Quantcast
Channel: Κοσμοϊδιογλωσσία
Viewing all 1482 articles
Browse latest View live

Φεμινιστική γεωπολιτική.

$
0
0

Το κείμενο αποτελεί υποκεφάλαιο από το βιβλίο του Αστέρη Χουλιάρα, Γεωγραφικοί Μύθοι της Διεθνούς Πολιτικής, Εκδόσεις Ροές.
.~`~.
I

Τα τελευταία χρόνια, η κριτική γεωπολιτική στράφηκε και σε θέματα που ενδιαφέρουν το φεμινισμό. Μερικοί/ες αναλυτές/λύτριες σημείωσαν την απουσία γυναικών στην ιστορία της γεωπολιτικής και της θεωρίας και πρακτικής των διεθνών σχέσεων. Οι γυναίκες, τόνισαν, είναι «αόρατες», «σαν να μην υπάρχουν γυναίκες στη διεθνή πολιτική (...) σαν οι γυναίκες και οι άνδρες να δραστηριοποιούνται και να επηρεάζονται από την παγκόσμια πολιτική με τούς ίδιούς τρόπούς» (Pettman 1999: 484).
Αναμφίβολα η φεμινιστική γεωπολιτική οφείλει πολλά στην κριτική που έχει αναπτύξει ο φεμινισμός στη θεωρία των διεθνών σχέσεων. Για τη φεμινιστική προσέγγιση, το βασικό αναλυτικό εργαλείο είναι το «κοινωνικό φύλο». Το κοινωνικό φύλο (gender) είναι διαφορετικό από το βιολογικό φύλο (sex). Το δεύτερο αφορά τις βιολογικές διαφορές ενώ το κοινωνικό φύλο είναι μια κοινωνική κατασκευή που «αναφέρεται σε μια κοινωνικά [κατασκευασμένη] συμπεριφορά [η οποία «μαθαίνεται»] και [περιλαμβάνει τις] προσδοκίες που διακρίνούν μεταξύ αρρενωπότητας και θηλυκότητας» (Peterson και Runyan, 1993: 5). Στις περισσότερες κοινωνίες, οι αξίες που συνδέονται με την «αρρενωπότητα» (ορθολογισμός, δύναμη, δράση) θεωρούνται ανώτερες από τις αντίστοιχες που συνδέονται με τη «θηλυκότητα» (συναισθηματισμός, αδυναμία, παθητικότητα). Η ανισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών (εμφανείς στην πολιτική εκπροσώπηση, στο εισόδημα και στην εκπαίδευση), υποστηρίζει η φεμινιστική προσέγγιση, είναι στην πραγματικότητα αντανάκλαση των ρόλων που επιβάλει το κοινωνικό φύλο. Το τελευταίο έχει μια σειρά από νοήματα (Pettman 1999: 488):
«Το κοινωνικό φύλο είναι μια προσωπική ταυτότητα - πως βιώνω το γεγονός ότι είμαι γυναίκα; μια κοινωνική ταυτότητα - τι προσδοκούν οι άλλοι από μένα ως γυναίκα; και μια σχέση εξουσίας - γιατί οι γυναίκες ως κοινωνική κατηγορία σχεδόν πάντοτε υποεκπροσωπούνται σε σχέσεις εξουσίας (...);»
Σε τελευταία ανάλυση όλες οι κοινωνικές σχέσεις - ταξικές, εθνικές αλλά και οικογενειακές - επηρεάζονται και συχνά καθορίζονται από το κοινωνικό φύλο. Κι αυτό συμβαίνει σε κάθε επίπεδο, από τη χάραξη της εξωτερικής πολιτικής μέχρι τις γεωπολιτικές αναπαραστάσεις στα μέσα μαζικής ενημέρωσης και στη βιομηχανία της ψυχαγωγίας. Η Sharp (1998), για παράδειγμα, αναλύοντας αμερικανικές κινηματογραφικές ταινίες της μεταπολεμικής περιόδού, διαπιστώνει ένα γενικευμένο φαινόμενο «εξανδρισμού» («re-masculinization») με την προβολή θεμάτων όπως «καλοί άνδρες υπερνικούν το χάος και την αταξία στο διεθνές πεδίο» και «ηρωϊκοί άνδρες μάχονται εναντίον της τυραννίας ενός "θηλυπρεπούς"κράτούς».
Το 1998, ο καθηγητής στο George Mason University των ΗΠΑ Francis Fukuyama, δημοσίεύσε ένα άρθρο στο περιοδικό Foreίgn Affairs με τίτλο «Γυναίκες και η Εξέλιξη της Παγκόσμιας Πολιτικής» («Women and the Evolutiοn Wοrld Politίcs») (Fukuyama 1998). Το άρθρο συζητήθηκε πολύ, προκαλώντας θετικές αλλά και πολλές αρνητικές αντιδράσεις. Ο Fukuyama, αποδεχόμενος τις θέσεις της φεμινιστικής σχολής των διεθνών σχέσεων, υποστήριξε ότι ο σημερινός κόσμος είναι κυρίως δημιούργημα των ανδρών, το κοινωνικό φύλο δηλαδή έχει παίξει ένα ζωτικής σημασίας ρόλο στο σχηματισμό του κράτους. Ωστόσο εάν οι γυναίκες είχαν εμπλακεί περισσότερο στη διαδικασία αυτή το αποτέλεσμα θα ήταν πολύ διαφορετικό: ένας «πραγματικά μητριαρχικός κόσμος... θα έτεινε λιγότερο προς τη σύγκρουση και θα ήταν περισσότερο συμφιλιωτικός και συνεργατικός απ'αυτόν στον οποίο κατοικούμε τώρα» (Fυkυyama 1998: 33). Το θετικό παρατήρησε ο Fukuyama, είναι ότι στον τελευταίο αιώνα η θυληκή παρουσία στη παγκόσμια πολιτική αυξάνεται (ιδιαίτερα στη Δύση).
Ωστόσο ένα μεγάλο τμήμα του κόσμου περιλαμβάνει κράτη των οποίων ηγούνται αιμοσταγείς άνδρες. Αν λοιπόν οι μελλοντικοί ταραχοποιοί είναι οπλισμένοι με πυρηνικά όπλα, θα ήταν προτιμότερο να καθοδηγούμαστε από γυναίκες σαν την Μάργκαρετ Θάτσερ, παρά από γυναίκες τύπου Gro Harlem Brundtland. Για τον Fukuyama, λοιπόν, χρειαζόμαστε «αρρενωπές» πολιτικές - αν και όχι κατ'ανάγκη άνδρες-ηγέτες. Οι φεμινίστριες βέβαια αντέδρασαν έντονα, υποστηρίζοντας ότι η άποψη του Fukuyama -η οποία βασίζεται στα συμπεράσματα της εξελικτικής ψυχολογίας (evolutionary psychology)- ότι τα ατομικά χαρακτηριστικά προσδιορίζουν τη συλλογική συμπεριφορά αποτελεί ένα αντιεπιστημονικό νοητικό άλμα.

---------------------------------------------------------------
Σημείωση
Σαν να μην έφτανε η σύγκρουση μεταξύ ρεαλιστών και συμπεριφοριστών, το αντικείμενο των διεθνών σχέσεων, οι οποίες έχουν ουσιαστικά γίνει διεθνής πολιτική, έχει εμπλουτιστεί κατά πολύ από: το δομισμό, ο οποίος αποδίδει περισσότερη έμφαση στη συνολική δομή παρά στα ατομικά κράτη'τη θεωρία της εξάρτησης (για κάποιους μια υποδιαίρεση του δομισμού), η οποία αμφισβητεί τις υποθέσεις του εκσυγχρονιστικού υποδείγματος ότι όλα τα κράτη περνούν από τα ίδια στάδια, αποδίδοντας έμφαση στη σχέση εκμεταλλευτή-εκμεταλλευόμενου'την ανάλυση παγκοσμίων συστημάτων, η οποία οργανώνει τον κόσμο σε κράτη-πυρήνες, ημι-περιφερειακά και περιφερειακά κράτη'το θετικισμό, ο οποίος προσπαθεί να εξηγήσει μέσω της εδραίωσης προτύπων και, επομένως, βρίσκεται κοντά στο συμπεριφορισμό'τον κονστρουκτιβισμό, ο οποίος θέλει να δείξει πως οι ιδέες και οι προτιμήσεις παίζουν κυρίαρχο ρόλο στη συγκρότηση του κόσμου'το μεταμοντερνισμό, ο οποίος αμφισβητεί τις θεμελιώδεις παραδοχές των περισσότερων θεωριών διεθνών σχέσεων (και άλλων θεωριών) και συνδέεται στενά με την κριτική θεωρία'την κανονιστική θεωρία, η οποία εισάγοντας ένα ιδιαιτέρως ηθικό και πολιτικό περιεχόμενο στη μελέτη των διεθνών σχέσεων, έριξε μια γάτα στον περιστερώνα'τον πλουραλισμό, ο οποίος υποστηρίζει ότι το κράτος είναι ένας μεταξύ πολλών παραγόντων που συγκροτούν την ολότητα και ότι ο «κρατοκεντρισμός» τον οποίο ευνοούν οι ρεαλιστές είναι παραπλανητικός'και ο λειτουργισμός, ο οποίος τονίζει τον κεντρικό ρόλο της διεθνούς συνεργασίας κι έτσι αποδίδει πολύ περισσότερη έμφαση στα Ηνωμένα Έθνη από ό,τι για παράδειγμα, ένας ρεαλιστής. Το γεγονός ότι όλα τα παραπάνω έχουν καρυκευτεί με τις βασικές ιδεολογίες του συντηρητισμού, του φιλελευθερισμού και του σοσιαλισμού, είναι εξίσου προφανές'και για να εμπλουτίσουμε περαιτέρω την εικόνα, έχουμε την κατηγοριοποίηση της «Αγγλικής Σχολής» [Martin Wightκαι Hedley Bullο οποίος είναι διστακτικός προς αυτή την κατηγοριοποίηση] σε «τρεις παραδόσεις», την χομπσιανή'η οποία είναι ρεαλιστική και υπογράμμίζε ότι η ισχύς είναι ο κύριος παράγοντας στη σύγκρουση μεταξύ κυρίαρχων βουλήσεων, την γκροτιανή, η οποία θέλει να εισάγει αποτελεσματικούς κανόνες σε ένα αναρχικό σύστημα κρατών και την καντιανή, η οποία τονίζει την ισχύ του ατόμου...
Προς πλέον εμπλουτισμό (και περιπλοκή) του πεδίου (ή των πεδίων) της θεωρίας των διεθνών σχέσεων, η σύγχρονη θεωρητική μελέτη των διεθνών σχέσεων πέρασε, από την έμφαση που απέδιδε στη Βιολογία ο κοινωνικός δαρβινισμός, στη Φυσική (μετά από τον Β'Παγκόσμιο Πόλεμο) και σήμερα, όπως φαίνεται, επιστρέφει στη Βιολογία. Φαίνεται ότι τώρα ο Φουκουγιάμα, ίσως επειδή αντιλήφθηκε ότι το «τέλος της ιστορίας» είναι, εν τέλει, μια επιφανειακή και ανούσια ιδέα, υποστηρίζει ότι το κεντρικό ρόλο πρέπει να παίζουν οι «αρσενικές αξίες» οι οποίες «βασίζονται στη βιολογία». Γράφει ότι «οι θηλυκοί χιμπαντζήδες έχουν σχέσεις, ενώ οι αρσενικοί ασκούν realpolitik» και ότι επειδή (όπως ισχυρίζεται) υπάρχει συνέχεια ανάμεσα στον χιμπαντζη και το σύγχρονο άνθρωπο, αυτό έχει σημαντικές συνέπειες για τη διεθνή πολιτική...
Πρέπει να πούμε ότι η σύνδεση ανάμεσα στη θεωρία διεθνών σχέσεων και την επιστήμη, πολιτική ή φυσική, έχει αναπτυχθεί κυρίως στην Αμερική, εκφράζοντας ίσως τον γενικώς υλιστικό τρόπο ζωής στις ΗΠΑ. Είναι εύλογο να πούμε ότι ο «ωμός επιστημονισμός» αποτελεί χαρακτηριστικό της σύγχρονης θεωρίας διεθνών σχέσεων και ότι η μοναδική συνετή διέξοδος από τον λαβύρινθο είναι «να προσφέρουμε εμπειρικά, φιλοσοφικά και και πολιτικά επιχειρήματα ενάντια στον επιστημονικό ιμπεριαλισμό» [Beware of the false prophets: biology, human nature and the future of International Relations theory - Δες και Μετα-ανθρωπότητα].
---------------------------------------------------------------

.~`~.
II

Η Cynthia Enloe (1989) αρνήθηκε να αποδεχτεί την παραδοσιακή αντίληψη της γεωπολιτικής για τη σύγκρουση κρατών καθοδηγούμενων από άνδρες ηγέτες -που χαρακτηρίζει την προσέγηση του Fukuyama- και εστίασε την προσοχή της στην παραγνωρισμένη παράλληλη αλλά σιωπηλή «ιστορία» των γυναικών. Η ανάλυσή της εξετάζει θέματα όπως ο ρόλος της διεθνούς εργατικής μετανάστευσης, η διαθεσιμότητα γυναικείας εργατικής δύναμης για τις επενδύσεις των πολυεθνικών επιχειρήσεων και η θέση των γυναικών στη βιομηχανία τουρισμού της νοτιοανατολικής Ασίας. Ουσιαστικά η Enloe συσχετίζει τη γεωπολιτική ανάλυση με τις καθημερινές γεωγραφίες του κοινωνικού φύλου, υπογραμμίζοντας τη διασύνδεση ανάμεσα στα πρόσωπα και την πολιτική. Αυτές οι εναλλακτικές πολιτικές γεωγραφίες, υποστηρίζει, πρέπει να αποκαλυφθούν - αλλιώς είναι πιθανό να καταλήξουμε στη χαρτογράφηση ενός «τοπίου που κατοικείται από άνδρες, κυρίως άνδρες των ελίτ» (Enloe, 1989: 1).
Σ'ένα άλλο της εργο, η Enloe (1993) υποστηρίζει ότι η αρρενωπότητα (masculinity) και η θυληκότητα (femininity) παίζουν ένα σημαντικό ρόλο στη στρατιωτικοποίηση και την αποστρατιωτικοποίηση των κοινωνιών, επηρεάζοντας όχι μόνο τον τρόπο με τον οποίο είναι πιθανό να εξελιχθούν αλλά ακόμη και, σε κάποιο τουλάχιστον βαθμό, την ίδια τη φύση του πολέμου και της ειρήνης. Για να αποδείξει τον ισχυρισμό της, η Enloe εστιάζει την προσοχή της στην περίοδο τον Ψυχρού Πολέμου, εξετάζοντας το ρόλο του κοινωνικού φύλου στη στρατιωτικοποίηση και ιδιαίτερα στη διαμόρφωση συγκεκριμένων ρόλων για τα κοινωνικά φύλα. Η Enloe παρουσιάζει παραδείγματα τέτοιων ρόλων που συνοδεύουν τη στρατιωτικοποίηση, όπως η θέση των γυναικών ως «υποστηρικτικών μορφών» και η θεώρηση του πολέμου ως «υπόθεσης των ανδρών» (Enloe 1993: 49). Αντίθετα, η αποστρατιωτικοποίηση απαιτεί έναν επαναπροσδιορισμό των ρόλων, που οδηγεί σε εντάσεις πού διατρέχουν το σύνολο της κοινωνίας. Η ειρήνη του μετα-ψυχροπολεμικού κόσμου δηλαδή συνοδεύεται από μια παράλληλη ένταση μεταξύ των φύλων (Enloe 1993: 22).
Ένα καλό παράδειγμα για το πώς η στρατιωτικοποίηση και αποστρατιωτικοποίηση επηρεάζουν τις σχέσεις των κοινωνικών φύλων είναι η περίπτωση της Ερυθραίας, της μικρής χώρας της ανατολικής Αφρικής που κέρδισε, μετά από έναν τριακονταετή απελευθερωτικό αγώνα, την ανεξαρτησία της από την Αιθιοπία το 1993: «Για χρόνια έκαναν ό,τι έκαναν και οι άνδρες: πολεμούσαν στα χαρακώματα, ανατίναζαν άρματα μάχης, διοικούσαν μονάδες, σκότωναν και σκοτώνονταν (...) Οι γυναίκες αποτελούσαν το ένα τρίτο της μάχιμης δύναμης που κέρδισε την ανεξαρτησία της Ερυθραίας». Κι όμως όταν ο πόλεμος τελείωσε, οι Ερυθραίες βρέθηκαν αντιμέτωπες μ'ένα νέο εχθρό: τις παραδοσιακές κοινωνικές αντιλήψεις. Παρόλο που η αποτελούμενη από πρώην αντάρτες κυβέρνηση της ανεξάρτητης πια χώρας πήρε ορισμένα μέτρα υπέρ των γυναικών (για παράδειγμα η προίκα θεωρήθηκε παράνομη), οι γυναίκες πιέστηκαν από τους πρώην συναγωνιστές τους να εγκαταλείψουν το στρατό και να μείνουν στο σπίτι. Πολλές γυναίκες εγκαταλείφθηκαν από τους συζύγους τους οι οποίοι στράφηκαν σε νεώτερες - και κατά προτίμηση παρθένες - συζύγους. Τα λόγια μιας πρώην αντάρτισσας είναι χαρακτηριστικά: «Ποτέ δεν φανταστήκαμε ότι οι άνδρες μας θα μας πρόδιδαν. Πρέπει ν'αλλάξουμε τους νόμους και τους τρόπους σκέψης. Αυτή η νέα μάχη αρχίζει τώρα».
Για την Enloe η σχέση κοινωνικού φύλου και εθνικισμού είναι μάλλον αντιφατική. Οι εντάσεις στις σχέσεις των φύλων δεν περιορίζονται μόνο στη φάση της αποστρατιωτικοποίησης. Όταν τα εθνικιστικά κινήματα στρέφονται στον ένοπλο αγώνα, οι γυναίκες συνήθως αντιδρούν στον περιορισμό των ρόλων που συνεπάγεται η στρατιωτικοποιημένη κοινωνία. Κατά συνέπεια, ο εθνικισμός αντανακλά τη σημασία της αρρενωπότητας και της θηλυκότητας (όπως εκδηλώνονται στην κοινωνία) αλλά και τη σύγκρουση μεταξύ των αντιλήψεων για τους ρόλους του κοινωνικού φύλου που θεωρούνται «κατάλληλοι» ή «ορθοί» μ'εκείνους που οι άνθρωποι θέλουν (ή μάλλον καλύτερα θα ήθελαν κάτω από άλλες συνθήκες) να υιοθετήσουν.
Οι εθνικισμοί είναι από τη φύση τους αφηγήσεις θεμελιωμένες στη διαφορά, είναι δηλαδή Λόγοι (discourses) που αντανακλούν ξεκάθαρα τις αντικρουόμενες πολιτικές της ένταξης και του αποκλεισμού. Οι κυρίαρχες ελίτ έχουν την ισχύ του εννοιολογικού προσδιορισμού του «έθνους» σύμφωνα με τα δικά τους συμφέροντα, αποφασίζοντας για το ποιοι είναι κεντρικής σημασίας και ποιοι περιθωριακοί στην δόμηση αλλά και τη διατήρηση της «εθνικής ταυτότητας». Οι Κούρδοι στην Τουρκία είναι ένα καλό παράδειγμα μιας κοινωνικής ομάδας η οποία παραμένει περιθωριακή στην εθνικιστική αφήγηση της Άγκυρας. Ωστόσο συχνά η περιθωριακή κοινωνική ομάδα για το «εθνικό σχέδιο» είναι οι γυναίκες. Ένα καλό παράδειγμα είναι η στάση ενός ιρλανδικού δικαστηρίου το οποίο εμπόδισε ένα θύμα βιασμού να ταξιδέψει στην Αγγλία για να κάνει έκτρωση (Martin 2000). Το σώμα της ανήλικης κοπέλας και εκείνο του αγέννητου μωρού συνδέθηκαν έτσι -μ'ένα συμβολικό βέβαια τρόπο- με τη θέση της χώρας στη διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Η Martin καταδεικνύει πως το σώμα μιας γυναίκας καταλήγει να γίνει τμήμα της ευρύτερης εθνικιστικής αφήγησης περί «υγείας και ευημερίας» του έθνους σε σχέση μάλιστα με διεθνικούς κανόνες (ελεύθερη κυκλοφορία προσώπων ανάμεσα στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης). Τα όρια του γυναικείου σώματος ταυτίζονται εν τέλει με τα σύνορα τον κράτους.
Βέβαια δεν είναι όλες οι φεμινίστριες σύμφωνες για την αντιφατική σχέση κοινωνικού φύλου και εθνικισμού. Αναμφίβολα γυναίκες έχουν παίξει σημαντικούς ρόλους σε πολλά εθνικο-απελευθερωτικά, εθνικιστικά και επαναστατικά κινήματα. Παρόλο όμως που πολλά απ'αυτά τα κινήματα περιλάμβαναν στα προγράμματά τους τα αιτήματα των γυναικών για ισότιμη συμμετοχή, στην πράξη δεν υπήρξε ποτέ ούτε ένα εθνικιστικό ή επαναστατικό κίνημα στο οποίο η φεμινιστική ατζέντα να συνέπεσε με τους κύριους επιδιωκόμενους στόχους (Light και Halliday, 1994: 48). Πάντως υπάρχουν φεμινίστριες που ισχυρίζονται ότι ο εθνικισμός και ο φεμινισμός δεν είναι αντιφατικές έννοιες. Η Molyneux, για παράδειγμα, ισχυρίζεται ότι δεν υπάρχει κάτι θεμελιωδώς αντιφατικό μεταξύ της γυναικείας απελευθέρωσης και των εθνικιστικών επιδιώξεων (Molyneyux 1985). Σε τελευταία ανάλυση, το ζήτημα είναι αν τα συμφέροντα των γυναικών προωθούνται μέσω του εθνικο-απελευθερωτικού αγώνα ή αν αντίθετα θεωρούνται υποδεέστερα άλλων στόχων.

---------------------------------------------------------------
Σημείωση
Ας δούμε μια συσχέτιση μεταξύ φιλελευθερισμού, διαφοράς και του «τέλους της εχθρότητας». Γράφει ο Jan Werner Müller:
Το κεντρικό παράδοξο του μετριοπαθούς φιλελευθερισμού μετά τον πόλεμο -η συνειδητοποίηση δηλαδή ότι ο φιλελευθερισμός δεν μπορεί να εγγυηθεί τις ίδιες του τις προϋποθέσεις, πόσο μάλλον να τις δημιουργήσει ο ίδιος- δεν έχει χάσει την επικαιρότητα και τη σημασία του... Σε τελική ανάλυση, η «πολιτική διαφορά ανήκει στην ουσία της πολιτικής». Και όσο περισσότερο αναμετριέται ο φιλελευθερισμός με τη διαφορά, αντι να την αρνείται, όσο περισσότερο αντιμετωπίζει κατά πρόσωπο τα δεδομένα, όχι απλώς του πλουραλισμού αλλά και του ιστορικού ανταγωνισμού και της ενδεχομενικότητας, τόσο περισσότερο αποδεκτός μπορεί να γίνει ακόμα και σε εκείνους που βλέπουν με καχυποψία τη φιλελεύθερη νεωτερικότητα ή είναι εχθροί της. Υπό αυτές τις προϋποθέσεις μπορεί ο φιλελευθερισμός να θεμελιώνει και να διακηρύσσει την επιθυμία του να συνυπάρξει -και να συγκρουστεί συμπονετικά- με τον εχθρό...
Ο «οικουμενικός πατρωτισμός» προϋπέθετε, σε τελική ανάλυση, τον εντοπισμό ενός «άλλου». Η «ανθρωπότητα καθαυτή και ως ολότητα δεν έχει εχθρό πάνω σ'αυτό τον πλανήτη», είπε ο Schmitt. Η «ανθρωπότητα» ήταν μια «ασύμμετρη αντι-έννοια» - ένας όρος που επινοήθηκε από τον Koselleck. Αυτό σήμαινε ότι ο έχθρος έπρεπε να αποκηρυχθεί ως «απάνθρωπος» και να εξουδετερωθεί.
Ο «πατριωτισμός της ανθρωπότητας» θα ήταν επομένως εκτεθειμένος σε όλες τις μομφές που είχε διατυπώσει ο Schmitt ενάντια στον φιλελεύθερο οικουμενισμό κατά τη δεκαετία του '20. Πάντως οι τελευταίες δημοσιευμένες λέξεις του Schmitt δεν ήταν απλώς μια σύνοψη των προειδοποιήσεων του για τους κινδύνους ενός ενωμένου κόσμου χωρίς εχθρούς. Αφορούσαν την εξουσία:
Το τελικό αποτέλεσμα που θα πρέπει κανείς να φοβάται [από έναν πατριωτισμό της ανθρωπότητας] θυμίζει τα λόγια που ειπώθηκαν από έναν ηγέτη τον 19ο αιώνα, την ώρα που πέθαινε. όταν ρωτήθηκε από τον πνευματικό του σύμβουλο, στο νεκροκρέβατο, αν συγχωρεί τους εχθρούς του, αποκρίθηκε με καθαρή συνείδηση: «Δεν έχω εχθρούς'τους έχω σκοτώσει όλους»
---------------------------------------------------------------

.~`~.
III

Στις φεμινιστικές αναλύσεις του μιλιταρισμού και του πολέμου υπάρχουν τρία ευδιάκριτα ρεύματα σκέψης (Dalby 1994: 605). Το πρώτο, που αποτυπώνεται εν μέρει στη προσέγγιση τον Fukuyama αλλά και στο έργο της Tickner (1992), υποστηρίζει ότι ο πόλεμος οφείλεται στην επιθετικότητα και την «παιδική ανευθυνότητα» των ανδρών. Η αποξένωση των γυναικών από τον πόλεμο προέρχεται, σύμφωνα με πολλές μελέτες, από την αντίθεσή του με τη μητρότητα: η μη βία δεν είναι τίποτε άλλο από μια φυσική προέκταση της μητρικού ενστίκτου. Ο «πολιτισμικός φεμινισμός» που προβάλλει αυτή την άποψη θεωρεί ότι υπάρχουν γυναικείες αξίες (όπως η συνεργασία και η επίλυση των διαφορών με ειρηνικά μέσα) τις οποίες η σύγχρονη κοινωνία έχει ανάγκη. Υπάρχει δηλαδή μια οργανική σχέση ανάμεσα στο φεμινισμό και τον πασιφισμό. Το σλόγκαν «πάρτε τα παιχνίδια από τα αγόρια» (take the toys from the boys) αντανακλά ξεκάθαρα αυτή τη προσέγγιση. Το δεύτερο ρεύμα σκέψης που θα μπορούσε να ονομαστεί «φιλελεύθερος φεμινισμός» είναι περισσότερο κανονιστικό. Διαφοροποιείται επίσης από τον πολιτισμικό φεμινισμό καθώς δεν δέχεται ότι άνδρες και γυναίκες διαφέρουν (Pettman 1999: 487). Οι υπέρμαχοι του φιλελεύθερου φεμινισμού υποστηρίζουν και προωθούν την ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών στο στρατό, συμπεριλαμβανομένων των μάχιμων θέσεων. Για τις φιλελεύθερες φεμινίστριες το επιχείρημα της «προστασίας» των γυναικών σε μια σύγκρουση είναι ένας ακόμη Λόγος (discourse) που εμποδίζει την πρόσβασή τους σε θέσεις ισχύος. Τέλος το τρίτο ρεύμα σκέψης, που θα μπορούσαμε ίσως να ονομάσούμε «μεταδομικό» ή «ριζοσπαστικό» φεμινισμό είναι περισσότερο φιλοσοφικό και υποστηρίζει ότι η ίδια η αντίθεση αρρενωπότητας / θηλυκότητας, που συνοδεύεται από τα αντίστοιχα στερεότυπα της ανδρικής επιθετικότητας και της γυναικείας υποταγής, αποτελεί μια κοινωνική κατασκευή που εμποδίζει την επιδίωξη της ειρήνης (Dalby 1994: 605). Γι'αυτές τις μεταδομικές φεμινίστριες, η άποψη του πολιτισμικού φεμινισμού ότι οι γυναίκες υπερέχουν ηθικά έναντι των ανδρών ενισχύει τα στερεότυπα τον κοινωνικού φύλου, ενώ ο στόχος της ισότιμης συμμετοχής που προωθεί ο φιλελεύθερος φεμινισμός απλά αποσκοπεί στην ένταξη των γυναικών σε «ανδρικούς θεσμούς» σύμφωνα με τους όρους των ανδρών (Pettman 1999: 487).
Ισως η πιο πλήρης διερεύνηση της σχέσης πολέμου και κοινωνικού φύλου είναι το βιβλίο ενός άνδρα, του Joshua S. Goldstein (Goldstein 2001). Ο Goldstein ξεκινά την ανάλυσή του με την παρατήρηση ότι οι ρόλοι τον κοινωνικού φύλου σε περιόδούς πολέμου δεν διαφοροποιούνται ανάλογα με το χώρο (π.χ. σε διαφορετικούς πολιτισμούς) ή το χρόνο. Οι πολεμιστές είναι σχεδόν παντού και πάντοτε σχεδόν αποκλειστικά άνδρες. Ο Goldstein παρουσιάζει είκοσι πιθανές ερμηνείες για την άνιση παρουσία ανδρών και γυναικών στον πόλεμο, τις οποίες και κατατάσσει σε τέσσερις ευρύτερες αναλυτικές κατηγορίες: τη βιολογία (μέγεθος και ισχύ, ικανότητα εργασίας σε ιεραρχικές δομές, κλπ.), τις διαφορές των φύλων όταν δρουν σε ομάδες (group dynamics), την πολιτισμική κατασκευή της αρρενωπότητας και, τέλος, τις κοινωνικά κατασκευασμένες σχέσεις κυριαρχίας (των ανδρών) και υποταγής (των γυναικών). Ο Goldstein θεωρεί ότι οι πολιτισμικές ερμηνείες, ιδιαίτερα τα κλασικά στερεότυπα «σκληροί άνδρες» και «ευαίσθητες γυναίκες» έχουν μεγάλη ερμηνευτική αξία. Αν και παραδέχεται ότι μια από τις πλέον ισχυρές ερμηνείες για τους ρόλους των φύλων στον πόλεμο είναι οι μικρές αλλά σημαντικές διαφορές στο μέσο μέγεθος, στη μέση δύναμη και στις βιολογικά προκαθορισμένες συμπεριφορές, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι μορφές κοινωνικοποίησης των ανδρών, ιδιαίτερα αυτές που συνδέουν την αρρενωπότητα με τη σκληρότητα, την πειθαρχία και την ικανότητα ελέγχου των συναισθημάτων, αποτελούν τη πιο ολοκληρωμένη και πειστική εξήγηση της άνισης εκπροσώπησης των φύλων στους πολέμους. Ο Goldstein ισχυρίζεται εν τέλει ότι «ο πόλεμος δεν έρχεται με φυσικό τρόπο στους άνδρες (από τη βιολογία), και κατά συνέπεια οι στρατιώτες χρειάζονται έντονη κοινωνικοποίηση και εκπαίδευση για να πολεμήσουν αποτελεσματικά. Η κατασκευή του κοινωνικού φύλού είναι λοιπόν ένα εργαλείο με το οποίο οι κοινωνίες παρακινούν τους άνδρες να πολεμήσούν» (Goldstein 2001: 252-3). Ο Goldstein δηλαδή, με τη συστηματική μελέτη του, επιβεβαιώνει τα φεμινιστικά επιχειρήματα για το ρόλο τον κοινωνικού φύλου.

.~`~.
IV

Σε ό,τι αφορά τη γεωπολιτική, η πιο πρωτότυπη συμβολή της φεμινιστικής προσέγγισης είναι η αμφισβήτηση των παραδοσιακών γεωγραφικών κλιμάκων ανάλυσης. Ιδιαίτερα οι φεμινιστικές κριτικές της έννοιας της ασφάλειας έχουν προσφέρει πολλά στην αποδόμηση των εδαφικών υποθέσεων των διεθνών σχέσεων. Η φεμινιστική γεωπολιτική τονίζει ότι η ασφάλεια αφορά κοινωνικές σχέσεις κι όχι την απρόσωπη οντότητα τον κράτους που αποτελεί την παραδοσιακή κλίμακα ανάλυσης. Τα κράτη, με την εξασφάλιση του απαραβίαστου των συνόρων, στην πραγματικότητα δεν προστατεύουν όλους τους πολίτες τους. Αντίθετα, στο όνομα της επιδίωξης της εξωτερικής ασφάλειας, υποβάλλουν σε βίαιες διακρίσεις και αδικίες ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού τους. Στην πραγματικότητα η προστασία από μια εξωτερική απειλή είναι προστασία της εσωτερικής δικαιοδοσίας (jurisdiction) που εξασφαλίζει τη διαιώνιση της υποταγής των γυναικών. Η υποτιθέμενα σαφής (αλλά στην πραγματικότητα απόλύτα τεχνητή) διάκριση μεταξύ εσωτερικών και εξωτερικών ζητημάτων αλλά και μεταξύ δημόσιας και ιδιωτικής σφαίρας ουσιαστικά διευκολύνουν την ανδρική κυριαρχία (*).
Στη Βοσνία η συστηματική πολιτική βιασμών ήταν μια σκόπιμη προσπάθεια εκφοβισμού των γυναικών για να εγκαταλείψουν μια συγκεκριμένη περιοχή αλλά και μια άμεση επίθεση στην «πολιτική οργάνωση της αναπαραγωγής» που διατηρεί τη συνέχεια της εθνοτικής ταυτότητας στο χώρο (Stίglmayer 1994). Στη Βοσνία δηλαδή η διάκριση μεταξύ ιδιωτικής και δημόσιας σφαίρας που προβάλει η γεωπολιτική και η ρεαλιστική προσέγγιση των διεθνών σχέσεων κατέρρεύσε πλήρως. Το ερώτημα που τίθεται λοιπόν δεν είναι «εθνική ασφάλεια» (national security) αλλά «ασφάλεια για ποιόν;» (whose security?) (Dalby 1994: 601).
Η Jennifer Hyndman (2001) επιχειρηματολογεί υπέρ μιας φεμινιστικής γεωπολιτικής που θα εξετάζει πολιτικές πρακτικές σε κλίμακες ανάλύσης πού θα είναι καταλληλότερες από τις εθνοκρατικές. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η προσέγγισή της για τούς τρόπους με τούς οποίούς το διεθνές δίκαιο υπερβαίνει τη διάκριση δημόσιού και ιδιωτικού. Για παράδειγμα οι πρόσφατες αποφάσεις των Διεθνών Δικαστηρίων Εγκλημάτων Πολέμού (Γιουγκοσλαβία, Ρουάντα, Σιέρρα Λεόνε) να θεωρήσούν τους βιασμούς γυναικών «στρατηγικό όπλο» υπερβαίνουν τη κλασική διάκριση ιδιωτικού και δημόσιου και μεταθέτουν την προσωπική εμπειρία στο διεθνές πεδίο. Αυτές οι δικαστικές αποφάσεις βασίζονται στην παραδοχή ότι ο βιασμός αποτελεί μέσο στη διεξαγωγή των πολέμων και αντιπροσωπεύει μια νέα κατηγορία εγκλήματος που αναμορφώνει την παραδοσιακή γεωγραφική κλίμακα ανάλύσης και το πεδίο της τιμωρίας και αναπλάθει αυτό που μετράει (αυτό πού είναι δημόσιο) κι αυτό που δεν είναι (αυτό που θεωρείται ιδιωτικό). Η ασφάλεια του σώματος ως η ορθότερη κλίμακα γεωπολιτικού χώρου πολιτικοποιείται (Hyndman 2001: 216). Η Hyndman λοιπόν, όπως κι η Εnlοe, στρέφεται σε μια γεωπολιτική νέου τύπου τονίζοντας την πολιτική της καθημερινής ιδιωτικής ζωής πού αλληλεπιδρά με την περισσότερο προφανή πολιτική του δημόσιου χώρου του κράτούς και των διακρατικών σχέσεων.

---------------------------------------------------------------
Σημείωση
(*) Όλα τα ζητήματα της παραγράφου αυτής είναι κομβικά. Ενδεικτικά: Για το ζήτημα της «εδαφικότητας», το οποίο εκβάλλει στα περί «γεωκεντρικής τεχνολογίας» και «εθνοκεντρικής πολιτικής» (Gilpin Robert, Waltz Kenneth, Bull Hedley) και εκκινεί τις δεκαετίες '60-70. Ομοίως το ζήτημα του απαραβίαστου των συνόρων έχει αμφισβητηθεί, με αρχή την ίδια περίοδο και με επιταχυνόμενους ρυθμούς από τη δεκαετία του '90 και έπειτα με τις αλλαγές που αξίωσαν οι Ηνωμένες Πολιτείες στο πεδίο του διεθνούς δικαίου, την αποσύνδεση εθνικού και διεθνικού και την έννοια της κυριαρχίας (Mazower Mark). Για τις διαφορές εσωτερικής και διεθνούς πολιτικής και τις αναγωγικές θεωρίες ερμηνείας της διεθνούς πολιτικής εδώ μια εισαγωγή (Waltz Kenneth). Επίσης, το βασικό χαρακτηριστικό της θεωρίας περί διεθνούς κοινωνίας ως μια civitas maxima, ενός υπερ-κράτους είναι ότι εξομοιώνει -με διάφορους τρόπους- τις διεθνείς σχέσεις σε μια κατάσταση εσωτερικής πολιτικής - η θεωρία έχει την απαρχή της στον Καλβίνο (Wight Martin). Γενικότερα το ζήτημα της Διεθνούς κοινωνία-civitas maximaμπορούμε να το ιχνηλατήσουμε μέχρι τον στωικισμό και τον ρωμαϊκό αυτοκρατορισμό και να κάνουμε συνδέσεις με τον κοσμοπολιτισμό και τον Kant. Σε όλες τις περιπτώσεις υποβόσκει η αμφισβήτηση του βεστφαλιανού εθνοκρατικού διεθνούς συστήματος. Τέλος για τη συγχώνευση ιδιωτικής και δημόσιας σφαίρας και μαζική δημοκρατία ενδεικτικά δες εδώ (Κονδύλης Παναγιώτης).
---------------------------------------------------------------

.~`~.
V

Σύμφωνα με ορισμένες αναλύτριες, ο δυτικόςφεμινισμός που κυριαρχείται από λευκές μεσο-αστες απέτυχε να αναγνωρίσει ότι γυναίκες σε άλλες συνθήκες και σε άλλούς γεωγραφικούς χώρους μπορει να εχουν διαφορετικές προτεραιότητες. Μετά από ενα ταξίδι στην επαναστατημένη Νικαράγουα η Rich (1986: 216) έγραψε ότι «το πρόβλημα ήταν οτι δεν γνωρίζαμε ποιόν εννοούσαμε όταν λέγαμε εμείς». Η γυναικεία εμπειρία δηλαδή δεν είναι η ίδια σε όλους τους γεωγραφικούς χώρούς. Η απελευθέρωση των γυναικών στις δυτικές κοινωνίες, υποστηρίζει μια πρόσφατη μελέτη (Ehrenreich και Hochschild, 2002), έγινε δυνατή μόνο χάρη στην ύπαρξη ενός αόρατου συνόλου άλλων γυναικών οι οποίες μεγαλώνουν τα παιδιά, καθαρίζουν τα σπίτια και μαγειρεύουν την τροφή των πρώτων. Οι γυναίκες αυτές φθάνουν στη Δύση από χώρες του Τρίτου Κόσμου και πρώην κομμουνιστικά κράτη. Στις ΗΠΑ, ο αριθμός τούς ξεπερνά το 1.000.000 (800.000 νόμιμα εργαζόμενες). Αυτές οι γυναίκες -από χώρες τόσο διαφορετικές όσο οι Φιλιππίνες και η Ουκρανία- εγκαταλείπουν τις οικογένειές τους στις πατρίδες τους, αναζητώντας μια καλύτερη ζωή στη Δύση. Συχνά αφήνουν πίσω τους άνεργους άνδρες που στρέφονται στο ποτό και τα τυχερά παιχνίδια, σπαταλώντας όλα τα με κόπο κερδισμένα χρήματα που οι ξενιτεμένες γυναίκες τους στέλνουν, αφήνοντας εν τέλει τα παιδιά σε χειρότερη κατάσταση απ'ό,τι θα ήταν αν οι μητέρες τους δεν είχαν μεταναστεύσει. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για μια από τις πιο στυγνές πλευρές της παγκοσμιοποίησης, καθώς στερεί τις φτωχές χώρες από τόσο βασικές πλευρές της ανθρώπινης ύπαρξης, όπως η αγάπη και η φροντίδα. Αυτή η εξέλιξη είναι η ύστατη στέρηση, γράφούν οι Ehrenreich και Hochschild, επειδή εκμεταλλεύεται τον τελευταίο πλουτοπαραγωγικό πόρο που ο Τρίτος Κόσμος μπορεί να πουλήσει: τη μητρότητα.
Η ιδέα αυτή για τη «γεωπολιτική της οικιακής εργασίας» έχει προκαλέσει το ενδιαφέρον πολλών αναλυτριών (England and Stiell 1997; Hondagneu-Sotelo 2001; Parreńas 2001). Οι φεμινιστικές προσεγγίσεις δεν είναι πάντοτε απαισιόδοξες. Η Matthew Sparke (1996) εξετάζει τους τρόπους με τους οποίους μια καναδική φεμινιστική οργάνωση, η Επιτροπή Εθνικής Δράσης για τη Θέση των Γυναικών (ΝΑC), αμφισβήτησε τα όρια που διαιρούν την ανδροκρατούμενη δημόσια σφαίρα από τις προσωπικές ζωές των γυναικών στο σύγχρονο Καναδά. Η ΝΑC, τονίζοντας πως η απελευθέρωση του εμπορίου και η νεοφιλελεύθερη αναδιάρθρωση θα μπορούσαν να επηρεάσουν τις προσωπικές ζωές των γυναικών, απέδειξε ότι μια φεμινιστική οργάνωση μπορεί να παρέμβει στη διαμόρφωση της δημόσιας συζήτησης, παραμερίζοντας, έστω προσωρινά, την πολιτική της «μεγάλης εικόνας» που προβάλει το συμπαγή και μη αμφισβητούμενο χαρακτήρα του «εθνικού συμφέροντος». Σε άλλες όμως περιπτώσεις, κυρίως στον Τρίτο Κόσμο, η επιρροή των γυναικών είναι πολύ πιο περιορισμένη. Η Sara C. White γράφει, με κάποια πικρία, ότι «ακόμη κι εκεί που οι γυναίκες κινητοποιούνται για ένα συγκεκριμένο θέμα, η ενότητά τους είναι πάντοτε εξαρτημένη. Σε συνθήκες ταξικής, κοινοτικής ή εθνοτικής σύγκρουσης, η ενότητα τα κατά μήκος των γραμμών του κοινωνικού φύλού τείνει προς την κατάρρευση» (White 1999: 131).

.~`~.
Επίλογος

Συμπερασματικά, η φεμινιστική γεωπολιτική επιτίθεται με πολύ πειστικά επιχειρήματα στις εθνοκρατικές κλίμακες ανάλυσης της γεωπολιτικής. Οι φεμινίστριες ισχυρίζονται ότι η παραδοσιακή κλίμακα ανάλυσης που τεμαχίζει τον παγκόσμιο χώρο σε αφηρημένες και απρόσωπες οντότητες (όπως τα κράτη ή οι πολιτισμοί) πρέπει να εγκαταληφθεί προς όφελος μιας εξέτασης των προσωπικών εμπειριών, των προσωπικών αφηγήσεων. Τα όρια δηλαδή μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού χώρου πρέπει να αρθούν. Η ανάλυση σε επίπεδο προσώπων, ισχυρίζεται η φεμινιστική προσέγγιση, όχι μόνο είναι βαθύτατα πολιτική αλλά έχει και μια πολύ σημαντική διεθνή διάσταση. Δίνοντας έμφαση στις αντιθέσεις κρατών, οι γεωπολιτικές ερμηνείες αποκρύπτουν τις πολύ πραγματικές και συχνά τραγικές ιστορίες των γυναικών και τις πολιτισμικά κατασκευασμένες διαφορές των κοινωνικών φύλων. Οι φεμινιστικές προσεγγίσεις επιδιώκουν να σηκώσουν αυτό το πέπλο σιωπής και έτσι προσφέρουν μερικές από τις πιο πρωτότυπες και δυναμικές θεωρητικές αναζητήσεις στο χώρο της κριτικής γεωπολιτικής.

Αστέρης Χουλιάρας
Γεωγραφικοί Μύθοι της Διεθνούς Πολιτικής
Εκδόσεις Ροές

.~`~.
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική

*
*
*

Διεθνές σύστημα κρατών, σύστημα επικυρίαρχου κράτους και διεθνής κοινωνία. Κοινωνία των κρατών, οικουμενική αυτοκρατορία, «υπερκρατικοί» και «υποκρατικοί» παράγοντες. Παγκόσμια τάξη και το πρώτο παγκόσμιο πολιτικό σύστημα.

$
0
0

.~`~.
I

Αφετηρία των διεθνών σχέσεωνείναι η ύπαρξη κρατώνή ανεξάρτητων πολιτικών κοινοτήτων, καθεμιά από τις οποίες διαθέτει ένα σύστημα διακυβέρνησης και ασκεί κυριαρχία σε κάποιο συγκεκριμένο μέρος της επιφάνειας της γης και σε ένα συγκεκριμένο τμήμα του πληθυσμού της. Από τη μία πλευρά τα κράτη διεκδικούν, σε σχέση με αυτή την επικράτεια και τον πληθυσμό, αυτό που μπορεί να ονομαστεί εσωτερική κυριαρχία, που σημαίνει υπεροχή έναντι οποιασδήποτε άλλης αρχής εντός της επικράτειας και του πληθυσμού. Από την άλλη πλευρά τα κράτη διεκδικούν αυτό που μπορεί να ονομαστεί εξωτερική κυριαρχία, με την οποία δεν εννοείται μόνο υπεροχή αλλά και ανεξαρτησία έναντι οιασδήποτε αρχής στο εξωτερικό. Η κυριαρχία των κρατών, τόσο η εσωτερική όσο και η εξωτερική, μπορεί να πει κανείς ότι υπάρχει τόσο σε κανονίστικό όσο και σε πραγματικό επίπεδο. Από τη μία πλευρά τα κράτη διεκδικούν το δικαίωμα της υπεροχής έναντι οιασδήποτε αρχής στην επικράτεια και στον πληθυσμό τους καθώς και την ανεξαρτησία τους από οιαδήποτε αρχή που βρίσκεται έξω από αυτά'όμως από την άλλη πλευρά ασκούν επίσης στην πράξη σε ποικίλους βαθμούς αυτού του είδους την υπεροχή και ανεξαρτησία. Μια ανεξάρτητη πολιτική κοινότητα, η οποία απλώς διακηρύσσει το δικαίωμα στην κυριαρχία (ή θεωρείται από τους άλλους ότι έχει αυτό το δικαίωμα), αλλά δεν μπορεί να ασκήσει το δικαίωμα αυτό στην πράξη, δεν είναι ένα καθαυτό κράτος.
Στις ανεξάρτητες πολιτικές κοινότητες που είναι κράτη κατ'αυτή την έννοια περιλαμβάνονται οι πόλεις-κράτη, όπως εκείνες της αρχαίας Ελλάδας ή της αναγεννησιακής Ιταλίας καθώς και τα σύγχρονα εθνικά κράτη. Περιλαμβάνονται επίσης κράτη στα οποία η κυβέρνηση στηρίζεται στις αρχές της μοναρχικής νομιμότητας, όπως εκείνες που επικρατούσαν στη νεότερη Ευρώπη μέχρι την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης, καθώς και κράτη στα οποία η κυβέρνηση στηρίζεται στις αρχές της λαϊκής ή εθνικής νομιμότητας, σαν εκείνες που επικράτησαν στην Ευρώπη από τη Γαλλική Επανάσταση και ύστερα. Περιλαμβάνονται πολυεθνικά κράτή, σαν τις ευρωπαϊκές αυτοκρατορίες του 19ου αιώνα, καθώς και κράτη μιας μόνο εθνικότητας...
Υπήρξε ωστόσο στην ιστορία μια μεγάλη ποικιλία ανεξάρτητων πολιτικών κοινοτήτων, οι οποίες ωστόσο δεν είναι κράτη κατ'αυτή την έννοια. Για παράδειγμα, οι γερμανικοί λαοί της πρώτης μεσαιωνικής περιόδου ήταν ανεξάρτητες πολιτικές κοινότητες, αλλά, ενώ οι άρχοντές τους επέβαλλαν την εξουσία τους στον πληθυσμό, δεν την επέβαλλαν σε κάποια συγκεκριμένη επικράτεια. Τα βασίλεια και τα πριγκιπάτα της δυτικής χριστιανοσύνης στον μεσαίωνα δεν ήταν κράτη: δεν είχαν εσωτερική κυριαρχία, επέιδή δεν υπερείχαν έναντι άλλων αρχών στην επικράτεια και στον πληθυσμό τους'ταυτόχρονα δεν είχαν εξωτερική κυριαρχία, αφού δεν ήταν ανεξάρτητα από τον πάπα ή σε μερικές περιπτώσεις από την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Σε μερικά μέρη της Αφρικής, της Αυστραλίας και της Ωκεανίας πριν την ευρωπαϊκή εισβολή υπήρχαν ανεξάρτητες πολιτικές κοινότητες, οι οποίες όφειλαν τη συνοχή τους σε δεσμούς αίματος ή συγγένειας και στις οποίες δεν υπήρχε ο θεσμός του συστήματος διακυβέρνησης.

.~`~.
II
Διεθνές σύστημα κρατών και σύστημα του επικυρίαρχου κράτους

Ο Martin Wight, ταξινομώντας διάφορα είδη συστημάτων κρατών, έκανε τη διάκριση ανάμεσα σε αυτό που ονομάζει «διεθνές σύστημα κρατών» και στο «σύστημα του επικυρίαρχου κράτους». Το πρώτο είναι ένα σύστημα που αποτελείται από κράτη που είναι κυρίαρχα... Το δεύτερο είναι ένα σύστημα στο οποίο ένα κράτος επιβάλλει και διατηρεί την υπεροχή ή την κυριαρχία του στα υπόλοιπα. Οι σχέσεις της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας με τους βάρβαρους γείτονες της καταδεικνύουν την έννοια του συστήματος του επικυρίαρχου κράτους'το ίδιο και οι σχέσεις του Βυζαντίου με τους μικρότερους γείτονες του, του Χαλιφάτου των Αββασίδων με τις μικρότερες δυνάμεις που το περιέβαλλαν, ή της Αυτοκρατορίας της Κίνας, με τα υποτελή σε αυτήν κράτη. Σε ορισμένα από αυτά τα κράτη που ο Martin Wight θα ονόμαζε «διεθνή συστήματα κρατών» γίνεται αποδεκτό ότι κάποια στιγμή θα υπάρξει μια κυρίαρχη δύναμη ή ηγεμονική δύναμη. Για παράδειγμα, το κλασικό ελληνικό σύστημα της πόλης-κράτους και το μεταγενέστερο των ελληνιστικών βασιλείων βίωσαν έναν ατέρμονο αγώνα για το ποιό κράτος επρόκειτο να είναι ο ηγεμόνας. Αυτό που διακρίνει ένα «σύστημα επικυρίαρχου κράτους», όπως η Κίνα και οι υποτελείς της, από ένα «διεθνές σύστημα κρατών», στο οποίο το ένα ή το άλλο κράτος κάποια στιγμή ασκεί ηγεμονική εξουσία, είναι ότι στο πρώτο μια δύναμη ασκεί μόνιμη και για πρακτικούς λόγους αδιαφιλονίκητη ηγεμονία, ενώ στο δεύτερο η ηγεμονία περιέρχεται από τη μια δύναμη στην άλλη και αποτελεί διαρκώς αντικείμενο φιλονικίας... Μεταξύ των ανεξάρτητων πολιτικών οντοτήτων που συνιστούν ένα «σύστημα επικυρίαρχου κράτους», όπως η Κίνα και οι υποτελείς της, μόνο ένα κράτος -το ίδιο το επικυρίαρχο- διαθέτει κυριαρχία, και επομένως μια από τις βασικές προϋποθέσεις για την ύπαρξη ενός συστήματος κρατών, ότι θα έπρεπε να υπάρχουν δύο ή περισσότερα κυρίαρχα κράτη απουσιάζει.
Μια δεύτερη διάκριση που κάνει ο Martin Wight είναι αυτή μεταξύ «πρωτογενών συστημάτων κρατών» και «δευτερογενών συστημάτων κρατών». Τα πρώτα αποτελούνται από κράτη'τα δεύτερα από συστήματα κρατών - συχνά από συστήματα επικυρίαρχου κράτους. Ως παράδειγμα «δευτερογενών συστημάτων κρατών» αναφέρει τη σχέση ανάμεσα στην ανατολική χριστιανοσύνη, στη δυτική χριστιανοσύνη και στο χαλιφάτο των Αββασίδων στον μεσαίωνα και τη σχέση της Αιγύπτου, των Χετταίων και της Βαβυλώνας την εποχή της Αρμάνα (*). Αυτή είναι μια διάκριση που μπορεί να χρήσιμη, αν επιχειρηθεί ποτέ μια γενική ιστορική ανάλυση της πολιτικής δομής του κόσμου ως συνόλου - που αποτελεί σήμερα, σχεδόν ανεξερεύνητη περιοχή.

---------------------------------------------------------------
(*) Η εποχή της Αρμάνα ήταν μια εξαιρετικά δημιουργική εποχή για τις τέχνες και τον πολιτισμό κατά την εποχή της βασιλείας του Φαραώ Ακνατών (πρόκειται για τον Αμένοφη Δ').
http://cosmoidioglossia.blogspot.gr/2013/05/blog-post_1318.html
Για μια προσέγγιση που αναφέρεται στις σχέσεις των Χετταίων-Ασσύριων-Αιγυπτίων ως ρίζες του βασικότερου γεωγραφικού και αρχαιότερου μηχανισμού εξισορρόπησης της Μέσης Ανατολής κλικ στην εικόνα.
---------------------------------------------------------------

.~`~.
III
Διεθνές σύστημα - Διεθνής κοινωνία

Συμφέροντα και Αξίες
Μια κοινωνία κρατών (ή διεθνής κοινωνία) υπάρχει, όταν μια ομάδα κρατών που έχουν επίγνωση ορισμένων κοινών συμφερόντων και κοινών αξιών σχηματίζουν μια κοινωνία υπό την έννοια ότι αντιλαμβάνονται τους εαυτούς τους να συνδέονται με ένα κοινό σύνολο κανόνων στις μεταξύ τους σχέσεις και να συμμετέχουν στη λειτουργία κοινών θεσμών. Αν τα κράτη σχηματίζουν σήμερα μια διεθνή κοινωνία, αυτό συμβαίνει, επειδή αναγνωρίζοντας ορισμένα κοινά συμφέροντα και ίσως ορισμένες κοινές αξίες, θεωρούν ότι δεσμεύονται από ορισμένους κανόνες στις μεταξύ τους συναλλαγές, όπως ότι θα πρέπει να σέβονται τα δικαιώματα των άλλων στην ανεξαρτησία, ότι θα πρέπει να σέβονται τις συμφωνίες που συνάπτουν και να υπόκεινται σε ορισμένους περιορισμούς, όσον αφορά την άσκηση βίας μεταξύ τους. Ταυτόχρονα συνεργάζονται στη λειτουργία θεσμών, όπως των διαφόρων διαδικασιών του διεθνούς δικαίου, των μηχανισμών της διπλωματίας και των γενικών διεθνών οργανισμών, των εθίμων και των κανόνων του πολέμου.
Μια διεθνής κοινωνία υπ'αυτή την έννοια προϋποθέτει ένα διεθνές σύστημα, αλλά ένα διεθνές σύστημα μπορεί να υπάρξει, χωρίς να συνιστά μια διεθνή κοινωνία.Με άλλα λόγια, δύο ή περισσότερα κράτη μπορεί να βρίσκονται σε επαφή και να επιδρούν το ένα στο άλλο κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να αποτελούν απαραίτητους παράγοντες στους υπολογισμούς των άλλων, χωρίς να συνειδητοποιούν ότι έχουν κοινά συμφέροντα ή αξίες και χωρίς να θεωρούν ότι δεσμεύονται από κοινούς κανόνες ή να συνεργάζονται στη λειτουργία κοινών θεσμών.
Η Τουρκία, η Κίνα, η Ιαπωνία, η Κορέα και το Σιάμ, για παράδειγμα, ανήκαν στο ευρωκεντρικό διεθνές σύστημα, προτού να γίνούν μέλη της ευρωκεντρικήςδιεθνούς κοινωνίας. Δηλαδή είχαν σχέσεις με ευρωπαϊκές δυνάμεις και επιδρούσαν σημαντικά οι μεν στις δε στον πόλεμο και στο εμπόριο, προτού το κράτη αυτά και οι ευρωπαϊκές δυνάμεις να αναγνωρίσούν ότι είχαν κοινά συμφέροντα ή αξίες και να θεωρήσούν ότι υπόκειντο στούς ίδιους κανόνες και ότι ήταν συνεργάτες στη λειτουργία κοινών θεσμών. Η Τουρκία αποτελούσε μέρος του ευρωκεντρικού διεθνούς συστήματος απο την εποχή της εμφάνισής της τον 16ο αιώνα συμμετέχοντας σε πολέμους και σε συμμαχίες ως μέλος του συστήματος. Παρ'όλα αυτά κατά τούς τρεις πρώτους αιώνες αυτής της σχέσης και οι δύο πλευρές αρνούνταν κατηγορηματικά ότι οι ευρωπαϊκές δυνάμεις και η Τουρκία είχαν κάποια κοινά συμφέροντα ή αξίες'και οι δύο πλευρές υποστήριζαν ότι οι συμφωνίες που υπέγραφαν μεταξύ τούς δεν ήταν δεσμευτικές και ότι δεν υπήρχαν κοινοί θεσμοί, όπως εκείνοι πού συνέδεαν τις ευρωπαϊκές δυνάμεις, στη λειτουργία των οποίων συνεργάζονταν...
Ορισμένα διεθνή συστήματα υπήρξαν σαφώς και διεθνείς κοινωνίες. Το κύριο παράδειγμα είναι το ελληνικό σύστημα των πόλεων-κρατών, το διεθνές σύστημα που σχημάτισαν τα ελληνιστικά βασίλεια την περίοδο ανάμεσα στη διάσπαση της Αυτοκρατορίας του Μεγάλου Αλεξάνδρου και στη ρωμαϊκή κατάκτηση'το διεθνές σύστημα της Κίνας κατά την περίοδο των Μαχόμενων Βασιλείων'το σύστημα κρατών της αρχαίας Ινδίας'και το σύγχρονο σύστημα κρατών, το οποίο εμφανίστηκε στην Ευρώπη και είναι σήμερα παγκόσμιο.
Ένα κοινό χαρακτηριστικό αυτών των ιστορικών διεθνών κοινωνιών ειναι ότι όλες ιδρύθηκαν με βάση μια κοινή κουλτούρα ή πολιτισμό ή τουλάχιστον κάποια στοιχεία ενός κοινού πολιτισμού: μια κοινή γλώσσα, μια κοινή επιστημολογία και κατανόηση τον σύμπαντος, μια κοινή θρησκεία, έναν κoινό ηθικό κώδικα, μια κοινή αισθητική ή καλλιτεχνική παράδοση. Είναι λογικό να υποθέσουμε ότι εκεί όπου στοιχεία κοινού πολιτισμού αποτελούν τη βάση μιας διεθνούς κοινωνίας διευκολύνουν τη λειτουργία της κατά δυο τρόπους. Από τη μία πλευρά καθιστούν ευκολότερη την επικοινωνία και μεγαλύτερη τη γνώση και την κατανόηση μεταξύ των κρατών και κατά συνέπεια διευκολύνουν τον καθορισμό κοινών κανόνων και την εξέλιξη κοινών θεσμών. Από την άλλη πλευρά μπορεί να ενισχύσουν το αίσθημα των κοινών συμφερόντων που ωθεί τα κράτη να αποδεχτούν τους κοινούς κανόνες και θεσμούς με ένα αίσθημα κοινών αξιών. Αυτό είναι ένα ερώτημα στο οποίο θα επιστρέψουμε, όταν αργότερα στη μελέτη μας εξετάσουμε τον ισχυρισμό ότι η παγκόσμια διεθνής κοινωνία του 20ου αιώνα, αντίθετα με τη χριστιανική διεθνή κοινωνία τον 16ου και του 17ου αιώνα ή την ευρωπαϊκή διεθνή κοινωνία του 18ου και του 19ου αιώνα, δεν έχει καμιά τέτοια κοινή κουλτούρα ή πολιτισμό.

---------------------------------------------------------------
Παρέκβαση
Η «οικονομία» ως μέσο πολιτιστικού μονισμού ή εργαλείο επιβολής του «δυτικού» πολιτισμού
Σας καλώ, όσους έχετε σπουδάσει πολιτική οικονομία να το σκεφθείτε, οι υπόλοιποι να το αναζητήσετε. Ανοίξτε οποιοδήποτε εγχειρίδιο διδασκαλίας πολιτικής οικονομίας ή μικροοικονομικής. Οποιοδήποτε εγχειρίδιο. Στο πρώτο κεφάλαιο, όλα τα εγχειρίδια πολιτικής οικονομίας και όλα τα εγχειρίδια μικροοικονομικής, ξεκινούν με κάποια θεμελιώδη αξιώματα πάνω στα οποία είναι βασισμένη η συγγραφή του όλου βιβλίου από εκεί και κάτω. Ποιά είναι αυτά τα αξιώματα; Η αξιωματικοποίηση ενός συγκεκριμένου είδους ανθρώπου, δηλαδή ενός συγκεκριμένου πολιτισμού. Εάν διαβάσετε ποιά είναι τα αξιώματα του οικονομικός ορθού ανθρώπου για τους συγγραφείς της σύγχρονης πολιτικής οικονομίας και μικροοικονομικής, αυτό που ονομάζουμε ωφελιμισμός, θεωρία της ορθολογικής επιλογής, το ότι είναι φυσιολογικό να έχουμε ως προτεραιότητα το ατομικό μας συμφέρον, το ότι αν ανέβει η τιμή θα μειωθεί η ζήτηση και εάν θα πέσει η τιμή θα αυξηθεί η ζήτηση και ούτω καθεξής. Όλα αυτά τα πράγματα προϋποθέτουν μια συγκεκριμένη αξιολογία, προϋποθέτουν ένα συγκεκριμένο τύπο ανθρώπου.
Σας επισημαίνω λοιπόν για να το συνηδητοποιήσετε, ότι όταν κάποιος σπουδάζει πολιτική οικονομία και μικροοικονομική από οποιοδήποτε δυτικό συγγραφέα σήμερα, στη πραγματικότητα είτε το καταλαβαίνει είτε όχι αυτό το οποίο κάνει είναι ότι πρώτα απ'όλα σπουδάζει τον συγκεκριμένο δυτικό πολιτισμό. Δεν υπάρχει κανένας νόμος της πολιτικής οικονομίας που να μην απορρέει από το να δεχτείτε και να ομολογήσετε τα αξιώματα του δυτικού πολιτισμού.
Η πολιτική οικονομία δεν είναι οικουμενική προσπαθεί να γίνει οικουμενική.
Όλες οι θεωρίες που διδάσκονται σε όλες τις δυτικές οικονομικές σχολές και στα δυτικά business schools, απορρέουν από ότι προηγουμένως πρέπει να προσυπογράψετε ότι αποδέχεστε τη λογική του δυτικού υποκειμένου και του δυτικού πολιτισμού. Σε έναν άλλο πολιτισμό... σε μη δυτικοευρωπαϊκούς πολιτισμούς, αυτά τα βιβλία, της πολιτικής οικονομίας και της μικροοικονομικής που διδάσκονται σήμερα σε όλα τα δυτικά και δυτικόστροφά πανεπιστήμια θα ήταν απορριπτέα.
Η επιστήμη της οικονομίας σήμερα, η ίδια, είναι ένα εργαλείο επιβολής του δυτικού πολιτισμού, το οποίο προβάλλεται ως «επιστήμη».
Νικόλαος Λάος

Στην ζούγκλα το κάθε θηρίο ένδιαφέρεται μόνο γιά τόν εαυτο του. Αυτο θα αποτελέση καί τό αξίωμα τής φιλοσοφιας του Λωκ. Ο ανθρωπος είναι εκ φύσεως προωρισμένος νά πραγματοποιή στό έπακρο τούς σκοπούς του ατομικού του ηδονιστικού συμφέροντος... Ο άνθρωπος θέλει περισσότερα από τά όσα χρειάζεται, γιατί μέ τά άπολύτως απαραίτητα δέν υπάρχει ηδονή, ακριβώς όμως γι'αυτό καί ό καθένας θέλει πάντα περισσότερα άπό τόν άλλον («Desire of having more than men needed», βλ. second Treatise, V, 37). Ο άνθρωπος αυτός του Λώκ δέν είναι βέβαια ό βυζαντινός καλόγηρος ούτε ό μωαμεθανός δερβίσης'είναι ό άνθρωπος του «φιλελευθερισμού», ό όποίος υποχρεούται νά συμπεριφερθή έτσι, διότι είναι ό μόνος τρόπος αυτοπροστασίας καί υπάρξεως που έχει, γιά νά προφυλαχθή από τήν όμοια συμπεριφορά του διπλανού. Πολύ περισσότερο ό άνθρωπος αυτός του Τζών Λώκ δέν είναι ό άνθρωπος του εαυτού γνώναι του Σωκράτη'είναι ό πρακτικώς έπιτηδευόμενος, ό άνθρωπος του «δός ημίν τώρα», πού ώς έπιχειρηματίας θά άναγράψη στήν σημαία του τά συνθήματα ένός φυσικώς ανυπάρκτου καί ίδίας χρήσεως «σοσιαλδαρβινισμου»...

Η υπόθεση εργασίας των οικονομολόγων ότι τα οικονομικά είναι μια οικουμενική επιστήμη που μπορεί να εφαρμοστεί διαχρονικά και σε κάθε τόπο μπορεί να οδηγήσει σε αναλυτικές στρεβλώσεις και σε εσφαλμένες συστάσεις πολιτικής. Η ανικανότητα ή η απροθυμία τους να παραδεχτούν τη σπουδαιότητα των διαφορών μεταξύ των κρατών και των κοινωνιών και/ή της επιρροής του πολιτιστικού και ιστορικού περιβάλλοντος περιορίζει τη χρησιμότητα των οικονομικών... Παρόλο που οι νεοκλασικοί οικονομολόγοι ισχυρίζονται ότι τα οικονομικά είναι μια αντικειμενική επιστήμη, όπως η φυσική, τα οικονομικά στην πραγματικότητα στηρίζονται σε ένα πλήθος κανονιστικών υποθέσεων εργασίας ή απόψεων όσον αφορά στις αξίες που αποδέχονται οι περισσότεροι οικονομολόγοι. Αυτές οι κανονιστικές υποθέσεις εργασίας επηρεάζουν την επιλογή των θεμάτων που μελετούν οι οικονομολόγοι και τις απαντήσεις που θα δοθούν... Επιπλέον, ένα σημαντικό μέρος του αποδεκτού σώματος της οικονομικής ποτέ δεν ελέγχθηκε επαρκώς. Για τους μελετητές της πολιτικής οικονομίας η αίρεση ceteris paribus (η προϋπόθεση ότι όλα τα άλλα παραμένουν σταθερά) που πρότειναν οι οικονομολόγοι είναι εξαιρετικά σημαντική...

Ἡ «ἐπιστήμη τῆς Weltwirtschaft» εἶναι ἡ «ἐπιστήμη» πού προσπαθεῖ νὰ πείση ὅτι οἱ πλουσιώτερες περιοχὲς τοῦ πλανήτη (Βραζιλία, Ἰνδία, Βαλκάνια κ.λπ) «ὀρθῶς» εἶναι... ὑποσημειώσεις τῆς σύγχρονης ἱστορίας καὶ πολιτικῆς. Ἡ «ἐπιστήμη» αὐτὴ δὲν διαφέρει ἀπὸ τὴν «ἐπιστήμη» τοῦ Γκομπινώ.

Η κυρια παραδοχή της δυτικής οικονομικής νοοτροπίας ότι οτιδήποτε παράγεται θα πρέπει να καταναλώνεται, σε αντίθεση μέ την ισλαμική παραδοχή ότι οτιδήποτε χρειάζεται θα πρέπει να παράγεται, προκάλεσε μια κουλτούρα κατανάλωσης η οποία οδήγησε στη διεθνοποίηση του δυτικού τρόπου ζωής μέσω της αναγκαιότητας να ανακαλυφθούν τρόποι απορρόφησης της αυξανόμενης παραγωγής. Η συγκεκριμένη οικονομική βάση πού βρισκεται πισω απο αυτόν τον κοινωνικοοικονομικό πλουραλισμό, ο οποίος προκαλεί πολιτιστικό μονισμό, είναι ο διαχωρισμός των κανονιστικών και των θετικών οικονομικών και η παραδοχή ότι οι πόροι θα πρέπει να κατανέμονται παραγωγικά.

Η πεισματική στροφή προς τον ηθικό και οικονομικό παράγοντα έχει ως σκοπό της, όπως νομίζεται, την οριστική αποκοπή από την «πολιτική της ισχύος», ενώ η ευημερία των τελευταίων σαράντα ετών φαίνεται να αποδεικνύει, προς γενική ικανοποίηση, ότι η ηθική δεν ωφελεί μόνον την ψυχή αλλά και την κοιλιά. Ωστόσο η διχοτομία μεταξύ οικονομίας και πολιτικής παραμένει πλασματική κατασκευή... η πολιτική που έχει μετατραπεί σε οικονομία δεν είναι λιγότερο πολιτική από την πολιτική που μετατρέπεται σε θεολογία, ηθική και αισθητική.

Γνωρίζουμε βέβαια εκ των προτέρων ποιά είναι η κατηγορία εκείνη των αναγνωστών που δεν θα δεχθούν το βιβλίο μας: οι καθηγητές της Πολιτικής Οικονομίας. Ομολογούμε όμως πως είναι και οι μόνοι που πλήρως αγνοήσαμε γράφοντας το... Το σύστημα συνεπώς είναι καλό επειδή κρατιέται, αλλά το πως κρατιέται απ'έξω, είναι κάτι που δεν πρέπει να συζητηθεί. Και πρέπει ν'αποφεύγεται. Ο κομμουνισμός σίγουρα δεν είναι το σύστημα που αρμόζει στον υπάρχοντα τρόπο παραγωγής, ούτε ο φασισμός. Δεν μένει λοιπόν παρά μόνο ο λιμπεραλισμός! Και είναι γεγονός πως είναι αδύνατο να πάει κανείς παραπέρα από αυτό το σημείο, όσο βλέπει τα πράγματα συλλογιστικά, δηλαδή μέσα από τις κατανοήσεις της ιστορίας που θέλουν την τεχνολογία «ευρωπαϊκή» επειδή παρήχθει μόνο στην «Ευρώπη». Οι κατανοήσεις αυτές είναι προφανές να υποβάλλουν διαρκώς μια γραμμική αντίληψη περί «προόδου», στην οποίαν κορυφή να βγαίνει το υπάρχον ως έστι.Άρα και μη δυνάμενο ν'αλλάξει ή με κάτι να αντικατασταθεί, ή απλώς να εξελιχθεί. Και έτσι γίνεται ιδεολογικός συντηρητισμός και βία.

Στις Ηνωμένες Πολιτείες μέχρι το 1971 ζούσε το 90% των οικονομολόγων του πλανήτη
Kenneth Waltz
---------------------------------------------------------------

.~`~.
IV
Κοινωνία των κρατών - Οικουμενική αυτοκρατορία, «υπερ/υποκρατικοί» παράγοντες

Όποιες και εάν είναι οι διαιρέσεις μεταξύ τους, τα σύγχρονα κράτη συνευρίσκονται στη βάση της πεποίθησης ότι είναι οι βασικοί παράγοντες στην παγκόσμια πολιτική και οι βασικοί φορείς δικαιωμάτων και υποχρεώσεων στο εσωτερικό της. Η κοινωνία των κρατών επιδίωξε να διασφαλίσει ότι θα παραμείνει η επικρατούσα μορφή οικουμενικής πολιτικής οργάνωσης, de factoκαι de jure.
Αμφισβητήσεις της συνεχιζόμενης ύπαρξης της κοινωνίας των κρατών υπήρξαν μερικές φορές από συγκεκριμένα δεσπόζοντα κράτη -την Αυτοκρατορία των Αψβούργων, τη Γαλλία του Λουδοβίκου ΙΔ', τη Γαλλία του Ναπολέοντα, τη Γερμανία του Hitler, και την Αμερική μετά τον Β'Παγκόσμιο Πόλεμο- που φαίνονταν ικανές να ανατρέψουν το σύστημα και την κοινωνία των κρατών και να το μετατρέψουν σε οικουμενική αυτοκρατορία. Αμφισβητήσεις διατυπώθηκαν επίσης από παράγοντες άλλους, διαφορετικούς από τα κράτη, που απειλούν να στερήσουν από τα κράτη τη θέση που έχουν ως βασικοί φορείς στην παγκόσμια πολιτική ή βασικοί φορείς δικαιωμάτων και υποχρεώσεων στο εσωτερικό της. «Υπερκρατικοί»παράγοντες, όπως κατά τον 16ο και 17ο αιώνα η Παπική Εκκλησία και ο αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ή τον 20ο αιώνα τα Ηνωμένα Έθνη συνιστούν μια τέτοια απειλή. «Υποκρατικοί»παράγοντες, που λειτουργούν στην παγκόσμια πολιτική από το εσωτερικό ενός συγκεκριμένου κράτους, ή «διεθνικοί» παράγοντες, που είναι ομάδες που διαπερνούν τα σύνορα των κρατών, μπορεί επίσης να απειλήσουν την προνομιούχα θέση των κρατών στην παγκόσμια πολιτική ή το δικαίωμα τους να απολαμβάνουν αυτή τη θέση. Στην ιστορία της σύγχρονης διεθνούς κοινωνίας οι επαναστατικές και αντεπαναστατικές εκδηλώσεις αλληλεγγύης των ανθρώπων που εκφράστηκαν από τη Μεταρρύθμιση, τη Γαλλική Επανάσταση και τη Ρωσική Επανάσταση είναι βασικά παραδείγματα (*)...

---------------------------------------------------------------
(*) ...μπορεί κάποιος να πει ότι στους εμπορικούς και αποικιακούς πολέμους που διεξήχθησαν κατά τα τέλη του 17ου και τον 18ο αιώνα, κυρίως από την Ολλανδία, τη Γαλλία και την Αγγλία, και που στόχο τους είχαν το μονοπώλιο του εμπορίου που επιβαλλόταν με τη ναυτική ισχύ και τον πολιτικό έλεγχο των αποικιών το στοιχείο της κατάστασης πολέμου κυριαρχούσε. Στους θρησκευτικούς πολέμους που σημάδεψαν την πρώτη φάση του συστήματος κρατών μέχρι την Ειρήνη της Βεστφαλίας, στους πολέμους που προκάλεσε στην Ευρώπη η Γαλλική Επανάσταση και ο Ναπολέων και στην ιδεολογική πάλη των κομουνιστικών και αντικομουνιστικών δυνάμεων, το στοιχέιο της διεθνικής αλληλεγγύης και σύγκρουσης υπερίσχυε. Τούτο δεν εκφραζόταν μόνο με την επαναστατική υπερεθνική αλληλεγγύη των προτεσταντικών κομμάτων, των δημοκρατικών δυνάμεων που ήταν φιλικές προς τη Γαλλική Επανάσταση και των Κομουνιστικών Διεθνών, αλλά και από την αντεπαναστατική αλληλεγγύη της Κοινωνίας του Ιησού, της Διεθνούς Νομιμότητας και του αντικομουνισμού του Dulles. Στην Ευρώπη του 19ου αιώνα και κατά την περίοδο μεταξύ αφενός της σύγκρουσης του επαναστατισμού και της νομιμότητας (η οποία επικράτησε μετά τους ναπολεόντειους πολέμους) και αφετέρου της εμφάνισης κατά τα τέλη του αιώνα των μοντέλων σύγκρουσης των μεγάλων δυνάμεων που οδήγησαν στον Α'Παγκόσμιο Πόλεμο μπορεί κανείς να πει ότι το στοιχείο της διεθνούς κοινωνίας υπερίσχυε - Hedley Bull
---------------------------------------------------------------

Οποιοδήποτε κράτος από τη δική του οπτική γωνία αυτό που ελπίζει κυρίως να κερδίσει από τη συμμετοχή του στην κοινωνία των κρατών είναι η αναγνώριση της ανεξαρτησίας του από κάθε εξωτερική αρχή και συγκεκριμένα της υπέρτατης δικαιοδοσίας του στους υπηκόους του και στο έδαφος του. Το μεγαλύτερο τίμημα που πρέπει να πληρώσει γι'αυτό είναι η αναγνώριση των ίδιων δικαιωμάτων στην ανεξαρτησία και στην κυριαρχία των άλλων κρατών.
Η διεθνής κοινωνία έχει πράγματι αντιμετωπίσει τη διατήρηση της ανεξαρτησίας κάποιων συγκεκριμένων κρατών ως έναν στόχο, ο οποίος είναι υποδεέστερος της διατήρησης της ίδιας της κοινωνίας των κρατών'τούτο αντανακλά τον κυρίαρχο ρόλο που διαδραμάτισαν στη διαμόρφωση της διεθνούς κοινωνίας οι μεγάλες δυνάμεις, οι οποίες θεωρούν ότι είναι φύλακες της. Έτσι η διεθνής κοινωνία επέτρεψε συχνά να απολεσθεί η ανεξαρτησία κάποιων κρατών, όπως στην περίπτωση της μεγάλης διαδικασίας διανομής και απορρόφησης των μικρών δυνάμεων από τις μεγαλύτερες στο όνομα αρχών, όπως η «αντιστάθμιση» και η «ισορροπία των δυνάμεων» που προξένησε μια σταθερή μείωση του αριθμού των κρατών στην Ευρώπη από την Ειρήνη της Βεστφαλίας το 1648 μέχρι το Συνέδριο της Βιέννης το 1815. Κατά τον ίδιο τρόπο η διεθνής κοινωνία, τουλάχιστον κατά την άποψη των μεγάλων δυνάμεων που θεωρούν ότι είναι προστάτες της, θεωρεί την ανεξαρτησία κάποιων συγκεκριμένων κρατών ως υποδεέστερη της διατήρησης του συστήματος ως συνόλου, όταν ανέχεται ή ενθαρρύνει τον περιορισμό της κυριαρχίας ή της ανεξαρτησίας των μικρών κρατών με επινοήματα, όπως οι συμφωνίες προσδιορισμού σφαιρών επιρροής ή οι συμφωνίες για τη δημιουργία παρεμβαλλομένων ή ουδετεροποιημένων ζωνών.

.~`~.
V
Παγκόσμια τάξη και το πρώτο παγκόσμιο πολιτικό σύστημα

Σε ολόκληρη την ιστορία της ανθρωπότητας πριν από τον 19ο αιώνα δεν υπήρχε ένα μόνο πολιτικό σύστημα που εξαπλωνόταν σε ολόκληρο τον κόσμο. Η μεγάλη κοινωνία ολόκληρης της ανθρωπότητας, στην οποία αναφέρονταν οι υποστηρικτές του κανονικού δικαίου ή του φυσικού δικαίου, ήταν μια ιδεατή κοινωνία, η οποία υπήρχε μόνο ενώπιον του Θεού ή υπό το φως των αρχών του φυσικού δικαίου: δεν αντιστοιχούσε σε αυτήν κανένα αληθινό πολιτικό σύστημα. Πριν από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα η παγκόσμια τάξη ήταν απλώς το άθροισμα των διαφόρων πολιτικών συστημάτων που επέφεραν την τάξη στα διάφορα μέρη του κόσμου.
Παρ'όλα αυτά από τα τέλη του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ου προέκυψε για πρώτη φορά ένα ενιαίο πολιτικό σύστημα που είναι αληθινά παγκόσμιο... Η τάξη στον κόσμο -ας πούμε το 1900- ήταν ακόμη το άθροισμα της τάξης που εξασφαλιζόταν στο εσωτερικό των ευρωπαϊκών και αμερικανικών κρατών και των υπερπόντιων κτήσεων τους, στο εσωτερικό της οθωμανικής αυτοκρατορίας, της κινεζικής και της ιαπωνικής αυτοκρατορίας, στο εσωτερικό των χανάτων και των σουλτανάτων που διατηρούσαν μια ανεξάρτητη ύπαρξη από τη Σαχάρα έως την Κεντρική Ασία, στο εσωτερικό των πολιτικών συστημάτων της Αφρικής και της Ωκεανίας, που δεν είχαν ακόμη καταστραφεί από την ευρωπαϊκή επιρροή - αλλά ηταν επίσης και η συνέπεια ενός πολιτικού συστήματος, που τα συνέδεε όλα μεταξύ τους, που λειτουργούσε σε ολόκληρο τον κόσμο.

Πρώτο παγκόσμιο πολιτικό σύστημα
Το πρώτο παγκόσμιο πολιτικό σύστημα πήρε τη μορφή ενός παγκόσμιου συστήματος κρατών. Αυτό που ευθύνεται κυρίως για την εμφάνιση κάποιου βαθμού αλληλεπίδρασης των πολιτικών συστημάτων σε όλες τις ηπείρους του κόσμου, που είναι αρκετό, ώστε να μας επιτρέψει να μιλάμε για ένα παγκόσμιο πολιτικό σύστημα, ήταν η εξάπλωση του ευρωπαϊκού πολιτικού συστήματος κρατών σε ολόκληρο τον κόσμο και η μετατροπή του σε ένα σύστημα κρατών παγκοσμίων διαστάσεων.
Κατά την πρώτη φάση αυτής της μεταβολής τα ευρωπαϊκά κράτη επεκτάθηκαν και ενσωμάτωσαν ή κυρίευσαν τον υπόλοιπο κόσμο'η φάση αυτή ξεκίνησε με τα ταξίδια των ανακαλύψεων των Πορτογάλων τον 15ο αιώνα και τελείωσε με τη διαίρεση και διανομή της Αφρικής τον 19ο αιώνα. Στη δεύτερη φάση, η οποία εν μέρει συνέπεσε με την πρώτη, οι περιοχές που είχαν ενσωματωθεί ή κυριευθεί κατ'αυτόν τον τρόπο ξέφυγαν από τον ευρωπαϊκό έλεγχο και πήραν τις θέσεις τους ως κράτη μέλη της διεθνούς κοινωνίας ξεκινώντας με την Αμερικανική Επανάσταση και τελειώνοντας με την αφρικανική και ασιατική αντιαποικιοκρατική επανάσταση...

---------------------------------------------------------------
Μόλις το 1997.
Hong Kong. Ηandover ceremony (Transfer of Sovereignty)


---------------------------------------------------------------

Είναι αλήθεια ότι η διασύνδεση των διαφόρων μερών του κόσμου δεν ήταν μόνο έργο των κρατών'κάποια άτομα και ομάδες ατόμων έπαιξαν τον ρόλο τους ως εξερευνητές, έμποροι, μετανάστες, ιεραπόστολοι και μισθοφόροι, και η εξάπλωση του συστήματος κρατών ήταν μέρος μιας ευρύτερης διάδοσης των κοινωνικών και οικονομικών αλλαγών. Παρ'όλα αυτά η πολιτική δομή που προέκυψε από αυτές τις εξελίξεις ήταν μια δομή απλώς και μόνο ενός παγκοσμίου συστήματος και μιας κοινωνίας κρατών.
Ωστόσο, ενώ το παγκόσμιο πολιτικό σύστημα που υπάρχει σήμερα παίρνει τη μορφή ενός συστήματος κρατών ή παίρνει κυρίως αυτή τη μορφή (θα υποστηρίξουμε αργότερα ότι εμφανίζεται ένα παγκόσμιο πολιτικό σύστημα του οποίου το σύστημα κρατών συνιστά μόνο μέρος), η παγκόσμια τάξη θα μπορούσε κατ'αρχήν να επιτευχθεί με άλλες μορφές οικουμενικής πολιτικής οργάνωσης και ένα μόνιμο ερώτημα είναι εάν η παγκόσμια τάξη δεν θα εξυπηρετείτο καλύτερα από τέτοιου είδους άλλες μορφές. Στο παρελθόν υπήρξαν άλλες μορφές οικουμενικής οργάνωσης μικρότερης κλίμακας'πράγματι στο σύνολο της ανθρώπινης ιστορίας το σύστημα κρατών είναι μάλλον η εξαίρεση παρά ο κανόνας.

Η Άναρχη Κοινωνία
Μελέτη της Τάξης στη Παγκόσμια Πολιτική
Εκδ. Ποιότητα

Σε επόμενη ανάρτηση θα παρουσιάσω τις ρίζες της ιδέας της διεθνούς κοινωνίας, τις μετεξελίξεις της και τις τρείς δυτικέςανταγωνιστικές παραδόσεις σκέψης στην ιστορία του σύγχρονου συστήματος κρατών: τη χομπεσιανή ή ρεαλιστική, την καντιανή ή οικουμενική και τη γκροτιανή ή διεθνιστική παράδοση.


.~`~.
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική

*
*
*
*
*
- Το μέλλον της Ε.Ε, η Ανατολική Ευρώπη -η Ουκρανία- και τα Βαλκάνια, ο Huntington, ο Brzezinski και οι πλανητικές πολιτικές των Η.Π.Α. Τα «Ανθρώπινα δικαιώματα», η «σύγκρουση των πολιτισμών» και τα «Ευρασιατικά Βαλκάνια» ως βαλκανοποίηση της υφηλίου και καλλιέργεια της ελεγχόμενης αναρχίας. Η απόρριψη του διλήμματος μεταξύ πυρηνικού ολοκαυτώματος ή πολιτιστικής ανυπαρξίας - προς μιας νέα ιστορική σύνθεση που θα εναντιώνεται στις θεωρίες και τους υπολογισμούς γραφείου-εργαστηρίου.
*
*
*

Η κρίση του αραβικού εθνικισμού και το ζήτημα της πολιτικής νομιμότητας σε συσχέτιση με την κρίση του εθνοκράτους υπό τις γραφειοκρατικού και μοναρχικού τύπου αυταρχικές δικτατορίες.

$
0
0

.~`~.
Πρόλογος Ισλαμικός

Μακροπρόθεσμα είναι σχεδόν αδύνατο να εσωτερικευθούν θεσμοί μέσα σε μια κοινωνία, αν αυτοί οι θεσμοί δεν υποστηρίζονται από μια κοινωνικοπολιτική κουλτούρα...
Επειδή το «έθνος-κράτος» είναι ένα καθαρά δυτικό κατασκεύασμα, υπήρχε πρόβλημα ανεύρεσης αντίστοιχων όρων στις μη δυτικές γλώσσες κατά την εποχή της δυτικής πολιτισμικής πρόκλησης και της επίδρασης των δυτικών θεσμών στις άλλες κοινότητες. Το πρόβλημα είναι ιδιαίτερα εμφανες αναφορικά με τις μουσουλμανικες γλώσσες. Αντίστοιχα, είναι πολύ δύσκολο να βρεθεί στις δυτικές γλώσσες ένας επαρκής όρος του όρου ούμα ως κοινωνικοπολιτικής ενότητας, εξαιτίας της μοναδικότητας της στην ισλαμική πολιτική ιστορία και κουλτούρα...

.~`~.
I

Η διεξαγωγή του πολέμου στην περιοχή τον Περσικού κόλπου, ο οποίος έθεσε τέλος στην περίοδο του Ψυχρού πολέμου, συνέβαλε στη σοβαρή αλλαγή των ενδοπεριφερειακών ισορροπιών και στη σημασία τους στα πλαίσια της διεθνούς συγκυρίας... Σε αντίθεση με ό,τι πιστεύεται, η διαδικασία ειρήνευσης της Μέσης Ανατολής, που ακολούθησε τον πόλεμο του Κόλπου, αντί να επιτύχει μία μακροπρόθεσμη στρατηγική ειρήνευσης, επειδή ακριβώς στηρίχτηκε σε βραχυπρόθεσμούς ελιγμούς τακτικής, επέδρασε κατά τρόπο που ενέτεινε αμφότερες τις κρίσεις...
Κατά τη μεταψυχροπολεμική περίοδο το βασικότερο γεγονός που εισήγαγε από τη σκοπιά του στρατηγικού προσδιορισμού τον Αραβικό κόσμο εν γένει, αλλά ειδικότερα τη Συρία και το Ιράκ, σε μία διαδικασία κρίσης κυρίως συνίσταται στην αντίφαση μεταξύ, αφενός, της εσωτερικής πολιτικής νομιμότητας και της διαμόρφωσης βάσει αυτής της εξωτερικής πολιτικής, της οποίος βασικό μέσο είναι η Παναραβική ρητορεία, και, αφετέρου της ύπαρξης του εθνοκράτους. Οι αντιφάσεις μεταξύ του αποικιακού παρελθόντος, που ανέδειξαν τις εν λόγω αραβικές χώρες στο προσκήνιο της ιστορίας, και των στόχων εξωτερικής πολιτικής του εθνοκράτους συνιστούν το μαλακό υπογάστριο του Αραβικού κόσμου. Σχεδόν κάθε αραβική χώρα, κυρίως η Αίγυπτος, η Συρία και το Ιράκ, αναπτύσσουν μία πολιτική της Αραβικής Ένωσης που λαμβάνει υπόψη την πραγματικότητα των εθνοκρατών τους μετατρέποντάς τη σε θεμελιώδη πυλώνα της πολιτικής νομιμότητας και της άσκησης εξωτερικής πολιτικής. Οι εν λόγω στρατηγικές της Αραβικής Ένωσης, που βασίζονται σε διαφορετικές αντιλήψεις περί εθνοκράτους, αναπόφευκτα έρχονται σε σύγκρουση και θέτουν τον Αραβικό κόσμο σε έναν λαβύρινθο κρίσεων, όπου οι εσωτερικές συγκρούσεις και οι εντάσεις καταστρέφουν τα πεδία ορθολογικής συνεργασίας...
Η πιο αντιφατική πτυχή της διαφοροποίησης μεταξύ του Παναραβικού ιδεώδους και των στρατηγικών του εθνοκράτους είναι η εφαρμογή επεκτατικών πολιτικών εις βάρος όχι τόσο των μη αραβικών κρατών αλλά των υπόλοιπων αραβικών κρατών... Οι προσπάθειες σύστασης της Αραβικής Ένωσης από τα εθνοκράτη, τα οποία είναι αποτέλεσμα του αποικιακού παρελθόντος, δημιουργώντας πεδίο επιρροής πέραν των συνόρων τους ίσως από τη σκοπιά αυτή να αποτελεί και τη βασικότερη αιτία της κρίσης, την οποία βιώνει κατά τη μεταψυχροπολεμική περίοδο ο Αραβικός κόσμος.
Κατά την περίοδο του Ψυχρου πολέμου ο Νασερισμός και η ιδεολογία του Μπάαθ, που έκλιναν προς το παναραβικό ιδεώδες, στηρίζονταν στο εν λόγω διαβαθμισμένο στρατηγικό πλαίσιο. Ο Παναραβισμός και ο σοσιαλισμός, που συνιστούν τους δύο βασικούς πυλώνες των παραπάνω ιδεολογιών, αποτέλεσαν δύο σημαντικές παραμέτρους, η μία εκ των οποίων ενδιαφέρει την περιφερειακή συγκυρία ενώ η άλλη τη διεθνή. Στα σημεία τομής των εν λόγω δύο παραμέτρων προέκυψαν η Εικοσαετής συμφωνία στρατηγικής συμμαχίας της Συρίας με την ΕΣΣΔ και η Πολιτική εξοπλισμού του Ιράκ με σοβιετική στήριξη. Η κατάρρευση της ΕΣΣΔ και η διάλυση του διπολικού συστήματος είχαν ως αποτέλεσμα τον κλονισμό των παραμέτρων της Αραβικής Ένωσης και του σοσιαλισμού επί των οποίων στηριζόταν η ιδεολογία του κοσμικού, αυταρχικού και σοσιαλιστικού Μπάαθ, για να εξασφαλίσει βάσει νομιμότητας στα καθεστώτα της Συρίας και του Ιράκ...
...έχουν απολέσει την έννοιά τους τα ιδεολογικά και στρατηγικά πλαίσια της περιόδου του Ψυχρού πολέμου που στηρίζονταν στον Νασερισμό και στον Μπααθισμό. Έτσι ο Αραβικός κόσμος προσανατολίζεται προς νέες αναζητήσεις. Πολλοί άραβες διανοούμενοι, όπως ο Edward Said, προσπάθησαν να νοηματοδοτήσουν την εν λόγω κρίση. Ωστόσο, η διεθνής συγκυρία και οι τοπικές αυταρχικές δομές, οι οποίες υποστηρίζονται από την εν λόγω συγκυρία, παρεμποδίζουν την τελεσφόρηση των εν λόγω αναζητήσεων...

.~`~.
II

Στις μέρες μας ο Αραβικός κόσμος βιώνει μία περίοδο αναποφασιστικότητας και αδυναμίας που απηχεί τα σημάδια εσωτερικού ανταγωνισμού. Η εν λόγω περίοδος αδυναμίας, την οποία επιβεβαιώνει και ο Edward Said, οδηγεί τον κόσμο αυτό, ο οποίος αδυνατεί να χρησιμοποιήσει την ενέργειά του αποτελεσματικά και αποδοτικά, στο να αγωνίζεται να υπάρχει με βάση τη νομιμότητα που του εξασφαλίζουν οι εξωτερικές απειλές. Γι'αυτό τον λόγο ο αραβικός εθνικισμός βιώνει μία σημαντική αλλαγή χαρακτήρα. Υπ αυτή την έννοια τις δεκαετίες του πενήντα και του εξήντα ο κορυφούμενος αραβικός εθνικισμός ήταν ένα ενεργό, επιθετικό και φιλόδοξο κίνημα, ενώ ο αραβικός εθνικισμός, που επιχειρήθηκε να αναζωογονηθεί κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ενενήντα στα πλαίσια της διαδικασίας ειρήνευσης, υπήρξε αμυντικός, ελεγχόμενος και δυνάμενος ανά πάσα στιγμή να χρησιμοποιηθεί κατά των εξωπεριφερειακών υποκειμένων. Αυτός ο ελεγχόμενος εθνικισμός, υποστηριζόμενος και από τα εξωπεριφερειακά υποκείμενα του διεθνούς συστήματος και πρωτίστως από τις ΗΠΑ, προκειμένου να εξακολουθήσει η σταθερότητα στη Μέση Ανατολή και να κρατηθούν υπό έλεγχο τα μαζικά αντιπολιτευτικά κινήματα, τα οποία θα μπορούσαν να την απειλήσουν, δημιουργεί εν δυνάμει πεδία σύγκρουσης στην περιοχή...
Η Αραβική Σύνοδος Κορυφής, η οποία συνήλθε στο Κάιρο το 1996, έχει μεγάλη σημασία από τη σκοπιά αυτών των [επικρατουσών] πολιτικών τάσεων εντός των κόλπων του Αραβικού κόσμου... η εν λόγω Σύνοδος Κορυφής, ενέχει μία ιδιαίτερη σημασία και ως προσπάθεια υπέρβασης της υφιστάμενης κρίσης νομιμότητας του Αραβικού κόσμου και του ιδεολογικού κενού που γίνεται αισθητό στις πολιτικές δομές των αραβικών χωρών. Για να μπορέσει να εξασφαλίσει τη συνέχεια των εν λόγω δομών, η πολιτική ελίτ του Αραβικού κόσμού, στον οποίο κυριαρχούν οι μοναρχίες και οι αυταρχικές δικτατορίες επί των οποίων εξακολουθεί να δεσπόζει η κουλτούρα της φυλής, προσέφυγε στη χρήση μέσων νομιμοποίησης βασιζόμενων στους εξωτερικούς παράγοντες. Τα σοβαρότερα μέσα που προσδιόρισαν τα πρότυπα συμπεριφοράς της αραβικής πολιτικής ελίτ κατά το πρώτο ήμισυ του αιώνα ήταν τα αντιοθωμανικά εθνικά κινήματα, που διεξήχθησαν με αγγλική ενίσχυση, και κατά το δεύτερο ήμισυ οι προσπάθειες δημιουργίας αντιισραηλινού μετώπου, οι οποίες συνεχίζονται από τον Β Παγκόσμιο πόλεμο έως σήμερα. Από αυτή την άποψη η συμβολική ρητορεία των οίκων Σερίφ και Σαούντ, βασιζόμενη σε παραδοσιακές παραστάσεις, και η επαναστατική ρητορεία των αυταρχικών δομών εθνικιστικής και σοσιαλιστικής σύνθεσης, που βρήκαν πρόσφορο έδαφος στα κινήματα του Μπάαθ και του Νασερισμού, στηρίζονται την ίδια βάση.
Η περίοδος που ακολούθησε τον Ψυχρό πόλεμο έγινε αιτία στα εν λόγω δύο είδη δομικής συγκρότησης να εμφανιστεί μία σοβαρή κρίση νομιμότητας. Κατά τη διάρκεια των δεκαετιών εβδομήντα και ογδόντα η σημαντική απώλεια της στρατηγικής αξίας του πετρελαϊκού «χαρτιού», οι διασπάσεις στις τάξεις του Αραβικού κόσμου και οι αποδυναμώσεις που παρατηρήθηκαν στις ριζοσπαστικές αραβικές χώρες τις ενταγμένες στο άρμα της ΕΣΣΔ αύξησαν σε σημαντικό βαθμό την ένταση της εν λόγω κρίσης νομιμότητας. Ο αραβικός εθνικισμός, ο οποίος στηρίχτηκε στη ριζοσπαστική ρητορεία του διεξαγόμενου κατά των εξωτερικών παραγόντων αγώνα, με την ειρηνευτική διαδικασία άρχισε να δίνει μία εικόνα σοβαρής διαλλακτικότητας και ευελιξίας, ενώ ο άξονας της αντιδυτικής και αντιισραηλινής ρητορείας περιήλθε στα ισλαμιστικά κινήματα.
Ο αραβικός εθνικισμός, ο οποίος από τη δεκαετία του πενήντα ως τα τέλη της δεκαετίας του εβδομήντα εμπεριείχε στους κόλπους του ριζοσπαστικά στοιχεία και στοιχεία αντιτιθέμενα στο διεθνές σύστημα, μετά τη δεκαετία του ογδόντα άρχισε να αποκτά με αυξανόμενη ταχύτητα έναν χαρακτήρα εναρμονισμένο στο εν λόγω σύστημα...
Η κρίση αυτή είχε ως συνέπεια την αποξένωση των αραβικών μουσουλμανικών μαζών από τη γνωστή πολιτική ελίτ και την απόκτηση εκ μέρους των αντιτιθέμενων στο σύστημα αντιπολιτευτικών κινημάτων ενός χαρακτήρα γύρω από τον ισλαμικό άξονα. Χαρακτηριστική εκδήλωση αυτής της μεταβολής είναι η διαφοροποίηση μεταξύ του συμβιβασθέντος άραβα εθνικιστή Γιάσερ Αραφάτ και του ισλαμικού αντιπολιτευτικού κινήματος της χαμάς. Στη βάση της αυταρχικής και πιεστικής συγκρότησης, η οποία δυσχεραίνει τη συμμετοχή στην πολιτική των αραβικών χωρών, βρίσκεται αυτή η κρίση νομιμότητας μεταξύ τη αραβικής πολιτικής ελίτ και της κοινωνικής βάσης. Τα αραβικά καθεστώτα, τα οποία γνωρίζουν ότι θα απολέσουν την κατεχόμενη από αυτές πολιτική ισχύ στα πλαίσια οποιασδήποτε έντιμης δημοκρατικής διαδικασίας, βρίσκονται σε αναζήτηση μιάς νέας ριζοσπαστικής ρητορείας, η οποία θα εξασφαλίσει συνέχεια στις δικτατορικές τούς δομές υποστηριζόμενες από τη Δύση.
Με αυτές τις προϋποθέσεις η αντιδραστικού χαρακτήρα Αραβική Σύνοδος Κορυφής ήταν κομιστής στοιχείων που προσέβλεπαν στη δημιουργία ενός νέου κύματος αραβικού εθνικισμού. Οι ΗΠΑ αντιλαμβανόμενες ότι ένα τέτοιου είδους κύμα θα συνέδραμε την αραβική πολιτική ελίτ να υπερβεί την κρίση νομιμότητας και κατά συνέπεια να σταματήσει η φθορά των φιλοδυτικών καθεστώτων από τα αντιπολιτευτικά κινήματα που κινούνται γύρω από τον ισλαμικό άξονα είναι προφανές ότι θα συνεχίσουν να υποστηρίζουν το νέο εθνικιστικό κύμα εφόσον αυτό δεν αποκτά έναν χαρακτήρα που αντιβαίνει το διεθνές σύστημα...
Το ενδιαφέρον της υπόθεσης έγκειται στο ότι ένα κύμα του αραβικού εθνικισμού, το οποίο αναπτύσσεται αρμονικά στα πλαίσια του συστήματος, στις μέρες μας έχει γίνει ένα στοιχείο επιθυμητό κυρίως από τις ΗΠΑ. Η Αμερική, η οποία κατά τις δεκαετίες του πενήντα και του εξήντα πήρε θέση ενάντια στο κύμα του αραβικού εθνικισμού, το οποίο τελούσε υπό την ηγεσία του Νάσερ και αντιτίθετο στο διεθνές σύστημα, διαμέσου των συμφωνιών του Camp David το ενέταξε εντός του ίδιου του συστήματος, έτσι ώστε σήμερα [2001] να υποστηρίζει ένα κύμα αραβικού εθνικισμού, η ύπαρξη του οποίου σημαίνεται εντός των πλαισίων του διεθνούς συστήματος, σε αντίθεση προς την κορυφούμενη ισλαμική αντιπολίτευση που το καταπολεμά. Για τον λόγο αυτό είναι σημαντική η ανάληψη της ηγεσίας του νέου αυτού κύματος εκ μέρους της Αιγύπτου, η οποία λαμβάνει από τις ΗΠΑ το μεγαλύτερο πακέτο οικονομικής βοήθειας.

.~`~.
III

Η κρίση πολιτικής νομιμότητας στον Αραβικό κόσμο και η μεταστροφή που βιώνει ο αραβικός εθνικισμός επηρεάζουν επίσης τη συγκρότηση πολιτικής ηγεσίας των χωρών αυτών. Στις πολιτικές δομές των αραβικών χωρών, οι οποίες ιδρύθηκαν μετά τα αποικιοκρατικά κυβερνητικά σχήματα και δραστηριοποιηθηκαν κατά τη διάρκεια του Ψυχρού πολέμου στην περιφερειακή πολιτική, κατά κανόνα εμφανίστηκαν δύο είδη ηγετικής συγκρότησης: οι αυταρχικές γραφειοκρατικές δικτατορίες, οι οποίες με σύγχρονα ιδεολογικά πλαίσια επιδίωκαν τη δημιουργία ενός νέου πλαισίου πολιτικής νομιμότητας, και οι μοναρχίες (βασίλεια), οι οποίες προσπαθούσαν να κάνουν χρήση παραδοσιακών πλαισίων νομιμότητας.
Τα πιο εντυπωσιακά παραδείγματα αυταρχικής/γραφειοκρατικής συγκρότησης ηγεσίας εμφανίστηκαν σε χώρες όπως η Αίγυπτος, η Συρία, το Ιράκ, η Αλγερία, η Λιβύη και η Τυνησία, που διοικούνται από ηγέτες και αυταρχικά κόμματα, που επιδιώκουν να αναδιαμορφώσουν την αραβική κοινωνία εκ των άνω προς τα κάτω βάσει κοσμικών, εθνικιστικών και σοσιαλιστικών αρχών. Η ηγετική συγκρότηση, η οποία στηρίχτηκε στα παραδοσιακά πρότυπα νομιμότητας και στην οποία αναδείχτηκαν ως πρωτοπόροι χώρες, όπως η Σαουδική Αραβία, το Μαρόκο και η Ιορδανία, επεκτάθηκε αργότερα στα μικρά κρατίδια του Περσικού κόλπου και στα πετρελαϊκά πριγκιπάτα.
Είναι αδύνατο να διεισδύσει κανείς στις λεπτομέρειες της πολιτικής της Μέσης Ανατολής, δίχως να γίνουν κατανοητές οι ρίζες της αυταρχικής/χαρισματικής συγκρότησης ηγεσίας, η οποία θεωρείται κοινό χαρακτηριστικό στα αραβικά καθεστώτα της Μέσης Ανατολής και νομιμοποιείται σε ορισμένες χώρες με παραδοσιακή ρητορεία και σε άλλες με επαναστατική. Η εν λόγω αυταρχική/χαρισματική συγκρότηση ηγεσίας εχει τρείς σημαντικούς λόγους: α) Τις εσωτερικές δομές των εν λόγω κρατών. β) Την περιφερειακή πολιτική. γ) Το διεθνές σύστημα.
Ο λόγος που αφορά την εσωτερική πολιτική δομή έχει να κάνει με τις πολιτικές δομές που κληρονομηθηκαν από την αποικιοκρατική περίοδο. Η πλειονότητα των αραβικών χωρών, κυρίως τα πετρελαϊκά πριγκιπάτα, μετατράπηκαν σε κράτη άνευ προηγούμενης στέρεας πολιτικής κουλτούρας και πολιτικής θεσμοποίησης. Αυτό επέφερε μία κρίση πολιτικής νομιμότητας εξαιρετικά δύσκολης να ξεπεραστεί. Οι αποικιοκρατικές δυνάμεις δημιούργησαν τις χώρες αυτές επί χάρτου, αλλά δεν επέτρεψαν την με ελεύθερο τρόπο ολοκλήρωση τον πολιτικού τους σχηματισμού.
Έτσι ο μοναδικός λόγος για τη σύσταση ξεχωριστών κρατών από τις εν λόγω κοινότητες, οι οποίες έχουν κοινή θρησκεία, εθνικές καταβολές και γλώσσα αναπόφευκτα έγινε με την εμφάνιση ή τη δημιουργία ισχυρών ηγεσιών ή οικογενειών που κάλύψαν το κενό.
Με άλλα λόγια, η πολιτική ηγεσία υποκατέστησε το κράτος. Κατά τη δεκαετία του 1950 για τον αιγυπτιακό λαό είναι σημαντική η αφοσίωση στον Νάσερ, πριν να είναι για την [ίδια] την Αίγυπτο, το σύμβολο όλων των αραβικών ιδεωδών πέραν εκείνων της Αιγύπτου... ο ιρακινός λαός ταύτιζε τον Σαντάμ Χουσεΐν με το κράτος, διότι στην προσωπικότητα του Σαντάμ ήταν δυνατό να αναγνωρίσει κανείς τα αραβικά ιδεώδη που ξεπερνούν τα όρια του Ιράκ. Κατά συνέπεια, οι χαρισματικές προσωπικότητες καλύπτουν τα κενά του πολιτικού σχηματισμού και δύνανται να κινητοποιήσουν τους λαούς των αραβικών κρατιδίων για ένα ανώτερο ιδανικό. Έτσι εξαλείφεται το δίλημμα μεταξύ του να είναι κανείς Ιρακινός ή Άραβας. Από την άλλη, τα μικρά πριγκιπάτα, το οποία δεν έχουν τη δυνατότητα να πραγματοποιήσουν τα παραπάνω ανώτερα ιδεώδη, επιθυμούν να ενισχύσουν την πολιτισμική νομιμότητα των μικρών τους κρατών δημιουργώντας ανύπαρκτους ήρωες... Εν ολίγοις, οι ελλείψεις στον πολιτικό σχηματισμό προσφέρουν κατάλληλο έδαφος για τον χαρισματικό τύπο ηγέτη.
Όσον αφορά τον δεύτερο λόγο σχετικά με την περιφερειακή πολιτική, αυτός είναι η ύπαρξη του Ισραήλ, το οποίο συνιστά συνεχή απειλή στην περιοχή και έχει επεκτατικούς στόχους εναντίον των πέριξ χωρών. Οι Άραβες, οι οποίοι έχασαν κάθε πολεμική αναμέτρηση ως τώρα με το Ισραήλ, έχουν πειστεί για την ανάγκη ισχυρών στρατιωτικών και πολιτικών ηγεσιών προς αντιμετώπιση του εν λόγω κινδύνου.
Όσον αφορά τον λόγο που σχετίζεται με το διεθνές σύστημα, αυτός ισχύει όχι μόνο για τις αραβικές χώρες και και κοινωνίες αλλά για όλες τις ισλαμικές χώρες και κοινωνίες. Οι κοινωνίες αυτές συνέπεία δίκαιων όσο και λυπηρών συμβάντων έχούν χάσει σε μεγάλο βαθμό την εμπιστοσύνη τους προς το διεθνές σύστημα αμφισβητώντας το κατά πόσο αυτό διαθέτει αντικειμενικούς και δίκαιους μηχανισμούς επίλυσης των διεθνών διαφορών. Γεγονότα όπως η μη εφαρμογή των αποφάσεων του ΟΗΕ αναφορικά με την Παλαιστίνη, η απουσία αντίδρασης κατά την εισβολή στον Νότιο Λίβανο από το Ισραήλ και το ότι η διεθνής κοινότητα παρέμεινε για αρκετό διάστημα θεατής στην απόπειρα εθνοκάθαρσης στη Βοσνία είχαν ως αποτέλεσμα η ανασφάλεια στις εν λόγω χώρες να χρησιμοποιηθεί προς την κατεύθυνση της διαιώνισης των αυταρχικής συγκρότησης ηγετών. Η εξαιτίας παρόμοιων συμβάντων -τα οποία έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια του Ψυχρού πολέμου και μετά τη λήξη του- κυριαρχούσα επί των μουσουλμανικών κοινοτήτων ψυχολογία ανασφάλειας έγινε αιτία για την εμφάνιση μιας ψυχολογικής/πολιτιστικής ατμόσφαιρας εντός της οποίας εμπνέει εμπιστοσύνη η εικόνα σταθερότητας που δίνουν οι χαρισματικοί ηγέτες.
Η ηγετική συγκρότηση των αραβικών χωρών της Μέσης Ανατολής παρέχει μία σοβαρή εικόνα σταθερότητας. Στην εν λόγω περιοχή οι κατέχοντες την εξουσία δεν την αποχωρίζονται, όταν δεν συντρέχουν λόγοι ανώτερης βίας, όπως θάνατος, ανίατη ασθένεια, δολοφονία κ.λπ... Κατά την περίοδο του Ψυχρού πολέμου, όταν η υφήλιος έζησε πολύ μεγάλες πολιτικές και οικονομικές αλλαγές, αλλά και μετέπειτα ο βασιλιάς της Ιορδανίας Χουσεΐν, ο ηγέτης του Ιράκ Σαντάμ Χουσεΐν, ο ηγέτης της Συρίας Χαφάζ αλ-Άσαντ, ο ηγέτης της Αιγύπτου Χόσνι Μουμπάρακ και ο βασιλιάς του Μαρόκου Χασάν συνέχισαν να κατέχουν τη θέση του αμετάβλητου ηγέτη.

.~`~.
IV

Αυτή η εικόνα στον Αραβικό κόσμο δείχνει ότι δεν υπάρχει πάντα άμεση σχέση μεταξύ της πολιτικής σταθερότητας και της νομιμότητας. Αν η πολιτική σταθερότητα ήταν η σημαντικότερη ένδειξη της πολιτικής νομιμότητας, τότε θα έπρεπε οι αραβικές κοινωνίες να έχουν τον υψηλότερο δείκτη πολιτικής νομιμότητας. Εντούτοις, η υφιστάμενη σταθερότητα πολιτικών ηγετών στον Αραβικό κόσμο, είναι έργο ενός καταναγκασμού βασιζόμενου στον περιορισμό της πολιτικής συμμετοχής και όχι σε μία νομιμότητα βασισμένη στην εν λόγω συμμετοχή. Γι'αυτό τον λόγο η σταθερότητα στον Αραβικό κόσμο δεν παρέχει στην κοινωνία πολιτική και κοινωνική ασφάλεια ούτε και κίνητρα οικονομικής ανάπτυξης. Αντιθέτως, στις δικτατορίες που κατέκτησαν την πολιτική εξουσία, υποτίθεται με το 99,5% της λαϊκής ετυμηγορίας, περιορίζονται οι ελευθερίες των ατόμων για όσο διάστημα επιμηκύνεται η διάρκεια της πολιτικής ηγεσίας.
Το βασικό πρόβλημα των ανθρώπων αυτών, οι οποίοι ζουν με τον φόβο της πολιτικής πίεσης, είναι η εξασφάλιση των βασικών μέσων διαβίωσής τους δίχως να έρθουν σε σύγκρουση με την ηγεσία. Κι αυτό μειώνει στο ελάχιστο την ικανότητα χρησιμοποίησης του δυναμικού της κοινωνίας. Η πολιτική εμπειρία των αραβικών κοινωνιών αποδεικνύει ότι στην πραγματικότητα δεν έχει καμία αξία η πολιτική σταθερότητα, η οποία δεν βασίζεται στην κοινωνική νομιμότητα...
Η διαδικασία πολιτικής αλλαγής, όπου η κοινωνία έχει τεθεί στο περιθώριο, δίνει στον Αραβικό κόσμο την εικόνα μιας φαινομενικής πολιτικής σταθερότητας. Στις μέρες μας το σημαντικότερο πρόβλημα στην πολιτική των αραβικών κοινωνιών συνίσταται στην απουσία αντίληψης περί της αλλαγής πολιτικής διοίκησης ως μίας νομιμοποιητικής έναντι της κοινωνίας διαδικασίας. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που η διαμόρφωση πολιτικής ηγεσίας στον Αραβικό κόσμο έχει περιοριστεί μεταξύ των προσδιοριζόμενων από τις ενδοοικογενειακές αντιπαραθέσεις και τις δικτατορίες μοναρχιών, οι οποίες προσδιορίζονται από το ξεκαθάρισμα λογαριασμών στους κόλπους του στρατού. Η αποτυχία των πειραμάτων πολιτικής συμμετοχής σε χώρες όπως η Αλγερία, η Τυνησία και η Ιορδανία αποδεικνύουν από τη μία, τα προβλήματα πολιτικής κουλτούρας στην εσωτερική πολιτική σκηνή και, από την άλλη τη σχέση εξάρτησης μεταξύ των εξωτερικών στοιχείων και της εσωτερικής πολιτικής δομής.

.~`~.
V

Η αλλαγή πολιτικής ηγεσίας στις αραβικές χώρες της Μέσης Ανατολής, η οποία δεν πραγματοποιήθηκε με τούς νόμιμους διαύλους του πολιτικού συστήματος, άρχισε να πραγματοποιείται με την ολοκλήρωση του βιολογικού κύκλου των ηγετών. Υπ αυτή την έννοια, λοιπόν, παρατηρήθηκαν τα πρώτα δείγματα αλλαγής τόσο στις αυταρχικές/γραφειοκρατικές δικτατορίες όσο και στις παραδοσιακές φυλετικές ηγεσίες, οι οποίες συνιστούν τις πρώτες κύριες ηγετικές συγκροτήσεις της Μέσης Ανατολής. Η δολοφονία του βασιλιά της Σαουδικής Αραβίας Φαϊσάλ, ο οποίος ήταν η πιο χαρακτηριστική ζώσα προσωπικότητα της δεύτερης κατηγορίας είδους ηγέτη, ο θάνατος του βασιλιά Χουσεΐν, ο οποίος τον είχε διαδεχτεί εξελισσόμενος στον πλέον χαρισματικό ηγέτη αυτού του μοντέλου, και η μετά αυτόν ανάληψη των αρμοδιοτήτων του μονάρχη από τον αδελφό του βασιλιά της Σαουδικής Αραβίας, Φαχντ, πρίγκιπα Αμντάλα, εξαιτίας της επιδείνωσης της κατάστασης της υγείας του πρώτου, φαινομενικά δεν δημιούργησαν σοβαρές πολιτικές κρίσεις στη χώρα. Ωστόσο, η απουσία εμβληματικών προσωπικοτήτων δύναται να εγκαινιάσει τη συζήτηση για τη νομιμότητα των κλασικών μοντέλων ηγεσίας. Τα αιτήματα για πολιτική συμμετοχή εκ μέρους της με μεγάλη πλειοψηφία νέας δυτικοτραφούς γενιάς των χωρών αυτών, δύναται να δημιουργήσουν μεσοπρόθεσμα σοβαρές εντάσεις στην περίπτωση πού δεν υπάρξει μία υγιής μεταβατική διαδικασία και δεν πραγματοποιηθεί η σχετική θεσμοποίηση.
Η πρώτη σοβαρή εμπειρία των αυταρχικών/γραφειοκρατικών δικτατοριών σημειώθηκε με τον θάνατο του Χάφεζ αλ-Ασαντ, ο οποίος ήταν ο μακροβιότερος ηγέτης του είδούς αυτού. Η πολιτική ελίτ της Συρίας, που βασίζεται στη μειονότητα των Νουσαϊρί [Αλαουήτες, θρησκευτική μειονότητα η οποία συνδέεται με το σιιτικό Ισλάμ], ενδεχομένως και υπό την επίδραση των ταραχών που προκάλεσαν οι μαζικές εκδηλώσεις μετά τον θάνατο του ηγέτη της Τυνησίας Μπουργκιμπά -άλλη σημαντική φνσιογνωμία αυτού του είδους ηγέτη και της βραχύβιας δημοκρατικής περιόδου που επακολούθησε- αποφάσισε να αναδείξει στην ηγεσία τον γιο του Χάφεζ αλ-Άσαντ, Μπάσαρ, αναζητώντας έτσι ασφαλή τρόπο για την εν λόγω μετάβαση. Η επιλογή αυτή, στην οποία σημαντικό ρόλο έπαιξε και η μειονοτική αλληλεγγύη των Νουσαϊρί, στην πραγματικότητα συνιστά το πιο εντυπωσιακό παράδειγμα της μετατροπής των αυταρχικών/γραφειοκρατικών δομών, μολονότι διαθέτουν μια ρεπουμπλικανική και επαναστατική ρητορική, ενταγμένη σε φυλετικές δομές.
Οι θάνατοι του βασιλιά Χουσείν και του Χάφεζ αλ-Ασαντ μπορεί να θεωρηθούν ως οι πρώτες ενδείξεις των ενδεχόμενων αλλαγών στην ηγεσία της Μέσης Ανατολής που τη χαρακτηρίζει στατική πολιτική συγκρότηση. Μολονότι ο Ψυχρός πόλεμος έχει παρέλθει, οι αραβικές χώρες στην επιδίωξή τους να διατηρήσουν τις πολιτικές δομές που εμφανίστηκαν στις συνθήκες της ίδιας περιόδου, αντιμετωπίζουν στις ημέρες μας μία πολύ σημαντική κρίση νομιμότητας. Τα παραδείγματα των εν ζωή αράβων ηγετών, οι οποίοι εκπαιδεύτηκαν κατά την περίοδο της αποικιοκρατίας και είναι συνηθισμένοι να ασκούν πολιτική στα όρια των ψυχροπολεμικών παραμέτρων της Μέσης Ανατολής, κατά την προσεχή περίοδο θα τερματίσούν την ηγετική σταδιοδρομία τους... Είναι αδύνατο να συγκαλυφθούν οι παρατηρούμενες ασθένειες ή η πολιτική φθορά εμβληματικών φυσιογνωμιών, όπως ο Αραφάτ [δολοφονήθηκε], ο Σαντάμ Χουσέϊν [δικάστηκε-κρεμάστηκε], ο Μουμπάρακ [ανατράπηκε-δικάστηκε] και ο Καντάφι [δολοφονήθηκε], και κατά συνέπεια δεν θα αποτελούσε έκπληξη ο θάνατος ή η απόσυρσή τους από την πολιτική σκηνή στο άμεσο μέλλον. Το ενδεχόμενο αυτό δύναται να φέρει με έντονο τρόπο στο προσκήνιο μια κρίση πολιτικής κουλτούρας και δομής του Αραβικού κόσμου.
Η διάλυση των παραπάνω αυταρχικών δομών μπορεί να φέρει στην επιφάνεια μια δυναμική και μία αβεβαιότητα παρόμοιες με εκείνες που παρατηρήθηκαν στον Αραβικό κόσμο τις δεκαετίες του πενήντα και του εξήντα. Συνεπώς, όσοι προβαίνουν σε στρατηγικές και τακτικές αναλύσεις αναφορικά με τη Μέση Ανατολή είναι αναγκασμένοι να λάβουν υπόψη τους τον ρυθμό και τις κοινωνικοπολιτισμικές παραμέτρους της προκείμενης αλλαγής.

.~`~.
Επίλογος Ισλαμικός

Ίσως οι πλέον ριζικές αλλαγές στη θεσμοποίηση του κράτους στην ισλαμική ιστορία να επήλθαν με το τέλος του χαλιφάτου. Αυτό το σημείο καμπής και το επόμενο στάδιο επιβολής του συστήματος των εθνών-κρατών στα μουσουλμανικά εδάφη προκάλεσαν αντιληπτική και δομική σύγχυση στις μάζες. Η οριοθέτηση και η εσωτερική συνέπεια μεταξύ ούμα [Κοινότητα των Πιστών], Νταρ αλ-Ισλάμ [Οίκος του Ισλάμ] και ντάουλα [Ισλαμικό Κράτος] χάθηκε, ενώ οι νέες πολιτικές δομές που είχαν την μορφή εθνών-κρατών κατοικούμενων από Μουσουλμάνους αντιμετώπισαν ένα συνολικό πρόβλημα πολιτικής νομιμοποίησης. Η αμφισβήτηση των παραδοσιακών κουλτουρών και δομών από τους πρωτοπόρους των νέων δομών του συστήματος των εθνών-κρατών αποσκοπούσε στο να δημιουργήσει μια νεά αντίληψη περί κράτους. Το κράτος άρχισε να απεικονίζεται ως κυρίαρχο στοιχείο εντός τους διεθνούς συστήματος, αντί ως πολιτικό εργαλείο για τα ηθικο-νομικά ιδεώδη του ισλαμικού συστήματος πίστης. Έτσι η αντίληψη του Νταρ αλ-Ισλάμ ως εναλλακτικής διεθνούς τάξης αντικαταστάθηκε από την αντίληψη του ανήκειν σε ένα στοιχέιο του διεθνούς συστήματος το οποίο ιδρύθηκε από τις αποικιοκρατικές δυνάμεις και εξυπηρετούσε τα συμφέροντας τους.
Αυτές οι συνθήκες έφεραν τις μουσουλμανικές μάζες σε διάσταση με τις εκδυτικισμένες ελίτ που αρνούνται τα ηθικονομικά ιδεώδη του κράτους και της παραδοσιακής κουλτούρας καθώς και με το διεθνές σύστημα το οποίο εξάλειψε τον πολιτικό ζωτικό χώρο για την πραγμάτωση αυτών των ηθικονομικών ιδεωδών. Η σύγχρονη αντίληψη περί ισλαμικού κράτους προέκυψε ως αποτέλεσμα του μηχανισμού άμυνας της ισλαμικής κουλτούρας. Η αποτυχία, η διαφθορά και οι καταπιεστικές μεθόδοι των πολιτικών ελίτ επιτάχυναν τη διαδικασία πόλωσης προς το τέλος του 20ου αιώνα και οι απαιτήσεις για τη δημιουργία ενός ζωτικού χώρου για αναπαραγωγή των ισλαμικών ηθικονομικών ιδεωδών που βασίζονται σε μια μοναδική οντολογική, επιστημολογική και αξιολογική κοσμοθεωρία έχουν φτάσει στο αποκορύφωμα τους.

Το Στρατηγικό Βάθος
Εκδ. Ποιότητα
Πρόλογος και επίλογος: Ahmet Davutoğlu. Εναλλακτικές κοσμοθεωρίες. Η επίδραση της Ισλαμικής και της Δυτικής κοσμοθεωρίας στην πολιτική θεωρία. Εκδ. Ποιότητα.


.~`~.
Παράρτημα
ΕυρωΜεσογειακό «Αναπτυξιακό» της Εγγύς και Μέσης Ανατολής

Οι μετά τόν δεύτερο πόλεμο ύπερεθνικοί πολιτικοί σχηματισμοί έθεσαν στό προσκήνιο τόν περιφερειακόν τρόπο άναπτύξεως, του οποίου τήν φυσικότητα είχε άκριβώς ύποκαταστήσει ή έννοια τού «έθνικού» κράτους. Ο περιφερειακός τρόπος αναπτύξεως (Regionalismus) είναι ό φυσικός τρόπος άναπτύξεως τών άνθρωπίνων κοινωνιών και άκριβώς γι'αύτό ό έξασφαλίζων τά μεγαλύτερα ποσοστά δημοκρατίας καί αυτονομίας του άτόμου. Είναι ό μοναδικός τρόπος που έγνώρισαν ώς διοίκηση τά πληθυσμιακά σύνολα τής ανατολικής Μεσογείου (π.χ. «Θέματα» τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας) μέχρι του κερματισμού των σέ «έθνικά» κράτη... Ο περιφερειακός τρόπος αναπτύξεως είναι ό φυσικός, διότι στηρίζεται στήν κοινότητα συμφερόντων και χαρακτήρος πού έδημιούργησαν φυσικά καί οικολογικά δεδομένα γιά τούς άνθρώπους...
Ανάλογα προβλήματα ώς αποτελέσματα περιφερειακής άναπτύξεως παρατηρούμε σήμερα έπί τών Βαλκανίων (Γιουγκοσλαβία), από τήν όξύτητα τών όποίων μπορούμε νά καταλάβωμε τό μέγεθος τού βιασμού πού συνεπήχθη ή έννοια του «εθνικού» κράτους γιά τούς ανθρώπους. Ανάλογες καταστάσεις έχομε καί στόν χώρο τής Δυτικής Εύρώπης, μέ τήν διαφορά όμως ότι έδώ ή έννοια τού έθνικού κράτους μετεβλήθη σέ εκείνην τής «βιομηχανικής ενότητος», κατορθώνοντας έτσι νά ύπερβή προσωρινά τά μειονεκτήματα καταστροφής τής φυσικής ένότητος τής περιφερείας. Τά περιφερειακά προβλήματα στήν δυτική Εύρώπη δέν είναι λίγα ούτε μικρά (στήν Αγγλία π.χ. τό «άργά» αγγλικά λέγεται «σλόου» καί ουαλλικά «άρέφ»). Μέ τήν δημιουργία τής Εύρωπαϊκής Ένωσης, δηλαδή μέ τήν προσπάθεια δημιουργίας ύπερεθνικών θεσμών, είναι φανερό ότι τό πρόβλημα τής περιφερειακής όντότητος θά έπανήρχετο... Είναι ακριβώς τό πρόβλημα πού έχει ή Ευρωπαϊκή Ενωση καί πού θά παρουσιασθή ενισχυμένο στό μέλλον.
Προφανές είναι ότι όσο ή ανθρωπότητα προχωρεί σέ μιά μείζονα όργάνωση διεθνικού συντονισμού, τόσο καί ή διευρυμένη περιφέρεια, συμπίπτουσα μέ έκείνη τής πολιτιστικής περιοχής, θά έμφανίζεται ώς φορεύς πολιτικής καί ιστορικής σημασίας. Αύτό ήδη καί άναγνωρίζεται άπό τούς πολιτικούς αναλυτές. Γιά νά χρησιμοποιήσωμε μάλιστα καί τήν ορολογία τών «είδικών», πού ιδιαίτερα αρέσκονται στήν έξεύρεση όρων, ή πολιτική όργάνωση τού κόσμου προχωρεί από έναν «κόσμο κρατών» σέ ένα «κράτος τού κόσμου». Όσο συγκεχυμένος καί άν παραμένη ό όρος «κράτος τού κόσμου» (θυμίζων έλαφρώς τήν Πολιτεία τού Θεούτου Αγ. Αυγουστίνου), ένα είναι ύποχρεωμένο αύτό τό κράτος νά θεωρήση ως συστατική μονάδα τής πολιτικής του λειτουργίας: τήν έννοια τής πολιτιστικής καί οικονομικής περιοχής. Αύτό άκριβώς κατά αύτονόητον τρόπο δέχονται καί οί πολιτικοί αναλυτές [βλ. π.χ. Ε. Ο. Czempiel, Weltpolitιk im Umbruch. (Das Internationale System nach dem Ende des Ost-West-Κοnflikts), 1991, σελ. 47 κ.έ.]. Εδώ όμως πρέπει νά σημειώσωμε ότι παρά τήν τεχνολογική έξέλιξη μέ τούς κομπιούτερ, τήν όργάνωση τών έρευνητικών κέντρων καί τών παν/μίων, ή ιστορική έρευνα συνεχίζει νά έπεται τής πολιτικής καί όχι νά προηγήται. Έχει δηλαδή περισσότερο κοινωνιολογικό χαρακτήρα καί όχι πολιτικό, πράγμα που εξηγείται άπό τό γεγονός ότι στήν Δύση, όπως ιεραρχικά είναι ώργανωμένη ή παραγωγή, έτσι είναι καί ή γνώση. Τόν περασμένο αίώνα ή πολιτική ήταν μιά κλειστή ασχολία τών Kabinetts, πού τήν ήξεραν μόνο οί βασιληάδες καί οί πρωθυπουργοί. Οι ιστορικοί έτσι ήταν άπλώς υποχρεωμένοι νά επιβεβαιώνουν μέ τά βιβλία τους τήν πολιτική, πού διεκινείτο έρήμην των, καί όχι νά ασχολούνται μέ τήν έπακριβή γνώση πού θά μπορούσε νά τήν βοηθήση. Κάτι βέβαια πού ή πολιτική δέν είχε όπωσδήπτοτε ανάγκη, άφού ύπό τό ιμπεριαλιστικό έμβλημα τής «προόδου» είχε τήν βοήθεια τών κανονιών γιά νά τό πραγματοποιήση. Καί έπειδή τό αύτό συμβαίνει καί σήμερα (οί ιστορικοί περιμένουν τά βιβλία τών πολιτικών γιά νά «φωτισθούν»), δέν είναι τυχαίο, ότι μετά τήν πολιτική αλλαγή του κόσμου μας ή Εύρώπη δέν έχει καμμιά πρόταση νά άρθρώση γιά τίποτε. Είναι βαθύτατα θεμελιωμένο στήν φύση τών πραγμάτων τό γεγονός, ότι δειλές προσπάθειες βιβλίων σάν τό παραπάνω είναι υποχρεωμένες νά αρχίζουν ώς έξής: «Τούτο τό βιβλίο ύπάγεται σέ έκείνη τήν δύσκολη κατηγορία βιβλίων πού οφείλουν νά γραφούν, παρ ότι τελικώς δέν μπορούν νά γραφούν». Η δυσκολία έγκειται στό ότι καί σήμερα τά βιβλία πρέπει νά μένουν «ένθεν» τής πολιτικής... Από τόν κανόνα δέν έξαιρείται τό έν λόγω αξιόλογο κατά τά άλλα κείμενο. Διότι ένώ διαπιστώνει τήν φορά τών ιστορικών πραγμάτων πρός μιά διεθνή όργάνωση κατά περιοχές -πού ό συγγραφέας καλεί «Gesellschaftswelt» καί τήν βλέπει έκπροσωπουμένη άπό κοινωνικές οργανώσεις κατά φυσικό τρόπο παραγόμενες άπό τις ίδιες τις κοινωνίες καί πέραν τών ήδη ύπαρχόντων διεθνών οργανισμών-, άκριβώς τό κλειδί ρυθμίσεως αύτής τής «νέας τάξης» πραγμάτων, πού είναι ή Μεσόγειος, τό έξαιρεί. Καί τό έξαιρεί, βέβαια, λόγω τής ίστορικής καί πολιτικής έκκρεμότητος πού παρουσιάζει ή έννοια «Ευρώπη» στο σύγχρονο κόσμο. Αν κάτι έδειξε ή κατάρρευση τού σοσιαλισμού, δέν ήταν άκριβώς ή άποτυχία του ώς οίκονομικού συστήματος, άλλά, αντίθετα, τήν φύση τών πολιτικών δυσχερειών επί παγκοσμίου έπιπέδου άπό τήν αορίστου περιεχομένου ονομασία «Εύρώπη». Αυτό είναι εκείνο πού μονίμως ύφέρπει κάτω από όλων τών ειδών τής πολιτικές «άναλύσεις» καί «προτάσεις» - ότι ή «Εύρώπη» τό μόνο πού έχει νά προτείνη ώς «νέο» είναι αύτό πού θά είχε νά προτείνη καί πρό δέκα αιώνων: νά ζή εις βάρος τής άνατολικής Μεσογείου χωρίς νά τό ομολογή, προσδίδοντας στό γεγονός φιλοσοφικές όνομασίες...
Καί έπειδή ώς πρός αύτό έπί τού παρόντος ή «Εύρώπη» δέν έχει τίποτε τό νέο νά προτείνη, γι'αύτό καί κάθε «νέα τάξη» πραγμάτων είναι φυσικό νά τής είναι απόλυτα έχθρική. Τούτη ή τακτική όμως καθόλού δέν είναι απηλλαγμένη ριζικά άδιεξόδων καταστάσεων. Ιδού π.χ. πώς απηχούνται ειδικώτερα οί εύρωπαϊκές εκτιμήσεις στις αναλύσεις τού προαναφερθέντος ερευνητή: σε όλες τις περιοχές τού κόσμου τις άπομακρυσμένες άπό τήν δυτική Εύρώπη, άναγνωρίζεται μιά αυτοδυναμία περιφερειακής άναπτύξεως καί πολιτικής σταθεροποιήσεως. Στήν περιοχή τού Ινδικού, στήν μέση καί νότια Αφρική, στήν νότια καί κεντρική Αμερική η περιφερειακή σταθεροποίηση είναι κάτι τό θεμιτό καί έπιθυμητό. Εκεί πού πρέπει όλα νά μείνουν όπως είναι, είναι άκριβώς ή περιοχή πού έχει τά μεγαλύτερα προβλήματα αύτή τήν στιγμή, δηλαδή τής άνατολικής Μεσογείου (στήν όποίαν περιλαμβάνονται τά Βαλκάνια, ή Μαύρη Θάλασσα καί ή Μέση Ανατολή). Η περιοχή τής Εγγύς και Μέσης Ανατολής, γράφει ό προαναφερθείς συγγραφέας, πρέπει να έξαιρεθή καί «νά μήν έπαφεθή στήν τάση της περιφερειακής άναπτύξεως». «Η ασφάλεια του Ισραήλ, ό πλούτος τού πετρελαίου καί ή στρατηγική σημασία τής περιοχής γιά τις βιομηχανίκές χώρες της Δύσης τήν έξαιρούν άπό τήν γενική κατεύθύνση του κόσμου... Η Εγγύς καί Μέση Ανατολή άρα δέν θά ύπαχθούν σέ περιφερειακή άνάπτυξη» (σελ. 68-69).
Η επιλεγμένη αοριστία εννοιών φανερώνει βέβαια τήν έμμονή σέ συγκεκριμένου είδους παραδεδομένες παραστάσεις, δηλαδή ότι ή δυτική Εύρώπη είναι ένας άπομονωμένος στήν αύτοσυνείδησή του χώρος από την Μεσόγειο, της οποίας το νόημα γι'αυτήν προκύπτει μόνο από τήν ιεράρχηση «στρατηγικών» αξιολογήσεων καί όχι άπό κάποια συνείδηση ιστορική. Γιατί όμως μιά «περιφερειακή άναπτυξη» αλλοιώνει τήν «στρατηγική σημασία» τής Μέσης Ανατολής γιά την δυτική Εύρώπη; Δέν μπορεί να υπάρξη άνάπτυξη πού νά μήν τήν άλλοιώνη; Τό ερώτημα αυτό, βέβαια, μόνο από μιά συλλογιστική συνολικής μεσογειακής συνείδησης θά μπορούσε νά προκύψη, πού βλέπομε να μην υπάρχη. Η δυτική Ευρώπη μόνο ως τέτοια βλέπει τόν εαυτό της σέ κάθε μελλοντική εξέλιξη τού κόσμου. Οχι ώς τμήμα ενός φυσικώς ώργανωμένου μεσογειακού οργανισμού. Χωρίς τήν ιστoρική οργάνωση ομως του μεσογειακού χώρου είναι πολύ άμφίβολο άν μπορούν νά διευθετηθούν άνάλογα προβλήματα άλλων γεωγραφικών εκτάσεων. Στά μεσογειακά προβλήματα υπάρχουν βεβαίως προτεραιότητες, άλλά χωρίς διευθέτηση του προβλήματος της Μέσης Ανατολής κανένα τελικώς πρόβλημα της Μεσογείου δέν μπορεί νά λυθή μακροπροθέσμως. Τούτο δέν είναι θέμα τών πολιτικών εργαστηρίων άλλά γεωπολιτικό καί ιστορικό δεδομένο δεκάδων αιώνων. Δυστυχώς δέν ύφίσταται μελέτη πού νά μάς έξηγή γιατί κατά τούς αιώνες τού παρελθόντος, πού ό μεσογειακός όργανισμός έλειτουργούσε ιστορικά, ή ιστορική πορεία τής δυτικής Εύρώπης έσημείωνε μιά διαρκή άνοδο, ενώ όταν αύτός έπαψε, δηλαδή άπό τόν κριμαϊκό μέχρι τόν πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, όπου συμβαίνει καί ή βιομηχανική άνάπτυξη τής δυτικής Εύρώπης μέ κεφάλαια τού μεσογειακού όργανισμού, ή ιστορική πορεία τής δυτικής Εύρώπης πίπτει καθέτως και η πολιτική της σημασία έκμηδενίζεται. Τά προβλήματα αυτά ακόμη μέχρι σήμερα δέν μοιάζει να απασχολούν κάν την συνείδηση τών δυτικοευρωπαίων μελετητών.
Σίγουρα τό κράτος τού Ισραήλ πολεμά για τήν «ασφάλειά» του, αυτό όμως δέν σημαίνει πώς εξασφαλίζει έτσι καί τήν ιστορική επιβίωση του, άκόμη κι'άν δεκαπλασιασθή. Διότι αύτή έξαρτάται άπό τις ιστορικές σχέσεις πού μπορεί νά άναπτύξη με τον ισλαμικό κόσμο και όχι από τα όπλα. Υπό άλλες συνθήκες το Ισραήλ θά μπορούσε νά παίξη ένα θετικό ρόλο, οί συνθήκες όμως αυτές βλέπομε πώς δέν προβλέπονται. Πρέπει έξ άλλου νά παραδεχθούμε ότι ουδέποτε άνεγνωρίσθη κατά τό παρελθόν, ότι είναι δυνατόν νά ύπάρξουν προβλήματα που θά μπορούσαν νά είχαν τις μακροπρόθεσμες άντανακλάσεις των στήν ίδια τήν Εύρώπη...

Γεράσιμος Κακλαμάνης
To «Ανατολικό Ζήτημα» Σήμερα
Εκδ. Εικοστού Πρώτου
1998


.~`~.
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική

Συγχώνευση ιδιωτικής και δημόσιας σφαίρας και μαζική δημοκρατία - μέρος α´.

$
0
0

Τραγουδιστές, ποδοσφαιριστές, χειρούργοι, τραπεζίτες, έπιλέγονται ώς πρότυπα ταύτισης ταυτόχρονα καί έξ ίσου μέ σκληρούς καί ένεργητικούς ή εύθραυστους καί μαζεμένους, πλούσιούς καί κομψούς ή περιθωριακούς άλλά ασυνήθιστους κι άλλιώτικους «τύπους». Εμφανίζεται έτσι τό παράδοξο ότι ή άτομικιστική θεμελιώδης στάση τών ανθρώπων μέσα στη μαζική δημοκρατία γεννά τήν αύτάρεσκη εντύπωση ότι καί ή ταύτιση μέ τό εκάστοτε προτιμώμενο πρόσωπο αποτελεί μιά πράξη μέσα στό πλαίσιο τής αναζήτησης τής πρωτοτυπίας καί τής ατομικής αυτοπραγμάτωσης. Ατομικιστική αυτοπεποίθηση καί έμπρακτη μαζικοποίηση, προσωπική ένταση καί διάλυση του Εγώ μέσα στήν όμαδα συμπορεύονται άρμονικά, όπως φαίνεται λ.χ. στό μαζικοδημοκρατικό φαινόμενο της λατρείας τών διαφόρων «στάρ». Ώστε ό μαζικοδημοκρατικός ατομικισμός διόλου δέν αποκλείει τήν έσωτερική έξάρτηση τού άτόμου άπό μιάν ομαδα ή τή συμμόρφωσή του μέ μιαν ομαδική συμπεριφορά. Τό άτομο ασχολείται βέβαια συνεχώς με τον εαυτό του και αποτιμά τις σχέσεις του με τούς άλλους άπό τή σκοπιά τής αυτοπραγμάτωσής του, συνάμα όμως εντείνεται η αναγκη του για αυτοεπιβεβαίωση η οποια μπορεί να ίκανοποιηθεί μονάχα μέ τήν αναγνώριση στό πλαίσιο τής εκάστοτε ενδιαφέρουσας ομάδας. Γι'αυτό καί στήν καθημερινή ζωή της μαζικής δημοκρατίας μεγαλώνει συνεχώς ή σημασία τών «ψυχολογικών προβλημάτων» καθώς καί τών μεθόδων γιά τήν αντιμετώπισή τους.
Σέ φαινόμενα όπως ή λατρεία τών «στάρ» αποκαλύπτονται όχι μόνον οί άμφιρρέπειες τών μηχανισμών τής ταύτισης μέσα στή μαζική δημοκρατία, αλλά επίσης η έκταση και οι άμεσες συνέπειες τής κατάργησης του χωρισμού ανάμεσα σέ ίδιωτική καί δημόσια σφαίρα. Ο «στάρ» της τέχνης, τού άθλητισμού ή τής πολιτικής ζεί διαρκώς κάτω απο τα εν μέρει περίεργα ενμέρει ζηλόφθονα και εν μερει έκθαμβα μάτια τής μαζικοδημοκρατικής δημοσιότητας, ή ιδιωτική του ζωή άποτελεί ζήτημα γενικού ένδιαφέροντος και υλικό συζητήσεων πού προσφέρεται άφθονα άπό τά μέσα μαζικής ένημέρωσης'γνωρίζοντας τήν έντονη ζήτηση γιά τέτοιου είδους πληροφορίες, οι «σταρ» δημοσιεύούν κι αύτοί όλο καί πιό φιλόπονα τά ήμερολόγια καί τά άπομνημονεύματά τους. Δέν είναι δύσκολο νά καταλάβουμε γιατί αυτά τά προϊόντα τής ελαφρής φιλολογίας, σέ άρμονική συνεργασία μέ τά είκονογραφημενα περιοδικά καί τόν σκανδαλοθηρικό τύπο, ένδυναμώνουν μέ τόν λίγο ή πολύ χυδαίο τρόπο τους έξισωτικά αίσθήματα καί άπό την άποψη αυτην προωθούν τον εκδημοκρατισμο: στην ιδιωτική σφαίρα όλοι έμφανίζονται σέ γενικές γραμμές ίσοι, έχουν τά ίδια πάθη, τίς ίδιες έπιθυμίες ή αδυναμίες, βιώνουν τήν ευτυχία καί τή δυστυχία μέ τόν ίδιο τρόπο, κοντολογής, όλοι είναι εξ ίσου «άνθρωποι». Τό ιδιωτικό στοιχείο δρα λοιπόν ενοποιητικά και εξισωτικά, ενώ το δημόσιο συνδέεται μέ τις διαβαθμίσεις των αξιωμάτων, τού γοήτρου ή τού πλούτου, οί όποιες συνήθως έρχονται σε αντίθεση μέ τό κοινό έξισωτικό αίσθημα. Η στροφή πρός τήν ιδιωτική σφαίρα συναρτάται βέβαια καί μέ τό ίδεώδες τής αυτοπραγμάτωσης, υλική προϋπόθεση του οποίου είναι τό κοινωνικό κράτος, έφ'όσον αυτό απαλλάσσει τό άτομο από διάφορες μέριμνες καί του δίνει τή δυνατότητα ν'άσχοληθεί μέ τόν εαυτό του καί μέ άλλους ώς πρόσωπα ιδιωτικά.
Το αστικό αίτημα τής δημοσιότητας μετατρέπεται τώρα στό δημοκρατικό αίτημα τής διαφάνειας, τό νόημα τής όποίας άπό πολλαπλές απόψεις έγκειται ακριβώς στήν άρση τού χωρισμού ανάμεσα σέ δημόσια και ιδιωτική σφαίρα. Όμως ή άρση αυτή δέν συντελείται απλώς μέ τή νίκη τού ιδιωτικού πάνω στα δημόσιο (μέ τήν αστική έννοια των όρων), παρά μάλλον μέ τή συγχώνεύση των δύο σφαιρών, έτσι ώστε οί δημόσιες υποθέσεις κρίνονται όλο καί περισσότερο άπό τή σκοπιά τόν ίδιωτικών ενδιαφερόντων τούτων ή έκείνων των ατόμων, ένώ τό ιδιωτικό στοιχείο όλο καί περισσότερο έρχεται στή δημοσιότητα χωρίς τις αστικές αναστολές, και μαλιστα επιδεικνύεται έσκεμμένα. Αυτό γίνεται ιδιαίτερα αισθητό στήν άποκοπή άπό τούς αστικούς τρόπους καί τήν αστική συμπεριφορά, άπό τήν όλο καί μεγαλύτερη ευκολία, μέ την οποία ξένοι μεταξύ τους μιλούν στον ενικό, ίσαμε τις ερωτικές διαχύσεις καταμεσής του δρόμου. Αυτή η συχνά επιδεικτική απόρριψη των «συμβάσεων» πάει να υποδηλώσει ότι το άτομο βρίσκεται καθ'οδόν προς την αυτοπραγμάτωση και έχει ξεπεράσει με πρόσχαρο αυθορμητισμό τις αρετές τις αυτοϋπέρβασης.
Η εξισωτική θεμελιώδης στάση, η οποία συμβάλλει κατ'αυτόν τον τρόπο στην άρση του χωρισμού ανάμεσα σε ιδιωτική και δημόσια σφαίρα, συμπυκνώνεται και σε μιαν άλλη κατάσταση πραγμάτων, ίσως ακόμα σημαντικότερη για τη νοοτροπία και τον τρόπο ζωής της μαζικής δημοκρατίας. Η εναλλαξιμότητα των ατόμων και των ρόλων, η οποία καθιστά δυνατή και υποβαστάζει την κοινωνική ισότητα, φαίνεται τώρα να φτάνει σε σημείο όπου μπορεί να καταργήσει διαφορές θεωρούμενες ίσαμε τώρα ως δεδομένες από τη φύση. Αυτό αφορά πρώτα-πρώτα στη σχέση των δύο φύλων... Με δεδομένη την ατομικιστική πρόθεση της αυτοπραγμάτωσης, δεν είναι λοιπόν παράδοξο ότι στο πλαίσιο μιας κοινωνίας κατατμημένης σε άτομα η γενετήσια σχέση γίνεται πρότυπο παράδειγμα εναλλαξιμότητας των ατόμων και των ρόλων... Η αλλαγή αυτή ανταποκρίνεται, όπως άλλωστε και το ιδεώδες της αυτοπραγμάτωσης εν γένει, στη μετάβαση από το πρότυπο της συσσώρευσης στο πρότυπο της κατανάλωσης...
Το αίτημα κατάργησης του αυταρχισμού στον ειδικό αυτόν τομέα πηγάζει όμως και από ένα άλλο γεγονός, το οποίο είναι χαρακτηριστικό για την κοινωνική ζωή στη μαζική δημοκρατία και καινοφανές από ιστορική άποψη. Εννοούμε την κατ'αρχήν κοινωνική ισοπέδωση των ηλικιών, η οποία ακριβώς όπως και η επιδιωκόμενη εξάλειψη των διαφορών ανάμεσα στα φύλα -και η συναφής αναβίωση μυστικιστικών αντιλήψεων για τον ανδρογυνισμό- πηγάζει αναγκαστικά από την εξέγερση του εξισωτισμού ενάντια στους βιολογικούς παράγοντες. Στην περίπτωση αυτήν υπάρχει όμως κι ένας ιδιαίτερος κοινωνικός λόγος που την ισότητα των ηλικιών τη μετατρέπει τελικά σε υπεροχή της νεότητας. Σε όλους τους προγενέστερους κοινωνικούς σχηματισμούς, η σχεδόν απόλυτη ή πάντως σχετική σταθερότητα των εργασιακών μεθόδων και του καταμερισμού της εργασίας είχε ως συνέπεια ότι η μακρά πείρα αποτελούσε πλεονέκτημα πρώτης γραμμής, το οποίο αξιοποιούσε κανείς προ παντός όταν μυούσε νέους στις παραδεδομένες τεχνικές της εργασίας. Το πλεονέκτημα τούτο οι πρεσβύτεροι το χάνουν στον βαθμό που η εξέλιξη στον τομέα της κοινωνικής εργασίας γίνεται τόσο γρήγορη, ώστε μονάχα όσοι μπαίνουν τελευταίοι σ'αυτόν μπορούν να προσαρμοσθούν στην πιο πρόσφατη κατάσταση πραγμάτων.
Πάνω σ'αυτήν τη βάση ανθεί η μαζικοδημοκρατική λατρεία της νεότητας και της νεανικότητας, με την οποία οι πρεσβύτεροι επιδιώκουν κατά το δυνατόν να συμπορευθούν, πασχίζοντας, με διαφορετική επιτυχία εκάστοτε, να παραμείνουν όσο γίνεται περισσότερο «fit», να παρακολουθούν όσο μπορούν τις εξελίξεις στη μόδα κτλ. και να επιδεικνύουν καλοπροαίτρετη κατανόηση για τα νέα ήθη. Με τη δραστική αλλαγή στη κοινωνική θέση της νεολαίας ανατιμώνται σημαντικά και μπαίνουν στο επίκεντρο της κοινωνικής ζωής ασχολίες που από τη φύση τους είναι υπόθεση των νέων ανθρώπων, όπως τα αθλήματα και το παιγνίδι, ενώ αντίστροφα η αρρώστια και ο θάνατος παραγκωνίζονται και, όταν επισυμβαίνουν, τα αντιπαρέρχεται κανείς με διακριτικότητα ή σιωπή.

Η παρακμή του αστικού πολιτισμού
Από τη μοντέρνα στη μεταμοντέρνα εποχή και από το φιλελευθερισμό στη μαζική δημοκρατία
Εκδ. Θεμέλιο

.~`~.
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική

*
*

Η σημασία των Βαλκανίων.

$
0
0


Οτι ό πρώτος παγκόσμιος πόλεμος προήλθε λόγω τών Βαλκανίων, είναι γενικά γνωστό. Αλλά καί ό φορέας του δευτέρου τά Βαλκάνια ήσαν. Οι καταστάσεις τής άνατολικής Ευρώπης, άναγκαστικά διωγκωμένες μέσα στήν δυτική ιστοριογραφία του β'παγκοσμίου πολέμου, αποδίδουν τήν φαινομενολογία τών πραγμάτων (π.χ. έγγυήσεις Αγγλίας, Γαλλίας στήν Πολωνία ή προσβολή τής έδαφικής άκεραιότητας του Βελγίου), άλλά όχι τήν ουσία τους. Η «νέα τάξη» του Χίτλερ προέβλεπε ώς Ρωσίαμιά ευθεία (!) γραμμή Πετρουπολη-Κίεβο-Τιφλίδα. Τά δυτικά αυτής της γραμμής έπρεπε νά υπαχθούν στήν «νέα Τάξη». Αυτά είναι ακριβώς τα Βαλκάνια με τις προσβασεις τους στην Μαύρη Θάλασσα. Ο χώρος αυτος αποτελούσε την αναγκαστική συμπλήρωση τής κεντρικής Ευρώπης, επί της οποίας θα εστηρίζετο η αυτοκρατορία του Χίτλερ, ως βασικής δυνάμεως της «νέα τάξης» των ευρωπαϊκων πραγμάτων. Υπήρξαν μάλιστα καί σχέδια των επιτελων του, εν οίς καί ό Γκαίρινγκ, ότι επρεπε να εξασφαλισθη η Μεσόγειοςπρο πάσης άλλης επιχειρήσεως. Αυτό ακριβώς σημαίνει πρόβλημα Βαλκανίων καί πρόβλημα Βαλκανίων σημαίνει την αυτοματη αναμιξη Ρωσίας και Αμερικής. Συνεπώς καμμιά διαπραγματευτική δυνατότητα ειρήνης δέν υπήρχε γιά τούς Γερμανούς, ακριβώς γιατί υπήρχε τό ζήτημα τών Βαλκανίων. Ούτε καί τυχαίο ειναι βέβαια ότι οί πρώτες αποβάσεις τών συμμαχικών στρατευμάτων έγιναν στήν Μεσόγειο. Μετά τόν α'παγκ. πόλεμο, καί ιδιαίτερα μετά τήν μικρασιατική καταστροφή, ή παρουσία τής Αμερικής στήν Μεσόγειο κατέστη γεγονός άδιάφευκτον, λόγω τής εξαρτήσεώς της άπό τούς χώρούς τής Μέσης Ανατολής, ένώ «εξασφάλιση τής Μεσογείου» έσημαινε συνεννόηση μέ τήν Ρωσία ώς πρός τά Βαλκάνια. Οποιαδήποτε όμως πρόταση περί Βαλκανίων άπερρίπτετο άπό τόν Στάλιν άσυζητητί. Επομένως ό πόλεμος ηταν εξ αρχης διμέτωπος, ακριβώς λόγω των Βαλκανίων. Ότι η όλοκλήρωση τής Ευρώπηςδιέρχεται άναγκαστικα εκ τών Βαλκανίων, υπήρξε ή πλήρως όρθή εκτίμηση τών εθνικοσοσιαλιστών. Ο τρόπος μόνο πού διάλεξαν υπήρξε έξ αρχής λαθεμένος, διότι απέκλειε έκ τών προτέρων κάθε ενδιάμεση διαπραγμάτευση διαρκούντος του πολέμού...
Τα Βαλκάνια κατά τούτο εξαιρούνται του χαρακτηρισμού της... «υποσημειώσεως», ότι ενώ τα ίδια έχουν γεωφυσική αυτάρκεια, αποτελούν την αναγκαία προϋπόθεση λειτουργίας και ολοκληρώσεως άλλων χωρών. Κατά τούς νεώτερους αίώνες, «μεγάλες δυνάμεις» είναι μόνο όσες έχούν νά κάνουν μέ τά Βαλκάνια, ένώ ό κριμαϊκός πόλεμος (ό όποίος κακώς δέν συνυπολογίζεται μέ τούς παγκόσμίους πολέμούς, διότι τέτοιος ήταν μεταξύ του τότε τεχνολογικά ανεπτυγμένού κόσμου) δέν έθεσε μόνό τίς προϋποθέσεις τής σύγχρονης βιομηχανικής άναπτύξεως τής Ευρώπης, άλλά έδημιούργησε πολιτικά τήν τρέχουσα έννοια τής δυτικής Ευρώπης. Μέ τόν πόλεμο αυτόν χειραφετείται πολιτικά ό χωρος τής κεντρικής Ευρώπης, η όποία προηγουμένως, λόγω τής φυσικής εξαρτήσεώς της άπό τά Βαλκάνια, τελούσε υπό τήν πολιτική χειραγωγία τής Ρωσίας (βλ. καί F. Ναυmann, Mitteleuropa, Berlin 1915, σελ. 50).

---------------------------------------------------------------
Αυτό που γνωρίζουμε σήμερα ως «Ευρώπη», είναι μια πλανώμενη ιστορική και πολιτική αοριστολογία, η οποία προϋπόθεση της έχει ένα μόνο και καθόλου αυτονόητο δεδομένο: ότι οι εκτρωματικές «ισορροπίες» που επετεύχθησαν κάποτε (το 1854) στον μεσογειακό χώρο και δημιούργησαν - παγιούμενες μέσω αυτών - τους δύο παγκόσμιους πολέμους, θα διαρκέσουν επ'άπειρον. Η όλη πολιτική ύπαρξη της Ευρώπης, και της «Δύσεως» γενικότερα, στηρίζεται σε ένα και μόνο γεγονός: στην έκβαση του κριμαϊκού πολέμου.
---------------------------------------------------------------

Κάθε συνεπώς μεταβολή στόν χώρο τών Βαλκανίων καί κάθε σχέση μ'αυτόν είναι αναγκαστικά παγκοσμίου σημασίας. Αυτό δέν άποτελεί διαπίστωση του παρελθόντος μόνο, άλλά μιά πολύτιμη παραδοχή για κάθε νέα ιστορική σύνθεση τών καιρών μας και του μέλλοντος. Παραδοχή γιά τήν έννοια τής φυσικής Ευρώπης. Δέν υπάρχει σελίδα τής νεώτερης πολιτικής ιστορίας τής Ευρώπης πού νά μή συνδέεται μέ τά Βαλκάνια, οπως δέν υπάρχει σελίδα του ίστορικου παρελθόντος που νά μή συνδέεται μέ τόν μεσογειακόν χώρο. Δέν πρόφθασε καλά καλά νά τελείώση τό Συνέδριο του Βερολίνού, όπού ό Βίσμαρκδημιουργει αμέσως τόν Zweikaiserbund (στόν όποιον θά προστεθή αργότερα καί ή Ιταλία), πρός μεγάλη έκπληξη τών Ρώσων καί ανατροπή τών προηγούμένων σχέσεων μ αυτους. Είναι ακριβώς μέ τό Συνέδριο αυτό καί τήν διπλωματική ήττα τής Ρωσίας ώς πρός τήν Συνθήκη του 'Αγ. Στεφάνού πού διανοίγεται ό δρόμος τής κεντρικής Εύρώπης γιά τά Βαλκάνια. Καί ό Βίσμαρκ πολυ φυσικά σπεύδει, άλλά σπεύδει μονομερώς, αγνοώντας τόν οργανικό δεσμό τών Βαλκανίων μέ όλόκληρον τόν χώρο τής Ευρώπης. Έτσι όμως δημιούργουνται οί προϋποθέσεις γιά τόν πρώτον παγκόσμιο πόλεμο. Ο Βίσμαρκ άπό τήν άποψή του, καί μέ πλήρη τήν συναίσθηση του χώρού τών Βαλκανίων γιά τήν κεντρική Ευρώπη, ένεργει σωστά, ειναι όμως οί σχέσεις τής υπολοίπου Ευρώπης μέ τά Βαλκάνια πού δημιουργούν το πρόβλημα (όπως καί και σήμερα, άλλωστε, καθώς θά ιδούμε). Κοντά στά άλλα δέν πρέπει νά ξεχνιέται ότι τήν ιδια αυτή εποχή ή Αγγλία είναι απολύτως εξαρτημένη από την Μεσόγειο καί έχει κάθε λόγο νά μη θέλει τήν παρουσία άλλων δυνάμεων σ'αυτή....
Ο Βισμαρκ ενεργεί, λοιπόν, άπο την αποψή του σωστά αλλά βεβιασμένα. Ενεργεί δηλαδή κατά νόημα, οπως καί ό Χίτλερ, στον οποιον ηταν εξ αλλού γνωστό από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο ότι ένας παγκόσμιος πόλεμος δέν μπορεί να διεξαχθεί στην ηπειρωτικη Ευρωπη χωρις την εξασφάλιση ενός τουλάχιστον μέρους τών Βαλκανίων. Βασικά ό «Lehensraum», ό «ζωτικός χωρος» τών έθνικοσοσιαλιστών, ήταν αυτος πού έλυσε τό έπισιτιστικό πρόβλημα τών Γερμανών στον α'παγκόσμιο πόλεμο, δηλαδή ή κατεύθυνση Ουκρανίας, Ρουμανίας (βλ. R. Κjellens - Κ. Haushofer). Η διαφορά ήταν ότι για τον Βίσμαρκ δέν υπήρχε τό πρόβλημα πού υπήρχε για τον Χίτλερ καί τό όποίον δημιουργήθηκε μετά τόν πρώτο παγκ. πόλεμο, δηλαδη η «ένωση του Δουναβεως» με βάση την «μικρή Ανταντ». Ήταν τό πολιτικό πρόγραμμα τών τσεχοσλοβάκων πολιτικών Μάζαρυκ και Μπένες, τό όποίον βασικά εστρέφετο κατα της Ουγγαρίας, άφου μεγάλα πληθυσμιακά σύνολα Ούγγρων ευρέθηκαν στα άλλα κράτη μετά τον πόλεμο, αλλά καθ'εαυτό συνιστούσε ένα μειονέκτημα για τη Γερμανία, το οποίον, υπό τις σχέσεις της «μικρής Αντάντ» με την Γαλλία, εγένετο ακόμα οξύτερο στον μεσοπόλεμο.


To «Ανατολικό Ζήτημα» Σήμερα
Εκδ. Εικοστού Πρώτου
1998

.~`~.
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική

- Το μέλλον της Ε.Ε, η Ανατολική Ευρώπη -η Ουκρανία- και τα Βαλκάνια, ο Huntington, ο Brzezinski και οι πλανητικές πολιτικές των Η.Π.Α. Τα «Ανθρώπινα δικαιώματα», η «σύγκρουση των πολιτισμών» και τα «Ευρασιατικά Βαλκάνια» ως βαλκανοποίηση της υφηλίου και καλλιέργεια της ελεγχόμενης αναρχίας. Η απόρριψη του διλήμματος μεταξύ πυρηνικού ολοκαυτώματος ή πολιτιστικής ανυπαρξίας - προς μιας νέα ιστορική σύνθεση που θα εναντιώνεται στις θεωρίες και τους υπολογισμούς γραφείου-εργαστηρίου.

Πόλεμος και -συστημική- αλλαγή στη διεθνή πολιτική. Αλλαγή στη διακυβέρνηση ενός διεθνούς συστήματος.

$
0
0

Παντειο Πανεπιστημιο. ΠΜΣ Διεθνων και Ευρωπαϊκων Σπουδων. Μαθημα: θεωρια και Μεθοδολογια των Διεθνων Σχεσεων. Διδασκοντες: κ. Αρβανιτοπουλος - Α. Γκοφας - Ε. Φακιολας. Robert Gilpin: πολεμος και αλλαγη στη διεθνη πολιτικη. Παρουσιαση: Θεοδωροπουλος Παναγιωτης. Ιανουαριος 2009. (Όλες οι υπογραμμίσεις και οι επισημάνσεις μέ έντονο ύφος από το πρωτότυπο).

.~`~.
Robert Gilpin:
πολεμος και αλλαγη στη διεθνη πολιτικη

Ο Ρόμπερτ Γκίλπιν, με το βιβλίο του αυτό, προσπάθησε να ανακαλύψει και κυρίως να σχηματοποιήσει την διαδικασία πολιτικής αλλαγής στο διεθνές σύστημα. Παραδέχεται εξ αρχής πως οι μεγάλες πολιτικές αλλαγές είναι συνέπειες μοναδικώνκαι απρόβλεπτωνεξελίξεων. Συνεπώς, δεν αποβλέπει στο να διατυπώσει μία ντετερμινιστική θεωρία διεθνούς πολιτικής αλλαγής, αλλά να προσδιορίσει τα κοινά στοιχεία και τα επανεμφανιζόμενα πρότυπα στις σημαντικές κρίσιμες καμπές της Ιστορίας, ώστε να αποτυπώσει κάποιες γενικές τάσεις στη διεθνή πολιτική αλλαγή.
Ιδιαιτέρως, το βιβλίο ασχολείται με την συστημική αλλαγή, αν ως συστημική αλλαγήορίσουμε την αλλαγή στη διακυβέρνηση ενός διεθνούς συστήματος. Η συστημική αλλαγή δεν θα πρέπει να συγχέεται με την αλλαγή συστημάτων, παραδείγματα της οποίας είναι η άνοδος και η παρακμή των ελληνικών πόλεων-κρατών, η παρακμή του μεσαιωνικού διακρατικού συστήματος και η εμφάνιση των σύγχρονων εθνών-κρατών. Επομένως, ενώ η αλλαγή συστημάτων αναφέρεται στη φύση των κύριων δρώντων του συστήματος και επικεντρώνεται στην άνοδο και παρακμή των κρατικών συστημάτων, από την άλλη, η συστημική αλλαγή επικεντρώνεται στην άνοδο και παρακμή των κυρίαρχωνκρατών ή των αυτοκρατοριών που κυβερνούν το διεθνές σύστημα. Με τη συστημική αλλαγή καταπιάνεται κυρίως η θεωρία του Γκίλπιν.
Πρέπει να σημειώσουμε πως ο Γκίλπιν ξεκαθαρίζει από την αρχή τη θέση του, πως δηλαδή η θεμελιώδης φύση των διεθνών σχέσεων ΔΕΝ έχει μεταβληθεί διαμέσου των αιώνων, αλλά αυτές εξακολουθούν να είναι ένας αέναος αγώνας για πλούτο και ισχύ μεταξύ ανεξάρτητων δρώντων σε κατάσταση αναρχίας. Αξίζει επίσης να παρατηρήσουμε πως όλο το βιβλίο διαπνέεται από μία συλλογιστική κόστους/οφέλους. Δηλαδή, πως τα ανεξάρτητα κράτη προβαίνουν σε υπολογισμούς κόστους/οφέλους κατά τη χάραξη της εξωτερικής τους πολιτικής.
Κατά τον Γκίλπιν, πέντε βασικές υποθέσειςστηρίζουν τη θεωρία του για τη διεθνή πολιτική αλλαγή. Ας τις δούμε μία-μία:

ΥΠΟΘΕΣΗ ΠΡΩΤΗ:
Ένα διεθνές σύστημα είναι σταθερό εάν κανένα κράτος δεν θεωρεί επικερδές να προσπαθήσει να αλλάξει το σύστημα.Ιδιαιτέρως, ένα διεθνές σύστημα βρίσκεται σε ισορροπία αν τα ισχυρότερα κράτη του συστήματος είναι ικανοποιημένα από τις υφιστάμενες εδαφικές, πολιτικές και οικονομικές ρυθμίσεις. Σε κάθε διεθνές σύστημα εμφανίζονται συνεχώς πολιτικές, οικονομικές και τεχνολογικές αλλαγές που υπόσχονται κέρδη και επαπειλούν απώλειες για τον α ή β δρώντα. Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι αλλαγές αυτές διευθετούνται με οριακές μόνο ρυθμίσεις (π.χ. συμμαχίες, διπλωματικές αλληλεπιδράσεις), οι οποίες μειώνουν την πίεση στο σύστημα και τείνουν να συντηρούν τα χαρακτηριστικά που δίνουν στο σύστημα τη συγκεκριμένη ταυτότητά του. Έτσι, η σχετική σταθερότητα του συστήματος εξαρτάται από την ικανότητά του να προσαρμόζεται στις απαιτήσεις των δρώντων οι οποίοι επηρεάζονται από τις μεταβαλλόμενες συνθήκες. Επομένως, σε κάθε σύστημα, λαμβάνει χώρα συνεχώς μια διαδικασία ανισορροπίας και αναπροσαρμογής. Πρόκειται λοιπών για σωρευτικέςαλλαγές που χαρακτηρίζουν την εξέλιξη του συστήματος.
Από τη στιγμή που εγκαθιδρυθεί, το ίδιο το διεθνές σύστημα ασκεί με τη σειρά του επιρροή στη συμπεριφορά των κρατών. Επηρεάζει τους τρόπους με τους οποίους άτομα, ομάδες και κράτη επιδιώκουν να επιτύχουν τους στόχους τους. Δηλαδή, παρέχει μία σειρά περιορισμών και ευκαιριών στα πλαίσια των οποίων οι διάφορες ομάδες και κράτη επιδιώκουν να προωθήσουν τα συμφέροντά τους.
Το σύστημα περιλαμβάνει εκείνους τους δρώντες των οποίων οι δράσεις και αντιδράσεις λαμβάνονται υπόψη από τα κράτη στη χάραξη της εξωτερικής τους πολιτικής. Τα όρια του συστήματος ορίζονται από την περιοχή στην οποία οι μεγάλες δυνάμεις επιδιώκουν να ασκήσουν επιρροή και έλεγχο, ώστε να προωθήσουν τα δικά τους συμφέροντα. Όταν μιλάμε για έλεγχο πάνω στο διεθνές σύστημα, εννοούμε «σχετικό έλεγχο» και «επιδίωξη ελέγχου» διότι κανένα κράτος δεν έχει ποτέ ελέγξει πλήρως ένα σύστημα. Ο έλεγχος λοιπόν, ή αλλιώς η διακυβέρνηση του διεθνούς συστήματος ασκείται με τους εξής μηχανισμούς:
● κατανομή της ισχύος μεταξύ των κρατών. Τα κυρίαρχα κράτη ή αλλιώς οι μεγάλες δυνάμεις οργανώνουν το δίκτυο των πολιτικών, οικονομικών και άλλων σχέσεων του συστήματος και επιβάλλουν τους βασικούς κανόνες και δικαιώματα που επηρεάζουν τη συμπεριφορά των κρατών στο σύστημα.
● το γόητρο. Είναι η φήμη για ισχύ και ιδίως για στρατιωτική ισχύ. Αναφέρεται πρωτίστως στις αντιλήψεις των άλλων κρατών σχετικά με τις ικανότητες ενός κράτους και την προθυμία του να χρησιμοποιήσει την ισχύ του. Αξίζει να σημειωθεί, πως με τον καιρό, εμφανίζεται μια ανακολουθία ανάμεσα στην καθιερωμένη ιεραρχία γοήτρου και στην υφιστάμενη κατανομή ισχύος μεταξύ των κρατών. Δηλαδή, οι αντιλήψεις που έχουν τα κράτη για την ισχύ ενός κυρίαρχου κράτους καθυστερούν να προσαρμοστούν στις μεταβολές των ικανοτήτων του κράτους αυτού.
● κατανομή εδαφών. Ο έλεγχος και η διανομή του εδάφους αποτελούν τον βασικό μηχανισμό που διέπει την κατανομή σπάνιων πόρων ανάμεσα στα κράτη.
● οι κανόνες του συστήματος. Κυμαίνονται από απλές συνεννοήσεις και τα έθιμα, μέχρι τους κανόνες διεξαγωγής διπλωματίας και τις επίσημες συνθήκες. Αν και τα δικαιώματα και οι κανόνες βασίζονται σε διάφορους βαθμούς στη συναίνεση, εντούτοις τα θεμέλιά τους βρίσκονται στην ισχύ και τα συμφέροντα των κυρίαρχων κρατών.
● η διεθνής οικονομία.
Ο πλέον αποσταθεροποιητικός παράγοντας της ισορροπίας ενός συστήματοςείναι η τάση που υπάρχει σε ένα διεθνές σύστημα να αλλάζει η ισχύς των κρατών-μελών του με διαφορετικό ρυθμό λόγω πολιτικών, οικονομικών και τεχνολογικών εξελίξεων [Όταν αναφερόμαστε στην ισχύ, εννοούμε τις στρατιωτικές, οικονομικές και τεχνολογικές ικανότητες των κρατών]. Ταυτοχρόνως, η διαφορετική αύξηση της ισχύος των διαφόρων κρατών του συστήματος, προκαλεί μία θεμελιώδη ανακατανομή της ισχύος στο σύστημα. Αυτό το στοιχείο μας οδηγεί στη δεύτερη υπόθεση της θεωρίας του Γκίλπιν για την διεθνή πολιτική αλλαγή.

ΥΠΟΘΕΣΗ ΔΕΥΤΕΡΗ:
Ένα κράτος θα προσπαθήσει να αλλάξει το διεθνές σύστημα, εάν το αναμενόμενο όφελος υπερβαίνει το αναμενόμενο κόστος.Το εάν ένα κράτος επιδιώξει ή όχι να αλλάξει το διεθνές σύστημα εξαρτάται από τη φύση του κράτους και της κοινωνίας που αυτό εκπροσωπεί. Εξάλλου, το εάν η αλλαγή αυτή είναι επικερδής σε μία δεδομένη στιγμή εξαρτάται από μεταβολές σε διάφορους παράγοντες. Ας δούμε ποιοι είναι αυτοί:
1) Συγκοινωνίες και επικοινωνίες.Η πλέον σημαντική συνέπεια των καινοτομιών στις συγκοινωνίες είναι η επίδρασή τους στη «γραμμή απώλειας δύναμης». Με τον όρο αυτό εννοείται ο βαθμός στον οποίο η στρατιωτική και πολιτική ισχύς του κράτους μειώνεται καθώς μετακινούμε μία μονάδα μακρυά από τη βάση της. Επομένως, τεχνολογικές βελτιώσεις μπορούν να αυξήσουν την απόσταση και τον χώρο στον οποίο ένα κράτος μπορεί να ασκήσει αποτελεσματική επιρροή και να χρησιμοποιήσει στρατιωτική ισχύ.
2) Στρατιωτικές τεχνικές και τεχνολογία.Στρατιωτικές καινοτομίες που τείνουν να ευνοούν την επίθεση σε σχέση με την άμυνα, προωθούν την εδαφική επέκταση, ενώ καινοτομίες που αυξάνουν την άμυνα σε σχέση με την επίθεση, τείνουν να δυσχεραίνουν την επέκταση και συνεπώς να σταθεροποιούν το εδαφικό στάτους κβο.
3) Οικονομικοί παράγοντες.Όχι μόνο η κατανομή ισχύος εδράζεται σε μία οικονομική βάση, αλλά και η επιθυμία για κέρδος είναι ισχυρό κίνητρο για να επιδιώξει να αλλάξει κανείς το διεθνές σύστημα. Εξελίξεις που αυξάνουν τις οικονομίες κλίμακας (π.χ. το μέγεθος της αγοράς) θα δημιουργήσουν στην κοινωνία ισχυρό κίνητρο επέκτασης. Από την άλλη, το οικονομικό περίσσευμα των κοινωνιών μειώνεται λόγω της φθίνουσας απόδοσης. Δηλαδή, η αύξηση του πληθυσμού, η εξάντληση της καλής ποιότητας γης και η στενότητα πόρων οδηγούν σε μείωση του οικονομικού περισσεύματος, οπότε η ύπαρξη εξωτερικών ευκαιριών για να ανακοπεί η λειτουργία του νόμου της φθίνουσας απόδοσης, αποτελούν ισχυρά κίνητρα για τα κράτη ώστε να επεκτείνουν τον εδαφικό, οικονομικό και πολιτικό τους έλεγχο στο διεθνές σύστημα.
4) Η δομή του διεθνούς συστήματος.Η δομή ως μορφή των αλληλεπιδράσεων μεταξύ των κρατών του συστήματος, επηρεάζει τη συμπεριφορά των δρώντων ανταμείβοντας ορισμένους τύπος συμπεριφοράς και τιμωρώντας κάποιους άλλους. Δηλαδή, επηρεάζει το αποτέλεσμα της συμπεριφοράς των δρώντων ανεξάρτητα από τις προθέσεις και τα κίνητρά τους. Η κατανομή των ικανοτήτων μεταξύ των δρώντων–δηλ. αν η κατανομή είναι σχετικά ίση, ολιγοπωλιακή (λίγες μεγάλες δυνάμεις), δυοπωλιακή (δύο μεγάλες δυνάμεις), ή μονοπωλιακή (δηλ. αυτοκρατορία), καθώς και οι τρόποι με τους οποίους αλλάζει αυτή η κατανομή με το πέρασμα του χρόνου είναι οι πλέον σημαντικοί παράγοντες για τη διεθνή πολιτική αλλαγή.Έτσι, το διεθνές σύστημα, όπως μια ολιγοπωλιακή αγορά, χαρακτηρίζεται από αλληλεξαρτώμενη λήψη αποφάσεων και από αρκετά μικρό αριθμό ανταγωνιστών. Επειδή η συμπεριφορά των άλλων κρατών είναι αβέβαιη και απρόβλεπτη, το κράτος θα πρέπει να διατηρήσει όσο το δυνατόν μεγαλύτερο εύρος επιλογών. Εξάλλου, εάν ένα κράτος παραλείψει να εκμεταλλευτεί τις ευκαιρίες που του παρουσιάζονται για επέκταση, υπάρχει η πιθανότητα κάποιος ανταγωνιστής να αρπάξει την ευκαιρία και να αυξήσει έτσι την σχετική του ισχύ. Ο Γκίλπιν τονίζει πως ο πλέον σημαντικός παράγοντας της διεθνούς πολιτικής αλλαγής είναι η διαφορική ή αλλιώς άνιση ανάπτυξη της ισχύος μεταξύ των κρατών. Τόσο στις διπολικές όσο και στις πολυπολικές δομές, οι αλλαγές στη σχετική ισχύ μεταξύ των κυριότερων δρώντων είναι προάγγελοι διεθνούς πολιτικής αλλαγής.
5) Εσωτερικές πηγές αλλαγής.Αυτές αναφέρονται στον εθνικό χαρακτήρα, την κοινωνική δομή, τα οικονομικά συμφέροντα, την πολιτική οργάνωση, και κυρίως στη σχέση ανάμεσα στο ιδιωτικό και στο δημόσιο κέρδος.Εάν η μεγέθυνση και επέκταση του κράτους και τα συμφέροντα διαφόρων ισχυρών ομάδων είναι συμπληρωματικά μεταξύ τους, τότε υφίσταται για το κράτος μια έντονη ώθηση να επεκταθεί και να προσπαθήσει να αλλάξει το διεθνές σύστημα. Δεν αναφερόμαστε μόνο στο οικονομικό συμφέρον, καθώς τόσο οι θρησκείες όσο και οι πολιτικές ιδεολογίες υπόσχονται ανταμοιβές στους πιστούς.

ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΡΙΤΗ:
Ένα κράτος θα επιδιώξει να αλλάξει το διεθνές σύστημα μέσω εδαφικής, πολιτικής και οικονομικής επέκτασης, μέχρι το οριακό κόστος της περαιτέρω αλλαγής να είναι ίσο ή μεγαλύτερο από το οριακό όφελος.Καθώς η ισχύς ενός κράτους αυξάνεται, το κράτος επιδιώκει να επεκτείνει τον εδαφικό του έλεγχο, την πολιτική του επιρροή και την κυριαρχία του στη διεθνή οικονομία. Με τη σειρά τους αυτές οι εξελίξεις αυξάνουν την ισχύ του καθώς θέτουν στη διάθεσή του περισσότερους πόρους. Όμως αυτή η διαδικασία δεν συνεχίζεται επ άπειρον διότι εμφανίζονται αντισταθμιστικές δυνάμεις που εξαιτίας της επίδρασής τους, το κράτος αρχίζει σε κάποιο σημείο να συναντά αυξανόμενο κόστος και φθίνουσα απόδοση στην επέκτασή του. Στο σημείο όπου η επέκταση και οι προσπάθειες αλλαγής του συστήματος παύουν να είναι επικερδείς, μπορούμε να πούμε ότι το σύστημα έχει επανέλθει σε μία κατάσταση ισορροπίας. Οι μηχανισμοί που επιφέρουν αυτή τη διαδικασία εξαρτώνται από τη φύση του εκάστοτε κοινωνικού σχηματισμού, δηλαδή αν πρόκειται π.χ. για πόλη-κράτος, φεουδαρχία, αυτοκρατορία ή έθνος-κράτος. Έτσι, στην εποχή των αυτοκρατορικών δυνάμεων, η δυναμική των διεθνών σχέσεων παρεχόταν από τη συνεχή διανομή και αναδιανομή εδαφών και την απόκτηση δούλων ή υπάκουων χωρικών που θα καλλιεργούσαν τη γη. Έτσι, καθώς δεν υπήρχαν σημαντικές τεχνολογικές εξελίξεις, η μη κατάκτηση νέων εδαφών είχε ως αποτέλεσμα η αγροτική παραγωγικότητα να παραμένει σε χαμηλό επίπεδο παρουσιάζοντας φθίνουσα απόδοση και το οικονομικό περίσσευμα να βαίνει μειούμενο, αυξάνοντας έτσι το κόστος περαιτέρω επέκτασης της αυτοκρατορίας. Από την άλλη, η φορολόγηση του διεθνούς εμπορίου (π.χ. των καραβανιών ή των πλοίων που διέρχονταν από τα λιμάνια του κράτους), αποτελούσε έναν παράγοντα αύξησης των κρατικών προσόδων. Στο σημείο αυτό πρέπει να παρατηρήσουμε πως παρότι οι αυτοκρατορίες ήταν στρατιωτικά ισχυρές, μπορούσαν να εξασφαλίσουν την πίστη και τη νομιμοφροσύνη μικρού μόνο μέρους των κατοίκων τους. Ενώ, παλαιότερα, οι πόλεις-κράτη απολάμβαναν την παθιασμένη αφοσίωση των κατοίκων τους αλλά είχαν περιορισμένη ικανότητα να παράγουν ισχύ. Το σύγχρονο έθνος-κράτοςέλυσε το πρόβλημα αυτής της αντίστροφης σχέσης μεταξύ μεγέθους και αφοσίωσης.
1ον. Υπάρχει μία ισχυρή εξουσία που ασκεί έλεγχο πάνω σε μία καλά καθορισμένη και συνεχή επικράτεια, μέσω μιας γραφειοκρατίας και ενός ενιαίου συνόλου νόμων.
2ον. Η κοινωνία και η οικονομία του χαρακτηρίζονται από μία πολύπλοκη ταξική δομή και έναν καταμερισμό της εργασίας.
3ον. Η ιδεολογία του εθνικισμού καλλιεργεί την εσωτερική συνοχή και την έντονη αφοσίωση προς το κράτος.
Εξάλλου, η σύγχρονη οικονομική μεγέθυνσηχαρακτηρίστηκε από τη βιομηχανική επανάσταση, τα τεχνολογικά άλματα, την παγκόσμια οικονομία της αγοράς και τον εκχρηματισμό της οικονομίας. Οι κοινωνίες εισέρχονται σε εκτεταμένες σχέσεις αγοράς μόνο όταν τα αναμενόμενα κέρδη είναι πολύ μεγαλύτερα από το αναμενόμενο κόστος. Συνεπώς, οι υπέρμαχοι της αλληλεξαρτώμενης παγκόσμιας αγοράς είναι λογικό ότι θα είναι τα οικονομικώς πιο αποδοτικά και τεχνολογικώς πιο προηγμένα έθνη, τα οποία και ωφελούνται συγκριτικά περισσότερο από τα άλλα κράτη. Κατά συνέπεια, μία οικονομία αγοράς τείνει μέχρις ενός σημείουνα συγκεντρώνει τον πλούτο στις πιο προηγμένες οικονομίες. Ως εκ τούτου, οι κυρίαρχες δυνάμεις της σύγχρονης εποχής παρείχαν τα δημόσια αγαθά που ήταν απαραίτητα για τη λειτουργία αποδοτικών διεθνών αγορών, επειδή ήταν επικερδές γι’ αυτές να το κάνουν. Εξάλλου, ο εκχρηματισμός της οικονομίας εμβαθύνει και επεκτείνει την αγορά. Διευκολύνει την κινητοποίηση του πλούτου για πολεμικούς σκοπούς, καθώς η ισχύς μιας κοινωνίας δεν εξαρτάται τόσο από την ποσότητα, όσο από την κινητικότητα του πλούτου της. Ως συνέπεια των οικονομικών εξελίξεων, η θέση ενός κράτους στην παγκόσμια οικονομία, δηλ. ο λεγόμενος διεθνής καταμερισμός εργασίας, έγινε σύμφωνα με τον Γκίλπιν, ένας κύριος, αν όχι ο κυριότερος προσδιοριστικός παράγοντας της θέσης του στο διεθνές σύστημα.
Με τις διαπιστώσεις αυτές, μπορούμε να προχωρήσουμε στην επόμενη υπόθεση της θεωρίας του Γκίλπιν.

ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΕΤΑΡΤΗ:
Από τη στιγμή που επιτευχθεί μία ισορροπία ανάμεσα στο κόστος και στο όφελος της περαιτέρω αλλαγής και επέκτασης, η τάση είναι να αυξάνεται το οικονομικό κόστος της διατήρησης του στάτους κβο ταχύτερα απ’ ό,τι η οικονομική δυνατότητα να υποστηριχθεί το στάτους κβο.Μολονότι ο έλεγχος επί ενός διεθνούς συστήματος παρέχει στην κυρίαρχη ή στις κυρίαρχες δυνάμεις οικονομικά οφέλη, εντούτοις η κυριαρχία συνεπάγεται κόστος σε ανθρώπινο δυναμικό και υλικούς πόρους. Αυτά τα κόστη συνιστούν οικονομική αφαίμαξη για το κυρίαρχο κράτος. Συνεπώς, η κυριαρχία απαιτεί την ύπαρξη ενός συνεχιζόμενου οικονομικού περισσεύματος. Αυτή η διάσταση μεταξύ κόστους και πόρωνπροκαλεί μια «δημοσιονομική κρίση»κατά τον χαρακτηρισμό του Γκίλπιν για την κυρίαρχη δύναμη. Αν δεν επιλυθεί αυτή η δημοσιονομική κρίση, θα επιφέρει τελικά την οικονομική και πολιτική παρακμή της κυρίαρχης δύναμης. Η διαδικασία αυτής της παρακμής έχει επιταχυνθεί στη σύγχρονη εποχή των ραγδαίων οικονομικών και τεχνολογικών αλλαγών. Για παράδειγμα, ενώ η βυζαντινή και η κινεζική αυτοκρατορία διατηρήθηκαν για μία χιλιετία, η παρακμή τους διήρκεσε εκατοντάδες χρόνια. Ενώ, η διάρκεια της Pax Brittanica ήταν περίπου ένας αιώνας.
Στην ουσία, οι ίδιοι παράγοντες που επηρεάζουν τη μεγέθυνση και επέκταση ενός κράτους, υποσκάπτουν την ισχύ του.Ας δούμε πώς γίνεται αυτό: το εισόδημα μιας κοινωνίας κατανέμεται γενικά σε τρεις τομείς: προστασία (δηλ. εθνική ασφάλεια), κατανάλωση (ιδιωτική και δημόσια μη στρατιωτική), και παραγωγική επένδυση. Σε κάθε δεδομένη στιγμή, η κοινωνία προσπαθεί κατανέμοντας όσο μπορεί καλύτερα τους διαθέσιμους πόρους της, να επιλέξει τον βέλτιστο συνδυασμό ανάμεσα στους τρεις αυτούς τομείς. Η ιστορική τάση είναι να αυξάνονται τα μερίδια της προστασίας και της κατανάλωσης.Ως εκ τούτου το μερίδιο του ΑΕΠ που επανεπενδύεται στην οικονομία μειώνεται, οπότε διαβρώνεται η παραγωγική βάση της οικονομίας, και γίνεται όλο και πιο δύσκολο να αντιμετωπιστούν οι αυξημένες απαιτήσεις για προστασία και κατανάλωση. Η κοινωνία εισέρχεται σε έναν φαύλο κύκλο αυξανόμενης κατανάλωσης και μειούμενης επένδυσης και αρχίζει να βιώνει αυτό που έχει αποκληθεί «το δίλημμα των αυξανόμενων απαιτήσεων και των ανεπαρκών πόρων».Οι παράγοντες που υπονομεύουν την ισχύ και τον πλούτο μιας κοινωνίας διακρίνονται σε εσωτερικούς και εξωτερικούς:
1) Εσωτερικοί παράγοντες:ο νόμος της φθίνουσας απόδοσης στον οποίο αναφερθήκαμε προηγουμένως έχει οικουμενική εφαρμογή μειώνοντας το οικονομικό περίσσευμα. Αν και στη σύγχρονη εποχή, η τεχνολογική εξέλιξη έχει μετριάσει τον νόμο της φθίνουσας απόδοσης, εντούτοις κατά τον Σιμόν Κουζνέτς υφίσταται η τάση κάποια στιγμή να εξαντλείται το δυναμικό μεγέθυνσης που περικλείει κάθε καινοτομία. Εξάλλου, στον στρατιωτικό τομέα, τόσο η αύξηση του κόστους των στρατιωτικών τεχνικών όσο και η διάχυση της στρατιωτικής τεχνολογίας, αυξάνουν το κόστος που υφίσταται το κυρίαρχο κράτος για να διατηρήσει το σύστημα. Επίσης, καθώς η κοινωνία γίνεται όλο και πιο ευημερούσα, παρατηρείται μία γενική τάση να αυξάνεται η ιδιωτική και δημόσια κατανάλωση ταχύτερα απ’ ό,τι αυξάνεται το ΑΕΠ. Ένας άλλος παράγοντας, είναι η δομική αλλαγή στον χαρακτήρα της οικονομίας, δηλαδή το πέρασμά της από την έμφαση στον αγροτικό τομέα, στη συνέχεια στη μεταποίηση και τέλος στην έμφαση στον τομέα των υπηρεσιών. Αν και η επένδυση στον τομέα των υπηρεσιών συνεχίζει να μεγεθύνει την οικονομία, εντούτοις έχει μικρότερο βαθμό αύξησης της παραγωγικότητας συγκριτικά προς τη μεταποίηση. Τέλος, δεν θα πρέπει να παραλείψουμε να αναφέρουμε την φθοροποιό επίδραση της ευμάρειας, η οποία οδηγεί σε μία ψυχολογική μεταστροφή όσον αφορά στις στάσεις των ατόμων και στις κοινωνικές αξίες, οι οποίες αλλάζουν υποσκάπτοντας την αποδοτικότητα της οικονομίας και την αφοσίωση των ατόμων στο κοινό καλό.
2) Εξωτερικοί παράγοντες:ο κυριότερος εξωτερικός παράγοντας που υπονομεύει τη θέση του κυρίαρχου κράτους είναι το αυξανόμενο κόστος της κυριαρχίας. Δηλαδή, αυξήσεις στον αριθμό και στη δύναμη αντίπαλων δυνάμεων, υποχρεώνουν το κυρίαρχο κράτος να ξοδεύει περισσότερους πόρους προκειμένου να διατηρήσει την υπέρτερη θέση του. Από την άλλη, επειδή η κυρίαρχη δύναμη θα υπερασπιστεί το στάτους κβο για το δικό της συμφέρον, τα μικρότερα κράτη έχουν ελάχιστο κίνητρο να καταβάλλουν το μερίδιό τους σ’ αυτό το κόστος προστασίας. Σε παλαιότερες εποχές, το κόστος της αυτοκρατορίας καλυπτόταν μέσω της απόσπασης πλούτου από την αγροτική παραγωγή και απόκτησης πολύτιμων μετάλλων μέσω λεηλασίας ή φορολόγησης του εμπορίου μεγάλων αποστάσεων. Στη σύγχρονη εποχή οι κυρίαρχες δυνάμεις δίνουν έμφαση στην οικονομική μεγέθυνση προκειμένου να παραχθεί το οικονομικό περίσσευμα. Δηλαδή χρηματοδοτούν τα βάρη της ηγεμονίας μέσω ραγδαίων ρυθμών οικονομικής μεγέθυνσης και ευνοϊκών διεθνών όρων εμπορίου και επενδύσεων. Εξάλλου, η διάχυση της τεχνολογίας είναι ένας άλλος υπονομευτικός παράγοντας της ισχύος του κράτους. Στην καλύτερη περίπτωση, τα κράτη μπορούν μόνο να επιβραδύνουν την διάχυση της τεχνολογίας που στηρίζει την οικονομική και στρατιωτική τους ισχύ, αλλά δεν μπορούν να την εμποδίσουν.
Καθώς λοιπόν εξελίσσεται η διαδικασία που μόλις περιγράψαμε, τείνει να υλοποιηθεί η πέμπτη υπόθεση του Γκίλπιν.

ΥΠΟΘΕΣΗ ΠΕΜΠΤΗ:
Εάν η ανισορροπία στο διεθνές σύστημα δεν ξεπεραστεί, τότε το σύστημα θα αλλάξει και μία νέα ισορροπία που θα αντανακλά την ανακατανομή ισχύος θα δημιουργηθεί.Παρότι η ιεραρχία γοήτρου, η κατανομή εδαφών, οι κανόνες του συστήματος και η διεθνής κατανομή εργασίας συνεχίζουν να ευνοούν την παραδοσιακή κυρίαρχη δύναμη ή δυνάμεις, εντούτοις η βάση ισχύος στην οποία στηρίζεται η διακυβέρνηση του συστήματος, έχει διαβρωθεί λόγω της διαφορικής ανάπτυξης των κρατών. Από την οπτική γωνία των κυρίαρχων δυνάμεων το κόστος διατήρησης του status quo έχει αυξηθεί προκαλώντας σοβαρή διαφορά ανάμεσα στην ισχύ και στις δεσμεύσεις τους. Ενώ από την οπτική γωνία των ανερχόμενων δυνάμεων το κόστος αλλαγής του συστήματος έχει μειωθεί σε σχέση με τα δυνητικά οφέλη από την αλλαγή αυτή. Όπως κι αν το δει κανείς, έχει επέλθει ανισορροπία εφόσον έχει αλλάξει η κατανομή ισχύος μεταξύ των κρατών. Αντιδρώντας, το κυρίαρχο κράτος, καθώς προσπαθεί να επαναφέρει την ισορροπία στο σύστημα, μπορεί να επιλέξει ανάμεσα σε δύο λύσεις:
1η λύση:να επιδιώξει η κυρίαρχη δύναμη να αυξήσει τους πόρους που αφιερώνει, προκειμένου να διατηρήσει τις δεσμεύσεις και τη θέση της στο διεθνές σύστημα. Τρόποι όπως η αύξηση της εσωτερικής φορολογίας και η απόσπαση φόρου υποτέλειας από άλλα κράτη εγκυμονούν τον κίνδυνο της αντίδρασης. Πιο ικανοποιητική είναι η αύξηση της αποδοτικότητας στη χρήση των υπαρχόντων πόρων μέσω οργανωτικών και τεχνολογικών αλλαγών. Βεβαίως, σε μια παρακμάζουσα κοινωνία, είναι πιο δύσκολο να αποδώσουν καινοτομίες και θεσμικές μεταρρυθμίσεις καθώς παρατηρείται έλλειψη κοινωνικής συνεργασίας και τα κατεστημένα συμφέροντα αντιστέκονται στην απώλεια των προνομίων τους.
2η λύση:να εξισορροπηθούν το κόστος και οι πόροι, με το να μειωθεί το κόστος. Αυτό μπορεί να γίνει με τρεις τρόπους. Α) Να εξαπολύσει έναν παρεμποδιστικό πόλεμο, όσο η δύναμη έχει ακόμη το στρατιωτικό πλεονέκτημα, εξαλείφοντας έτσι τον ανερχόμενο διεκδικητή. Β) Με περαιτέρω επέκταση, να αποκτήσει λιγότερο δαπανηρές αμυντικές θέσεις, αν και αυτή η περίπτωση ενέχει τον κίνδυνο περαιτέρω υπερεξάπλωσης των δεσμεύσεων της δύναμης και συνεπώς αύξησης του κόστους. Τέλος, Γ) να μειωθούν οι δεσμεύσεις της εξωτερικής πολιτικής είτε με μονομερή εγκατάλειψη ορισμένων οικονομικών, πολιτικών ή στρατιωτικών δεσμεύσεων του κράτους, είτε να συμμαχήσει ή προσεγγίσει με λιγότερο απειλητικές δυνάμεις, ουσιαστικά προβαίνοντας σε παραχωρήσεις και συμφωνώντας να μοιραστεί τα οφέλη του στάτους κβο με άλλα κράτη, είτε τέλος να προβεί σε παραχωρήσεις προς την ανερχόμενη δύναμη επιδιώκοντας τον κατευνασμό της, με κίνδυνο όμως να υποστεί μείωση γοήτρου και να καταστήσει την τελευταία ακόμα πιο διεκδικητική.
Κατά τη διαδικασία που μόλις περιγράψαμε, η ανισορροπία στο σύστημα καθίσταται ολοένα εντονότερη, καθώς το κυρίαρχο κράτος αδυνατεί να αποκτήσει επιπλέον πόρους για να υπερασπιστεί τις ζωτικές του δεσμεύσεις.Ο Γκίλπιν υπενθυμίζει πως σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας, το κυριότερο μέσο για την επίλυση της ανισορροπίας αυτής ήταν ο πόλεμος, και μάλιστα, αυτό που αποκαλεί ηγεμονικό πόλεμο.
Ένας ηγεμονικός πόλεμος αφορά στη σύγκρουση μεταξύ της κυρίαρχης ή των κυρίαρχων δυνάμεων και στον ή στους ανερχόμενους διεκδικητές, ενώ συμμετέχουν και όλα τα μεγάλα κράτη, καθώς και τα περισσότερα μικρά κράτη του συστήματος, ενώ η τάση είναι κάθε κράτος να εντάσσεται σε ένα από τα δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα.
Σε έναν ηγεμονικό πόλεμο διακυβεύεται η φύση και η διακυβέρνηση του συστήματος. Δηλαδή, οι συνέπειές του είναι η καταστροφή του ενοχλητικού κοινωνικού, πολιτικού ή οικονομικού συστήματος και συνήθως, η θρησκευτική, πολιτική ή κοινωνική μεταλλαγή της ηττημένης κοινωνίας. Τέλος, ένας ηγεμονικός πόλεμος χαρακτηρίζεται από τα απεριόριστα μέσα που χρησιμοποιούνται και από το γενικό εύρος των εχθροπραξιών. Πρόκειται τελικά για «παγκόσμιο» πόλεμο.
Αξίζει στο σημείο αυτό, να σημειώσουμε πως υπάρχουν τρεις προϋποθέσεις που συνδέονται με το ξέσπασμα ενός ηγεμονικού πολέμου.
1ον. Με την πολιτική και οικονομική επέκταση των κρατών, ο άλλοτε άδειος χώρος γύρω από τα κέντρα ισχύος καταλαμβάνεται. Συνέπεια αυτού του «κλεισίματος»του χώρου είναι να αρχίζουν να εξαντλούνται οι εκμεταλλεύσιμοι πόροι και να μειώνονται οι ευκαιρίες για οικονομική μεγέθυνση, οπότε οι διακρατικές σχέσεις τείνουν να γίνονται ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος, όπου το κέρδος του ενός κράτους είναι απώλεια για το άλλο.
2ον. Η συνειδητοποίηση εκ μέρους μιας ή περισσότερων μεγάλων δυνάμεων πως ο νόμος της άνισης μεγέθυνσης έχει αρχίσει να λειτουργεί εις βάρος της, οπότε καταλαμβάνεται από τον φόβο ότι με κάποιο τρόπο ο χρόνος δουλεύει εναντίον της. Συνεπώς, θα πρέπει να τακτοποιήσει την κατάσταση με παρεμποδιστικό πόλεμο όσο διατηρεί ακόμα το πλεονέκτημα. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα που αναφέρει ο Θουκυδίδηςγια τον φόβο που προκάλεσε στους Σπαρτιάτες η αύξηση της αθηναϊκής ισχύος.
3ον. Η πορεία των γεγονότων αρχίζει να ξεφεύγει από τον ανθρώπινο έλεγχο. Εδώ ο Γκίλπιν αναφέρεται στα πάθη των ανθρώπων, τα οποία σπρώχνουν τις κοινωνίες σε νέες και απρόβλεπτες καταστάσεις, πράγμα το οποίο ισχύει ιδιαίτερα σε περιόδους πολέμου. Λέει χαρακτηριστικά πως ηγεσία, υπολογισμός και έλεγχος των γεγονότων είναι απλώς αυταπάτες των ηγετών και των ακαδημαϊκών. Οι άνθρωποι σπανίως καθορίζουν ή έστω προβλέπουν τις συνέπειες του ηγεμονικού πολέμου. Υποτιμούν το εύρος και την ένταση που θα αποκτήσει η σύγκρουση, καθώς και τις συνέπειές της για τον πολιτισμό τους.
Τελικά, ο ηγεμονικός πόλεμος, ιστορικά, έχει αποτελέσει τον βασικό μηχανισμό συστημικής αλλαγής στη διεθνή πολιτική.Ο τερματισμός ενός ηγεμονικού πολέμου είναι η απαρχή ενός ακόμη κύκλου μεγέθυνσης, επέκτασης και τελικής παρακμής. Ο νόμος της άνισης μεγέθυνσης θα υπονομεύσει την ισχύ, υπονομεύοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο το στάτους κβο που εγκαθιδρύθηκε από τον τελευταίο ηγεμονικό πόλεμο. Η ανισορροπία αντικαθιστά την ισορροπία και ο κόσμος κινείται προς έναν νέο γύρο ηγεμονικής σύγκρουσης.


.~`~.
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική

*
*
*
*
*

Ένας αιώνας μετά την έναρξη του Α'Παγκοσμίου Πολέμου. Γερμανία (1862-1945). Στόχοι και αντίπαλοι. Το γερμανικό ιστορικό επέκτασης.

$
0
0

.~`~.
Προλογικά

Η συζήτηση περί Ευρώπης [Η Ευρώπη ως αόριστη έννοια]είναι άνευ αντικειμένου: πρόκειται για γεωγραφική έννοια: Ποια είναι η Ευρώπη; (η φράση αυτή γραμμένη στα γερμανικά, στα γαλλικά και στη συνέχεια στα αγγλικά) wer ist Europa? qui est-il l'Europe? who is Europe?
Otto von Bismarck

Η ισορροπία ισχύος στην Ευρώπη είμαι εγώ
δεν υπάρχει καμία ισορροπία ισχύος στην Ευρώπη πέρα από εμένα
Kaiser -Καίσαρ- Wilhelm II

Ξεκινάμε από εκεί που σταματήσαμε εξακόσια χρόνια πριν. Βάζουμε τέλος στην ατελείωτη γερμανική πορεία προς τον Νότο και τη Δύση και στρέφουμε το βλέμμα μας προς την Ανατολή [Μεσευρώπη (Mitteleuropa)].Διακόπτουμε οριστικά την αποικιακή και εμπορική πολιτική της προπολεμικής περιόδου και περνάμε στην εδαφική πολιτική του μέλλοντος.
Adolf Hitler

.~`~.
I
Εισαγωγή

Κατά τα έτη από το 1862 μέχρι το 1870 και από το 1900 μέχρι το 1945, η Γερμανία ήταν αποφασισμένη να ανατρέψει την ευρωπαϊκή ισορροπία ισχύος και να αυξήσει το μερίδιο στρατιωτικής δύναμης που κατείχε. Κατά τη διάρκεια αυτών των πενήντα πέντε ετών ξεκίνησε μεγάλο αριθμό κρίσεων και πολέμων, και έφτασε στο σημείο να προσπαθήσει δύο φορές να κυριαρχήσει στην Ευρώπη κατά τον 20ό αιώνα. Από το 1870 μέχρι το 1900, η Γερμανία ενδιαφερόταν βασικά να διατηρήσει και όχι να αλλάξει την ισορροπία ισχύος. Όμως η Γερμανία δεν είχε μετατραπεί σε κορεσμένη δύναμη, γεγονός που κατέστησε σαφές κατά το πρώτο μισό του 20ού αιώνα. Η αιτία της καλοκάγαθης συμπεριφοράς της κατά τα τέλη του 19ου αιώνα ήταν ότι την περίοδο εκείνη δεν είχε αρκετή ισχύ για να αμφισβητήσει τους αντιπάλούς της.
Η επιθετική συμπεριφορά της Γερμανίας στην εξωτερική της πολιτική κατευθυνόταν κυρίως από στρατηγικούς υπολογισμούς. Η ασφάλεια ήταν πάντοτε φλέγον ζήτημα για τη Γερμανία λόγω της γεωγραφίας της:βρίσκεται στο κέντρο της Ευρώπης, με ελάχιστα φυσικά αμυντικά εμπόδια είτε στην ανατολική είτε στη δυτική της πλευρά, γεγονός που την καθιστά τρωτή σε εισβολή. Κατά συνέπεια, οι Γερμανοί ηγέτες πάντοτε είχαν οξυμένη την προσοχή τους για τυχόν ευκαιρίες απόκτησης ισχύος και ενίσχυσης των προοπτικών της χώρας τους για επιβίωση. Αυτό δεν αμφισβητεί ότι και άλλοι παράγοντες επηρέαζαν τη γερμανική εξωτερική πολιτική. Για παράδειγμα, ας δούμε τη γερμανική συμπεριφορά όταν στην εξουσία βρίσκονταν οι δύο πλέον διάσημοι ηγέτες της, ο Όττο φον Μπίσμαρκ και ο Αδόλφος Χίτλερ. Παρ'ότι ο Μπίσμαρκ γενικά θεωρείται ως ένας επιδέξιος εφαρμοστής της realpolitik, το κίνητρό του όταν ξεκινούσε και κέρδιζε πολέμους το 1864, το 1866 και το 1870-71 δεν ήταν μόνο οι συλλογισμοί ασφάλειας, αλλά και ο εθνικισμός. Ειδικότερα, ο Μπίσμαρκ, όχι μόνο επιδίωκε να επεκτείνει τα σύνορα της Πρωσίας και να την καταστήσει περισσότερο ασφαλή, αλλά ήταν επίσης αποφασισμένος να δημιουργήσει ένα ενοποιημένο γερμανικό κράτος.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η επιθετική συμπεριφορά του Χίτλερ είχε σε σημαντικό βαθμό ως κίνητρο μια βαθιά ριζωμένη ρατσιστική ιδεολογία. Παρ'όλα αυτά, οι ξεκάθαροι υπολογισμοί ισχύος έπαιζαν κεντρικό ρόλο στο πώς σκεφτόταν ο Χίτλερ για τη διεθνή πολιτική [Τα πλέον περιεκτικά γραπτά του Χίτλερ για την εξωτερική πολιτική βρίσκονται όχι στο Μeίn Κampf (Ο αγών μου), αλλά στο Ηίtler's Secret Βοοk (Zweites Buch), αγγλική μτφ. Salvator Attanasίon (New York: Βramhail House, 1986)]. Από το 1945 κι έπειτα, έχει ανοίξει ένας διάλογος μεταξύ των διαφόρων μελετητών αναφορικά με το πόση συνέχεια εμφανίζουν οι Ναζί προς τούς προκατόχούς τούς. Όμως στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής υπάρχει ευρεία συμφωνία στο ότι ο Χίτλερ δεν αντιπροσώπευε κάποια έντονη διάσταση με το παρελθόν, αλλά αντ'αυτού σκεφτόταν και συμπεριφερόταν όπως οι Γερμανοί ηγέτες πριν απ'αυτόν. Ο David Calleo το διατυπώνει εύστοχα: «Στην εξωτερική πολιτική, οι ομοιότητες μεταξύ της αυτοκρατορικής και της ναζιστικής Γερμανίας είναι καταφανείς. Ο Χίτλερ ενστερνιζόταν την ίδια γεωπολιτική ανάλυση: δηλαδή την ίδια βεβαιότητα σχετικά με τη σύγκρουση μεταξύ των εθνών, την ίδια έντονη επιθυμία και το ίδιο αιτιολογικό για την ηγεμονία στην Ευρώπη. Μπορούσε να ισχυριστεί ότι ο Α'Παγκόσμιος Πόλεμος απλώς καταδείκνυε την ορθότητα της γεωπολιτικής ανάλυσης». Ακόμη και χωρίς τον Χίτλερ και τη φονική του ιδεολογία, η Γερμανία σίγουρα θα ήταν επιθετικό κράτος κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1930.

.~`~.
II
Στόχοι και αντίπαλοι

Η Γαλλίακαι η Ρωσίαήταν οι δύο κυριότεροι αντίπαλοι της Γερμανίαςαπό το 1862 μέχρι το 1945, παρ'ότι υπήρξαν σύντομες περίοδοι κατά τις οποίες οι ρωσογερμανικές σχέσειςήταν φιλικές. Από την άλλη πλευρά, οι γαλλογερμανικές σχέσεις ήταν σχεδόν πάντοτε κακές καθ'όλη τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γερμανία είχαν, σε λογικά πλαίσια, καλές σχέσεις πριν το 1900, αλλά οι σχέσεις επιδεινώθηκαν κατά τον 20ό αιώνα, και το Ηνωμένο Βασίλειο, όπως η Γαλλία και η Ρωσία, κατέληξε να πολεμήσει εναντίον της Γερμανίας και στους δύο παγκόσμιους πολέμους. Η Αυστροουγγαρία ήταν άσπονδος εχθρός της Γερμανίας κατά τα πρώτα χρόνια του Μπίσμαρκ στην καγκελαρία, αλλά τα δύο κράτη έγιναν σύμμαχοι το 1879 και παρέμειναν συνδεδεμένα μέχρι τη διάλυση της Αυστροουγγαρίας το 1918. Οι σχέσεις μεταξύ Ιταλίας και Γερμανίας ήταν σε γενικές γραμμές καλές από το 1862 μέχρι το 1945, παρ'ότι η Ιταλία πολέμησε εναντίον της Γερμανίας στον Α'Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι Ηνωμένες Πολιτείες πολέμησαν εναντίον της Γερμανίας και στους δύο παγκόσμιους πολέμους αλλά εκτός αυτού δεν υπήρξε σημαντικός ανταγωνισμός μεταξύ των δύο κρατών κατά τις οκτώ αυτές δεκαετίες.

---------------------------------------------------------------
Ένας τρόπος για να σκεφτούμε τους δυο παγκόσμιους πολέμους είναι να τους εκλάβουμε ως έναν ενιαίο, στην πραγματικότητα, τριακονταετή πόλεμο, στον οποίο κύριοι πρωταγωνιστές ήταν οι ΗΠΑ και η Γερμανία στον αγώνα τους για τη διαδοχή της Βρετανίας, που είχε αρχίσει να παρακμάζει ως ηγεμονική δύναμη. Από αυτή τη σκοπιά, η άνευ όρων παράδοση της Γερμανίας το 1945 σήμανε την ολοκάθαρη νίκη των Ηνωμένων Πολιτειών...
Immanuel Wallerstein
---------------------------------------------------------------

Ο κατάλογος των συγκεκριμένων στόχων της γερμανικής επιθετικότητας κατά την περίοδο από το 1862 μέχρι το 1945 είναι μακρύς, επειδή η Γερμανία είχε φιλόδοξα επεκτατικά σχέδια μετά το 1900. Για παράδειγμα, η Γερμανία του Γουλιέλμου όχι μόνο επιδίωκε να κυριαρχήσει στην Ευρώπη, αλλά ήθελε επίσης να εξελιχτεί σε παγκόσμια δύναμη. Αυτό το φιλόδοξο σχέδιο, γνωστό ως Weltpolitίk, περιελάμβανε την απόκτηση μιας μεγάλης αποικιακής αυτοκρατορίας στην Αφρική. Παρά ταύτα, ο σημαντικότερος σκοπός της Γερμανίας κατά τη διάρκεια του πρώτου μισού του 20ού αιώνα ήταν η επέκταση στην ευρωπαϊκή ήπειρο εις βάρος της Γαλλίας και της Ρωσίας, επέκταση την οποία αποπειράθηκε να πραγματοποιήσει και στους δύο παγκόσμιους πολέμους. Όπως εξετάζεται παρακάτω, η Γερμανία είχε πιο περιορισμένούς σκοπούς από το 1862 μέχρι το 1900 διότι δεν ήταν αρκετά ισχυρή ώστε να καταλάβει την Ευρώπη.

.~`~.
III
Το γερμανικό ιστορικό επέκτασης

α´
Ο Μπίσμαρκανέλαβε τα ηνία της κυβέρνησης στην Πρωσία τον Σεπτέμβριο του 1862. Την εποχή εκείνη δεν υπήρχε ενοποιημένο γερμανικό κράτος. Αντ'αυτού, ένα σύνολο γερμανόφωνων πολιτικών οντοτήτων, διασκορπισμένες στο κέντρο της Ευρώπης, ήταν χαλαρά συνδεδεμένες στη Γερμανική Συνομοσπονδία. Τα δύο ισχυρότερα μέλη της ήταν η Αυστρία και η Πρωσία. Μέσα στα επόμενα εννέα χρόνια, ο Μπίσμαρκ κατέστρεψε τη συνομοσπονδία και δημιούργησε ένα ενωμένο γερμανικό κράτος το οποίο ήταν κατά πολύ ισχυρότερο από την Πρωσία την οποία αντικατέστησε. Ο Μπίσμαρκ επιτέλεσε αυτό το έργο προκαλώντας και κερδίζοντας τρεις πολέμους. Η Πρωσία συνασπίστηκε με την Αυστρία το 1864 για να νικήσει τη Δανία, και στη συνέχεια συνασπίστηκε με την Ιταλία το 1866 για να νικήσει την Αυστρία. Τέλος, η Πρωσία νίκησε τη Γαλλία το 1870, μετατρέποντας τις γαλλικές επαρχίες της Αλσατίας και της Λορένης σε τμήμα του νέου γερμανικού Ράιχ...

---------------------------------------------------------------
Εκ των υστέρων, φαίνεται ότι το κρίσιμο σημείο στη διαδικασία που τελικά κατέστησε νομικά και πρακτικά αδύνατη την προσάρτηση από ένα κράτος εδάφους που άνηκε σε άλλο ήταν μάλλον το 1870-1871... Πολύ γρήγορα φάνηκε καθαρά ό,τι, σε έντονη αντίθεση με παρόμοια γεγονότα στο παρελθόν, ο γαλλικός λαός αρνιόταν να το εγκαταλείψει. Αντιθέτως, αυτό καθαυτό το γεγονός ότι η Αλσατία και η Λωρραίνη είχαν κατακτηθεί δια της βίας είχε ως αποτέλεσμα να χαρακτηριστούν «ιερές»... Αφού η Αλσατία και η Λωρραίνη ήταν ιερές, περίμεναν την «εκδίκηση» (la revanche), για την οποία κάθε Γάλλος και κάθε Γαλλίδα είχαν πατριωτικό καθήκον να προετοιμαστούν όσο καλύτερα μπορούσαν. Όπως είχε προβλέψει ο ίδιος ο Μπίσμαρκ, λόγω αυτής της αλλαγής της στάσης του λαού, η προσάρτηση των δύο επαρχιών -κατόπιν επιμονής του Μόλτκε και του γενικού επιτελείου- ήταν το χειρότερο πολιτικό λάθος που διέπραξε στην καριέρα του. Εφεξής, κάθε άλλο κράτος που βρισκόταν σε αντιπαλότητα με τη Γερμανία μπορούσε να υπολογίζει στη γαλλική στήριξη.
Martin Van Creveld
---------------------------------------------------------------

Ο Μπίσμαρκ έγινε καγκελάριος της νέας Γερμανίας στις 18 Ιανουαρίου 1871 και παρέμεινε σ'αυτό το αξίωμα επί δεκαεννέα χρόνια, μέχρι που ο κάιζερ Γουλιέλμος τον έπαψε στις 20 Μαρτίου 1890. Παρ'ότι κατά τις δύο αυτές δεκαετίες η Γερμανία ήταν το ισχυρότερο κράτος στην ευρωπαϊκή ήπειρο, δεν διεξήγαγε πολέμους και η διπλωματία της ασχολούνταν κυρίως με τη διατήρηση και όχι με τη μεταβολή της ισορροπίας ισχύος. Ακόμη και αφότου ο Μπίσμαρκ εγκατέλειψε τη καγκελαρία, η γερμανική εξωτερική πολιτική ακολούθησε ουσιαστικά την ίδια πορεία για άλλη μία δεκαετία. Μόνο στις αρχές του 20ού αιώνα η διπλωματία της Γερμανίας έγινε προκλητική και οι ηγέτες της άρχισαν να σκέφτονται σοβαρά τη χρήση βίας προκειμένου να επεκτείνουν τα γερμανικά σύνορα.
Πώς εξηγείται αυτό το τριακονταετές διάστημα της μάλλον ειρηνικής συμπέριφοράς της Γερμανίας; Γιατί ο Μπίσμαρκ, ο οποίος επέδειξε τόσο έντονες επιθετικές τάσεις κατά τα εννέα πρώτα χρόνια του στην καγκελαρία, προσανατολίστηκε προς την άμυνα κατά τα υπόλοιπα δεκαεννέα χρόνια; Αυτό δεν οφειλόταν στο ότι ο Μπίσμαρκ είχε μια ξαφνική επιφοίτηση και μετατράπηκε σε «μια φιλειρηνική διπλωματική μεγαλοφυϊα». Στην πραγματικότητα, οφειλόταν στο ότι ο Μπίσμαρκ και οι διάδοχοί του αντιλήφθηκαν ορθά ότι ο γερμανικός στρατός είχε κατακτήσει περίπου όσα εδάφη ήταν δυνατόν να κατακτήσει χωρίς να προκαλέσει πόλεμο μεταξύ μεγάλων δυνάμεων'περαιτέρω κατακτήσεις θα προκαλούσαν έναν τέτοιο πόλεμο, τον οποίο η Γερμανία αναμενόταν ότι θα έχανε. Το σημείο αυτό καθίσταται ξεκάθαρο όταν εξετάσει κανείς τη γεωγραφία της Ευρώπης την εποχή εκείνη, την αναμενόμενη αντίδραση των άλλων ευρωπαϊκών μεγάλων δυνάμεων στη γερμανική επιθετικότητα, και τη θέση της Γερμανίας στην ισορροπία ισχύος.
Ελάχιστες μικρές δυνάμεις υπήρχαν στα ανατολικά και τα δυτικά σύνορα της Γερμανίας. Για την ακρίβεια, δεν υπήρχε καμία μικρή δύναμη στα ανατολικά της σύνορα, όπου συνόρεύε με τη Ρωσία και την Αυστροουγγαρία. Αυτό σήμαινε ότι ηταν δύσκολο για τη Γερμανια να κατακτήσει νέα εδάφη χωρίς να εισβάλει στη χώρα μιας μεγαλης δύναμης - δηλαδή της Γαλλίας ή της Ρωσίας. Επιπλέον, ηταν σαφές στους Γερμανούς ηγέτες καθ όλη τη διάρκεια των τριων αυτών δεκαετιων οτι αν η Γερμανία εισέβαλε στη Γαλλία ή στη Ρωσία, μαλλον θα κατεληγε να πολεμά εναντίον και των δύο -και ίσως ακόμη και του Ηνωμένου Βασιλείου- σε έναν διμέτωπο πόλεμο.
Ας εξετάσουμε τι συνέβη στις δύο μεγάλες γαλλογερμανικές κρίσεις αυτής της περιόδου. Κατά τη διάρκεια της κρίσης «Πόλεμος Ενόψει» το 1875, τόσο το Ηνωμένο Βασίλειο όσο και η Ρωσία κατέστησαν σαφές ότι δεν θα κάθονταν να βλέπουν τη Γερμανία να συντρίβει τη Γαλλία, όπως είχαν κάνει το 1870. Κατά τη διάρκεια της κρίσης του Boulanger το 1887, ο Μπίσμαρκ είχε βασικούς λόγους να πιστεύει ότι η Ρωσία θα βοηθούσε τη Γαλλία σε περίπτωση που ξεσπούσε γαλλογερμανικός πόλεμος. Όταν αυτή η κρίση τερματίστηκε, ο Μπίσμαρκ διαπραγματεύτηκε την περίφημη συνθήκη Αντασφαλίσεως (13 Ιουνίου 1887) μεταξύ Γερμανίας και Ρωσίας.Ο στόχος του ήταν να διατηρήσει ανοιχτό το δίαύλο επικοινωνίας με τον τσάρο της Ρωσίας και να εμποδίσει μια στρατιωτική συμμαχία μεταξύ Γαλλίαςκαι Ρωσίας. Όμως, όπως επισημαίνει ο George Κennan, ο Μπίσμαρκ μάλλον αντιλαμβανόταν «όπως πολλοί άλλοι άνθρωποι, ότι σε περίπτωση γαλλογερμανικού πολέμου θα ήταν αδύνατον, είτε υπήρχε συνθήκη είτε όχι, να εμποδιστούν οι Ρώσοι να μπούν στον πόλεμο εναντίον της Γερμανίας σε σύντομο χρονικό διάστημα». Κάθε αμφιβολία γι'αυτό το ζήτημα εξαφανίστηκε μεταξύ του 1890 και του 1894, όταν η Γαλλίακαι η Ρωσίασυγκρότησαν συμμαχία εναντίον της Γερμανίας.
Μολονότι η Γερμανία ηταν το ισχυροτερο κράτος στην Ευρώπη κατά τη περίοδο από το 1870 μέχρι το 1900 δεν ήταν δυνητικός ηγεμόνας καί ως εκ τούτου δεν είχε επαρκή ισχύ ώστε να είναι βέβαιη ότι μπορούσε να νικήσει ταυτοχρονα τη Γαλλία και τη Ρωσία, πόσο μάλλον ταυτόχρονα το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γαλλία και τη Ρωσία. Για την ακρίβεια, πριν το 1900 ακόμη και η Γαλλία μόνη της μαλλον θα ήταν τρομερός αντίπαλος για τη Γερμανία.
Οι δυνητικοί ηγεμονες διαθέτουν τον ισχυρότερο στρατό και τον περισσότερο πλούτο από κάθε άλλο κράτος στην περιφέρειά τούς.

β´
Η Γερμανία είχε πράγματι τον ισχυρότερο στρατό στην Ευρώπη, αλλά ο στρατός αυτός δεν ήταν σημαντικά ισχυρότερος απ'ό,τι ο γαλλικός στρατός κατά τα τέλη του 19ου αιώνα. Ο γερμανικός στρατός ήταν μεγαλύτερος από τον γαλλικό κατά τα πρώτα χρόνια που ακολούθησαν τον γαλλοπρωσικό πόλεμο (1870-71), καθώς και κατά το κλείσιμο του 19ου αιώνα. Παρ'ότι η Γαλλία είχε περισσότερους στρατιώτες στον στρατό της απ'ό,τι η Γερμανία κατά τη δεκαετία του 1880 και στις αρχές της δεκαετίας του 1890, αυτό το αριθμητικό πλεονέκτημα ήταν σε μεγάλο βαθμό άνευ νοήματος, καθώς οφειλόταν στο γεγονός ότι η Γαλλία -σε αντίθεση με τη Γερμανία- είχε μια πολύ μεγαλύτερη δεξαμενή κακά εκπαιδευμένων εφέδρων οι οποίοι ελάχιστη συνεισφορά θα είχαν στην έκβαση οποιουδήποτε πολέμού μεταξύ των δύο χωρών. Γενικά, ο γερμανικός στρατός είχε σαφές ποιοτικό πλεονέκτημα έναντι του γαλλικού, παρ'ότι το χάσμα δεν ήταν τόσο έντονο όσο ήταν κατά τη διάρκεια του γαλλοπρωσικού πολέμου.
Αναφορικά με τον πλούτο, η Γερμανία είχε σημαντικό πλεονέκτημα έναντι της Γαλλίας και της Ρωσίας από το 1870 μέχρι το 1900. Όμως κατά την ίδια περίοδο το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν πολύ πλουσιότερο από τη Γερμανία. Για παράδειγμα, η Γερμανία έλεγχε το 20% του ευρωπαϊκού πλούτου το 1880, ενώ η Γαλλία έλεγχε το 13% και η Ρωσία το 3%. Όμως το Ηνωμένο Βασίλειο διέθετε το 59% του συνόλου, γεγονός που του έδινε πλεονέκτημα σχεδόν 3:1 απέναντι στη Γερμανία. Το 1890, το μερίδιο της Γερμανίας είχε αυξηθεί στο 25%, ενώ τα μερίδια της Γαλλίας και της Ρωσίας ήταν αντίστοιχα 13% και 5%. Όμως το Ηνωμένο Βασίλειο εξακολουθούσε να ελέγχει το 50% του ευρωπαϊκού πλούτου, γεγονός που του έδινε πλεονέκτημα σχεδόν 2:1 απέναντι στη Γερμανία.
Συνοψίζοντας, τυχόν γερμανική επιθετικότητα κατά τις τρεις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα μάλλον θα είχε οδηγήσει σε έναν πόλεμο μεταξύ μεγάλων δυνάμεων τον οποίο η Γερμανία δεν είχε μεγάλες δυνατότητες να κερδίσει. Το Β'Ράιχ θα είχε καταλήξει να πολεμά με δύο ή τρεις μεγάλες δυνάμεις ταυτόχρονα, και δεν διέθετε αρκετή σχετική ισχύ ώστε να κερδίσει αυτού του είδους τον πόλεμο. Η Γερμανία ήταν αρκετά ισχυρή ώστε να προκαλέσει συναγερμό στο Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γαλλία και τη Ρωσία όταν υπήρχε έστω και νύξη ότι μπορεί να ξεκινούσε επίθεση, αλλά ακόμη δεν ήταν αρκετά ισχυρή ώστε να πολεμήσει ταυτόχρονα και με τις τρείς αντίπαλές της μεγάλες δυνάμεις. Έτσι, η Γερμανία υποχρεώθηκε να αποδεχτεί το status quo από το 1870 μέχρι το 1900.
Κατά το 1903, όμως, η Γερμανία ήταν δυνητικός ηγεμόνας. Έλεγχε μεγαλύτερο ποσοστό της ευρωπαϊκής βιομηχανικής δύναμης από οποιοδήποτε άλλο κράτος, συμπεριλαμβανομένου του Ηνωμένου Βασιλείου, και ο γερμανικός στρατός ήταν ο ισχυρότερος στον κόσμο. Η Γερμανία είχε πλέον την ικανότητα να εξετάσει το ενδεχόμενο να περάσει στην επίθεση προκειμένου να αποκτήσει περαιτέρω ισχύ. Δεν προκαλεί έκπληξη ότι περίπου εκείνη την περίοδο η Γερμανία άρχισε να σκέφτεται σοβαρά να μεταβάλει την ευρωπαϊκή ισορροπία ισχύος και να εξελιχτεί σε παγκόσμια δύναμη.

γ´
Η πρώτη σοβαρή κίνηση αμφισβήτησης του status quo από την πλευρά της Γερμανίας ήταν η απόφασή της στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού να κατασκευάσει ένα πανίσχυρο ναυτικό που θα αμφισβητούσε τον έλεγχο του Ηνωμένου Βασιλείου στους ωκεανούς του πλανήτη και θα επέτρεπε στη Γερμανία να ακολουθήσει τη Weltpolitίk. Το αποτέλεσμα ήταν μια ναυτική κούρσα εξοπλισμών μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου και της Γερμανίας, η οποία κράτησε μέχρι τον Α'Παγκόσμιο Πόλεμο. Η Γερμανία ξεκίνησε μια μεγάλη κρίση με τη Γαλλία για το Μαρόκο τον Μάρτιο του 1905. Ο στόχος της Γερμανίας ήταν να απομονώσει τη Γαλλία από το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Ρωσία και να εμποδίσει αυτά τα κράτη να συμπήξουν έναν εξισορροπητικό συνασπισμό εναντίον της Γερμανίας. Στην πραγματικότητα, η κρίση εξελίχτηκε σε μπούμερανγκ για τη Γερμανία, και τα τρία αυτά κράτη συνέπηξαν την Τριπλή Συνεννόηση (Triple Entente). Παρ'ότι οι ηγέτες της Γερμανίας δεν ξεκίνησαν τη λεγόμενη κρίση της Βοσνίαςτον Οκτώβριο του 1908 επενέβησαν για λογαριασμό της Αυστροουγγαρίας και έφεραν την κρίση στα πρόθυρα του πολέμου προτού τελικά η Ρωσία υποχωρήσει και αποδεχτεί μια ταπεινωτική ήττα τον Μάρτιο του 1909. Η Γερμανία ξεκίνησε μια δεύτερη κρίση για το Μαρόκο τον Ιούλιο του 1911, και ξανά ο στόχος ήταν να απομονωθεί και να ταπεινωθεί η Γαλλία. Αυτό δεν επιτεύχθηκε: Η Γερμανία υποχρεώθηκε να υποχωρήσει και η Τριπλή Συνεννόηση ενισχύθηκε. Πιο σημαντικό, οι ηγέτες της Γερμανίας είχαν τη βασική ευθύνη για την έναρξη του Α'Παγκοσμίου Πολέμου το καλοκαίρι του 1914. Ο στόχος τους ήταν να πετύχουν αποφασιστική νίκη επί των αντίπαλων μεγάλων δυνάμεων και να μεταβάλουν τον χάρτη της Ευρώπηςέτσι ώστε να εξασφαλίσουν τη γερμανική ηγεμονία για το προβλεπτό μέλλον.
Κατά την έναρξη της κρίσης τον Ιούλιο του 1914, η Γερμανία ήθελε έναν τοπικό πόλεμο στα Βαλκάνια στον οποίο θα εμπλέκονταν η Αυστροουγγαρία και η Σερβία. Όμως, ήταν πρόθυμη να αποδεχτεί έναν ηπειρωτικό πόλεμο που θα έφερνε αντιμέτωπες την Αυστροουγγαρία και τη Γερμανία εναντίον της Γαλλίας και της Ρωσίας. Δεν ήθελε έναν παγκόσμιο πόλεμο, ο οποίος θα σήμαινε εμπλοκή τον Ηνωμένού Βασιλείου στη σύγκρουση (Βλ. Jack S. Levy, «Preferences, Constraίnts and Choίces in July 1914», Internatίonal Securίty 15, Νο. 3 (Winter 1990-91), σ. 154-61). Καθώς η κρίση εξελισσόταν, καθίστατο όλο και περισσότερο σαφές ότι η Ευρώπη κατευθυνόταν προς ηπειρωτικό ή προς παγκόσμιο πόλεμο και όχι προς τοπικό πόλεμο. Η Γερμανία, η οποία είχε εξαρχής παίξει τον κεντρικό ρόλο στην όξυνση της κρίσης, ελάχιστη προσπάθεια κατέβαλε να την τερματίσει καθώς ο πόλεμος διαγραφόταν όλο και πιο κοντά. Για την ακρίβεια, η Γερμανία έβλεπε έναν μεγάλο πόλεμο εναντίον της Γαλλίας και της Ρωσίας ως ευκαιρία για 1) να σπάσει την περικύκλωσή της από την Τριπλή Συνεννόηση, 2) να συντρίψει τη Ρωσία, την οποία φοβόταν ότι θα γίνει ισχυρότερη από τη Γερμανία στο εγγύς μέλλον, και 3) να εγκαθιδρύσει ηγεμονία στην Ευρώπη.
Η συνθήκη των Βερσαλιών αποδυνάμωσε τελείως τη Γερμανία καθ'όλη την περίοδο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης (1919-33). Στη Γερμανία δεν επιτρεπόταν να διαθέτει πολεμική αεροπορία, και το μέγεθος του στρατού της δεν μπορούσε να ξεπεράσει τούς εκατό χιλιάδες άνδρες. Τόσο η καθολική στρατιωτική θητεία, όσο και το περίφημο γερμανικό Γενικό Επιτελείο τέθηκαν εκτός νόμου. Ο γερμανικός στρατός ήταν τόσο ασθενής κατά τη δεκαετία του 1920, ώστε οι Γερμανοί ηγέτες φοβούνταν σοβαρά εισβολή του πολωνικού στρατού, ο οποίος είχε επιτεθεί στη Σοβιετική Ένωση το 1920 και είχε νικήσει τον Κόκκινο Στρατό. Παρ'ότι η Γερμανία δεν ήταν σε θέση να αποκτήσει εδάφη δια της βίας, σχεδόν όλοι οι ηγέτες της κατά τη διάρκεια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης ηταν αποφασισμένοι να ανατρέψουν το Status Quo και τουλαχιστον να ανακτήσουν τα εδάφη πού η Γερμανία έχασε υπέρ του Βελγίου και της Πολωνίας στο τέλος του Α'Παγκοσμίου Πολέμου. Σκόπευαν επίσης να αναστηλώσούν τη γερμανική στρατιωτική δύναμη. Προς τον σκοπό αυτό, στις 16 Απριλίου 1922 η Γερμανία της Βαϊμάρης και η Σοβιετική Ένωση υπέγραψαν τη μυστική συνθήκη του Ραπάλο, «έναν πολύπλευρο, στενό και μεγάλης διάρκειας διακανονισμό συνεργασίας», που επέτρεψε στη Γερμανία να ενισχύσει κρυφά τις στρατιωτικές της ικανότητες κατά παράβαση της συνθήκης των Βερσαλιών. Αυτή η αναθεωρητικη τάση πού υπήρχε στις κυβερνώσες ελίτ της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης εξηγεί εν μέρει το γιατί υπήρξε τόσο μικρή αντίσταση στην αμυντική και την εξωτερική πολιτική του Χίτλερ αφότού ο τελευταίος ανήλθε στην εξουσία το 1933.

---------------------------------------------------------------
Η περίπτωση της Πολωνίας κατά τα χρόνια αμέσως μετά τον Α'Παγκόσμιο Πόλεμο. Το νεοπαγές αυτό κράτος για ένα σύντομο χρονικό διάστημα απολάμβανε σημαντικό στρατιωτικό πλεονέκτημα έναντι της Γερμανίας και της Σοβιετικής Ένωσης, που και οι δύο ήταν κατεστραμμένες από την ήττα στον Α'Παγκόσμιο Πόλεμο. Αισθανόμενη την ευκαιρία να αποκτήσει ισχύ και να ενισχύσει την ασφάλειά της, η Πολωνία αποπειράθηκε να διασπάσει τη Σοβιετική Ένωση και να δημιουργήσει μια ισχυρή ομοσπονδία υπό πολωνική ηγεσία, που θα συμπεριλάμβανε τη Λιθουανία, τη Λευκορωσία και την Ουκρανία. Οι Πολωνοί «ονειρεύονταν μια ανασύσταση της ισχυρής και τεράστιας χώρας που κάποτε ήταν το βασίλειο της Πολωνίας». Josef Korbel, Poland between East and West. Συνένωση Βαλτικής και Μαύρης Θάλασσας.
Σημ. Δ`~. Μια αντίστοιχη συμμαχία δημιουργούν οι Η.Π.Α στον Βορρά της Ανατολικής Ευρώπης ανάμεσα στην πιστή τους σύμμαχο Πολωνία (η οποία διαδραμάτισε ρόλο στα γεγονότα της Ουκρανίαςο οποίος υποβαθμίστηκε), τις Βαλτικες Χώρες, μέρος της Ουκρανίας κ.λπ. Δες εδώ και Intermarium το οποίο παραπέμπει, χαλαρά, στην παλαιά Πολωνο-Λιθουανική Κοινοπολιτεία (Polish–Lithuanian Commonwealth).Στο Νότο η συμμαχία είναι ανάμεσα σε Ρουμανία, Αζερμπαιτζάν και Τουρκία - με την Τουρκία μέχρι στιγμής να μην ευθυγραμμίζεται πλήρως (εκεί έχουμε το κουρδικό και το συριακο-ιρακινό ισλαμιστικό ψευδοχαλιφατισμό). Στα πλαίσια αυτά μπορεί να ιδωθεί και η οικονομική αστάθεια-αποσταθεροποίηση στη Βουλγαρία αυτή την περίοδο. «Τις τελευταίες ημέρες υπήρξε μια προσπάθεια αποσταθεροποίησης του κράτους μέσω μιας οργανωμένης επίθεσης εναντίον των βουλγαρικών τραπεζών χωρίς κανέναν λόγο», αναφέρει η κεντρική τράπεζα της χώρας σε ανακοίνωσή της. Η Μαύρη Θάλασσα δεν είναι μυθολογικής αξίας χώρος μονάχα... Θυμίζω:
i) Τὸ πολιτικὸ πρόγραμμα τῶν ἐθνικοσοσιαλιστῶν προέβλεπε τὴν ἀναδιοργάνωση τοῦ εὐρωπαϊκοῦ χώρου ἐπὶ φυσικῶν δεσμῶν, ἤτοι ὀργάνωση τῆς κεντρικῆς Εὐρώπης μὲ κατεύθυνση πρὸς τὴν Μαύρη Θάλασσα καὶ τὴν ὀργανικὴ ἐνσωμάτωση τῶν Βαλκανίων στὴν ὑπόλοιπη Εὐρώπη (βλ. π.χ. Α. Oesterheld, Wirtschaftsraum Europa, Berlin 1942) - Γεράσιμος Κακλαμάνης (Η «φιλοσοφία» του λιμπεραλισμού. Καπιταλισμός και νέος διεθνισμός και η Ευρώπη ως αόριστη έννοια).
ii) Οτι ό πρώτος παγκόσμιος πόλεμος προήλθε λόγω τών Βαλκανίων, είναι γενικά γνωστό. Αλλά καί ό φορέας του δευτέρου τά Βαλκάνια ήσαν. Οι καταστάσεις τής άνατολικής Ευρώπης, άναγκαστικά διωγκωμένες μέσα στήν δυτική ιστοριογραφία του β'παγκοσμίου πολέμου, αποδίδουν τήν φαινομενολογία τών πραγμάτων (π.χ. έγγυήσεις Αγγλίας, Γαλλίας στήν Πολωνία ή προσβολή τής έδαφικής άκεραιότητας του Βελγίου), άλλά όχι τήν ουσία τους. Η «νέα τάξη» του Χίτλερ προέβλεπε ώς Ρωσίαμιά ευθεία (!) γραμμή Πετρουπολη-Κίεβο-Τιφλίδα. Τά δυτικά αυτής της γραμμής έπρεπε νά υπαχθούν στήν «νέα Τάξη». Αυτά είναι ακριβώς τα Βαλκάνια με τις προσβασεις τους στην Μαύρη Θάλασσα. Ο χώρος αυτος αποτελούσε την αναγκαστική συμπλήρωση τής κεντρικής Ευρώπης, επί της οποίας θα εστηρίζετο η αυτοκρατορία του Χίτλερ, ως βασικής δυνάμεως της «νέα τάξης» των ευρωπαϊκων πραγμάτων. Υπήρξαν μάλιστα καί σχέδια των επιτελων του, εν οίς καί ό Γκαίρινγκ, ότι επρεπε να εξασφαλισθη η Μεσόγειοςπρο πάσης άλλης επιχειρήσεως - Γεράσιμος Κακλαμάνης (Η σημασία των Βαλκανίων).
---------------------------------------------------------------

Ο κορυφαίος πολιτικός ηγέτης της Γερμανίας κατά τη Δημοκρατία της Βαϊμαρης ηταν ο Gustav Stresemann, ο οποίος ήταν υπουργός Εξωτερικών από το 1924 μέχρι τον θάνατό του το 1929. Οι απόψεις του για την εξωτερική πολιτική φαίνονταν μάλλον μετριοπαθείς, τουλάχιστον συγκριτικά με αυτές πολλών πολιτικών του αντιπάλων, οι οποίοι παραπονούνταν ότι δεν ήταν αρκετά επιθετικός στην προώθηση της αναθεωρητικής ατζέντας της Γερμανίας. Ο Stresemann υπέγραψε, τόσο το σύμφωνο του Λοκάρνο (1 Δεκεμβρίου 1925), όσο και το σύμφωνο Kellogg-Briand (27 Αυγούστου 1928), τα οποία αποτελούσαν προσπάθειες να καλλιεργηθεί η διεθνής συνεργασία και να εξαλειφθεί ο πόλεμος ως εργαλείο της πολιτικής. Έφερε επίσης τη Γερμανία στην Κοινωνία των Εθνών (8 Σεπτεμβρίου 1926) και σπανίως μιλούσε για χρήση βίας προκειμένου να ανατραπεί η ισορροπία ισχύος. Παρ'όλα αυτά, υπάρχει ευρεία συναίνεση μεταξύ των μελετητών ότι ο Stresemann δεν ήταν ιδεαλιστής, αλλά αντ'αυτού ήταν «ένας πεπεισμένος οπαδός ταυ δόγματος ότι η Μachtpolitik ήταν ο μοναδικός προσδιοριστικός παράγοντας στις διεθνείς σχέσεις και ότι μόνο το δυναμικό ισχύος ενός έθνους μπορούσε να καθορίσει τη θέση του στον κόσμο». Επιπλέον, ήταν έντονα αποφασισμένος να επεκτείνει τα σύνορα της Γερμανίας. Υπέγραψε σύμφωνα μη επίθεσης και χρησιμοποίησε συμβιβαστική γλώσσα με το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Γαλλία επειδή θεωρούσε ότι η έξυπνη διπλωματία ήταν ο μοναδικός τρόπος με τον οποίο η στρατιωτικά ασθενής Γερμανία μπορούσε να ανακτήσει κάποια από τα χαμένα εδάφη της. Αν η Γερμανία διέθετε έναν πανίσχυρο στρατό κατά τη διάρκεια της θητείας του Stresemann στο υπουργείο Εξωτερικών, ο τελευταίος σχεδόν σίγουρα θα τον είχε χρησιμοποιήσει -ή θα απειλούσε να τον χρησιμοποιήσει- για να αποκτήσει εδάφη για τη Γερμανία.
Ελάχιστα χρειάζεται να ειπωθούν για τη ναζιστική Γερμανία (1933-45), καθώς αναγνωρίζεται ομόφωνα ως ένα από τα πλέον επιθετικά κράτη στην παγκόσμια ιστορία. Όταν ο Χίτλερ ανήλθε στην εξουσία τον Ιανουάριο του 1933, η Γερμανία εξακολουθούσε να είναι αδύναμη στρατιωτικά. Ο Χίτλερ αμέσως άρχισε να διορθώνει την κατάσταση και να οικοδομεί μια ισχυρή Βέρμαχτ η οποία μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για επιθετικούς σκοπούς. Το 1938, ο Χίτλερ αισθάνθηκε ότι είχε έρθει η ώρα να επεκτείνει τα σύνορα της Γερμανίας. Η Αυστρία και η τσεχοσλοβακική Σουδητία αποκτήθηκαν το 1938 χωρίς να πέσει ούτε μία τουφεκιά, όπως συνέβη και με την υπόλοιπη Τσεχοσλοβακία και τη λιθουανική πόλη του Μέμελ τον Μάρτιο του 1939. Αργότερα την ίδια χρονιά, η Βέρμαχτ εισέβαλε στην Πολωνία, έπειτα στη Δανία και τη Νορβηγία τον Απρίλιο του 1940, στο Βέλγιο, την Ολλανδία [οι περισσότερες από αυτές τις χώρες δεν κατέβαλαν ουσιαστική αντίσταση], το Λουξεμβούργο και τη Γαλλία τον Μάιο του 1940, στη Γιουγκοσλαβία και την Ελλάδα τον Απρίλιο του 1941, και στη Σοβιετική Ένωση τον Ιούνιο τον 1941.

Η Τραγωδία της Πολιτικής των Μεγάλων Δυνάμεων
Εκδ. Ποιότητα

.~`~.
Επιλογικά

α´
Ο Bismarck έδειχνε να χάνει την υπομονή του όταν γινόταν χρήση των λέξεων «Χριστιανοσύνη» ή «Ευρώπη» στη διπλωματική γλώσσα (συνήθως από τους Ρώσους και τον Υπουργό των Εξωτερικών τους Gorchakov). Στα Γερμανικά έγγραφα προ του 1914 υπάρχει μια σημείωση που έκανε ο Bismarck σε ένα υπόμνημα που είχε συντάξει ο Gorchakov:
«Η συζήτηση περί Ευρώπης είναι άνευ αντικειμένου: πρόκειται για γεωγραφική έννοια: Ποια είναι η Ευρώπη; (η φράση αυτή γραμμένη στα γερμανικά, στα γαλλικά και στη συνέχεια στα αγγλικά) wer ist Europa? qui est-il l'Europe? who is Europe?»
Και όταν κάποτε ο ίδιος ο Gorchakov υποστήριξε την άποψη ότι το Ανατολικό Ζήτημαδεν ήταν ούτε Γερμανικό, ούτε Ρωσικό, αλλά Ευρωπαϊκό ζήτημα, ο Bismarck έδωσε την ισοπεδωτική απάντηση:
«Ανέκαθεν συναντούσα τη λέξη Ευρώπη στα χείλη των πολιτικών εκείνων που ήθελαν κάτι από άλλες Δυνάμεις, το οποίο όμως δεν τολμούσαν να ζητήσουν εξ ονόματος τους»...
Ένας Ρώσος διπλωμάτης χρησιμοποίησε κάποτε σε μια συζήτηση με τον Bismarck τη λέξη «Χριστιανοσύνη». Ο Bismarck είπε: «τι εννοείς με τη λέξη Χριστιανοσύνη;». Ο διπλωμάτης απάντησε: «Ορισμένες Μεγάλες Δυνάμεις». Ο Bismarck απάντησε:
«και τι συμβαίνει αν δεν συμφωνούν μεταξύ τους;»

β´
Είναι αλήθεια ότι η φιλία... μιας Μεγάλης Δύναμης για τις άλλες παραμένει έως ένα βαθμό πάντα πλατωνική'διότι καμία Μεγάλη Δύναμη δεν μπορεί να τεθεί αποκλειστικά στην υπηρεσία μιας άλλης.

γ´
Από τότε που ο καγκελάριος Otto von Bismarck έκανε τα πρώτα σημαντικά βήματα για τη δημιουργία ενός σύγχρονου κράτους πρόνοιας στα τέλη του 19ου αιώνα, το γερμανικό κράτος ανέλαβε μεγάλο ρόλο ως προς την εξασφάλιση γενικής ευημερίας για όλους τους πολίτες. Αυτή η εθνική δέσμευση να προαχθεί η συνολική ευημερία του γερμανικού λαού στηρίχτηκε στην εξαιρετική αποδοτικότητα της γερμανικής βιομηχανίας.
Robert Gilpin

...εἰσήχθη στὴν Γερμανία ἡ αὐστηρὴ ὀργάνωση τῆς ἐργασίας, ἕνας «πρωσσικὸς» τρόπος παραγωγῆς ἐκ τῶν κάτω μὲ εὐρεία λαϊκὴ βάση (βλ. π.χ. Μ. van den Bruck, Das Recht der jungen Völker, Berlin 1932, σελ. 158). Εἶναι γνωστὸ ὅτι τὰ πρῶτα κοινωνικὰ μέτρα ὑπὲρ τῶν ἐργαζομένων μαζῶν ἐλήφθησαν στὴν Γερμανία ἀπὸ τὸν Βίσμαρκ, πολὺ πρὶν δηλαδὴ ἀπὸ ὁποιοδήποτε ἄλλο εὐρωπαϊκὸ κράτος, ὁ δὲ κοινωνικὸς χαρακτήρας τῆς ἐργασίας ἀπεικονίζεται σαφῶς στὸ Σύνταγμα τῆς Δημοκρατίας τῆς Βαϊμάρης, πού εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ προοδευτικὰ τοῦ καιροῦ του.

Οι μεγάλες ευρωπαϊκές μορφές στα τέλη του 19ου αιώνα ήταν ο Disraeli και ο Bismarck, οι οποίοι αγωνίστηκαν για να ενώσουν τα «δύο έθνη» σε ένα, μέσω της δράσης των κοινωνικών υπηρεσιών του κράτους, της λαικής εκπαίδευσης και του ιμπεριαλισμού, αντέκρουσαν την ύβρι ότι «ο εργάτης δεν έχει πατρίδα» και άνοιξαν τον δρόμο για την «εθνική εργατική τάξη», τον «εθνικοσοσιαλισμό», ακόμα και για τον «εθνικόκομουνισμό».
Πριν από το 1914 το αίτημα για ισότητα είχε ήδη αρχίσει να διευρύνεται και από ένα πρόβλημα ισότητας μεταξύ τάξεων να ανάγεται σε πρόβλημα ισότητας μεταξύ των εθνών.

δ´
Ο Φρειδερίκος ήταν ο κλασικός προσεκτικός Ρεαλιστής. Ο Hitler τον θεωρούσε πρόγονο του (και όχι τον Bismarck, ο οποίος ήταν ήρωας του Ribbentrop). Ο Hitler είχε την προτομή του Φρειδερίκου πάνω στο γραφείο του και το πορτρέτο του κρεμόταν στον τοίχο του καταφυγίου του. Όμως στον Hitler η Realpolitik μετατράπηκε σε ασυγκράτητο επαναστατικό μηδενισμό.

ε´
Ο Haushofer, ιδρυτής της ναζιστικής γεωπολιτικής και καθηγητής ενός εκ των επιφανέστερων ηγετών των ναζί, του Rudolf Hess... από τη μία, με τη θεωρία του ζωτικού χώρου (Lebensraum) που ανέπτυξε επιδίωξε να θέσει τον ναζισμό σε μια βάση επιστημονικής νομιμότητας και, από την άλλη, προσδιόρισε τους τακτικούς και στρατηγικούς στόχους της γερμανικής γεωστρατηγικής πριν τον Β'Παγκόσμιο πόλεμο. Ο Haushofer, όπως και ο Mackinder, αναφερόμενος στη σημασία της κεντρικής ηπείρου (Ευρασίας), είπε ότι η Γερμανία πρέπει να πραγματοποιήσει μια αμφίδρομη στρατηγική έναντι της Αγγλίας: Κατάληψη πρωτίστως της Μέσης Ανατολής, ώστε να περικυκλωθεί η κεντρική ήπειρος και να αποκοπεί η Αγγλία από τις θαλάσσιες διόδους της και αργότερα σύναψη ενός διηπειρωτικού συμφώνου με την Κίνακαι την Ιαπωνία. Ο Χίτλερ εγκαταλείποντας παρά την αντίθετη άποψη του ναύαρχου Reader και του στρατηγού Rommel τη στρατηγική Haushofer, η οποία προέβλεπε την εγκαθίδρυση της κυριαρχίας στις θαλάσσιες διόδους που περικυκλώνουν την κεντρική ήπειρο και τη Μέση Ανατολή, και επιχειρώντας μια εξοντωτική στρατιωτική επιχείρηση στις απέραντες στέπες της Ρωσίας διέπραττε ένα γεωστρατηγικό σφάλμα που έμελλε να επηρεάσει την έκβαση του πολέμου.

ζ´
Τότε
Ξεκινάμε από εκεί που σταματήσαμε εξακόσια χρόνια πριν. Βάζουμε τέλος στην ατελείωτη γερμανική πορεία προς τον Νότο και τη Δύση και στρέφουμε το βλέμμα μας προς την Ανατολή. Διακόπτουμε οριστικά την αποικιακή και εμπορική πολιτική της προπολεμικής περιόδου και περνάμε στην εδαφική πολιτική του μέλλοντος.

Τώρα;
Ξεκινάμε από εκεί που σταματήσαμε εξακόσια χρόνια πριν. Βάζουμε τέλος στην ατελείωτη γερμανική πορεία προς τον Νότο και τη Δύση και στρέφουμε το βλέμμα μας προς την Ανατολή. Διακόπτουμε οριστικά την εδαφική πολιτική της πολεμικής περιόδου και περνάμε στην αποικιακή και εμπορική -απεδαφικοποιημένη- πολιτική του μέλλοντος.


.~`~.
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική

*
*
- Το μέλλον της Ε.Ε, η Ανατολική Ευρώπη -η Ουκρανία- και τα Βαλκάνια, ο Huntington, ο Brzezinski και οι πλανητικές πολιτικές των Η.Π.Α. Τα «Ανθρώπινα δικαιώματα», η «σύγκρουση των πολιτισμών» και τα «Ευρασιατικά Βαλκάνια» ως βαλκανοποίηση της υφηλίου και καλλιέργεια της ελεγχόμενης αναρχίας. Η απόρριψη του διλήμματος μεταξύ πυρηνικού ολοκαυτώματος ή πολιτιστικής ανυπαρξίας - προς μιας νέα ιστορική σύνθεση που θα εναντιώνεται στις θεωρίες και τους υπολογισμούς γραφείου-εργαστηρίου.
*

Περί εθνικισμού, δημοκρατικής ιδεολογίας -«τέλους της ιστορίας»- του Fukuyama, και χειρισμού της Μέσης Ανατολής από τους ουιλσονιανούς ιδεαλιστές και τους νεοσυντηρητικούς. Η προσέγγιση του εριστικού κ. John Mearsheimer και σύγκριση του έργου του με αυτό του Kenneth Waltz.

$
0
0
.
.~`~.
I

Ο εθνικισμός είναι η πιο ισχυρή ιδεολογία στον πλανήτη. Επειδή εσείς οι Ευρωπαίοι λειτουργείτε υπό τη σκιά των Ηνωμένων Πολιτειών για τόσον καιρό, έχετε συνηθήσει να ακούτε το επιχείρημα πως η δημοκρατία! η δημοκρατία! η δημοκρατία, είναι η πιο ισχυρή ιδεολογία στον πλανήτη, και όταν θέλετε να κατανοήσετε τη διεθνή πολιτική και να σκεφτείτε τη παρεμβατικότητα, εδώ, εκεί και οπουδήποτε, αυτό που θέλετε να σκέφτεστε είναι η διάδοση-εξάπλωση της δημοκρατίας. Αυτός είναι ένα λανθασμένος τρόπος να σκέφτεστε τον κόσμο, και στην πραγματικότητα, όταν σκέφτεστε κατά αυτόν τον τρόπο καταλήγετε σε τέλμα όπως στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν...
Το κράτοςείναι μια χαρά, γιατί σε έναν κόσμο οπου ο εθνικισμός είναι η πιο ισχυρή ιδεολογία, δεν υπάρχει περίπτωση το κράτος να μας αποχαιρετίσει. Το κράτος είναι εδώ για να μείνει. Και στην πραγματικότητα, δεδομένης της δύναμης του εθνικισμού, αυτό που βλέπετε σήμερα είναι ένας πλανήτης που κατοικείται από κράτη. Εάν γυρίσετε πίσω 100 χρόνια πριν, δεν υπήρχαν τόσα πολλά κράτη στον πλανήτη, εάν πάτε πίσω στο 1945 δεν υπήρχαν τόσα πολλά κράτη στον πλανήτη, εάν πάτε στο 1500 δεν υπήρχαν καθόλου κράτη στον πλανήτη (*). Βασικά η εξέλιξη της παγκόσμιας πολιτικής τάξης, από το 1500 και έπειτα, έχει να κάνει με την άνοδο του κράτους. Και τώρα πλέον ζούμε σε έναν κόσμο όπου ο πλανήτης κατοικείται από κράτη.

---------------------------------------------------------------
Ο αριθμός των κρατών του Ο.Η.Ε αυξήθηκε από το 1950 έως το 1970 σε περίπου 130 (τη περίοδο αυτή εκκινούν οι αλλαγές στο διεθνες δίκαιο, εισάγεται μια νέα αντίληψη περί κυριαρχίας από τις Η.Π.Α και η διάβρωση της κυριαρχίας των κρατών συνοδεύεται από την επάνοδο της παλιότερης ρητορικής περί οικουμενικής ηθικής) και μέχρι τη δεκαετία του '90 είχαν φτάσει τα 160 (από τα περίπου 180 που υπήρχαν συνολικά). Στις μέρες μας ο Ο.Η.Ε αριθμεί 193 κράτη. Ενδιαφέρον έχει να σκεφτούμε πόσα ενδεχομένως έπονται. Κούρδοι, Παλαιστίνιοι, Βάσκοι, ίσως οι Καταλανοί και οι Φλαμανδοί αν αξιώσουν κράτος, το Θιβέτ, ακόμα και το Τέξας ενδέχεται κάποια στιγμή μελλοντικά. Ήδη σχεδόν έχουμε συνηθίσει την ιδεά του πολλαπλασιασμού των κρατών στη Μέση Ανατολή κ.λπ. Ας μην ξεχνάμε πως οι γείτονες μας στο Βορρά είναι νεόδμητο κράτος. Την προσέγγιση μου για την τριπλέτα έθνος-εθνοκράτος-εθνικισμός σε σχέση με το διεθνές σύστημα θα την εκθέσω σε ειδική ανάρτηση.
(*) Με το πλεονέκτημα της εκ των υστέρων γνώσης -που είναι πάντα ο καλύτερος φίλος του ιστορικού (εκτός αν είναι ο Θουκυδίδης)-, ο θρίαμβος των μοναρχών την περίοδο που εξετάζουμε φαίνεται αναπόφευκτος. Ίσως ο σημαντικότερος παράγοντας που οδήγησε στο αποτέλεσμα αυτό να ήταν η παρατεταμένη, και όπως φαίνεται προδιαγεγραμμένη, σύγκρουση μεταξύ του πάπα και του αυτοκράτορα, η οποία επέτρεπε στους μονάρχες να χρησιμοποιούν τον έναν εναντίον του άλλου'εάν ο αυτοκράτορας ήταν ταυτόχρονα και επικεφαλής της κατεστημένης θρησκείας, όπως συνέβαινε σε όλα σχεδόν τα υπόλοιπα μέρη του κόσμου όπου υπήρχαν παρόμοια πολιτικά συστήματα, τότε είναι σχεδόν βέβαιο ότι η εξουσία του θα αποδεικνυόταν αποπνικτική και το σύγχρονο κράτος δεν θα γεννιόταν ποτέ - Martin van Creveld
---------------------------------------------------------------

Και τι γίνεται με την αναρχία; [η αναρχία νοείται ως το αντίθετο της ιεραρχίας] Τι γίνεται με την ιδέα των κράτων που ενώνονται και συνάπτουν ένα είδος συμφωνίας για να δημιουργήσουν μια ανώτερη εξουσία. Δεν πρόκειται να συμβεί. Δεν πρόκειται να συμβεί επειδή ο εθνικισμός είναι παρτικιουλαριστική ιδεολογία... Στις περισσότερες περιπτώσεις έχει να κάνει με χωρισμό και όχι με γάμο. Δείτε την πρώην Γιουγκοσλαβία, δείτε την πρώην Τσεχοσλοβακία, δείτε την πρώην Σοβιετική Ένωση. Θέλετε να πάτε ακόμα πιο πίσω; Θυμάστε την Οθωμανική αυτοκρατορία; Θυμάστε την Αυστροουγγρική αυτοκρατορία; Όλες εξαφανίστηκαν. Γιατί; Εθνικισμός. Όλο και περισσότερα κράτη.
Λοιπόν, πρόκειται να ζήσουμε σέ έναν άναρχο κόσμο κυριαρχούμενο από κράτη μέχρι όσο μπορεί να δει το βλέμμα σας.

α´
Ο Mearsheimer πιστεύει ότι, σε αντίθεση με αυτά πού πρεσβεύουν οι ουιλσονιανοί ιδεαλιστές, ούτε το διεθνές θεσμικό πλαίσιο, ούτε η παγκοσμιοποίηση, ούτε η θεωρία της δημοκρατικής ειρήνης (*) αποτελούν επαρκή αναλυτικά εργαλεία για την κατανόηση και εξήγηση των διεθνών γεγονότων. Ο Mearsheimer απορρίπτει την ανάλύση των διεθνών σχέσεων στη βάση της δημοκρατικής ιδεολογίας και της δημοκρατικής ειρήνης, σύμφωνα με την οποία τα δημοκρατικά κράτη χαρακτηρίζονται από ευγενή κίνητρα και έχούν την προδιάθεση να συμπεριφερθούν ειρηνικά απέναντι σε άλλα κράτη, καθώς και ότι τα δημοκρατικά κράτη δεν πολεμούν μεταξύ τούς. Σύμφωνα μέ τη λογική αυτή εάν οι ΗΠΑ πετύχαιναν να οικοδομήσούν έναν κόσμο αποτελούμενο αποκλειστικά από δημοκρατικά κράτη και όχι από μη δημοκρατικά κράτη-παρίες, θα φτάναμε σε αυτό πού ο Fukuyama ονόμασε «τέλος της ιστορίας». Η επικράτηση των ΗΠΑ και του ιδεολογικού τούς προτάγματος στον Ψυχρό Πόλεμο έφερε στη Δύση, και κυρίως στις ΗΠΑ, την ψευδαίσθηση της πλήρούς και οριστικής επικράτησης του δυτικού προτάγματος, του «τέλούς της ιστορίας» όπως χαρακτηριστικά υποστήριξε ο Fukuyama. Η φιλελεύθερη δημοκρατία και ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής θα αποτελούσαν πλέον μονόδρομο και, μέσω της παγκοσμιοποίησης, θα διαδίδονταν και στις αναπτυσσόμενες χώρες.

---------------------------------------------------------------
(*) Ουσιαστικά η θεωρία της δημοκρατικής ειρήνης αποτελεί μια μετάλλαξη μιας εκ των δύο προτάσεων του Kant, η άλλη ήταν το παγκόσμιο κράτος το οποίο τελικά απέρριψε και το οποίο μπορεί να ιδωθεί συνδυαστικά με τη θεωρία περί civitas maxima, υπερ-κράτους.Παραθέτω:
Φοβούμενος ότι ένα παγκόσμιο κράτος θα κατέληγε να είναι τρομακτικά δεσποτικό, θα κατέπνιγε την ελευθερία, θα σκότωνε την πρωτοβουλία και τελικά θα κατέληγε στην αναρχία έπρεπε να βρει κάποια άλλη λύση. Το άλλο πιθανό ενδεχόμενο είναι να βελτιωθούν όλα τα κράτη τόσο πολύ, ώστε να ενεργούν βάσει αξιωμάτων που μπορούν να τύχουν καθολικής αποδοχής χωρίς σύγκρουση. Παρότι ο Kant φοβάται την πρώτη λύση, παρά είναι επιφυλακτικός και ευφυώς κριτικός για να ελπίζει στη δεύτερη. Αντ'αυτού, προσπαθεί να συνδυάσει τις δυο λύσεις.
Ο στόχος της πολιτικής φιλοσοφίας του είναι να εδραιώσει την ελπίδα ότι τα κράτη μπορούν να βελτιωθούν αρκετά και να μάθουν αρκετά από τις κακουχίες του πολέμου, ώστε να επικρατήσει ανάμεσα τους ένα δίκαιο το οποίο δεν θα υποστηρίζεται από την ισχύ, αλλά θα τηρείται εθελοντικά. Ο πρώτος παράγοντας είναι η εσωτερική βελτίωση των κρατών'ο δεύτερος, η κυριαρχία του δικαίου στο εξωτερικό. Όμως ο δεύτερος παράγοντας, καθότι εθελοντικός, εξαρτάται τελείως από το πόσο τέλεια υλοποιείται ο πρώτος... Η αντίφαση είναι εμφανής, παρότι συγκαλύπτεται κάπως από την ομολογία του Kant ότι έχει αποδείξει όχι το «αναπόφευκτο» της διαρκούς ειρήνης, αλλά μόνο ότι η ύπαρξη μιας τέτοιας κατάστασης δεν είναι αδιανόητη.
Κάθε δημοκρατία -ή μορφή κράτους που ο Kant θεωρεί καλή- «ανήμπορη να πλήξει οποιονδήποτε άλλον δια της βίας πρέπει να διατηρηθεί μέσω του δικαίου: Και μπορεί να ελπίζει βάσιμα ότι τα άλλα κράτη που είναι συντεταγμένα όπως αυτή θα προστρέξουν σε βοήθεια της αν παραστεί ανάγκη». Όπως φαίνεται ο Kant θεωρεί ότι οι δημοκρατίες θα δράσουν σύμφωνα με την κατηγορική προσταγή.
---------------------------------------------------------------

Η 11η Σεπτεμβρίού έθεσε τέλος στην ευφορία και ήρθε να υπογραμμίσει με τραγικό τρόπο την άναρχη φύση του διεθνούς συστήματος και την αέναη διαπάλη για επιβίωση και επιβολή ανάμεσα σε δρώντες με αντικρουόμενα συμφέροντα.
Οι ουιλσονιανοί ιδεαλιστές αντέδρασαν στο πρόβλημα αυτό ισχυριζόμενοι ότι η ρίζα τον προβλήματος βρισκόταν στην απουσία της δημοκρατίας από τη Μέση Ανατολή. Η λύση ήταν προφανής: εξαγωγή της δημοκρατίας στη Μέση Ανατολήκαι τελικά στον ευρύτερο ισλαμικό χώρο. Η αποδόμηση των ανελεύθερων καθεστώτωνκαι η οικοδόμηση νέων δημοκρατικών στη θέση τούς θα έλυνε αυτομάτως το πρόβλημα της τρομοκρατίας. Ο ουιλσονιανός ιδεαλισμός με την έμφαση στη στρατιωτική ισχύ ήρθε να αποτελέσει τη βάση του νεοσυντηρητικού credo.
Οι νεοσυντηρητικοί πίστεύαν ότι οι ΗΠΑ είχαν την πρωτοκαθεδρία όσον αφορά στη στρατιωτική ισχύ στο διεθνές σύστημα και, συνεπώς, έπρεπε να χρησιμοποιήσούν την ισχύ αυτή προκειμένού να διαμορφώσούν το διεθνές σύστημα με τρόπο που να εξυπηρετείται το εθνικό τούς συμφέρον. Η έμφαση στη χρήση της στρατιωτικής ισχύος εξηγεί και τη ροπή προς τη μονομέρεια σε βάρος της πολυμερούς διπλωματίας στην εξωτερική τούς πολιτική.
Το να αποκαλεί κανείς την εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης Bush συντηρητική ή νεοσυντηρητική, βεβαίως αντίκειται στην ίδια την έννοια και την ιδεολογία του συντηρητισμού. Πρόκειται για μια ακραία αναθεωρητική πολιτική, η οποία έχει τον ιδεαλιστικό στόχο της εξαγωγής της δημοκρατίας στη Μέση Ανατολή, στον ευρύτερο ισλαμικό χώρο και τελικά στον πλανήτη ολόκληρο, και το πραγματοποιεί μονομερώς με τη χρήση στρατιωτικής ισχύος.

β´
Ο Ρaul Kennedy αποκάλεσε τον John J. Mearsheimerσύγχρονο Machiavelli... Βαθιά επηρεασμένος από τούς δύο προεξάρχοντες διανοούμενους της σχολής του ρεαλισμού, τον Hans Morgenthau και τον Kenneth Waltz, ο Mearsheimer έχει αναλώσει την τελευταία εικοσαετία μελετώντας ιστορικές περιπτώσεις προκειμένού να επαναδιατυπώσει το θεώρημα της σχολής του ρεαλισμού ότι η ισχύς -ένας συνδυασμός στρατιωτικής και οικονομικής δύναμης, πληθυσμιακού μεγέθούς και γεωγραφικής έκτασης- είναι το κλειδί προκειμένού να κατανοήσούμε τη φύση της διεθνούς πολιτικής και την εξέλιξη της ιστορίας... Το έργο του Mearsheimer, παρότι αντιπαρατίθεται με τον αμυντικό ρεαλισμό, όπως τον χαρακτηρίζει, του Kenneth Waltz δεν αποδομεί ούτε αντικαθιστά τη θεωρία του Waltz αλλά τη συμπληρώνει και βάζει τα θεμέλια για τη συνάρθρωση αμυντικού και επιθετικού ρεαλισμού σε μια ενιαία συνεκτική θεωρία.
Η κεντρική υπόθεση εργασίας του επιθετικού ρεαλισμού του Mearsheimer είναι ότι στις διεθνείς σχέσεις δύσκολα συναντάμε μεγάλες δυνάμεις ικανοποιημένες με το status quo γιατί το διεθνές σύστημα προσφέρει κίνητρα και ευκαιρίες στα κράτη να αποκτήσούν ισχύ εις βάρος των αντιπάλων τούς. Ο τελικός στόχος μιας μεγάλης δύναμης είναι να αναδειχθεί σε ηγεμονική δύναμη του συστήματος. Ο Waltz, αντίθετα, πιστεύει ότι ο προεξάρχων στόχος των μεγάλων δυνάμεων δεν είναι η μεγιστοποίηση της ισχύος τούς εις βάρος άλλων μεγάλων δυνάμεων, αλλά η διατήρηση της θέσης τούς στο σύστημα. Ουσιαστικά ο Waltz πιστεύει ότι η επιβίωση διασφαλίζεται με ισχύ πολύ λιγότερη από την ισχύ που απαιτεί ο δρόμος προς την ηγεμονία του Mearsheimer και αυτό μακροχρόνια είναι πιο αποδοτικό σύμφωνα με την αρχή τον σχετικού οφέλούς -relative gains- (Waltz 1979). Παρόμοια θέση, πολύ πιο επεξεργασμένη, διατυπώνει ο Gilpinλέγοντας ότι οι μεγάλες δυνάμεις επεκτείνονται βάσει ενός ορθολογικού υπολογισμού κόστους-οφέλους. Επεκτείνονται δηλαδή όσο το σχετικό όφελος από την επέκτασή τούς υπερβαίνει το σχετικό κόστος (Gilpin 1981).
Είναι χαρακτηριστικό άλλωστε ότι ακόμη και στα ιστορικά παραδείγματα που αναφέρει ο Mearsheimer, ενώ πολλές μεγάλες δυνάμεις προσπάθησαν να επεκτείνούν την ισχύ τούς επιδιώκοντας την ηγεμονία, καμία Ευρασιατική αναθεωρητική δύναμη από τον Ναπολέοντα ως τον Χίτλερ δεν το κατόρθωσε με εξαίρεση τις ΗΠΑ. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις οι μηχανισμοί της ισορροπίας της ισχύος απέτρεψαν την απόλύτη ηγεμονία μιας μεγάλης δύναμης.
Ο Mearsheimer έρχεται να καταρρίψει την επικρατούσα αισιοδοξία για την εδραίωση της ειρήνης ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις του 21ου αιώνα και επαναδιατυπώνει με δύναμη και πειθώ τη θέση του ρεαλιστικού προτάγματος: η φύση του διεθνούς συστήματος είναι άναρχη και η έλλειψη κεντρικής αρχής στο διεθνές σύστημα αναγκάζει τα κράτη να συναλλάσσονται με βάση την ισορροπία της ισχύος και στόχο τη μεγιστοποίηση τον εθνικού συμφέροντος.
Η αιτία της παθογένειας του συστήματος, η τραγωδία όπως την χαρακτηρίζει ο Mearsheimer, είναι συστημική και οφείλεται στη δομή του διεθνούς συστήματος. Δεν οφείλεται στη φύση του ανθρώπου ούτε στα πολιτεύματα των κρατών. Τα κράτη στο διεθνές σύστημα δεν έχούν εκχωρήσει το δικαίωμα της αυτοδικίας σε καμία υπέρτατη αρχή κατά το πρότύπο τον κοινωνικού συμβολαίού της ενδοκρατικής πολιτικής τάξης, και έτσι καταφεύγούν στην αυτοβοήθεια. Για το λόγο αυτό, τα κράτη, ως ορθολογικοί δρώντες, προσπαθούν να μεγιστοποιήσούν την ισχύ τούς και εκμεταλλεύονται κάθε ευκαιρία να την αυξήσούν έναντι των αντιπάλων τούς. Η επιβίωση απαιτεί επιθετικότητα και ο τελικός στόχος κάθε μεγάλης δύναμης είναι να ηγεμονεύσει στο σύστημα, να ξεπεράσει σε ισχύ τούς ανταγωνιστές της. Σε έναν τέτοιο κόσμο ο ανταγωνισμός μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων και η χρήση στρατιωτικής βίας παραμένει ένα πάγιο χαρακτηριστικό της διεθνούς πολιτικής.

γ´
Το βιβλίο του Mearsheimer γράφτηκε πριν από την 11η Σεπτεμβρίού, αλλά σε μεταγενέστερα άρθρα του έχει στραφεί κατά της κυβέρνησης Bush και του νεοσυντηρητικού-ιδεαλιστικού προτάγματος που επικράτησε στην αμερικανική εξωτερική πολιτική. Ο Mearsheimer πιστεύει ότι η πιο ισχυρή πολιτική ιδεολογία δεν βασίζεται στο δημοκρατικό πολίτεύμα αλλά στο έθνος - και στον εθνικισμό. Η δύναμη του εθνικισμού εξηγεί, κατά τον Mearsheimer, γιατί όλες οι ευρωπαϊκές αυτοκρατορίες, η Βρετανική, η Γαλλική, η Αυστροουγγρική, η Οθωμανική, η Ρωσική, είναι τώρα στο χρονο-ντούλαπο της ιστορίας.
Γράφοντας πριν από την 11η Σεπτεμβρίού προέβλεψε ότι ο κύκλος της βίας θα συνεχιστεί και την επόμενη χιλιετία. Οι ελπίδες για την εδραίωση της ειρήνης στον πλανήτη θα διαψευστούν, γιατί ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις του διεθνούς συστήματος υπάρχει ο φόβος, η έλλειψη εμπιστοσύνης και τα αντικρουόμενα συμφέροντα που τις οδηγούν σε ανταγωνιστική συμπεριφορά με στόχο τη μεγιστοποίηση της ισχύος τους. Η ισχύς εγγυάται την επιβίωση και την ασφάλεια τούς. Τα κράτη τα οποία κινούνται με βάση αυτά τα κίνητρα αναπόφεύκτα θα οδηγηθούν σε σύγκρούση, καθώς ανταγωνίζονται για να αποκτήσουν πλεονέκτημα το ένα έναντι του άλλου. Αυτό, κατά τον Mearsheimer, αποτελεί τραγωδία αλλά δεν υπάρχει διαφυγή εκτός και εάν τα κράτη που απαρτίζούν το διεθνές σύστημα συμφωνήσουν στη δημιουργία μιας παγκόσμιας κυβέρνησης. Τέτοια ριζική μεταβολή της φύσης των διεθνών σχέσεων δεν αποτελεί ορατό και ρεαλιστικό ενδεχόμενο και για το λόγο αυτό ο ανταγωνισμός και ο πόλεμος θα εξακολουθήσουν να αποτελούν πάγια χαρακτηριστικά των διεθνών σχέσεων.
Διατυπώνοντας τη θεωρία του επιθετικού ρεαλισμού, ο Mearsheimer θεωρεί απίθανη την επικράτηση ενός πλανητικού ηγεμόνα και διατυπώνει την άποψη ότι τα κράτη επιδιώκούν να ηγεμονεύσουν στην περιφέρεια τούς, στο ημισφαίριό τούς. Τα κράτη τα οποία επιτυγχάνουν να αναδειχθούν σε περιφερειακές δυνάμεις-τοπικούς ηγεμόνες, εχουν ως επόμενο στόχο να αποτρέψουν την ανάδειξη άλλων ισχυρών τοπικών ηγεμόνων σε άλλα περιφερειακά υποσυστήματα. Στο πλαίσιο αυτό αποποιείται το ρόλο τον παγκόσμιου χωροφύλακα για τις ΗΠΑ και αντίθετα θεωρεί ότι οι ΗΠΑ ιστορικά έπαιξαν με επιτυχία το ρόλο του υπερπόντιου εξισορροπητή (offshore balancer). Ο Mearsheimer θεωρεί ότι η γεωπολιτική θέση των ΗΠΑ διασφαλίζει την άμύνα και την ασφάλειά τηςσε μεγάλο βαθμό και της δίνει τη δυνατότητα να δράσει ως υπερπόντιος εξισορροπητής, αλλά η ίδια θέση τής στερεί τη δυνατότητα να γίνει πλανητικός ηγεμόνας.
Αρνείται τη βιωσιμότητα μιας προσέγγισης με την Κίνακαι επισημαίνει ότι εάν η Κίνα αναπτυχθεί οικονομικά θα αποτελέσει απειλή για την ισορροπία της ισχύος του περιφερειακού της υποσυστήματος στην Ασία. Η Κίναθα προσπαθήσει να μετατρέψει υπέρ της το ισοζύγιο ισχύος και να διασφαλίσει ότι οι γείτονές της, κυρίως η Ιαπωνίακαι η Ρωσία, δεν είναι σε θέση να την απειλήσουν. Στη συνέχεια η Κίνα θα προσπαθήσει να εκδιώξει τις ΗΠΑαπό την Ασία όπως η Αμερική έκανε με τις ευρωπαϊκές δυνάμεις στο δυτικό ημισφαίριο. Για το λόγο αυτό πιστεύει ότι η Αμερική θα αναγκαστεί να εφαρμόσει απέναντι στη Κίνα μια πολιτική ανάσχεσης και αποτροπής.

Κωνσταντίνος Αρβανιτόπουλος
Από το εισαγωγικό σημείωμα της ελληνικής έκδοσης του έργου του John Mearsheimer, Η Τραγωδία της Πολιτικής των Μεγάλων Δυνάμεων, Εκδ. Ποιότητα

.~`~.
II

Ιρλανδία
The Honorary Patronage of John Mearsheimer: The Future of the Trans-Atlantic Alliance | UPS


Τουρκία
Prof. John Mearsheimer'ın "Turkish Foreign Policy: A Realist's Assessment" Başlıklı Konferansı


Δανία
Keynote by Professor John J. Mearsheimer - IntRpol, University of Southern Denmark



Κίνα
John Mearsheimer - Geopolitics and Beyond



Καναδάς
Why China Cannot Rise Peacefully

CrossTalk: Containment 2.0?
(ft. Stephen Cohen & John Mearsheimer)
Στρατηγική νεο«περιορισμού-ανάσχεσης» (containment strategy) των Η.Π.Α, επέκταση ΝΑΤΟ, Ρωσία, «Νέος Ψυχρός Πόλεμος»


.~`~.
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική

*
*
*
*
*
- Το μέλλον της Ε.Ε, η Ανατολική Ευρώπη -η Ουκρανία- και τα Βαλκάνια, ο Huntington, ο Brzezinski και οι πλανητικές πολιτικές των Η.Π.Α. Τα «Ανθρώπινα δικαιώματα», η «σύγκρουση των πολιτισμών» και τα «Ευρασιατικά Βαλκάνια» ως βαλκανοποίηση της υφηλίου και καλλιέργεια της ελεγχόμενης αναρχίας. Η απόρριψη του διλήμματος μεταξύ πυρηνικού ολοκαυτώματος ή πολιτιστικής ανυπαρξίας - προς μιας νέα ιστορική σύνθεση που θα εναντιώνεται στις θεωρίες και τους υπολογισμούς γραφείου-εργαστηρίου.
*

Η παρακμή του κράτους: Από το 1975.

$
0
0

---------------------------------------------------------------

Τελευταία, η Δύσηκουράστηκε από το κράτος και έγινε δύσπιστη απέναντι του, αηδίασε με την κυριαρχία του και θέλει να την τροποποιήσει. Το ενδιαφέρον σήμερα μετατοπίστηκε στην εξωτερική πολιτική, τους διεθνείς θεσμούς και τον διεθνή έλεγχο, ακόμη και σε ένα παγκόσμιο κράτος, επειδή το σύστημα κρατών σήμερα βρίσκεται φανερά στην ίδια αναρχική απαρχαίωση που βρίσκονταν τα φεουδαρχικά βασίλεια την εποχή που γεννήθηκε ο Machiavelli.

.~`~.
Εισαγωγή

Ο άνθρωπος που πραγματικά «επινόησε» το κράτος ήταν ο Τόμας Χομπς. Από την εποχή του Χομπς μέχρι σήμερα, μία από τις σημαντικότερες λειτουργίες του κράτους -όπως και όλων των προγενέστερων μορφών πολιτικης οργάνωσης- ήταν η διεξαγωγή πολέμου εναντίον άλλων οντοτήτων του είδους του. Εάν δεν υπήρχε η ανάγκη του πολέμου, είναι σχεδόν βέβαιον ότι η συγκέντρωση της ισχύος στα χέρια των μοναρχών θα επιτυγχανόταν πολύ πιο δύσκολα. Εάν δεν υπήρχε ο πόλεμος, η ανάπτυξη του γραφειοκρατικού μηχανισμού, της φορολογίας, ακόμη και των υπηρεσιών κοινωνικής προνοιας οπως η παιδεία, η υγεία κλπ., πιθανότατα θα ήταν πολύ πιο αργή. Όπως δείχνουν τα γεγονότα, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο όλα τα παραπάνω συνδέονταν αρχικά με την επιθυμία να αυξηθεί η προθυμία των ανθρώπων να πολεμήσουν για λογαριασμό των κρατών τους.
Για να επικεντρωθούμε στον οικονομικό τομέα, η Τράπεζα της Αγγλίας, ο πρώτος θεσμός του είδους, είχε τις απαρχές της στους πολέμους της Βρετανίας εναντίον του Λουδοβίκου ΙΔ'. Στις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα, οι πρώτοι σύγχρονοι φόροι εισοδήματος ήταν επίσης απόρροια του πολέμου, όπως και το «επίσημο νόμισμα» και ο σημαντικότερος εκπρόσωπός του, το «πράσινο δολάριο». Αργότερα, για να αναφέρουμε τρία μόνο παραδείγματα, ορισμένες από τις πρώτες προσπάθειες παροχής κοινωνικής ασφάλισης, η εγκατάλειψη του κανόνα του χρυσού το 1914 και η επανάσταση των μπολσεβίκων (η οποία αντιπροσώπευε την προσπάθεια εγκαθίδρυσης πλήρους κρατικού ελέγχου επί της οικονομίας) εμφανίστηκαν με τη συγκεκριμένη μορφή και στη συγκεκριμένη κάθε φορά χρονική στιγμή μόνο και μόνο λόγω της ανάγκης του κράτους να κινητοποιήσει τους πόρους του και να διεξαγάγει πόλεμο εναντίον των γειτόνων του.
Πέρα από την τεράστια συνεισφορά του πολέμου στη δομή και την οργάνωση του κράτους, δεν ηταν λιγότερο σημαντική η λειτουργία του πολέμου ως συναισθηματικά ενοποιητικού παράγοντα. Όσο φημισμένοι και αν ήταν ο Ρουσσώ, ο Χέρντερ, ο Φίχτε, ο Χέγκελ και οι λοιποί, αυτοί που διάβαζαν τα κείμενα τους ήταν σχετικά ελάχιστοι. Η Μεγάλη Αλλαγή πραγματοποιήθηκε μόνο όταν το γαλλικό κράτος, μετά την Επανάσταση, καθιέρωσε την καθολική στρατιωτική θητεία -ακολουθούμενο στη συνέχεια και από άλλα κράτη- και ο εθνικισμός, τροφοδοτούμενος με κάθε μέσον που είχαν στη διάθεσή τους οι Αρχές, μετατράπηκε σε κυρίαρχη ιδεολογία του δέκατου ένατου αιώνα.
Αυτό δεν σημαίνει απαραιτήτως ότι πρέπει κανείς να συμμεριστεί τις απόψεις όσων πιστεύουν ότι το κυρίαρχο κράτος, που δεν αποδέχεται κανέναν ανώτερο κριτή, είναι το κύριο αίτιο του πολέμου'πιστεύω μάλλον ότι ο πραγματικός λόγος ύπαρξης του πολέμου είναι ότι ο πόλεμος άρεσε ανέκαθεν στους άνδρες και οι πολεμιστές άρεσαν στις γυναίκες. Ωστόσο, είναι γεγονός ότι τα κράτη μπορούν να ασκήσουν ισχυρή συναισθηματική έλξη μόνο εφόσον προετοιμάζονται για πόλεμο και διεξάγουν πόλεμο. Εάν, για οποιονδήποτε λόγο, πάψουν να το κάνουν, τότε δεν υπάρχει λόγος να είναι οι άνθρωποι περισσότερο αφοσιωμένοι σ'αυτά απ ό,τι, φέρ'ειπείν, στην General Motors ή την ΙΒΜ. Με άλλα λόγια, σε μια τέτοια περίπτωση δεν θα έχουν σχεδόν λόγο ύπαρξης.
Η πρώτη ενότητα του παρόντος κεφαλαίου υποστηρίζει ότι η ικανότητα των κρατών να διεξάγουν πόλεμο μεταξύ τους βαίνει μειούμενη μετά το 1945. Η δεύτερη ενότητα εξηγεί πώς τα κράτη, αντιμέτωπα με την απώλεια αυτής της ικανότητας, υιοθέτησαν σοσιαλιστικές ιδέες, στράφηκαν στο εσωτερικό τους και δημιούργησαν το σύγχρονο κράτος πρόνοιας, για να διαπιστώσουν παρ'όλα αυτά, περίπου από το 1975 και μετά, ότι αυτό το σύστημα δεν ήταν βιώσιμο οικονομικά ή, όπως υποστήριξαν ορισμένοι, δεν ήταν επιθυμητό κοινωνικά. Η τρίτη ενότητα εξετάζει τον τρόπο με τον οποίον η τεχνολογία, η οποία από το 1500 μέχρι το 1945 συνέβαλε τόσο στη δημιουργία του κράτους, έχει αλλάξει κατεύθυνση και συχνά γίνεται αιτία να χάνουν τα κράτη τη δύναμή τους προς όφελος διαφόρων οργανισμών που δεν έχουν εδαφική βάση ή δεν διαθέτουν κυριαρχία ή και τα δύο μαζί. Η τέταρτη ενότητα στηρίζεται στις προηγούμενες και υποστηρίζει ότι, σε μέρη τόσο απομακρυσμένα μεταξύ τούς όσο η Νότιος Αφρική και οι Ηνωμένες Πολιτείες πολλά κράτη καθίστανται λιγότερο πρόθυμα και ικανά να εγγυηθούν τη ζωή και την περιουσία των πολιτών τους, με αποτέλεσμα να ανατίθενται τα καθήκοντα αυτά όλο και περισσότερο σε άλλους οργανισμούς. Τέλος, όταν τεθούν όλα τα παραπάνω θεμέλια, θα έχει έρθει η ώρα να διερευνήσουμε το μέλλον.

.~`~.
I
Η εξαφάνιση του μείζονος πολέμου

Η εξαφάνιση του μείζονος διακρατικού πολέμου, η οποία συντελείται τα τελευταία χρόνια του εικοστού αιώνα, υπήρξε αποτέλεσμα της εμφάνισης των πυρηνικών οπλων. Απο τη χαραυγή της ιστορίας, οι πολιτικές οργανώσεις που άρχιζαν πόλεμο μεταξύ τους μπορούσαν να ελπίζουν ότι θα επιβιωναν αν κατέβαλλαν τον εχθρό και νικούσαν. Σήμερα ομως, θεωρώντας απλώς ότι η ηττημένη πλευρά θα διατηρήσει μια χούφτα πυρηνικών οπλων έτοιμων προς χρηση, η σχέση μεταξύ νίκης και επιβίωσης έχει διακοπεί. Αντιθέτως, θα πρέπει να ληφθεί υπ όψιν έστω η πιθανότητα ότι, όσο μεγαλύτερος είναι ο θρίαμβος επί του αντιπάλου που διαθέτει πυρηνικά όπλα, τόσο μεγαλύτερος είναι και ο κίνδυνος για την επιβίωση του νικητή. Ο εμπόλεμος που βρίσκεται αντιμέτωπος με την αμεση προοπτική να χάσει τα πάντα -όπως για παράδειγμα συνέβη πρώτα στη Γαλλιακαι τη Ρωσίακαι κατόπιν στη Γερμανίακαι την Ιαπωνίακατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο- είναι πιθανότερο να αντιδράσει πατώντας το κουμπί των πυρηνικών ή για την ακρίβεια πέφτοντας επάνω του, καθώς θα έχει καταρρεύσει η ιεραρχική κλίμακά του και ο ίδιος θα έχει χάσει τον έλεγχο.
Καθώς τα πυρηνικά όπλα εμφανίστηκαν μετά τη λήξη και συνεπεία της μεγαλύτερης ένοπλης σύγκρουσης όλων των εποχών, χρειάστηκε να περάσει αρκετός καιρός για να γίνει αντιληπτή η παραλυτική επίδρασή τους στον μελλοντικό πόλεμο. Τα χρόνια αμέσως μετά το 1945, μόνο ένας σημαντικός συγγραφέας φαίνεται να συνειδητοποίησε ότι «το απόλυτο όπλο» δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ποτέ'ένστολη ή όχι, η μεγάλη πλειοψηφία προτιμούσε να αναζητεί τρόπους με τους οποίους το όπλο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και, αν ήταν απαραίτητο, θα χρησιμοποιούνταν. Όπως συμβαίνει πάντα όταν οι άνθρωποι προσπαθούν να προβλέψουν τη μορφή της μελλοντικής σύγκρουσης, η αδράνεια και τα «διδάγματα» του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου έπαιξαν τον ρόλο τους...
Τόσο στο δίκαιο όσο και στην πράξη, καθώς ο εικοστός αιώνας πλησίαζε στο τέλος του, ο διακρατικός πόλεμος φαινόταν να βρίσκεται σε υποχωρηση. Το δικαιωμα διεξαγωγής διακρατικού πολεμου είχε αφαιρεθεί από την κρατική κυριαρχια, της οποίας αποτελούσε αναπόσπαστο στοιχείο, εκτός εάν υπαγορευοταν απο αυτοάμυνα. Ακόμη και εκεί όπου τα κράτη διεξήγαν πόλεμο αποκλειστικά για λόγους αυτοάμυνας (και ακριβώς για τον λόγο αυτό), δεν επιτρεπόταν να επωφεληθούν επιφέροντας εδαφική αλλαγή. Έτσι, ο διακρατικός πόλεμος έχασε το κυριότερο δέλεαρ που διέθετε. Ταυτόχρονα, όσον αφορά τα σημαντικά κράτη η εμφάνιση των πυρηνικών όπλων αύξησε κατά πολύ το κόστος του διακρατικού πολέμου. Ηταν πολυ φυσικο, επομένως, να μειωθεί η συχνότητά του, τουλάχιστον αναμεσα στα κράτη αυτά.
Όσο για τους διακρατικούς πολέμους που εξακολούθησαν να γίνονται, χωρίς καμία σχεδόν εξαίρεση, το μέγεθος των δυνάμεων που χρησιμοποιήθηκαν, η κλίμακα των στρατιωτικών επιχειρήσεων και η απειλή για την ύπαρξη των εμπολέμων ουδέποτε πλησίασαν έστω τις διαστάσεις της εποχής προ του 1945. Από τη Μέση Ανατολή μέχρι τα Στενά της Ταιβάν, ο κόσμος παραμένει επικίνδυνο μέρος και νέες μορφές ένοπλης σύγκρουσης φαίνεται ότι παίρνουν τη θέση των παλαιών. Παρά ταύτα, σε σύγκριση με την κατάσταση όπως είχε ακόμη και μέχρι το 1939, η αλλαγή υπήρξε μνημειώδης.

.~`~.
II
Η υποχώρηση του κράτους πρόνοιας

Καθώς η εισαγωγή των πυρηνικών όπλων και η αλλαγή αντιλήψεων σχετικά με το διεθνές δίκαιοοδήγησαν στην απώλεια της ικανότητας του κράτους να επεκτείνεται εις βάρος των γειτόνων του, το κράτος έστρεψε την ενεργητικότητα του -που εξακολουθουσε να είναι σημαντική- στο εσωτερικό. Χρησιμοποιώντας εργαλεία όπως στατιστική, η φορολογία, η αστυνομία, οι φυλακές, η υποχρεωτική παιδεία και το κράτος πρόνοιας, το κράτος επέκτεινε την εξουσία του επι της κοινωνίας των πολιτών αιώνες ολόκληρους, επιβάλλοντας το δικό του δίκαιο, εξαλείφοντας ή έστω αποδυναμωνοντας σε μεγάλο βαθμό θεσμούς μικρότερης εμβέλειας, με τους οποίους οι άνθρωποι ζούσαν όλη τους τη ζωή, και ενισχυόμενο μέχρι του σημείου ώστε να δεσπόζει σε ολόκληρη την κοινωνία των πολιτών. Από το 1840 περίπου, σοσιαλιστικές ιδέες, που έγιναν πράξη, λειτουργούσαν προς την ίδια κατεύθυνση και συνέβαλαν στο να επέλθουν αλλαγές. Έπειτα, αντί με το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου να επέλθει μια περίοδος χαλάρωσης, το κράτος διπλασίασε τις προσπάθειες του.
Σε επίπεδο ρητορικής, η κίνηση προς την κατεύθυνση του κράτους πρόνοιας ξεκίνησε στη διάρκεια του ίδιου του πολεμου. Τοσο ο Τσώρτσιλ οσο και ο Ρούσβελτ είχαν πλήρη επίγνωση του ότι οι προσπάθειες που κατέβαλαν οι εργαζόμενοι για λογαριασμό των κρατών τους επρεπε να αποζημιωθούν. Έτσι, όταν υπέγραψαν τον «Χάρτη του Ατλαντικού», στις αρχές του 1942, διακήρυξαν επισήμως ότι η «ελευθερία από την ανάγκη» ήταν ένας από τους κύριους σκοπούς των Συμμάχων. Προκειμένου να επιτευχθεί, οι άνθρωποι της εποχής επισήμαναν την τεράστια αύξηση της παραγωγής που είχε επιφέρει η κινητοποίηση και η χρησιμοποίηση όλων των πόρων για τη στρατιωτική προσπάθεια. Ειπώθηκε ότι, εάν ένα μικρό μόνο μέρος αυτών των πόρων παρέμενε στα χέρια του κράτους και χρησιμοποιούνταν για δημόσιους σκοπούς, ήταν πιθανόν να επιλυθούν ορισμένα από τα πιεστικότερα κοινωνικά προβλήματα, όπως η φτώχεια, η ανεργία (και τα δύο ήταν πολύ έντονα στα χρόνια της Μεγάλης Ύφεσης), η ελλιπής υγειονομική περίθαλψη και η ανεπαρκής πρόσβαση στη δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια εκπαέδευση ως μέσον για μια καλύτερη ζωή. Η βρετανική Έκθεση Μπέβερετζ, η οποία δημοσιεύτηκε το 1944 και προλείανε το έδαφος για ευρείες κοινωνικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις, έδειξε τον δρόμο και χρησίμευσε ως υπόδειγμα για πολλούς άλλους στη Δυτική Ευρώπη, τον Καναδά και την Αυστραλασία. Κανένας ωστόσο δεν εξέφρασε καλύτερα τα συναισθήματα που επικρατούσαν από τον Αυστραλό πολιτικό Τζων Κέρτιν, ο οποίος ήταν πρωθυπουργός καθ'όλη τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου'κατά την άποψή του, «η κυβέρνηση πρέπει να είναι πρωτίστως ο οργανισμός μέσω του οποίου θα τονωθούν οι μάζες»...
Προς το έτος 2000, η οικονομική πολιτική στις περισσότερες χώρες, όπως και η οικονομική επιστήμη που την ερμήνευε και τη δικαιολογούσε, είχε διαγράψει πλήρη στροφή. Η τάση για μεγαλύτερη παρέμβαση του κράτους στην οικονομία, τάση που είχε αρχίσει τη δεκαετία του 1840 και εντάθηκε μετά το 1900 περίπου, είχε εκλείψει ή εξέλιπε'τη θέση της έπαιρνε η νέα έμφαση που δινόταν στην ιδιωτική επιχείρηση και τον ανταγωνισμό. Συχνά αυτά τα δύο εκδηλώνονταν στις αγριότερες και λιγότερο πολιτισμένες μορφές τους, όπως για παράδειγμα όταν ο αγώνας δρόμου για την απόκτηση περιουσίας, που μέχρι τότε ήταν κρατική, οδήγησε στην άνοδο της «ρωσικής μαφίας». Συχνά επίσης, η ιδιωτική επιχείρηση και ο ανταγωνισμός συνοδεύονταν από τρομερό χάσμα μεταξύ των κοινωνικών τάξεων, από αύξηση του οργανωμένου και ανοργάνωτου εγκλήματος και εξαθλίωση της μεγάλης πλειοοψηφιας του πληθυσμου, συμπεριλαμβανομένων ιδίως ομάδων οπως ηλικιωμένοι συνταξιούχοι, που για τον αλφα ή βητα λογο ηταν ανίκανοι να διακόψουν την εξάρτησή τους από το χρεοκοπημένο πλέον κράτος.
Φυσικά, οι λεπτομέρειες διέφεραν από τη μία περιφέρεια στην άλλη. Στην ανατολική Ασία, όπως ήδη αναφέραμε η ουσιαστική απουσία ενός δικτύου κοινωνικής ασφάλισης σήμαινε ότι η διαδικασία καθορίστηκε ως προς τις σημαντικότερες συνιστώσες της από τη φιλελευθεροποίηση των αγορών, τη χαλάρωση των δεσμών μεταξύ κυβέρνησης και βιομηχανίας και από γενική λιτότητα. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες γνώριζαν περίοδο ευημερίας αλλά ήταν διαιρεμένες ανάμεσα σε έναν δημοκρατικό πρόεδρο και ένα ρεπουμπλικανικό κογκρέσο, οι πολιτικοί προτίμησαν να αναβάλουν τις δύσκολες αποφάσεις για αργότερα καθώς η κοινωνική ασφάλιση απειλούνταν με χρεοκοπία λίγο μετά το έτος 2000. Σε μεγάλο μέρος της Ευρώπης, το κράτος πρόνοιας εξακολουθούσε να υφίσταται, περισσότερο λόγω αδράνειας και λόγω της απουσίας κάποιας εναλλακτικής πρότασης που θα μπορούσε να προσελκύσει τους ψηφοφόρους παρά για οποιονδήποτε άλλο λόγο. Στην Ουκρανία, όπως και σε πολλά άλλα μέρη της ανατολικής Ευρώπης, της κεντρικής Ασίας και της Αφρικής, η κατάρρευση μονοκομματικών κομμουνιστικών και σοσιαλιστικών καθεστώτων άφησε πίσω της κατεστραμμένες οικονομίες, που μόλις λειτουργούν. Σχεδόν παντού οι κυβερνήσεις αγωνίστηκαν για να διατηρήσουν τουλάχιστον ορισμένα τμήματα του κράτους πρόνοιας, κυρίως την πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Πέραν τούτου όμως, ήταν φανερό ότι το όνειρο να χρησιμοποιηθεί η διακυβέρνηση για να «τονωθούν» οι μάζες είχε σωριαστεί σε ερείπια. Για την ακρίβεια μάλιστα, ακόμη και ομολογουμένως «αριστερά» κόμματα υιοθέτησαν κεντρώα στάση και διακήρυξαν ότι δεν ήταν πλέον σοσιαλιστικά. Οι παλαιές μορφές πολιτικοοικονομικής οργάνωσης έχουν σε μεγάλο βαθμό χάσει την αξιοπιστία τους, και αυτή τη στιγμή αναζητούνται άλλες για να πάρουν τη θέση τους.

.~`~.
III
Η διεθνοποίηση της τεχνολογίας

Όπως έχει υποστηριχτεί, η άνοδος του κράτους είναι άρρηκτα συνυφασμένη με την αντίστοιχη άνοδο της σύγχρονης τεχνολογίας. Ή τυπογραφία, οι δρόμοι, οι σιδηρόδρομοι, οι τηλεπικοινωνίες και οι γραφομηχανές -για να μην αναφέρουμε τα όπλα και τα οπλικά συστήματα- ήταν από τα σημαντικότερα μέσα που επέτρεψαν στο κράτος να επιβάλει την εξουσία του σε κάθε τετραγωνικό χιλιομετρο της επικράτειας του και σε καθε πολίτη του. Το καθένα μεμονωμένα και όλα μαζί επέτρεψαν τη συγκρότηση και τις επιχειρήσεις των ενόπλων δυνάμεων, τη συγκεντρωση εσόδων, τη διάδοση νόμων και διαταγματων και τη συλλογή πληροφοριών, ολα αυτα σε ποσότητες, με ταχύτητες και σε αποστάσεις αδιανόητες ως τότε. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές εφαρμόστηκαν για πρώτη φορά τη δεκαετία του 1890 για την ταξινόμηση και αντιπαραβολή των αποτελεσμάτων της απογραφής των ΗΠΑ. Για να το δούμε από μια άλλη πλευρα, δεν είναι τυχαίο οτι η σύγχρονη τεχνολογία έχει τις απαρχές της στη Δυτική Ευρώπη και ότι έχει επιτύχει τη μεγαλύτερη ανάπτυξη της σε εκείνα τα μέρη του κόσμου όπού τα κράτη είναι ισχυρά και σταθερά. Αντιθέτως, οι περιοχες που για τον αλφα ή βήτα λόγο δεν κατάφεραν να εγκαθιδρύσουν ισχυρά κράτη είναι οι περιοχες εκείνες που, σε γενικές γραμμές, υστερούν στην παραγωγή και εφαρμογή κάθε είδους τεχνολογίας.
Από την αρχή όμως, μεγάλο μέρος της σύγχρονης -δηλαδή από το 1800 και μετά- τεχνολογίας είχε δύο όψεις. Από τη μία πλευρά, επέτρεπε στις κυβερνήσεις να απλώσουν, να επεκτείνουν και να ενισχύσουν την κυριαρχία τους περισσότερο από οποτεδήποτε άλλοτε και ως εκ τούτου τις διευκόλυνε να ελέγξουν τα πάντα εντός των εθνικών συνόρων τούς. Από την άλλη πλευρά, υπερέβαινε συνήθως τα σύνορα αυτά, αφού τα διέσχιζε και τα μετέτρεπε σε εμπόδια για την πρόοδο. Αυτό οφείλεται στο ότι η σύγχρονη τεχνολογία, σε αντίθεση με την προ του 1800, μπορεί ως επί το πλείστον να λειτουργήσει μόνο όταν και στον βαθμό που ομαδοποιείται σε συστήματα. Ένα άροτρο, ένα σφυρί, ένα μουσκέτο, ακόμη και μια ατμομηχανή ή ένα πλοίο μπορούν να κάνουν τη δουλειά τούς ακόμη και όταν δεν συνοδεύονται από άλλα του είδους τους. Ακόμη και όταν χρησιμοποιούνται πολλά άροτρα το ένα δίπλα στο άλλο ή όταν πολλά πλοία ενώνονται σε ένα στόλο, το καθένα απ'αυτά εξακολουθεί να είναι ικανό να επιτελέσει τη λειτουργία του ανεξάρτητα από τα υπόλοιπα. Αυτό δεν συμβαίνει με ένα μεμονωμένο τραίνο ή μία τηλεγραφική συσκευή ή ένα τηλέφωνο, αφού το καθένα απ'αυτά είναι από μόνο του εντελώς άχρηστο...
Αν και ο ρόλος των διαφόρων μέσων ενημέρωσης στην κατάρρευση του πρώην ανατολικού συνασπισμού είναι αδύνατον να εκτιμηθεί, ήταν σίγουρα μεγάλος. Μόνο στην Ανατολική Γερμανία, δεκαπέντε από τα δεκαοχτώ εκατομμύρια του πληθυσμού παρακολούθησαν τακτικά τη δυτικογερμανική τηλεόραση. Σύμφωνα με δηλώσεις ταξιδιωτών, δυτικοί ραδιοσταθμοί όπως οι RFE, VOA, BBC και DW ισχυρίζονταν ότι είχαν σχεδόν εκατό εκατομμύρια ακροατές το 1989. Άσχετα με το αν ο αριθμός αυτός ήταν ακριβής, η συμβολή τους στο να κινηθεί η ΕΣΣΔ προς τη γκλάσνοστ και την περεστρόικα αναγνωρίστηκε αργοτερα από τον Μιχαήλ Γκορμπατσώφ. Αντιθέτως, κράτη όπως η Κίνα, η Μπουρμα, το Ιράν και η Σαουδική Αραβία που προσπαθούν να βάλουν παρωπίδες στα μάτια των πολιτών τους και να τους εμποδίσουν να έχουν πρόσβαση σε διεθνείς υπηρεσίες ενημέρωσης, θα διαπιστώσουν ότι το τίμημα που θα αναγκαστουν να καταβαλουν γι'αυτή την αυτοεπιβληθείσα απομόνωση είναι σημαντικό. Μακροπρόθεσμα, είναι σχεδόν βέβαιο ότι ο αγώνας τους θα αποβεί μάταιος.
Έτσι, φαίνεται ότι στα τέλη του εικοστού αιώνα, και παρά τα όσα έλεγε ο Τζώρτζ Οργουελ στο 1984, η σύγχρονη τεχνολογία δεν μας εισήγαγε σε μια εποχή ερμητικά κλειστών αυτοκρατοριών, Engsoc («αγγλικού σοσιαλισμού» στη γλώσσα που χρησιμοποιείται στο 1984) και ελέγχου της σκέψης. Βέβαια, τα εμπόδια προς την «παγκοσμιοποίηση» εξακολουθούν να είναι τρομερά. Και δεν εννοούμε μόνο τον εθνικισμό και την ξενοφοβία που συναντούμε σε πολλά μέρη, ιδιαίτερα του αναπτυσσόμενου κόσμου, αλλά και εκείνον τον τύπο περιφερειακής οργάνωσης που, αντί να ωθεί τις χώρες να ανοιχτούν στο παγκόσμιο εμπόριο, τείνει να δημιουργεί ομάδες χωρών σχετικά κλειστές στο εμπόριο αυτό. Ανεξάρτητα από το αν επικρατήσει η παγκοσμιοποίηση ή η περιφερειακή οργάνωση, η επίδραση στα μεμονωμένα κράτη είναι παρόμοια. Όσο πιο σημαντικό είναι ένα κράτος, τόσο πιθανότερο είναι να συμμετέχει σε πολύ μεγάλο αριθμό διεθνών οργανισμών, είτε αυτοί είναι παγκόσμιοι είτε περιφερειακοί είτε απλώς εξειδικευμένοι. Με τον τρόπο αυτό, παραχωρεί ένα μέρος της κυριαρχικής εξουσίας του με αντάλλαγμα να έχει λόγο στις υποθέσεις των γειτόνων του. Στο μεταξύ, ο έλεγχος που ασκεί στην οικονομία του και τη σκέψη των πολιτών του έχει αναμφίβολα μειωθεί.
Σ'αυτές τις συνθήκες, το καλύτερο που μπορούν να κάνουν τα κράτη είναι να ακολουθήσουν το ρεύμα. Θα πρέπει να φροντίσουν ώστε οι πολίτες τους να σπουδάσουν ξένες γλώσσες, καθώς και τις νέες διεθνείς γλώσσες της επεξεργασίας δεδομένων'Θα πρέπει να προσχωρησουν σε διεθνείς οργανισμούς, ούτως ώστε να διασφαλίσουν ότι τα συμφέροντά τους δεν θα αγνοούνται'Θα πρέπει να αναπτύξουν τα δικτυα επικοινωνιών και μεταφορών, το οποίο σημαίνει στις περισσότερες περιπτώσεις να τα ενοποιήσουν με τα αντίστοιχα δίκτυα των γειτόνων τους'Θα πρέπει να εκμεταλλευτουν τις νέες εμπορικές δυνατότητες μειώνοντας τους δασμούς, παρέχοντας σταθερό και μετατρέψιμο νόμισμα, ανοίγοντας τις χρηματοοικονομικές αγορές και εξασφαλίζοντας «διαφάνεια»: αυτό το τελευταίο θα το επιτύχουν αν επιτρέψουν την ελεύθερη κυκλοφορία πληροφοριών για τα ίδια, για την οικονομία τους και την κοινωνία τους. Εάν το κάνουν αυτό, το πιθανότερο είναι ότι θα ευημερήσουν. Εάν, για θρησκευτικούς, ιδεολογικούς ή άλλους λόγους, αρνούνται να το κάνουν, έχουν ήδη μείνει πίσω και ειναι, οπως φαίνεται, καταδικασμένα να εξακολουθήσουν να μένουν πίσω. Έχει παρέλθει πια οριστικά η εποχή όπου ένα κράτος, όσο μεγάλο και ισχυρό και αν ηταν, μπορουσε να ελπίζει ότι θα στηριζόταν αποκλειστικά στις δικές του δυνάμεις, θα ίδρυε τη δική του κλειστή αυτοκρατορία και θα χρησιμοποιούσε την ισχύ του για να διεκδικήσει τα εδάφη των γειτόνων του ή και την παγκόσμια κυριαρχία.

.~`~.
IV
Η απειλή εναντίον της εσωτερικής τάξης

Πολλές κυβερνήσεις του Τρίτου Κόσμου δυσκολευονταν ανέκαθεν παρα πολυ να αφαιρέσουν τη βία από τα χέρια των ατόμων και οργανώσεων και να τη μονοπωλήσουν οι ιδέες. Από την Κολομβία και τη Λιβερία μέχρι το Αφγανιστάν και τις Φιλιππίνες, οι κυβερνήσεις αυτές δεινοπαθούν συχνά απο εμφυλίους πολέμους, εθνοτικες διαμάχες, θρησκευτικές συγκρούσεις, ανταρτοπόλεμο, τρομοκρατία, τρομοκρατία που σχετίζεται με τα ναρκωτικά ή, τις περισσότερες φορές, από κάποιο συνδυασμό των παραπάνω. Στις περιοχές αυτές το κράτος φυτοζωεί, μερικές φορές επί αιώνες -όπως συνέβη σε μεγάλο μέρος της Λατινικής Αμερικής στα «εκατό χρόνια μοναξιάς» της-, ή αρχίζει να καταρρέει προτού σχεδόν δημιουργηθεί, όπως συνέβη σε περιοχές της Ασίας και προπάντων, της Αφρικής. Στο μεταξύ, λόγω των τεχνολογικών και οικονομικών εξελίξεων, οι κυβερνήσεις του ανεπτυγμένου κόσμου χάνουν σε κάποιο βαθμό ή παραιτούνται από την ικανότητά τους να διεξάγουν διακρατικό πόλεμο, να παρέχουν κοινωνική πρόνοια, να κυριαρχούν στην οικονομία τους και να ελέγχουν τη σκέψη των πολιτών τους. Συνεπώς, μπορεί κάλλιστα να τεθεί το ερώτημα: θα καταφέρουν να διατηρήσουν το μονοπώλιό τους στη διατήρηση της έννομης τάξης;
Ίσως ο καλύτερος τρόπος να προσεγγίσει κανείς το πρόβλημα είναι ο εξής: Από τα μέσα του δέκατου εβδόμου αιώνα μέχρι το 1914, οι ένοπλες δυνάμεις των «πολιτισμένων» κυβερνήσεων -πρωτίστως οι ευρωπαικές, οι οποίες όμως αργότερα πλαισιώθηκαν και από τις ένοπλες δυνάμεις της Βορείου Αμερικής και της Ιαπωνίας- αποδείχτηκαν ικανές να υπερνικήσουν οποιαδήποτε αντίσταση μπορούσαν να προβάλουν άλλες πολιτικές οντότητες και οι κοινωνίες τούς. Το πλεονέκτημα αυτό ενισχύθηκε με τον καιρό: στο Ομντουρμάν, το 1896, μια χούφτα μυδραλιοβόλων Μαξίμ επέτρεψε στις δυνάμεις αυτές να εξολοθρεύσουν ολόκληρες φάλαγγες δερβίσηδων. Οι νίκες τους επέτρεψαν στις κυβερνήσεις τους να επεκταθούν τοσο, ώστε να ελέγχουν σχεδόν ολόκληρο τον κόσμο. Μόλις τρείς ή τέσσερις μη λευκές χώρες απέφυγαν την κυριαρχία την οποία συχνά επεβαλλαν πολύ μικρές ομάδες ξένων επί χώρες στην αντιπερα ακτη.
Την περίοδο 1918-1939, οι δυσκολίες της διατήρησης των διαφόρων αποικιακών αυτοκρατοριών αυξήθηκαν αρκετά. Σε πολλά μέρη οι ιμπεριαλιστές υποχρεώθηκαν να συμμαχήσουν με τοπικές ελίτ, οι οποίες έγιναν δεκτές στις κατώτερες βαθμίδες της κυβέρνησης. Όλο και συχνότερα, οι συμμαχίες αυτές κρύβονταν πίσω από μια σειρά συνθηκών που παραχωρούσαν την επίφαση της εξουσίας διατηρώντας την στη πραγματικότητα. Έτσι, αν και η κατεύθυνση της αλλαγής ηταν αρκετά ξεκάθαρη, δεν πρέπει να υπερβάλλουμε σχετικά με τις διαστάσεις της. Την εποχή που ξέσπασε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πολεμος, ούτε μια ασιατική ή αφρικανική χώρα δεν είχε κατορθώσει να απαλλαγεί απο τους πραγματικούς αφέντες της, δηλαδη απο στρατεύματα που είτε αποτελουνταν απο λευκούς είτε ειχαν οργανωθεί και διοικούνταν από αυτούς.
Οι αλλαγές που συντελέστηκαν τα τελευταία πενήντα χρόνια είναι κοσμοϊστορικές. Από τη Γαλλία μέχρι τις Ηνωμένες Πολιτείες, δεν υπάρχει σχεδόν καμία «προηγμένη» κυβέρνηση στην Ευρώπη και τη Βόρειο Αμερική της οποίας οι ένοπλες δυνάμεις να μην έχουν ηττηθεί από ελλιπώς εξοπλισμένους, ελλιπώς εκπαιδευμένους, ελλιπώς οργανωμένους, συχνά κακοντυμένους, υποσιτισμένους και αναλφάβητους αγωνιστές της ελευθερίας, αντάρτες ή τρομοκράτες'με λίγα λόγια, από άνδρες -και συχνά γυναίκες- που τους έλειπαν τα πάντα εκτός από το άφθονο κουράγιο και την αποφασιστικότητα να αντέξουν σε αστυνομικές επιχειρήσεις, επιχειρήσεις καταστολής εξεγέρσεων, ειρηνευτικές επιχειρήσεις και οποιοδήποτε άλλο είδος επιχειρήσεων είχαν επινοήσει οι αφέντες τους...
Εάν συνεχιστούν οι σημερινές τάσεις, η τελική έκβαση είναι ορατή, και μαλιστα αποτελεί ήδη θέμα πολλών έργων επιστημονικής φαντασίας, καθώς και παιχνιδιών που παίζονται σε προσωπικούς υπολογιστές. Η παροχή ασφάλειας -που τουλάχιστον από την εποχή του Τόμας Χομπς αναγνωρίζεται ως η σημαντικότερη λειτουργία του κράτους- θα ανατεθεί για άλλη μία φορά σε διάφορες άλλες οντότητες. Ορισμένες θα είναι εδαφικές αλλά όχι κυρίαρχες, με άλλα λόγια κοινότητες μεγαλύτερες των κρατών, ενώ άλλες, ίσως οι περισσότερες, δεν θα είναι ούτε κυρίαρχες ούτε εδαφικές. Ορισμένες θα δρουν εν ονόματι πολιτικών, ιδεολογικών, θρησκευτικών ή εθνοτικών σκοπών, ενώ άλλες καθαρά για ιδιωτικό κέρδος. Όποιοι και αν είναί οι σκοποί τους, όλες θα χρειαστούν χρήματα για να επιβιώσουν. Θα τα αποκτήσουν συνάπτοντας συμβόλαια με κράτη για να κάνουν βρώμικες δουλειές για λογαριασμό τους, πουλώντας τις υπηρεσίες τους σε άλλους οργανισμούς ή εκβιάζοντας τον πληθυσμό. Για παράδειγμα, στη διάρκεια της εξέγερσης της PLO εναντίον του Ισραήλ, χρησιμοποιήθηκαν και οι τρεις μέθοδοι, είτε από διαφορετικές είτε ταυτόχρονα από τις ίδιες κλίκες. Αντιθέτως, και όπως ήδη συμβαίνει σε ορισμένα μέρη, είναι πιθανόν ότι τα κράτη θα υιοθετήσουν την αρχή «ο χρήστης πληρώνει». Θα αρχίσουν να επιβάλλουν τέλη για ορισμένα τουλάχιστον είδη ασφαλείας, όπως η παροχή βοήθειας σε περιπτωση διάρρηξης, τα οποια προηγουμένως παρέχονταν -όσο παρέχονταν- δωρεάν.
Ετσι, ενισχύεται το ενδεχόμενο να απωλέσει το κράτος το μονοπώλιο που διαθέτει σε εκείνες τις μορφές οργανωμένης βίας που εξακολουθούν να ειναι εφικτές στην πυρηνική εποχή, και ως εκ τούτου να μετατραπεί σε απλό δρων υποκείμενο μεταξύ πολλών άλλων. Εξαπλούμενη από κάτω προς τα επάνω, η άσκηση αυτής της βίας μπορεί να ξαναγίνει ό,τι ήταν μέχρι και το πρώτο ήμισυ του δέκατου έβδομου αιώνα: καπιταλιστική επιχείρηση που ελάχιστα διέφερε από πολλές άλλες και συνδεόταν στενά μαζί τους. Ενώ στο παρελθόν πρίγκιπες και άλλοι στρατιωτικοί μεταπράτες συνήπταν συμβόλαια μεταξύ τους προκειμένου να πραγματοποιήσουν κέρδη -ένας κεφαλαιοκράτης του Άμστερνταμ, ο Λούις ντε Γκέιρ, προμήθευσε κάποτε στη σουηδική κυβέρνηση ένα ολόκληρο ναυτικό, ναύτες και κυβερνήτες, μέχρι και τον αντιναύαρχο-, στο μέλλον διάφορες δημόσιες, ημιδημόσιες και ιδιωτικές επιχειρήσεις θα κάνουν το ίδιο. Για ορισμένες απο αυτές η ασφάλεια θα ειναι η κύρια δραστηριότητα, ενώ για άλλες θα είναι επικουρική. Ορισμένες θα είναι νόμιμες και άλλες θα είναι εγκληματικές αν και, με τον καιρό και όσο θα αυξάνεται η αλληλεπίδραση μεταξύ διαφόρων οργανισμών και ατόμων -προκειμένου, αν μη τι άλλο, να μάθουν πώς να παρέχουν ασφάλεια με τον καλύτερο τρόπο-, οι μεταξύ τους διαφορές ενδέχεται να μειωθούν.
Σε πολλές απ τις λεγόμενες αναπτυσσόμενες χώρες, η κατάσταση που μόλις περιγράψαμε ήδη υφίσταται, για την ακρίβεια μάλιστα ουδέποτε έπαψε να υφίσταται. Δρώντας από μόνοι τους -εξοπλίζοντας ιδιωτικούς φρουρούς ή και δημιουργώντας ολόκληρους στρατούς- ή συνάπτοντας συμφωνίες με τοπικούς επαναστάτες, άτομα και επιχειρήσεις προσπαθούν να διασφαλίσουν την περιουσία και τη λειτουργία τους, κατάσταση που είναι συχνά γνωστή ως νεοαποικισμός. Είναι αλήθεια ότι οι περισσότεροι πολίτες των περισσότερων προηγμένων χωρών μπορούν ακόμη να κοιμούνται με ασφάλεια στα κρεβάτια τους, αν και όλο και περισσότερα από αυτά τα κρεβάτια αρχίζουν να προστατεύονται απο όπλα και να περιβάλλονται, από τείχη. Έτσι, μόνο στη Βρετανία κυκλοφορούν ίσως γύρω στα δύο εκατομμύρια παράνομα όπλα. Το 1997, στις Ηνωμένες Πολιτείες υπήρχαν τριάντα χιλιάδες κοινότητες που προστατεύονταν ιδιωτικά, αριθμός που αναμένεται να διπλασιαστεί σε λίγα χρόνια'οι ενδείξεις σχετικά με την αυξανόμενη αδιαφορία και αποστασιοποίηση των κατοίκων των κοινοτήτων αυτών από τις δημόσιες υποθέσεις δεν πρέπει να μας εκπλήσσουν. Τόσο γι'αυτούς όσο και για τους λιγότερο τυχερούς συμπατριώτες τους, η ζωή στο μέλλον αναμένεται να καταστεί λιγότερο ασφαλής ή τουλάχιστον να διακατέχεται από μεγαλύτερη μανία με την ασφάλεια, σε σύγκριση με τη ζωη που παρείχαν τα ισχυρότερα κράτη του παρελθόντος.
Το θετικό του πράγματος είναι ότι αυτά τα ίδια κράτη είναι πολύ λιγότερο πιθανό να εμπλακούν σε εκτεταμένες εχθροπραξίες μεταξύ τους -πόσο μάλλον σε πόλεμο σε παγκόσμια κλίμακα- σε σύγκριση με ό,τι γινόταν μέχρι το 1945. Η συμφωνία με τον διάβολο που συνήφθη τον δέκατο έβδομο αιώνα, σύμφωνα με την οποία το κράτος παρείχε στους πολίτες του πολύ βελτιωμένη ασφάλεια σε καθημερινή βάση με αντάλλαγμα την προθυμία τους να θυσιαστούν για λογαριασμό του, εάν καλούνταν να το κάνουν, μπορεί να πλησιάζει στη λήξη της.

.~`~.
V
Η απόσυρση της πίστης

Ενώ ο Χέγκελ εκθείαζε, το 1830, τα στελέχη του κρατικού διοικητικού μηχανισμού ως την «αντικειμενική τάξη» που έθετε το δημόσιο συμφέρον επάνω από το δικό της και ενώ στις αρχές του εικοστού αιώνα ο Όττο Χίντσε εξυμνούσε «τις υψηλές αρχές» των δημοσίων υπαλλήλων και ο Μαξ Βέμπερ έβλεπε την κρατική διοίκηση ως προσωποποίηση του «ορθολογισμού που κατευθύνεται προς κάποιο σκοπό», σήμερα ουδείς πιστεύει ότι ο κρατικός γραφειοκρατικός μηχανισμός έχει αυτά τα χαρακτηριστικά. Για την ακρίβεια, συμβαίνει το αντίθετο. Σε διάφορες μελέτες που πραγματοποίηθηκαν από τη δεκαετία του 1960 και μετά, οι κρατικές γραφειοκράτίες παρουσιάζονται ως άκρως απαιτητικές (η γραφειοκρατική λύση σε οποιοδήποτε πρόβλημα είναι περισσότερη γραφειοκρατία), ιδιοτελείς, επιρρεπείς στο ψεύδος προκειμένου να καλύψουν τις γκάφες τους, αυταρχικές, απρόβλεπτες, απρόσωπες, μικρόψυχες, ανίκανες και ανελέητες. Επιχειρηματολογώντας εναντίον της επέκτασης των δημοσίων υπηρεσιών υγείας, ο πρόεδρος Μπους είπε κάποτε ότι η κυβέρνησή του «συμπάσχει όσο και η KGB». Ο όρος «γραφειοκρατία» έχει καταλήξει να σημαίνει οτιδήποτε το κακό, και ένας από τους χειρότερους χαρακτηρισμούς που μπορεί να δοθεί σε έναν άνθρωπο είναι «γραφειοκράτης».
Ακόμη πιο εντυπωσιακή είναι ίσως η μοίρα της ίδιας της λέξης «δημόσιος». Στην κλασική Ελλάδα, όπου για πρώτη φορά έγινε η διάκριση ανάμεσα σε ιδιωτικό και δημόσιο (*), την πρωτοκαθεδρία είχε η δημόσια σφαίρα, σε σημείο ώστε από τη λέξη «ιδιωτικός» (ίδιος) να προέρχεται η σύγχρονη αγγλική λέξη idiot (ηλίθιος). Στα τέλη του εικοστού αιώνα, όταν καταλύθηκε ο σοσιαλισμός, η κατάσταση αντιστράφηκε. Στις περισσότερες περιπτώσεις, το «δημόσιο», δηλαδή ό,τι ανήκει στο κράτος ή παρέχεται από αυτό, έχει γίνει συνώνυμο του «δευτέρας διαλογής»...

---------------------------------------------------------------
(*) Εφόσον δεν υπήρχε η έννοια του κράτους ως ξεχωριστού νομικού προσώπου, οι περισσότερες ιστορικές κοινωνίες στάθηκαν ανίκανες να αναπτύξουν μια ξεκάθαρη διάκριση μεταξύ διακυβέρνησης και ιδιοκτησίας στις διάφορες μορφές τους. Η συνακόλουθη σύγχυση μεταξύ δημόσιας και ιδιωτικής σφαίρας οδήγησε σε πολλά και διάφορα παράδοξα, όπως ο ισχυρισμός του Αριστοτέλη ότι οι βάρβαροι, οι οποίοι δεν ζούσαν σε αυτοδιοικούμενες πόλεις, αλλά εξαρτιόταν από τη βούληση των κυρίαρχων φύλαρχων ή βασιλέων τους, ήταν «εκ φύσεως» δούλοι...
Ο Ευρωπαϊκός μεσαίωνας έφτασε στο αντίθετο άκρο. Με την κατάρρευση της Ρώμης, η δημόσια σφαίρα, η οποία περιελάμβανε απλώς όσα άνηκαν στον αυτοκράτορα, σχεδόν εξαφανίστηκε... Όπως είπε ο Άνταμ Σμιθ, το μοναδικό σημαντικότερο από την ευμάρεια είναι η άμυνα. Η ανασφάλεια, είτε αυτή οφειλόταν στην αδυναμία της διακυβέρνησης είτε στην υπερβολική ισχύ της (στις αυτοκρατορίες, με την ετερογενή εθνική σύσταση και τις απομακρυσμένες επαρχίες τους, μερικές φορές ίσχυαν και τα δυο), εμπόδιζε τη συσσώρευση πλεονάσματος σε ατομική βάση και την εμφάνιση μιας σταθερής κατά κεφαλήν οικονομικής ανάπτυξης. Παρά τις σχετικές απόπειρες που έγιναν σποραδικά, καμιά από αυτές τις κοινωνίες δεν στάθηκε ικανή να αναπτύξει χάρτινο νόμισμα ή να δημιουργήσει κάτι παραπλήσιο με κεντρική τράπεζα. Με απλά λόγια, η εμπιστοσύνη στην ικανότητα και την προθυμία της διακυβέρνησης να σεβαστεί τις υποχρεώσεις της ήταν ανύπαρκτη'δεν είναι τυχαίο ότι, στην εβραϊκή γλώσσα, η λέξη «σπαταλώ τα χρήματα μου» έχει τη ρίζα της σε έναν όρο ο οποίος αρχικά σήμαινε «δημόσιο ταμείο» (τιμαίον στα ελληνικά)... η γλώσσα που χρησιμοποιούν οι αρχαίοι ιστορικοί καθιστά σαφέστατο ότι ούτε οι Έλληνες ούτε οι Ρωμαίοι αντιλήφθηκαν ποτέ το κράτος ως αφηρημένη οντότητα, ξεχωριστή από τους πολίτες του. Όπου εμείς θα μπορούσαμε να πούμε «το κράτος», αυτοί έγραφαν «το κοινό» ή «ο λαός»...
Εάν νοηθεί με αυτό τον τρόπο, το κράτος αποτελεί τη δεύτερη σημαντικότερη επινόηση στην ιστορία μετά τον ελληνικό διαχωρισμό μεταξύ ιδιοκτησίας και διακυβέρνησης.
---------------------------------------------------------------

Σχετικά με τα συμπτώματα μείωσης της αφοσίωσης στο κράτος θα αντιτείνει κανείς ότι, από τη Μέση Ανατολή μέχρι την Τσετσενία, πολλές οργανώσεις που έχουν κάνει τα πάντα για να υπονομεύσουν το κράτος προσπαθούν να ιδρύσουν ανεξάρτητα κράτη. Είναι γεγονός ότι συχνά αυτός είναι ένας σκοπούς τους, αν και με κανέναν τρόπο ο μοναδικός. Ακόμη πιο αξιοσημείωτο είναι ωστόσο το γεγονός ότι πολλές από αυτές τις οργανώσεις αρχίζουν να φαντάζονται πώς θα χάσουν την κυρίαρχη εξουσία τους πριν ακόμη την αποκτήσουν. Έτσι, οι αυτονομιστές του Κεμπέκ ελπίζουν να διατηρήσουν τα οφέλη της οικονομικής ένωσης με τον υπόλοιπο Καναδά, συμπεριλαμβανομένου του κοινού νομίσματος. Πριν καλά καλά διαλυθεί η πρώην Σοβιετική Ένωση, ιδρύθηκε η Κοινοπολιτεία Ανεξάρτητων Κρατών (ΚΑΚ), με σκοπό -ο οποίος επιτεύχθηκε μόνο εν μέρει- τη διατήρηση των κοινών θεσμών που θεωρούνταν καθοριστικοί για την ευημερία όλων. Ως εκ τούτου, επετράπη σε Ρώσους που ζούσαν στις βαλτικές δημοκρατίες να συμμετάσχουν στις ρωσικές εκλογές του Μαίου-Ιουνίου 1996. Στο μεταξύ, τουλάχιστον μία δημοκρατία (Λευκορωσία) δεν είχε αποφασίσει εάν ήθελε να είναι ανεξάρτητη ή όχι.
Σε άλλα μέρη της Ευρώπης, πέντε νεοπαγή κρατη, δηλαδή η Τσεχία, η Σλοβακία και οι τρεις βαλτικές δημοκρατίες, καταβάλλουν δραστήριες προσπάθειες να προσχωρήσουν στην Ευρωπαική Ένωση. Στη Μέση Ανατολή, η ΡLO, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι ένα ανεξάρτητο παλαιστινιακό κράτος στη Δυτική Όχθη και τη Λωρίδα της Γάζας δεν θα ήταν οικονομικά βιώσιμο, εξετάζει εδώ και καιρό κάποιο είδος ενοποίησης με την Ιορδανία, το Ισραήλ και ενδεχομένως άλλες χώρες'αν θεωρηθεί ότι η περιοχή οδεύει προς την ειρήνη και όχι προς τον πόλεμο, τότε είναι πιθανό να προκύψει μια τέτοια ένωση, ασχέτως του αν αυτό αρέσει στα μέλη της ή όχι [S. Peres, The New Middle East (Weindenfel and Nicolson, 1996)]. Ένα τελευταίο σχετικό παράδειγμα αποτελούν οι πρώην γιουγκοσλαβικές δημοκρατίες. Μόλις η Κροατία και η Βοσνία-Ερζεγοβίνη έγιναν ανεξάρτητα κράτη -η τελευταία μάλιστα πριν ακόμη γίνει-, συγκρότησαν ομοσπονδία. Όπως και τα άλλα νεοπαγή κράτη της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης, η Σλοβενία βρίσκεται στη διαδικασία εισδοχής στην Ευρωπαική Ένωση. Όπως είπε στον συγγραφέα του παρόντος βιβλίου ο υπουργός Εξωτερικών ενός από αυτά τα κράτη σε μια συνάντηση στο Νταβός, αν η χώρα του δεν ήλπιζε να μπει στην Ευρωπαϊκή Ενωση, τότε ποιος ο λόγος να διαλυθεί η Γιουγκοσλαβία;
Αν και τα κράτη συνεχίζουν να επιτελούν ορισμένες σημαντικές λειτουργίες δύο αιώνες αφότου η Γαλλική Επανάσταση επιστράτευσε για πρώτη φορά τον σύγχρονο μαζικό εθνικισμό, σε πολλά από αυτά φαίνεται ότι δεν υπάρχουν πια άνθρωποι που πιστεύουν στο κράτος ή είναι διατεθειμένοι να διακινδυνεύσουν τη ζωή τους γι'αυτό. Μερικές φορές αυτό φαίνεται να είναι απόρροια ενός αποτυχημένου πολέμου, όπως στις Ηνωμένες Πολιτείες (μετά το Βιετνάμ και το «χάσμα εμπιστοσύνης») και στην ΕΣΣΔ (οπου παρόμοιο ρόλο έπαιξε η αποτυχία στο Αφγανιστάν). Αλλού συνέβη ανεπαίσθητα, καθως η αυξανόμενη ενοποίηση με άλλα κράτη οδήγησε στη σταδιακή μείωση της κυριαρχικής εξουσίας καθε μεμονωμένου κράτους, όπως έγινε σε μεγάλο μέρος της Ευρώπης.
Όποιες και αν είναι οι ακριβείς διαδικασίες, σχεδόν παντού συνοδεύονται από μια φθίνουσα προθυμία των κρατών να αναλάβουν την ευθύνη της οικονομίας τους, να εξασφαλίσουν κοινωνικές παροχές, να μορφώσουν τους νέους τους ή και να εκπληρώσουν τη στοιχειώδη λειτουργία της προστασίας των πολιτών τους από την τρομοκρατία και το έγκλημα, έργο το οποίο μοιράζονται στην καλύτερη περίπτωση με άλλους οργανισμούς και στη χειρότερη απλώς το αφήνουν στην τύχη του. Στα τέλη της δεύτερης χιλιετίας και σε όλο και περισσότερα μέρη, από τη δυτικήκαι την ανατολική Ευρώπημέχρι τον αναπτυσσόμενο κόσμο, αντί οι άνθρωποι να υπηρετούν και να θαυμάζουν το κράτος, μάλλον το υφίστανται και το ανέχονται. Είναι φανερό ότι έχει παρέλθει η εποχή όπου το κράτος εμφανιζόταν, όπως συνέβαινε ιδιαίτερα την εποχή του ολοκληρωτικού πολέμου, ως ο επί της γης θεός.

Η Άνοδος και η Πτώση του Κράτους
Εκδ. Κων. Τουρίκη

.~`~.
Επίλογος

Δυστυχώς για τον 21ο αιώνα, υπάρχουν ενδείξεις ότι αυτό διόλου δεν θα είναι το έσχατο σκαλί, στο οποίο θα ξεπέσει η τέχνη και η πραγματικότητα του πολέμου, δεν θα είναι ούτε καν χαοτικές συγκρούσεις, σαν τον συγκαιρινό μας εμφύλιο πόλεμο στο Αφγανιστάν. Γιατί σε όλες αυτές τις μορφές πολέμου υπάρχει, έτσι κι αλλιώς, μια κρατική, εθνική ή πάντως πολιτική κατεύθυνση και αρχή, κάτι που διέπει σκοπούς και χαράζει κάποια, οσοδήποτε χαλαρά, όρια. Όμως οι ένοπλες συγκρούσεις για σκοπούς επιβίωσης ή διαρπαγής μέσα σε συνθήκες διαδεδομένης ανομίας δεν θα γνωρίζουν όρια - ούτε ανάμεσα σε πόλεμο και ειρήνη, ούτε ανάμεσα σε πόλεμο και έγκλημα'θα διεξάγονται δηλαδή πέραν και ανεξαρτήτως κάθε κρατικής και πολιτικής αρχής ή νομιμοφροσύνης και θα συνιστούν τρόπον τινά την επέκταση του νεοφιλελεύθερου δόγματος της ιδιωτικής πρωτοβουλίας στον τομέα των πολεμικών επιχειρήσεων... υπάρχει κάτι χειρότερο από την κρατική οργάνωση, με τον αξιωματικό και τους στρατιώτες του: υπάρχει η ανομία, με τον πολέμαρχο και τα παλικάρια του...
Η παγκοσμιοποίησηδεν θα είναι μονόπλευρη, όπως διατείνονται οι ιδιοτελείς ή οι αφελείς θιασιώτες της, δεν θα αφορά δηλαδή μόνον τις χρηματιστηριακές και τις επενδυτικές εργασίες ή τα ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά θα επεκταθεί εξ ίσου και στην ανομία, στο οργανωμένο και στο ανοργάνωτο έγκλημα, στη διεκδίκηση των πάντων εκ μέρους των πάντων, όπου τον αγώνα των κρατών και των εθνών θα τον διαδεχθεί, τουλάχιστον εν μέρει, ο αγώνας του ανθρώπου προς άνθρωπο. Τότε η έννοια του "ολοκληρωτικού πολέμου"θ'αλλάξει κι αυτή. Δεν θα σημαίνει, όπως στον Πρώτο και στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, την άμεση ή την έμμεση επιστράτευση όλου του ικανού πληθυσμού, είτε στο μέτωπο είτε στα μετόπισθεν, για την παραγωγή όπλων και πολεμοφοδίων, χωρίς όμως να καταργείται οπωσδήποτε ή εντελώς η διάκριση μεταξύ μάχιμων και αμάχων. Θα σημαίνει ακριβώς το αντίστροφο: αφού τα όπλα παράγονται σχετικά φτηνά και γρήγορα, και καθώς η δύναμη πυρός αυξάνει συνεχώς σ'όλα τα οπλικά επίπεδα, δεν χρειάζεται πια να επιστρατευθούν μάζες για την παραγωγή και τη διάδοσή τους· όμως συνάμα χάνεται το νόμιμο μονοπώλιο της ένοπλης βίας, σβήνουν τα όρια ανάμεσα σε μαχίμους και αμάχους, ανάμεσα σε πολεμική και εγκληματική πράξη, ανάμεσα σε πόλεμο και ειρήνη.
Και όταν χάνονται τα όρια ανάμεσα σε πόλεμο και ειρήνη, δεν απορροφά η ειρήνη τον πόλεμο: ο πόλεμος καταπίνει την ειρήνη, και γίνεται ολοκληρωτικός με την εφιαλτικότερη έννοια του όρου.



.~`~.
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική

*
*
*
*
- Το μέλλον της Ε.Ε, η Ανατολική Ευρώπη -η Ουκρανία- και τα Βαλκάνια, ο Huntington, ο Brzezinski και οι πλανητικές πολιτικές των Η.Π.Α. Τα «Ανθρώπινα δικαιώματα», η «σύγκρουση των πολιτισμών» και τα «Ευρασιατικά Βαλκάνια» ως βαλκανοποίηση της υφηλίου και καλλιέργεια της ελεγχόμενης αναρχίας. Η απόρριψη του διλήμματος μεταξύ πυρηνικού ολοκαυτώματος ή πολιτιστικής ανυπαρξίας - προς μιας νέα ιστορική σύνθεση που θα εναντιώνεται στις θεωρίες και τους υπολογισμούς γραφείου-εργαστηρίου.

Το καντιανό πρόγραμμα και η διάσπαση της Δύσης - μέρος α´. Από το δίκαιο των κρατών στο δίκαιο των παγκόσμιων πολιτών και το «υποκατάστατο» της συμμαχίας των λαών.

$
0
0

Δεν διάσπασε τη Δύση η απειλή της διεθνούς τρομοκρατίας, αλλά η σημερινή [επί George W. Bush] πολιτική των Η.Π.Α, που αγνοεί το διεθνές δίκαιο, εκτοπίζει στο περιθώριο τα Ηνωμένα έθνη και αψηφά τη ρήξη με την Ευρώπη.
Διακυβεύεται το πρόγραμμα του Κάντ, σύμφωνα με το οποίο πρέπει να καταργηθεί το φυσικό καθεστώς στις σχέσεις μεταξύ των κρατών. Οι απόψεις διίστανται όχι όσον αφορά τους φαινομενικούς πολιτικούς στόχους, αλλά όσον αφορά μιαν από τις μεγαλύτερες προσπάθειες να εκπολιτισθεί [Ωχ!] το ανθρώπινο γένος. Αυτό αποσκοπεί να υπενθυμίσει ο τίτλος του βιβλίου [Η διάσπαση της Δύσης]. Η διάσπαση βεβαίως διασχίζει και την Ευρώπηκαι την Αμερική.

.~`~.
I

Κατά την εποχή της δημιουργίας του ευρωπαϊκού συστήματος των κρατών η φιλοσοφία, με τους Φρανθίσκο Σουάρεθ, Χούγκο Γκρότιους και Σάμουελ Πούντερτοφ, είχε ακόμη το ρόλο του βηματοδότη για τη δημιουργία ενός νεωτερικού διεθνούς δικαίου. Όταν πλέον δρομολογήθηκαν οι από πλευράς δικαίου οροθετημένες διεθνείς σχέσεις στο επίπεδο εξουσίας των αποκαλουμένων πολέμων μεταξύ των υπουργικών συμβουλίων, η φιλοσοφία ανέλαβε μάλιστα αυτόν τον ρόλο για μια δεύτερη φορά. Σχεδιάζοντας ένα «καθεστώς των παγκοσμίων πολιτών», ο Καντπραγματοποίησε το αποφασιστικό βήμα πέραν ενός διεθνούς δικαίου που αναφέρεται μόνο στα κράτη. Εν τω μεταξύ, το διεθνές δίκαιο δεν εξειδικεύτηκε μόνον ως νομική επιστήμη. Μετά από δυο παγκοσμίους πολέμους, η συνταγματοποίηση του διεθνούς δικαίου στην κατεύθυνση του δικαίου του παγκόσμιου πολίτη, προς την οποία προέτρεψε ο Καντ, πραγματοποίησε προόδους και προσέλαβε θεσμική μορφή σε διεθνή συντάγματα, οργανισμούς και διαδικασίες.
Με το τέλος της διπολικής παγκόσμιας τάξης και την ανάδειξη των ΗΠΑ σε κυρίαρχη παγκόσμια δύναμη, διαφαίνεται λοιπόν μια εναλλακτική ως προς την προοπτική εξέλιξης του Συντάγματος των παγκοσμίων πολιτών. Βεβαίως, ένας κόσμος στον οποίο δεσπόζουν τα εθνικά κράτη βρίσκεται σε μετάβαση προς ένα μετα-εθνικό σύστημα μιας παγκόσμιας κοινωνίας. Τα κράτη χάνουν την αυτονομία τούς στο βαθμό που εμπλέκονται στα οριζόντια δίκτυα συναλλαγών αυτής της παγκόσμιας κοινωνίας. Σε αυτήν την κατάσταση, το καντιανό πρόγραμμα για μια τάξη πραγμάτων παγκοσμίων πολιτών δεν συναντά πλέον μόνον την παραδοσιακή αντίρρηση των «ρεαλιστων», που αξιούν την κοινωνικο-οντολογική προτεραιότητα της δύναμης έναντι του δικαίου. Άλλοι αντίπαλοι εμφανίζονται σήμερα εις το όνομα ενός φιλελεύθερου Παγκοσμίου ήθους, με το οποίο θέλουν να αντικαταστήσουν το δίκαιο.
Συμφώνως προς τη ρεαλιστική άποψη, η κανονιστικη συγκράτηση της πολιτικής δύναμης μέσω του δικαίου είναι εφικτή μόνον εντός των ορίων ενός κυρίαρχου κράτους, το οποίο στηρίζει την ύπαρξή του στην ικανότητα για τη βίαιη επιβολή του. Υπό αυτήν τη μείζονα προκείμενη, το διεθνές δίκαιο δεν θα μπορέσει ποτέ να έχει την ιδιότητα ενος δίκαιού πού επιβάλλει κυρώσεις. Η έρις μεταξύ καντιανων ιδεαλιστών και ρεαλιστών της κατεύθυνσης του Καρλ Σμιτ σχετικώς με τα όρια της δικαιικής κωδικοποίησης των διεθνών σχέσεων επικαλύπτεται σήμερα απο μια σύγκρουση με βαθύτερες συνέπειες. Διότι το πρόγραμμα πού ακολουθούν οι εγκέφαλοι της σημερινής κυβέρνησης των ΗΠΑ για μια φιλελεύθερη Παγκόσμια τάξη υπο την ασπίδα της paχ americana θέτει το ερώτημα εαν δικαιική κωδικοποίηση των διεθνών σχέσεων πρέπει να αντικατασταθεί από μια ηθικοποίηση της παγκόσμιας πολιτικής, που καθορίζει η υπερδύναμη [Περί ηθικοποίησης των διεθνών σχέσεων δες 1. Τι συνέβη τότε ή μήπως τι (ξανα)συμβαίνει τώρα;και 2. Το δίκαιο της ανθρωπότητας].
Το σημείο της διαφωνίας μεταξύ ιδεαλιστών και ρεαλιστών ήταν το ερώτημα εάν είναι καν εφικτή δικαιοσύνη στις σχεσεις μεταξύ των εθνών. Η νέα μετωπική αντιπαράθεση έχει να κανει με το εάν το δίκαιον είναι ακόμη το κατάλληλο μέσον για την πραγματοποίηση των δεδηλωμένων στόχων της διατήρησης της ειρήνης και της διεθνούς ασφαλείας καθώς και της παγκόσμιας εδραίωσης της δημοκρατίας και του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Επίμαχο είναι το ερώτημα με ποιον τρόπο οι στόχοι αυτοί μπορούν να υλοποιηθούν καλύτερα, με την κατά το δίκαιον καθιερωμένη διαδικασία ενός ανοικτού για μέλη, αλλά αδύναμού παγκόσμιου οργανισμού που αποφασίζει επιλεκτικά ή μάλλον καλύτερα επί τη βάσει μιας μονομερούς πολιτικής επιβολής της τάξης εκ μέρους ενός καλοπροαίρετου ηγεμόνα. Όταν στη Βαγδάτη κατερρίφθη το άγαλμα του Σαντάμ από το βάθρο του, εφαίνετο να έχει απαντηθεί αυτό το ερώτημα εκ των πραγμάτων. Η κυβέρνηση των ΗΠΑ είχε αγνοήσει διπλά το διεθνές δίκαιο, με τη διακήρυξη της εθνικης της στρατηγικής για την ασφάλεια, τον Σεπτέμβριο του 2002, και με την εισβολή στο Ιράκ τον Μάρτιο τον 2003. Επίσης, είχε παρακάμψει τον παγκόσμιο οργανισμό, για να δώσει προτεραιότητα στα δικά της εθνικά συμφέροντα, που τα δικαιολογούσε ηθικά, ακόμη και έναντι των αντιρρήσεων των συμμάχων της. Η περιθωριοποίηση του παγκοσμίου οργανισμού από μια υπερδύναμη αποφασισμένη για πόλεμο ηταν μια δραματική πρόκληση για το ισχύον δίκαιο.
Έτσι τίθεται το ερώτημα εάν, από κανονιστικής απόψεως, θα ήταν εσφαλμένη αυτή η ιμπεριαλιστική διαδικασία, υπό την προϋπόθεση ότι η αμερικανική προσπάθεια θα μπορούσε να επιτύχει αποτελεσματικότερα τούς στόχους που συμμερίζονται μεν τα Ηνωμένα Έθνη, αλλά δεν τους επιδιώκουν εξίσου ένθερμα και όχι επιτυχώς. Ή μήπως θα έπρεπε, και σε αυτήν την υποτιθέμενη περίπτωση, να επιμείνουμε στο πρόγραμμα της συνταγματοποίησης του διεθνούς δικαίου, που εδώ και καιρό έχει δρομολογηθεί, και να υποστηρίξουμε όλα όσα θα μπορούσαν να ωθήσουν την κυβέρνηση των ΗΠΑ να αναλογιστεί την παγκόσμια και ιστορική της αποστολή, την οποία, είχαν υιοθετήσει οι πρόεδροι Ουίλσονκαι Ρούζβελτ μετά το τέλος ενός καταστροφικού παγκοσμίου πολέμου; Το καντιανό πρόγραμμα μόνον τότε μπορεί να συνεχιστεί, εάν οι ΗΠΑ επιστρέψουν στο διεθνισμό που υπεστήριξαν μετά το 1918 και το 1945 και αναλάβουν εκ νέου τον ιστορικό ρόλο ενός βηματοδότη στην πορεία προς την εξέλιξη του διεθνούς δικαίου σε ένα «καθεστώς των παγκοσμίων πολιτών».
Μια κατάσταση που χαρακτηρίζεται από την τρομοκρατία και τον πόλεμο, από άνισες εξελίξεις στην παγκόσμια οικονομία και η οποία οξύνθηκε λόγω των ατύχών συνεπειών τον πολέμου στο Ιράκαναγκάζει σε εκ νέου προβληματισμό για το ζήτημα. Σήμερα, βεβαίως η φιλοσοφία, στην καλύτερη περίπτωση, αποτελεί τον αποσαφηνίζοντα τις έννοιες φύλακα μιας επιστημονικής συζήτησης που διεξάγεται μεταξύ διεθνολόγων και πολιτικών επιστημόνων. Ενώ η πολιτική επιστήμη περιγράφει την κατάσταση των διεθνών σχέσεων και η νομική επιστήμη αναφέρεται στην έννοια, την ισχύ και το περιεχόμενο του υφισταμένου διεθνούς δικαίου, η φιλοσοφία μπορεί να δοκιμάσει να διαφωτίσει μερικές πτυχές που αφορούν θεμελιώδεις έννοιες της εξέλιξης του δικαίου συνολικά, υπό το φως των υπαρχόντων συσχετισμών και των ισχυόντων κανόνων. Μόνον κατ'αυτόν τον τρόπο μπορεί η φιλοσοφία να συμβάλει στην πραγμάτευση εάν το καντιανό πρόγραμμα έχει ακόμη μέλλον.

.~`~.
II
Από το Δίκαιο των Κρατών στο Δίκαιο των Παγκόσμιων Πολιτών

Θέλω να αποσαφηνίσω το κοσμοπολιτικό νόημα της κατασκευής μιας παγκόσμιας δημοκρατίας. Ο πόλεμος ως νόμιμο μέσον επίλυσης συγκρουσεων, ο πόλεμος ως πόλεμος, καθίσταται αδύνατος, διότι στο πλαίσιο μιας κοινωνίας που περιλαμβάνει όλο τον κόσμο δεν μπορούν να υπάρξουν «εξωτερικές» συγκρούσεις. Αυτό που υπήρξε παλαιότερα πολεμική αντιπαράθεση, εντός μιας παγκόσμιας δικαιικής τάξης, προσλαμβάνει την ιδιότητα της αποτροπής κινδύνων και της ποινικής δίωξης. Η ιδέα της παγκόσμιας δημοκρατίας δεν εξαντλείται βεβαίως στην ιδέα μιας υπερεθνικής δικαιικής τάξης, στην οποία υποτάσσονται οι κρατικές εξουσίες «κατ'αναλογίαν ενός δικαίου των πολιτών ή δημοσίου δικαίου μεμονωμένων ανθρώπων». Και μια «οικουμενική μοναρχία» θα μπορουσε να οδηγήσει, με τα καταπιεστικά μέσα ενός δεσποτικού μονοπωλητή εξουσιών, σε μια τέτοια δικαιική ειρήνευση της παγκόσμιας κοινωνίας. Η ιδέα του καθεστώτος των παγκοσμίων πολιτών είναι απαιτητικότερη, επειδή μεταθέτει τη θετική κωδικοποίηση των δικαιωμάτων των πολιτών και του ανθρώπου, από το εθνικό στο διεθνές επίπεδο.
Ο καινοτόμος πυρήνας αυτής της ιδέας έγκειται στη συνέπεια της ανάπλασης του διεθνούς δικαίου ως δικαίου των κρατών, σε ένα δίκαιο των παγκοσμίων πολιτών, σε ένα δίκαιο των ατόμων: Αυτά δεν είναι πλέον υποκείμενα δικαίου μόνον ως πολίτες του εκάστοτε κράτούς τούς, αλλά εξίσού μέλη μιας «κοινωνίας παγκοσμίων πολιτών υπό έναν αρχηγό». Τα δικαιώματα του ανθρώπου και του πολίτη που αναγνωρίζονται στα άτομα πρέπει τώρα να διεισδύσούν και στις διεθνείς σχέσεις. Τα κυρίαρχα κράτη που ενώνονται σε ένα «μεγάλο κρατικό σώμα» εξαγοράζουν την αναγνώριση των υπηκόων πολιτών τούς ως παγκοσμίων πολιτών με το τίμημα της δικής τούς μεσολάβησης. Προσλαμβάνοντας το καθεστώς του μέλούς μιας δημοκρατίας των δημοκρατιών, τα κράτη παραιτούνται από την επιλογή να αντικαταστήσούν, στις σχέσεις τούς προς άλλα κράτη-μέλη, το δίκαιο διά της πολιτικής. Η κρατικοποίηση των διεθνών σχέσεων σημαίνει ότι το δίκαιο διαπερνά ολοκληρωτικά την πολιτική εξουσία και στις εξωτερικές σχέσεις μεταξύ κρατών και τις μεταβάλλει. Κατ'αυτόν τον τρόπο, εξουδετερώνεται [ισχυρίζεται ο συγγραφέας] η διαφορά μεταξύ εξωτερικής και εσωτερικής κυριαρχίας όχι μόνον λόγω της παγκόσμιας επέκτασης του κράτούς των λαών που περικλείει όλούς, αλλά για κανονιστικούς λόγους: η συνδετική δύναμη του δημοκρατικού Συντάγματος διαλύει την «ουσία» μιας προς τα έξω «άγριας» δύναμης αυτεπιβολής που είναι αδάμαστη από πλευράς δικαίού. Το «πολιτικό στοιχείο», υπό την έννοια μιας εξουσίας της κρατικής εκτελεστικής εξουσίας, που συντηρείται «πίσω» από το δίκαιο, χάνει στη διεθνή σκηνή το τελευταίο απόθεμα της αυθαιρεσίας.
Ο Καντ επιμένει έως το τέλος στην ιδέα της ολοκληρωτικής συνταγματοποίησης του διεθνούς δικαίού με τη μορφή μιας παγκόσμιας δημοκρατίας. Έχει αναπτυχθεί πολύς προβληματισμός σχετικώς με τούς λόγούς για τούς οποίούς, παρ'όλα αυτά, εισάγει την ασθενέστερη αντίληψη μιας κοινωνίας των εθνών και θεμελιώνει τις ελπίδες του σε μια ελεύθερη συνένωση προθυμων για ειρήνη κρατών που όμως παραμένούν κυρίαρχα...
Με το πρόγραμμα της συμμαχίας των λαών συνδέεται η αντίληψη μιας ομοσπονδίας δημοκρατιών που αναπτύσσει το εμπόριο και που επεκτείνεται διαρκώς και περισσότερο, ενώ αυτές οι δημοκρατίες επιφυλάσσουν για τον εαυτόν τούς τη δυνατότητα να παραιτηθούν από την ιδιότητά τούς ως μέλη, καταδικάζούν όμως τους επιθετικούς πολέμους και αισθάνονται ηθικά δεσμευμένες να υπάγουν τις μεταξύ τούς συγκρούσεις σε ένα διεθνές διαιτητικό δικαστήριο. Με αυτό το πρόγραμμα μιας διαρκούς διάσκεψης κρατών, που δύο δεκαετίες αργότερα θα προσλάβει στην «Ιερά Συμμαχία» μια εντελώς διαφορετική, δηλαδή αντεπαναστατική μορφή [πως κατέστη δυνατόν κάτι τέτοιο; Δες Δογματική ομοιομορφία, δογματικός ιμπεριαλισμός και κοσμοπολιτισμός. Οι τρεις τρόποι εξομοίωσης των διεθνών σχέσεων σε μια κατάσταση εσωτερικής πολιτικής], ο Καντ δεν αρνείται κατ'ουδένα τρόπο την ιδέα ενός καθεστώτος των παγκοσμίων πολιτών. Στηρίζεται πάντοτε σε μια πορεία της ιστορίας, η οποία, επί τη βάσει του διεθνούς δικαίού, που αναχαιτίζει τη βία που ασκείται στούς πολέμους, βαθμιαία προσεγγίζει εν τέλει το στόχο της δημιουργίας ενός Συντάγματος των παγκοσμίων πολιτών, μέσω της δεσμευτικής καταδίκης των επιθετικών πολέμων. Ακόμη όμως οι λαοί δεν είναι ούτε ώριμοι μήτε χρήζούν αγωγής. Για την εμπειρικήπαρατήρηση, ότι τα εθνικά κράτη επιμένουν στην κυριαρχία τούς, ότι δεν «θέλουν» καθόλου να εκχωρήσούν το περιθώριο δράσης που τούς αναγνωρίζει το κλασικό διεθνές δίκαιο, υπάρχουν ακόμη και σήμερα αρκετές αποδείξεις. Αυτός όμως δεν θα ήταν λόγος για να παραιτηθούμε από την ίδια την ιδέα.

---------------------------------------------------------------
Η υπόθεση ότι η διεθνής κοινωνία είναι μια civitas maxima, ένα υπερ-κράτος (και εδώ το «είναι» σημαίνει «είναι ουσιωδώς», «θα έπρεπε να είναι» ή «είναι προορισμένο να είναι»), δημιουργεί αμέσως το ζήτημα της συμμόρφωσης ή της μη συμμόρφωσης...
Μεταξύ των νομικών του Διεθνούς Δικαίου, ο πιο επιφανής υποστηρικτής αυτής της άποψης ήταν ο Christian Wolff (καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Halle, 1679-1754). Αυτός εισηγήθηκε την ιδέα ότι η διεθνής κοινωνία ήταν μια civitas maxima, μια μεγάλη κοινωνία ή υπερ-κράτος, της οποίας οι πολίτες ήταν τα μεμονωμένα κράτη και η οποία μπορούσε να ασκήσει εξουσία επάνω τους...
Κυρίως, όμως, αναπτύχθηκε από τον Καλβίνο.

Το βασικό χαρακτηριστικό της θεωρίας είναι ότι εξομοιώνει τις διεθνείς σχέσεις σε μια κατάσταση εσωτερικής πολιτικής.

Όσο περισσότερο η διεθνής κοινωνία, γίνεται αντιληπτή ως μια civitas maxima, τόσο περισσότερο οι διεθνείς σχέσεις θα γίνονται αντιληπτές ως η εσωτερική πολιτική μιας οικουμενικής civitas. Υπάρχουν τρεις τρόποι να πραγματωθεί αυτή η εξομοίωση: η δογματική ομοιομορφία, ο δογματικός ιμπεριαλισμός και ο κοσμοπολιτισμός.

Η Επαναστατική θεωρία απαιτεί ομοιογένεια μεταξύ των μελών της διεθνούς κοινωνίας, δηλαδή μεταξύ των κρατών. Προϋποθέτει δογματική και δομική συμμορφία και ιδεολογική ομοιογένεια μεταξύ των κρατών. Η κλασική έκφραση αυτού του είδους του Επαναστατισμού είναι η πραγματεία του Kant Perpetual Peace. Σε αυτήν επεξεργάζεται μια ιδεώδη, φανταστική συνθήκη αιώνιας ειρήνης, το πρώτο καθοριστικό της οποίας είναι ότι το σύνταγμα όλων των κρατών θα πρέπει να είναι δημοκρατικό. (Δεν είναι απαραίτητο στο σημείο αυτό να εξετάσουμε τι εννοούσε με τον όρο «δημοκρατικό» ούτε το συλλογισμό που ακολούθησε για να καταλήξει σε αυτό το συμπέρασμα.) Δεν μπορεί να υπάρξει διεθνής ειρήνη ωσότου αποκτήσουν όλες οι κυβερνήσεις την ίδια ιδεολογική παρόρμηση.
Ωστόσο, η αρχή της ιδεολογικής ομοιομορφίας ή συμμορφίας των μελών της διεθνούς κοινωνίας μπορεί να χρησιμοποιηθεί από ιδεολόγους διαφορετικής φιλοσοφίας. Η αρχή του Kant εφαρμόστηκε από τον Τσάρο Αλέξανδρο Α´ και από τον Metternich στην Ιερή Συμμαχία, με την αντι-Επαναστατική του έννοια: κάθε μέλος της διεθνούς κοινωνίας πρέπει να είναι νομοταγές.
---------------------------------------------------------------

.~`~.
III
Γιατί το «Υποκατάστατο» της Συμμαχίας των Λαών

Ο Κάντ απλοποίησε την ιδέα της παγκόσμιας δημοκρατίας ή του κράτους των λάων τόσο, ώστε η ιδέα να φαίνεται ανυπόστατη ενώπιον της ασύμμετρης κατανομής δυνάμεων και της ανεξέλεγκτης πολυπλοκότητας μιας παγκόσμιας κοινωνίας, λόγω του μεγάλου κοινωνικού χάσματος και της πολιτιστικής διάσπασης.
Ο Κάντ αιτιολογεί το πρόγραμμα της συμμαχίας των λαών, αποδεικνύοντας ότι η ιδέα του κράτους των λαών, με μια εγγύτερη ματιά, είναι εννοιολογικά ανυπόστατη. Πιστεύει, ότι «εδώ υφίσταται μια αντίφαση, επειδή κάθε κράτος εμπεριέχει τη σχέση ενός Ανώτερου (νομοθετούντος) προς έναν Κατώτερο (υπακούωντα, δηλαδή το λαο), αλλά πολλοί λαοί σε ένα λαό θα αποτελούσαν μόνον ένα λαό, ο οποίος αντιτίθεται στην προϋπόθεση αυτή (επειδή εδώ πρέπει να σταθμίσουμε το δίκαιο των λάων μεταξύ τους, στο βαθμό που συνιστούν τόσα πολλά διαφορετικά κράτη και δεν πρέπει να συγχωνευτούν σε ένα κράτος)». Σε αυτό το σημείο ο Καντ αντιμετωπίζει τα «κράτη» όχι, μόνον συμφώνως προς έννοιες του δικαίου στηριζομενες στο άτομο, δηλαδή ως ενώσεις ελεύθερων και ίσων πολιτών, αλλά από πολιτικής απόψεως ως εθνικά κράτη, δηλαδή ως πολιτικούς συνεταιρισμούς «λαών» (στο κείμενό του η λέξη τονίζεται με πλάγια γράμματα), που διαφέρουν μεταξύ τους κατά τη γλώσσα τη θρησκεία και, τον τρόπο ζωής. Επειδή οι λαοί με την απώλεια της κυριαρχίας των κρατών τους θα εχαναν μια εθνικη ανεξαρτησία που μόλις είχαν αποκτήσει, θα ετίθετο σε κίνδυνο η αυτονομία των εκάστοτε δικών τους συλλογικών τρόπων ζωής. Σύμφωνα με αυτήν την ανάγνωση, η «αντίφαση» συνίσταται στο ότι οι πολίτες μιας παγκόσμιας δημοκρατίας πρέπει να πληρώσουν την κατοχύρωση της ειρήνης και της ελευθερίας του πολίτη με την απώλεια εκείνης της ουσιαστικής ελευθερίας που κατέχουν ως μέλη ενός λαού, που είναι οργανωμένος ως εθνικό κράτος.
Εντούτοις, αυτή η φαινομενική αντίφαση, επί της οποίας μόχθησαν γενεές των ερμηνευτών του Καντ, διαλύεται [ισχυρίζεται ο συγγραφέας], εάν εξετάσουμε τη μείζονα προκείμενη στην οποία στηρίζεται το επιχείρημα. Ο Καντ έχει προ οφθαλμών το πρότυπο της συγκεντρωτικής γαλλικής δημοκρατίας και με το δόγμα της αδιαίρετης κρατικής κυριαρχίας καταλήγει, άνευ αιτίας [κατά τον συγγραφέα], σε ένα εννοιολογικό αδιέξοδο. Μολονότι στο συντεταγμένο κράτος, που προβλέπει διάκριση των εξουσιών, «πάσα εξουσία απορρέει από το λαό», η εξουσία καταμερίζεται ήδη στην πηγή. Ο λαός δεν μπορεί να κυριαρχεί άμεσα, αλλά ασκεί, όπως αναφέρει το γερμανικό Σύνταγμα στο άρθρο 20 παράγραφος, 2, την κρατική εξουσία «σε εκλογές και ψηφοφορίες και διά ιδιαιτέρων οργάνων της νομοθεσίας, της εκτελεστικής εξουσίας και της απονομής της δικαιοσύνης». Επί τη βάσει αυτής της διαδικαστικής έννοιας της λάίκής κυριαρχίας, οι αλυσιδωτές διαδικασίες νομιμοποίησης, που λειτουργούν παράλληλα και που σε ένα ομοσπονδιακά δομημένο πολυεπίπεδο σύστημα προχωρούν ταυτόχρονα στο επίπεδο των κρατών-μελών, μπορούν εύκολα να καταστούν αντιληπτές μαζί με την πλαστή ενότητα τον κυρίαρχου υποτιθέμενου λαού. Επί του προτύπου των ΗΠΑ, ο Καντ θα μπορούσε να δει αυτήν την αντίληψη μιας «καταμερισμενης» λάϊκής κυριαρχίας και να αντιληφθεί με σαφήνεια ότι οι «λαοί» ανεξαρτήτων κρατών, που περιορίζουν την κυριαρχία τους χάριν μιας ομοσπονδιακής κυβέρνησης, πρέπει να χάσουν την πολιτισμική τους ιδιαιτερότητα και ταυτότητα.
Και αυτή η αντίληψη βεβαίως δεν εξουδετερώνει την αμφιβολία σχετικά με το ότι οι λαοί που «διαχωρίζονται» ως προς τη θρησκεία και τη γλώσσα «συγχωνεύονται» σε μια Παγκόσμια δημοκρατία. Στη βάση υπάρχει κάτι ωσάν το φόβο του Φουκώ ενώπιον της «ομαλοποίησης», όταν ο Καντ συλλογίζεται ότι σε μια εξαιρετικά σύνθετη παγκόσμια κοινωνία το δίκαιο και ο νόμος δύνανται να επιβληθουν μόνον με το τίμημα ενός «άψυχου δεσποτισμού».
Στο φόβο ότι μια, καθ'οιονδήποτε τρόπον, ομοσπονδιακά δομημένη παγκόσμια δημοκρατία πρέπει να οδηγήσει στην ισοπέδωση πολιτισμικών και κοινωνικών διαφορών, εμπεριέχεται η θεμελιώδης αντίρρηση ότι σε ένα παγκόσμιο κράτος λαών ενυπάρχει, για λειτουργικούς λόγους, η ακαταμάχητη τάση να εκφυλισθεί αυτό σε «οικουμενική μοναρχία».
Εν τέλει, πρόκειται για την εναλλακτική επιλογή μεταξύ, αφ'ενός, της Παγκόσμιας κυριαρχίας ενός μοναδικού κυβερνώντος που μονοπωλεί την εξουσία και, αφ'ετέρου, του υπάρχοντος συστήματος περισσοτέρων κυρίαρχων κρατών, ένα δίλημμα που ανησυχεί τον Καντ και από το αδιέξοδο του οποίου ζητεί να εξέλθει με το υποκατάστο της «συμμαχίας των λαών».

Jürgen Habermas
Η Διάσπαση της Δύσης
Εκδ. Καστανιώτη

Εάν σκεφτούμε τα προηγούμενα, και τις ενδεχόμενες συνέπειες τους, μπορούμε να πούμε πως ο «αριστερός ιδεαλιστής» Habermas δεν είναι και τόσο αντιθετικός και εναλλακτικός σε σύγκριση, για παράδειγμα, με τον «δεξιό ρεαλιστή» Martin van Creveld, όσο θέλει να τονίζει. Είναι συμπληρωματικοί σε μεγάλο βαθμό οι δύο τους. Μπορούμε επίσης να πούμε πως η διεύρυνση της «Δύσεως» του Brzezinskiκαι το ενδιάμεσο αναθεωρημένο στάδιο του Fukuyamaπου θα οδηγήσει προς «το τέλος της ιστορίας», δεν είναι και τόσο εναλλακτικά και αντιθετικά με τα άνωθεν, παρά περισσότερο διαφορετικές όψεις του ίδιου project σε διαφορετικές φάσεις του.
Παρά την οξύνοια του, ο υπερβολικά αφηρημένος διαφωτισμός του Καντ, ο ιστορικά προσδιορισμένος επαρχιακός χαρακτήρας της συνείδησης του, η μη επίγνωση ή η έλλειψη ενδιαφέροντος της σημασίας του γεγονότος ότι το ευρωπαϊκό διεθνές δίκαιο ήταν ενσωματωμένο σε έναν κοινό δυτικοχριστιανικό πολιτισμό και ο ευρωκεντρισμός του (ο Κάντ συμμερίζόταν την ανωτερότητα του ευρωπαϊκού πολιτισμού και της λευκής φυλής) τον εμπόδισε να ενδιαφερθεί για -ή να αντιληφθεί- την πιθανότητα πως α) εκφράζωντας την άποψη ότι υπάρχει μόνο μια μοναδική, για όλους τους ανθρώπους και όλες τις εποχές ισχύουσα θρησκεία και β) υπάγωντας τις διεθνείς σχέσεις στο δίκαιο, μας οδηγεί σε «σύγκρουση των πολιτισμών», μιας και το Ισλάμ, για παράδειγμα, είναι πριν από οτιδήποτε άλλο δίκαιο (γιατί να τον νοιάζει όμως εφόσον συμμερίζόταν την ανωτερότητα του ευρωπαϊκού πολιτισμού;). Το προβλήμα, ωστόσο, δεν είναι η αντίληψη του Κάντ τότε (ο οποίος παρόλα αυτά ψυχανεμίστηκε τους κινδύνους), αλλά η αντιληψη των σημερινών οπαδών του τώρα, οι οποίοι αυτοπροβάλλονται ως «ειρηνιστές», αλλά μας οδηγούν κατ'ευθείαν σε συγκρούσεις (τις οποίες κατά τα άλλα απορρίπτουν). Πέρα όμως από το Ισλάμ, ας περάσουμε στην Κίνα (σε λίγο καιρό θα ασχολούμαστε και με την Ινδία, θυμηθείτε με). Όταν το μοντέλο της «παγκόσμιας δημοκρατίας» για τη μετάβαση από το διεθνές δικαίο στο δίκαιο των «παγκόσμιων πολιτών» έρχεται σε αντιπαράθεση με την άποψη πως «οι ΗΠΑ έχουν δομήσει τη μαλακή ισχύ τους μετατρέποντας τις αξίες και το πολιτικό τους συστήμα, όπως η αμερικανική ερμηνεία και καθορισμός της δημοκρατίας, της ελευθερίας και των ανθρώπινων δικαιωμάτων, σε υποτιθέμενες καθολικές (universal) αξίες» -άποψη η οποία δεν περιγράφει την περίοδο Bush, αλλά την περίοδο Obama- που οδηγούμαστε; Πάλι σε «σύγκρουση των πολιτισμών»; Και προσέξτε, είναι η «καλή», η «προοδευτική», η «νεωτερική» -«εκπολιτιστική»μάλιστα- σύγκρουση υπό τη «δημοκρατία» και το «διεθνές δίκαιο», όχι η «κακη», «αντιδραστική», «προνεωτερική» του Huntingtonυπό τους πολιτισμούς (σε πληθυντικό αριθμό). Δήλαδη είναι «σύγκρουση των πολιτισμών» δίχως να βαφτίζεται -ως- τέτοια.
Αλλά η «Δύση» θεωρεί πως «ο» πολιτισμός είναι ένας, άρα όποιος δεν καταφάσκει προς αυτόν τίθεται εκτός -ως εχθρός «του»- πολιτισμού, η «Δύση» θεωρεί πως «η» ανθρωπότητα είναι μια, άρα όποιος δεν καταφάσκει προς αυτήν τίθεται εκτός -ως εχθρός «της»- ανθρωπότητας (υπάνθρωπος, απάνθρωπος). Εάν δεν προσεχθούν τα προηγούμενα δεν θέλω να φανταστώ που οδηγούμαστε.

*

Οι αντιρρήσεις άλλων κρατών για την Ευθύνη Προστασίας θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι δεν εξέφραζε αγάπη προς την απολυταρχία και τη δικτατορία ή αδιαφορία απέναντι στα ατομικά δικαιώματα, αλλά μάλλον φανέρωνε το γεγονός ότι, όπως έλεγε το 1989 ο Τενγκ Σιάο-πινγκ στον Αμερικανό σύμβούλο Εθνικής Ασφάλειας Μπρεντ Σκόου-κροφτ για τούς Κινέζους, είχαν παλιές και πικρές αναμνήσεις από προγενέστερες παρεμβάσεις της Δύσης στις εσωτερικές υποθέσεις τούς και πίστεύαν πως η χρήση βίας για ανθρωπιστικούς σκοπούς είναι εγγενώς ανεξέλεγκτη και προσαρμόσιμη στις κάθε φορά ανάγκες. Με λίγα λόγια, έβλεπαν αυτό πού είχε διαφύγει εμφανώς από τους Ευρωπαίούς και τούς Αμερικανούς διαμορφωτες της πολιτικής:
ότι το παλιό φάντασμα του κριτηρίού του πολιτισμού,
πού το είχε εξορκίσει μετά το 1945 ο ΟΗΕ είχε βγει από τον τάφο του.

Ο ΟΗΕ -που άλλο όνομα πρέπει να λάβη- τότε μόνο θα υπάρξη θεσμός προαγωγής της ιστορίας και των ανθρωπίνων, όταν ακριβώς βρη την έννοια εκείνην των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων» την εκ των προτέρων δεσμευτική για όλους.
Αλλά αυτό δεν είναι πρόβλημα του «Διεθνούς Δικαίου». Είναι πρόβλημα πολιτιστικής συνθέσεως.
Ότι σήμερα μέσα στην τεχνική και βεβιασμένη μορφή των πραγμάτων όλα σχεδόν τα κράτη δέχονται την αρχή των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων», καθόλου δεν σημαίνει ότι όλα την καταλαβαίνουν κατά τον ίδιο τρόπο. Όλοι οι πολιτισμοί έχουν βάση τα «ανθρώπινα δικαιώματα». Διότι δεν υπάρχει πολιτισμός που να μην έχει μια συγκεκριμένη αντίληψη περί ανθρώπου...
Δεν είναι βέβαια μέσα στα πλαίσια τούτου του βιβλίουη ανάλυση της φιλοσοφίας των αρχών του ΟΗΕ και η βαθύτατη αντιφατικότητα που αυτές ενέχουν. Ούτε και η προιστορία τους, που ανάγεται σε συγχυσμένες περιόδους της σύγχρονης ιστορίας όπως αυτές της «Κοινωνίας των Εθνών» και των οραμάτων της «Πανευρώπης». Ο ΟΗΕ διετήρησε την «ειρήνη» εκείνη που επεβλήθει εκ των πραγμάτων μετά τον πόλεμο, δηλ. την ψυχροπολεμική ειρήνη των εξοπλισμών, αλλά κανέναν πόλεμο δεν ματαίωσε. Αντίθετα, τίποτε δεν επραγματοποίησε από το εδ. II, παρ. 4 των διακηρυκτικών του αρχών. Τα επιδείνωσε απλώς στο έπακρον και στα όρια του παγκόσμιου χάους. Και αυτό ήταν επόμενο: τις δυσμορφίες του ιστορικού παρελθόντος και τις αυθαιρεσίες του επιλεγόμενου «Διεθνούς Δικαίου», ο ΟΗΕ τις εθεώρησε προϋποθέσεις της «ειρήνης» και τις ωνόμασε «ανθρωπιστικές αρχές», χωρίς καμμία συγκεκριμένη περί «ανθρώπου» διευκρίνηση...


.~`~.
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική

*
*
*
*
*
*
- Το μέλλον της Ε.Ε, η Ανατολική Ευρώπη -η Ουκρανία- και τα Βαλκάνια, ο Huntington, ο Brzezinski και οι πλανητικές πολιτικές των Η.Π.Α. Τα «Ανθρώπινα δικαιώματα», η «σύγκρουση των πολιτισμών» και τα «Ευρασιατικά Βαλκάνια» ως βαλκανοποίηση της υφηλίου και καλλιέργεια της ελεγχόμενης αναρχίας. Η απόρριψη του διλήμματος μεταξύ πυρηνικού ολοκαυτώματος ή πολιτιστικής ανυπαρξίας - προς μιας νέα ιστορική σύνθεση που θα εναντιώνεται στις θεωρίες και τους υπολογισμούς γραφείου-εργαστηρίου.
*
*
*

Πολιτισμός και Παγκοσμιοποίση ή «Πολιτισμός» και «Παγκοσμιοποίηση». I) Αντικειμενική Εξέλιξη και Επιδίωξη και II) Εθνικισμός και Παγκοσμιοποίηση.

$
0
0
.
.~`~.
I
Πολιτισμός και Παγκοσμιοποίση ή «Πολιτισμός» και «Παγκοσμιοποίηση»
Αντικειμενική Εξέλιξη και Επιδίωξη

α´
«Παγκοσμιοποίηση»
Αυτή η λέξη, που λειτουργεί ως σύνθημα και ως παράγγελμα, είναι πραγματι η μάσκα που δικαιώνει μια πολιτική, που στοχεύει να καθολικεύσει τα ιδιαίτερα ενδιαφέροντα και την ιδιαίτερη παράδοση των οικονομικά και πολιτικά κυρίαρχων δυνάμεων, κυρίως των ΗΠΑ, και να απλώσει στο σύνολο του κόσμου το οικονομικό και πολιτιστικό πρότυπο που προτιμούν αυτές οι δυνάμεις, παρουσιάζωντας το ως κανόνα, υποχρέωση ζωής και μοίρα -ένα παγκόσμιο πεπρωμένο, κατά τρόπον ώστε να επιτευχθεί μια παγκόσμια αποδοχή ή τουλάχιστον παραίτηση.
Δηλαδή, όσον αφορά τον πολιτισμό, να καθολικεύσει, επιβάλλοντας τες σε όλο τον κόσμο, τις ιδιαιτερότητες μιας πολιτιστικής παράδοσης, στους κόλπους της οποίας η εμπορική λογική αναπτύχθηκε πλήρως. Στην πραγματικότητα, η δύναμη της εμπορικής λογικής στηρίζεται στο ότι την ίδια στιγμή που παρουσιάζει όψεις προοδευτικού μοντερνισμού δεν είναι παρά το αποτέλεσμα μιας ριζοσπαστικής μορφής οικονομικού φιλελευθερισμού, χαρακτηριστικής για μια κοινωνική τάξη που εγκαταλείπεται στη λογική του συμφέροντος και της άμεσης επιθυμίας, μεταλλαγμένων σε πηγές κέρδους...
Οι δυνάμεις της οικονομίας, που τείνουν με τη λογική τους να υποτάξουν την πολιτιστική παραγωγή και διανομή στον νόμο του άμεσου κέρδους, ενισχύονται κατά πολύ από τις πολιτικές, τις λεγόμενες της φιλελευθεροποίησης, που οι κυρίαρχες οικονομικά και πολιτιστικά δυνάμεις στοχεύουν να επιβάλουν οικονομικά με την κάλυψης της «παγκοσμιοποίησης». Σκέπτομαι τη Γενική Συμφωνία για το Εμπόριο των Υπηρεσιών (AGCS), την οποία υπέγραψαν διάφορα κράτη όταν εντάχθηκαν στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ)....
Αντιλαμβανόμαστε ότι ένα τέτοιο πρόγραμμα που εννοεί να αντιμετωπίζει ως «εμπόδια στο εμπόριο» τις εθνικές πολιτικές που αποσκοπούν στη διάσωση των εθνικών πολιτιστικών ιδιαιτεροτήτων, και άρα συνιστούν τροχοπέδη για τις υπερ-εθνικές πολιτιστικές βιομηχανίες, έχει ως αποτέλεσμα την αφαίρεση στις περισσότερες χώρες, και ειδικότερα στις λιγότερο εφοδιασμένες με οικονομικούς και πολιτιστικούς πόρους, κάθε ελπίδας για ανάπτυξη προσαρμοσμένη στις εθνικές και τοπικές ιδιαιτερότητες και σεβόμενη τις διαφορές, στον πολιτιστικό τομέα, όπως και σε όλους τους άλλους τομείς. Και αυτό, επειδή υποχρεώνονται να υποβάλουν όλα τα εθνικά μέτρα, τους εσωτερικούς κανονισμούς, τις επιχορηγήσεις σε ιδρύματα ή θεσμούς, τις άδειες κ.λπ., στις αποφάσεις μιας οργάνωσης που επιχειρεί να προσδώσει όψεις οικουμενικού κανόνα στις απαιτήσεις των υπερ-εθνικών οικονομικών δυνάμεων...
Οι μεγάλες διεθνείς οργανώσεις, ο ΠΟΕ (Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου), το ΔΝΤ (Διεθνές Νομισματικό Ταμείο) και η Παγκόσμια Τράπεζα με τις πλείστες όσες υποδιαιρέσεις τους, καθώς και οι αντίστοιχες πραγματικότητες (επιτροπές και συμβούλια τεχνοκρατών μη εκλεγμένων, άγνωστων στο ευρύ κοινό), συνιστούν μιαν αληθινή παγκόσμια κυβέρνηση, αόρατη, που περνάει απαρατήρητη και είναι άγνωστη, τουλάχιστον στους περισσότερους, της οποίας η εξουσία ασκείται επί των ίδιων των εθνικών κυβερνήσεων. Αυτού του είδους ο Μεγάλος Αδελφός, που έχει εφοδιαστεί με φακέλούς, συνδεδεμένους με όλούς τούς οικονομικούς και πολιτιστικούς θεσμούς, είναι ήδη εδώ, δραστήριος, αποτελεσματικός, αποφασίζοντας για αυτό που θα φάμε ή δεν θα φάμε, θα διαβάσουμε ή δεν θα διαβάσουμε, θα δούμε ή δεν θα δούμε στην τηλεόραση ή στον κινηματογράφο και ούτω καθεξής, ενώ την ίδια στιγμή αρκετοί στοχαστές, μεταξύ των πλέον πεφωτισμένων, πιστεύουν ακόμη ότι αυτό που συμβαίνει σήμερα συμπίπτει με τις σχολαστικές εικοτολογίες για τα σχέδια του Οικουμενικού Κράτους, όπως έκαναν οι φιλόσοφοι του 18ου αιώνα.
Διά μέσου της σχεδόν απόλυτης εξουσίας που κατέχουν πάνω στους μεγάλους ομίλους επικοινωνίας, δηλαδή επί του συνόλου των εργαλείων παραγωγής και διανομής των πολιτιστικών αγαθών, οι νέοι κυρίαρχοι τον κόσμού τείνουν να συγκεντρώσουν όλες τις εξουσίες, οικονομικές, πολιτιστικές και συμβολικές, οι οποίες, στις περισσότερες κοινωνίες, ήταν σαφώς διαχωρισμένες, ενίοτε δε και αντικρουόμενες, και είναι έτσι σε θέση να επιβάλούν κατά πολύ μία όψη τον κόσμού προσαρμοσμένη στα συμφέροντά τους.
Περιέργως, οι πιο «αγνοί» πολιτιστικοί παραγωγοί, οι πιο αφιλοκερδείς, οι πιο «τυπικοί», που λίγο λίγο απογυμνώνονται από τα μέσα παραγωγής και κυρίως διανομής, βρίσκονται σήμερα, συχνά χωρίς να το γνωρίζουν, στην πρωτοπορία του αγώνα για την υπεράσπιση των πιο υψηλών αξιών της ανθρωπότητας. Υπερασπιζόμενοι την ιδιομορφία τους, υπερασπίζονται τις πλέον οικουμενικές αξίες.
Pierre Bourdieu
---------------------------------------------------------------
Το κυριο πρόβλημα είναι η διαλεκτική του ιδιαίτερου (του παράγοντα της εθνικότητας, της εθνικής κουλτούρας, του πολιτισμού) και του οικουμενικού (του συγκρητιστικού πολιτισμού που θ'αναδυθεί από το ανθρώπινο είδος με τη μεσολάβηση της επιστήμης και της τεχνολογίας). Στο πρώτο στάδιο, ο κύριος κίνδυνος δεν είναι να υπερτονιστεί η διάσταση της εθνικότητας, αλλά το να επιβληθούν κάποια ηγεμονικά καλούπια τα οποία θα υμνούνται ως οικουμενικά, αλλά στη πραγματικότητα θα διασφαλίζουν, ακόμη περισσότερο από ό,τι οι προηγούμενοι τρόποι, την αλλοίωση των μη Δυτικών πολιτισμών του κόσμου, που η μοίρα τους θα είναι να γίνουν υποπροϊόντα του παραγωγισμού'οικονομικά, δημογραφικά και εθνογραφικά γκέτο, ένας αποξενωμένος υπόκοσμος.
Anouar Abdel-Malek
---------------------------------------------------------------

β´
Μερικοί άνθρωποι υποστηρίζουν ότι η εποχή μας θα γίνει μάρτυρας της εμφάνισης ενός "παγκόσμιου πολιτισμού", όπως τον ονόμασε και ο Β. Σ. Ναϊπόλ. Τι σημαίνει, όμως, αυτό; Γενικά, αυτή η ιδέα υποδηλώνει την πολιτιστική συνάντηση της ανθρωπότητας και την ολοένα μεγαλύτερη αποδοχή κοινών αξιών, πεποιθήσεων, προσανατολισμών, πρακτικών και θεσμών από τους λαούς σε ολόκληρο τον κόσμο. Αυτή η ιδέα μπορεί να υποδηλώνει πράγματα σοβαρά, αλλά άσχετα, πράγματα σχετικά, αλλά καθόλου σοβαρά, και πράγματα άσχετα και επιφανειακά. Πρώτον, οι άνθρωποι από όλες σχεδόν τις κοινωνίες έχουν κάποιες κοινές βασικές αξίες, όπως οτι ο φόνος είναι κακός και κάποιους κοινούς βασικούς θεσμούς, όπως της οικογένειας... Δεύτερον, ο όρος "παγκόσμιος πολιτισμός"μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να αναφερόμαστε στις πολιτισμένες κοινωνίες και στα κοινά τους στοιχεία, όπως οι πόλεις, η γνώση της γραφής και της ανάγνωσης...
Τρίτον, ο όρος "παγκόσμιος πολιτισμός"μπορεί να αναφέρεται στις υποθέσεις, τις αξίες και τις θεωρίες που πολλοί άνθρωποι έχουν σήμερα στο δυτικό πολιτισμό και μερικοί άλλοι σε άλλους πολιτισμούς. Αυτό θα μπορούσε να ονομαστεί "Κουλτούρα του Νταβός". Κάθε χρόνο περίπου χίλιοι επιχειρηματίες, τραπεζίτες, κυβερνητικοί αξιωματούχοι, διανοούμενοι και δημοσιογράφοι από όλες τις χώρες του κόσμου συναντώνται στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ στο Νταβός της Ελβετίας. Σχεδόν όλοι αυτοί οι άνθρωποι έχουν σπουδάσει φυσικές και κοινωνικές επιστήμες, διοίκηση επιχειρήσεων ή νομικά, ασχολούνται με τις λέξεις ή τους αριθμούς, διαθέτουν ευχέρεια λόγου στα αγγλικά, εργάζονται σε κυβερνήσεις, επιχειρήσεις και σε πανεπιστήμια με εκτεταμένες διεθνείς επαφές και ταξιδεύουν συχνά έξω από τη χώρα τους. Αυτοί οι άνθρωποι έχουν κοινή πίστη στον ατομικισμό, στην οικονομία της αγοράς και την πολιτική δημοκρατία, που είναι άλλωστε και τα κοινά πιστεύω πολλών ανθρώπων στο δυτικό πολιτισμό. Οι άνθρωποι του Νταβός ελέγχουν σχεδόν όλα τα διεθνή ιδρύματα, πολλές από τις κυβερνήσεις του κόσμου καθώς και το μεγαλύτερο τμήμα της παγκόσμιας οικονομίας και στρατιωτικής δύναμης. Επομένως, η "Κουλτούρα του Νταβός"είναι τρομερά σημαντική. Παγκοσμίως, όμως, πόσοι άνθρωποι έχουν την ίδια κουλτούρα; Εκτός της Δύσης, λιγότεροι από 50 εκατομμύρια άνθρωποι έχουν την ίδια κουλτούρα ή 1% του παγκόσμιου πληθυσμού και ίσως το ένα δέκατο του 1% του παγκόσμιου πληθυσμού. Η "Κουλτούρα του Νταβός"απέχει πολύ από το να είναι παγκόσμια κουλτούρα, ενώ οι ηγέτες που την αποδέχονται δεν είναι απαραίτητο ότι έχουν σίγουρη τη θέση τους στην εξουσία των κοινωνιών τους. Αυτή "η κοινή πνευματική κουλτούρα υπάρχει", όπως τόνισε ο Χέντλεϋ Μπουλ, "μόνο στην κοινωνική ελίτ: σε πολλές κοινωνίες οι ρίζες της είναι πολύ ρηχές... [και] είναι αμφίβολο αν, ακόμα και στο διπλωματικό επίπεδο, περιλαμβάνει αυτό που ονομάζεται κοινή ηθική κουλτούρα ή σύνολο κοινών αξιών, διακριτών από την κοινή πνευματική κουλτούρα".
---------------------------------------------------------------
Ορισμένες διεθνικές σχέσεις είναι παγκόσμιας και όχι μόνο περιφερειακής σημασίας, αλλά ο σκοπός τους δεν είναι να προάγουν την ολοκλήρωση της παγκόσμιας κοινωνίας ως συνόλου αλλά μάλλον την ολοκλήρωση μιας κυρίαρχης κουλτούρας... Είναι γνωστό ότι ο σκοπός των πολυεθνικών εταιριών, των μεγάλων ιδρυμάτων και των επιστημονικών και επαγγελματικών συλλόγων, των οποίων η έδρα είναι σε προηγμένες καπιταλιστικές χώρες, και ιδιαίτερα στις Ηνωμένες Πολιτείες, είναι να προάγουν ένα είδος ολοκλήρωσης που θα συνδέει τις κοινωνίες εκείνων των προηγμένων χωρών και τις ελίτ των φτωχών χωρών [Αυτό το 1% του παγκόσμιου πληθυσμού ή τα 50 εκατομμύρια ανθρώπων εκτός Δύσης που έχουν την ίδια κουλτούρα]'όμως ο σκοπός τους είναι επίσης η διεύρυνση της κοινωνικής και πολιτικής απόστασης μεταξύ των προηγμένων κοινωνιών και των φτωχών κοινωνιών και μεταξύ των εκσυγχρονισμένων ελίτ και των κοινών ανθρώπων στις φτωχές χώρες.
---------------------------------------------------------------

γ´
Η παγκοσμιοποίηση, αν καi εδώ και μερικά χρόνια ηταν αντικείμενο πολλών εξειδικευμένων εργασιών, αναφορικά κυριως με τις οικονομικες, χρηματοοικονομικές, τεχνολογικές και πολιτιστικές της διαστάσεις, πολύ λίγες φορές εξετάστηκε πιο συνολικά ως ανατροπή πολιτισμού. Ωστόσο συνιστά την ολοκλήρωση του οικονομισμού, του «ασύλλητου που γεννιέται μπροστά στα μάτια μας»: του «παγκόσμιου» ανθρώπου, δηλαδή του υπανθρώπου, άδειου από πολιτισμό, από νόημα και από τη συνείδηση του άλλου.
Αυτό είναι το προβλέψιμο τελικό αποτέλεσμα -που ήδη έχει συντελεστεί- του συνδυασμού των τριών συγκλινουσών δυναμικών: της παγκοσμιοποίησης της οικονομίας, ανώτατης μορφής του δυτικού εκσυγχρονισμού από την εποχή της επέκτασης της Ευρώπης στον κόσμο τον 15ο αιώνα'της αμφισβήτησης του κράτους πρόνοιας και γενικότερα του κράτους, γεγονός που μπορεί να σημάνει το τέλος της πολιτικής και της κοινωνίας'της γενικευμένης καταστροφής των πολιτισμών στο Βορρά και στο Νότο απο τον οδοστρωτήρα της επικοινωνίας, της εμπορευματοποίησης και της τεχνολογίας.
Τα βασικά θεωρητικά θεμέλια αυτής της συναινετικής αλλά και απελπιστικής οπτικής δανείζονται από τον μαρξισμό (διαστρέφοντάς τον) ορισμένες από τις αρχές του: την απλοϊκή απαίτηση επιστημονικότητας (ο «κύκλος της λογικής»), την εσχατολογική επίκληση ενός «λαμπερού μέλλοντος» και την αδιαφορία για τις δικές της αποτυχίες.
Το γεγονός ότι η παγκοσμιοποίηση γίνεται ιδεολογικό όργανο έχει ως σοβαρή συνέπεια την εκ των προτέρων καταδίκη -στο όνομα του «ρεαλισμού»- κάθε τάσης αντίστασης ή ακόμη και αντίθεσης. Καταδικάζονται επίσης ή χαρακτηρίζονται ως «λαϊκιστικές» όλες οι δημοκρατικές απόπειρες, όλες οι αναζητήσεις εναλλακτικών λύσεων, όλες οι προσπάθειες δημοκρατικής ρύθμισης, όλες οι κριτικές κατά της αγοράς. Η παγκοσμιοποίηση ούτε αναπόφευκτα μοιραία είναι ούτε «ατύχημα» της ιστορίας. Συνιστά μια μεγάλη πρόκληση, μια εν δυνάμει βαρβαρότητα που πρέπει να τεθεί υπό έλεγχο, δηλαδή εντέλει να εκπολιτιστεί. Πολιτικά πρέπει αντισταθούμε σε αυτή τη θολή διάλυση της ίδιας της πολιτικής στην υποταγή και την απελπισία.
Μια από τις πιο παράδοξες πλευρές αυτής της παγκοσμιοποίησης είναι η απόκρύψη πίσω από ένα μεταβιομηχανικό και πληροφοριακό μοντερνισμό -η γοητεία του Internet- μιας «αντιδραστικής», με τη στενή έννοια του όρού, πολιτικά εξέλιξης. Δηλαδή προοδευτική διάλύση των δημοκρατικών κατακτήσεων, εγκατάλειψη του ευρωπαϊκού κοινωνικού συμβολαίού, επιστροφή -υπό το πρόσχημα της «προσαρμογής» και της «ανταγωνιστικότητας»- στον πρωτόγονο καπιταλισμό του 19ου αιώνα. Αυτό επιβεβαιώνεται κάθε χρόνο, όταν το χειμώνα οι κύριοι υπεύθύνοι του πλανήτη -αρχηγοί κρατών, τραπεζίτες, διευθυντές μεγάλων πολυεθνικών επιχειρήσεων, χρηματοοικονομικοί παράγοντες- συγκεντρώνονται στο Νταβός, μια μικρή ελβετική πόλη, για να συζητήσουν για τις προόδους της οικονομίας της αγοράς, του ελεύθερου εμπορίού και της απορρύθμισης.
Ραντεβού των νέων κυρίαρχων του κόσμου, το οικονομικό φόρουμ του Νταβός έχει γίνει η Μέκκα του ακραίου φιλελευθερισμού, η πρωτεύουσα της παγκοσμιοποίησης και ο πυρήνας της μονόδρομης σκέψης.
Στη μεγάλη τους πλειοψηφία οι δύο χιλιάδες global leaders διαβεβαιώνουν εκεί, τελετουργικά, ότι πρέπει να καταπολεμηθεί ο πληθωρισμός, να μειωθεί το δημόσιο έλλειμμα, να συνεχιστεί μια περιοριστική νομισματική πολιτική, να ενθαρρυνθεί η ευέλικτη εργασία, η διάλυση του κράτους πρόνοιας και να δοθεί σταθερή ώθηση στο ελεύθερο εμπόριο. Εξαίρουν το προοδευτικό άνοιγμα των χωρών στο παγκόσμιο εμπόριο, τις προσπάθειες των κυβερνήσεων να μειώσουν τα ελλείμματα, τις δαπάνες και τους φόρους. Χειροκροτούν τις ιδιωτικοποιήσεις. Κατ'αυτούς δεν υπάρχει πια εναλλακτική πολιτική ή οικονομική λύση. Έχοντας πίστη στην αγορά και ντοπαρισμένος από το Internet, ο κόσμος ζει κατά κάποιον τρόπο το τέλος της ιστορίας.
---------------------------------------------------------------
Η οικουμενική ομοιομορφία του σύγχρονου δυτικού τρόπου ζωής η οποία καταστρέφει όλες τις πολλαπλότητες των αυθεντικών τοπικών κουλτουρών, είναι μια ύστατη συνέπεια της εξάρτησης της κουλτούρας και της πολιτικής από την οικονομία. Η κυρια παραδοχή της δυτικής οικονομικής νοοτροπίας ότι οτιδήποτε παράγεται θα πρέπει να καταναλώνεται, σε αντίθεση μέ την ισλαμική παραδοχή ότι οτιδήποτε χρειάζεται θα πρέπει να παράγεται, προκάλεσε μια κουλτούρα κατανάλωσης η οποία οδήγησε στη διεθνοποίηση του δυτικού τρόπου ζωής μέσω της αναγκαιότητας να ανακαλυφθούν τρόποι απορρόφησης της αυξανόμενης παραγωγής. Η συγκεκριμένη οικονομική βάση πού βρισκεται πισω απο αυτόν τον κοινωνικοοικονομικό πλουραλισμό, ο οποίος προκαλεί πολιτιστικό μονισμό, είναι ο διαχωρισμός των κανονιστικών και των θετικών οικονομικών και η παραδοχή ότι οι πόροι θα πρέπει να κατανέμονται παραγωγικά.
---------------------------------------------------------------

δ´
Σήμερα, ο πολιτισμός είναι προϊόν της αγοράς, της επικοινωνίας και της επιδίωξης επιβολής, η εμπορευματοποίηση επεκτείνεται, ακόμη και στην προσωπική συμπεριφορά, που σε μεγάλο βαθμό παράγεται για να καταναλωθεί, ενώ ο κατακερματισμός της κοινωνίας, η αποδυνάμωση των θεσμών, η αποσύνθεση των ιδεολογιών και η μεταβολή των αξιών οδηγούν σε πολιτισμούς μικρών ομάδων, «πολιτισμούς» του αισθήματος και του συναισθήματος, πού αναπτύσσονται στο πλαίσιο της μάζας.
Η παγκοσμιοποίηση, δηλαδή η αντίληψη και οργάνωση του κόσμου ως ενιαίού όλου, είναι ταυτόχρονα αντικειμενική εξέλιξη και επιδίωξη. Ως αντικειμενική εξέλιξη, η παγκοσμιοποίηση είναι αναπόδράστη και οφείλεται στην ανάπτυξη της τεχνολογίας, στην εξέλιξη της επικοινωνίας και στην ανάπτυξη μιας παγκόσμιας λειτουργικής αλληλεξάρτησης και αλληλόδρασης. Οφείλεται επίσης στην αντίληψη και στο όραμα ενός ενιαίου κόσμου, χωρίς τεχνητούς συμβολικούς διαχωρισμούς, αντίληψη πού ενυπάρχει στον άνθρωπο, μαζί με την αντίληψη ιδιαιτερότητας και τη συνείδηση της ατομικότητάς του. Ως επιδίωξη, η παγκοσμιοποίηση προωθείται με διάφορες θεσμικές, πολιτισμικές και επικοινωνιακές μεθοδεύσεις και στοχεύει στην παγκόσμια επιβολή, στην επίτεύξη προνομιακών όρων αγοράς και ανταγωνισμού, στον έλεγχο της παγκόσμιας εξέλιξης και στη συγκρότηση μιας παγκόσμιας κυριαρχίας με σύγχρονους όρους, μέσα από τον προσδιορισμό της αντίληψης και οργάνωσης του κόσμού...
Η παγκοσμιοποίηση, που έχει ήδη προχωρήσει σημαντικά, χωρίς να έχει ολοκληρωθεί ακόμη, δεν είναι μόνο οικονομική, πολιτισμική και οργανωτική, αλλά είναι και πολιτική, ενώ στοιχείο της δεν είναι μόνο η καθολικότητα αλλά και η ιδιαιτερότητα. Στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης, ο πολιτισμός αποκτά άμεση πολιτική διάσταση και λειτουργία, η δε πολιτική βούληση δεν εκφράζεται μόνο με όρους ισχύος αλλά και ως περιεχόμενο πολιτισμού. Η ιδεολογία παραμερίζεται, ως έμμεση και προσχηματική, για χάρη αμεσότερων και γνησιότερων τρόπων έκφρασης του πολιτικού λόγου, ενώ η αναζήτηση θεμελιωδών αρχών και αξιών αντανακλά είτε μία αναζήτηση του ανθρώπινου λόγου είτε αντίθετα μία ανασφαλική αντίδραση στην κινητικότητα της εποχής. Ο κόσμος αποτελεί σήμερα ενιαία πολιτική οργάνωση και ενιαίο πολιτικό πλαίσιο, το κράτος και η πολιτική εξουσία μεταβάλλονται σε έκφραση μιας παγκόσμιας τάξης και το παγκόσμιο προσδιορίζει τον πολιτικό λόγο και καθίσταται κανονίστικό στοιχείο και πλαίσιο της πολιτικής σκέψης και της πολιτικής πράξης. Κάτω από τις συνθήκες αυτές, η μόνη πραγματιστική και ουσιαστική στάση και δράση είναι η επιδίωξη πολιτικού και πολιτισμικού προσδιορισμού του παγκοσμιοποιημένου πλαισίου, η διασφάλιση, μέσα στο πλαίσιο αυτό, της ανθρώπινης ελευθερίας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και η διεκδίκηση της εξέλιξης ή και μετεξέλιξης του πλαισίου αυτού σύμφωνα με τον ανθρώπινο λόγο. Αντίθετα, η άγονη εμμονή στη συντήρηση της ιδιαιτερότητας και πολυ περισσότερο η ανεπιφύλακτη και χωρίς διεκδικητική πρόταση αποδοχή της παγκοσμιοποίησης αποτελούν εσφαλμένες ή ανασφαλικές επιλογές, που στερούνται πραγματισμού και συνολικής αντίληψης ελευθερίας και διευκολύνουν μια παγκόσμια πολιτική και πολιτισμική επιβολή. Απάντηση στις μεθοδεύσεις παγκόσμιας επιβολής μπορεί να αποτελέσει μόνο η δημιουργική προώθηση και υπέρβαση της παγκοσμιοποίησης και όχι η άγονη επιδίωξη ανακοπής της, που ουσιαστικά αποτελεί επιδίωξη ανακοπής της εξέλιξης.
Η πολιτισμική παγκοσμιοποίηση, που για ορισμένους έχει ως αποτέλεσμα τη μίξη πολλών πολιτισμών και τη συνθετική δημιουργία ενός νέου και για άλλους την καταστολή των πολιτισμών, τη συρρίκνωσή τους και την επιβολή ενός κατασκευασμένου πολιτισμού μπορεί να προσεγγισθεί είτε ως ένα στάδιο επέκτασης και αναπροσαρμογής του καπιταλισμού είτε ως διαδικασία διαμόρφωσης μιας νέας παγκόσμιας κοινωνικής και πολιτισμικής πραγματικότητας. Όπως και να ιδωθεί όμως, η παγκοσμιοποίηση επιχειρεί να ελέγξει, και να προσδιορίσει την πολιτισμική εξέλιξη και καταδικάζει τους πολιτισμούς σε ασφυξία. Στο επίπεδο της υλικής διάστασης του πολιτισμού, το παγκόσμιο και καθολικό είναι μία κλίμακα πολύ μεγάλη για τις σημερινές ανθρώπινες δυνατότητες και μπορεί να δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα σταθερότητας στις κοινωνίες, ενώ στο επίπεδο της πνευματικής και συμβολικής διάστασης του πολιτισμού η πολιτισμική παγκοσμιοποίηση συνεπάγεται ασύμμετρη ικανοποίηση της καθολικότητας και της ιδιαιτερότητας, που αποτελούν έμφυτες ανθρώπινες κλίσεις. Ο πολιτισμός αναπτύχθηκε με επίκεντρο τον άνθρωπο, η δε διάσταση της ατομικότητας είναι ουσιώδης για την ύπαρξη και τη συνέχισή του. Την ατομικότητα αυτή συμπιέζει και ουσιαστικά εξαλείφει η παγκοσμιοποίηση, το δε επιχείρημα ότι οδηγεί σε καθολικοποίηση της ατομικότητας και σε εξατομίκεύση της καθολικότητας, που εικονογραφεί μία πραγματικότητα, δεν ηχεί πειστικά σε λειτουργικό επίπεδο.
Η παγκοσμιοποίηση οδηγεί περαιτέρω στον επαρχιωτισμό και στον τοπικισμό, δηλαδή σε ουσιώδη απώλεια της καθολικότητας, όχι μόνο γιατί προκαλεί αντιδράσεις, με μορφή τοπικιστικών ή εθνικιστικών συντηρητισμών, αλλά κυρίως, γιατί αναφέρεται στο χώρο και όχι στον κόσμο (i), στην υλη και όχι στο πνεύμα (ii) και δεν απαντά άμεσα και ουσιαστικά στα ζητήματα που αφορούν στην ουσία και στο σκοπό της ανθρώπινης ύπαρξης (iii).
---------------------------------------------------------------
(iii)
Ἐχύθηκε βέβαια πολλή μελάνη μεταπολεμικά καί ἐξοδεύτηκαν ἀρκούντως ἑκατομμύρια διά τῆς... ἱστοριογραφίας τῆς «κοινῆς γνώμης», γιά νά «δειχθῆ» ὅτι ὁ φασισμός, πού ἀπετέλεσε γενικό φαινόμενο στόν χῶρο τῆς Εὐρώπης, προῆλθε σάν ἀντίδραση ἀπό τήν ρωσική ἐπανάσταση τοῦ 1917. Ἡ τρέχουσα πραγματικότητα ἀποτελεῖ τήν ἀπάντηση στίς ἰδεολογικές αὐτές ἐπιχειρήσεις: ὁ φασισμός ἐπανεβίωσε στίς εὐρωπαϊκές κοινωνίες ἀκριβῶς μέ τήν κατάργηση τοῦ σοβιετικοῦ κομμουνισμοῦ. Καί τοῦτο ἀκριβῶς σημαίνει πώς εἶναι ἐγγενές μικρόβιο τῆς φιλοσοφίας (καί τῆς καταστάσεως) τῆς «ἐλεύθερης ἀγορᾶς». Οἱ ἄνθρωποι ψάχνουν γιά ἔννοιες καί γιά νοήματα ζωῆς καί ὁ λιμπεραλισμός τούς δίνει νέα μοντέλα αὐτοκινήτων, ὑπό τήν ψυχολογική ἀπειλή ὅτι αὐτό εἶναι προυπόθεση ἐξασφαλίσεως τοῦ μεροκάματου... Αὐτή ἀκριβῶς εἶναι ἡ πραγματολογική βάση τοῦ φασισμοῦ.
(ii)
Ρωτήστε κάθε καλό Γάλλο, που διαβάζει κάθε μέρα την εφημερίδα του στο καφενείο του, τι καταλαβαίνει με τη λέξη πρόοδος. Θα απαντήσει ότι είναι ο ατμός, ο ηλεκτρισμός και το αεριόφως, θαύματα άγνωστα στους Ρωμαίους και πως αυτές οι ανακαλύψεις μαρτυρούν την απόλυτη ανωτερότητα μας σε σχέση με τους Αρχαίους. Τόσο γεμάτο σκοτάδια είναι αυτό το δυστυχές κρανίο και τόσο περίεργα έχουν συγχυστεί τα αντικείμενα της υλικής και της πνευματικής τάξης! Αυτός ο ανθρωπάκος έχει τόσο αμερικανοποιήθει [το 1855!!!] από αυτους τους ζωοκράτες και βιομηχανικούς φιλόσοφους που έχει χάσει τη στοιχειώδη γνώση των διαφορών που χαρακτηρίζουν τα φαινόμενα του φυσικού και του ηθικού κόσμου, του φυσικού και του υπερφυσικού. Στους 'μαθητές των φιλοσόφων του ατμού και των χημικών σπίρτων'η πρόοδος εμφανίζεται με τη μορφή της 'ατελείωτης σειράς' [...σύμπασα η ανθρωπότης οδεύει επί ευθείας γραμμής εν είδει σιδηροδρόμου, στον οποίον κάποιοι μπροστά είναι οι μηχανοδηγοί, όλοι δε οι άλλοι ακολουθούν ως βαγόνια από πίσω]. Όμως που βρίσκεται αυτή η εγγύηση; Δεν υπάρχει, λέω εγώ, παρά στην ευπιστία και την κενοδοξία σας.
(i)
Είναι χρείακάπως να υπάρξ(χ)ει ο-μορφιάκαι κόσμοςώστε να μην υπάρξ(χ)εια-κοσμία, α-μορφία και α-σχήμια.
---------------------------------------------------------------
Η παγκοσμιοποίηση αποτελεί, σε πολύ μεγάλο βαθμό, αποτέλεσμα αντικειμενικής εξέλιξης, πολλές δε από τις αρνητικές ποιότητες ή επιπτώσεις της δεν οφείλονται στην ίδια, αλλά στην ιδεολογία της αγοράς και της επιβολής, που είναι κυρίαρχη στην εποχή μας, καθώς και στις δυνατότητες παγκόσμιας πολιτισμικής χειραγώγησης που παρέχουν η τεχνολογία και η εξέλιξη της επικοινωνίας. Οι αρνητικές αυτές επιπτώσεις δεν επιτρέπουν να αναδειχθούν και να αξιολογηθούν οι θετικές πλευρές της παγκοσμιοποίησης, που είναι πολλές και σημαντικές, αλλά ούτε οι αρνητικές ή δυσλειτουργικές πλευρές της, που είναι εξίσου σημαντικές. Η παγκοσμιοποίηση αποτελεί μία πραγματικότητα και συγκροτεί ένα πλαίσιο που μπορεί να αξιοποιηθεί για την ελευθερία, την πρόοδο και τη σημαντική βελτίωση της ανθρώπινης κατάστασης ή να χρησιμοποιηθεί για τη μεγιστοποίηση της επιβολής και την πληρέστερη καθυπόταξη του ανθρώπου και του κόσμου. Για να επιτευχθεί το πρώτο και να αποτραπεί το δεύτερο, απαιτείται νηφάλια και πραγματιστική προσέγγιση και αξιολόγηση της παγκοσμιοποίησης και του σύγχρονου πολιτισμού, βούληση δημιουργικού προσδιορισμού του κόσμου, που σήμερα ελλείπει, και βέβαια όραμα ελευθερίας.
Ευστράτιος Β. Αλμπάνης

.~`~.
II
Εθνικισμός και Παγκοσμιοποίηση

Σήμερα, κάτω από την επίδραση μιας συνολικής εξέλιξης του κόσμου, οι έννοιες του έθνους και του εθνικισμού αποδυναμώνονταί και συρρικνώνονται. Για ορισμένούς, η εξέλιξη αυτή ενδέχεται να οδηγήσει το έθνος και τον εθνικισμό σε εξαφάνιση, ενώ για άλλους, σε αναπροσδιορισμό. Αντίθετα, κάποιοι άλλοι υποστηρίζουν ότι η συνολική αυτή εξέλιξη μπορεί να οδηγήσει σε αναβίωση των εθνικισμών. Σε κάθε περίπτωση, είναι γεγονός ότι οι σύγχρονες συνθήκες δημιουργούν μια δυναμική αναπροσδιορισμού της οργάνωσης της κοινωνικής συμβίωσης και αναπροσανατολισμού της πίστης και της νομιμοφροσύνης των ανθρώπων, διαδικασίες και διεργασίες στις οποίες, η εθνότητα βρίσκεται σε προνομιακή θέση όχι όμως και ο παραδοσιακός εθνικισμός. Η αποδυνάμωση και η τάση υπέρβασης του έθνούς δεν οφείλονται όμως μόνο στην αντικειμενική μεταβολή των συνθηκών, αλλά αποτελούν και επιδίωξη σχεδιασμών επιβολής, που προωθούνται παγκόσμια με διάφορες μεθοδεύσεις, ένα μεγάλο μέρος των οποίων είναι επικοινωνιακές και πολιτισμικές.
Η οικονομία, που αποτέλεσε τον καταλύτη για τη δημιουργία του έθνους-κράτους, αποτελεί σήμερα, διακόσια χρόνια μετά, τον καταλύτη για την αποδυνάμωση και τη συρρίκνωσή του. Η μεταβολή των οικονομικών ρόων, των μεθόδων και της οργάνωσης της παραγωγής, η αυξημένη κινητικότητα του κεφαλαίου, η ταχύτητα και ο όγκος των συναλλαγών, ο υπερεθνικός χαρακτήρας των ροών και της οικονομικής αντίληψης και πρακτικής, η ευρεία ομογενοποίηση των καταναλωτικών προτύπων, η κυριαρχία της αγοράς, η συνεχώς αυξανόμενη υπεροχή του ιδιωτικού τομέα έναντι του δημόσιου τομέα, η παγκόσμια οικονομία της πληροφορίας, η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας και αρκετοί ακόμη παράγοντες έχούν διαβρώσει και, σε μεγάλο βαθμό αναιρέσει την έννοια της εθνικής οικονομίας και έχουν αφαιρέσει από το κράτος μεγάλο μέρος της κυριαρχίας του. Η εθνική οικονομία, στο βαθμό που εξακολουθεί να υφίσταται ως έννοια και ως λειτουργική οντότητα, ετεροπροσδιορίζεται σημαντικά, αποδυναμώνεται και τείνει να περιορισθεί σε μία ελάχιστη δημοσιονομική λειτουργία, ενώ η παγκόσμια οικονομία, στο πλαίσιο της οποίας αναδεικνύονται νέα οικονομικά υποκείμενα, είναι σαφέστατα υπερεθνική και ελάχιστα διεθνής. Το κράτος έχει χάσει αντίστοιχα μεγάλο μέρος της κυριαρχίας του, αφού δεν είναι πια σε θέση να ρυθμίζει κυρίαρχα την οικονομική δραστηριότητα και να επηρεάζει καθοριστικά την οικονομική εξέλιξη, η δε βούλησή του ετεροπροσδιορίζεται θεσμικά ή αντικειμενικά, σε συνεχώς περισσότερες περιπτώσεις.
Η οικονομία παγκοσμιοποιείται, δηλαδή οργανώνεται σε παγκόσμια υπερεθνική βάση, ως ενιαία μονάδα. Η εξέλιξη αυτή έχει ως αποτέλεσμα την αποδυνάμωση της εθνοκεντρικής αντίληψης και οργάνωσης του κόσμου και την ανάδειξη της παγκόσμιας οικονομίας σε αυτόνομο υπερεθνικό πλαίσιο δράσης, στο οποίο κυριαρχεί το άτομο, ως υπερεθνική οντότητα και ως υπερεθνικά δρων υποκείμενο. Η οικονομική παγκοσμιοποίηση περιορίζει το κράτος στο ρόλο της διασφάλισης του θεσμικού πλαισίου, που είναι απαραίτητο για την ανάπτυξη της οικονομικής δραστηριότητας και σε άσκηση τοπικής διαχείρισης, δηλαδη, διεκπεραίωσης συγκεκριμένων λειτουργιών, που εξυπηρετούν μία τοπική κοινότητα, όχι όμως ένα λαό, πολύ περισσότερο δε ένα έθνος. Περαιτέρω, η οικονομική παγκοσμιοποίηση και ο πολιτισμός της αγοράς μεταβάλλουν το κράτος σε μηχανισμό πραγμάτωσης ιδιωτικών, συνήθως υπερεθνικών, συμφερόντων και ενίοτε, σε όργανο πραγμάτωσης των γεωοικονομικών σχεδιασμών τους. Στο πλαίσιο αυτό, το έθνος αποψιλώνεται από το στοιχείο της κοινής προσπάθειας και της κοινής προοπτικής και χάνει τη χρησιμότητά του για την οργάνωση της οικονομίας, στο βαθμό που δεν είναι ασυμβατο με τη νέα οικονομική πραγματικότητα ή την προώθηση των συμφερόντων πού αυτή δημιούργεί. Σήμερα, το έθνος και η πολιτική και πολιτισμική υποδομή του αποτελούν εμπόδιο στην προώθηση της σύγχρονης οικονομικής αντίληψης και πρακτικής, ενώ η εθνική συλλογική μνήμη αποτελεί εμπόδιο στην πολιτισμική παγκοσμιοποίηση, στην εμπέδωση του πολιτισμού της αγοράς και στην επιδίωξη παγκόσμιας επιβολής. Η πραγματικότητα αυτή οδηγεί σε μεθοδεύσεις αποδυνάμωσης και υπέρβασης του έθνους.
Η οικονομία αποτελεί αναμφισβήτητα σημαντικό παράγοντα της παγκόσμιας εξέλιξης, δεν αποτελεί όμως τον κύριο παράγοντα της εξέλιξης αυτής και κυρίως δεν αποτελεί την ουσία της. Η μεταβολή πού συντελείται σήμερα είναι κυρίως πολιτισμική και αφορά στον άνθρωπο, η δε παγκοσμιοποίηση δεν είναι μόνο οικονομική, αλλά ευρύτερη και συνίσταται στην αντίληψη και οργάνωση του κόσμού ως ενιαίού όλου. Στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης, το έθνος αποδυναμώνεται λειτουργικά και συμβολικά, ενώ το κράτος συρρικνώνεται και διατηρείται, ως διοικητικός μηχανισμός άσκησης τοπικής εξουσίας και ως μονάδα παγκόσμιας συνεργασίας κατά της βίας και της εγκληματικότητας, πού ενδέχεται να αποκτήσούν ασυνήθιστη έκταση και ένταση, κάτω από τις συνθήκες πού διαμορφώνονται. Το κράτος μετατρέπεται, δηλαδή, σε μηχανισμό τοπικής διαχείρισης και σε έκφραση μιας παγκόσμιας τάξης, δεν έχει το μονοπώλιο της εξουσίας ούτε το μονοπώλιο της βίας και δεν αποτελεί πιά τη νομική υπόσταση του έθνους ούτε εκφραστή της πολιτικής βούλησης των πολιτών του. Τα άτομα δεν είναι πια πολίτες και επομένως ούτε εθνικό ούτε πολιτικό σύνολο συγκροτούν, αλλά εντάσσονται πολιτισμικά σε ευρύτερα, υπερεθνικά πλαίσια, το δε έθνος-κράτος δυσχεραίνεται, συνεχώς περισσότερο, στη διασφάλιση της εθνικής ταυτότητας, στην εξασφάλιση της ψυχικής ταύτισης και νομιμοφροσύνης των ατόμων και στην επίτευξη της κινητοποίησής τους. Σήμερα, ο πολιτισμός κατασκευάζεται και δεν αποτελεί μόνο μέσο παγκόσμιας ένταξης και επικοινωνίας, αλλά και μέσο ελέγχου της συμπεριφοράς των ατόμων και διαμόρφωσης της αντίληψής τούς. Η παγκοσμιοποίηση δεν αφορά πρώτιστα στην οικονομία, αλλά στην επιβολή και στο βαθμό που δεν είναι αποτέλεσμα αντικειμενικής εξέλιξης αποτελεί σύστημα κυριαρχίας, σκοπούμενο και επιδιωκόμενο.
Στη λειτουργική και συμβολική αποδυνάμωση και απαξίωση του έθνους συμβάλλουν ακόμη ο κατακερματισμός της μετανεωτερικής κοινωνίας, η κρίση και απαξίωση των κοινωνικών θεσμών, η έλλειψη στόχων, η ανάπτυξη έντονου ατομισμού και αρκετοί ακόμη, πολιτισμικοί παράγοντες, που αποδυναμώνουν το έθνος-κράτος και περιορίζουν το έθνος στο στενό εννοιολογικό πλαίσιο της εθνότητας, αφαιρώντας την ιστορική και πολιτική διάστασή του και κάθε ουσιαστικό λειτουργικό στοιχείο του. Ο πολιτισμός είναι σήμερα μαζικός και κατασκευασμένος, υλιστικός και τεχνικός. Είναι επίσης ασύμβατος με την όποια ιστορική ταυτότητα, τη συνέχεια και την κοινή προοπτική και συνεπώς με τη συντήρηση εθνικής ταυτότητας. Η εποχή μας είναι επίσης ατομιστική, δηλαδή καταρχήν αρνητική στη συλλογικότητα και κατ'επέκταση στη λειτουργική και συμβολική συλλογικότητα του έθνους. Περαιτέρω, η εποχή μας ευνοεί την καθολικότητα, που είναι ασύμβατη με την ιδιαιτερότητα του έθνους και ωθεί το άτομο να αναζητήσει αλληλεγγύη είτε σε πλαίσια πολύ στενότερα του έθνούς είτε σε πλαίσια υπερεθνικά, ενώ ευνοεί την υπερεθνική επικοινωνία, που υπερβαίνει και αγνοεί το έθνος και συντελεί στην ανάπτυξη υπερεθνικής ταυτότητας.
Η αντίληψη του κόσμου ως ενιαίου, η ραγδαία ανάπτυξη της επικοινωνίας και η αύξηση των υπερεθνικών ροών αποσυνδέουν το χώρο από το έθνος, δημιουργούν μία παγκόσμια ενιαιοποίηση του γίγνεσθαι και οδηγούν σε αδυναμία συγκρότησης εθνικής ταυτότητας, σε διακοπή της ανάπτυξης εθνικής συλλογικής μνήμης και σε υπέρβαση του έθνους, ως συμβολικής πραγματικότητας, ως λειτουργικής οντότητας, ως πλαισίου επικοινωνίας και ως παράγοντα αλληλεγγύης. Τα σύνορα καταρρέουν θεσμικά και πολιτισμικά, στη σκέψη και στην καθημερινή πρακτική, το κράτος συρρικνώνεται, η πολιτική εξουσία αμφισβητείται, η πολιτική ιδεολογία αποσυντίθεται, ο πατριωτισμός διαβρώνεται, οι πολίτες των εθνικά συγκροτημένων κοινωνιών μεταβάλλονται σε άτομα, ενώ τα πρότυπα ζωής και συμπεριφοράς ομογενοποιούνται, όπως και η αντίληψη των ανθρώπων και ιδιαίτερα όσων ανήκουν σε νεότερες γενιές. Όλα αυτά οδηγούν σε αποδυνάμωση και τελικά σε υπέρβαση της έννοιας του έθνους.
Η οπτική της εποχής μας είναι παγκόσμια. Η γη συνολικά και η ανθρωπότητα, ως πολιτισμική αναγωγή, αποτελούν ήδη πλαίσιο ένταξης και επικοινωνίας. Η παγκοσμιοποίηση όμως δεν είναι μόνο εξελισσόμενη πραγματικότητα είναι και επιδίωξη, στο πλαίσιο της οποίας προωθούνται υπερεθνικές ταυτότητες και ευνοούνται υπερεθνικές συσπειρώσεις. Μέσα στο πλαίσιο αυτό, της παγκόσμιας οπτικής και της λειτουργικής ενιαιοποίησης τον κόσμου, το έθνος είναι πολύ δύσκολο να υπάρξει. Παρ'όλα αυτά, ανθίσταται ακόμη και επιδεικνύει αξιόλογη ανθεκτικότητα.
Όμως, αν το έθνος αποδυναμώνεται, η εθνότητα όχι μόνο δεν αποδυναμώνεται, αλλά αντίθετα ενισχύεται. Ενισχύεται πρώτιστα από την αποδυνάμωση του κράτους και την παγκοσμιοποίηση, που δημιουργούν συνθήκες οιωνεί φυσικής κατάστασης και οδηγούν σε ενστικτώδη ένταση της συσπείρωσης στο πλαίσιο της εθνότητας. Ενισχύεται επίσης από την αποδυνάμωση και την υπέρβαση του έθνους, που δημιουργούν ένα έλλειμα επικοινωνίας, που δεν μπορεί να καλυφθεί υπερεθνικά. Ενισχύεται τέλος, από την ανασφάλεια που προκαλούν σε πολλούς, ο μεταβατικός χαρακτήρας της εποχής μας και οι ραγδαίες μεταβολές που συντελούνται. Αντίρροπα στην ενίσχυση αυτή της εθνότητας λειτουργούν η συνολική πολιτισμική εξέλιξη και η ανάμιξη πληθυσμών, που οδηγούν βαθμιαία σε πολυεθνολογικό εθισμό, σε ανοχή και αποδοχή της διαφορετικότητας, σε ανάμιξη εθνοτήτων και σε πολιτισμική προσαρμοστικότητα.
Στην μεταβατική αυτή περίοδο, της κρίσης του κράτους και της πολιτικής και πολιτισμικής ρευστότητας, του μετασχηματισμού της παγκόσμιας οργάνωσης και του αναπροσδιορισμού των όρων της ανθρώπινης ύπαρξης, η έξαρση των εθνικισμών αποτελεί πολύ πιθανή αντίδραση στην αβεβαιότητα, ανασφάλεια και έλλειψη σταθερής αναφοράς που δημιουργούν οι συνθήκες αυτές. Ενδεχόμενη είναι επίσης η στροφή του εθνικισμού στο φυλετισμό και την ξενοφοβία, τόσο εξαιτίας της αυξημένης μετανάστευσης και των προβλημάτων που αυτή δημιουργεί στις κοινωνίες των χωρών υποδοχής όσο και εξαιτίας του έντονου ανταγωνισμού και ατομισμού που χαρακτηρίζουν την εποχή μας. Στις σημερινές συνθήκες συνολικής μεταβολής και έντασης των κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων, πολυ πιθανή είναι επίσης η στροφή τον εθνικισμού στο λαϊκισμό, στο συντηρητισμό, στη θρησκεία ή και στο ριζοσπαστισμό. Ορατά είναι και ενδεχόμενα υποκατάστασης του διεθνούς ανταγωνισμού των κρατών από ένα τοπικό ανταγωνισμό εθνοτήτων ή ομάδων συναισθήματος ή συμφερόντων, αποσυνδεδεμένο από το παγκόσμιο πολιτικό, οικονομικό και πολιτισμικό γίγνεσθαι, δηλαδή, η ανάδειξη ενός παράλληλου κόσμου, όπως πιθανή είναι η ανάπτυξη μακροεθνισμού, δηλαδή μιας γεωγραφικά και πληθυσμιακά ευρύτερης συσπείρωσης σε εθνολογική, πολιτισμική, θρησκευτική ή και πολιτική βάση. Τα ενδεχόμενα αυτά όμως, που μπορεί να οδηγήσουν σε τριβές και συγκρούσεις, δεν μπορούν να συνθέσουν σε μόνιμη βάση την παγκόσμια πραγματικότητα ουτε να δώσουν λύση στα προβλήματα και στις προσδοκίες των λαών.
Ευστράτιος Β. Αλμπάνης

Pierre Bourdieu, Παγκοσμιοποίηση, Αισιόδοξη προοπτική ή απειλή, Εκδ. Σαββάλας - Samuel Huntington, Η σύγκρουση των πολιτισμών και ο ανασχηματισμός της παγκόσμιας τάξης, Εκδ. Terzo Books - Ignacio Ramonet, Γεωπολιτική του Χάους, Εκδ. Πόλις - Ευστράτιος Β. Αλμπάνης, και τα δύο κείμενα από το βιβλίο Παγκοσμιοποίηση, Εκδ. Libro, Τροχαλία. Σε αυτό το ιστολόγιο έχω επιλέξει αντί του όρου «παγκοσμιοποίηση», τη χρήση του όρου «Πλανητικός Μετασχηματισμός».


.~`~.
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική

Είπαν ή έγραψαν... Για το παιχνίδι, το δίκαιο, τη θεοκρισία.

$
0
0

Αγώνας σημαίνει παιχνίδι. Το παιγνιώδες και το αγωνιστικό, ανυψωμένο στο επίπεδο της καθαγιασμένης εκείνης σοβαρότητας που κάθε κοινωνία απαιτεί για τη δικαιοσύνη της, εξακολουθούν να είναι ευδιάκριτα σήμερα σε όλους τους τύπους του νομικού βίου... Η έννοια της δικαστικής κρίσης (Urteilστα γερμανικά) μας οδηγεί φυσιολογικά να εξετάσουμε τη θεοκρισία (Gottesurteil - κρίση του Θεού)...
Η πρωταρχική αφετηρία της θεοκρισίας θα πρέπει να υπήρξε ο αγώνας, η δοκιμασία για το ποιός θα νικήσει. Η νίκη ως τέτοιααποτελεί για την αρχαϊκή (;) σκέψη απόδειξη της αλήθειας και του δικαίου. Η έκβαση κάθε αγώνα, είτε πρόκειται για μια δοκιμασία της δύναμης, είτε για ένα τυχερό παιχνίδι, αποτελεί ιερή απόφαση καταξιωμένη από τους θεούς.

Johan Huizinga

.~`~.

Ανθρωποποίηση.

Φεμινιστική γεωπολιτική.

$
0
0

Το κείμενο αποτελεί υποκεφάλαιο από το βιβλίο του Αστέρη Χουλιάρα, Γεωγραφικοί Μύθοι της Διεθνούς Πολιτικής, Εκδόσεις Ροές.
.~`~.
I

Τα τελευταία χρόνια, η κριτική γεωπολιτική στράφηκε και σε θέματα που ενδιαφέρουν το φεμινισμό. Μερικοί/ες αναλυτές/λύτριες σημείωσαν την απουσία γυναικών στην ιστορία της γεωπολιτικής και της θεωρίας και πρακτικής των διεθνών σχέσεων. Οι γυναίκες, τόνισαν, είναι «αόρατες», «σαν να μην υπάρχουν γυναίκες στη διεθνή πολιτική (...) σαν οι γυναίκες και οι άνδρες να δραστηριοποιούνται και να επηρεάζονται από την παγκόσμια πολιτική με τούς ίδιούς τρόπούς» (Pettman 1999: 484).
Αναμφίβολα η φεμινιστική γεωπολιτική οφείλει πολλά στην κριτική που έχει αναπτύξει ο φεμινισμός στη θεωρία των διεθνών σχέσεων. Για τη φεμινιστική προσέγγιση, το βασικό αναλυτικό εργαλείο είναι το «κοινωνικό φύλο». Το κοινωνικό φύλο (gender) είναι διαφορετικό από το βιολογικό φύλο (sex). Το δεύτερο αφορά τις βιολογικές διαφορές ενώ το κοινωνικό φύλο είναι μια κοινωνική κατασκευή που «αναφέρεται σε μια κοινωνικά [κατασκευασμένη] συμπεριφορά [η οποία «μαθαίνεται»] και [περιλαμβάνει τις] προσδοκίες που διακρίνούν μεταξύ αρρενωπότητας και θηλυκότητας» (Peterson και Runyan, 1993: 5). Στις περισσότερες κοινωνίες, οι αξίες που συνδέονται με την «αρρενωπότητα» (ορθολογισμός, δύναμη, δράση) θεωρούνται ανώτερες από τις αντίστοιχες που συνδέονται με τη «θηλυκότητα» (συναισθηματισμός, αδυναμία, παθητικότητα). Η ανισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών (εμφανείς στην πολιτική εκπροσώπηση, στο εισόδημα και στην εκπαίδευση), υποστηρίζει η φεμινιστική προσέγγιση, είναι στην πραγματικότητα αντανάκλαση των ρόλων που επιβάλει το κοινωνικό φύλο. Το τελευταίο έχει μια σειρά από νοήματα (Pettman 1999: 488):
«Το κοινωνικό φύλο είναι μια προσωπική ταυτότητα - πως βιώνω το γεγονός ότι είμαι γυναίκα; μια κοινωνική ταυτότητα - τι προσδοκούν οι άλλοι από μένα ως γυναίκα; και μια σχέση εξουσίας - γιατί οι γυναίκες ως κοινωνική κατηγορία σχεδόν πάντοτε υποεκπροσωπούνται σε σχέσεις εξουσίας (...);»
Σε τελευταία ανάλυση όλες οι κοινωνικές σχέσεις - ταξικές, εθνικές αλλά και οικογενειακές - επηρεάζονται και συχνά καθορίζονται από το κοινωνικό φύλο. Κι αυτό συμβαίνει σε κάθε επίπεδο, από τη χάραξη της εξωτερικής πολιτικής μέχρι τις γεωπολιτικές αναπαραστάσεις στα μέσα μαζικής ενημέρωσης και στη βιομηχανία της ψυχαγωγίας. Η Sharp (1998), για παράδειγμα, αναλύοντας αμερικανικές κινηματογραφικές ταινίες της μεταπολεμικής περιόδού, διαπιστώνει ένα γενικευμένο φαινόμενο «εξανδρισμού» («re-masculinization») με την προβολή θεμάτων όπως «καλοί άνδρες υπερνικούν το χάος και την αταξία στο διεθνές πεδίο» και «ηρωϊκοί άνδρες μάχονται εναντίον της τυραννίας ενός "θηλυπρεπούς"κράτούς».
Το 1998, ο καθηγητής στο George Mason University των ΗΠΑ Francis Fukuyama, δημοσίεύσε ένα άρθρο στο περιοδικό Foreίgn Affairs με τίτλο «Γυναίκες και η Εξέλιξη της Παγκόσμιας Πολιτικής» («Women and the Evolutiοn Wοrld Politίcs») (Fukuyama 1998). Το άρθρο συζητήθηκε πολύ, προκαλώντας θετικές αλλά και πολλές αρνητικές αντιδράσεις. Ο Fukuyama, αποδεχόμενος τις θέσεις της φεμινιστικής σχολής των διεθνών σχέσεων, υποστήριξε ότι ο σημερινός κόσμος είναι κυρίως δημιούργημα των ανδρών, το κοινωνικό φύλο δηλαδή έχει παίξει ένα ζωτικής σημασίας ρόλο στο σχηματισμό του κράτους. Ωστόσο εάν οι γυναίκες είχαν εμπλακεί περισσότερο στη διαδικασία αυτή το αποτέλεσμα θα ήταν πολύ διαφορετικό: ένας «πραγματικά μητριαρχικός κόσμος... θα έτεινε λιγότερο προς τη σύγκρουση και θα ήταν περισσότερο συμφιλιωτικός και συνεργατικός απ'αυτόν στον οποίο κατοικούμε τώρα» (Fυkυyama 1998: 33). Το θετικό παρατήρησε ο Fukuyama, είναι ότι στον τελευταίο αιώνα η θυληκή παρουσία στη παγκόσμια πολιτική αυξάνεται (ιδιαίτερα στη Δύση).
Ωστόσο ένα μεγάλο τμήμα του κόσμου περιλαμβάνει κράτη των οποίων ηγούνται αιμοσταγείς άνδρες. Αν λοιπόν οι μελλοντικοί ταραχοποιοί είναι οπλισμένοι με πυρηνικά όπλα, θα ήταν προτιμότερο να καθοδηγούμαστε από γυναίκες σαν την Μάργκαρετ Θάτσερ, παρά από γυναίκες τύπου Gro Harlem Brundtland. Για τον Fukuyama, λοιπόν, χρειαζόμαστε «αρρενωπές» πολιτικές - αν και όχι κατ'ανάγκη άνδρες-ηγέτες. Οι φεμινίστριες βέβαια αντέδρασαν έντονα, υποστηρίζοντας ότι η άποψη του Fukuyama -η οποία βασίζεται στα συμπεράσματα της εξελικτικής ψυχολογίας (evolutionary psychology)- ότι τα ατομικά χαρακτηριστικά προσδιορίζουν τη συλλογική συμπεριφορά αποτελεί ένα αντιεπιστημονικό νοητικό άλμα.

.~`~.
II

Η Cynthia Enloe (1989) αρνήθηκε να αποδεχτεί την παραδοσιακή αντίληψη της γεωπολιτικής για τη σύγκρουση κρατών καθοδηγούμενων από άνδρες ηγέτες -που χαρακτηρίζει την προσέγηση του Fukuyama- και εστίασε την προσοχή της στην παραγνωρισμένη παράλληλη αλλά σιωπηλή «ιστορία» των γυναικών. Η ανάλυσή της εξετάζει θέματα όπως ο ρόλος της διεθνούς εργατικής μετανάστευσης, η διαθεσιμότητα γυναικείας εργατικής δύναμης για τις επενδύσεις των πολυεθνικών επιχειρήσεων και η θέση των γυναικών στη βιομηχανία τουρισμού της νοτιοανατολικής Ασίας. Ουσιαστικά η Enloe συσχετίζει τη γεωπολιτική ανάλυση με τις καθημερινές γεωγραφίες του κοινωνικού φύλου, υπογραμμίζοντας τη διασύνδεση ανάμεσα στα πρόσωπα και την πολιτική. Αυτές οι εναλλακτικές πολιτικές γεωγραφίες, υποστηρίζει, πρέπει να αποκαλυφθούν - αλλιώς είναι πιθανό να καταλήξουμε στη χαρτογράφηση ενός «τοπίου που κατοικείται από άνδρες, κυρίως άνδρες των ελίτ» (Enloe, 1989: 1).
Σ'ένα άλλο της εργο, η Enloe (1993) υποστηρίζει ότι η αρρενωπότητα (masculinity) και η θυληκότητα (femininity) παίζουν ένα σημαντικό ρόλο στη στρατιωτικοποίηση και την αποστρατιωτικοποίηση των κοινωνιών, επηρεάζοντας όχι μόνο τον τρόπο με τον οποίο είναι πιθανό να εξελιχθούν αλλά ακόμη και, σε κάποιο τουλάχιστον βαθμό, την ίδια τη φύση του πολέμου και της ειρήνης. Για να αποδείξει τον ισχυρισμό της, η Enloe εστιάζει την προσοχή της στην περίοδο τον Ψυχρού Πολέμου, εξετάζοντας το ρόλο του κοινωνικού φύλου στη στρατιωτικοποίηση και ιδιαίτερα στη διαμόρφωση συγκεκριμένων ρόλων για τα κοινωνικά φύλα. Η Enloe παρουσιάζει παραδείγματα τέτοιων ρόλων που συνοδεύουν τη στρατιωτικοποίηση, όπως η θέση των γυναικών ως «υποστηρικτικών μορφών» και η θεώρηση του πολέμου ως «υπόθεσης των ανδρών» (Enloe 1993: 49). Αντίθετα, η αποστρατιωτικοποίηση απαιτεί έναν επαναπροσδιορισμό των ρόλων, που οδηγεί σε εντάσεις πού διατρέχουν το σύνολο της κοινωνίας. Η ειρήνη του μετα-ψυχροπολεμικού κόσμου δηλαδή συνοδεύεται από μια παράλληλη ένταση μεταξύ των φύλων (Enloe 1993: 22).
Ένα καλό παράδειγμα για το πώς η στρατιωτικοποίηση και αποστρατιωτικοποίηση επηρεάζουν τις σχέσεις των κοινωνικών φύλων είναι η περίπτωση της Ερυθραίας, της μικρής χώρας της ανατολικής Αφρικής που κέρδισε, μετά από έναν τριακονταετή απελευθερωτικό αγώνα, την ανεξαρτησία της από την Αιθιοπία το 1993: «Για χρόνια έκαναν ό,τι έκαναν και οι άνδρες: πολεμούσαν στα χαρακώματα, ανατίναζαν άρματα μάχης, διοικούσαν μονάδες, σκότωναν και σκοτώνονταν (...) Οι γυναίκες αποτελούσαν το ένα τρίτο της μάχιμης δύναμης που κέρδισε την ανεξαρτησία της Ερυθραίας». Κι όμως όταν ο πόλεμος τελείωσε, οι Ερυθραίες βρέθηκαν αντιμέτωπες μ'ένα νέο εχθρό: τις παραδοσιακές κοινωνικές αντιλήψεις. Παρόλο που η αποτελούμενη από πρώην αντάρτες κυβέρνηση της ανεξάρτητης πια χώρας πήρε ορισμένα μέτρα υπέρ των γυναικών (για παράδειγμα η προίκα θεωρήθηκε παράνομη), οι γυναίκες πιέστηκαν από τους πρώην συναγωνιστές τους να εγκαταλείψουν το στρατό και να μείνουν στο σπίτι. Πολλές γυναίκες εγκαταλείφθηκαν από τους συζύγους τους οι οποίοι στράφηκαν σε νεώτερες - και κατά προτίμηση παρθένες - συζύγους. Τα λόγια μιας πρώην αντάρτισσας είναι χαρακτηριστικά: «Ποτέ δεν φανταστήκαμε ότι οι άνδρες μας θα μας πρόδιδαν. Πρέπει ν'αλλάξουμε τους νόμους και τους τρόπους σκέψης. Αυτή η νέα μάχη αρχίζει τώρα».
Για την Enloe η σχέση κοινωνικού φύλου και εθνικισμού είναι μάλλον αντιφατική. Οι εντάσεις στις σχέσεις των φύλων δεν περιορίζονται μόνο στη φάση της αποστρατιωτικοποίησης. Όταν τα εθνικιστικά κινήματα στρέφονται στον ένοπλο αγώνα, οι γυναίκες συνήθως αντιδρούν στον περιορισμό των ρόλων που συνεπάγεται η στρατιωτικοποιημένη κοινωνία. Κατά συνέπεια, ο εθνικισμός αντανακλά τη σημασία της αρρενωπότητας και της θηλυκότητας (όπως εκδηλώνονται στην κοινωνία) αλλά και τη σύγκρουση μεταξύ των αντιλήψεων για τους ρόλους του κοινωνικού φύλου που θεωρούνται «κατάλληλοι» ή «ορθοί» μ'εκείνους που οι άνθρωποι θέλουν (ή μάλλον καλύτερα θα ήθελαν κάτω από άλλες συνθήκες) να υιοθετήσουν.
Οι εθνικισμοί είναι από τη φύση τους αφηγήσεις θεμελιωμένες στη διαφορά, είναι δηλαδή Λόγοι (discourses) που αντανακλούν ξεκάθαρα τις αντικρουόμενες πολιτικές της ένταξης και του αποκλεισμού. Οι κυρίαρχες ελίτ έχουν την ισχύ του εννοιολογικού προσδιορισμού του «έθνους» σύμφωνα με τα δικά τους συμφέροντα, αποφασίζοντας για το ποιοι είναι κεντρικής σημασίας και ποιοι περιθωριακοί στην δόμηση αλλά και τη διατήρηση της «εθνικής ταυτότητας». Οι Κούρδοι στην Τουρκία είναι ένα καλό παράδειγμα μιας κοινωνικής ομάδας η οποία παραμένει περιθωριακή στην εθνικιστική αφήγηση της Άγκυρας. Ωστόσο συχνά η περιθωριακή κοινωνική ομάδα για το «εθνικό σχέδιο» είναι οι γυναίκες. Ένα καλό παράδειγμα είναι η στάση ενός ιρλανδικού δικαστηρίου το οποίο εμπόδισε ένα θύμα βιασμού να ταξιδέψει στην Αγγλία για να κάνει έκτρωση (Martin 2000). Το σώμα της ανήλικης κοπέλας και εκείνο του αγέννητου μωρού συνδέθηκαν έτσι -μ'ένα συμβολικό βέβαια τρόπο- με τη θέση της χώρας στη διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Η Martin καταδεικνύει πως το σώμα μιας γυναίκας καταλήγει να γίνει τμήμα της ευρύτερης εθνικιστικής αφήγησης περί «υγείας και ευημερίας» του έθνους σε σχέση μάλιστα με διεθνικούς κανόνες (ελεύθερη κυκλοφορία προσώπων ανάμεσα στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης). Τα όρια του γυναικείου σώματος ταυτίζονται εν τέλει με τα σύνορα τον κράτους.
Βέβαια δεν είναι όλες οι φεμινίστριες σύμφωνες για την αντιφατική σχέση κοινωνικού φύλου και εθνικισμού. Αναμφίβολα γυναίκες έχουν παίξει σημαντικούς ρόλους σε πολλά εθνικο-απελευθερωτικά, εθνικιστικά και επαναστατικά κινήματα. Παρόλο όμως που πολλά απ'αυτά τα κινήματα περιλάμβαναν στα προγράμματά τους τα αιτήματα των γυναικών για ισότιμη συμμετοχή, στην πράξη δεν υπήρξε ποτέ ούτε ένα εθνικιστικό ή επαναστατικό κίνημα στο οποίο η φεμινιστική ατζέντα να συνέπεσε με τους κύριους επιδιωκόμενους στόχους (Light και Halliday, 1994: 48). Πάντως υπάρχουν φεμινίστριες που ισχυρίζονται ότι ο εθνικισμός και ο φεμινισμός δεν είναι αντιφατικές έννοιες. Η Molyneux, για παράδειγμα, ισχυρίζεται ότι δεν υπάρχει κάτι θεμελιωδώς αντιφατικό μεταξύ της γυναικείας απελευθέρωσης και των εθνικιστικών επιδιώξεων (Molyneyux 1985). Σε τελευταία ανάλυση, το ζήτημα είναι αν τα συμφέροντα των γυναικών προωθούνται μέσω του εθνικο-απελευθερωτικού αγώνα ή αν αντίθετα θεωρούνται υποδεέστερα άλλων στόχων.

.~`~.
III

Στις φεμινιστικές αναλύσεις του μιλιταρισμού και του πολέμου υπάρχουν τρία ευδιάκριτα ρεύματα σκέψης (Dalby 1994: 605). Το πρώτο, που αποτυπώνεται εν μέρει στη προσέγγιση τον Fukuyama αλλά και στο έργο της Tickner (1992), υποστηρίζει ότι ο πόλεμος οφείλεται στην επιθετικότητα και την «παιδική ανευθυνότητα» των ανδρών. Η αποξένωση των γυναικών από τον πόλεμο προέρχεται, σύμφωνα με πολλές μελέτες, από την αντίθεσή του με τη μητρότητα: η μη βία δεν είναι τίποτε άλλο από μια φυσική προέκταση της μητρικού ενστίκτου. Ο «πολιτισμικός φεμινισμός» που προβάλλει αυτή την άποψη θεωρεί ότι υπάρχουν γυναικείες αξίες (όπως η συνεργασία και η επίλυση των διαφορών με ειρηνικά μέσα) τις οποίες η σύγχρονη κοινωνία έχει ανάγκη. Υπάρχει δηλαδή μια οργανική σχέση ανάμεσα στο φεμινισμό και τον πασιφισμό. Το σλόγκαν «πάρτε τα παιχνίδια από τα αγόρια» (take the toys from the boys) αντανακλά ξεκάθαρα αυτή τη προσέγγιση. Το δεύτερο ρεύμα σκέψης που θα μπορούσε να ονομαστεί «φιλελεύθερος φεμινισμός» είναι περισσότερο κανονιστικό. Διαφοροποιείται επίσης από τον πολιτισμικό φεμινισμό καθώς δεν δέχεται ότι άνδρες και γυναίκες διαφέρουν (Pettman 1999: 487). Οι υπέρμαχοι του φιλελεύθερου φεμινισμού υποστηρίζουν και προωθούν την ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών στο στρατό, συμπεριλαμβανομένων των μάχιμων θέσεων. Για τις φιλελεύθερες φεμινίστριες το επιχείρημα της «προστασίας» των γυναικών σε μια σύγκρουση είναι ένας ακόμη Λόγος (discourse) που εμποδίζει την πρόσβασή τους σε θέσεις ισχύος. Τέλος το τρίτο ρεύμα σκέψης, που θα μπορούσαμε ίσως να ονομάσούμε «μεταδομικό» ή «ριζοσπαστικό» φεμινισμό είναι περισσότερο φιλοσοφικό και υποστηρίζει ότι η ίδια η αντίθεση αρρενωπότητας / θηλυκότητας, που συνοδεύεται από τα αντίστοιχα στερεότυπα της ανδρικής επιθετικότητας και της γυναικείας υποταγής, αποτελεί μια κοινωνική κατασκευή που εμποδίζει την επιδίωξη της ειρήνης (Dalby 1994: 605). Γι'αυτές τις μεταδομικές φεμινίστριες, η άποψη του πολιτισμικού φεμινισμού ότι οι γυναίκες υπερέχουν ηθικά έναντι των ανδρών ενισχύει τα στερεότυπα τον κοινωνικού φύλου, ενώ ο στόχος της ισότιμης συμμετοχής που προωθεί ο φιλελεύθερος φεμινισμός απλά αποσκοπεί στην ένταξη των γυναικών σε «ανδρικούς θεσμούς» σύμφωνα με τους όρους των ανδρών (Pettman 1999: 487).
Ισως η πιο πλήρης διερεύνηση της σχέσης πολέμου και κοινωνικού φύλου είναι το βιβλίο ενός άνδρα, του Joshua S. Goldstein (Goldstein 2001). Ο Goldstein ξεκινά την ανάλυσή του με την παρατήρηση ότι οι ρόλοι τον κοινωνικού φύλου σε περιόδούς πολέμου δεν διαφοροποιούνται ανάλογα με το χώρο (π.χ. σε διαφορετικούς πολιτισμούς) ή το χρόνο. Οι πολεμιστές είναι σχεδόν παντού και πάντοτε σχεδόν αποκλειστικά άνδρες. Ο Goldstein παρουσιάζει είκοσι πιθανές ερμηνείες για την άνιση παρουσία ανδρών και γυναικών στον πόλεμο, τις οποίες και κατατάσσει σε τέσσερις ευρύτερες αναλυτικές κατηγορίες: τη βιολογία (μέγεθος και ισχύ, ικανότητα εργασίας σε ιεραρχικές δομές, κλπ.), τις διαφορές των φύλων όταν δρουν σε ομάδες (group dynamics), την πολιτισμική κατασκευή της αρρενωπότητας και, τέλος, τις κοινωνικά κατασκευασμένες σχέσεις κυριαρχίας (των ανδρών) και υποταγής (των γυναικών). Ο Goldstein θεωρεί ότι οι πολιτισμικές ερμηνείες, ιδιαίτερα τα κλασικά στερεότυπα «σκληροί άνδρες» και «ευαίσθητες γυναίκες» έχουν μεγάλη ερμηνευτική αξία. Αν και παραδέχεται ότι μια από τις πλέον ισχυρές ερμηνείες για τους ρόλους των φύλων στον πόλεμο είναι οι μικρές αλλά σημαντικές διαφορές στο μέσο μέγεθος, στη μέση δύναμη και στις βιολογικά προκαθορισμένες συμπεριφορές, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι μορφές κοινωνικοποίησης των ανδρών, ιδιαίτερα αυτές που συνδέουν την αρρενωπότητα με τη σκληρότητα, την πειθαρχία και την ικανότητα ελέγχου των συναισθημάτων, αποτελούν τη πιο ολοκληρωμένη και πειστική εξήγηση της άνισης εκπροσώπησης των φύλων στους πολέμους. Ο Goldstein ισχυρίζεται εν τέλει ότι «ο πόλεμος δεν έρχεται με φυσικό τρόπο στους άνδρες (από τη βιολογία), και κατά συνέπεια οι στρατιώτες χρειάζονται έντονη κοινωνικοποίηση και εκπαίδευση για να πολεμήσουν αποτελεσματικά. Η κατασκευή του κοινωνικού φύλού είναι λοιπόν ένα εργαλείο με το οποίο οι κοινωνίες παρακινούν τους άνδρες να πολεμήσούν» (Goldstein 2001: 252-3). Ο Goldstein δηλαδή, με τη συστηματική μελέτη του, επιβεβαιώνει τα φεμινιστικά επιχειρήματα για το ρόλο τον κοινωνικού φύλου.

.~`~.
IV

Σε ό,τι αφορά τη γεωπολιτική, η πιο πρωτότυπη συμβολή της φεμινιστικής προσέγγισης είναι η αμφισβήτηση των παραδοσιακών γεωγραφικών κλιμάκων ανάλυσης. Ιδιαίτερα οι φεμινιστικές κριτικές της έννοιας της ασφάλειας έχουν προσφέρει πολλά στην αποδόμηση των εδαφικών υποθέσεων των διεθνών σχέσεων. Η φεμινιστική γεωπολιτική τονίζει ότι η ασφάλεια αφορά κοινωνικές σχέσεις κι όχι την απρόσωπη οντότητα τον κράτους που αποτελεί την παραδοσιακή κλίμακα ανάλυσης. Τα κράτη, με την εξασφάλιση του απαραβίαστου των συνόρων, στην πραγματικότητα δεν προστατεύουν όλους τους πολίτες τους. Αντίθετα, στο όνομα της επιδίωξης της εξωτερικής ασφάλειας, υποβάλλουν σε βίαιες διακρίσεις και αδικίες ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού τους. Στην πραγματικότητα η προστασία από μια εξωτερική απειλή είναι προστασία της εσωτερικής δικαιοδοσίας (jurisdiction) που εξασφαλίζει τη διαιώνιση της υποταγής των γυναικών. Η υποτιθέμενα σαφής (αλλά στην πραγματικότητα απόλύτα τεχνητή) διάκριση μεταξύ εσωτερικών και εξωτερικών ζητημάτων αλλά και μεταξύ δημόσιας και ιδιωτικής σφαίρας ουσιαστικά διευκολύνουν την ανδρική κυριαρχία (*).
Στη Βοσνία η συστηματική πολιτική βιασμών ήταν μια σκόπιμη προσπάθεια εκφοβισμού των γυναικών για να εγκαταλείψουν μια συγκεκριμένη περιοχή αλλά και μια άμεση επίθεση στην «πολιτική οργάνωση της αναπαραγωγής» που διατηρεί τη συνέχεια της εθνοτικής ταυτότητας στο χώρο (Stίglmayer 1994). Στη Βοσνία δηλαδή η διάκριση μεταξύ ιδιωτικής και δημόσιας σφαίρας που προβάλει η γεωπολιτική και η ρεαλιστική προσέγγιση των διεθνών σχέσεων κατέρρεύσε πλήρως. Το ερώτημα που τίθεται λοιπόν δεν είναι «εθνική ασφάλεια» (national security) αλλά «ασφάλεια για ποιόν;» (whose security?) (Dalby 1994: 601).
Η Jennifer Hyndman (2001) επιχειρηματολογεί υπέρ μιας φεμινιστικής γεωπολιτικής που θα εξετάζει πολιτικές πρακτικές σε κλίμακες ανάλύσης πού θα είναι καταλληλότερες από τις εθνοκρατικές. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η προσέγγισή της για τούς τρόπους με τούς οποίούς το διεθνές δίκαιο υπερβαίνει τη διάκριση δημόσιού και ιδιωτικού. Για παράδειγμα οι πρόσφατες αποφάσεις των Διεθνών Δικαστηρίων Εγκλημάτων Πολέμού (Γιουγκοσλαβία, Ρουάντα, Σιέρρα Λεόνε) να θεωρήσούν τους βιασμούς γυναικών «στρατηγικό όπλο» υπερβαίνουν τη κλασική διάκριση ιδιωτικού και δημόσιου και μεταθέτουν την προσωπική εμπειρία στο διεθνές πεδίο. Αυτές οι δικαστικές αποφάσεις βασίζονται στην παραδοχή ότι ο βιασμός αποτελεί μέσο στη διεξαγωγή των πολέμων και αντιπροσωπεύει μια νέα κατηγορία εγκλήματος που αναμορφώνει την παραδοσιακή γεωγραφική κλίμακα ανάλύσης και το πεδίο της τιμωρίας και αναπλάθει αυτό που μετράει (αυτό πού είναι δημόσιο) κι αυτό που δεν είναι (αυτό που θεωρείται ιδιωτικό). Η ασφάλεια του σώματος ως η ορθότερη κλίμακα γεωπολιτικού χώρου πολιτικοποιείται (Hyndman 2001: 216). Η Hyndman λοιπόν, όπως κι η Εnlοe, στρέφεται σε μια γεωπολιτική νέου τύπου τονίζοντας την πολιτική της καθημερινής ιδιωτικής ζωής πού αλληλεπιδρά με την περισσότερο προφανή πολιτική του δημόσιου χώρου του κράτούς και των διακρατικών σχέσεων.

---------------------------------------------------------------
Σημείωση
(*) Όλα τα ζητήματα της παραγράφου αυτής είναι κομβικά. Ενδεικτικά: Για το ζήτημα της «εδαφικότητας», το οποίο εκβάλλει στα περί «γεωκεντρικής τεχνολογίας» και «εθνοκεντρικής πολιτικής» (Gilpin Robert, Waltz Kenneth, Bull Hedley) και εκκινεί τις δεκαετίες '60-70. Ομοίως το ζήτημα του απαραβίαστου των συνόρων έχει αμφισβητηθεί, με αρχή την ίδια περίοδο και με επιταχυνόμενους ρυθμούς από τη δεκαετία του '90 και έπειτα με τις αλλαγές που αξίωσαν οι Ηνωμένες Πολιτείες στο πεδίο του διεθνούς δικαίου, την αποσύνδεση εθνικού και διεθνικού και την έννοια της κυριαρχίας (Mazower Mark). Για τις διαφορές εσωτερικής και διεθνούς πολιτικής και τις αναγωγικές θεωρίες ερμηνείας της διεθνούς πολιτικής εδώ μια εισαγωγή (Waltz Kenneth). Επίσης, το βασικό χαρακτηριστικό της θεωρίας περί διεθνούς κοινωνίας ως μια civitas maxima, ενός υπερ-κράτους είναι ότι εξομοιώνει -με διάφορους τρόπους- τις διεθνείς σχέσεις σε μια κατάσταση εσωτερικής πολιτικής - η θεωρία έχει την απαρχή της στον Καλβίνο (Wight Martin). Γενικότερα το ζήτημα της Διεθνούς κοινωνία-civitas maximaμπορούμε να το ιχνηλατήσουμε μέχρι τον στωικισμό και τον ρωμαϊκό αυτοκρατορισμό και να κάνουμε συνδέσεις με τον κοσμοπολιτισμό και τον Kant. Σε όλες τις περιπτώσεις υποβόσκει η αμφισβήτηση του διεθνούς συστήματος και της κοινωνία των κρατών. Τέλος για τη συγχώνευση ιδιωτικής και δημόσιας σφαίρας και μαζική δημοκρατία ενδεικτικά δες εδώ (Κονδύλης Παναγιώτης).
---------------------------------------------------------------

.~`~.
V

Σύμφωνα με ορισμένες αναλύτριες, ο δυτικόςφεμινισμός που κυριαρχείται από λευκές μεσο-αστες απέτυχε να αναγνωρίσει ότι γυναίκες σε άλλες συνθήκες και σε άλλούς γεωγραφικούς χώρους μπορει να εχουν διαφορετικές προτεραιότητες. Μετά από ενα ταξίδι στην επαναστατημένη Νικαράγουα η Rich (1986: 216) έγραψε ότι «το πρόβλημα ήταν οτι δεν γνωρίζαμε ποιόν εννοούσαμε όταν λέγαμε εμείς». Η γυναικεία εμπειρία δηλαδή δεν είναι η ίδια σε όλους τους γεωγραφικούς χώρούς. Η απελευθέρωση των γυναικών στις δυτικές κοινωνίες, υποστηρίζει μια πρόσφατη μελέτη (Ehrenreich και Hochschild, 2002), έγινε δυνατή μόνο χάρη στην ύπαρξη ενός αόρατου συνόλου άλλων γυναικών οι οποίες μεγαλώνουν τα παιδιά, καθαρίζουν τα σπίτια και μαγειρεύουν την τροφή των πρώτων. Οι γυναίκες αυτές φθάνουν στη Δύση από χώρες του Τρίτου Κόσμου και πρώην κομμουνιστικά κράτη. Στις ΗΠΑ, ο αριθμός τούς ξεπερνά το 1.000.000 (800.000 νόμιμα εργαζόμενες). Αυτές οι γυναίκες -από χώρες τόσο διαφορετικές όσο οι Φιλιππίνες και η Ουκρανία- εγκαταλείπουν τις οικογένειές τους στις πατρίδες τους, αναζητώντας μια καλύτερη ζωή στη Δύση. Συχνά αφήνουν πίσω τους άνεργους άνδρες που στρέφονται στο ποτό και τα τυχερά παιχνίδια, σπαταλώντας όλα τα με κόπο κερδισμένα χρήματα που οι ξενιτεμένες γυναίκες τους στέλνουν, αφήνοντας εν τέλει τα παιδιά σε χειρότερη κατάσταση απ'ό,τι θα ήταν αν οι μητέρες τους δεν είχαν μεταναστεύσει. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για μια από τις πιο στυγνές πλευρές της παγκοσμιοποίησης, καθώς στερεί τις φτωχές χώρες από τόσο βασικές πλευρές της ανθρώπινης ύπαρξης, όπως η αγάπη και η φροντίδα. Αυτή η εξέλιξη είναι η ύστατη στέρηση, γράφούν οι Ehrenreich και Hochschild, επειδή εκμεταλλεύεται τον τελευταίο πλουτοπαραγωγικό πόρο που ο Τρίτος Κόσμος μπορεί να πουλήσει: τη μητρότητα.
Η ιδέα αυτή για τη «γεωπολιτική της οικιακής εργασίας» έχει προκαλέσει το ενδιαφέρον πολλών αναλυτριών (England and Stiell 1997; Hondagneu-Sotelo 2001; Parreńas 2001). Οι φεμινιστικές προσεγγίσεις δεν είναι πάντοτε απαισιόδοξες. Η Matthew Sparke (1996) εξετάζει τους τρόπους με τους οποίους μια καναδική φεμινιστική οργάνωση, η Επιτροπή Εθνικής Δράσης για τη Θέση των Γυναικών (ΝΑC), αμφισβήτησε τα όρια που διαιρούν την ανδροκρατούμενη δημόσια σφαίρα από τις προσωπικές ζωές των γυναικών στο σύγχρονο Καναδά. Η ΝΑC, τονίζοντας πως η απελευθέρωση του εμπορίου και η νεοφιλελεύθερη αναδιάρθρωση θα μπορούσαν να επηρεάσουν τις προσωπικές ζωές των γυναικών, απέδειξε ότι μια φεμινιστική οργάνωση μπορεί να παρέμβει στη διαμόρφωση της δημόσιας συζήτησης, παραμερίζοντας, έστω προσωρινά, την πολιτική της «μεγάλης εικόνας» που προβάλει το συμπαγή και μη αμφισβητούμενο χαρακτήρα του «εθνικού συμφέροντος». Σε άλλες όμως περιπτώσεις, κυρίως στον Τρίτο Κόσμο, η επιρροή των γυναικών είναι πολύ πιο περιορισμένη. Η Sara C. White γράφει, με κάποια πικρία, ότι «ακόμη κι εκεί που οι γυναίκες κινητοποιούνται για ένα συγκεκριμένο θέμα, η ενότητά τους είναι πάντοτε εξαρτημένη. Σε συνθήκες ταξικής, κοινοτικής ή εθνοτικής σύγκρουσης, η ενότητα τα κατά μήκος των γραμμών του κοινωνικού φύλού τείνει προς την κατάρρευση» (White 1999: 131).

.~`~.
Επίλογος

Συμπερασματικά, η φεμινιστική γεωπολιτική επιτίθεται με πολύ πειστικά επιχειρήματα στις εθνοκρατικές κλίμακες ανάλυσης της γεωπολιτικής. Οι φεμινίστριες ισχυρίζονται ότι η παραδοσιακή κλίμακα ανάλυσης που τεμαχίζει τον παγκόσμιο χώρο σε αφηρημένες και απρόσωπες οντότητες (όπως τα κράτη ή οι πολιτισμοί) πρέπει να εγκαταληφθεί προς όφελος μιας εξέτασης των προσωπικών εμπειριών, των προσωπικών αφηγήσεων. Τα όρια δηλαδή μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού χώρου πρέπει να αρθούν. Η ανάλυση σε επίπεδο προσώπων, ισχυρίζεται η φεμινιστική προσέγγιση, όχι μόνο είναι βαθύτατα πολιτική αλλά έχει και μια πολύ σημαντική διεθνή διάσταση. Δίνοντας έμφαση στις αντιθέσεις κρατών, οι γεωπολιτικές ερμηνείες αποκρύπτουν τις πολύ πραγματικές και συχνά τραγικές ιστορίες των γυναικών και τις πολιτισμικά κατασκευασμένες διαφορές των κοινωνικών φύλων. Οι φεμινιστικές προσεγγίσεις επιδιώκουν να σηκώσουν αυτό το πέπλο σιωπής και έτσι προσφέρουν μερικές από τις πιο πρωτότυπες και δυναμικές θεωρητικές αναζητήσεις στο χώρο της κριτικής γεωπολιτικής.

Αστέρης Χουλιάρας
Γεωγραφικοί Μύθοι της Διεθνούς Πολιτικής
Εκδόσεις Ροές

.~`~.
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική

*
*
*

Ανθρωποποίηση;


Παναγιώτης Κονδύλης. 17 Αυγούστου 1943, Ολυμπία - 11 Ιουλίου 1998, Αθήνα.

Σύντομο σχόλιο-αναφορά στην «απομαγικοποίηση του κόσμου» και τον δυτικό θετικισμό.

$
0
0

Ο Weber... πίστευε ότι η καπιταλιστικά-γραφειοκρατικά καθοριζόμενη διαδικασία έξορθολογισμού θά συνεπαγόταν τελικά τη ριζική απομαγικοποίηση του κόσμου και θα εγκαθίδρυε σε τούτο τον κόσμο τη μηχανική βασιλεία της «σκόπιμης όρθολογικότητας» ή ακόμη και ότι αυτό ουσιαστικά είχε ήδη συντελεσθεί. Ο λόγος γι'αυτή την πολύ μονομερή καί σέ μεγάλη έκταση σφαλερή εκτίμηση τής ιστορικής κατάστασης όφειλόταν στήν τάση του Weber νά συνδέει τή μαγικοποίηση τού κόσμου (στή Δύση) κυρίως ή αποκλειστικά μέ τή χριστιανική θρησκεία, και από αυτό προέκυπτε ότι η εκκοσμίκευση, νοούμενη ώς διάλυση του χριστιανισμού, ισοδυναμούσε με μιά συνεπή απομαγικοποιηση. Εδώ έγινε φανερό ότι ο Weber δέν είχε τόσο δυνατό αισθητήριο γιά τήν εσωτερική δομή, τήν κοινωνικοψυχολογική επίδραση καί τήν ικανότητα μετάλλαξης τών ιδεολογιών, όσο λόγου χάρη ο Pareto. Τά ίδια ιστορικά-κοινωνικά υποκείμενα πού διέλυαν ανελέητα τη χριστιανική μαγεία σε κάθε γωνιά του κόσμου, γέμιζαν το νοηματικό κενό με νέες θεότητες ή ύποστασιοποιήσεις, κινητοποιώντας ιδεολογικές μαγικές τέχνες πού δέν υστερούσαν σε τίποτε σε σύγκριση με τις θεολογικές. Αυτές οι θεότητες ή ύποστασιοποιήσεις λέγονταν «φύση», «ιστορία» ή «άνθρωπος» και στο όνομά τους στέκονταν άθεοι με την ίδια ζέση μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα όπως άλλοτε οι χριστιανοί που ακολουθούσαν τον δρόμο του μαρτυρίου. Η εκκοσμίκευση, που δέν μπόρεσε να αποξηράνει μια για πάντα τις πηγές της μαγικής σκέψης, διασφάλισε την επιβίωση πανάρχαιων δομών σκέψης παρά την οξύτατη αντίθεση προς τα περιεχόμενα με τα οποία συμβάδιζαν παλαιότερα οι ίδιες δομές σκέψης, διότι υπάρχουν διανοητικές και εννοιολογικές δομές που είναι εντελώς απαραίτητες γιά κάθε ηθικά-κανονιστικά νοούμενη παραδοχή ενός νοήματος [Εδώ - ε´].
Αυτό πάντως δεν άλλαξε σχεδόν καθόλου μετά την κατάρρευση της μαρξιστικής φιλοσοφίας της ιστορίας και την προσωρινή νίκη του δυτικού «πραγματισμού». Ο σημερινός δυτικός θετικισμός του δικαίου, που νομίζει πως δέν έχει καμμιά ψευδαίσθηση, μπορεί νά ευδοκιμήσει μόνο στή βάση ανθρωπολογικών-κοσμοθεωρητικών αιτημάτων («αξιοπρέπεια του ανθρώπου», «ανθρώπινα δικαιώματα»), ένώ ο παραιτημένος σκεπτικισμός, πού δήθεν στηρίζει τόν πλουραλισμό καί τήν ανεκτικότητα, υποχωρεί αμέσως όταν λαμβάνονται άποφασιστικά μέτρα και κάποιος αμφισβητεί σοβαρά τον πλουραλισμό και τήν ανεκτικότητα'σε ποιές κοσμοθεωρητικές προτιμήσεις ή και έσχατολογικές προσδοκίες στηρίζεται η συχνά προπαγανδιζόμενη πρωτοκαθεδρία της οικονομίας και της τεχνικής έναντι της «πολιτικής ισχύος» είναι επίσης επαρκώς γνωστό. Το τέλος τών ιδεολογιών αποτελεί απλώς την ιδεολογική αυτοαντίληψη της εποχής, ακριβώς όπως η αυτοαντίληψη της εποχής εκ μέρους της κριτικής του πολιτισμού επιτάσσει ήδη εδώ και δεκαετίες να αντιλαμβανόμαστε την εποχή ως έργο τυφλής εργαλειακής σκέψης. Από τη σκοπιά της κοινωνιολογίας της γνώσης πρόκειται για προϊόντα της σκέψης διανοούμενων που θέλουν να εμφανίζονται ως υπέρμαχοι του «ουσιώδους» εναντίον του «εργαλειακού». Από ανθρωπολογική και κοινωνικοοντολογική σκοπιά τα πράγματα είναι πάλι πιο κοινότοπα από όσο μπορεί και θέλει, από τον χαρακτήρα της, να παραδεχθεί η κομπάζουσα κριτική του πολιτισμού.
Η επιρροή των ρευμάτων της κριτικής του πολιτισμού, που ήδη από το τελευταίο τρίτο του 19ου αιώνα συγκεντρώνουν μοτίβα του κλασσικού συντηρητισμού και του ρομαντισμού συνδυάζοντας τα με «αριστερές» ή «δεξιές» αποκηρύξεις του καπιταλισμού, στον βεμπεριανό καθορισμό του χαρακτήρα ενός δυτικού παρόντος που βρίσκεται στο τέλος μιας μοναδικής διαδικασίας εξορθολογισμού είναι ανυπολόγιστα μεγάλη. Σε αυτό το πνευματικό κλίμα επέδρασε η διχοτομία «κοινότητα-κοινωνία», που για το παρόν διέγνωσε την άνοδο της καθαρής εργαλειακότητας και σκοπίμης ορθολογικότητας, δηλαδή την επικράτηση της «ίδίας λογικής των μέσων», όπως τα χειρίζεται η ατομιστική «αυθαιρεσία» χωρίς να λαμβάνει υπόψη ουσιώδεις σκοπούς... Η «ορθολογικότητα ως προς έναν σκοπό», συγκεκριμενοποιημένη ως κυριαρχία της τεχνικής, της οικονομίας και της νομιμότητας, μπορούσε με φόντο αυτή την παραδοχή να ανακηρυχθεί νόμος της μορφής και της κίνησης της κοινωνικής δράσης ή κριτήριο βάσει του οποίου θα μπορούσαν να εκτιμηθούν άλλοι νόμοι της μορφής και της κίνησης της κοινωνικής δράσης. Γενικά η αντίθεση μεταξύ ορθολογικότητας και ανορθολογικότητας εξετάσθηκε υπό το φως της αντίθεσης μεταξύ καπιταλιστικής και προκαπιταλιστικής κοινωνικής συμπεριφοράς ή μεταξύ «κοινωνίας» και «κοινότητας», ακόμη και αν η πρώτη αντίθεση δεν ταυτίσθηκε ποτέ ρητά ή πλήρως με τη δεύτερη. Έτσι οι θετικιστές απολογητές της «νομιμής κυριαρχίας» και της «οικονομικής ορθολογικότητας», που σε αυτό έβλεπαν το ξεκίνημα μιας εποχής απαλλαγμένης από ιδεολογίες, αισθάνονταν ότι κατά κάποιον τρόπο έχουν το δικαίωμα να επικαλούνται τη βεμπεριανή διάγνωση του παρόντος, ενώ οι άλλοι, που με ηθικές-κανονιστικές προθέσεις ήθελαν να ξεπεράσουν την «εργαλειακή» σκέψη, τον κατηγόρησαν ότι μετατρέπει αυτή τη σκέψη σε ιδεολογία και θέτει αυτή την ιδεολογία στην υπηρεσία του καπιταλισμού.

Το πολιτικό και ο άνθρωπος
Βασικά στοιχεία της κοινωνικής οντολογίας
Εκδ. Θεμέλιο

.~`~.
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική

Η ιδέα της διεθνούς κοινωνίας και οι τρεις ανταγωνιστικές παραδόσεις.

$
0
0

Άμεσα σχετιζόμενες αναρτήσεις
Περισσότερες έμμεσα σχετιζόμενες αναρτήσεις στο τέλος

.~`~.
Πρόλογος

Σε ολόκληρη την ιστορία του σύγχρονου συστήματος κρατών υπήρχαν τρεις ανταγωνιστικές παραδόσεις σκέψης: η χομπεσιανή ή ρεαλιστική παράδοση, που θεωρεί τη διεθνή πολιτική ως μια κατάσταση πολέμου'η καντιανή ή οικουμενική παράδοση, που θεωρεί ότι στη διεθνή πολιτική υπάρχει δυνητικά μια κοινότητα της ανθρώποτητας'και η γκροτιανή ή διεθνιστική παράδοση, που θεωρεί ότι η διεθνής πολιτική λαμβάνει χώρα στο εσωτερικό μιας διεθνούς κοινωνίας. Αυτή η τριπλή διαίρεση απορρέι από τον Martin Wight. Η καλύτερη δημοσιευμένη περιγραφή αυτής της τριπλής διαίρεσης βρίσκεται στο άρθρο του «Western Values in International Relations».

.~`~.
Οι Τρείς Παραδόσεις

Χομπεσιανή ή Ρεαλιστική Παράδοση
Thomas Hobbes
Η χομπεσιανή παράδοση περιγράφει τις διεθνείς σχέσεις ως μια κατάσταση πολέμου όλων εναντίον όλων, ένα πεδίο μάχης στο οποίο κάθε κράτος στρέφεται εναντίον όλων των άλλων. Οι διεθνείς σχέσεις κατά τη χομπεσιανή θεώρηση αντιπροσωπεύουν την καθαρή σύγκρουση μεταξύ κρατών και μοιάζουν με ένα παίγνιο που είναι εντελώς διανεμητικό ή μηδενικού αρθροίσματος: τα συμφέροντα κάθε κράτους αποκλείουν τα συμφέροντα όλων των άλλων. Εκείνη η διεθνής συμπεριφορά που κατά τη χομπεσιανή άποψη είναι πιο χαρακτηριστική της διεθνούς συμπεριφοράς στο σύνολο της ή που μας παρέχει με τον καλύτερο τρόπο μια ένδειξη για αυτή είναι ο ίδιος ο πόλεμος. Επομένως η ειρήνη κατά τη χομπεσιανή θεώρηση είναι μια περίοδος ανασυγκρότησης από τον τελευταίο πόλεμο και προετοιμασίας για τον επόμενο.
Η χομπεσιανή άποψη για τη διεθνή συμπεριφορά είναι ότι το κράτος είναι ελεύθερο να επιδιώξει τους στόχους του σε σχέση με τα άλλα κράτη χωρίς κανενός είδους ηθικούς ή νομικούς περιορισμούς. Κατά την αποψη αυτή οι ιδέες της ηθικής και του δικαίου είναι έγκυρες μόνο στο πλαίσιο μιας κοινωνίας, αλλά η διεθνής ζωή είναι υπεράνω των ορίων κάθε κοινωνίας. Άν πρόκειται να επιδιωχθούν κάποιοι ηθικοί ή νομικοί στόχοι στη διεθνή πολιτική, αυτοί μπορούν να είναι μόνο οι ηθικοί ή νομικοί στόχοι του ίδιου του κράτους, είτε υποστηρίζεται (όπως από τον Machiaνelli) ότι το κράτος χειρίζεται την εξωτερική πολιτική σε ένα είδος ηθικού και νομικού κενού είτε υποστηρίζεται (όπως από τον Hegel και τους διαδόχούς του) ότι η ηθική συμπεριφορά για το κράτος στην εξωτερική πολιτική έγκειται στην ίδια την επιβεβαίωσή του. Οι μόνοι κανόνες ή αρχές, οι οποίοι, για εκείνους που ακολουθούν τη χομπεσιανή παράδοση, μπορεί να θεωρηθεί ότι περιορίζουν ή καθορίζουν τη συμπεριφορά των κρατών στις μεταξύ τους σχέσεις είναι οι κανόνες της σύνεσης ή της σκοπιμότητας. Άρα οι συμφωνίες μπορεί να τηρηθούν, αν είναι πρόσφορο να τηρηθούν, ή μπορεί να παραβιαστούν, αν δεν είναι.
---------------------------------------------------------------
Το τελευταίο διάστημα, ο προεξέχων χαρακτήρας του ζητήματος της εδαφικής κατοχής φθίνει για τα περισσότερα έθνη-κράτη... Σε αυξανόμενο βαθμό, οι κυρίαρχες εθνικές ελίτ αναγνωρίζουν ότι άλλοι παράγοντες -και όχι το έδαφος- είναι πιο κρίσιμοι για τον καθορισμό της διεθνούς θέσης ενός κράτους ή για τον βαθμό της διεθνούς επιρροής του. Η οικονομική ευρωστία και η έκφραση της στο πεδίο των τεχνολογικών νεωτερισμών μπορεί να είναι βασικό κριτήριο δύναμης. Η Ιαπωνία αποτελεί το υπέρτατο παράδειγμα.

Αν το κράτος εξαφανιστεί, πιθανότατα κάποια νέα πολιτική οντότητα θα πρέπει να πάρει τη θέση του, αλλά φαίνεται ότι κανείς δεν έχει ανακαλύψει αυτό τον αντικαταστάτη. Όμως ακόμη κι αν το κράτος εξαφανιζόταν, αυτό δεν θα σήμαινε απαραιτήτως το τέλος του ανταγωνισμού ασφάλειας και του πολέμου. Σε τελική ανάλυση, ο Θουκυδίδηςκαι ο Μακιαβέλι έγραψαν πολύ πριν τη γένεση του διακρατικού συστήματος. Ο ρεαλισμός απλώς απαιτεί αναρχία: Δεν έχει σημασία τι είδους πολιτικές μονάδες συνθέτουν το σύστημα. Μπορεί να είναι κράτη, πόλεις-κράτη, θρησκείες, αυτοκρατορίες, φυλές, συμμορίες, φεουδαρχικές ηγεμονίες ή οτιδήποτε. Παρά τη σχετική ρητορική, δεν κινούμαστε προς την κατεύθυνση ενός ιεραρχικού διεθνούς συστήματος, το οποίο ουσιαστικά θα συνεπαγόταν κάποιο είδος παγκόσμιας κυβέρνησης. Στην πραγματικότητα, η αναρχία φαίνεται ότι θα είναι μαζί μας για πολύ καιρό.

Υπήρξαν μόλις 268 χρόνια χωρίς πόλεμο τα τελευταία 3421 χρόνια.
Will Durant
---------------------------------------------------------------

Καντιανή ή Οικουμενική Παράδοση
Immanuel Kant
Η καντιανή ή οικουμενική παράδοση στο άλλο άκρο θεωρεί ότι η θεμελιώδης φύση της διεθνούς πολιτικής δεν έγκειται στη σύγκρουση μεταξύ των κρατών, όπως συμβαίνει κατά τη χομπεσιανή θεώρηση, αλλά στους υπερεθνικούς κοινωνικούς δεσμούς που συνδέουν τους ανθρώπους που είναι υπήκοοι ή πολίτες κρατών. Το κυρίαρχο θέμα των διεθνών σχέσεων κατά την καντιανή θεώρηση είναι μόνο φαινομενικά η σχέση μεταξύ των κρατών'στην πραγματικότητα είναι η σχέση μεταξύ όλων των ανθρώπων στην κοινότητα της ανθρωπότητας που υπάρχει δυνητικά, έστω και αν δεν υπάρχει πραγματικά, και η οποία, όταν δημιουργηθεί, θα σαρώσει το σύστημα κρατών και θα το οδηγήσει στη λήθη.
Στο ίδιο το δόγμα του Kant υπάρχει βέβαια αμφιθυμία ανάμεσα στον οικουμενισμό του The Idea of Universal History from a Cosmopolitan View (1784) και στη θέση που υιοθετείται στο Perpetual Peace (1795), στο οποίο ο Kant αποδέχεται ως υποκατάστατο τον στόχο μιας κοινωνίας «δημοκρατικών» κρατών.
Στο εσωτερικό της κοινότητας ολόκληρης της ανθρωπότητας σύμφωνα με την οικουμενική άποψη τα συμφέροντα όλων των ανθρώπων είναι τα ίδια'η διεθνής πολιτική από αυτή την άποψη δεν είναι ένα παίγνιο καθαρά διανεμητικο ή μηδενικού αθροίσματος, όπως υποστηρίζουν οι χομπεσιανοί, αλλα ενα παίγνιο καθαρά συνεργατικό ή μη μηδενικού αθροίσματος. Οι συγκρούσεις συμφερόντων υπάρχουν ανάμεσα στις κλίκες που κυβερνούν τα κράτη, αυτο ομως συμβαίνει σε ένα επιφανειακό ή μεταβατικό επίπεδο του υφιστάμενου συστήματος κρατών'αν κατανοηθούν σωστά, τα συμφέροντα όλων των λαών είναι τα ίδια. Εκείνη η διεθνής συμπεριφορά που κατά την καντιανή θεώρηση αντιπροσωπεύει περισσότερο τη διεθνή συμπεριφορά στο σύνολό της είναι η οριζόντια σύγκρουση της ιδεολογίας που ξεπερνά τα σύνορα των κρατών και διαιρεί την ανθρώπινη κοινωνία σε δυο στρατόπεδα - τους καταπιστευματοδόχους της ενυπάρχουσας κοινότητας της ανθρωπότητας και εκείνούς που στέκουν εμπόδιο στο δρόμο της, εκείνους που πρεσβεύουν την αληθινή πίστη και τους αιρετικούς, τους απελευθερωτές και τους καταπιεσμένούς.
Η καντιανή ή οικουμενική θεώρηση της διεθνούς ηθικής είναι ότι σε αντίθεση με τη χομπεσιανή αντίληψη υπάρχουν ηθικές επιταγές που περιορίζούν τη δράση των κρατών, αλλά ότι αυτές οι επιταγές δεν επιβάλλουν τη συνύπαρξη ή τη συνεργασία μεταξύ των κρατών αλλά μάλλον την ανατροπή του συστήματος κρατών και την αντικατάστασή του από μια κοσμοπολίτικη κοινωνία. Η κοινωνία της ανθρωπότητας κατά την καντιανή άποψη δεν είναι μόνο η βασική πραγματικότητα στη διεθνή πολιτική υπό την έννοια ότι οι δυνάμεις που είναι ικανές να τη δημιουργήσουν είναι παρούσες'είναι επίσης ο στόχος ή ο σκοπός της ύψιστης ηθικής προσπάθειας. Οι κανόνες που στηρίζουν τη συνύπαρξη και την κοινωνική επαφή μεταξύ των κρατών θα έπρεπε να αγνοηθούν, αν το απαιτούσε αυτή η ύψιστη ηθική. Η καλή πίστη απέναντι στους αιρετικούς δεν έχει κανένα νόημα, εκτός ως τακτική σκοπιμότητας'ανάμεσα στους εκλεκτούς και στους καταραμένους, στους απελευθερωτές και στους καταπιεσμένούς το ζήτημα αμοιβαίας αναγνώρισης δικαιωμάτων κυριαρχίας ή ανεξαρτησίας δεν τίθεται.
---------------------------------------------------------------
Η επιθυμία των Επαναστατικών να εξομοιώσουν τη διεθνή με την εσωτερική πολιτικήείναι ένα από τα χαρακτηριστικά του Επαναστατισμού. Μια άλλη γενίκευση που μπορεί να κάνει κανείς για αυτούς είναι ότι ασχολούνται περισσότερο με τις επιθυμίες παρά με τα γεγονότα. Οι απόψεις τους αφορούν αυτό που θα έπρεπε να είναι και όχι αυτό που είναι (Έχουμε επισημάνει τον επαγωγικό, δογματικό και επιτακτικό χαρακτήρα του Επαναστατικού τρόπου σκέψης). Το κεντρικό πρόβλημα του Επαναστατισμού, το μεγάλο θέμα, είναι η δυσαρμονία ή το κενό που υπάρχει ανάμεσα στην Επαναστατική επιταγή και στην πραγματική κατάσταση των διεθνών σχέσεων. Άλλωστε, όλα τα κράτη δενασκούν ελεύθερα το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης'η αποικιοκρατία εξακολουθεί να υπάρχει'ο καπιταλισμός δεν κατέρρευσε ακόμη... Η διεθνής κοινωνία παραμένει αμετάβλητα πολύμορφη και ετερογενής, και αυτό είναι το πρόβλημα του Επαναστατικού [χρειάζεται δογματική-ιδεολογική ομοιομορφία-ομοιογένεια].
Σύμφωνα με αυτόν, το ανθρώπινο είδος είναι από τη φύση του σωστό και προορισμός του είναι η σωτηρία, διαιρείται όμως σε εκείνους που αποδέχονται το Επαναστατικό σχέδιο και σε εκείνους που δεν πειθαρχούν (και αποτελούν πάντα την πλειονότητα). Για τους Ιησουίτες, είναι πιστοί κατά αιρετικών'για τους Καλβινιστές, οι εκλεκτοί, οι «άγιοι» κατά των καταδικασμένων στο αιώνιο πυρ'για τους Ιακωβίνους, οι ενάρετοι κατά των διεφθαρμένων («les pourris»)'για τους Μαρξιστές, οι προοδευτικοί ή το προλεταριάτο κατά των αντιδραστικών ή των αστών.

Φοβούμενος ότι ένα παγκόσμιο κράτος θα κατέληγε να είναι τρομακτικά δεσποτικό, θα κατέπνιγε την ελευθερία, θα σκότωνε την πρωτοβουλία και τελικά θα κατέληγε στην αναρχία έπρεπε να βρει κάποια άλλη λύση. Το άλλο πιθανό ενδεχόμενο είναι να βελτιωθούν όλα τα κράτη τόσο πολύ, ώστε να ενεργούν βάσει αξιωμάτων που μπορούν να τύχουν καθολικής αποδοχής χωρίς σύγκρουση. Παρότι ο Kant φοβάται την πρώτη λύση, παρά είναι επιφυλακτικός και ευφυώς κριτικός για να ελπίζει στη δεύτερη. Αντ'αυτού, προσπαθεί να συνδυάσει τις δυο λύσεις.
Ο στόχος της πολιτικής φιλοσοφίας του είναι να εδραιώσει την ελπίδα ότι τα κράτη μπορούν να βελτιωθούν αρκετά και να μάθουν αρκετά από τις κακουχίες του πολέμου, ώστε να επικρατήσει ανάμεσα τους ένα δίκαιο το οποίο δεν θα υποστηρίζεται από την ισχύ, αλλά θα τηρείται εθελοντικά. Ο πρώτος παράγοντας είναι η εσωτερική βελτίωση των κρατών'ο δεύτερος, η κυριαρχία του δικαίου στο εξωτερικό. Όμως ο δεύτερος παράγοντας, καθότι εθελοντικός, εξαρτάται τελείως από το πόσο τέλεια υλοποιείται ο πρώτος... Η αντίφαση είναι εμφανής, παρότι συγκαλύπτεται κάπως από την ομολογία του Kant ότι έχει αποδείξει όχι το «αναπόφευκτο» της διαρκούς ειρήνης, αλλά μόνο ότι η ύπαρξη μιας τέτοιας κατάστασης δεν είναι αδιανόητη.
Κάθε δημοκρατία -ή μορφή κράτους που ο Kant θεωρεί καλή- «ανήμπορη να πλήξει οποιονδήποτε άλλον δια της βίας πρέπει να διατηρηθεί μέσω του δικαίου: Και μπορεί να ελπίζει βάσιμα ότι τα άλλα κράτη που είναι συντεταγμένα όπως αυτή θα προστρέξουν σε βοήθεια της αν παραστεί ανάγκη». Όπως φαίνεται ο Kant θεωρεί ότι οι δημοκρατίες θα δράσουν σύμφωνα με την κατηγορική προσταγή.
---------------------------------------------------------------

Γκροτιανή ή Διεθνιστική Παράδοση
Hugo Grotius
Αυτό που ονομάστηκε γκροτιανή ή διεθνιστική παράδοση βρίσκεται μεταξύ της ρεαλιστικής και της οικουμενικής παράδοσης. Η γκροτιανή παράδοση περιγράφει τη διεθνή πολιτική ως μια κοινωνία κρατών ή διεθνή κοινωνία. Σε αντίθεση με τη χομπεσιανή παράδοση οι γκροτιανοί υποστηρίζουν ότι τα κράτη δεν εμπλέκονται σε μια ανοιχτή διαπάλη, όπως οι μονομάχοι στην αρένα, αλλά περιορίζονται, όσον αφορά τις μεταξύ τους συγκρούσεις, από κοινούς κανόνες και θεσμούς. Σε αντίθεση όμως με την καντιανή ή οικουμενική θεώρηση οι γκροτιανοί δέχονται τη χομπεσιανή αρχή ότι οι ηγεμόνες ή τα κράτη είναι η κύρια πραγματικότητα στη διεθνή πολιτική'τα άμεσα μέλη της διεθνούς κοινωνίας είναι τα κράτη και όχι οι μεμονωμένοι άνθρωποι. Η διεθνής πολιτική σύμφωνα με τη γκροτιανή αντίληψη, δεν εκφράζει ούτε πλήρη σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ των κρατών ούτε πλήρη ταύτιση συμφερόντων'μοιάζει με ένα παίγνιο που είναι εν μέρει διανεμητικό, αλλά και εν μέρει παραγωγικό. Εκείνη η διεθνής συμπεριφορά που κατά την γκροτιανή θεώρηση απεικονίζει καλύτερα τη διεθνή συμπεριφορά ως σύνολο δεν είναι ούτε ο πόλεμος μεταξύ των κρατών ούτε η οριζόντια σύγκρουση που υπερβαίνει τα σύνορα των κρατών αλλά το εμπόριο ή γενικότερα οι οικονομικές και κοινωνικές επαφές μεταξύ των χωρών.
Η γκροτιανή άποψη για τη διεθνή συμπεριφορά είναι ότι όλα τα κράτη στις μεταξύ τους συναλλαγές δεσμεύονται από τους κανόνες και τους θεσμούς της κοινωνίας που σχηματίζουν. Σε αντίθεση με την άποψη των χομπεσιανών τα κράτη κατά την γκροτιανή θεώρηση δεσμεύονται όχι μόνο από κανόνες σύνεσης ή σκοπιμότητας αλλά και από επιταγές ηθικής και δικαίού. Ωστόσο σε αντίθεση με την άποψη των οικουμενιστών αυτό που επιβάλλουν αυτές οι επιταγές δεν είναι η ανατροπή του συστήματος κρατών και η αντικατάστασή του από μια οικουμενική κοινότητα της ανθρωπότητας αλλά μάλλον η παραδοχή των αναγκών συνύπαρξης και συνεργασίας σε μια κοινωνία κρατών.
---------------------------------------------------------------
Τα κράτη εξακολουθούν να είναι τα κυριότερα οχήματα της ιδεολογίας.
Στη διεθνή αδελφότητα των απολυταρχιών μετά το 1815, στον κοσμοπολίτικο φιλελευθερισμό των μέσων του 19ου αιώνα, στον διεθνή σοσιαλισμό πρίν τον Α'Παγκόσμιο πόλεμο, στον διεθνή κομμουνισμό κατά τις δεκαετίες που ακολούθησαν την επανάσταση των μπολσεβίκων, σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, διεθνή κινήματα ελέγχθηκαν από μεμονωμένα κράτη, οπαδοί του δόγματος τέθηκαν στην υπηρεσία του εθνικού συμφέροντος, διεθνή προγράμματα χρησιμοποιήθηκαν από εθνικές κυβερνήσεις και η ιδεολογία μετατράπηκε σε ενισχυτικό εργαλείο της εθνικής πολιτικής. Έτσι η Σοβιετική Ένωση την ώρα της κρίσης έγινε ρωσικό κράτος και η αμερικάνική πολιτική, αφήνοντας κατά μέρος τη φιλελεύθερη ρητορική, κατέληξε να χαράζεται με ρεαλιστικό και επιφυλακτικό τρόπο...
Όπως έκαναν και κάποιες παλαιότερες μεγάλες δυνάμεις, μπορούμε να ταυτίσουμε το υποτιθέμενο καθήκον των πλούσιων και ισχυρών να βοηθούν τους άλλους με τις δικές μας πεποιθήσεις αναφορικά με το πως θα ήταν ένας καλύτερος κόσμος. Η Αγγλία ισχυριζόταν ότι επωμιζόταν το φορτίο του λευκού ανθρώπου'η Γαλλία μιλούσε για τη mission civilisatrice (εκπολιτιστική αποστολή) που είχε. Με αντίστοιχο πνεύμα εμείς...Το συμφέρον της χώρας για ασφάλεια κατέληξε να ταυτίζεται με τη διατήρηση μιας ορισμένης τάξης... Άπαξ και τα συμφέροντα ενός κράτους φτάσουν σε ένα ορισμένο επίπεδο, καθίστανται αυτοτροφοδοτούμενα.

Υπάρχει αφθονία αυτοπροσδιοριζόμενων εκπροσώπων του κοινού καλού του «διαστημοπλοίου γη» ή «αυτού του πλανήτη που κινδυνεύει». Ωστόσο οι απόψεις αυτών των ιδιωτών, όποια αξία και να έχουν, δεν είναι αποτέλεσμα κάποιας πολιτικής διαδικασίας προώθησης και σύνθεσης συμφερόντων. Καθώς δεν επικυρώνονται από μια τέτοια πολιτική διαδικασία, οι απόψεις αυτών των ατόμωνσυνιστούν έναν ακόμη λιγότερο έγκυρο οδηγό για το κοινό καλό της ανθρωπότητας από ό,τι οι απόψεις των εκπροσώπων κυρίαρχων κρατών, ακόμη και εκείνων με μη αντιπροσωπευτικά ή τυραννικά καθεστώτα, που έχουν τουλάχιστον δικαίωμα να μιλούν για κάποιο μέρος της ανθρωπότητας ευρύτερο από τον εαυτό τους. Ούτε έχουν οι εκπρόσωποι των μη κυβερνητικών ομάδων τέτοιου είδους εξουσία'μπορεί να μιλούν με κύρος για το συγκεκριμένο αντικείμενο τους, αλλά το να καθορίζουν τα συμφέροντα της ανθρωπότητας ισοδυναμεί με το να αξιώνουν ένα είδος εξουσίας που μπορεί να παρασχεθεί μόνο από μια πολιτική διαδικασία.
Αν όμως αναγκαζόμασταν να ψάξουμε μέσα από τις απόψεις των κρατών, και ειδικά των κρατών που συναθροίζονται σε διεθνείς οργανισμούς, για να ανακαλύψουμε το παγκόσμιο κοινό καλό, τούτο θα οδηγούσε σε διαστρέβλωση της πραγματικότητας.
Οι οικουμενικές ιδεολογίες που ασπάζονται τα κράτη είναι πασίγνωστο ότι εξυπηρετούν τα ιδιαίτερα συμφέροντα τουςκαι οι συμφωνίες που συνάπτονται μεταξύ κρατών είναι γνωστό ότι είναι περισσότερο προϊόντα διαπραγμάτευσης και συμβιβασμού παρά προϊόντα κάποιου ενδιαφέροντος για τα συμφέροντα της ανθρωπότητας ως συνόλου.

Η έμφαση των φιλελευθέρων στην οικονομία, στην αποκέντρωση και στην ελευθερία από κυβερνητικές ρυθμίσεις έχει νόημα αν ισχύει η υπόθεση τους ότι η κοινωνία είναι αυτορυθμιζόμενη. Επειδή μια αυτορυθμιζόμενη κοινωνία είναι απαραίτητο μέσο, ουσιαστικά καταλήγει να γίνει μέρος του ιδεώδους σκοπού του φιλελευθερισμού. Αν μια πολιτική του laissez faire είναι εφικτή μόνο στη βάση συνθηκών που έχουν χαρακτηριστεί ως απαραίτητες, το ίδιο το ιδεώδες του laissez faire μπορεί να απαιτήσει κρατική δράση.
Οι φιλελεύθεροι και οι ωφελιμιστές περιέγραψαν τις απαραίτητες προϋποθέσεις για τη δίκαιη και αποτελεσματική λειτουργία μιας κοινωνίας του laissez faire. Ως εκ τούτου, στην ίδια τη λογική του φιλελευθερισμού ενυπήρχε σε λανθάνουσα μορφή το ενδεχόμενο να απαιτηθεί κυβερνητική δράση, προκειμένου να επιτευχθούν και να διατηρηθούν αυτές οι προϋποθέσεις. Αν οι φιλελεύθεροι και οι ωφελιμιστές έχουν περιγράψει ορθά τις απαραίτητες προϋποθέσεις, τότε ίσως να χρειάζεται να κάνουν περισσότερα από το να διαδίδουν το ευαγγέλιο του laissez faire, προκειμένου να τις δημιουργήσουν και να τις διατηρήσουν.
---------------------------------------------------------------

Καθεμιά από αυτές τις παραδόσεις εμπεριέχει μια μεγάλη ποικιλία δογμάτων αναφορικά με τη διεθνή πολιτική, μεταξύ των οποίων υπάρχει μόνο μια χαλαρή σχέση. Σε διαφορετικές εποχές κάθε μοντέλο σκέψης εμφανίζεται με διαφορετικό ιδίωμα και σε συνάρτηση με τα εκάστοτε ζητήματα και προβληματισμούς. Στη μελέτη αυτή δεν θα διερευνήσουμε περισσότερο τις σχέσεις και τις διαφορές που υπάρχουν στο εσωτερικό κάθε παράδοσης. Εδώ πρέπει να λάβουμε υπόψη μας μόνο το γεγονός ότι η γκροτιανή ιδέα της διεθνούς κοινωνίαςήταν πάντα παρούσα στη σκέψη για ένα σύστημα κρατών και να περιγράψουμε με αδρές γραμμές τις μεταμορφώσεις που υπέστη κατά τους τελευταίους τρεις με τέσσερις αιώνες.

Hedley Bull
The Anarchical Society
A Study of Order in World Politics
Εκδ. Ποιότητα

.~`~.
Επίλογος

Για να πραγματοιηθεί το φιλελεύθερο ιδεώδες των διεθνών σχέσεων, τα κράτη πρέπει να αλλάξουν. Ποιοί θα είναι οι μηχανισμοί αυτής της αλλαγής; Σε αυτό το ζήτημα, οι φιλελεύθεροι κινούνται μεταξύ δύο πόλων: αφενός τον αισιόδοξο μη επεμβατισμό των Kant, Cobden και Bright, αφετέρου στον μεσσιανικό επεμβατισμό των Paine, Mazzini και Woodrow Wilson. Αυτοί που βρίσκονται σε κάθε πόλο επιδεικνύουν στοιχεία ρεαλισμού και ιδεαλισμού ταυτόχρονα.
Ο Cobden, όπως και ο Kant πριν από αυτόν, διακατέχονταν από βαθιά καχυποψία απέναντι στην επανάσταση και, αντίστροφα, βαθιά πίστη στην εξέλιξη... «Είμαι εναντίον κάθε ανάμειξης από την κυβέρνηση μιας χώρας στις υποθέσεις ενός άλλου έθνους», έγραφε ο Cobden το 1858 «ακόμη κι αν αυτή η ανάμειξη περιοριζόταν σε ηθική πειθώ»... Μήπως οι καλοί, με το να μην κάνουν τίποτα, καθιστούν πιθανό το θρίαμβο του «Κακού»; Και ακόμα και αν οι Kant και Cobden έχουν περιγράψει σωστά τη σχέση μέσων-σκοπών, μήπως οι άνθρωποι μπορούν να επιταχύνουν τις διαδικασίες εξελίξης με τις δικές τους επιθυμίες;... Η σημασία των μέσων είναι συγκρίσιμη με τη σημασία των σκοπών. Αν ο σκοπός είναι η ειρήνη και αν η βάση για την ειρήνη συνίσταται στην ύπαρξη ελεύθερων κρατών κ.λπ...
Ενώ οι Cobden και Bright θα χρησιμοποιούσαν βία στις διεθνείς υποθέσεις, μόνο όπου αυτό θα ήταν απαραίτητο, για να καταστεί ασφαλής η δική τους δημοκρατία, οι Paine, Mazzini και Wilson προτίθενται να κάνουν τον κόσμο δημοκρατικό...Ο Woodrow Wilson, ο τρίτος των επεμβατικών ήταν αρκετά ικανός να μιλά σαν το πρώτιστο κίνητρο του να ήταν η ασφάλεια του κράτους που κυβερνούσε...
Ο φιλελευθερισμός, ο οποίος είναι η κατ'εξοχήν φιλοσοφία της ανεκτικότητας, της ταπεινοφροσύνης και της αμφιβολίας, αναπτύσσει μια δική του ύβρη. Έτσι, ο Michael Straight, σύγχρονος φιλελεύθερος πολιτικός αρθρογράφος, παραθέτει και ενστερνίζεται την εξής δήλωση του R.H.Tawney: «Ο πόλεμος είτε είναι σταυροφορία, είτε είναι έγκλήμα. Δεν υπάρχει μέση οδός». Αντίστοιχα Wilson βρέθηκε με διάφορους τρόπους να λέει «Μιλώ στο όνομα της ανθρωπότητας».
Όμως, καθώς οι μεσσίες είναι περισσότεροι από ένας έτσι και οι μεσσιανικές αποστολές είναι περισσότερες από μια.

Kenneth Waltz
Θεωρία Διεθνούς Πολιτικής - Ο άνθρωπος, το κράτος και ο πόλεμος
Εκδ. Ποιότητα

Μελλοντικά θα αναφερθώ στη χριστιανική διεθνή κοινωνία, την ευρωπαϊκή διεθνή κοινωνία και τέλος στην παγκόσμια διεθνή κοινωνία.

.~`~.
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική

*
*

Διεθνές σύστημα κρατών, σύστημα επικυρίαρχου κράτους και διεθνής κοινωνία. Κοινωνία των κρατών, οικουμενική αυτοκρατορία, «υπερκρατικοί» και «υποκρατικοί» παράγοντες. Παγκόσμια τάξη και το πρώτο παγκόσμιο πολιτικό σύστημα.

$
0
0

.~`~.
I

Αφετηρία των διεθνών σχέσεωνείναι η ύπαρξη κρατώνή ανεξάρτητων πολιτικών κοινοτήτων, καθεμιά από τις οποίες διαθέτει ένα σύστημα διακυβέρνησης και ασκεί κυριαρχία σε κάποιο συγκεκριμένο μέρος της επιφάνειας της γης και σε ένα συγκεκριμένο τμήμα του πληθυσμού της. Από τη μία πλευρά τα κράτη διεκδικούν, σε σχέση με αυτή την επικράτεια και τον πληθυσμό, αυτό που μπορεί να ονομαστεί εσωτερική κυριαρχία, που σημαίνει υπεροχή έναντι οποιασδήποτε άλλης αρχής εντός της επικράτειας και του πληθυσμού. Από την άλλη πλευρά τα κράτη διεκδικούν αυτό που μπορεί να ονομαστεί εξωτερική κυριαρχία, με την οποία δεν εννοείται μόνο υπεροχή αλλά και ανεξαρτησία έναντι οιασδήποτε αρχής στο εξωτερικό. Η κυριαρχία των κρατών, τόσο η εσωτερική όσο και η εξωτερική, μπορεί να πει κανείς ότι υπάρχει τόσο σε κανονίστικό όσο και σε πραγματικό επίπεδο. Από τη μία πλευρά τα κράτη διεκδικούν το δικαίωμα της υπεροχής έναντι οιασδήποτε αρχής στην επικράτεια και στον πληθυσμό τους καθώς και την ανεξαρτησία τους από οιαδήποτε αρχή που βρίσκεται έξω από αυτά'όμως από την άλλη πλευρά ασκούν επίσης στην πράξη σε ποικίλους βαθμούς αυτού του είδους την υπεροχή και ανεξαρτησία. Μια ανεξάρτητη πολιτική κοινότητα, η οποία απλώς διακηρύσσει το δικαίωμα στην κυριαρχία (ή θεωρείται από τους άλλους ότι έχει αυτό το δικαίωμα), αλλά δεν μπορεί να ασκήσει το δικαίωμα αυτό στην πράξη, δεν είναι ένα καθαυτό κράτος.
Στις ανεξάρτητες πολιτικές κοινότητες που είναι κράτη κατ'αυτή την έννοια περιλαμβάνονται οι πόλεις-κράτη, όπως εκείνες της αρχαίας Ελλάδας ή της αναγεννησιακής Ιταλίας καθώς και τα σύγχρονα εθνικά κράτη. Περιλαμβάνονται επίσης κράτη στα οποία η κυβέρνηση στηρίζεται στις αρχές της μοναρχικής νομιμότητας, όπως εκείνες που επικρατούσαν στη νεότερη Ευρώπη μέχρι την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης, καθώς και κράτη στα οποία η κυβέρνηση στηρίζεται στις αρχές της λαϊκής ή εθνικής νομιμότητας, σαν εκείνες που επικράτησαν στην Ευρώπη από τη Γαλλική Επανάσταση και ύστερα. Περιλαμβάνονται πολυεθνικά κράτή, σαν τις ευρωπαϊκές αυτοκρατορίες του 19ου αιώνα, καθώς και κράτη μιας μόνο εθνικότητας...
Υπήρξε ωστόσο στην ιστορία μια μεγάλη ποικιλία ανεξάρτητων πολιτικών κοινοτήτων, οι οποίες ωστόσο δεν είναι κράτη κατ'αυτή την έννοια. Για παράδειγμα, οι γερμανικοί λαοί της πρώτης μεσαιωνικής περιόδου ήταν ανεξάρτητες πολιτικές κοινότητες, αλλά, ενώ οι άρχοντές τους επέβαλλαν την εξουσία τους στον πληθυσμό, δεν την επέβαλλαν σε κάποια συγκεκριμένη επικράτεια. Τα βασίλεια και τα πριγκιπάτα της δυτικής χριστιανοσύνης στον μεσαίωνα δεν ήταν κράτη: δεν είχαν εσωτερική κυριαρχία, επέιδή δεν υπερείχαν έναντι άλλων αρχών στην επικράτεια και στον πληθυσμό τους'ταυτόχρονα δεν είχαν εξωτερική κυριαρχία, αφού δεν ήταν ανεξάρτητα από τον πάπα ή σε μερικές περιπτώσεις από την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Σε μερικά μέρη της Αφρικής, της Αυστραλίας και της Ωκεανίας πριν την ευρωπαϊκή εισβολή υπήρχαν ανεξάρτητες πολιτικές κοινότητες, οι οποίες όφειλαν τη συνοχή τους σε δεσμούς αίματος ή συγγένειας και στις οποίες δεν υπήρχε ο θεσμός του συστήματος διακυβέρνησης.

.~`~.
II
Διεθνές σύστημα κρατών και σύστημα του επικυρίαρχου κράτους

Ο Martin Wight, ταξινομώντας διάφορα είδη συστημάτων κρατών, έκανε τη διάκριση ανάμεσα σε αυτό που ονομάζει «διεθνές σύστημα κρατών» και στο «σύστημα του επικυρίαρχου κράτους». Το πρώτο είναι ένα σύστημα που αποτελείται από κράτη που είναι κυρίαρχα... Το δεύτερο είναι ένα σύστημα στο οποίο ένα κράτος επιβάλλει και διατηρεί την υπεροχή ή την κυριαρχία του στα υπόλοιπα. Οι σχέσεις της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας με τους βάρβαρους γείτονες της καταδεικνύουν την έννοια του συστήματος του επικυρίαρχου κράτους'το ίδιο και οι σχέσεις του Βυζαντίου με τους μικρότερους γείτονες του, του Χαλιφάτου των Αββασίδων με τις μικρότερες δυνάμεις που το περιέβαλλαν, ή της Αυτοκρατορίας της Κίνας, με τα υποτελή σε αυτήν κράτη. Σε ορισμένα από αυτά τα κράτη που ο Martin Wight θα ονόμαζε «διεθνή συστήματα κρατών» γίνεται αποδεκτό ότι κάποια στιγμή θα υπάρξει μια κυρίαρχη δύναμη ή ηγεμονική δύναμη. Για παράδειγμα, το κλασικό ελληνικό σύστημα της πόλης-κράτους και το μεταγενέστερο των ελληνιστικών βασιλείων βίωσαν έναν ατέρμονο αγώνα για το ποιό κράτος επρόκειτο να είναι ο ηγεμόνας. Αυτό που διακρίνει ένα «σύστημα επικυρίαρχου κράτους», όπως η Κίνα και οι υποτελείς της, από ένα «διεθνές σύστημα κρατών», στο οποίο το ένα ή το άλλο κράτος κάποια στιγμή ασκεί ηγεμονική εξουσία, είναι ότι στο πρώτο μια δύναμη ασκεί μόνιμη και για πρακτικούς λόγους αδιαφιλονίκητη ηγεμονία, ενώ στο δεύτερο η ηγεμονία περιέρχεται από τη μια δύναμη στην άλλη και αποτελεί διαρκώς αντικείμενο φιλονικίας... Μεταξύ των ανεξάρτητων πολιτικών οντοτήτων που συνιστούν ένα «σύστημα επικυρίαρχου κράτους», όπως η Κίνα και οι υποτελείς της, μόνο ένα κράτος -το ίδιο το επικυρίαρχο- διαθέτει κυριαρχία, και επομένως μια από τις βασικές προϋποθέσεις για την ύπαρξη ενός συστήματος κρατών, ότι θα έπρεπε να υπάρχουν δύο ή περισσότερα κυρίαρχα κράτη απουσιάζει.
Μια δεύτερη διάκριση που κάνει ο Martin Wight είναι αυτή μεταξύ «πρωτογενών συστημάτων κρατών» και «δευτερογενών συστημάτων κρατών». Τα πρώτα αποτελούνται από κράτη'τα δεύτερα από συστήματα κρατών - συχνά από συστήματα επικυρίαρχου κράτους. Ως παράδειγμα «δευτερογενών συστημάτων κρατών» αναφέρει τη σχέση ανάμεσα στην ανατολική χριστιανοσύνη, στη δυτική χριστιανοσύνη και στο χαλιφάτο των Αββασίδων στον μεσαίωνα και τη σχέση της Αιγύπτου, των Χετταίων και της Βαβυλώνας την εποχή της Αρμάνα (*). Αυτή είναι μια διάκριση που μπορεί να χρήσιμη, αν επιχειρηθεί ποτέ μια γενική ιστορική ανάλυση της πολιτικής δομής του κόσμου ως συνόλου - που αποτελεί σήμερα, σχεδόν ανεξερεύνητη περιοχή.

---------------------------------------------------------------
(*) Η εποχή της Αρμάνα ήταν μια εξαιρετικά δημιουργική εποχή για τις τέχνες και τον πολιτισμό κατά την εποχή της βασιλείας του Φαραώ Ακνατών (πρόκειται για τον Αμένοφη Δ').
http://cosmoidioglossia.blogspot.gr/2013/05/blog-post_1318.html
Για μια προσέγγιση που αναφέρεται στις σχέσεις των Χετταίων-Ασσύριων-Αιγυπτίων ως ρίζες του βασικότερου γεωγραφικού και αρχαιότερου μηχανισμού εξισορρόπησης της Μέσης Ανατολής κλικ στην εικόνα.
---------------------------------------------------------------

.~`~.
III
Διεθνές σύστημα - Διεθνής κοινωνία

Συμφέροντα και Αξίες
Μια κοινωνία κρατών (ή διεθνής κοινωνία) υπάρχει, όταν μια ομάδα κρατών που έχουν επίγνωση ορισμένων κοινών συμφερόντων και κοινών αξιών σχηματίζουν μια κοινωνία υπό την έννοια ότι αντιλαμβάνονται τους εαυτούς τους να συνδέονται με ένα κοινό σύνολο κανόνων στις μεταξύ τους σχέσεις και να συμμετέχουν στη λειτουργία κοινών θεσμών. Αν τα κράτη σχηματίζουν σήμερα μια διεθνή κοινωνία, αυτό συμβαίνει, επειδή αναγνωρίζοντας ορισμένα κοινά συμφέροντα και ίσως ορισμένες κοινές αξίες, θεωρούν ότι δεσμεύονται από ορισμένους κανόνες στις μεταξύ τους συναλλαγές, όπως ότι θα πρέπει να σέβονται τα δικαιώματα των άλλων στην ανεξαρτησία, ότι θα πρέπει να σέβονται τις συμφωνίες που συνάπτουν και να υπόκεινται σε ορισμένους περιορισμούς, όσον αφορά την άσκηση βίας μεταξύ τους. Ταυτόχρονα συνεργάζονται στη λειτουργία θεσμών, όπως των διαφόρων διαδικασιών του διεθνούς δικαίου, των μηχανισμών της διπλωματίας και των γενικών διεθνών οργανισμών, των εθίμων και των κανόνων του πολέμου.
Μια διεθνής κοινωνία υπ'αυτή την έννοια προϋποθέτει ένα διεθνές σύστημα, αλλά ένα διεθνές σύστημα μπορεί να υπάρξει, χωρίς να συνιστά μια διεθνή κοινωνία.Με άλλα λόγια, δύο ή περισσότερα κράτη μπορεί να βρίσκονται σε επαφή και να επιδρούν το ένα στο άλλο κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να αποτελούν απαραίτητους παράγοντες στους υπολογισμούς των άλλων, χωρίς να συνειδητοποιούν ότι έχουν κοινά συμφέροντα ή αξίες και χωρίς να θεωρούν ότι δεσμεύονται από κοινούς κανόνες ή να συνεργάζονται στη λειτουργία κοινών θεσμών.
Η Τουρκία, η Κίνα, η Ιαπωνία, η Κορέα και το Σιάμ, για παράδειγμα, ανήκαν στο ευρωκεντρικό διεθνές σύστημα, προτού να γίνούν μέλη της ευρωκεντρικήςδιεθνούς κοινωνίας. Δηλαδή είχαν σχέσεις με ευρωπαϊκές δυνάμεις και επιδρούσαν σημαντικά οι μεν στις δε στον πόλεμο και στο εμπόριο, προτού το κράτη αυτά και οι ευρωπαϊκές δυνάμεις να αναγνωρίσούν ότι είχαν κοινά συμφέροντα ή αξίες και να θεωρήσούν ότι υπόκειντο στούς ίδιους κανόνες και ότι ήταν συνεργάτες στη λειτουργία κοινών θεσμών. Η Τουρκία αποτελούσε μέρος του ευρωκεντρικού διεθνούς συστήματος απο την εποχή της εμφάνισής της τον 16ο αιώνα συμμετέχοντας σε πολέμους και σε συμμαχίες ως μέλος του συστήματος. Παρ'όλα αυτά κατά τούς τρεις πρώτους αιώνες αυτής της σχέσης και οι δύο πλευρές αρνούνταν κατηγορηματικά ότι οι ευρωπαϊκές δυνάμεις και η Τουρκία είχαν κάποια κοινά συμφέροντα ή αξίες'και οι δύο πλευρές υποστήριζαν ότι οι συμφωνίες που υπέγραφαν μεταξύ τούς δεν ήταν δεσμευτικές και ότι δεν υπήρχαν κοινοί θεσμοί, όπως εκείνοι πού συνέδεαν τις ευρωπαϊκές δυνάμεις, στη λειτουργία των οποίων συνεργάζονταν...
Ορισμένα διεθνή συστήματα υπήρξαν σαφώς και διεθνείς κοινωνίες. Το κύριο παράδειγμα είναι το ελληνικό σύστημα των πόλεων-κρατών, το διεθνές σύστημα που σχημάτισαν τα ελληνιστικά βασίλεια την περίοδο ανάμεσα στη διάσπαση της Αυτοκρατορίας του Μεγάλου Αλεξάνδρου και στη ρωμαϊκή κατάκτηση'το διεθνές σύστημα της Κίνας κατά την περίοδο των Μαχόμενων Βασιλείων'το σύστημα κρατών της αρχαίας Ινδίας'και το σύγχρονο σύστημα κρατών, το οποίο εμφανίστηκε στην Ευρώπη και είναι σήμερα παγκόσμιο.
Ένα κοινό χαρακτηριστικό αυτών των ιστορικών διεθνών κοινωνιών ειναι ότι όλες ιδρύθηκαν με βάση μια κοινή κουλτούρα ή πολιτισμό ή τουλάχιστον κάποια στοιχεία ενός κοινού πολιτισμού: μια κοινή γλώσσα, μια κοινή επιστημολογία και κατανόηση τον σύμπαντος, μια κοινή θρησκεία, έναν κoινό ηθικό κώδικα, μια κοινή αισθητική ή καλλιτεχνική παράδοση. Είναι λογικό να υποθέσουμε ότι εκεί όπου στοιχεία κοινού πολιτισμού αποτελούν τη βάση μιας διεθνούς κοινωνίας διευκολύνουν τη λειτουργία της κατά δυο τρόπους. Από τη μία πλευρά καθιστούν ευκολότερη την επικοινωνία και μεγαλύτερη τη γνώση και την κατανόηση μεταξύ των κρατών και κατά συνέπεια διευκολύνουν τον καθορισμό κοινών κανόνων και την εξέλιξη κοινών θεσμών. Από την άλλη πλευρά μπορεί να ενισχύσουν το αίσθημα των κοινών συμφερόντων που ωθεί τα κράτη να αποδεχτούν τους κοινούς κανόνες και θεσμούς με ένα αίσθημα κοινών αξιών. Αυτό είναι ένα ερώτημα στο οποίο θα επιστρέψουμε, όταν αργότερα στη μελέτη μας εξετάσουμε τον ισχυρισμό ότι η παγκόσμια διεθνής κοινωνία του 20ου αιώνα, αντίθετα με τη χριστιανική διεθνή κοινωνία τον 16ου και του 17ου αιώνα ή την ευρωπαϊκή διεθνή κοινωνία του 18ου και του 19ου αιώνα, δεν έχει καμιά τέτοια κοινή κουλτούρα ή πολιτισμό.

---------------------------------------------------------------
Παρέκβαση
Η «οικονομία» ως μέσο πολιτιστικού μονισμού ή εργαλείο επιβολής του «δυτικού» πολιτισμού
Σας καλώ, όσους έχετε σπουδάσει πολιτική οικονομία να το σκεφθείτε, οι υπόλοιποι να το αναζητήσετε. Ανοίξτε οποιοδήποτε εγχειρίδιο διδασκαλίας πολιτικής οικονομίας ή μικροοικονομικής. Οποιοδήποτε εγχειρίδιο. Στο πρώτο κεφάλαιο, όλα τα εγχειρίδια πολιτικής οικονομίας και όλα τα εγχειρίδια μικροοικονομικής, ξεκινούν με κάποια θεμελιώδη αξιώματα πάνω στα οποία είναι βασισμένη η συγγραφή του όλου βιβλίου από εκεί και κάτω. Ποιά είναι αυτά τα αξιώματα; Η αξιωματικοποίηση ενός συγκεκριμένου είδους ανθρώπου, δηλαδή ενός συγκεκριμένου πολιτισμού. Εάν διαβάσετε ποιά είναι τα αξιώματα του οικονομικός ορθού ανθρώπου για τους συγγραφείς της σύγχρονης πολιτικής οικονομίας και μικροοικονομικής, αυτό που ονομάζουμε ωφελιμισμός, θεωρία της ορθολογικής επιλογής, το ότι είναι φυσιολογικό να έχουμε ως προτεραιότητα το ατομικό μας συμφέρον, το ότι αν ανέβει η τιμή θα μειωθεί η ζήτηση και εάν θα πέσει η τιμή θα αυξηθεί η ζήτηση και ούτω καθεξής. Όλα αυτά τα πράγματα προϋποθέτουν μια συγκεκριμένη αξιολογία, προϋποθέτουν ένα συγκεκριμένο τύπο ανθρώπου.
Σας επισημαίνω λοιπόν για να το συνηδητοποιήσετε, ότι όταν κάποιος σπουδάζει πολιτική οικονομία και μικροοικονομική από οποιοδήποτε δυτικό συγγραφέα σήμερα, στη πραγματικότητα είτε το καταλαβαίνει είτε όχι αυτό το οποίο κάνει είναι ότι πρώτα απ'όλα σπουδάζει τον συγκεκριμένο δυτικό πολιτισμό. Δεν υπάρχει κανένας νόμος της πολιτικής οικονομίας που να μην απορρέει από το να δεχτείτε και να ομολογήσετε τα αξιώματα του δυτικού πολιτισμού.
Η πολιτική οικονομία δεν είναι οικουμενική προσπαθεί να γίνει οικουμενική.
Όλες οι θεωρίες που διδάσκονται σε όλες τις δυτικές οικονομικές σχολές και στα δυτικά business schools, απορρέουν από ότι προηγουμένως πρέπει να προσυπογράψετε ότι αποδέχεστε τη λογική του δυτικού υποκειμένου και του δυτικού πολιτισμού. Σε έναν άλλο πολιτισμό... σε μη δυτικοευρωπαϊκούς πολιτισμούς, αυτά τα βιβλία, της πολιτικής οικονομίας και της μικροοικονομικής που διδάσκονται σήμερα σε όλα τα δυτικά και δυτικόστροφά πανεπιστήμια θα ήταν απορριπτέα.
Η επιστήμη της οικονομίας σήμερα, η ίδια, είναι ένα εργαλείο επιβολής του δυτικού πολιτισμού, το οποίο προβάλλεται ως «επιστήμη».
Νικόλαος Λάος

Στην ζούγκλα το κάθε θηρίο ένδιαφέρεται μόνο γιά τόν εαυτο του. Αυτο θα αποτελέση καί τό αξίωμα τής φιλοσοφιας του Λωκ. Ο ανθρωπος είναι εκ φύσεως προωρισμένος νά πραγματοποιή στό έπακρο τούς σκοπούς του ατομικού του ηδονιστικού συμφέροντος... Ο άνθρωπος θέλει περισσότερα από τά όσα χρειάζεται, γιατί μέ τά άπολύτως απαραίτητα δέν υπάρχει ηδονή, ακριβώς όμως γι'αυτό καί ό καθένας θέλει πάντα περισσότερα άπό τόν άλλον («Desire of having more than men needed», βλ. second Treatise, V, 37). Ο άνθρωπος αυτός του Λώκ δέν είναι βέβαια ό βυζαντινός καλόγηρος ούτε ό μωαμεθανός δερβίσης'είναι ό άνθρωπος του «φιλελευθερισμού», ό όποίος υποχρεούται νά συμπεριφερθή έτσι, διότι είναι ό μόνος τρόπος αυτοπροστασίας καί υπάρξεως που έχει, γιά νά προφυλαχθή από τήν όμοια συμπεριφορά του διπλανού. Πολύ περισσότερο ό άνθρωπος αυτός του Τζών Λώκ δέν είναι ό άνθρωπος του εαυτού γνώναι του Σωκράτη'είναι ό πρακτικώς έπιτηδευόμενος, ό άνθρωπος του «δός ημίν τώρα», πού ώς έπιχειρηματίας θά άναγράψη στήν σημαία του τά συνθήματα ένός φυσικώς ανυπάρκτου καί ίδίας χρήσεως «σοσιαλδαρβινισμου»...

Η υπόθεση εργασίας των οικονομολόγων ότι τα οικονομικά είναι μια οικουμενική επιστήμη που μπορεί να εφαρμοστεί διαχρονικά και σε κάθε τόπο μπορεί να οδηγήσει σε αναλυτικές στρεβλώσεις και σε εσφαλμένες συστάσεις πολιτικής. Η ανικανότητα ή η απροθυμία τους να παραδεχτούν τη σπουδαιότητα των διαφορών μεταξύ των κρατών και των κοινωνιών και/ή της επιρροής του πολιτιστικού και ιστορικού περιβάλλοντος περιορίζει τη χρησιμότητα των οικονομικών... Παρόλο που οι νεοκλασικοί οικονομολόγοι ισχυρίζονται ότι τα οικονομικά είναι μια αντικειμενική επιστήμη, όπως η φυσική, τα οικονομικά στην πραγματικότητα στηρίζονται σε ένα πλήθος κανονιστικών υποθέσεων εργασίας ή απόψεων όσον αφορά στις αξίες που αποδέχονται οι περισσότεροι οικονομολόγοι. Αυτές οι κανονιστικές υποθέσεις εργασίας επηρεάζουν την επιλογή των θεμάτων που μελετούν οι οικονομολόγοι και τις απαντήσεις που θα δοθούν... Επιπλέον, ένα σημαντικό μέρος του αποδεκτού σώματος της οικονομικής ποτέ δεν ελέγχθηκε επαρκώς. Για τους μελετητές της πολιτικής οικονομίας η αίρεση ceteris paribus (η προϋπόθεση ότι όλα τα άλλα παραμένουν σταθερά) που πρότειναν οι οικονομολόγοι είναι εξαιρετικά σημαντική...

Ἡ «ἐπιστήμη τῆς Weltwirtschaft» εἶναι ἡ «ἐπιστήμη» πού προσπαθεῖ νὰ πείση ὅτι οἱ πλουσιώτερες περιοχὲς τοῦ πλανήτη (Βραζιλία, Ἰνδία, Βαλκάνια κ.λπ) «ὀρθῶς» εἶναι... ὑποσημειώσεις τῆς σύγχρονης ἱστορίας καὶ πολιτικῆς. Ἡ «ἐπιστήμη» αὐτὴ δὲν διαφέρει ἀπὸ τὴν «ἐπιστήμη» τοῦ Γκομπινώ.

Η κυρια παραδοχή της δυτικής οικονομικής νοοτροπίας ότι οτιδήποτε παράγεται θα πρέπει να καταναλώνεται, σε αντίθεση μέ την ισλαμική παραδοχή ότι οτιδήποτε χρειάζεται θα πρέπει να παράγεται, προκάλεσε μια κουλτούρα κατανάλωσης η οποία οδήγησε στη διεθνοποίηση του δυτικού τρόπου ζωής μέσω της αναγκαιότητας να ανακαλυφθούν τρόποι απορρόφησης της αυξανόμενης παραγωγής. Η συγκεκριμένη οικονομική βάση πού βρισκεται πισω απο αυτόν τον κοινωνικοοικονομικό πλουραλισμό, ο οποίος προκαλεί πολιτιστικό μονισμό, είναι ο διαχωρισμός των κανονιστικών και των θετικών οικονομικών και η παραδοχή ότι οι πόροι θα πρέπει να κατανέμονται παραγωγικά.

Η πεισματική στροφή προς τον ηθικό και οικονομικό παράγοντα έχει ως σκοπό της, όπως νομίζεται, την οριστική αποκοπή από την «πολιτική της ισχύος», ενώ η ευημερία των τελευταίων σαράντα ετών φαίνεται να αποδεικνύει, προς γενική ικανοποίηση, ότι η ηθική δεν ωφελεί μόνον την ψυχή αλλά και την κοιλιά. Ωστόσο η διχοτομία μεταξύ οικονομίας και πολιτικής παραμένει πλασματική κατασκευή... η πολιτική που έχει μετατραπεί σε οικονομία δεν είναι λιγότερο πολιτική από την πολιτική που μετατρέπεται σε θεολογία, ηθική και αισθητική.

Γνωρίζουμε βέβαια εκ των προτέρων ποιά είναι η κατηγορία εκείνη των αναγνωστών που δεν θα δεχθούν το βιβλίο μας: οι καθηγητές της Πολιτικής Οικονομίας. Ομολογούμε όμως πως είναι και οι μόνοι που πλήρως αγνοήσαμε γράφοντας το... Το σύστημα συνεπώς είναι καλό επειδή κρατιέται, αλλά το πως κρατιέται απ'έξω, είναι κάτι που δεν πρέπει να συζητηθεί. Και πρέπει ν'αποφεύγεται. Ο κομμουνισμός σίγουρα δεν είναι το σύστημα που αρμόζει στον υπάρχοντα τρόπο παραγωγής, ούτε ο φασισμός. Δεν μένει λοιπόν παρά μόνο ο λιμπεραλισμός! Και είναι γεγονός πως είναι αδύνατο να πάει κανείς παραπέρα από αυτό το σημείο, όσο βλέπει τα πράγματα συλλογιστικά, δηλαδή μέσα από τις κατανοήσεις της ιστορίας που θέλουν την τεχνολογία «ευρωπαϊκή» επειδή παρήχθει μόνο στην «Ευρώπη». Οι κατανοήσεις αυτές είναι προφανές να υποβάλλουν διαρκώς μια γραμμική αντίληψη περί «προόδου», στην οποίαν κορυφή να βγαίνει το υπάρχον ως έστι.Άρα και μη δυνάμενο ν'αλλάξει ή με κάτι να αντικατασταθεί, ή απλώς να εξελιχθεί. Και έτσι γίνεται ιδεολογικός συντηρητισμός και βία.

Στις Ηνωμένες Πολιτείες μέχρι το 1971 ζούσε το 90% των οικονομολόγων του πλανήτη
Kenneth Waltz
---------------------------------------------------------------

.~`~.
IV
Κοινωνία των κρατών - Οικουμενική αυτοκρατορία, «υπερ/υποκρατικοί» παράγοντες

Όποιες και εάν είναι οι διαιρέσεις μεταξύ τους, τα σύγχρονα κράτη συνευρίσκονται στη βάση της πεποίθησης ότι είναι οι βασικοί παράγοντες στην παγκόσμια πολιτική και οι βασικοί φορείς δικαιωμάτων και υποχρεώσεων στο εσωτερικό της. Η κοινωνία των κρατών επιδίωξε να διασφαλίσει ότι θα παραμείνει η επικρατούσα μορφή οικουμενικής πολιτικής οργάνωσης, de factoκαι de jure.
Αμφισβητήσεις της συνεχιζόμενης ύπαρξης της κοινωνίας των κρατών υπήρξαν μερικές φορές από συγκεκριμένα δεσπόζοντα κράτη -την Αυτοκρατορία των Αψβούργων, τη Γαλλία του Λουδοβίκου ΙΔ', τη Γαλλία του Ναπολέοντα, τη Γερμανία του Hitler, και την Αμερική μετά τον Β'Παγκόσμιο Πόλεμο- που φαίνονταν ικανές να ανατρέψουν το σύστημα και την κοινωνία των κρατών και να το μετατρέψουν σε οικουμενική αυτοκρατορία. Αμφισβητήσεις διατυπώθηκαν επίσης από παράγοντες άλλους, διαφορετικούς από τα κράτη, που απειλούν να στερήσουν από τα κράτη τη θέση που έχουν ως βασικοί φορείς στην παγκόσμια πολιτική ή βασικοί φορείς δικαιωμάτων και υποχρεώσεων στο εσωτερικό της. «Υπερκρατικοί»παράγοντες, όπως κατά τον 16ο και 17ο αιώνα η Παπική Εκκλησία και ο αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ή τον 20ο αιώνα τα Ηνωμένα Έθνη συνιστούν μια τέτοια απειλή. «Υποκρατικοί»παράγοντες, που λειτουργούν στην παγκόσμια πολιτική από το εσωτερικό ενός συγκεκριμένου κράτους, ή «διεθνικοί» παράγοντες, που είναι ομάδες που διαπερνούν τα σύνορα των κρατών, μπορεί επίσης να απειλήσουν την προνομιούχα θέση των κρατών στην παγκόσμια πολιτική ή το δικαίωμα τους να απολαμβάνουν αυτή τη θέση. Στην ιστορία της σύγχρονης διεθνούς κοινωνίας οι επαναστατικές και αντεπαναστατικές εκδηλώσεις αλληλεγγύης των ανθρώπων που εκφράστηκαν από τη Μεταρρύθμιση, τη Γαλλική Επανάσταση και τη Ρωσική Επανάσταση είναι βασικά παραδείγματα (*)...

---------------------------------------------------------------
(*) ...μπορεί κάποιος να πει ότι στους εμπορικούς και αποικιακούς πολέμους που διεξήχθησαν κατά τα τέλη του 17ου και τον 18ο αιώνα, κυρίως από την Ολλανδία, τη Γαλλία και την Αγγλία, και που στόχο τους είχαν το μονοπώλιο του εμπορίου που επιβαλλόταν με τη ναυτική ισχύ και τον πολιτικό έλεγχο των αποικιών το στοιχείο της κατάστασης πολέμου κυριαρχούσε. Στους θρησκευτικούς πολέμους που σημάδεψαν την πρώτη φάση του συστήματος κρατών μέχρι την Ειρήνη της Βεστφαλίας, στους πολέμους που προκάλεσε στην Ευρώπη η Γαλλική Επανάσταση και ο Ναπολέων και στην ιδεολογική πάλη των κομουνιστικών και αντικομουνιστικών δυνάμεων, το στοιχέιο της διεθνικής αλληλεγγύης και σύγκρουσης υπερίσχυε. Τούτο δεν εκφραζόταν μόνο με την επαναστατική υπερεθνική αλληλεγγύη των προτεσταντικών κομμάτων, των δημοκρατικών δυνάμεων που ήταν φιλικές προς τη Γαλλική Επανάσταση και των Κομουνιστικών Διεθνών, αλλά και από την αντεπαναστατική αλληλεγγύη της Κοινωνίας του Ιησού, της Διεθνούς Νομιμότητας και του αντικομουνισμού του Dulles. Στην Ευρώπη του 19ου αιώνα και κατά την περίοδο μεταξύ αφενός της σύγκρουσης του επαναστατισμού και της νομιμότητας (η οποία επικράτησε μετά τους ναπολεόντειους πολέμους) και αφετέρου της εμφάνισης κατά τα τέλη του αιώνα των μοντέλων σύγκρουσης των μεγάλων δυνάμεων που οδήγησαν στον Α'Παγκόσμιο Πόλεμο μπορεί κανείς να πει ότι το στοιχείο της διεθνούς κοινωνίας υπερίσχυε - Hedley Bull
---------------------------------------------------------------

Οποιοδήποτε κράτος από τη δική του οπτική γωνία αυτό που ελπίζει κυρίως να κερδίσει από τη συμμετοχή του στην κοινωνία των κρατών είναι η αναγνώριση της ανεξαρτησίας του από κάθε εξωτερική αρχή και συγκεκριμένα της υπέρτατης δικαιοδοσίας του στους υπηκόους του και στο έδαφος του. Το μεγαλύτερο τίμημα που πρέπει να πληρώσει γι'αυτό είναι η αναγνώριση των ίδιων δικαιωμάτων στην ανεξαρτησία και στην κυριαρχία των άλλων κρατών.
Η διεθνής κοινωνία έχει πράγματι αντιμετωπίσει τη διατήρηση της ανεξαρτησίας κάποιων συγκεκριμένων κρατών ως έναν στόχο, ο οποίος είναι υποδεέστερος της διατήρησης της ίδιας της κοινωνίας των κρατών'τούτο αντανακλά τον κυρίαρχο ρόλο που διαδραμάτισαν στη διαμόρφωση της διεθνούς κοινωνίας οι μεγάλες δυνάμεις, οι οποίες θεωρούν ότι είναι φύλακες της. Έτσι η διεθνής κοινωνία επέτρεψε συχνά να απολεσθεί η ανεξαρτησία κάποιων κρατών, όπως στην περίπτωση της μεγάλης διαδικασίας διανομής και απορρόφησης των μικρών δυνάμεων από τις μεγαλύτερες στο όνομα αρχών, όπως η «αντιστάθμιση» και η «ισορροπία των δυνάμεων» που προξένησε μια σταθερή μείωση του αριθμού των κρατών στην Ευρώπη από την Ειρήνη της Βεστφαλίας το 1648 μέχρι το Συνέδριο της Βιέννης το 1815. Κατά τον ίδιο τρόπο η διεθνής κοινωνία, τουλάχιστον κατά την άποψη των μεγάλων δυνάμεων που θεωρούν ότι είναι προστάτες της, θεωρεί την ανεξαρτησία κάποιων συγκεκριμένων κρατών ως υποδεέστερη της διατήρησης του συστήματος ως συνόλου, όταν ανέχεται ή ενθαρρύνει τον περιορισμό της κυριαρχίας ή της ανεξαρτησίας των μικρών κρατών με επινοήματα, όπως οι συμφωνίες προσδιορισμού σφαιρών επιρροής ή οι συμφωνίες για τη δημιουργία παρεμβαλλομένων ή ουδετεροποιημένων ζωνών.

.~`~.
V
Παγκόσμια τάξη και το πρώτο παγκόσμιο πολιτικό σύστημα

Σε ολόκληρη την ιστορία της ανθρωπότητας πριν από τον 19ο αιώνα δεν υπήρχε ένα μόνο πολιτικό σύστημα που εξαπλωνόταν σε ολόκληρο τον κόσμο. Η μεγάλη κοινωνία ολόκληρης της ανθρωπότητας, στην οποία αναφέρονταν οι υποστηρικτές του κανονικού δικαίου ή του φυσικού δικαίου, ήταν μια ιδεατή κοινωνία, η οποία υπήρχε μόνο ενώπιον του Θεού ή υπό το φως των αρχών του φυσικού δικαίου: δεν αντιστοιχούσε σε αυτήν κανένα αληθινό πολιτικό σύστημα. Πριν από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα η παγκόσμια τάξη ήταν απλώς το άθροισμα των διαφόρων πολιτικών συστημάτων που επέφεραν την τάξη στα διάφορα μέρη του κόσμου.
Παρ'όλα αυτά από τα τέλη του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ου προέκυψε για πρώτη φορά ένα ενιαίο πολιτικό σύστημα που είναι αληθινά παγκόσμιο... Η τάξη στον κόσμο -ας πούμε το 1900- ήταν ακόμη το άθροισμα της τάξης που εξασφαλιζόταν στο εσωτερικό των ευρωπαϊκών και αμερικανικών κρατών και των υπερπόντιων κτήσεων τους, στο εσωτερικό της οθωμανικής αυτοκρατορίας, της κινεζικής και της ιαπωνικής αυτοκρατορίας, στο εσωτερικό των χανάτων και των σουλτανάτων που διατηρούσαν μια ανεξάρτητη ύπαρξη από τη Σαχάρα έως την Κεντρική Ασία, στο εσωτερικό των πολιτικών συστημάτων της Αφρικής και της Ωκεανίας, που δεν είχαν ακόμη καταστραφεί από την ευρωπαϊκή επιρροή - αλλά ηταν επίσης και η συνέπεια ενός πολιτικού συστήματος, που τα συνέδεε όλα μεταξύ τους, που λειτουργούσε σε ολόκληρο τον κόσμο.

Πρώτο παγκόσμιο πολιτικό σύστημα
Το πρώτο παγκόσμιο πολιτικό σύστημα πήρε τη μορφή ενός παγκόσμιου συστήματος κρατών. Αυτό που ευθύνεται κυρίως για την εμφάνιση κάποιου βαθμού αλληλεπίδρασης των πολιτικών συστημάτων σε όλες τις ηπείρους του κόσμου, που είναι αρκετό, ώστε να μας επιτρέψει να μιλάμε για ένα παγκόσμιο πολιτικό σύστημα, ήταν η εξάπλωση του ευρωπαϊκού πολιτικού συστήματος κρατών σε ολόκληρο τον κόσμο και η μετατροπή του σε ένα σύστημα κρατών παγκοσμίων διαστάσεων.
Κατά την πρώτη φάση αυτής της μεταβολής τα ευρωπαϊκά κράτη επεκτάθηκαν και ενσωμάτωσαν ή κυρίευσαν τον υπόλοιπο κόσμο'η φάση αυτή ξεκίνησε με τα ταξίδια των ανακαλύψεων των Πορτογάλων τον 15ο αιώνα και τελείωσε με τη διαίρεση και διανομή της Αφρικής τον 19ο αιώνα. Στη δεύτερη φάση, η οποία εν μέρει συνέπεσε με την πρώτη, οι περιοχές που είχαν ενσωματωθεί ή κυριευθεί κατ'αυτόν τον τρόπο ξέφυγαν από τον ευρωπαϊκό έλεγχο και πήραν τις θέσεις τους ως κράτη μέλη της διεθνούς κοινωνίας ξεκινώντας με την Αμερικανική Επανάσταση και τελειώνοντας με την αφρικανική και ασιατική αντιαποικιοκρατική επανάσταση...

---------------------------------------------------------------
Μόλις το 1997.
Hong Kong. Ηandover ceremony (Transfer of Sovereignty)


---------------------------------------------------------------

Είναι αλήθεια ότι η διασύνδεση των διαφόρων μερών του κόσμου δεν ήταν μόνο έργο των κρατών'κάποια άτομα και ομάδες ατόμων έπαιξαν τον ρόλο τους ως εξερευνητές, έμποροι, μετανάστες, ιεραπόστολοι και μισθοφόροι, και η εξάπλωση του συστήματος κρατών ήταν μέρος μιας ευρύτερης διάδοσης των κοινωνικών και οικονομικών αλλαγών. Παρ'όλα αυτά η πολιτική δομή που προέκυψε από αυτές τις εξελίξεις ήταν μια δομή απλώς και μόνο ενός παγκοσμίου συστήματος και μιας κοινωνίας κρατών.
Ωστόσο, ενώ το παγκόσμιο πολιτικό σύστημα που υπάρχει σήμερα παίρνει τη μορφή ενός συστήματος κρατών ή παίρνει κυρίως αυτή τη μορφή (θα υποστηρίξουμε αργότερα ότι εμφανίζεται ένα παγκόσμιο πολιτικό σύστημα του οποίου το σύστημα κρατών συνιστά μόνο μέρος), η παγκόσμια τάξη θα μπορούσε κατ'αρχήν να επιτευχθεί με άλλες μορφές οικουμενικής πολιτικής οργάνωσης και ένα μόνιμο ερώτημα είναι εάν η παγκόσμια τάξη δεν θα εξυπηρετείτο καλύτερα από τέτοιου είδους άλλες μορφές. Στο παρελθόν υπήρξαν άλλες μορφές οικουμενικής οργάνωσης μικρότερης κλίμακας'πράγματι στο σύνολο της ανθρώπινης ιστορίας το σύστημα κρατών είναι μάλλον η εξαίρεση παρά ο κανόνας.

Η Άναρχη Κοινωνία
Μελέτη της Τάξης στη Παγκόσμια Πολιτική
Εκδ. Ποιότητα

Σε επόμενη ανάρτηση θα παρουσιάσω τις ρίζες της ιδέας της διεθνούς κοινωνίας, τις μετεξελίξεις της και τις τρείς δυτικέςανταγωνιστικές παραδόσεις σκέψης στην ιστορία του σύγχρονου συστήματος κρατών: τη χομπεσιανή ή ρεαλιστική, την καντιανή ή οικουμενική και τη γκροτιανή ή διεθνιστική παράδοση.


.~`~.
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική

*
*
*
*
*
- Το μέλλον της Ε.Ε, η Ανατολική Ευρώπη -η Ουκρανία- και τα Βαλκάνια, ο Huntington, ο Brzezinski και οι πλανητικές πολιτικές των Η.Π.Α. Τα «Ανθρώπινα δικαιώματα», η «σύγκρουση των πολιτισμών» και τα «Ευρασιατικά Βαλκάνια» ως βαλκανοποίηση της υφηλίου και καλλιέργεια της ελεγχόμενης αναρχίας. Η απόρριψη του διλήμματος μεταξύ πυρηνικού ολοκαυτώματος ή πολιτιστικής ανυπαρξίας - προς μιας νέα ιστορική σύνθεση που θα εναντιώνεται στις θεωρίες και τους υπολογισμούς γραφείου-εργαστηρίου.
*
*
*

Ανθρωποποίηση.

Viewing all 1482 articles
Browse latest View live