμοποιούνται και από το γενικό εύρος των εχθροπραξιών. Πρόκειται τελικά για «παγκόσμιο» πόλεμο.
Αξίζει στο σημείο αυτό, να σημειώσουμε πως υπάρχουν τρεις προϋποθέσεις που συνδέονται με το ξέσπασμα ενός ηγεμονικού πολέμου.
1ον. Με την πολιτική και οικονομική επέκταση των κρατών, ο άλλοτε άδειος χώρος γύρω από τα κέντρα ισχύος καταλαμβάνεται. Συνέπεια αυτού του «κλεισίματος»του χώρου είναι να αρχίζουν να εξαντλούνται οι εκμεταλλεύσιμοι πόροι και να μειώνονται οι ευκαιρίες για οικονομική μεγέθυνση, οπότε οι διακρατικές σχέσεις τείνουν να γίνονται ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος, όπου το κέρδος του ενός κράτους είναι απώλεια για το άλλο.
2ον. Η συνειδητοποίηση εκ μέρους μιας ή περισσότερων μεγάλων δυνάμεων πως ο νόμος της άνισης μεγέθυνσης έχει αρχίσει να λειτουργεί εις βάρος της, οπότε καταλαμβάνεται από τον φόβο ότι με κάποιο τρόπο ο χρόνος δουλεύει εναντίον της. Συνεπώς, θα πρέπει να τακτοποιήσει την κατάσταση με παρεμποδιστικό πόλεμο όσο διατηρεί ακόμα το πλεονέκτημα. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα που αναφέρει ο Θουκυδίδηςγια τον φόβο που προκάλεσε στους Σπαρτιάτες η αύξηση της αθηναϊκής ισχύος.
3ον. Η πορεία των γεγονότων αρχίζει να ξεφεύγει από τον ανθρώπινο έλεγχο. Εδώ ο Γκίλπιν αναφέρεται στα πάθη των ανθρώπων, τα οποία σπρώχνουν τις κοινωνίες σε νέες και απρόβλεπτες καταστάσεις, πράγμα το οποίο ισχύει ιδιαίτερα σε περιόδους πολέμου. Λέει χαρακτηριστικά πως ηγεσία, υπολογισμός και έλεγχος των γεγονότων είναι απλώς αυταπάτες των ηγετών και των ακαδημαϊκών. Οι άνθρωποι σπανίως καθορίζουν ή έστω προβλέπουν τις συνέπειες του ηγεμονικού πολέμου. Υποτιμούν το εύρος και την ένταση που θα αποκτήσει η σύγκρουση, καθώς και τις συνέπειές της για τον πολιτισμό τους.
Τελικά, ο ηγεμονικός πόλεμος, ιστορικά, έχει αποτελέσει τον βασικό μηχανισμό συστημικής αλλαγής στη διεθνή πολιτική.Ο τερματισμός ενός ηγεμονικού πολέμου είναι η απαρχή ενός ακόμη κύκλου μεγέθυνσης, επέκτασης και τελικής παρακμής. Ο νόμος της άνισης μεγέθυνσης θα υπονομεύσει την ισχύ, υπονομεύοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο το στάτους κβο που εγκαθιδρύθηκε από τον τελευταίο ηγεμονικό πόλεμο. Η ανισορροπία αντικαθιστά την ισορροπία και ο κόσμος κινείται προς έναν νέο γύρο ηγεμονικής σύγκρουσης.


.~`~.
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική

*
*
*
*
*

Περί εθνικισμού, δημοκρατικής ιδεολογίας -«τέλους της ιστορίας»- του Fukuyama, και χειρισμού της Μέσης Ανατολής από τους ουιλσονιανούς ιδεαλιστές και τους νεοσυντηρητικούς. Η προσέγγιση του εριστικού κ. John Mearsheimer και σύγκριση του έργου του με αυτό του Kenneth Waltz.

$
0
0

.~`~.
I

Ο εθνικισμός είναι η πιο ισχυρή ιδεολογία στον πλανήτη. Επειδή εσείς οι Ευρωπαίοι λειτουργείτε υπό τη σκιά των Ηνωμένων Πολιτειών για τόσον καιρό, έχετε συνηθήσει να ακούτε το επιχείρημα πως η δημοκρατία! η δημοκρατία! η δημοκρατία, είναι η πιο ισχυρή ιδεολογία στον πλανήτη, και όταν θέλετε να κατανοήσετε τη διεθνή πολιτική και να σκεφτείτε τη παρεμβατικότητα, εδώ, εκεί και οπουδήποτε, αυτό που θέλετε να σκέφτεστε είναι η διάδοση-εξάπλωση της δημοκρατίας. Αυτός είναι ένα λανθασμένος τρόπος να σκέφτεστε τον κόσμο, και στην πραγματικότητα, όταν σκέφτεστε κατά αυτόν τον τρόπο καταλήγετε σε τέλμα όπως στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν...
Το κράτοςείναι μια χαρά, γιατί σε έναν κόσμο οπου ο εθνικισμός είναι η πιο ισχυρή ιδεολογία, δεν υπάρχει περίπτωση το κράτος να μας αποχαιρετίσει. Το κράτος είναι εδώ για να μείνει. Και στην πραγματικότητα, δεδομένης της δύναμης του εθνικισμού, αυτό που βλέπετε σήμερα είναι ένας πλανήτης που κατοικείται από κράτη. Εάν γυρίσετε πίσω 100 χρόνια πριν, δεν υπήρχαν τόσα πολλά κράτη στον πλανήτη, εάν πάτε πίσω στο 1945 δεν υπήρχαν τόσα πολλά κράτη στον πλανήτη, εάν πάτε στο 1500 δεν υπήρχαν καθόλου κράτη στον πλανήτη (*). Βασικά η εξέλιξη της παγκόσμιας πολιτικής τάξης, από το 1500 και έπειτα, έχει να κάνει με την άνοδο του κράτους. Και τώρα πλέον ζούμε σε έναν κόσμο όπου ο πλανήτης κατοικείται από κράτη.
Και τι γίνεται με την αναρχία; [η αναρχία νοείται ως το αντίθετο της ιεραρχίας] Τι γίνεται με την ιδέα των κράτων που ενώνονται και συνάπτουν ένα είδος συμφωνίας για να δημιουργήσουν μια ανώτερη εξουσία. Δεν πρόκειται να συμβεί. Δεν πρόκειται να συμβεί επειδή ο εθνικισμός είναι παρτικιουλαριστική ιδεολογία... Στις περισσότερες περιπτώσεις έχει να κάνει με χωρισμό και όχι με γάμο. Δείτε την πρώην Γιουγκοσλαβία, δείτε την πρώην Τσεχοσλοβακία, δείτε την πρώην Σοβιετική Ένωση. Θέλετε να πάτε ακόμα πιο πίσω; Θυμάστε την Οθωμανική αυτοκρατορία; Θυμάστε την Αυστροουγγρική αυτοκρατορία; Όλες εξαφανίστηκαν. Γιατί; Εθνικισμός. Όλο και περισσότερα κράτη. Λοιπόν, πρόκειται να ζήσουμε σέ έναν άναρχο κόσμο κυριαρχούμενο από κράτη μέχρι όσο μπορεί να δει το βλέμμα σας.


---------------------------------------------------------------
(*) Με το πλεονέκτημα της εκ των υστέρων γνώσης -που είναι πάντα ο καλύτερος φίλος του ιστορικού (εκτός αν είναι ο Θουκυδίδης)-, ο θρίαμβος των μοναρχών την περίοδο που εξετάζουμε φαίνεται αναπόφευκτος. Ίσως ο σημαντικότερος παράγοντας που οδήγησε στο αποτέλεσμα αυτό να ήταν η παρατεταμένη, και όπως φαίνεται προδιαγεγραμμένη, σύγκρουση μεταξύ του πάπα και του αυτοκράτορα, η οποία επέτρεπε στους μονάρχες να χρησιμοποιούν τον έναν εναντίον του άλλου'εάν ο αυτοκράτορας ήταν ταυτόχρονα και επικεφαλής της κατεστημένης θρησκείας, όπως συνέβαινε σε όλα σχεδόν τα υπόλοιπα μέρη του κόσμου όπου υπήρχαν παρόμοια πολιτικά συστήματα, τότε είναι σχεδόν βέβαιο ότι η εξουσία του θα αποδεικνυόταν αποπνικτική και το σύγχρονο κράτος δεν θα γεννιόταν ποτέ.
- Ο αριθμός των κρατών του Ο.Η.Ε αυξήθηκε από το 1950 έως το 1970 σε περίπου 130 (τη περίοδο αυτή εκκινούν οι αλλαγές στο διεθνες δίκαιο, εισάγεται μια νέα αντίληψη περί κυριαρχίας από τις Η.Π.Α και η διάβρωση της κυριαρχίας των κρατών συνοδεύεται από την επάνοδο της παλιότερης ρητορικής περί οικουμενικής ηθικής) και μέχρι τη δεκαετία του '90 είχαν φτάσει τα 160 (από τα περίπου 180 που υπήρχαν συνολικά). Στις μέρες μας ο Ο.Η.Ε αριθμεί 193 κράτη. Ενδιαφέρον έχει να σκεφτούμε πόσα ενδεχομένως έπονται. Κούρδοι, Παλαιστίνιοι, Βάσκοι, ίσως οι Καταλανοί και οι Φλαμανδοί αν αξιώσουν κράτος, το Θιβέτ και το Σινκγιάνγκ στη Κίνα, ακόμα και το Τέξας και το Νέο Μέξικό ενδέχεται κάποια στιγμή μελλοντικά. Ήδη σχεδόν έχουμε συνηθίσει την ιδεά του πολλαπλασιασμού των κρατών στη Μέση Ανατολή κ.λπ. Ας μην ξεχνάμε πως οι γείτονες μας στο Βορρά είναι νεόδμητο εθνοκράτος.
---------------------------------------------------------------

.~`~.
II
α´
Ο Mearsheimer πιστεύει ότι, σε αντίθεση με αυτά πού πρεσβεύουν οι ουιλσονιανοί ιδεαλιστές, ούτε το διεθνές θεσμικό πλαίσιο, ούτε η παγκοσμιοποίηση, ούτε η θεωρία της δημοκρατικής ειρήνης (*) αποτελούν επαρκή αναλυτικά εργαλεία για την κατανόηση και εξήγηση των διεθνών γεγονότων. Ο Mearsheimer απορρίπτει την ανάλύση των διεθνών σχέσεων στη βάση της δημοκρατικής ιδεολογίας και της δημοκρατικής ειρήνης, σύμφωνα με την οποία τα δημοκρατικά κράτη χαρακτηρίζονται από ευγενή κίνητρα και έχούν την προδιάθεση να συμπεριφερθούν ειρηνικά απέναντι σε άλλα κράτη, καθώς και ότι τα δημοκρατικά κράτη δεν πολεμούν μεταξύ τούς. Σύμφωνα μέ τη λογική αυτή εάν οι ΗΠΑ πετύχαιναν να οικοδομήσούν έναν κόσμο αποτελούμενο αποκλειστικά από δημοκρατικά κράτη και όχι από μη δημοκρατικά κράτη-παρίες, θα φτάναμε σε αυτό πού ο Fukuyama ονόμασε «τέλος της ιστορίας». Η επικράτηση των ΗΠΑ και του ιδεολογικού τούς προτάγματος στον Ψυχρό Πόλεμο έφερε στη Δύση, και κυρίως στις ΗΠΑ, την ψευδαίσθηση της πλήρούς και οριστικής επικράτησης του δυτικού προτάγματος, του «τέλούς της ιστορίας» όπως χαρακτηριστικά υποστήριξε ο Fukuyama. Η φιλελεύθερη δημοκρατία και ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής θα αποτελούσαν πλέον μονόδρομο και, μέσω της παγκοσμιοποίησης, θα διαδίδονταν και στις αναπτυσσόμενες χώρες.
Η 11η Σεπτεμβρίού έθεσε τέλος στην ευφορία και ήρθε να υπογραμμίσει με τραγικό τρόπο την άναρχη φύση του διεθνούς συστήματος και την αέναη διαπάλη για επιβίωση και επιβολή ανάμεσα σε δρώντες με αντικρουόμενα συμφέροντα.
Οι ουιλσονιανοί ιδεαλιστές αντέδρασαν στο πρόβλημα αυτό ισχυριζόμενοι ότι η ρίζα τον προβλήματος βρισκόταν στην απουσία της δημοκρατίας από τη Μέση Ανατολή. Η λύση ήταν προφανής: εξαγωγή της δημοκρατίας στη Μέση Ανατολήκαι τελικά στον ευρύτερο ισλαμικό χώρο. Η αποδόμηση των ανελεύθερων καθεστώτωνκαι η οικοδόμηση νέων δημοκρατικών στη θέση τούς θα έλυνε αυτομάτως το πρόβλημα της τρομοκρατίας. Ο ουιλσονιανός ιδεαλισμός με την έμφαση στη στρατιωτική ισχύ ήρθε να αποτελέσει τη βάση του νεοσυντηρητικού credo.
Οι νεοσυντηρητικοί πίστεύαν ότι οι ΗΠΑ είχαν την πρωτοκαθεδρία όσον αφορά στη στρατιωτική ισχύ στο διεθνές σύστημα και, συνεπώς, έπρεπε να χρησιμοποιήσούν την ισχύ αυτή προκειμένού να διαμορφώσούν το διεθνές σύστημα με τρόπο που να εξυπηρετείται το εθνικό τούς συμφέρον. Η έμφαση στη χρήση της στρατιωτικής ισχύος εξηγεί και τη ροπή προς τη μονομέρεια σε βάρος της πολυμερούς διπλωματίας στην εξωτερική τούς πολιτική.
Το να αποκαλεί κανείς την εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης Bush συντηρητική ή νεοσυντηρητική, βεβαίως αντίκειται στην ίδια την έννοια και την ιδεολογία του συντηρητισμού. Πρόκειται για μια ακραία αναθεωρητική πολιτική, η οποία έχει τον ιδεαλιστικό στόχο της εξαγωγής της δημοκρατίας στη Μέση Ανατολή, στον ευρύτερο ισλαμικό χώρο και τελικά στον πλανήτη ολόκληρο, και το πραγματοποιεί μονομερώς με τη χρήση στρατιωτικής ισχύος.

---------------------------------------------------------------
(*) Φοβούμενος ότι ένα παγκόσμιο κράτος θα κατέληγε να είναι τρομακτικά δεσποτικό, θα κατέπνιγε την ελευθερία, θα σκότωνε την πρωτοβουλία και τελικά θα κατέληγε στην αναρχία έπρεπε να βρει κάποια άλλη λύση. Το άλλο πιθανό ενδεχόμενο είναι να βελτιωθούν όλα τα κράτη τόσο πολύ, ώστε να ενεργούν βάσει αξιωμάτων που μπορούν να τύχουν καθολικής αποδοχής χωρίς σύγκρουση. Παρότι ο Kant φοβάται την πρώτη λύση, παρά είναι επιφυλακτικός και ευφυώς κριτικός για να ελπίζει στη δεύτερη. Αντ'αυτού, προσπαθεί να συνδυάσει τις δυο λύσεις.
Ο στόχος της πολιτικής φιλοσοφίας του είναι να εδραιώσει την ελπίδα ότι τα κράτη μπορούν να βελτιωθούν αρκετά και να μάθουν αρκετά από τις κακουχίες του πολέμου, ώστε να επικρατήσει ανάμεσα τους ένα δίκαιο το οποίο δεν θα υποστηρίζεται από την ισχύ, αλλά θα τηρείται εθελοντικά. Ο πρώτος παράγοντας είναι η εσωτερική βελτίωση των κρατών'ο δεύτερος, η κυριαρχία του δικαίου στο εξωτερικό. Όμως ο δεύτερος παράγοντας, καθότι εθελοντικός, εξαρτάται τελείως από το πόσο τέλεια υλοποιείται ο πρώτος... Η αντίφαση είναι εμφανής, παρότι συγκαλύπτεται κάπως από την ομολογία του Kant ότι έχει αποδείξει όχι το «αναπόφευκτο» της διαρκούς ειρήνης, αλλά μόνο ότι η ύπαρξη μιας τέτοιας κατάστασης δεν είναι αδιανόητη. Κάθε δημοκρατία -ή μορφή κράτους που ο Kant θεωρεί καλή- «ανήμπορη να πλήξει οποιονδήποτε άλλον δια της βίας πρέπει να διατηρηθεί μέσω του δικαίου: Και μπορεί να ελπίζει βάσιμα ότι τα άλλα κράτη που είναι συντεταγμένα όπως αυτή θα προστρέξουν σε βοήθεια της αν παραστεί ανάγκη». Όπως φαίνεται ο Kant θεωρεί ότι οι δημοκρατίες θα δράσουν σύμφωνα με την κατηγορική προσταγή.
---------------------------------------------------------------

β´
Ο Ρaul Kennedy αποκάλεσε τον John J. Mearsheimerσύγχρονο Machiavelli... Βαθιά επηρεασμένος από τούς δύο προεξάρχοντες διανοούμενους της σχολής του ρεαλισμού, τον Hans Morgenthau και τον Kenneth Waltz, ο Mearsheimer έχει αναλώσει την τελευταία εικοσαετία μελετώντας ιστορικές περιπτώσεις προκειμένού να επαναδιατυπώσει το θεώρημα της σχολής του ρεαλισμού ότι η ισχύς -ένας συνδυασμός στρατιωτικής και οικονομικής δύναμης, πληθυσμιακού μεγέθούς και γεωγραφικής έκτασης- είναι το κλειδί προκειμένού να κατανοήσούμε τη φύση της διεθνούς πολιτικής και την εξέλιξη της ιστορίας... Το έργο του Mearsheimer, παρότι αντιπαρατίθεται με τον αμυντικό ρεαλισμό, όπως τον χαρακτηρίζει, του Kenneth Waltz δεν αποδομεί ούτε αντικαθιστά τη θεωρία του Waltz αλλά τη συμπληρώνει και βάζει τα θεμέλια για τη συνάρθρωση αμυντικού και επιθετικού ρεαλισμού σε μια ενιαία συνεκτική θεωρία.
Η κεντρική υπόθεση εργασίας του επιθετικού ρεαλισμού του Mearsheimer είναι ότι στις διεθνείς σχέσεις δύσκολα συναντάμε μεγάλες δυνάμεις ικανοποιημένες με το status quo γιατί το διεθνές σύστημα προσφέρει κίνητρα και ευκαιρίες στα κράτη να αποκτήσούν ισχύ εις βάρος των αντιπάλων τούς. Ο τελικός στόχος μιας μεγάλης δύναμης είναι να αναδειχθεί σε ηγεμονική δύναμη του συστήματος. Ο Waltz, αντίθετα, πιστεύει ότι ο προεξάρχων στόχος των μεγάλων δυνάμεων δεν είναι η μεγιστοποίηση της ισχύος τούς εις βάρος άλλων μεγάλων δυνάμεων, αλλά η διατήρηση της θέσης τούς στο σύστημα. Ουσιαστικά ο Waltz πιστεύει ότι η επιβίωση διασφαλίζεται με ισχύ πολύ λιγότερη από την ισχύ που απαιτεί ο δρόμος προς την ηγεμονία του Mearsheimer και αυτό μακροχρόνια είναι πιο αποδοτικό σύμφωνα με την αρχή τον σχετικού οφέλούς -relative gains- (Waltz 1979). Παρόμοια θέση, πολύ πιο επεξεργασμένη, διατυπώνει ο Gilpinλέγοντας ότι οι μεγάλες δυνάμεις επεκτείνονται βάσει ενός ορθολογικού υπολογισμού κόστους-οφέλους. Επεκτείνονται δηλαδή όσο το σχετικό όφελος από την επέκτασή τούς υπερβαίνει το σχετικό κόστος (Gilpin 1981).
Είναι χαρακτηριστικό άλλωστε ότι ακόμη και στα ιστορικά παραδείγματα που αναφέρει ο Mearsheimer, ενώ πολλές μεγάλες δυνάμεις προσπάθησαν να επεκτείνούν την ισχύ τούς επιδιώκοντας την ηγεμονία, καμία Ευρασιατική αναθεωρητική δύναμη από τον Ναπολέοντα ως τον Χίτλερ δεν το κατόρθωσε με εξαίρεση τις ΗΠΑ. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις οι μηχανισμοί της ισορροπίας της ισχύος απέτρεψαν την απόλύτη ηγεμονία μιας μεγάλης δύναμης.
Ο Mearsheimer έρχεται να καταρρίψει την επικρατούσα αισιοδοξία για την εδραίωση της ειρήνης ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις του 21ου αιώνα και επαναδιατυπώνει με δύναμη και πειθώ τη θέση του ρεαλιστικού προτάγματος: η φύση του διεθνούς συστήματος είναι άναρχη και η έλλειψη κεντρικής αρχής στο διεθνές σύστημα αναγκάζει τα κράτη να συναλλάσσονται με βάση την ισορροπία της ισχύος και στόχο τη μεγιστοποίηση τον εθνικού συμφέροντος.
Η αιτία της παθογένειας του συστήματος, η τραγωδία όπως την χαρακτηρίζει ο Mearsheimer, είναι συστημική και οφείλεται στη δομή του διεθνούς συστήματος. Δεν οφείλεται στη φύση του ανθρώπου ούτε στα πολιτεύματα των κρατών. Τα κράτη στο διεθνές σύστημα δεν έχούν εκχωρήσει το δικαίωμα της αυτοδικίας σε καμία υπέρτατη αρχή κατά το πρότύπο τον κοινωνικού συμβολαίού της ενδοκρατικής πολιτικής τάξης, και έτσι καταφεύγούν στην αυτοβοήθεια. Για το λόγο αυτό, τα κράτη, ως ορθολογικοί δρώντες, προσπαθούν να μεγιστοποιήσούν την ισχύ τούς και εκμεταλλεύονται κάθε ευκαιρία να την αυξήσούν έναντι των αντιπάλων τούς. Η επιβίωση απαιτεί επιθετικότητα και ο τελικός στόχος κάθε μεγάλης δύναμης είναι να ηγεμονεύσει στο σύστημα, να ξεπεράσει σε ισχύ τούς ανταγωνιστές της. Σε έναν τέτοιο κόσμο ο ανταγωνισμός μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων και η χρήση στρατιωτικής βίας παραμένει ένα πάγιο χαρακτηριστικό της διεθνούς πολιτικής.

γ´
Το βιβλίο του Mearsheimer γράφτηκε πριν από την 11η Σεπτεμβρίού, αλλά σε μεταγενέστερα άρθρα του έχει στραφεί κατά της κυβέρνησης Bush και του νεοσυντηρητικού-ιδεαλιστικού προτάγματος που επικράτησε στην αμερικανική εξωτερική πολιτική. Ο Mearsheimer πιστεύει ότι η πιο ισχυρή πολιτική ιδεολογία δεν βασίζεται στο δημοκρατικό πολίτεύμα αλλά στο έθνος - και στον εθνικισμό. Η δύναμη του εθνικισμού εξηγεί, κατά τον Mearsheimer, γιατί όλες οι ευρωπαϊκές αυτοκρατορίες, η Βρετανική, η Γαλλική, η Αυστροουγγρική, η Οθωμανική, η Ρωσική, είναι τώρα στο χρονο-ντούλαπο της ιστορίας.
Γράφοντας πριν από την 11η Σεπτεμβρίού προέβλεψε ότι ο κύκλος της βίας θα συνεχιστεί και την επόμενη χιλιετία. Οι ελπίδες για την εδραίωση της ειρήνης στον πλανήτη θα διαψευστούν, γιατί ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις του διεθνούς συστήματος υπάρχει ο φόβος, η έλλειψη εμπιστοσύνης και τα αντικρουόμενα συμφέροντα που τις οδηγούν σε ανταγωνιστική συμπεριφορά με στόχο τη μεγιστοποίηση της ισχύος τους. Η ισχύς εγγυάται την επιβίωση και την ασφάλεια τούς. Τα κράτη τα οποία κινούνται με βάση αυτά τα κίνητρα αναπόφεύκτα θα οδηγηθούν σε σύγκρούση, καθώς ανταγωνίζονται για να αποκτήσουν πλεονέκτημα το ένα έναντι του άλλου. Αυτό, κατά τον Mearsheimer, αποτελεί τραγωδία αλλά δεν υπάρχει διαφυγή εκτός και εάν τα κράτη που απαρτίζούν το διεθνές σύστημα συμφωνήσουν στη δημιουργία μιας παγκόσμιας κυβέρνησης. Τέτοια ριζική μεταβολή της φύσης των διεθνών σχέσεων δεν αποτελεί ορατό και ρεαλιστικό ενδεχόμενο και για το λόγο αυτό ο ανταγωνισμός και ο πόλεμος θα εξακολουθήσουν να αποτελούν πάγια χαρακτηριστικά των διεθνών σχέσεων.
Διατυπώνοντας τη θεωρία του επιθετικού ρεαλισμού, ο Mearsheimer θεωρεί απίθανη την επικράτηση ενός πλανητικού ηγεμόνα και διατυπώνει την άποψη ότι τα κράτη επιδιώκούν να ηγεμονεύσουν στην περιφέρεια τούς, στο ημισφαίριό τούς. Τα κράτη τα οποία επιτυγχάνουν να αναδειχθούν σε περιφερειακές δυνάμεις-τοπικούς ηγεμόνες, εχουν ως επόμενο στόχο να αποτρέψουν την ανάδειξη άλλων ισχυρών τοπικών ηγεμόνων σε άλλα περιφερειακά υποσυστήματα. Στο πλαίσιο αυτό αποποιείται το ρόλο τον παγκόσμιου χωροφύλακα για τις ΗΠΑ και αντίθετα θεωρεί ότι οι ΗΠΑ ιστορικά έπαιξαν με επιτυχία το ρόλο του υπερπόντιου εξισορροπητή (offshore balancer). Ο Mearsheimer θεωρεί ότι η γεωπολιτική θέση των ΗΠΑ διασφαλίζει την άμύνα και την ασφάλειά τηςσε μεγάλο βαθμό και της δίνει τη δυνατότητα να δράσει ως υπερπόντιος εξισορροπητής, αλλά η ίδια θέση τής στερεί τη δυνατότητα να γίνει πλανητικός ηγεμόνας.
Αρνείται τη βιωσιμότητα μιας προσέγγισης με την Κίνακαι επισημαίνει ότι εάν η Κίνα αναπτυχθεί οικονομικά θα αποτελέσει απειλή για την ισορροπία της ισχύος του περιφερειακού της υποσυστήματος στην Ασία. Η Κίναθα προσπαθήσει να μετατρέψει υπέρ της το ισοζύγιο ισχύος και να διασφαλίσει ότι οι γείτονές της, κυρίως η Ιαπωνίακαι η Ρωσία, δεν είναι σε θέση να την απειλήσουν. Στη συνέχεια η Κίνα θα προσπαθήσει να εκδιώξει τις ΗΠΑαπό την Ασία όπως η Αμερική έκανε με τις ευρωπαϊκές δυνάμεις στο δυτικό ημισφαίριο. Για το λόγο αυτό πιστεύει ότι η Αμερική θα αναγκαστεί να εφαρμόσει απέναντι στη Κίνα μια πολιτική ανάσχεσης και αποτροπής.

Κωνσταντίνος Αρβανιτόπουλος
Από το εισαγωγικό σημείωμα της ελληνικής έκδοσης του έργου του John Mearsheimer, Η Τραγωδία της Πολιτικής των Μεγάλων Δυνάμεων, Εκδ. Ποιότητα

.~`~.
III

Ιρλανδία
The Honorary Patronage of John Mearsheimer: The Future of the Trans-Atlantic Alliance | UPS


Τουρκία
Prof. John Mearsheimer'ın "Turkish Foreign Policy: A Realist's Assessment" Başlıklı Konferansı


Δανία
Keynote by Professor John J. Mearsheimer - IntRpol, University of Southern Denmark



Κίνα
John Mearsheimer - Geopolitics and Beyond



Καναδάς
Why China Cannot Rise Peacefully

CrossTalk: Containment 2.0?
(ft. Stephen Cohen & John Mearsheimer)
Στρατηγική νεο«περιορισμού-ανάσχεσης» (containment strategy) των Η.Π.Α, επέκταση ΝΑΤΟ, Ρωσία, «Νέος Ψυχρός Πόλεμος»


.~`~.
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική

*
*
*
*
*
- Το μέλλον της Ε.Ε, η Ανατολική Ευρώπη -η Ουκρανία- και τα Βαλκάνια, ο Huntington, ο Brzezinski και οι πλανητικές πολιτικές των Η.Π.Α. Τα «Ανθρώπινα δικαιώματα», η «σύγκρουση των πολιτισμών» και τα «Ευρασιατικά Βαλκάνια» ως βαλκανοποίηση της υφηλίου και καλλιέργεια της ελεγχόμενης αναρχίας. Η απόρριψη του διλήμματος μεταξύ πυρηνικού ολοκαυτώματος ή πολιτιστικής ανυπαρξίας - προς μιας νέα ιστορική σύνθεση που θα εναντιώνεται στις θεωρίες και τους υπολογισμούς γραφείου-εργαστηρίου.
*

Η σημασία των Βαλκανίων.

$
0
0


Οτι ό πρώτος παγκόσμιος πόλεμος προήλθε λόγω τών Βαλκανίων, είναι γενικά γνωστό. Αλλά καί ό φορέας του δευτέρου τά Βαλκάνια ήσαν. Οι καταστάσεις τής άνατολικής Ευρώπης, άναγκαστικά διωγκωμένες μέσα στήν δυτική ιστοριογραφία του β'παγκοσμίου πολέμου, αποδίδουν τήν φαινομενολογία τών πραγμάτων (π.χ. έγγυήσεις Αγγλίας, Γαλλίας στήν Πολωνία ή προσβολή τής έδαφικής άκεραιότητας του Βελγίου), άλλά όχι τήν ουσία τους. Η «νέα τάξη» του Χίτλερ προέβλεπε ώς Ρωσίαμιά ευθεία (!) γραμμή Πετρουπολη-Κίεβο-Τιφλίδα. Τά δυτικά αυτής της γραμμής έπρεπε νά υπαχθούν στήν «νέα Τάξη». Αυτά είναι ακριβώς τα Βαλκάνια με τις προσβασεις τους στην Μαύρη Θάλασσα. Ο χώρος αυτος αποτελούσε την αναγκαστική συμπλήρωση τής κεντρικής Ευρώπης, επί της οποίας θα εστηρίζετο η αυτοκρατορία του Χίτλερ, ως βασικής δυνάμεως της «νέα τάξης» των ευρωπαϊκων πραγμάτων. Υπήρξαν μάλιστα καί σχέδια των επιτελων του, εν οίς καί ό Γκαίρινγκ, ότι επρεπε να εξασφαλισθη η Μεσόγειοςπρο πάσης άλλης επιχειρήσεως. Αυτό ακριβώς σημαίνει πρόβλημα Βαλκανίων καί πρόβλημα Βαλκανίων σημαίνει την αυτοματη αναμιξη Ρωσίας και Αμερικής. Συνεπώς καμμιά διαπραγματευτική δυνατότητα ειρήνης δέν υπήρχε γιά τούς Γερμανούς, ακριβώς γιατί υπήρχε τό ζήτημα τών Βαλκανίων. Ούτε καί τυχαίο ειναι βέβαια ότι οί πρώτες αποβάσεις τών συμμαχικών στρατευμάτων έγιναν στήν Μεσόγειο. Μετά τόν α'παγκ. πόλεμο, καί ιδιαίτερα μετά τήν μικρασιατική καταστροφή, ή παρουσία τής Αμερικής στήν Μεσόγειο κατέστη γεγονός άδιάφευκτον, λόγω τής εξαρτήσεώς της άπό τούς χώρούς τής Μέσης Ανατολής, ένώ «εξασφάλιση τής Μεσογείου» έσημαινε συνεννόηση μέ τήν Ρωσία ώς πρός τά Βαλκάνια. Οποιαδήποτε όμως πρόταση περί Βαλκανίων άπερρίπτετο άπό τόν Στάλιν άσυζητητί. Επομένως ό πόλεμος ηταν εξ αρχης διμέτωπος, ακριβώς λόγω των Βαλκανίων. Ότι η όλοκλήρωση τής Ευρώπηςδιέρχεται άναγκαστικα εκ τών Βαλκανίων, υπήρξε ή πλήρως όρθή εκτίμηση τών εθνικοσοσιαλιστών. Ο τρόπος μόνο πού διάλεξαν υπήρξε έξ αρχής λαθεμένος, διότι απέκλειε έκ τών προτέρων κάθε ενδιάμεση διαπραγμάτευση διαρκούντος του πολέμού...
Τα Βαλκάνια κατά τούτο εξαιρούνται του χαρακτηρισμού της... «υποσημειώσεως», ότι ενώ τα ίδια έχουν γεωφυσική αυτάρκεια, αποτελούν την αναγκαία προϋπόθεση λειτουργίας και ολοκληρώσεως άλλων χωρών. Κατά τούς νεώτερους αίώνες, «μεγάλες δυνάμεις» είναι μόνο όσες έχούν νά κάνουν μέ τά Βαλκάνια, ένώ ό κριμαϊκός πόλεμος (ό όποίος κακώς δέν συνυπολογίζεται μέ τούς παγκόσμίους πολέμούς, διότι τέτοιος ήταν μεταξύ του τότε τεχνολογικά ανεπτυγμένού κόσμου) δέν έθεσε μόνό τίς προϋποθέσεις τής σύγχρονης βιομηχανικής άναπτύξεως τής Ευρώπης, άλλά έδημιούργησε πολιτικά τήν τρέχουσα έννοια τής δυτικής Ευρώπης. Μέ τόν πόλεμο αυτόν χειραφετείται πολιτικά ό χωρος τής κεντρικής Ευρώπης, η όποία προηγουμένως, λόγω τής φυσικής εξαρτήσεώς της άπό τά Βαλκάνια, τελούσε υπό τήν πολιτική χειραγωγία τής Ρωσίας (βλ. καί F. Νaumann, Mitteleuropa, Berlin 1915, σελ. 50).

---------------------------------------------------------------
Αυτό που γνωρίζουμε σήμερα ως «Ευρώπη», είναι μια πλανώμενη ιστορική και πολιτική αοριστολογία, η οποία προϋπόθεση της έχει ένα μόνο και καθόλου αυτονόητο δεδομένο: ότι οι εκτρωματικές «ισορροπίες» που επετεύχθησαν κάποτε (το 1854) στον μεσογειακό χώρο και δημιούργησαν - παγιούμενες μέσω αυτών - τους δύο παγκόσμιους πολέμους, θα διαρκέσουν επ'άπειρον. Η όλη πολιτική ύπαρξη της Ευρώπης, και της «Δύσεως» γενικότερα, στηρίζεται σε ένα και μόνο γεγονός: στην έκβαση του κριμαϊκού πολέμου.
---------------------------------------------------------------

Κάθε συνεπώς μεταβολή στόν χώρο τών Βαλκανίων καί κάθε σχέση μ'αυτόν είναι αναγκαστικά παγκοσμίου σημασίας. Αυτό δέν άποτελεί διαπίστωση του παρελθόντος μόνο, άλλά μιά πολύτιμη παραδοχή για κάθε νέα ιστορική σύνθεση τών καιρών μας και του μέλλοντος. Παραδοχή γιά τήν έννοια τής φυσικής Ευρώπης. Δέν υπάρχει σελίδα τής νεώτερης πολιτικής ιστορίας τής Ευρώπης πού νά μή συνδέεται μέ τά Βαλκάνια, οπως δέν υπάρχει σελίδα του ίστορικου παρελθόντος που νά μή συνδέεται μέ τόν μεσογειακόν χώρο. Δέν πρόφθασε καλά καλά νά τελείώση τό Συνέδριο του Βερολίνού, όπού ό Βίσμαρκδημιουργει αμέσως τόν Zweikaiserbund (στόν όποιον θά προστεθή αργότερα καί ή Ιταλία), πρός μεγάλη έκπληξη τών Ρώσων καί ανατροπή τών προηγούμένων σχέσεων μ αυτους. Είναι ακριβώς μέ τό Συνέδριο αυτό καί τήν διπλωματική ήττα τής Ρωσίας ώς πρός τήν Συνθήκη του 'Αγ. Στεφάνού πού διανοίγεται ό δρόμος τής κεντρικής Εύρώπης γιά τά Βαλκάνια. Καί ό Βίσμαρκ πολυ φυσικά σπεύδει, άλλά σπεύδει μονομερώς, αγνοώντας τόν οργανικό δεσμό τών Βαλκανίων μέ όλόκληρον τόν χώρο τής Ευρώπης. Έτσι όμως δημιούργουνται οί προϋποθέσεις γιά τόν πρώτον παγκόσμιο πόλεμο. Ο Βίσμαρκ άπό τήν άποψή του, καί μέ πλήρη τήν συναίσθηση του χώρού τών Βαλκανίων γιά τήν κεντρική Ευρώπη, ένεργει σωστά, ειναι όμως οί σχέσεις τής υπολοίπου Ευρώπης μέ τά Βαλκάνια πού δημιουργούν το πρόβλημα (όπως καί και σήμερα, άλλωστε, καθώς θά ιδούμε). Κοντά στά άλλα δέν πρέπει νά ξεχνιέται ότι τήν ιδια αυτή εποχή ή Αγγλία είναι απολύτως εξαρτημένη από την Μεσόγειο καί έχει κάθε λόγο νά μη θέλει τήν παρουσία άλλων δυνάμεων σ'αυτή....
Ο Βισμαρκ ενεργεί, λοιπόν, άπο την αποψή του σωστά αλλά βεβιασμένα. Ενεργεί δηλαδή κατά νόημα, οπως καί ό Χίτλερ, στον οποιον ηταν εξ αλλού γνωστό από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο ότι ένας παγκόσμιος πόλεμος δέν μπορεί να διεξαχθεί στην ηπειρωτικη Ευρωπη χωρις την εξασφάλιση ενός τουλάχιστον μέρους τών Βαλκανίων. Βασικά ό «Lehensraum», ό «ζωτικός χωρος» τών έθνικοσοσιαλιστών, ήταν αυτος πού έλυσε τό έπισιτιστικό πρόβλημα τών Γερμανών στον α'παγκόσμιο πόλεμο, δηλαδή ή κατεύθυνση Ουκρανίας, Ρουμανίας (βλ. R. Κjellens - Κ. Haushofer). Η διαφορά ήταν ότι για τον Βίσμαρκ δέν υπήρχε τό πρόβλημα πού υπήρχε για τον Χίτλερ καί τό όποίον δημιουργήθηκε μετά τόν πρώτο παγκ. πόλεμο, δηλαδη η «ένωση του Δουναβεως» με βάση την «μικρή Ανταντ». Ήταν τό πολιτικό πρόγραμμα τών τσεχοσλοβάκων πολιτικών Μάζαρυκ και Μπένες, τό όποίον βασικά εστρέφετο κατα της Ουγγαρίας, άφου μεγάλα πληθυσμιακά σύνολα Ούγγρων ευρέθηκαν στα άλλα κράτη μετά τον πόλεμο, αλλά καθ'εαυτό συνιστούσε ένα μειονέκτημα για τη Γερμανία, το οποίον, υπό τις σχέσεις της «μικρής Αντάντ» με την Γαλλία, εγένετο ακόμα οξύτερο στον μεσοπόλεμο.


To «Ανατολικό Ζήτημα» Σήμερα
Εκδ. Εικοστού Πρώτου
1998

.~`~.
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική

- Το μέλλον της Ε.Ε, η Ανατολική Ευρώπη -η Ουκρανία- και τα Βαλκάνια, ο Huntington, ο Brzezinski και οι πλανητικές πολιτικές των Η.Π.Α. Τα «Ανθρώπινα δικαιώματα», η «σύγκρουση των πολιτισμών» και τα «Ευρασιατικά Βαλκάνια» ως βαλκανοποίηση της υφηλίου και καλλιέργεια της ελεγχόμενης αναρχίας. Η απόρριψη του διλήμματος μεταξύ πυρηνικού ολοκαυτώματος ή πολιτιστικής ανυπαρξίας - προς μιας νέα ιστορική σύνθεση που θα εναντιώνεται στις θεωρίες και τους υπολογισμούς γραφείου-εργαστηρίου.

Κοινή γνώμη, ιδεολογία και ιστοριογραφία.

$
0
0
.
α´
Για την «Ευρώπη» θεωρείται δεδομένο ως κοινή συνείδηση αυτό που η «ιστοριογραφία» πέτυχε γιά τις ιδεολογικές ανάγκες τής «Ευρώπης»: την απουσία σημασίας όλων τών άλλων πολιτισμών... Η ταύτιση «ιστοριογραφίας» καί «κοινής γνώμης» είναι απόλυτη. Δέν είναι βέβαια τυχαίο, ότι «ιστοριογραφία» καί «κοινή γνώμη» έμφανίζονται ταυτόχρονα στό πολιτικό προσκήνιο ιστορικά. Αυτό πού βασικά προέχει ειναι ή «κοινή γνώμη». Αυτή αποτελεί το εργαλείο της πολιτικής, κυρίως τής έξωτερικής, μέ πρώτο μεγάλο «κύμα» στήν νεώτερη ιστορία τόν «φιλελληνισμό». «Φιλελληνισμός» είναι η ιδεολογία μιάς «κοινής γνώμης», ή όποία θά χρησιμοποιηθή γιά τήν νεώτερη εισδοχή τής δυτικής Ευρώπης στον χώρο τής ανατολικής Μεσογείουκαί τών Βαλκανίων.
---------------------------------------------------------------
Ὁ ρατσισμὸς ὡς ἰδεολογία εἶναι ἕνα προϊόν τῆς δυτικῆς Εὐρώπης καὶ ἔχει ἄμεση σχέση καὶ καταγωγὴ μὲ τὶς καταστάσεις τῆς Μεσογείου. Ἕνα πρᾶγμα πού δὲν ἔχει παρατηρηθῆ -καὶ οἱ ἐξηγήσεις σ'αὐτὸ δὲν εἶναι δύσκολες- εἶναι ὅτι οἱ θεωρίες τοῦ Γκομπινώ προέρχονται ἀπὸ ἕνα σύνολο ἰδεολογικῶν παραστάσεων πού ἔχουν ἄμεση σχέση μὲ τὶς καταστάσεις τῆς Μεσογείου καὶ ἰδιαίτερα μὲ τὶς νεώτερες σχέσεις τῶν δυτικῶν κρατῶν μ'αὐτή. Ὁ πνευματικὸς κόσμος τοῦ Γκομπινώ -ὁ ὁποῖος γι'αὐτὸ διετέλεσε καὶ πρεσβευτὴς τῆς Γαλλίας στὴν Ἑλλάδα- εἶναι ἡ ἱστορία τῶν λαῶν τῆς μεσογειακῆς Ἀνατολῆς... Οἱ «κατώτερες φυλὲς» τοῦ Γκομπινώ δὲν εἶναι ἀνθρωπολογικὲς φυλὲς τῆς Ἀφρικῆς, ἀλλὰ οἱ ἱστορικοὶ λαοὶ τῆς Μεσογείου. Καὶ ἀναπτύσσονται ἀκριβῶς σὲ μιὰ ἐποχὴ ὅπου ὁ «φιλελληνισμὸς» (αὐτὸς ὁ σφοδρὸς ἔρωτας πρὸς ἄγνωστη ἐρωμένη) ἔχει πλέον ἀποδώσει τοὺς καρπούς του, μὲ τὴν κατασκευὴ μίας Ἑλλάδος καταλλήλου πρὸς τὸ εἶδος τῆς περαιτέρω εὐρωπαϊκῆς πολιτικῆς ἐπὶ τῶν Βαλκανίων (βλ. σχετικῶς καὶ V. Gitermann, Gesch. Russlands, τόμ. 3, 1949, σελ. 62 κ.ε.), καὶ λόγω ἄλλων καταστάσεων, ἐσωτερικῶν καὶ ἐξωτερικῶν της εὐρωπαϊκῆς πολιτικῆς, παρέχει τὴν θέση του σὲ ἄλλες ἰδεολογίες. Καθόλου τυχαῖο δὲν εἶναι ὅτι μετὰ τὸν «φιλελληνισμὸ» οἳ διάδοχες «θεωρίες» στὸν εὐρωπαϊκὸν χῶρο εἶναι οἱ θεωρίες Φαλμεράϋερ καὶ Γκομπινώ (πού εἶναι περίπου τῆς ἴδιας ἐποχῆς), ἐνῷ στοὺς «Ἕλληνες» μένει ἡ «Μεγάλη Ἰδέα»! Εἶναι ἡ φυσιολογικὴ ἐξέλιξη τῆς δυτικοευρωπαϊκῆς πολιτικῆς ἐπὶ τῶν Βαλκανίων μὲ ἀντιστοιχία πληρέστατη...
---------------------------------------------------------------
Μέ την αυτήν θεωρία περί «κινδύνων» (έν προκειμένω του ρωσικού «κινδύνου», όπως άναλυτικώτερα στό κείμενο θά ιδούμε), όπως ακριβώς καί σήμερα αυτοί χρησιμοποιούνται ιδεολογικώς γιά τήν τρέχουσα διαμόρφωση τής κοινής γνώμης. Η κοινή γνώμη δέν είναι γνώμη, άλλά μιά τεχνικώς κατασκευαζομένη ιδεολογία έκάστοτε. Καί κατασκευαζομένη πάντα «έκ τών άνω», ουδόλως ύφιστάμενη προηγουμένως στά ευρύτερα στρώματα τών κοινωνιών. Η κοινή γνώμη προέκυψε μέσω τών «ανθρωπίνων δικαιωμάτων» και τής «ελευθερίας εκφράσεως» κατά τά νεώτερα χρόνια, όταν τά ιδεολογικά οικοδομηματα πίστεως εκλονίσθηκαν καί ο καθένας έγινε «άτομο» (βλ. σχετικώς καί F. Tonnies, Kritik der Offentlichen Μeinung, 1922). Μέ τήν δική του «γνώμη», φυσικά, καί μέ τήν «έλευθερία» νά τήν έκφράση. Ο γνωστός άφορισμός του Βολταιρου γίνεται πλεον τόπος κοινός. Άλλα η «γνώμη» είναι ένα πράγμα μετρήσιμο καί διαμορφώσιμο. Όποιος ξέρει γιά ένα πράγμα λιγώτερα, είναι υποχρεωμένος νά υποταχθή σ'αυτόν πού ξέρει περισσότερα. Συνεπώς, αυτός πού ξέρει «τα πιο πολλά άπ'όλους», είναι αυτός που μπορεί νά καθορίση τήν «γνώμη» όλων τών άλλων.
Δέν είναι λοιπόν τυχαίο, ότι ή μεγαλύτερη συγκέντρωση κεφαλαίων μετά τήν βιομηχανία όπλων παρατηρείται στά μέσα διαμορφώσεως τής κοινής γνώμης. Πρόκειται περί τού μέσου πού έξασφαλίζει τίς προϋποθέσεις συνεχίσεως μιάς δεδομένης πολιτικής, εξαφανίζοντας τα ενδεχομενα αιτηματα που θα την έκαναν ν'αλλαξη εστω και μερικώς. Και αφού η πολιτικη ασκείται διά της «κοινής γνώμης», είναι αυτονόητο ότι καί η «ιστορία» αποκλειστικό σκοπό έχει νά έξασφαλίζη τα «συνειδησιακά περιεχόμενα» πού έπιτρέπουν τήν σταθερή καί καθημερινή αναπαραγωγή της «κοινής γνώμης» μέσα σέ δεδομένα πλαίσια ιδεολογίας. Η περίπτωση του «φιλελληνισμού» (που είναι η πρώτη καί άκρως χαρακτηριστική) είναι αντιπροσωπευτική των πραγμάτων... Αναλόγως συνεπώς έχρησιμοποιήθηκαν ώς «ίστοριογραφικά έργαλεία» ό Διαφωτισμός καί ό Ρωμαντισμός τών οποίων ή συνεχιζομένη χρήση θά ιδούμε σήμερα που οδηγεί... Η «ιστοριογραφία» και η δημοσιογραφία δεν έχουν διαφορά μεθόδου, διότι δέν έχουν διαφορά σκοπών και λειτουργίας: όπως τό «άνώτερο σταδιο» της δημοσιογραφίας ειναι να μεταβάλη «ειδήσεις» σε γεγονότα και όχι αναγκαστικά να διερευνήση γεγονοτα ή να στηριχθή οπωσδηποτε σ'αυτά έτσι ακριβώς και η ιστοριογραφία προσπαθεί νά μετατρέψη «θεωρίες» σε πολιτική πράξη. Στήν πολιτική έκείνη πράξη πού στηριζεται στην προκατασκευασμενη «κοινή γνώμη» και την οποίαν οι «θεωρίες» πρέπει νά στηρίζουν «έπιστημονικά». Είναι τούτο, σύν τοίς άλλοις, καί μιά απαίτηση λειτουργίας τών... «κοινοβουλευτικών θεσμών», του καλώς θεμελιωμένού αξιώματος της «κοινής γνώμης» ότι ο «λαός συμμετέχει»... Επομένως, η «ίστοριογραφία» είναι υποχρεωμένη νά διαπιστώνη στούς άλλους πολιτισμούς κάποιες «έλλείψεις» ώς πρός τό θέμα τούτο...

β´
Σε ποιού ειδους αδιέξοδα οδηγούν όλ'αυτά, θά ιδούμε ευθύς. Πώς γίνεται όμως τώρα νά έξασφαλίζεται πάντα ό μικρός έκείνος αριθμός τών ολίγων πού ξέρουν πάντα «περισσότερα άπό τούς άλλους», ώστε νά διαμοφώνεται η κοινή γνώμη επί κατά το δυνατόν αμεταβλήτων πλαισίων (πρόοδος - υπανάπτυξη, δημοκρατία - δικτατορία κλπ., επί των οποίων, συν τοίς άλλοις, στηρίζεται καί η λειτουργία τών διεθνών οργανισμών); Έδώ τα πράγματα καθίστανται απλούστερα. Όπως άναλυτικώτερα θα ιδούμε στο κείμενο, ο φιλελευθερισμός ώς κοινωνικό σύστημα και ως φιλολογία εχει αναγκη απο εναν απο μηχανής Θεο ή καλόν Άγγελο πού όνομάζεται «αόρατος χείρ». Χωρίς αυτόν τον παραγοντα, οι αντιφάσεις του λιμπεραλισμού κατά θεωρίαν και πράξη δέν μπορούν νά αρθούν. Δέν είναι τυχαίο ότι η εξέλιξη του φιλελευθερισμού ως σύστηματος ειναι εξ αρχής συνδυασμένη μέ «μυστικές έταιρείες». Η «αόρατος» λοιπόν αυτή χείρ έξαφανίζει διαρκώς πηγές καί ντοκουμέντα, ώστε ακριβώς η ουσιαστικη γνωση των πραγματων να παραμενη παντα κτήμα όλίγων. Πόσα άπ'αυτά θα διαρρεύσούν κάθε φορά πρός τήν «έρευνα», ειναι ζήτημα συνθηκών. Περίπου 50 με 70 χρόνια γιά τα πιο ουδετερα απ αυτα (τα οποια, εν τω μεταξύ, «καλύπτονται» ως ένα βαθμό από τήν υπάρξασα έρευνα) θεωρούνται ώς ικανοποιητικό χρονικό διάστημα ασφαλείας για την μη διατάραξη των άρχών της «κοινής γνώμης» και τής ιδεολογίας. Τα ουσιαστικώτερα μόνο κατ'έξαίρεση ή από κάποιο «ιστορικό ατύχημα» είναι δυνατόν νά ιδούν τό φώς ατόφια. Συνέπεια αυτης της «γνώσεως μεταξύ ολίγων» ηταν παλαιότερα καί ή επισημοποίηση της κρυφής διπλωματίας. Κρυφή διπλωματία είναι δυνατή μόνο υπό τό δεδομένο διαμορφώσεως της «κοινης γνώμης» εντος ωρισμενων πλαισίων.
Φανερό είναι βέβαια ότι αυτοί πού ξέρουν πάντα «περισσότερα απο τούς άλλους» μπορούν νά παρακολουθούν την διαμόρφωση τής εν γένει ιδεολογίας, δεν μπορούν όμως με τον χρόνο να αντιμετωπισουν καί ωρισμένες «παρενεργειες» αυτής της τακτικής. Ο καθορισμός δεδομένων πίστεων τής προπαγάνδας καί η συνεχής επανάληψη ιδεολογικών συνθημάτων, χωρίς δυνατότητα κρίσεως καί διαλόγου έπ'αυτών, οδηγούν σέ ένα κενό ιστορικής συνείδησης καί στήν πολιτιστική αποκοπή της «Ευρώπης» από όλον τόν άλλον κόσμο. Αυτό βασικά σημαίνει άδυναμία ασκήσεως πολιτικής καί αδυναμία υπάρξεως ιστορικών αποτελεσμάτων. Όντως, αυτό που ξέρομε ώς «πολιτική της Ευρώπης» είναι ένα σύνολο υπολογισμών γραφείου καί ένα σύνολο πολέμων πρός διευθέτηση αυτών τών υπολογισμών. Η «Ευρώπη» ήρθε διά τής αποικιοκρατίας σέ επαφή μέ όλα τά πολιτιστικά σώματα του πλανήτη, πουθενά όμως δέν έδημιούργησε ένα προϊόν πολιτιστικής συνθέσεως καί ιστορικής διαρκείας. Φαινόμενα έσωτερικής δράσεως και πολιτισμών - σάν αυτά που πού έδημιουργήθηκαν στους ιστορικούς χώρους τής Μεσογείου - ειναι άγνωστα κατά τήν ιστορική δράση της «Ευρώπης» στους νεωτερους αιώνες. Ολες οί προσπάθειες τής Αγγλίας καί τής Γαλλίας ένα είδος κοινοπολιτείας μεταξύ τών αποικιών τους, απεδείχθησαν αδύνατες. Ακόμη και η αμερικανική ήπειρος, πού είναι τό καθαρώτερο δημιούργημα της Ευρώπης, έπαψε σέ έλάχιστο ιστορικό διάστημα νά αισθάνεται «ευρωπαϊκή».
Αν κάτι σημαίνουν αυτές οι διαπιστώσεις, τούτο είναι ότι ό «ευρωπαϊκός πολιτισμός» είναι ουσιαστικά αμετάδοτος. Καί είναι έτσι, διότι ή έκφραση «ευρωπαϊκός πολιτισμός» είναι ένα ιδεολογικό σύνθημα, καμωμένο με την συνταγή της «κοινής γνώμης», άλλά καμμιά πραγματικότητα. Και τούτο οφείλεται στην αοριστία του όρου «Ευρώπη».
Ο «πολιτισμός» του Σικελιάνου και ο «πολιτισμός» του Σκωτσέζου είναι πράγματα άρκούντως διαφορετικά. Τό ίδιο μεταξύ Ανδαλουσίου και Βέλγου. Ο Σκωτσέζος δέν είδε στον «αναλφαβητισμό» τού Σικελιανού μιά πολιτιστική επιτευξη αλλα «υπανάπτυξη». Την έλλειψη εφημερίδας στην Καλαβρία τήν είδε σαν «καθυστέρηση» και δεν μπόρεσε να καταλάβει ότι τον ρόλο της εφημερίδας τον έπαιζε - πολύ πρίν από την ανακάλυψη της τυπογραφίας - ή καμπανίλε του χωριού. Και πολύ πιο αποτελεσματικα και δημοκρατικά. Κατά μείζονα λόγο βέβαια δέν μπόρεσε νά διακρίνη την σημασία αναλογων καταστάσεων στον χώρο των Βαλκανίων και της Μέσης Άνατολής. Ο «Ευρωπαίος» του λιμπεραλισμού διεκήρυξε ότι αναγνωρίζει ώς «αρχή» του πολιτισμού του τον αρχαίον έλληνορωμαϊκό κόσμο, μέσα στήν έπιθετική του ιδεολογία όμως περί «ανόδου» και «καθόδού» τών πολιτισμών έκαμε το μοιραίο λάθος νά πιστέψη ότι αυτά τά πράγματα δέν είχαν καμμία σχέση με τους χώρους όπου γεννήθηκαν. Και αυτό ακριβώς είναι εκείνο πού στέρησε τον νεώτερο ευρωπαϊκό πολιτισμό της δυνατότητας πολιτιστικής επικοινωνίας. Γιατί, το να πάρη κανείς ένα άγαλμα ή ένα αρχαίο κείμενο από κάποιο μοναστήρι, να το μεταφέρη στο Παρίσι ή τό Λονδίνο καί έν συνεχεία νά ίδρύση έδρες αίσθητικής καί φιλοσοφίας γι'αυτό, είναι εύκολο. Δύσκολο είναι νά ιδή ποιές είναι οι δράσεις καί ή κοινωνική φιλοσοφία πού κατέλιπε το άγαλμα ή το κείμενο στους χώρους πού γεννήθηκε. Τό μη «έπιστημονικό» ένδιαφέρον του Βαλκανίού ή του Άραβα για τα μνημεία του πολιτισμού του καθόλου βέβαια δέν έδήλωνε κάποιο είδος αδιαφορίας γι'αυτά. Εδήλωνε απλώς (και συνεχίζει να δηλωνη), οτι το νόημα που αυτα εξέφραζαν και η φιλοσοφία που επεδίωκαν έγιναν τρόποι τής καθημερινής ζωής καί τής πράξης. Ειναι ακριβώς τα στοιχεία που έδωσαν την επί χιλιετίες ιστορικήν διάρκεια και την δυνατότητα των διαρκών νέων ιστορικών συνθέσεων στους μεσογειακούς πολιτισμούς, ήτοι την έννοια της κοινωνικής ειρήνης έπί τών πιό έτεροκλήτων καί έκτενεστέρων κοινωνικών συνόλων πού εγνώρισε η μέχρι τώρα ιστορια. Αυτά τα πράγματα η «Ευρώπη» δεν τα κατάλαβε στούς χώρους τής Μεσογείου. Γιατί αν τα καταλάβαινε, όχι μόνο ως πρός τις δικές της αποικιοκρατικές καταστάσεις θα έδημιουργούσε μονιμώτερα αποτελέσματα, άλλά θά είχαμε σήμερα ως Ευρώπη αυτό πού ωφείλαμε να εχωμε: μιαν ευρύτερη ιστορική περιοχη και οχι εναν γραφειοκρατικό μηχανισμό στις Βρυξέλλες.
Βεβαίως, διά της «αρχαιολογίας» και τις μελέτες περί τής «αρχαίας ιστορίας» (που ουδόλως τυχαίως συμπίπτουν με τον αίώνα της αποικιοκρατίας, καθώς έξηγουμε πιό κάτω), έχομε μιαν μείζονα εποπτεία του παρελθόντος, αυτό όμως που δέν έχομε είναι η αίσθηση του πως αυτά που ζήτησαν οι αρχαίοι Έλληνες ή οι αρχαίοι Αιγύπτιοι μετεβλήθησαν στους ίδιους χώρους έν συνεχεία σε αίσθηση ζωής και σε κανόνα κοινωνικής συμπεριφοράς. Η «γραμμική» αντίληψη περί ιστορίας δεν επιτρέπει έξ αντικειμένου αναλογες προβληματικές. Η άντίληψη αυτή προϋποθέτει αποκλειστικούς «κληρονόμους» των αρχαίων μεσογειακών πολιτισμών ένα τμήμα μόνο της Ευρώπης 2 ή 3 κρατών, για να μεταβληθή τελικά σέ κήρυγμα «πολιτιστικής αποστολής» άνά τόν κόσμο, ουσιαστικά δηλαδή όχι σέ γνώση ιστορίας, άλλά σε «ιστοριογραφία» και «κοινή γνώμη». Άμέτρητα ειναι τα έργα που ξεκινούν μέ τέτοιου είδους δοξασίες, μεταξύ τών όποίων και το προμνημονευθέν έργο του «πατέρα τής γεωπολιτικής» R. Κjellen.

γ´
Η καλύτερη απόδειξη περί της πολιτιστικής αγονίας τής δυτικής Ευρώπης, δηλαδή της Ευρώπης του λιμπεραλισμού, είναι το γεγονός ότι επί τρείς σχεδόν αιώνες [από τον Bentham και τον Marx, μέχρι τις μέρες μας] διαβάζει συνεχώς τα ίδια πράγματα κανείς σχετικά με την Ρωσίακαι τους κόσμους της βαλκανικής Ανατολής: «κατώτεροι πολιτισμοί», «δουλείες», ανελευθερίες, δικτατορίες κλπ. Πουθενά, ομως, ο μέσος Ευρωπαίος δεν πληροφορείται τι πιστεύουν ή πώς κρίνουν αυτοί οι πολιτισμοί τον δυτικοευρωπαϊκόν. Δυνατότητα πολιτιστικής συνεννοήσεως καί έπικοινωνίας, δηλαδη προϋποθέσεις δημιουργίας πολιτικού και ιστορικού έργου, καμμία. Θα ήταν λάθος να υπέθετε κανεις οτι και υπο το σημερινό σύνθημα της «ενιαίας Ευρώπης», δηλαδή τής Ευρωπαϊκής Ένωσης, οί νοητικές αυτές κατηγορίες μετεβλήθηκαν κατά τι ή ότι οι ιστορικές οπτικές μεταξύ του ευρωπαϊκού Βορρά και Νότου έπαψαν να υπάρχουν. Οι άγγλικοί χάρτες ιστορίας επιμένουν πάντα να μιλούν περί «Βυζαντίου» ώς μιάς έλληνοφώνου αυτοκρατορίας χωρίς Έλληνες (!), οί ιταλικοί όμως ή οι ισπανικοί όμιλούν περί «Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας της Ανατολής». Η συνείδηση του μεσογειακού Εύρωπαίου δέν παύει νά νομίζη πώς κάτι που κάποτε διεσπάσθηκε πρέπει πάντα έκ νέου νά άποτελεσθή. Διότι, άπλουστατα, δεν υπάρχει μεσογειακή χώρα που να μην καταλαβαίνη την Μεσόγειο ώς όλον, δηλαδή ως μιά όργανικη λειτουργία καί όχι ως «σύνορο» αορίστου σημασίας και περιεχομένου...
Ότι αυτή η επιμελημένη πολιτιστική κλειστότητα δια της «κοινής γνώμης» οδηγει τελικώς σε πλήρη ιστορική αγνωσία στην συνείδηση των μεγάλων μαζών, είναι προφανές. Ο τυχών αγράμματος βοσκός της Ροδόπης ξέρει περισσοτερα περί Ολλανδίας άπ'ό,τι ξέρει ένας όλλανδός γεωργός περί Βουλγαρίας. Η «πολιτική ενημέρωση» συνεπώς στα μέσα μαζικής πληροφόρησης είναι σχεδόν το πιό άκοπο των πραγμάτων: «εθνικοί εγωϊσμοί», πολιτικές φιλοδοξίες, εν γένει ανωριμότητες - είναι τα όσα μπορεί να ακούση κανείς για τά συμβαίνοντα επί του πλανήτη. Ακούει λ.χ. κανείς περί Γεωργίας καί φαντάζεται ότι πρόκειται για κάποιο «εθνικό κράτος» τύπου Δανίας. Αν άκούση ότι «Γεωργία» δεν είναι εθνικό χαρακτηριστικό άλλά πολιτιστικός χώρος (όπως π.χ. το κεντρική Εύρώπη), καταλήγει στην αύτόματη απορία και του είναι αδύνατο νά συνδυάση κάτι τέτοιο με τους «εθνικισμούς» που ακούει στο ραδιόφωνο ή διαβάζει στήν έφημερίδα. Πολύ περισσότερο του είναι αδύνατο νά καταλάβη ότι η πολιτική τών «ανθρωπιστικών βοηθειών» και της «ίατροφαρμακευτικής περίθαλψης» πρός άναξιοπαθούντας είναι ακριβώς ή συγκεκαλυμμένη όμολογία, ότι η «Ευρώπη» καμμιά πολιτική πρόταση δέν έχει γιά κανένα από τά υπάρχοντα προβλήματα. Τα προβλήματα αυτά χρησιμεύουν, απλώς, πρός εδραίωση της κλειστότητας της εσωτερικής ιδεολογίας, της «κοινής γνώμης».
Φανερό είναι βέβαια, ότι κατά την «ενημέρωση» διά της «κοινής γνώμης» πραγματικά περιστατικά δεν υπάρχουν. Διότι δεν ειναι δυνατόν να υπάρξουν. «Πραγματικό» είναι αύτο που ακούει κανεις στην τηλεόραση ή διαβαζει στην εφημερίδα. Το πραγματικό γεγονός καθ'εαυτό θάβεται αυτομάτως ή και εξαφανίζεται (όπως τούτο πολλαπλώς συνέβη με τα πράγματα της νεώτερης μεσογειακής ιστορίας, καί της Ελλάδος ιδιαίτερα). Από τους διπλωματικούς διαδρόμους η πραγματικότητα θα μεταφερθή στα υπόγεια των «σπουδαστικών εργαστηρίων», από όπου βγαίνει κομμάτι-κομμάτι καί ανασυντίθεται ώς «ιστοριογραφική αλήθεια» κατά τους ίδιους ακριβώς τρόπους της συγκριτικής ανατομίας: από το κοκκαλάκι του ενός χιλιοστού, ο δεινόσαυρος των πενήντα μέτρων... Η επιβεβαίωση υπάρξεως του δεινοσαύρου είναι ότι κανείς δέν τόν έχει ιδεί'έτσι και η επιβεβαίωση της «ιστοριογραφικής πραγματικότητας» είναι ότι κανείς δεν μπορεί να ελέγξη από πρώτο χέρι τις υπάρχουσες πηγές. Οι «δεινόσαυροι» δέν είναι μόνο τροφή γιά την φαντασία των μικρών παιδιών'είναι κυρίως οί προϋποθέσεις ασκήσεως του «ιστοριογραφικού» έργου... Εύκολο είναι να διαπιστώση κανείς την «ιστοριογραφική πραγματικότητα» πρό και μετά των πολέμων στον χώρο της «Ευρώπης». Πριν από κάθε πόλεμο η «ιστορία» στηρίζεται μόνο σε αγεφύρωτες διαφορές, άρα και σε μερικές και αποσπασματικές όψεις της πραγματικότητας. Μετά τον πόλεμο επικρατούν τα συνθήματα της «Πανευρώπης», του «Ούμανισμού», του «κοινού παρελθόντος καί πολιτισμού». Ποτέ όμως μέσα σ'αύτά δέν θά βρη κανείς έναν ορισμό, ή έστω καί προσπάθεια καθορισμού αυτού πού είναι η Ευρώπη.

δ´
Η «Ευρώπη» είναι απλώς το «όργανο», το Instrumentarium λειτουργίας της «κοινής γνώμης» και της διοχετεύσεως λεκτικών συνθημάτων για την περαιτέρω λειτουργία της. Είναι άπορίας άξιο -άλλά βέβαια μή έξερχόμενο των «κανόνων» λειτουργίας της «κοινής γνώμης»- γιατί εκατακρίθηκε τόσο μεταπολεμικά ή τακτική του Γκαίμπελς, ο οποίος δεν έκαμε τίποτε περισσότερο από το να χρησιμοποιήση (μάλιστα κατά τρόπον αξιοπρεπέστερο και συνεπέστερο) τα αφηρημένα νοήματα που εκυκλοφορούσαν αδέσποτα και πληθωρικά στο ιδεολογικό χρηματιστήριο του καιρού του. Όταν τα γερμανικά αεροπλάνα εβομβάρδιζαν το Λονδίνο, οι έθνικοσοσιαλιστικές εφημερίδες εκυκλοφόρησαν με τους πηχυαίους τίτλους: «Η άμυνα της Δύσεως κατά της πλουτοκρατίας». «Δύση», βέβαια ήταν ο έθνικοσοσιαλισμός και «πλουτοκρατία» οι αποικιοκρατικές δυνάμεις της δυτικής Ευρώπης. Γιατι ομως τα πραγματα θα μπορούσαν να ειναι διαφορετικά, αφού κανένας μέχρι σήμερα δεν ώρισε το σύνθημα «Δύση»; Η ίδια αυτή αόριστη «Δύση» ζήτησε επί μισόν αιώνα μεταπολεμικά την ιδεολογική νομιμοποίησή της πάνω στα ιδεολογικά αλλά και ακριβή συνθήματα των εθνικοσοσιαλιστών, όπως αυτό του «σιδηρού παραπετάσματος», που ήταν όρος από πραγματολογικές αναλύσεις του ίδιου του Γκαίμπελς...
Τούτη η λειτουργία της «κοινής γνώμης», που η κάθε μορφή αλήθειας της ειναι κατ'αρχην εχθρική και μόνο υπο ορούς αποδεκτή, αφού η ίδια η «κοινή γνώμη» σκοπεί να υπηρετήση εκ των προτέρων δεδομένους σκοπούς, δηλαδη «αληθειες» που δεν χρειάζονται άλλες για να υπάρξουν αφού αποτελούν συγκεκριμένες πολιτικές βουλήσεις, δεν λειτουργεί μονο εις βάρος κάθε μορφής επιστημονικής γνώσης στον τομέα της ιστορικής κατανόησης άλλά -και τούτο κατά τρόπον συνεπαγόμενον και αναγκαίον- καθιστά και την τρέχουσα πλανητική πολιτική των καιρών μας ολοσχερώς αδύνατη... Για να ξανασυγκεντρωθή το σπαταληθέν κεφάλαιο κατά τόν β'παγκόσμιο πόλεμο, απαιτήθηκαν με το ιδεολογικό κόλπο του «ψυχρού πολέμού» 50 όλόκληρα χρόνια. Και τούτο, αφού διαταράχθηκε όλη η οικολογική ισορροπία του πλανήτη. Για να ξανασυγκεντρωθή το κεφάλαιο ενός ενδεχομένου τρίτου πολέμου απαιτούνται οι αιώνες της μελλούσης ζωής...
Οι «ειδήμονες» πού πληρώνονται είναι διανοητικώς χτισμένοι μέσα στα σλόγκαν της «κοινής γνώμης» που ανατράφηκαν και επιστημονικώς διαμορφώθηκαν. Και αυτά είναι όσα ακούμε στην τηλεόραση και στα σχολικά βιβλία, διά των οποίων αναπαράγονται τα υπάρχοντα πλαίσια της επικρατούσης «κοινής γνώμης» για την παραγωγή: «πρόοδος», «ανάπτυξη», «ελευθερία», «δεσποτισμοί» κλπ. Αυτά δημιουργούν διανοητικά τείχη με τον καιρό, γίνονται κοινοί τόποι στην συνείδηση των πάντων, ώστε, και αν παραστή αναγκη να ξεφύγουν κάποτε, με δυσκολία το καταφέρνουν. Οι κυρίως υποκείμενοι στην δυσκολία τούτη είναι ακριβώς οι «ειδικοί». Απόδειξη, όχι μόνο τα διάφορα απίθανα «σενάρια» τών σεμιναρίων κατα την διάρκεια του «ψυχρού πολέμου» και οι αντίστοιχες «ιστορικές εμβαθύνσεις», άλλά ιδίως το γεγονός ότι η «Δύση» κανενα νέο ιδεολογικό μοντέλο δεν μπόρεσε να προσφέρη. Όπως είδαμε, στις τρέχουσες συζητήσεις τών ειδικών περί των τεραστίων προβλημάτων στα πλαίσια της δυτικής Ευρώπης - προβλήματα των οποίων η σημασία όλο και πιό πολύ θά αυξάνη σχετικά με οποιαδήποτε ιδέα ευρωπαϊκής όλοκλήρωσης -, αυτά είναι μόνο θέματα λεκτικών εκφράσεων και... «όρολογίας». Αυτό που κυρίως άπουσιάζει πλήρως από την καθημερινή συνείδηση της «κοινής γνώμης» (και στην οποίαν δυστυχώς κατ'ανάγκην περιλαμβάνονται και οι «ειδικοί») είναι ότι τα πολιτικά προβλήματα της σημερινής «Ευρώπης» είναι ακριβώς αυτά που ήσαν και κατά την εποχή των βαλκανικών πολέμων. Απλώς κατά πολύ επαυξημένα. Θα επανέλθωμε σ'αυτά λίγο πιό κάτω.

ε´
Ο μηχανισμός της «κοινής γνώμης» είναι απλός: μεταβάλλει την ιστορία σε πολιτικά συνθήματα, σε όρους και σε φρασεολογίες, οι οποίες θα επιτρέψουν την δράση της πολιτικής υπό την ιδεολογία της αμύνης. Ώς πρός μέν την έσωτερική πολιτική, η ψυχολογική λειτουργία της τέτοιας «κοινής γνώμης» είναι απλή: η δεδομένη τάξη πραγμάτων της παραγωγής είναι η καλύτερη και η μόνη μέριμνα που απομένει είναι η υπεράσπιση της από «εξωτερικούς εχθρούς». Στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής τα πράγματα είναι ακόμη απλούστερα: «νομιμοποιούν» την χρήση στρατιωτικής βίας προς αντιμετώπιση αυτών των «έχθρών». Επειδή τα πράγματα αυτά παραμένουν επί δύο σχεδόν αιώνες αναλλοίωτα, αποτελούν ταυτόχρονα και την απόδειξη ελλείψεως πολιτικής έκ μέρους της «Ευρώπης». Από την μιά μεριά σήμερα ακούμε περί «παγκόσμιας οικονομίας (Weltwirtschaft), από την άλλη, όμως, διαπιστώνουμε την πλήρη έλλειψη «παγκόσμιας πολιτικής». Η λειτουργία των σημερινών διεθνών οργανισμών συνεχίζει νά στηρίζεται στίς ιδέες της «προόδου» και του «εκμοντερνισμού», δηλαδή στην άτμομηχανική αντίληψη της ιστορίας, όπως ακριβώς την έποχή της «Κοινωνιας των Εθνών», πράγμα ακριβώς που εξυπηρετεί την ιδεολογική λειτουργία δημιουργίας «εχθρών» καί καθηλώνει τα πράγματα πάντα στα ιδια δεδομένα. Η αντίληψη του «εκμοντερνισμού» συγχέει σκοπίμως δύο πράγματα: τήν διαδικασία της τεχνολογικης παραγωγής (την οποίαν ονομάζει «προοδο») με την ιδεολογική κατάσταση του ανθρώπου, που βρίσκει την έκφραση της σε συγκεκριμένου είδους κοσμοθεωρίες. Όπως δηλαδή υπάρχει μια «εξέλιξη» για μια μηχανή, έτσι πρέπει να υπάρχη και μια «εξέλιξη» στις ιδεολογίες των κοινωνικών σωμάτων, που να «υπακούη» στους «νόμους εξελιξεως» της μηχανής. Αν αυτό δεν συμβαίνη, τότε ανακύπτει η εννοια του «εχθρού». Βεβαίως, σε μιά «παγκόσμια οικονομία» που βάση έχει την μηχανή, τα πράγματα δέν θα μπορούσαν να είναι διαφορετικά, ότι ομως αύτη η τάξη νοημάτων ειναι αδύνατο να ισχυση, ειναι κατι που επείγει να διευκρινηθή ώς παγκόσμια ιδεολογία...
Η διαφορά υπάρχει ώς προς την «θέση» των πολιτισμών έναντι της τεχνολογίας και όχι ώς πρός κάποια «υπεροχή» μέσα στήν ίδια την διαδικασία τεχνολογίας. Οι θεωρούμενες ώς «ανακαλύψεις» δεν είναι παρά έκ τών προτέρων υπάρχοντα στάδια πού φθάνει η έρευνα προσεγγιστικώς. Π.χ. ασχολούμενος κανείς με την πρακτική αριθμητική, μετά το εννιά θα «ανακαλύψη» το δέκα, και άν ασχολήται με γεωμετρία, μετά το τρίγωνο θα «ανακαλύψη» το τετράγωνο. Αν ασχολήται με προσεγγιστικές διαδικασίες, θα «άνακαλύψη» τους ασυμμέτρους, και αν ασχολήται με φαινόμενα κινήσεως, τον διαφορικό λογισμό. Οι «ανακαλύψεις» που υπάρχουν στούς τομείς αυτούς είναι έκ τών προτέρων δεδομένες καί απλώς φθάνονται διά προσεγγίσεως. Για τίς ανάγκες του εμπορίου κατά τον δέκατον ένατον αιώνα, οι «ανακαλύψεις» έγιναν στόν τομέα της κλασσικής μηχανικής και της θερμοδυναμικής, διότι έπρεπε να φκιασθούν πλοία και σιδηρόδρομοι για την διακίνηση των προϊόντων. Εν συνεχεία προέκυψε πρόβλημα παγκόσμιας οργανώσεως του εμπορίου και οι «ανακαλύψεις» έγιναν στον τομέα του ήλεκτρομαγνητισμού και της ασύρματης τηλεπικοινωνίας. Κατά τον β'παγκόσμιο πόλεμο, όπου η Γερμανία απεκλείσθη ώς πρός τις πρώτες ύλες από τις δυτικές δυνάμεις, οι «ανακαλύψεις» έγιναν πρός τον τομέα του έσωτερικού της ύλης -«ανεκαλύφθη» συνθετική βενζίνη από κάρβουνο, συνθετικό καουτσούκ από ασβεστόλιθο και κάρβουνο, καί συνθετικές ίνες. Οί ίδιες οί ανάγκες ή τροπές του πολέμου ανάγκασαν τους Αγγλους να «ανακαλύψουν» το ραντάρ, ενω οι Γερμανοί, δίνοντας άλλες προτεραιότητες στις πολεμικές των εκτιμήσεις, «ανεκάλυψαν» τους πυραύλους. Πολλές είναι οι «ανακαλύψεις» πού θεωρητικώς ειναι δυνατές και προβλέψιμες, αλλά τα πρακτικά δεδομένα δεν επιτρέπουν την εφαρμογή τους. Έτσι λ.χ. ώς πρός το αυτοκίνητο καμμία νέα «ανακάλυψη» δεν συνέβη επί 150 χρόνια τώρα (τα αυτοκίνητα συνεχίζουν να κινούνται με πετρέλαιο), ενώ από την άλλη μεριά οι «επιστημονικές περιέργειες» εκτείνονται στο να ιδούμε (με διαστημικά τηλεσκόπια, που κοστίζουν κολοσσιαία ποσά) πως φαίνεται ο πλανήτης Γή από το διάστημα, όταν αρνήται κανείς να ίδη τα όλοφάνερα υπάρχοντα χάλια επί της επιφανείας του...
Αυτά, όπως καλύτερα εξηγούμε στο κείμενο του βιβλίου δεν εξέρχονται της φιλοσοφίας του «Διαφωτισμού» και της «προόδου». Πολλούς μηχανισμούς της φύσεως ειναι δυνατόν να ανακαλύψη ακόμη ο άνθρωπος. Αυτό που δεν πρόκειται όμως να ανακαλύψη ποτέ είναι η οικονομία τελών αυτών των μηχανισμών. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε ότι ο άνθρωπος είναι σε θέση να καθέξη την αιτία υπάρξεως του κόσμου, αυτό όμως δεν του είναι δεδομένο. Και αυτό σημαίνει ότι η «κυριαρχία του ανθρώπου επί της φύσεως» μεταβάλλεται τελικώς σε αυτοϋπονόμευση του, αφού δεν είναι σε θέση να ελέγξη τις συνέπειες της «κυριαρχίας» του επί της φύσης. Σήμερα, επί παραδείγματι, η «έπιστήμη» δέχεται ότι οι επελθούσες καταστροφές επί του πλανήτη δέν είναι δυνατόν να αρθούν'αναρωτήθηκε όμως κανένας επιστήμονας ποτέ (και υπάρχει άνθρωπος που μπορεί να απαντήση), που μαζεύονται τα καυσαέρια και τα άλλα απόβλητα από την «κυριαρχία» του ανθρώπου επί της φύσης και τι κάνουν εκεί που μαζεύονται; Όπως αναπάντητο θα μένη εσαεί τούτο το ερώτημα περί της τεχνολογικής δραστηριότητας του ανθρώπου (σ'αυτό μόνο η φύση μπορει «ν'απαντήση»), έτσι εκκρεμούντα και αναπάντητα παραμένουν και τα τελικά ερωτήματα της «φιλοσοφίας» που συνοδεύουν τούτην την δραστηριότητα. Το ίδιάζον όμως με την «φιλοσοφία της προόδου», είναι ότι δεν θέλει ερωτήματα περί της σημασίας της. Και γι αύτο αναγνωρίζει κάθε άλλον πολιτισμό ώς εχθρό της. Εάν κανείς διερευνήση την φιλοτέχνηση αυτών τών «εικονων του εχθρού», είναι δύσκολο να άπαλλαγή από την ιδέα μιας επιστημονικής εγκληματικότητας περί τα σχετικά. Πρόκειται περί της εγκληματικότητας εκεινης στον τομέα των ιδεών, η οποία ως μονη εκδοχή στον τομέα της πολιτικής πράξης επιβάλλει τον πολεμο. Και δεν ήταν βέβαια δυνατόν να είναι διαφορετικά, διοτί πρώτα υπήρξαν οι πόλεμοι και έν συνεχεία οι «θεωρίες» για να τους δικαιολογούν. Αυτό όμως που εκπλήσσει σήμερα είναι η αμέριμνη συνέχιση συμμορφώσεως της «επιστημονικής έρευνας» πρός την «κοινή γνώμη», δηλαδή η υποδούλωση της σ'αυτή και η ανύπαρκτη προσπάθεια προσεγγίσεως των ιστορικών εκείνων αληθειών ώς τρεχουσών καταστάσεων οι οποίες θα επρομήθευαν ένα ουσιαστικό καί νέο είδος πολιτικής στον ευρωπαϊκό χώρο.

ζ´
Τυπικώτερο παράδειγμα «ιστορίας» ώς «κοινής γνώμης» είναι περίπτωση των βυζαντινών σπουδών. Το «Βυζάντιο» παύει να είναι Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία διότι οι ιδεολογικές ανάγκες επιβάλλουν αποκλειστικός κληρονόμος της άρχαίας ρωμαϊκής ιστορίας να είναι η δυτική Εύρώπη και κανεις άλλος. Παρ'όλον, όπως είπαμε, ότι μέχρι τον ενδέκατον αιώνα το Ρωμαϊκό Δίκαιο ηταν αγνωστο ώς πραγματικότητα στον χώρο της δυτικής Ευρώπης (βλ. H. Berman, μν. ε. σελ. 144 κ.ε). Δεν θα έξετάσωμε τις ιστορικές αναγκαιοτητες που επέβαλαν μιά τετοια τάξη πραγμάτων (αναφερόμαστε μερικώς σ'αυτές στις σελίδες που ακολουθούν).
Ότι όμως διαχρονικά μέσα στις διάφορες ιδεολογικές σκοπιμότητες χτίζονται ανυπέρβλητα τείχη στην άσκηση της πολιτικής και, κατ'επέκταση, ιστορικής πράξης, είναι περισσότερο από προφανές. Επικρατεί βέβαια ή αντίληψη, ότι δια της «επιστημονικής ερεύνης» καθ'όν τρόπο τα καταφέρνει κανείς στην τελειοποίηση των μηχανών, κατά τον ίδιον τα καταφέρνει και στον τομέα της ιστορικής κατανοήσεως. Διά της «αρχαιολογίας» και της μελέτης «ιστορικών ντοκουμέντων» μπορεί βέβαια κανείς να καταλήξη σε «επιστημονικές θεωρίες» που νά τόν έξυπηρετούν. Καθ'όλη την διάρκεια της αποικιοκρατίας, η «ιστορική έρευνα» κυριαρχήθηκε από αυτήν την τακτικη. Καθόλου όμως σίγουρο δεν είναι ότι κανείς έτσι κατακτά νοητικά και την τρέχουσα πραγματικότητα των κοινωνιών. Ένα αντικειμενικό έμπόδιο γι'αυτό ειναι και ο βαθμος που μπορει κανεις να υπερβή τα ιδεολογικά δεδομένα ενός πολιτισμού και να μεταφερθή σε εκείνα ενός άλλου. Αυτό δεν είναι για όλους δεδομένο και δεν υπείκει στούς νόμους του εργαστηριακού προγραμματισμού. Εξέχουσαν απόδειξη αποτελει η περί «Βυζαντίου» έρευνα. Κατά τους νεώτερους αιωνες -και εννοούμε κυρίως από την εποχή που αναγνωρίζεται το δίκαιο των διομολογήσεων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, δηλαδη απο τα μέσα του 18ου αι. που αυτά αναγνωρίζονται για την Γαλλία-, η «βυζαντινολογία» αποτελεί εξέχον πεδίον ασκήσεως των δυο άποικιοκρατικών δυνάμεων του καιρού, Αγγλίας καί Γαλλίας. Και ακολουθεί ολόκληρη πορεία εξεχόντων βυζαντινολόγων-ιστοριοδιφών έκτοτε μέχρι σήμερα, την περί Βυζαντίου όμως ουσία ώς Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας θα την πληροφορηθή η δυτική ιστοριογραφία από τις εργασίες των σλάβων ιστορικών. Διότι οι Σλάβοι και οι άλλοι χριστιανοί της Ρωμαϊκής Ανατολής κατέχουν την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ώς παρούσα κοινωνική εμπειρία και όχι ώς ιστορικό παρελθόν. Από Σλάβους της διασποράς θα θεμελιωθή η βυζαντινή έρευνα στην Αμερική και υπό την πρωτοκαθεδρίαν Σλάβου (του Οστρογκόρσκυ) θά διεξαχθή η μεταπολεμική έρευνα περί Βυζαντίου διεθνώς. Ο «καισαροπαπισμος» λ.χ. είναι δυνατό νά μεταβληθή σε ιδεολογικό σύνθημα καί νά καταντήση ταυτόσιμος του δεσποτισμού, είναι όμως δυνατόν νά κατανοηθή και ώς διϊστορική εμπραγμάτωση μιας αρχαιοελληνικής εμπειρίας, δηλαδή ως το σύστημα εκείνο που επιβάλλει η πολιτική εξουσία να υποτάσσεται και να ενεργή σύμφωνα με τα επιτάγματα ολοκλήρου της κοινωνίας και όχι ορισμένων τάξεων εξ αυτής. Υπάρχει ουσιωδέστατη διαφορά ώς πρός τίς αντίστοιχες «πολιτικές φιλοσοφίες» και ώς προς την παραγωγή. Ως σε ποιά σημεία είναι δυνατόν νά συρθή η «ιστοριογραφία» γιά τις ανάγκες της «κοινής γνώμης» και της ιδεολογίας, αποδεικνύει η μεταπολεμική ταύτιση σταλινισμού και χιτλερισμού (ταύτιση, βέβαια, της οποίας το άμεσο και αυτονόητο συμπέρασμα ήταν η αδιαμφισβήτητη υπεροχή της φιλοσοφίας της ελεύθερης αγοράς - αυτής, καθώς είπαμε, που έπρεπε να επικρατήση και ώς πολεμικό σύνθημα για την επανασυγκέντρωση του απολεσθέντος κεφαλαίου με τον πόλεμο εις βάρος του τρίτου κόσμου και, της φύσεως ιδιαίτερα)...
Εκείνο που κατ'εξοχήν θα μπορούσαν να δείξουν, κάποιου άλλου είδους κατανοήσεις ως προς το σύνολο της μεσογειακής ιστορίας, ειναι η συνεχώς παραμένουσα ιδεολογική έκκρεμότης της δυτικής Ευρώπης ώς προς το σύνολο του μεσογειακού χώρού. Μιά εκκρεμότης που επιβεβαιώνεται απολύτως από τρεχόντως διαλαμβανόμενα ώς πρός το σύνολο της ευρωπαϊκής πολιτικής, με το να αναγνωρίζεται η Μεσόγειος ως «γραμμή ασφαλείας» ενός κάποιου είδους «Ευρώπης». Αλλά τι είδους «Ευρώπη» είναι αυτή, οπού οι πλέον ζωτικές περιοχές της και τα πολυπληθέστερα εκατομμύρια που ζουν σ'αυτές υποβιβάζονται στον ρόλο των «συνόρων ασφαλείας» για ωρισμένους μόνο «Ευρωπαίους»; Ουδείς βέβαια παραγνωρίζει την δομή και τις ανάγκες της βιομηχανικης Ευρώπης, αυτό όμως καθόλου δέν παραγράφει το γεγονός ότι οι σχέσεις δυτικής Ευρώπης και Μεσογείου παραμένούν διαρκώς στο σύνολό τους ώς μιά κατάσταση εκκρεμότητος. Δεν έννοουμε βέβαια από την εποχή του σχίσματος των Εκκλησιών, ούτε κατά τόν 19ον αιώνα. Αλλά κυρίως κατά τον 20όν.


To «Ανατολικό Ζήτημα» Σήμερα
Εκδ. Εικοστού Πρώτου
1998


.~`~.
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική

- Το μέλλον της Ε.Ε, η Ανατολική Ευρώπη -η Ουκρανία- και τα Βαλκάνια, ο Huntington, ο Brzezinski και οι πλανητικές πολιτικές των Η.Π.Α. Τα «Ανθρώπινα δικαιώματα», η «σύγκρουση των πολιτισμών» και τα «Ευρασιατικά Βαλκάνια» ως βαλκανοποίηση της υφηλίου και καλλιέργεια της ελεγχόμενης αναρχίας. Η απόρριψη του διλήμματος μεταξύ πυρηνικού ολοκαυτώματος ή πολιτιστικής ανυπαρξίας - προς μιας νέα ιστορική σύνθεση που θα εναντιώνεται στις θεωρίες και τους υπολογισμούς γραφείου-εργαστηρίου.

Η ιδέα της διεθνούς κοινωνίας και οι τρεις ανταγωνιστικές παραδόσεις της διεθνούς θεωρίας.

$
0
0

Άμεσα σχετιζόμενες αναρτήσεις
Περισσότερες έμμεσα σχετιζόμενες αναρτήσεις στο τέλος

.~`~.
Πρόλογος

Σε ολόκληρη την ιστορία του σύγχρονου συστήματος κρατών υπήρχαν τρεις ανταγωνιστικές παραδόσεις σκέψης: η χομπεσιανή ή ρεαλιστική παράδοση, που θεωρεί τη διεθνή πολιτική ως μια κατάσταση πολέμου'η καντιανή ή οικουμενική παράδοση, που θεωρεί ότι στη διεθνή πολιτική υπάρχει δυνητικά μια κοινότητα της ανθρώποτητας'και η γκροτιανή ή διεθνιστική παράδοση, που θεωρεί ότι η διεθνής πολιτική λαμβάνει χώρα στο εσωτερικό μιας διεθνούς κοινωνίας. Αυτή η τριπλή διαίρεση απορρέι από τον Martin Wight. Η καλύτερη δημοσιευμένη περιγραφή αυτής της τριπλής διαίρεσης βρίσκεται στο άρθρο του «Western Values in International Relations».

.~`~.
Οι Τρείς Παραδόσεις

Χομπεσιανή ή Ρεαλιστική Παράδοση
Thomas Hobbes
Η χομπεσιανή παράδοση περιγράφει τις διεθνείς σχέσεις ως μια κατάσταση πολέμου όλων εναντίον όλων, ένα πεδίο μάχης στο οποίο κάθε κράτος στρέφεται εναντίον όλων των άλλων. Οι διεθνείς σχέσεις κατά τη χομπεσιανή θεώρηση αντιπροσωπεύουν την καθαρή σύγκρουση μεταξύ κρατών και μοιάζουν με ένα παίγνιο που είναι εντελώς διανεμητικό ή μηδενικού αρθροίσματος: τα συμφέροντα κάθε κράτους αποκλείουν τα συμφέροντα όλων των άλλων. Εκείνη η διεθνής συμπεριφορά που κατά τη χομπεσιανή άποψη είναι πιο χαρακτηριστική της διεθνούς συμπεριφοράς στο σύνολο της ή που μας παρέχει με τον καλύτερο τρόπο μια ένδειξη για αυτή είναι ο ίδιος ο πόλεμος. Επομένως η ειρήνη κατά τη χομπεσιανή θεώρηση είναι μια περίοδος ανασυγκρότησης από τον τελευταίο πόλεμο και προετοιμασίας για τον επόμενο.
Η χομπεσιανή άποψη για τη διεθνή συμπεριφορά είναι ότι το κράτος είναι ελεύθερο να επιδιώξει τους στόχους του σε σχέση με τα άλλα κράτη χωρίς κανενός είδους ηθικούς ή νομικούς περιορισμούς. Κατά την αποψη αυτή οι ιδέες της ηθικής και του δικαίου είναι έγκυρες μόνο στο πλαίσιο μιας κοινωνίας, αλλά η διεθνής ζωή είναι υπεράνω των ορίων κάθε κοινωνίας. Άν πρόκειται να επιδιωχθούν κάποιοι ηθικοί ή νομικοί στόχοι στη διεθνή πολιτική, αυτοί μπορούν να είναι μόνο οι ηθικοί ή νομικοί στόχοι του ίδιου του κράτους, είτε υποστηρίζεται (όπως από τον Machiaνelli) ότι το κράτος χειρίζεται την εξωτερική πολιτική σε ένα είδος ηθικού και νομικού κενού είτε υποστηρίζεται (όπως από τον Hegel και τους διαδόχούς του) ότι η ηθική συμπεριφορά για το κράτος στην εξωτερική πολιτική έγκειται στην ίδια την επιβεβαίωσή του. Οι μόνοι κανόνες ή αρχές, οι οποίοι, για εκείνους που ακολουθούν τη χομπεσιανή παράδοση, μπορεί να θεωρηθεί ότι περιορίζουν ή καθορίζουν τη συμπεριφορά των κρατών στις μεταξύ τους σχέσεις είναι οι κανόνες της σύνεσης ή της σκοπιμότητας. Άρα οι συμφωνίες μπορεί να τηρηθούν, αν είναι πρόσφορο να τηρηθούν, ή μπορεί να παραβιαστούν, αν δεν είναι.
---------------------------------------------------------------
Το τελευταίο διάστημα, ο προεξέχων χαρακτήρας του ζητήματος της εδαφικής κατοχής φθίνει για τα περισσότερα έθνη-κράτη... Σε αυξανόμενο βαθμό, οι κυρίαρχες εθνικές ελίτ αναγνωρίζουν ότι άλλοι παράγοντες -και όχι το έδαφος- είναι πιο κρίσιμοι για τον καθορισμό της διεθνούς θέσης ενός κράτους ή για τον βαθμό της διεθνούς επιρροής του. Η οικονομική ευρωστία και η έκφραση της στο πεδίο των τεχνολογικών νεωτερισμών μπορεί να είναι βασικό κριτήριο δύναμης. Η Ιαπωνία αποτελεί το υπέρτατο παράδειγμα.

Αν το κράτος εξαφανιστεί, πιθανότατα κάποια νέα πολιτική οντότητα θα πρέπει να πάρει τη θέση του, αλλά φαίνεται ότι κανείς δεν έχει ανακαλύψει αυτό τον αντικαταστάτη. Όμως ακόμη κι αν το κράτος εξαφανιζόταν, αυτό δεν θα σήμαινε απαραιτήτως το τέλος του ανταγωνισμού ασφάλειας και του πολέμου. Σε τελική ανάλυση, ο Θουκυδίδηςκαι ο Μακιαβέλι έγραψαν πολύ πριν τη γένεση του διακρατικού συστήματος. Ο ρεαλισμός απλώς απαιτεί αναρχία: Δεν έχει σημασία τι είδους πολιτικές μονάδες συνθέτουν το σύστημα. Μπορεί να είναι κράτη, πόλεις-κράτη, θρησκείες, αυτοκρατορίες, φυλές, συμμορίες, φεουδαρχικές ηγεμονίες ή οτιδήποτε. Παρά τη σχετική ρητορική, δεν κινούμαστε προς την κατεύθυνση ενός ιεραρχικού διεθνούς συστήματος, το οποίο ουσιαστικά θα συνεπαγόταν κάποιο είδος παγκόσμιας κυβέρνησης. Στην πραγματικότητα, η αναρχία φαίνεται ότι θα είναι μαζί μας για πολύ καιρό.

Υπήρξαν μόλις 268 χρόνια χωρίς πόλεμο τα τελευταία 3421 χρόνια.
Will Durant
---------------------------------------------------------------

Καντιανή ή Οικουμενική Παράδοση
Immanuel Kant
Η καντιανή ή οικουμενική παράδοση στο άλλο άκρο θεωρεί ότι η θεμελιώδης φύση της διεθνούς πολιτικής δεν έγκειται στη σύγκρουση μεταξύ των κρατών, όπως συμβαίνει κατά τη χομπεσιανή θεώρηση, αλλά στους υπερεθνικούς κοινωνικούς δεσμούς που συνδέουν τους ανθρώπους που είναι υπήκοοι ή πολίτες κρατών. Το κυρίαρχο θέμα των διεθνών σχέσεων κατά την καντιανή θεώρηση είναι μόνο φαινομενικά η σχέση μεταξύ των κρατών'στην πραγματικότητα είναι η σχέση μεταξύ όλων των ανθρώπων στην κοινότητα της ανθρωπότητας που υπάρχει δυνητικά, έστω και αν δεν υπάρχει πραγματικά, και η οποία, όταν δημιουργηθεί, θα σαρώσει το σύστημα κρατών και θα το οδηγήσει στη λήθη.
Στο ίδιο το δόγμα του Kant υπάρχει βέβαια αμφιθυμία ανάμεσα στον οικουμενισμό του The Idea of Universal History from a Cosmopolitan View (1784) και στη θέση που υιοθετείται στο Perpetual Peace (1795), στο οποίο ο Kant αποδέχεται ως υποκατάστατο τον στόχο μιας κοινωνίας «δημοκρατικών» κρατών.
Στο εσωτερικό της κοινότητας ολόκληρης της ανθρωπότητας σύμφωνα με την οικουμενική άποψη τα συμφέροντα όλων των ανθρώπων είναι τα ίδια'η διεθνής πολιτική από αυτή την άποψη δεν είναι ένα παίγνιο καθαρά διανεμητικο ή μηδενικού αθροίσματος, όπως υποστηρίζουν οι χομπεσιανοί, αλλα ενα παίγνιο καθαρά συνεργατικό ή μη μηδενικού αθροίσματος. Οι συγκρούσεις συμφερόντων υπάρχουν ανάμεσα στις κλίκες που κυβερνούν τα κράτη, αυτο ομως συμβαίνει σε ένα επιφανειακό ή μεταβατικό επίπεδο του υφιστάμενου συστήματος κρατών'αν κατανοηθούν σωστά, τα συμφέροντα όλων των λαών είναι τα ίδια. Εκείνη η διεθνής συμπεριφορά που κατά την καντιανή θεώρηση αντιπροσωπεύει περισσότερο τη διεθνή συμπεριφορά στο σύνολό της είναι η οριζόντια σύγκρουση της ιδεολογίας που ξεπερνά τα σύνορα των κρατών και διαιρεί την ανθρώπινη κοινωνία σε δυο στρατόπεδα - τους καταπιστευματοδόχους της ενυπάρχουσας κοινότητας της ανθρωπότητας και εκείνούς που στέκουν εμπόδιο στο δρόμο της, εκείνους που πρεσβεύουν την αληθινή πίστη και τους αιρετικούς, τους απελευθερωτές και τους καταπιεσμένούς.
Η καντιανή ή οικουμενική θεώρηση της διεθνούς ηθικής είναι ότι σε αντίθεση με τη χομπεσιανή αντίληψη υπάρχουν ηθικές επιταγές που περιορίζούν τη δράση των κρατών, αλλά ότι αυτές οι επιταγές δεν επιβάλλουν τη συνύπαρξη ή τη συνεργασία μεταξύ των κρατών αλλά μάλλον την ανατροπή του συστήματος κρατών και την αντικατάστασή του από μια κοσμοπολίτικη κοινωνία. Η κοινωνία της ανθρωπότητας κατά την καντιανή άποψη δεν είναι μόνο η βασική πραγματικότητα στη διεθνή πολιτική υπό την έννοια ότι οι δυνάμεις που είναι ικανές να τη δημιουργήσουν είναι παρούσες'είναι επίσης ο στόχος ή ο σκοπός της ύψιστης ηθικής προσπάθειας. Οι κανόνες που στηρίζουν τη συνύπαρξη και την κοινωνική επαφή μεταξύ των κρατών θα έπρεπε να αγνοηθούν, αν το απαιτούσε αυτή η ύψιστη ηθική. Η καλή πίστη απέναντι στους αιρετικούς δεν έχει κανένα νόημα, εκτός ως τακτική σκοπιμότητας'ανάμεσα στους εκλεκτούς και στους καταραμένους, στους απελευθερωτές και στους καταπιεσμένούς το ζήτημα αμοιβαίας αναγνώρισης δικαιωμάτων κυριαρχίας ή ανεξαρτησίας δεν τίθεται.
---------------------------------------------------------------
Η επιθυμία των Επαναστατικών να εξομοιώσουν τη διεθνή με την εσωτερική πολιτικήείναι ένα από τα χαρακτηριστικά του Επαναστατισμού. Μια άλλη γενίκευση που μπορεί να κάνει κανείς για αυτούς είναι ότι ασχολούνται περισσότερο με τις επιθυμίες παρά με τα γεγονότα. Οι απόψεις τους αφορούν αυτό που θα έπρεπε να είναι και όχι αυτό που είναι (Έχουμε επισημάνει τον επαγωγικό, δογματικό και επιτακτικό χαρακτήρα του Επαναστατικού τρόπου σκέψης). Το κεντρικό πρόβλημα του Επαναστατισμού, το μεγάλο θέμα, είναι η δυσαρμονία ή το κενό που υπάρχει ανάμεσα στην Επαναστατική επιταγή και στην πραγματική κατάσταση των διεθνών σχέσεων. Άλλωστε, όλα τα κράτη δενασκούν ελεύθερα το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης'η αποικιοκρατία εξακολουθεί να υπάρχει'ο καπιταλισμός δεν κατέρρευσε ακόμη... Η διεθνής κοινωνία παραμένει αμετάβλητα πολύμορφη και ετερογενής, και αυτό είναι το πρόβλημα του Επαναστατικού [χρειάζεται δογματική-ιδεολογική ομοιομορφία-ομοιογένεια].
Σύμφωνα με αυτόν, το ανθρώπινο είδος είναι από τη φύση του σωστό και προορισμός του είναι η σωτηρία, διαιρείται όμως σε εκείνους που αποδέχονται το Επαναστατικό σχέδιο και σε εκείνους που δεν πειθαρχούν (και αποτελούν πάντα την πλειονότητα). Για τους Ιησουίτες, είναι πιστοί κατά αιρετικών'για τους Καλβινιστές, οι εκλεκτοί, οι «άγιοι» κατά των καταδικασμένων στο αιώνιο πυρ'για τους Ιακωβίνους, οι ενάρετοι κατά των διεφθαρμένων («les pourris»)'για τους Μαρξιστές, οι προοδευτικοί ή το προλεταριάτο κατά των αντιδραστικών ή των αστών.

Φοβούμενος ότι ένα παγκόσμιο κράτος θα κατέληγε να είναι τρομακτικά δεσποτικό, θα κατέπνιγε την ελευθερία, θα σκότωνε την πρωτοβουλία και τελικά θα κατέληγε στην αναρχία έπρεπε να βρει κάποια άλλη λύση. Το άλλο πιθανό ενδεχόμενο είναι να βελτιωθούν όλα τα κράτη τόσο πολύ, ώστε να ενεργούν βάσει αξιωμάτων που μπορούν να τύχουν καθολικής αποδοχής χωρίς σύγκρουση. Παρότι ο Kant φοβάται την πρώτη λύση, παρά είναι επιφυλακτικός και ευφυώς κριτικός για να ελπίζει στη δεύτερη. Αντ'αυτού, προσπαθεί να συνδυάσει τις δυο λύσεις.
Ο στόχος της πολιτικής φιλοσοφίας του είναι να εδραιώσει την ελπίδα ότι τα κράτη μπορούν να βελτιωθούν αρκετά και να μάθουν αρκετά από τις κακουχίες του πολέμου, ώστε να επικρατήσει ανάμεσα τους ένα δίκαιο το οποίο δεν θα υποστηρίζεται από την ισχύ, αλλά θα τηρείται εθελοντικά. Ο πρώτος παράγοντας είναι η εσωτερική βελτίωση των κρατών'ο δεύτερος, η κυριαρχία του δικαίου στο εξωτερικό. Όμως ο δεύτερος παράγοντας, καθότι εθελοντικός, εξαρτάται τελείως από το πόσο τέλεια υλοποιείται ο πρώτος... Η αντίφαση είναι εμφανής, παρότι συγκαλύπτεται κάπως από την ομολογία του Kant ότι έχει αποδείξει όχι το «αναπόφευκτο» της διαρκούς ειρήνης, αλλά μόνο ότι η ύπαρξη μιας τέτοιας κατάστασης δεν είναι αδιανόητη.
Κάθε δημοκρατία -ή μορφή κράτους που ο Kant θεωρεί καλή- «ανήμπορη να πλήξει οποιονδήποτε άλλον δια της βίας πρέπει να διατηρηθεί μέσω του δικαίου: Και μπορεί να ελπίζει βάσιμα ότι τα άλλα κράτη που είναι συντεταγμένα όπως αυτή θα προστρέξουν σε βοήθεια της αν παραστεί ανάγκη». Όπως φαίνεται ο Kant θεωρεί ότι οι δημοκρατίες θα δράσουν σύμφωνα με την κατηγορική προσταγή.
---------------------------------------------------------------

Γκροτιανή ή Διεθνιστική Παράδοση
Hugo Grotius
Αυτό που ονομάστηκε γκροτιανή ή διεθνιστική παράδοση βρίσκεται μεταξύ της ρεαλιστικής και της οικουμενικής παράδοσης. Η γκροτιανή παράδοση περιγράφει τη διεθνή πολιτική ως μια κοινωνία κρατών ή διεθνή κοινωνία. Σε αντίθεση με τη χομπεσιανή παράδοση οι γκροτιανοί υποστηρίζουν ότι τα κράτη δεν εμπλέκονται σε μια ανοιχτή διαπάλη, όπως οι μονομάχοι στην αρένα, αλλά περιορίζονται, όσον αφορά τις μεταξύ τους συγκρούσεις, από κοινούς κανόνες και θεσμούς. Σε αντίθεση όμως με την καντιανή ή οικουμενική θεώρηση οι γκροτιανοί δέχονται τη χομπεσιανή αρχή ότι οι ηγεμόνες ή τα κράτη είναι η κύρια πραγματικότητα στη διεθνή πολιτική'τα άμεσα μέλη της διεθνούς κοινωνίας είναι τα κράτη και όχι οι μεμονωμένοι άνθρωποι. Η διεθνής πολιτική σύμφωνα με τη γκροτιανή αντίληψη, δεν εκφράζει ούτε πλήρη σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ των κρατών ούτε πλήρη ταύτιση συμφερόντων'μοιάζει με ένα παίγνιο που είναι εν μέρει διανεμητικό, αλλά και εν μέρει παραγωγικό. Εκείνη η διεθνής συμπεριφορά που κατά την γκροτιανή θεώρηση απεικονίζει καλύτερα τη διεθνή συμπεριφορά ως σύνολο δεν είναι ούτε ο πόλεμος μεταξύ των κρατών ούτε η οριζόντια σύγκρουση που υπερβαίνει τα σύνορα των κρατών αλλά το εμπόριο ή γενικότερα οι οικονομικές και κοινωνικές επαφές μεταξύ των χωρών.
Η γκροτιανή άποψη για τη διεθνή συμπεριφορά είναι ότι όλα τα κράτη στις μεταξύ τους συναλλαγές δεσμεύονται από τους κανόνες και τους θεσμούς της κοινωνίας που σχηματίζουν. Σε αντίθεση με την άποψη των χομπεσιανών τα κράτη κατά την γκροτιανή θεώρηση δεσμεύονται όχι μόνο από κανόνες σύνεσης ή σκοπιμότητας αλλά και από επιταγές ηθικής και δικαίού. Ωστόσο σε αντίθεση με την άποψη των οικουμενιστών αυτό που επιβάλλουν αυτές οι επιταγές δεν είναι η ανατροπή του συστήματος κρατών και η αντικατάστασή του από μια οικουμενική κοινότητα της ανθρωπότητας αλλά μάλλον η παραδοχή των αναγκών συνύπαρξης και συνεργασίας σε μια κοινωνία κρατών.
---------------------------------------------------------------
Τα κράτη εξακολουθούν να είναι τα κυριότερα οχήματα της ιδεολογίας.
Στη διεθνή αδελφότητα των απολυταρχιών μετά το 1815, στον κοσμοπολίτικο φιλελευθερισμό των μέσων του 19ου αιώνα, στον διεθνή σοσιαλισμό πρίν τον Α'Παγκόσμιο πόλεμο, στον διεθνή κομμουνισμό κατά τις δεκαετίες που ακολούθησαν την επανάσταση των μπολσεβίκων, σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, διεθνή κινήματα ελέγχθηκαν από μεμονωμένα κράτη, οπαδοί του δόγματος τέθηκαν στην υπηρεσία του εθνικού συμφέροντος, διεθνή προγράμματα χρησιμοποιήθηκαν από εθνικές κυβερνήσεις και η ιδεολογία μετατράπηκε σε ενισχυτικό εργαλείο της εθνικής πολιτικής. Έτσι η Σοβιετική Ένωση την ώρα της κρίσης έγινε ρωσικό κράτος και η αμερικάνική πολιτική, αφήνοντας κατά μέρος τη φιλελεύθερη ρητορική, κατέληξε να χαράζεται με ρεαλιστικό και επιφυλακτικό τρόπο...
Όπως έκαναν και κάποιες παλαιότερες μεγάλες δυνάμεις, μπορούμε να ταυτίσουμε το υποτιθέμενο καθήκον των πλούσιων και ισχυρών να βοηθούν τους άλλους με τις δικές μας πεποιθήσεις αναφορικά με το πως θα ήταν ένας καλύτερος κόσμος. Η Αγγλία ισχυριζόταν ότι επωμιζόταν το φορτίο του λευκού ανθρώπου'η Γαλλία μιλούσε για τη mission civilisatrice (εκπολιτιστική αποστολή) που είχε. Με αντίστοιχο πνεύμα εμείς...Το συμφέρον της χώρας για ασφάλεια κατέληξε να ταυτίζεται με τη διατήρηση μιας ορισμένης τάξης... Άπαξ και τα συμφέροντα ενός κράτους φτάσουν σε ένα ορισμένο επίπεδο, καθίστανται αυτοτροφοδοτούμενα.

Υπάρχει αφθονία αυτοπροσδιοριζόμενων εκπροσώπων του κοινού καλού του «διαστημοπλοίου γη» ή «αυτού του πλανήτη που κινδυνεύει». Ωστόσο οι απόψεις αυτών των ιδιωτών, όποια αξία και να έχουν, δεν είναι αποτέλεσμα κάποιας πολιτικής διαδικασίας προώθησης και σύνθεσης συμφερόντων. Καθώς δεν επικυρώνονται από μια τέτοια πολιτική διαδικασία, οι απόψεις αυτών των ατόμωνσυνιστούν έναν ακόμη λιγότερο έγκυρο οδηγό για το κοινό καλό της ανθρωπότητας από ό,τι οι απόψεις των εκπροσώπων κυρίαρχων κρατών, ακόμη και εκείνων με μη αντιπροσωπευτικά ή τυραννικά καθεστώτα, που έχουν τουλάχιστον δικαίωμα να μιλούν για κάποιο μέρος της ανθρωπότητας ευρύτερο από τον εαυτό τους. Ούτε έχουν οι εκπρόσωποι των μη κυβερνητικών ομάδων τέτοιου είδους εξουσία'μπορεί να μιλούν με κύρος για το συγκεκριμένο αντικείμενο τους, αλλά το να καθορίζουν τα συμφέροντα της ανθρωπότητας ισοδυναμεί με το να αξιώνουν ένα είδος εξουσίας που μπορεί να παρασχεθεί μόνο από μια πολιτική διαδικασία.
Αν όμως αναγκαζόμασταν να ψάξουμε μέσα από τις απόψεις των κρατών, και ειδικά των κρατών που συναθροίζονται σε διεθνείς οργανισμούς, για να ανακαλύψουμε το παγκόσμιο κοινό καλό, τούτο θα οδηγούσε σε διαστρέβλωση της πραγματικότητας.
Οι οικουμενικές ιδεολογίες που ασπάζονται τα κράτη είναι πασίγνωστο ότι εξυπηρετούν τα ιδιαίτερα συμφέροντα τουςκαι οι συμφωνίες που συνάπτονται μεταξύ κρατών είναι γνωστό ότι είναι περισσότερο προϊόντα διαπραγμάτευσης και συμβιβασμού παρά προϊόντα κάποιου ενδιαφέροντος για τα συμφέροντα της ανθρωπότητας ως συνόλου.

Η έμφαση των φιλελευθέρων στην οικονομία, στην αποκέντρωση και στην ελευθερία από κυβερνητικές ρυθμίσεις έχει νόημα αν ισχύει η υπόθεση τους ότι η κοινωνία είναι αυτορυθμιζόμενη. Επειδή μια αυτορυθμιζόμενη κοινωνία είναι απαραίτητο μέσο, ουσιαστικά καταλήγει να γίνει μέρος του ιδεώδους σκοπού του φιλελευθερισμού. Αν μια πολιτική του laissez faire είναι εφικτή μόνο στη βάση συνθηκών που έχουν χαρακτηριστεί ως απαραίτητες, το ίδιο το ιδεώδες του laissez faire μπορεί να απαιτήσει κρατική δράση.
Οι φιλελεύθεροι και οι ωφελιμιστές περιέγραψαν τις απαραίτητες προϋποθέσεις για τη δίκαιη και αποτελεσματική λειτουργία μιας κοινωνίας του laissez faire. Ως εκ τούτου, στην ίδια τη λογική του φιλελευθερισμού ενυπήρχε σε λανθάνουσα μορφή το ενδεχόμενο να απαιτηθεί κυβερνητική δράση, προκειμένου να επιτευχθούν και να διατηρηθούν αυτές οι προϋποθέσεις. Αν οι φιλελεύθεροι και οι ωφελιμιστές έχουν περιγράψει ορθά τις απαραίτητες προϋποθέσεις, τότε ίσως να χρειάζεται να κάνουν περισσότερα από το να διαδίδουν το ευαγγέλιο του laissez faire, προκειμένου να τις δημιουργήσουν και να τις διατηρήσουν.
---------------------------------------------------------------

Καθεμιά από αυτές τις παραδόσεις εμπεριέχει μια μεγάλη ποικιλία δογμάτων αναφορικά με τη διεθνή πολιτική, μεταξύ των οποίων υπάρχει μόνο μια χαλαρή σχέση. Σε διαφορετικές εποχές κάθε μοντέλο σκέψης εμφανίζεται με διαφορετικό ιδίωμα και σε συνάρτηση με τα εκάστοτε ζητήματα και προβληματισμούς. Στη μελέτη αυτή δεν θα διερευνήσουμε περισσότερο τις σχέσεις και τις διαφορές που υπάρχουν στο εσωτερικό κάθε παράδοσης. Εδώ πρέπει να λάβουμε υπόψη μας μόνο το γεγονός ότι η γκροτιανή ιδέα της διεθνούς κοινωνίαςήταν πάντα παρούσα στη σκέψη για ένα σύστημα κρατών και να περιγράψουμε με αδρές γραμμές τις μεταμορφώσεις που υπέστη κατά τους τελευταίους τρεις με τέσσερις αιώνες.

Hedley Bull
The Anarchical Society
A Study of Order in World Politics
Εκδ. Ποιότητα

.~`~.
Επίλογος

Για να πραγματοιηθεί το φιλελεύθερο ιδεώδες των διεθνών σχέσεων, τα κράτη πρέπει να αλλάξουν. Ποιοί θα είναι οι μηχανισμοί αυτής της αλλαγής; Σε αυτό το ζήτημα, οι φιλελεύθεροι κινούνται μεταξύ δύο πόλων: αφενός τον αισιόδοξο μη επεμβατισμό των Kant, Cobden και Bright, αφετέρου στον μεσσιανικό επεμβατισμό των Paine, Mazzini και Woodrow Wilson. Αυτοί που βρίσκονται σε κάθε πόλο επιδεικνύουν στοιχεία ρεαλισμού και ιδεαλισμού ταυτόχρονα.
Ο Cobden, όπως και ο Kant πριν από αυτόν, διακατέχονταν από βαθιά καχυποψία απέναντι στην επανάσταση και, αντίστροφα, βαθιά πίστη στην εξέλιξη... «Είμαι εναντίον κάθε ανάμειξης από την κυβέρνηση μιας χώρας στις υποθέσεις ενός άλλου έθνους», έγραφε ο Cobden το 1858 «ακόμη κι αν αυτή η ανάμειξη περιοριζόταν σε ηθική πειθώ»... Μήπως οι καλοί, με το να μην κάνουν τίποτα, καθιστούν πιθανό το θρίαμβο του «Κακού»; Και ακόμα και αν οι Kant και Cobden έχουν περιγράψει σωστά τη σχέση μέσων-σκοπών, μήπως οι άνθρωποι μπορούν να επιταχύνουν τις διαδικασίες εξελίξης με τις δικές τους επιθυμίες;... Η σημασία των μέσων είναι συγκρίσιμη με τη σημασία των σκοπών. Αν ο σκοπός είναι η ειρήνη και αν η βάση για την ειρήνη συνίσταται στην ύπαρξη ελεύθερων κρατών κ.λπ...
Ενώ οι Cobden και Bright θα χρησιμοποιούσαν βία στις διεθνείς υποθέσεις, μόνο όπου αυτό θα ήταν απαραίτητο, για να καταστεί ασφαλής η δική τους δημοκρατία, οι Paine, Mazzini και Wilson προτίθενται να κάνουν τον κόσμο δημοκρατικό...Ο Woodrow Wilson, ο τρίτος των επεμβατικών ήταν αρκετά ικανός να μιλά σαν το πρώτιστο κίνητρο του να ήταν η ασφάλεια του κράτους που κυβερνούσε...
Ο φιλελευθερισμός, ο οποίος είναι η κατ'εξοχήν φιλοσοφία της ανεκτικότητας, της ταπεινοφροσύνης και της αμφιβολίας, αναπτύσσει μια δική του ύβρη. Έτσι, ο Michael Straight, σύγχρονος φιλελεύθερος πολιτικός αρθρογράφος, παραθέτει και ενστερνίζεται την εξής δήλωση του R.H.Tawney: «Ο πόλεμος είτε είναι σταυροφορία, είτε είναι έγκλήμα. Δεν υπάρχει μέση οδός». Αντίστοιχα Wilson βρέθηκε με διάφορους τρόπους να λέει «Μιλώ στο όνομα της ανθρωπότητας».
Όμως, καθώς οι μεσσίες είναι περισσότεροι από ένας έτσι και οι μεσσιανικές αποστολές είναι περισσότερες από μια.

Kenneth Waltz
Θεωρία Διεθνούς Πολιτικής - Ο άνθρωπος, το κράτος και ο πόλεμος
Εκδ. Ποιότητα

Μελλοντικά θα αναφερθώ στη χριστιανική διεθνή κοινωνία, την ευρωπαϊκή διεθνή κοινωνία και τέλος στην παγκόσμια διεθνή κοινωνία.

.~`~.
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική

*
*

Μεσόγειος και Μέση Ανατολή σε μετάβαση: Αντιφάσεις και ανεπάρκειες της μεσογειακής πολιτικής της Ε.Ε. Κύριοι διαχρονικοί στόχοι, επιθυμίες και ανησυχίες, και οι δέκα πληγές της πολιτικής της προς τα μεσογειακά κράτη (απόσπασμα από ομιλία).

$
0
0
.
Πρόλογος
Οι εξωτερικές σχέσεις της Ε.Ε μέσω της Wider Europe και της ευρωπαϊκής πολιτικής γειτονίας, που συμπεριλαμβάνει και τις μεσογειακές χώρες, έτεινε, σε ένα, όπως ο καθηγητής Φαμπρίνι τον ονόμαζε, νεομεσαιωνισμό, δηλαδή την επαναφορά μιας κανονιστικής δύναμης, που μέσα από την αιρεσιμότητα και από τις αξίες της Ε.Ε, επιδίωκε να εξευρωπαϊσει τις μεσογειακές χώρες, αλλά να δημιουργήσει στην ουσία μια νέα αυτοκρατορία, με την έννοια της ασύμμετρης σχέσης με τους γείτονες της, όπου θα επιβάλλει τις δικές της αξίες φαινομενικά, αλλά στην ουσία τη δική της πολιτική. Τώρα αυτό φαίνεται να έχει τεράστια προβλήματα.

Κύριοι διαχρονικοί στόχοι της Ε.Ε
Επιθυμίες και ανησυχίες
Οι κύριοι διαχρονικοί στόχοι της Ε.Ε διαμορφώνονται σε αυτά που επιθυμούσε και σε αυτά που την ανησυχούσαν.
Αυτά που επιθυμούσε ήταν κυρίως δύο πράγματα. Η διασφάλιση των ενεργειακών πόρων... έβλεπε ορισμένες χώρες της Μεσογείου ως προμηθευτές πετρελαίου και φυσικού αερίου, όπως είναι η Αλγερία και η Λιβύη, η οποία όμως δεν συμμετείχε στην ΕυρωΜεσογειακή συνεργασία, και τη Μεσόγειο ως θάλασσα τεράστιας γεωστρατηγικής σημασίας για τη μεταφορά ενεργειακών πόρων. Και το δεύτερο ήταν η διεύρυνση των αγορών της, δηλαδή την έβλεπε σαν μια αγορά όπου θα μπορούσε να εξαπλώσει την εμπορική της επέκταση.
Οι δεύτεροι παράγοντες έχουν σχέση με αυτά που την ανησυχούσαν και αυτά ήταν τα ζητήματα ασφάλειας, με τις ενδο/διακρατικές επικίνδυνες σχέσεις που διαμορφώνονταν κυρίως στην ανατολική Μεσόγειο και αργότερα και στη δυτική Μεσόγειο, π.χ το πρόβλημα της δυτικής Σαχάρας και κατά δεύτερον τις μεταναστευτικές ροές. Δηλαδή η ευρωμεσογειακή πολιτική από κάποιο χρόνο και μετά, όχι στην αρχή αλλά αργότερα, απέβλεπε στο να δημιουργήσει ένα τέτοιο πλαίσιο οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών στη νότια ακτή της Μεσογείου, που κατά κάποιον τρόπο θα αναχαίτιζαν τις μεταναστευτικές ροές προς τη νότια Ευρώπη.

Σύγχρονα χαρακτηριστικά που προσδιορίζουν τις εξελίξεις στη Μεσόγειο
Πρώτα απ'όλα είναι η τεράστια οικονομική ασυμμετρία που υπάρχει ανάμεσα στην Ε.Ε και τις τρίτες μεσογειακές χώρες... για τις περισσότερες χώρες η Ε.Ε αποτελεί πάνω από 50%, για μερικές είναι και 60 και 70%, όπως είναι η περίπτωση του Μαρόκου... εξαρτώνται εμπορικά από την Ε.Ε καθώς επίσης και από την εισροή άμεσων ξένων επενδύσεων. Μετά είναι οι διακρατικές και εθνοτικές συγκρούσεις οι οποίες σήμερα στην περιοχή μας έχουν επεκταθεί πάρα πολύ, ειδικά το θέμα της Συρίας είναι ένας σημαντικός παράγοντας που προσδιορίζει τις ευρύτερες εξελίξεις στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείουαλλά και της Μέσης Ανατολής. Οι ενδοκρατικές συγκρούσεις, οι συγκρούσεις οι οποίες γίνονται για το ποιός θα έχει το πάνω χέρι κατά τη διαμόρφωση των καθεστώτων μετά την «αραβική άνοιξη» και φυσικά οι εξελίξεις στην Τουρκία. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι άλλες χώρες της Μεσογείου δεν αντιμετωπίζουν πολύ μεγάλα πρόβλημά, και αυτή είναι η αποδυνάμωση των βασικών κρατών της μεσογειακής λεκάνης. Όλες οι χώρες οι οποίες πρωταγωνιστούσαν στην Ε.Ε και όχι μόνο, σε διάφορες πρωτοβουλίες είτε ενδοπεριφερειακής συνεργασίας είτε πολυμερoύς περιφερειακής συνεργασίας ανάμεσα στην Ευρώπηκαι την Μεσόγειο, όπως είναι η Ισπανία, κυρίως η Ιταλία, όπως είναι η Αίγυπτος, όπως είναι και η Τουρκία, δευτερευόντως βάζω και την Ελλάδα, αντιμετωπίζουν σημαντικότατα προβλήματα, οικονομικής εξαθλίωσης και κοινωνικών συγκρούσεων και εξ αιτίας αυτού και η εξωτερική τους πολιτική και η στροφή τους προς τη Μεσόγειο δεν είναι τόσο δυναμική όπως ήταν π.χ της Ιταλίας τη δεκαετία του '90 όπου πρωταγωνιστούσε και έπαιζε σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της μεσογειακής πολιτικής της Ε.Ε, το ίδιο μπορεί να ισχυριστεί κανείς και για την Ισπανία. Άλλο παράδειγμα αποδυνάμωσης είναι η ίδια η Αίγυπτος, η οποία προωθούσε διάφορες μορφές περιφερειακής συνεργασίας και τώρα βρίσκεται σε αυτήν τη κατάσταση που βρίσκεται. Άλλος παράγοντας είναι φυσικά η ενέργεια και η στρατηγική σημασία που έχουν περισσότερο από ποτέ ενδυναμώθεί λόγω της λεκάνης της Λεβαντίνης...

Μεσογειακή πολιτική της Ε.Ε
Διήνυσε πάρα πολλές φάσεις και ονομασίες από τη σφαιρική μεσογειακή πολιτική στις αρχές της δεκαετίας του '70, μετά έχουμε τη νέα μεσογειακή πολιτική, μετά την ανανεωμένη μεσογειακή πολιτική, μετά την ευρωμεσογειακή συνεργασία και τώρα έχουμε την ένωση για τη Μεσόγειο. Βέβαια η καθεμία αναβάθμιζε υποτίθεται τις σχέσεις αλλά στην ουσία η αποτελεσματικότητα τους αμφισβητείται. Χρειαζόντουσαν νέες ονομασίες και πολλές φορές εβάζαν τις ίδιες πολιτικές με μια ποσοτική διαφορά, να βάζουν δηλαδή περισσότερα χρήματα και βοήθεια στις χώρες αυτές. Βέβαια υπήρχαν και ορισμένες ποιοτικές διαφορές όπως ήταν η ένωση για την Μεσόγειο ή πιο παλιά η διαδικασία της Βαρκελώνης, αλλά στην ουσία η αποτελεσματικότητα τους ήταν αμφισβητήσιμη και γι'αυτό εξ άλλου πάντοτε χρειαζόντουσαν μετά από λίγα χρόνια να την ανανεώσουν.
---------------------------------------------------------------
Η καλύτερη απόδειξη περί της πολιτιστικής αγονίας τής δυτικής Ευρώπης, δηλαδή της Ευρώπης του λιμπεραλισμού, είναι το γεγονός ότι επί τρείς σχεδόν αιώνες διαβάζει συνεχώς τα ίδια πράγματα κανείς... «κατώτεροι πολιτισμοί», «δουλείες», ανελευθερίες, δικτατορίες κλπ... Δυνατότητα πολιτιστικής συνεννοήσεως καί έπικοινωνίας, δηλαδη προϋποθέσεις δημιουργίας πολιτικού και ιστορικού έργου, καμμία. Θα ήταν λάθος να υπέθετε κανεις οτι και υπο το σημερινό σύνθημα της «ενιαίας Ευρώπης», δηλαδή τής Ευρωπαϊκής Ένωσης, οί νοητικές αυτές κατηγορίες μετεβλήθηκαν κατά τι ή ότι οι ιστορικές οπτικές μεταξύ του ευρωπαϊκού Βορρά και Νότου έπαψαν να υπάρχουν...
Προφανές είναι βέβαια ότι, μέσα στις «απλουστευτικές» μεθόδους της καθημερινής πρακτικής τούτη η «φιλοσοφία της ιστορίας»... θα απέκοβε την δυτική Ευρώπη από κάθε είδους πολιτιστική επικοινωνία και άρα με την εξ αντικειμένου αδυναμία ασκήσεως ιστορικού έργου δια της πολιτικής. Τέτοιου είδους αφηρημένα νοήματα, που έχουν ήδη καταντήσει χρόνιες ασθένειες στην νόηση όλων των επιπέδων, είναι «Ευρώπη», «Ανατολή», «Δύση», «Ασία», «Δημοκρατία» κλπ. Η αοριστία αυτών των συνθημάτων μπορούσε βέβαια να δικαιολογήσει κάθε «θεωρία» της στιγμής και κάθε πολιτική επιχείρηση, ταυτοχρόνως εξαφάνιζε όμως την πραγματικότητα από τις συνειδήσεις, περιόριζε την σκέψη σε ορισμένα σχήματα εσωτερικής μόνο πολιτικής (αφού για την εξωτερική απαιτούντο «τέλη» και όχι ιδέες) και την στερούσε κάθε δυνατότητος επικοινωνίας προς τα «έξω».
Στις μέρες μας, η ουσία των καταστάσεων αποκαλύπτεται αφ'εαυτής: σήμερα που η τροπή των ιστορικών καταστάσεων απαιτεί ένα συγκεκριμένο περιεχόμενο όλων των παραπάνω εννοιών, η «Ευρώπη» δεν μπορεί να αρθρώσει λέξη για τίποτα. Όχι μόνο αποδεικνύεται ελάχιστη στον πολιτικό χειρισμό των παγκοσμίων προβλημάτων, με πλήρη απουσία ιστορικών παραστάσεων, όχι μόνο ιδέες δεν έχει προσφέρει μέχρι τα σήμερα γι'αυτά, αλλά αποφεύγει και την όποια πραγματική αντιμετώπιση τους, επαναλαμβάνουσα διαρκώς μόνιμα μοντέλα της φιλοσοφίας της εξωτερικής της «πολιτικής»: όπλα, «ανασφάλειες», «εχθροί»... Ο μόνιμος «εχθρός» για την Ευρώπη είναι όλη η άλλη ανθρωπότητα...
---------------------------------------------------------------
Το δεύτερο πρόβλημα που αφορούσε την Ε.Ε είναι ότι υπήρχαν προβλήματα στην ταυτότητα των σχέσεων με τα τρίτα μεσογειακά κράτη, δηλαδή είναι θέμα στρατηγικής. Στην ουσία ήθελαν πολιτική με αυτούς, ένα είδος partnership ή πολιτική για αυτούς ή θα διαμορφώσουμε εμείς την πολιτική ή θα την επιβάλλουμε στους άλλους, με την έννοια ότι θα σας εξευρωπαϊσουμε θέλοντας και μη μέσα από την πολιτική της αιρεσιμότητας. Η αποθέωση αυτής της πολιτικής είναι η νέα πολιτική γειτονίας, στην ουσία επέβαλλε σε αυτούς να ακολουθήσουν τις νόρμες, τις αρχές, τις δοξασίες, τις πολιτικές της Ε.Ε... Αυτό δημιούργησε τεράστιες αντιδράσεις στις χώρες αυτές.
Το τρίτο αφορά τα διλήμματα της ευρωπαϊκής πολιτικής που δεν έχουν ξεπεραστεί... Σε τι θα δώσουμε μεγαλύτερη έμφαση, στην ασφάλεια ή στις δημοκρατικές αλλαγές. Αν δείτε όλα τα κείμενα της ευρωμεσογειακής συνεργασίας από τις αρχές της δεκαετίας του '70, πάντοτε μιλούσαν για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, για την προστασία των δημοκρατικών αλλαγών, αλλά στην ουσία αυτό που ενδιέφερε ήταν η ασφάλεια και αυτό δημιούργησε τεράστια προβλήματα στην πολιτική της Ε.Ε, δηλαδή, με δυο λόγια, να διατηρήσουμε (και αυτό πάει στις αντιφάσεις και στην ασυνέπεια λόγων και πράξεων από την πλευρά της Ε.Ε) κοσμικά ολοκληρωτικά καθεστώτατα οποία θα μας έχουν ανάγκη και τα έχουμε ανάγκη, διότι δια της επιβολής ενός αστυνομικού κράτους θα είναι σε θέση να ανασχέσουν την ισλαμική άνοδο, που στην ουσία ήταν λαϊκά κινήματα στις χώρες αυτές. Με αυτό τον τρόπο φαινόταν να υπάρχει μια ασυνέπεια από τη μεριά της Ε.Ε. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι, ότι, ενώ έγιναν δημοκρατικές εκλογές στην Παλαιστίνη, και η Χαμάς πήρε την πλειοψηφία τόσο στην Γάζα όσο και στην Δυτικη Όχθη, αμέσως η Χαμάς κηρύχθηκε τρομοκρατική οργάνωση, στο πλαίσιο του ότι φοβήθηκαν ότι θα χαθεί ο έλεγχος απ'αυτή την πολιτική που ακολουθούσαν. Αυτό είναι ασυνέπεια πράξεων και λόγων... Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν επιθυμούσε και δεν έκανε η Ευρώπη προγράμματα ανάπτυξης της κοινωνίας των πολιτών, με μια διαφορά, ότι όλα τα χρήματα αυτά πήγαιναν ή σε φιλοκυβερνητικές ΜΚΟ ή πήγαιναν σε κοσμικές ΜΚΟ και καθόλου δεν λάμβαναν υπόψη τους ότι η διαδικασία του Ισλάμ και το κίνημα των ισλαμικών κομμάτων όπως οι μουσουλμάνοι αδελφοί στην ουσία αντικαθιστούσαν τη διαφθορά η οποία υπήρχε, λόγου χάρη στην Αίγυπτο, και ήταν ένα δεύτερο παρακράτος που προέβλεπε ένα κράτος κοινωνικής πρόνοιας... Το Ισλάμδεν είναι κατ'ανάγκην, και τα ισλαμικά κινήματα, τρομοκρατικά, και θα πρέπει να τα αντιλαμβανόμαστε με κάποιο διαφορετικό μάτι και να τα διαφοροποιούμε.
---------------------------------------------------------------
«Το βασικό, το κομβικό πρόβλημα της περιοχής, η καρδιά των προβλημάτων της Μέσης Ανατολής είναι το Παλαιστινιακό, προφανώς. Και λέω προφανώς, διότι υπάρχουν ορισμένοι αναλυτές οι οποίοι θεώρησαν, τουλάχιστον μετά την 11η Σεπτεμβρίου, ότι το Παλαιστινιακό δεν ήταν τίποτα άλλο παρά η τοπική έκφανση της ισλαμικής τρομοκρατίας. Προφανώς αυτό δεν ισχύει», λέει η επόμενη ομιλήτρια. Η συνεχής αναγωγή του Παλαιστινιακού σε αναφορές που έχουν να κάνουν αποκλειστικά με τη Χαμάς (η οποία ήταν αυτή που ξεκίνησε τις τελευταίες εχθροπραξίες), τη νομιμοποίηση και τον ρόλο της σε ακριβώς αυτό αποσκοπούν, στην αναγωγή του Παλαιστινιακού σε ένα απλό ζήτημα τοπικής έκφανσης της ισλαμικής τρομοκρατίας. Επίσης, η κυβέρνηση Μόρσι δεν παρέμεινε στην εξουσία ή πιο σωστά ανατράπηκε, ανάμεσα σε άλλα, διότι, για πρώτη φορά θα υπήρχαν «ριζοσπαστικά στοιχεία ή στοιχεία αντιτιθέμενα στο διεθνές σύστημα» και στις τρεις χώρες που απαρτίζουν το στρατηγικό τρίγωνο το οποίο αποτελεί τον μηχανισμό εξισορρόπησης της Μέσης Ανατολής. Δηλαδή, τόσο η Τουρκία, όσο η Αίγυπτος και το Ιράν, θα είχαν ισλαμικές κυβερνήσεις.
---------------------------------------------------------------

Οι δέκα πληγές της πολιτικής της Ε.Ε προς τα μεσογειακά κράτη
Η πρώτη πληγή είναι ότι το πλαίσιο της ένωσης για τη Μεσόγειο και οι πολιτικοί στόχοι δεν έχουν επακριβώς προσδιοριστεί... όπως έγινε στην ευρωμεσογειακή συνεργασία, που στην ουσία ήταν μια πολιτική της Γαλλίας που θα ήταν μόνο για τα μεσογειακά κράτη και την Ε.Ε την άφησε εντελώς εκτός, χωρίς να έχει τις κατάλληλες χρηματοδοτήσεις για να το κάνει. Έτσι αναγκάστηκε, με την αντίδραση της Γερμανίας, το όραμα της να βυθιστεί αύτανδρο στα νερά της Μεσογείου και να αναγκαστεί να μετουσιωθεί σε μια ένωση για τη Μεσόγειο όπου είναι όλες οι χώρες της Ε.Ε με τις χώρες της Μεσογείου... Από τη στιγμή που βάζεις συναντήσεις κορυφής για να το κάνεις πιο γκλάμουρους είναι παρά πολύ σημαντικό ότι δεν μπορείς να αφήσεις απέξω την αραβοϊσραηλινή διένεξη και την πολιτικοποίηση'από τη μια δηλαδή επιδίωξαν, κατά κάποιο τρόπο, να την κάνουν πιο τεχνοκρατική την προσέγγιση και να το εντοπίσουν στα πρότζεκτ, των οποίων η Γαλλία είχε στο πίσω μέρος του μυαλού της στην ουσία να πουλήσει πυρηνικούς αντιδραστήρες στις αραβικές χώρες, από την άλλη το πολιτικοποιούσαν, φυσικό ήταν στην παραμικρή κρίση, όπως όταν έγινε ισραηλινή εισβολή στην Γάζα, όλο αυτό το θεσμικό οικοδόμημα να ανατιναχτεί στον αέρα και ακόμα δεν έχει συνέλθει νομίζω.
Η δεύτερη πληγή για την Ε.Ε είναι ότι δεν μπορεί να το παίξει εγγυητής ασφάλειας στην περιοχή, δεν έχει τη δυνατότητα αυτή, δεν είναι στο dna της από τη θεσμική της διάρθρωση, παρόλο που έχει προχωρήσει στη στρατιωτική της συνεργασία. Ας πούμε, ούτε το Ισραήλ ούτε οι Παλαιστίνιοι έβλεπαν τους Ευρωπαίους ότι μπορούσαν να παίξουν ένα σημαντικό ρόλο στο Παλαιστινιακό πρόβλημα. Σε ένα συνέδριο στο Ισραήλ, ο τότε γενικός γραμματέας του ισραηλινού υπουργείου εξωτερικών, γύρισε και είπε, εσάς τους Ευρωπαίους δε σας προσέχουμε και πάρα πολύ, αυτοί που μπορούν να μας πιέσουν είναι οι Η.Π.Α, αυτές έχουν τις δυνατότητες και οικονομικά και στρατιωτικά να παίξουν ένα πρωταγωνιστικό ρόλο. Το ίδιο αντιλαμβάνονται και οι Παλαιστίνιοι, ότι η Ε.Ε δεν έχει πολιτική, δεν είναι σταθερή η πολιτική της, παρόλο ότι είναι πολύ πιο κοντά σε αυτούς μετά τη διακήρυξη της Βενετίας του 1980.
Η τρίτη πληγή είναι η έμφαση στην διευκόλυνση των εμπορικών σχέσεων και η αδράνεια στα άλλα πεδία... Αυτό που ενδιέφερε περισσότερο την Ε.Ε ήταν το εμπόριο και προσπαθούσε να το διασφαλίσει... make business not war, κατά το make love not war και άφησε όλα τα άλλα πεδία, ιδίως το κοινωνικό σκέλος υποβαθμισμένα. Μετά το 2011 έχει αντιστραφεί αυτή η πολιτική και προσπαθεί να δώσει έμφαση σε άλλα σημεία, αλλά ακόμα αυτό παίζει ρόλο στη διαμόρφωση μιας ζώνης ελευθέρων συναλλαγών την οποία τώρα ονομάζει comprehensive free trade area. Η ζώνη ελευθέρων συναλλαγών ήταν στόχος εδώ και πάρα πολύ καιρό αλλά δεν έχει υλοποιηθεί, κάτι για το οποίο είναι υπεύθυνες και οι ίδιες οι αραβικές χώρες.
Η τέταρτη είναι η πολιτική γειτονίας η οποία δεν είναι πολυμερής, είναι σε διμερές επίπεδο. Υπάρχουν διμερείς σχέσεις, όπως η Ε.Ε με κάθε χώρα ξεχωριστά, και οι πολυμερείς όπως η ένωση για τη Μεσόγειο. Σε διμερές επίπεδο, είναι υπόδειγμα ασυμμετρίας, γιατί στην ουσία τους πιέζει μέσω της conditionality, την πολιτικής της αιρεσιμότητας, με το καρότο και με το μαστίγιο, και αυτό οπωσδήποτε δείχνει αυτό το οποίο ονόμασα νεομεσαιωνισμό της Ε.Ε με τις εξωτερικές σχέσεις της και ιδίως τις χώρες της Μεσογείου.
Πέμπτο, η επιρροή της Ε.Ε στην πορεία του εκδημοκρατισμού και του εκμοντερνισμού είναι πάρα πολύ ασθενής. Έκτο είναι οι αδύναμες κυβερνήσεις στο Νότο. Αυτή τη στιγμή, εξ αιτίας της «αραβικής άνοιξης» υπάρχει μια αποσταθεροποίηση από το Μαγκρέμπ μέχρι και την Αίγυπτο, τη Συρίακαι το Λίβανο. Η έβδομη πληγή είναι η αδύναμη οικονομικά Ευρώπη, ιδίως στις χώρες του Νότου, η κρίση του Ευρώ. Η μεγαλύτερη απώλεια είναι η απώλεια της ιταλικής εξωτερικής πολιτικής που πρωταγωνιστούσε στη Μεσόγειο.
Η όγδοη είναι η πολιτική της μετανάστευσης που χαρακτηρίζεται από αντιφάσεις. Δύο ειδών αντιφάσεις. Η πρώτη, είναι γεγονός ότι η Ε.Ε έχει ανάγκη από εργατικά χέρια για να μπορέσει να έχει μια οικονομική ανάπτυξη. Όλες οι χώρες όμως της Ευρώπης θεωρούν τη μετανάστευση ως ένα τεράστιο κακό και προσπαθούν να επιβάλλουν τέτοια πολιτική που να αποτρέπει είτε στο εσωτερικό είτε στο εξωτερικό τέτοιου είδους καταστάσεις. Αυτή είναι μια αντίφαση. Δεύτερη αντίφαση είναι ότι επιδιώκουν να κάνουν τη μεταναστευτική πολιτική με το να έχουν μια μακροπρόθεσμη πολιτική που να μπορέσει (αυτή ήταν διαχρονικά η πολιτική τους), να γίνουν δουλειές εκεί, να γίνουν επενδύσεις εκεί πέρα, να βρουν δουλειά οι άνθρωποι να μην μας κουβαληθούν εδώ. Αφού επιθυμούσαν αυτή την πολιτική όμως ποτέ δεν έδωσαν ούτε τόσα πολλά λεφτά ούτε εφάρμοσαν μια τέτοια πολιτική ώστε να μπορέσουν οικονομικά να αναπτυχθούν οι νότιες χώρες...
Η ένατη πληγή, το Παλαιστινιακό πρόβλημα, το οποίο υπήρχε και υπάρχει και αδυνατεί η Ε.Ε να διαμορφώσει μια συγκεκριμένη πολιτική.
---------------------------------------------------------------
Την ειρήνη όλοι βέβαια τήν επιθυμούν, ποιά όμως είναι ή βάση έπί τής όποίας στηρίζονται οί «ειρηνευτικές προσπάθειες» τής Ευρωπαϊκής Ένωσης; Άφού καμμιά θεωρία δέν υπάρχει, κανένα σχέδιο τής Ευρωπαϊκής Ένωσηςως προς την σχέση της με τήν μεσογειακή περιοχήκαί την άνατολικη Ευρώπη, καμμιά ιδεολογική προσέγγιση των πνευματικών μεσογειακών κόσμων ή καποια ένδειξη πώς κάτι τέτοιο είναι έπιθυμητό (η ιδεολογία του «ισλαμικού κινδύνου» είναι ικανή απόδειξη), ποιές είναι οι αρχές νομιμότητος βάσει τών όποίων η Ευρωπαϊκή Ένωση άσκεί, τήν μεσολαβητική της πολιτική; Καί πώς μεσολαβεί γιά τά Βαλκάνιακαί σιωπά γιά τό Κουρδικό, που έχει άμεση σχέση αίτίου καί αίτιατου; Μπορούν νά λυθούν μερικώς καί μέ σιωπηρά ημίμετρα, δηλαδή χωρίς μιαν γενικώτερη γεωπολιτική θεώρηση πού όφείλουν όλοι νά ξέρούν, τά προβλήματα του μεσογειακού χώρου, στόν οποίον καί ή δυτική Ευρώπη υπάγεται;
Άλλά οί τακτικές αυτές δέν είναι αναίτιες. Η δυτική Ευρώπηέχουσα σήμερα απλώς την οικονομική υπόσταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενδιαφέρεται για τη λύση κάποιων μεσογειακών προβλημάτων, διότι έχει αντιληφθεί ότι κάτι τέτοιο σημαίνει γι'αυτήν οικονομικό κυρίως κέρδος. Δέν μπορει όμως νά απαλλαγή άπό τήν σημασία τής προϊστορίας των πραγμάτων, τά όποία άμεσα όδηγουν πρός τό Μεσανατολικό. Γιά τό όποιο ή δυτική Ευρώπη πιστεύει πώς έχει συμφέρον, όπως διεκηρύχθη, νά μή διαθέτη καμμιά αποψη προοπτικής. Οί πιθανές «λύσεις» έτσι, πάντα έμπειρικά ζητούμενες, είναι καθωρισμένες νά πάλλωνται μεταξύ άναγκαιότητος καί ιδεολογικών σκοπιμοτήτων.
Τό Ισλάμ είναι «κίνδύνος», άλλά είναι τότε «Ευρωπαίος» ο βαλκάνιος μωαμεθανός; Καί άν δέν είναι, πώς θά δεχθή τόν μεσολαβητικόν ρόλο τής Ευρωπαϊκής Ένωσης;...
---------------------------------------------------------------
Και τέλος η υποβάθμιση των κοινωνικών ζητημάτων και της κοινωνίας των πολιτών. Μετά το 2011 άρχισε η Ε.Ε να διαμορφώνει μια ουσιαστική κοινωνική πολιτική αλλά πολύ φοβάμαι ότι είναι πάρα πολύ αργά και ίσως δεν θα το κατορθώσει να δώσει έμφαση σε αυτό το οποίο τώρα ονομάζει civil society facility και το Ευρωπαϊκό κληροδότημα για τον Πολιτισμό.

Επίλογος
Οι δέκα πληγές που υπήρχαν από το 2005, όχι μόνο υφίστανται, αλλά έχουν ενδυναμωθεί, και με συγχωρείτε πολύ αλλά δεν είμαι τόσο αισιόδοξος για την αποτελεσματικότητα που η Ε.Ε θα έχει βραχυχρόνια για τη μεσογειακή της πολιτική, ούτε καν αν θα είναι σε θέση να διαμορφώσει μια αποτελεσματική μεσογειακή πολιτική.

Χαράλαμπος Τσαρδανίδης
Ο Χαράλαμπος Τσαρδανίδης είναι Διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων από το 1993. Έχει σπουδάσει Πολιτικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και Διεθνείς Σχέσεις στο LSE.
Πηγή: blod. Ημερίδα του Ελληνικού Κέντρου Ευρωπαϊκών Μελετών. Ομιλητές: Χρυσοχόου Δημήτρης, Τσαρδανίδης Χαράλαμπος, Κεφαλά Βιβή, Τριανταφύλλου Θάνος, Χουλιάρας Αστέρης.

.~`~.
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική

*
- Το μέλλον της Ε.Ε, η Ανατολική Ευρώπη -η Ουκρανία- και τα Βαλκάνια, ο Huntington, ο Brzezinski και οι πλανητικές πολιτικές των Η.Π.Α. Τα «Ανθρώπινα δικαιώματα», η «σύγκρουση των πολιτισμών» και τα «Ευρασιατικά Βαλκάνια» ως βαλκανοποίηση της υφηλίου και καλλιέργεια της ελεγχόμενης αναρχίας. Η απόρριψη του διλήμματος μεταξύ πυρηνικού ολοκαυτώματος ή πολιτιστικής ανυπαρξίας - προς μιας νέα ιστορική σύνθεση που θα εναντιώνεται στις θεωρίες και τους υπολογισμούς γραφείου-εργαστηρίου.
*
*

Ι) Iran, Russia, Gaza: Why They Need to Be Considered Together ΙΙ) What Will Determine a Ceasefire in Gaza ΙΙΙ) The New Thirty Years’ War ΙV) Interview: Will U.S.-Germany Relations Recover?

$
0
0
.
.~`~.
Ι
Iran, Russia, Gaza:
Why They Need to Be Considered Together

In the face of intense, high-profile, and especially fast-moving problems, the decision-making apparatus for foreign policy and national security has a narrow attention span. Limited policy bandwidth becomes even more of a problem than it normally is. The weighing of relevant considerations is subjected to shortcuts. The most difficult problems tend to be viewed in isolation. Just getting through the day or the week without making such a problem even more difficult becomes de facto a national objective.
But even reasonably careful attention to each serious problem, considered more or less separately, is not good enough. Different problems need to be considered together. This does not mean the kind of ethereally broad, grandly synoptic approach that is the subject of so much armchair strategizing and kibitzing. It instead means a mid-range awareness of how the way we handle one current, concrete problem might affect the nature of some other current, concrete problem.
Right now the United States faces in particular three big, important, fast-moving challenges, each of them worthy of whatever front-page space they get. One is the negotiation of an agreement, or likely extension of negotiations, on Iran's nuclear program as the previously established target date for completion of an agreement arrives this weekend. The second is a new negative turn in U.S. relations with Russia, with the imposition of added sanctions against Russia—a situation that would have been a significant challenge even without the major added complication Thursday of the downing of a Malaysian airliner over the rebellious part of eastern Ukraine. The third is the expansion of Israel's assault against the Gaza Strip, with the aerial bombardment that already had been ongoing being supplemented by a ground offensive. Each of these three situations can complicate the other two.
The most obvious candidate for complication concerns how the downturn in relations with Russia might affect the Iran negotiations. Some earlier worries about whether the Russians would continue to cooperate in its role as a member of the negotiating ensemble known as the P5+1 have not materialized. As Alexei Arbatov's excellent description [Iran, Russia, and the Ukrainian Crisis] of Russian interests in Iran points out, Russia does not want to see an Iranian nuclear weapon and in that respect does want to see an agreement that would be the best assurance against the advent of such a weapon. But the anti-Russian sanctions, and possibly any more severe damage to relations stemming from the airliner incident, have changed Moscow's situation and its calculus enough that a continuation of previous Russian behavior cannot be taken for granted. Russian responses can range from greater resistance to the stand that the United States might want to maintain regarding the permitted scale of Iranian uranium enrichment, to larger departures that might amount to Russia making its own separate deal with Iran. None of this need entail an abandonment of the Russian objectives of getting an agreement and not having an Iranian nuclear weapon; there are genuinely held differences of view even within the United States of what constitutes a good agreement and what is the best way to attain it.
The assault on Gaza crisis also can affect the Iranian negotiations, partly because the party conducting the assault also is the principal opponent of any agreement with Iran. Exactly what the effect will be is hard to determine, however. Given the contrived trade-offs that the Netanyahu government often sees in the balance sheet of its relationship with Washington, perhaps U.S. condoning of the assault will imply an understanding that the government of Israel should have that much less latitude in its efforts to sabotage an agreement with Iran. But the effect easily could work the other way. Impunity in getting away with what is happening in Gaza may impart political headiness in Jerusalem and political momentum in Washington that would mean more, not less, Israeli sabotage of an Iran deal. Whatever public distraction and political gain Netanyahu gets at home from the Gaza operation might make it easier for him to brush aside the voices in Israel who realize that an accord limiting Iran's nuclear program would be in Israel's interests and that sour relations with the administration in Washington are not.
An additional, ever-present factor is how the role of the United States as Israel's principal defender and protector against international criticism or condemnation uses up U.S. political and diplomatic capital. The more that Israeli behavior is subject to such criticism, the more U.S. political and diplomatic capital is consumed. That means there is less of it left to spend on other purposes, including holding together a coalition, and holding it together on U.S. terms, in negotiating with Iran. It also means less capital that might be needed to hold the Europeans together in a similar way in confronting Russia over Ukraine. This factor is likely to become increasing important to the extent that a continued Israeli operation in Gaza incurs moral repugnance among populations in European countries whose governments have not as yet clearly condemned the operation.
There are some symmetries among these three challenges, although not necessarily involving all three at once. The imposition of damaging sanctions on Russia is almost an open invitation for Moscow to become less cooperative regarding the damaging sanctions that have been imposed, under U.S. leadership, against Iran. The death toll in Gaza, after the opening shots on Thursday of the Israeli ground offensive, stood at 246. Given the history of past Israeli attacks there, especially Operation Cast Lead in 2008-2009, it may take only a couple of more days for the number of dead to match the 298 who perished on the Malaysian airliner.
Paul R. Pillar
The National Interest

.~`~.
ΙΙ
What Will Determine a Ceasefire in Gaza

Anyone who reads about the carnage in the Gaza Strip and has at least an ounce of humanity is hoping that a ceasefire will come soon. Jodi Rudoren's coverage in the New York Times suggests that current calculations of the Israeli government of Benjamin Netanyahu involve weighing the crippling of the physical ability of Hamas to attack Israel against international condemnation of Israel that is likely to mount as long as the Israeli operation continues. Those considerations are no doubt part of the Israeli government's thinking, but only a part and a rather tactical part at that. In anticipating when Netanyahu and his cabinet will call a halt to the operation, a more strategic view is required—or at least what Netanyahu would consider strategic.
So far Israel has sustained less condemnation than one might think, given that its explanation for the hugely disproportionate civilian casualties its operation has inflicted—that they are a result of Hamas's unprincipled hiding of its military assets among the civilians—patently lacks credibility. The infliction of death and destruction on the civilian population of the Gaza Strip is, as with so many other Israeli military offensives and as with the blockade and economic strangulation of Gaza itself, intended to reduce popular support for whatever group of government Israel happens to be opposing.
The paucity of appropriate condemnation is due first and foremost, as always, to the political pusillanimity of American politicians of both parties [AIPAC Is the Only Explanation for America's Morally Bankrupt Israel Policy] who are more concerned about not jeopardizing their reelection chances by crossing a powerful lobby than about advancing the long-term interests of the Israel they claim to support, let alone the United States they are supposed to serve. Little counterweight to this perpetual tendency is coming from European leaders, who are disinclined to sanction Israel at a moment when they are preoccupied with the latest turn in the Ukraine crisis and have economic reasons to be disinclined to do much about sanctioning Russia [Flight MH17: Europe Unlikely to Enforce Tougher Sanctions on Russia].
There will be a ceasefire after this round of fighting, as there has been after previous Israeli operations in the Gaza Strip. Maybe a ceasefire is a week or so away, which would make Operation Protective Edge about as long as Operation Cast Lead in 2008-2009, in which some 1400 Palestinians died. Netanyahu does not want to keep mauling Gaza indefinitely, not only because of direct human costs to Israel (which so far consist—quite unlike the far greater Palestinian casualties—almost entirely of soldiers engaged in offensive operations) but also because he does not want to destroy Hamas. Netanyahu needs Hamas. Netanyahu may be blind to how his policies endanger Israel's long-term interests, but he is staunchly committed to the medium-term objective of retaining the West Bank. Having Hamas around as a hated, continually invoked reason never to get serious about negotiating a comprehensive settlement with the Palestinians serves that objective.
As the sequence of events preceding the current round of violence [Asymmetric Warfare in Gaza] makes clear, Netanyahu saw as the biggest threat to that strategy the reconciliation agreement between Hamas and Fatah, the dominant party in the Palestinian Authority. If the agreement held, excuses for not being serious about negotiating a comprehensive peace agreement and establishing a Palestinian state to replace the occupation would become too flimsy to maintain. So Netanyahu did everything he could to destroy the reconciliation, including the mass round-ups of Hamas members and other applications of force that led almost inevitably to the onslaught that followed. Netanyahu was aided and abetted in that strategy by the U.S.-led West, which accordingly shares responsibility for the bloodshed that has ensued. Now Netanyahu's government can continue to make all the familiar claims about how Israel doesn't have a negotiating partner, how half of the Palestinians are ruled by a terrorist group supposedly dedicated to the destruction of Israel, how rockets coming from Gaza show how Israel can never risk ending occupation of the West Bank, etc. etc.
He also can say that Hamas is resisting a ceasefire. Hamas deserves strong criticism for fighting on even when it knows this means the possibility of casualties among innocent Israeli civilians as well as the certainty that significantly more Palestinian civilians will die from Israeli bombs and gunfire. Sometimes it appears that the group forgets there are more important things than its objective of having political power over all Palestinians. But the response by Hamas certainly is not surprising. The Israeli government has succeeded in structuring the situation such that Hamas figures it has nothing to lose by continuing to fight, because it has nothing to gain from not fighting. It tried the peaceful route, by observing a ceasefire in the year and half since the previous ceasefire despite Israeli violations, and by surrendering much of its political power through the reconciliation pact, in which it agreed to support a Palestinian government with no Hamas members and with a commitment to negotiating a peace agreement with Israel. Netanyahu made sure Hamas got no payoff whatsoever for following the peaceful route, and instead paid a price for it.
All that Hamas can now see as in its immediate interests is to try to bolster its popular support and credibility by, as a first choice, holding out for some relief to Gazans from their status as inmates in what amounts to an open-air detention camp. Haunting that pursuit, however, will be the knowledge that after the deal Hamas struck with Israel in November 2012, the ceasefire that was called for did take hold, but the easing of the Israeli blockade of Gaza that also was supposed to occur largely did not—another example of an Israeli disincentive to Hamas to negotiate peacefully. Beyond that is an interest in getting Israel to observe the prisoner exchange deal that it violated by re-arresting hundreds of former prisoners. And if all that fails, there at least is whatever catharsis comes from futile whacks at Israel with a few more rockets or some fighters sneaking through tunnels. The more death and destruction that Israel inflicts on the Gaza Strip, the stronger will be the popular desire for catharsis and revenge.
Unless the underlying issues are addressed, the next ceasefire will not stop this tragic cycle. The stage will be set for another round, when Israel will mow the lawn again. Absent regime change in Israel, the cycle will continue until and unless political leaders in the U.S.-led West summon political courage they have not displayed and acknowledge that the objectives the current Israeli government is pursuing are not in their own country's interests, or even in Israel's.
Paul R. Pillar
The National Interest

Professor Pillar retired in 2005 from a 28-year career in the U.S. intelligence community, in which his last position was National Intelligence Officer for the Near East and South Asia. Earlier he served in a variety of analytical and managerial positions, including as chief of analytic units at the CIA covering portions of the Near East, the Persian Gulf, and South Asia. Professor Pillar also served in the National Intelligence Council as one of the original members of its Analytic Group. He has been Executive Assistant to CIA's Deputy Director for Intelligence and Executive Assistant to Director of Central Intelligence William Webster. He has also headed the Assessments and Information Group of the DCI Counterterrorist Center, and from 1997 to 1999 was deputy chief of the center. He was a Federal Executive Fellow at the Brookings Institution in 1999-2000. Professor Pillar is a retired officer in the U.S. Army Reserve and served on active duty in 1971-1973, including a tour of duty in Vietnam.
He is now a non-resident senior fellow at Georgetown University's Center for Security Studies, as well as a nonresident senior fellow in the Brookings Institution's Center for 21st Century Security and Intelligence. He was a visiting professor at Georgetown University from 2005 to 2012. He is a contributor to The National Interest.


.~`~.
ΙΙΙ
The New Thirty Years’ War

It is a region wracked by religious struggle between competing traditions of the faith. But the conflict is also between militants and moderates, fueled by neighboring rulers seeking to defend their interests and increase their influence. Conflicts take place within and between states; civil wars and proxy wars become impossible to distinguish. Governments often forfeit control to smaller groups – militias and the like – operating within and across borders. The loss of life is devastating, and millions are rendered homeless.
That could be a description of today’s Middle East. In fact, it describes Europe in the first half of the seventeenth century. In the Middle East in 2011, change came after a humiliated Tunisian fruit vendor set himself alight in protest; in a matter of weeks, the region was aflame. In seventeenth-century Europe, a local religious uprising by Bohemian Protestants against the Catholic Habsburg Emperor Ferdinand II triggered that era’s conflagration.
Protestants and Catholics alike turned for support to their co-religionists within the territories that would one day become Germany. Many of the era’s major powers, including Spain, France, Sweden, and Austria, were drawn in. The result was the Thirty Years’ War, the most violent and destructive episode in European history until the two world wars of the twentieth century.
There are obvious differences between the events of 1618-1648 in Europe and those of 2011-2014 in the Middle East. But the similarities are many – and sobering. Three and a half years after the dawn of the “Arab Spring,” there is a real possibility that we are witnessing the early phase of a prolonged, costly, and deadly struggle; as bad as things are, they could well become worse.
The region is ripe for unrest. Most of its people are politically impotent and poor in terms of both wealth and prospects. Islam never experienced something akin to the Reformation in Europe; the lines between the sacred and the secular are unclear and contested.
Moreover, national identities often compete with – and are increasingly overwhelmed by – those stemming from religion, sect, and tribe. Civil society is weak. In some countries, the presence of oil and gas discourages the emergence of a diversified economy and, with it, a middle class. Education emphasizes rote learning over critical thinking. In many cases, authoritarian rulers lack legitimacy.
Outside actors, by what they did and failed to do, added fuel to the fire. The 2003 Iraq war was highly consequential, for it exacerbated Sunni-Shia tensions in one of the region’s most important countries and, as a result, in many of the region’s other divided societies. Regime change in Libya has created a failing state; lukewarm support for regime change in Syria has set the stage for prolonged civil war.
The region’s trajectory is worrisome: weak states unable to police their territory; the few relatively strong states competing for primacy; militias and terrorist groups gaining greater influence; and the erasure of borders. The local political culture confuses democracy with majoritarianism, with elections used as vehicles to consolidate power, not share it.
Beyond the enormous human suffering and loss of life, the most immediate byproduct of the region’s turmoil is the potential for more severe and frequent terrorism – both in the Middle East and emanating from it. There is also the potential for disruption of energy production and shipping.
There are limits to what outsiders can do. Sometimes, policymakers need to focus on preventing things from getting worse, rather than on ambitious agendas for improvement; this is one of those times.
What this calls for, above all, is prevention of nuclear proliferation (beginning with Iran), whether through diplomacy and sanctions, or, if need be, through sabotage and military attacks. The alternative – a Middle East in which several governments and, through them, militias and terrorist groups have access to nuclear weapons and materials – is too horrific to contemplate.
Steps that reduce global dependence on the region’s energy supplies (including improvements in fuel efficiency and development of alternative sources) also make great sense. Economic assistance should go simultaneously to Jordan and Lebanon to help them cope with the flood of refugees. Democracy promotion in Turkey and Egypt should focus on strengthening civil society and creating robust constitutions that diffuse power.
Counter-terrorism against groups such as the Islamic State in Iraq and Syria (which now calls itself simply the “Islamic State”) – whether by drones, small raids, or the training and arming of local partners – must become a staple of policy. It is time to recognize the inevitability of Iraq’s break-up (the country is now more a vehicle for Iran’s influence than a bulwark against it) and bolster an independent Kurdistan within Iraq’s former borders.
There is no room for illusions. Regime change is no panacea; it can be difficult to achieve and nearly impossible to consolidate. Negotiations cannot resolve all or even most conflicts.
That is certainly true, for the time being, of the Israeli-Palestinian dispute. Even if this changes, a comprehensive settlement would help the locals but not affect the dynamics of neighboring countries or conflicts. That said, a narrow ceasefire between Israel and Hamas should be pursued.
Likewise, diplomacy can work in Syria only if it accepts the reality on the ground (including the survival of the Assad regime for the foreseeable future), rather than seeking to transform it. The answer is not to be found in drawing new maps, though once populations have shifted and political stability has been restored, recognition of new borders might prove both desirable and viable.
Policymakers must recognize their limits. For now and for the foreseeable future – until a new local order emerges or exhaustion sets in – the Middle East will be less a problem to be solved than a condition to be managed.
Richard N. Haass
Project Syndicate

Richard Haass is president of the Council on Foreign Relations, a position he has held for more than a decade. He is the author or editor of twelve books on American foreign policy and one book on management. His most recent book is Foreign Policy Begins at Home: The Case for Putting America's House in Order.

.~`~.
ΙV
Interview
Will U.S.-Germany Relations Recover?

Interviewee: Karen E. Donfried, President, German Marshall Fund, USA. Interviewer: Bernard Gwertzman, Consulting Editor.

New allegations of U.S. espionage on its German ally have brought bilateral tensions to a "full boil," explains Karen Donfried, former top advisor for Europe at the National Security Council. But she says that Berlin remains a critical partner across a range of issues, including Afghanistan, Syria, and Iran. "I wouldn't reduce the German-American relationship to the issue of spying," she says. But as both countries look to mend ties, Donfried notes that the dispute over surveillance could remain a stumbling block.
*
What is the mood in Germany on relations with the Unites States? I saw a recent poll showing that only 38 percent of Germans look favorably on the United States.
There is no question that public attitudes towards the United States among Germans have been soured for over a year now by the spying issues. The first chapter, starting last spring, focused on the National Security Agency's bulk collection of metadata. President Obama actually visited Berlin last June and spoke about it at length at a press conference in the Chancellery.
The second chapter hit last October with allegations that the United States tapped Chancellor [Angela] Merkel's cell phone. And President Obama immediately came out and said, "We are not and will not tap her communications," [but did not deny it had occurred in the past].
Now, we are in the third chapter with the allegations about possible U.S. double agents in Germany. So this is an issue that has been with us for over a year, and it clearly has taken a toll on German public attitudes toward the United States.

And this led to the expulsion of the CIA's top officer in Germany?
Yes, Germany asked the CIA station chief to leave. But it's important to note that, while this is certainly a very damaging issue in the relationship, we shouldn't forget what a critical ally Germany is to the United States and that we're working very closely with Germany on a whole host of other issues.
Secretary of State John Kerry was together last weekend with Foreign Minister [Frank-Walter] Steinmeier in Vienna because of the talks about Iran's nuclear program. We also work very closely on Afghanistan, on Syria; you can go down the list of issues. So I wouldn't reduce the German-American relationship to the issue of spying.

And, of course, Germany is the leading economic power on the continent, and the United States would very much like to get this overall trade and investment treaty accomplished. Where do we stand on that?
The United States and the European Union in 2013 launched negotiations to conclude a Trans-Atlantic Trade and Investment Partnership. Germany has been very enthusiastic and supportive of TTIP, but, interestingly, German public attitudes on TTIP have gone quite negative—there has been a bleeding over of the NSA spying issues.
When you look at German attitudes about TTIP, it's a mix of three things. Part of it is upset with the United States—a spectrum of the German public believes the U.S. is trying to use TTIP to force lower standards on Germany—for instance, to force Germans to eat chlorine-bleached chicken and [genetically modified foods.] There is also an anti-globalization element in the German debate, and also an anti-Brussels attitude. Germans complain that the European Union has not been transparent about the negotiations, and [so all of this] is creating a toxic brew among the German public.

But Obama was so popular when he visited Germany as a candidate in 2008.
When Barack Obama went to Berlin as a candidate, hundreds of thousands of people came out to hear him—there was incredible enthusiasm about the Obama presidency, but that clearly has been tempered over time for many reasons.
First, expectations may simply have been too high. But, secondly, there was disappointment that on some of the issues—such as closing down Guantanamo or the use of drones— Obama's policy was not as different as what they'd hoped for.
Thirdly, the spying issue over the past year has taken a toll as well. But there are still a lot of Germans who think that Barack Obama captures what is so special about the United States and the opportunity it presents for people from all kinds of different backgrounds.

U.S.-German relations have had these ups and downs. I'm old enough to remember when President Kennedy gave the speech Berlin in 1963, proclaiming "Ich bin ein Berliner," and there was German enthusiasm for the U.S. after the Berlin Wall went up. And then, of course, there was anger that arose later in Germany during the Vietnam War...
There are always ups and downs in any relationship. And, as we've seen, when Secretary Kerry and Foreign Minister Steinmeier met together in Vienna, Steinmeier was quoted as saying that the "ties between the United States and Germany are necessary and essential for both of us, and we want to work on reviving the relationship." So there is certainly a commitment on both sides to move past this.
But Angela Merkel also mentioned in a TV interview last Saturday that the U.S. and Germany have fundamentally different views on how to manage spying, so there isn't a ready mechanism to get us past this.

What is the issue holding up a resolution on the spying?
There was an interest last year on the German side to have a no-spy agreement with the United States, but the Obama administration made it clear that the U.S. doesn't have a no-spy agreement with any country, so that would not be an option.
In January of this year, President Obama had a quite significant review of U.S. policy as it relates to the intelligence community, and gave a speech on the 17th where he announced changes to the metadata collection and talked about extending some of the privacy provisions that apply to Americans to foreign nationals. And, interestingly, on that day, the only television interview he did was on German television, showing the fact that he realized how sensitive this issue was.
Then there was, in late June, a meeting of something called the U.S.-German cyber dialogue, which people thought might be one way of moving forward—talking about the role of technology in the 21st century and what that means for surveillance.
So there have been very serious efforts made on both sides to try to resolve this, but certainly the recent allegations brought the issue to a full boil in the relationship again.

That's called the "Five Eyes"—as some people have characterized it, a "lets spy together" agreement. But that's essentially an agreement about intelligence cooperation, not a no-spy agreement.
And it is not at all clear that Germany is interested in joining the Five Eyes arrangement. This has to do with Germany's own relationship to intelligence, surveillance, and even some legal limits on the role Germany can play in that realm.


.~`~.
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική

*
- Το μέλλον της Ε.Ε, η Ανατολική Ευρώπη -η Ουκρανία- και τα Βαλκάνια, ο Huntington, ο Brzezinski και οι πλανητικές πολιτικές των Η.Π.Α. Τα «Ανθρώπινα δικαιώματα», η «σύγκρουση των πολιτισμών» και τα «Ευρασιατικά Βαλκάνια» ως βαλκανοποίηση της υφηλίου και καλλιέργεια της ελεγχόμενης αναρχίας. Η απόρριψη του διλήμματος μεταξύ πυρηνικού ολοκαυτώματος ή πολιτιστικής ανυπαρξίας - προς μιας νέα ιστορική σύνθεση που θα εναντιώνεται στις θεωρίες και τους υπολογισμούς γραφείου-εργαστηρίου.

Ελλάδα και παγκοσμιοποίηση - μέρος α´. Το ελληνικό πολιτικό σύστημα.

$
0
0

.~`~.
I
Σύντομες παγκόσμιες αναφορές

Πρόλογος
Κατά τις τελευταίες δεκαετίες, ο κόσμος, βρίσκεται σε μια διαδικασία σύνθετης, ουσιώδους και ραγδαίας μεταβολής που επηρεάζει την οργάνωση του και όλες τις εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής. Η παγκοσμιοποίηση, δηλαδή η βαθμιαία αντίληψη και οργάνωση του κόσμού ως ενιαίου και ο ποιοτικός προσδιορισμός του υπό διαμόρφωση παγκόσμιου πλαισίού και των κοινωνικών σχέσεων που αναπτύσσονται σ'αυτό, αλλά και της συνολικής κατάστασης της ανθρώπινης ύπαρξης, συγκεφαλαιώνουν τη μεταβολή αυτή και σκιαγραφούν την ουσία της. Η εξέλιξη αυτή προς έναν ενιαίο κόσμο είναι αποτέλεσμα τόσο αντικειμενικής διαμόρφωσης συνθηκών όσο και υποκειμενικής επιδίωξης, ενώ ο ποιοτικός προσδιορισμός του βαθμιαία ενιαιοποιούμενου κόσμού -σύνθεση κλίσεων της ανθρώπινης φύσης και υπαγορεύσεων του ανθρώπινού λόγου- θα εξαρτηθεί ιστορικά από τον ίδιο τον άνθρωπο, τη βούληση και τις αντιστάσεις του.
Η βαθμιαία αποδυνάμωση της πολιτειοκεντρικής δομής του κόσμου και η σταδιακή ανάπτυξη υπερεθνικής δομής, η λειτουργική οργάνωση της οικονομίας ως ενιαίας μονάδας παγκοσμίως και η βαθμιαία πολιτισμικά ομογενοποίηση του κόσμού στη βάση του 'παγκόσμιου', του 'καθολικού'και των κοινών στοιχείων της ανθρώπινης ύπαρξης, συνοψίζουν επιγραμματικά το περιεχόμενο της παγκοσμιοποίησης, ενώ η επιδίωξη εξουσιαστικής επιβολής, εγγενής ροπή της ανθρώπινης φύσης, χαρακτηρίζει κυρίαρχα τη διαδικασία και το περιεχόμενο του ποιοτικού προσδιορισμού της νεας εποχης.
Η παγκοσμιοποίηση και τα αντικειμενικά και υποκειμενικά μεγέθη που την προσδιορίζουν, έχουν διαμορφώσει ένα παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από τη λειτουργική οργάνωση της οικονομίας ως ενιαίας μονάδας παγκοσμίως, τη συνακόλουθη αδυναμία της 'εθνικής οικονομίας'να αποτελεί μονάδα οικονομικής ολοκλήρωσης, τη βαθμιαία μετατροπή της 'διεθνούς οικονομίας'σε υπερεθνική και παγκόσμια... Η παγκοσμιοποίηση αποτελεί ταυτοχρόνως αντικειμενική εξέλιξη και επιδίωξη, ο δε νεο-φιλελεύθερος σήμερα χαρακτήρας της είναι σαφέστατα αποτέλεσμα μεθοδευμένης επιβολής, που συνοδεύεται από κατάλληλη οικονομική ρητορική και προβολή ιδεολογημάτων. Αυτό όμως σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι η νεο-φιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, που αποτελεί κυρίαρχη πραγματικότητα, μπορεί να αγνοηθεί ή να υποτιμηθεί στην οποιαδήποτε οικονομική προσέγγιση, ρύθμιση ή σχεδιασμό... Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι οι κανόνες και οι προδιαγραφές του παγκόσμιου οικονομικού περιβάλλοντος, που σε μεγάλο βαθμό έχουν επιβληθεί στο πλαίσιο παγκόσμιων συσχετισμών ισχύος, ευνοούν σημαντικά ορισμένα συμφέροντα και συχνά διαμορφώνουν όρους που περισσότερη σχέση έχουν με την παγκόσμια αρπακτικότητα παρά με την ελεύθερη οικονομία.

Νεο-φιλελευθερισμός και νεο-συντηρητισμός υπό Αμερικανική ηγεμονία
Ο νεο-φιλελευθερισμός, θεσμοκεντρικό σύστημα παγκόσμιας οργάνωσης στη βάση της απόλυτης ελευθερίας της αγοράς και ο νεο-συντηρητισμός, στρατοκρατικό σύστημα παγκόσμιας οργάνωσης σε συγκρουσιακή βάση, αποτελούν σήμερα τις δύο εναλλακτικές προτάσεις παγκόσμιας οργάνωσης -και επιβολής- υπό Αμερικανική ηγεμονία, με δικό της παγκόσμιο πολιτικό και κοινωνικό δίκτυο η κάθε μια και διαφορετικό προσανατολισμό όσον αφορά στην περαιτέρω εξέλιξη του κόσμου... δεν έχει υπάρξει μέχρι σήμερα οποιαδήποτε ολοκληρωμένη εναλλακτική πρόταση που να ανταποκρίνεται στις σύγχρονες προσδοκίες και τα ζητούμενα των κοινωνιών και να υιοθετείται μαζικά από αυτές. Περαιτέρω, ένα σύνολο αντικειμενικών και υποκειμενικών παραγόντων καθιστούν αβέβαιη την έκβαση της διαδικασίας της παγκοσμιοποίησης και την τελική ολοκλήρωσή της και διαμορφώνουν συνθήκες ή δυναμικές παγκόσμιας πολυδιάσπασης...
Θα πρέπει πάντως, να σημειωθεί ότι κάτω από τις σημερινές συνθήκες και σε ένα παγκόσμιο περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από θεσμική και συμβολική αποδυνάμωση της πολιτικής και κοινωνικής συλλογικότητας, αξιακή ρευστότητα, έντονο ατομικισμό, πολιτισμική θεσμοποίηση της επιβολής και από βουλιμία για κέρδος και ευδαιμονισμό, μια πολυδιάσπαση του κόσμου, όχι μόνο δεν θα αποκαθιστούσε όρους εθνικής και κοινωνικής συλλογικότητας του παρελθόντος ή μια ολοκληρωμένη πολυ-πολικότητα, αλλά θα μπορούσε να βυθίσει εκτεταμένες περιοχές της Γης σε ακραία εξαθλίωση και στην καταπίεση από τοπικές νεο-φεουδαρχίες, να απειλήσει σοβαρά την παγκόσμια ασφάλεια και να δημιουργήσει μια ζοφερή κατάσταση για την ανθρωπότητα στο σύνολο της... Ωστόστο, οι δυνάμεις και τα συμφέροντα που στηρίζουν τον νεο-φιλελευθερισμό παγκόσμίως είναι πολύ ισχυρές και οργανωμένες, έχουν συγκροτημένη κοσμοθεωρητική άποψη που είναι εκλυστική για πολλούς και διαθέτουν την ικανότητα και τα μέσα να την προωθούν αποτελεσματικά, ενώ η νεο-συντηρητική συγκυρία στις ΗΠΑ απαλλάσσει, ως έναν βαθμό, τον νεο-φιλελευθερισμό από τις ευθύνες του για την εξέλιξη παγκοσμίως και του παρέχει το πλεονέκτημα εναλλακτικών συμβολισμών που αντανακλούν υπαρκτές διαφορές μεταξύ νεο-φιλελευθερισμού και νεο-συντηρητιμού. Περαιτέρω, μέχρι σήμερα, πέρα από την ποικίλης προέλευσης και αντίληψης κριτική που ασκείται στην νεο-φιλελεύθερη εκδοχή της παγκοσμιοποίησης, δεν έχει αρθρωθεί οποιαδήποτε σύγχρονη, ολοκληρωμένη και δημιουργική εναλλακτική πολιτική και οικονομική πρόταση, που να απηχεί τον προβληματισμό και τα ζητούμενα των κοινωνιών, αυτή δε η πολιτική αφωνία περιπλέκει την κατάσταση, ενώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα είναι σήμερα πολύ πιο σύνθετα από την αποδοχή ή την απόρριψη του οποιουδήποτε '-ισμού'...

Πνευματική και υλική βάση
Η πνευματική βάση της παγκοσμιοποίησης ως βαθμιαίας εξέλιξης προς μιαν αντίληψη και οργάνωση του κόσμου ως ενιαίου, συνίσταται στο ανθρώπινο πνεύμα και στα συμβολικά στοιχεία που προσδιορίζουν τη νοητική πρόσληψη και ερμηνεία του κόσμου, η δε υλική βάση της συνίσταται στην ανθρώπινη φύση και στη θεσμική, λειτουργική και τεχνική οργάνωση του κόσμου, η οποία περιλαμβάνει και την οικονομία. Η αυτόνομη εξελικτική μεταβολή της πνευματικής και της υλικής βάσης της παγκοσμιοποίησης αποτελεί την αντικειμενική διάστασή της, ενώ η συμβολική και υλική μεθόδευση της εξέλιξης προς έναν ενιαίο κόσμο για χάρη της εξυπηρέτησης συμφερόντων ή αναγκών, δηλαδη η παγκοσμιοποίηση ως σκοπούμενη εξέλιξη, αποτελεί την υποκειμενική διάσταση της παγκοσμιοποίησης, η οποία αποτελεί, τελικά, πολυεπίπεδη σύνθεση αντικειμενικής εξέλιξης και υποκειμενικής επιδίωξης.
Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι ως αντικειμενική εξέλιξη η παγκοσμιοποίηση είναι, σε πολύ μεγάλο βαθμό, αναπόδραστη και βασίζεται σημαντικά στην εξέλιξη της τεχνολογίας, στην ανάπτυξη της κοινωνίας και στην πραγματικότητα της ραγδαία αυξανόμενης παγκόσμιας λειτουργικής αλληλεξάρτησης και αλληλόδρασης'οφείλεται επίσης στην αντίληψη ενός ενιαίού κόσμου, αντιληψη πού βασίζεται στα κοινά στοιχεία της ανθρώπινης ύπαρξης, ενυπάρχει στον άνθρωπο μαζί με την αντίληψη της ιδιαιτερότητας και τη συνείδηση της ατομικότητάς του και ενισχύεται σημαντικά και από τη ραγδαία αύξηση της παγκόσμιας ροής χρήματος, αγαθών, ανθρώπων, πληροφορίας, ιδεών, συμβόλων και εικόνων.
Η πνευματική και η υλική πλευρά της παγκοσμιοποίησης δεν αποτελούν δύο απόλυτα διαχωρισμένες σφαίρες, αλλά δύο σφαίρες σε συνεχή αλληλόδραση, όπως επίσης σε στενή και συνεχή αλληλόδραση τελούν η παγκοσμιοποίηση ως αντικειμενική εξέλιξη αφενός και ως σκοπούμενη εξέλιξη, δηλαδή ως επιδίωξη, αφετέρού. Περαιτέρω, η παγκοσμιοποίηση εξειδικεύεται σε πολιτική, οικονομική και πολιτισμική, τρεις κύριες μορφές στη βάση της ισχύος, του πλούτού και των ιδεών, οι οποίες επίσης τελούν σε συνεχή αλλά όχι απαραιτήτως σε στενή αλληλόδραση, ενώ προσδιορίζεται εξωγενώς από τη νεο-φιλελεύθερη επικυριαρχία, την επιδίωξη και τις μεθοδεύσεις παγκόσμιας εξουσιαστικής επιβολής και τη βαθμιαία επιβολή παγκοσμίως ενός εξωκοινωνικά κατασκευασμένου πολιτισμού. Η παγκοσμιοποίηση διαμορφώνει συνθήκες που ευνοούν την εκδήλωση του εξωγενούς αυτού προσδιορισμού της, χωρίς όμως να τον προκαλεί, ενώ παρέχει εξίσού δυνατότητες τόσο για την πραγμάτωση της εξωγενούς αυτής επίδρασης όσο και για την αποτροπή της.

Επίλογος
Η αγοράέχει καταστεί σήμερα κεντρικό στοιχείο της παγκόσμιας δομής, ασκεί παγκοσμίως ηγεμονική κανονιστική και ομογενοποιητική επιρροή και παράγει αυτόνομα και κυρίαρχα πολιτισμό, ενώ η τεχνολογίαμεταβάλλει ουσιωδώς την υλική πραγματικότητα, παράγει συμβολισμούς που προσδιορίζουν την αντίληφη και τη σκέψη, επηρεάζουν τις φυσικές ανθρώπινες κλίσεις και τις πνευματικές δυνατότητες και προσδιορίζουν καθοριστικα, με τη σειρά τους, την οργάνωση της κοινωνίας και τη διαμόρφωση του πολιτισμού, που έχει καταστεί σήμερα σημαντικός παράγοντας ισχύος και ισχυρότατο μέσο επιβολής. Ο πολιτισμόςδιαμορφώνεται σήμερα σε μεγάλο βαθμό εξωκοινωνικά, βασίζεται σε σημαντικές κλίσεις της ανθρώπινης φύσης και επιβάλλεται παγκοσμίως με κατάλληλες επικοινωνιακές μεθοδεύσεις. Η εξωκοινωνική αυτή κατασκευή πολιτισμού που χαρακτηρίζει έντονα την εποχή μας, οφείλεται αφενός στην αγορά και τις επιδιώξεις της και αφετέρου σε μεθοδεύσεις παγκόσμιας επιβολής, πέρα δε από τον εξωκοινωνικό αυτόν προσδιορισμό, στη διαμόρφωση του σύγχρονου πολιτισμού συντελούν σημαντικά η παγκοσμιοποίηση, η μετανεωτερικότητα και η τεχνολογία.
Ο κόσμος μεταβάλλεται ραγδαία και σύντομα θα είναι πολύ διαφορετικός. Η έκβαση όμως της εξέλιξης που ήδη συντελείται δεν μπορεί να προβλεφθεί με βεβαιότητα. Η παγκοσμιοποίηση παρέχει σημαντικές δυνατότητες άλλά δημιουργεί και σημαντικά προβλήματα, τα οποία αυξάνει η επιδίωξη εξουσιαστικής επιβολής, ενώ κρίσιμα ζητούμενα, στο μεταβατικό αυτό στάδιο, παραμένουν ο ποιοτικός προσδιορισμός της νέας εποχής, η διασφάλιση της ανθρώπινης ελευθερίας και αξιοπρέπειας και η διεκδίκηση της συμβατότητας, της περαιτέρω εξέλιξης με μια έλλογη αντίληψη του κόσμου και της ανθρώπινης ύπαρξης.

.~`~.
ΙΙ
Πολιτισμός

Πρόλογος
Ο πολιτισμός δεν είναι στατικό μέγεθος και, πολύ περισσότερο, δεν είναι εμπόρευμα, όπως απαίδευτα, απολίτιστα και συγχέοντας τον πολιτισμό με ορισμένα εμπορεύσιμα πολιτισμικά προϊόντα ή τουριστικά αξιοποιήσιμα μνημεία διακηρύσσουν αρκετοί στην Ελλάδα, στρεβλώνοντας έτσι και την αντίληψη της κοινωνίας για τον πολιτισμό. Ο πολιτισμός είναι πρωτίστως ζώσα πραγματικότητα, ποιότητα που βιώνεται και εξελίσσεται, καθώς και ενεργή ιστορική συνείδηση και όχι κληρονομική περγαμηνή. Ο πολιτισμός είναι ύλη και πνεύμα και πνεύμα, καθημερινότητα και διαχρονικότητα... Ο πολιτισμός αποτελεί σήμερα το κρισιμότερο ίσως ζήτημα για το μέλλον του κόσμου, στον οποίον, παράλληλα με την ομογενοποιητική πολιτισμική επίδραση της παγκοσμιοποίησης, πραγματοποιείται μεθοδευμένα επιβολή ενός εξωκοινωνικά κατασκευασμένου πολιτισμού, ενώ μια σύνθετη πολιτισμική μεθόδευση, με ελαφρώς ποικίλο κατά περίσταση περιεχόμενο, χρησιμοποιείται για την επίτευξη παγκόσμιας γεωπολιτικής επιρροής...
Περαιτέρω, στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης, ο τόπος και ο χώρος χάνουν τη συμβολική αξία τους, τα σύνορα καταρρέουν θεσμικά και πολιτισμικά, στη σκέψη και στην καθημερινή πρακτική, το έθνος απαξιώνεται συμβολικά και αποδυναμώνεται λειτουργικά, οι διαχωρισμοί και η ετερότητα αμβλύνονται και αναπτύσσεται παγκοσμίως ένας εθισμός στην πολυ-πολιτισμικότητα, ενώ οι κοινωνίες μετασχηματίζονται με βάση νέα πρότυπα και νέα λογική, που δημιουργούν την ανάγκη νοερής ανασύνθεσης και λειτουργικού επαναπροσδιορισμού της έννοιας της κοινωνικής συλλογικότητας. Οι κοινωνίες και οι χώρες δεν προσδιορίζονται πια τοπικά αλλά παγκόσμια και αποτελούν χώρο ενός παγκόσμιου γίγνεσθαι, ορισμένες πόλεις έχουν εξελιχθεί σε αυτοδύναμες πολιτισμικές οντότητες παγκόσμιας εμβέλειας και επηρεάζουν καθοριστικά το παγκόσμιο σύστημα, ενώ οι ροές επικοινωνίας, που έχουν αυξηθεί ραγδαία, συνθέτουν μια συχνά αυτόνομη πραγματικότητα με πολύ σημαντικές επιπτώσεις στη συγκρότηση και αντίληψη του κόσμου. Η διαμόρφωση μιας κοινής πολιτισμικής βάση της ανθρωπότητας, ενός ομογενοποημένου παγκόσμιου πολιτισμικού πλαισίου, μέσα στο οποίο οι ιδιαίτεροι πολιτισμοί δεν θα αποτελούν αυτόνομους πόλους αλλά στοιχεια του πλαισίου αυτού, συνθέτουν την πολιτισμική εκδοχή της παγκοσμιοποίησης, για την οποία η παγκοσμιότητα και η καθολικότητα αποτελούν προσδιοριστικά μεγέθη, πράγμα που καθιστά τον ειδικότερο ποιοτικό προσδιορισμό τους κρίσιμο για το μέλλον του κόσμου.

Μετανεωτερικότητα
Η μετανεωτερικότητα, που αποτελεί διάσταση της σύγχρονης πραγματικότητας και όχι απλά θεωρητική κατασκευή ή ακαδημαϊκή στάση, ωθεί κατ'αρχάς προς την κατεύθυνση της 'ιδιαιτερότητας'και συνακόλουθα της πολυδιάσπασης. Η αντίφαση που προκύπτει από τις διαμετρικά αντίθετες τάσεις της παγκοσμιοποίησης αφενός και της μετανεωτερικότητας αφετέρου, αίρεται με την ενσωμάτωση της μετανεωτερικότητας στο νέο παγκόσμιο πλαίσιο, μέσα από την ένταξη σ'αυτό της 'ιδιαιτερότητας'ως έκφρασης της 'καθολικότητας'και την ανασύνθεση της 'ετερότητας'με σύγχρονους όρους. Ωστόσο, παραμένει ενεργός, έστω και σε περιορισμένο βαθμό, ένας αυτοδύναμος προσδιορισμός της παγκοσμιοποιούμενης πραγματικότητας από την αντίληψη και τις ποιότητες της μετανεωτερικότητας. Έτσι, οι όποιες φυγόκεντρες τάσεις σηματοδοτεί η μετανεωτερικότιττα ανασυντίθενται, σε μεγάλο βαθμό, κεντρομόλα από την αφομοιωτική δύναμη της παγκοσμιοποίησης ή από τις μεθοδεύσεις παγκόσμιας επιβολής, ενώ παραμένει μια λανθάνουσα φυγόκεντρη επιρροή που, σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες, μπορεί να πυροδοτήσει πολυδιάσπαση στο μέλλον. Η κύρια όμως επίδραση της μετανεωτερικότητας αφορά στη συγκρότηση της ανθρώπινης προσωπικότητας. Στον μετανεωτερικό κόσμο, η ολότητα αντικαθίσταται από μια κατακερματισμένη πραγματικότητα, οι βεβαιότητες εξαλείφονται, τα όρια του πραγματικού και του φαντασιακού γίνονται ολοένα πιο δυσδιάκριτα, το εικονικό και το δήθεν υποκαθιστούν το πραγματικό ολοένα περισσότερο και η αίσθηση της συνοχής και της συνέχειας εξαφανίζονται σταδιακά. Οι συμβολικές ιεραρχήσεις εξαλείφονται, η αισθητική ισοπεδώνεται και ο ρόλος της διανόησης αποδυναμώνεται και χάνει την κανονιστική του διάσταση, ο ορθολογισμός σχετικοποιείται κατ ο αποκρυφισμός προσδιορίζει ολοένα περισσότερο τη μεταφυσική αλλά και την ερμηνεία της τρέχουσας πραγματικότητας. Η σύγχρονη κατακερματισμένη και ασυστηματοποίητη πραγματικότητα διαθέτει τη συνοχή και τη λογική των αποσπασματικών κινήτρων, αγνοεί την πρόοδο ως έννοια και ως επιδίωξη, δεν εκφράζει τη συλλογική ιστορική συνέχεια, ή την κοινή προοπτική και δεν παρέχει σκοπό στη ζωή, ενώ επιδίωξη αποτελούν πια το άμεσο και εύκολο, που απηχούν την αντι-ηρωική αντίληψη και στάση της εποχής. Η νεωτερικότητα υπήρξε δημιούργημα της Δύσης που μεταφυτεύθηκε στον υπόλοιπο κόσμο παράγοντας ιδιαίτερες κατά περίπτωση εκδοχές της, η δε περαιτέρω εξέλιξή της προσδιορίσθηκε προνομιακά από τη Δύση. Η μετανεωτερικότητα, η οποία δεν έχει τη συστημικότητα της νεωτερικότητας, είναι κατά το μεγαλύτερο μέρος της αποτέλεσμα της συνολικής εξέλιξης του κόσμου και κατά ένα μέρος μικρότερο μέρος της εξωκοινωνική κατασκευή, καθιστά δε το περιεχόμενο του πολιτισμού αντικείμενο ευρύτερης διαπραγματευσης τοπικά και παγκόσμια, ενώ ορισμένες ποιότητές της αξιοποιούνται στις μεθοδεύσεις παγκόσμιας επιβολής.

Εξωκοινωνική κατασκευή του πολιτισμού
Η εξωκοινωνική κατασκευή του πολιτισμού που χαρακτηρίζει έντονα την εποχή μας, οφείλεται αφενός στην αγορά και την τεχνολογία και αφετέρου στην επιδίωξη παγκόσμιας επιβολής και τις μεθοδεύσεις της και προσδιορίζεται από τις προδιαγραφές ή τις επιδιώξεις τους. Η αγορά που έχει καταστεί κεντρικό δομικό στοιχείο του παγκόσμιου συστήματος, ασκεί σήμερα παγκοσμίως ηγεμονική, κανονιστική και ομογενοποιητική επιρροή και παράγει αυτόνομα και κυρίαρχα πολιτισμό μέσα από τη δομή, τη λειτουργία και την αντίληψη της. Ο πολιτισμός της αγοράς, που εξυπηρετεί κυρίαρχα τις επιδιώξεις της και την εγγενή τάση συνεχούς διεύρυνσης και εμβάθυνσης μέσα από την εμπορευματοποίηση όλων των εκφάνσεων της ζωής, υλικών και πνευματικών, προσδιορίζει σήμερα καθοριστικά την υλική και πνευματική σφαίρα, τις κοινωνικές σχέσεις και τη δομή και αντίληψη του κόσμου. Η τεχνολογία και η ραγδαία εξέλιξη της δημιουργούν, επίσης, μια πραγματικότητα με ισχυρότατη κανονιστική και ομογενοποιητική επιρροή παγκοσμίως και καθοριστική επίδραση στη διαμόρφωση του φαντασιακού, μια πραγματικότητα που επιβάλλει νέους τρόπους ύπαρξης και δράσης, νέες συμβολικές εκδοχές και διαφορετική αντίληψη του κόσμου και της σχέσης του ανθρώπου με αυτόν, ενώ οι δυνατότητες της επιστρατεύονται για την προώθηση μεθοδεύσεων επιβολής. Τέλος, η μεθόδευση παγκόσμιας επιβολής έχει κατά κανόνα θεσμική και πολιτισμική διάσταση και πραγματώνεται σε σημαντικό βαθμό με παγκόσμια επιβολή εξωκοινωνικά κατασκευασμένου πολιτισμού.
Ο πολιτισμός διαμορφώνεται σήμερα σε μεγάλο βαθμό εξωκοινωνικά και βασίζεται σε σημαντικές κλίσεις της ανθρώπινης φύσης. Είναι κατασκευασμένος και μαζικός, τεχνολογικός και υλιστικός, αντι-πνευματικός και αντι-ανθρώπινος, στη δε παραγωγή, διάδοση και επιβολή του συμβάλλουν αποφασιστικά τα μέσα μαζικής επικοινωνίας, η σύγχρονη τεχνολογία και ένα παγκόσμιο δίκτυο επιβολής. Η παγκόσμια κυριαρχία της αγοράς και η επιβολή της ως πολιτισμικού συστήματος αποτελεί κεντρική κατεύθυνση του σύγχρονου πολιτισμού, σημαντικά χαρακτηριστικά του οποίου είναι ακόμη η επιβολή και ιδεολογικοποίηση συγκεκριμένων προτύπων ζωής, σκέψης και συμπεριφοράς, η εμπορευματοποίηση κάθε έκφανσης της ζωής, ο έντονος ατομικισμός, ωφελιμισμός, ευδαιμονισμός και ηδονισμός, η εξατομίκευση, η προώθηση και κυριαρχία του επιφανειακού, του εφήμερου και αντι-ηρωικού, η αισθητικοποίηση της καθημερινότητας και η επιβολή μιας τρέχουσας, χαμηλής αισθητικής. Οι αξίες αποδυναμώνονται και βαθμιαία ευτελίζονται, οι αρχές σχετικοποιούνται και εξαλείφονται και μόνον η επιδίωξη του κέρδους ή της επιβολής διατηρεί την πειστικότητα της. Ο κόσμος δεν είναι πια δυϊκός αλλά πολύσημος στη βάση ενός ταυτόχρονου πολλαπλού συνδυασμού εκδοχών και αναπαραστάσεων και η ατομική ταυτότητα καθίσταται πολλαπλή και ευέλικτη. Το σύνολο της εξέλιξης αυτής, σε συνδυασμό με τη μεθοδευμένη εξάρτηση του ανθρώπου από την ύλη και τα συμβολικά της παράγωγα, μεταβάλλει τους πολίτες σε άτομα ευάλωτα σε χειραγώγηση, ενώ ο μόνος εσωτερικός δεσμός τους είναι πια η κοινή εμπειρία της κατανάλωσης ή του αποκλεισμού και της εξαθλίωσης, η δε εμπορευματοποίηση, η κερδοσκοπία, ο ατομικισμός και η επιδίωξη εξουσιαστικής επιβολής προσδιορίζουν την οργάνωση και εκφορά κάθε θεσμικής ή εξωθεσμικής συλλογικότητας αλλά και την αντίληψη και συμπεριφορά των ατόμων.

Επίλογος
Ο πολιτισμός έχει καταστεί σήμερα σημαντικός παράγοντας ισχύος και ισχυρότατο μέσο επιβολής, η δε πολιτισμική επιβολή αποτελεί το κύριο μέσο παγκόσμιου εξουσιασμού, που επιχειρείται μέσα από μεθοδεύσεις προσδιορισμού του νοήματος και επιβολής τρόπου ζωής και συμπεριφοράς.

.~`~.
ΙΙΙ
Το ελληνικό πολιτικό σύστημα

Πρόλογος
Πέρα από τις όποιες εγγενείς αδυναμίες ή ελαττώματα μπορεί κανείς να προσάψει στην πολιτική, η πολιτική δεν παύει να αποτελεί σημαντική ποιότητα του πολιτισμού και λειτουργία που εγγυάται τη δυνατότητα του ανθρώπου να αντιδρά έλλογα και αποτελεσματικά στην επιβολή και στην επιχειρούμενη καθυπόταξη του και να προωθεί την ευημερία του. Κατά συνέπεια, η υποβάθμιση ή η στρέβλωση της πολιτικής λειτουργίας σηματοδοτούν πολιτιστική υποβάθμιση και εξάλειψη ή περιορισμό των δυνατοτήτων αυτών.
Το ελληνικό πολιτικό σύστημα αναπτύχθηκε και εξελίχθηκε ιστορικά σε συνάρτηση τόσο με την ελληνική κοινωνία όσο και με το διεθνές περιβάλλον, οι δύο δε αυτοί παράγοντες, σε συδυασμό με γεωπολιτικές πιέσεις, ιστορικές επιρροές και ποικίλα συμφέροντα ή εξαρτησεις, προσδιόρισαν ιστορικά τη μορφή, τη δομή και τη λειτουργία του. Παρατηρώντας την εξέλιξή του αυτή, διαπιστώνει κανείς ότι το ελληνικό πολιτικό σύστημα κατέστη από νωρίς έκφραση του εκφεουδαρχισμού της χώρας και απέκτησε φεουδαρχικά χαρακτηριστικά. Η διαπίστωση αυτή αναφέρεται σε κοινωνικές και πολιτικές δομές, αντίληψη και συστημικά πλαίσια λειτουργίας, που επιβλήθηκαν βαθμιαία στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος με βάση τους εγχώριους κοινωνικούς συσχετισμούς και την ξένη εξάρτηση και δεν συναρτάται με συγκεκριμένα πρόσωπα ούτε έχει την πρόθεση να απαξιώσει την προσφορά της πολιτικής στη χώρα στους δύο περίπου αιώνες ελεύθερου βίου, ουτε και να μειώσει τη θετική ιστορική συμβολή και το έργο σημαντικων εκπροσώπων της πολιτικης. Γεγονός παραμένει, πάντοτε, ότι η πολιτική ζωή στη χώρα υπήρξε συνήθως ταραγμένη και συχνά ανώμαλη, οι συγκρούσεις έντονες και συχνά βίαιες, η δημοκρατία παρέμεινε πάντα ελλειμματική και οι θεσμοί ατελείς, ο κομματισμός, με διάφορες κατά καιρούς μορφές, αντανακλούσε έντονα ευρύτερες επιδιώξεις νομής του κράτους, ενώ το αίτημα εκσυγχρονισμού, χειραφέτησης από τον εκφεουδαρχισμό και υπέρβασης της πολιτισμικής σύγκρουσης Ανατολή-Δύση ήταν πάντα επίκαιρο, χωρίς ποτέ να ικανοποιηθεί επαρκώς. Παρά ορισμένες σημαντικές εκσυγχρονιστικές προσπάθειες, τα φεουδαρχικά γενετικά χαρακτηριστικά της νεοελληνικής δομής και η δυναμική που είχαν αναπτύξει, καθώς και αρκετά ακόμα συμφέροντα και επιδιώξεις οδήγησαν βαθμιαία σε σημαντικές πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές στρεβλώσεις, σε πολιτισμική υστέρηση και στρεβλή πολιτική κοινωνικοποίηση...
Το πρόβλημα της Ελλάδας, είναι ενδογενές και είναι πρωτίστως πολιτικό, συνίσταται δε στη μεθοδευμένη αιχμαλωσία της ελληνικής κοινωνίας από ένα αναχρονιστικό και ανίκανο πολιτικό σύστημα που την καθηλώνει, την εκμεταλλεύεται και την βυθίζει στην υστέρηση και στη μειονεξία, απομυζά ατελέσφορα ή και λεηλατεί τους πόρους και εξαντλεί τις αντοχές της ελληνικής οικονομίας, αρκετοί δε από τους φυσικούς εκπροσώπους του επιδιώκουν να εξασφαλίσουν την εύνοια του παγκόσμιου πολιτικού συστήματος, με απεριόριστη συμμόρφωση στις όποιες επιθυμίες.
Με νεο-φεουδαρχική δομή και αντίληψη, πολλαπλώς στρεβλή σχέση με την κοινωνία και ανυπαρξία συγκροτημένης δημιουργικής πρότασης για τον τόπο στις σύγχρονες συνθήκες, το σημερινό ελληνικό πολιτικό σύστημα, ένα σύστημα που δεν ξέρει, δεν θέλει και δεν μπορεί, στερεί από τη χώρα τη δυνατότητα να ολοκληρωθεί δημιουργικά στο σύγχρονο παγκόσμιο περιβάλλον και την καταδικάζει να παρακολουθεί αμήχανα τον κόσμο να εξελίσσεται. Θα πρέπει δε να σημειωθεί ότι, στο παρόν στάδιο της παγκόσμιας εξέλιξης, στο οποίο δημιουργούνται νέες δομές και ανακατανέμεται η ισχύς των κοινωνιών παγκοσμίως, η υστέρηση και η ακινησία στις οποίες καταδικάζει την Ελλάδα το εγχώριο πολιτικό σύστημα, μπορεί να αποβούν μοιραίες, δεδομένου και του γεωπολιτικού περιβάλλοντος.

Δομή και χαρακτήρας
Το ελληνικό πολιτικό σύστημα αποτελεί σήμερα ένα στεγανό και κλειστό σύστημα εξουσίας, μια δομή εξουσιαστικών συμφερόντων που περιορισμένα μόνον επηρεάζεται από το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον, εγχώριο και παγκόσμιο, και έχει χαμηλή σχέση αλληλόδρασης με αυτό. Κύριες μονάδες συγκρότησης της εξουσιαστικής αυτής δομής, ειναι τα πολιτικά κόμματα που σήμερα λειτουργούν ως κλειστή επαγγελματική συντεχνία και, παρά τη μεταβολή συσχετισμών και ισορροπιών εξαιτίας της νεο-φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, εξακολουθούν να αποτελούν κυρίαρχο στοιχείο του συστήματος, ένα σύμπλεγμα κρατικοδίαιτων ή μη επιχειρηματιών που έχουν άμεσα ή έμμεσα οφέλη από τη συμμετοχή τους στην εξουσιαστική δομή και τα ΜΜΕ που, άσχετα από το οποιο ιδιοκτησιακο καθεστώς τους, εξαρτώνται θεσμικά και ώς έναν βαθμό, οικονομικά από την πολιτική εξουσία και εξυπηρετούν λειτουργικά το πολιτικό σύστημα στη βάση μιας δομικής σχέσης. Το ελληνικό πολιτικό σύστημα είναι δηλαδή μέχρι σήμερα κομματοκεντρικο, με συνεχώς μειουμενη σχέση με την κοινωνία, από τις αρχές της δεκαετίας 1990, και βαθμιαία μετεξέλιξη σε κλειστή δικτυακη δομη, με πυρήνα της κόμματα-εταιρείες, ένα σύμπλεγμα επιχειρηματικών συμφερόντων που επιπλέον χρησιμεύουν ως δίαυλος για την κάλυψη ποικίλων οικονομικών απαιτήσεων του συστήματος και, τέλος, τα ΜΜΕ ως μηχανισμό επικοινωνίας και χειραγώγησης. Η προνομιακή θέση των πολιτικών κομμάτων -κυρίως των δύο μεγάλων- στο σύστημα μέχρι σήμερα, οφείλεται στη δομή του μεταπολιτευτικού συστήματος, στην κατάλληλη για τον σκοπό αυτόν οργάνωση των δομών και λειτουργιών του κράτους, της αυτοδιοίκησης και της κοινωνίας σε όλα τα επίπεδα, στη διχαστική πόλωση της κοινωνίας, ιδιαίτερα μετά το 1981 και στην έντονα πελατειακή αντίληψη που καλλιεργήθηκε και επιβλήθηκε, παράγοντες που όμως εξασθενούν βαθμιαία και ήδη δημιουργούν συνθήκες μεταβολής των συσχετισμών. Το σύστημα αυτό υποστηρίζεται στη λειτουργία του από ένα υποσύστημα κατάλληλα κοινωνικοποιημένης επαγγελματικής στελέχωσης, στην πολιτική, τις μεγάλες επιχειρήσεις και τα ΜΜΕ και στηρίζεται κοινωνικά μέσα από ένα πλέγμα πελατειακών σχέσεων -το εύρος και η φύση του οποίου άρχισαν επίσης να μεταβάλλονται στη δεκαετία 1990- καθώς και μέσα από μια πρακτική ανοχής της διαφθοράς σε διάφορα επίπεδα.
Κύρια μέριμνα της εξουσιαστικής αυτής δομής, εκτός απο το νομή του κράτους και των δυνατοτήτων της χώρας, είναι η επιβίωσή της στις νέες συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί παγκοσμίως, χωρίς σημαντικές μεταβολές στη συγκρότησή της και κυρίως στη μορφή και το περιεχόμενο του εξουσιασμού που ασκεί. Επιπλέον, η εξουσιαστική αυτή δομή και οι μονάδες της, ως συστημικές και ως φυσικές οντότητες, επιδιώκουν να ενσωματωθούν στην παγκόσμια δομή ως μηχανισμός εγχώριας επιβολής της και να αναγνωρισθούν ως τοπική ελίτ, πράγμα που όμως συγκρούεται με την ταυτόχρονη επιδίωξή τους να διατηρήσουν σχεδόν αναλλοίωτο το περιεχόμενο της εξουσίας τους και δυσχεραίνεται από τη σημαντική υστέρησή τους στην αντίληψη, την οργάνωση, την αποτελεσματικότητα και την ευχέρεια προσαρμογής στις νέες συνθήκες, οι οποίες αναδεικνύουν επιπροσθέτως τις διαφορές στην αντίληψη και την αντίδραση στο εσωτερικό του συστήματος, που βρίσκεται ήδη σε αναζήτηση βιώσιμης πολιτικής προοπτικής, ενώ επίσης μεταβάλλουν τους συστημικούς συσχετισμούς και τις ενδοσυστημικές ισορροπίες.
Η διαχείριση του 'έθνους'και της 'δημοκρατίας', που μέχρι τις αρχές της δεκαετίας 1990 ήταν οι κύριοι ιδεολογικοί πυλώνες πάνω στους οποίους δομήθηκε η κυριαρχία του μεταπολιτευτικού πολιτικού συστήματος, αντικαταστάθηκαν βαθμιαία από τη διαχείριση της 'προσαρμογής'στις νέες συνθήκες, που και αυτή τείνει να αντικατασταθεί από κάποια διαχείριση του 'μέλλοντος', ως έννοιας χρονικής και ποιοτικής. Στην πράξη, βέβαια, το μεταπολιτευτικό πολιτικό σύστημα ούτε στο έθνος προσέδωσε σύγχρονο χαρακτήρα, ούτε στη δημοκρατία το ουσιαστικό περιεχόμενό της, ούτε την προσαρμογή έχει προωθήσει δημιουργικά, ούτε το μέλλον είναι σε θέση να εγγυηθεί. Αντιθέτως, έχει συντελέσει πρωταρχικά στη σημερινή συνολική υστέρηση και νοσηρότητα, στη στρέβλωση και τη διαφθορά της ελληνικής κοινωνίας, στην αξιακή καθίζηση, στην αποσάθρωση της ελληνικής οικονομίας και στη σμίκρυνση των δυνατοτήτων της χώρας και της συνολικής προοπτικής της. Αλλά προσχηματικός και συχνά προβληματικός είναι και ο πολιτικός λόγος που αρθρώνει το πολιτικό σύστημα σήμερα, σε σχέση με την παγκοσμιοποίηση και τη νέα εποχή, ένας λόγος που χαρακτηρίζεται από γενικόλογους πατερναλιστικούς αφορισμούς, αποσπασματικές νουθεσίες προσαρμογής, προσχηματική υιοθέτηση της κοινωνικής ανασφάλειας ή της πατριωτικής ευαισθησίας, αντιδραστικό ανορθολογισμό, ιδεοληπτικές εμμονές και ιδεολογικές αγκυλώσεις, ή πρωτοφανή άγνοια, ρηχότητα και αμηχανία, ένας λόγος που καθίσταται κοινωνικά προκλητικός και συνιστά ύβρι όταν νέοι άνθρωποι, που δεν έχουν ιδρώσει ούτε μια ώρα στην παραγωγή ούτε έχουν να επιδείξουν κανένα ουσιαστικό έργο, εκτός από την ευνοιοκρατική συνήθως ένταξη τους στην επετηρίδα του πολιτικού συστήματος, απευθύνονται, με προτεταμένο το δάχτυλο, προς μια εξουθενωμένη και απελπισμένη κοινωνία, από την οποία έχουν πάρει πολλά, για να της ζητήσουν αλαζονικά, επιτακτικά και υστερόβουλα 'να συμμορφωθεί', 'να προσαρμοσθεί'ή 'να αγωνισθεί'.
Ο παγκοσμίως διάχυτος ατομικισμός και η αξιακή ρευστότητα που χαρακτηρίζει την εποχή μας, έχουν επηρεάσει σημαντικά την αντίληψη και τη λειτουργία του ελληνικού πολιτικού συστήματος και τη σχέση του με την κοινωνία, έχουν εισαγάγει μιαν αντίληψη της πολιτικής ως μέσου απροσχημάτιστης ατομικιστικής επιδίωξης και την έχουν μετατρέψει σε ιδιοτελή δραστηριότητα, κατάσταση που επιτείνουν η εγχώρια απουσία αξιακής δομής, η έκπτωση των θεσμών και η εκτεταμένη διαφθορά. Ανάλογη επιρροή έχει ασκήσει στην εξέλιξη του ελληνικού πολιτικού συστήματος και η παγκόσμια κυριαρχία της νεο-φιλελέυθερης αγοράς ως οικονομικής, πολιτισμικής και πολιτικής δομής και η παγκόσμια διάχυση των κανόνων και των μεθόδων της. Περαιτέρω, σε μια χώρα αξιακά άναρχη, λειτουργικά προβληματική, με περίπου αρνητική παράδοση ελέυθερου ανταγωνισμού και ένα πολιτικό σύστημα με καθεστωτική φεουδαρχική αντίληψη, όπως είναι η Ελλάδα, η νεο-φιλελέυθερη αγορά εισήχθη στρεβλά και επιλεκτικά, με κριτήριο τη διασφάλιση της σταθερότητας του πολιτικού συστήματος και την εξυπηρέτηση ιδιωτικών συμφερόντων, με αποτέλεσμα περιορισμένη σε ποιότητα και εύρος δομική προσαρμογή, κατασπατάληση, αν όχι και λεηλασία, πόρων και αδιαφάνεια'η εκρηκτική παγκόσμια εξάπλωση της αγοράς σήμανε στην Ελλάδα, πρωτίστως, ευκαιρία για 'δουλειές', δηλαδή 'αρπαχτές' (grabs) και λεηλασία της εθνικής περιουσίας, το δε αποτέλεσμά τους είναι ορατό από όλους. Επιπλέον, ο πολιτικός κόσμος της χώρας, παρά τις όποιες ρητορείες, έχει καταστεί, στη μεγάλη πλειονότητα του, μια αποκομμένη απο την κοινωνία, προνομιούχος μεγαλο-διευθυντική στελέχωση της νεο-φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, που έχει αφομοιώσει ασμένως σε προσωπικό επίπεδο όλα τα χαρακτηριστικά και τις συμπεριφορές του πολιτισμού της νεο-φιλελεύθερης αγοράς και την κοινωνική αλαζονία των ελίτ της, συνδυασμένη με εγχώριο επαρχιωτισμό και νεο-πλουτισμό, ενώ ταυτόχρονα δεν έχει, στη μεγάλη επίσης πλειονότητά του τη γνώση, την ικανότητα ή τη διάθεση να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά ούτε καν τα τρέχοντα προβλήματα της καθημερινότητας'ένας πολιτικός κόσμος που χρειάζεται ριζική ανανέωση, την οποία δεν είναι βέβαιο ότι η ελληνική κοινωνία θα μπορέσει να πραγματοποιήσει.

Επίλογος
Η αντιμετώπιση της εξωτερικής πολιτικής από το πολιτικό σύστημα με τρόπο που να εξυπηρετεί τα συμφέροντα του ή τις προσωπικές επιδιώξεις εκπροσώπων του, δεν είναι ασύνηθες φαινόμενο στην Ελλάδα -με ορισμένες ιστορικές εξαιρέσεις-, ο δε ενδοτισμός ή η προσφορά σε ξένη εξάρτηση, που συνήθως βαφτίζονται 'ρεαλισμός', ή η επιδίωξη αποφυγής του πολιτικού κόστους, η ψηφοθηρική δημαγωγία και η ιδιοτελής κολακεία του λαϊκού θυμικού, που συνήθως βαφτίζονται 'πατριωτισμός', έχουν ζημιώσει επανειλημμένα τη χώρα. Από τα μέσα της δεκαετίας 1990, ως αποτέλεσμα της παγκόσμιας μεταβολής και εγχώριων ατομικιστικών επιδιώξεων, τα φαινόμενα συμμόρφωσης σε ξένες επιθυμίες άρχισαν να αυξάνονται σημαντικά και να αποκτούν συστημικό χαρακτήρα, χωρίς να περιορίζονται στην πολιτική εξουσία, η οποία εξάλλου δεν ευθύνεται πάντοτε για όλα όσα με ευκολία της καταλογίζουν. Ως αποτέλεσμα της εξέλιξης αυτής επιταχύνθηκε η αρνητική για την Ελλάδα έκβαση σε αρκετά ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής, ενώ αυξήθηκε η ξένη επιρροή όσον αφορά στη διαμόρφωση της συνολικής προοπτικής της χώρας, η θέση και οι μελλοντικές δυνατότητες της οποίας αποδυναμώθηκαν σημαντικά.


Ελλάδα και Παγκοσμιοποίηση
Εκδ. Libro
2005

.~`~.
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική

*
*
*

Ανθρωποποίηση.

Η διάσταση του συγχρονισμού τριών ζητημάτων: Το Παλαιστινιακό, το θέμα του Ιράκ και το Κουρδικό, τα Βαλκάνια και ο μαρκοπρόθεσμός στρατηγικός σχεδιασμός των ΗΠΑ.

$
0
0

.~`~.
Ι

Αν μπορούμε να συνοψίσουμε τη διαφορά μεταξύ της οπτικής γωνίας των ΗΠΑ και της Ευρώπης στο «Κουρδικό ζήτημα», οι ΗΠΑ σε πρώτο στάδιο θεώρησαν το «Κουρδικό ζήτημα» κυρίως μέρος του Ιρακινού προβλήματος, ενώ η Ευρώπη θεωρεί το ζήτημα πρωτίστως ως θέμα που αφορά την Τουρκία. Η εξέταση του «Κουρδικού ζητήματος» εντός των συνόρων του Ιράκ και της Τουρκίας αδυνατεί να προσδιορίσει εξολοκλήρου τα επί του εν λόγω ζητήματος συμφέροντα της Ευρώπης και των ΗΠΑ αντιστοίχως... Η θεώρηση εκ μέρους της Ευρώπης του «Κουρδικού ζητήματος», πέραν του ότι αξιολογείται ως σύμφυτο στοιχείο της αίτησης της Τουρκίας προς ένταξη της στην ΕΕ, πρόκειται περί ενός προβλήματος, το οποίο επηρεάζει τις διμερείς σχέσεις με τα ευρωπαϊκά κράτη, πρωτίστως με την Ελλάδα και με τη Γερμανία...
Η σύλληψη του Αμντουλάχ Οτζαλάν αξιολογούμενη από τη σκοπιά των μεγάλων δυνάμεων δεν είναι τίποτε άλλο από την έναρξη ενός νέου στρατηγικού παιχνιδιού... κατά πάσα πιθανότητα οι ΗΠΑ έπαιξαν σημαντικό ρόλο επηρεάζοντας άμεσα ή έμμεσα στο να πειστεί η Ελλάδα να τον παραδόσει όσο και στη διαξαγωγή της επιχείρησης στην Κένυα. Η παρεχόμενη από τις ΗΠΑ στήριξη προς την Τουρκία ενδεχομένως να διαρκέσει ως την επίλυση των αβεβαιοτήτων του Ιρακινού και Παλαιστινιακού ζητήματος.
Έτσι, οι ΗΠΑ έδωσαν το εξής μήνυμα στην Τουρκία: Με τη σύλληψη του Οτζαλάν το Κουρδικό ζήτημα στην Τουρκία έχει περιέλθει στη δικαιοδοσία και στον πλήρη έλεγχο της. Συνεπώς, ελαχιστοποιήθηκαν οι πτυχές του καθεστώτος του Ιράκ και των εξελίξεων του Βορείου Ιράκ που προκαλούσαν ανησυχία... Κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις οι ΗΠΑ θεωρούν ότι η Τουρκία στις επόμενες κινήσεις της θα υιοθετήσει σχετικά με το Ιράκ μια πιο ευέλικτη στάση.
Η Ευρώπηαντιλαμβάνεται ότι ο άμεσος συσχετισμός των τουρκοευρωπαϊκών σχέσεων με το Κουρδικό ζήτημα στην πραγματικότητα μετατρέπει το τελευταίο σε ένα ευρωπαϊκό ζήτημα. Κατανοεί επίσης ότι οποιαδήποτε λύση που θα επιτευχθεί στο θέμα του Ιράκ δεν θα είναι ικανή να επιλύσει τις δυσκολίες που εμφανίζονται στον ευρωπαϊκό βραχίονα του εν λόγω ζητήματος [II].
Γενικά η Ευρώπη και ειδικότερα η Ελλάδα κατά τη διαδικασία της σύλληψης Οτζαλάν από διπλωματικής σκοπιάς έδωσαν ανεπιτυχείς εξετάσεις. Το αδιέξοδο στο οποίο περιήλθε η Ελλάδα, αποτέλεσε ένα από τα πιο ενδεικτικά παραδείγματα για το τι αποτέλεσμα μπορούν να έχουν οι αδυναμίες επίτευξης ισορροπίας στους προβληματικούς τομείς μεταξύ των άμεσων διπλωματικών και έμμεσων επιχειρησιακών μέσων.

.~`~.
ΙΙ

Ποτέ άλλοτε η δυτική Εύρώπη δέν ευρέθηκε τόσο ιστορικά άμήχανη όσο κατά τά τελευταία χρόνια. Ουτε κάν γιά τήν ανατολική Ευρώπη δέν βρέθηκε νά διαθέτη ή δυτική μίαν άντίληψη συνύπαρξης.
Απόδειξη της ολικής αγνόησης (όχι άγνοιας) της πνευματικής ιστορίας της ανατολικής Ευρώπης (μια ιδιαιτερότητα που υποβάλλεται ακριβώς από την συνύπαρξη με τις πολιτιστικές αξίες του ανατολικου ημισφαιρίου καί πού στήν λογοτεχνία θά όδηγήση στην δημιουργία όλοκλήρων σχολών καί ρευμάτων, όπως ο Σαρματισμος π.χ. στην Πολωνία) είναι ακριβώς οι απόψεις που επεκράτησαν μετά τη πτώση των συνόρων. Η πρώτη θεωρία ήταν η «θεωρία του απορροφητήρος» (!) -«Staubsauger theorie»-, δια της οποίας το όλον θέμα της ανατολικής Ευρώπης ελύετο δι'οικονομικής... απορροφήσεως. Αλλα πως ομως - αποικιοκρατικά ή πολιτικά καί ιστορικά; Έπ'αυτού βεβαίως δεν ηταν δυνατόν νά ύπάρχη άπάντηση, και δεν υπαρχει ακόμη φυσικά, και δια τούτο εφευρέθηκε ό νέος όρος του «βλέποντας και κανοντας»... Κρατώντας ή ανατολική Ευρώπη τήν πολιτιστική της ιδιομορφία καί μή εξανεμίζοντάς την σέ στατιστικά νούμερα και σε πίνακες των κομπιούτερ, θα προσδωση ισως ακομη μια φορά τις πνευματικές ώθήσεις πρός την δυτική, όπως καί στόν μεσαίωνα, γιά μιά ενιαία καί φυσιολογική περί Ευρώπης άντίληψη. Μιά άντίληψη που δέν μπορεί νά ολοκληρωθή παρά μόνο διά τής νέας ιστορικής λειτουργίας του μεσογειακου οργανισμού. Ένα αναγκαστικό προστάδιο πού θά περάση ή δυτική Ευρώπη πρό αυτής της ολοκλήρωσης, θά ειναι ακριβώς ο... εθνικοσοσιαλισμός. Είναι ή αναγκαστική πολιτική τάξη πραγμάτων που απορρέει άπό τήν ιδεολογία τής «ευμάρειας» καί τών «οικονομικών θαυμάτων»!
Ο Δυτικοευρωπαίος που θά θέλη τήν καλοπέρασή του, θά θελήση «κοινοτικά σύνορα» καί «εθνική προστασία» έναντι τών ξένων. Θα πέση έτσι στις άκροδεξιές κυβερνήσεις, που θά του προσφέρουν «προστασία» καί απομονωτισμό. Και επειδή οί νέοι πόλεμοι θά αποδειχθούν μάλλον αδύνατοι, θά βρεθή έτσι μιά σύμμετρη αντίληψη περί Ευρώπης. Ο έθνικοσοσιαλισμός αυτός, που θά έχη επίσης τό έμβλημα τής δημοκρατίας, δέν θά είναι ό παλαιού τύπου εθνικός ανταγωνιστικός εθνικοσοσιαλισμός. Θα είναι απλώς μιά ιδεολογία τής κεκτημένης καλοπέρασης, τής «αναπτύξεως», που δέν θά προσφέρεται γιά διάλογο μέ κανέναν. Καί ακριβώς έτσι θά προκύψη τό νέο, διότι ή δυτική Ευρώπη θά υποχρεωθή νά προσβλέψη στις πραγματικότητες. Άκόμη είναι άγνωστο έν ονόματι ποίου ή Ευρωπαϊκή Ένωση «μεσολαβεί» γιά τήν «ειρήνη στά Βαλκάνια». Την ειρήνη όλοι βέβαια τήν επιθυμούν, ποιά όμως είναι ή βάση έπί τής όποίας στηρίζονται οί «ειρηνευτικές προσπάθειες» τής Ευρωπαϊκής Ένωσης; Άφού καμμιά θεωρία δέν υπάρχει, κανένα σχέδιο τής Ευρωπαϊκής Ένωσης ως προς την σχέση της με τήν μεσογειακή περιοχήκαί την άνατολικη Ευρώπη, καμμιά ιδεολογική προσέγγιση των πνευματικών μεσογειακών κόσμων ή καποια ένδειξη πώς κάτι τέτοιο είναι έπιθυμητό (η ιδεολογία του «ισλαμικού κινδύνου» είναι ικανή απόδειξη), ποιές είναι οι αρχές νομιμότητος βάσει τών όποίων η Ευρωπαϊκή Ένωση άσκεί, τήν μεσολαβητική της πολιτική; Καί πώς μεσολαβεί γιά τά Βαλκάνιακαί σιωπά γιά τό Κουρδικό, που έχει άμεση σχέση αίτίου καί αίτιατου;Μπορούν νά λυθούν μερικώς καί μέ σιωπηρά ημίμετρα, δηλαδή χωρίς μιαν γενικώτερη γεωπολιτική θεώρηση πού όφείλουν όλοι νά ξέρούν, τά προβλήματα του μεσογειακού χώρου, στόν οποίον καί ή δυτική Ευρώπη υπάγεται; Άλλά οί τακτικές αυτές δέν είναι αναίτιες...

Διότι εκείνο που ενδιαφέρει ειναι ότι μέ τις τρέχουσες διαχειρίσεις δέν είναι δυνατόν νά λυθή το Κουρδικό, που ειναι το πιο έπείγον όλων τών προβλημάτων. Χωρίς λύση τού Κουρδικού όμως δέν μπορει ή Τουρκία νά παίξη κανένα ένεργό ρόλο στήν περιοχή τής Μαύρης Θαλάσσης, διότι θά παραμένη πάντοτε ένας άρρωστος πολιτικά καί κοινωνικά όργανισμός. Τόν τεράστιο καί όργανικό ρόλο τής Μικράς Ασίας ώς πρός τήν Μαύρη Θάλασσα τόν ξέρομε έδώ καί 2.500 χρόνια καί πιό κάτω θά τόν ιδούμε άπό μερικές άπόψεις καλύτερα. Χωρίς αυτόν τόν παράγοντα, όμως, χωρίς τόν παράγοντα Τουρκία δηλαδή, δέν μπορει νά λειτουργήση η Μαύρη Θάλασσα, τόσο ώς πρός τά Βαλκάνια (διά τής Ρουμανίας καί Βουλγαρίας - έξ ου καί η άνάγκη ενός ενιαίου χώρου Μακεδονίας που νά ενώνη τό Ιόνιο μέ τό Αίγαίο καί την Μαύρη Θάλασσα), όσο καί ώς πρός τήν Ουκρανία καί τις χώρες τού Καυκάσου. Καί χωρίς Μαύρη Θάλασσα καί Βαλκάνια, δέν μπορει νά λειτουργήση καί όλος ό μεσογειακός οργανισμός. παραβλεπομένων όλων αύτών, είναι μάλλον λεκτική ύπερβολή ή όποιαδήποτε «νέα τάξη» τού κόσμου... Να πούμε ότι η Ούκρανία, η Γεωργία, η Βουλγαρία, η Ρουμανία ή η Ουγγαρία άπετίναξαν τήν «δικτατορία», γιά νά περάσουν μέ τήν «ελευθερία» καί τήν «δημοκρατία» στήν μόνιμη υπανάπτυξη, ή νά περιμένουν άπ'τις ελεημοσύνες τής Ευρωπαϊκής Ενωσης καί τών διεθνών ταμείων, ειναι κάπως παράλογο, άφού έχουν τήν φυσική δυνατότητα νά άναπτυχθουν.
Είναι όμως καί ή άναγκαστική εκδοχή μέ άλυτο τό Κουρδικό. Δυστυχώς αυτή είναι ή φυσική διασύνδεση τών πραγμάτων... Λύση όμως τού Κουρδικού -έστω καί κατά μιά μείζονα αυτονομία τών Κούρδων (πράγμα πού θ'άργήση νά τους χρησιμεύση, διότι άκριβώς λόγω τής διαιρέσεως θά πέσουν σέ... δυναστικούς πολέμους)- σημαίνει κατάργηση του Ιράκ ώς κράτους. Διότι ή κρατική ύπαρξη του Ιράκ στηρίζεται άκριβώς στήν Μοσούλη. Μιά καί τά άραβικά κράτη ξέρουν καλύτερα τά μεταξύ των «μυστικά», τό 1958 η Συρία καί η Αίγυπτος άκριβώς τήν Μοσούλη προσπάθησαν νά ξεκολλήσουν άπό τό Ιράκ μέ τήν πολιτική τού στρατηγού Κασσέμ. Αλλά ούτε καί τό νέο καθεστώς τού Κασσέμ μπορούσε νά προσχωρήση στις ιδέες τού παναραβισμού τού Νάσσερ, αφού ή ύπαρξη τού κράτους του έξηρτάτο άκριβώς άπό τούς Κούρδους τής Μοσούλης πού δέν ήσαν Αραβες...
Σίγουρα τό κράτος τού Ισραήλπολεμά για τήν «ασφάλειά» του, αυτό όμως δέν σημαίνει πώς εξασφαλίζει έτσι καί τήν ιστορική επιβίωση του, άκόμη κι'άν δεκαπλασιασθή. Διότι αύτή έξαρτάται άπό τις ιστορικές σχέσεις πού μπορεί νά άναπτύξη με τον ισλαμικό κόσμο και όχι από τα όπλα. Υπό άλλες συνθήκες το Ισραήλ θά μπορούσε νά παίξη ένα θετικό ρόλο, οί συνθήκες όμως αυτές βλέπομε πώς δέν προβλέπονται. Πρέπει έξ άλλου νά παραδεχθούμε ότι ουδέποτε άνεγνωρίσθη κατά τό παρελθόν, ότι είναι δυνατόν νά ύπάρξουν προβλήματα που θά μπορούσαν νά είχαν τις μακροπρόθεσμες άντανακλάσεις των στήν ίδια τήν Εύρώπη...

.~`~.
ΙΙΙ

Στις μέρες μας το Ιράκ και η Παλαιστίνη αποτελούν το μέγιστο σημείο των δύο άκρων του μοιρογνωμονίου, που μεσολαβεί μεταξύ των διεθνών συνόρων της Μέσης Ανατολής και των πραγματικών στοιχείων... Στο εξής είναι αδύνατο να διορθωθεί η ένταση στη Μέση Ανατολήμεταξύ των υφιστάμενων διεθνών νομικών συνόρων και της de facto κατάστασης, δίχως να γίνουν σαφείς ρυθμίσεις αναφορικά με τα πεδία πολιτικής κυριαρχίας της Παλαιστίνης και του Ιράκ, τα οποία αποτελούν δύο χρονίζοντα πεδία αβεβαιότητας. Στο επίκεντρο των προβλημάτων που κινούνται επί του ανάλογου άξονα τόσο στο περιφερειακό επίπεδο όσο και στο επίπεδο του Ιράκ, βρίσκεται το ζήτημα του Βορείου Ιράκ και το «Κουρδικό ζήτημα».
Ο σημαντικότερος λόγος αδυναμίας της εν λόγω γεωγραφικής έκτασης [του Κουρδιστάν], η οποία κατέχει από άποψη διέλευσης μια τόσο σημαντική θέση, να συγκροτίσει μια εσωτερική γεωπολιτική ολότητα είναι η απουσία άμεσης θαλάσσιας σύνδεσης. Αυτό καθιστά αναπόφευκτη την ολοκλήρωση της με μια χώρα της εν λόγω γεωγραφίας η οποία διαθέτει έξοδο στη θάλασσα. Ακόμη και οι εγγυήσεις παροχής ασφάλειας μιας παγκόσμιας κλίμακας μεγάλης δύναμης δεν επαρκούν για να καταστήσουν την εν λόγω γεωγραφική έκταση έναν ανεξάρτητο γεωπολιτικό χώρο. Οι μεγάλες δυνάμεις, οι οποίες γνωρίζουν αυτό, διατηρούν το θέμα στην επικαιρότητα ως σημαντική παράμετρο στις σχέσεις τους με τις περιφερειακές δυνάμεις...


Στο γεωοικονομικό υπόβαθρο του «Κουρδικού ζητήματος» βρίσκεται η ισορροπία πετρελαίου-νερού-πετρελαίου, που αναπόφευκτα έχει διαμορφωθεί από τη γεωπολιτική δομή της περιοχής. Ο γεωοικονομικός άξονας που συνδέει τα πετρέλαια του Καυκάσου και της Κασπίας διαμέσου της υδάτινης λεκάνης της Μεσοποταμίας στις πετρελαϊκές πηγές του Περσικού κόλπου, συνιστά άλλο ένα σημαντικό στοιχείο που παρασύρει την περιοχή στη δίνη του διεθνούς ανταγωνισμού... Στη γεωπολιτική/γεωεθνική βάση του «Κουρδικού ζητήματος» βρίσκεται το γεγονός ότι ο κουρδικός πληθυσμός βρίσκεται εγκατεστημένος στα πεδία επιρροής των άλλων τριών εγκατεστημένων στοιχείων της Μέσης Ανατολής, τα οποία είναι οι τουρκικοί, οι αραβικοί και οι περσικοί πληθυσμοί... Αυτή η αλληλεπίδραση της γεωεθνικής συγκρότησης και των πεδίων γεωοικονομικών πόρων αποτελεί πηγή νέων σεναρίων κρίσεων στα σχέδια αναφορικά με το μέλλον της Μέσης Ανατολής. Τα μελλοντικά σχέδια, που επικεντρώνονται επί της εν λόγω διαπίστωσης, συνίστανται στη μετατροπή του Μεσανατολικού ζητήματος, το οποίο κατά το δεύτερο ήμισυ του 20ου αιώνα ταυτίστηκε με την αραβοϊσραηλινή διένεξη με άξονα την Παλαιστίνη σε μια τουρκοαραβοϊρανική ένταση επικεντρωθείσα κατά το πρώτο ήμισυ του 21ου αιώνα επί του «Κουρδικού ζητήματος»... Το Μεσανατολικό ζήτημα, που προηγουμένως είχε τεθεί σε σημαντικό βαθμό στη βάση της εξίσωσης Παλαιστίνης-πετρελαίου, επιχειρήθηκε κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας να μετατραπεί σε μια εξίσωση Κουρδικού-υδάτινων πόρων...
Από την εκτεθείσα πλευρά προκαλεί το ενδιαφέρον κατά τη μεταψυχροπολεμική περίοδο η διάσταση του συγχρονισμού (που έχουν τρία ζητήματα): Το Παλαιστινιακό, το θέμα του Ιράκ και το Κουρδικό.
Κατά τα χρόνια της δεκαετίας του ενενήντα μετά τον πόλεμο του Κόλπου, η μετατόπιση της περιοχής ειρήνης της Μέσης Ανατολής σε αντίθεση με τις προηγούμενες περιόδους προς τον άξονα της Παλαιστίνης-Ιορδανίας και της περιοχής πολέμου και της κρίσης προς τον άξονα του Ιράκ-Περσικού κόλπου ενέχουν ιδιαίτερη βαρύτητα ως προς τη νέα τροπή των πραγμάτων.
Η μετατόπιση του επίκεντρου της νέας κρίσης προς το Ιράκ είναι εξαιρετικά σημαντική, διότι το Ιράκ διαθέτει ένα χαρακτηριστικό, το οποίο εμπερικλείει όλες τις αντιφάσεις των γηγενών μουσουλμανικών πληθυσμών της Μέσης Ανατολής. Το Ιράκ, το οποίο το εμπεριέχει, από τη μία, Τουρκμανικά-Κουρδικά-Αραβικά-Περσικά εθνοτικά στοιχεία και, από την άλλη, τα σουνιτικά-σιιτικά δογματικά στοιχεία και που αντικατοπτρίζει τα εν λόγω στοιχεία στις εσωτερικές περιφερειακές του ισορροπίες, έχει καταστεί γεωπολιτικό, γεωπολιτισμικό και γεωοικονομικό κλειδί της Μέσης Ανατολής...
Ο ευρύτερος κίνδυνος, ικανός να απειλήσει την περιφερειακή ειρήνη σχετικά με το εγγύς μέλλον της Μέσης Ανατολής, έγκειται στην πρόκληση μιας εθνοτικού χαρακτήρα σύγκρουσης μεταξύ τουρκικών, περσικών, αραβικών και κουρδικών στοιχείων και η μετατροπή του σε μια γάγγραινα, η οποία θα αποτελεί πηγή διαρκών προβλημάτων.

.~`~.
Επίλογος

Είναι ευδιάκριτος ο μαρκοπρόθεσμός στρατηγικός σχεδιασμός των ΗΠΑ και η αρχή η οποία διέπει τόσο την αβεβαιότητα και τις εσωτερικές αντιμαχίες στο Βόρειο Ιράκ όσο και ό,τι αφορά το καθεστώς τριχοτόμησης του Ιράκ: Την αναγωγή των κρατών της περιοχής όσο το δυνατόν σε μικρότερης κλίμακας μονάδες ελαχιστοποιώντας έτσι τον αριθμό χωρών που είναι ικανές να συγκεντρώσουν περιφερειακή ισχύ, εξακολουθώντας να παρεμβαίνουν στην περιοχή εκμεταλλευόμενες τις εσωτερικές αντιπαλότητες και συμμαχίες των εν λόγω μικρής κλίμακας μονάδων [«Βαλκανοποίηση» της Μέσης Ανατολής ονομάζεται αυτό. Όταν γίνει κατανοητό τι συνέβη τότε στα Βαλκάνια, θα γίνει κατανοητό και τι συμβαίνει τώρα στη Μέση Ανατολή, έγραψα πριν λίγο καιρό]. Αυτός ο στρατηγικός υπολογισμός αποβλέπει στο να παρεμποδίσει να κλονιστεί ο χαρακτήρας του ατλαντικού άξονα ως στηρίγματος του παγκόσμίου συστήματος, ώστε να συνεχίσει να εκτελεί χρέη μεσολαβητή (arbiter) απέναντι στα παγκόσμια κέντρα ισχύος. Η μείωση της ισχύος των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή θα σημάνει μεγάλη μείωση και της θέσης ισχύος τους απέναντι στην Ευρώπη και την Ανατολική Ασία. Ο διαχωρισμός της Μέσης Ανατολής σε μικρότερης κλίμακας κέντρα ισχύος εμφανίζει επίσης μια απόλυτη αρμονία με τα στρατηγικά σχέδια του Ισραήλ [ισχυρίζεται ο συγγραφέας].
I και III από Το Στρατηγικό Βάθος, Εκδ. Ποιότητα

Η νέα αμερικανική πολιτική όχι μόνο δεν φαίνεται διατεθειμένη να καταργήσει τα κράτη-καρκινώματα εις βάρος των περιοχών, αλλά σκοπεί ευθέως στον πολλαπλασιασμό τους. Οι νέες «βάσεις» της αμερικανικής πολιτικής, όπως αυτή αρχιτεκτονείται στα κείμενα ύπατων επιτελών της είναι η βαλκανοποίηση της υφηλίου και η καλλιέργεια της ελεγχόμενης αναρχίας ως άλλοθι ασκήσεως της... Το πρόβλημα λοιπόν δεν είναι πως θα πάψουν τα Βαλκάνια να είναι πολιτικώς Βαλκάνια και να ενσωματωθούν οργανικώς στην παγκόσμια παραγωγή, αλλά πως θα βαλκανοποιηθούν περαιτέρω άλλες «χρήσιμες» περιοχές... Το μόνο κακό στην προκειμένη περίπτωση είναι ότι η Αμερική εταύτισε ιδεολογικά τον εαυτό της με τον κόσμο. Οι θεωρητικές αρχές του συστήματος της αξιούν γενικήν ισχύ, και εδώ βέβαια υποκρύπτεται ο κίνδυνος του «πολέμου των πολιτισμών», δηλαδήτης πλανητικής αναρχίας.
Γεράσιμος Κακλαμάνης
Το μέλλον της Ε.Ε...

.~`~.
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική

I) Η Γάζα και το νέο στρατηγικό «μέτωπο» του Ισραήλ, II) Καλωσορίσατε στην Τρίτη Ιντιφάντα και III) Egypt: still American, Russian, or what?

$
0
0
.
.~`~.
I
Η Γάζα και το νέο στρατηγικό «μέτωπο» του Ισραήλ

Η επιχείρηση του ισραηλινού στρατού στη Γάζα και οι συνεχιζόμενες επιθέσεις εντός της Δυτικής Όχθης από παραστρατιωτικές ομάδες Ισραηλινών εποίκων εναντίον Παλαιστινίων δεν αποτελούν βέβαια «απάντηση» στην δολοφονία των τριών Ισραηλινών εφήβων. Προφανώς αποτελούν τα δύο σκέλη ενός σχεδίου του Ισραήλ για αποδυνάμωση ή και εξάλειψη της Χαμάς ως στρατιωτικής και πολιτικής δύναμης. Σημαντικές δεξαμενές σκέψης που καλύπτουν σχεδόν όλο το πολιτικό φάσμα του Ισραήλ, προτρέπουν όχι απλά για αεροπορικές επιθέσεις και επιλεκτικές χερσαίες επιχειρήσεις αλλά για ανακατάληψη της Λωρίδας της Γάζας για ορισμένο χρονικό διάστημα ώστε να εφαρμόσουν τις τακτικές που εφαρμόστηκαν το 2002 κατά την επιχείρηση «Αμυντική Ασπίδα» εναντίον της δεύτερης παλαιστινιακής Ιντιφάντα.
*
Το προσδοκώμενο αποτέλεσμα είναι η ολοκληρωτική καταστροφή των στρατιωτικών υποδομών και της οργανωμένης βάσης της Χαμάς. Εκείνο που ενδιαφέρει ιδιαίτερα είναι η διάλυση του δικτύου πληροφοριών της Χαμάς που αποδεικνύεται πολύ αποτελεσματικό στην αντιμετώπιση της ισραηλινής διείσδυσης. Αν δεν επιτευχθεί η πλήρης καταστροφή των δυνατοτήτων της οργάνωσης, θα έχει τουλάχιστον αποδυναμωθεί τόσο πολύ η Χαμάς ώστε να αμφισβητηθεί στρατιωτικά από τζιχαντιστικές οργανώσεις τύπου αλ-Κάιντα που δρουν στη Λωρίδα και οι οποίες βρίσκονται σήμερα υπό απηνή διωγμό από αυτήν. Μάλιστα ισραηλινοί αναλυτές χρησιμοποιούν ως παράδειγμα το ασαντικό καθεστώς στη Συρία που πέτυχε να στρέψει τους τζιχαντιστές εναντίον της υπόλοιπης αντιπολίτευσης. Το μόνο που προβληματίζει τις αναλύσεις αυτές είναι ότι, με δεδομένη την πληθυσμιακή πυκνότητα της Λωρίδας, μια επιχείρηση ανακατάληψης θα σημαίνει παλαιστινιακό λουτρό αίματος. Δεν φαίνεται ωστόσο να προβληματίζει η πιθανότητα δημιουργίας χάουςπου θα επεκταθεί και στο ήδη ιδιαίτερα ασταθές Σινά. Από την άλλη πλευρά, η Χαμάς βρίσκεται σε ιδιαίτερα δύσκολη κατάσταση. Η οικονομική κατάσταση στη Λωρίδα της Γάζας γίνεται απελπιστική και η πολιτική της στήριξη αμφισβητείται από άλλες οργανώσεις, όπως ο Ισλαμικός Τζιχάντ και ομάδες της νεολαίας. Τα εξωτερικά στηρίγματα της αποδυναμώνονται, μετά τη ρήξη της εξόριστης ηγεσίας της με τον Άσαντ, την αποχώρηση από τη Δαμασκό και την σχετική ψύχρανση των σχέσεων της με την Τεχεράνη.
Η επιλογή του χρόνου της επιχείρησης δεν σχετίζεται μόνο με την κατάσταση στα Παλαιστινιακά Εδάφη και την προσπάθεια συγκρότησης κυβέρνησης εθνικής ενότητας. Το Ισραήλ αντιλαμβάνεται ότι η Μέση Ανατολήέχει πια εισέλθει σε μια νέα περίοδο αστάθειας. Οι τεκτονικές πλάκες στις οποίες είχε στηριχθεί το περιφερειακό οικοδόμημα της Μέσης Ανατολής έχουν αρχίσει να κινούνται και η ηφαιστειακή λάβα έρχεται στην επιφάνεια. Τα σύνορα που χαράχθηκαν υπό δυτική επιρροή και διατηρήθηκαν για περίπου έναν αιώνα αμφισβητούνται στην πράξη. Καθεστώτα στην Αίγυπτο, τη Λιβύη, τη Συρία, φιλικά ή εχθρικά, πάντως προβλέψιμα, ανατρέπονται ή κλυδωνίζονται σοβαρά. Κράτη που αποτελούσαν βασικούς πυλώνες της δυτικής επιρροής, όπως η Τουρκία και η Σαουδική Αραβία, απομακρύνονται περισσότερο ή λιγότερο από τις αμερικανικές επιλογές στην περιοχή και ακολουθούν διαφορετικές τακτικές και στρατηγικές. Το Ιράν αποκτά εκ των πραγμάτων την ηγεμονική θέση που αποζητούσε με τεράστιο όμως κόστος και συνεχή αφαίμαξη στην προσπάθειά του να στηρίξει τα φιλικά προς αυτό καθεστώτα στη Συρία και το Ιράκ. Αναπτύσσονται νέες κρατικές οντότητες ή ημι-κρατικά υβρίδιαόπως το ιρακινό και το συριακό Κουρδιστάν ή η περιορισμένη εδαφική βάση του Ισλαμικού Κράτους του Ιράκ και της Μείζονος Συρίας (ΙΚΙΣ) στο κεντρικό Ιράκ και την ανατολική Συρία. Μη κρατικοί δρώντεςόπως η Χεζμπολλά και το ΙΚΙΣ αποκτούν πραγματικά διεθνή ρόλο παρεμβαίνοντας ανοικτά στο εσωτερικό άλλων κρατών. Το δεύτερο μάλιστα απειλεί πια άμεσα τη σταθερότητα του ιορδανικού βασιλείου, του τελευταίου «κράτους-αναχώματος» πριν το Ισραήλ. Τέλος, η αμερικανική στρατηγική γίνεται όλο και πιο θολή, αμφιταλαντευόμενη μεταξύ της άμεσης επέμβασης και της εκ του μακρόθεν επιρροής επιτυγχάνοντας περιφερειακές συνεννοήσεις με δυνάμεις όπως η Τουρκία, η Σαουδική Αραβία ή και το Ιράν ακόμα εφ'όσον επιλυθεί το πρόβλημα του πυρηνικού προγράμματός του.
Απέναντι σε αυτές τις αλλαγές το Ισραήλ απαντά με δύο τρόπους. Πρώτον, με το να προσπαθεί να εξαλείψει τις απειλές στο παλαιστινιακό μέτωπο με διπλή επιχείρηση, στρατιωτική στη Γάζα και παραστρατιωτική, των εποίκων, στην Δυτική Όχθη. Αυτό σημαίνει ότι το σύνολο σχεδόν της πολιτικής ελίτ του Ισραήλ έχει καταλήξει στη θέση ότι δεν υπάρχει πιθανότητα ειρήνης με τους Παλαιστινίους και ότι η λύση των δύο κρατών δεν υφίσταται πλέον [Shimon Peres Steps Down as Israel's President... He said Israel's future as a democratic Jewish state depends on a peace-based two-state solution... His replacement is right-wing parliamentarian Reuven Rivlin - an opponent of a two-state solution]. Το Ισραήλ χάνει έτσι τον δημοκρατικό χαρακτήρα του και μετατρέπεται σε μια Νότιο Αφρική, ένα κράτος-απαρτχάιντ λίγες εκατοντάδες μίλια από την Ευρώπη. Μια τέτοια εξέλιξη θα αλλάξει άρδην και τον χαρακτήρα, τη στρατηγική και τις τακτικές του παλαιστινιακού κινήματος μετατρέποντάς το από εθνικο-απελευθερωτικό κίνημα σε κίνημα ανθρωπίνων, πολιτικών και κοινωνικών, δικαιωμάτων όπως το νοτιοαφρικανικό.
Δεύτερον, η στρατηγική του Ισραήλ αποσκοπεί στην σύμπηξη μιας συμμαχίας εναντίον των «δολιοφθορέων της ειρήνης», δηλαδή του Ιράν, της Χεζμπολλά, των σιιτών του Ιράκ, της Χαμάς και των Αδελφών Μουσουλμάνων στην περιοχή. Πιθανοί εταίροι σε μια τέτοια συμμαχία θα ήταν η Σαουδική Αραβία, η Αίγυπτος, η Ιορδανία και γιατί όχι, ένα ανεξάρτητο κουρδικόκράτος στο βόρειο Ιράκ. Παρά τις λεκτικές επιθέσεις και τη γραφειοκρατική ρητορική τύπου Αραβικού Συνδέσμου εναντίον της ισραηλινής επίθεσης, μια τέτοια συμμαχία, παρότι φαίνεται ετερόκλητη, είναι πιθανή. Συνεκτική ουσία της είναι η απειλή μιας πιθανής ιρανική ηγεμονίας, η πολιτική παρουσία των Αδελφών, η απρόβλεπτη συμπεριφορά της ερντογανικής Τουρκίας και βέβαια η διστακτικότητα των ΗΠΑ. Θα καταφέρει όμως μια τέτοια συμμαχία να συγκρατήσει τη λάβα από την κίνηση των τεκτονικών πλακών της ιστορίας; Ίδωμεν...




.~`~.
II
Καλωσορίσατε στην Τρίτη Ιντιφάντα
Μετά την Γάζα, η εξέγερση της Παλαιστίνης θα εξαπλωθεί στην Δυτική Όχθη

Δεδομένης της έντασης του συνεχιζόμενου πολέμου μεταξύ της Χαμάς και του Ισραήλ στην Γάζα, είναι εύκολο να ξεχνάμε ότι η τρέχουσα κρίση ξεκίνησε σε ένα διαφορετικό μέρος τής Παλαιστίνης. Η απαγωγή και η δολοφονία τριών Ισραηλινών εφήβων στην Δυτική Όχθη οδήγησε στην σοβαρή ισραηλινή καταστολή τής Χαμάς, η οποία απάντησε με ένα μπαράζ ρουκετών κατά του Ισραήλ από την Γάζα. Εν τω μεταξύ, η δολοφονία ενός παλαιστίνιου εφήβου από Εβραίους εξτρεμιστές πυροδότησε αρκετές ημέρες βίαιων διαμαρτυριών από τους Παλαιστίνιους στην ανατολική Ιερουσαλήμ και αλλού. Η αλλαγή τού τόπου διεξαγωγής των συγκρούσεων εξυπηρέτησε τα συμφέροντα του Ισραήλ, εκτρέποντας την σύγκρουση μακριά από τις ευαίσθητες και στρατηγικά ευπαθείς περιοχές. Για τους Ισραηλινούς πολιτικούς, άλλος ένας συγκεντρωμένος πόλεμος εναντίον τής Γάζας ήταν προτιμότερος από την πιθανότητα μιας νέας εξέγερσης της Δυτικής Όχθης εναντίον τού Ισραήλ, παρόμοια με τις λεγόμενες intifadas που σημειώθηκαν στα τέλη τής δεκαετίας τού 1980 και στις αρχές τής δεκαετίας τού 2000. Σε αντίθεση με αυτά που μπορεί να ήλπιζαν οι Ισραηλινοί, όμως, ο σημερινός πόλεμος έχει κάνει μια τρίτη ιντιφάντα περισσότερο, όχι λιγότερο, πιθανή.
Στο μεγαλύτερο μέρος τής περασμένης δεκαετίας, η εκ των πραγμάτων πολιτική τού Ισραήλ ήταν να εμβαθύνει την παλαιστινιακή γεωγραφική και πολιτική διαίρεση, διατηρώντας το σχίσμα μεταξύ της κυριαρχούμενης από την Φατάχ, Παλαιστινιακής Αρχής (ΠΑ) στην Δυτική Όχθη και την -κυβερνώμενη από την Χαμάς- Λωρίδα τής Γάζας. Παρά το γεγονός ότι η σημερινή ισραηλινή κυβέρνηση δεν έχει κρύψει την αντίθεσή της σε κάθε παλαιστινιακή κυβέρνηση που περιλαμβάνει ή έστω αποδέχεται την Χαμάς, την οποία θεωρεί ως επικίνδυνη τρομοκρατική οργάνωση που είναι πέρα από τον πολιτικό χώρο, η ισραηλινή πολιτική τής απομόνωσης της Γάζας από την Δυτική Όχθη άρχισε πριν από την άνοδο της Χαμάς στην εξουσία. Στην πραγματικότητα, ήταν το κλείσιμο των συνόρων τής Γάζας στα τέλη τού 2005, λίγο αφότου το Ισραήλ απομάκρυνε μονομερώς εποίκους και στρατιώτες του από την Γάζα, που βοήθησε να ανοίξει ο δρόμος για την εκλογή τής Χαμάς και δημιούργησε τις προϋποθέσεις για τον ατελείωτο κύκλο τής βίας στην Γάζα που βλέπουμε σήμερα. Όπως το έθεσε τότε ο Dov Weissglas, ο επιτελάρχης τού πρώην πρωθυπουργού τού Ισραήλ, Αριέλ Σαρόν, η αποχώρηση του Ισραήλ από την Γάζα θα χρησιμεύσει ως «φορμαλδεΰδη..., έτσι ώστε δεν θα υπάρξει μια πολιτική διαδικασία με τους Παλαιστίνιους». Αφήνοντας την Γάζα χαλαρή, μαζί με το 1,5 εκατομμύριο Παλαιστινίους της, το Ισραήλ θα μπορούσε στην συνέχεια να επικεντρωθεί στην εδραίωση του ελέγχου του στην Δυτική Όχθη και στον εποικισμό της.
Έκτοτε το Ισραήλ, με την αμερικανική και διεθνή υποστήριξη, έχει αντιμετωπίσει το Παλαιστινιακό ως δύο ξεχωριστές συγκρούσεις, αντί για μια. Με το να διατηρείται η συνεργασία για την ασφάλεια και οι διπλωματικές σχέσεις με την Φατάχ στην Δυτική Όχθη, το Ισραήλ ήλπιζε να διατηρήσει την ηρεμία στις περιοχές που γειτνιάζουν με τα κύρια κέντρα τού πληθυσμού του, καθώς και στο ίδιο το έργο τού εποικισμού. Την ίδια στιγμή, με το να αντιμετωπίζει την Γάζα (που ελέγχεται από την Χαμάς) ως μια αέναη «εχθρική οντότητα», με μπλόκα σε αέρα, γη και θάλασσα, το Ισραήλ διατηρούσε το δικαίωμα να πηγαίνει σε τακτά χρονικά διαστήματα σε πόλεμο εναντίον τής Γάζας, μια διαδικασία που οι Ισραηλινοί στρατιωτικοί αξιωματούχοι αναφέρονται ως «το κούρεμα του γκαζόν». Με τον τρόπο αυτό, το Ισραήλ θα απέφευγε την υποχρέωση να ασχοληθεί με τις βαθύτερες αιτίες τής σύγκρουσης, κυρίως την 46ετή κατοχή τής Δυτικής Όχθης και της Λωρίδας τής Γάζας. Αυτό έχει δημιουργήσει το χειρότερο όλων των πιθανών αποτελεσμάτων, αυξάνοντας ταυτόχρονα την πιθανότητα βίαιων συγκρούσεων με την Χαμάς, ενώ μειώνεται η πιθανότητα επίλυσης της σύγκρουσης με την Παλαιστινιακή Αρχή τού Αμπάς.
---------------------------------------------------------------
Η διαίρεση του Παλαιστινιακού και η αντιμετώπιση του ζητήματος ως δύο ξεχωριστές συγκρούσεις, μια στη λωρίδα της Γάζας υπό τη θρησκευτικο-ισλαμική Χαμάς και μια στη Δυτική όχθη υπό τη σοσιαλ-κοσμική Φατάχ, στοχεύει στην αποσύνδεση του θέματος της ασφάλειας του Ισραήλ από την κατοχή και στην αναγωγή και αποκλειστική σύνδεση του Παλαιστινιακού ζητήματος στη λωρίδα της Γάζας με το ζήτημα της τρομοκρατίας, μιας και, όπως παραθέτω στην ανάρτηση Μεσόγειος και Μέση Ανατολή σε μετάβαση: «ορισμένοι αναλυτές θεώρησαν, τουλάχιστον μετά την 11η Σεπτεμβρίου, ότι το Παλαιστινιακό δεν ήταν τίποτα άλλο παρά η τοπική έκφανση της ισλαμικής τρομοκρατίας», με ενδεχόμενη απώτερη στόχευση την εξής: 1) IDF's Gaza assault is to control Palestinian gas, avert Israeli energy crisis (the guardian)και 2) Russia preparing to develop Gaza gas field (Al-Monitor). Για υδρογονάναθρακες και ύδατα σε σχέση με τα προηγούμενα, εδώ δύο αναρτήσεις.
Αν δεν ισχύει μια τέτοια στόχευση, τότε ισχύει το σχόλιο του Ariel Ilan Roth: «Τα επιτεύγματα τακτικής τού Ισραήλ εναντίον τής Χαμάς δεν μπορούν να υποτιμηθούν. Αλλά δεν εξισώνονται με μια στρατηγική νίκη. Πόλεμος, όπως περίφημα δίδασκε ο Κλαούζεβιτς, είναι η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα. Οι πόλεμοι γίνονται για να επαναπροσδιορίζεται η πολιτική με τρόπο που να ωφελεί τον νικητή και να είναι επιζήμια για τον ηττημένο. Αλλά οι Ισραηλινοί έχουν χάσει την επαφή τους με την εν λόγω διάκριση».
Israel undermining its support in the west, Philip Hammond says. British foreign secretary refuses to say whether the country's shelling of Gaza is proportionate: Philip Hammond, the foreign secretary, has said Israel is undermining its support in the west but has refused to say whether the country's shelling of Gaza is proportionate... He repeated David Cameron's calls for an immediate humanitarian ceasefire... Ed Miliband has done the same but clearly opposed Israel's incursion into Gaza, despite "extreme provocation from Hamas". Nick Clegg, the Liberal Democrat leader, has gone even further by saying the Israeli response "appears to be deliberately disproportionate".
---------------------------------------------------------------
Για ένα διάστημα, η στρατηγική «διαίρει και βασίλευε» φαινόταν να λειτουργεί, χάρη σε μεγάλο βαθμό στις Ηνωμένες Πολιτείες και τις άλλες δυτικές δυνάμεις που αρνήθηκαν να αποδεχθούν την συμμετοχή τής Χαμάς στο Παλαιστινιακόενώ ουσιαστικά υποστήριζαν την πολιορκία τής Γάζας. Ο μύθος ότι το Ισραήλ θα μπορούσε με κάποιο τρόπο να κάνει ειρήνη με μια ομάδα Παλαιστινίων, ενώ την ίδια στιγμή να κάνει πόλεμο με μια άλλη τελικά συνετρίβη τον Απρίλιο, όταν η Φατάχ και η Χαμάς κατέληξαν σε μια νέα συμφωνία συμφιλίωσης, η οποία, για πρώτη φορά σε επτά χρόνια, εγκαθίδρυσε μια ενιαία παλαιστινιακή κυβέρνηση, τόσο στην Δυτική Όχθη και στην Γάζα [Netanyahu saw as the biggest threat to that strategy the reconciliation agreement between Hamas and Fatah, the dominant party in the Palestinian Authority]. Ωστόσο, παρά την ονομαστική ενότητα μεταξύ των δύο μεγαλύτερων πολιτικών παρατάξεων της Παλαιστίνης, η πολιτική ατζέντα τής καθεμιάς παραμένει σε μεγάλο βαθμό αλληλοαναιρούμενη. Η Φατάχ έχει αποκηρύξει την πολιτική βία και έχει δεσμευθεί σε μια διευθέτηση μέσω διαπραγματεύσεων με το Ισραήλ. Η Χαμάς - όπως δείχνει η τρέχουσα κρίση - διατηρεί το δικαίωμα να συμμετέχει στην ένοπλη αντίσταση. Η αδυναμία των παλαιστινιακών παρατάξεων να συμφωνήσουν σε μια κοινή στρατηγική είναι ένας λόγος για τον οποίο δεν έχουμε δει ακόμα την έκρηξη μιας πλήρους παλαιστινιακής εξέγερσης.
Ακόμη και εν μέσω της τρέχουσας σύγκρουσης στην Γάζα, ούτε η Φατάχ, ούτε η Χαμάς θεωρούν την παρούσα στιγμή ως ευνοϊκή για μια εξέγερση στην Δυτική Όχθη. Ο πρόεδρος της Παλαιστινιακής Αρχής, Μαχμούντ Αμπάς, ο οποίος αναφέρθηκε, στην προηγούμενη παλαιστινιακή εξέγερση ως «ένα από τα χειρότερα λάθη μας», καταλαβαίνει ότι η επιστροφή τής Φατάχ στον ένοπλο αγώνα θα επιφέρει σκληρή αντίδραση από το Ισραήλ, παρόμοια με την καταστροφή που είχε προκληθεί από την δεύτερη Ιντιφάντα δώδεκα χρόνια νωρίτερα, και θέτει σε κίνδυνο την πολυπόθητη σχέση της με τις Ηνωμένες Πολιτείες, αν εγκαταλειφθεί η συνεργατική διπλωματία και στην θέση της επιλεγεί ο ένοπλος αγώνας. Η Χαμάς, από την πλευρά της, ίσως να επιδιώκει να γλείψει τις πληγές της μετά από την παρατεταμένη αντιπαράθεση με το Ισραήλ και να ξαναχτίσει τις θέσεις της στην Γάζα, αντί να επεκτείνει τις προσπάθειές της στην Δυτική Όχθη.
Και οι δύο ομάδες, ωστόσο, θα μπορούσαν σύντομα να χάσουν την απροθυμία τους. Η μαζική στρατιωτική επιχείρηση του Ισραήλ στην Λωρίδα τής Γάζας - η τρίτη του σε λιγότερο από έξι χρόνια - έχει ήδη στοιχίσει την ζωή σε περισσότερους από χίλιους Παλαιστίνιους, η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων ήταν άμαχοι, ενώ 44 Ισραηλινοί, οι περισσότεροι από αυτούς στρατιώτες, έχουν επίσης σκοτωθεί. Ο θυμός για την μοίρα τού κακοποιημένου πληθυσμού τής Γάζας έχει προκαλέσει διαμαρτυρίες από τους συναδέλφους Παλαιστινίους τής Δυτικής Όχθης και στο Ισραήλ. Η κινητοποίηση της περασμένης εβδομάδας έξω από την Ιερουσαλήμ, η μεγαλύτερη που έχει δει εδώ και δεκαετίες η Δυτική Όχθη, ανανέωσε τις προβλέψεις μερί μιας επικείμενης τρίτης ιντιφάντα. Η σχετική επιτυχία τής Χαμάς στο πεδίο τής μάχης έχει ενισχύσει την δημοτικότητά της, ενώ τονίζει την αντιληπτή ανικανότητα του Αμπάς. Σύμφωνα με μια πρόσφατη δημοσκόπηση, από τότε που ξεκίνησε η κρίση στην Γάζα, η λαϊκή υποστήριξη προς την Χαμάς έχει ξεπεράσει την υποστήριξη προς την Φατάχ, για πρώτη φορά εδώ και αρκετά χρόνια. Ακόμα κι έτσι, οι περισσότεροι Παλαιστίνιοι κατανοούν τους περιορισμούς τής συμμετοχής σε ένοπλη πάλη ενάντια σε μια δεινή στρατιωτική δύναμη όπως το Ισραήλ. Ως εκ τούτου, παρά την πρόσφατη κατάρρευση των υπό αμερικανική ηγεσία ειρηνευτικών συνομιλιών, η διαπραγματευτική ατζέντα τού Αμπάς παραμένει σχετική.
Πιο σημαντικό, η συνεχιζόμενη καταστροφή στην Γάζα έχει αναγκάσει όλες τις παλαιστινιακές παρατάξεις για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια να συμπτυχθούν σε ένα μείζον πολιτικό θέμα (σε αντίθεση με τις διαδικαστικές ή διοικητικές υποθέσεις, οι οποίες ήταν στο επίκεντρο της πρόσφατης συμφωνίας συμφιλίωσης). Πράγματι, ένα από τα κύρια αιτήματα της Χαμάς ήταν να τηρήσει το Ισραήλ την συμφωνία συμφιλίωσης με την Φατάχ. Κατά τις προηγούμενες συγκρούσεις στην Γάζα, η ηγεσία στην Δυτική Όχθη ήταν απρόθυμη να στηρίξει ανοιχτά την Χαμάς. Αυτοί οι υπολογισμοί σαφώς δεν ισχύουν πλέον. Μια έντονα διατυπωμένη δήλωση που εξέδωσε ο Γενικός Γραμματέας τού Οργανισμού για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης, Yaser Abed- Rabbo, ένας ένθερμος αριστερός που δεν είναι γνωστός ως σύμμαχος της Χαμάς, ήταν γεμάτη επαίνους για την «γενναία αντίσταση» της Γάζας και υποστήριξε πλήρως τις απαιτήσεις τής Χαμάς για κατάπαυση του πυρός και μια πλήρη άρση του 7ετούς οικονομικού αποκλεισμού τής Γάζας.
Αυτό δεν σημαίνει ότι η Φατάχ θα συμμετάσχει σε μια ένοπλη πάλη τού είδους που η Χαμάς έχει εξαπολύσει από την Γάζα ή ότι η Χαμάς θα ενταχθεί σύντομα στην Φατάχ εγκρίνοντας τις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις με το Ισραήλ. Αλλά αυτό μπορεί να σημαίνει ότι και οι δύο παρατάξεις, έχοντας αποδεχθεί τούς εγγενείς περιορισμούς των αντίστοιχων σχεδίων τους, είναι έτοιμες να συνεργαστούν για την ανάπτυξη μιας νέας εθνικής ατζέντας που να συναντιέται στα μισά του δρόμου, για παράδειγμα με την δημιουργία μιας εκστρατείας μη-βίαιης πολιτικής αντίστασης και στα κατεχόμενα εδάφη και στην διασπορά. Με άλλα λόγια, ο συνεχιζόμενος πόλεμος στην Γάζα μπορεί να έπεισε τις δύο παρατάξεις για την ματαιότητα του να συνεχίσουν να εργάζονται για αντίθετους σκοπούς. Αν όχι, οι Παλαιστινιακές ελίτ έχουν κάθε λόγο να περιμένουν ότι η επόμενη Ιντιφάντα θα κατευθύνεται τόσο σε αυτές όσο και στην ισραηλινή κατοχή.
Υπό αυτή την έννοια, θα ήταν μάταιο για το Ισραήλ και τις Ηνωμένες Πολιτείες να αντιταχθούν στην παλαιστινιακή ενότητα και την πολιτική συνεργασία μεταξύ της Χαμάς και της Φατάχ. Στην πραγματικότητα, κάτι τέτοιο θα ήταν επιβλαβές όχι μόνο για τους Παλαιστίνιους αλλά για τα συμφέροντα του Ισραήλ καθώς και για τον στόχο μιας λύσης δύο κρατών. Το ανθρώπινο και υλικό κόστος που επιβαρύνει τους Παλαιστίνιους της Γάζας ήταν απαράδεκτα υψηλό. Αλλά οι ηθικές, πολιτικές, και ίσως ακόμη και οι νομικές συνέπειες της απομόνωσης και του κατά διαστήματα σφοδρού βομβαρδισμού τής Γάζας μπορεί κάποια μέρα να αποδειχθεί εξίσου δαπανηρό για το Ισραήλ. Αν και δεν είναι ακόμη σαφές το πώς ή το πότε θα τελειώσει η τελευταία κρίση στην Γάζα, μια επιστροφή στο status quo χωρίς να αντιμετωπιστεί οποιοδήποτε από τα βασικά ζητήματα της τρέχουσας κρίσης απλώς θα δημιουργήσει τον επόμενο πόλεμο στην Γάζα σε ένα ή δύο ή τρία χρόνια στο μέλλον. Τελικά, το θέμα τής ασφάλειας του Ισραήλ δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από την συνεχιζόμενη κατοχή του, συμπεριλαμβανομένης της συνεχιζόμενης πολιορκίας τής Γάζας.
Οποιαδήποτε ουσιαστική συμφωνία κατάπαυσης του πυρός θα πρέπει να περιλαμβάνει ένα συγκεκριμένο σχέδιο για το άνοιγμα των συνόρων τής Γάζας. 1,8 εκατομμύρια κάτοικοι της Γάζας έχουν υποφέρει για πάρα πολύ καιρό και δεν θα πρέπει να περιμένουν μια οριστική ειρηνευτική συμφωνία για να απολαύσουν κανονικές οικονομικές σχέσεις με τον έξω κόσμο. Αυτό θα δώσει επίσης την ευκαιρία στην Παλαιστινιακή Αρχή τού Αμπάς να αποκαταστήσει μια παρουσία στην Γάζα και να εδραιώσει την παλαιστινιακή ενότητα. Επειδή ούτε το Ισραήλ ούτε η Αίγυπτος εμπιστεύονται την Χαμάς, οποιαδήποτε ομαλοποίηση στα σύνορα της Γάζας θα απαιτήσει από την Παλαιστινιακή Αρχή να αστυνομεύει τις διελεύσεις των συνόρων τής Γάζας. Οι λεπτομέρειες μιας τέτοιας ρύθμισης θα πρέπει να εκπονηθούν σε πολυμερή βάση μεταξύ Αιγύπτου, Ισραήλ, Χαμάς και Παλαιστινιακής Αρχής τού Αμπάς. Όμως, προκειμένου να αποφευχθεί η αντίληψη ότι η Παλαιστινιακή Αρχή επιστρέφει στην Γάζα στις πλάτες των ισραηλινών αρμάτων μάχης, οι πραγματικοί όροι τής συμφωνίας θα πρέπει να κατοχυρώνονται σε μια εσωτερική συμφωνία μεταξύ της Παλαιστινιακής Αρχής και της Χαμάς, για παράδειγμα, ως τροποποίηση της συμφωνίας τής παλαιστινιακής συμφιλίωσης, και όχι ως μέρος τής συμφωνίας κατάπαυσης του πυρός με το Ισραήλ. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να εξασφαλιστεί, αφενός ότι όλα τα μέρη θα πάρουν κάτι από την συμφωνία, αφετέρου ότι ο καθένας έχει ένα μερίδιο σε αυτό που παίρνουν οι άλλοι επίσης.
Η επίτευξη μιας τέτοιας συμφωνίας θα είναι εξαιρετικά δύσκολη, ιδίως στο πλαίσιο του πολέμου και μετά από μεγάλη αιματοχυσία. Αλλά δεν είναι αδύνατη. Ίσως η μεγαλύτερη πρόκληση έγκειται στο να πεισθούν οι Αμερικανοί και ιδιαίτερα οι Ισραηλινοί ηγέτες για την ανάγκη να ξεπεράσουν την αντίστασή τους στην συμμετοχή τής Χαμάς στην παλαιστινιακή πολιτική. Αλλά και οι δύο χώρες πρέπει να αναγνωρίσουν ότι το status quo της διαιρεμένης ηγεσίας έχει κάνει απλώς πιο πιθανές και πιο συχνές τις βίαιες συγκρούσεις, κάτι που είναι πιθανό να φέρει ακόμη μεγαλύτερο κόστος για όλες τις πλευρές την επόμενη φορά. Την ίδια στιγμή, εάν ελπίζουν να αποφύγουν μια τρίτη ιντιφάντα, θα πρέπει να γίνουν σοβαροί σχετικά με τον τερματισμό της ισραηλινής κατοχής, μια για πάντα.

Khaled Elgindy
Πηγή
Foreign Affairs
(Council of Foreign Relations)

Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc. All rights reserved.


.~`~.
III
Egypt: still American, Russian, or what?

During most of its modern history, Egypt seemed to follow a more or less similar path in its foreign policy: it would align with one major power after another and would thus gain an advantageous position in the region. During the past two centuries, Great Britain, the Soviet Union, and the United States have replaced one another in more or less the same role. Amid the “new Cold War” trend being covered lately in the international press and Sisi’s recent visit to Moscow where he signed the first arms deal with Russia since the 1960’s, many have begun speaking of a renewal of the strategic relationship between the two countries and a consequent chill between Cairo and Washington.
*
The Egypt issue is part and parcel of the increasingly complex international and regional balance of power. Multipolarity in the international system, a highly visible yet mainly economic in nature Chinese presence in the Middle East, the rise of Russia both generally but mainly in the Near Abroad, the upcoming US energy independence, the Geneva talks on the Iranian nuclear programme and through it the changing US relationship with the Gulf, the Fertile Crescent and the Levant among others shape a new reality both in the international system and more specifically in the Middle East.
Slowly but steadily paving its way towards energy autonomy, the US is gradually about to lose another one of its original reasons for remaining in the Middle East. The other reasons used to rationalise its presence were the now long gone need for the containment of the USSR, the relatively recent war on terror, and the seemingly ready to be dealt with Iran’s nuclear policy. That, together with a new isolationist trend present in the US, is not to imply that Washington is leaving or about to leave the Middle East, but to suggest that there are now relatively fewer reasons for the US to spend its money, time, effort, and influence in the region. Thus, it is understandable that Washington seems less inclined to focus on issues such as Saudi and Israeli security, Libyan and Syrian integrity, as well as Iraqi and Egyptian stability. A new (seemingly less Americanised) reality is at hand in the Middle East and consequently, it is a natural reaction for other great powers to be attracted to the region, as well as for regional players to seek their presence.
Indeed, both Chinese and Russian investment and trade with Egypt have greatly increased. Cairo recently received a largely symbolic non-refundable grant of $24.7 million from Beijing with several high-level visits taking place between the two countries including ousted president Morsi’s visit to Beijing in 2012. Egypt’s relationship with Russia has also been rightly depicted as growing stronger, with several visits taking place, increased trends in FDI and trade, a $2 billion worth arms deal, and a Russian“proposal for Egypt to establish a free trade agreement with the Russia-dominated Customs Union”. Even if Chinese and Russian moves do change some of the standards which the US-Egypt relationship is based on, this trend does not appear to be of the greatest significance just yet. The fact that the US partially suspended military and economic aid to Egypt in October 2013 might provide an explanation as to why Egypt sought the Russian alternative, or why it might seek the Chinese in the future. Although the opening of Egypt to Russia closely resembles that of Cairo to Beijing, the latter relationship remains to be of lesser importance. In either case, it does not seem to represent anything more than simply acquiring new possible partners without abandoning the US. Just as China does not seem to represent a threat to Washington’s advantageous positioning in the Middle East, Russia also appears to be a relatively minor threat – at least for the time being. Russia has not been able to construct any worldwide alliance or extended sphere of influence, but only uneven and dominating relationships with countries mainly found in the Near Abroad. Its presence in the Middle East has been confined to supporting Assad in Syria and Iran’s right to nuclearisation. In short, as pointed out by the Washington Institute for Near East Policy, “there is no foreign partner that can replace Washington”, at least not so easily.
Nevertheless, Cairo might also try to raise American interest in Egypt once again, a possibility that becomes more likely when considering the fact that other US allies in the region (Saudi Arabia and the UAE) are actually financing the deal. Egypt’s move, along with those of Saudi Arabia and the UAE, might thus be viewed as a warning to the US that one-sided relationships cannot be maintained in a multipolar world. That in short, if the US is unwilling to pay, it will not be able to maintain its influence. As Elliot Abrams, analyst at the Council on Foreign Relations pointed out, “the arms deal between Egypt and Russia is a ‘symbolic message’”. Egypt, together with Saudi Arabia, “will continue to cooperate with the United States where they absolutely must. But they believe that they can no longer rely on Washington, as has been the case in recent decades. It is unclear whether the arms deal will be finalised, but if it is, it will underscore Egypt’s ongoing efforts to diversify the pool of suppliers for its defence needs as the country’s armed forces already field weaponry from the United States, France, and Russia – another example of decreasing dependency on Washington”.
This however does not mean that Egypt will or can necessarily go any further, even if it plans to. Russia’s aforementioned moves must be seen as a part of a larger picture including the rest of the Middle East and maybe even the Near Abroad. Moscow’s comeback in the 2000s has often been accompanied with opposition from Washington. This was visible mainly in the Caucasus, Central Asia, and Eastern Europe, but in the Middle East as well (Syrian civil war, Iranian nuclearisation). Russia seems to try and shake American influence off its traditional sphere and to extend its own power to other areas as well. Nevertheless, this could happen for another reason too: by creating problems for the US in the Middle East, Russia could try “to ensure that there are limits to how far Washington can push into the Russian periphery”. If this is true, this relationship could therefore be terminated by none other than Russia itself if its influence in the Near Abroad is consolidated and secured.
The larger picture is therefore quite complicated. In any case, the special relationship between Cairo and Washington does not seem to be in grave danger at the moment: Egypt has not jumped into Russia’s block, both because there is no such Middle Eastern block, as well as because this would not be so simple. Relationships as long and as deep as the one shared by Cairo and Washington are not to be easily ended, certainly not over what could be a temporary indecisiveness of the US or a rearrangement of the global balance of power, be it in the form of systemic, interactive, or systems change. In any one of these cases, Egypt would (and apparently does) wait for a more stable arrangement to emerge, so as to finally follow a more distinct path. To cut a long story short, Egypt is not as American as it was, but also definitely not Russian. It does however seem more than ready to reassess its options under Lord Palmerstone’s view of politics.




.~`~.
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική

*

Το πολιτισμικό υπόδειγμα και ο ανασχηματισμός της παγκόσμιας τάξης - μέρος γ´. Η Ισλαμική Αναβίωση.

$
0
0

Άμεσα σχετιζόμενες αναρτήσεις
Περισσότερες έμμεσα σχετιζόμενες αναρτήσεις στο τέλος

.~`~.
Πρόλογος

Είναι γεγονός ότι πρέπει να αναζητήσουμε την πηγή των πρώτων συγκεχυμένων ιδεολογικών εστιών του ισλαμικού (και του ισλαμιστικού, κατά συνέπεια) κινήματος στην περίοδο της Ισλαμικής Αναγέννησης, της Nahda. Πρέπει, βέβαια, να ορίσουμε, και ιδιαίτερα από μερικές σύγχρονες αραβικές αλλά και έγκριτες ευρωπαϊκές πηγές, την έννοια του αραβικού Μεσαίωνα. Ακόμη, πρέπει να τονίσουμε τον αρνητικό ρόλο που αποδίδουν οι αραβικές πηγές στην οθωμανική κατάκτηση των λαών τους, προσδιορίζοντας αυτήν την περίοδο ως το σημαντικότερο παράγοντα καθυστέρησης και «ύπνωσης» του αραβικού κόσμου. Ο L.Cardet αναφέρει χαρακτηριστικά: «Η κλασική περίοδος του μουσουλμανικού πολιτισμού αντιστοιχεί με τον ευρωπαϊκό Μεσαίωνα, ενώ στον ευρωπαϊκό αιώνα του Διαφωτισμού αντιστοιχεί χρονολογικά ο πραγματικός αραβικός Μεσαίωνας». Ο Abdel Azim Ramadan αναφέρει: «Η Τουρκοκρατία στους Άραβες ήταν εποχή [εφαρμογής] του ιμπεριαλισμού για τους αραβικούς λαούς και καθυστέρησε τον αραβικό κόσμο, εμποδίζοντας τον να ακολουθήσει την Ευρώπη στους πιο δύσκολους αλλά και εύφορους αιώνες της προόδους (16ος-19ος μ.Χ αι.). Η εποχή της Τουρκοκρατίας ήταν θλιβερή πολιτισμική κατάπτωση και ύπνωση». Βλ. επίσης: Bulletin of the Faculty of Arts vol.XVI: «Η Αραβική Αναγέννηση αρχίζει με το χωρισμό της Αιγύπτου από το οθωμανικό κράτος, το αίσθημα του αιγυπτιακού εθνικισμού και τον ενθουσιασμό για την αραβική γλώσσα στη θέση της τουρκικής... Ο χωρισμός των αραβικών χωρών από το τουρκικό κράτος είναι από τους δυναμικούς παράγοντες [εξέλιξης] γι‘ αυτές τις χώρες. Έτσι, μετά το τέλος του Α‘ Παγκ. Πολέμου, το Ιράκ, ο Λίβανος και άλλες αραβικές χώρες αποφάσισαν να εγκαταλείψουν την τουρκική γλώσσα και να προβούν στην αντικατάσταση της από την αραβική, κυρίως στον τομέα των κρατικών υπηρεσιών και στα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Είναι δεδομένο ότι ο αραβικός Μεσαίωνας αρχίζει με το τέλος του ευρωπαϊκού Μεσαίωνα, δηλ. με την τουρκική κατάκτηση του αραβοισλαμικού κόσμου, το 1517 μ.Χ.».
Η ευρωπαϊκή αποικιοκρατική επέμβαση του 19ου αιώνα συναντά ένα αποστεωμένο Ισλάμ και επιβάλλει, χωρίς ιδιαίτερη λεπτότητα και μελέτη, έναν κοινωνικό δυισμό που στηρίχθηκε και διογκώθηκε από τα οικονομικά πρότυπα που εμφυτεύθηκαν σε κοινωνίες ανέτοιμες να τα δεχθούν.

.~`~.
Εισαγωγή

Καθώς οι Ασιάτες, λόγω της οικονομικής ανάπτυξης, αποκτούν ολοένα και περισσότερο μια διεκδικητική διάθεση, οι μουσουλμάνοι στρέφονται μαζικά στο Ισλάμ ως πηγή ταυτότητας, νοήματος, νομιμοποίησης, ανάπτυξης, δύναμης και ελπίδας, που συμπυκνώνεται στο σύνθημα "το Ισλάμ είναι η λύση". Αυτή η Ισλαμική Αναβίωση είναι κατά βάθος η τελευταία φάση της προσαρμογής του ισλαμικού πολιτισμού στη Δύση, μια προσπάθεια να αναζητηθεί "λύση"όχι στις δυτικές ιδεολογίες αλλά στο Ισλάμ.
Ενσωματώνει την αποδοχή του εκσυγχρονισμού, την απόρριψή της δυτικής κουλτούρας και τη δέσμευση εκ νέου στο Ισλάμ ως οδηγό ζωής στο σύγχρονο κόσμο. Ένας κορυφαίος Σαουδάραβας αξιωματούχος εξήγησε το 1994: "Οι 'ξένες εισαγωγές'είναι καλές ως 'αντικείμενα'φανταχτερά ή υψηλής τεχολογίας. Αλλά οι κοινωνικοί και πολιτικοί θεσμοί που εισάγονται από αλλού, μπορεί να αποβούν μοιραίοι - ρωτήστε το Σάχη του Ιράν... Το Ισλάμ δεν είναι για μας μόνο θρησκεία αλλά τρόπος ζωής. Εμείς οι Σαουδάραβες θέλουμε να εκσυγχρονιστούμε αλλά, όχι απαραίτητα να δυτικοποιηθούμε".
Η Ισλαμική Αναβίωση είναι η προσπάθεια των μουσουλμάνων να πραγματοποιήσουν αυτό το στόχο. Είναι ένα ευρύ πνευματικό, πολιτιστικό, κοινωνικό, και πολιτικό κίνημα, που επικρατεί σε όλο τον ισλαμικό κόσμο. Ο ισλαμικός "φονταμενταλισμός", ή αλλιώς το πολιτικό Ισλάμ, είναι ένα μόνο συστατικό της πολύ πιο εκτεταμένης αναβίωσης των ισλαμικών ιδεών, πρακτικών και ρητορικής καθώς και της αφοσίωσης εκ νέου των μουσουλμανικών πληθυσμών στο Ισλάμ. Η Ισλαμική Αναβίωση είναι η δεσπόζουσα και όχι η ακραία τάση, επικρατεί παντού, δεν είναι απομονωμένη...
Ο Αλή Ε. Χιλάλ Ντεσουκί βλέπει ότι η Ισλαμική Αναβίωση προσπαθεί να εγκαθιδρύσει εκ νέου το ισλαμικό δίκαιο στη θέση του δυτικού. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο εξηγεί και την αυξανόμενη χρήση της θρησκευτικής γλώσσας και συμβολισμών, την επέκταση της ισλαμικής εκπαίδευσης (που εκδηλώνεται με τον πολλαπλασιασμό των ισλαμικών σχολείων και τον εξισλαμισμό του προγράμματος σπουδών ακόμα και στα δημόσια σχολεία), την εμμονή στους ισλαμικούς κώδικες κοινωνικής συμπεριφοράς (π.χ. κάλυπτρα κεφαλής των γυναικών, αποχή από το αλκόολ), την αυξανόμενη συμμετοχή στην τήρηση των θρησκευτικών υποχρεώσεων, την κυριαρχία ισλαμικών ομάδων στις αντιπολιτεύσεις των χωρών με κοσμικές κυβερνήσεις, καθώς και τις προσπάθειες για την ανάπτυξη διεθνούς αλληλεγγύης μεταξύ ισλαμικών κοινωνιών και κρατών. Η εκδίκηση του Θεού είναι παγκόσμιο φαινόμενο, αλλά, η εκδίκηση του Θεού, ή μάλλον του Αλλάχ είναι πιο διάχυτη και πιο ολοκληρωμένη στην ούμα, την κοινότητα του Ισλάμ.
---------------------------------------------------------------
Μερικοί αναγνώστες, γράφει ο συγγραφέας σε αποσημείωση του, μπορεί να αναρωτιούνται γιατί οι λέξεις "Ισλαμική Αναβίωση"γράφονται με κεφαλαία. Ο λόγος είναι ότι αναφέρονται σε ένα πολύ σημαντικό ιστορικό γεγονός που επηρέασε το ένα πέμπτο ή και περισσότερο της ανθρωπότητας, το οποίο είναι εξίσου σημαντικό όσο η Αμερικανική Επανάσταση, η Γαλλική Επανάσταση ή η Ρωσική Επανάσταση, που επίσης γράφονται με κεφαλαία και συγκρίνονται με την προτεσταντική Μεταρρύθμιση.
---------------------------------------------------------------

.~`~.
I

Η Ισλαμική Αναβίωση, στις πολιτικές εκδηλώσεις, είχε κάποιες ομοιότητες με το μαρξισμό, γιατί διαθέτει βιβλικά κείμενα, το όραμα μιας τέλειας κοινωνίας, μια υπόσχεση αλλαγής εκ θεμελίων, απόρριψη των υπαρχουσών δυνάμεων και του εθνικού κράτους και μια δογματική ποικιλομορφία, που εκτείνεται από τη μετριοπαθή ως τη βίαιη επανάσταση. Ωστόσο, η προτεσταντική Μεταρρύθμιση παρουσιάζει χρησιμότερες αναλογίες. Και οι δύο αποτελούν αντιδράσεις στη στασιμότητα και τη διαφθορά των υπαρχόντων θεσμών: κηρύττουν την επιστροφή σε μια αγνότερη και πιο απαιτητική μορφή θρησκείας. Κηρύττουν την εργασία, την τάξη και την πειθαρχία, ενω απευθύνονται στην αναδυόμενη και δυναμική μεσοαστική τάξη. Είναι και οι δύο σύνθετα κινήματα με πόλλους κλώνους, αλλά μόνο με δύο σημαντικούς, το Λουθηρανισμό και τον Καλβινισμό, από τη μια, τον Σιίτικό και Σουνιτικό φονταμενταλισμό, από την άλλη. Υπάρχει, επίσης, αντιστοιχία μεταξύ του Καλβίνου και του Αγιατολάχ Χομεϊνί και της μοναστικής πειθαρχίας πού προσπάθησαν να επιβάλλούν στις κοινωνίες τούς. Επιπλέον, η κεντρική ιδέα της Μεταρρύθμισης και της Αναβίωσης είναι η εκ θεμελίων αναμόρφωση.
"Ή Μεταρρύθμιση πρέπει να είναι οικουμενική", δήλωσε ένας πουριτανός πάστορας... "πρέπει να μεταρρυθμίσουμε όλους τους τόπους, όλους τούς ανθρώπούς και όλα τα επαγγέλματα. Να μεταρρυθμίσουμε τη δικαιοσύνη, τούς κατώτερούς δικαστικούς (...) τα πανεπιστήμια, τις πόλεις, τις χώρες, τα σχολεία, τα Σάββατα, τις χειροτονήσεις, τη λατρεία του Θεού". Με παρόμοιο τρόπο, ο Αλ Τουράμπι ισχυρίζεται ότι "αυτή η αφύπνιση είναι γενική, δεν έχει να κάνει μόνο με την ατομική ευσέβεια. Δεν είναι μόνο πνευματική και πολιτιστική ούτε μόνο πολιτική. Είναι όλα τα παραπάνω και μια γενική ανοικοδόμηση της κοινωνίας εκ θεμελίων". Το να αγνοεί κανείς την επίδραση της Ισλαμικής Αναβίωσης στην πολιτική του ανατολικού ημισφαίριού στα τέλη του 20ου αιώνα, είναι σαν να αγνοεί την επίδραση της προτεσταντικής Μεταρρύθμισης στην ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή στα τέλη του 16ου αιώνα.
Ωστόσο, η Ισλαμική Αναβίωση διαφέρει από τη Μεταρρύθμιση σε ένα σημαντικό θέμα. Η επίδραση της Μεταρρύθμισης περιορίστηκε στή Βόρεια Ευρώπη. Δεν είχε ιδιαίτερη επίπτωση στην Ισπανία, την Ιταλία, την Ανατολική Ευρώπη και την Αυτοκρατορία των Αψβούργων γενικά. Αντιθέτως, η Ισλαμική Αναβίωση έχει επηρεάσει σχεδόν όλες τις μουσουλμανικές κοινωνίες. Ξεκινώντας από τη δεκαετία 1970, τα ισλαμικά σύμβολα, τα πιστεύω, οι πρακτικές, οι θεσμοί, οι πολιτικές και οι οργανώσεις κέρδιζαν την υποστήριξη και την αφοσίωση ενός δισεκατομμυρίού Μουσουλμάνων σε όλο τον κόσμο από το Μαρόκο στην Ινδονησία και από τη Νιγηρία στο Καζακστάν. Ο εξισλαμισμός έτεινε να πραματοποιείται πρώτα στο πολιτιστικό πεδίο και μετά να προχωρά στην κοινωνική και πολιτική σφαίρα. Πνευματικοί και πολιτικοί ηγέτες, ανεξάρτητα από το άν έδειχναν προτίμηση στο Ισλάμ ή όχι, δεν μπορούσαν ούτε να το αγνοήσουν ούτε να αποφύγουν την προσαρμογή σε αυτό με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Βέβαια, οι γενικεύσεις είναι πάντα επικύνδυνες και συχνά λανθασμένες. Ωστόσο, σε αυτή την περίπτωση είναι δικαιολογημένες. Το 1995 όλες οι χώρες με κατ'εξοχήν μουσουλμανικό πληθυσμό, εκτός από το Ιράν, ήταν πιο ισλαμικές πολιτιστικά και κοινωνικά απ'ό,τι πριν από δεκαπέντε χρόνια.

.~`~.
II

Στις περισσότερες χώρες το κεντρικό συστατικό του εξισλαμισμού ήταν η ανάπτυξη των ισλαμικών κοινωνικών οργανισμών και η κατάκτηση των ήδη υπάρχοντων οργανισμών από ισλαμικές ομάδες. Οι ισλαμιστές συγκέντρωσαν την προσοχή τους στην ίδρυση ισλαμικών σχολείων και στην επέκταση της ισλαμικής επιρροής στα δημόσια σχολεία. Οι ισλαμικές ομάδες δημιούργησαν μια ισλαμική "κοινωνία των πολιτών", που ήταν παράλληλη αλλά ξεπέρασε και συχνά εκτόπισε τη σφαίρα των δραστηριοτήτων των συχνά εύθραστων θεσμών της κοσμικής κοινωνίας των πολιτών.
Στην Αίγυπτο στις αρχές της δεκαετίας του 1990, οι ισλαμιστές ανέπτυξαν ένα εκτεταμένο δίκτυο οργανισμών που, καλύπτοντας ένα κυβερνητικό κενό, παρείχαν βοήθεια σε θέματα υγείας, κοινωνικής πρόνοιας, εκπαιδευτικές και άλλες υπηρεσίες σε μεγάλο αριθμό φτωχών Αιγύπτιων. Μετά το σεισμό του 1992, στο Κάιρο αυτές οι οργανώσεις "ήταν στους δρόμους μοιράζοντας τρόφιμα και κουβέρτες την ώρα που η κυβέρνηση ολιγωρούσε". Στην Ιορδανία, οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι συνειδητά ακολούθησαν πολιτική ανάπτυξης κοινωνικής και πολιτιστικής "υποδομής μιας ισλαμικής δημοκρατίας"και ως τις αρχές της δεκαετίας 1990 σε αυτή τη μικρή χώρα είχαν θέσει σε λειτουργία ένα μεγάλο νοσοκομείο, είκοσι κλινικές, σαράντα ισλαμικά σχολεία και εκατόν είκοσι κέντρα σπουδών για το Κοράνι. Στη γειτονική Δυτική Όχθη και στη Γάζα, οι ισλαμικές οργανώσεις ίδρυσαν και έθεσαν σε λειτουργία "φοιτητικούς συλλόγους, οργανώσεις νέων και θρησκευτικές, κοινωνικές και εκπαιδευτικές ενώσεις", σχολεία, παιδικούς σταθμούς και ισλαμικά πανεπιστήμια, κλινικές, ορφανοτροφεία, γηροκομεία και ένα σύστημα ισλαμικών δικαστών και διαιτητών. Επίσης, στις δεκαετίες του 1970 και 1980 οι ισλαμικές οργανώσεις επεκτάθηκαν σε όλη την Ινδονησία. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, η μεγαλύτερη από αυτές, η Μουχαμαντίγια, είχε έξι εκατομμύρια μέλη και στην ουσία αποτελούσε ένα "κράτος εν κράτει", ένα θρησκευτικό κράτος πρόνοιας μέσα στο κοσμικό κράτος που προσέφερε υπηρεσίες από "την κούνια ως τον τάφο"για όλη την χώρα μέσω ενός περίτεχνου δικτύου σχολείων, κλινικών, νοσοκομείων και πανεπιστημιακού επιπέδου ιδρυμάτων...
Οι πολιτικές εκδηλώσεις της Ισλαμικής Αναβίωσης, αν και είναι λιγότερες από τις κοινωνικές και πολιτιστικές εκδηλώσεις, παραμένουν η σημαντικότερη πολιτική εξέλιξη στις μουσουλμανικές κοινωνίες στα τελευταία εικοσιπέντε χρόνια του 20ου αιώνα... Γενικά, αυτά τα κινήματα δεν υποστηρίζονται ιδιαίτερα από τις ελίτ της υπαίθρου, από τους αγρότες και τους μεσήλικες. Όπως και οι φονταμενταλιστές άλλων θρησκειών, οι ισλαμιστές συμμετέχουν συντριπτικά στον εκσυγχρονισμό και είναι οι ίδιοι προϊόντα του. Είναι νέοι άνθρωποι, κοινωνικά κινητικοί και προσανατολισμένοι στο σύγχρονο τρόπο ζωής...
Όπως με όλα τα επαναστατικά κινήματα, ο πυρήνας της Ισλαμικής Αναβίωσης αποτελείται από φοιτητές και διανοούμενους... Η ελκτική δύναμη του Ισλαμισμού υπήρξε ιδιαίτερα έντονη μεταξύ των φοιτητών των τεχνολογικών ιδρυμάτων, των μηχανολογικών και επιστημονικών τμημάτων... Μια έρευνα με αντικείμενο τους μαχητικούς ηγέτες των αιγυπτιακών ισλαμικών οργανώσεων έδειξε ότι διαθέτουν πέντε χαρακτηριστικά. Είναι νέοι, κυρίως μεταξύ είκοσι και τριάντα, 80% είναι φοιτητές πανεπιστημίων ή απόφοιτοι πανεπιστημίων. Περισσότεροι από τους μισούς προέρχονταν από κορυφαία πανεπιστήμια και από απαιτητικούς τομείς της ειδίκευσης, όπως η ιατρική και η μηχανολογία. Πάνω από 70% προερχόταν από την μικροαστική τάξη, "από ταπεινό αλλά όχι φτωχό περιβάλλον"και ήταν η πρώτη γενιά στην οικογένεια τους που απέκτησε ανώτατη μόρφωση. Μεγάλωσαν σε μικρές πόλεις ή αγροτικές πόλεις αλλά έγιναν κάτοικοι των μεγαλουπόλεων. Οι φοιτητές και οι διανοούμενοι ήταν τα στελέχη που σχημάτισαν τις στρατιές των ισλαμικών κινημάτων, ενώ μεσοαστοί αποτελούν τα ενεργά μέλη...
Σε όλο τον ισλαμικό κόσμο στις δεκαετίες 1970 και 1980 ο αστικός πληθυσμός αυξήθηκε δραματικά. Στριμωγμένοι στις παρακμάζουσες και συχνά πρωτόγονες φτωχογειτονιές, οι εσωτερικοί μετανάστες είχαν ανάγκη και ωφελούνταν από τις κοινωνικές παροχές των ισλαμικών οργανώσεων. Επιπλέον, τόνισε ο Έρνεστ Γκέλνερ, το Ισλάμ προσέφερε "μια αξιοπρεπή ταυτότητα"σε αυτές τις "πρόσφατα ξεριζωμένες μάζες"... "Η μάζα του επαναστατικού Ισλάμ", είπε ο Ολιβερ Ρόυ, "είναι προϊόν της σύγχρονης κοινωνίας... αυτοί που φτάνουν στα αστικά κέντρα, τα εκατομμύρια χωρικών που έχουν τριπλασιάσει τον πληθυσμό των μεγάλων μουσουλμανικών μητροπόλεων"...

.~`~.
III

Ως τα μέσα της δεκαετίας του 1990, οι ισλαμιστές μόνο στο Ιράν και το Σουδάν είχαν καταλάβει την εξουσία. Ένας μικρός αριθμός μουσουλμανικών χωρών, όπως η Τουρκία και το Πακιστάν, είχαν καθεστώτα με κάποια δημοκρατική νομιμοποίηση. Οι κυβερνήσεις στις υπόλοιπες μουσουλμανικές χώρες ήταν αντιδημοκρατικές: μοναρχίες, μονοκομματικά συστήματα, στρατιωτικά καθεστώτα, δικτατορίες ή ένας συνδυασμός από όλα αυτά, που συνήθως στηρίζονταν σε ένα περιορισμένο οικογενειακό κύκλο ή φυλή, και σε μερικές περιπτώσεις με ιδιαίτερη εξάρτηση από την εξωτερική υποστήριξη. Δύο καθεστώτα, στο Μαρόκο και τη Σαουδική Αραβία, προσπάθησαν να επικαλεστούν την ισλαμική νομιμοποίηση. Ωστόσο, οι περισσότερες κυβερνήσεις δεν διαθέτουν την απαραίτητη βάση για να δικαιολογήσουν τη διακυβέρνηση αναφερόμενες στις ισλαμικές, δημοκρατικές ή εθνικιστικές αξίες. Για να χρησιμοποιήσω τη διατύπωση του Κλέμεντ Χένρυ Μούρ, αυτές οι κυβερνήσεις είναι "καθεστώτα φρούρια"καταπιεστικά, διεφθαρμένα και τελείως αποκομμένα από τις ανάγκες και τις φιλοδοξίες της κοινωνίας τους... Στα μέσα της δεκαετίας 1990 το κεντρικό θέμα αφορά τις πιθανές εναλλακτικές λύσεις: Ποιός ή τι θα τα διαδεχτεί; Σχεδόν σε όλες τις χώρες ο πιθανότερος διάδοχος αυτών των καθεστώτων είναι οι ισλαμιστές... Ο Ισλαμισμός ήταν το λειτουργικό υποκατάστατο της δημοκρατικής αντιπολίτευσης κατά του απολυταρχισμού που εμφανίστηκε στις χριστιανικές κοινωνίες... κοινωνική κινητικότητα, έλλειψη νομιμοποίησης των απολυταρχικών καθεστώτων και αλλαγή στο διεθνές περιβάλλον... όλα αυτά στον ισλαμικό κόσμο ενθάρρυναν τις ισλαμικές και όχι τις δημοκρατικές τάσεις.
Ιερείς, πάστορες και θρησκευτικές ομάδες διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην αντίδραση κατά των απολυταρχικών καθεστώτων στις χριστιανικές κοινωνίες'οι ουλεμάδες, οι ομάδες που είχαν ως βάση τα τζαμιά, και οι ισλαμιστές διαδραμάτισαν εξίσου σημαντικό ρόλο στην αντίδραση κατά των απολυταρχικών καθεστώτων στις μουσουλμανικές χώρες. Η επέμβαση του Πάπα ήταν καθοριστική για το τέλος του κομμουνιστικού καθεστώτος στην Πολωνία'το ίδιο και του αγιατολάχ για την πτώση του καθεστώτος του Σάχη στο Ιράν.
Κατά τη διάρκεια των δεκαετιών 1980 και 1990, τα ισλαμικά κινήματα κυριαρχούσαν και συχνά μονοπωλούσαν την αντιπολίτευση στις μουσουλμανικές χώρες. Εν μέρει, η δύναμη τους οφειλόταν στην αδυναμία των εναλλακτικών πηγών αντιπολίτευσης. Τα αριστερά και κομμουνιστικά κινήματα τέθηκαν υπό αμφισβήτηση και υπονομεύθηκαν από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και του διεθνούς κομμουνισμού. Οι φιλελέυθερες και δημοκρατικές ομάδες αντιπολίτευσης ενώ υπήρχαν στις μουσουλμανικές κοινωνίες, περιορίζονταν συνήθως σε μειωμένο αριθμό διανοούμενων και άλλων ανθρώπων με δυτικές ρίζες ή επαφές. Οι φιλελεύθεροι δημοκράτες, με περιστασιακές εξαιρέσεις, απέτυχαν στην προσπάθεια τους να αποκτήσουν λαϊκή υποστήριξη στις μουσουλμανικές κοινωνίες. Ακόμα και ο ισλαμικός φιλελευθερισμός απέτυχε να ριζώσει. "Στη μια μουσουλμανική κοινωνία μετά την άλλη", γράφει ο Φουάντ Αγιάμι, "το να γράφει κανείς για το φιλελευθερισμό και την εθνικιστική μεσοαστική παράδοση, είναι σαν να γράφει νεκρολογίες ανθρώπων που προσπάθησαν το ακατόρωτο και απέτυχαν". Η γενική αποτυχία της φιλελευθερης δημοκρατίας να ριζώσει στις μουσουλμανικές κοινωνίες αποτελεί μέρος ενός φαινομένου που επαναλαμβάνεται έναν ολόκληρο αιώνα, ξεκινώντας από τα τέλη του 19ου αιώνα...
Η επιτυχία των ισλαμικών κινημάτων να κυριαρχήσουν στην αντιπολίτευση και να επιβληθούν ως η μόνη βιώσιμη εναλλακτική λύση στα υπάρχοντα καθεστώτα οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην πολιτική των καθεστώτων. Κατά τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου, πολλές κυβερνήσεις στην Αλγερία, την Τουρκία, την Ιορδανία, την Αίγυπτο και το Ισραήλ ενθάρρυναν τους ισλαμιστές ως αντιστάθμισμα στα κομμουνιστικά ή τα εχθρικά εθνικιστικά κινήματα. Τουλάχιστον ως τον Πόλεμο του Κόλπου, η Σαουδική Αραβία και οι άλλες χώρες του Κόλπου προσέφεραν μαζική οικονομική υποστήριξη στους Αδελφούς Μουσουλμάνους και σε ισλαμικές ομάδες σε πολλές χώρες. Επιπλέον, η ικανότητα των ισλαμικών ομάδων να κυριαρχήσουν στο χώρο της αντιπολίτευσης αυξήθηκε από την κυβερνητική καταπίεση της κοσμικής αντιπολίτευσης... η κοσμική αντιπολίτευση είναι πιο ευάλωτη στην καταπίεση απ'ό,τι η θρησκευτική. Η δεύτερη μπορεί να λειτουργήσει μέσα από ένα δίκτυο τζαμιών, οργανισμών πρόνοιας, ιδρυμάτων και άλλων μουσουλμανικών θεσμών που μια κυβέρνηση αισθάνεται ότι δεν μπορεί να καταπνίξει. Οι φιλελεύθεροι δημοκράτες δεν διαθέτουν τέτοια κάλυψη...

.~`~.
IV

Στις δεκαετίες 1970 και 1980, οι πολιτικοί ηγέτες βιάστηκαν να ταυτίσουν τα καθεστώτα τους και τους εαυτούς τους με το Ισλάμ. Ο βασιλιάς Χουσεΐν της Ιορδανίας, πεπεισμένος ότι οι λαΐκές κυβερνήσεις δεν είχαν μέλλον στον αραβικό κόσμο, έκανε λόγο για την ανάγκη δημιουργίας μιας "ισλαμικής δημοκρατίας"και ενός "εκσυγχρονισμένου Ισλάμ". Ο βασιλιάς του Μαρόκου Χασάν τόνισε την καταγωγή του από τον Προφήτη και το ρόλο του "Ηγέτη των Πιστών". Ο σουλτάνος του Μπρουνέι, αν και στο παρελθόν δεν τηρούσε ισλαμικά έθιμα, έγινε "θρήσκος"και όρισε το καθεστώς του ως "Μαλαισιανή Μουσουλμανική Μοναρχία". Ο Μπεν Αλή στην Τυνησία άρχισε συστηματικά να αναφέρει τον Αλλάχ στους λόγους του και "τυλίχτηκε στον μανδύα του Ισλάμ"για να ανταποκριθεί στις αυξανόμενες απαιτήσεις των ισλαμικών ομάδων. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 ο Σουχάρτο υιοθέτησε ανοικτά μια πολιτική μεταμόρφωσης σε "περισσότερο μουσουλμάνο". Στο Μπαγκλαντές, η αρχή της "λαϊκότητας"καταργήθηκε από το σύνταγμα στα μέσα της δεκαετίας 1970 ενώ στις αρχές της δεκαετίας του 1990 η λαϊκή κεμαλική ταυτότητα της Τουρκίας δέχτηκε επιθέσεις για πρώτη φορά...
Όπως και οι άλλες εκδηλώσεις της παγκόσμιας θρησκευτικής αναβίωσης, έτσι και η Ισλαμική Αναβίωση αποτελεί ταυτόχρονα το αποτέλεσμα του εκσυγχρονισμού, αλλά και μια προσπάθεια αντιμετώπισης του... Ενώ η άνοδος της Ανατολικής Ασίας πυροδοτήθηκε από εκπληκτικούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης, η Αναβίωση του Ισλάμ πυροδοτήθηκε από εκπληκτικούς ρυθμούς πληθυσμιακής ανάπτυξης... οι νέοι άνθρωποι συνήθως πρωταγωνιστούν στις διαμαρτυρίες, στην αστάθεια, στη μεταρρύθμιση και στην επανάσταση. Ιστορικά, η ύπαρξη μεγάλων αριθμών νέων ανθρώπων συμπίπτει με τέτοια κινήματα. "Η προτεσταντική Μεταρρύθμιση", έχουν υποστηρίξει μερικοί, "ήταν ένα παράδειγμα ενός από τα εξαιρετικότερα κινήματα νέων στην ιστορία". Ο Τζακ Γκολντστόουν έχει πολύ πειστικά υποστηρίξει ότι η δημογραφική ανάπτυξη ήταν ο κεντρικός παράγοντας για τα δύο κύματα της επανάστασης πυο σημειώθηκαν στην Ευρασία στα μέσα του 17ου και στα τέλη του 18ου αιώνα. Η αξιοσημείωτη αύξηση της αναλογίας νέων στον πληθυσμό της Δύσης οδήγησε στην "Εποχή της Δημοκρατικής Επανάστασης"στις τελευταίες δεκαετίες του 18ου αιώνα. Στον 19ο αιώνα η εκβιομηχάνιση και η μετανάστευση μείωσαν την πολιτική επίπτωση των νέων πληθυσμών στις ευρωπαϊκές πόλεις. Η αναλογία των νέων αυξήθηκε ξανά στη δεκαετία 1920, προσφέροντας νέους για στρατολόγηση στα φασιστικά και άλλα ακραία κινήματα. Τέλος τέσσερις δεκαετίες μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο η γενιά του πολέμου [baby boom] έδωσε το πολιτικό της στίγμα στις διαδηλώσεις και στις διαμαρτυρίες του 1960. Η νεολαία του Ισλάμ δίνει το δικό της στίγμα στην Ισλαμική Αναβίωση... Η γοργή εξάπλωση της γραφής και της ανάγνωσης στις αραβικές κοινωνίες δημιουργεί επίσης, ένα χάσμα μεταξύ της μορφωμένης νεότερης γενιάς και της παλαιότερης σε μεγάλο βαθμό αγράμματης γενιάς. Δημιουργείται κατά τον τρόπο αυτό "διάσταση μεταξύ γνώσης και εξουσίας"που είναι πιθανό να θέσει σε δοκιμασία τα πολιτικά συστήματα.

.~`~.
Επίλογος

Καμιά κοινωνία δεν μπορεί να διατηρήσει για μεγάλο χρονικό διάστημα εντατικό ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης... Παρομοίως, καμία θρησκευτική αναβίωση και κανένα πολιτιστικό κίνημα δεν διαρκεί αιωνίως. Ετσι και η Ισλαμική Αναβίωση θα υποχωρήσει και θα χαθεί στην ιστορία. Αυτό είναί πιθανό να συμβεί, όταν η δημογραφική έκρηξη που τη στηρίζει αποδυναμωθεί κατά τη διάρκεια της δεύτερης και τρίτης δεκαετίας του 21ου αιώνα. Εκείνη την εποχή, οι αριθμοί των μαχητών, των πολεμιστών και των μεταναστών θα μειωθούν και, συνεπώς, και οι συγκρούσεις μέσα στο ίδιο το Ισλάμ και μεταξύ των μουσουλμάνων και άλλων θα μειωθούν. Οι σχέσεις μεταξύ του Ισλάμ και της Δύσης δεν θα γίνουν στενότερες, αλλά θα πάψουν να είναι συγκρουσιακές, ενώ ο οιονεί πόλεμος είναι πιθανό νά δώσει τη θέση του στον ψυχρό πόλεμο ή ακόμα και στην ψυχρή ειρήνη.
Η οικονομική ανάπτυξη της Ασίας θα κληροδοτήσει πλούσιες και σύνθετες οικονομίες με σημαντικές διεθνείς διασυνδέσεις, μια ακμάζουσα αστική τάξη και μια εύπορη μικροαστική. Αυτό είναι επίσης πιθανό να οδηγήσει σε πλουραλιστικές και ίσως πιο δημοκρατικές μορφές πολιτικής, που δεν θα είναι απαραίτητα πιο φιλοδυτικες. Αντιθετως, η αυξημένη δύναμη θα προωθήσει τη συνεχιζόμενη ασιατική διεκδίκηση στις διεθνείς σχέσεις, θα ενισχύσει τις προσπάθειες να κατευθυνθούν οι διεθνείς τάσεις μακριά από τη Δύση, και θα διαμορφώσει διεθνείς θεσμούς διαφορετικούς από τα δυτικά πρότυπα. Η Ισλαμική Αναβίωση, όπως και η Μεταρρύθμιση, θα αφήσει πίσω της σπουδαία κληρονομιά. Οι μουσουλμάνοι θα αποκτήσουν καλύτερη αντίληψη για τα κοινά τους στοιχεία, όπως και για εκείνα τα στοιχεία που τους ξεχωρίζούν από τους μη μουσουλμάνους. Η νέα γενιά των ηγετών πού θα προέρχεται από τη σημερινή μουσουλμανική νεολαία, δεν θα είναι απαραίτητα φονταμενταλιστές αλλά αναμφίβολα θα είναι πολύ πιο αφοσιωμένοι στο Ισλάμ από τούς προκατόχους τους. Η πολιτισμική ιθαγένεια θα ενισχυθεί. Η Αναβίωση θα κληροδοτήσει ένα δίκτυο ισλαμικών κοινωνικών, πολιτιστικών, οικονομικών και πολιτικών οργανισμών μέσα και έξω από τις κοινωνίες. Επίσης, η Αναβίωση θα έχει αποδείξει ότι, πράγματι, το "Ισλάμ είναι η λύση"σε ζητήματα ηθικής, ταυτότητας, αντιλήψεων και πίστης, αλλά όχι σε προβλήματα κοινωνικής δικαιοσύνης, πολιτικής καταπίεσης, ανέχειας και στρατιωτικής αδυναμίας. Αυτές οι αποτυχίες θα μπορούσαν να προκαλέσουν απογοήτευση για το πολιτικό Ισλάμ, κάποια αντίδραση εναντίον τού και αναζήτηση εναλλακτικών "λύσεων"σε αυτά τα προβλήματα. Θεωρητικά, ακόμα εντονότεροι αντιδυτικοί εθνικισμοί θα μπορούσαν να εμφανιστούν, που θα κατηγορούσαν τη Δύση για ό,τι πήγε στραβά με το Ισλάμ. Η Μαλαισία και η Ινδονησία, αν συνεχίσουν να αναπτύσσονται οικονομικά, θα μπορούσαν να προσφέρουν μια εναλλακτική λύση, ένα "ισλαμικό πρότυπο"ανάπτυξης που θα συναγωνιστεί το δυτικό και το ασιατικό.
Σε κάθε περίπτωση, στη διάρκεια των επόμενων δεκαετιών η ασιατική οικονομική ανάπτυξη θα έχει αποσταθεροποιητικές συνέπειες στην υπάρχουσα διεθνή τάξη που κυριαρχείται από τη Δύση. Η ανάπτυξη της Κίνας, αν συνεχιστεί, μπορεί να δημιουργήσει σημαντική αλλαγή στην ισορροπία των πολιτισμών. Επιπλέον, η Ινδία θα μπορούσε να αναπτυχθεί οικονομικά με γοργούς ρυθμούς και να αναδειχτεί σε σημαντικό παράγοντα στις παγκόσμιες σχέσεις. Εν τω μεταξύ, η πληθυσμιακή ανάπτυξη των μουσουλμάνων θα αποτελεί αποσταθεροποιητικό παράγοντα και για τις ίδιες τις μουσουλμανικές κοινωνίες, αλλά και για τις γειτονικές τους χώρες. Οι μεγάλοι αριθμοί των νέων με δευτεροβάθμια εκπαίδευση θα συνεχίσουν να τροφοδοτούν την Ισλαμική Αναβίωση και να προωθούν τη μαχητικότητα του Ισλάμ και τη μετανάστευση. Στις αρχές του 21ου αιώνα είναι πιθανό να δούμε την αναβίωση της μη δυτικής κουλτούρας και δύναμης και συγκρούσεις της Δύσης με λαούς μη δυτικών πολιτισμών, αλλά και μεταξύ αυτών των ίδιων λαών.

Η σύγκρουση των πολιτισμών και ο ανασχηματισμός της παγκόσμιας τάξης
1996
Terzo Books

.~`~.
Έξοδος

Ωστε η θεωρία περί συγκρούσεως των πολιτισμών περιέχει το πολύ–πολύ μια διαστρεβλωμένη και κακοδιατυπωμένη αλήθεια. Εν τούτοις θα μπορούσε ­-και νομίζω ότι αυτή είναι η πρόθεση του Huntington-­ να χρησιμεύσει ως ιδεολογικός πόλος έλξεως της «Δύσης» (υπό αμερικανική ηγεσία), αν τυχόν αυτή, για οικονομικούς και στρατιωτικούς λόγους, ερχόταν σε σφοδρή σύγκρουση με μη δυτικές Δυνάμεις. Τότε το πνευματικό κλίμα στη Δύση θα άλλαζε ακαριαία και ενάντια στην αλλαγή αυτή μάταια θα αμύνονταν (αν καθόλου αμύνονταν) όσοι σήμερα κυνηγούν τη δημοσιότητα κηρύσσοντας τη «συνεννόηση μεταξύ των πολιτισμών» ή πραγματώνοντάς την σε εξωτικά «πολυπολιτισμικά» συνέδρια με πληρωμένη τη συμμετοχή...
Αν οι ίδιες εκείνες Δυτικές Δυνάμεις, οι οποίες το 1919 απέρριψαν το αίτημα της Ιαπωνίας και αρνήθηκαν να κατοχυρώσουν την ισότητα των φυλών στη Συνθήκη των Βερσαλλιών, εν έτει 1997 πασχίζουν επισήμως για την κατανόηση των ξένων πολιτισμών, αυτό δεν αποτελεί οπωσδήποτε πρόοδο της κατανόησης. Όμως αποτελεί ένδειξη μιας δραματικής μεταβολής στον παγκόσμιο συσχετισμό δυνάμεων.

Η δυτική Ευρώπη - υπό τον ιδεολογικό μανδύα του λιμπεραλισμού - αποτελεί το μοναδικό παράδειγμα πολιτισμού στην ιστορία που ευρέθηκε με κολοσσιαία μέσα διαδόσεως και δεν κατόρθωσε να δημιουργήσει ένα πολιτιστικό αποτέλεσμα έστω και διάρκειας δεκαετιών... Σήμερα η Ευρώπη αποτελεί πολιτιστικώς νησίδα, η οποία αντιμετωπίζει όλους τους άλλους πολιτισμούς ως είδος πειρατών... Με διάφορες «κοινωνιολογικές προσεγγίσεις» των άλλων πολιτισμών και με κατασκευές «συνθημάτων» γι'αυτούς, σκοπούμενο πάντα ήταν να δοθεί στον δυτικοευρωπαϊκό πολιτισμό πολιτιστική ανα τον κόσμο αποστολή, πράγμα που στον ιδεολογικό τομέα ήταν ακριβώς αντίστοιχο με τα αξιώματα του φιλελευθερισμού περί «διεθνούς κατανομής εργασίας» και «διεθνούς οικονομικής συνεργασίας», των οποίων το πρακτικό νόημα ήταν να καταργηθεί η όποια αυτοδυναμία των άλλων πολιτισμών, για να «ενσωματωθούν» οι οικονομίες τους στον προγραμματισμό της δυτικόευρωπαϊκής παραγωγής... Οἱ ὑπόλοιποι πολιτισμοὶ ὄχι μόνο δὲν χρειάζονται, ἀλλά, ὅπως ἐξηγήσαμε, εἶναι καὶ ἀρνητικὰ στοιχεῖα γιὰ τὴν «παραγωγή»... Και το βλέπουμε: «ολίγος ισλαμισμός» για την Τουρκία, «ολίγος ασιατισμός» για την Κίνα, όπως θα δούμε, «ολίγον ιστορικό παρελθόν» για τη Ρωσία και εν γένει «ολίγα» από τους πολιτισμούς και την ιστορία - στον βαθμό μόνο που αυτά εξυπηρετούν τους σχεδιασμούς της αμερικανικής πολιτικής (τυχαίως άραγε ο κ. Huntington εμίλησε περί προγραμματικής «σύγκρουσης των πολιτισμών»;)... Οἱ θεωρίες αὐτὲς προσπαθοῦν νὰ ἐπικαλύψουν τὸ νόημα τῆς «νέας ἐποχῆς» γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα καὶ γι’ αὐτὸ ἀμέσως μετὰ τὸν «κίνδυνο» τοῦ κομμουνισμοῦ ἡ πρώτη μέριμνα ἦταν νὰ βρεθῆ ὁ «νέος κίνδυνος». Πού δὲν μποροῦσε βέβαια νὰ εἶναι παρὰ τὸ Ἰσλάμ. Ἀλλὰ αὐτὲς οἱ θεωρίες δὲν εἶναι ἀκριβῶς ἡ πλήρης ἀπόδειξη τῆς πνευματικῆς χρεοκοπίας τοῦ ἀνταγωνιστικοῦ καπιταλισμοῦ, ἤγουν τοῦ φιλελευθερισμοῦ;
*

Η αποικιοκρατία δεν είναι τίποτα άλλο παρά η κατεξοχήν κατάκλυση ενός πολιτισμού από έναν άλλον.
Οι ηττημένοι σκύβουν πάντα το κεφάλι εμπρός στον ισχυρό. Αλλά, εφόσον υπάρχει σύγκρουση πολιτισμών η υπόταγη είναι μόνο προσωρινή. Αυτές οι μακρές περιόδοι αναγκαστικής συνύπαρξης δεν είναι δυνατές χωρίς αμοιβαίες υποχωρήσεις ή συνεννοήσεις, χωρίς ουσιώδη και καμιά φορά γόνιμα πολιτισμικά δάνεια.
Που δεν υπερβαίνουν όμως ποτέ ένα όριο.

.~`~.
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική

*
- Το μέλλον της Ε.Ε, η Ανατολική Ευρώπη -η Ουκρανία- και τα Βαλκάνια, ο Huntington, ο Brzezinski και οι πλανητικές πολιτικές των Η.Π.Α. Τα «Ανθρώπινα δικαιώματα», η «σύγκρουση των πολιτισμών» και τα «Ευρασιατικά Βαλκάνια» ως βαλκανοποίηση της υφηλίου και καλλιέργεια της ελεγχόμενης αναρχίας. Η απόρριψη του διλήμματος μεταξύ πυρηνικού ολοκαυτώματος ή πολιτιστικής ανυπαρξίας - προς μιας νέα ιστορική σύνθεση που θα εναντιώνεται στις θεωρίες και τους υπολογισμούς γραφείου-εργαστηρίου.
*
*
*

Ι) Clashes with Russia point to globalization’s end ΙΙ) Westphalia with Chinese Characteristics III) The China Model: a Civilizational-State Perspective IV) Zhang Weiwei: The China Wave (video).

$
0
0
.
.~`~.
Ι
Clashes with Russia point to globalization’s end

As the European Union and the United States ramp up their sanctions on Russia, President Vladimir Putin’s plans for retaliation seem to include an attack on McDonald’s. There could not be a more powerful symbol that geopolitics is increasingly undoing the globalization of the world economy.
The burger chain was celebrated in the 1990s by the journalist Thomas Friedman’s “Golden Arches theory of conflict prevention,” which argued that the spread of McDonald’s around the world would bring an end to war. But almost 25 years after a McDonald’s restaurant opened in Moscow, it seems that deep interdependence has not ended conflict between great powers – it has merely provided a new battlefield for it.
As in any relationship that turns sour, many of the things that initially tie the parties together are now being used to drive them apart. For the past two decades we have heard that the world is becoming a global village because of the breadth and depth of its trading and investment links, its nascent global governance and the networks of the information age. But those forces for interdependence are degenerating into their opposite; we could call it the three faces of ‘splinterdependence’:

From free trade to economic warfare
Economic interdependence was supposed to defuse geopolitical tensions over time – or at least allow the two to be compartmentalized. But today the West is using Russia’s participation in the global economy to punish it for its actions in eastern Ukraine. The EU has announced sanctions that will hit Russia in the banking, oil and defense industries. When China felt its interests were threatened, it was also willing to use economic sanctions in its territorial disputes with the Philippines and Japan. In May, Beijing found itself on the receiving end as Vietnam turned a blind eye to anti-Chinese riots targeting Chinese plants when China put an oil rig in the disputed Paracel Islands.

From global governance to competitive multilateralism
Many saw global trade relations as a prelude to global government, with rising powers such as Russia and China being socialized into roles as “responsible stakeholders” in a single global system. But multilateral integration now seems to be dividing rather than uniting. Geopolitical competition gridlocks global institutions; the Ukraine crisis came about because of a clash between two incompatible projects of multilateral integration — the European-led Eastern Partnership and Russia’s Eurasian Union.
There is a global trend of competing mini-lateral friendship organizations. On the one hand, the “world without the West” encompasses the BRICs (Brazil, Russia, India and China), the Shanghai Cooperation Organization and a host of sub-regional bodies. On the other, the West is creating new groupings outside the universal institutions — such as the Trans-Pacific Partnership in Asia and the Transatlantic Trade and Investment Partnership — that deliberately exclude China and Russia. Rather than seeing international law as a way of de-escalating disputes between countries, people are increasingly talking about its use as a weapon against hostile countries — “lawfare.”

From one Internet to many
Even the Internet is leading to hostile fragmentation rather than a global public square. Putin might have offered Edward Snowden refuge, but it is America’s closest allies — such as Angela Merkel in Germany and President Dilma Rousseff in Brazil — who are the most concerned about the National Security Agency’s prying into their citizens private lives. Anupam Chander and Uyen P. Le of the University of California at Davis contend that “Anxieties over surveillance … are justifying governmental measures that break apart the World Wide Web … the era of a global Internet may be passing.” They claim that countries such as Australia, France, South Korea, India, Indonesia, Kazakhstan, Malaysia and Vietnam have already moved to keep certain types of data on servers within their national borders.
After the end of the Cold War, when the apostles of globalization argued that trade would soon eclipse warfare, the military strategist Edward Luttwak predicted that they would soon be proved wrong. Although capital would replace firepower as a weapon of choice, and market penetration would play the role that bases and garrisons had in earlier generations, the driving force of international relations would be conflict rather than trade. As he put it, we would have “the grammar of commerce but the logic of war.” Luttwak’s prediction seemed misplaced at a time when countries such as Russia, China, India and Brazil were rushing to join the global economy.
The post-Cold War world these countries entered was marked by the development of an U.S.-led unipolar security order and a European-led legal order that sought to bind the world together through free trade, economic interdependence, international law and multilateral institutions. Today, we can see that the U.S.-led security order is fraying both as a result of war-weariness and the emergence of new powers internationally. As a result, great powers such as the United States are increasingly trying to weaponize the international legal order through sanctions to compensate for their unwillingness to use military force.
Interdependence, formerly an economic boon, has now become a threat as well. No one is willing to lose out on the benefits of a global economy, but all great powers are thinking about how to protect themselves from its risks, military and otherwise. China is moving toward domestic consumption after the threat of the U.S. financial crisis. America is moving toward energy independence after the Iraq War. Russia is trying to build a Eurasian Union after the euro crisis. And even internationalist Germany is trying to change the EU so that its fellow member states are bound into German-style policies.
In the years after the Cold War, interdependence was a force for ending conflict. But in 2014, it is creating it. After 25 years of being bound together ever more tightly, the world seems intent on resegregating itself.
Mark Leonard - Reuters

.~`~.
ΙΙ
Westphalia with Chinese Characteristics

What will be the future implications of China’s rise in power? The towering political scientist Stephen Krasner has produced a lucid synopsis for the Hoover Institution. One of the biggest take-away points is that the organization of global governance stands to undergo a significant overhaul if Beijing’s capabilities continue to expand vis-à-vis the United States.
In terms of the international economic order, Krasner notes that:
“[t]he existing trade and investment regimes more or less assume that corporations are independent of the state; this assumption is comfortable for the United States. It is not so comfortable for China: a more powerful China might press for principles, norms, and rules that were more accepting of state direction of the economy.”
It warrants pointing out that China’s preferences for statism in economic affairs are not simply because of its communist leadership. Rather, developing economies in general tend to rely upon government intervention for growth. This was true of the so-called Asian Tigers in the 1970s and is certainly true of China and the other BRICS nations today, all of which blend an appreciation for markets with a dyed in the wool commitment to a form of dirigisme.
The difference between the newly industrialized countries (NICs) of the 1970s and the BRICS of today, of course, is that the latter entertain hopes of refashioning the international economic architecture to better suit their particular interests. Hong Kong, Singapore, South Korea and Taiwan never aspired to global leadership. Whether the BRICS will succeed in their bid any time soon is far from certain; as yet, the BRICS lack the cohesion, the will and the means actually to lead a new global order. Nevertheless, their dissatisfaction and rise in power do combine to produce a long-term potential threat to the western-made status quo.
China’s rise might also portend implications for how states engage with each other politically and diplomatically. “China’s internal divisions make it one of the strongest proponents of the sanctity of sovereigntist principles that totally reject external interference in the internal affairs of other states,” Krasner points out. “The United States as a proponent of human rights, and as target for transnational terrorist, has a much weaker commitment to non-intervention.”
There is some irony to this mismatch in attitudes. Sovereignty, territorial integrity and non-intervention are the cornerstones of the Westphalian system, a model of international relations that emphasizes the centrality of state actors to global politics and which is supposed the epitomize the western approach to international organization. Yet Krasner is correct that the U.S. and Europe have been at the forefront of enervating Westphalia over the past several decades while China has emerged as a champion of Westphalian principles.
Just as the Westphalian ideal has been at times convenient for western powers and inconvenient (and ignored) at other times—a system of “organized hypocrisy” in Krasner’s own words—so too are Westphalian norms a valuable (and pliable) resource for China’s leadership. As Stephen Hopgood argues in his book The Endtimes of Human Rights, the logic of Westphalia affords Beijing a rationale for maintaining authoritarian rule at home and opposing the imposition of western influence abroad (including, recently, in Syria).
Westphalia can also be applied by China to legitimize its actions, at least rhetorically, regarding its various territorial and sovereignty disputes: from Xinjiang and Tibet to Taiwan and the islands of the East and South China Seas. All of this means that Westphalia can probably be expected to remain firmly in place as a core tenet of international order under Chinese leadership, even if the application of Westphalian norms will look cynical and opportunistic to observers in the west.
If China does reassert sovereignty as an inviolable cornerstone of international organization then it will be a hammer blow to western interventionists on both the right and left. This is partly what Krasner means when he concludes that “the world would be a very different place than it is now if an autocratic China became the indispensable nation.”
Not everybody in the west would be sad to see a reduction in of overseas interventions, of course, but if it takes Chinese preponderance to curtail the west’s adventurism then this might leave a bitter taste—especially if it comes accompanied by other changes to international order. An uncertain future impends.
Peter Harris - The National Interest

.~`~.
III
The China Model: a Civilizational-State Perspective

China’s dramatic rise should be understood in the context of China as a civilizational state, i.e. an amalgam of the world’s oldest continuous civilization and a huge modern state which is a product of hundreds of states amalgamated into one over the past thousands of years of history. The state is characterized by four factors: a super-large population, a super-sized territory, a super-long history and a super-rich culture, which have in term shaped all the key features of China’s development model, with all its possible ramifications for the future trajectory of China and beyond.
*
As we know, China, or the rise of China, remains controversial in the West for all kinds of reasons. Indeed, over the past 30 or so years, the Chinese state has often been portrayed in the Western media as a dichotomy of a repressive regime clinging to power and a society led by pro-democracy dissidents bordering on rebellion, and some Europeans, for instance, in Oslo, still view China as an enlarged East Germany or Belarus awaiting a color revolution.
This perception has led many China-watchers in the West to confidently crystal-ball a pessimistic future for China: the regime would collapse after the Tiananmen event in 1989; China would follow in the footsteps of the Soviet Union in its disintegration; chaos would engulf China after Deng Xiaoping’s death; the prosperity of Hong Kong would fade with its return to China; the explosion of SARS would be China’s Chernobyl; China would fall apart after its WTO entry; and chaos would ensue following the 2008 global financial tsunami. Yet all these forecasts turned out to be wrong: it is not China that has collapsed, but all the forecasts about China’s collapse that have “collapsed”.
This unimpressive track record of crystal-balling China’s future reminds us of the need to look at this huge and complex country in a more objective way, and perhaps with an approach adopted by the great German philosopher G. W. Leibniz (1646–1716) to focus on how the Chinese developed what he called “natural religion” or the secular application of ethics and political philosophy to social, economic and political governance. If we are freed from ideological hang-ups, we may come to see that what has happened over the past three decades in China is arguably the greatest economic and social revolution in human history: over 400 million people have been lifted out of poverty, with all the implications of this success for China and the rest of the world.
China has in fact performed better than all other developing countries combined over the past 3 decades, as 70% of world’s poverty eradication has taken place in China. China has performed better than all transition economies combined, as the Chinese economy has increased about 18 fold since 1979, while Eastern Europe, as an example, only 1-fold, albeit from different starting point. China has also performed better than many developed countries, and its ‘developed regions’ with a population of about 300 million, the size of the US population, today in many ways match the developed economies in southern Europe in overall prosperity, and China’s first-tier cities like Shanghai may aready surpass New York in many ways, in terms of ‘hardware’ such as airports, subways, bullet trains, shopping facilities and city skylines, and in terms of ‘software’ such as life expectancy, child mortality rate and street safety.
China has its share of problems, some of which are serious and require earnest solution, but China’s overall success is beyond doubt. How can this success be explained? Some claim that it is due to foreign direct investment, but Eastern Europe has received far more FDI in per capita terms; some claim that it’s due to China’s cheap labour, but India and many developing countries offer cheaper labour; some claim that it’s due to an authoritarian government, but there are authoriatian governments, as the concept is defined by the West, everywhere in Asia, Africa and Latin America, and in the Arab world. None of them have accomplished what China has achieved.
If none of these explanations can clarify China’s success, one should be encouraged to think outside the box. To this author, it is essentially due to the nature of China as a state, and the Chinese model of development.
China is not an enlarged East Germany or Belarus. Nor is China another ordinary state; China is a civilizational state, arguably the world’s only one, as China is the only country in the world with a history of unified state for over 2000 years, and it is the world’s only continuous civilization lasting over 5000 years and it is the world’s only amalgam of an ancient civilization and a huge modern state.
An inaccurate analogy would be something like the ancient Roman Empire continuing to this day as a unified modern state with a centralized government, modern economy, all its diverse traditions and cultures and a huge population speaking the same language called Latin.
This kind of country is bound to be unique: China is an amalgamation of four factors, namely, a super-large population, a super-sized territory, a super-long history and a super-rich culture. China has a population larger than the total populations of the 27 Europe Union countries, the USA, Russia and Japan combined. China’s Spring Festival in 2012 saw 3.1 billion visits via China’s vast transportation networks, something equivelant to moving the whole populations of North and South America, Europe, Russia, Japan and Africa from one place to another in less than a month. This is the scale of the country as well as the challenges and opportunities it faces.
China has a super-sized landscape, a continent by itself, with unimaginable regional diversity. China has super-entrenched historical traditions on everything one could think of, often traditions spanning thousands of years, ranging from political governance, statecraft and economics, to philosophy, medicine, military strategy and way of life. China has a super-rich culture, including one of the world’s most sophisticated literatures and architectures. Perhaps there is no better example to illustrate this richness than the Chinese cuisine: there are 8 main schools of cuisine and their countless sub-schools, each of the 8 main schools is arguably richer than the French cuisine in terms of contents and variety.
So a civilizational state is a product of hundreds of states amalgamated into one over thousands of years of history. The four ‘supers’, to this author, have shaped China’s unique development model, of which 8 features can be distilled:
First, it’s guiding philosophy is called ‘seeking truth from facts’. This is an ancient Chinese concept revived by the late leader Deng Xiaoping after the failure of the utopian Cultural Revolution. Deng believed that facts rather than ideological dogmas — whether from East or West — should serve as the ultimate criterion for establishing truth. Beijing concluded, from examining facts, that neither the Soviet Communist model nor the Western liberal democracy model really worked for a developing country in terms of achieving modernization. Hence China decided in 1978 to explore its own path of development and to adopt a pragmatic, trial-and-error approach for its massive modernization program. This is the philosophical underpining of the China model.
Second, putting people’s livelihood first. This is a very traditional concept of political governance in China. In this context, Deng Xiaoping prioritized poverty eradication as China’s no.1 task and pursued a down-to-earth strategy to wipe out poverty. China’s reform started first in the countryside, as at that time most Chinese lived in the countryside. The success of the rural reform set the Chinese economy moving and created a positive chain reaction leading to the rise of millions of small and medium-siezed enterprises, which soon accounted for more than half of China’s industrial output, thus paving the way for the rapid expansion of China’s manufacturing industries and foreign trade.
China is arguably correcting a neglect in the range of human rights advocated by the West, which tend to focus exclusively on civil and political rights. This feature of ‘putting people’s livelihood first’ may have long-term implications for the half of the world’s population who still live in poverty.
Third, stability as a pre-condition for development. As a civilizational state, its ethnic, religious, linguistic and regional diversity is among the highest in the world, and hence this condition has shaped what may be called ‘the collective psyche’ of the Chinese, i.e., most people revere stability and fear ‘luan’, the Chinese word for chaos, and the Chinese political culture is deeply rooted in the concept of ‘taipingshengshi’: prosperity in peace, or peace with prosperity. Deng Xiaoping’s penchant for stability derives in part from his understanding of Chinese history: in a span of nearly one and a half centuries, from 1840, when the British launched the Opium War on China, to the begining of the reform in late 1978, China’s longest continuous period of peace and stability lasted no more than 8 to 9 years; the country was in constant turmoil and suffered from repeated foreign aggressions, civil wars, peasant uprisings and self-inflicted ideological frenzy. By now China had for the first time in its modern history enjoyed a sustained stability for over three decades, and China has created an economic miracle.
Fourth, gradual reform. Given the size and complexity of the country, Deng Xiaoping set out a strategy that is often described as ‘crossing a river by feeling for stepping stones’, and he encouraged experiments for all major reform initiatives, as exemplified by China’s special economic zones, where new ideas were tested, such as land sale, high-tech joint ventures and an export-oriented economy. Only when new initiatives are shown to work are they extended nationwide. China has rejected ‘shock therapy’ and worked through the existing, imperfect institutions while gradually reforming them to serve modernization. This cautious approach has enabled China to maintain much needed political stablity and avoided paralysing failures as was the case with the former Soviet Union and ex-Yugoslavia.
Fifth, correct priorities and sequence. In line with the gradual approach, China’s reform has demonstrated a clear pattern of change: rural reforms first, urban ones second; changes in coastal areas first, inland second; economic reforms first, political ones second. In a nutshell, easy reforms before more difficult ones. The advantage of this approach is that the experiences and lessons gained in the first stage of reform create conditions for the next stage of change. Underpining this approach is China’s philosophical tradition of holistic thinking. Deng Xiaoping mapped out a 70-year strategy for modernizing China by the middle of the 21st century, and China is still pursuing this strategy today. This feature contrasts sharply with the populist, short-term politics so prevalent in much of the world today.
Sixth, a mixed economy. China has tried to combine the strength of the invisible hand of the market force with the visible hand of the state intervention, in part to correct market failures. China’s economic system is thus called ‘socialist market economy’. When the market force is released by China’s gigantic economic change, the Chinese state has done its utmost to ensure a macro political and economic stability, and the state has steered the country out of harm’s way in both the Asian financial crisis of 1997 and the current financial tsunami.
Seventh, opening up to the outside world. With no messanic tradition of converting others, China represents a secular culture where learning from others is highly virtuous. China has retained its long tradition of ‘selective cultural borrowing’ from outside world, including drawing on useful elements from the neo-liberal Washington consensus such as its emphasis on enterpreneruship and international trade. But Beijing always safeguards its policy space and draws on foreign ideas selectively. Opening up to international competition has allowed China to become one of the most competitive economies in the world.
Last but not least, a rather disinterested and enlightened strong state. China’s change has been led by an enlightened developmental state. The Chinese state is capable of shaping national consensus on the need for reform and modernization and ensuring overall political and macroeconomic stability and persuing hard strategic objectives, such as enforcing banking sector reforms, carrying out state-owned enterprise reforms, implementing necessary industrial policies and stimulating the economy against the global downturn. This feature originates from China’s Confucian tradition of a benevolent strong state established on the basis of meritocracy at all levels. After all, China is the country that invented the civil servant examination system over 1000 years ago.
With this tradition of meritocracy and performance legitimacy, Beijing now practices what can be called “selection plus some form of election” throughout its leadership structure. For instance, the criteria for becoming one of China’s top 9 leaders, i.e. members of the Standing Committe of the Political Bureau, require usually two terms of good performance as the top leader of a province, which is often the size of 4 to 5 average European states. With this system of meritocracy and performance legitimacy in place, whatever defects it may have, there is no chance for such incompetent leaders as Geroge W. Bush to rise to the top echelon of power.
The relative success of China since 1979 shows that whatever the political system, it must all boil down to good governance. In other words, the ultimate test of a good political system is to what extent it can ensure good governance. The stereotyped dichotomy of democracy vs. autocracy sounds increasingly hollow in today’s complex world, given the large numbers of poorly governed “democracies”. China’s idea may eventually shape a paradigm shift from the dichotomy of democracy vs. autocracy to that of good governance vs. bad governance.
Good governance may take the form of the Western political system as in the case of, perhaps, Switzerland, or the form of a non-Western political system as in the case of Singapore and Hong Kong. China, with all its shortcomings, is a much better governed country than most developing countries. Likewise, bad governance may take the form of the Western political system as in the case of Haiti, Iraq, Mongolia, Ukraine and the recently bankrupt Iceland and Greece, and it may also take the form of a non-Western political system as in the case of Burma.
It follows that, from the Chinese point of view, the nature of a state, including its legitimacy, has to be defined more by its substance, i.e., good governance, than by its procedures. China emphasizes substance over procedures, believing that ultimately the right substance will evolve into the right procedures, appropriate to each nation’s own conditions. Good governance should be an objective of all governments in the world, and the developing world is faced with the mounting challenge of political reform in order to achieve good governance. The same is true for the developed world, given the scale of crises across Japan, Europe and the United States.
China is now the world’s largest laboratory for economic, social and political change. China’s successful economic reforms may have set a pattern for its future political change: a gradual, experimental and accumulative approach, and assimilating whatever is good in Chinese and foreign ideas and practices. After more than a century of devastating wars and revolutions, and after three decades of successful economic reforms, most Chinese seem willing to continue with its own imperfect yet efficient model of development, and this model seems to blend reasonably well with China’s own civilization of several millenia — including 20 or so dynasties, seven of which lasted longer than the whole of U.S. history.
China is going through its own industrial and social revolutions. Imperfections are abundant, and the country is still faced with many challenges such as fighting corruption and reducing gaps between regions and between rich and poor. But China is likely to continue to evolve along its own successful model, rather than embracing other models.
With China’s further ascendance, the China model may well become more influential internationally. While China’s experience is largely indigenous and will be difficult to copy by other countries with different cultural traditions, certain ideas and practices from the China model such as ‘seeking truth from facts ’, putting people’s livelihood first, gradual and experimental approach to change, ‘good governance matters more than democratization’, may have broader international appeal.
Indeed, the world is witnessing a wave of change from a vertical world order, in which the West is above the rest in both wealth and ideas, to a more horizontal order, in which the rest, notably China, will be on a par with the West in both wealth and ideas. This is an unprecedented shift of economic and political gravity in human history, which will change the world forever.
Zhang Weiwei is professor of international relations at Fudan Universty and senior fellow at Chunqiu Institute, China, and a visiting professor at the Geneva School of Diplomacy and International Relations. His recent publications include a bestseller in China "The China Wave, Rise of a Civilizational State".


.~`~.
IV
Zhang Weiwei: The China Wave



.~`~.
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική

*
Viewing all 1482 articles
Browse latest View live