Quantcast
Channel: Κοσμοϊδιογλωσσία
Viewing all 1482 articles
Browse latest View live

Το ιστορικό υπόβαθρο της Ε.Ε ως νεοπαραδοσιακή αντίδραση και η μεταστροφή στην έννοια της «Ευρώπης».

$
0
0
.
.~`~.
I
Η μεταστροφή στην έννοια της «Ευρώπης»

Η Ευρώπη τόσο από την άποψη της γεωγραφίας όσο και από την άποψη του ιστορικού βάθους έχει την ιδιότητα της μέγιστης σημασίας εγγύς χερσαίας περιοχής... Ο τρόπος προσέγγισης, που οφείλεται στην ταύτιση της Ευρώπης με τη Δυτική Ευρώπη από την άποψη ιστορικού υπόβαθρου και πολιτικών δομών κατά την περίοδο του Ψυχρού πολέμου, κρίνεται ανεπαρκής σε σχέση με τον ορισμό της εγγύς χερσαίας περιοχής... με την επιστροφή στην ευρωπαϊκή σκηνή των παραγόντων της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης... απαιτείται μία προσέγγιση ικανή να αντιμετωπίσει την Ευρώπη εντός μίας ηπειρωτικής ολότητας. Η Ευρώπη, που από γεωγραφική άποψη καλύπτει μία περιοχή η οποία εκτείνεται από τα Ουράλια ως τον Ατλαντικό και από τη Σκανδιναβική χερσόνησο ως τη Μεσόγειο, κατά βάση αποτελεί προέκταση της Ασίας με βορειοδυτική κατεύθύνση.

α´
Η εμφάνιση στην Ευρώπη τόσο του συστήματος έθνούς-κράτούς της Βεστφαλίας, που αποτελεί την πολιτική δομή της σύγχρονης περιόδού, όσο και του καπιταλιστικού συστήματος, πού βασίζεται στη συσσώρεύση του κεφαλαίού και αποτελεί το θεμέλιο της οικονομικής δομής αυτής της περιόδου, συνιστούν το υπόβαθρο της αξιολόγησης αυτού του γεωγραφικού χώρού ως μίας ιδιαίτερης ηπείρού.
Τα θεμέλια της εθνοπολιτικής δομής της Ευρώπης ανατρέχούν στις νομαδικές μεταναστεύσεις του Μεσαίωνα. Η προέλαση πρώτα των γερμανικών φύλων, των Αγγλοσαξόνων και των Φράγκων, και έπειτα κατά κύματα των Σλάβων και των τουρανικής προέλεύσης νομάδων από τα βόρεια της Μαύρης Θάλασσας ως τα βάθη της Ευρώπης και το ότι οι φυλές αυτές απέκτησαν με διαφορετικές συνθέσεις νέες πολιτικές δομές στα κατάλοιπα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας είχαν αποτελέσματα τα οποια επηρέασαν και τα μορφώματα του έθνούς-κράτούς της σύγχρονης εποχής. Η Ευρωπαϊκή ήπειρος, αμφιταλαντευόμενη για μεγάλο χρονικό διάστημα μεταξύ των προσπαθειών ολοκλήρωσης πού κατέβαλε η Αγία Ρωμαιογερμανική αυτοκρατορία και των διασπαστικών επιδράσεων του φεουδαλισμού κινήθηκε ως εκκρεμές μεταξύ ολοκλήρωσης και διάσπασης, για να γίνει τελικά μάρτυρας της συγκρότησης του έθνούς-κράτούς που κατέστη πιο ευδιάκριτο με το σύστημα της Βεστφαλίας και τη Γαλλική επανάσταση.
Οι οικονομικές, πολιτικές και πολιτισμικές εξελίξεις επιταχυνόμενες κυρίως μετά τον 16ο αιώνα έθεσαν τις ευρωπαϊκές ισορροπίες στο επίκεντρο του διεθνούς συστήματος. Η ανάπτύξη των εθνικών στρατηγικών και η αποικιοκρατία μετέτρεψαν τον 19ο αιώνα σε ευρωπαϊκό αιώνα. Αυτή η ευρωκεντρικήπολιτική συγκρότηση εντάθηκε τον 19ο αιώνα και έθεσε τελείως υπό την επιρροή της το πρώτο μισό του 20ού αιώνα προκαλώντας και τις ενδοευρωπαϊκές διαφορές, οι οποίες αυτή την περίοδο οδήγησαν την Ευρωπαϊκή ήπειρο σε δύο παγκόσμιούς πολέμούς.
Το διπολικό σύστημα που εμφανίστηκε μετά τον Β'Παγκόσμιο πόλεμο και η περίοδος του Ψυχρού πολέμού συμπαρέσυραν μαζί τούς και την πιο σοβαρή διαδικασία περιθωριοποίησης που γνώρισε ποτέ η Ευρώπη στην ιστορία της. Ο προσδιορισμός των διεθνών ισορροπιών ισχύος από δυο υπερδυνάμεις, οι οποίες εγκαθίδρύσαν την κυριαρχία τούς η μία στη Βόρεια Αμερική (ΗΠΑ) και η άλλη στα βάθη της Ευρασίας, είχε ως αποτέλεσμα την αλλαγή και της ίδιας της έννοιας της Ευρώπης. Τη στιγμή που η Ευρώπη γινόταν σε μεγάλο βαθμό ταυτόσημη με τη Δυτική Ευρώπη οι περιοχές της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, που ήταν μέρος τον συμφώνου της Βαρσοβίας, άρχισαν να αναφέρονται με τον γενικότερο όρο Ανατολή. Ο όρος Ανατολή, που χρησιμοποιείτο προηγουμένως ευρύτερα για τις χώρες της Ασίας, κατά τη διάρκεια του Ψυχρού πολέμού άρχισε να χρησιμοποιείται σε ένα περιεκτικό πλαίσιο ως ένας όρος αποδεκτός στις ενδοευρωπαϊκές σχέσεις, προκειμένού να προσδιορίσει το Σοβιετικό μπλοκ στις διεθνείς σχέσεις. Με αυτό τον τρόπο τόσο η έννοια της Ευρώπης όσο και εκείνη της Ανατολής απέκτησαν ένα νέο εννοιολογικό περιεχόμενο.

β´
Η ιδέα και η έννοια της Ευρωπαϊκής Ένωσηςπου εμφανίστηκε ως αντίδραση στη διεθνή περιθωριοποίηση και προσανατολίστηκε στη δημιουργία μίας νέας συγκέντρωσης ισχύος περιστρεφόμενης γύρω από τον γερμανογαλλικό άξονα επιτάχύνε τη διαδικασία η οποία έγινε αιτία να ταυτιστεί η Ευρώπημε τη Δυτική Ευρώπη. Η Σύνοδος Κορυφής του Ελσίνκι το 1975 και Διάσκεψη για την Ευρωπαϊκή Ασφάλεια και Συνεργασία επέκτειναν τουλάχιστον σε επίπεδο ρητορείας τα σύνορα αυτά και πάλι ως τα Ουράλια. Εντούτοις, εξακολούθησαν να κυριαρχούν οι κατηγορικοί διαχωρισμοί της συγκρότησης του διπολικού συστήματος.
Ένα από τα πιο εντυπωσιακά αποτελέσματα του τερματισμού του Ψυχρού πολέμού είναι ίσως η επάνοδος της Ευρωπαϊκής ηπείρού με όλες της τις διαστάσεις στο προσκήνιο της ιστορίας. Η επανένωση του ανατολικού και δυτικού Βερολίνού σε επίπεδο πόλης και της Ανατολικής και Δυτικής Γερμανίας σε επίπεδο χώραςάνοιξε τον δρόμο για την εξάλειψη των διαφορών μεταξύ Ανατολής και Δύσης πού υπήρχαν στην Ευρωπαϊκή ήπειρο. Τα σχέδια διεύρύνσης της ΕΕκαι του ΝΑΤΟ επέκτειναν τα ευρωπαΐκά σύνορα στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, ενώ τα πεδία αρμοδιότητας του ΟΑΣΕ, πού έζησε και αυτός μία σημαντική μετατροπή στην ιδιότητά του ξεπερνώντας ακόμη και τα παραδοσιακά σύνορα της έννοιας της Ευρώπης, επεκτάθηκαν ως την Ευρασία.
Αυτή η νέα πολιτική γεωγραφία είχε ως συνέπεια τη διεύρυνση σε σημαντικό βαθμό της διεθνούς αντίληψης περί της έννοιας της Ευρώπης. Η κατάσταση αυτή κατέστησε αναγκαία την επανεξέταση των ιδιαίτερων ορισμών της Ευρώπης σχετικά με τους πολιτισμικούς, ιστορικούς και πολιτικούς θεσμούς. Σήμερα η Ευρώπη δοκιμάζεται από έναν τέτοιο περί ηπείρου προσδιορισμό... ο ορισμός της Ευρώπης ταυτίστηκε με τις προσπάθειες εκδυτικισμού και εκμοντερνισμού, οι οποίες συνάμα θεωρήθηκαν και ως ένα είδος εξευρωπαϊσμού, και εμπεριέχει μία πολιτισμική και ιδεολογική διάσταση, σε αντίθεση προς έναν ορισμό περί μίας εγγύς ηπειρωτικής περιοχής εντός των υπαρκτών ορίων της Ευρώπης, που έχει περισσότερο γεωπολιτικές διαστάσεις. Ο πρώτος ορισμός, καλύπτει τα σύνορα περισσότερο της Δυτικής Ευρώπης και κυρίως τα ανατολικά σύνορα της Γερμανίας, ενώ ο δεύτερος ορισμός στο πλαίσιο της δικιάς του λογικής προσβλέπει σε έναν γεωπολιτικό χώρο, ο οποίος περικλείει και τη Ρωσία.

.~`~.
II
Το ιστορικό υπόβαθρο της Ε.Ε ως νεοπαραδοσιακή αντίδραση

Τα ίδια πράγματα επιστρέφουν με διαφορετικά χρώματα.
Francesco Guicciardini
1483–1540

Όταν αξιολογηθεί από τη σκοπιά της ιστορίας μακράς διάρκειας των πολιτισμών, η ΕΕ αποκτά έναν χαρακτήρα νεοπαραδοσιακής αντίδρασης του δυτικού πολιτισμού. Όταν οι πολιτισμοί πλησιάζουν προς το τέλος των ηγεμονικών τους περιόδων και αντιμετωπίζουν κλυδωνισμούς στις εσωτερικές τους ισορροπίες βασιζόμενες στην αρμονία αξιών-μηχανισμών, αντί να πραγματοποιήσούν ένα παγκόσμιο και ευρύ άνοιγμα, εμφανίζούν μία τάση για απομόνωση και περιορισμό στην κεντρική γεωγραφία τούς. Στις ημέρες μας, η ΕΕ, η οποία επιχειρεί να επεκταθεί προς τα ενδότερα της Ανατολικής Ευρώπης... στην πραγματικότητα έχει αποκτήσει μία τάση για ένα είδος εσωστρέφειας. Στα τέλη της δεκαετίας του ογδόντα η ΕΕ συζητούσε την πραγματοποίηση ενός ανοίγματος προς κοινωνίες με διαφορετική πολιτισμική αίσθηση του ανήκειν, όπως η Τουρκία και οι χώρες της Βόρειας Αφρικής. Εντούτοις, κατά τη (μετα)ψυχροπολεμική περίοδο φαίνεται ότι έχει υιοθετήσει μία στρατηγική διεύρυνσης, η οποία δίνει προτεραιότητα στην κληρονομιά της Αγίας Ρωμαιογερμανικής αυτοκρατορίας της Ευρώπης...
Η Ευρώπη (ΕΕ), η οποία θεωρεί ότι διευρύνεται εντός των ορίων της ηπείρού της, στην πραγματικότητα με την εν λόγω νοοτροπία αντικατοπτρίζει μία εσωστρέφεια και μία στάση που φανερώνει την αντίδραση της Αγίας Ρωμαιογερμανικής αυτοκρατορίας.


α´
Οταν μελετηθεί η ευρωπαϊκή ιστορία, μπορεί να γίνει αντιληπτό ότι λειτουργεί μία μυστική διαλεκτική σχετικά με την κληρονομιά της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και ότι το δίλημμα διπλωματίας-πολέμού στην Ευρώπη πραγματοποιείται στα πλαίσια της εν λόγω διαλεκτικής. Τα σύνορα που προέκυψαν από τη συμφωνία του Βερντέν του 843, η οποία διαμοιράζει την Αγία Ρωμαιογερμανική αυτοκρατορία του Καρλομάγνου μεταξύ των τριών κληρονόμων, ταυτίζονται σχεδόν απόλυτα με τις φυσικές περιοχές και τα πεδία προβλημάτων της σημερινής Γαλλίας και Γερμανίας.


Μετά από αυτό τον διαμοιρασμό, η Αγία Ρωμαιογερμανική αυτοκρατορία ενώθηκε εκ νέου για πρώτη φορά κατόπιν της διπλωματίας που διεξήγαγε ο οίκος των Αψβούργων και η οποία βασιζόταν στούς γάμούς μεταξύ [των ευρωπαϊκών] δυναστειών. Το ξεκαθάρισμα λογαριασμών [ως αντιπαράθεση] που προέκύψε από την εμφάνιση του συνασπισμού των Προτεσταντών, ο οποίος σχηματίστηκε ενάντια στην εν λόγω ένωση, είχε ως αποτέλεσμα τον Τριακονταετή πόλεμο που τερματίστηκε με την [εμφάνιση] του συστήματος της συνθήκης της Βεστφαλίας του 1648. Έτσι, η Αγία Ρωμαιογερμανική αυτοκρατορια διαλύθηκε εκ νέου. Αργότερα ο Ναπολέων ολοκλήρωσε εκ νέου την ίδια κληρονομιά και ως αποτέλεσμα του συνασπισμού που σχηματίστηκε εναντίον του, δημιουργήθηκε το σύστημα που προέκυψε από τη συνδιάσκεψη της Βιέννης, η οποία αντικατοπτρίζει την ενδοευρωπαϊκή διάσπαση, και [το σύστημα] ισορροπίας δυνάμεων. Οι μεν στρατηγικές τον Bismarck και του Γουλιέλμου Β', που επιδίωξαν να ανασυγκροτήσουν την ίδια κληρονομιά γύρω από τη Γερμανία, οδήγησαν στον Α'Παγκόσμιο πόλεμο, η δε [συναφής] προσπάθεια του Χίτλερ, προκάλεσε τον Β'Παγκόσμιο πόλεμο.

---------------------------------------------------------------
Παρέκβαση
Η «νέα τάξη» του Χίτλερ προέβλεπε ώς Ρωσία μιά ευθεία (!) γραμμή Πετρουπολη-Κίεβο-Τιφλίδα. Τά δυτικά αυτής της γραμμής έπρεπε νά υπαχθούν στήν «νέα Τάξη». Αυτά είναι ακριβώς τα Βαλκάνια με τις προσβασεις τους στην Μαύρη Θάλασσα. Ο χώρος αυτος αποτελούσε την αναγκαστική συμπλήρωση τής κεντρικής Ευρώπης, επί της οποίας θα εστηρίζετο η αυτοκρατορία του Χίτλερ, ως βασικής δυνάμεως της «νέα τάξης» των ευρωπαϊκων πραγμάτων. Υπήρξαν μάλιστα καί σχέδια των επιτελων του, εν οίς καί ό Γκαίρινγκ, ότι επρεπε να εξασφαλισθη η Μεσόγειοςπρο πάσης άλλης επιχειρήσεως... Βασικά ό «Lehensraum», ό «ζωτικός χωρος» τών έθνικοσοσιαλιστών, ήταν αυτος πού έλυσε τό έπισιτιστικό πρόβλημα, τών Γερμανών στον α'παγκόσμιο πόλεμο, δηλαδή ή κατεύθυνση Ουκρανίας, Ρουμανίας (βλ. R. Κjellens - Κ. Haushofer) - Γεράσιμος Κακλαμάνης (από επικείμενη ανάρτηση).
---------------------------------------------------------------

Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι τίποτε άλλο από την προσπάθεια ανασυγκρότησης της εν λόγω κληρονομιάς αντί δια στρατιωτικών μέσων με οικονομικά και πολιτικά μέσα.
Ακόμη και ο διαχωρισμος μεταξύ των υποψήφιων προς ένταξη χωρών κατά τη διαδικασία που πρόκειται να ακολουθήσει, αντικατοπτρίζει αυτή τη λογική. Οι τέσσερις από τις πρώτες έξι χώρες (Ουγγαρία, Πολωνία, Σλοβενία, Δημοκρατία της Τσεχίας) βρίσκονται στο φυσικό πεδίο διεύρύνσης της εν λόγω κληρονομιάς, ούτως ώστε με αυτές τις συμμετοχές να έχει ανασυγκροτηθεί η κληρονομιά της Αγίας Ρωμαιογερμανικής αυτοκρατορίας. Η δεύτερη εξάδα χωρών συμπεριλαμβάνει χώρες πού καλύπτούν την Ανατολή και βρίσκονται συνήθως στο βυζαντινοσλαβικό ή οθωμανικό πεδίο επιρροής, και απ'αυτή τη σκοπιά η ένταξή τούς ίσως να είναι λίγο πιο επώδύνη.
Ωστόσο, θα είναι παραπλανητική η πεποίθηση ότι η εν λόγω διεύρύνση θα εξασφαλίσει μία μόνιμη ολοκλήρωση και ειρήνη, θέτοντας εντελώς στο περιθώριο το ενδοευρωπαϊκό διπλωματικό παιχνίδι. Εξάλλού, υπάρχει ένα μάθημα πού μας διδάσκει η ιστορία, σύμφωνα προς το οποίο κάθε προσπάθεια ενδοευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, δημιούργεί μέσα από τούς κόλπούς της τις αντίπαλες δυνάμεις της, με αποτέλεσμα η εσωτερική ηγεμονική σύγκρούση σύν τω χρόνω να μετατρέπεται σε εξαιρετικά καταστροφικούς πολέμούς.

β´
Η επιλογή μεταξύ της σε βάθος ανάπτύξης της Ένωσης, δηλαδή, ο προσανατολισμός της προς ένα στενότερο μόρφωμα βάσει των υφιστάμενων μελών της, και της διεύρυνσης μέσω της αύξησης των μελών της, στην πραγματικότητα δημιουργεί ένα πεδίο αμφίδρομης ισχύος με αμοιβαία καθυστέρηση [μεταξύ των δύο τάσεων]. Με την επιλογή της εμβάθύνσης η [συντελούμενη] μετατροπή σε μία στενά συνδεδεμένη ένωση, έχει ως αποτέλεσμα την καθυστέρηση της διεύρυνσης, δυσχεραίνοντας έτσι την προσαρμογή των νέων μελών. Αντιθέτως, η επιλογή της διεύρύνσης εμποδίζει την εμβάθύνση εξαιτίας του απαιτούμενου μεταβατικού σταδίού για την προσαρμογή των νέων μελών...
Έναντι των συνεχόμενων προσπαθειών της Αγγλίας -κυρίως κατά την περίοδο συντηρητικών κυβερνήσεων- να εμποδίσει τα σχέδια εμβάθύνσης που θα απαιτούσαν θυσίες στο πεδίο της εθνικής κυριαρχίας, οι προσπάθειες επιτάχύνσης της διαδικασίας εκ μέρούς της Γερμανίας και της Γαλλίας, οι οποίες τάχθηκαν υπέρ μιας στενότερης Ένωσης σε διάφορα επίπεδα, πρωτίστως τη νομισματική πολιτική [κοινού νομίσματος], είχε ως συνέπεια να τεθεί η ιδέα της Ευρώπης των δυο ταχυτήτων, η οποία προβλέπει την ταυτόχρονη ύπαρξη δυο διαφορετικών επιπέδων ολοκλήρωσης. Η ιδέα αυτή η οποία θα έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία νέων ισορροπιών στούς κόλπούς της Ένωσης, αποτελεί αναζήτηση ανεύρεσης μιας μέσης οδού μεταξύ των προσπαθειών εμβάθυνσης και διεύρύνσης. Οι εν λόγω αντιφατικές στάσεις που δεν περιέχούν μία ξεκάθαρη στρατηγική επιλογή, είχαν ως αποτέλεσμα η διαδικασία λήψης απόφασης της ΕΕ να λειτούργεί με αργούς ρυθμούς τόσο αναφορικά με την εσωτερική λειτουργία της ΕΕ, όσο και για τις εξωτερικές της σχέσεις.
Η αντίσταση που παρατάσσει η Αγγλία στις προσπάθειες ενδοευρωπαϊκής εμβάθυνσης, ο γλωσσικός εθνικισμός της Γαλλίας και οι προσπάθειές της να δημιουργήσει ένα ανεξάρτητο πεδίο επιρροής στις διεθνείς σχέσεις και η διαφοροποίηση στρατηγικής επιλογής της Γερμανίαςσυνιστούν παράγοντες ικανούς να αποτελέσούν την ουσία μιας ενδεχόμενης εσωτερικής αντιπαράθεσης. Εξάλλού, ο χώρος των καταλοίπων της πρώην Γιουγκοσλαβίας, που μένει εκτός, εκτός της Σλοβενίας, αποτελεί ένα από τα ζητήματα, για το οποίο δεν μπόρεσε να ανευρεθεί μία κοινή λύση. Δεν θα πρέπει ακόμη να παραβλέπεται πώς η εσωτερική αδυναμία της ευρωπαϊκής διπλωματίας εμφανίστηκε ξαφνικά με όλο της το μεγαλείο στο θέμα της Βοσνίας.
Συνοψίζοντας, όπως ακριβώς δεν έχούμε να αντιμετωπίσούμε μόνο μία Δύση, έτσι δεν θα υπάρχει εσαεί και μία (και μοναδική) Ευρώπη. Παρ όλες τις προσπάθειες ολοκλήρωσης, είμαστε πάντα αντιμέτωποι μιας ευρωπαϊκής διπλωματικής παράδοσης, όπού εμπεριέχονται και ισχυρές εθνικές στρατηγικές ικανές να προκαλέσούν εσωτερικές αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις συμφερόντων.

Ahmet Davutoğlu
Το στρατηγικό βάθος
Εκδ. Ποιότητα

.~`~.
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική

- Το μέλλον της Ε.Ε, η Ανατολική Ευρώπη -η Ουκρανία- και τα Βαλκάνια, ο Huntington, ο Brzezinski και οι πλανητικές πολιτικές των Η.Π.Α. Τα «Ανθρώπινα δικαιώματα», η «σύγκρουση των πολιτισμών» και τα «Ευρασιατικά Βαλκάνια» ως βαλκανοποίηση της υφηλίου και καλλιέργεια της ελεγχόμενης αναρχίας. Η απόρριψη του διλήμματος μεταξύ πυρηνικού ολοκαυτώματος ή πολιτιστικής ανυπαρξίας - προς μιας νέα ιστορική σύνθεση που θα εναντιώνεται στις θεωρίες και τους υπολογισμούς γραφείου-εργαστηρίου.
*
*
*
*
*

Άναρχες τάξεις και ισορροπίες ισχύος - μέρος β´. Πρόσδεση στο άρμα του ισχυρότερου και εξισορρόπηση στο εσωτερικό και το εξωτερικό, στα κόμματα και τα κράτη.

$
0
0
.
α´
Εάν οι πολιτικοί δρώντες εξισορροπούν ο ένας τον άλλον ή προσδένονται στο άρμα του ισχυροτέρού, εξαρτάται από τη δομή του συστήματος. Τα πολιτικά κόμματα κατά τη διαδικασία επιλογής των προεδρικών τούς υποψηφίων καταδεικνύούν με δραματικό τρόπο και τις δύο αυτές επισημάνσεις. Όταν πλησιάζει η ώρα να δοθεί το χρίσμα και κανένας δεν έχει ξεχωρίσει ως το κομματικό φαβορί, ένας αριθμός επίδοξων ηγετών ανταγωνίζονται. Ορισμένοι απ'αυτούς συγκροτούν συμμαχίες, για να εμποδίσούν την πρόοδο των άλλων. Οι ελιγμοί και οι εξισορροπήσεις των επίδοξων ηγετών, όταν το κόμμα δεν έχει ηγέτη, μοιάζουν με την εξωτερική συμπεριφορά των κρατών. Όμως αυτό είναι το πρότυπο μόνον κατά τη διάρκεια της περιόδού που δεν υπάρχει ηγέτης. Μόλις κάποιος αρχίζει να φαίνεται ότι θα νικήσει, σχεδόν όλοι προσδένονται στο άρμα του, αντί να συνεχίζουν να δημιουργούν συμμαχίες που αποσκοπούν στο να εμποδίζούν τον οποιονδήποτε να κερδίσει το έπαθλο της εξουσίας. Αντί για την εξισορρόπηση, η χαρακτηριστική συμπεριφορά γίνεται η πρόσδεση στο άρμα του ισχυροτέρου.
Οι συμπεριφορές της πρόσδεσης στο άρμα του ισχυροτέρου και της εξισορρόπησης είναι έντονα αντίθετες (i). Στο εσωτερικό της χώρας οι υποψήφιοι πον χάνούν δοκιμάζούν την τύχη τούς πηγαίνοντας με τον νικητή. Όλοι θέλούν να νικήσει κάποιος'τα μέλη ενός κόμματος θέλούν να εγκαθιδρυθεί κάποιος ηγέτης, παρόλο που διαφωνούν ως προς το ποιος θα είναι αυτός. Σε έναν ανταγωνισμό για τη θέση του ηγέτη η πρόσδεση στο άρμα του ισχυροτέρου είναι μία λογική συμπεριφορά κατά την οποία ακόμη και οι χαμένοι μπορεί να αποκομίσούν κέρδη και η ήττα δεν θέτει σε κίνδύνο την ασφάλεια των ηττημένων. Στο εξωτερικό, αν τα κράτη μείνούν πισω σε σχέση με τούς ανταγωνιστές τούς, εργάζονται σκληρότερα, για να αυξήσουν τη δύναμή τούς ή συνασπίζονται με άλλα. Σε έναν ανταγωνισμό για τη θέση του ηγέτη, η εξισορρόπηση είναι λογική συμπεριφορά, όταν η νίκη ενός συνασπισμού εναντίον κάποιου άλλου αφήνει τα ασθενέστερα μέλη του νικηφόρού συνασπισμού στο έλεος των ισχυροτέρων. Κανείς δεν θέλει να νικήσει κανένας άλλος'καμία από τις μεγάλες δυνάμεις δεν θέλει να δει μία άλλη μεγάλη δύναμη να ανέρχεται στη θέση του ηγέτη.

β´
Αν δημιουργηθούν δύο συνασπισμοί και ο ένας από αυτούς εξασθενει ίσως εξαιτίας της πολιτικής αναταραχής στο εσωτερικό ενός μέλους του, αναμένουμε να μειωθεί ο βαθμός στρατιωτικής προετοιμασίας του άλλου συνασπισμού ή να χαλαρώσει η ενότητά του. Το κλασικό παράδειγμα της δεύτερης περίπτωσης είναι η διάλυση ενός συνασπισμού που έχει κερδίσει πόλεμο, είτε τη στιγμή της νίκης είτε λίγο μετά. Δεν αναμένουμε ότι οι ισχυροί θα συνασπιστούν με τούς ισχυρούς προκειμένου να αυξήσούν τον βαθμό ισχύος τούς πάνω σε κάποιούς άλλούς αλλά ότι θα έρθούν σε αντιπαράθεση και θα αναζητήσούν συμμάχους που μπορεί να τούς βοηθήσουν. Στην αναρχία η ασφάλεια είναι ο υπέρτατος σκοπός. Μόνο αν η επιβίωση είναι εξασφαλισμένη, μπορούν να κράτη να επιδιώξούν με ασφάλεια άλλούς σκοπούς, όπως η ειρήνη, το κέρδος και η ισχύς. Επειδή η ισχύς είναι μέσο και όχι σκοπός, τα κράτη προτιμούν να ενταχθούν στον ασθενέστερο από δύο υπάρχοντες συνασπισμούς. Δεν μπορούν να αφήσούν την ισχύ, που είναι ένα πιθανώς χρήσιμο μέσο, να γίνει ο σκοπός που επιδιώκούν. Ο σκοπός τον οποίο το σύστημα τούς ενθαρρύνει να πετύχούν είναι η ασφάλεια. Η αυξημένη ισχύς μπορεί να εξυπηρετήσει ή να μην εξυπηρετήσει αυτό τον σκοπό. Για παράδειγμα, αν υπάρχουν δύο συνασπισμοί, η μεγαλύτερη επιτυχία του ενός στην προσέλκύση μελών μπορει να βάλει τον άλλο στον πειρασμό να διακινδυνεύσει παρεμποδιστικό πόλεμο, ελπίζοντας ότι ο αιφνιδιασμός θα του δώσει τη νίκη, προτού η εις βάρος του διαφορά διευρυνθεί. Αν τα κράτη επιθυμούσαν να μεγιστοποιήσούν την ισχύ τους, θα πλαισίωναν την ισχυρότερη πλευρά και τότε δεν θα βλέπαμε τη δημιουργία ισορροπιών αλλά τη σφυρηλάτηση μίας παγκόσμιας ηγεμονίας. Αυτό δεν συμβαίνει, επειδή η εξισορρόπηση και όχι η πρόσδεση στο άρμα του ισχυροτέρου είναι η συμπεριφορά την οποία το σύστημα ενθαρρύνει...
Τα δευτερεύοντα κράτη, αν έχούν ελευθερία επιλογής, προστρέχουν στην ασθενέστερη πλευρά, καθώς η ισχυρότερη πλευρά είναι αυτή που τα απειλεί. Όταν βρίσκονται στην ασθενέστερη πλευρά, εκτιμούνται περισσότερο και είναι ασφαλέστερα, αρκεί φυσικά ο συνασπισμός στον οποίο έχούν ενταχθεί να αποκτήσει αρκετή αμυντική ή αποτρεπτική δύναμη, ώστε να αποτρέπει τούς αντιπάλούς του από το να επιτεθούν. Ετσι ο Θουκυδίδηςαναφέρει ότι στον Πελοποννησιακό πόλεμο οι μικρότερες πόλεις-κράτη της Ελλάδας θεωρούσαν την ισχυρότερη Αθήνα ως τον τύραννο και την ασθενέστερη Σπάρτη ως τον ελευθερωτή τούς (ii). Σύμφωνα με τον Werner Jaeger ο Θουκυδίδης θεωρούσε ότι αυτό «ήταν απολύτως φυσικό υπό τις δεδομένες συνθήκες», αλλά διέκρινε «ότι οι ρόλοι του τυράννου και του ελευθερωτή δεν αντιστοιχούσαν σε κάποια μόνιμη ηθική ιδιότητα εκείνων των κρατών, αλλά ήταν απλώς προσωπεία που μία μέρα θα ανταλλάσσονταν, όταν μεταβαλλόταν η ισορροπία ισχύος, προκαλώντας κατάπληξη στον παρατηρητή». Αυτό δείχνει με ωραίο τρόπο πώς η τοποθέτηση των κρατών επηρεάζει τη συμπεριφορά τούς και φτάνει στο σημείο να χρωματίζει και τον χαρακτήρα τούς. Πέραν τούτου, υποστηρίζει και την πρόταση ότι τα κράτη εξισορροπούν την ισχύ, αντί να τη μεγιστοποιούν. Τα κράτη σπανίως έχούν την πολυτέλεια να θέσούν ως σκοπό τούς τη μεγιστοποίηση της ισχύος. Η διεθνής πολιτικήπαραείναι σοβαρή υπόθεση για κάτι τέτοιο.

Kenneth Waltz
Θεωρία Διεθνούς Πολιτικής
Εκδ. Ποιότητα


(i) Ο Stephen Van Evera πρότεινε τη χρήση του όρου «πρόσδεση στο άρμα του ισχυροτέρου» ως το αντίθετο της «εξισορρόπησης».
(ii) Όλο το νοητικό πλαίσιο μπορεί να εξηγήσει γιατί στις μέρες μας, για παράδειγμα, κράτη υπό τις δεδομένες συνθήκες, μπορεί να προτιμήσουν μια συμμαχία εξισορρόπησης με την «ασθενέστερη και αυταρχική» Ρωσία (την οποία ενδέχεται να μην θεωρούν τύραννο) παρά την -ολοκληρωτική- πρόσδεση στο άρμα των «ισχυρότερων και δημοκρατικών» Ηνωμένων Πολιτειών (τις οποίες ενδέχεται να θεωρούν τύραννο). Ο αντιηγεμονισμός, στον οποίο θα αναφερθώ μελλοντικά, ήταν η κύρια προωθητική δύναμη συμμαχιών της Σπάρτης έναντι της Αθήνας. Βέβαια, όλα αυτά ήταν ή είναι «απολύτως φυσικά υπό τις δεδομένες συνθήκες... οι ρόλοι του τυράννου και του ελευθερωτή δεν αντιστοιχού(σα)ν σε κάποια μόνιμη ηθική ιδιότητα».
*
Δυνητικά, το πιο επικίνδυνο σενάριο θα ήταν ένας μεγάλος συνασπισμός της Κίνας, της Ρωσίαςκαι ίσως του Ιράν, ένας «αντιηγεμονικός»συνασπισμός, τον οποίο δεν θα ένωνε η ιδεολογία, αλλά συμπληρωματικά παράπονα. Από την άποψη της κλίμακας και του πεδίου του, ένας τέτοιος συνασπισμός θα υπενθύμιζε την πρόκληση την οποία αποτελούσε άλλοτε ο σινο-σοβιετικός συνασπισμός, αν και αυτή τη φορά η Κίνα θα ήταν πιθανώς ο ηγέτης και η Ρωσία ο οπαδός. Η αποτροπή αυτού του ενδεχομένου, όσο απόμακρο και αν είναι, θα απαιτήσει την επίδειξη γεωστρατηγικής επιδεξιότητας εκ μέρους των ΗΠΑ ταυτοχρόνως στη δυτική, στην ανατολικήκαι στη νότιαπερίμετρο της Ευρασίας.

.~`~.
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική

*
*

Οδεύοντας προς τις ευρωεκλογές: Συγχώνευση ιδιωτικής και δημόσιας σφαίρας και μαζική δημοκρατία - μέρος α´.

$
0
0

Τραγουδιστές, ποδοσφαιριστές, χειρούργοι, τραπεζίτες, έπιλέγονται ώς πρότυπα ταύτισης ταυτόχρονα καί έξ ίσου μέ σκληρούς καί ένεργητικούς ή εύθραυστους καί μαζεμένους, πλούσιούς καί κομψούς ή περιθωριακούς άλλά ασυνήθιστους κι άλλιώτικους «τύπους». Εμφανίζεται έτσι τό παράδοξο ότι ή άτομικιστική θεμελιώδης στάση τών ανθρώπων μέσα στη μαζική δημοκρατία γεννά τήν αύτάρεσκη εντύπωση ότι καί ή ταύτιση μέ τό εκάστοτε προτιμώμενο πρόσωπο αποτελεί μιά πράξη μέσα στό πλαίσιο τής αναζήτησης τής πρωτοτυπίας καί τής ατομικής αυτοπραγμάτωσης. Ατομικιστική αυτοπεποίθηση καί έμπρακτη μαζικοποίηση, προσωπική ένταση καί διάλυση του Εγώ μέσα στήν όμαδα συμπορεύονται άρμονικά, όπως φαίνεται λ.χ. στό μαζικοδημοκρατικό φαινόμενο της λατρείας τών διαφόρων «στάρ». Ώστε ό μαζικοδημοκρατικός ατομικισμός διόλου δέν αποκλείει τήν έσωτερική έξάρτηση τού άτόμου άπό μιάν ομαδα ή τή συμμόρφωσή του μέ μιαν ομαδική συμπεριφορά. Τό άτομο ασχολείται βέβαια συνεχώς με τον εαυτό του και αποτιμά τις σχέσεις του με τούς άλλους άπό τή σκοπιά τής αυτοπραγμάτωσής του, συνάμα όμως εντείνεται η αναγκη του για αυτοεπιβεβαίωση η οποια μπορεί να ίκανοποιηθεί μονάχα μέ τήν αναγνώριση στό πλαίσιο τής εκάστοτε ενδιαφέρουσας ομάδας. Γι'αυτό καί στήν καθημερινή ζωή της μαζικής δημοκρατίας μεγαλώνει συνεχώς ή σημασία τών «ψυχολογικών προβλημάτων» καθώς καί τών μεθόδων γιά τήν αντιμετώπισή τους.
Σέ φαινόμενα όπως ή λατρεία τών «στάρ» αποκαλύπτονται όχι μόνον οί άμφιρρέπειες τών μηχανισμών τής ταύτισης μέσα στή μαζική δημοκρατία, αλλά επίσης η έκταση και οι άμεσες συνέπειες τής κατάργησης του χωρισμού ανάμεσα σέ ίδιωτική καί δημόσια σφαίρα. Ο «στάρ» της τέχνης, τού άθλητισμού ή τής πολιτικής ζεί διαρκώς κάτω απο τα εν μέρει περίεργα ενμέρει ζηλόφθονα και εν μερει έκθαμβα μάτια τής μαζικοδημοκρατικής δημοσιότητας, ή ιδιωτική του ζωή άποτελεί ζήτημα γενικού ένδιαφέροντος και υλικό συζητήσεων πού προσφέρεται άφθονα άπό τά μέσα μαζικής ένημέρωσης'γνωρίζοντας τήν έντονη ζήτηση γιά τέτοιου είδους πληροφορίες, οι «σταρ» δημοσιεύούν κι αύτοί όλο καί πιό φιλόπονα τά ήμερολόγια καί τά άπομνημονεύματά τους. Δέν είναι δύσκολο νά καταλάβουμε γιατί αυτά τά προϊόντα τής ελαφρής φιλολογίας, σέ άρμονική συνεργασία μέ τά είκονογραφημενα περιοδικά καί τόν σκανδαλοθηρικό τύπο, ένδυναμώνουν μέ τόν λίγο ή πολύ χυδαίο τρόπο τους έξισωτικά αίσθήματα καί άπό την άποψη αυτην προωθούν τον εκδημοκρατισμο: στην ιδιωτική σφαίρα όλοι έμφανίζονται σέ γενικές γραμμές ίσοι, έχουν τά ίδια πάθη, τίς ίδιες έπιθυμίες ή αδυναμίες, βιώνουν τήν ευτυχία καί τή δυστυχία μέ τόν ίδιο τρόπο, κοντολογής, όλοι είναι εξ ίσου «άνθρωποι». Τό ιδιωτικό στοιχείο δρα λοιπόν ενοποιητικά και εξισωτικά, ενώ το δημόσιο συνδέεται μέ τις διαβαθμίσεις των αξιωμάτων, τού γοήτρου ή τού πλούτου, οί όποιες συνήθως έρχονται σε αντίθεση μέ τό κοινό έξισωτικό αίσθημα. Η στροφή πρός τήν ιδιωτική σφαίρα συναρτάται βέβαια καί μέ τό ίδεώδες τής αυτοπραγμάτωσης, υλική προϋπόθεση του οποίου είναι τό κοινωνικό κράτος, έφ'όσον αυτό απαλλάσσει τό άτομο από διάφορες μέριμνες καί του δίνει τή δυνατότητα ν'άσχοληθεί μέ τόν εαυτό του καί μέ άλλους ώς πρόσωπα ιδιωτικά.
Το αστικό αίτημα τής δημοσιότητας μετατρέπεται τώρα στό δημοκρατικό αίτημα τής διαφάνειας, τό νόημα τής όποίας άπό πολλαπλές απόψεις έγκειται ακριβώς στήν άρση τού χωρισμού ανάμεσα σέ δημόσια και ιδιωτική σφαίρα. Όμως ή άρση αυτή δέν συντελείται απλώς μέ τή νίκη τού ιδιωτικού πάνω στα δημόσιο (μέ τήν αστική έννοια των όρων), παρά μάλλον μέ τή συγχώνεύση των δύο σφαιρών, έτσι ώστε οί δημόσιες υποθέσεις κρίνονται όλο καί περισσότερο άπό τή σκοπιά τόν ίδιωτικών ενδιαφερόντων τούτων ή έκείνων των ατόμων, ένώ τό ιδιωτικό στοιχείο όλο καί περισσότερο έρχεται στή δημοσιότητα χωρίς τις αστικές αναστολές, και μαλιστα επιδεικνύεται έσκεμμένα. Αυτό γίνεται ιδιαίτερα αισθητό στήν άποκοπή άπό τούς αστικούς τρόπους καί τήν αστική συμπεριφορά, άπό τήν όλο καί μεγαλύτερη ευκολία, μέ την οποία ξένοι μεταξύ τους μιλούν στον ενικό, ίσαμε τις ερωτικές διαχύσεις καταμεσής του δρόμου. Αυτή η συχνά επιδεικτική απόρριψη των «συμβάσεων» πάει να υποδηλώσει ότι το άτομο βρίσκεται καθ'οδόν προς την αυτοπραγμάτωση και έχει ξεπεράσει με πρόσχαρο αυθορμητισμό τις αρετές τις αυτοϋπέρβασης.
Η εξισωτική θεμελιώδης στάση, η οποία συμβάλλει κατ'αυτόν τον τρόπο στην άρση του χωρισμού ανάμεσα σε ιδιωτική και δημόσια σφαίρα, συμπυκνώνεται και σε μιαν άλλη κατάσταση πραγμάτων, ίσως ακόμα σημαντικότερη για τη νοοτροπία και τον τρόπο ζωής της μαζικής δημοκρατίας. Η εναλλαξιμότητα των ατόμων και των ρόλων, η οποία καθιστά δυνατή και υποβαστάζει την κοινωνική ισότητα, φαίνεται τώρα να φτάνει σε σημείο όπου μπορεί να καταργήσει διαφορές θεωρούμενες ίσαμε τώρα ως δεδομένες από τη φύση. Αυτό αφορά πρώτα-πρώτα στη σχέση των δύο φύλων... Με δεδομένη την ατομικιστική πρόθεση της αυτοπραγμάτωσης, δεν είναι λοιπόν παράδοξο ότι στο πλαίσιο μιας κοινωνίας κατατμημένης σε άτομα η γενετήσια σχέση γίνεται πρότυπο παράδειγμα εναλλαξιμότητας των ατόμων και των ρόλων... Η αλλαγή αυτή ανταποκρίνεται, όπως άλλωστε και το ιδεώδες της αυτοπραγμάτωσης εν γένει, στη μετάβαση από το πρότυπο της συσσώρευσης στο πρότυπο της κατανάλωσης...
Το αίτημα κατάργησης του αυταρχισμού στον ειδικό αυτόν τομέα πηγάζει όμως και από ένα άλλο γεγονός, το οποίο είναι χαρακτηριστικό για την κοινωνική ζωή στη μαζική δημοκρατία και καινοφανές από ιστορική άποψη. Εννοούμε την κατ'αρχήν κοινωνική ισοπέδωση των ηλικιών, η οποία ακριβώς όπως και η επιδιωκόμενη εξάλειψη των διαφορών ανάμεσα στα φύλα -και η συναφής αναβίωση μυστικιστικών αντιλήψεων για τον ανδρογυνισμό- πηγάζει αναγκαστικά από την εξέγερση του εξισωτισμού ενάντια στους βιολογικούς παράγοντες. Στην περίπτωση αυτήν υπάρχει όμως κι ένας ιδιαίτερος κοινωνικός λόγος που την ισότητα των ηλικιών τη μετατρέπει τελικά σε υπεροχή της νεότητας. Σε όλους τους προγενέστερους κοινωνικούς σχηματισμούς, η σχεδόν απόλυτη ή πάντως σχετική σταθερότητα των εργασιακών μεθόδων και του καταμερισμού της εργασίας είχε ως συνέπεια ότι η μακρά πείρα αποτελούσε πλεονέκτημα πρώτης γραμμής, το οποίο αξιοποιούσε κανείς προ παντός όταν μυούσε νέους στις παραδεδομένες τεχνικές της εργασίας. Το πλεονέκτημα τούτο οι πρεσβύτεροι το χάνουν στον βαθμό που η εξέλιξη στον τομέα της κοινωνικής εργασίας γίνεται τόσο γρήγορη, ώστε μονάχα όσοι μπαίνουν τελευταίοι σ'αυτόν μπορούν να προσαρμοσθούν στην πιο πρόσφατη κατάσταση πραγμάτων.
Πάνω σ'αυτήν τη βάση ανθεί η μαζικοδημοκρατική λατρεία της νεότητας και της νεανικότητας, με την οποία οι πρεσβύτεροι επιδιώκουν κατά το δυνατόν να συμπορευθούν, πασχίζοντας, με διαφορετική επιτυχία εκάστοτε, να παραμείνουν όσο γίνεται περισσότερο «fit», να παρακολουθούν όσο μπορούν τις εξελίξεις στη μόδα κτλ. και να επιδεικνύουν καλοπροαίτρετη κατανόηση για τα νέα ήθη. Με τη δραστική αλλαγή στη κοινωνική θέση της νεολαίας ανατιμώνται σημαντικά και μπαίνουν στο επίκεντρο της κοινωνικής ζωής ασχολίες που από τη φύση τους είναι υπόθεση των νέων ανθρώπων, όπως τα αθλήματα και το παιγνίδι, ενώ αντίστροφα η αρρώστια και ο θάνατος παραγκωνίζονται και, όταν επισυμβαίνουν, τα αντιπαρέρχεται κανείς με διακριτικότητα ή σιωπή.

Η παρακμή του αστικού πολιτισμού
Από τη μοντέρνα στη μεταμοντέρνα εποχή και από το φιλελευθερισμό στη μαζική δημοκρατία
Εκδ. Θεμέλιο

.~`~.
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική

*
*

Η ιστορική αμηχανία της δυτ. Ευρώπης.

$
0
0
.
.~`~.
Πρόλογος

Η βιομηχανία ατσαλιού και η ναυπηγική στήν Ινδία ηταν πολύ πιο προηγμενες απ ο,τι ηταν στην Ευρώπη τον 16ον και τον 17ον αιωνα. Και ξέρομε έπίσης ότι ένας άπό τούς πρώτούς μονάρχες πού εχρησιμοποιησε κανονια γιά πολεμικούς σκοπούς ήταν ό Μωάμεθ ό κατακτητής. Δέν ήταν συνεπώς η υλική δύναμη πού κατεβαλε χώρους με απειρως περισσότερη πληθυσμιακή υπεροχη απο τούς ευρωπαϊκούς. Ηταν άκριβως, διότι διά τής ξένης παρουσίας έβλάβησαν οί λεπτεπίλεπτοι τρόποι διοικήσεως πού είχαν. Ο Βraudelσυνιστά σαν απολύτως αναγκαία σήμερα την μελέτη αυτών τών τρόπων όπως αναλύονται άπό τούς ίδίους τούς διανοούμένους των χωρών (στούς όποίους μονίμως προσφεύγει καί πολλές φορές έπαινεί), προκειμένού νά άποκτηθή μιά ακριβέστερη αντίληψη περί του παρελθόντος. Μιά αντίληψη δηλαδή απολύτως απαραίτητη γιά τίς όποιεσδήποτε υπερεθνικές διαχειρίσεις των καιρών μας. Πολλοί «ειδικοί» σήμερα απορούν (άλλά δέν μπορούν νά δώσούν απάντηση, καταφεύγοντας έτσι σέ καταστροφικής φύσεως επινοήματα) επειδή ή πατροπαράδοτη προσφυγή στα ταμεια και τα «δάνεια» είναι ανίκανη νά δωση λύσεις στά έθνικά προβλήματα τών Βαλκανίων, της πρώην Σοβιετικής Ενώσεως καί της Μέσης Ανατολής. Οι απορίες αυτές - πού αποτελούν γενική κατάσταση και επιβάλλουν στους «ειδικούς» την εκ πρόνοιας σιωπή - ειναι και η πλήρης άπόδειξη περι της ουσιαστικής αγνωσίας πού επικρατεί στη μεση κοινή συνείδηση περί του περιεχομένου άλλων πολιτιστικών χώρων, όσο κοντά κι αν βρισκωνται αυτοί στήν ευρωπαϊκή ήπειρο. Κι'αυτό όπως είπαμε όχι τυχαία: προκειμένου να προσανατολισθή ό κόσμος αποκλειστικά στήν παραγωγή, έπρεπε νά κλεισθή αεροστεγώς σε ενα ιδεολογικο οικοδομημα που να μήν έπιτρέπη πουθενά τήν διαρροή. Παντού, όπου καί άν κύτταζε κανείς, έπρεπε νά βλέπη τό σύνθημα «δυτικές άξίες», όλων τών υπολοίπων πεταμένων σ'έναν κάλαθο άχρήστων υπό τήν όνομασία «ανατολικός δεσποτισμός» του Μοντεσκιέ... Αυτά όλα, όπως καλύτερα θά ιδουμε πιό κάτω, έδωσαν βέβαια τό παγκόσμιο αγαθό τής τεχνολογίας, από τήν άλλη μεριά όμως, σιγά-σιγά καί μέ τόν χρόνο ωδήγησαν σέ μιά κατάσταση ουσιαστικης άγνωσίας όλων τών άλλων πολιτιστικών κόσμων.
---------------------------------------------------------------
Πέρσης; Πέρσης; Εκπληκτικό! Μα, πως μπορεί κανείς να είναι Πέρσης;
Ένας Ευρωπαίος που τον έλεγαν
Charles-Louis de Secondat, baron de La Brède et de Montesquieu
---------------------------------------------------------------
Μέσα στίς ιμπεριαλιστικές μεθόδούς του παρελθόντος η τέτοια γνώση ήταν πολλαπλώς περιττή (καί γιά τις συνθήκες τής δυτικοευρωπαϊκής παραγωγής ισως καί επιβλαβής), σήμερα όμως είναι ό παράγοντας πού προσημειώνει αρνητικά τήν όποια συμμετοχή τής δυτικής Ευρώπης (δηλαδή τής Ευρώπης τών Βρυξελλών) στίς υπερεθνικές διαχειρίσεις τών καιρών μας. Δηλαδή, όσο μεγαλύτερη είναι ή πολιτική συμμετοχή τής Ευρώπης σ'αυτές, τόσο πιό πολύ αυτές θά δυσκολεύουν. Η ιδεολογία τής συλλογικής συνειδήσεως τής Ευρώπης είναι στίς μέρες μας μια και μόνη: οτι οι «φτωχοί» του κοσμου τούτου εποφθαλμιούν τά υλικά αγαθά τής Ευρώπης - άρα πάσα πολιτική διαχείριση πρέπει νά ξεκινά άπό τό (πλήρως λαθεμένο) αξίωμα τούτο. Τό αξίωμα όμως αυτό δέν επιτρέπει κατ'ουσίαν τήν άσκηση καμμιάς πολιτικής του σήμερα, διότι απλούστατα δέν είναι παρά ή πρακτική σύνοψη τών φιλοσοφικών απόψεων του Τζών Λώκ κατά τόν 17ον αίώνα. Σημασία έχει, ότι μέ τίς πίστες τούτες του συλλογικού υποσυνειδήτου τής Ευρώπης είναι φυσικό όχι μόνο νά εξανίσταται κανείς, επειδή τά «ταμεία» δέν επαρκούν γιά τήν λύση τών εθνικών προβλημάτων, άλλά βασικά νά μήν μπορή νά υποδείξη κανένα άλλο είδος πολιτικής έκτός άπό τούς τοπικούς πολέμούς... Αλλά σ'αυτή τήν περίπτωση, ποιά μπορεί νά είναι ή κοσμοθεωρία λειτουργίας τών διεθνών όργανισμών;...
Η αοριστία εννοιων υπήρξε παντα το αγαπημένο σπορ της εύρωπαϊκής πολιτικής, διότι επιτρέπει τήν έξοικονόμηση τής στιγμής. Μια αλλη τρέχουσα αοριστία είναι η «ασφάλεια τής Ευρώπης». Ενώ μέ τούς αφοπλισμούς κανένας δέν έχει όπλα νά άπειλήση ουσιαστικά τόν άλλον -καί πολύ περισσότερο ό μή ανεπτυγμένος κόσμος τούς ανεπτυγμένους-, ή «Ευρώπη» αισθάνεται την «ασφάλεια» της παντα εν κινδύνω. Αν υπαρχη τέτοιο πρόβλημα -πράγμα που καθόλού βέβαιο δέν είναι- αύτο βέβαια πρέπει νά έρευνηθή εντός τής «Ευρώπης», δηλαδή στίς «φιλοσοφικές αρχές» του τρόπου παραγωγής της καί όχι εκτός αυτης. Η αοριστία του νέου ορού ειναι προφανώς πλανητικού βεληνεκούς: κέντρο τής «ασφαλείας τής Εύρώπης» θά είναι οί Βρυξέλλες, μέ άκτίνα δράσεως ώς την πιό τελευταία γωνιά της Γής. Διότι πάν τό συμβαίνον μπορεί νά έχη νά κάνη μέ τήν «ασφάλεια τής Εύρώπης - μιά νέα ιδεολογία δηλαδή, ή όποία μέ απλά λόγια λέει τό έξής: πολύ καλά είμαστε καί δέν χρειάζεται τίποτε ν'άλλάξη!... Γι'αυτό ακριβώς καί μέχρι τώρα ή «Ευρώπη» δέν αίσθάνθηκε καθόλού υποχρεωμένη να εξηγήση, γιατί ανακατεύεται στά Βαλκάνια (σέ χώρους δηλαδή πού κράτησαν όλο τό βάρος του ψυχρού πολέμου - τουλάχιστον!...), τί έχει νά τούς ύποδείξη καί ποιό είναι τό περιεχόμενο τών «ειρηνευτικών της σχεδίων», αφού καμμιά μεσογειακή πολιτική δέν διαθέτει ούτε καί αίσθάνεται απαραίτητη... Εν πάση περιπτώσει, κάπού οί έννοιες δέν βρίσκονται σέ τάξη: είτε ύπάρχει μιά συλλογική «ασφάλεια τής Ευρώπης» πού περιλαμβάνει καί τήν «νοτιοανατολική Εύρώπη» (εν προκειμένω ομως μένει η απορία, αν θα μπορουσε και ο Αλβανός ή ό Πομάκος νά άνακατευθή στά θέματα τής βορείού Ιρλανδίας γιά τήν «ασφάλεια τής Ευρώπης»), ή απλώς δέν υπάρχει (τουλάχιστον έπί του παρόντος) καμμία έννοια «νοτιοανατολικής Ευρώπης». Πολύ πιθανόν νά συμβαίνη τό δεύτερο...

.~`~.
Η ιστορική αμηχανία της δυτ. Ευρώπης

Αυτό πού μοιάζει νά διαφεύγει τής μερίμνης τών ιστορικών ειναι μια μονάδα μετρήσεως τον ιστορικού χρόνου. Οι αρχαίοι Έλληνες έκράτησαν την «αυτοκρατορία» τούς περίπού πέντε αιώνες. Άλλους τόσούς περίπου κράτησαν καί οί Ρωμαίοι. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία έκράτησε πάνω άπό δέκα αιώνες καί ή Όθωμανική περίπου τό μισό. Η «ευρωπαϊκή αυτοκρατορία», άρχής γενομένης άπό τό 1821 μέ την «έλληνικη επανάσταση» (διότι μέ αυτή επιτυγχάνεται ή υπαγωγή τού άνατολικομεσογειακου χώρού στήν δυτικοευρωπαϊκή έπιρροή καί συνεπώς τό «αυτοκρατορικό» έργο τής «Ευρώπης» ολοκληρώνεται), δέν κράτησε καλά-καλά ούτε έναν αίώνα. Άπό τόν πρώτο παγκόσμιο πόλεμο κι έδώ, ή επιρροή τής Ευρώπης άνά τόν κόσμο ακολουθεί μιαν κάθετο πτώση, πού γιά νά κρατηθή μερικά -έστω μέ ημίμετρα καί προοπτικές δεκαετίας- απαιτήθηκαν δύο παγκόσμιοι πόλεμοι καί όλη ή μακρά περίοδος του ψυχρού πολέμού. Αλλά μιά εμπόλεμη κατάσταση, κατά τό μεγαλύτερο μέρος του παρόντος αιώνος, τί άλλο μπορεί νά άποδεικνύη παρά τήν εγγενή αδυναμία πολιτικής λειτουργίας τής δυτικής Ευρώπης; Τελικώς, πολιτική ιστορία έκτός εαυτής ή δυτική Ευρώπη δέν έδημιούργησε. Παραβλεπομένης τής τεχνολογίας -πού άποτελεί ένα ιστορικό προϊόν του μεσογειακού όργανισμου εν συνόλω-, η πολιτική ιστορία της Ευρώπης, είναι ένα σύνολο πολέμων καί επιθέσεων κατά άλλων λαών, τό όποιον οι «ειδικοί» επιεικώς ώνόμασαν «άνοιγμα τού κόσμου». Το «άνοιγμα» αυτό στηρίχθηκε σε ένα οικονομικό καθεστώς πού οί πάντες σήμερα απορρίπτουν, ανεπτυγμένοι και μη, καί καί πού ουδεμία πολιτική σχέση μέ κανέναν έδημιούργησε άλλά μόνο σχέσεις αντιθέσεως καί βίας. Σπανίως οι σχέσεις βίας του παρελθόντος εμφανίζονται στην μή αριστερή βιβλιογραφία ώς τέτοιες. Εμφανίζονται κατά κανόνα ώς «έπιτεύγματα». «Έπιτεύγματα» όμως πού προέρχονται άπό ένα καί μόνο απλό γεγονός: οτι η «Ευρώπη» αντιμετώπισε έκτός αυτής άκρως περιπεπλεγμένες καταστάσεις πολιτισμών με εξαιρετικώς λεπτεπίλεπτες σχέσεις εσωτερικής κοινωνικής ισορροπίας, πράγματα δηλαδή πού ώδηγούσαν στην φυσική απορία και έκπληξη, σε ένα είδος πολιτιστικού «σαστίσματος» ώς πρός τήν ιμπεριαλιστική συμπεριφορά τών Δυτικοευρωπαίων.

α´
Όσο κράτησε τούτο τό «σάστισμα», τόσο κράτησε καί ή ευρωπαικη «κυριαρχία» έκτος Ευρωπης - μέ μέτρα του ιστορικού χρόνου ήτοι ελαχιστα. Μόλις τό «σάστισμα» παρήλθε, ήρκεσαν δεκαετίες μόνο γιά νά καταρρεύση όλο τό σύστημα τής αποικιοκρατίας. Παρ'όλον τούτο, παρα τις άπλές μεθόδους του Γκάντι καί τών Κινέζων, παρά τήν συντομία των άντιαποικιακων πολέμων, παρα την συντομωτατη διαμαρτύρία του ισλαμικού κόσμού (25 σχεδόν χρόνια μετά τήν ιστορική καταστροφή του μεσογειακού όργανισμου καί τής δημιουργίας του Κουρδικού, άρχισε ή αντίδραση άπό Ίνδονησίας μέχρι Αιγύπτου καί Άλγερίας), οί «είδικοί» δέν εδέησε νά πεισθουν ότι ό κόσμος χρειάζεται μιαν όργανικώτερη διάταξη καί όχι θεωρίες τής στιγμής καί τής τελικής αποτυχίας. Ποτέ άλλοτε η δυτική Εύρώπη δέν ευρέθηκε τόσο ιστορικά άμήχανη όσο κατά τά τελευταία χρόνια. Ουτε κάν γιά τήν ανατολική Ευρώπη δέν βρέθηκε νά διαθέτη ή δυτική μίαν άντίληψη συνύπαρξης.
Απόδειξη της ολικής αγνόησης (όχι άγνοιας) της πνευματικής ιστορίας της ανατολικής Ευρώπης (μια ιδιαιτερότητα που υποβάλλεται ακριβώς από την συνύπαρξη με τις πολιτιστικές αξίες του ανατολικου ημισφαιρίου καί πού στήν λογοτεχνία θά όδηγήση στην δημιουργία όλοκλήρων σχολών καί ρευμάτων, όπως ο Σαρματισμος π.χ. στην Πολωνία) είναι ακριβώς οι απόψεις που επεκράτησαν μετά τη πτώση των συνόρων. Η πρώτη θεωρία ήταν η «θεωρία του απορροφητήρος» (!) -«Staubsauger theorie»-, δια της οποίας το όλον θέμα της ανατολικής Ευρώπης ελύετο δι'οικονομικής... απορροφήσεως. Αλλα πως ομως - αποικιοκρατικά ή πολιτικά καί ιστορικά; Έπ'αυτού βεβαίως δεν ηταν δυνατόν νά ύπάρχη άπάντηση, και δεν υπαρχει ακόμη φυσικά, και δια τούτο εφευρέθηκε ό νέος όρος του «βλέποντας και κανοντας»... ή απλούστερα ότι η έννοια «Ευρωπαϊκή Ένωση» είναι ολικώς εκ των πραγμάτων ξεπερασμένη... Μια εκδοχή που κάθε άλλο παρά μη ευτυχής μπορει να είναι. Κρατώντας ή ανατολική Ευρώπη τήν πολιτιστική της ιδιομορφία καί μή εξανεμίζοντάς την σέ στατιστικά νούμερα και σε πίνακες των κομπιούτερ, θα προσδωση ισως ακομη μια φορά τις πνευματικές ώθήοεις πρός την δυτική, όπως καί στόν μεσαίωνα, γιά μιά ενιαία καί φυσιολογική περί Ευρώπης άντίληψη. Μιά άντίληψη που δέν μπορεί νά ολοκληρωθή παρά μόνο διά τής νέας ιστορικής λειτουργίας τον μεσογειακου οργανισμού. Ένα αναγκαστικό προστάδιο πού θά περάση ή δυτική Ευρώπη πρό αυτής της ολοκλήρωσης, θά ειναι ακριβώς ο... εθνικοσοσιαλισμός. Είναι ή αναγκαστική πολιτική τάξη πραγμάτων που απορρέει άπό τήν ιδεολογία τής «ευμάρειας» καί τών «οικονομικών θαυμάτων»!
Ο Δυτικοευρωπαίος που θά θέλη τήν καλοπέρασή του, θά θελήση «κοινοτικά σύνορα» καί «εθνική προστασία» έναντι τών ξένων. Θα πέση έτσι στις άκροδεξιές κυβερνήσεις, που θά του προσφέρουν «προστασία» καί απομονωτισμό. Και επειδή οί νέοι πόλεμοι θά αποδειχθούν μάλλον αδύνατοι, θά βρεθή έτσι μιά σύμμετρη αντίληψη περί Ευρώπης. Ο έθνικοσοσιαλισμός αυτός, που θά έχη επίσης τό έμβλημα τής δημοκρατίας, δέν θά είναι ό παλαιού τύπου εθνικός ανταγωνιστικός εθνικοσοσιαλισμός. Θα είναι απλώς μιά ιδεολογία τής κεκτημένης καλοπέρασης, τής «αναπτύξεως», που δέν θά προσφέρεται γιά διάλογο μέ κανέναν. Καί ακριβώς έτσι θά προκύψη τό νέο, διότι ή δυτική Ευρώπη θά υποχρεωθή νά προσβλέψη στις πραγματικότητες. Άκόμη είναι άγνωστο έν ονόματι ποίου ή Ευρωπαϊκή Ένωση «μεσολαβεί» γιά τήν «ειρήνη στά Βαλκάνια». Την ειρήνη όλοι βέβαια τήν επιθυμούν, ποιά όμως είναι ή βάση έπί τής όποίας στηρίζονται οί «ειρηνευτικές προσπάθειες» τής Ευρωπαϊκής Ένωσης; Άφού καμμιά θεωρία δέν υπάρχει, κανένα σχέδιο τής Ευρωπαϊκής Ένωσης ως προς την σχέση της με τήν μεσογειακή περιοχήκαί την άνατολικη Ευρώπη, καμμιά ιδεολογική προσέγγιση των πνευματικών μεσογειακών κόσμων ή καποια ένδειξη πώς κάτι τέτοιο είναι έπιθυμητό (η ιδεολογία του «ισλαμικού κινδύνου» είναι ικανή απόδειξη), ποιές είναι οι αρχές νομιμότητος βάσει τών όποίων η Ευρωπαϊκή Ένωση άσκεί, τήν μεσολαβητική της πολιτική; Καί πώς μεσολαβεί γιά τά Βαλκάνια καί σιωπά γιά τό Κουρδικό, που έχει άμεση σχέση αίτίου καί αίτιατου; Μπορούν νά λυθούν μερικώς καί μέ σιωπηρά ημίμετρα, δηλαδή χωρίς μιαν γενικώτερη γεωπολιτική θεώρηση πού όφείλουν όλοι νά ξέρούν, τά προβλήματα του μεσογειακού χώρου, στόν οποίον καί ή δυτική Ευρώπη υπάγεται;

β´
Άλλά οί τακτικές αυτές δέν είναι αναίτιες. Η δυτική Ευρώπη έχουσα σήμερα απλώς την οικονομική υπόσταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενδιαφέρεται για τη λύση κάποιων μεσογειακών προβλημάτων, διότι έχει αντιληφθεί ότι κάτι τέτοιο σημαίνει γι'αυτήν οικονομικό κυρίως κέρδος. Δέν μπορει όμως νά απαλλαγή άπό τήν σημασία τής προϊστορίας των πραγμάτων, τά όποία άμεσα όδηγουν πρός τό Μεσανατολικό. Γιά τό όποιο ή δυτική Ευρώπη πιστεύει πώς έχει συμφέρον, όπως διεκηρύχθη, νά μή διαθέτη καμμιά αποψη προοπτικής. Οί πιθανές «λύσεις» έτσι, πάντα έμπειρικά ζητούμενες, είναι καθωρισμένες νά πάλλωνται μεταξύ άναγκαιότητος καί ιδεολογικών σκοπιμοτήτων.
Τό Ισλάμ είναι «κίνδύνος», άλλά είναι τότε «Ευρωπαίος» ο βαλκάνιος μωαμεθανός; Καί άν δέν είναι, πώς θά δεχθή τόν μεσολαβητικόν ρόλο τής Ευρωπαϊκής Ένωσης; Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχουσα υίοθετήσει τόν ρόλον τής «Αγίας Ελεούσης», προσπαθεί νά πείση διά τής τεταμένης χειρός τής πλήρούς «λογιστικών μονάδων», ένώ είναι γνωστό ότι σέ ώρισμένες περιοχές σαν αυτές τών Βαλκανίων μιά πολιτική διά τής ...οίκονομικής πειθούς (όρα «λαοί έπί πιστώσει») καμμιά προοπτική επιτυχίας δέν έχει, διότι όδηγεί άμεσα στό χάος στήν ίδια τήν Εύρωπαϊκή Ένωση... Άπό τήν μιά μεριά τά ζωτικής σημασίας συμφέροντα, άπό τήν άλλη ή ιδεολογία τής «βαλκανιότητος», πού θέλει τήν περί «Βαλκανίων» αντίληψη στά μέσα μαζικής ένημέρωσης ταυτιζομένην μέ κάποια... άλογομουλαρα! Μέσα στά πλέγματα αυτών των ιδεολογικών αναγκαιοτήτων, ό έρχόμενος σέ έπαφή μέ τόν κόσμο τής «νοτιοανατολικής Ευρώπης» δυτικός Ευρωπαίος αντιμετωπίζει μιαν νοοτροπία πού δέν μπορεί νά καταλαβη αλλοιώς παρα μόνον ώς... Αrrogance! Διότι έρχεται μέ... τόν αέρα του πολιτιστικού τροπαιάρχη προς κάποιο υποτυπώδες φολκλόρ του... γαϊδάρού καί βρίσκει μιαν νοοτροπία ελάχιστα διατεθειμένη να δεχθη πολιτιστικές υποδειξεις. Το λάθος δέν έγκειται στά πράγματα άλλά στήν ιδεολογία απ'αυτών: ο δυτικός Ευρωπαίος, ως μέση κοινή συνείδηση, άγνοει ότι ό αναβάτης του γαϊδάρου εκράτησε τό μακροβιώτερον πολιτιστικό, πολιτικό και ιστορικο σύστημα πού υπηρξε ως τώρα. Αρχής γενομένης διά τής ύστερης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, μέσω του Βυζαντίού καί τής Όθωμανικής Αυτοκρατορίας, δηλαδή άπό τά χρόνια του Χριστού έως τόν πρώτον παγκόσμιο πόλεμο, ό «υπανάπτύκτος Βαλκάνιος» έκράτησε ένα σύστημα απηλλαγμένο άπό έσωτερικές κοινωνικές αντιθέσεις, ένα σύστημα ίδεώδους σοσιαλισμού χωρίς κατακτητικούς πολέμούς καί διαρκώς πραγματοποιούν τήν έννοια τής δημοκρατίας ώς τρόπον έπικοινωνίας τών ανθρώπων. Η φιλοσοφία του Δυτικοευρωπαίου έκτός δυτικής Εύρώπης είναι έκείνη περί τής «ανόδού» καί «καθόδού» τών πολιτισμών, διότι αυτό έδιδάχθηκε καί αυτό περιμένει να βρη. Αύτη ειναι μια έμμεση ιδεολογία ρατσισμού ώς υποκαταστατον του «εθνικισμού», πού οι μεταπολεμικές ανάγκες επέβαλαν ώς «ξεπερασμένον». Καί άποτελεί συνθήκη γιά τήν λειτουργία τής δυτικής δημοκρατίας, τής όποίας οι αρχές καί τό περιεχομενο είναι απλή απόρροια του Εργατικού Δικαίου καί ρυθμίζονται διά τών «δεικτών αναπτύξεως».
Η «κάθοδος τών πολιτισμών» πέριξ της Μεσογείου είναι μιά έσωτερική ίδεολογική άναγκαιότης τής φιλοσοφίας τής «έλεύθερης άγοράς». Ο επισκέπτης δεν πρέπει να βρισκη μόνο πολιτιστικά έρείπια του παρελθόντος, πού πολλά θά μπορούσαν νά συντηρηθούν, άλλά καί κατεστραμμένη φύση υπό τό σύνθημα τής «αναπτύξεως», διατηρούμένη μόνο κατά τό μέτρον πού απαιτεί ή ανακύκλωση του τουριστικού κεφαλαίού. Η διαρκώς απειλούμένη φύση στά ιδια τά βιομηχανικά κέντρα πρέπει νά μένη καί ή άναλογικώς καλύτερη, διότι, άν ό τουρίστας άνακαλύπτη τήν φυσικότητα τών τρόπων διαβίωσης έκτός τών βιομηχανικών κέντρων, «περισπάται» άπό τήν παραγωγή καί προβληματίζεται έπί τής φιλοσοφίας τής «αναπτύξεως». Η φύση του ευρωπαϊκου Νότού πρέπει συνεπώς νά καταστραφή διά τών έρειπίων τής βιομηχανικής αναπτύξεως, διά των εργοστασίων, πού χτίζονται από τήν μιά κύβέρνηση για νά μείνουν στήν εγκατάλειψη απο αλλη, διά των «έργων όδοποιϊας», πού σέ λίγα χρόνια θά τονίζουν τήν είκόνα τής υπανάπτυξης, διά του πολλού τσιμέντού, που θα καταστρέφη τήν όποια πολιτιστική αρχιτεκτονική καί διά των ξενοδοχείων με κολυμβητήρια δίπλα άπό τήν θάλασσα. Η καταστροφή τής φύσης του μεσογειακού Νότούάποτελεί έπίταγμα τής φιλοσοφίας τής «αναπτύξεως», κατά τόν ίδιον τρόπο πού τό χτίσιμο τών μεγαλουπόλεων τής ομοιομορφίας άποτελούσε έσωτερική αναγκαιότητα τής οργανώσεως του διεθνούς έμπορίου. Όπως αυτή ή «αναγκαιότητα» κατέστρεψε σιγά-σιγά καί ανεπαισθήτως τά μεγάλα πολιτιστικά κέντρα της Μεσογείου έτσι καί ή φιλοσοφία τής «προόδού», διά τών «άνθρωπίνων δικαιωμάτων» καί τής «δημοκρατίας» τών κοινοβουλίων, έχει ανάγκη νά καταστρέψη τήν φύση. Ή νά τήν «συντηρή» μερικώς ώς άλλοθι τής καταστροφής της (π.χ. πάρκα)...
Τό τί συνεπώς έχει νά προσφέρη ή δυτική Ευρώπη πρός τούς άλλους υπο το σύνθημα της «αναπτύξεως» και της οικονομίας τής «έλευθερης αγοράς», είναι έμπειρικως προσδιορίσιμο καί καθόλού θέμα διακηρύξεων. Γι'αυτό ακριβώς καί η «στρατηγική» των ανεύ τέλους τοπικών πολέμων πρός «ανάκαμψη» τής οικονομίας, μιά στρατηγική δηλαδή πού ενέχει άφ'έαυτής ώς στόχο τήν καταστροφή του περιβάλλοντος, παρουσιάζεται άπολύτως αυτονόητη στις «αναλύσεις» τών ειδικών... Εξ ίσου αυτονότη είναι καί η έλλειψη μιάς θεωρίας περί τών σχέσεων τής δυτικής Ευρώπης μέ τούς άλλους, δηλαδή ή έλλειψη πλαισίού μέσα στό όποίο προσπαθούν νά δράσούν οί υπερεθνικοί οργανισμοί τής δυτικής Ευρώπης, οπως π.χ. η «Διάσκεψη γιά τήν ασφάλεια καί τήν συνεργασία στήν Ευρώπη». «Οργανισμοί» σκοπών χωρίς προσδιορισμό τών σκοπών καί, μέ όσο τό δυνατόν αόριστούς όρούς («ασφάλεια», «συνεργασία» στήν «Ευρώπη») υπήρξε πάντα ή αγαπημένη επίδοση τής δυτικοευρωπαϊκής πολιτικής κατά τούς δύο τελευταίούς τουλάχιστον αιώνες...
Αλλά σήμερα χρειαζόμαστε μίαν μείζονα ακρίβεια του περιεχόμένου των λέξεων και κυρίως αυτου πού ειναι ή δεν είναι «Ευρώπη». Ορισμός αυτού του πράγματος δέν είναι βέβαια καθόλού εύκολο νά δοθή. Δέν είναι θέμα «κονδύλίων» κάποιου «προγράμματος» πού θά έκπονήση τήν έννοια τής Ευρώπης, διότι ακριβώς είναι θέμα μιάς ιστορικής διαδικασίας πού μόλις αρχισε να συντεληται. Συνεπώς τα πραγματα ειναι έκείνα πού θά δώσούν τόν όρισμό τής Ευρώπης καί οχι οί θεωρίες. Σ'αυτον τον πραγματικό ορισμο της Ευρώπης, ό χώρος τής Μεσογείού καί τής ανατολικής Ευρώπης έχούν τόν κυρίαρχο λόγο. Γιατί χωρίς αυτές τις περιοχές δέν υπάρχει καμμιά έννοια Ευρώπης.
Ο μύθος τής Ευρώπης, πού θέλησε τήν γέννησή της στήν Μεσογειο, δεν έκαμε λάθος. Γιατι χωρις τις ιστορικές συνιστώσες του μεσογειακού οργανισμού, πού φθάνούν μέχρι τήν Βαρσοβία, τήν Σιβηρία και τον Ίνδικό ωκεανο, καθε άλλος ορισμος της «Ευρώπης» αποτελεί αυθαιρεσία.

γ´
Συνοψίζοντας τά προηγηθέντα, δέν μπορούμε νά προσδιορίσωμε την διαγραφή κάποιων προτάσεων παρά μόνο μέ μιαν παλαιά λογική τών κατοίκων τής Ινδονησίας. Όταν οι κάτοικοι του Μπαλί είδαν τούς ευρωπαίους «έξερευνητές» νά καταφθάνουν στόν τόπο τούς, συνέλαβαν τό πρόβλημα κατά τόν πιό εύστοχο τρόπο: «αφού αυτοί οι άνθρωποι αφήνούν τόν τόπο τούς γιά νά έρθούν έδώ πέρα, σίγούρα έκεί κάτι δέν πάει καλά»! Νά λαθέψούν μέσα στό είδος τής φυσικής των λογικής, δέν ήταν βέβαια δυνατόν. Αυτό πού δέν πήγαινε καλά στήν τότε Ευρώπη -καί πού ως ένα βαθμό δέν πάει ακόμη- ήταν ή τεράστια δυσκολία κατανοήσεως καί αφομοιώσεως τών φιλοσοφικών κατακτήσεων του μεσογειακού χώρου, με τις οποίες οι τότε Ευρωπαίοι γιά πρώτη φορά έρχονταν σέ έπαφή. Καί, προκειμένού νά τίς κατανοήσούν, τίς ξαναέκαμαν «φιλοσοφία» ύστερα άπό 1.500 χρόνια κοινωνικής, πολιτικής καί ίστορικής υπερβάσεως τών προβλημάτων τής αρχαίας έλληνικής φιλοσοφίας στόν χώρο τής Μεσογείού διά τών θρησκειών. Δέν είναι τάχα παράξενο ότι ό ρόλος τής φιλοσοφίας στήν νεώτερη ευρωπαϊκή ιστορία βρίσκεται όλο και πιό πολύ προεξάρχων όσο απομακρύνεται κανείς άπό τόν χώρο της Μεσογείού; Πώς είναι δυνατόν οί Έλληνες, οί Ιταλοί, οί Αραβες κλ.π. νά έχούν στά χέρια τούς έπί χιλιετίες τήν πνευματική κληρονομιά τής αρχαίας φιλοσοφίας καί νά μή θέλούν νά τήν «προαγάγούν», καί ξαφνικά αυτή νά πετιέται ώς πνευματική ένασχόληση στήν περιοχή τής βόρειας Ευρώπης; Πώς είναι δυνατόν όλη ή Αναγέννηση νά περάση άπό τήν Ιταλία, οί Ιταλοί νά δημιουργήσουν άρχιτεκτονικές καί ζωγραφικές σχολές (πού είναι άκρως περιπεπλεγμένα πράγματα φιλοσοφικής πρακτικής) καί νά μή δημιουργήσουν «φιλοσοφικούς κλάδούς»; Εκεί που τα πράγματα τής «φιλοσοφίας» φαίνονται πιό «δυνατά», έκεί ακριβώς βρίσκεται και η αδυναμια τούς. Οι άκρως σύνθετες λύσεις τών φιλοσοφικών προβλημάτων διά των μονοθεϊστικών θρησκειών τής Μεσογείου προϋποθέτουν ένα στάδιο «εκείθεν» καί όχι «ένθεν» της φιλοσοφίας. Δέν συζητείς περί φιλοσοφίας έφ'όσον βρης τον τρόπο να την πραγματοποιής, διότι άκριβώς τό μόνο δίδαγμα περί φιλοσοφίας άπό τήν ελληνική αρχαιότητα υπήρξε ότι αυτή είναι τρόπος ζωής και οχι γνώσεως. Ότι ετσι είναι, άποδεικνυεται άπλά: όλη ή νεώτερη φιλοσοφική δραστηριότητα, τής Εύρώπης ουδέν τό γνωστικως νέο παρήγαγε, κάτι που να μήν τό ήξερε ή αρχαιότητα ή ο μεσαίωνας. Η φιλοσοφία έμεινε έτσι μιά συζητητική προσπάθεια κατανοήσεως προβλημάτων που την είχαν ξεπεράσει καί ή οποία, χωρίς τό περιεχόμενο των ιστορικών λύσεων τής Μεσογείού, θά έμενε μιά κοινωνική δραστηριότητα κατά τίς περιπέτειες του νεωτέρου δυτικού κράτούς. Άλλο τίποτε δέν μπορουσε νά είναι, άφου τό «όντως όν» για την φιλοσοφία ειναι απο την εποχη του Αριστοτέλη ο ιδιος ο άνθρωπος καί συνεπώς ο τρόπος τής καθημερινής του ζωής... Η δυτική Ευρώπη άνεζήτησε τίς δικές της λύσεις -αφού εκείνες τής Μεσογείού ήταν εξόχως πολύπλοκες γι'αυτήν- καί τής χρειάσθηκε γι'αυτό ή φιλοσοφία. Ότι ομως έτσι υπήρξε καί κάποια φιλοσοφική προαγωγή τών πραγμάτων, είναι κάτι γιά τό όποίο ό βαλκάνιος άγρότης μέ τά ροζιασμένα χέρια ούδέποτε θα πεισθή... Πιθανόν αυτή νά είναι σήμερα καί ή σπουδαιότερη φιλοσοφική παραδοχή...
Τό «ουδέν κακόν αμιγές καλού» είναι λόγος παλαιός. Οί φιλοσοφικές αδυναμίες τής δυτικής Ευρώπης τήν ώδήγησαν νά ασχοληθη μέ αυτό πού οι φιλοσοφικώς προηγμένοι μεσογειακοί κόσμοι έβλεπαν μέ μεγάλη δυσπιστία, τήν τεχνολογία. Το θετικό που έχομε σήμερα απ'αυτο ειναι οτι γνωρίζομε τον τροπο τής ώργανωμένης εργασίας πού απαιτεί ή τεχνολογική παραγωγή καί ή επιστημονική πρόοδος. Τά αρνητικά είναι τά πολλαπλά αδιέξοδα καί ό κίνδύνος που διατρέχει ό άνθρωπος άπό τόν μέχρι τώρα τρόπο τής τεχνολογικής παραγωγής. Πώς μπορεί νά μεγιστοποιηθή τό κέρδος τών πραγμάτων καί νά έλαχιστοποιηθή τό κόστος; «Πολιτικά συστήματα» καί πολιτικές θεωρίες πού να δίνούν λύση στό πρόβλημα αυτό, δέν υπάρχουν. Διότι δέν υπάρχούν άλλα «πολιτικά συστήματα» πέραν τών ήδη ιστορικως δεδομένων. Καί αυτά είναι οί γνωστές μας θρησκείες στον εν ευρεία έννοία χώρο τής μεσογειακής περιοχής καί όχι τα προϊοντα τής πολιτικής ιστορίας του δυτικού κράτούς, μέ τήν κατάληξη «ισμός».
Αυτά, ακριβώς επειδή χαρακτηρίζούν περιόδους στήν εξέλιξη του δυτικού κράτουςαπό τις όποίες καί προήλθαν, δέν έχουν ούτε τήν φιλοσοφική δύναμη ούτε τήν φιλοσοφική προοπτική νά έπικρατήσουν πουθενά. Αντίθετα, μάλιστα, όπου μέχρι τώρα κατ'έπίφαση έπεκράτησαν, έβλαψαν γενικώτερα. Γιά νά προκύψη όμως ή χρησιμότης των πραγμάτων, όπως αύτά φυσικώς (ήγουν ιστορικώς) προσφέρονται, πρέπει κανείς νά προβή σέ ώρισμένες αναγνωρίσεις πέραν των γνωστών συνθημάτων καί των καθημερινών σλόγκαν τής πολιτικής τών έφημερίδων.
Πρέπει κατ'αρχήν νά άναγνωρισθή ένα γενικό «δικαίωμα άναπτυξεως» γιά όλους (πράγμα πού καθόλού δέν σημαίνει ιση ανάπτυξη γιά όλους). Αυτό όμως συνεπάγεται κάποιες ιδεολογικές θυσίες σχέση έχουσες μέ τήν πραγματικότητα, πράγμα που είναι δνσκολώτερο όσο φαίνεται. Διότι «δικαίωμα άναπτύξεως» σημαίνει κάτι που τό δικαιούται ό άλλος καί δέν του παραχωρείται. Σημαίνει δηλαδή κατ'αρχήν αναγνώριση αυτού που που πραγματικά προσέφερε η δυτική Ευρώπη για την ανάπτυξη του τεχνολογικού πολιτισμού καί όχι αυτου πού από ιδεολογικές ανάγκες ισχυρίζεται ότι προσέφερε. Τούτη είναι ή βαρύτερη των θυσιών. Αυτό που πραγματικά προσέφερε ή δυτική Ευρώπη γιά τήν άνάπτυξη τής τεχνολογικής παραγωγής είναι ή όργάνωση καί ή δουλειά. Τις ιδέες καί τό κεφάλαιο τά προσέφεραν άλλοι. Δέν ήταν δυνατόν νά συμβούν διαφορετικά τά πράγματα, διότι οί άλλοι προηγήθησαν τής δυτικής Εύρώπης στήν ιστορία. Αυτό -που καθόλου δέν σημαίνει μιαν αντίληψη περί «ανόδου» καί «καθόδού» τών πολιτισμών, άλλά μόνο μίαν αντίληψη περί ιστορικής συνεχείας πολιτιστικών πραγματοποιήσεων- προϋποθέτει βέβαια ότι ή έπαρση περί υπεροχής του «δυτικοευρωπαϊκού πολιτισμού» θά σταματήση, μιά καί οί πολιτισμοί δέν μπαίνουν στόν κομπιούτερ. Ανταπεκρίνετο ίσως κάτι τέτοιο μέχρι τώρα σέ πολιτικές σκοπιμότητες (πού τελικώς μπορούν νά συγκαταριθμηθουν στις προσπάθειες τής Ευρώπης γιά τήν τεχνολογική ανάπτυξη), άλλά καμμιά βάση στήν πραγματικότητα δέν διαθέτει. Απόδειξη είναι ότι παρά τις προσπάθειες τής δυτικής Ευρώπης νά έγκαθιδρύση τούς θεσμούς καί τά πολιτικά της συστήματα στα διάφορα μέρη (βασικής ανάγκης γιά τήν ιδια), τελικώς κανένας δέν τούς δέχθηκε. Κανένας δηλαδή δέν έπείσθη από τήν «πολιτιστική υπεροχή» τής φιλοσοφικής πολυλογίας...
Αν άλλοι πολιτισμοί έπείθοντο, τότε βέβαια δέν θά εχρησιμοποιούσαμε και τον όρο αποικιοκρατία. Θα είχαμε εναν ορο γιά κάποια πολιτιστική ιστορική σύνθεση. Πολύ περισσότερο -κι'αυτό θά μάς χρειασθή αμεσως πιο κατω- δεν προκειται νά έξαργυρωθή ποτέ τό νόμισμα τής «πολιτιστικής υπεροχής» (τά αντίθετα μαλιστα αποτελέσματα φέρνει οσο πιο πολύ τονίζεται) στούς άλλούς χώρούς των μεσογειακων πολιτισμών. Κανένας δεν πρόκειται να θελήση να διδαχθή την «δημοκρατία» απο τήν Δύση στούς χώρους τής μεσογειακης Ανατολης, διότι ή δημοκρατία αποτελεί στούς χώρους τούτους κεκτημένη εμπειρία χιλιετιών. Τό «δικαίωμα αναπτύξεως» επι συμμόρφου βάσεως έξ άλλου, δηλαδή επί βάσεως πού θα άποβή υπέρ της παραγωγής καί δέν θα μεταβληθη σε ανταγωνιστικον χάος, απαιτεί αναγνώριση της πολιτιστικής ιδιαιτερότητας πού έχει ό άλλος νά προσφέρη σέ μιά ενιαία όργάνωση του κόσμού. Αυτό δέν σημαίνει μίμηση τών πολιτικών καί πολιτιστικών θεσμών τής Δύσης άλλά τό ακριβώς αντίθετο: αλλαγή τών ίδιων τών δυτικών νοοτροπιών. Τά δεδομένα του ανωδύνου καί φυσιολογικού τρόπου τά έχομε ζωγραφισμένα επί του χάρτη. Αυτά δέν είναι άλλα άπό τήν σοφή ιστορική διάταξη τών θρησκειών πέριξ τής Μεσογείού. Η όργάνωση αυτών τών «πολιτικών συστημάτων», συνεπώς, είναι αυτή πού κρύβει τήν νέα όργάνωση τού κόσμού.

δ´
Ο Προτεσταντισμός μάς έδωσε τήν πολύτιμη έμπειρία τής ώργανωμένης εργασίας καί τήν κοινωνική ανακάλύψη τής μάζης (πού είναι ή σπουδαιότερη κοινωνιολογική άνακάλυψη όλων τών αιώνων). Οχι αδιαφορία, κακοποίηση ή περιπτωσιακή χρησιμοποίση τής μάζης, κατά το βαθμό όπού τό έπιτυγχάνει κάθε φορά ή ιδεολογία, άλλά φροντίδα γι'αυτήν, μέριμνα γιά τήν «καλοπέραση» της καί έκμετάλλευση όσο γίνεται. Δέν πρόκειται βέβαια γιά ποιοτικό ανέβασμα τής μάζης μέ τήν «κατανάλωση» (ισα-ισα, περί του άντιθέτου πρόκειται...), πρόκειται όμως γιά κάτι πού πρεπει ,να παρουν όλοι οι πολιτισμοί σήμερα. Τό πράγμα δεν ειναι εύκολο στούς χώρούς τον ανατολικού Χριστιανισμου καί του Ισλαμ, πού η ιδεολογία τούς στηρίζεται στήν έννοια του προσώπου. Οπως βλέπομε, ό ανατολικός κόσμος μόλις τώρα επιχειρεί νά έπιτύχη τήν άξιοποίηση αυτής της έννοίας, πού πολλαπλώς προσπάθησε καί στό παρελθόν, άλλά δέν τά καταφερε. Ακόμη μεγαλύτερες θα είναι οι δυσκολίες στο Ισλάμ. Η αξιοποίηση τής μάζης στούς χώρους αυτούς δέν πρόκειται νά έπιτευχθη ποτε οπως στον χώρο τής Δύσης, αλλα αύτο ειναι εν τέλει κάτι θετικό. Ή έννοια του εργαζομένού άτόμου, πού σκοπός του ειναι να προσφερη στούς άλλους, αλλα απαιτεί το ιδιο νά κάνούν και οι αλλοι γι αύτο, ειναι κατι που αντιβαίνει ριζικά στίς ίδεολογικές προϋποθέσεις τής Ανατολής. Η έργοταξική μορφή της κοινωνίας εύκολα όδηγειται στον φασισμό, δηλαδή στήν κυριαρχική έπικρατηση του ενός στοιχείού (είτε στρατός είναι αύτο είτε βιομηχανικο κεφαλαιο και τραπεζες), και αυτο είναι κάτι πού ή πολυεθνική δομή τον ανατολικού χώρού δέν επιδέχεται. Οι κοινωνίες στήν μείζονα περιοχή τής ανατολικής Μεσογείού μόνο μερικώς μπορούν νά υπάρξούν κατευθυνόμενες κοινωνίες. Αλλά αυτό ακριβώς είναι κάτι καλό καί γιά τίς δυτικές κοινωνίες τής παραγωγής, διότι θά προσδώση σ'αύτές έναν ηπιώτερο ρυθμό καί έναν σύμμετρο τρόπο όργανώσεως ώς πρός τά συλλογικά προβλήματα τής άνθρωπότητος (πεινα του τρίτου κόσμού, μόλύνση καί καταστροφές του περιβάλλοντος, εσωτερικές οίκονομικές κρίσεις πού αποσοβούνται δι'έξαγωγής των σέ τρίτες χώρες κλπ.). Κυρίως όμως θά προσδώση τήν δυνατότητα μιάς νέας ιδεολογίας γιά τά εργαζόμενα σύνολα τής δυτικής Ευρώπης, λιγώτερο εκείνη τής νομοθετημένης «δημοκρατίας» καί περισσότερο τής του αυτοπροσδιοριζομένου προσώπου. Του προσώπου, ήτοι, πού ή άξία του δέν καθορίζεται άπό τήν δουλειά πού κάνει... Αυτό ακριβώς θά φέρη καί τήν παραγωγή στά μέτρα του ανθρωπίνού. Πρόκειται γιά μιά ίδεολογία καθόλού εύκολη βέβαια στήν εφαρμογή της, διότι δέν μπορεί νά προκύψη από προκατασκευασμένα θεωρητικά σχήματα. Καί τούτο άπό λόγούς πολλαπλούς. Η δυτική Ευρώπη δέν έχει πρακτικώς τήν εμπειρία τών πολυεθνικών τρόπων διοικήσεως τής Ανατολής, γιά τον απλούστατο λόγο ότι αλλες ύπηρξαν οι ιστορικές διοικητικές συγκυρίες γι'αυτήν. Έχει «έρευνητικές εργασίες», μέ μέτρο σύγκρισης τά περιεχόμενα τής δυτικοευρωπαϊκής πολιτικής ιστορίας, άλλά ακριβώς γιά τουτο όχι τήν βίωση τής εμπειρίας τών ανατολικών καταστάσεων. Θα χρειασθή εξαιρετικώς πολύς κόπος ώσπου νά άπαλλαγή ή πολιτιστική καί ιστορική πραγματικότητα άλλων λαών από τό «επιστημονικό περίβλημα» τών δυτικών αναλύσεων, τών όποίων βέβαια σκοπός ήταν νά διευκολύνουν καί να αιτιολογήσουν τακτικές του «λιμπεραλισμού» του παρελθόντος. Είναι προφανές οτι αν εχης κάποιον λόγο να ασχοληθής μέ κάποιον, οι «αναλύσεις» καί οί «κατανοήσεις» πού θα του κάνης θά είναι δέσμιες του λόγου πού σέ κάνει νά άσχοληθής μαζί του...
Αλλά ακριβώς αυτά είναι σήμερα τά μεγάλα εμπόδια γιά μιά πολιτιστική σύνθεση στον χώρο της Μεσογείου, δηλαδή μιά σύνθεση όντως πολυεθνική. Ένας επί πλέον άρνητικός παράγων είναι καί η σχέση παραγωγής μέ τήν πολιτιστική κατάσταση τής ανατολικής Μεσογείου -δηλαδή η ανάγκη της διαρκούς καταστροφής της, όπως αναλύσαμε πρίν-, η οποία επιβάλλει την ολοσχερή έλλειψη διανοούμένων ως φορέων τών πολιτιστικών ανταλλαγών. Μιά έλλειψη βασικής σημασίας, καθώς έσημείωσε καί ό Braudel. Οι όλες κατανοήσεις τών διαφόρων πολιτισμών έπιβάλλονται από τήν πληθώρα μελετητών τής Δύσης, ή όποία διαθέτει τα μέσα και χρηματοδοτεί έρευνες, κέντρα καί συγγραφείς. Στις χώρες τής ανατολικής Μεσογείού -καί φυσικά καί σέ πολλές άλλες- τό νά έπιτελέση ένας διανοούμενος τό έργο του ώς τέτοιος, σημαίνει νά άνταλλάξη κυριολεκτικά τήν ζωή του μ'αυτόν τον σκοπό, νά παλεύη διαρκώς έναντι απειρίας αντιξοοτήτων έκ τών όποίων η κυριώτερη τό πολιτικό κατεστημένο.
Δηλαδή αυτό καθ'έαυτό τό έργο του διανοουμένού -καί ώς τέτοιον έννοουμε έκείνον πού έχει νά πή τόν δικό του λόγο και όχι τις στημένες βιτρίνες πού έπιβάλλει η τάξη πραγμάτων και πού διαφημίζούν τά μέσα μαζικής επικοινωνίας- αντιβαίνει πολλαπλώς πρός τήν οικονομία τής «έλεύθερης αγοράς». Γιά τό ίδιο τό σύστημα αυτής της οικονομίας ο διανοούμενος είναι περιττός, γιατί οί μικρές ομάδες τών «υποκουλτούρων» (Sub-kulturen) εναρμονίζονται πλήρως μέ τήν σταθερότητά του καί λειτουργούν ρυθμιστικά. Ο εκτός βιομηχανικών κέντρων διανοούμενος, πάλι, δέν πρέπει νά υπάρχη, για τους λόγους τους οποίους εξηγήσαμε. Άλλά γιά μιά διαδικασία πολιτιστικών ανταλλαγων εκ των κάτω, δηλαδή ανταλλαγών που θα κατατείνουν στήν αμοιβαία κατανόηση της πολιτιστικής ιστορίας καί τών πολιτισμών, ο ρόλος του διανοουμένού θά καταστή προεξάρχων. Όχι όμως του συνήθους τύπου διανοουμένου, άλλά του διανοουμένού ώς «μετοχικού κεφαλαίου της πολυεθνικής του πολιτισμού». Του διανοούμενου, ήτοι, ο όποιος θά μπορεί νά λειτουργή ελέυθερα καί με σκοπό τό... συμφέρον της «έταιρείας» του, που θά συνίσταται ακριβώς στή προαγωγή του δικού του πολιτισμού σε μιά γενικώτερη ιστορική σύνθεση των υπαρχόντων πολιτισμών. Όχι πράκτορες δηλαδή του «δυτικού τρόπου ζωής» υπό το σύνθημα της «προόδου», πράγμα πού ίσοδυναμεί μέ πολιτιστικόν ιμπεριαλισμό (γιά τήν καταστροφή του επιτόπιου πολιτισμού καί συνεπώς τήν «απελευθέρωση» τών χρημάτων σύμφωνα μέ τά λεχθέντα), άλλά έργαζόμενοι έγκέφαλοι μέ πραγματική γνώση τών θεμάτων, άπηλλαγμένοι άπό τις προλήψεις τής εκκοσμίκευσης και τών «ανθρωπίνων δικαιωμάτων», οί όποιοι ακριβώς, αξιοποιώντας τις συνεισφορές του δικού των πολιτισμού, θα φροντίσούν νά βρούν τό γενικό εκείνο είδος τών ανθρωπίνων δικαιωμάτων το άφ'εαυτόν λειτουργούν καί δεσμευτικό γιά όλούς. Είναι βέβαια μιά μακροχρόνια καί επίμοχθη διαδικασία, στήν όποία μιά παγκόσμια όργάνωση τής τέχνης (όχι διά τών γκαλερί προφανώς...) έχει νά παίξη έξ ίσου ένα θεμελιώδη ρόλο. Τέχνη όχι κατευθυνόμένη γιά τις «ανάγκες της παραγωγής», άλλά μέσον πολιτιστικής επικοινωνιας.

ε´
Μόνο μέ τέτοιούς τρόπούς -δηλ. τρόπούς πού θα ξεκινούν άπό τήν πραγματικότητα- θά μπορέση ή παραγωγή νά απαλλαγή άπό τόν φαύλο κύκλο τών εσωτερικών της αντιφάσεων χωρίς κατακλυσμιαίες κρίσεις, εξασφαλίζοντας τήν ιστορική προοπτική και σώζοντας ό,τι έμεινε άπό τό περιβάλλον... Υπάρχει τρόπος, και ας κηρύσσούν οι «ειδικοί» τό αντίθετο. Ο τρόπος συνίσταται όχι στό νά μαθαίνωμε περί τών άλλων πολιτισμών από «σεμινάρια» ή μελετώντας, αλλά να τους βλέπωμε δρώντες στις δυτικές μεγαλουπόλεις κατά τον ίδιο τρόπο που βλέπομε στην πιο απομακρυσμένη άκρη το αυτοκίνητο ή την τηλεόραση ως προϊόντα του δυτικού πολιτισμού. Πρόκειται βέβαια γιά μιαν ανατροπή τών πραγμάτων στόν τομέα τών ιδεών κατ'αρχήν, άλλά, άν οί καταστάσεις του κόσμού μας δέν βρίσκονται στόν ευτυχέστερον τών δρόμων τούς, πρόκειται για μια ανατροπη αναγκαία. Αν για την παραγωγή «δεν υπάρχη άλλος τρόπος», όπως διακονεί η επίσημη ιδεολογία τών «ειδικων», καί ό τρέχων καπιταλισμός μέ τά προβλήματα αυτοκτονιας του δέν μπορη νά άλλάξη, τότε χρέος κάθε συνεπούς διανοουμένου είναι όχι η μέριμνα περί... «ελευθερίας» και η «σχέση ατόμου και κράτους», αλλά να προκύψη το συντομώτερο δυνατόν η γενική «τερροριστική» συνείδηση που είπαμε προηγουμένως. Αυτή θα φέρη λιγώτερα δείνα από ό,τι η ίδια η φύση ως αντίδραση και της οποίας οι συνέπειες θα είναι στο έπακρον σαδιστικές...


.~`~.
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική

*
*
- Το μέλλον της Ε.Ε, η Ανατολική Ευρώπη -η Ουκρανία- και τα Βαλκάνια, ο Huntington, ο Brzezinski και οι πλανητικές πολιτικές των Η.Π.Α. Τα «Ανθρώπινα δικαιώματα», η «σύγκρουση των πολιτισμών» και τα «Ευρασιατικά Βαλκάνια» ως βαλκανοποίηση της υφηλίου και καλλιέργεια της ελεγχόμενης αναρχίας. Η απόρριψη του διλήμματος μεταξύ πυρηνικού ολοκαυτώματος ή πολιτιστικής ανυπαρξίας - προς μιας νέα ιστορική σύνθεση που θα εναντιώνεται στις θεωρίες και τους υπολογισμούς γραφείου-εργαστηρίου.
*
*
*
*
*
*

`~.

Η έννοια της Προόδου - μέρος α´. Η ευρωπαϊκή δυναμική και η παγκόσμια πολιτική.

$
0
0

.~`~.
Πρόλογος

Αυτό που μεταφέρει η Βενετία - και ο ιταλικός Νότος γενικώτερα - προς την δυτική Ευρώπη δεν είναι απλώς βιβλία, όπως απαιτούν οι ανάγκες του «Ουμανισμού» της Μεταρρυθμίσεως, αλλά νοήματα ως μεσογειακές διεργασίες. Και τούτα απορρέουν από το γεγονός ότι η Βενετία και ο ιταλικός Νότος είναι μεσαιωνικός ελληνισμός κατά την ιστορική σημασία του όρου και όχι η «Δύση» της σύγχρονης καπιταλιστικής ιστοριογραφίας... Στους νεώτερους καιρούς, η καπιταλιστική ιστοριογραφία, σκοπώντας όλο και περισσότερο να περιχαρακώση την παραγωγή μέσα στα πλαίσια αυστηρών κρατικών καθορισμών και να την αντιπαραθέση προς όλον τον άλλον κόσμο, όπως απαιτούσαν και οι αποικιοκρατικές αναγκαιότητες, κατάφερε ουσιαστικά να εξωβελίση από την μέση κοινή συνείδηση κάθε άλλη ιστορική διαδικασία που κατέστησε την τροπή των πραγμάτων δυνατή και, ιδιαίτερα μέσα στο απύθμενο πλήθος κατασκευαστικών υποθέσεων και διανοημάτων, να αποκόψη την δυτική Ευρώπη από κάθε πνευματική διαδικασία της Μεσογείου. Οι αρχές για την επιστημονική ανάπτυξη της δυτικής Ευρώπης είναι σαφώς καθωρισμένες: είτε η Μεταρρύθμιση κατά τον Μαξ Βέμπερ, είτε η Αναγέννηση κατά τον Βέρνερ Σόμπαρτ. Αλλά και τα δύο χωρίς καμμιά πνευματική προϊστορία, ένα είδος κλειστών ανακαλύψεων, σαν τις εφευρέσεις των εργαστηρίων ή την ανακάλυψη των μπαχαρικών σε κάποιαν εξωτική αποικία. Κάτι πάντως που δεν χρειάζεται να λάβη τίποτε υπ'όψη του πριν από αυτά.

α´
Σπουδαίοι συγγραφείς τών καιρών μας άμφιβάλλουν άν η δυτική Εύρώπη έκχριστιανίσθηκε ποτέ. Ένας έπιβεβαιωτικός λόγος τής σοβαρής αυτής άμφιβολίας είναι άκριβώς ό ρόλος τής φιλοσοφίας στήν ιστορία τού δυτικού πολιτισμού. Πώς άραγε είναι δυνατόν νά «παρακμάση» ή φιλοσοφία στούς μεσογειακούς χώρους πού γεννήθηκε - στούς όποίους διατηρήθηκε ώς πλήρης συνείδηση τουλάχιστον μέχρι τόν 16ο αίώνα - καί νά άρχίση νά «άνθή» στόν άγγλοσαξονικό χώρο τής Εύρώπης άπό τήν Μεταρρύθμιση κι έδώ; Δηλοί αυτό κάποιο κοινωνικό προτέρημα ή κάποιο μοιραίο έλάττωμα; Δυστυχώς η πραγματικότητα συνηγορεί υπέρ τού δευτέρου. Οί ίδεολογικοί κόσμοι τής Μεσογείου (Χριστιανισμού και Ισλάμ) ήσαν τόσο βεβαρημένοι από φιλοσοφικήν επεξεργασία καί τόσο κοσμοθεωρητικά πολύπλοκοι (π.χ. χριστιανική Δογματική), πού ήταν άδύνατο νά κατανοηθούν άπό τά παιδευτικώς άμοιρα σύνολα τής βόρειας Εύρώπης. Αυτό έξανάγκασε καί τόν Πάπα νά υίοθετήση τήν ιεραρχική διοίκηση. Από την άλλη μεριά τό Βυζάντιο μπόρεσε μέν νά μεταδώση πλήρως την μεσογειακή παιδεία στό σλαβικό ήμισφαίριο, ό συνεχής του όμως αγώνας μέ τό Ισλάμ δέν τού παρέσχε την δυνατότητα νά έπεκταθή περισσότερο καί νά βοηθήση στον έκχριστιανισμό ολόκληρης τής δυτικής Εύρώπης. Ένα μέρος τής Εύρώπης έμεινε πειραματιζόμενο μέ τά χριστιανικά νοήματα όμως καί μέ τήν φιλοσοφική τους προϊστορία. Πού όσο πιό πολύ τήν άνακάλυπτε, τόσο καί πιό πολύ πειραματιζόταν, άγνοώντας προφανώς τά αδιέξοδα που μακροχρονίως ήταν δυνατόν νά συνεπάγεται. Αφού ή Μεταρρύθμιση έπεκράτησε (καί μέ τήν άστοχη μεσογειακή πολιτική τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας τότε), αρχίζει ένα είδος άγώνα δρόμου μεταξύ τών δυό τμημάτων τού δυτικού Χριστιανισμού - αρχής γενομένης μέ τούς Ολλανδούς πού κυνηγάνε τους Πορτογάλους στις άποικίες -, ό όποίος κρατάει ώς σήμερα καί που μέ τήν άνάπτυξη τής τεχνολογίας προσλαμβάνει το προσωπείον τής «προόδου». Καί όταν λέμε ώς σήμερα, τό έννοούμε κυριολεκτικώς: άκριβώς τήν προτεραίαν τής συνόδου τών ευρωπαϊκών κρατών στό Maastricht τής Ολλανδίας, στό Λονδίνο «εφευρέθηκε» μιά «νέα πηγή ένέργειας» πού έλυνε τό πρόβλημα τής Ευρωπαϊκής Ένωσης όριστικώς!... Αρα καί εντός τών πλαισίων τής Ευρωπαϊκής Ένωσης ό άγγλοσαξονικός κόσμος οφείλει νά έχη τό πολιτικόν προβάδισμα!
Σημαίνει τάχα αυτό ότι ή Εύρωπαϊκή Ένωσηαποτελεί ένα άνακόλουθο ιστορικό σχήμα, ένα σχήμα διανοητικής κατασκευής καί άνάγκης μετά τόν πόλεμο, εναν οίκονομικό οργανισμό, τέλος, μέ τήν έκ γενετής αρρώστια του τής πολιτικής άβουλίας πού μόνο ώς ιμπεριαλισμός μπορεί νά έκδηλωθή, καί ό όποίος πρέπει νά άπομονωθή άπό τήν διεθνή πολιτική προκειμένου νά προκύψη μιά ουσιαστική νέα τάξη του κόσμου; Είναι πολύ πιθανό ότι έτσι πρέπει νά γίνουν τά πράγματα, πρός όφελος όχι μόνο τής δυτικής Εύρώπης άλλά καί όλων τών άλλων. Η δυτική Ευρώπη είναι ένας άρρωστος πολιτικά οργανισμός, που όσο πιό πολύ πολιτικά δρά, τόσο πιό πολύ ή γενική κατάσταση τού κόσμου άρρωστάει. Καί άπόδειξη είναι ή άοριστία τών εννοιών, διά τών όποίων ή δυτική Ευρώπη προσπαθεί νά δημιουργήση μιά «ταυτότητα» έναντι τών άλλων καί νά στηριξη τήν πολιτική της. Πρώτη αόριστη έννοια είναι αύτή η ίδια η «Ευρώπη». Ποιός είναι τελικώς «Εύρωπαίος» καί ποιός δέν είναι; Ούτε ό Χριστιανισμός ούτε η δημοκρατία ούτε ή φιλοσοφία ούτε ή επιστήμη άποτελούν τά ειδικά χαρακτηριστικά τής δυτικής Ευρώπης. Αλλά τότε ώς πού φθάνουν τά σύνορα της «Ευρώπης»;
Κατά ποιάν έννοια είναι ο Έλληνας «Ευρωπαίος» καί δέν είναι ό μωαμεθανός Αλβανός, ό Βούλγαρος ή ό Ρώσος; Καί πώς οριοθετείται ή «νοτιοανατολική Ευρώπη», όταν δέν ξέρωμε τί θά πή «μή νοτιοανατολική Εύρώπη»; Δέν άπαιτεϊται συνεπώς ιδιαίτερη ευφυία γιά νά κατανοηθή ποιό είναι τό πολιτικό πρόβλημα πού άντιμάχεται τήν οποιαδήποτε τάξη στόν κόσμο. Δέν λέμε «νέα» ή «παληά», διότι προέχουν τά νοήματα μεταξύ τάξεως καί αταξίας. Η άοριστία έννοιών είναι προφανώς ταύτόσημη τής μονίμου αταξίας και ουδεμίας τάξεως.
Άλλες αόριστες έννοιες, τών οποίων τό άποκλειστικό μονοπώλιο αποτελεί διαρκή μέριμνα του ίδεολογικού μηχανήματος τής δυτικής Ευρώπης, είναι «διεθνής κοινωνία κρατών», «ανθρώπινα δικαιώματα», «ανάπτυξη», «χειραφέτηση τών γυναικών» κλπ. Μέ αντίστοιχους φυσικά μηχανισμούς... πολιτικής αταξίας, όπως λ.χ. ή «Διεθνής Αμνηστία». Σκοπός τής όργάνωσης αυτής δέν είναι βέβαια ή βοήθεια κάποιων ανθρώπων, όπως αορίστως διαχέεται, διότι κατι τέτοιο δέν προκύπτει άπό τήν φιλοσοφία τής «έλεύθερης αγοράς» πού θά ίδούμε πιό κάτω. Η «Διεθνής Αμνηστία» έχει δυό σκοπούς: έναν έσωτερικό - νά «καναλιζάρη» σέ μιά ένιαία «κοίτη» άδέσποτα κινήματα τής κοινής γνώμης - καί έναν έξωτερικό: νά έλέγχη τήν πολιτική παθολογία (π.χ. δικτατορίες) τών κρατών πού έφκιάσθηκαν έτσι, ώστε νά μήν μπορούν νά αποτελέσουν κράτη καί τών όποίων ή παθολογική κατάσταση ύποβάλλεται άπό τις ίδιες τίς «άναγκαιότητες» τής παραδεδομένης πολιτικής αταξίας έπί διεθνούς έπιπέδου... Τό ίδιο καί μέ τήν «άνάπτυξη». Είναι πολύ εύκολο νά διαπιστωθή ότι κανένας υπανάπτυκτος τού τρίτου κόσμου δέν άναπτύχθηχε μεταπολεμικά μέ τήν «βοήθεια αναπτύξεως». Καί δέν ήταν φυσικά δυνατόν διότι «βοήθεια αναπτύξεως» σημαίνει τό έξής: Αν λ.χ. οί στατιστικές τής Ευρωπαϊκής Ένωσης προβλέπουν ανάπτυξη τής αυτοκινητοβιομηχανίας κατά τό Χ χρονικό διάστημα κατά Α%, τότε ένα Β% τών έν χρήσει αύτοκινήτων πρέπει νά αποσυρθή (καί άς μπορούν νά κυκλοφορήσουν γιά αρκετά χρόνια άκόμη). Η καταστροφή αυτών τών αύτοκινήτων απαιτεί Γ έκατομμύρια ECU [European Currency Unit, «προπομπός» του Euro]. Αντί λοιπόν νά ξοδευθούν τά λεφτά, δίδονται τά Γ/2 ή Γ/3 ώς «βοήθεια άναπτύξεως» σέ μερικούς ύπαναπτύκτους καί διά τών «έθνικών κυβερνήσεών» τους διοχετεύονται τά μεταχειρισμένα αύτοκίνητα έκτός Εύρωπαϊκής Ενώσεως. Ανάλογη είναι ή σημασία «αναπτύξεως» σέ όλους τούς τομείς. Ανάπτυξη μιάς γαλακτοβιομηχανίας π.χ. σημαίνει παροχή «δανείων αναπτύξεως», προκειμένου νά καταστραφούν γηγενείς κτηνοτροφικές δομές (δάση, λιβάδια κλπ.), γιά νά εξάγωνται τά συσκευασμένα γάλατα. Ιδία τά δευτέρας διαλογής, πού σημαίνουν παθητικό γιά τήν παραγωγή. Αυτές οί διαχειρίσεις «αναπτύξεως» έπιτυγχάνονται ακριβώς διά τών «κοινοβουλίων», τής «δημοκρατικοποιήσεως» κλπ., διότι ακριβώς ή πλειονότης τών κρατών του τρίτου κόσμου αποτελούν σχήματα τού ιμπεριαλισμού τού παρελθόντος, ήτοι σχήματα χωρίς τήν δυνατότητα αυτοδιαθέσεως. Είναι τά φτωχά κράτη τών «πλουσίων» κυβερνήσεων, διότι προφανώς οί «έθνικές κυβερνήσεις» - τών όποίων ή λειτουργία στηρίζεται ακριβώς στό γεγονός, ότι δέν υπάρχουν έθνικοί κορμοί στά κράτη - στις επιχειρήσεις αυτές πρέπει νά έξασφαλίζουν ώρισμένα ποσοστά...

β´
Οί καταστάσεις αυτές δέν είναι τόσο απαραίτητες γιά τήν φιλοσοφία τής «ελεύθερης άγοράς», όσο γιά τήν έννοια τού «ισοζυγίου» τών κρατών τής δυτικής Ευρώπης. Το όποίον διαμορφώθηκε κυρίως ώς «έθνικό» τέτοιο κατά τήν ιστορία τού «Ανατολικού Ζητήματος», άλλά συνεχίζει λανθανόντως νά υπάρχη υπό τήν μορφή τού πολιτικού ανταγωνισμού υπό τήν ιδεολογία τής «προόδου». «Πρόοδος» σημαίνει ότι δέν μπορεί νά κάνη ό ένας κάτι πού νά μή θεωρηθή μειονεκτικό γιά τόν άλλον. Πρέπει καί ό άλλος νά κάνη οπωσδήποτε κάτι αντίστοιχο, άνατρέποντας κάθε έννοια φυσικής διατάξεως και φυσιολογικών δεδομένων. Καί τούτη ή έννοια τής πολιτικής διά τής «προόδου», δέν είναι τίποτε άλλο από τήν ίστορικώς δεδομένη αδυναμία ενιαίας πολιτικής βουλήσεως τής δυτικής Ευρώπης.
Μελετώντας κανείς ένα χάρτη τής πολιτικής ιστορίας τής δυτικής Ευρώπης, θά διαπιστώση μέσα στήν ίδια τήν ευρωπαϊκή περιοχή τά πιό άπίθανα σχήματα «συμμαχιών» μεταξύ τών δυτικών κρατών γιά τήν έννοια τού «ισοζυγίου». Σήμερα πού ή απλουστευτική τούτη μορφή πολιτικής έκ τών πραγμάτων δέν μπορεί νά ίσχύση καί πού δέν έχει τήν έννοια τής «συμπληρώσεως» σέ έξωευρωπαϊκές κτήσεις, βλέπομε ακριβώς ή Ευρώπη νά μή διαθέτη καμμιάν έννοια πολιτικής ούτε κάν γιά τούς ίδιους της τούς χώρους. Είτε αύτοί λέγονται Βαλτική, είτε Μεσόγειος, είτε άνατολική Ευρώπη. Αλλά έτσι τά πράγματα είναι καλά. Διότι αύτή ή οργανική άδυναμία πολιτικής ύπάρξεως τής Εύρώπης, ή άποδεικνυομένη άκριβώς άπό τό χάος στό όποίον βρίσκεται κοινωνικά καί πολιτικά ό σύγχρονος κόσμος άπό τό παρελθόν, προϋποθέτει αύτό τό χάος λανθανόντως σέ κάθε πολιτική έκδήλωση πού θά μπορούσε νά χαρακτηρισθή άορίστως «εύρωπαϊκή». Εν όλίγοις, αύτό πού θά μπορούσε νά χαρακτηρισθή ώς «ένιαία πολιτική έκφραση» τής Εύρώπης είναι άκριβώς ή μή υπαρξη τάξεως σέ καμμιά γεωπολιτική ένότητα τού πλανήτη. Θά τό ίδούμε πιό κάτω συγκεκριμένα. Πιθανόν λοιπόν νά άπαιτήται σήμερα ή δυτική Εύρώπη νά άπομονωθή πολιτικά, προκειμένου νά έπιτευχθούν οί έπείγουσες εκείνες ιστορικές άνακατατάξεις πού θά προσδώσούν στόν κόσμο μία πολιτική ένιαιότητα όργανικής υφής.
Η πολιτική δραστηριότητα τής δυτικής Εύρώπης ούτως ή άλλως δέν μπορεί νά άσκηθή σέ χώρους πού λίγο-πολύ έχουν αύτονομηθή πολιτικά μέσα στήν έννοια τής περιοχής, όπως αυτοί τής Απω Ανατολής ή τής νότιας Αμερικής. Γιά τούς χώρους τής κεντρικής καί νότιας Αφρικής, οί «ειδικοί» τής Εύρώπης ευρήκαν ώς λύση νά αφεθούν έγκαταλελειμμένοι στήν πείνα, δεδομένου ότι έλάχιστο ποσοστό αντιπροσωπεύουν στήν διακίνηση τού διεθνούς εμπορίου (περίπου 13%)! Η πολιτική συνεπώς δραστηριότητα τής Εύρώπης νοείται μόνο ώς πρός τόν άορίστου περιεχομένου χώρο τής «Sϋdosteuropa», ό όποιος συμπίπτει μέ τήν γενικώτερη περιοχή τής άνατολικής Μεσογείου (δηλ. τής Μέσης Ανατολής, των Βαλκανίων και τής Μαύρης Θαλάσσης). Είναι ή περιοχή πού όχι μόνο έδημιούργησε οικονομικά τήν βιομηχανική άνάπτυξη τής Εύρώπης κατά τόν 19ον αίώνα, άλλά ή περιοχή εις βάρος τής όποίας ζή κυριολεκτικώς ή δυτική Εύρώπη, άρχής γενομένης διά τών σταυροφοριών (δέν είναι τυχαίο βέβαια ότι οί «υπερπόντιες έξερευνήσεις» άρχίζουν άκριβώς όταν διά τής δημιουργίας τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ή άνατολική Μεσόγειος γίνεται «κλειστή θάλασσα»...). Κανονικά θά ένόμιζε κανείς ότι μέ τήν άκαθορίστου φύσεως ονομασία «νοτιοανατολική Εύρώπη», τήν όποίαν ή δυτική ίστοριογραφία έπεδίωξε μονίμως νά ταύτίση στήν γενική συνείδηση μέ τήν «υπανάπτυξη», τόν «άνατολικό δεσποτισμό» καί τήν «τουρκική κατάκτηση», θά άνευρίσκοντο απλές σχέσεις φυσικής γειτονίας άνευ πολιτικού ενδιαφέροντος. Δυστυχώς τό άντίθετο παρατηρείται μέχρι τών ήμερών μας: όλη ή πολιτική είναι διαρκώς επικεντρωμένη στήν «άνευ ένδιαφέροντος» αύτή περιοχή. Καί τούτο βέβαια όχι τυχαία, διότι πίσω άπό τίς έπιφάνειες ή πραγματικότης είναι τελείως διαφορετική.
Αν έπί Βυζαντίου καί μέχρι τόν 16ο αίώνα οί σχέσεις ήσαν έμπορικές καί πολιτιστικές, άπό τότε καί μετά ό χώρος αποκτά πρωτεύουσα σημασία γιά τό «ισοζύγιο» Βορρά-Νότου τής δυτικής Εύρώπης. Είναι άκριβώς έναντι τού χώρου αυτού πού διαμορφώνεται γιά πρώτη φορά ύστερα άπό δέκα αιώνες μιά ένιαία πολιτική συνείδηση τής δυτικής Εύρώπης. Οτι ώς έκ τούτου ό χώρος υπέστη τίς μεγαλύτερες έξωτερικές παραμορφώσεις, είναι αυτονόητο, αυτό όμως που είναι λιγώτερο γνωστό είναι ότι παρά τις όποιες εμφάνειες, τούς πολέμους καί τίς άντιθέσεις, ή έσωτερική ένότητα τον χώρου παραμένει στό άκέραιο. Αλλά γιά τούτο άκριβώς σήμερα ό χώρος προσφέρεται γιά τελείως διαφορετικές χρήσεις ίστορικής γονιμότητος καί όχι γιά πεδίο έξισορροπητικών πειραματισμών. Δέν είναι άλλωστε καί πρακτικά δυνατόν οί πάντες νά άντιμετωπίζουν προβλήματα καί θυσίες καί ώρισμένοι νά ύπεραμύνωνται τών ίδιων μονίμων ιδεών. Οί άνάγκες δέν έπιδέχονται ιεράρχηση - είναι τό ίδιο γιά όλους έπείγουσες. Τό μόνο πού έπιδέχονται είναι μιά νέα όργάνωση πού νά τούς δίνη διέξοδο. Τά Βαλκάνια καί ή Μαύρη Θάλασσα, δηλαδή ή άνατολική Μεσόγειος, παραμένει δυστυχώς αυτό πού λέει τό όνομά της καί πού τό διέκριναν οί άνθρωποι πρίν μάθουν τό σχήμα τής Γής: τό μέσον τής Γής, δηλαδή ό κεντρικώτερος κόμβος τού διεθνούς έμπορίου. Η μεγαλύτερη άπόδειξη τής σφαιρικότητος τής Γής είναι άκριβώς ότι τό «κέντρο» της παρέμεινε τό αύτό! Τούτο όμως σημαίνει ότι κατά φύσιν αύτό τό «κέντρο» είναι διεθνές. Ο όρος «νοτιοανατολική Εύρώπη» είναι έφευρημένη παρανόηση...

γ´
Οι μετά τόν δεύτερο πόλεμο ύπερεθνικοί πολιτικοί σχηματισμοί έθεσαν στό προσκήνιο τόν περιφερειακόν τρόπο άναπτύξεως, του οποίου τήν φυσικότητα είχε άκριβώς ύποκαταστήσει ή έννοια τού «έθνικού» κράτους. Ο περιφερειακός τρόπος αναπτύξεως (Regionalismus) είναι ό φυσικός τρόπος άναπτύξεως τών άνθρωπίνων κοινωνιών και άκριβώς γι'αύτό ό έξασφαλίζων τά μεγαλύτερα ποσοστά δημοκρατίας καί αυτονομίας του άτόμου. Είναι ό μοναδικός τρόπος που έγνώρισαν ώς διοίκηση τά πληθυσμιακά σύνολα τής ανατολικής Μεσογείου (π.χ. «Θέματα» τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας) μέχρι του κερματισμού των σέ «έθνικά» κράτη. Κατά τήν διάρκεια τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας τό φορολογικό σύστημα θά ένισχύση τήν διοικητική ένότητα τής περιφερείας μέ βασική μονάδα τήν Κοινότητα. Ο περιφερειακός τρόπος αναπτύξεως είναι ό φυσικός, διότι στηρίζεται στήν κοινότητα συμφερόντων και χαρακτήρος πού έδημιούργησαν φυσικά καί οικολογικά δεδομένα γιά τούς άνθρώπους. Στήν Ελλάδα, μάλιστα, όπου η περιφερειακή ανάπτυξη έλαβε χώραν καί ύπό τήν έπίδραση τής δυτικής Εύρώπης (π.χ. Επτάνησα), ή δημιουργία τού «εθνικού» κράτους είχε σάν αποτέλεσμα οι διάφορες περιοχές νά μήν μπορούν νά αναγνωρισθοϋν κάν μεταξύ τους...
Ανάλογα προβλήματα ώς αποτελέσματα περιφερειακής άναπτύξεως παρατηρούμε σήμερα έπί τών Βαλκανίων (Γιουγκοσλαβία), από τήν όξύτητα τών όποίων μπορούμε νά καταλάβωμε τό μέγεθος τού βιασμού πού συνεπήχθη ή έννοια του «εθνικού» κράτους γιά τούς ανθρώπους. Ανάλογες καταστάσεις έχομε καί στόν χώρο τής Δυτικής Εύρώπης, μέ τήν διαφορά όμως ότι έδώ ή έννοια τού έθνικού κράτους μετεβλήθη σέ εκείνην τής «βιομηχανικής ενότητος», κατορθώνοντας έτσι νά ύπερβή προσωρινά τά μειονεκτήματα καταστροφής τής φυσικής ένότητος τής περιφερείας. Τά περιφερειακά προβλήματα στήν δυτική Εύρώπη δέν είναι λίγα ούτε μικρά (στήν Αγγλία π.χ. τό «άργά» αγγλικά λέγεται «σλόου» καί ουαλλικά «άρέφ»). Μέ τήν δημιουργία τής Εύρωπαϊκής Ένωσης, δηλαδή μέ τήν προσπάθεια δημιουργίας ύπερεθνικών θεσμών, είναι φανερό ότι τό πρόβλημα τής περιφερειακής όντότητος θά έπανήρχετο, αφού είναι τό φυσικώς καμωμένο γιά τόν άνθρωπο. Είναι ακριβώς τό πρόβλημα πού έχει ή Ευρωπαϊκή Ενωση καί πού θά παρουσιασθή ενισχυμένο στό μέλλον. Προφανές είναι ότι όσο ή ανθρωπότητα προχωρεί σέ μιά μείζονα όργάνωση διεθνικού συντονισμού, τόσο καί ή διευρυμένη περιφέρεια, συμπίπτουσα μέ έκείνη τής πολιτιστικής περιοχής, θά έμφανίζεται ώς φορεύς πολιτικής καί ιστορικής σημασίας. Αύτό ήδη καί άναγνωρίζεται άπό τούς πολιτικούς αναλυτές. Γιά νά χρησιμοποιήσωμε μάλιστα καί τήν ορολογία τών «είδικών», πού ιδιαίτερα αρέσκονται στήν έξεύρεση όρων, ή πολιτική όργάνωση τού κόσμου προχωρεί από έναν «κόσμο κρατών» σέ ένα «κράτος τού κόσμου». Όσο συγκεχυμένος καί άν παραμένη ό όρος «κράτος τού κόσμου» (θυμίζων έλαφρώς τήν Πολιτεία τού Θεούτου Αγ. Αυγουστίνου), ένα είναι ύποχρεωμένο αύτό τό κράτος νά θεωρήση ως συστατική μονάδα τής πολιτικής του λειτουργίας: τήν έννοια τής πολιτιστικής καί οικονομικής περιοχής. Αύτό άκριβώς κατά αύτονόητον τρόπο δέχονται καί οί πολιτικοί αναλυτές [βλ. π.χ. Ε. Ο. Czempiel, Weltpolitιk im Umbruch. (Das Internationale System nach dem Ende des Ost-West-Κοnflikts), 1991, σελ. 47 κ.έ.]. Εδώ όμως πρέπει νά σημειώσωμε ότι παρά τήν τεχνολογική έξέλιξη μέ τούς κομπιούτερ, τήν όργάνωση τών έρευνητικών κέντρων καί τών παν/μίων, ή ιστορική έρευνα συνεχίζει νά έπεται τής πολιτικής καί όχι νά προηγήται. Έχει δηλαδή περισσότερο κοινωνιολογικό χαρακτήρα καί όχι πολιτικό, πράγμα που εξηγείται άπό τό γεγονός ότι στήν Δύση, όπως ιεραρχικά είναι ώργανωμένη ή παραγωγή, έτσι είναι καί ή γνώση. Τόν περασμένο αίώνα ή πολιτική ήταν μιά κλειστή ασχολία τών Kabinetts, πού τήν ήξεραν μόνο οί βασιληάδες καί οί πρωθυπουργοί. Οι ιστορικοί έτσι ήταν άπλώς υποχρεωμένοι νά επιβεβαιώνουν μέ τά βιβλία τους τήν πολιτική, πού διεκινείτο έρήμην των, καί όχι νά ασχολούνται μέ τήν έπακριβή γνώση πού θά μπορούσε νά τήν βοηθήση. Κάτι βέβαια πού ή πολιτική δέν είχε όπωσδήπτοτε ανάγκη, άφού ύπό τό ιμπεριαλιστικό έμβλημα τής «προόδου» είχε τήν βοήθεια τών κανονιών γιά νά τό πραγματοποιήση. Καί έπειδή τό αύτό συμβαίνει καί σήμερα (οί ιστορικοί περιμένουν τά βιβλία τών πολιτικών γιά νά «φωτισθούν»), δέν είναι τυχαίο, ότι μετά τήν πολιτική αλλαγή του κόσμου μας ή Εύρώπη δέν έχει καμμιά πρόταση νά άρθρώση γιά τίποτε. Είναι βαθύτατα θεμελιωμένο στήν φύση τών πραγμάτων τό γεγονός, ότι δειλές προσπάθειες βιβλίων σάν τό παραπάνω είναι υποχρεωμένες νά αρχίζουν ώς έξής: «Τούτο τό βιβλίο ύπάγεται σέ έκείνη τήν δύσκολη κατηγορία βιβλίων πού οφείλουν νά γραφούν, παρ ότι τελικώς δέν μπορούν νά γραφούν». Η δυσκολία έγκειται στό ότι καί σήμερα τά βιβλία πρέπει νά μένουν «ένθεν» τής πολιτικής... Από τόν κανόνα δέν έξαιρείται τό έν λόγω αξιόλογο κατά τά άλλα κείμενο. Διότι ένώ διαπιστώνει τήν φορά τών ιστορικών πραγμάτων πρός μιά διεθνή όργάνωση κατά περιοχές -πού ό συγγραφέας καλεί «Gesellschaftswelt» καί τήν βλέπει έκπροσωπουμένη άπό κοινωνικές οργανώσεις κατά φυσικό τρόπο παραγόμενες άπό τις ίδιες τις κοινωνίες καί πέραν τών ήδη ύπαρχόντων διεθνών οργανισμών-, άκριβώς τό κλειδί ρυθμίσεως αύτής τής «νέας τάξης» πραγμάτων, πού είναι ή Μεσόγειος, τό έξαιρεί. Καί τό έξαιρεί, βέβαια, λόγω τής ίστορικής καί πολιτικής έκκρεμότητος πού παρουσιάζει ή έννοια «Ευρώπη» στο σύγχρονο κόσμο. Αν κάτι έδειξε ή κατάρρευση τού σοσιαλισμού, δέν ήταν άκριβώς ή άποτυχία του ώς οίκονομικού συστήματος, άλλά, αντίθετα, τήν φύση τών πολιτικών δυσχερειών επί παγκοσμίου έπιπέδου άπό τήν αορίστου περιεχομένου ονομασία «Εύρώπη». Αυτό είναι εκείνο πού μονίμως ύφέρπει κάτω από όλων τών ειδών τής πολιτικές «άναλύσεις» καί «προτάσεις» - ότι ή «Εύρώπη» τό μόνο πού έχει νά προτείνη ώς «νέο» είναι αύτό πού θά είχε νά προτείνη καί πρό δέκα αιώνων: νά ζή εις βάρος τής άνατολικής Μεσογείου χωρίς νά τό ομολογή, προσδίδοντας στό γεγονός φιλοσοφικές όνομασίες...
Καί έπειδή ώς πρός αύτό έπί τού παρόντος ή «Εύρώπη» δέν έχει τίποτε τό νέο νά προτείνη, γι'αύτό καί κάθε «νέα τάξη» πραγμάτων είναι φυσικό νά τής είναι απόλυτα έχθρική. Τούτη ή τακτική όμως καθόλού δέν είναι απηλλαγμένη ριζικά άδιεξόδων καταστάσεων. Ιδού π.χ. πώς απηχούνται ειδικώτερα οί εύρωπαϊκές εκτιμήσεις στις αναλύσεις τού προαναφερθέντος ερευνητή: σε όλες τις περιοχές τού κόσμου τις άπομακρυσμένες άπό τήν δυτική Εύρώπη, άναγνωρίζεται μιά αυτοδυναμία περιφερειακής άναπτύξεως καί πολιτικής σταθεροποιήσεως. Στήν περιοχή τού Ινδικού, στήν μέση καί νότια Αφρική, στήν νότια καί κεντρική Αμερική η περιφερειακή σταθεροποίηση είναι κάτι τό θεμιτό καί έπιθυμητό. Εκεί πού πρέπει όλα νά μείνουν όπως είναι, είναι άκριβώς ή περιοχή πού έχει τά μεγαλύτερα προβλήματα αύτή τήν στιγμή, δηλαδή τής άνατολικής Μεσογείου (στήν όποίαν περιλαμβάνονται τά Βαλκάνια, ή Μαύρη Θάλασσα καί ή Μέση Ανατολή). Η περιοχή τής Εγγύς και Μέσης Ανατολής, γράφει ό προαναφερθείς συγγραφέας, πρέπει να έξαιρεθή καί «νά μήν έπαφεθή στήν τάση της περιφερειακής άναπτύξεως». «Η ασφάλεια του Ισραήλ, ό πλούτος τού πετρελαίου καί ή στρατηγική σημασία τής περιοχής γιά τις βιομηχανίκές χώρες της Δύσης τήν έξαιρούν άπό τήν γενική κατεύθύνση του κόσμου... Η Εγγύς καί Μέση Ανατολή άρα δέν θά ύπαχθούν σέ περιφερειακή άνάπτυξη» (σελ. 68-69).
Η επιλεγμένη αοριστία εννοιών φανερώνει βέβαια τήν έμμονή σέ συγκεκριμένου είδους παραδεδομένες παραστάσεις, δηλαδή ότι ή δυτική Εύρώπη είναι ένας άπομονωμένος στήν αύτοσυνείδησή του χώρος από την Μεσόγειο, της οποίας το νόημα γι'αυτήν προκύπτει μόνο από τήν ιεράρχηση «στρατηγικών» αξιολογήσεων καί όχι άπό κάποια συνείδηση ιστορική. Γιατί όμως μιά «περιφερειακή άναπτυξη» αλλοιώνει τήν «στρατηγική σημασία» τής Μέσης Ανατολής γιά την δυτική Εύρώπη; Δέν μπορεί να υπάρξη άνάπτυξη πού νά μήν τήν άλλοιώνη; Τό ερώτημα αυτό, βέβαια, μόνο από μιά συλλογιστική συνολικής μεσογειακής συνείδησης θά μπορούσε νά προκύψη, πού βλέπομε να μην υπάρχη. Η δυτική Ευρώπη μόνο ως τέτοια βλέπει τόν εαυτό της σέ κάθε μελλοντική εξέλιξη τού κόσμου. Οχι ώς τμήμα ενός φυσικώς ώργανωμένου μεσογειακού οργανισμού. Χωρίς τήν ιστoρική οργάνωση ομως του μεσογειακού χώρου είναι πολύ άμφίβολο άν μπορούν νά διευθετηθούν άνάλογα προβλήματα άλλων γεωγραφικών εκτάσεων. Στά μεσογειακά προβλήματα υπάρχουν βεβαίως προτεραιότητες, άλλά χωρίς διευθέτηση του προβλήματος της Μέσης Ανατολής κανένα τελικώς πρόβλημα της Μεσογείου δέν μπορεί νά λυθή μακροπροθέσμως. Τούτο δέν είναι θέμα τών πολιτικών εργαστηρίων άλλά γεωπολιτικό καί ιστορικό δεδομένο δεκάδων αιώνων. Δυστυχώς δέν ύφίσταται μελέτη πού νά μάς έξηγή γιατί κατά τούς αιώνες τού παρελθόντος, πού ό μεσογειακός όργανισμός έλειτουργούσε ιστορικά, ή ιστορική πορεία τής δυτικής Εύρώπης έσημείωνε μιά διαρκή άνοδο, ενώ όταν αύτός έπαψε, δηλαδή άπό τόν κριμαϊκό μέχρι τόν πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, όπου συμβαίνει καί ή βιομηχανική άνάπτυξη τής δυτικής Εύρώπης μέ κεφάλαια τού μεσογειακού όργανισμού, ή ιστορική πορεία τής δυτικής Εύρώπης πίπτει καθέτως και η πολιτική της σημασία έκμηδενίζεται. Τά προβλήματα αυτά ακόμη μέχρι σήμερα δέν μοιάζει να απασχολούν κάν την συνείδηση τών δυτικοευρωπαίων μελετητών.
Σίγουρα τό κράτος τού Ισραήλ πολεμά για τήν «ασφάλειά» του, αυτό όμως δέν σημαίνει πώς εξασφαλίζει έτσι καί τήν ιστορική επιβίωση του, άκόμη κι'άν δεκαπλασιασθή. Διότι αύτή έξαρτάται άπό τις ιστορικές σχέσεις πού μπορεί νά άναπτύξη με τον ισλαμικό κόσμο και όχι από τα όπλα. Υπό άλλες συνθήκες το Ισραήλ θά μπορούσε νά παίξη ένα θετικό ρόλο, οί συνθήκες όμως αυτές βλέπομε πώς δέν προβλέπονται. Πρέπει έξ άλλου νά παραδεχθούμε ότι ουδέποτε άνεγνωρίσθη κατά τό παρελθόν, ότι είναι δυνατόν νά ύπάρξουν προβλήματα που θά μπορούσαν νά είχαν τις μακροπρόθεσμες άντανακλάσεις των στήν ίδια τήν Εύρώπη...

δ´
Οσο τώρα για τον «πλούτο του πετρελαίου», αυτός μόνο πλούτος γιά τούς Αραβες δέν είναι. Είναι, αντίθετα, ένα πανάκριβο έξοδο γι'αυτούς, άφου το πετρέλαιο λαμβάνεται εντελώς δωρεάν. Όλα τά κράτη πετρελαίου τής Μέσης Ανατολής -αρχής γενομένης από του κουρδικού πού αναφέραμε στήν άρχή- έφχιάσθηκαν έτσι, ώστε είτε νά τούς λείπη καθ'όλοκληρίαν ό εθνικός κορμός, είτε νά αντιμετωπίζουν τεράστια μειονοτικά προβλήματα. Οι «στρατηγικές» αυτές υπήρξαν γενικές τού καπιταλισμού ώς έμπορικοϋ συστήματος, άλλά στήν περιοχή τής ανατολικής Μεσογείου, λόγω τού υπάρχοντος πολιτιστικού πλούτου, έπραγματοποιήθησαν κατ'έξοχήν. Τι χρειάζεται σ'ένα κράτος, ειδικώτερα σέ μιά «έθνική κυβέρνηση», γιά νά ύπάρξη, όταν δέν έχη αντικειμενικούς λόγούς ύπαρξης; Τα όπλα καί οί «δυνατοί» στρατοί! Και τι μπορεί νά κοστίζη ό εξοπλισμός ενός στρατού, έστω καί μέ απλά τουφέκια, όταν αυτός έξασφαλίζη τήν «έθνική» υπαρξη; Κοστίζει όλόκληρη τήν παραγωγή πετρελαίου, άν ή χώρα παράγη πετρέλαιο, όλόκληρη τήν παραγωγή καφέ, άν ή χώρα παράγη καφέ, καί όλόκληρη τήν παραγωγή μπανάνας, άν ή χώρα παράγη μπανάνες. Συνεπώς τά χρήματα πού «πληρώνονται» για το πετρέλαιο παίρνονται «εις τό ακέραιο» πίσω διά τών εξοπλισμών. Τά όπλα και οι σφαίρες δέν έχουν τιμή είναι ανταλλαγή είδους μέ είδος. Αύτό επιβάλλει ή «έθνική ιδεολογία» τών κρατών (όλα στό επίπεδο τής ιδεολογίας παίζονται...). Τα οπλικά συστήματα δέν παύουν νά «τελειοποιούνται» βέβαια (ή «τελειοποίηση» είναι απαραίτητη, διότι υπάρχει ό πληθωρισμός, τά ποσοστά του οποίου πρέπει νά «καλύπτουν» κάθε φορά οί «νέες» εφευρέσεις...), αλλά φανερό είναι ότι πρέπει νά γίνωνται αναγκαστικά καί πόλεμοι, γιά νά μή χάνουν οί «όπλισμοί» τήν σημασία τους. Τό αίμα πού χύνεται είναι συνεπώς ακριβώς τό κέρδος πού έχουν οι Αραβες από τό πετρέλαιο. Σ αύτό τό έμπόριο (ή μάλλον είδος «πολιτικής» πρέπει να πούμε) δέν υπάρχουν διακρίσεις από φίρμα σέ φίρμα και από κράτος σέ κράτος. Τό όλον σύστημα τής πολεμικής βιομηχανίας τής Δύσεως είναι ένιαίο, διότι ένιαία ειναι και η ιστορική σχέση: Είναι σχέση προϊόντων καί πρώτων ύλών. Με τήν ίδρυση του ΝΑΤΟ μεταπολεμικά και την άνάπτυξη τής πυρηνικής τεχνολογίας, όλες οί πολεμικές βιομηχανίες της Δύσεως εργάζονται άπό κοινού. Τά άνακαλυπτόμενα συνεπώς ένίοτε «σκάνδαλα» στόν Τύπο, περί πωλήσεως όπλων, είναι μιά πολιτική ίσοζυγίου μεταξύ τών ίδιων τών έταιρειών πολεμικής βιομηχανίας καί καθόλου κάποιες δημοσιογραφικές «άνθρωπιστικές νίκες». Ιδίως οί «αποκαλύψεις» συμβαίνουν όταν ή χώρα-πελάτης έκδηλώση διαθέσεις κυριότητας έπί των όπλων πού αγοράζει καί, πολύ περισσότερο, όταν έκδηλώση διαθέσεις νά τά κατασκευάση ή ίδια. Πράγμα βέβαια πού είναι απολύτως φυσικό, έφ'όσον ή χώρα είναι «έθνικώς» ύποχρεωμένη νά κατέχη όπλα. Οι «αποκαλύψεις» τότε έχουν το νόημα δημιουργίας της «εικόνος τον έχθρού» καί τού «κινδύνου», πού θα επιτρέψουν κάποιες εις βάρος της κυρώσεις μέσω τών «διεθνών οργανισμών». Εδώ βέβαια προκύπτει καί ή αντίφαση τών πραγμάτων, διότι, σύμφωνα μέ τις άρχές τών καταστατικών τών διεθνών όργανισμών, όλες οι χώρες έχουν τό δικαίωμα άναπτύξεως καί κοινωνικής προόδου. Συνεπώς, κάθε χώρα μπορεί νά έπικαλεσθή τήν άνάγκη τής τεχνολογικής αναπτύξεως γιά είρηνικους καί έπιστημονικούς σκοπούς. Η άντίφαση έν προκειμένω προκύπτει άπό τήν ίδια τήν δομή τών «διεθνών όργανισμών», που από τήν μιά μεριά έχουν άνάγκη από «ισότιμα μέλη» στά χαρτιά, ένώ από τήν άλλη προσπαθούν τό όλον σύστημα τών διεθνών σχέσεων νά τό έντάξουν σέ ώρισμένο είδος πολιτικής.
Δεδομένου βέβαια ότι σήμερα ή παλαιά πολιτική τής άποικιοκρατικής εποχής τής μή εξαγωγής τεχνολογίας δέν μπορεί -καί ούτε πιά συμφέρει- νά έφαρμοσθή, είναι φανερό πώς μόνο ένα νέο είδος πολιτικής μπορεί νά λύση τό πρόβλημα τού «πυρηνικού κινδύνου» άπό άναπτυσσόμενες χώρες. Μόνο κοινωνικά προβλήματα καί προβλήματα «εθνικών διαφορών» εμποδίζουν τίς διάφορες χώρες νά αναπτυχθούν καί όχι γιατί δέν μπορούν νά λύσουν εξισώσεις. Συνεπώς, όσο οι διεθνείς σχέσεις όμαλοποιούνται, τόσο άναπότρεπτος θά καθίσταται καί ό «κίνδυνος» τής πυρηνικής τεχνολογίας άπό άλλους. Τό μόνο μέσον αποτροπής του είναι άλλο είδος διεθνών σχέσεων. Ενα έπίσης μέσον γιά πολέμούς στήν περιοχή τής Μέσης Ανατολής είναι καί τό νερό, βάσει της «κοινωνιολογίας» τών «ύδραυλινών κοινωνιών»...
Κατά τά άλλα ή «στρατηγική σημασία» τής Εγγύς καί Μέσης Ανατολής γιά τήν βιομηχανική Ευρώπη είναι άπλώς έκείνη τής πιό κοντινής άγοράς γιά τά προΐόντα. Βεβαίως ύπύρχουν άραβικές χώρες, όπως ή Λιβύη ή τό Κουβέϊτ (ή διαφορά είναι ότι γιά τήν Λιβύη αύτό άποτελεί έλεύθερη πολιτική έπιλογή), οί όποίες υποδεικνύουν τόν σωστό δρόμο, δηλαδή έπενδύουν τά έσοδά τους στήν ίδια τήν ευρωπαϊκή βιομηχανική παραγωγή (άντί π.χ. νά τά έπενδύσουν στήν Κίνα), πλήν όμως ή σωστή πολιτική τους, δηλαδή ή ένσωμάτωση τού πετρελαίου στήν παραγωγή, διέπεται τελικώς άπό τήν λογική τού παραλόγού, άκριβώς γιατί ή Ευρώπη δεν έχει καμμιά πολιτική μέ τίς αραβικές χώρες. Οι συνεχείς επενδύσεις «πετροδολλαρίων» στις δυτικές βιομηχανίες σημαίνει ότι αργά η σύντομα οί κύριοι μέτοχοι σ'αυτές θά είναι οί Άραβες. Αρα ούτε ή σωστή πολιτική τής Λιβύης είναι σωστή. Η μόνη λύση που έχει νά προτείνη ή Ευρώπη, όπως θά ιδοϋμε, είναι οί διαρκείς τοπικοί πόλεμοι γιά νά χρειάζωνται όπλα!... Μιά λύση άπολύτως «σωστή» καί «λογική», καθ'ότι η μόνη δυνατή μη υπαρχούσης πολιτικής. Μιά πολιτική που θα προέβλεπε τήν ένσωμάτωση τού πετρελαίου στήν παραγωγή, δηλαδή τήν δωρεάν άπολαβή του, θά προϋπέθετε μιά γενικώτερη πολιτική όργανώσεως τής Μεσογείου, τήν όποίαν όμως όπως βλέπομε ή Ευρώπη δέν έχει καί ούτε θέλει νά έχη. Καθόλου συνεπώς παράξενο πού καί ό σεΐχης Γιαμανί, στά σχέδια καταλήψεως τών πετρελαιοπηγών πρό είκοσαετίας, είχε ώς άπάντηση «άν γίνη κάτι τέτοιο, οί πηγές θά άνατιναχθούν άμέσως», ένώ ώς Δ/ντής Ινστιτούτου στό Λονδίνο είπε, μετά τόν πρόσφατο πόλεμο τής Μέσης Ανατολής [1998 το κείμενο], ότι πρέπει νά σπεύση η Σαουδική Αραβία νά άγοράση τά πιό «μοντέρνα» όπλικά συστήματα γιά τήν «άσφάλειά» της... Ο κ. Γιαμανί είναι πραγματιστής: διαρκώς «πιό μοντέρνα» όπλικά συστήματα θά χρειάζωνται όλα τά αραβικά κράτη... Τό δυστύχημα είναι ότι αυτό βλέπει καί η Εύρώπη ώς μόνη λύση...
Ακόμη καί τό Ιράκ -πού πρέπει νά μάς άπασχολήση γιά λίγο ιδιαιτέρως- θά χρειασθή κι'αύτό «μοντέρνα» όπλικά συστήματα στο μέλλον, αν διατηρηθή σάν κράτος. Το νόημα του τελευταίου πολέμου στόν Περσικό, μάς τό είπε ό κ. Μπούς στήν προεκλογική του έκστρατεία: άν δέν έκανε τόν πόλεμο, οί ψηφοφόροι τον θά πλήρωναν έπτά δολλάρια τό γαλλόνι. Αρα ό πόλεμος έγινε γιά τόν OPEC και από αυτή τήν άποψη ύπήρξε καί γιά τίς δυό πλευρές αναγκαίος. Οι πολιτικές άνακατατάξεις τών καιρών μας δέν έπέτρεπαν καμμιά αύξηση του πετρελαίου, αφού έπρεπε νά διοχετευθούν κεφάλαια πρός τήν άνατολική Εύρώπη, ένώ ό Χουσεΐν ήταν άναγκασμένος νά ζητήση περισσότερα λεφτά, διότι είχε έναν τεράστιο στρατό άπό τόν πόλεμο μέ τό Ιράν, τόν όποίον δέν μπορούσε νά άποστρατεύση χωρίς κίνδυνο έσωτερικών ταραχών. Συνεπώς -πολιτικά- ό πόλεμος τόν Σαντάμ τόν ωφέλησε. Ο Σαντάμ με τόν στρατό του βρέθηκε στήν ίδια οικονομική ανάγκη πού βρέθηκε καί ό Σάχης μέ τίς «μεταρρυθμίσεις» του. Η προσπάθεια του Κουβέϊτ νά ρίξη τόν Σαντάμ στά δίχτυα τής Διεθνούς Τραπέζης, κλέβοντάς του το πετρέλαιο, άφου οι συνοριακές διαφορές δέν ήταν ξεκάθαρες -τό Κουβέϊτ είχε συμφέρον γιά τίς ενέργειές του αυτές δεδομένου ότι τά έξοδά του από βιομηχανικές επενδύσεις ήσαν μεγαλύτερα από τά τού πετρελαίου-, είχαν αίτιοκρατικώς τήν γνωστή συνέχεια πού ξέρομε. Ο πόλεμος άρα ύπήρξε γιά όλους έπωφελής!... (Ενας από τους λόγους όξυνσης τών κοινωνικών καί έργασιακών προβλημάτων στην Εύρώπη σήμερα είναι ή «αναπτυξιακή ευφορία» τής δεκαετίας του '80, πού όφείλεται ακριβώς στόν πόλεμο Ιράκ-Ιράν...). Ακόμη και για το Κουβέίτ: τώρα μέ τήν ανασυγκρότηση θά προμηθευθή καλύτερες κλιματιστικές έγκαταστάσεις, ώστε νά φοράνε πιό άνετα οί πριγκίπισσες γούνες τό καλοκαίρι... Μέ τό πρόσχημα π.χ. ότι ό Σαντάμ διαθέτει ατομικά όπλα, θά μπορούσε νά έπιβληθουν οικονομικοί άποκλεισμοί καί τό καθεστώς του λόγω τού πελωρίού στρατού νά έπεφτε έκ τών έσω, σημασία όμως έχει ότι σέ μιά πολιτική ανατιμήσεως θά ήταν σύμφωνο καί τό Ιράν και ίσως καί άλλες χώρες, πράγμα πού όπως είπαμε δέν ήταν τής έπικαιρότητος... Τά συνθήματα ότι ό πόλεμος ήταν έπείγων, διότι ό Σαντάμ είχε πυρηνικές έγκαταστάσεις (τίς όποίες προφανώς έπρομηθεύθηχε άπό τήν Δύση μέσα στήν παραπάνω λογική), πρέπει μάλλον νά θεωρηθούν υποθέσεις... Επίσης θεωρητικής υποθέσεως σημασία έχει καί ή άποψη, ότι ένα στρατιωτικώς δυνατό Ιράκ θά άποτελούσε πυρήνα συνοχής τού «ίσλαμικοϋ κόσμού» καί θά τόν ώδηγούσε σέ περιφερειακή άνάπτυξη. Δέν είναι προφανές ότι στόν «ισλαμικό Κόσμο» ή στρατιωτική ίσχύς σημαίνει καί πολιτική ταυτόχρονα. Επρόκειτο συνεπώς γιά θέμα άπλών «πολιτικών υπολογισμών»: καί τά δύο παλαιά «κέντρα» τού ψυχροϋ πολέμου στήν Μέση Ανατολή, το Ιράν καί τό Ιράκ, έπρεπε νά ξεγίνουν ώς τέτοια. Εξ ού καί ή άνοδος του Χομένι στήν έξουσία, ενώ υπήρχαν άλλοι πολιτικοί. Μέ τόν Χομένι ο πόλεμος Ιράν-Ιράκ θά καθίστατο άναπόφευκτος. Το «ξεκάμωμα» μέ τό Ιράν ήταν ευκολώτερο, διότι όλη του ή πολεμική μηχανή ήταν δυτικής προελεύσεως (είδικώτερες λεπτομέρειες βρίσκει κανείς στό βιβλίο του Σάχη Απάντηση στήν Ιστορίαπού έγραψε λίγο πρίν πεθάνη...). Δέν ήταν όμως έξ ίσου εύκολο καί μέ τό Ιράκ, πού διέθετε σοβιετική όργάνωση καί έξοπλισμό...
Τό πρόβλημα τών πετροδολλαρίων δύο τρόπους λύσεως επιδέχεται: είτε τούς πολέμους είτε κάποιον τρόπο ενσωματώσεως του πετρελαίου στήν παραγωγή, ώστε νά μήν πληρώνεται. Αλλά μέ σφενδόνες, όσο ήλεκτρονικώς τελειοποιημένες κι'άν υποτεθούν, είναι αδύνατο νά έπιστρέφουν τά πετροδολλάρια. Θά χρειάζωνται συνεπώς όπλα όλο καί πιό «πυρηνικά», πράγμα πού έκ τών πραγμάτων δέν μπορει νά γίνη. Ενσωμάτωση πάλι τού πετρελαίου στήν παραγωγή, είδαμε ότι δέν προβλέπεται. Συνεπώς πολιτικώς μέν τό πρόβλημα «διευθετήθηκε» προσωρινώς, ιστορικώς όμως τό πρόβλημα παραγωγής καί πετρελαίου όχι μόνο δέν έμπήκε σέ κάποιον δρόμο, άλλά περιπλέκει άλλες καταστάσεις περισσότερο. Διότι εκείνο που ενδιαφέρει ειναι ότι μέ τις τρέχουσες διαχειρίσεις δέν είναι δυνατόν νά λυθή το Κουρδικό, που ειναι το πιο έπείγον όλων τών προβλημάτων. Χωρίς λύση τού Κουρδικού όμως δέν μπορει ή Τουρκία νά παίξη κανένα ένεργό ρόλο στήν περιοχή τής Μαύρης Θαλάσσης, διότι θά παραμένη πάντοτε ένας άρρωστος πολιτικά καί κοινωνικά όργανισμός. Τόν τεράστιο καί όργανικό ρόλο τής Μικράς Ασίας ώς πρός τήν Μαύρη Θάλασσα τόν ξέρομε έδώ καί 2.500 χρόνια καί πιό κάτω θά τόν ιδούμε άπό μερικές άπόψεις καλύτερα. Χωρίς αυτόν τόν παράγοντα, όμως, χωρίς τόν παράγοντα Τουρκία δηλαδή, δέν μπορει νά λειτουργήση η Μαύρη Θάλασσα, τόσο ώς πρός τά Βαλκάνια (διά τής Ρουμανίας καί Βουλγαρίας - έξ ου καί η άνάγκη ενός ενιαίου χώρου Μακεδονίας που νά ενώνη τό Ιόνιο μέ τό Αίγαίο καί την Μαύρη Θάλασσα), όσο καί ώς πρός τήν Ουκρανία καί τις χώρες τού Καυκάσου. Καί χωρίς Μαύρη Θάλασσα καί Βαλκάνια, δέν μπορει νά λειτουργήση καί όλος ό μεσογειακός οργανισμός. παραβλεπομένων όλων αύτών, είναι μάλλον λεκτική ύπερβολή ή όποιαδήποτε «νέα τάξη» τού κόσμου... Να πούμε ότι η Ούκρανία, η Γεωργία, η Βουλγαρία, η Ρουμανία ή η Ουγγαρία άπετίναξαν τήν «δικτατορία», γιά νά περάσουν μέ τήν «ελευθερία» καί τήν «δημοκρατία» στήν μόνιμη υπανάπτυξη, ή νά περιμένουν άπ'τις ελεημοσύνες τής Ευρωπαϊκής Ενωσης καί τών διεθνών ταμείων, ειναι κάπως παράλογο, άφού έχουν τήν φυσική δυνατότητα νά άναπτυχθονν.
Είναι όμως καί ή άναγκαστική εκδοχή μέ άλυτο τό Κουρδικό. Δυστυχώς αυτή είναι ή φυσική διασύνδεση τών πραγμάτων... Λύση όμως τού Κουρδικού -έστω καί κατά μιά μείζονα αυτονομία τών Κούρδων (πράγμα πού θ'άργήση νά τους χρησιμεύση, διότι άκριβώς λόγω τής διαιρέσεως θά πέσουν σέ... δυναστικούς πολέμους)- σημαίνει κατάργηση του Ιράκ ώς κράτους. Διότι ή κρατική ύπαρξη του Ιράκ στηρίζεται άκριβώς στήν Μοσούλη. Μιά καί τά άραβικά κράτη ξέρουν καλύτερα τά μεταξύ των «μυστικά», τό 1958 η Συρία καί η Αίγυπτος άκριβώς τήν Μοσούλη προσπάθησαν νά ξεκολλήσουν άπό τό Ιράκ μέ τήν πολιτική τού στρατηγού Κασσέμ. Αλλά ούτε καί τό νέο καθεστώς τού Κασσέμ μπορούσε νά προσχωρήση στις ιδέες τού παναραβισμού τού Νάσσερ, αφού ή ύπαρξη τού κράτους του έξηρτάτο άκριβώς άπό τούς Κούρδους τής Μοσούλης πού δέν ήσαν Αραβες.
Πρόκειται συνεπώς περί φαύλου κύκλου τών «κλασσικών» περί πολιτικής άντιλήψεων, ο οποίος σήμερα άντιστρατεύεται κάθε «νέα τάξη». Πολύ περισσότερο, άκριβώς διότι ή δυτική Ευρώπη δέν αισθάνεται άπαραίτητο κάποιο είδος φυσιολογικής μεσογειακής πολιτικής. Πρόκειται περί τών πραγμάτων πού ούτε λέγονται ούτε άναλύονται, άλλά πού αποτελούν τόν πυρήνα κάθε πολιτικής πραγματικότητος. Καί πού γιά νά έπιτευχθή τό «μεγαλοφυές» αδιέξοδό τους, όπως ήδη εξηγήσαμε, χρειάσθηκε ή «Ευρώπη», που «άρχή» της δέχεται τήν «αρχαία Ελλάδα», να καταστρέψη ό,τι πολιτικώς σοφώτερο παρήγαγε αυτή επί του χάρτου άπό εποχής Ηρακλείτου καί εντεύθεν... Λύση τού Κουρδικού θά μπορούσε νά σημαίνη δύο πράγματα: είτε ότι τό Ιράκ θά έπαυε να υπάρχη σάν κράτος καί τόν χώρο του θά έκάλυπταν κάποιες ανακατατάξεις μεταξύ Συρίας καί Περσίας, είτε ότι θά μπορουσε νά κρατήση τό Κουβέϊτ (ή ίσως καί περισσότερο) καί νά χάση τήν Μοσούλη, με ταυτόχρονη διευθέτηση του συνόλου Κουρδικού, πράγμα πού επίσης θά συνεπήγετο κάποιες ανακατατάξεις μεταξύ Περσίας και Ιράκ, πιθανόν μακροπροθέσμως πολύ πιό έπωφελείς από τίς υπάρχουσες. Αύτά όμως, ή όποιεσδήποτε άλλες λύσεις, προϋποθέτουν μιάν σύνολη πολιτική γιά τήν Μέση Ανατολή, ή όποία έπί τού παρόντος δέν είναι δυνατή λόγω τής προτεραιότητος τών προβλημάτων του πρώην ανατολικού μπλόκ.

ε´
Οτι όμως καί άπό τά βαλκανικά προβλήματα, έκείνα τής Μαύρης Θαλάσσης καί τής Αρμενίας κανένα δέν πρόκειται νά λυθή μακροπροθέσμως ικανοποιητικά χωρίς μιά σύνολη πολιτική γιά όλη τήν ανατολική Μεσόγειο, είναι περισσότερο από προφανές. Περιττόν θά ήταν βέβαια νά προσθέσωμε ότι τά όποια προβλήματα αυτών τών μεσογειακών περιοχών απαιτούν γενναία αποφασιστικά βήματα καί όχι τίς ρουτίνες «συνδιασκέψεων» τών υπερεθνικών οργανισμών, των όποίων ή όλη νομοτεχνική συγκρότηση εννοιών καμμιά σχέση δέν έχει μέ τήν πολλαπλή πολυπλοκότητα τών προβλημάτων.
Οι «ειδικοί τών συγκρούσεων» (ήγουν τής «Konfliktfor-schung») όμιλοϋν περί «έξαγορασθείσης ειρήνης». Επί τού παρόντος βέβαια έτσι φαίνεται. Ούτε καί είχε ή «Ευρώπη» άλλην δυνατότητα αποφυγής τού πυρηνικού όλοκαυτώματος, ειμή μόνο νά καταβάλλη τά πλεονάζοντα κεφάλαια... Όταν όμως αυτή ή δυνατότητα θά έκλείψη, ενώ έν τω μεταξύ τίποτε δέν θά έχη αλλάξει στήν δομή τού κόσμου πού νά δίνη διέξοδο σέ ύπάρχοντα προβλήματα, ποιά θά είναι ή συνέχεια;... Η μόνη ουσιαστική διέξοδος γιά τίς καταστάσεις τής Εύρώπης καί όχι τής «δυτικής Εύρώπης» μόνο -άν ύποθέσωμε βέβαια ότι υπάρχουν τέτοιες γι'αυτήν, όταν δέν υπάρχουν γιά κανέναν άλλον-, είναι ακριβώς ή όργάνωση τού μεσογειακού όργανισμού, από τήν διάλυση τού όποίου προέρχονται τά σημερινά προβλήματα (καί πού κάποτε θά προέκυπταν φυσικά). Αλλά κάτι τέτοιο προϋποθέτει, καθώς είπαμε, κάποια πολιτική ώς πρός τόν αραβικό κόσμο, δηλαδή κάποια μεσογειακή πολιτική.
Προσωπικώς δέν νομίζομε ότι ύπάρχει άραβας πολιτικός, ό όποίος θά διενοείτο νά χρησιμοποιήση τό πετρέλαιο ώς «όπλο κατά τής Δύσης». Αύτό πού δέν θέλουν οί Αραβες είναι αύτό πού μάλλον δέν μπορει νά γίνη, δηλαδή νά... ίνδιανοποιηθοϋν! Αν οί αραβικές κυβερνήσεις δέν δέχωνται οί τιμές τού πετρελαίου νά άποτελούν «άξίες» του Χρηματιστηρίου [θυμάται μήπως κανείς πόσα ατυχήματα πετρελαιοφόρων (καί πόση μόλυνση περιβάλλοντος) επήλθαν μέ τόν πόλεμο στό Ιράκ; Είναι διότι τά πετρελαιοφόρα άρχισαν νά πλανώνται ανά τούς ώκεανούς δεξιά καί αριστερά, τής κατευθύνσεως κανονιζομένης κάθε φορά από τίς καμπύλες τού Χρηματιστηρίου... Επόμενο ήταν νά βουλιάξουν καί μερικά...], ειναι άκριβώς γιατί δέν μπορούν νά αντιμετωπίσουν εσωτερικά τίς συνέπειες διά τών... «έργαλείων» τού Μάξ Βέμπερ τής «Gesinnung» - und «Verantwortungse-thik»... Αλλά πιθανώς αυτό είναι εύτύχημα. Διότι ακριβώς αύτή ή μή δυνατότητα διακρίσεως καί κοινωνικής διχοστασίας αποτελεί καί τήν εγγύηση μιάς «νέας τάξεως» διά τής παραγωγής. Τό μόνο εμπόδιο σ'αυτό είναι απλώς ή ύφισταμένη ακόμη νοοτροπία τού κλειστού «Club» τής δυτικής Εύρώπης, που είναι ή αποκλειστική συνείδηση μέ τήν όποίαν ξεκίνησε μεταπολεμικά.
Απόδειξη ή τελείως τρελλή «αγροτική πολιτική» της, πού εκπονήθηκε «θεωρητικώς» άμέσως μετά τόν πόλεμο άπό τόν Τσόρτσιλ. Πού ώδήγησε τελικώς αυτή ή «πολιτική»; Πρώτα μέν σέ καταστροφή τής φύσης καί έπειτα στό ότι τό πλαστικό ψωμί λ.χ. είναι φθηνότερο από τό φυσικό. Τό φυσικό ψωμί, γιά τό όποιο τήν κύρια δουλειά τήν κάνει ή φύση, θά έπρεπε νά είναι φθηνότερο άπό τό πλαστικό, όπου γιά νά γίνη τέτοιο πρέπει νά δουλέψουν μηχανές, ήλεκτρισμοί, «επιστημονικά συνεργεία», «ειδικοί» καί έν γένει ή... «πρόοδος», δηλαδή πού θεωρητικώς έχει τήν περισσότερη δουλειά. Τό αντίθετο όμως συμβαίνει μέ τήν «αγροτική πολιτική»: τό φυσικό αυγό είναι απείρως ακριβότερο από τό βιομηχανικό. Τό πώς τού πράγματος δέν μάς ένδιαφέρει τό αποτέλεσμα συζητάμε. Περί τού «πώς» υπάρχει πάντα «έπιστημονικός» πληθωρισμός. Τό αποτέλεσμα όμως είναι ότι τά... πορίσματα τών «επιστημονικών αναλύσεων» τά άπολαμβάνει κανείς σέ τόσο μικρή απόσταση, μεταξύ μυαλού καί στόματος...
Αλλά η αοριστία εννοιων υπήρξε παντα το αγαπημένο σπορ της εύρωπαϊκής πολιτικής, διότι επιτρέπει τήν έξοικονόμηση τής στιγμής. Μια αλλη τρέχουσα αοριστία είναι η «ασφάλεια τής Ευρώπης». Ενώ μέ τούς αφοπλισμούς κανένας δέν έχει όπλα νά άπειλήση ουσιαστικά τόν άλλον -καί πολύ περισσότερο ό μή ανεπτυγμένος κόσμος τούς ανεπτυγμένους-, ή «Ευρώπη» αισθάνεται την «ασφάλεια» της παντα εν κινδύνω. Αν υπαρχη τέτοιο πρόβλημα -πράγμα που καθόλού βέβαιο δέν είναι- αύτο βέβαια πρέπει νά έρευνηθή εντός τής «Ευρώπης», δηλαδή στίς «φιλοσοφικές αρχές» του τρόπου παραγωγής της καί όχι εκτός αυτης. Η αοριστία του νέου ορού ειναι προφανώς πλανητικού βεληνεκούς: κέντρο τής «ασφαλείας τής Εύρώπης» θά είναι οί Βρυξέλλες, μέ άκτίνα δράσεως ώς την πιό τελευταία γωνιά της Γής. Διότι πάν τό συμβαίνον μπορεί νά έχη νά κάνη μέ τήν «ασφάλεια τής Εύρώπης - μιά νέα ιδεολογία δηλαδή, ή όποία μέ απλά λόγια λέει τό έξής: πολύ καλά είμαστε καί δέν χρειάζεται τίποτε ν'άλλάξη!... Γι'αυτό ακριβώς καί μέχρι τώρα ή «Ευρώπη» δέν αίσθάνθηκε καθόλού υποχρεωμένη να εξηγήση, γιατί ανακατεύεται στά Βαλκάνια (σέ χώρους δηλαδή πού κράτησαν όλο τό βάρος του ψυχρού πολέμου - τουλάχιστον!...), τί έχει νά τούς ύποδείξη καί ποιό είναι τό περιεχόμενο τών «ειρηνευτικών της σχεδίων», αφού καμμιά μεσογειακή πολιτική δέν διαθέτει ούτε καί αίσθάνεται απαραίτητη... Εν πάση περιπτώσει, κάπού οί έννοιες δέν βρίσκονται σέ τάξη: είτε ύπάρχει μιά συλλογική «ασφάλεια τής Ευρώπης» πού περιλαμβάνει καί τήν «νοτιοανατολική Εύρώπη» (εν προκειμένω ομως μένει η απορία, αν θα μπορουσε και ο Αλβανός ή ό Πομάκος νά άνακατευθή στά θέματα τής βορείού Ιρλανδίας γιά τήν «ασφάλεια τής Ευρώπης»), ή απλώς δέν υπάρχει (τουλάχιστον έπί του παρόντος) καμμία έννοια «νοτιοανατολικής Ευρώπης». Πολύ πιθανόν νά συμβαίνη τό δεύτερο...

ζ´
Γενικώς καί αορίστως έννοια προόδου δέν υπάρχει. Δέν μπορούμε νά πούμε άν προοδεύη ό άνθρωπος μεγαλώνοντας. Ως πρός ωρισμένες απόψεις ναί, ώς πρός άλλες όχι. Καί έπειδή ή έννοια τής προόδου μόνο τελολογικώς μπορεί νά όρισθή (π.χ. βιολογικώς ή ανώτερη έννοια προόδου ένάς όργανισμού είναι ό θάνατός του), γι'αύτό δέν μπορούμε νά χρησιμοποιήσωμε αυτόν τόν όρο στόν χώρο τής ιστορίας. Εκτός καί άν τήν ορίσωμε κι'αυτήν τελολογικά σάν τόν Χέγκελ, πράγμα για το οποίο δέν είναι οι κοσμοθεωρίες όλων τών πολιτισμών σύμφωνες...
Υπάρχει όμως μια τρίτη περιοχή που έκ πρώτης όψεως κάποια έννοια προόδου νοιάζει νά πραγματοποιήται. Καί αύτή είναι ή περιοχή τής έπιστημονικής γνώσης (διά του όρου αυτού εννοούμε έν τοις εφεξής μόνο τις θετικές επιστήμες, δηλαδή τις επιστήμες της μέτρησης). Και πάλι όμως έδώ ό όρος «πρόοδος» είναι κάπως άκαθόριστος. Διότι στόν μέν τομέα τών θεωρητικών επιστημών, δηλαδή στά Μαθηματικά, ύπάρχει ένα εσωτερικό προτσές, τό όποίον απλώς διαδοχικά ανακαλύπτεται (δέν υπάρχει τίποτε καινούργιο στά Μαθηματικά από τήν αρχαιότητα ώς σήμερα), στόν δέ τομέα τών έφηρμοσμένων έπιστημών -Φυσική, Χημεία, Βιολογία κλπ.- η όλη προσπάθεια συνίσταται σέ μιμήσεις τών μηχανισμών τής φύσεως (π.χ. ένα αυτοκίνητο «φιλοδοξεί» νά έπιτύχη τήν δομή ενός οργανισμού, δηλαδή την αύτοκίνηση). Η διαδικασία είναι προφανώς άνευ τέλους. Αφ ενός μέν γιατί τήν όλική όργανικότητα τής φύσης ό άνθρωπος δέν μπορεί νά τήν καταλάβη, αφού τούτο προϋποθέτει κατανόηση τής όργανικότητας τού Σύμπαντος (τότε μόνο θά μπορούσε νά φκιάση στό εργαστήριο μιά ντομάτα πού νά έχη γεύση ντομάτας), άφ'έτέρου δέ γιατί η κάθε τεχνητή διαδικασία έχει σάν τέτοια έγγενή αρνητικά στοιχεία καί συνεπώς η προσεγγιστική διαδικασία είναι άνευ πέρατος. Εν γένει δηλαδή στήν τεχνολογία υπάρχει ώς βάση ή μαθηματική διαδικασία μελέτης τής κινήσεως, πού προκειμένου νά μελετηθή στό χαρτί γίνεται άνευ πέρατος προσεγγιστική διαδικασία άκινησίας (έννοια τής «συνεχείας»). Συνεπώς στόν τομέα τής έπιστημονικής γνώσης μπορούμε νά μιλήσωμε περί προόδου. Αν αύτή είναι πρόοδος καί έξ αντικειμένου, δηλαδή άν σημαίνη ταυτόχρονα καί προαγωγή τών κοινωνικών σχέσεων τών ανθρώπων, είναι ένα άλλο ερώτημα στό όποίο ή απάντηση δέν είναι τόσο εύκολη. Διότι ή μηχανή εισβάλλει στις κοινωνικές σχέσεις τών ανθρώπων καί συνεπώς δεν υπόκειται πάντα στούς καθορισμούς πολιτιστικών τελών (στόν καπιταλισμό καθόλου).
Επικρατεί βεβαίως ή λαϊκή άντίληψη ότι ή τεχνολογία θεραπεύει άνάγκες, αυτό όμως είναι έν μέρει σωστό, διότι η μηχανή γενικώς θεραπεύει τίς άνάγκες πού ή ίδια δημιουργεί. Αισθανόμαστε σήμερα τήν ανάγκη του αύτοκινήτου έπειδή έχομε τό αυτοκίνητο'ο άνθρωπος στόν μεσαίωνα δέν αισθανόταν τήν άνάγκη του. Σέ κάποια μακρυνά χρόνια του άπωτάτου μέλλοντος, πιθανόν ο άνθρωπος να κινήται μέ τό... μαγικό χαλί, έκμεταλλευόμενος τά ήλεκτρομαγνητικά πεδία τής Γής καί μετακινούμενος κατά βούληση έντός έλαχίστου χρόνου. Σίγουρα τό... χαλί θά του έξυπηρετή άνάγκες, τίς όποιες εμείς ούτε κάν σήμερα φανταζόμαστε, καί είναι βέβαιο ότι γιά τόν άνθρωπο αύτόν τά σημερινά μας μέσα θά φαίνωνται πρωτόγονα. Τήν άνάγκη του... χαλιού όμως δέν τήν αισθανόμαστε σήμερα, διότι άπλούστατα δέν τό έχομε. Τις σημερινές μας μετακινήσεις τίς αισθανόμαστε απαραίτητες, διότι έχομε τά μεταφορικά μέσα πού μάς τίς επιβάλλουν - έπειδή δηλαδή αυτά διαμορφώνουν τό είδος τής ζωής πού μάς έπιβάλλει τίς μετακινήσεις. Εδώ άκριβώς βρίσκεται καί τό κρίσιμο σημείο σχετικά μέ τήν τεχνολογία: ή τεχνολογία είσβάλλει στήν ζωή καί τήν διαμορφώνει, άρα τελικώς ό άνθρωπος χάνει τήν αύτονομία του καί γίνεται έξάρτημα συνθηκών πού διαμορφώνονται μέ δική τους νομοτέλεια.
Τό πρόβλημα συνεπώς είναι άν ή νομοτέλεια αύτή μπορή νά έχη στόχο τόν ίδιον τόν άνθρωπο (καί πώς), ή απλώς τελείται «έαυτής ένεκεν», δηλαδή η «ανάπτυξη» γιά τήν «ανάπτυξη», ή τό «κέρδος γιά τό κέρδος», σύμφωνα μέ τήν φιλοσοφία τού λιμπεραλισμού. Η βασική καί έν πολλοίς έπιδιωκομένη σύγχυση ειναι ή έξής: ένώ ή τεχνολογία αποτελει ένα ιστορικό προτσές, γνωστό πλήρως στήν σημασία του άπό τήν έλληνική αρχαιότητα καί χρησιμοποιούμενο μέ έπιφύλαξη στά κατοπινά χρόνια, έρχεται ό λιμπεραλισμός τόν 16ον αιώνα καί έπιταχύνει τήν τεχνολογική διαδικασία στό έπακρο (προκειμένου νά έπιτύχη τών «φιλοσοφικών» τελών του, πού θά ιδούμε αμέσως), ώστε -έκ τών ύστέρων- ανάπτυξη τής τεχνολογίας καί λιμπεραλισμός νά φαίνωνται (καί νά διατυμπανίζωνται, ιδίως σήμερα) ώς ταυτόσημα! Στίς φιλοσοφικές έπιφυλάξεις τών προηγουμένων αιώνων σχετικά μέ τήν τεχνολογία (Βυζάντιο καί Ισλάμ) έρχεται ό «φιλελευθερισμός» νά προσθέση τήν πιό ευτελή φύση του άνθρώπου («ανάπτυξη γιά τό κέρδος») καί νά μεταβάλη τήν τεχνολογία στό γνωστό οικολογικό καί ανθρώπινο πρόβλημα πού όλοένα ζούμε. Σέ τούννελ χωρίς διέξοδο, υποβαλλόμενο αποκλειστικά και μόνο από την «φιλοσοφία» τού φιλελευθερισμού...
...ή «τεχνολογική σκέψη» υπήρξε μία διάσταση του αρχαίου μεσογειακού πολιτισμού, χαραχτηρίζουσα τό δυτικό του τμήμα διά τού «λατινελληνισμοϋ». Η έλεατική σχολή στή Σικελία καλλιεργεί μιάν έπιστημολογική καί γνωσιοθεωρητική φιλοσοφική κατεύθυνση, αίσθητώς διαφέρουσα άπό τόν φιλοσοφικό προβληματισμό τών αρχαίων Ιώνων, τών όποίων τό πρόβλημα ήταν ή πολιτική σχέση Αθηνών καί Εφέσου. Η τάση αυτή, ούδέποτε έξαλειφθείσα, άρχισε νά άναγεννάται διά τού Βαρλαάμ στα ιδια ιστορικά πλαίσια, δηλαδή τά τού δυτικού έλληνισμού, γιά νά δώση τά κινήματα τής Αναγεννήσεως καί τού Ουμανισμοϋ πού ξέρομε. (Τά πράγματα αύτά δέν γράφονται πιθανώς έτσι στα βιβλία, αφού ή τεχνολογική ανάπτυξη αρχίζει μέ... τόν Νεύτωνα, άλλά έν πάση περιπτώσει αυτό δέν έχει σημασία). Αν οί καταστάσεις έμεναν ώς διαχειρίσεις τού Καθολικισμού, ό όποιος άποτελούσε τήν έκφραση τού φιλοσοφικού πνεύματος τής δυτικής Μεσογείου, ισως νά μή βρισκώμαστε σήμερα άκόμη στούς κομπιούτερ, άλλά ή τεχνολογία δέν θα ήταν τό μείζον πρόβλημα τής άνθρωπότητος πού είναι. Θά είχε δηλαδή περισσότερο τόν χαραχτήρα τού αγαθού καί όχι τού κινδύνου. Αυτό μπορούμε νά τό ύποθέσωμε, διότι θά ύπήρχε η έγγύηση μιάς πνευματικής προϊστορίας γιά τήν τεχνολογική εξέλιξη, δηλαδή ή φυσιολογική ίστορικότητα τού φαινομένου. Τα πράγματα ήρθαν αλλοιώς: ή τεχνολογία έγινε ό φορέας μιάς πνευματικής ταραχής, πού έφερε η Μεταρρύθμιση καί το μέσον άνταγωνισμού μεταξύ εύρωπαϊκοϋ Βορρά καί Νότου, πού διατηρείται ύπό συγκεκαλυμμένους τρόπους ώς τά σήμερα. Στήν θέση του έλέγχου διά μιάς πνευματικής προϊστορίας έμπήκαν οι υλοζωικές αντιλήψεις του «φιλελευθερισμού», που μετέβαλαν τήν τεχνολογία σέ μπούμερανγκ κατά τής ανθρωπότητος.... Ο άνθρωπος ανεκάλυψε καί πάλι τήν... «φυσική του φύση» στό λιβάδι τής «έλεύθερης αγοράς», μόνο πού τώρα είχε πολύ μακρύτερα χέρια...

.~`~.
Επίλογος

Η τεχνολογία είναι ανθρώπινο αγαθό γιατί είναι γνωστικός τρόπος. Αλλοι πολιτισμοί έδωσαν άλλες γνωστικές προτεραιότητες στο παρελθόν, πιθανόν πολύ πιό ουσιώδεις, άλλά ύποθέτομε ότι κανένας δέν υπάρχει πού θά θελε νά μήν ξέρη ό άνθρωπος νά φχιάξη ένα αυτοκίνητο ή μιά ήλεκτρική λάμπα. Τό αύτοκίνητο ή η λάμπα είναι γνωστική επιστημονική πρόοδος (η οποία τόσο τελειότερη θά είναι, όσο καλύτερα θα μπορή να προσεγγίζη τους μηχανισμούς τής φύσης, όπως είπαμε ήδη). Αν τώρα αυτά είναι καί αγαθά, αυτό δεν μπορεί νά καθορισθή άπό τό γεγονός ότι μάς έξυπηρετούν. Διότι ώς είπαμε είναι ή ζωή μας ρυθμισμένη έτσι ώστε νά μάς έξυπηρετούν. Ο τρόπος της καπιταλιστικής αναπτύξεως τής τεχνολογίας είναι άκριβώς αυτός: νά κοινωνικοποιή τήν τεχνολογική πρόοδο, δηλαδή νά συντονίζη όλη τήν ζωή μ'αυτή (μέ τήν κάθε εφεύρεση), ώστε νά δημιουργή τις προϋποθέσεις (τήν άνάγκη) γιά τελειοποίησή της.
Αυτό όμως καθόλου δέν σημαίνει ότι ή τεχνολογία μεταβάλλεται σέ άγαθό, διότι γίνεται έτσι κοινωνικώς προσδιωρισμένος αυτοσκοπός, πού χρησιμοποιεί άπλώς τόν άνθρωπο σαν έργαλείο. Το τι συνεπώς είναι άγαθό δέν μπορεί νά καθορισθή άπό μόνο τόν τρόπο τής τεχνολογικής άναπτύξεως, διότι είναι θέμα πολιτιστικού τέλους. Ο καπιταλισμός όπως θά ιδούμε δέν έχει κανένα πολιτιστικό τέλος -δηλαδή ειδικώτερα έχει τό χρήμα- καί γι αυτό άκριβώς έχει μεταβάλει τήν τεχνολογία σέ αυτοσκοπό, υπό το σύνθημα «ανάπτυξη τών παραγωγικών σχέσεων».
Το πρός τί του πράγματος, όμως, λείπει. Για να φέρωμε ένα τελευταίο παράδειγμα τής αδυναμίας άξιολόγησης τών πραγμάτων: το τηλέφωνο, άπό απόψεως «φιλοσοφίας του προσώπου» είναι βαρβαρισμός. Ουδείς φυσικά διανοείται να άμφισβητήση τήν χρησιμότητα καί αναγκαιότητα τού σπουδαίου αυτού εργαλείου. Αλλά μέ τό τηλέφωνο ακούς τήν φωνή τού άλλου, χωρίς νά βλέπης τό πρόσωπό του. Η φύση δέν ώρισε έτσι τά πράγματα. Θέλησε φωνή καί πρόσωπο νά συνυπάρχουν. Ο μόνος πού επεφύλαξε εις εαυτόν τό δικαίωμα νά άκούγεται χωρίς νά φαίνεται είναι ό Θεός στήν Παλαιά Διαθήκη. Οι προφήτες τόν ακούν χωρίς νά τόν βλέπουν. Καί τούτο δέν είναι βέβαια μυθολογική φαντασία τών κειμένων. Είναι ή «μικρή λεπτομέρεια» πού θά διαμορφώση διά τών νεοπλατωνικών σχολών καί τών θρησκειών όλόκληρη τήν δομή τού κόσμου μας καί θά συστήση τό νόημα αύτου πού λέμε ιστορία. Σήμερα όμως ακούμε τόν άλλον στό Τόκιο ή τήν Ν. Υόρκη χωρίς νά τόν βλέπωμε. Δέν έχομε φυσικά καμμιά «θεϊκή» σχέση μαζί του άλλά τό άκριβώς άντίθετο: αυτός άντιπροσωπεύει γιά μάς άντικείμενο ανεύ άξίας, από τό όποίο θέλομε άπλώς νά πληροφορηθούμε άπρόσωπα πράγματα - τιμές έμπορευμάτων, άξίες Χρηματιστηρίου κλπ., μέ μιά λέξη «πληροφορίες» πού πολλές φορές μάς τίς λέει καί μιά (άπρόσωπη) φωνή στήν ταινία. Η τηλεόραση έπαναφέρει βέβαια τήν σχέση φωνής καί προσώπου, άλλά καί πάλι βλέπομε τό πρόσωπο χωρίς νά μπορούμε νά τό έγγίσωμε. Πάντα δηλαδή ύπάρχει κάτι πού θά διαφεύγη άπό τήν φυσική κατάσταση. Τό τηλέφωνο όμως έχει καταντήσει ταυτόσημο μέ τήν ζωή μας (καί κατά τήν κυριολεκτική έννοια του όρου), διότι άκριβώς όλη ή κοινωνική όργάνωση στηρίζεται σ'αυτό. Τό ίδιο καί μέ τό αυτοκίνητο, όπου διατηρούμε μέν πάντα τό δικαίωμα νά πάμε κάποιον που θά βιαιοπραγήση εις βάρος μας στό δικαστήριο, τίποτε όμως δέν μπορούμε νά κάνωμε έναντίον τού «μάνατζερ» πού τρέχει μέ τό «δυνατό» αύτοκίνητό του 200 χιλιόμετρα τήν ώρα, προκειμένου νά «προφθάση» νά πλασάρη πρώτος τό «νέο προϊόν», δηλητηριάζοντας έτσι τόν άέρα πού άναπνέομε.

Γεράσιμος Κακλαμάνης
To «Ανατολικό Ζήτημα» Σήμερα
Εκδ. Εικοστού Πρώτου
1998

Ολοκλήρωση μέρους α´

.~`~.
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική

- Το μέλλον της Ε.Ε, η Ανατολική Ευρώπη -η Ουκρανία- και τα Βαλκάνια, ο Huntington, ο Brzezinski και οι πλανητικές πολιτικές των Η.Π.Α. Τα «Ανθρώπινα δικαιώματα», η «σύγκρουση των πολιτισμών» και τα «Ευρασιατικά Βαλκάνια» ως βαλκανοποίηση της υφηλίου και καλλιέργεια της ελεγχόμενης αναρχίας. Η απόρριψη του διλήμματος μεταξύ πυρηνικού ολοκαυτώματος ή πολιτιστικής ανυπαρξίας - προς μιας νέα ιστορική σύνθεση που θα εναντιώνεται στις θεωρίες και τους υπολογισμούς γραφείου-εργαστηρίου.
*
*
*
*

Φιλότιμο, Ρωμηοσύνη, Νεογραικισμός.

$
0
0

.~`~.
Προοίμιο

Το τυπικώτερο παράδειγμα «ιστορίας» ως «κοινής γνώμης» είναι η περίπτωση των βυζαντινών σπουδών. Το «Βυζάντιο» παύει να είναι Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, διότι οι ιδεολογικές ανάγκες επιβάλλουν αποκλειστικός κληρονόμος της αρχαίας ρωμαϊκής ιστορίας να είναι η δυτική Ευρώπη και κανείς άλλος. Παρ'όλον, ότι μέχρι τον ενδέκατο αιώνα το Ρωμαϊκό Δίκαιο ήταν άγνωστο ως πραγματικότητα στον χώρο της Δυτικής Ευρώπης... Οι ιδέες της Αναγεννήσεως και του Ουμανισμού συνδέθηκαν μέσω των βυζαντινών κειμένων που κατέφθαναν στην Δύση - απ'ευθείας με την αρχαία Ελλάδα και η κάθε ιδέα ιστορικής σύγκρισης εγινόταν με μέτρο την ακολουθήσασα δημιουργία των εθνικών κρατών. Η θρησκευτική Μεταρρύθμιση προσέδωσε στην τάση αυτή μονοσήμαντον και αποκλειστικόν χαρακτήρα, χωρίς ωστόσο να έχει επαρκώς διευκρινισθεί, γιατί αυτή η ίδια η Μεταρρύθμιση ξεκινάει από τη Βοημία, δηλαδή από τον χώρο συγκλίσεως των δύο χριστιανικών σωμάτων, και όχι από αλλού. Οι ιμπεριαλιστικές ανάγκες των κατοπινών αιώνων την «κλειστότητα» αυτής της ιστορικής οπτικής θα την καταστήσουν αποκλειστική αρχή. Το παρελθόν της άκρως πολύπλοκης μεσογειακής ιστορίας θα γίνει «ειδικότητες» στα Παν/μια, απ'όπου κάθε φορά θα προέκυπταν τα απαραίτητα στοιχεία προς δικαιολογία της επισήμου πολιτικής... Εφτιάχτηκε έτσι ένα Βυζάντιο χωρίς Έλληνες, όπως και Έλληνες χωρίς Βυζάντιο, η Οθωμανική Αυτοκρατορία έγινε τουρκικός επεκτατισμός και το Ισλάμ ο ισωπεδωτικός κίνδυνος με αποκλειστικό έμβλημα το σπαθί...
Μπορούμε μετά βεβαιότητος να πούμε ότι οι προφητικές προβλέψεις των βυζαντινών προγόνων των σημερινών Ελλήνων, ότι η επαφή του ελληνισμού με την Δύση θα εσήμαινε τον ιστορικό αφανισμό του, έχουν πλήρως επιβεβαιωθεί. Φαινόμενο τέτοιων προβλέψεων που να επαληθεύονται μετά πέντε αιώνες, παραμένει στο είδος του μοναδικό.


.~`~.
Πρόλογος

...τα ερμηνευτικά και ιστορικά στοιχεία όπως εμφανίζονται στην Ελλάδα είναι πιστή παραλλαγή της ευρωπαϊκής, ρωσικής και αμερικανικής περί αυτών των θεμάτων, επιστήμης... Ακριβώς σε τούτο το σημείο αυτή η μελέτη είναι αντίθεση και διαμαρτυρία κατά της ευρωπαϊκής, ρωσικής, και αμερικανικής σύνθεσης και ερμηνείας, στην οποία υποδουλώθηκε η Ρωμηοσύνη μέσω του Νεογραικισμού που επικρατεί στην Ελλάδα.
Με Γραικισμό και Νεογραικισμό εννοούμε όχι τον Νεοελληνισμό, αλλά μόνο το μη ρωμαίϊκο μέρος του Νεοελληνισμού. Ο Νεοογραικισμός όπως και ο πριν την Άλωση Γραικισμός είναι από την φύση τους δουλεία χειρότερη της Φραγκοκρατίας και Τουρκοκρατίας. Η Φραγκοκρατία και η Τουρκοκρατία ήταν υποδουλώσεις του σώματος. Ο Γραικισμός και Νεογραικισμός είναι υποδουλώσεις του πνεύματος.
Οι Ρωμηοί της Φραγκοκρατίας και της Τουρκοκρατίας είναι όσοι δεν ακολούθησαν το παράδειγμα εκείνων που φράγκεψαν και τούρκεψαν. Οι σημερινοί εναπομείναντες Ρωμηοί ασφαλώς δεν τουρκεύουν αλλ'ούτε φραγκεύουν ούτε γραικεύουν. Όπως οι Γραικοί πριν την Άλωση είναι εκείνοι που φράγκευσαν, έτσι και οι Νεογραικοί γραίκεψαν και έγιναν οι σημερινοί Γραικύλοι των Ευρωπαίων και Ρώσων και τώρα των Αμερικάνων εξαδέλφων των Ευρωπαίων. Το γραικεύω είναι σχεδόν ίδιο με το φραγκεύω. Σημαίνει σήμερα αμερικανεύω, ρωσεύω, φραντσεύω, γερμανεύω, δηλαδή γίνομαι πνευματικός δούλος των έξω της Ρωμηοσύνης.

.~`~.
I

Ο Ρωμηός γνωρίζει σαφώς ότι υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ συμμαχίας και δουλείας. Γίνεται σύμμαχος με οποιονδήποτε, εφ'όσον συμφέρει στο Έθνος, αλλά ποτέ δούλος των συμμάχων. Ο Γραικύλος όμως νομίζει ότι συμμαχία σημαίνει πνευματική δουλεία, δηλαδή συγχώνευση πολιτισμών και σύγχυση ιδεολογιών. Ο Γραικύλος δεν γίνεται μόνο σύμμαχος, αλλά γίνεται και θέλει να γίνει ένα πράγμα με τον σύμμαχο. Νομίζει ότι συμμαχία είναι το να προσφέρεται για έρωτα σαν δούλη προς κύριο για να αποκτήσει ισχυρό προστάτη, ο οποίος θα σώσει την Ελλαδίτσα του. Ο Νεογραικίλος είναι συνεχιστής της παράδοσης των Γραικύλων πριν την Άλωση, οι οποίοι μας κήρυτταν την ανάγκη της φράγκευσης του πνεύματος, για να σωθούμε από την δουλεία του σώματος. Με άλλα λόγια ο Γραικύλος φοβάται και άρα ούτε είναι ούτε μπορεί να είναι Ρωμηός, εφ'όσον φοβάται την πνευματική ανεξαρτησία και ελευθερία. Θέλει ελευθερία του σώματος μόνο... Πώς μπορεί ο Γραικύλος να έχει αισθήματα και πεποίθηση ηγέτη, όταν είναι δούλος;
Ο Ρωμηός έχει ηγετικά αισθήματα από την Ρωμηοσύνη του. Ο Γραικύλος τον ηγέτη κάμνει μόνο μέσα στην Ελλαδίτσα του, αφού τα ηγετικά του αισθήματα και την πολιτική του δύναμη αντλεί από πηγή έξω της Ρωμηοσύνης και εκτός της Ελλαδίτσας του. Ο Ρωμηός είναι από την Ρωμηοσύνη του αετός. Οι Ρωμηοί είναι μεταξύ τους αετοί και προς τους ξένους αετοί. Ο Γραικύλος κάμνει το λιοντάρι στους Ρωμηούς με την βοήθεια των ξένων, αλλά είναι φρόνιμο ποντικάκι στους ξένους.
Δεν ενδιαφέρει τον Ρωμηό τι λένε οι ξένοι γι'αυτόν, γιατί τα κριτήρια του είναι ρωμαίϊκα. Ο Γραικός αγωνίζεται να βρεθεί σε θέση να διατυμπανίζει τι καλά λένε οι ξένοι γι'αυτόν, για να αποδείξει την αξία του, γιατί τα κριτήρια του δεν είναι ρωμαίϊκα αλλά ευρωπαϊκά, ρωσικά και αμερικανικά.
Ο Ρωμηός είναι σκληρός και ελεύθερος και ποτέ αφελής. Και όταν το σώμα του ή τα συμφέροντα του σκλαβωθούν, κάμνει ελιγμούς και υποκρίνεται ανάλογα με τις περιστάσεις, για να παραμείνει με την ευφυία του όσο το δυνατόν περισσότερο ελεύθερη η Ρωμηοσύνη του. Με περηφάνεια τον Καραγκιόζη κάμνει και πάντοτε αδούλωτος αετός της Ρωμηοσύνης παραμένει.
Ο Νεογραικισμός αρκετά ζημίωσε το Ρωμαίϊκο με τη λεγόμενη ξενομανία του, η οποία είναι στην πραγματικότητα δουλοπρέπεια στα αφεντικά του. Ακριβώς επειδή οι Νεογραικοί είναι χωρισμένοι μεταξύ των αφεντικών τους, συμπεριφέρονται ο ένας προς τον άλλον Γραικύλο όπως τα αφεντικά τους. Οι Γραικύλοι των Ρώσων φέρονται προς τους Γραικύλους των Αμερικάνων όπως οι Ρώσοι φέρονται προς τους Αμερικάνους και αντιστρόφως. Το ίδιο κάμνουν οι Γραικύλοι των Φραντσέζων, Άγγλων, Γερμανών, κ.λ.π. Γι'αυτό παρατηρείται το περίεργο φαινόμενο να ερωτεύεται ο Γραικύλος τον Ρώσο φίλο του και να μισεί τον Γραικύλο των Αμερικάνων και αντίστροφα. Το παράδοξο είναι ότι έκαστος θεωρεί τον άλλο Γραικύλο εχθρό και προδότη του Έθνους...
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ο Ρωμηός αποφεύγει τις συμμαχίες. Όχι. Ονειροπόλος και αφελής δεν είναι. Αλλά ποτέ δεν γίνεται πνευματικά ή σωματικά δούλος του συμμάχου. Γίνεται σύμμαχος πιστός στα συμφωνημένα αλλά ιδεολογικά και πνευματικά αδέσμευτος.
Αυτό όμως δεν σημαίνει πάλι ότι δέχεται μόνο τα ρωμαίϊκα και τίποτα το ξένο. Δέχεται οτιδήποτε το καλό και το κάμνει ρωμαίϊκο. Όπως γίνεται σύμμαχος με όποιο συμφέρει εθνικά, κατά τον ίδιο τρόπο αποκτά όλα όσα χρειάζονται από τη σοφία των επιστημόνων του κόσμου, αλλά τα προσαρμόζει στον ρωμαίϊκο πολιτισμό του. Ποτέ δεν συγχέει τις θετικές επιστήμες με τον πολιτισμό, αφού γνωρίζει ότι και ο βάρβαρος μπορεί να έχει ή να αποκτήσει και να προαγάγει τις θετικές επιστήμες, για να χρησιμοποιήσει αυτές στην υποδούλωση και καταστροφή των ανθρώπων. Γι'αυτό ο Ρωμηός γνωρίζει ότι είναι πνευματικά ηγέτης και σε αυτούς που είναι ως τεχνοκράτες και ως οικονομική δύναμη, ηγέτες... οι Νεογραικοί έχουν συνηθίσει να συγχέουν το τεχνοκρατικό και το οικονομικό στοιχείο με την πνευματική ηγεσία...
Ο Γραικύλος νομίζει ότι τέτοια ηγεσία είχαν μόνο οι αρχαίοι Έλληνες και φαντάζεται τον εαυτό του ως τον φύλακα των ερειπίων τους. Θεωρεί συνεχιστές και ηγέτες του πολιτιστικού έργου των αρχαίων Ελλήνων τους Ευρωπαίους. Δεν είναι σε θέση να καταλάβει ότι μόνο η Ρωμηοσύνη είναι συνεχιστής και ηγέτης του ελληνικού πολιτισμού. Γι'αυτό ο Γραικύλος είναι ο κύριος συντελεστής στην καλλιέργεια του δουλοπρεπούς φρονήματος του νεογραικικού πνεύματος στην Ελλάδα. Ο Γραικύλος έχει εμπιστοσύνη στα ξένα αφεντικά του.
*
Ναι μεν ο Ρωμηός έχει απόλυτη πεποίθηση στην Ρωμηοσύνη του, αλλά ούτε φανατικός ούτε μισαλλόδος είναι και ούτε έχει καμία ξενοφοβία. Αντίθετα αγαπά τους ξένους όχι όμως με αφέλεια... Γι'αυτό η Ρωμηοσύνη είναι αυτοπεποίθηση, ταπεινοφροσύνη, και φιλότιμο και όχι κίβδηλος αυτοπεποίθηση, ιταμότητα και εγωισμός. Ο ηρωισμός της Ρωμηοσύνης είναι αληθινή και διαρκής κατάσταση του πνεύματος και όχι αγριότητα, βαρβαρότητα και αρπακτικότητα...
Η Ρωμηοσύνη διαφέρει από τους άλλους πολιτισμούς, γιατί έχει το ίδιο θεμέλιο για τον ηρωισμό της όπως και για την αγιωσύνη της, δηλαδή το ρωμαίϊκο φιλότιμο το οποίο δεν υπάρχει στον ευρωπαϊκό πολιτισμό [II]. Παρόλα αυτά οι Γραικύλοι από το 1821 μέχρι σήμερα προπαγανδίζουν ότι πρέπει να εγκαταλείψουμε την Ρωμηοσύνη και να γίνουμε Ευρωπαίοι, γιατί δήθεν ο ευρωπαϊκός πολιτισμός είναι ανώτερος από την Ρωμηοσύνη... Η Ρωμηοσύνη δεν αποδεικνύεται. Περιγράφεται. Δεν χρειάζεται απολογητές. Είναι απλά αυτό που είναι. Το δέχεται κανείς ή το απορρίπτει. Γι'αυτό τα παιδιά των Ρωμηών ή παρέμεναν πιστοί και σκληροί Ρωμηοί ή φράγκευαν ή τούρκευαν.
Και σήμερα άλλοι παραμένουν Ρωμηοί, άλλοι όμως αμερικανεύουν, ρωσεύουν, φραντσεύουν, αγγλεύουν, δηλαδή γραικεύουν... Με την ίδρυση της Ελλαδίτσας των ελλαδιτσιστών όμως οι Ρωμηοί εκτοπίστηκαν από την εξουσία και ανέλαβαν αυτήν οι Γραικύλοι των Μεγάλων Δυνάμεων και ίδρυσαν τον Νεογραικισμό με επίσημο πρόγραμμα να μην είμαστε πλέον Ρωμηοί αλλά τα ταπεινά και φρόνημα γραικύλα παιδιά των Ευρωπαίων και Ρώσων. Όχι μόνο έγινε αυτό αλλά ούτε προσπάθησαν οι Νεογραικύλοι να το αποφύγουν. Ήσαν υπερήφανοι για την υποδούλωση τους στον πολιτισμό των Ευρωπαίων και Ρώσων και την διατυμπάνιζαν σε όλες τις πολιτιστικές τους εκδηλώσεις, την μουσική, τους χορούς, την αρχιτεκτονική, τις ενδυμασίες κ.λ.π. Τα πρώτα κόμματα της "ελεύθερης"Ελλάδας δεν ήταν το φραντσέζικο κόμμα, το αγγλικό κόμμα και το ρωσικό κόμμα; Και μέχρι σήμερα που τα υπουργεία παιδείας και εξωτερικών αποτελούν μέρος της κομματικής πολιτικής, δεν συνεχίζεται η ίδια κατάσταση; Η παιδεία και η εξωτερική πολιτική πρέπει να είναι το ίδιο για όλους τους Ρωμηούς και έξω από κομματικές διαμάχες. Αυτό όμως μπορεί να γίνει μόνο όταν η επιστήμη της Ελλάδας που έχει σχέση με θέματα πολιτισμού ξαναβρεί τα ρωμαίϊκα κριτήρια και με βάση αυτά ξαναδημιουργήσει ή αναστήσει την αδέσμευτη από τις περί Ρωμηοσύνης πλαστογραφίες των ξένων, επιστήμη...
Ουσιαστικά το πόνημα τούτο είναι προσκλητήριο στους Ρωμηούς και τες Ρωμαίγισσες (όπως τις ονομάζει ο Μακρυγιάννης) να αναλάβουν τον επιστημονικό αγώνα, να αναστήσουν την Ρωμηοσύνη από τον επιστημονικό θάνατο, τον οποίο επεξεργάστηκαν γι'αυτήν 1) οι Φράγκοι από τον 9ο αιώνα, 2) οι Ρώσοι μετά την Άλωση, 3) οι Γραικοί πριν την Άλωση και 4) οι Νεογραικοί της δούλης στους Ευρωπαίους και Ρώσους Ελλαδίτσας του 19ου αιώνα, οι οποίοι μετέτρεψαν την ρωμαίϊκη Επανάσταση του 1821 σε ήττα της Ρωμηοσύνης και θρίαμβο του Γραικισμού του Καρλομάγνου και του Νεογραικισμού των "Φιλελλήνων"των Μεγάλων Δυνάμεων.

.~`~.
Γέφυρα

«Πώς είναι δυνατόν συ να είσαι Έλληνας και ο αδελφός σου Αλβανός;»
Μου είπε: «Τέτοια έχομεν εις την Αλβανίαν»

Τότε, ως νεαρός και ανατραφείς εις την αλλοδαπήν, δεν ηδυνήθην να καταλάβω το φαινόμενον τούτο. Ούτε όμως ήσαν εις θέσιν τα αδέλφια αυτά να εξηγήσουν το εθνικόν των πρόβλημα. Απλώς ήσαν δίγλωσσοι με ρωμαίικον όνομα. Αφού επεκράτησεν ως γνωμών της εθνικότητος των η γλώσσα, δεν εγνώριζον σαφώς εάν πρέπη να είναι εθνικώς Ελληνες ή Αλβανοί.
Το πρόβλημα όμως των δυο αδελφών τούτων δεν προέκυψεν αφ'εαυτού εις την Αλβανίαν, αλλ'εκαλλιεργήθη υπό των Ρώσων και των Ευρωπαίων από της εποχής των Φράγκων και δυστυχώς με την συνεργασίαν των εν Ελλάδι Νεοελλήνων. Το εθνικόν πρόβλημα της Αλβανίας, Ρουμανίας και Ελλάδος, ως και της Κύπρου, της Μικράς Ασίας και του Λιβάνου είναι κατασκεύασμα τεχνητόν των παλαιών εχθρών της Ρωμαιοσύνης, τη αφελεί συμπράξει των Νεοελλήνων.
Πάντως, δια να τοποθέτηση κανείς το εν λόγω εθνικόν πρόβλημα των δυο Αρβανιτών αδελφών, πρέπει να ανατρέξη εις την ιστορικήν πραγματικότητα, ως διασώζεται εις τα συγγράμματα και εις τας παραδόσεις των προγόνων ημών και όχι εις τα σχολικά μας εγχειρίδια, τα οποία εγράφησαν υπό την έμπνευσιν της ευρωπαϊκής και ρωσικής αντιλήψεως περί της Ιστορίας του αρχαίου Ελληνισμού και της μεσαιωνικής Ρωμαιοσύνης ή του σήμερου λεγομένου βυζαντινού πολιτισμού...

.~`~.
II

Τα καθήκοντα και αι υποχρεώσεις εις την Ρωμαιοσύνην, ήτοι το ρωμαίικον φιλότιμον
Η κοινωνία των Ρωμαίων είναι μία αριστοκρατία του πνεύματος και όχι μία απατηλή λαοκρατία θεωρητικών μόνον δικαιωμάτων. Από μιας επόψεως ομοιάζει με την αμερικανικήν ιδέαν του δικαιώματος των ίσων ευκαιριών προόδου, αλλά με την βασικήν διαφοράν του σκοπού της προόδου.
Ενώ οι Αμερικανοί είναι οπαδοί της φραγκικής ιδέας ότι η πρόοδος συνίσταται εις την ευδαιμονίαν δια της ικανοποιήσεως των θεωρουμένων ως φυσικών φίλαυτων επιθυμιών του ανθρώπου, οι Ρωμαίοι ως πρόοδον εννοούσαν την μεταβολήν της φιλαυτίας και ιδιοτελείας εις την ηρωϊκήν ελευθερίαν του θυσιάζοντος τον εαυτόν του δια την... Ρωμαιοσύνη...
...όσον τέλειος και αν γίνεται ο Ρωμηός, απλώς κάμνει το καθήκον του, διότι είναι υποχρέωσίς του ν'ασκήται με καλά έργα και να γίνη τέλειος. Η τελειότης λοιπόν αύτη δεν έχει καμμίαν σχέσιν με φυσικά δικαιώματα και φυσικάς καταστάσεις της ανθρωπίνης φύσεως, τα οποία, όταν υπερβή κανείς, κάμνει κάτι παραπάνω από ό,τι χρειάζεται... Το καθήκον και η υποχρέωσις όλων των Ρωμαίων είναι να αγωνισθούν να ανέλθουν τα στάδια της τελειώσεως και να γίνουν μέλη της πνευματικής αριστοκρατίας της Ρωμαιοσύνης. Ο Ρωμηός δεν πιστεύει εις καμμίαν στατικήν ιδέαν περί ταξικών ή λαοκρατικών δικαιωμάτων του ανθρώπου. Τα λεγόμενα δικαιώματα του ανθρώπου των Ευρωπαίων και Αμερικανών είναι εις την Ρωμηοσύνην κατώτερα αλλά μη στατικά στάδια, τα οποία εξασφαλίζονται εις τα άτομα από το πολύ ανώτερον στάδιον των καθηκόντων και υποχρεώσεων της Ρωμηοσύνης.
Πάντα τα ανωτέρω περί ηρωισμού και τελειότητος και περί καθηκόντων και υποχρεώσεων είναι τα θεμέλια του ρωμαίικου φιλότιμου. Το δουλοπρεπές όμως εις την Φραγκιάν και εις την φραγκευμένην Ρωσίαν νεογραικικόν πνεύμα έχει εγκαταλείψει αυτά τα ρωμαίικα και νομίζει ότι εξυπηρετεί το έθνος, όταν συντελή εις την υποταγήν των Ρωμαίων εις τα κοινωνικά και πολιτικά συστήματα των ξένων. Αλλά όπως η Ρωμαιοσύνη ολόκληρος είναι μία αριστοκρατία του πνεύματος, ούτω και η ηγεσία της Ρωμαιοσύνης αντλείται από το ανώτερον μέρος της αριστοκρατίας αυτής...
Ο Ρωμηός γνωρίζει τα κριτήρια και από την Ρωμαιοσύνην θα εκλέξη την ηγεσίαν του. Ο Νεογραικός δεν γνωρίζει τα κριτήρια ταύτα και δια τούτο είναι ένθερμος υποστηρικτής της υποδουλώσεως της Ρωμαιοσύνης εις έξωθεν αυτής ιδεολογίαν και ηγεσίαν και ούτω δέχεται ηγεσίαν μη προερχομένην από την Ρωμαιοσύνην του!
Ο Ρωμηός όταν χρειάζεται, κάμνει και τον Καραγκιόζην, διότι είναι ο αριστοκράτης του πνεύματος Καραγκιόζης, έστω και αν δεν φαίνεται τούτο εις τον ξένον, πού νομίζει ότι τον έχει δούλον! Ο Νεογραικός νομίζει ότι είναι καλύτερος από τον Καραγκιόζην, διότι έχει γίνει ταπεινόν και ειλικρινές τέκνον των ξένων και φορεύς των πολιτισμών των «προηγμένων», «πολιτισμένων», «φωτισμένων», και «ανεπτυγμένων» λαών του κόσμου. Η Ελλαδίτσα των Γραικύλων είναι πλημμυρισμένη με τα συνθήματα αυτά της δουλείας εις «πολιτισμένους λαούς».
Δια τούτο ο Νεογραικύλος νομίζει ότι, όταν αποκτά ψυγείον από τον ξένον, τούτο σημαίνει ότι αποκτά πολιτισμόν. Όταν ο Καραγκιόζης αποκτά από τον ξένον έν ψυγείον, γνωρίζει ότι απέκτησεν απλώς εν ψυγείον.
Προ της αλώσεως και μετά την άλωσιν οι τότε Νεογραικοί έγιναν Φράγκοι και Τούρκοι. Οι μεν κατέφυγαν εις την Ευρώπην δια να ζήσουν ως Φράγκοι ελεύθερα, οι δε έγιναν Τούρκοι δια να ζήσουν ελεύθερα. Αυτά είναι τα δικαιώματα του ανθρώπου. Ο Καραγκιόζης όμως έμεινεν ο σκληρός Ρωμηός εις τον τόπον του με τα γονικά του, διότι η ρωμαίικη ψυχή του εγνώριζεν, ότι πολύ ανώτερον από το δικαίωμα του να γίνει ένας υψηλός, ωραίος, πλούσιος και εγγράμματος Τούρκος ή Ευρωπαίος ήτο το καθήκον του και η υποχρέωσίς του να μείνη Ρωμηός, εις τον τόπον του, δηλαδή κατά πνεύμα ελεύθερος και αδούλωτος...

Το φιλότιμον των Νεογραικών
Εκ της ρωμαίικης παραδόσεως οι Νεογραικοί εκληρονόμησαν το ρωμαίικον φιλότιμον. Εκ της νεοελληνικής παιδείας επίστευσαν οι Γραικύλοι ότι οι Ευρωπαίοι και Αμερικανοί είναι «προοδευμένοι», «προηγμένοι», «πολιτισμένοι», «εξευγενισμένοι» και «φωτισμένοι» λαοί, τους οποίους οφείλουν να μιμούνται όχι μόνον εις την τεχνολογίαν αλλά εις όλα.
Χωρίς να μελετήση το θέμα ο Γραικός υποθέτει ότι, εφ'όσον οι λαοί αυτοί είναι «καλύτεροι» από ημάς εις πολιτισμόν, πρέπει να έχουν εις υψηλότερον βαθμόν το φιλότιμον απ'ό,τι το έχομεν ημείς, αφού το φιλότιμον είναι η υψηλότερα έκφρασις του πολιτισμού.
Εκτός της υποθέσεως ταύτης ο Γραικός και ο Ρωμηός βομβαρδίζονται συνεχώς με την προπαγάνδαν των Νεογραικών ότι όλος ο κόσμος και κυρίως η Ευρώπη και η Αμερική είναι πλήρης από φιλέλληνας, οι οποίοι θαυμάζουν τόσον πολύ τους σημερινούς αρχαίους Έλληνας, ώστε ζητούν οι ίδιοι ευκαιρίαν να βοηθήσουν την μικράν αλλά έντιμον και ένδοξον Ελλαδίτσαν να προοδεύση και να γίνη πάλιν ένδοξος...
Δυστυχώς ο μύθος περί ξένων φιλελλήνων είναι μία ψυχολογική ανάγκη του Γραικύλου, ο οποίος φοβείται να είναι κράτος χωρίς μανούλαν και πατερούλην. Ο Γραικύλος θέλει όχι συμμάχους αλλά γονείς με απέραντον και απεριόριστον φιλότιμον δια την προστασίαν του νηπίου Έλληνος...
Πάντως το ρωμαίικον φιλότιμον μετετράπη εις γραικυλιστικήν αφέλειαν εξ αιτίας της εσφαλμένης υψηλής εκτιμήσεως και της αβασίμου εμπιστοσύνης του Γραικού εις τον δυτικόν πολιτισμόν.
Ο Γραικύλος με την εμπιστοσύνην του εις το ανύπαρκτον φιλότιμον και τον ανύπαρκτον φιλελληνισμόν των ξένων έχει την πνευματικήν δομήν του προδότου. Αρκεί να του δοθή η ευκαιρία να συνάψη φιλίαν με «φιλότιμον φιλέλληνα». Από πατριωτικόν ενθουσιασμόν να ωφελήση και να σώσει την Ελλαδίτσαν του και να εξασφάλιση την υποστήριξιν του φιλέλληνος τούτου, του τα λέγει όλα. Αλλά αντί να απόκτηση όργανον, γίνεται όργανον. Δεν αρκεί τούτο, αλλά και πιστεύει ακραδάντως ότι η προδοσία του αυτή είναι ο ύψιστος πατριωτισμός.
Οι έχοντες σχέσεις με τους Γραικύλους Ευρωπαίοι και Αμερικανοί βλέπουν σαφώς το φιλότιμον, αλλά δυστυχώς εν τη δουλοπρεπεί αυτού μορφή, και το εκλαμβάνουν ορθώς ως δουλοπρέπειαν αδυνάτου και ως μορφήν φαινομενικής μεγαλοψυχίας. Το δουλοπρεπές φιλότιμον του Γραικύλου εν συνδυασμώ με επίδειξιν συμμαχικής αφοσιώσεως εμποιεί μάλλον ανησυχίαν παρά εμπιστοσύνην.
Ημείς γνωρίζομεν ότι το ρωμαίικον φιλότιμον δεν είναι δουλοπρέπεια και επίσης γνωρίζομεν ότι το γραικικόν φιλότιμον είναι πάντοτε έναντι των ξένων δουλοπρέπεια. Εφ'όσον δε ο Γραικύλος είναι ο προσφέρων εκδούλευσιν εις τους ξένους, οι ξένοι εκμεταλλεύονται το φιλότιμον του Γραικύλου, αλλά τούτο δεν σημαίνει ότι έχουν εμπιστοσύνην εις την συμμαχικήν ικανότητα του Γραικύλου. Ποίος σοβαρός άνθρωπος έχει εμπιστοσύνην εις δουλοπρεπή σύμμαχον;
Εις την ουσίαν ο Γραικός και ο Ρωμηός έχουν το ίδιον φιλότιμον και επομένως τον ίδιον ηρωϊσμόν και την ιδίαν ανδρείαν. Η διαφορά μεταξύ των είναι ότι ο Γραικός έχει αισθήματα κατωτερότητος έναντι των Ευρωπαίων και Αμερικανών, διότι υπεδουλώθη πολιτιστικώς δεχόμενος τον Γραικισμόν, ενώ ο Ρωμηός τουναντίον... ουδέποτε εδέχθη να γίνη ο Γραικύλος ξένου πολιτισμού.
*
Δια το καλόν και δια την ασφάλειαν των εθνικών θεμάτων ο Γραικύλος πρέπει να γίνη πάλιν Ρωμηός και να ίδη πώς είναι οι Ευρωπαίοι και Αμερικανοί εις την πραγματικότητα. Δεν έχουν ούτοι το ρωμαίϊκον φιλότιμον. Επομένως δεν επιτρέπεται να φερώμεθα εις αυτούς με το φιλότιμον μας, ως να έχουν και αυτοί φιλότιμον. Εις τας διεθνείς σχέσεις πρέπει να αφήσωμεν το φιλότιμον κατά μέρος. Ο Γραικύλος οφείλει συνειδητώς να αποβάλη την αφέλειάν του και να σταματήση να νομίζη ότι, επειδή αυτός έχει την διάθεσιν να θυσιασθή δια τον δυτικόν πολιτισμόν, τούτο σημαίνει ότι οι «φιλότιμοι» σύμμαχοι θα θυσιασθούν δια την «ένδοξον» Ελλαδίτσαν των σημερινών «αρχαίων Ελλήνων». Πολύ αφελής είναι ο σκεπτόμενος ούτω Γραικύλος, διότι οι σύμμαχοι δεν είναι μια ρωμαίικη οικογένεια, δια να θυσιάζεται ο ένας δια τον άλλον.
Συμμαχία είναι συνεργασία πολιτική, οικονομική και στρατιωτική, μέσω της οποίας κάθε κράτος προστατεύει τα ιδικά του συμφέροντα και τα συμφέροντα των συμμάχων, εφ'όσον τα συμφέροντα αυτά ταυτίζονται με τα ιδικά του συμφέροντα. Η συμμαχία βασίζεται εις συμπεφωνημένα και τίποτε πέραν των συμπεφωνημένων, όπως ακριβώς γίνεται εις το εμπόριον. Εάν γίνη κάτι πέραν των συμπεφωνημένων, είναι ανοησία να περιμένη ο Γραικύλος να ενεργήσουν οι σύμμαχοι από φιλότιμον, εφ'όσον δεν έχουν φιλότιμον. Δια τούτο εκ των προτέρων πρέπει να εξασφάλιση τας αναγκαίας κυρώσεις δι'ενδεχομένην μη τήρησιν των συμπεφωνημένων, διότι άλλως θα λαβή μόνον ηθικήν ικανοποίησιν από τους συμμάχους, δηλαδή εν «εύγε δούλε αφωσιωμένε και ταπεινέ» και τίποτε άλλο, όπως ακριβώς γίνεται με το Κυπριακόν.
Δυστυχώς όμως το θέμα περί συμμαχιών τίθεται εν Ελλάδι επί ιδεολογικού επιπέδου εξ αιτίας των Γραικύλων, πού είναι διηρημένοι μεταξύ των ως ακριβώς τα ξένα αφεντικά των, και ούτω θαμμένη παραμένει η ρωμαίικη γραμμή, η οποία είναι το μόνον δυνατόν θεμέλιον ενιαίας και ορθής εσωτερικής και εξωτερικής, ανεξαρτήτου και αδεσμεύτου, εθνικής πολιτικής, ιδεαλιστικής και συγχρόνως άκρως ρεαλιστικής.
*
Εν άκρα αντιθέσει προς την άποψιν των Γραικύλων η Ρωμηοσύνη ως πολιτισμός ούτε εις την Ανατολήν ανήκει ούτε εις την Δύσιν. Ως ιστορική πηγή πολιτισμού, δεν ανήκει εις κανένα. Άλλοι ανήκουν εις αυτήν. Επομένως η Ρωμαιοσύνη δεν είναι υποχρεωμένη εξ επόψεως πολιτισμού να ανήκη κατά φύσιν εις κανένα συνασπισμόν. Δύναται να ανήκη οπού της συμφέρει και όσον χρόνον συμφέρει.
Τα ιδεολογικά θεμέλια της Ρωμηοσύνης δεν υποτάσσονται ούτε εις τον καπιταλισμόν ούτε εις τον κομμουνισμόν ούτε εις τον σοσιαλισμόν, τα όποια είναι όλα καρποί του ευρωπαϊκού πολιτισμού πού ως ξεκίνημα είχε 1) τον ευρωπαϊκόν φεουδαλισμόν με την ταξικήν και ρατσιστικήν του φιλοσοφίαν και οργάνωσιν και 2) τας επαναστάσεις κατά των ταξικών τούτων διακρίσεων με βάσιν το δικαίωμα ο καθείς να αγωνισθή δια την ευδαιμονίαν.
Ο ευρωπαϊκός φεουδαλισμός ήτο κάτι το τελείως ξένον προς την ιστορικήν εμπειρίαν της Ρωμηοσύνης ως θα έπρεπε να είναι και οι αναφερθέντες «ισμοί» (καπιταλισμός, κομμουνισμός, σοσιαλισμός), δια τους οποίους οι διηρημένοι μεταξύ των Γραικύλοι είναι ανά πάσαν στιγμήν έτοιμοι να θυσιασθούν.
Ουδέποτε υπήρχεν εις την Ρωμηοσύνην τάξις εκ γενετής ευγενών και τάξις εκ γενετής δουλοπάροικων, ώστε να ήτο κανείς καταδικασμένος δογματικώς η θεολογικώς εκ της φύσεώς του να είναι δούλος και αντικείμενον εκμεταλλεύσεως.
Οι Γραικύλοι όμως μη γνωρίζοντες την ιστορίαν της Ρωμηοσύνης νομίζουν ότι ό,τι ισχύει ως ιστορική, κοινωνική, θεολογική και οικονομική εξήγησις των ευρωπαϊκών καταστάσεων ισχύει και δια την Μεγάλην Ρωμανίαν και την Τουρκοκρατίαν. Υπάρχει τάσις μάλιστα να εμφανίζεται ο κλήρος ακόμη της Ρωμηοσύνης ως να ήτο το ίδιον με τον ταξικόν και «ευγενή» κλήρον του ευρωπαϊκού φεουδαλισμού πού κατεδυνάστευε και εξεμεταλλεύετο τους δουλοπάροικους όχι μόνον εκ μέρους της τάξεως των ευγενών αλλά και ως εκ γενετής μέλος της τάξεως των ευγενών. Ποίος πατριάρχης, μητροπολίτης, επίσκοπος ή ηγούμενος της Ρωμηοσύνης υπήρξε ποτέ μέλος ευγενούς τίνος τάξεως, ήτις κατεδυνάστευε δουλοπάροικους; Πότε η Ρωμηοσύνη εξέλεξε τους επισκόπους και ηγουμένους από τάξιν εκ γενετής και κατά φύσιν ευγενών, αφού τοιαύτη τάξις ουδέποτε υπήρχεν;
Πού εις την ιστορίαν της Ρωμηοσύνης υπήρχε τοιούτος δεσμός ώστε να δικαιολογήται η ταύτισις της μεσαιωνικής ιστορίας της Ρωμηοσύνης με την μεσαιωνικήν ιστορίαν και οικονομίαν της Ευρώπης; Οι Γραικύλοι της Ελλαδίτσας έχουν τόσον εμβολιασθή εις τον κορμόν του ευρωπαϊκού πολιτισμού, ώστε θεωρούν πλέον την ιστορίαν της Ευρώπης και της Ρωσίας ως ιδικήν των ιστορίαν και τα αισθήματα και όνειρα των Ευρωπαίων και Ρώσων ως ιδικά των.
Θα έπρεπεν η Ρωμηοσύνη βάσει της ιστορικής εμπειρίας της και βάσει των ιδικών της ιδανικών και στόχων να εκπονήση τα θεμέλια της κοινωνίας της, ανεξαρτήτως από τας πολιτικάς και οικονομικάς θεωρίας των Ευρωπαίων, Αμερικανών και Ρώσων.
Διατί είναι υποχρεωμένοι να διαιρούνται οι Γραικοί μεταξύ των εις τας παρατάξεις ή τους αναφερθέντας «ισμούς» των Ευρωπαίων, Ρώσων και Αμερικανών; Και διατί να μη είναι ηνωμένοι ως Ρωμηοί εντός της μιας παρατάξεως της Ρωμηοσύνης με κοινωνικήν οργάνωσιν συμφωνούσαν με τας αρχάς και τους στόχους της ρωμαίικης αντιλήψεως περί φιλοτίμου;
Το ρωμαίικον φιλότιμον και ο ευρωπαϊκός, αμερικανικός, ρωσικός και ισλαμικός ευδαιμονισμός είναι άκρως αντίθετα θεμέλια πολιτισμών.
Ο ευδαιμονισμός αποβαίνει δύναμις αυτοκαταστροφική, διότι είναι ιδιοτελής, συμφεροντολογική και εγωιστική. Οι οπαδοί αυτού φθείρονται εκ των έσω και ουδέποτε υπερβαίνουν την πρωτόγονον και ζωώδη κατάστασιν της ιδιοτελούς και εγωιστικής συμφεροντολογίας. Όπως εκμεταλλεύεται ο ένας τον άλλον προς ίδιον εγωκεντρικόν όφελος, ούτω και η σεξουαλική ζωή των σημερινών Ευρωπαίων και Αμερικανών είναι όχι έκφρασις αγάπης, αλλά ηδονιστική εκμετάλλευσις που ούτε εις τον κόσμον των ζώων παρατηρείται.
Εν αντιθέσει προς τον ευδαιμονισμόν του ευρωπαϊκού και του ισλαμικού πολιτισμού το ρωμαίικον φιλότιμον έχει ως θεμέλιον τα καθήκοντα και τας υποχρεώσεις που συντείνουν εις την υπέρβασιν της ιδιοτέλειας και συμφεροντολογίας και εις την άνοδον προς τα ποικίλα στάδια της ανιδιοτελείας. Δια τούτο και η Ρωμαίισσα είναι πάντοτε βασίλισσα εις την οικογένειάν της, διότι αρνείται η Ρωμηοσύνη να την υποβιβάση εις εκμεταλλεύσιμον αντικείμενον ευδαιμονισμού. Ο Γραικύλος όμως είναι ευδαιμονιστής και ηδονιστής ωσάν τα αφεντικά του.

.~`~.
Επίλογος

Ουδέποτε εις την ιστορίαν εφάνη έθνος με τόσην ενότητα και ικανότητα να αναστείλη και να συγκρατήση επί 1500 χρόνια την πολιτικήν και εθνικήν διάλυσιν και αποσύνθεσιν τη ισχυροτάτη θελήσει των πολιτών του ως η Ρωμηοσύνη, ήτις και υπό βάρβαρον ζυγόν ακόμη κρατεί με πείσμα την ενότητα και την εθνικήν της ταυτότητα ως και την ρωμαίικην ηθικήν.
Όταν κανείς συγκρίνη την ιστορίαν της Ρωμηοσύνης με την διαλυτικήν και αποσυνθετικήν δραστηριότητα των Νεογραικύλων, βλέπει σαφώς πώς μέσω του Γραικισμού κατεκερματίσθη η Ρωμηοσύνη κατά μίμησιν των κρατών της Ευρώπης, τα οποία ουδέποτε κατώρθωσαν να ενωθούν και ούτε φαίνεται ότι θα το κατωρθώσουν ποτέ, διότι το θεμέλιον του ευρωπαϊκού πολιτισμού είναι ο ευδαιμονισμός. Από τον ίδιον ευδαιμονισμόν δύναται να πάθη αποσύνθεσιν και ο αραβικός κόσμος.
Ο οπαδός του ευδαιμονισμού Γραικύλος δεν δύναται παρά να γίνη δούλος της πηγής της ευδαιμονίας του είτε έσωθεν είτε έξωθεν του Γραικισμού του. Ο αποκηρύξας τον ευδαιμονισμόν φιλότιμος Ρωμηός δεν υποδουλώνεται εις κανένα, ούτε εις τον Θεόν παραμένει δούλος, αφού πέραση τα στάδια του δούλου και μισθωτού και φθάση να είναι φίλος και συνεργάτης του Θεού και να έχη παρρησίαν παρά τω Θεώ. Ο φίλος του Θεού Ρωμηός ακόμη και με τον Θεόν ερίζει, όχι όμως δια τα ιδικά του συμφέροντα αλλά δια τα των άλλων.

Ιωάννης Σ. Ρωμανίδης
Ρωμηοσύνη
Ρωμανία, Ρούμελη

*
**
*

.~`~.
Έξοδος

Ο Μαρσέλ Μώς το έχει ήδη επισημάνει: δεν υπάρχει πολιτισμός άξιος του ονόματός του, που να μην έχει και αντιπάθειες, να μην απορρίπτει. Κάθε φορά, η απόρριψη έρχεται σαν κατακλείδα μετά από πολλούς δισταγμούς, πολλούς πειραματισμούς. Είναι προϊόν πολλής περίσκεψης, απόφαση που χρειάστηκε πολύ χρόνο, και αποκτά πάντοτε τεράστια σημασία.
Υπάρχει πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα από την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους, το 1453; Ένας σύγχρονός μας Τούρκος ιστορικός υποστήριξε ότι η πόλη είχε δοθεί, είχε καταληφθεί εκ των έσω, πριν από την τουρκική επίθεση. Ισχυρισμός υπερβολικός αλλά όχι ανακριβής. Πράγματι, η ορθόδοξη Εκκλησία (θα μπορούσαμε όμως να πούμε και ο βυζαντινός πολιτισμός) προτίμησε την υποταγή στους Τούρκους παρά την ένωση με τους Δυτικούς... Εδώ δεν πρόκειται για απόφαση βιαστική, που πάρθηκε επιτόπου, κάτω από την πίεση των γεγονότων. Ήταν η φυσική κατάληξη μιας μακριάς διεργασίας που διήρκεσε όσο και η παρακμή του Βυζαντίου, και που έκανε συνεχώς πιο έντονη την απέχθεια των Ελλήνων για τους Δυτικούς, από τους οποίους τους χώριζαν θεολογικές [και όχι μόνο] διαφορές...
Η Δύση γνώριζε πολύ καλά αυτήν την αντιπάθεια που έτρεφε η Ανατολή απέναντι της. «Αυτοί οι σχισματικοί, έγραφε ο Πετράρχης, μας φοβήθηκαν και μας μίσησαν με όλη τους τη ψυχή».
Άλλη απόρριψη, που διαμορφώθηκε με αργό ρυθμό στην Ευρώπη (στη Γαλλία, που θα φανεί πιο διστακτική, θα χρειαστεί σχεδόν ένας αιώνας) είναι αυτή που απαγορεύει την είσοδο της Μεταρρύθμισης στην Ιταλία και την Ιβηρική χερσόνησο, αργότερα και στη Γαλλία όπου, για μεγάλο διάστημα, αναμετρούνται σε αβέβαιη μάχη δύο διαφορετικοί τρόποι να πιστεύει κανείς στο Χριστό.
Απόρριψη πάλι, και όχι μόνο πολιτική, έστω και αν δεν είναι ομόφωνη, αυτή που απομακρύνει την ανεπτυγμένη Δύση και την αγγλοσαξωνική Αμερική (συμπεριλαμβανομένου του Καναδά) από το μαρξισμό και τις ολοκληρωτικές λύσεις που εφαρμόζουν οι σοσιαλιστικές Δημοκρατίες. Η άρνηση είναι κατηγορηματική από μέρους των γερμανικών και αγγλοσαξονικών χωρών, πιο ήπια και με ποικίλες αποχρώσεις από τη πλευρά της Γαλλίας, της Ιταλίας, ακόμη και των χωρών της Ιβηρικής χερσονήσου. Στην προκειμένη περίπτωση, φαίνεται ότι ο κάθε πολιτισμός εκφράζει με τον δικό τους τρόπο την άρνηση του στον άλλο...
Η αποικιοκρατία όμως δεν είναι τίποτα άλλο παρά η κατεξοχήν κατάκλυση ενός πολιτισμού από έναν άλλον.
Οι ηττημένοι σκύβουν πάντα το κεφάλι εμπρός στον ισχυρό. Αλλά, εφόσον υπάρχει σύγκρουση πολιτισμών η υπόταγη είναι μόνο προσωρινή. Αυτές οι μακρές περιόδοι αναγκαστικής συνύπαρξης δεν είναι δυνατές χωρίς αμοιβαίες υποχωρήσεις ή συνεννοήσεις, χωρίς ουσιώδη και καμιά φορά γόνιμα πολιτισμικά δάνεια.
Που δεν υπερβαίνουν όμως ποτέ ένα όριο.


.~`~.
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική

`~.


Der Spiegel: Interview with French Front National Leader Marine Le Pen και ορισμένες προλογικές και επιλογικές αναφορές.

$
0
0
.
.~`~.
I
Προλογικές αναφορές

α´
Υπήρχαν πολλοί λόγοι για την αδυναμία των Ευρωπαίων να ενωθούν, αλλά στο τέλος τον βασικότερο ρόλο τον έπαιξε ένα απλό γεωγραφικό στοιχείο: τα Στενά της Μάγχης. Πρώτα οι Ισπανοί, μετά οι Γάλλοι, και τελικά οι Γερμανοί κατάφεραν να κυριαρχήσουν στην ευρωπαϊκή ήπειρο, αλλά κανείς τους δεν μπόρεσε να διασχίσει τη Μάγχη. Επειδή κανείς δεν μπορούσε να νικήσει τη Βρετανία, ο ένας κατακτητής μετά τον άλλο απέτυχε να διατηρήσει την Ευρώπηως σύνολο.
Η Ευρώπη ήταν ήδη εξουθενωμένη όταν ξέσπασε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, στον οποίο πέθαναν πάνω από δέκα εκατομμύρια άνθρωποι - ένα μεγάλο μέρος μιας νέας γενιάς. Η ευρωπαϊκή οικονομία είχε καταρρεύσει και η ευρωπαϊκή αυτοπεποίηθηση είχε γίνει κομμάτια. Η Ευρώπη είχε γίνει σκιά του εαυτού της. Και μετά τα πράγματα έγιναν ακόμα χειρότερα...
George Friedman

Τώρα που τα ενωμένα έθνη αρχίζουν να ανακτούν την Ευρώπη απο τους ναζί, ξεκινά η δημοκρατική φάση της αποικιοκρατικής πολιτικής... Αυτό που οι Ευρωπαίοι συνήθιζαν να ονομάζουν με κάποια περιφρόνηση ιθαγενή πολιτική τώρα εφαρμόζεται στους ίδιους.
Dwight Macdonald

β´
Παιχνίδια, φάρσες θεάματα, μονομάχοι, παράξενα ζώα, μετάλλια, εικόνες και άλλα τέτοια ναρκωτικά, αυτά ήταν τα δολώματα για να σκλαβωθούν οι λαοί της αρχαιότητας, το τίμημα της ελευθερίας, τα εργαλεία της τυραννίας. Μ’ αυτές τις πρακτικές και τους πειρασμούς οι αρχαίοι δικτάτορες αποκοίμιζαν με τέτοια επιτυχία τους υπηκόους τους κάτω από το ζυγό ώστε αποβλακωμένοι λαοί, συνηθισμένοι να λάμπουν μπροστά στα μάτια τους τα παιχνίδια και οι μάταιες ηδονές, μάθαιναν την δουλοπρέπεια σαν κάτι φυσικό...
Δεν έχουν όλοι οι τύραννοι εκδηλώσει τόσο ξεκάθαρα την πρόθεσή τους να μαλθακεύσουν τα θύματα τους’ αλλά στην πραγματικότητα... οι περισσότεροι το έχουν προωθήσει μυστικά ως στόχο τους.
Étienne de La Boétie
(1530 – 1563)

Οι τεχνικές που χρησιμοποιούσαν για να ταξινομούν τους εν δυνάμει αγοραστές βασίζονταν σε μια σειρά από νέους κλάδους -έρευνα αγοράς, πειραματική και εφαρμοσμένη ψυχολογία-, που ανατέμνονται σ’ ένα μυθιστόρημα για τον καταναλωτισμό της δεκαετίας του ‘60, το Les Choses (τα πράγματα) του Ζωρζ Περεκ. «Η ψυχολογία, η επιστήμη που νομίζαμε ότι θα γινόταν η θεραπαινίδα της εκπαίδευσης», έγραφε ένας θορυβημένος παρατηρητής, «έχει εκπορνευτεί για να υπηρετήσει τις ανάγκες της τεχνικής πωλήσεων, των φανφαρόνων της υπερδιογκωμένης οικονομίας»
Ο καταναλωτής -ένα παθητικό, κομφορμιστικό αντικείμενο εμπορικών πιέσεων- φαινόταν να έχει πάρει τη θέση του ενεργού πολίτη που είχαν φανταστεί οι κοινωνικοί θεωρητικοί της δεκαετίας του 1940. τώρα -σ’ αυτόν τον θαυμαστό καινούργιο κόσμο της έρευνας αγοράς και των τηλεοπτικών διαφημίσεων- ίσως ούτε καν οι επιθυμίες των ανθρώπων να μην ήταν πραγματικά δικές τους.
Οι Γερμανοί σχολιαστές είχαν ιδιαίτερη επίγνωση των κινδύνων που ελλόχευαν σε μια κοινωνία η οποία είχε περάσει από το ένα άκρο -του πολιτικού φανατισμού και της βίας- στην παθητικότητα και τη απάθεια. Μια κοινωνία που σπαρασσόταν από τους ταξικούς αγώνες, έμοιαζε τώρα να έχει αποκοιμηθεί. Ο Καρλ Μπραχερ εφιστούσε την προσοχή στην «επίφοβη εικόνα μιας γυμνής τεχνοκρατίας», που οδηγούσε σε μια «αυταρχική ανασύνθεση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας».
Χωρίς ενεργούς πολίτες, η Ευρώπη θα εκφυλιζόταν σε μια «αυτάρεσκη ειδημονοκρατία», που θα εναπόθετε όλη της την πίστη σε διαχειριστικές λύσεις. Ο Γιουργκεν Χαμπερμας τόνιζε ότι η τεχνική και η επιστήμη είχαν γίνει οι ίδιες ένα είδος ιδεολογίας, «η οποία εισχωρεί στη συνείδηση της αποπολιτικοποιημένης μάζας του πληθυσμού». Οι Αμερικανοί πολιτικοί επιστήμονες που χαιρέτιζαν το «τέλος της ιδεολογίας» αναφέρονταν στην ιδία διαδικασία, αλλά με πιο θετικό τόνο.
Είχε εγκαταλείψει με την σειρά της την πολιτική η δυτική Ευρώπη και είχε μετατραπεί σ’ αυτήν την κοινωνία των «ευτυχισμένων σκλάβων» που πολλοί Γάλλοι αντιαμερικανοί διέκριναν στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού;
Στη δεκαετία του 1950 η ομογενοποιήση των τύπων ζωής πέρα από εθνικά και κοινωνικά σύνορα σηματοδοτούσε για πολύ κόσμο μια απώλεια ταυτότητας και την εξέλιξη προς ένα τυπικά αμερικανικό μοντέλο κοινωνίας. Αφού η μαζική κατανάλωση ήταν αμερικάνικη επινόηση, μήπως η εξάπλωση του αυτοκινήτου, της κόκα-κόλα και της τηλεόρασης προοιωνιζόταν το τέλος της Ευρωπαϊκής ιδιαιτερότητας;
Για τους περισσότερους Αμερικανούς διαμορφωτές πολιτικής ο εξαμερικανισμός ήταν πράγματι ο στόχος. Με άλλα λόγια, θεωρούσαν ότι οι Η.Π.Α παρείχαν ένα μοντέλο για την επίλυση των κοινωνικών και οικονομικών συγκρούσεων, που έπρεπε ει δυνατόν να εφαρμοστεί πιστά στη δυτική Ευρώπη: αυτή ήταν η πεποίθηση που εμψύχωνε την εκστρατεία της παραγωγικότητας, την προώθηση του ευρωπαϊκού φεντεραλισμού [ομοσπονδίας] και του ελεύθερου εμπορίου και την υπεράσπιση νέων τύπων τεχνολογίας (όπως η τηλεόραση) και μάρκετινγκ (επιστημονικού μάνατζμεντ, επιθετική διαφήμιση).
Πόσο βαθιά όμως είχαν μπει σ’ αυτόν τον νέο κόσμο οι Ευρωπαίοι; Οι διαμαρτυρίες τους ήταν οπωσδήποτε αρκετά ηχηρές. Η αμερικάνικη ηγεμονία προκαλούσε έναν αυξανόμενο αντιαμερικανισμό, ιδίως στη Γαλλία...
Από την άλλη πλευρά της Μάγχης, οι Βρετανοί, που έπαιζαν τους Έλληνες απέναντι στους Ρωμαίους της Ουάσινγκτον, ένιωθαν και αυτοί διχασμένοι ανάμεσα στην ταπείνωση και στην περηφάνια για την υπαγωγή τους στην «ειδική σχέση».
Ωστόσο ο αντιαμερικανισμός ήταν πολύ ασθενέστερος στις χαμηλότερες βαθμίδες της κοινωνικής κλίμακας, μεταξύ αυτών που απολάμβαναν τις νέες λαϊκές κουλτούρες, απ’ ότι στους διανοούμενους και τους υπερασπιστές της παλιάς υψηλής κουλτούρας. Ήταν επίσης πιο αδύναμος στις χώρες που είχαν χάσει τον πόλεμο (Γερμανία, Αυστρία και Ιταλία) απ’ ότι σε εκείνες που πίστευαν ότι τον είχαν κερδίσει...
Οι κοινωνιολόγοι έβλεπαν το εργασιακό ήθος να ξεθωριάζει, καθώς ο κόσμος αποζητούσε την ικανοποίηση και την αυτοεκπλήρωση του έξω από την εργασία αντί μέσα σ'αυτήν και προσπαθούσε να εξοικονομήσει δυνάμεις για τον ελεύθερο χρόνο του. Οι δημοσκοπήσεις έδειχναν ότι το 1962 μόνο το 33% των Γερμανών προτιμούσε τη σχόλη από τη δουλειά'το 1979 το νούμερο είχε ανέβει στο 48%. Οι γερμανικές εφημερίδες θορυβήθηκαν: «Δεν είμαστε οκνηροί», έλεγε ένας πηχυαίος τίτλος της Bild Zeitung. Οι στάσεις αυτές αντανακλούσαν το γεγονός ότι κατά μέσον όρο ακόμα και όσοι είχαν δουλειά περνούσαν, μέσα στο έτος, τον ίδιο χρόνο στο χώρο εργασίας τους όσον και έξω, απ'αυτόν. Έδειχναν όμως και τη μεγάλη αντίθεση που υπήρχε ανάμεσα στην ταχύτητα των οικονομικών αλλαγών και στην εμμονή βαθιά ριζωμένων ηθικών παραδόσεων, οι οποίες συνέδεαν την αεργία και τη σχόλη με την ηθική απαξία...
Τη δεκαετία του 1970 ο πληθωρισμός μετεξελίχθηκε από τεχνικό ζήτημα της οικονομικής επιστήμης σε δεδομένο της καθημερινής ζωής και τελικά σε καθοριστικό παράγοντα της ίδιας της πολιτικής. Ο πληθωρισμός εισήγαγε μια νέου τύπου αστάθεια στην οικονομική τάξη και έκανε τον κόσμο να ψηφίζει ως καταναλωτής.
Ο νεοφιλελευθερισμός υποκινήθηκε από τη χρηματοοικονομική απορρύθμιση (το «Μπιγκ Μπανγκ» του Λονδίνου το 1986 πυροδότησε μικρότερες εκρήξεις στο Παρίσι, τη Στοκχόλμη, τη Βιέννη, τη Ρώμη και αλλού), τη φιλελευθεροποίηση του εμπορίου στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα (που κορυφώθηκε με την ενιαία αγορά του 1992), την ανάγκη καταπολέμησης του υψηλού δημοσίου χρέους και την εξασθένηση των κρατικών μονοπωλίων που προκλήθηκε από τις τεχνολογικές αλλαγές ή από την αύξηση του διεθνούς ανταγωνισμού. Παρ’ όλα αυτά οι άλλες χώρες άργησαν ν’ ακολουθήσουν τα χνάρια της Βρετανίας πουλώντας τις μεγάλες εθνικοποιημένες βιομηχανίες’ αμφέβαλαν αν αυτό θα οδηγούσε σε μεγαλύτερη ανταγωνιστικότητα και φοβόνταν μήπως βλάψουν τα εθνικά τους συμφέροντα. Στην ηπειρωτική πλευρά της Μάγχης η εθνική κυριαρχία βάραινε συνήθως περισσότερο από την «κυριαρχία του καταναλωτή» του Βρετανού υπουργού Οικονομικών Τζέφρυ Χάου.
Ο Ντάρεντοφ ανήγγειλε το «τέλος της σοσιαλδημοκρατίας». Μαρξιστές, φιλελέυθεροι, και συντηρητικοί, όλοι συμφώνησαν ότι η σοσιαλδημοκρατία έπνεε τα λοίσθια. Οι σχολιαστές επισήμαιναν ότι ολόκληρο το πολιτικό φάσμα είχε μετατοπιστεί προς τα δεξιά στις δεκαετίες του 1970 και του 1980.

Ὁ φασισμός ἔρχεται μετά τήν ἐπικράτηση τῆς σοσιαλδημοκρατίας, δηλαδή μετά τήν σχετική ἱκανοποίηση τῶν οἰκονομικῶν αἰτημάτων καί ρωτάει «γιατί». «Εἰρήνη» καί «τάξη», ἀλλά γιατί'Ἀποταμίευση, ἀλλά γιατί'εὐζωία, ἀλλά γιατί. Στά ἐρωτήματα αὐτά ὁ λιμπεραλισμός δέν μπορεῖ νά ἀπαντήση.

Ενώ τα φασιστικά κόμματα του πρώτου μισού του 20ου αιώνα επεδίωξαν να καταλάβουν το κράτος και να επιβληθούν στην κοινωνία με σκοπό την εθνική αναγέννηση, τα κινήματα της Νέας Δεξιάς έδωσαν βάρος στην αναμόρφωση, κατ'αρχάς, την αυτοεικόνα της κοινωνίας. Ακολούθησαν μια «μεταπολιτική» πορεία, όπως την περιέγραψαν, δίνοντας πρωταρχική σημασία στη διαφύλαξη της πολιτισμικής ιδιαιτερότητας επιμέρους κοινωνιών και, κυρίως, της Ευρώπης ως συνόλου. Επεδίωξαν συνειδητά τη διεθνοποίηση και, ιδιαίτερα, τον «εξευρωπαϊσμό» της δεξιάς σκέψης... έπαψαν να θεωρούν το κράτος-έθνος (και τη βιομηχανική κοινωνία) κατάλληλο πλαίσιο για την πολιτική. Από τη γαλλική Nouvelle Droite έως την ιταλική Lega Nord, οι ιδεολόγοι προσέβλεπαν σε μια «ακέραιη, ενιαία Ευρώπη», ένα όραμα που περιελάμβανε ποικίλα στοιχεία λαϊκισμού, ακραίες εκδοχές κοινοτισμού, που χαρακτηρίζονταν ενίοτε τοπικισμός, και αρκετά συχνά μια πρότιμηση προς το ομοσπονδιακό σχήμα... Παρά τον ακραίο παγανιστικό και αντι-κρατικιστικό, ενίοτε, χαρακτήρα του, αυτό το διεθνές εθνικιστικό κίνημα υπέρ μιας «ευρωπαϊκής αναγέννησης» κατέφυγε συχνά στη σμιτιανή σκέψη...
Από τη σύνθεση σπαραγμάτων της σμιτιανής θεωρίας με τα πιο μυθικά συστατικά της νέας δεξιάς σκέψης προέκυψαν συχνά πολύ ιδιόρρυθμες ιδεολογικές μείξεις. Οι Ιταλοί φερ'ειπείν, ανέπτυξαν τις αποκρυφιστικές ανησυχίες του Evola και επιδόθηκαν σε μια συστηματική ενασχόληση με τους μύθους, τη φανταστική λογοτεχνία, ακόμα και την επιστημονική φαντασία'όλα αυτά δύσκολα συμβιβάζονταν με την ψυχρή, αναλυτική προσέγγιση του Schmitt στη φύση του πολιτικού. Κι όμως, δημιούργησαν τον πιο παράξενο συνδυασμό: ο C. Schmitt συντροφιά με τον J.R.R. Tolkien πόζαραν ως ιδεολογικοί ταγοί της Nuova Destra και οι νέοι δεξιοί διανοητές πραγματοποιούσαν συναντήσεις στο Campi Hobbit για να συμμετάσχουν σε σεμινάρια γύρω από τη πολιτική σκέψη του Schmitt...
Το -περιοδικό- Telos υπήρξε αρχικά ένας αγωγός διασποράς των θεωριών της Σχολής της Φρανκφούρτης στην αμερικανική Νέα Αριστερά. Αλλά τη δεκαετία του '80 οι θεωρητικοί του στράφηκαν προς μια περιέργη μείξη κοινοτισμού, λαϊκισμού και φεντεραλισμού, από τη μια, και αντι-κρατισμού και αντι-εθνικισμού, από την άλλη. Το Telos άντλησε έμπνευση κυρίως από τον Gramsci, τον Schmitt και τον Gianfranco Miglio [ο οποίος αντιπάλευε την κυριαρχία, στην ιταλική συνταγματική θεωρία, της καθαρής θεωρίας δικαίου του Hans Kelsen] για να αναπτύξει το όραμα μιας ομοσπονδίας οργανικών κοινοτήτων ενάντια σε μια φιλελέυθερη, κρατικιστική «τεχνοκρατία» που ελεγχόταν από μια «νέα τάξη» πολιτικών, γραφειοκρατών και θεσμικών ακαδημαϊκών. Όπως ο Schmitt και η Ευρωπαϊκή Νέα Δεξιά, έτσι και οι θεωρητικοί του περιοδικού εκτιμούσαν ότι η εποχή του έθνους-κράτους βρισκόταν στο τέλος της...
Πόσο παράδοξος ήταν αλήθεια ο δρόμος που διέσχισαν οι στοχαστές του Telos από τη Σχολή της Φρανκφούρτης μέχρι τη Νέα Δεξιά; Αναμφίβολα, μια κανονιστική άβυσσος χώριζε τη μια πλευρά από την άλλη, και όμως η επιδίωξη να διαφυλαχθεί η ιδιαιτερότητα ενάντια σε έναν αφηρημένο φιλελέυθερο οικουμενισμό που εξάλειφε τη διαφορά και τη γνήσια υποκειμενικότητα μπορούσε να φέρει κοντά τους φιλοσοφικά συντηρητικούς και ένα μέρος της Αριστεράς... τόσο η Αριστέρα όσο και η Νέα Δεξιά αναζητούσαν τρόπους αντίστασης στην ομογενοποίηση και την εργαλειοποίηση των ανθρωπίνων όντων σε έναν «πλήρως διοικούμενο» κόσμο, στον οποίο ο ανθρωπισμός του Διαφωτισμού είχε μεταμορφωθεί σε μια ιδεολογία καταπίεσης... όλες αυτές οι υπαινικτικές εκκλήσεις για μια βιταλιστική υπέρβαση της «εποχής της συλλογικής παρακμής και του πολυτελούς μηδενισμού» έμειναν χωρίς συγκεκριμενους αποδέκτες.
Jan Werner Müller
(Θα επανέλθω επί του θέματος)

Στη Βρετανία, τη χώρα με την πιο ουσιαστική νομοθεσία για τις φυλετικές σχέσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η φυλετική παρενόχληση -ιδίως έξω από τις μεγάλες πόλεις- ήταν ένα σοβαρό πρόβλημα με τάσεις επιδείνωσης. «Το Χάρλουου είναι μια πολύ ρατσιστική πόλη», έλεγε ένας νεαρός μαύρος που είχε μεγαλώσει εκεί. «Αυτοί που μας ενοχλούν είναι μια μειοψηφία λευκών, αλλά οι άλλοι δεν τους σταματούν... Έχω να πάω στο κέντρο της πόλης από το 1991. Στην ουσία είμαστε φυλακισμένοι»...
Έξω από τη Βρετανία, τα επίπεδα ρατσισμού ήταν υψηλότερα και με πολύ λιγότερες αναστολές... «Εκείνο που με προβληματίζει με τα αγγλικά βιβλία», έλεγε ένας Γάλλος εκδότης, «είναι ότι έχουν πολλά παιδιά από διαφορετικές κουλτούρες. Κι εμείς εδώ έχουμε τις διάφορες φυλές μας, αλλά το κοινό δεν θέλει ν'αγοράζει βιβλία που τις απεικονίζουν». Το ρεπουμπλικανικό ιδεώδες της αφομοίωσης που επικρατεί στη Γαλλία είχε ως αποτέλεσμα η εθνοτική πολυμορφία να αντιμετωπίζεται αρνητικά, σαν κάτι που πρέπει να εξαλειφθεί...
Σε όλη τη δυτική Ευρώπητο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατέγραψε από το 1984 ως το 1990 μια ανησυχητική αύξηση των ρατσιστικών επιθέσεων... Το 1980 κόμματα με ανοιχτά ομολογημένη τη δεξιά τους ταυτότητα πέτυχαν θεαματικά εκλογικά αποτελέσματα σε εθνικό επίπεδο για πρώτη φορά μετά από πενήντα χρόνια. Στη Γαλλία, το Εθνικό Μέτωπο συσχέτισε μεταξύ τους τα ζητήματα της μετανάστευσης, της ανεργίας και της εγκληματικότητας, και έγινε εθνική δύναμη στα μέσα της δεκαετίας του 1980'ο ηγέτης του Λε Πεν, απέσπασε προσωπικά το 14% των ψήφων στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών του 1988. Στη Δυτική Γερμανία το Ρεπουμπλικανιικό Κόμμα ιδρύθηκε το 1983 με ανάλογη πλατφόρμα και πήρε περίπου 11% το 1992. Ένα πιο βίαιο νεοναζιστικό περιθώριο γέμισε τα πρωτοσέλιδα τόσο στην Ανατολή όσο και στη Δύση μετά την ενοποίηση, και σημειώθηκε δε ένα κύμα επιθέσεων ενάντια σε ξενώνες προσφύγων που ζητούσαν άσυλο.
Στην Αυστρία το Κόμμα της Ελευθερίας υπό την ηγεσία του Γερκ Χάιντερ αναδείχτηκε στη πλάτη του μεταναστευτικού ζητήματος. Η αντιμεταναστευτική του κινητοποίηση το 1992 απέτυχε, αφού πρώτα συγκέντρωσε τις υπογραφές 417.000 εκλογέων...
Mark Mazower

Αν θεωρήσουμε την αναβίωση ενός σύγχρονου φασισμού σαν εμφάνιση κάποιου λειτουργικού ισοδύναμου και όχι σαν ένα πιστό αντίγραφο, τότε είναι δυνατή η επανεμφάνιση του φασισμού. Πρέπει όμως η κατανόηση αυτού του φαινομένου να γίνει μέσα από μια έξυπνη σύγκριση των τρόπων λειτουργίας του καιόχι μέσα από μια επιφανειακή παρατήρηση των εξωτερικών συμβόλων.
Η Δυτική Ευρώπηείναι η περιοχή με την ισχυρότερη φασιστική παράδοση μετά το 1945.
Robert Paxton
(Θα επανέλθω επί του θέματος)

Ποτέ άλλοτε η δυτική Εύρώπηδέν ευρέθηκε τόσο ιστορικά άμήχανη όσο κατά τά τελευταία χρόνια. Ουτε κάν γιά τήν ανατολική Ευρώπη δέν βρέθηκε νά διαθέτη ή δυτική μίαν άντίληψη συνύπαρξης...
Ένα αναγκαστικό προστάδιο πού θά περάση ή δυτική Ευρώπη πρό αυτής της ολοκλήρωσης, θά ειναι ακριβώς ο... εθνικοσοσιαλισμός. Είναι ή αναγκαστική πολιτική τάξη πραγμάτων που απορρέει άπό τήν ιδεολογία τής «ευμάρειας» καί τών «οικονομικών θαυμάτων»!
Ο Δυτικοευρωπαίος που θά θέλη τήν καλοπέρασή του, θά θελήση «κοινοτικά σύνορα» καί «εθνική προστασία» έναντι τών ξένων. Θα πέση έτσι στις άκροδεξιές κυβερνήσεις, που θά του προσφέρουν «προστασία» καί απομονωτισμό. Και επειδή οί νέοι πόλεμοι θά αποδειχθούν μάλλον αδύνατοι, θά βρεθή έτσι μιά σύμμετρη αντίληψη περί Ευρώπης. Ο έθνικοσοσιαλισμός αυτός, που θά έχη επίσης τό έμβλημα τής δημοκρατίας, δέν θά είναι ό παλαιού τύπου εθνικός ανταγωνιστικός εθνικοσοσιαλισμός. Θα είναι απλώς μιά ιδεολογία τής κεκτημένης καλοπέρασης, τής «αναπτύξεως», που δέν θά προσφέρεται γιά διάλογο μέ κανέναν. Καί ακριβώς έτσι θά προκύψη τό νέο, διότι ή δυτική Ευρώπη θά υποχρεωθή νά προσβλέψη στις πραγματικότητες.

γ´
Οραματιζόμαστε... μια ενωμένη Ευρώπη κρατών και όχι τις Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης... Ούτε εσείς ούτε εμείς οραματιζόμαστε τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού υπερκράτους το οποίο θα πάρει τη θέση των εθνών-κρατών μας και θα τερματίσει τον ρόλο τους ως δρώντων στη διεθνή σκηνή... Στο μέλλον, τα έθνη μας θα παραμείνουν το πρώτο σημείο αναφοράς για τον λαό μας.
Jacques Chirac
Γερμανικό Μπούντεσταγκ. Ιούνιος 2000

Η παρακμή της γεωπολιτικής ισχύος των ΗΠΑ αποτελεί τη βασική πρόβλεψη της ανάλυσης του ιστορικού και συμβούλου του γάλλου Προέδρου Ζακ Σιράκ (Jacques Chirac), Emmanuel Todd, στο βιβλίο του Μετά την Αυτοκρατορία (2003). Το βιβλίο έγινε best seller και σχολιάστηκε πολύ και από τις δυο πλευρές του Ατλαντικού (άλλωστε ο Todd είχε προβλέψει σε μια προηγούμενη μελέτη του που είχε εκδοθεί το 1976 την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης). Λέγεται μάλιστα ότι το Μετά την Αυτοκρατορία επηρέασε και την αρνητική στάση της Γαλλίας στην απόφαση της αμερικανικής κυβέρνησης να εισβάλλει στο Ιράκ. Οι ΗΠΑ, υποστηρίζει ο γάλλος διανοούμενος, έχουν παρακμάσει ως οικονομική, στρατιωτική και ιδεολογική δύναμη, και κατά συνέπεια δεν είναι σε θέση να ελέγξουν έναν κόσμο που «έχει γίνει πολύ μεγάλος, πολύ πυκνοκατοικημένος, με λιγότερους αναλφάβητους και περισσότερο δημοκρατικός»... Έτσι η Ουάσινγκτον αναπτύσσει ένα «θεατρικό μιλιταρισμό» που επικεντρώνεται στην ανάπτυξη νέων όπλων και στην επιβολή σε μικρές δυνάμεις (π.χ. Ιράκ, Συρία, Λιβύη, Βόρεια Κορέα κλπ). Ωστόσο αυτό δεν είναι σημάδι ισχύος, αλλά ένδειξη αδυναμίας. Η υποτιθέμενη «αμερικανική αυτοκρατορία», υποστηρίζει ο γάλλος διανοούμενος, «είναι σε κατάσταση αποσύνθεσης»... Η ανάλυση του κλείνει με μια βεβαιότητα: «δεν θα υπάρχει», γράφει, «αμερικανική αυτοκρατορία γύρω στο 2050».
Περισσότερο έντονα από το έργο του Todd, το βιβλίο του διευθυντή της μηνιαίας Le Monde Diplomatique Ιγνάσιο Ραμονέ Η γεωπολιτική του Χάους αντανακλά αυτή τη γαλλική μελαγχολική οπτική. Παρόλο που ο συγγραφέας αυτοχαρακτηρίζεται «αριστερός», οι απόψεις του είναι έντονα γκωλικές. Ο Ραμονέ εξετάζει στο βιβλίο του σημαντικά ζητήματα, όπως οι επιπτώσεις της παγκοσμιοποίησης στην εξουσία του εθνικού κράτους, η άνοδος των εθνικισμών, η διεύρυνση του χάσματος Βορρά-Νότου και η υποβάθμιση του περιβάλλοντος. Η Γεωπολιτική του Χάους υπογραμμίζει τους κινδύνους από την εμφάνιση των χρηματιστηριακών κερδοσκόπων και τη δημιουργία μιας «καζίνο-οικονομίας» που συχνά δεν έχει καμία σχέση με την πραγματική οικονομία. Επίσης τονίζει την τραγική ανισότητα που χαρακτηρίζει τον σύγχρονο κόσμο με το πιο πλούσιο ένα πέμπτο του πληθυσμού να διαθέτει το 80% των πόρων και το πιο φτωχό ένα πέμπτο να διαθέτει μόλις το 0,5%. Ακόμη, ο Ραμονέ επισημαίνει με διαύγεια πολλά από τα μεγάλα ζητήματα που απασχολούν σήμερα τις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες, όπως η αντιφατική σχέση οικονομικής φιλελευθεροποίησης και εκδημοκρατισμού. Ωστόσο πίσω από την επιχειρηματολογία του Ραμονέ κρύβεται η ανησυχία για τις αρνητικές επιπτώσεις της παγκοσμιοποίησης στη γαλλική ταυτότητα: «Η αγορά χωρίς σύνορα και η παγκοσμιότητα (...) θέλουν να επιβάλλουν παντού τους ίδιους κανόνες παραγωγής και τον ίδιο τρόπο ζωής». Αυτό που φαίνεται να ενοχλεί ιδιαίτερα τον διευθυντή της Le Monde Diplomatique -όπως και τον Todd και άλλους γεωπολιτικούς αναλυτές στην Γαλλία και αλλού- είναι ότι ο κυρίαρχος νέος παγκόσμιος τρόπος ζωής δεν είναι ο γαλλικός αλλά ο αγγλοσαξονικός. Θεωρώντας ότι η εξέλιξη του Διαδικτύου δημιουργεί μια νέα ανισότητα μεταξύ πλουσίων και φτωχών σε πληροφορίες, ο γάλλος διανοούμενος δεν μπορεί να κρύψει την πικρία του για το ότι το 60% των υπολογιστών που ήταν συνδεδεμένοι με το Διαδίκτυο το 1996 άνηκαν σε Αμερικανούς και για το ότι η γλώσσα που κυριαρχεί στον κυβερνοχώρο είναι τα αγγλικά.
Στο βιβλίο του Η Αυτοκρατορία της Α-ταξίας ο γάλλος καθηγητής και διευθυντής της Ecole des Hautes Etudes, Alain Joxe (2002), υποστηρίζει ότι στο σύγχρονο κόσμο κυριαρχούν -απόλυτα- οι Ηνωμένες Πολιτείες. Ωστόσο, γράφει, δεν υπάρχει μια παγκόσμια τάξη, μια αμερικανική αυτοκρατορία με την παραδοσιακή έννοια του όρου. Αντίθετα, πρόκειται για μια νέα μορφή ιμπεριαλισμού όπου ο εδαφικός έλεγχος είναι πολύ περιορισμένος. Στην πραγματικότητα δηλαδή η «αμερικανική αυτοκρατορία» είναι ένα σύστημα στρατιωτικής και οικονομικής κυριαρχίας που ναι μεν εκτείνεται στο σύνολο του κόσμου, αλλά το οποίο όμως δεν χρησιμοποιεί την άμεση επιβολή ή διακυβέρνηση. Οι ΗΠΑ ελέγχουν τις εξελίξεις μέσω της διαχείρισης της παγκόσμιας «α-ταξίας». Αυτή η «ηγεμονία μέσω του χάους» που βασίζεται στη διατήρηση μιας εύθραυστης διεθνούς ειρήνης αποτελεί τη ρίζα της τρέχουσας διεθνούς «οργάνωσης της βίας». Οι ΗΠΑ αρνούνται να ελέγξουν πλήρως τις γεωγραφικές ζώνες της αναρχίας και της βίας, υιοθετώντας αντίθετα μια πολιτική έμμεσης διαχείρισης, στην οποία κεντρικό ρόλο παίζουν οι γρήγορες στρατιωτικές επεμβάσεις (κυρίως βομβαρδισμοί) και ένα αποκεντρωμένο δίκτυο Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων που αναλαμβάνουν να απαλύνουν τις ανθρωπιστικές κρίσεις με δεδομένη την απουσία μιας ξεκάθαρης δέσμευσης για την ανασυγκρότηση της πολιτικής εξουσίας σε κράτη όπου αυτή έχει καταρρεύσει (π.χ. Σομαλία). Ωστόσο, υποστηρίζει ο Joxe, λόγω της δυναμικής των διεθνικών αγορών κεφαλαίου και των πολυεθνικών επιχειρήσεων, η ισχύς των εθνικών κυβερνήσεων -συμπεριλαμβανομένης εκείνης των ΗΠΑ- συρρικνώνεται... Η απάντηση στην πρόκληση αυτή, σύμφωνα με τον Joxe, δεν μπορεί παρά να είναι πολιτική. Η λύση που προτείνει ο γάλλος καθηγητής είναι μια ευρωπαϊκή ομοσπονδία: οι Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης. Μόνο μια Ενωμένη Ευρώπη, τονίζει, μπορεί να αποτελέσει μια πραγματική ηθική εναλλακτική λύση στον αποτυχημένο ιστορικό ρόλο των ΗΠΑ.

Όταν οι μεγάλες δυνάμεις παρακμάζουν γίνονται αδιάφορες, δεν έχουν ενδιαφέρον. Ακριβώς όπως η Αθήνα και η Σπάρτη μετά από την άνοδο της Ρώμης, η Γερμανίακαι η Γαλλίαείναι αδιάφορες τώρα. Μερικοί άνθρωποι υποστηρίζουν πόσο θαυμάσιο είναι είναι ότι η Ευρώπη έχει γίνει ειρηνική, αλλά αυτοί οι άνθρωποι γνωρίζουν τίποτα από ιστορία; Μια αναπόφευκτη συνέπεια των μεγάλων δυνάμεων που οδεύουν προς την παρακμή είναι ότι γίνονται ειρηνικότερες. Δεν πρέπει να αναμένουμε τίποτα λιγότερο απ'αυτούς.
Η αναρχία είναι η βασική αιτία και η βασική συνθήκη της διεθνούς πολιτικής και έτσι είναι παρούσα και στην Ευρώπη. Αλλά δεν έχει τις ίδιες επιπτώσεις... Εν πάση περιπτώσει, ποιος νοιάζεται για την αναρχία στην Ευρώπη; Τι υπάρχει να μετριαστεί, να αμβλυνθεί εκεί; Ότι υπήρχε έχει μετριαστεί ήδη. Οι χώρες πολεμούν, παρακμάζουν και γίνονται ειρηνικότερες.
Όπως και να'χει, η Ευρώπη θα γίνει ενδιαφέρουσα μόνο όταν διαμορφώσει μια πραγματικά ενοποιημένη κυρίαρχη χώρα, αλλά αυτό δεν πρόκειται να συμβεί σύντομα. Η Ευρώπη είναι βαρετή και εύπορη. Είναι σε ευτυχή θέση, ας την απολαύσει λοιπόν.

...το να διαλυθεί τώρα το ΝΑΤΟ θα έριχνε την Ευρώπη σε βαθιά ανασφάλεια... Θα ήταν στρατηγική καταστροφή... αν οι Ηνωμένες Πολιτείες γύριζαν την πλάτη τους στην Ευρώπη, το ΝΑΤΟ θα κατέρρεε και η Ευρωπαϊκή Ένωση θα υφίστατο κραδασμούς μέχρι σημείου αποσύνθεσης. Η Γερμανίαθα πρόβαλλε ως η κυρίαρχη δύναμη στα δυτικά της ηπείρου, και η Ρωσίαως η ενοχλητική δύναμη στα ανατολικά. Οι Ηνωμένες Πολιτείεςθα έχαναν μεγάλο μέρος του διεθνούς κύρους τους, και συνάμα θα έχαναν τα μέσα για να βοηθήσουν να εμποδιστεί η ευρωπαϊκή αστάθεια που θα οδηγούσε για άλλη μια φορά σε διεθνή σύγκρουση.
Christoph Bertram
1995

Την άνοιξη του 1999, το ΝΑΤΟ ξεκίνησε πόλεμο εναντίον της Σερβίας στο Κοσσυφοπέδιο. Είναι αλήθεια ότι επρόκειτο για μικρή σύγκρουση, αλλά το γεγονός παραμένει ότι μετά τη λήξη του Ψυχρού πολέμου οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν διεξάγει πόλεμο στην Ευρώπη και όχι στη Βορειοανατολική Ασία.
John Mearsheimer

Όλοι μας θυμώμαστε τον όρο Δανεισμού -όπου οι Ηνωμένες Πολιτείες προμήθευαν τη Βρετανία με καταστροφείς και άλλα υλικά για να πολεμήσουν τους Γερμανούς- αλλά ο όρος Εκμισθώσεως συχνά λησμονείται. Με τον όρο Εκμισθώσεως οι Βρετανοί παρέδωσαν στις Ηνωμένες Πολιτείες σχεδόν όλες τις ναυτικές εγκαταστάσεις τους στο δυτικό ημισφαίριο. Με τον έλεγχο αυτών των εγκαταστάσεων και τον ρόλο που έπαιζε το Ναυτικό των ΗΠΑ στις περιπολίες στον Ατλαντικό, οι Βρετανοί αναγκάστηκαν να δώσουν στους Αμερικανούς τα κλεδιά του Βορείου Ατλαντικού, ο οποίος άλλωστε ήταν η δίοδος της Ευρώπης προς τον κόσμο.
Μια λογική εκτίμηση του κόστους που είχε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος για τον κόσμο ήταν περίπου πενήντα εκατομμύρια νεκροί (στρατιώτες και πολίτες). Σ'αυτόν τον πόλεμο η Ευρώπη είχε κομματιαστεί, και τα έθνη είχαν ρημαχτεί. Αντίθετα οι Ηνωμένες Πολιτείες έχασαν γύρω στο μισό εκατομμύριο στρατιώτες και δεν είχαν σχεδόν καθόλου απώλειες πολιτών. Στο τέλος του πολέμου, η αμερικανική βιομηχανία ήταν πολύ πιο ισχυρή από ό,τι πριν από τον πόλεμο. Οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν το μοναδικό εμπόλεμο έθνος για το οποίο ίσχυσε αυτό. Δεν βομβαρδίστηκε καμμία αμερικανική πόλη (εκτός από το Περλ Χάρμπορ), δεν υπήρξε ξένη κατοχή σε καμμία αμερικανική περιοχή (εκτός από δύο μικρά νησιά στς Αλεούτιες Νήσους), και οι Ηνωμένες Πολιτείες υπέστησαν λιγότερο από το 1 τοις εκατό των απωλειών του κόσμου. Με αυτό το τίμημα, οι Ηνωμένες Πολιτείες βγήκαν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο έχοντας όχι μόνο τον έλεγχο του Βόρειου Ατλαντικού αλλά και ως κυρίαρχοι των ωκεανών [και άρα του εμπορίου] όλου του κόσμου. Επίσης κατείχαν τη Δυτική Ευρώπη, διαμορφώνοντας τις μοίρες χωρών όπως η Γαλλία, η Ολλανδία, το Βέλγιο, η Ιταλία, ακόμη και η Μεγάλη Βρετανία. Ταυτόχρονα, οι Ηνωμένες Πολιτείες κατέκτησαν και κατέλαβαν την Ιαπωνία, σχεδόν ως αποτέλεσμα των ευρωπαϊκών εκστρατειών...
Να μια ερώτηση: Η ξεκάθαρη ανάδυση των Ηνωμένων Πολιτειών το 1945 ως η αποφασιστική παγκόσμια δύναμη ήταν ένα ιδιοφυές μακιαβελικό παιχνίδι; Οι Αμερικανοί πέτυχαν παγκόσμια υπεροχή με κόστος 500.000 νεκρούς, σε έναν πόλεμο όπου χάθηκαν πενήντα εκατομμύρια άλλοι. Ήταν ο Φραγκλίνος Ρούζβελτ ιδιοφυώς αδίστακτος, ή το γεγονός ότι οι ΗΠΑ έγιναν υπερδύναμη ήταν κάτι που απλά συνέβη κατά τις προσπάθεια του Ρούζβελτ να επιβάλει τις «τέσσερις ελευθερίες» και την Χάρτα των Ηνωμένων Εθνών;...
George Friedman


.~`~.
II
Interview with French Front National Leader Marine Le Pen

SPIEGEL: Ms. Le Pen, having won 25 percent of the French vote, your Front National party stands as one of the primary beneficiaries of the May 25 European Parliament election. How could such a thing come to pass?
Le Pen: The French want to regain control of their own country. They want to determine the course of their own economy and their immigration policies. They want their own laws to take precedence over those of the European Union. The French have understood that the EU does not live up to the utopia they were sold. It has distanced itself significantly from a democratic mode of operation.

SPIEGEL: Yet, prior to the election, it was said that the establishment of lead candidates for the two biggest groups -- Jean-Claude Juncker for the center-right and Martin Schulz for the center-left -- would strengthen democracy in the EU.
Le Pen: That is totally bogus. Everybody knew that the parliament wouldn't be making the final decision on the next president of the European Commission.

SPIEGEL: Do you want to destroy Europe?
Le Pen: I want to destroy the EU, not Europe! I believe in a Europe of nation-states. I believe in Airbus and Ariane, in a Europe based on cooperation. But I don't want this European Soviet Union.

SPIEGEL: The EU is a vast project for peace. It has helped ensure 70 years without war on the Continent.
Le Pen: No. Europe is war. Economic war. It is the increase of hostilities between the countries. Germans are denigrated as being cruel, the Greeks as fraudsters, the French as lazy. Ms. Merkel can't travel to any European country without being protected by hundreds of police. That is not brotherhood.

SPIEGEL: You now intend to head to Brussels only to fight the system.
Le Pen: And why not? The EU is deeply harmful, it is an anti-democratic monster. I want to prevent it from becoming fatter, from continuing to breathe, from grabbing everything with its paws and from extending its tentacles into all areas of our legislation. In our glorious history, millions have died to ensure that our country remains free. Today, we are simply allowing our right to self-determination to be stolen from us.

SPIEGEL: In truth, though, you didn't win the elections because of the EU, but because the French are furious with their economic situation and with President François Hollande. Have you thanked him?
Le Pen: No. Then I would have had to call Nicolas Sarkozy as well. France is in this situation because the conservative Union for a Popular Movement (Sarkozy's party) and the Socialists (Hollande's party) submitted to European treaties. These treaties promote German interests quite well, but they are poor at defending France's interests.

SPIEGEL: Germany is to be blamed for France's misery?
Le Pen: Whenever I hear people utter anti-German sentiments, I say: You can't blame Germany for defending its own interests. I can't blame Ms. Merkel for saying she wants a strong euro. I place the blame with our own leaders who are not defending our interests. A strong euro is ruining our economy.

SPIEGEL: Why would you say that the euro is only helping Germany?
Le Pen: For a very simple reason: It was created by Germany, for Germany.

SPIEGEL: It was François Mitterand who wanted the euro in order to contain Germany. In fact, it was difficult for the Germans to give up their beloved deutsche mark.
Le Pen: That's another story. Mitterand wanted to push integration forward with the euro. But from an economic standpoint, the euro is German. Were we to return to our national currencies, the D-Mark would be the only one to appreciate in value, which would be a competitive disadvantage for Germany. Our currency, by contrast, would be devalued, which would give us a bit of room to breathe.

SPIEGEL: In other words, votes for EU-skeptics are votes against Germany?
Le Pen: There's no doubt that the model we are advocating is less positive for Germany than the current model. Germany has become the economic heart of Europe because our leaders are weak. But Germany should never forget that France is Europe's political heart. What is happening here today foreshadows what will happen in the rest of Europe in the coming years: the great return of the nation-state, which they wanted to obliterate.

SPIEGEL: Do you see Angela Merkel as an enemy?
Le Pen: I have respect for leaders who defend the interests of their countries. Her policies are positive for Germany, but they are unfortunately harmful for all other countries. My warning is: Be careful Ms. Merkel. If you don't see the suffering that has been imposed on the rest of the European people, then Germany will make itself hated. She believes it is possible to pursue policies In other countries against the will of the people. She would never do that in Germany, where election results are being respected. But she wants to impose her policies on others. This will lead to an explosion of the European Union.

SPIEGEL: Do you really want France to leave the euro?
Le Pen: I have been saying that since the French presidential election campaign. It is a difficult issue and I have taken a big risk. I know very well that the political classes have spread fear among the electorate: Without the euro, the sun will cease shining, the rivers will stop flowing, we will enter an ice age...

SPIEGEL: An end to the euro would surely lead to an economic disaster.
Le Pen: I don't believe that at all. It would be an unbelievable opportunity. If we don't all leave the euro behind, it will explode. Either there will be a popular revolt because the people no longer want to be bled out. Or the Germans will say: Stop, we can't pay for the poor anymore.

SPIEGEL: You are now bringing 24 representatives with you to Brussels ...
Le Pen: ... as the fourth biggest party group behind the German Christian Democrats, the Italian Democratic Party and the German Social Democrats.

SPIEGEL: But to build a parliamentary group, you need representatives from seven different countries. You have an agreement with the Dutch right-wing populist Geert Wilders, the FPÖ from Austria, the Lega Nord from Italy and Vlaams Belang from Belgium, but that isn't enough.
Le Pen: I am optimistic that we will be able to establish a parliamentary group. I have a series of meetings coming up soon.

SPIEGEL: The United Kingdom Independence Party (UKIP), though EU-skeptic, has refused to cooperate with you. Party head Nigel Farage has said the Front National is anti-Semitic.
Le Pen: And David Cameron says that UKIP members are crazy and racist. I think it is good that UKIP is as strong as we are. But they already have a parliamentary group and see us as competition. Hence, the insulting accusations.

SPIEGEL: Would you like to work together with UKIP?
Le Pen: It would certainly be a possibility. We have the same fundamental approach to Europe.

SPIEGEL: You and your possible allies are all opposed to the European Union. But what, for example, do you have in common beyond that with someone like Geert Wilders?
Le Pen: That's enough!

SPIEGEL: He is in favor of gay rights while you are opposed to gay marriage.
Le Pen: Why should I care about that? For me, the fight for sovereign nations is enough. Everybody should be able to choose according to his own values and history, within a European civilization that we all belong to.

SPIEGEL: You have excluded the possibility of cooperating with right-wing extremists such as the Golden Dawn party from Greece or the German neo-Nazi party NPD. What about Germany's euro-skeptic party AFD?
Le Pen: They have yet to show interest in such a cooperation. We share certain viewpoints with the AFD, but they are not a party of the people. Rather they are an elitist party with a different structure from ours.

SPIEGEL: Is France actually suffering from a kind of depression?
Le Pen: There's something to it. We used to be one of the richest countries in the world, but we are now on a path towards under-development. This austerity that has been imposed on the people doesn't work. The people will not allow themselves to be throttled without revolting.

SPIEGEL: Still, the French sovereign debt is massive.
Le Pen: The French debt will remain massive. The more austerity one imposes, the more growth suffers, the lower tax revenues remain and the higher the budget deficit. Plus, the government has saved by making cuts to useful expenditures instead of to the damaging expenditures. Savings should be made with cuts to the generous social system, which grants illegal immigrants the same protections as it does our citizens. And with welfare fraud; and with the EU contributions, which rise every year.

SPIEGEL: Does the Front National want France to return to the early 1960s: A protectionist state that steers the economy, an authoritarian head of state and less immigration?
Le Pen: It is undeniable that the French were in a better situation then than they are today. I don't look in the rearview mirror. But there was no need for us to experience an end to social progress since then. It makes no sense that we took on 10 million foreigners within a period of 30 years.

SPIEGEL: Do you really think that France can hide from the world?
Le Pen: I'm not talking about autarky. I'm not crazy. We need an intelligent protectionism. We need customs duties again -- though not for countries that have the same social (security) levels as we do. That's fair competition. The problem is the total opening of borders and allowing the law of the jungle to prevail: The further a company goes today to find slaves, which it then treats like animals and pays a pittance, without regard for environmental laws, the more it earns.

SPIEGEL: Is free trade really such a bad thing?
Le Pen: Trade has always existed, but we used to defend our strategic interests. Could you imagine the United States allowing (French engineering giant) Alstom to purchase General Electric? I don't think so. And I don't want (Germany's) Siemens to buy Alstom. I want Alstom to remain French. That is strategically important for my country's independence.

SPIEGEL: But Alstom has major problems.
Le Pen: One could nationalize a company, even if only temporarily, in order to stabilize it.

SPIEGEL: When you took over the Front National in a desolate state from your father in 2011, did you really think that it could become France's strongest party?
Le Pen: Of course, otherwise I wouldn't have done this. If I didn't believe that we had a chance of coming to power, then I would have focused on taking care of my three children or gardening.

SPIEGEL: Since taking over leadership of the party, you have worked on the "de-demonization" of Front National. Have you finally achieved that with this election result?
Le Pen: Certainly among the people. But the elite, of course, continue to defend themselves. But are we treated like every other party? No. Not by the press and certainly not by the political classes.

SPIEGEL: What is the real Front National? On the one hand, you have your young deputy Florian Philippot, a self-described Gaullist. On the other, you have your father, who recently said that "Monseignor Ebola" could solve the global population explosion within three months.
Le Pen: He did not say "could". And that was not his wish, it was merely a concern he expressed. You know, they used to describe Gaullism as being the "metro crowd at rush hour." That's where you find Jean-Marie Le Pen and Florian Philippot, you find craftsmen, heads of companies and civil servants. We want to represent all the French people with ideas that are neither left nor right: patriotism, defense of the identity and sovereignty of the people. If a person like me is described as being extreme-left and extreme-right at the same time, then that isn't far off the mark.

SPIEGEL: Front National is an anti-immigration party. Polls show that immigration is the issue of greatest concern to voters.
Le Pen: Yes, we support putting a stop to immigration.

SPIEGEL: Why such xenophobia?
Le Pen: Xenophobia is the hatred of foreigners. I don't hate anyone.

SPIEGEL: In Germany today, there is far more immigration than in France. Despite this, there are no parties like yours.
Le Pen: We have millions of unemployed and cannot afford any more immigration. Where are they supposed to live? It is not viable.

SPIEGEL: Is your success the product of the failure of the elite? Socialist politician Samia Ghali argues that the French wanted someone who spoke to their hearts and that you, unfortunately, were the only one who did so.
Le Pen: Our political class no longer has any convictions. You can only pass along the beliefs that you hold. They no longer believe in France -- they have a post-national worldview. I call them France-skeptics. That's why democracy is collapsing here in France.

SPIEGEL: Prime Minister Manuel Valls still has convictions. They just aren't the same ones that you have.
Le Pen: I don't believe that. He is a man with no convictions whatsoever, just like Nicolas Sarkozy. These are people who will tell you anything just to further their little careers.

SPIEGEL: Perhaps you're simply saying that because Valls, who was interior minister before becoming premier, is the only member of the government who is actually even popular with your voters.
Le Pen: He is popular because the others in the government are unpopular. Interior ministers are always popular because they give people the feeling that they are taking care of security, even when they are just people with tough words and a soft hand.

SPIEGEL: Do you think you'll make it into second round of voting in the 2017 presidential elections?
Le Pen: I think that is a very credible hypothesis, yes. Everyone admits that today. If you look at the polls you'll notice that we have at least as many potential voters among non-voters as we do among voters. I have said, and I believe that we will, come to power within the next 10 years. It may even happen faster than some can imagine.

SPIEGEL: Hollande is less popular than any president who preceded him. Are you already focusing your presidential campaign entirely on Nicolas Sarkozy?
Le Pen: I don't shoot at ambulances. Sarkozy is already finished as a candidate.

SPIEGEL: You mean because of his entanglement in the finance scandal surrounding his UMP, which has already forced party boss Jean-François Copé to resign?
Le Pen: Yes. Now he's finished. He cheated. He violated the laws of the Republic and spent twice as much on his campaign as is allowed by law. By doing so, he has totally disqualified himself. Incidentally, I regret it, because I would like to have had him as an opponent.

SPIEGEL: Why?
Le Pen: Because he is who he is.

SPIEGEL: Why are you supporting Russian President Vladimir Putin in his position against Europe in the Ukraine crisis?
Le Pen: I do not support Putin against Europe. This is a caricature. I support a federalist Ukraine. The EU poured fuel on the fire by proposing an economic partnership to a country known to look half to the East and half to the West.

SPIEGEL: Do you admire Putin?
Le Pen: I have a certain admiration for Vladimir Putin because he doesn't allow decisions to be forced upon him by other countries. I think he focuses first and foremost on what is good for Russia and the Russians. As such, I have the same respect for Putin that I do for Ms. Merkel.

SPIEGEL: Putin isn't a democrat.
Le Pen: Oh really? He isn't a democrat? There are no elections in Russia?

SPIEGEL: There is no freedom of the press, for example.
Le Pen: But you think that there is real freedom of the press in France? Ninety-nine percent of the journalists are leftists!

SPIEGEL: That's what you think. But journalists aren't killed and they aren't locked up.
Le Pen: To be honest, there are many things said about Russia because they have been demonized for years at the behest of the USA. It is part of the greatness of a European country to develop one's own opinion and to not view everything through the US lens. We have no lesson to teach Russia if we concurrently roll out the red carpet to Qatar, Saudi Arabia and China.

SPIEGEL: So you are more opposed to the US than you are in favor of Russia?
Le Pen: The Americans are trying to expand their influence in the world, particularly in Europe. They are defending their own interests, not ours. I am in favor of a multi-polar world in which France once again takes its position as the leader of non-aligned states, not with the US, not with Russia and not with Germany. One should strive to be neither slave nor master.
SPIEGEL: Ms. Le Pen, we thank you for this interview.

Πηγή
Der Spiegel
Interview Conducted By Mathieu von Rohr


.~`~.
III
Επιλογικές αναφορές

Η μέχρι θανάτου υπεράσπιση όσων μεγάλων και σπουδαίων έχουν ως τώρα κατακτηθεί, η αξιοποίηση τους, η οργάνωση της οικονομικής και πολιτικής ζωής της Ευρώπης... όλα αυτά εκ πρώτης όψεως θα ήταν ικανά να αποτελέσουν έναν σαφή και συγκεκριμένο στόχο, ένα πρόγραμμα που θα συσπείρωνε γύρω του οπαδούς και θα δημιουργούσε συναίνεση, αν δεν συνέβαινε σε αυτήν ακριβώς την πολιτικήαποστολή η Γερμανία να αποδεικνύεται τόσο αποφασιστικά και αμετακίνητα κατώτερη από το έργο που έχει να επιτελέσει.
Η εμφατική απόφαση των Γερμανών να οργανώσουν την Ευρώπη ιεραρχικά, σαν μια πυραμίδα με τη Γερμανία στην κορυφή, είναι γνωστή σε όλους... Σε όλες τις χώρες, ακόμη και σ'αυτές που έως χτες κρατούσαν μια μάλλον σαφή αντιγερμανική στάση, δεν έλειπαν οι πολιτικές προσωπικότητες και τα ρεύματα που ήταν έτοιμα να παραδεχτούν... ότι τα εθνικά κράτη έπρεπε να δώσουν τη θέση τους σε πολύ μεγαλύτερες πολιτικές οντότητες...Έτσι η έννοια της ιεραρχικής οργάνωσης της Ευρώπης δεν ήταν από μόνη της απαράδεκτη.
Όμως αυτό που εντυπωσιάζει όποιον έρθει σε επαφή με τους Γερμανούς είναι καθαρά η μηχανική και υλιστική τους αντίληψη για την ευρωπαϊκή τάξη. Γι'αυτούς, οργάνωση της Ευρώπης σημαίνει να αποφασίζουν πόσο απ'αυτό ή από εκείνο το ορυκτό πρέπει να παραχθεί και πόσοι εργάτες πρέπει να χρησιμοποιηθούν. Δεν τους περνά από το μυαλό ότι καμιά οικονομική τάξη πραγμάτων δεν μπορεί να ισχύσει αν δεν βασίζεται σε μια πολιτική τάξηκαι ότι, για να κάνεις τον Βέλγο ή τον Βοημό εργάτη να δουλέψει, δεν αρκεί να του υποσχεθείς έναν ορισμένο μισθό...
Luciolli. L
1942
«Την άνοιξη του 1942 ένας νεαρός Ιταλός διπλωμάτης ονόματι Λουτσόλλι γύρισε στην πατρίδα του μετά από ενάμιση χρόνο υπηρεσία στην πρεσβεία του Βερολίνου. Η πρώτη του δουλειά στη Ρώμη ήταν να καταγράψει τις σκέψεις του... Όταν επέστησαν την προσοχή του Μουσολίνι στο μνημόνιο του, σχολίασε ότι 'δεν είχε διαβάσει τίποτα τόσο σημαντικό και επιβλητικό εδώ και πολύ καιρό'».

Ίσως ο πιο πρόσφορος τρόπος να ερμηνεύσει κανείς την Ευρωπαϊκή Ένωσηείναι ως παραχώρηση των δυτικοευρωπαϊκών εθνών-κρατών στον καπιταλισμό. Με άλλα λόγια, η ύπαρξη της βασίζεται στο γεγονός ότι τα κράτη-μέλη αναγνωρίζουν πως η εθνική οικονομική πολιτική δεν μπορεί να εξασφαλίσει την επιτυχία και βλέπουν πως η ευημερία τους εξαρτάται από εκείνα τα είδη συνεργασίας και συντονισμένης δράσης που επιτρέπει η Ευρωπαϊκή Ένωση. Να γιατί η Ευρωπαϊκή Ένωση παραμένει εξαιρετικά σημαντική ως οικονομική οντότητα'αποτελεί μέρος της προσπάθειας να προσαρμοστεί ο ευρωπαϊκός καπιταλισμός στις ανάγκες μιας ολοένα πιο παγκοσμιοποιημένης εποχής.
Όμως τα οικονομικά δεν είναι το παν και η παγκοσμιοποίηση του κεφαλαίου δεν σημαίνει ότι το έθνος-κράτος είναι τελειωμένο στην Ευρώπη, όπως ισχυρίζονται πολλοί σήμερα. Ο Ιταλός Λουτσόλλι επέκρινε τη ναζιστική Νέα Τάξη επειδή προϋπέθετε ότι τα υλικά αγαθά αρκούσαν για να δημιουργηθεί στους Ευρωπαίους των διαφόρων εθνοτήτων το αίσθημα ότι άνηκαν σε μια κοινότητα, αλλά η κριτική του θα μπορούσε να ασκηθεί πιο βάσιμα εναντίον του «δημοκρατικού ελλείμματος». Το ζήτημα είναι ότι ο καπιταλισμός δεν δημιουργεί κανένα αίσθημα του ανήκειν ικανό να συναγωνιστεί το αίσθημα που νιώθουν οι περισσότεροι άνθρωποι για το κράτος στο οποίο ζουν. Άλλωστε, αν κάτι κάνει ο σύγχρονος καπιταλισμός, είναι να καταστρέφει τις παλιές μορφές ταξικής αλληλεγγύης και να δημιουργεί στα άτομα μεγαλύτερη ανασφάλεια, καθιστώντας έτσι άλλες μορφές συλλογικής ταυτότητας όλο και πιο σημαντικές...
«Η συνείδηση του έθνους παραμένει απείρως ισχυρότερη από μια αίσθηση της Ευρώπης», έγραφε ο Ραϋμόν Αρόν το 1964. Το ίδιο ισχύει και σήμερα, γι'αυτό και η Ευρωπαϊκή Ένωσημάλλον δεν θα πάψει να είναι, όπως έλεγε ένας Βέλγος διπλωμάτης, «οικονομικός γίγαντας, πολιτικός νάνος και στρατιωτικό σκουλήκι».
Mark Mazower

.~`~.
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική

*
Γαλλία
*
Ε.Ε
- Το μέλλον της Ε.Ε, η Ανατολική Ευρώπη -η Ουκρανία- και τα Βαλκάνια, ο Huntington, ο Brzezinski και οι πλανητικές πολιτικές των Η.Π.Α. Τα «Ανθρώπινα δικαιώματα», η «σύγκρουση των πολιτισμών» και τα «Ευρασιατικά Βαλκάνια» ως βαλκανοποίηση της υφηλίου και καλλιέργεια της ελεγχόμενης αναρχίας. Η απόρριψη του διλήμματος μεταξύ πυρηνικού ολοκαυτώματος ή πολιτιστικής ανυπαρξίας - προς μιας νέα ιστορική σύνθεση που θα εναντιώνεται στις θεωρίες και τους υπολογισμούς γραφείου-εργαστηρίου.
*
Ευρώπη
*
Γερμανικά
*
Πολυπολικότητα
*
Ιδεολογικά
*
Νεομεσαιωνισμός - New medievalism
*

Γιατί η «Ευρώπη» αποτυγχάνει - μέρος α´.

$
0
0
.
.~`~.
I

Από τη μία μεριά η μεσογειακή Νότια Ευρώπη, με την οικονομική και κοινωνική καθυστέρηση'η σλάβική και ορθόδοξη Ανατολική Ευρώπη, υπανάπτυκτη και πολιτιστικά καθυστερημένη'η βαλκανική Ευρώπη, εν μέρει μουσουλμανική, άθλια, αντιπαραγωγική και απολίτιστη, που διαπνέεται από έναν ακατανόητο όσο και έμφυτο σοβινισμό. Από την άλλη η Ευρώπη της Δύσης και του Βορρά: εξελιγμένη, αναπτυγμένη, πλούσια, προοδευτική, πειθαρχημένη, εργατική, παραγωγική, μορφωμένη, με μια λέξη πολιτισμένη.
Υπάρχουν ασφαλώς ψήγματα αλήθειας σ'αυτή την καρικατούρα, όμως ακριβώς ο μερικός χαρακτήρας της αποκρύπτει τα σφάλματα, τις προκαταλήψεις, την περιφρόνηση, τη μισαλλοδοξία, όπως και το πραγματικό ερώτημα: στο βαθμό που αυτές οι διαφορές υπάρχουν πράγματι εντός της Ευρώπης, σε ποιες ιστορικές αιτίες οφείλονται; Δεν αμφισβητούν άραγε την ίδια τη λατρεία του πλούτου και της τεχνικής προόδου, την πομπώδη πίστη στην εκπολιτιστική αποστολή του ευρωπαϊκού «κέντρου», την περιφρόνηση της «περιφέρειας», τη μισαλλοδοξία που τη συνοδεύει και, τέλος, τους πολέμους που συμπληρώνουν τον φάυλο κύκλο;
Γιώργος Β. Δερτιλής

.~`~.
II
α´
Ὁ ὅρος «Εὐρώπη» κανένα πραγματικὸ περιεχόμενο δὲν ἔχει. Εἶναι ἕνας ὅρος πού ἀκριβῶς λόγω τῆς ἀοριστίας του εὔκολα μπορεῖ νὰ μεταβάλλεται σὲ σύνθημα καὶ νὰ γίνεται ἄλλοτε μὲν «Δύση» (Occident), ὅταν πρόκειται γιὰ πολιτικοὺς σκοπούς, ἄλλοτε δὲ «Abendland», ὅταν πρόκειται γιὰ αὐθαίρετες πολιτιστικὲς περιχαρακώσεις.
Κατ'ἀρχήν, δὲν ὑπάρχει μία Εὐρώπη, ἀλλά ὡς γεωπολιτικὲς ἑνότητες (μὲ ἄκρως διάφορες πολιτιστικὲς προϋποθέσεις, καθὼς ἀπαιτεῖ ἡ φυσικὴ τάξη πραγμάτων) τουλάχιστον τέσσαρες. Ὑπάρχει μιὰ δυτικὴ Εὐρώπη, μιὰ κεντρικὴ Εὐρώπη, μιὰ νοτιοανατολικὴ (δηλαδή μιὰ βαλκανική, πού ἀποτελεῖ τὴν κυρίως Εὐρώπη, καὶ τῆς ὁποίας κέντρο εἶναι ἡ Μαύρη Θάλασσα) καὶ μιὰ ἐν εὐρείᾳ ἐννοίᾳ μεσογειακὴ Εὐρώπη. Ἂν συνεπῶς τίθεται πρόβλημα Εὐρώπης, αὐτὸ συνίσταται στὴν ὀργανικὴ σύνδεση τῶν φυσικῶν αὐτῶν περιοχῶν.
Ὑπάρχει μιὰ μωαμεθανικὴ Εὐρώπη, ὅσο καὶ χριστιανική. Ὅλες αὐτὲς οἱ «Εὐρῶπες» ἀποτελοῦν ἰσογενεῖς ἱστορικὲς διαμορφώσεις τῶν ἀρχαίων μεσογειακῶν πολιτισμῶν καὶ συνεπῶς δὲν ὑπάρχει καμμία πού νὰ ἔχη κάτι παραπάνω ἀπὸ τὶς ἄλλες... Σήμερα ὑπὸ τὸν ὄρο «Εὐρώπη» ἐννοεῖται μιὰ οἰκονομικὴ κοινοπραξία πού ὡς βάση της ἔχει 2,5 κράτη - τὴν Γαλλία, τὴν 'Ἀγγλία καὶ τὴν μισὴ Γερμανία (η «Εὐρώπη» του λιμπεραλισμοῦ). Ὁ συμμιγὴς αὐτὸς ἀριθμὸς δὲν προέκυψε τυχαῖα λόγῳ τοῦ πολέμου, ἀλλά ἀποτελεῖ μιὰ φυσικὴ συνέπεια τῆς εὐρωπαϊκῆς πολιτικῆς τουλάχιστον τοῦ ἑνὸς καὶ μισοῦ τελευταίου αἰῶνος μέχρι τὸν πόλεμο...
Χαρακτηριστικὸ ἐν προκειμὲνῳ ὡς πρὸς τὰ ἰδεολογικὰ περιεχόμενα του εἶναι τὸ πρόβλημα τῶν ξένων στὶς δυτικὲς κοινωνίες, πού εἶναι κατ'ἐξοχὴν πρόβλημα ἐξωτερικῆς πολιτικῆς. Χρησιμοποιεῖται ὅμως γιὰ καθαρὰ ἰδεολογικοὺς σκοποὺς τῆς ἐσωτερικῆς: εἶναι ἡ ἕλξη τῆς εὐμάρειας -καὶ συνεπῶς ἡ εὐκολία ζωῆς- πού φέρνει τοὺς ξένους στὴν Εὐρώπη, ἄρα οὐδεὶς λόγος κοινωνικῆς διαμαρτυρίας ὑπάρχει γιὰ τοὺς γηγενεῖς... Ὁ «ζῆλος» ἄλλων γιὰ τὴν εὐμάρεια εἶναι ἀπόδειξη ὅτι τὰ πράγματα εἶναι τὰ καλύτερα δυνατά!... οἱ μεταναστεύσεις δὲν ἔχουν βέβαια τίποτε κοινὸ μὲ τὶς μεταναστεύσεις τῶν περασμένων αἰώνων, ἡ τρέχουσα ὅμως πολιτικὴ σημασία τους δὲν πρέπει νὰ φθάσῃ στὴν σημερινὴ μέση συνείδηση. Ἡ ὁποία ἔτσι δὲν πρόκειται νὰ μάθῃ ποτὲ πώς δὲν εἶναι λόγοι «ἐλεημοσύνης», πού ἀναγκάζουν τὶς κυβερνήσεις νὰ δέχωνται τοὺς ξένους, ἀλλά ὅτι ἡ τονιζομένη ἰδεολογία τῆς «καλοπέρασης» ἔχει ὡς προϋπόθεση τὴν ὕπαρξη ὡρισμένων ἀντιφάσεων στὸν τομέα τῆς ἐξωτερικῆς πολιτικῆς...
Ἡ νέα μυθολογία εἶναι βέβαια περὶ τῆς «πολυπολιτισμικῆς κουλτούρας». Κάτι τέτοιο εἶναι προφανῶς εὐκολώτερο νὰ τὸ λέῃ κανεὶς ἀπ'ὅ,τι νὰ τὸ πετύχῃ στὴν πράξη. Διότι ὁ ἴδιος ὁ ὅρος κατ'ἀρχὴν «πολυπολιτισμικὴ κουλτούρα» εἶναι ἀντιφατικὸς καὶ κενὸς περιεχομένου. Εἶναι ἁπλῶς ἕνα λεκτικὸν μύθευμα προκειμένου νὰ δικαιολογηθῆ ἡ εἰκόνα τῆς κατακερματισμένης ἀμορφίας πού βλέπει κανεὶς στοὺς δρόμους τῶν συγχρόνων μεγαλουπόλεων ὡς συνέπεια τῆς φιλοσοφίας τῆς «ἐλεύθερης ἀγορᾶς». Αὐτὸ πού ὑπάρχει ὡς ἐφικτόν ἰδεῶδες εἶναι μόνο ὁ διεθνισμός. Ὅπως καὶ ἡ ἴδια ἡ λέξη φανερώνει, πρόκειται περὶ ἑνὸς πολιτισμοῦ πού ἐνώνει πολλὰ ἔθνη, πού εἶναι «διεθνικός», καὶ ὄχι «πολλῶν πολιτισμῶν» μαζὶ δίκην σωροῦ ἀμόρφου μάζης... Διεθνικὲς καταστάσεις προκύπτουν, ὅταν ὁ «ξένος» μεταβαίνη σὲ μίαν ἄλλη χώρα γιὰ νὰ προσφέρη καὶ ὄχι γιὰ νὰ πάρη ἤ νὰ τοῦ... δοθῆ, ὅταν δηλαδὴ ἀκριβῶς δὲν αἰσθάνεται σ'αὐτὴν ξένος... Ἡ ἐποχὴ μας ὁδεύει ἀναγκαστικὰ πρὸς ἕνα νέον διεθνισμό, ἀλλά θὰ χρειασθῆ ἐξαιρετικὴ προσπάθεια ἐν τῷ μεταξύ, ὥσπου νὰ καθαρίση τὸ μυαλὸ τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὴν ἰδεολογικὴ σκουριὰ πού ἐσώρευσαν οἱ θεωρίες περὶ «προόδου» τοῦ λιμπεραλισμοῦ, τοῦ «δυτικοευρωπαϊσμοῦ» καὶ τῆς βιομηχανικῆς «ἐλευθερίας».
Ἐπικρατεῖ βέβαια συστηματικῶς ἡ καλλιεργούμενη γνώμη, ὅτι κανένα ἄλλο εἶδος πολιτικῆς δὲν εἶναι δυνατὸν ὑπό τὰ δεδομένα τῆς βιομηχανικῆς παραγωγῆς, παρ'ὅτι φυσικὰ βλέπομε τὶς καταστάσεις τῶν καιρῶν μας νὰ τὸ διαψεύδουν ἀπολύτως στὴν πράξη. Ἂν εἶναι ἔτσι (καὶ φυσικὰ ἂν τὸν ρόλο τῆς Ἀμερικῆς τὸν ἔπαιζε ἡ δυτικὴ Εὐρώπη κατὰ τὸν ψυχρὸ πόλεμο, τὸν τρίτο παγκόσμιο πόλεμο θὰ εἴχαμε πρὸ πολλοῦ ὡς πραγματικότητα...), τότε καὶ κανένα ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντα προβλήματα δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ λυθῆ, ἡ δὲ ἀνθρωπότητα δὲν ἔχει παρὰ νὰ ἐγκαταλείψῃ τὸ μέλλον της στὴν ἐξέλιξη καταστάσεων πού δὲν μπορεῖ νὰ ἐλέγξῃ. Οἱ θεωρίες συνεπῶς περὶ διαφωτισμοῦ καὶ χειραφετήσεως τοῦ ἄνθρωπου ἔναντι τῶν πεπρωμένων του εἶναι ἁπλά ἰδεολογικὰ μυθεύματα. Ἀλλὰ εὐτυχῶς βέβαια πού τὰ πράγματα δὲν ἦταν δυνατὸν εἰμὴ νὰ διαψεύσουν αὐτὲς τὶς «θεωρίες». Ὁ εὐκαιριακὸς χαρακτήρας τῆς σκοπιμότητος εἶναι φανερός, ὁ ὁποῖος ὡστόσο σήμερα, ὕστερα ἀπὸ τὴν μὴ ὕπαρξη «ἐχθρῶν» γιὰ τὸ δυτικὸ σύστημα, μπορεῖ νὰ διερευνηθῆ κάπως νηφαλιώτερα.
Ἡ οὐσιαστικὴ ἔλλειψη θεωρίας καὶ προοπτικῆς γιὰ τὶς ἀνάγκες τῆς βιομηχανικῆς παραγωγῆς προέρχεται ἀπὸ τὸ γεγονός, ὅτι ἡ δυτικὴ ἱστοριογραφία κατάφερε τελικῶς νὰ ἐξαλείψη ἀπὸ τὴν γενικὴ συνείδηση τὸ πραγματικὸ νόημα τοΰ ἱστορικοῦ παρελθόντος. Τυπικώτατο παράδειγμα ἀποτελοῦν τὰ βαλκανικὰ προβλήματα, γιὰ τὰ ὁποῖα ὁ μέσος Εὐρωπαῖος ἔχει τόσην σαφῆ γνώση, ὅσην καὶ γιὰ μιὰ ἀπομονωμένη νησίδα τοῦ Εἰρηνικοῦ.

β´
Το αξιοσημείωτο, όμως, που ταυτόχρονα δείχνει ότι η σημερινή «Ευρώπη» δεν αποτελεί όργανο ενιαίας βουλήσεως προς διαμόρφωση πολιτικής, είναι κάτι άλλο: παρατηρούμε βάσει των κοινοτικών μηχανισμών να έχουν λόγο στα βαλκανικά προβλήματα οι Δανοί, οι Βέλγοι, και οι Ολλανδοί, δεν είδαμε όμως ως τώρα να έχουν λόγο οι Ιταλοί, για τους οποίους τα Βαλκάνια αποτελούν γεωφυσικώς και ιστορικώς τον «ζωτικό» τους χώρο. Οι διαφορές συνεπώς μεταξύ ευρωπαϊκού Βορρά και Νότου συνεχίζουν να υφίστανται σαν ιστορικές σημασίες. Η «Ευρώπη» της Montanunion μπορεί να σημαίνει μια οικονομική κοινοπραξία αλλά καμμιά ιστορική σύνθεση.
Επεκράτησε η άποψη ότι στο σύστημα των πολιτικών σχέσεων της μεταπολεμικής «Δύσης» ο ρόλος της Αγγλίας ως «συνδέσμου» μεταξύ Αμερικής και ηπειρωτικής Ευρώπης υπήρξε μια κατάσταση ανάγκης. Πρόκειται για μια καλώς θεμελιωμένη άποψη στην μεταπολεμική «κοινή γνώμη». Είτε όμως με την επιδίωξη της Γαλλίαςγια ανεξάρτητη πολιτική ως «μεγάλης δύναμης», είτε με την επιδίωξη της Αγγλίας να οικειωθεί έναν τέτοιον ρόλο, πρακτικώς η μεταπολεμική πολιτική μάλλον δυσκολεύθηκε παρά βοηθήθηκε. Διότι, απλούστατα, το κλασσικό ευρωπαϊκό «ισοζύγιο» συνιστούσε έναν παράγοντα απροσδιοριστίας σ'αυτήν και της προσέδιδε τον χαρακτήρα της πειραματικής και επικίνδυνης πολιτικής. Αυτό κράτησε την διάρκεια των εξοπλισμών περισσότερο απ'όσο ήταν νοητό, σωρεύοντας και όχι λύνοντας προβλήματα. Είναι αμφίβολο αν η Αμερική είχε ιδιαίτερη ανάγκη πολιτικής βοήθειας, αφού είχε απόλυτον σύμμαχο τη Γερμανίακαι -μέσα στην διαπλοκή του πολυεθνικού κεφαλαίου- μάλλον λεκτικές παρά πρακτικές δυνατότητες ανεξάρτητης πολιτικής είχε η Γαλλία. Ότι πάντως τον ρόλο του «συμπληρωματικού» παράγοντος η Αγγλία τον διετήρησε σε άλλες περιοχές και όχι κυρίως στην καθ'εαυτό δυτική Ευρώπη, θα μας δοθεί η δυνατότητα να ιδούμε. Σημασία έχει ότι αυτός ο χαρακτήρας της δυτικής πολιτικής που εκδηλώθηκε και στην βαλκανική κρίση -χαρακτήρας ΝΑΤΟ, βέβαια, αλλά εν προκειμένω χωρίς «εχθρό»-, προσέδωσε μάκρος σ'αυτήν αλλά όχι λύση... Η αοριστολογία περί «γραμμής ασφαλείας», περί «μαλακού υπογαστρίου» κλπ. δείχνει ακριβώς ότι μια συγκεκριμένη αντίληψη δεν πρέπει ίσως και εγνωσμένως να υπάρχει... Από όσο μπορεί κανείς να αντιληφθεί κάτι σαφές περί των καταστάσεων της σημερινής Ευρώπης, προβλέπεται μια κάποια ανάπτυξη σε μια ζώνη 300 περίπου χιλιομέτρων προς την ανατολική Ευρώπη, δηλ. περίπου στα όρια της παλαιάς Αυστροουγγρικής Μοναρχίας που συμπίπτουν κατά προσέγγιση με εκείνα της καθολικής Ευρώπης, αλλά κατά «λιμπεραλιστικούς» τρόπους ως προς τα λοιπά, ανάλογους εκείνων του «Korea-Boom», ασκούμενους απλώς την φορά αυτή στους χώρους των Βαλκανίων και της Ανατολικής Μεσογείου.
Ότι οι «συλλήψεις» αυτές, οι οποίες στρέφονται σαφώς εις βάρος της Ουκρανίαςκαι της Ρωσίαςκαι στερούνται πάσης ιστορικής προοπτικής (καθ'ότι συλλήψεις εργαστηρίου) οδηγούν κατ'ευθείαν στον τρίτον παγκόσμιο πόλεμο, αφού προηγουμένως επιφέρουν και την πλήρη οικονομική κατάρρευση της δυτικής Ευρώπης (αρκεί απλώς να δει κανείς στον χάρτη την γραμμή «Bagdad-Bahn», που είναι της αυτής σημασίας με το Σουέζ για την Ευρώπη), είναι πλέον προφανές. Οι «ειδικοί» οφείλουν να τις διαγνώσουν...

γ´
...προκειμένου να προσανατολισθή ό κόσμος αποκλειστικά στήν παραγωγή, έπρεπε νά κλεισθή αεροστεγώς σε ενα ιδεολογικο οικοδομημα που να μήν έπιτρέπη πουθενά τήν διαρροή. Παντού, όπου καί άν κύτταζε κανείς, έπρεπε νά βλέπη τό σύνθημα «δυτικές άξίες», όλων τών υπολοίπων πεταμένων σ'έναν κάλαθο άχρήστων υπό τήν όνομασία «ανατολικός δεσποτισμός» του Μοντεσκιέ... Η ιδεολογία τής συλλογικής συνειδήσεως τής Ευρώπης είναι στίς μέρες μας μια και μόνη: οτι οι «φτωχοί» του κοσμου τούτου εποφθαλμιούν τά υλικά αγαθά τής Ευρώπης - άρα πάσα πολιτική διαχείριση πρέπει νά ξεκινά άπό τό (πλήρως λαθεμένο) αξίωμα τούτο... Ποτέ άλλοτε η δυτική Εύρώπη δέν ευρέθηκε τόσο ιστορικά άμήχανη όσο κατά τά τελευταία χρόνια. Ουτε κάν γιά τήν ανατολική Ευρώπηδέν βρέθηκε νά διαθέτη ή δυτική μίαν άντίληψη συνύπαρξης.

Στις μέρες μας, η ουσία των καταστάσεων αποκαλύπτεται αφ'εαυτής: σήμερα που η τροπή των ιστορικών καταστάσεων απαιτεί ένα συγκεκριμένο περιεχόμενο όλων των παραπάνω εννοιών, η «Ευρώπη» δεν μπορεί να αρθρώσει λέξη για τίποτα. Όχι μόνο αποδεικνύεται ελάχιστη στον πολιτικό χειρισμό των παγκοσμίων προβλημάτων, με πλήρη απουσία ιστορικών παραστάσεων, όχι μόνο ιδέες δεν έχει προσφέρει μέχρι τα σήμερα γι'αυτά, αλλά αποφεύγει και την όποια πραγματική αντιμετώπιση τους, επαναλαμβάνουσα διαρκώς μόνιμα μοντέλα της φιλοσοφίας της εξωτερικής της «πολιτικής»: όπλα, «ανασφάλειες», «εχθροί»... Ο μόνιμος «εχθρός» για την Ευρώπη είναι όλη η άλλη ανθρωπότητα...
Η «Ευρώπη» πρέπει να βρει τρόπο η ίδια και χωρίς «προστασία» να τακτοποιήσει λογικά τις εσωτερικές της καταστάσεις. Και ιδίως να βρει μιαν περί Ευρώπης ιδεολογία που να είναι πειστική. Τα περί «εχθρών» και «κινδύνων» συνθήματα, που υποβάλλουν τον τόνο υπαγορεύσεως, δεν πείθουν πια κανέναν. Διότι οι περίξ της «Ευρώπης» λαοί γνωρίζουν ότι ο μόνος κίνδυνος της Ευρώπης είναι η ίδια η... «Ευρώπη».

Γεράσιμος Κακλαμάνης
1998

.~`~.
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική

*
- Το μέλλον της Ε.Ε, η Ανατολική Ευρώπη -η Ουκρανία- και τα Βαλκάνια, ο Huntington, ο Brzezinski και οι πλανητικές πολιτικές των Η.Π.Α. Τα «Ανθρώπινα δικαιώματα», η «σύγκρουση των πολιτισμών» και τα «Ευρασιατικά Βαλκάνια» ως βαλκανοποίηση της υφηλίου και καλλιέργεια της ελεγχόμενης αναρχίας. Η απόρριψη του διλήμματος μεταξύ πυρηνικού ολοκαυτώματος ή πολιτιστικής ανυπαρξίας - προς μιας νέα ιστορική σύνθεση που θα εναντιώνεται στις θεωρίες και τους υπολογισμούς γραφείου-εργαστηρίου.

Είπαν ή έγραψαν...

$
0
0

Δύο σχόλια για το εσωτερικό: Το δικαίωμα των νέων στην πολιτική παιδεία και «Υπαρκτή Δημοκρατία» χωρίς πολιτική και χωρίς κόμματα. Δεν μπορούμε να χάσουμε άλλα 40 χρόνια.

$
0
0

Ι
«Υπαρκτή Δημοκρατία» χωρίς πολιτική και χωρίς κόμματα

Η αναποτελεσματικότητα στην καταστολή της διαφθοράς ανοίγει έναν αδιέξοδο κύκλο... συναντιέται και επιβεβαιώνει τις νέες αντιλήψεις των πολιτών για τα πολιτικα κόμματα και τους «πολιτικούς». Τα θεωρούν κλειστές κάστες, ολιγαρχίες συνδεδεμένες με συμφέροντα και όχι με ιδεολογικά κίνητρα, λόμπυ εξουσιών ολιγαρχικού τύπου... Ότι μια οργανωμένη μειοψηφία, ένα κόμμα-λόμπυ συμμετέχει στην αγοραπωλησία. Ότι τα κόμματα μη-κόμματα που είναι διατεθειμένα σε περισσότερες παραχωρήσεις στα οικονομικά πληρώνονται περισσότερο από τις οικονομικές εξωθεσμικες εξουσίες. Στην Ελλάδα λογω της ιδιομορφίας των εθνικών ζητημάτων είναι περισσότερο αποδεκτά από εξωελλαδικές δυνάμεις τα κόμματα, τα πρόσωπα πού είναι διατεθειμένα για εθνικές παραχωρήσεις.
Η αρχική μεταπολιτευτική λατρεία των πολιτών προς τα κόμματα μετεξελίχτηκε τελευταία σε αντιπάθεια και περιφρόνηση. Οι πιστοί έγιναν κριτές, το κομματικό ποίμνιο πολίτες. Τα μαντριά σύμφωνα με την γνωστή έκφραση άδειασαν.
Στην αρχή του κύκλού εντάσσονταν σ'αυτά τα καλύτερα στοιχεία. Τώρα παραμένούν σ'αυτά τα πλέον καθυστερημένα και ωφελιμιστικά. Οι πολίτες αμφισβητούν τα κόμματα ως θεσμούς αντιπροσώπευσης, λειτουργίας της δημοκρατίας αλλά και ως θεσμούς κοινωνικής ενσωμάτωσης. Ενσωματώνουν πελάτες, συντεχνίες όχι την κοινωνία. Η κρίση εμπιστοσύνης των πολιτών προς αυτά προκαλεί μεγάλες ανατροπές στο πολιτικό σύστημα. Η συμμετοχή σε αυτά μετεξελίχθηκε σταδιακά σε απομάκρυνση, σε διαφοροποίηση της εκλογικής συμπεριφοράς τους και τελευταία στην μη συμμετοχή στις διαδικασίες της μεγάλης κατάκτησης των σύγχρονων δημοκρατιων, την καθολική ψηφοφορία, στις εκλογές.
Η αρνητική ψήφος, η ψήφος διαμαρτυρίας, το χαμηλό ποσοστό εμπιστοσύνης, το κανένας και τα διαρκώς μεγεθυνόμενα ποσοστά αποχής είναι έκφραση της κρίσης, των κενών και των αδιεξόδων της «υπαρκτής Δημοκρατίας» στην Ελλάδα.
Μιχάλης Χαραλαμπίδης
Από το ΠΑΣΟΚ στο ΚΚΚΑΣΟΡ
Εκδ. Στράβων

ΙΙ
Δεν μπορούμε να χάσουμε άλλα 40 χρόνια - Το δικαίωμα των νέων στην πολιτική παιδεία

Αποτελεί κοινή συνείδηση ότι η δεξιά χαρακτηρίζονταν για την αδεξιότητα της. Ούτε σήμερα διακρίνεις χώρους, στιγμές, πρόσωπα καλλιέργειας ιδεών, παιδείας και ειδικά μιας πολιτικής παιδείας. Η αδυναμία είναι ορατή στους εκπροσώπους της. Παρόμοια όμως πενία χαρακτηρίζει και αυτό που ονομάσθηκε αριστερά στην μεταπολίτευση. Πολύ περισσότερο τα σημερινά παρακμιακά υπολείμματα της. Είτε αυτοί που ράβουν κουστούμια εξουσίας, Λακόστ εξουσίας - θυμήθηκα τους ανάλογους τύπους του 81’, σήμερα βέβαια είναι περισσότερο κωμικό το φαινόμενο - είτε αυτά των ψευτοκινημάτων. Οι βαδιστές - πελταστές του κέντρου τη μη Αθήνας, του κακού χωριού.
Η δυστυχία της χώρας είναι ότι είχαμε και έχουμε μια αδέξια δεξιά και μια αδέξια ψευτοαριστερά.
Τι αριστερό είπαν, λένε και κυρίως έκαναν και κάνουν; Σε ποιο πεδίο; Αυτά είναι γραφεία τύπου ή γιάφκες όπως τους αποκαλώ όχι πολιτικά κόμματα, πολιτικά κινήματα. Μιλώ στα βιβλία μου για αυτά. Άνοιξα μια δημόσια συζήτηση. Αυτό όμως το πολιτικό προσωπικό δεν μπορεί να συζητήσει είναι αναλφάβητο. Περιορίζονται στον ρόλο του μαϊντανού των προστατών τους, των γεννητόρων τους των Μ.Μ.Ε., των αδιαφανών λόμπι και μηχανισμών.
Είμαστε όμως στο τέλος μιας παρακμιακής εποχής και στην αρχή μιας αναγεννητικής. Δεν μπορούμε να χάσουμε άλλα 40 χρόνια. Πρέπει να τελειώνουμε με αυτούς τους παράξενους μηχανισμούς ελέγχου της χώρας και αντιεκπαίδευσης των Ελλήνων. Μηχανισμούς καλλιέργειας της ηλιθιότητας.
Είμαστε υποχρεωμένοι να ανοίξουμε, να επεκτείνουμε το μέτωπο ενάντια στην ψευτο δεξιοαριστερή πολιτική ηλιθιότητα. Αν υπήρχε ένα ώριμο και απελευθερωτικό κίνημα νεολαίας θα είχε αυτό ως κατεύθυνση, ως σύνθημα του. Δεν υπάρχει γιατί οι νέοι στερούνται ενός βασικού δικαιώματος. Το δικαίωμα στην Πολιτική Παιδεία. Αυτό τους στερούν συστηματικά και προσχεδιασμένα.

*
Διότι Δεξιὰ καὶ Ἀριστερά, μέσα σὲ δεδομένες ἱστορικὲς συνθῆκες, ἀποτελοῦν μία ὁλότητα γιὰ τὴν ὁποίαν ἰσχύουν ἑνιαῖα θεωρήματα.

.~`~.
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική

Ανθρωποποίηση.

Η έννοια της Προόδου - μέρος β´. Η επιστημονική γνώση, η «μάζα» και τα όρια του φιλελευθερισμού.

$
0
0
.

.~`~.
I

Ο καπιταλισμός λοιπόν δεν έχει τέλη, διότι στις «φιλοσοφικές» αρχές του δεν είναι τίποτε άλλο από εμπορική διαδικασία. Μέσα σ'αυτή ακριβώς την φύση του κατάφερε, όπως αναφέραμε πιο πριν, κάτι το άκρως πολύτιμο, το οποίον σήμερα αποτελεί το μείζον πρόβλημα των καιρών μας: ανεκάλυψε την αξιοποίηση της έννοιας της μάζης. Ο Πλάτωνας στην Πολιτείατου αφήνει τους χάλκινους και τους σιδερένιους ανθρώπους ατομικώς να ασχολούνται με τη βελτίωση του μετάλλου τους ως προς το... «αγαθό». Ο καπιταλισμός καθησύχασε τους ανθρώπους, ότι ουδεμία τέτοια προσπάθεια είναι αναγκαία, και εφεύρε απλώς (αυτό ονομάζεται «καταμερισμός εργασίας») χάλκινες δουλειές, σιδερένιες δουλειές, ασημένιες δουλειές κλπ. Αυτή είναι η βαθύτερη φιλοσοφία του «φιλελευθερισμού» όπως θα ιδούμε.
Πρόκειται όντως περί μεγαλοφυούς εφευρέσεως, την οποίαν ἀκριβῶς σήμερα εἶναι ἀνάγκη νά «ἀνακαλύψουν» ὅλες οἱ κοινωνίες. Αὐτό εἶναι τό κατ’ ἐξοχήν πρόβλημα. Ἡ μικρή «ἀνωμαλία» μέ τήν καπιταλιστική αὐτή ἀνακάλυψη εἶναι μόνο, ὄχι ὅτι ὁ χάλκινος ἄνθρωπος δέν ἔχει καμμιάν ἐλπίδα νά γίνη... σιδερένιος, ἀλλά ὅτι ἡ διατήρηση τοῦ «καταμερισμοῦ» πού εἶναι τό προέχον, κάνει πολλές φορές, διά τῶν «ποσοστῶν» καί τούς σιδερένιους χάλκινους… Τό «βιοτικό ἐπίπεδο» εἶναι ἄσχετο μέ τίς ἐν λόγῳ κατανομές. Ἴσα ἴσα σήμερα τά ὅρια μεταξύ χαλκοῦ καί σιδήρου ἔχουν γίνει ἀμετακίνητα, ἀκριβῶς διά τῆς ἀνόδου τοῦ ὑλικοῦ βιοτικοῦ ἐπιπέδου. Ἐδῶ βρίσκεται καί ἡ ἀντίφαση ὡς πρός τήν ἰδεολογία. Ὁ «καταμερισμός ἐργασίας» δέν μορφώνει. Ἔχει ἀντίθετα ἀνάγκη νά διατηρῆ τά ποσοστά τῆς κοινωνικῆς βλακείας πού τόν συντηροῦν. Ἡ ἔννοια τῆς μάζης δέν αἴρεται σέ ἐκείνην τοῦ «συνειδητοῦ πολίτη», ὅπως διακηρύσσει ἡ ἰδεολογία, ἀλλά ἁπλῶς σέ ἐκείνην τοῦ διά τῆς ἀστυνομίας συμμορφουμένου ἀτόμου πρός ὠρισμένους κανόνες κοινωνικῆς συμπεριφορᾶς. Ὁ καπιταλισμός δέν ἔχει παιδεία (Bildung), δέν ἐπιτρέπεται νά ἔχη, ἀλλά μόνο ἐκπαίδευση (Erziehung). Τό χειρότερο πού θά μποροῦσε νά ὑπάρξη στόν κόσμο τό ἔφτιαξε ὁ καπιταλισμός καί αὐτό εἶναι τό κεφάλι τοῦ μικροαστοῦ… Αὐτή ὅμως εἶναι καί ἡ βάση του! Σιδηροδέσμιος αὐτῆς τῆς βάσης, εἶναι ὑποχρεωμένος νά μεταβάλλη σέ γενική συνείδηση τήν στοιχειώδη ἰδεολογία πού ἀπαιτεῖ ἡ ἀστοιχείωτη καί ἄξεστη φύση τοῦ μικροαστοῦ, αὐτή τῆς «δημοκρατίας» καί τῶν «ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων», ἡ ὁποία ἀναγκαστικά ἔτσι ἀποτελεῖ καί τόν ἀναποτελεσματικό φορέα τῆς διεθνούς πολιτικῆς, μεταβαλλομένη κατ’ ἀνάγκην σέ ἰδεολογικό ἰμπεριαλισμό. Ἐπειδή καλοπέραση (πού χωρίς παιδεία καλύπτεται πλήρως ἀπό τήν ἔννοια τοῦ αὐτοκινήτου καί τῆς τηλεόρασης) εἶναι γιά τόν μικροαστό ταυτόσημη τῆς «δημοκρατίας», ἔτσι ἀκριβῶς (καί κατά προέκταση) ἡ ἀνάπτυξη τῆς Ταϊβάν καί τῆς Ν.Κορέας ἔγιναν διά τῆς «δημοκρατίας» καί ὄχι τῶν πιό στυγνῶν δικτατοριῶν...
Το διπλό λοιπόν πρόβλημα σήμερα είναι, αφ'ενός μεν πως και οι άλλες κοινωνίες θα ανακαλύψουν την έννοια της «μάζης», ήγουν της ωργανωμένης εργασίας, και αφ'ετέρου πως θα βρεθούν οι ρυθμοί αναπτύξεως που θα μεταβάλουν την τεχνολογία σε πραγματικό ανθρώπινο αγαθό. Τα πράγματα δεν είναι καθόλου ασύνδετα, διότι μόνο έτσι θα ξεφύγη η τεχνολογία από τούς «ρυθμούς ανάπτύξης» τής «εθνικής πολιτικής» καί θά πάψη νά είναι τούννελ χωρίς διέξοδο.

.~`~.
II

Όπως ήδη εξηγήσαμε, οί πρώτες ύλες γιά τήν παραγωγή ούτως ή άλλως αφαιρούνται και δεν πληρώνονται (αύτό άλλωστε το άπαγορεύει η «φιλοσοφία» του φιλελευθερισμού οπως θα ιδούμε). Οί πρώτες ύλες λοιπον (πετρέλαιο, σταφύλια, πεπόνια κλπ) πρέπει να ανακηρυχθούν κοινό αγαθο χωρίς τιμή. Καί έν συνεχεία οί σημερινές πολυκρατικες θα προσπαθησουν να γίνουν πολυεθνικές. Αυτο τό πραγμα θα απαιτήση τεραστιες προοπάθειες, διότι θα προσκρούση στην πολιτιστική φιλοσοφία των λαών, πού αγνοούν την έννοια της ωργανωμενης εργασίας και δέν θά τήν θελήσουν. Δέν θά θελήσουν δηλαδή νά πάρουν τό «νόου χάου» καί νά αναλάβούν οί ίδιοι τήν εύθύνη γιά τήν μεταφυσική ύπαρξη του κόσμου. Η θεωρία του «Διαφωτισμού» θα αντιμετωπίση εδω τις μεγαλύτερες δυσκολίες. Ως ενα βαθμό όμως πρέπει νά έπιτευχθή. Ως τόν βαθμό δηλαδή εκείνο πού θά οργανώση τις κοινωνίες, χωρίς αναγκαστικά νά καταργή τήν πολιτιστική πολυμέρεια τής ανθρωπότητας. Κάτι τέτοιο ούτε καί αναγκαίο θά είναι. Αφού τά βιομηχανικά προϊόντα θά πάψουν νά έχουν συγκεκριμένες «εθνικές» μάρκες καί θά γίνουν «απρόσωπα» (προϊόντα όλα τής μιάς καί μόνης πολυεθνικής σέ κάθε τομέα), τά εξαρτήματά τους, απροσδιορίστού προελεύσεως, δέν θά επιβάλλούν τόν ίδιο βαθμό βιομηχανικής συγκεντρώσεως όπως τώρα. Αρα όλες οί κοινωνίες είναι δυνατόν νά δεχθούν έναν ωρισμένο βαθμό ώργανωμένης εργασίας. Φυσικά, δέν μπορεί νά προοδιορίση κανείς έκ τών προτέρων τόν βαθμό καί τό είδος τής δυσκολίας των προβλημάτων. Αυτό πού είναι τρεχόντως προσδιορίσιμο είναι μόνο η γενικη κατεύθυνση τών πραγμάτων, προκειμένου νά μεταβληθή η τεχνολογία σέ αγαθό για την ανθρωπότητα καί όχι σέ αύτοκαταδίκη της. «Αγαθό» σημαίνει ότι ή τεχνολογία πρέπει νά βρη τρόπους ρυθμίσεως τής αναπτύξεως της έπί παγκοσμίου επιπέδού, δηλαδή ότι πρέπει να βρή όργανικούς τρόπους αναπτύξεως, καί όχι λογιστικούς μέ τα ποσοστά των «δεικτών παραγωγής». Τούτο αυτονοήτως συνεπαγεται ότι ό καπιταλισμός πρέπει νά βρή τρόπους νά... μαρξιστικοποιηθή - ένα πράγμα που έπρεπε ήδη νά τό έχη καταλάβει, άλλά πού δυστυχώς δέν ύπάρχουν ακόμη ενδείξεις γι'αύτο... Μέ τήν «φιλοσοφία» τής «ελεύθερης αγοράς» καί τής «δημοκρατίας», τά πράγματα δέν όδηγούνται μακρυά. Αν υποθέσωμε ότι αύριο τό πρωί κατασκευάζη ή τεχνολογία διά τής γενετικής «ειδικούς ανθρώπούς», τότε υπό τό καθεστώς τής «έλεύθερης αγοράς», δηλαδή τής μεγιστοποιήσεως του κέρδους, όλοι οί κανονικοί άνθρωποι πρέπει νά πεθάνουν, προκειμένου νά βρή ό καπιταλισμός τροφή νά τρέφη τά έκατομμύρια τών «ειδικών ανθρώπων» του, πού θά του μεγιστοποιούν άδιαμαρτύρητα τό κέρδος γιά τήν περαιτέρω «πρόοδο»... Καί όσο γιά τήν «δημοκρατία», ειναι γεγονος οτι το σύστημα της βιομηχανίκής παραγωγής είναι ένα σύστημα ανθρωπίνων σχέσεων πού στηρίζεται βασικά στις... ρόδες. Ότι συνεπώς είναι πολύ εύκολο να εκτροχιασθή, πραγμα πού πολλές φορες συνεβη και τεράστιες φθορές συνεπήχθη γιά τίς ευρωπαϊκές κοινωνίες (άλλά καί για τις άλλες). Άρα η σταθερότητα του συστήματος των κοινωνικών σχέσεων τών βιομηχανικών κρατών είναι ένα προέχον θέμα, πού πρέπει νά άποτελή κοινή μέριμνα γιά τούς πάντες.
Μεταπολεμικώς ευρέθηκε ένας τρόπος ευσταθείας, πού ώνομάσθηκε «δημοκρατία». Καλό είναι ή όνομασία νά διατηρηθή, δέν είναι όμως καλό νά άποτελή προϊόν έξαγωγής. Τις άναγκαιότητες γι'αυτό τίς περιγράψαμε σέ προηγούμενες θέσεις, είναι όμως ακριβώς αυτές οι αναγκαιότητες πού πρέπει νά τροποποιηθούν. Εξ άλλου -έπειδή μιλάμε πάντα γιά τήν Μεσόγειο, πού αποτελεί μοναδικό κλειδί τών πραγμάτων- τό περί δημοκρατίας κήρυγμα σέ λαούς πού δέν γνώρισαν άλλο σύστημα διοικήσεως μοιάζει λίγο μέ τά τροπάρια τών μεσαιωνικών παπάδων, πού μετωνόμαζαν τίς χήνες σέ ψάρια προκειμένου νά τις φανε την σαρακοστή...
Γιατί όμως ή «φιλοσοφία» του φιλελευθερισμού δέν έπαρκεί πλέον γιά τίποτε σήμερα καί ποίες είναι οι άκρως επικίνδυνες καταστάσεις πού μπορεί νά όδηγήση;

.~`~.
III

Η φιλοσοφία του φιλελευθερισμού προέκυψε χωρίς φιλοσοφική προπαίδεια καί γι'αυτό ώνομάσθηκε έμπειρισμός. Αναπτύχθηκε κατά τά έξής τέσσαρα στάδια, πού σημειώνομε μόνο νοηματικως:

1ον)Διά τής θεωρίας περί κράτους του Χόμπς. Τήν έποχή του Χόμπςοί άγγλοι λόρδοι έτρώγονταν διαρκώς μεταξύ τούς (τά ιστορικά στοιχεία μπορεί νά τά άναζητήση κανείς σέ ειδικά βιβλία). Προέκυψε συνεπώς τό κράτος ώς ένας Λεβιάθαν τεραστίας δυνάμεως, προϊόν όμαδικου συμβολαίου καί, κοινής συγκαταθέσεως, ό όποίος θα μπορουσε άπό τό καθε τι ανεμπόδιστος νά επιβάλλη απλώς μιαν τάξη αυτοσυντήρησης. Τό κράτος του Χόμπς προκύπτει ώς συνισταμένη ισορροπίας ζούγκλας. Η κοινωνική του φιλοσοφια θα μπορουσε νά σννοψισθή στό εξής: «Είσαι ό,τι βουτηξεις» (Λεβιαθαν, κεφ. 10).

2ον)Τό δεύτερο βήμα θά τό κάνη έναν αίώνα περίπου αργότερα ο Τζων Λώκ. Στην ζούγκλα το κάθε θηρίο ένδιαφέρεται μόνο γιά τόν εαυτο του. Αυτο θα αποτελέση καί τό αξίωμα τής φιλοσοφιας του Λωκ. Ο ανθρωπος είναι εκ φύσεως προωρισμένος νά πραγματοποιή στό έπακρο τούς σκοπούς του ατομικού του ηδονιστικού συμφέροντος καί γιά νά τό πετύχη αυτό του χρειάζεται ή ιδιοκτησία. Ο άνθρωπος θέλει περισσότερα από τά όσα χρειάζεται, γιατί μέ τά άπολύτως απαραίτητα δέν υπάρχει ηδονή, ακριβώς όμως γι'αυτό καί ό καθένας θέλει πάντα περισσότερα άπό τόν άλλον («Desire of having more than men needed», βλ. second Treatise, V, 37). Ο άνθρωπος αυτός του Λώκ δέν είναι βέβαια ό βυζαντινός καλόγηρος ούτε ό μωαμεθανός δερβίσης'είναι ό άνθρωπος του «φιλελευθερισμού», ό όποίος υποχρεούται νά συμπεριφερθή έτσι, διότι είναι ό μόνος τρόπος αυτοπροστασίας καί υπάρξεως που έχει, γιά νά προφυλαχθή από τήν όμοια συμπεριφορά του διπλανού. Πολύ περισσότερο ό άνθρωπος αυτός του Τζών Λώκ δέν είναι ό άνθρωπος του εαυτού γνώναι του Σωκράτη'είναι ό πρακτικώς έπιτηδευόμενος, ό άνθρωπος τον «δός ημίν τώρα», πού ώς έπιχειρηματίας θά άναγράψη στήν σημαία του τά συνθήματα ένός φυσικώς ανυπάρκτου καί ίδίας χρήσεως «σοσιαλδαρβινισμου»... Τί είναι όμως ιδιοκτησία καί πώς μπορείς νά πάρης τό σπίτι άπό τόν άλλον χωρίς νά τόν σκοτώσης, αφού θέλεις νά έχης περισσότερα; Ιδιοκτησία, θά πή ό Λώκ, δέν είναι τά πράγματα. Σπίτια, κτήματα, αντικείμενα είναι πράγματα φθαρτά. Τό άπόλυτον μέτρον ιδιοκτησίας είναι αυτό πού δέν φθείρεται, καί αυτό ειναι το χρημα. Αρα δικαίωμα ιδιοκτησίας ειναι δικαίωμα εξευρέσεως χρήματος, δηλαδή εντός τών κρατικών πλαισίων «δικαίωμα εργασίας». Μέσα σ'αυτήν θά βρή ό άνθρωπος την δυνατότητα νά έφαρμόση τίς φυσικές ροπές τών «ικανοτήτων» του, έξ ου καί ή άναγκη του δικαίου πρός αποφυγήν τον φανερού χάους. Τό κράτος του φιλελευθερισμού (καί του καπιταλισμού γενικότερα) θα γίνη ταυτόσημο τής δικαιοσύνης, διότι, άφου δέν ύπάρχει ένα μέτρο κοινής ηθικης (αυτης καταμερισμένης απείρως στήν «δεξιότητα» τής στιγμής — θά ιδούμε ευθύς κάποιες «ανεπαίσθητες» κοινωνικές διαφοροποιήσεις στις ορολογίες του Μάξ Βέμπερ έπ'αυτού), μόνο οί νόμοι (ό πολλαπλασιασμός καί η έπεξεργασία τους) μπορούν να ελέγξουν την κατάσταση. Μη υπαρχούσης γενικως αποδεκτής ηθικης (ταξικον φαινομενον ειναι η ηθική, θα πη ο Μαρξ κατα τον περασμενον αίώνα), τον ρόλο της τόν αναλαμβάνει η φιλοσοφία ως μια διαρκής συζήτηση μεταξύ αυτού που κανένας μπορει και αυτού πού πρέπει νά μπορεί. Αυτό τό «πρέπει» ένέχει βέβαια μιαν «ίστορικότητα», δηλαδή δέν είναι κάτι τό... μεταφυσικώς δεδομένο...
Φανερό πλέον είναι, άφου ή κοινωνία γίνεται κοινωνία τών «ικανωτέρων» μέ μέτρο τις «προσωπικές των ανάγκες» καί ό νόμος δέν μπορεί νά έξαντλήση καί τις «κρυφές πλευρές» τής «ίκανότητος», νά δημιουργήται καί μιά «ηθική τών ίκανωτέρων». Οί «ικανοί» γίνονται πλέον ή κυρίαρχος τάξη μέ δική της ηθική. Οί «μή ικανοί» ή «λιγώτερο ικανοί» θά πρέπει νά μένουν ικανοποιημένοι στήν απλοϊκή ηθική τών δέκα εντολών, δηλαδή τήν ηθική των πολλών. Πρόκειται γιά την «Gesinnungsethik» του Μάξ Βέμπερ. Οί όλίγοι καί «ικανοί» θά έχουν τήν δική τους ηθική των ολίγων πού προβλέπει «ηγετικούς σκοπούς». Πρόκειται γιά τήν «ηθική ευθύνης», τήν «Verantwortungsethιk». Σ'αυτήν δέν χρειάζεται νά κάνη κανένας ό,τι λέει. Μπορεί νά κλέβη και νά ίδρύη ταύτόχρονα ολόκληρα σεμινάρια περί του «ου κλέψεις». Τό πιό αγαπημένο ανάγνωσμα στήν πολιτική φιλολογία του καπιταλισμού θά γίνη ό Πρίγκιπας του Μακιαβέλλι. Οχι γιατί στο εργο τής πολιτικής δέν ενέχονται άφ'εαυτών ό δόλος καί ή σκοπιμότητα -τον παιδαγωγικό δόλο τόν δέχεται καί ο Πλάτωνας στήν Πολιτεία του— άλλά γιατί προέχει κυρίως να διατηρηθή η διάκριση των δύο ήθικών στη παραγωγή...
Η ήθική τών «ικανών» του Λώκ, δηλαδή η ήθική της «ηγετικής ευθύνης» ουδέποτε θά πάψη νά επενδύεται μέ φιλοσοφικά νοηματα «υπεροχής» καί ελαφρούς τόνους «υπερανθρώπού» (έλαφρούς, ομως, γιατί ο «υπεράνθρωπος» του Νίτσε δεν είναι οικονομικης ύπάρξεως όν), δια των οποίων αύτο πού κυρίως επιδιώκεται είναι ή «σκλήρυνση» συνειδήσεως του ανωτέρου υπαλληλικού προσωπικού τών οικονομικών οργανισμών: γιά την άνθηση τής οικονομίας, μόνο ήθικές συνειδησιακές κρίσεις δέν χρειάζονται. Ή επιτυχία στόν οικονομικό τομέα άπαιτεί τύπους «νικητού» και νικητής ειναι μόνο όποιος μπορει να καταστρέφη άλλους. Σύνειδησιακές αναστολές σημαίνουν τόν βέβαιον θάνατο της «προοδου»... Αυτα ειναι περίπου τα ιδεολογικά δόγματα τής «φιλελευθερης οικονομίας» και καλλιεργούνται μέ ολους τούς δυνατούς τροπους. Σε όλες τις μεγάλες οικονομικές έπιχειρήσεις λειτουργούν ειδικα «ψυχοθεραπευτικά» τμήματα άκριβώς γι'αύτο το ειδος «αγωγης», στον δε γενικωτερον πολιτιστικό τομέα επείγει νά καταστραφούν οί πολιτιστικές παραδόσεις, όπως π.χ. η ταυρομαχία (πολιτιστικός θεσμός αιωνων, απο τήν εποχή τών Άράβων, καθώς δείχνει ό Γκόγια στό Μουσείο τής Ρόντα, καί του όποίου τήν πολιτιστική σημασία στό συλλογικό υποσυνείδητο μπορεί κανείς νά καταλάβη από τήν συνεχή άνθηση τής τέχνης στήν Ισπανία - ή ταυρομαχία δέν είναι «βαρβαρότητα» αλλα ενας βαθύτατα φυσικός συμβολισμός...) καί νά μείνουν τά παιχνίδια τής ταπεινής επιθετικότητας του... μάνατζερ: το ποδόσφαιρο, τό ράγκμπυ, τό τέννις, το άϊσχόκεϋ και οι «Ολυμπιάδες» τών τσάμπιον διά τών ντόπινγκ, πού θά χρησιμεύσουν έν συνεχεία γιά τήν προβολή τών πιό «δυνατών» προϊόντων στήν αγορά... Αυτα απαιτεί ή ιδεολογία τών μάνατζερ καί είναι τά μόνα που πρέπει νά επικρατήσουν - τών μάνατζερ: δηλαδή τών τύπων εκείνων πού ξέρουν κάθε λεπτομέρεια γιά όλα τά πολύπλοκα «προγράμματα», άλλά στόν έρωτα λ.χ., όπως σημειώνει ό Ε. Fromm, έχουν τήν εμπειρία μικρού καθυστερημένου παιδιού...
Η «φιλοσοφία» τού φιλελευθερισμού είναι πράγμα βαθύτατα εχθρικό πρός κάθε μορφή πολιτισμού, διότι διά του πολιτισμού δέν μπορεί νά υπάρξη ό ήδονιστικός άνθρωπος στην φυσική του κατάσταση γιά νά ξεχυθη στήν άγορά. Ο πολιτισμός, ο όποιος πολιτισμός, θεωρεί την αγορά μέσον, ένώ γιά τόν ηδονιστικόν άνθρωπο, δηλαδή τό σημερινό καταναλωτικό μηχάνημα, αυτή πρέπει νά είναι αυτοσκοπός. Οι αντιλήψεις του φιλελευθερισμού, οπως θά ιδούμε, οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στην πολιτιστική έκπτώχευση επί παγκοσμίου επιπέδου.
Η εννοια του χρήματος στήν έποχή του Λώκ, που συμπίπτει με εκεινην τον δούλεμπορίου δέν ήταν ακριβως η καπιταλιστική έννοια του χρήματος. Ηταν το χρήμα τής έσωτερικης αγοράς πού προέκυπτε άπό τήν ανταλλαγή τών προϊόντων, τών όποίων το ευσέβαστον μέρος αποτελούν τά «άποικιακά είδη». Οι φυτείες λοιπον στην Αμερικη είναι απολύτως απαραίτητες και κατι το αντονοητον για την φιλοσοφία του ηδονισμού. Καί έπειδή «φιλοσοφικώς» καί οί μαύροι σκλάβοι έχουν δικαίωμα έπί τής ατομικής ηδονής, ό Λώκ θέτει τίς φυτείες υπό καθεστώς... σοσιαλισμού: οί φυτείες ανήκουν άπό κοινού στους κυρίους και στούς σκλάβους, μέ την διαφορά οτι στούς κυρίους ανηκουν τα εισοδήματα, ενω στούς σκλαβους το «προνόμιο» νά δουλεύουν σ'αυτές τζάμπα!...

3ον)Η μάζα του χρήματος όμως δέν αυξάνει διά τής εσωτερικής αγοράς, ένώ διά τής αυξήσεως τής παραγωγής τό δουλεμπόριο κατέστη αντι-οικονομικό. Τό επόμενο λοιπόν βήμα στήν «φιλοσοφία του φιλελευθερισμού» θα τό κάνη ο Ανταμ Σμίθ: τό χρήμα δέν αυξάνει είμή μόνον διά του έξωτερικού εμπορίου, άρα δέν έχουν οί έμποροι παρά νά ξεχυθούν στις τέσσαρες άκρες του κόσμου καί νά ακολουθούν οί στρατοί νά τούς κατοχυρώνουν τά «ανθρώπινα δικαιώματα» καί νά τούς «υπερασπίζουν» άπ'τίς διαθέσεις τών ντόπιων πληθυσμών...

4ον)Τό επόμενο βήμα, που προϋποθέτει καί ένα προηγμένο στάδιο έξωτερικού έμπορίου μεταξύ κρατών, είναι τό κριτήριο του «συγκριτικού πλεονεκτήματος» του Ρικάρντο: να μην παράγουν όλοι όλα τά είδη, άλλά ό καθένας ό,τι τόν συμφέρει περισσότερο. Τό κριτήριο αυτό του Ρικάρντο είναι προφανώς λογικό μέσα σέ μιά ενιαία όργάνωση τής παραγωγής, σέ καθεστώς ομως αποικιοκρατικων σχέσεων -που ισχύει μέχρι σήμερα- η σημασία του είναι προφανής: οί μονοκαλλιέργειες. Ετσι π.χ. ή Ελλάδα στόν περασμένο αίώνα (καί άκόμη μέχρι σήμερα) δέν μπόρεσε νά έξασφαλίση τό πρόβλημα του ψωμιού, διότι είχε την μονοκαλλιέργεια τής σταφίδος, ένώ στήν Βραζιλία, προκειμένού νά έξασφαλισθή η μονοκαλλιέργεια του καφέ, θεμελιώθηκαν καλά οι φεουδαρχικές δομές καί ο κόσμος πεθαίνει σήμερα απ τήν χολέρα...
Οίκοθεν νοείται ότι όλη ή φιλοσοφική πολυλογία του 19ου αιώνος, δηλαδή του αίώνος στον οποίον «αποδίδουν» πληρως οί αρχές του Λώκ καί του Σμίθ διά του ιμπεριαλισμού, δέν είναι τίποτε περισσότερο από «διανοητικές έπεξεργασίες» μιάς δεδομένης τάξης πραγμάτων με κορυφή τήν συμπεριλαμβάνουσα έννοια τής «λογικής του σκοπού» του Μάξ Βέμπερ (Zweckratίonalitat: σκοπός τής λογικής είναι ή «λογική» του σκοπού, άρα πάσα άποκλίνουσα λογική όφείλει αναγκαστικά νά καταδιώκεται...). Κατά τόν ιδρυτή μάλιστα της χρησιμοθηρικής σχολής Ι. Μπένθαμ (καλό είναι τό χρήσιμο, χωρίς φυσικά όρισμό του χρησίμου πρός τί...) ή «ευτυχία» μπορεί νά μετρηθή και μαθηματικά: αναλύεις τα «υπέρ» και τα «κατά», βγαίνεις στόν δρόμο και ρωτάς τούς περαστικούς, όπότε έχεις τους αδιαμφισβήτητους μέσούς όρους περί τής έννοίας του... καλού. Τόν Μπένθαμσυνεπώς μπορούμε νά τόν θεωρήσωμε αρχηγέτη των σύγχρόνων «δημοσκοπήσεων» καί πνευματικό ιεράρχη τής έξαθλιωμένης ύπαρξης του σημερινού μικροαστού, του οποίου οι μεταφυσικές απορίες λύνονται συλλήβδην μέ ένα νέο ψυγείο...
Για τόν μαθητή του Μπένθαμ, Τζών Στιούαρτ Μίλλ, το καλό συνεχίζει να είναι η «μεγαλύτερη δυνατή εύτυχία (ηδονη) για όσο τό δυνατόν μεγαλύτερον αριθμό ανθρώπων» (εννοείται βέβαια μιάς καί τής ίδιας κοινωνίας, διότι τότε δέν υπήρχε ή έννοια καμμιάς παγκοσμίου κοινωνίας), άλλά, επειδή καταλαβαίνει ότι αυτή δέν μπορεί νά μετρηθή όπως υπεδείκνύε ό Μπένθαμ (άλλωστε ή «κοινή γνώμη» δέν ήταν κάτι πού ενθουσίαζε τόν Μίλλ), διαχωρίζει τήν εύτυχία, προφανώς χωρίς Θεό -καί όταν λέμε «Θεό» σε τούτες τις γραμμές δέν εννοούμε είμη μόνο τίς λύσεις τών βασικών καί αναλλοιώτων φιλοσοφικών προβλημάτων πού έδωσαν οί θρησκείες στούς χώρούς τής άνατολικής Μεσογείού-, σέ «ποιοτική» καί «ποσοτική». Σκοπός είναι βέβαια ή ποιοτική, ποιός όμως καθορίζει πρακτικά τήν ποιότητα; Η πείρα θά πή ό Μίλλ, παραπέμποντας έτσι έμμεσα σέ κάποιο είδος «καπιταλιστικών δημογεροντιών»: ό γέρων καί έμπειρος καπιταλιστής, ό ιδιοκτήτης φυτείας ή έργοστασίου, γνωρίζει βέβαια καλά νά καθορίση μεταξύ τής ποιοτικής καί ποσοτικής σημασίας του χρησίμού...
Η πείρα, πού τήν αποκτά πάντα κανείς ανάλογα μέ τόν βαθμό κοινωνικοποιήσεώς του, παραπέμπει στό πρότυπον τής «φιλελεύθερης» κοινωνίας του ηδονισμού, πού είναι ό «επιτυχημένος επιχειρηματίας». Ως πρός τό θέμα τής έλευθερίας πραγματοποιήσεως της «ευτυχίας» (καί έδώ ακριβώς φαίνεται η έλλειψη φιλοσοφικής βάσης τών θεωρημάτων του φιλελευθερισμού), ο Μίλλ δέχεται έναν συνδυασμό μεταξύ της «αοράτου χειρός» του Σμίθ καί τής πολιτικής έλευθερίας του Κάντ. Όχι φυσικά κατά την φιλοσοφική έννοια του Καντ, αλλα σαν πρακτικό έργαλειο που θεραπεύει αναγκες. Η αντίληψη της «αόρατης χειρός» και του κράτους του Χομπς (που είναι κράτος «συμβολαίού») παραμένει εγγενώς στην χρησιμοθηρική φιλοσοφία. Δεν υπαρχει κάποια έννοια «φυσικού δικαίου» (εξαιρέσει βέβαια εκείνον της υποκειμενικης «ηδονης») από την οποίαν θα μπορούσε να εξαχθή κάποια έννοια «δικαιοσύνης», άλλά μόνο ή χρηστική αντίληψη περι ενος δεσμευτικώς λειτουργούντος οργανωτικού μηχανισμού μέσα σε μια μεταβλητή εννοια «θετικού δικαίού». Ο Κάντ, αντίθετα, γιά τον οποίον το κράτος είναι έξ ίσου κατι το εξωτερικώς δεδομένο, προσπαθεί νά συνδυάση τις έννοιες κράτους και δικαιοσύνης. Και επειδη αύτο το επιχειρεί μέ καθαρώς φιλοσοφικά μέσα καί όχι μέ άμεσες κοινωνικές σκοπιμότητες δεδομένων τελών, ουδόλως παράξενο είναι ότι καταλήγει στό συμπέρασμα πώς έννοια τής δικαιοσύνης δέν μπορεί νά όρισθή χωρίς τις ιστορικές λύσεις που έδωσε ο Χριστιανισμός στα αρχαία φιλοσοφικά προβλήματα, δηλαδή ότι ή δικαιοσύνη μόνο υπερβατικά μπορεί νά όρισθή.

.~`~.
IV

Η έννοια του άγαθού στήν Πολιτεία του Πλάτωνα ώς φιλοσοφική ένασχόληση δέν μπορεί νά λύση τό πρόβλημα τής ηθικής, δηλαδή τον μη εξωτερικώς εξαναγκάζοντος μέτρου, διότι παραμένει στό επίπεδο τής υποκειμενικής αντίληψης, λόγω τής φιλοσοφικής προσέγγισης του «άγαθού». Καί γιά τήν λύση τής αντινομίας αυτής, αφού τό κράτος στήν Πολιτεία είναι ήθικός οργανισμός, αναγκάζεται ό Πλάτωνας νά κάνη τόν βασιλέα-φιλόσοφο του «μυστικό», του οποίου η κοινωνική λειτουργία εκπληρούται διά τής πίστεως μάλλον παρά διά τής φιλοσοφίας... Από εδώ ως τον Χριστιανισμό η απόσταση είναι ελάχιστη: γιά τόν Απόστολο Παύλο ή λύση βρίσκεται στό... δόγμα, πράγμα πού σημαίνει οτι δικαιοσύνη καί ηθική ταυτίζονται. Η δικαιοσύνη αποκτά πλέον «ορισμό»... Ο τέτοιος όμως «ορισμός» τής δικαιοσύνης, που «μέτρο» της υποθέτει το ηθικό «οφείλειν» του δόγματος, δεν είναι εκείνος πού έπιτρέπει εύκολα την λειτουργία κάποιου «θετικού δικαίου», μεταβλητού κατά περίπτωση καί συνθήκες... και αυτό άκριβώς είδαμε από τό στόμα του Ντοστογιέφσκυ. Αλλά και η φιλοσοφία του θετικού δικαίου στό ίδιο ακριβώς συμπέρασμα καταλήγει: «η μορφή τον φυσικού δικαίου δέν είναι τό κράτος'ούτε το κράτος με την ευρεία έννοια μιας αναγκαστικης τάξεως ούτε το κράτος με την στενή έννοια της εξαναγκαζούμενης οργανώσεως κατά την κατανομή τής έργασίας. Εάν υπό τόν όρον "αναρχία"νοήσωμε όχι απλώς τήν έλλειψη κάθε τάξεως, άλλά τήν ίδεα μιάς μή κρατικής τάξεως, απηλλαγμένης εξαναγκασμού, τότε μπορούμε να πούμε οτι το φυσικό δίκαιο είναι ακριβώς αυτή ή "αναρχική"τάξη. Πράγματι, κάθε άναρχικη θεωρία δεν ειναι τίποτε άλλο παρα μια διδασκαλία περί φυσικού δικαίου. Οι προϋποθέσεις του αναρχισμού είναι οι ειδικές συνθήκες τής ιδέας περί φυσικού δικαίου... Όλες οι προσπάθειες νά χωρισθή τό δίκαιο από τό κράτος, δίκαιο καί κράτος νά θεωρηθούν ώς δύο διάφορες στό Είναι τους οντότητες (Wesenheiten), ολόκληρος ό κατά πολυπλοκώτατες παραλλαγές εμφανιζόμενος δυαδισμός περί δικαίου καί κράτους, είναι στό απώτατο βάθος του καί στόν έσχατον σκοπό του ο πυρήνας μιάς περί φυσικού δικαίου εκδοχής (naturrechtlichen Ursprungs)» — βλ. Η. Kelsen, μν. έ σελ. 81-82.
Αυτό όμως ακριβώς είναι καί τό πρόβλημα του καισαροπαπισμού στό Βυζάντιο. Είναι συνεπώς ανάγκη σήμερα νά εγκύψωμε στους τρόπους μέ τους οποίους κατάφεραν νά διοικηθούν οί μεσογειακοί κόσμοι στό παρελθόν μέ αποκλειστικό έμβλημα την... «αναρχία»! Δεν είναι εκπληκτικό ότι επί δύο χιλιετίες μπόρεσαν νά διοικηθούν αυτοί οί κόσμοι τόσο σταθερά καί με ένα τέτοιο έμβλημα πού άποτελούσε τήν αμετάθετη φιλοσοφική συνείδηση του μεμονωμένού ατόμου; Εξαντλείται η φύση των πραγμάτων στην παρόλα τών «ειδικών» περί «ανατολικού δεσποτισμού»; Αν μάς χρειάζεται μία επέκταση τών σχετικών γνώσεών μας σήμερα, είναι ακριβώς γιατί οί μάζες επί του πλανήτη καθίστανται όλο καί πιό πολύ αδιοίκητες...
Οί «κεκτημένες ευκολίες» του θετικού δικαίου που ονομάζουν τα προβλήματα «εθνικισμούς» καί ασχολούνται έν συνεχεία με τήν εξεύρεση «κυρώσεων» -όπως βλέπομε καί από την πολιτική τής Ευρωπαϊκής Ένωσης-, μάλλον δέν μοιάζει νά ειναι ο ενδεδειγμένος «φιλοσοφικός δρόμος» οργανώσεως του κόσμου. Με τον φιλελευθερισμό μπορούμε να πούμε ότι συνέβη ιστορικά αυτό πού οί νομικοί καί οί ηθικολόγοι όνομάζουν «ετερογονία σκοπών»: ρίχνεις μιά σφαίρα στόν δρόμο νά σκοτώσης εναν άνθρωπο, αλλα η σφαίρα ξαστοχει και τρυπάει εναν τοιχο από τον οποίον ξαφνικα αρχίζει νά ρέη χρυσάφι... Ο φιλελευθερισμός θέλησε νά σκοτώση ιστορικά όλο τό παρελθόν της Μεσογειου, αλλα αντ'αυτού ευρηκε τά... αυτοκίνητα. Θα ευχαριστήσωμε λοιπόν σήμερα απείρως τόν φιλελευθερισμό για ό,τι προσέφερε στην άνθρωπότητα (προσφορά μεγαλειώδης, που απαίτησε κολοσσιαια ποσα κοπων και θυσιών) καί έν συνεχεία θα τον πετάξωμε στόν κάλαθο των άχρήστων. Διότι παίρνοντας το χρυσάφι έξέχασε τόν σκοπό καί μάς ωδήγησε στήν κατάσταση του Μίδα... Ως τελευταίον οπαδό θα αφήσωμε τόν κ. Μητσοτάκη...

.~`~.
V

Περιττόν βέβαια νά πούμε ότι το υπόβαθρον τής λαϊκής ιδεολογίας του λιμπεραλισμού είναι η... Βιολογια κατά «χρησίμους» τρόπους έρμηνευομένη. Η συνείδηση είναι έπίκτητον βιολογικώς φαινόμενο, δηλαδή μιά «κακή συνήθεια» του ανθρώπου, που πρέπει διά τής «ψυχοθεραπείας» νά άποβάλη ώς «λογικό όν». Το μικρό παιδί δέν έχει συνείδηση. Βασανίζει τα ζώα, διαμελίζει τα έντομα, καταστρέφει ό ,τι πιάση στό χέρι του (άρα ή επιθετικότητα είναι στήν φύση του ανθρώπου) και αυτό που λέμε «συνείδηση» είναι μιά επίκτητη ιδιότητα αγωγής από τό «μη-μη» τών γονέων. Κατά τόν ίδιον τρόπο μπορεί να αμφισβητηθή η σεξουαλική ιδιότητα των ειδών, επειδή δέν την εμφανίζουν στά πρώτα στάδια, στόν δέ άνθρωπο ειδικά νά θεωρηθή «επίκτητος» απλώς καί μόνο επειδή... ύπάρχουν οι οίκοι άνοχής!
Ότι ό άλτρουϊσμός αποτελεί βασική προϋπόθεση διατηρήσεως των ειδών καί ότι η φύση τον εγκαθίδρυσε βαθύτατα σε όλων των ειδών τα οργανικά οντα δια του «μητρικού ενστίκτου» ή ότι ακόμη και στην ζούγκλα τά είδη δίνουν σήματα συναγερμού όταν πλησιάζη κίνδυνος (καθαρό αλτρουϊστικό ένστικτο επιβίωσης), ή μέχρι καί τά κατοικίδια που ουρλιάζουν πριν από την έλευση μεγάλου σεισμού και είδοποιούν τον άνθρωπο, αυτά όλα δέν χρησιμεύουν γιά την ιδεολογία του λιμπεραλισμού. Η Βιολογία «φιλελευθεροποιείται» κι'αυτή καταλλήλως, για να στηρίξει τίς πιό άπλοϊκές απόψεις περί «σοσιαλδαρβινισμού» ως τό «επιστημονικό» επέκεινα τών ήδονιστικών άξιωμάτων. Το μεγαλο ψάρι τρώει τό μικρό, άρα ο δυνατός τόν αδύνατο, ο ψηλός τον κοντό, ό άσπρος τον μαύρο, ο πλούσιος καί «ικανός» τόν φτωχό κ.ο.κ. Πως τώρα γίνεται και οι τόσο «έπιστημονικά» απλές αυτές αντιλήψεις δέν παρατηρήθησαν στά πλαίσια άλλων πολιτισμών; Είναι δυνατόν οι τόσο «αυτονόητες» αυτές αρχές να έμειναν τόσες χιλιάδες χρόνια έπιστημονικώς απαρατήρητες καί νά παρουσιάσθηκαν τόσο ξαφνικά όλες μαζεμένες στόν αίώνα τής αποικιοκρατίας; Και μπορει όντως η σοφη οικονομία της φύσης διατηρήσεως των ειδών νά όνομασθή «περί ύπάρξεως αγώνας»; Η φύση έφκιαξε τα είδη γιά νά υπάρχουν καί όχι γιά να αγωνιζωνται να υπάρχουν. Υπάρχει ειδος που τρώει τό είδος του ώς «κανόνας» υπάρξεως; Ο πόλεμος στήν φύση είναι προαγωγόν στοιχείο τής ζωής, δηλαδή συνθήκη διατηρήσεως των ειδών καί όχι στοιχείο καταστροφής των. Αυτή είναι ή μικρή διαφορά του «σοσιαλδαρβινισμού» από τούς μηχανισμούς της φύσης: ότι η φύση δημιουργεί, ενώ ο λιμπεραλισμός με τη φιλοσοφία του καταστρέφουν.
Η έννοια της καταστροφής είναι έγγενής στήν φιλοσοφία του λιμπεραλισμού, διότι συνδυάζει έναν κίνδυνο με ένα κακό. Κινδυνώδες πράγμα είναι η ίδια ή τεχνολογία καθ'έαυτήν και το κακό είναι ή φύση του ανθρώπου που θέλει δρώσα ό λιμπεραλισμός. Ο λιμπεραλισμός είχε ανάγκη νά υίοθετήση την χωρίς μέτρο άνάπτυξη τής τεχνολογίας, διότι αύτό ανταποκρινόταν στα φιλοσοφικά του επιτάγματα (αν μιά εφεύρεση δίνη κέρδος, πώς θά μπορουσε νά μή χρησιμοποιηθή;). Ποιό θα ήταν αυτό που θά μπορουσε νά «ανταλλαγή» κατά το τρίτον επίταγμα του Α. Σμίθ, αν όχι τεχνολογικά προΐόντα; Καί εξώδευσε μεν απείρως ανθρώπους, τους «λιγώτερο ίκανους» κατά τις απόψεις του Λώκ (άν ό Μάρξ έγραφε τό Κεφάλαιο κάπου άλλού και όχι στήν Αγγλία, τό ανθρωπιστικό νόημα τών θεωριών του δεν θά έκαλύπτετο γιά τόσα χρόνια άπό τό οικονομικό), όπως και κάθε δυνατότητα φυσικής πηγής, άλλά παρ'όλες τις οικολογικές καταστροφές και τις επαναστάσεις του παρελθόντος, τό νόημα τής βασικής καταστροφής βρίσκεται στο μέλλον καί όχι στό παρελθόν ή τό παρόν. Είναι κάτι που γίνεται αργά καί ανεπαίσθητα. Πρίν όμως άπ αυτό, πρέπει νά πούμε -καί τούτο πρός μείζονα διευκρίνηση τής έννοίας τής «δημοκρατίας»-, ότι οί εργαζόμενες μάζες τής Ευρώπηςβασικά δέν ενδιαφέρονται καθόλου γιά τήν πολιτική, βγάζουν απλώς τήν παραγωγή, μέ μή ίσως καθαρή άλλά πλήρη επίγνωση του αδιεξόδου καί πεπεισμένες περι του «πεπρωμένου» της καταστροφής του κόσμου, φροντίζοντας απλώς γιά την μή μείωση του μεροκάματού, που θά τους επιτρέψη την «ηδονιστική πραγμάτωση» της προσφερόμενης κατανάλωσης (και της προσφερόμενης βέβαια «Gesinnungsethik» του Ράμπο - του ήρωα της τηλεόρασης που πολεμάει για τις «αρχές της φιλοπατρίας», του «ηρωϊσμού» και του «καθήκοντος»...). Η ιδεολογία της «ευμάρειας»έχει λόγους να εξοβελίζη τα σημαινόμενα της διαδικασίας της, που είναι ακριβώς η διαμόρφωση ενός κόσμου άνευ νοήματος. Και ιδου γιατί:


Γεράσιμος Κακλαμάνης
To «Ανατολικό Ζήτημα» Σήμερα
Εκδ. Εικοστού Πρώτου
1998

Ολοκλήρωση μέρους β´

.~`~.
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική

- Το μέλλον της Ε.Ε, η Ανατολική Ευρώπη -η Ουκρανία- και τα Βαλκάνια, ο Huntington, ο Brzezinski και οι πλανητικές πολιτικές των Η.Π.Α. Τα «Ανθρώπινα δικαιώματα», η «σύγκρουση των πολιτισμών» και τα «Ευρασιατικά Βαλκάνια» ως βαλκανοποίηση της υφηλίου και καλλιέργεια της ελεγχόμενης αναρχίας. Η απόρριψη του διλήμματος μεταξύ πυρηνικού ολοκαυτώματος ή πολιτιστικής ανυπαρξίας - προς μιας νέα ιστορική σύνθεση που θα εναντιώνεται στις θεωρίες και τους υπολογισμούς γραφείου-εργαστηρίου.
*

«Δύση και Ισλάμ» μέρος β´. Εισαγωγικά συγκριτικά σχόλια στις οντολογικές και επιστημολογικές αντιλήψεις και στον κοινωνικο-οικονομικό και πολιτιστικο-θρησκευτικό πλουραλισμό.

$
0
0

Παραθέτω τα περιεχόμενα του βιβλίου, της συγκριτικής αυτής μελέτης, προς κατανόηση της δομής της

Εισαγωγή
1. Το επίκεντρο του προβλήματος
2. Πρόβλημα ορολογίας και εννοιολογικού πλαισίου

Μέρος Ι. Θεωρητικές έρευνες

Κεφάλαιο 1.
Δυτικό παράδειγμα: Οντολογική εγγύτητα
1.1. Οντολογική εγγύτητα και εξειδίκευση της θεότητας
1.2. Επιστημολογική εξειδίκευση της αλήθειας: Εκκοσμίκευση της γνώσης
1.3. Αξιολογικός θετικισμός: Εκκοσμίκευση της ζωής και του νόμου

Κεφάλαιο 2.
Ισλαμικό παράδειγμα: Ταουχίντ και οντολογική διαφοροποίηση
2.1. Κοσμολογικοοντολογική ενότητα και υπερβατικότητα
2.1.1. Κορανική βάση
2.1.2. Συστηματοποίηση του παραδείγματος
2.2. Επιστημολογική ενότητα της αλήθειας: Εναρμόνιση της γνώσης
2.3. Αξιολογική κανονιστικότητα: Ενότητα της ζωής και του νόμου

Μέρος ΙΙ. Πολιτικές συνέπειες

Κεφάλαιο 3.
Δικαιολόγηση του κοινωνικοπολιτικού συστήματος: Κοσμολογικοοντολογικά θεμέλια
3.1. Δυτικός τρόπος δικαιολόγησης
3.1.1. Προέλευση του κοινωνικοπολιτικού συστήματος
3.1.2. Σκοπός του κοινωνικοπολιτικού συστήματος
3.2. Ισλαμικός τρόπος δικαιολόγησης
3.2.1. Προέλευση του κοινωνικοπολιτικού συστήματος
3.2.2. Σκοπός του κοινωνικοπολιτικού συστήματος

Κεφάλαιο 4.
Νομιμοποίηση της πολιτικής εξουσίας: Επιστημολογικοαξιολογικά θεμέλια
4.1. Δυτικός τρόπος νομιμοποίησης
4.1.1. Επιστημολογικοαξιολογική διάσταση
4.1.2. Διατακτική διάσταση
4.1.3. Θεσμική διάσταση
4.2. Ισλαμικός τρόπος νομιμοποίησης
4.2.1. Επιστημολογικοαξιολογική διάσταση
4.2.2. Διατακτική διάσταση
4.2.3. Θεσμική διάσταση

Κεφάλαιο 5.
Θεωρίες ισχύος και πλουραλισμός
5.1. Οντολογικά αδιαπέραστη δικαιολόγηση της πολιτικής ισχύος και δυτικός κοινωνικοοικονομικός πλουραλισμός
5.1.1. Οντολογικά αδιαπέραστη πολιτική ισχύς
5.1.2. Κοινωνική αλλαγή/δυναμισμός και η αντίληψη περί ευθύγραμμης προόδου: Θεσμοποίηση της ισχύος
5.1.3. Φαινομενολογικό υπόβαθρο του πλουραλισμού
5.1.4. Κοινωνικοοικονομικός πλουραλισμός: Βασική παράμετρος της κοινωνικοπολιτικής διαφοροποίησης
5.1.5. Φιλοσοφικό υπόβαθρο του πλουραλισμού
5.2. Οντολογικά δικαιολογημένη πολιτική ισχύς και ισλαμικός θρησκευτικός-πολιτιστικός πλουραλισμός
5.2.1. Οντολογικά δικαιολογημένη πολιτική ισχύς
5.2.2. Κοινωνική ισορροπία/σταθερότητα και αντίληψη περί κυκλικής εξέλιξης: Θεσμοποίηση της ισχύος
5.2.3. Θρησκευτικός-πολιτιστικός πλουραλισμός: Βασική παράμετρος της κοινωνικοπολιτικής διαφοροποίησης

Κεφάλαιο 6.
Η πολιτική μονάδα και το οικουμενικό πολιτικό σύστημα
6.1. Δυτική διαίρεση σε πολλά τμήματα: έθνη-κράτη
6.1.1. Ετυμολογία του έθνους-κράτους
6.1.2. Ιστορική κληρονομιά της ιδέας του κράτους
6.1.3. Δημιουργία του ευρωπαϊκού συστήματος εθνών-κρατών ως βάση της πολιτικής ενότητας και του οικουμενικού πολιτικού συστήματος
6.2. Ισλαμική διμερής διαίρεση: Νταρ αλ Ισλάμ εναντίον Νταρ αλ-Χαρμπ
6.2.1. Η ούμα ως η βάση της κοινωνικοπολιτικής ενότητας
6.2.2. Η ισλαμική διμερής διαίρεση ως το οικουμενικό πολιτικό σύστημα
6.2.3. Η έννοια του ισλαμικού κράτους (ντάουλα): Ιστορικός μετασχηματισμός της θεσμοποίησης της πολιτικής ισχύος

Συμπερασματικά συγκριτικά σχόλια

*
**
*


.~`~.
Πρόλογος

Αυτή η ομόκεντρος επίθεσις της μοντέρνας Δύσεως κατά του ισλαμικού κόσμου εγκαινίασε την παρούσαν συμπλοκήν μεταξύ των δύο πολιτισμών. θα γίνη αντιληπτόν ότι αυτή είναι μέρος ενός μεγαλυτέρου και φιλοδοξοτέρου κινήματος δια του οποίου ο δυτικός πολιτισμός δεν σκοπεύει τίποτε ολιγώτερον από την ενσωμάτωσιν ολοκλήρου της ανθρωπότητος εις μίαν μοναδικήν μεγάλην κοινωνίαν, και τον έλεγχον παντός πράγματος επί της γης, εις τον αέρα, και εις την θάλασσαν, το οποίον δύναται η ανθρωπότης να εκμεταλλευθεί μέσω της μοντέρνας δυτικής τεχνικής. Αυτό το οποίον η Δύσις κάμνει τώρα εις το Ισλάμ, το κάμνει συγχρόνως και εις τους λοιπούς επιβιούντας πολιτισμούς - τον ορθόδοξον χριστιανικόν, τον ινδικόν, και τον κόσμον της Άπω Ανατολής - ως και εις τας επιβιούσας πρωτογόνους κοινωνίας, οι οποίοι τώρα πολιορκούνται ακόμη και εις τα τελευταία των οχυρά εις την τροπικήν Αφρικήν. Ούτως η σύγχρονος εμπλοκή μεταξύ του Ισλάμ και της Δύσεως είναι όχι μόνον πιο δραστήρια και οικεία από οιανδήποτε φάσιν των επαφών των εις το παρελθόν· ξεχωρίζει επίσης εις το ότι είναι εν περιστατικόν εις μίαν προσπάθειαν του δυτικού ανθρώπου να «δυτικοποιήση» τον κόσμον...
Arnold Toynbee, «Civilization on Trial and The World and the West»
The World Publishing Co., New York 1965, σελ. 166 (Oxford University Press 1948)

.~`~.
I

Ο ομογενοποιητικός χαρακτήρας του δυτικού πολιτισμού είναι ίσως το σημαντικότερο πρόβλημα της εποχής μας. Παρά τα επιφανειακά πλουραλιστικά συνθήματα στις μέρες μας ο πλουραλισμός, υπό την έννοια της επιβίωσης αυθεντικών κουλτουρών, είναι απλώς μια δικαιολογία για να ιδρύει η Unesco μουσεία σε περιοχές περιορισμένης πρόσβασης πού δεν έχούν καμία σχέση με την αληθινή ζωή. Στις αρχές του 20ου αιώνα, στο έργο του Α Study of Hίstory, ο Toynbee υποστήριξε ότι όχι λιγότεροι από είκοσι έξι πολιτισμοί είχαν ήδη πεθάνει και ταφεί. Μεταξύ αυτών συμπεριέλαβε τον αιγυπτιακό, τον πολιτισμό των Άνδεων, τον σινικό, τον μινωικό, τον σουμερικό, τον πολιτισμό τον Μάγια, τον ιουδαϊκό, τον χιττιτικό, τον συριακό, τον ελληνικό, τον βαβυλωνιακό, τον μεξικανικό, τον αραβικό, τον γιουκατέκ, τον σπαρτιατικό και τον οθωμανικό. Υπογράμμισε ότι εννέα από τούς δέκα ζώντες πολιτισμούς -ο χριστιανικός της Εγγύς Ανατολής, ο ισλαμικός, ο χριστιανικός ρωσικός, ο ινδουιστικός, ο Άπω Ανατολικός κινεζικός, ο ιαπωνικός, ο πολυνησιακός, ο πολιτισμός των Εσκιμώων και ο νομαδικός- βρίσκονταν στην επιθανάτια αγωνία τους υπό την απειλή είτε της εκμηδένισης είτε της αφομοίωσης από τον δυτικό πολιτισμό. Η πρόβλεψη του Toynbee έχει γίνει εφιάλτης για τούς αυθεντικούς πολιτισμούς και κουλτούρες.
Αυτή η εναγώνια κατάσταση έχει οξυνθεί ιδιαίτερα έπειτα από τις αλματώδεις εξελίξεις στις παγκόσμιες επικοινωνίες. Πολύ απλές δραστηριότητες της ανθρώπινης ζωής -όπως το να πίνεις κόλα ή να φοράς τζιν- άρχισαν να ερμηνεύονται ως η νίκη της οικουμενοποίησης της ουμανιστικής/δημοκρατικής κουλτούρας. Παρά την τεράστια υλική και τεχνολογική του υπεροχή ο δυτικός πολιτισμός βρίσκεται ο ίδιος σε κατάσταση κρίσης, εξαιτίας της διάβρωσης της ηθικής του βάσης λόγω έλλειψης κανονιστικότητας. Οι ηθικο-υλικές, ψυχοοντολογικές και περιβαλλοντικές ανισορροπίες στον σύγχρονο δυτικό πολιτισμό, μαζί με τη στρατιωτική του δυνατότητα για καταστροφή του πλανήτη, έχουν μετασχηματιστεί σε πολιτισμική κρίση σε ολόκληρο τον κόσμο. Ως εκ τούτου, σε αντίθεση με προηγούμενες πολιτισμικές κρίσεις στην ιστορία, αυτή η κρίση δεν είναι περιφερειακή. Αντιθέτως, η κρίση του δυτικού πολιτισμούέχει γίνει τόσο οικουμενική όσο και ο τρόπος ζωής του. Η σύμπτωση των επιθανάτιων αγωνιών των αυθεντικών πολιτισμών και η έντονη κρίση του δυτικού πολιτισμού οδήγησαν τις κορυφαίες μορφές των πολιτισμών που υφίστανται την απειλή της εκμηδένισης από τον δυτικό πολιτισμό να αναζητήσουν τους δικούς τους τρόπους ζωής και σκέψης. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τους μουσουλμάνους μελετητές και τις μουσουλμανικές μάζες, που έχουν κληρονομήσει μια πράγματι πολύ εντυπωσιακή, εσωτερικά συνεπή και ισορροπημένη πολιτισμική εμπειρία. Η Ισλαμική κοσμοθεωρία που περιλαμβάνει τα πάντα, κοσμοθεωρία που είναι πλήρως εναλλακτική της Δυτικής κοσμοθεωρίας και όχι συμπληρωματική της, παρέχει επαρκή θεωρητικά και αντιληπτικά εργαλεία για μια τέτοια προσπάθεια.
Στο Δυτικό παράδειγμα η εξειδίκευση της οντολογικής σφαίρας δημιουργεί μια εξειδίκευση των επιστημολογικών πηγών (αποκάλυψη και λογική) και των αξιολογικών συνεπειών και των σφαιρών της ζωής, η οποία οδηγεί σε έναν εσωτερικο φιλοσοφικό δυναμισμό μέσω εσωτερικών συγκρούσεων εις βάρος της εσωτερικης συνέπειας. Αυτός ειναι ο εσωτερικος μηχανισμος εκκοσμικευσης της ζωής και της σκέψης στη δυτική φιλοσοφική-κοινωνική παράδοση. Αντιθετως το μονοθεϊστικό θεμέλιο που στηρίζεται στο ταουχίντ και οι οντολογικες αντανακλάσεις του στο Ισλαμικό παράδειγμα οδηγούν στην ιδέα της ενότητας της αλήθειας και της ενότητας της ζωής η οποία παρέχει μεγάλη εσωτερική συνέπεια σε ένα ολιστικο πλαίσιο μέσω της εναρμόνισης της επιστομολογίας, της εσχατολογίας, της αξιολογίας και της πολιτικής, με βάση την οντολογία. Αυτή η εσωτερική συνέπεια είναι το βασικό χαρακτηριστικό της ισλαμικής θρησκευτικοπολιτιστικής ατμόσφαιρας που καθιστά απαραίτητη την απόρριψη κάθε είδους εξειδίκευσης της οντολογίας, της επιστημολογίας ή της αξιολογίας.
Συνεπώς, κάθε προσπάθεια πυραμιδικής θεσμικής εκκοσμίκευσης στις μουσουλμανικές κοινωνίες προκαλεί μια ισχυρή θεωρητική αντίδραση, προκειμένου να προστατευθεί η εσωτερική συνέπεια μέσω της εναρμόνισης της οντολογίας, της επιστημολογίας και της αξιολογίας σε μια νέα ισορροπία. Αυτό οφείλεται στην αντίθεση που προκύπτει από το γεγονός ότι πρόκειται για μια εναλλακτική κοσμοθεωρία'η εν λόγω αντίθεση δεν είναι ζήτημα ιστορικών και θεσμικών συγκρούσεων. Οι μελετητές και πολιτικοί που παραβλέπούν αυτές τις θεμελιώδεις διαφορές θα συνεχίσουν να απορούν για την όλο και πιο επικριτική αντίδραση των μουσουλμανικών κοινωνιών.

.~`~.
II

Αυτή η επίκριση κινείται παράλληλα με την αύξηση του εκσυγχρονισμού και του εκδυτικισμού, διότι το Ισλάμ παρέχει μια εναλλακτική πολιτική κουλτούρα και εναλλακτικές αντιλήψεις υποστηριζόμενες από το εσωτερικά συνεπές, ολιστικό του πλαίσιο. Λογω οτι η δυτική πρόκληση προς τον ισλαμικό πολιτισμό δεν είναι μόνο μια πρόκληση ενός εναλλακτικού θεσμικού και ιστορικού υποβάθρου αλλά, επίσης και μια κοσμοθεωρητική πρόκληση οι καταπιεστικές στρατηγικές θεσμικού μετασχηματισμού που ασκούνται εναντίον των μουσουλμάνικών κοινωνιών δεν μπορούν να υπερβούν αυτή την ασυμβατότητα. Η πολύ ισχυρή εσωτερική συνέπεια του ισλαμικού θεωρητικού πλαισίου παρέχει πάντοτε τη δυνατότητα να παραχθεί μια εναλλακτική πολιτική κουλτούρα, δημιουργώντας μια άμεση σύνδεση μεταξύ οντολογίας και πολιτικής εφόσον η οντολογική προσέγγιση γύρω από την πίστη στο ταουχίντ επιβιώνει στην κοινωνικοπολιτική κουλτούρα και στις κοινωνικο-πολιτικές αντιλήψεις.
Η ασυμβατότητα των φιλοσοφικών και θεωρητικών βάσεων των δυτικών και των ισλαμικών πολιτικών θεωριών, αντιλήψεων και κουλτούρων μπορεί να αναλυθεί μόνο μέσα σε ένα καλά ορισμένο πλαίσιο των διασυνδέσεων μεταξύ οντολογίας, επιστημολογίας, αξιολογίας και πολιτικής. Οι απαρχές του προβλήματος θα πρέπει να αναζητηθούν στα παραδείγματα που βρίσκονται στις ρίζες δυο εναλλακτικών κοσμοθεωριών... Οι διαφοροποιήσεις των οντολογικών επιπέδων μέσω της οντολογικής ιεραρχίας και της οντολογικά καθορισμένης επιστημολογίας είναι οι ακρογωνιαίοι λίθοι της διαδικασίας που ξεκινά από την εικόνα που έχει το -Ισλαμικό- παράδειγμα για τον κόσμο και φτάνει στα αξιολογικά θεμέλια των πολιτικών αντιλήψεων και της πολιτικής κουλτούρας. Το Δυτικό παράδειγμα που εδράζεται στην εγγύτητα των οντολογικών επιπέδων μέσω εξειδίκευσης της θεότητας, υποστηριζόμενης από εγγενώς πολύθεϊστικά και πανθεϊστικά στοιχεία, είναι η φιλοσοφική πηγή της εκκοσμίκευσης της ζωής μέσω της ορθολογιστικής αξιολογίας. Προκειται για ένα ειδικό χαρακτηριστικό της δυτικής φιλοσοφικής παράδοσης που βασίζεται στην επιστημολογικά ορισμένη οντολογία, η οποία έχει οδηγήσει σε μια σχετικοποιημένη και υποκειμενικοποιημένη θρησκεία.
Εχουμε αναλύσει τέσσερις σημαντικές πολιτικές συνέπειες των φιλοσοφικοθεολογικών διαφορών μεταξύ του Ισλαμικού και του Δυτικού παραδείγματος: τον τρόπο δικαιολόγησης τον κοινωνικοπολιτικού σύστηματος, τη διαδικασία νομιμοποίησης για την πολιτικη εξουσία, τις εναλλακτικές προσεγγίσεις στην πολιτικη ισχύ και στον πλουραλισμό και την αντίληψη του οικουμενικού πολιτικού σύστηματος.
Το θεμελιώδες χαρακτηριστικό του ισλαμικού τρόπου δικαιολόγησης είναι ο κοσμολογικοοντολογικός προσανατολισμός του στην πεποίθηση περί της απόλυτης Ενότητας και κυριαρχίας του Αλλάχ, σε αντιδιαστολή προς τη δικαιολόγηση πού βασίζεται στην εμπειριστική επιστημολογία του δυτικού τρόπου δικαιολόγησης... παρότι αυτός ο τρόπος δικαιολόγησης επιβάλλει μια αντίληψη περί ενός ιδεώδούς κράτους με μια αυθύπαρκτη αποστολή βασισμένη σε ένα μετα-ιστορικό σύμφωνο, ένα από τα πρωτότυπα χαρακτηριστικά του ισλαμικού τρόπου δικαιολόγησης -σε αντιδιαστολή προς το πλατωνικό ιδεώδες κράτος και τα ιδεατά μοντέλα του Κant και του Hegel- είναι η ιδέα της ιστορικής πραγμάτωσης αυτού του ιδεώδους κράτους κατά την περίοδο του προφήτη και των πρώτων τεσσάρων χαλίφηδων. Επομένως, ορισμένοι μελετητές διαφοροποιούν αυτή την ιδεώδη περίοδο από το μετέπειτα χαλιφάτο πού είχε τη μορφή του σουλτανάτου, ονομάζοντάς την «τέλειο χαλιφάτο» (π.χ. Taftazani, 1950: 146). Αυτό όχι μόνο καθίσταται πρότύπο για τη διαδικασία δικαιολόγησης και νομιμοποίησης στην ισλαμική πολιτικη σκέψη καθόλη τη διάρκεια της ισλαμικής ιστορίας αλλά, επίσης, αποτελεί παράγοντα για την εκλάικευση αυτού του τρόπου δικαιολόγησης με το να ενισχύει την ελπίδα των μουσουλμανικών μαζών για την επανίδρυσή του...
Οι οντολογικο-κοσμολογικές αντιλήψεις είναι οι καθοριστικοί παράγοντες των τρόπων δικαιολόγησης του κοινωνικο-πολιτικού συστήματος. Η φυσιοκεντρική αντίληψη της σύγχρονης εκδοχής του Δυτικού παραδείγματος έθεσε τα θεμέλια για τις δικαιολογήσεις υπό το πρίσμα της προέλευσης και των σκοπών του κράτους βάσει των θεωριών της φυσικής κατάστασης και βάσει των ωφελιμιστικών αρχών της ευτυχίας στον παρόντα κόσμο. Το κορανικό σημασιολογικό πεδίο που αποτελεί ένα οντολογικοπολιτικό σύνολο εννοιών διαμορφώνει τον μουσουλμανικό νου κατά τέτοιο τροπο, ώστε ο τελευταίος να πιστεύει στην αναγκαιότητα μιας κοινωνικοπολιτικής τάξης που αντανακλά την κοσμολογική τάξη. Η πολιτική διαφορά των τρόπων δικαιολόγησης αντιστοιχεί στην αντιληπτική διαφορά μεταξύ φυσιοκεντρικού μηχανισμού και κοσμολογικης τάξης. Καθως οι Μουσουλμάνοι θεωρούν ως δεδομένη μια δημιουργημένη κοσμολογική τάξη αντί για μια αυτορρυθμιζομενη φύση, η αξιολογική σύνδεση μεταξύ οντολογικης και πολιτικής σφαίρας ειναι πάντοτε εξαρτημένη από τη θεοκεντρική δομή της πίστης, προκείμενού να δικαιολογήσει το κοινωνικοπολιτικό σύστημα, το οποίο θεωρείται ως τομέας ευθύνης των ανθρώπινων όντων ως αντιβασιλέων του Δημιουργού στην κοσμολογική τάξη. Αυτή η συνοχή μεταξύ οντολογικών, αξιολογικών και πολιτικών αντιλήψεων παρέχει ένα κοινό έδαφος μεταξύ των διαφόρων ομάδων του Ισλαμικού παραδείγματος το οποίο μπορούσε να αναπαράγει μια εσωτερικά συνεπή πολιτική κουλτούρα ανά τους αιώνες παρά τις εσωτερικές διαφορές και τις εξωτερικές επιθέσεις. Η υποστήριξη των ισμαηλιτικών ομάδων στην Ινδία για τη διατήρηση του σουνιτικού χαλιφάτού κατά το πρώτο τέταρτο του 20ού αιώνα, οι παρόμοιες στρατηγικές των οργανώσεων των Σούφι και των κινημάτων των σαλάφι, προκειμένου να αντισταθούν στις επιβαλλόμενες πολιτικές εκδυτικισμού καθόλη τη διάρκεια της αποικιακής και της νεοαποικιακής περιόδού και τα αντιδυτικά χαρακτηριστικά των σουνιτικων και σιιτικών κινημάτων για τη δημιουργία ανεξάρτητων κοινωνικοπολιτικών οντοτήτων για την ανταπόκριση στη θεϊκή ευθύνη, καταδεικνύούν αυτό το κοινό έδαφος.

---------------------------------------------------------------
Η «επιστημολογικά ορισμένη οντολογία» ως ένα ακόμη παραδειγματικό χαρακτηριστικό της δυτικής παράδοσης βρίσκει την καλύτερη έκφραση της στην περίφημη διατύπωση του Descartes «Cogito ergo sum» [Σκέπτομαι άρα υπάρχω]. Ο εκ μέρους του ορισμός του εαυτού ως res cogitans [σκεπτόμενο πραγμα] και του mens [νου] ως substantia cogitans [σκεπτόμενη ουσία] συνιστούν πολύ σαφείς δηλώσεις για την εξάρτηση της οντολογίας από την επιστημολογία... Η χρήση της ίδιας αναλογίας από τον Spinoza για την εκ μέρους του πανθεϊστική ερμηνεία του Θεού... καταδεικνύει τον βαθμό στον οποίο διάφοροι συλλογισμοί έχουν αντληθεί από το καρτεσιανό σύστημα.
Η αντίληψη του Θεού ως αφηρημένης ιδέας των Descartes, Hume και Kant έχει τις ίδιες συνέπειες με τον αθεϊσμό του Holbach σε ό,τι αφορά την αυτορυθμιζόμενη φυσική τελεολογία, λόγω της κοινής αίσθησης ότι ο κόσμος είναι ένα κλειστό υλικό σύστημα με ειδική αιτιότητα ανεξάρτητη από την επίδραση της θέλησης ενός υπερβατικού Θεού. Διαπιστώνουμε ότι ο πολυθεϊσμός, ο πανθεϊσμός και ο αθεϊσμός συναντιούνται σε αυτή την αντίληψη περι αυτορυθμιζόμενης φυσικής τελεολογίας...
Η θεωρία της «αόρατης χειρός» του Adam Smith για τη δικαιολόγηση του φιλελευθερισμού, με τον αυτορυθμιζόμενο μηχανισμό της αγοράς, βασίζεται στην ίδια φυσιοκεντρική παραδειγματική υπόθεση.
Ahmet Davutoğlu
---------------------------------------------------------------

Οι διαφορές στη διαδικασία πολιτικής νομιμοποίησης είναι επιστημολογικά και μεθοδολογικά αντίγραφα αυτής της βασικής ανομοιότητας του Ισλαμικού και του Δυτικού παραδείγματος. Μια σαφής οριοθέτηση μεταξύ επιστημολογικοαξιολογικών, διατακτικών και θεσμικών/διαδικαστικών διαστάσεων της πολιτικής νομιμοποίησης καταδεικνύει το δίλημμα της μεταφύτευσης θεσμών ως δομικές διαδικασίες αγνοώντας το ζωντανό πνεύμα το οποίο είναι απότοκο ενός συνόλου επιστημολογικών και αξιολογικών προϋποθέσεων.

.~`~.
III

Ο αγώνας για επιβίωση ως εναλλακτικό πολιτισμικό παράδειγμα μας οδηγεί στο ζήτημα του πλουραλισμού. Η οριζόντια κατάτμηση των κυβερνωμένων λάων σε θρησκευτικές-πολιτιστικές ομάδες (π.χ. Εβραίοι, Ορθόδοξοι Χριστιανοί, Καθολικοί Χριστιανοί κ.λπ.) με τη μορφή του συστήματος των μιλλετιών και η απόρριψη της κοινωνικοοικονομικής πυραμιδικής διαστρωμάτωσης των τάξεων είναι η principium indiduationis [αρχή της εξατομίκευσης] της ισλαμικής πολιτικής κοινωνίας. Η αντιπαλότητα μεταξύ ισλαμικών και δυτικών πολιτικών νοοτροπιών και δομών αποδεικνύει ότι ένας θρησκευτικός-πολιτιστικός πλουραλισμός οριζόντιας κατάτμησης σε σεκταριστικές βάσεις δεν μπορεί να συνυπάρχει με έναν κοινωνικοοικονομικό πλουραλισμό πυραμιδικής διαστρωμάτωσης.
Ένας θρησκευτικός-πολιτιστικός πλουραλισμός οριζόντιας κατάτμησης σε σεκταριστική βάση καθιστά αναγκαία μια ειδική οικονομική νοοτροπία, βάσει της οποίας θα εξαλειφθεί η διάκριση μεταξύ κανονιστικών και θετικών οικονομικών -που μπορεί να θεωρηθεί ως το αξιολογικό έδαφος της εκκοσμίκευσης των οικονομικών- και θα επιτευχθεί η διεύθυνση των θετικών οικονομικών μέσω των κανονισμών των κανονιστικών οικονομικών που πηγάζουν από ένα συνολικό νομικό σχήμα που μορφοποιείται από το ακάιντ. Ηταν και είναι σχεδόν αδύνατο να πραγματοποιηθεί καπιταλιστική συσσώρευση μέσα σε ένα τέτοιο πρότύπο οικονομικής νοοτροπίας (π.χ., η ζακάτ, ως δικαίωμα των φτωχών επί των πλούσιων, δεν μπορεί να έχει νόημα για έναν ορθολογικό homo economicus).
Η επιβίωση των τρόπων ζωής διαφόρων θρησκευτικών ομάδων στα εδάφη των μουσουλμανικών κρατών μπορούσε να επιτευχθεί μόνο σε μια κοινωνικοοικονομική δομή όπού η οικονομία είχε τεθεί στην υπηρεσία της πολιτικής, προκειμένού να εδραιωθεί η κοινωνική σταθερότητα και η δικαιοσύνη. Η ισλαμική οικονομική παραδοχή ότι οτιδήποτε χρειαζόταν θα έπρεπε να παράγεται και ότι οι οικονομικοί πόροι θα έπρεπε να κατανέμονται δίκαια δημιουργώντας μια οριζόντια σεκταριστική διαφοροποίηση, παρέσχε ζωτικό χώρο για τους αυθεντικούς τοπικούς πολιτιστικούς τρόπους ζωής. Ο νομικός πλουραλισμός, ο οποίος εγγυούνταν και προστάτεύε τον θρησκευτικό-πολιτιστικό πλουραλισμό, έδινε την ευκαιρία σε μειονότητες με την ίδια κοινωνικοπολιτική ταυτότητα που βασιζόταν στην οντολογική τους προσέγγιση, να εφαρμόσούν τον αυθεντικό νόμο τους στις εσωτερικές τους υποθέσεις.
Ο δυτικός κοινωνικοοικονομικός πλουραλισμός είναι τελείως αντίθετος προς αυτή την οικονομική νοοτροπία. Η οικουμενική ομοιομορφία του σύγχρονου δυτικού τρόπου ζωής η οποία καταστρέφει όλες τις πολλαπλότητες των αυθεντικών τοπικών κουλτουρών, είναι μια ύστατη συνέπεια της εξάρτησης της κουλτούρας και της πολιτικής από την οικονομία. Η κυρια παραδοχή της δυτικής οικονομικής νοοτροπίας ότι οτιδήποτε παράγεται θα πρέπει να καταναλώνεται, σε αντίθεση μέ την ισλαμική παραδοχή ότι οτιδήποτε χρειάζεται θα πρέπει να παράγεται, προκάλεσε μια κουλτούρα κατανάλωσης η οποία οδήγησε στη διεθνοποίηση του δυτικού τρόπου ζωής μέσω της αναγκαιότητας να ανακαλυφθούν τρόποι απορρόφησης της αυξανόμενης παραγωγής. Η συγκεκριμένη οικονομική βάση πού βρισκεται πισω απο αυτόν τον κοινωνικοοικονομικό πλουραλισμό, ο οποίος προκαλεί πολιτιστικό μονισμό, είναι ο διαχωρισμός των κανονιστικών και των θετικών οικονομικών και η παραδοχή ότι οι πόροι θα πρέπει να κατανέμονται παραγωγικά.

---------------------------------------------------------------
Η υπόθεση εργασίας των οικονομολόγων ότι τα οικονομικά είναι μια οικουμενική επιστήμη που μπορεί να εφαρμοστεί διαχρονικά και σε κάθε τόπο μπορεί να οδηγήσει σε αναλυτικές στρεβλώσεις και σε εσφαλμένες συστάσεις πολιτικής. Η ανικανότητα ή η απροθυμία τους να παραδεχτούν τη σπουδαιότητα των διαφορών μεταξύ των κρατών και των κοινωνιών και/ή της επιρροής του πολιτιστικού και ιστορικού περιβάλλοντος περιορίζει τη χρησιμότητα των οικονομικών... Παρόλο που οι νεοκλασικοί οικονομολόγοι ισχυρίζονται ότι τα οικονομικά είναι μια αντικειμενική επιστήμη, όπως η φυσική, τα οικονομικά στην πραγματικότητα στηρίζονται σε ένα πλήθος κανονιστικών υποθέσεων εργασίας ή απόψεων όσον αφορά στις αξίες που αποδέχονται οι περισσότεροι οικονομολόγοι. Αυτές οι κανονιστικές υποθέσεις εργασίας επηρεάζουν την επιλογή των θεμάτων που μελετούν οι οικονομολόγοι και τις απαντήσεις που θα δοθούν... Αυτό οδηγεί σε μια κατάσταση στην οποία οι πολιτικές προκαταλήψεις παίζουν μεγαλύτερο ρόλο στην αποδοχή των θεωριών απ'ότι παραδέχονται γενικά οι οικονομολόγοι... Οι προβλέψεις των οικονομολόγων είναι στην πραγματικότητα διαβόητα ανεπιτυχείς... Επιπλέον, ένα σημαντικό μέρος του αποδεκτού σώματος της οικονομικής ποτέ δεν ελέγχθηκε επαρκώς. Για τους μελετητές της πολιτικής οικονομίας η αίρεση ceteris paribus (η προϋπόθεση ότι όλα τα άλλα παραμένουν σταθερά) που πρότειναν οι οικονομολόγοι είναι εξαιρετικά σημαντική...
---------------------------------------------------------------

Ετσι, ο ισλαμικός θρησκευτικός-πολιτιστικός πλουραλισμός πού βασίζεται στην οντολογικά δικαιολογημένη πολιτική ισχύ οδήγησε σε εναν νομικό πλουραλισμό λόγω της ύπαρξης αυθεντικών κουλτουρών. Ο νόμος της κυρίαρχης θρησκευτικής-πολιτικής ομάδας, δηλαδή ο ισλαμικός νόμος, δεν επιβλήθηκε στις άλλες κοινότητες πού είχαν τη θέση προστατευόμενων μειονοτήτων. Πάντοτε υπήρχαν ειδικοί νόμοι, δικαστήρια και δικαστές για τις ενδοκοινοτικές υποθέσεις αυτών των ομάδων. Αυτή η αποκέντρωση του νόμου και η πολλαπλότητα των νομικών μηχανισμών, που πάντοτε ήταν θεωρητική αρχή και ιστορική πραγματικότητα στο Ισλάμ, είναι αντιληπτική συνέπεια και θεσμική εγγύηση του θρησκευτικού-πολιτιστικού πλουραλισμού.
Τουναντίον, η τυποποίηση του νόμου είναι αντίστοιχο της τυποποίησης του τρόπου ζωής και του μονοπωλίου μίας πολιτιστικής ταυτότητας. Υπό αυτό το πρίσμα, η οικουμενοποίηση της κυριαρχίας μιας συγκεκριμένης κοινότητας και το μονοπώλιο ενός συγκεκριμένου τρόπου ζωής ως πολιτιστικού προτύπου είναι συνυπάρχοντα και αλληλεξαρτώμενα φαινόμενα πού έχουν την προέλευσή τους στον κοινωνικοοικονομικο πλουραλισμό. Όμως οι Μουσουλμάνοι δεν αποδέχονταν μια συνηθισμένη ενέργεια αν αυτή παραβίαζε κάποια πολύ σημαντική ανθρώπινη αξία, όπως τη διατήρηση της ανθρώπινης ζωής ή τη διατήρηση της οικογένειας. Για παράδειγμα, η πρακτική της προσφοράς μιας όμορφης κοπέλας στον Θεό του Νείλου στην προϊσλαμική Αίγυπτο, η αυτοκτονία της χήρας με το να πηδά μέσα στην επικήδεια πυρά του σώματος του συζύγου της στην προϊσλαμική Ινδία και ο γάμος μεταξύ συγγενών στον νόμο των Χονβεζβάγκντα μεταξύ των Ζωροαστριστών στο προϊσλαμικό Ιράν απαγορεύτηκαν μετά την κατάκτηση αυτών των χωρών από τους Μουσουλμανους. Αλλα στοιχεία ενδοκοινοτικού νόμου μεταξύ των μελών των προϊσλαμικών κοινωνικοπολιτικών οντοτήτων διατηρήθηκαν ανά τους αιώνες υπό την κυριαρχία μουσουλμανικών κρατών.
Αυτό οδήγησε επίσης σε θεσμικό μονισμό, λόγω της αυθύπαρκτης αποστολής του κράτους να εγκαθιδρύσει δικαιοσύνη σε ολόκληρο τον κόσμο. Την ίδια στιγμή, ο δυτικός κοινωνικο-οικονομικός πλουραλισμός, που εδραζόταν σε μια οντολογικά αδιαπέραστη δικαιολόγηση της πολιτικής ισχύος, οδήγησε στην ομοιομορφία του τρόπου ζωής που βρίσκεται υπό την προστασία της μονιστικής νομικής δομής σε ολόκληρο τον κόσμο και στον θεσμικό πλουραλισμό που υποστηρίζεται από την κοινωνικοοικονομική πυραμιδική διαστρωμάτωση στο εσωτερικό των κοινωνιών.
Συνεπώς, πέρα από τις θεσμικές προσαρμογές που έλαβαν χώρα υπό την ηγεσία εκδυτικισμένων πολιτικών ελίτ, ένας «πραγματικός» εκδυτικισμός μιας μουσουλμανικής κοινότητας μπορούσε να επιτευχθεί μόνο μέσω της εδραίωσης μιας κοινωνικοοικονομικής λειτουργικής διαφοροποίησης. Όμως, μια τέτοια λειτουργική διαφοροποίηση δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί σε ένα ισλαμικό πλαίσιο αρχής λόγω της αρχής ότι μια ισλαμική πολιτική εξουσία που δικαιολογείται μέσω οντολογικών υποθέσεων δεν μπορεί να ταυτιστεί με μια κοινωνικοοικονομική ομάδα, προκειμένου να την υποστηρίξει για την επίτεύξη καπιταλιστικής συσσώρευσης λόγω του αυθύπαρκτου χαρακτήρα της, συντιθέμενου γύρω από τους βασικούς κανόνες, ο οποίος δεν συνταιριάζει με μια πραγματιστική ωφελιμιστική προσέγγιση. Ο άμεσος έλεγχος των θεμελιωδών οικονομικών πόρων για μια δίκαιη διανεμητική δομή στο πλαίσιο μιας κυκλικής εξέλιξης δεν μπορει παραγάγει κοινωνικοοικονομικό πλουραλισμο. Ενας κοινωνικοοικονομικός πλουραλισμος με έναν δυναμικο τυχοδιωκτικό χαρακτήρα που στοχεύει στην πλεον παραγωγική κατανομη των οικονομικών πόρων οδηγεί στην καταστροφη του θρησκευτικού-πολιτιστικού πλουραλισμού λόγω των ομογενοποιητικων του τάσεων. Η καταστροφή του ισλαμικού θρησκευτικού-πολιτιστικού πλουραλισμού και της ανοχής απέναντι στις αυθεντικές κουλτούρες είναι το αποτέλεσμα της οικουμενοποίησης του δυτικού πολιτιστικού μονισμού που αποσκοπεί στην εδραίωση ενός μόνο τρόπου ζωής σε ολόκληρο τον κόσμο χάρη στην επίδραση μιας παραγωγικής ερμηνείας της οικονομικής ανάπτυξης και της κουλτούρας της κατανάλωσης, η οποία ενισχύεται με τη βοήθεια της τεράστιας ανάπτυξης του συστήματος τηλεπικοινωνιών.

---------------------------------------------------------------
Σύμφωνα με την παραδοσιακή άποψη, η πολύ κατακερματισμένη και διαφοροποιημένη κοινωνική δομή της βιομηχανικής κοινωνίας, σε σύγκριση με τις προβιομηχανικές κοινωνίες, επέφερε τη δημιουργία της έννοιας μιας «πλουραλιστικής κοινωνίας, με την οποία εννοείται ότι η βιομηχανική κοινωνία συντίθεται από διάφορους θεσμικά απομονωμένους τομείς που απαιτούν από το σύγχρονο άτομο την ικανότητα να παίζει διαφορετικούς ρόλους, εντυπώνοντας του έτσι διαφορετικές ταυτότητες» (Zijdervald). Στις μέρες μας η σχετική συζήτηση λαμβάνει χώρα γύρω από αυτές τις κοινωνιολογικές και τεχνικές ερμηνείες και δεν έχει το φιλοσοφικό υπόβαθρο και τη φιλοσοφική προέλευση της πλουραλιστικής προσέγγισης.
Όμως, ούτε αυτή η υπόθεση ότι ο πλουραλισμός είναι κατασκευάσμα της βιομηχανικής κοινωνίας ούτε η κλασική προσέγγιση ότι ο πολιτικός πλουραλισμός αποτελεί απάντηση ή κριτική στην ιδέα του κυριάρχου κράτους που βασίζεται στον αφηρημένο μονισμό, μπορούν να εξηγήσουν την εγγενή πολιτιστική φιλοσοφική συνέχεια της δυτικής πολιτικής σκέψης και του πλουραλισμού στο πλαίσιο αυτής της σκέψης.
Ahmet Davutoğlu

Ο τρόπος λειτουργίας της -δυτικής μαζικής δημοκρατίας- απαιτεί και ταυτόχρονα παράγει όντως τον πλουραλισμό ή ακόμη και τον σχετικισμό στο πεδίο των ιδεών, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι τα συστατικά του πλουραλισμού, που στη γενική του εικόνα φαντάζει μη ιδεολογικός, δεν έχουν επίσης ιδεολογικό χαρακτήρα... όπου ο πλουραλισμός και ο σχετικισμός απειλούν να ανατινάξουν το πλαίσιο αυτού που ορίζεται και γίνεται αισθητό ως κανονικότητα της μαζικής δημοκρατίας αντιπαρατάσσονται ανώτατες και απρόσβλητες βασικές αρχές... Έτσι λοιπόν ο οικουμενισμός και ο σχετικισμός αποτελούν τις δύο συμπληρωματικές όψεις της μαζικοδημοκρατικής ιδεολογίας...
Η πλανητική επέκταση της μαζικής δημοκρατίας σημαίνει βέβαια περαιτέρω επέκταση του πανθέου ή μάλλον του πανδαιμόνιου των αξιών, συνάμα όμως οι αγώνες κατανομής επιβάλλουν την προσφυγή σε συμβολικά όπλα, ήτοι τον περιορισμό του αξιολογικού πλουραλισμού. Τον παγκόσμιο πλουραλισμό τον εγγυάται μόνον η παγκόσμια ευδαιμονία (ο πλουραλισμός είναι η ιδεολογία της χορτάτης ευδαιμονίας: ο πεινασμένος δεν σέβεται τις αξίες του χορτασμένου), όμως αυτή είναι στο έπακρο απίθανη. Ο 21ος αιώνας θα είναι αιώνας συγκρούσεων μεταξύ πλανητικών Τιτάνων και Γιγάντων.
Παναγιώτης Κονδύλης
---------------------------------------------------------------

Το ζήτημα, εάν οι μουσουλμανικές κοινωνίες θα μετασχηματιστούν ή όχι σε μια δομή κοινωνικοοικονομικού πλουραλισμού, θα πρέπει να εξεταστεί υπό αυτό το πρίσμα της κοσμοθεωρίας και όχι υπό το πρίσμα των επιβληθεισών στρατηγικών θεσμικού μετασχηματισμού υπό την ηγεσία εκδυτικισμένων πολιτικών ελίτ. Αυτού του είδους οι απόπειρες θεσμικού μετασχηματισμού θα προκαλέσουν προσπάθειες προς την αντίθετη κατεύθυνση, οι οποίες θα πηγάζουν από την κοινωνικοπολιτική κουλτούρα που βασίζεται στην ισχυρή και άμεση σύνδεση μεταξύ της οντολογικής και της πολιτικής σφαίρας, λόγω της δυσκολίας της δικαιολόγησης μιας πολιτικής ισχύος πού είναι συγκεντρωμένη σε επιβληθεντες δυτικούς θεσμούς (οι οποίοι θεωρούν ως δεδομένη μια οντολογικά αδιαπέραστη δικαιολόγηση της πολιτικής ισχύος), πραγμα που δημιουργεί πρόβλημα θεωρητικού συμβιβασμού με την οντολογικά δικαιολογημένη πολιτικη ισχύ της αυθεντικής πολιτικής κουλτούρας.

.~`~.
IV

Η οροθέτηση μεταξύ ουμα, Νταρ αλ-Ισλάμ και ντάουλα θα πρέπει να διευκρινιστεί, προκειμένου να κατανοηθεί ο ιστορικός μετασχηματισμός της μουσουλμανικής αντίληψης και πραγματικότητας αναφορικά με την πολιτική ισχύ. Αυτές οι εννοιες αντανακλούν τρεις διαφορετικες πολιτικες σφαίρες πού αλληλοσυσχετιζονται: η ουμα ειναι μια οικουμενική πνευματική/πολιτική ένωση'ο Νταρ αλ-Ισλάμ είναι η πολιτικονομική παγκόσμια τάξη'το ντάουλα είναι η θεσμοποίηση της πολιτικής ισχύος. Ως εκ τούτου, η ύπαρξη της ένωσης ούμα ουδέποτε δημιούργησε έναν κατηγορηματικό διαχωρισμό όπως στην περιπτωση του Σημίτης/Εθνικός, Άριος/μη Άριος, πολιτισμένος/βάρβαρος, ενώ ο διμερής διαχωρισμός της πολιτικονομικής τάξης σε Νταρ αλ-Ισλάμ και Νταρ αλ-Χαρμπ δεν προκάλεσε μόνιμο πόλεμο και μονοπωλιακή κυριαρχία. Τουναντίον. Σε αντίθεση με το σύγχρονο διεθνές σύστημα, θεωρούσε ως δεδομένη την ύπαρξη μιας εναλλακτικής παγκόσμιάς τάξης αντί να επιβάλλει τη δική της τάξη στις άλλες κοινωνίες. Η νομική εγγύηση της amn για τους μη Μουσουλμάνους στον Νταρ αλ-Ισλάμ δημιούργησε έναν σταθερό και μόνιμο ζωτικό χώρο για τη συνύπαρξη και την επιβίωση των πλουραλιστικών οντοτήτων. Το ντάουλα θεωρείται ως ένα εργαλείο για τη θεσμοποίηση της πολιτικής ισχύος για την εκτέλεση της αποστολής της ούμα και για την ασφάλεια, ευημερία, σταθερότητα στο εσωτερικό του Νταρ αλ-Ισλάμ.
Η οροθέτηση μεταξύ αυτών των επιπέδων ήταν σαφής όταν οι Μουσουλμάνοι μπορούσαν να καθορίσουν τις παραμέτρους τον οικουμενικού πολιτικού συστήματος...
Αυτή η οροθέτηση και η πολιτική αντίληψη αλλοιώθηκαν, όταν τα μουσουλμανικά κράτη απώλεσαν την ισχύ του να αποτελούν καθοριστικό παράγοντα του οικουμενικού πολιτικού συστήματος. Οι αποικιακές και κοσμικές πολιτικές δομές από τον Α'Παγκόσμιο πόλεμο μέχρι το τέλος του Β'Παγκοσμίου πολέμου θεώρησαν ως δεδομένο τον τερματισμό της παραδοσιακής ισλαμικής πολιτικής κουλτούρας. Ο σχηματισμός νέων εθνών-κρατών μετά τον Β'Παγκόσμιο πόλεμο περιέπλεξε την πολιτική κουλτούρα που δημιούργήθηκε μετά από αυτό το υποτιθέμενο δεδομένο. Ο σχηματισμός νέων εθνών-κρατών στα μουσουλμανικά εδάφη κλόνισε όχι μόνο τις παραδοσιακές πολιτικές δομές αλλά και την πολιτικη αντίληψη και νοοτροπία, διότι οι Μουσουλμάνοι βρέθηκαν αντιμέτωποι με μια νέα πολιτική μονάδα όπως το έθνος-κράτος και με ένα νέο οικουμενικό πολιτικό συστημα αποτελούμενο από μεμονωμένα έθνη-κρατη, τα οποια δεν αντικατόπτριζαν τις βασικές διαστάσεις της Ισλαμικής κοσμοθεωρίας. Οι μουσουλμανικές μειονότητες στον Νταρ αλ-Χαρμπ ως τμήμα της ούμα υπέστησαν κρίση ταυτότητας ως πολίτες ενος έθνους-κράτους. Επιπλέον, όταν αντιμετώπιζαν διωγμούς δεν μπορούσαν να βρούν άσυλο όπως τότε που υπήρχε το χαλιφατο. Δεν εχουν απολαύσει αίσθημα ασφάλειας υπό το σύστημα συλλογικής ασφάλειας λογω της κυριαρχίας των δυτικών δυνάμεων στη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Οι εσωτερικές συνθήκες των παραδοσιακών εδαφών του Νταρ αλ-Ισλάμ, επίσης, επικρίθηκαν υπό το πρίσμα της ισλαμικότητας των πολιτικών συστημάτων λόγω του γεγονότος ότι πολλά από αυτά τα κράτη ελέγχονταν από τις εκκοσμικευμένες ελίτ που είχαν δυτικό προσανατολισμό. Αυτές οι συνθήκες δημιούργησαν ένταση μεταξύ των μουσουλμανικών μαζών και του διεθνούς συστήματος καθώς και μεταξύ της μουσουλμανικής αντίληψης της πολιτικής -η οποία βασίζεται σε μια εναλλακτική κοσμοθεωρία- και των πολιτικών δομών...
Υπάρχει μια νέα τάση στο ισλαμικό πολιτικό στερέωμα έπειτα από την πρόκληση της παγκοσμιοποίησης και την κατάρρευση των σοσιαλιστικών καθεστώτων. Παράλληλα με την αναζωογόνηση της πολιτικής παράδοσης σε ολόκληρο τον κόσμο, αυτή η σύγχρονη πολιτική ρητορική στην Ισλαμική πολιτική θεωρία μπορεί να εμπλουτιστεί με μια διαδικασία εκ νέου ανακάλυψης της κλασικής παράδοσης. Στο μεταξύ, σε αντιστοιχία με την πρόκληση της παγκοσμιοποίησης ενάντια στο σύστημα των εθνών-κρατών, το βασικό ζήτημα για το ισλαμικό πολιτικό στερέωμα φαίνεται να είναι η εκ νέου ερμηνεία της πολιτικής του παράδοσης και θεωρίας ως εναλλακτικού παγκόσμιού συστήματος αντί απλώς ως προγράμματος για την ισλαμοποίηση μεμονωμένων εθνών-κρατών. Συνεπώς, θα έχει κρίσιμη σημασία η ορθή κατανόηση των θεωρητικών θεμελίων της ισλαμικής πολιτικής και οι παραδειγματικές τους αντανακλάσεις στη μουσουλμανική ιστορία.

Εναλλακτικές κοσμοθεωρίες
Η επίδραση της Ισλαμικής και της Δυτικής κοσμοθεωρίας στην πολιτική θεωρία
Εκδ. Ποιότητα

.~`~.
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική


Σύντομο σχόλιο-αναφορά στην «απομαγικοποίηση του κόσμου» και τον δυτικό θετικισμό.

$
0
0

Ο Weber... πίστευε ότι η καπιταλιστικά-γραφειοκρατικά καθοριζόμενη διαδικασία έξορθολογισμού θά συνεπαγόταν τελικά τη ριζική απομαγικοποίηση του κόσμου και θα εγκαθίδρυε σε τούτο τον κόσμο τη μηχανική βασιλεία της «σκόπιμης όρθολογικότητας» ή ακόμη και ότι αυτό ουσιαστικά είχε ήδη συντελεσθεί. Ο λόγος γι'αυτή την πολύ μονομερή καί σέ μεγάλη έκταση σφαλερή εκτίμηση τής ιστορικής κατάστασης όφειλόταν στήν τάση του Weber νά συνδέει τή μαγικοποίηση τού κόσμου (στή Δύση) κυρίως ή αποκλειστικά μέ τή χριστιανική θρησκεία, και από αυτό προέκυπτε ότι η εκκοσμίκευση, νοούμενη ώς διάλυση του χριστιανισμού, ισοδυναμούσε με μιά συνεπή απομαγικοποιηση. Εδώ έγινε φανερό ότι ο Weber δέν είχε τόσο δυνατό αισθητήριο γιά τήν εσωτερική δομή, τήν κοινωνικοψυχολογική επίδραση καί τήν ικανότητα μετάλλαξης τών ιδεολογιών, όσο λόγου χάρη ο Pareto. Τά ίδια ιστορικά-κοινωνικά υποκείμενα πού διέλυαν ανελέητα τη χριστιανική μαγεία σε κάθε γωνιά του κόσμου, γέμιζαν το νοηματικό κενό με νέες θεότητες ή ύποστασιοποιήσεις, κινητοποιώντας ιδεολογικές μαγικές τέχνες πού δέν υστερούσαν σε τίποτε σε σύγκριση με τις θεολογικές. Αυτές οι θεότητες ή ύποστασιοποιήσεις λέγονταν «φύση», «ιστορία» ή «άνθρωπος» και στο όνομά τους στέκονταν άθεοι με την ίδια ζέση μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα όπως άλλοτε οι χριστιανοί που ακολουθούσαν τον δρόμο του μαρτυρίου. Η εκκοσμίκευση, που δέν μπόρεσε να αποξηράνει μια για πάντα τις πηγές της μαγικής σκέψης, διασφάλισε την επιβίωση πανάρχαιων δομών σκέψης παρά την οξύτατη αντίθεση προς τα περιεχόμενα με τα οποία συμβάδιζαν παλαιότερα οι ίδιες δομές σκέψης, διότι υπάρχουν διανοητικές και εννοιολογικές δομές που είναι εντελώς απαραίτητες γιά κάθε ηθικά-κανονιστικά νοούμενη παραδοχή ενός νοήματος [Εδώ - ε´].
Αυτό πάντως δεν άλλαξε σχεδόν καθόλου μετά την κατάρρευση της μαρξιστικής φιλοσοφίας της ιστορίας και την προσωρινή νίκη του δυτικού «πραγματισμού». Ο σημερινός δυτικός θετικισμός του δικαίου, που νομίζει πως δέν έχει καμμιά ψευδαίσθηση, μπορεί νά ευδοκιμήσει μόνο στή βάση ανθρωπολογικών-κοσμοθεωρητικών αιτημάτων («αξιοπρέπεια του ανθρώπου», «ανθρώπινα δικαιώματα»), ένώ ο παραιτημένος σκεπτικισμός, πού δήθεν στηρίζει τόν πλουραλισμό καί τήν ανεκτικότητα, υποχωρεί αμέσως όταν λαμβάνονται άποφασιστικά μέτρα και κάποιος αμφισβητεί σοβαρά τον πλουραλισμό και τήν ανεκτικότητα'σε ποιές κοσμοθεωρητικές προτιμήσεις ή και έσχατολογικές προσδοκίες στηρίζεται η συχνά προπαγανδιζόμενη πρωτοκαθεδρία της οικονομίας και της τεχνικής έναντι της «πολιτικής ισχύος» είναι επίσης επαρκώς γνωστό. Το τέλος τών ιδεολογιών αποτελεί απλώς την ιδεολογική αυτοαντίληψη της εποχής, ακριβώς όπως η αυτοαντίληψη της εποχής εκ μέρους της κριτικής του πολιτισμού επιτάσσει ήδη εδώ και δεκαετίες να αντιλαμβανόμαστε την εποχή ως έργο τυφλής εργαλειακής σκέψης. Από τη σκοπιά της κοινωνιολογίας της γνώσης πρόκειται για προϊόντα της σκέψης διανοούμενων που θέλουν να εμφανίζονται ως υπέρμαχοι του «ουσιώδους» εναντίον του «εργαλειακού». Από ανθρωπολογική και κοινωνικοοντολογική σκοπιά τα πράγματα είναι πάλι πιο κοινότοπα από όσο μπορεί και θέλει, από τον χαρακτήρα της, να παραδεχθεί η κομπάζουσα κριτική του πολιτισμού.
Η επιρροή των ρευμάτων της κριτικής του πολιτισμού, που ήδη από το τελευταίο τρίτο του 19ου αιώνα συγκεντρώνουν μοτίβα του κλασσικού συντηρητισμού και του ρομαντισμού συνδυάζοντας τα με «αριστερές» ή «δεξιές» αποκηρύξεις του καπιταλισμού, στον βεμπεριανό καθορισμό του χαρακτήρα ενός δυτικού παρόντος που βρίσκεται στο τέλος μιας μοναδικής διαδικασίας εξορθολογισμού είναι ανυπολόγιστα μεγάλη. Σε αυτό το πνευματικό κλίμα επέδρασε η διχοτομία «κοινότητα-κοινωνία», που για το παρόν διέγνωσε την άνοδο της καθαρής εργαλειακότητας και σκοπίμης ορθολογικότητας, δηλαδή την επικράτηση της «ίδίας λογικής των μέσων», όπως τα χειρίζεται η ατομιστική «αυθαιρεσία» χωρίς να λαμβάνει υπόψη ουσιώδεις σκοπούς... Η «ορθολογικότητα ως προς έναν σκοπό», συγκεκριμενοποιημένη ως κυριαρχία της τεχνικής, της οικονομίας και της νομιμότητας, μπορούσε με φόντο αυτή την παραδοχή να ανακηρυχθεί νόμος της μορφής και της κίνησης της κοινωνικής δράσης ή κριτήριο βάσει του οποίου θα μπορούσαν να εκτιμηθούν άλλοι νόμοι της μορφής και της κίνησης της κοινωνικής δράσης. Γενικά η αντίθεση μεταξύ ορθολογικότητας και ανορθολογικότητας εξετάσθηκε υπό το φως της αντίθεσης μεταξύ καπιταλιστικής και προκαπιταλιστικής κοινωνικής συμπεριφοράς ή μεταξύ «κοινωνίας» και «κοινότητας», ακόμη και αν η πρώτη αντίθεση δεν ταυτίσθηκε ποτέ ρητά ή πλήρως με τη δεύτερη. Έτσι οι θετικιστές απολογητές της «νομιμής κυριαρχίας» και της «οικονομικής ορθολογικότητας», που σε αυτό έβλεπαν το ξεκίνημα μιας εποχής απαλλαγμένης από ιδεολογίες, αισθάνονταν ότι κατά κάποιον τρόπο έχουν το δικαίωμα να επικαλούνται τη βεμπεριανή διάγνωση του παρόντος, ενώ οι άλλοι, που με ηθικές-κανονιστικές προθέσεις ήθελαν να ξεπεράσουν την «εργαλειακή» σκέψη, τον κατηγόρησαν ότι μετατρέπει αυτή τη σκέψη σε ιδεολογία και θέτει αυτή την ιδεολογία στην υπηρεσία του καπιταλισμού.

Το πολιτικό και ο άνθρωπος
Βασικά στοιχεία της κοινωνικής οντολογίας
Εκδ. Θεμέλιο

.~`~.
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική

Περί φασισμού - μέρος α´. Η γέννηση των όρων φασισμός και εθνικοσοσιαλισμός, γενικά στοιχεία, στοιχειώδεις προϋποθέσεις, προάγγελοι και -επιγραμματικά- οι σημαντικότερες αντικρουόμενες ερμηνείες.

$
0
0


---------------------------------------------------------------

Έδωσα για πολλά χρόνια στο πανεπιστήμιο μια σειρά μαθημάτων γύρω από το φασισμό. Όσο περισσότερα διάβαζα για το φασισμό και τα συζητούσα με τους φοιτητές μου, τόσο περισσότερο μπερδευόμουν.

.~`~.
I
Γενικά στοιχεία

Ο φασισμός υπήρξε η μεγαλύτερη πολιτική καινοτομία του εικοστού αιώνα και η πηγή μεγάλού μέρούς των δεινών του. Όλα τα υπόλοιπα σημαντικά ρεύματα της σύγχρονης δυτικής πολιτικής κουλτούρας - ο συντηρητισμός, ο φιλελευθερισμός, ο σοσιαλισμός - έφτασαν στο σημείο της ωριμότητάς τούς ανάμεσα στα τέλη του δεκάτου ογδoού και στα μέσα του δεκάτου ενάτού αιώνα. Ωστόσο, ήδη μέχρι τη δεκαετία του 1890 ο φασισμός ήταν κάτι πού δεν μπορούσε κανείς να φανταστεί...

α´

Φασισμός: Η γέννηση του όρου
Η λέξη φασισμόςπροέρχεται από το ιταλικό fascio (λατ. fascium-fascis), που μία από τις έννοιές του είναι μάτσο ή δεμάτι. Το σύμβολο του φασισμού είναι ο Fascio Littorio, ο πέλεκυς τοποθετημένος μέσα σε ένα δεμάτι από βέργες που το περιέφεραν μπροστά από τους υπάτους στις ρωμαϊκές δημόσιες πομπές και συμβόλιζε την εξουσία και την ενότητα του κράτους. Πριν από το 1914 το συμβολισμό του ρωμάϊκού πέλεκυτον οικειοποιούνταν συνήθως η Αριστερά (1). Η Μαριάννα το σύμβολο της Γαλλικής Επανάστασης, κατά τον δέκατο ένατο αιώνα συχνά απεικονιζόταν με έναν διπλό πέλεκυστα χέρια της, σύμβολο της δύναμης που είχε η δημοκρατική ενότητα ενάντια στούς εχθρούς της: αριστοκράτες και κληρικούς. Ο διπλός πέλεκυς παρουσιάζεται σε περίοπτη θέση στον πίνακα του Κρίστοφερ Ρεν με τίτλο Σελντόνιαν Θιατερ (1664-'69) στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Επίσης εμφανίστηκε στο Λίνκολν Μεμόριαλ στην Ουάσινγκτον (1922) και στο αμερικανικό νόμισμα των 25 σεντς που κόπηκε το 1932.
Οι Ιταλοί επαναστάτες χρησιμοποίησαν στα τέλη τον δεκάτου ενάτού αιώνα τον όρο Fascio για να εμπνεύσούν αίσθημα ενότητας στούς αφοσιωμένους μαχητές. Οι αγρότες που εξεγέρθηκαν ενάντια στούς γαιοκτήμονές τους στη Σικελία την περίοδο 1893-'94 αποκάλεσαν τις οργανώσεις τους Fasci Siciliani. Όταν στα τέλη του 1914 μια ομάδα αριστερών εθνικιστών, μαζί με τούς οποίους σύντομα τάχθηκε και ο Μπενίτο Μουσολίνι (2), επεδίωξαν να εισαγάγούν την Ιταλία στον Α'Παγκόσμιο πόλεμο με την πλευρά των Συμμάχων, διάλεξαν ένα όνομα προορισμένο να μεταδώσει ταυτόχρονα τη θέρμη και την ενότητα της εκστρατείας τούς: Fascio Rivoluzionario d' Azioe Interventista (Επαναστατική Ένωση για Παρεμβατική Δράση). Στο τέλος του Α'Παγκοσμίου πολέμού ο Μουσολίνι δημιούργησε τον όρο fascismo (φασισμός) για να περιγράψει τις διαθέσεις μιας μικρής ομάδας εθνικιστών πρώην στρατιωτών και συνδικαλιστών επαναστατών (3) υπέρμαχων του πολέμου, τούς οποίους οργάνωνε ο ίδιος. Ακόμα και τότε δε μονοπωλούσε τη λέξη fascio, η οποία συνέχισε να χρησιμοποιείται γενικά από ομάδες ακτιβιστών ποικίλων πολιτικών αποχρώσεων.
Επίσημα ο φασισμός γεννήθηκε στο Μιλάνο την Κυριακή 23 Μαρτίού 1919. Εκείνο το πρωινό περισσότερα από εκατό άτομα, μεταξύ των οποίων βετεράνοι πολέμού, συνδικαλιστές πού είχαν υποστηρίξει τον πόλεμο, φουτουριστές διανοούμενοι, μαζί με ορισμένούς ρεπόρτερ και κάποιους άλλους απλώς περίεργους συγκεντρώθηκαν στην αίθούσα συνεδριάσεων της Βιομηχανικής και Εμπορικής Συμμαχίας του Μιλάνου πού έβλεπε στην πλατεία Σαν Σεπόλκρο, για να «κηρύξούν πόλεμο ενάντια στο σοσιαλισμό... επειδή έχει εναντιωθεί στον εθνικισμό». Ο Μουσολίνι αποκαλούσε το κίνημά του Fasci di Combattimento, το οποίο πάνω κάτω σημαίνει «ομάδες μάχης»...
Τα φασιστικά κινήματα παρουσιάζαν τόσο εμφανείς διαφορές από το ένα εθνικό τοπίο στο άλλο, ώστε κάποιοι αμφιβάλλουν αν ο όρος φασισμόςμπορεί να θεωρηθεί ως κάτι περισσότερο εκτός από βρισιά. Το επίθετο χρησιμοποιείται τόσο συχνά, ώστε σχεδόν οποιοσδήποτε κρατά στα χέρια του ή απειλεί την εξουσία είναι φασίστας. Οι αμφισβητίες θεωρούν πως ίσως θα 'πρεπε να ξεφορτωθούμε τον όρο (4).

β´
Όλοι είναι σίγουροι πως γνωρίζουν τι είναι ο φασισμός. Ο φασισμός, όντας η πιο ενσυνείδητα εποπτική απ'όλες τις πολιτικές μορφές μας παρουσιάζεται με έντονες βασικές εικόνες: ο σοβινιστής δημαγωγός όταν αγορεύει με πάθος ενώπιον ενός εκστατικού πλήθούς'πειθαρχημένες σειρές από νεαρούς που παρελαύνουν με στρατιωτικό βηματισμό'μαχητές με χρωματιστά πουκάμισα που ξυλοκοπούν μέλη κάποιας δαιμονικής μειονότητας'αιφνιδιαστικές εισβολές τα χαράματα'και καλογυμνασμένοι στρατιώτες που παρελαύνουν στούς δρόμούς μιας υπόδουλης πόλης. Ωστόσο, εξετάζοντας πιο προσεκτικά μερικές από αυτές τις οικείες εικόνες, βλέπουμε ότι δημιουργούν εύκολες πλάνες.
Η εικόνα τού πανίσχυρου δικτάτορα εξατομικεύει το φασισμό και δημιούργεί την εσφαλμένη εντύπωση πως μπορούμε να τον κατανοήσουμε πλήρως εξετάζοντας προσεκτικά μόνο τον αρχηγό. Η εικόνα αυτή, η ισχύς της οποίας επιβιώνει ακόμη και σήμερα, αποτελεί τον τελευταίο θρίαμβο των φασιστών προπαγανδιστών. Προσφέρει ένα άλλοθι στα έθνη πού ενέκριναν ή ανέχτηκαν φασίστες ηγέτες και στρέφει την προσοχή μακριά από τα πρόσωπα, τις ομάδες και τους θεσμούς που τον βοήθησαν. Χρειαζόμαστε ένα πιο ραφιναρισμένο μοντέλο φασισμού πού να διερεύνά τη σχέση ανάμεσα στον αρχηγό και στο έθνος και ανάμεσα στο κόμμα και στην κοινωνία.
Η εικόνα του πλήθους που φωνάξει ρυθμικά πανηγυρικές ιαχές τρέφει τον ισχυρισμό ότι ορισμένοι ευρωπαϊκοί λαοί είχαν μια φυσική προδιάθεση προς το φασισμό και ανταποκρίθηκαν με ενθουσιασμό λόγω του εθνικού τους χαρακτήρα. Φυσική συνέπεια αυτής της εικόνας είναι η συγκαταβατική άποψη ότι η ιστορία ορισμένων εθνών έδωσε τροφή στο φασισμό (5). Κάτι τέτοιο μετατρέπεται πολύ εύκολα σε άλλοθι για τα έθνη που παρέμειναν απλοί θεατές: δε θα μπορούσε να συμβεί σ'εμάς. Πέρα από αυτές τις οικείες εικόνες και έπειτα από μια πιο λεπτομερή εξέταση, η φασιστική πραγματικότητα γίνεται ακόμα πιο περίπλοκη. Για παράδειγμα, το καθεστώς που εφηύρε τη λέξη φασισμός - η Ιταλία του Μουσολίνι - επέδειξε ελάχιστα σημάδια αντισημιτισμού για διάστημα δεκαέξι χρόνων αφότου ανέλαβε την εξουσία. Πράγματι, ανάμεσα στους βιομηχάνους και στους μεγάλους γαιοκτήμονες που χρηματοδότησαν αρχικά τον Μουσολίνι περιλαμβάνονταν και εβραίοι υποστηρικτές του. Ο ίδιος διατηρούσε στενές φιλικές σχέσεις με εβραίους όπως ο Άλντο Φίντσι, μέλος του Φασιστικού Κόμματος, και είχε μια εβραία ερωμένη, τη Μαργκερίτα Σαρφάτι, συγγραφέα της πρώτης επίσημης βιογραφίας του. Περίπού διακόσιοι εβραίοι έλαβαν μέρος στην Πορεία προς τη Ρώμη. Αντιθέτως, η δωσίλογη γαλλική κυβέρνηση του στρατάρχη Πετέν στο Βισί (1940-'44) ήταν ιδιαίτερα αντισημιτική, ενώ για άλλούς λόγούς είναι προτιμότερο να τη χαρακτηρίσουμε απολυταρχική (6) και όχι φασιστική, όπως θα δούμε. Επομένως, καθίσταται προβληματικό να θεωρούμε ως ουσία του φασισμού έναν ισχυρό αντισημιτισμό.
Ενα άλλο θεωρούμενο ως βασικό χαρακτηριστικό τον φασισμού είναι το αντικαπιταλιστικό, αντι-αστικό πνεύμα του. Τα πρώιμα φασιστικά κινήματα επεδείκνύαν την περιφρόνησή τούς απέναντι στις αξίες της αστικής τάξης και σε όσούς το μόνο πού ήθελαν ήταν «να κερδίσούν χρήματα, χρήματα, βρώμικα χρήματα». Επιτίθεντο στον «διεθνή οικονομικό καπιταλισμό» σχεδόν όπως και στούς σοσιαλιστές. Έφτασαν στο σημείο να υποσχεθούν ότι θα δήμεύαν τις περιούσίες των ιδιοκτητών πολυκαταστημάτων προς όφελος των πατριωτών μαστόρων και τις περιουσίες των μεγάλων γαιοκτημόνων προς όφελος των αγροτών. Κάθε φορά όμως πού τα φασιστικά κινήματα αποκτούσαν την εξουσία, δεν έκαναν τίποτα για να υλοποιήσούν αυτές τις αντικαπιταλιστικές απειλές. Αντίθετα, πραγματοποιούσαν με ακραία βία και σχολαστικότητα τις απειλές τούς κατά του σοσιαλισμού. Οι συγκρούσεις στούς δρόμους με νεαρούς κομουνιστές ήταν από τις πιο δυνατές εικόνες προπαγάνδας. Μόλις τα φασιστικά καθεστώτα έπαιρναν στα χέρια τούς την εξουσία, απαγόρεύαν τις απεργίες, διέλύαν τα ανεξάρτητα εργατικά συνδικάτα, μείωναν την αγοραστική δύναμη των μισθωτών και κατέκλυζαν με παραγγελίες τις πολεμικές βιομηχανίες, προς μεγάλη ικανοποίηση των εργοδοτών. Οι ερευνητές, αντιμέτωποι με αυτές τις αντιφάσεις ανάμεσα σε λόγια και πράξεις σχετικά με τον καπιταλισμό, έχουν καταλήξει σε αντίθετα συμπεράσματα. Ορισμένοι, ερμηνεύοντας τα λόγια στην κυριολεξία, θεωρούν το φασισμό μια μορφή ακραίού αντικαπιταλισμού. Κάποιοι άλλοι, και όχι μόνο οι μαρξιστές, υποστηρίζούν τη δια μετρικά αντίθετη θέση, ότι δηλαδή οι φασίστες έσπευσαν να βοηθήσουν τον καπιταλισμό που αντιμετώπιζε προβλήματα και στήριξαν με έκτακτα μέτρα το υπάρχον σύστημα της κατανομής τον πλούτου και της κοινωνικής ιεραρχίας...
Αν θεωρήσουμε ότι ο φασισμός ήταν «επαναστατικός», τότε η σημασία της λέξης εδώ ήταν πολύ ιδιαίτερη, αρκετά διαφορετική από εκείνη κατά την περίοδο από το 1789 έως το 1917 και η οποία αντιστοιχούσε σε μια βαθιά ανατροπή της κοινωνικής τάξης πραγμάτων και στην ανακατανομή της κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής δύναμης. Ωστόσο, ο φασισμός επέφερε ορισμένες αρκετά βαθιές αλλαγές ώστε να αποκαλούνται «επαναστατικές», αν θέλουμε να δώσουμε στη λέξη αυτή μια διαφορετική σημασία. Την περίοδο που ο φασισμός βρισκόταν σε πλήρη ανάπτυξη, προχώρησε σε ανασχεδιασμό των ορίων ανάμεσα στο ιδιωτικό και στο δημόσιο, μειώνοντας αισθητά ό,τι κάποτε ήταν αδιαμφισβήτητα ιδιωτικό. Άλλαξε τις αρχές τη υπηκοότητας, από την άσκηση των συνταγματικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων μέχρι τη συμμετοχή σε μαζικές τελετές αποδοχής και συμμόρφωσης. Αναπροσάρμοσε τις σχέσεις ανάμεσα στο άτομο και στην έννοια της συλλογικότητας, έτσι ώστε το άτομο να μην έχει κανένα δικαίωμα πέρα από το συμφέρον της κοινότητας. Επεξέτεινε τις εξουσίες της διοίκησης - κόμματος και κράτους - σε μια προσπάθεια να εδραιώσει τον απόλυτο έλεγχο. Τέλος, αναζωπύρωσε επιθετικά συναισθήματα που μέχρι εκείνη τη στιγμή η Ευρώπη είχε γνωρίσει μόνο κατά τη διάρκεια του πολέμου ή της κοινωνικής επανάστασης. Αυτές οι αλλαγές συχνά έφερναν τους φασίστες σε σύγκρουση με συντηρητικές πεποιθήσεις ριζωμένες στους θεσμούς της οικογένειας, της Εκκλησίας, της κοινωνικης τάξης και της ιδιοκτησίας. Μόλις εξετάσουμε πιο λεπτομερώς τις περίπλοκες σχέσεις συνεργίας, εκδούλευσης και περιστασιακής αντίστασης που συνέδεαν τους καπιταλιστές με τους κυβερνώντες φασίστες, θα δούμε ότι ο φασισμός δεν μπορεί να θεωρηθεί απλώς ως μια πιο ισχυρή μορφή συντηρητισμού, έστω κι αν διατηρούσε το υπάρχον καθεστώς ιδιοκτησίας και κοινωνικής ιεραρχίας.

γ´
Είναι δύσκολο να τοποθετήσει κανείς το φασισμό στον γνωστό πολιτικό χάρτη Αριστεράς-Δεξιάς. Άραγε οι ίδιοι οι φασιστές αρχηγοί γνώριζαν από την αρχή; Όταν ο Μουσολίνι συγκέντρωσε τους φίλους του στην πλατεία Σαν Σεπόλκρο, το Μάρτιο του 1919, δεν ήταν απολύτως σαφές αν προσπαθούσε να συναγωνιστεί τους πρώην αριστερούς συντρόφους του στο Σοσιαλιστικό Κόμμα της Ιταλίας ή να τους επιτεθεί κατά μέτωπο από Δεξιά. Μέσα στο φάσμα της ιταλικής πολιτικής ζωής, που θα μπορούσε να βρει τη θέση του αυτό που κάποιες φορές εξακολουθούσε να αποκαλεί «εθνικό συνδικαλισμό» (7). Πράγματι, ο φασισμός πάντοτε στήριζε ετούτη την ασάφεια.
Ωστόσο, οι φασίστες ήταν ξεκάθαροι όσον αφορά ένα πράγμα: δε βρίσκονταν στο κέντρο. Η περιφρόνηση των φασιστών για το ήπιο, εφησυχασμένο, συμβιβαστικό κέντρο ήταν απόλυτη (μολονότι τα φασιστικά κόμματα που αποζητούσαν ενεργά την κατάκτηση της εξουσίας θα αναγκάζονταν να ταχθούν από κοινού με τους κεντρώους συμμάχους τους ενάντια στους κοινούς εχθρούς της Αριστεράς). Η περιφρόνηση τους απέναντι στον φιλελεύθερο κοινοβουλευτισμό και στον υποτονικό αστικό ατομικισμό, καθώς και ο ριζοσπαστικός χαρακτήρας των μέτρων που εφάρμοζαν για την αποκατάσταση της εθνικής ανεπάρκειας και διάσπασης δε συμφωνούσε με την προθυμία τους να συνάψουν συμμαχίες με εθνικιστές συντηρητικούς εναντίον της διεθνιστικής Αριστεράς. Η τελική απάντηση των φασιστών για τον πολιτικό χάρτη Αριστεράς-Δεξιάς ήταν ο ισχυρισμός τους πως είχαν κατορθώσει να τον θέσουν σε αχρηστία, όντας οι ίδιοι «ούτε Δεξιοί ούτε Αριστεροί», υπερβαίνοντας τέτοιου είδους ξεπερασμένους διχασμούς και ενώνοντας το έθνος.
Μια άλλη αντίφαση ανάμεσα στη φασιστική ρητορική και στη φασιστική πρακτική έχει να κάνει με τον εκσυγχρονισμό: τη μετάβαση από το αγροτικό στο αστικό, από τη χειρωνακτική εργασία στη βιομηχανία, τη διάσπαση της διαδικασίας παραγωγής, τις κοσμικές κοινωνίες και την τεχνολογική οργάνωση της εργασίας. Οι φασίστες συχνά αναθεμάτιζαν τις απρόσωπες πόλεις και την υλιστική εκκοσμίκευση και τόνιζαν τη σημασία μιας αγροτικής ουτοπίας ελεύθερης από την απουσία δεσμεύσεων, τις αντιφάσεις και την ανηθικότητα της αστικής ζωής (8). Ωστόσο, οι φασίστες αρχηγοί λάτρεύαν τα γρήγορα αυτοκίνητά τους και τα αεροπλάνα, διέδιδαν το μήνυμά τους μέσα από εξαιρετικά σύγχρονες τεχνικές προπαγάνδας και υποκριτικής. Μόλις καταλάμβαναν την εξουσία, επιτάχυναν το βιομηχανικό ρυθμό παραγωγής με σκοπό να επανεξοπλιστούν. Έτσι, είναι δύσκολο να τοποθετήσει κανείς την ουσία του φασισμού αποκλειστικά και μόνο είτε στο πλαίσιο της αντιεκσυγχρονιστικής αντίδρασης είτε σ'εκείνο της εκμοντερνιστικής δικτατορίας.
Η καλύτερη λύση έγκειται όχι στη δημιουργία δυϊσμών αλλά στη διερεύνηση της σχέσης του μοντερνισμού με το φασισμό μέσα από την περίπλοκη ιστορική του πορεία. Η σχέση αυτή παρουσίασε δραματικές ιδιαιτερότητες σε διάφορα στάδια της εξέλιξής της. Τα πρώιμα φασιστικά καθεστώτα εκμεταλλεύτηκαν τις διαμαρτυρίες των θυμάτων της ξαφνικής βιομηχανοποίησης και παγκοσμιοποίησης - των ηττημένων του εκσυγχρονισμού, χρησιμοποιώντας, σίγούρα, τις πιο σύγχρονες μορφές και τεχνικές προπαγάνδας. Ταυτόχρονα, ένας εκπληκτικός αριθμός «μοντερνιστών» διανοούμενων θεωρούσαν ευχάριστο, από αισθητική και συναισθηματική άποψη, αυτόν τον προωθημένο συνδυασμό «εμφάνισης» και κριτικού βλέμματος για τη σύγχρονη κοινωνία, μαζί με την περιφρόνηση που επεδείκνυε ο φασισμός προς τη συμβατική μικροαστική αισθητική. Αργότερα, όντας στην εξουσία, τα φασιστικά καθεστώτα επέλεξαν αποφασιστικά το δρόμο του βιομηχανικού συγκεντρωτισμού και της παραγωγικότητας, γιγάντιούς αυτοκινητόδρομους και σύγχρονο εξοπλισμό. Η έντονη επιθυμία για εξοπλισμο και για τη διεξαγωγη επεκτατικών πολέμων σάρωσε το όραμα ενός παραδείσου για τους βιοπαλαιστές τεχνίτες και αγρότες που είχαν αποτελέσει την πρώιμη βάση των πρώιμων κινημάτων, αφήνοντας πίσω της μόνο μερικούς φτωχικούς ξενώνες για νέούς, τα Lederhosen Σαββατοκύριακα του Χίτλερ, τις φωτογραφίες του Μουσολίνι γυμνού από τη μέση και πάνω στη συγκομιδή σιτηρών, ενθύμια της αρχικής αγροτικής νοσταλγίας.
Ο μόνος τρόπος για να διερευνήσουμε την αμφίσημη σχέση ανάμεσα στο φασισμό και στο μοντερνισμό, που τόσο προβλημάτισε όσους αναζητούν τη μία και μοναδική ουσία του φασισμού, είναι να ακολουθήσουμε ολόκληρη τη διαδρομή πού διέτρεξε ο φασισμός. Μερικά άτομα ακολούθησαν την ίδια διαδρομή στην προσωπική τους πορεία. Ο Άλμπερτ Σπέερ έγινε μέλος του κόμματος τον Ιανουάριο του 1931 ως μαθητής τον Χάινριχ Τέσενοου στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας Βερολίνου-Σαρλότενμπουργκ, και ήταν «όχι μοντέρνος αλλά κατά μία έννοια πιο μοντέρνος από τούς υπόλοιπους» στις απόψεις του για την απλή, οργανική αρχιτεκτονική. Μετά το 1933 ο Σπέερ σχεδίασε μνημειώδεις πόλεις για λογαριασμό του Χίτλερ και την περίοδο 1942-'44 κατέληξε να επιδεικνύει τη γερμανική οικονομική ισχύ ως υπουργός εξοπλισμών. Όμως τα φασιστικά καθεστώτα επεδίωκαν ένα εναλλακτικό είδος μοντερνισμού: μια τεχνικά προηγμένη κοινωνία όπου οι πιέσεις και οι διχασμοί τον συστήματος θα εξομαλύνονταν από τις φασιστικές δυνάμεις ολοκλήρωσης και ελέγχου.
Πολλοί διακρίνούν στην ύστατη ριζοσπαστική κίνηση τον φασισμού - τη δολοφονία των εβραίων - μια άρνηση της σύγχρονης λογικής και επιστροφή στη βαρβαρότητα. Εύλογα όμως θα μπορούσε να θεωρηθεί αυτό το γεγονός ως μια άλλη μορφή σύγχρονης φρενίτιδας του φασισμού. Η ναζιστική «εθνική εκκαθάριση» βασίστηκε στις οδηγίες για καθαρότητα πού υπαγορεύτηκαν από την ιατρική επιστήμη και τη δημόσια υγεία του εικοστού αιώνα, το ζήλο των ευγονιστών να απομακρύνουν τους ακατάλληλούς και τούς μολυσμένους (9), μια αισθητική άποψη για το τέλειο σώμα και μια επιστημονική λογική πού δε λάμβανε υπόψη της τα ηθικά κριτήρια (10). Λέγεται ότι τα παραδοσιακά πογκρόμ θα χρειάζονταν διακόσια χρόνια για να ολοκληρώσούν αυτό πού η προηγμένη τεχνολογία κατάφερε στα τρία χρόνια του Ολοκαυτώματος.
Η περίπλοκη σχέση ανάμεσα στο φασισμό και στο μοντερνισμό δεν μπορεί να αναλυθεί έτσι απλά, μ'ένα ναι ή ένα όχι. Πρέπει να ενταχθεί στην εξέλιξη της ιστορίας για την κατάκτηση και την άσκηση της εξουσίας από τούς φασίστες. Η πλέον ικανοποιητική εργασία σχετικά με αυτό το ζήτημα δείχνει πως η αντιμοντερνιστική δυσαρέσκεια διοχετεύθηκε σε συγκεκριμένη νομοθεσία και σιγά σιγά αδρανοποιήθηκε μέσα από τις ισχυρές ρεαλιστικές και πνευματικές δυνάμεις που εργάζονταν στην υπήρεσια ενός άλλου μοντερνισμού. Πρέπει να μελετήσουμε ολόκληρη τη διαδρομή του φασισμού - πως εφάρμοσε την πρακτική του - αν θέλουμε να τον κατανοήσουμε.

---------------------------------------------------------------
(1) Οι χρωματιστοί χιτώνες έχουν επίσης τις ρίζες τους στην Αριστερά, πιθανόν στους «Χίλιους» του Γκαριμπάλντι, στους εθελοντές με τα κόκκινα πουκάμισα που κατέλαβαν το 1860 τη Σικελία και τη Νάπολη με αίτημα τη δημιουργία μιας φιλελέυθερης Ιταλίας. Ο τίτλος Ντούτσεπροέρχεται κι αυτός από τον Γκαριμπάλντι.
(2) Ο Μπενίτο Μουσολίνι υπήρξε ηγετική φυσιογνωμία της επαναστατικής πτέρυγας του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, εχθρός του ρεφορμισμού και καχύποπτος απέναντι στους συμβιβασμούς που ζητούσε η κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματος. Το 1912, σε ηλικία μόλις είκοσι εννιά χρόνων, έγινε υπεύθυνος ύλης του επίσημου κομματικού οργάνου Avanti. Στις 15 Απριλίου του 1919, αμέσως μετά την ιδρυτική συνάντηση του φασιστικού κινήματος, μια ομάδα φίλων του Μουσολίνι, μεταξύ των οποίων ο Μαρινέτι, εισέβαλαν στα γραφεία της εφημερίδας της οποίας είχε διατελέσει αρχισυντάκτης. Ο Μουσολίνι, είχε αποπέμφθεί από το Ιταλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα, πέντε χρόνια πριν, το φθινόπωρο του 1914 από τη φιλειρηνική πλειονότητα, επειδή υποστήριζε την είσοδο της Ιταλίας στον Α'Παγκόσμιο πόλεμο.
(3) Ο επαναστατικός συνδικαλισμός είχε μεγαλύτερη απήχηση στους διασπασμένους και σχεδόν ανοργάνωτους εργάτες της Ισπανίας και της Ιταλίας παρά στους πολυάριθμους και καλά οργανωμένους εργάτες της Βόρειας Ευρώπης, οι οποίοι μέσα από τη ρεφορμιστική νομοθεσία και τις καλά σχεδιασμένες απεργίες υπερασπίζονταν συγκεκριμένα αιτήματα του χώρου εργασίας τους. Είναι πολύ πιθανό να προσέλκυσε περισσότερους διανοούμενους παρά εργάτες.
(4) Έχει αποτελέσει θέμα εντόνων αντιπαραθέσεων το αν το ναζιστικό κόμμα ήταν «φασιστικό» ή κάτι sui generis (το συγκεκριμένο έργο θεωρεί το ναζισμό μια μορφή φασισμού). Ο Zeev Sternhell και ο Dietrich Bracher ισχυρίζονται πως «δεν είναι δυνατόν να υπάρξει μια γενική θεωρία που να συνδυάζει το φασισμό και τον ναζισμό». Η βασική αιτία είναι η σπουδαιότητα με την οποία αντιμετωπίζεται ο βιολογικός ρατσισμός στα πλαίσια του εθνικοσοσιαλισμού και η ελάχιστη ισχύς του στο φασισμό. Έχουν προτείνει να περιοριστεί η αναφορά του όρου φασισμός μόνο στη περίπτωση του Μουσολίνι. Πολλές αναλύσεις, βασίζονται σε μεγάλο βαθμό, στους προσωπικούς δεσμούς ανάμεσα στον Χίτλερ και τον Μουσολίνι. Ο Χίτλερ δήλωνε «ειλικρινής θαυμαστής και μαθητής» του Μουσολίνι. Ο πιο σχολαστικός σκεπτικιστής είναι ο Gilbert Allardyce στο What Fascism Is Not: Thoughts in the Deflation of a Concept.
(5) Ορισμένα έργα της δεκαετίας του 1940, χρωματισμένα καθώς ήταν από τη πολεμική προπαγάνδα, έβλεπαν το ναζισμό σαν τη λογική πραγμάτωση της γερμανικής εθνικής κουλτούρας (ενδεικτικά, From Luther to Hitler: The History of Fascist-Nazi Political Philosophy και το The Roots of National Socialism, υπάρχουν πολλά ακόμα). Το πιο καταθληπτικό σύγχρονο παράδειγμα είναι το Hitler's Willing Executioners: Ordinary Germans and the Holocaust του Daniel Jonah Goldhagen. Είναι καταθλιπτικό επειδή ο συγγραφέας μετέτρεψε μια πολύτιμη μελέτη του σαδισμού ανάμεσα στους αυτουργούς του Ολοκαυτώματος σε μια πρωτόγονη μορφή δαιμονοποίησης ολόκληρου του γερμανικού λαού, αγνοώντας και τους πολυάριθμους συνεργούς που δεν ήταν Γερμανοί αλλά και ορισμένους Γερμανούς που επέδειξαν ανθρωπιά.
(6) Οι απολυταρχικές δικτατορίες κυβερνούν μέσα από προϋπάρχουσες συντηρητικές δυνάμεις (Εκκλησία, στρατό, οργανωμένα οικονομικά συμφέροντα) και προσπαθούν να καθυποτάξουν την κοινή γνώμη, ενώ οι φασίστες ασκούν εξουσία μέσα από το μονοκομματισμό και προσπαθούν να προκαλέσουν τον γενικό ενθουσιασμό. Αυτή η διάκριση αναλύεται λεπτομερέστερα.
(7) Δεν υπάρχει συμφωνία ως προς το πότε ακριβώς εγκατέλειψε ο Μουσολίνι το σοσιαλισμό. Ο βασικός Ιταλός βιογράφος του, ο Renzo De Felice, πιστεύει ότι το 1919 ο Μουσολίνι εξακολουθούσε να θεωρεί τον εαυτό του σοσιαλιστή. Ο Mizla, δηλώνει ότι έπαψε να θεωρεί τον εαυτό του σοσιαλιστή στις αρχές του 1918, όταν άλλαξε τον υπότιτλο της εφημερίδας του Il Popolo d' Italia από «σοσιαλιστική ημερήσια εφημερίδα» σε «ημερήσια εφημερίδα για πολεμιστές και παραγωγούς», όμως υποστηρίζει πως το 1919 δεν είχε στραφεί σαφώς προς την αντεπανάσταση. Ο Sternhell, θεωρεί πως η αποτυχία της Κόκκινης Εβδομάδας (Ιούνιος 1914) στις βιομηχανικές πόλεις της Βόρειας Ιταλίας «έθεσε ένα τέλος στο σοσιαλισμό του Μουσολίνι». Σύμφωνα με τον Emilio Gentile, η αποπομπή του Μουσολίνι από το PSI, το Σεπτέμβριο του 1914, σήμανε την αρχή μιας μακράς ιδεολογικής εξέλιξης'ο Μουσολίνι όμως ήταν πάντοτε ένας «αιρετικός» σοσιαλιστής, περισσότερο νιτσεϊκός παρά μαρξιστής. Ο Bosworth, υποψιάζεται ότι ο Μουσολίνι ήταν ένας καιροσκόπος για τον οποίο ο σοσιαλισμός αποτελούσε απλώς τον παραδοσιακό τρόπο ανέλιξης για έναν επαρχιώτη αριβίστα. Το βασικό ζήτημα είναι πως μπορούμε να ερμηνεύσουμε την επίμονη λεκτική προσήλωση του στην «επανάσταση».
(8) Το ρεύμα ήταν πιο ισχυρό ανάμεσα στους ναζί και στους φασίστες της Κεντρικής Ευρώπης παρά στην Ιταλία, ο Μουσολίνι όμως εξυμνούσε την αγροτική ζωή και προσπαθούσε να ενισχύσει την ενασχόληση των Ιταλών με τη γη. Ο Paul Corner υποψιάζεται πως κατά βάθος σκοπός του ήταν να κρατήσει τους άνεργους μακριά από τις πόλεις και σε καμία παρίπτωση δεν παρεμπόδισε μια οικονομική πολιτική που θα ευνοούσε τους μεγάλους γαιοκτήμονες. Ο Alexander Nützenadel υποστηρίζει ότι ο Μουσολίνι, ακόμα πριν αναλάβει την εξουσία, ήθελε να ολοκληρώσει την Παλιγγενεσία ενσωματώνοντας τους αγρότες.
(9) Οι Αμερικανοί, οι Βρετανοί, ακόμα και οι Σουηδοί ήταν «πρωτοπόροι» στον τομέα της στείρωσης, ακολουθούμενοι από τους Γερμανούς. Στην καθολική Νότια Ευρώπη ο βιολογικός ρατσισμός ήταν πολύ πιο αδύναμος, όμως ο Μουσολίνι ανακοίνωσε μια πολιτική «κοινωνικής υγιεινής και εθνικής εξυγίανσης» στην πιο σημαντική δήλωση του μετά την εγκαθίδρυση της δικτατορίας, στο λόγο που εκφώνησε στις 16 Μαίου του 1927.
(10) Η άποψη αυτή συνάντησε προκλητικές αντιδράσεις από τον μακαρίτη Detlev Peukert στο The Genesis of the 'Final Solution' from the Spirit of Science. Δείτε επίσης Zygmunt Bauman, Modernity and The Holocaust: «Αντιμετωπίζοντας το Ολοκαύτωμα ως μια σύνθετη αποφασιστική επιχείρηση, μπορεί να θεωρηθεί ένα δείγμα σύγχρονου γραφειοκρατικού ορθολογισμού. Σχεδόν τα πάντα γίνονταν με σκοπό να επιτευχθούν τα μέγιστα δυνατά αποτελέσματα με το ελάχιστο δυνατό κόστος και προσπάθεια».
---------------------------------------------------------------

.~`~.
II
Στοιχειώδεις προϋποθέσεις και προάγγελοι

Όπως επεσήμανα, ο φασισμός εμφανίστηκε καθυστερημένα σε σχέση με άλλα πολιτικά κινήματα. Κι αυτό επειδή θεωρούνταν κάτι το αδιανότητο χωρίς τις απαραίτητες προϋποθέσεις.

α´
Μια αναγκαία προϋπόθεση ήταν η μαζική πολιτική (1)... Οι φασίστες, σε αντίθεση με τους συντηρητικούς και τους επιφυλακτικούς φιλελέυθερους, δε θέλησαν ποτέ να εμποδίσουν τη συμμετοχή των λαϊκών μαζών στην πολιτική. Ήθελαν να τις προσεταιριστούν, να τις διαπαιδαγωγήσουν και να τις κινητοποιήσουν. Το σίγουρο είναι πως κατά το τέλος του Α'Παγκοσμίου πολέμου δεν υπήρχε επιστροφή στο καθεστώς του περιορισμένου δικαιώματος ψήφου... Κάτι που έπρεπε να αλλάξει προκειμένου να καταστεί δυνατή η έλευση του φασισμού ήταν η ευρωπαϊκή πολιτική κουλτούρα. Η Δεξιά έπρεπε να παραδεχτεί ότι δεν μπορούσε πλέον να αποφεύγει τη συμμετοχή της στη μαζική πολιτική... Η δημοκρατική και η σοσιαλιστική Αριστερά, που το 1848 ήταν ακόμα ενωμένες, έπρεπε να διασπαστούν για να γίνει εφικτή η πραγμάτωση του φασισμού. Η Αριστερά έπρεπε επίσης να χάσει τη θέση της ως φυσικό καταφύγιο όλων όσοι οραματίζονταν την αλλαγή - ιδεαλιστών και οργισμένων από τη μεσαία αλλά και την εργατική τάξη. Για το λόγο αυτό η πραγμάτωση του φασισμού θα ήταν αδιανόητη χωρίς μια ώριμη και εξελισσόμενη Αριστερά. Πράγματι, οι φασίστες μπορούσαν να βρουν τη θέση τους μόνο όταν ο σοσιαλισμός είχε αποκτήσει αρκετή δύναμη, ώστε να έχει μερίδιο στην εξουσία και ως εκ τούτου να απογοητεύσει μέρος των οπαδών του που προέρχονταν παραδοσιακά από την εργατική τάξη και από τους διανοούμενους. Άρα μπορούμε να τοποθετήσουμε το φασισμό χρονικά όχι μόνο μετά την αμετάκλητη καθιέρωση της μαζικής πολιτικής, αλλά μάλιστα προς το τέλος της συγκεκριμένης διαδικασίας, όταν οι σοσιαλιστές έφτασαν στο σημείο να συμμετάσχουν στη διακυβέρνηση και ως εκ τούτου να εκτεθούν.
Η υπέρβαση αυτού του ορίου έγινε τον Σεπτέμβριο του 1899, όταν ο πρώτος Ευρωπαίος σοσιαλιστής αποδέχτηκε μια θέση σ'ένα μικροαστικό κυβερνητικό συμβούλιο προκειμένου να συμβάλλει στην υποστήριξη της γαλλικής δημοκρατίας που βαλλόταν κατά τη διάρκεια της υπόθεσης Ντρέιφους. Η πράξη του αυτή προκάλεσε την εχθρότητα μερικών από τους υπέρμαχους της ηθικής καθαρότητας που άνηκαν στο κίνημα του. Το 1914 ένα μέρος από τους παραδοσιακούς οπαδούς της Αριστεράς είχε πλέον απογοητευτεί απ'ό,τι θεωρούσαν συμβιβασμό των μετριοπαθών κοινοβουλευτικών σοσιαλιστών. Μετά τον πόλεμο, στην αναζήτηση τους για κάτι πιο αδιάλλακτά επαναστατικό, στράφηκαν στον μπολσεβικισμό ή, μέσω του εθνικού συνδικαλισμού στο φασισμό...

β´
Έχουμε ήδη επισημάνει ότι ο φασισμός ήταν κάτι το απροσδόκητο. Δεν αποτέλεσε το φυσικό επακόλουθο μιας από τις πολιτικές τάσεις που εκδηλώθηκαν κατά τον δέκατο ένατο αιώνα. Δεν μπορεί να γίνει εύκολα κατανοητός με βάση κάποιο από τα σπουδαιότερα πρότυπα του δεκάτου ενάτου αιώνα: φιλελευθερισμός, συντηρητισμός, σοσιαλισμός. Δεν υπήρχαν ούτε οι λέξεις ούτε οι έννοίες για να εκφραστεί πριν από τη δημιουργία του κινήματος του Μουσολίνι και άλλων παρόμοιων, μετά το τέλος του Α'Παγκόσμιου πολέμου.
Ωστόσο, είχαν ήδη υπάρξει κάποιοι οιωνοί. Κατά τα τέλη του δεκάτου ενάτου αιώνα εμφανίστηκαν τα πρώτα σημάδια μιας «Πολιτικής Νέας Τάξης»: η δημιουργία των πρώτων λαϊκών κινημάτων που είχαν σκοπό να στηρίξουν την προτεραιότητα του έθνους απέναντι σε κάθε μορφή διεθνισμού και παγκοσμιοποίησης. Η δεκαετία του 1880 - με την παράλληλη οικονομική ύφεση και τις διευρυμένες δημοκρατικές πρακτικές - ήταν το κατώφλι.
Η δεκαετία εκείνη έφερε την Ευρώπη αντιμέτωπη με την πρώτη κρίση παγκοσμιοποίησης. Κατά τη δεκαετία του 1880 νέα ατμόπλοια έκαναν δυνατή τη μεταφορά φτηνού σιταριού και κρέατος στην Ευρώπη, οδηγώντας σε χρεοκοπία οικογενειακά αγροκτήματα και αριστοκρατικά υποστατικά και προκαλώντας την εισροή ενός κύματος αγροτών προσφύγων στα αστικά κέντρα. Ταυτόχρονα ο σιδηρόδρομος σάρωσε και το τελευταίο ίχνος χειροποίητων προϊόντων, μεταφέροντας φτηνά βιομηχανικά προϊόντα σε όλες τις πόλεις. Την ίδια εποχή, πρωτοφανή πλήθη μεταναστών κατέφθασαν στη Δυτική Ευρώπη - όχι μόνο οι γνωστοί εργάτες από την Ισπανία και την Ιταλία, αλλά και οι πολιτιστικά ασυνήθιστοι εβραίοι που προσπαθούσαν να γλιτώσουν από την καταπίεση στην Ανατολική Ευρώπη. Αυτές οι αιφνιδιαστικές αναστατώσεις αποτελούν το ιστορικό φόντο για ορισμένες εξελίξεις που έλαβαν χώρα κατά τη δεκαετία του 1880 και τώρα μπορούμε να τις εκλάβουμε σαν τα πρώτα δειλά βήματα προς το φασισμό.
Οι συντηρητικοί γαλλικοί και γερμανικοί πειραματισμοί με το ελεγχόμενο δικαίωμα ευρείας ψήφου, εξαπλώθηκαν κατά τη δεκαετία του 1880. Το τρίτο Βρετανικό Αναθεωρητικό Νομοσχέδιο του 1884 διπλασίασε σχεδόν τον αριθμό των ψηφοφόρων, έτσι ώστε να συμπεριληφθούν όλοι οι ενήλικες άνδρες. Σε όλες αυτές τις χώρες η πολιτική ελίτ αναγκάστηκε να προσαρμοστεί σε μια αλλαγή της πολιτικής κουλτούρας, η οποία αποδυνάμωσε τον κοινωνικό σεβασμό που εδώ και πάρα πολύ καιρό δημιουργούσε η σχεδόν αυτόματη εκλογή στη βουλή αντιπροσώπων που προέρχονταν από την ανώτερη τάξη, ανοίγοντας έτσι το δρόμο για να εισέλθουν και τα πιο «ταπεινά» κοινωνικά στρώματα στην πολιτική: μαγαζάτορες, επαρχιακοί γιατροί και φαρμακοποιοί, μικροδικηγόροι - τα «νέα στρώματα» («nouvelles couche») τα οποία κινητοποίησε το 1874 ο Λέων Γαμβέτας, γιος ενός Ιταλού μετανάστη μανάβη, που σύντομα θα γινόταν ο πρώτος Γάλλος πρωθυπουργός με ταπεινή καταγωγή.
Καθώς δε διέθεταν οικογενειακή περιουσία, αυτοί οι νέοι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι ζούσαν από το βουλευτικό τους μισθό και έγιναν οι πρώτοι επαγγελματίες πολιτικοί. Και επειδή δεν είχαν ουτε το αναγνωρισμένο οικογενειακό όνομα των «ευγενών» που κυριαρχούσαν μέχρι τότε στα κοινοβούλια της Ευρώπης, οι νέοι πολιτικοί έπρεπε να ανακαλύψουν καινούργιες μορφές δικτύων υποστήριξης και νέούς τρόπους προσέλκυσης ψηφοφόρων. Ορισμένοι έφτιαξαν πολιτικούς μηχανισμούς που βασίζονταν σε κοινωνικούς ομίλούς της μεσαίας τάξης, όπως οι Ελευθεροτέκτονες (αυτό έκανε το Ριζοσπαστικό Κόμμα του Γαμβέτα στην Γαλλία)'κάποιοι άλλοι, στη Γερμανία και στη Γαλλία, ανακάλυψαν την ισχυρή έλξη που διέθεταν ο αντισημιτισμός και ο εθνικισμός.
Κατά το τέλος του δεκάτου ενάτού αιώνα ο αυξανόμενος εθνικισμός εισχώρησε ακόμα και στις τάξεις του οργανωμένου εργατικού δυναμικού. Νωρίτερα αναφέρθηκα στην εχθρότητα που υπήρχε ανάμεσα στούς γερμανικής και τσεχικής καταγωγής εργάτες στη Βοημία, που τότε ανήκε στην αυτοκρατορία των Αψβούργων. Το 1914, ήταν πλέον εφικτό να χρησιμοποιήσει κανείς το εθνικιστικό αίσθημα προκειμένου να κινητοποιήσει ένα μέρος της εργατικής τάξης ενάντια στα υπόλοιπα, ένα φαινόμενο πού έγινε ακόμα πιο έντονο μετά τον Α'Παγκόσμιο πόλεμο.
Για όλους αυτούς τούς λόγους η οικονομική κρίση της δεκαετίας του 1880 επέτεινε τη δημαγωγία, όντας η πρώτη μεγάλη οικονομική ύφεση στην ιστορία της μαζικής πολιτικής. Ως εκ τούτου, η πτώση του βιοτικού επιπέδου μεταφραζόταν αυτομάτως σε εκλογική ήττα για όσους κατείχαν ήδη την εξουσία και σε νίκη για εκείνους που είχαν ελάχιστες πιθανότητες επιτυχίας, αλλά ήταν έτοιμοι να προσελκύσουν τους οργισμένούς ψηφοφόρους με συνοπτικά σλόγκαν. Πολλά γνωστά μαζικά, λαϊκιστικά, εθνικιστικά κινήματα εκδηλώθηκαν στην Ευρώπη τη δεκαετία του 1880.

γ´

Εθνικοσοσιαλισμός: Η γέννηση του όρου
Τον όρο εθνικοσοσιαλισμόςφαίνεται ότι τον επινόησε ο Γάλλος εθνικιστής συγγραφέας Μορίς Μπαρές, ο οποίος στα 1896 περιέγραψε τον αριστοκράτη μαρκήσιο ντε Μορές ως τον «πρώτο εθνικοσοσιαλιστή». Ο Μορές, αφού απέτυχε ως κτηνοτρόφος στη Βόρεια Ντακότα, επέστρεψε στο Παρίσι στις αρχές της δεκαετίας του 1890 και οργάνωσε μια ομάδα από αντισημίτες τραμπούκους, οι οποίοι έκαναν επιθέσεις σε εβραϊκά μαγαζιά και γραφεία. Ως κτηνοτρόφος, ο Μορές βρήκε τους οπαδούς του ανάμεσα στους εργάτες των σφαγείων στο Παρίσι και τους προσέλκυε με ένα μείγμα αντικαπιταλισμού και αντισημιτικού εθνικισμού. Τα μέλη των ομάδων του φορούσαν τα ρούχα και τα καπέλα των καουμπόηδων που είχε ανακαλύψει ο μαρκήσιος στην αμερικανική Δύση, τα οποία, με λίγη φαντασία, θα μπορούσε να πει κανείς ότι αποτέλεσαν την πρώτη φασιστική στολή, πρόδρομο των μαύρων και καφέ χιτώνων. Ο Μορές σκότωσε έναν δημοφιλή εβραίο αξιωματικό, τον λοχαγό Άρμαν Μέγιερ, σε μονομαχία στις αρχές της υπόθεσης Ντρέιφους, στη συνέχεια σκοτώθηκε από τους Τουαρέγκ οδηγούς του στη Σαχάρα το 1896, σε μια αποστολή με σκοπό «να ενώσει τη Γαλλία με το Ισλάμ και την Ισπανία». «Η ζωή έχει αξία μόνο μέσα από τη δράση», είχε δηλώσει...
Εύλογα υποστηρίζεται ότι το πρώτο σαφές δείγμα «εθνικοσοσιαλισμού» στην ουσία ήταν ο Κύκλος Προυντόν στη Γαλλία το 1911, μια ομάδα μελέτης που σχεδιάστηκε για να «συσπειρώσει εθνικιστές και αριστερούς αντι-δημοκρατικούς» για μια επίθεση στον «εβραϊκό καπιταλισμό». Ήταν δημιούργημα του Ζορζ Βαλουά, πρώην ενεργού μέλους της Action Francaise του Σαρλ Μορά, ο οποίος απομακρύνθηκε από τον αρχηγό προκειμένου να επικεντρωθεί πιο ενεργά στον προσηλυτισμό της εργατικής τάξης από το μαρξιστικό διεθνισμό στο έθνος. Ωστόσο, από πολύ νωρίς φάνηκε ότι είχαν συγκεντρωθεί αρκετοί διανοούμενοι και δημοσιογράφοι στην «περήφανη νίκη [του Βαλουά] των ηρωικών αξιών επί του φαύλου μικροαστικού υλισμού ο οποίος πνίγει αυτή την περίοδο την Ευρώπη... [και] ...το ξύπνημα της δύναμης και του αίματος ενάντια στο χρυσάφι».
Μερικοί Ιταλοί κινήθηκαν προς την ίδια κατεύθυνση: ορισμένοι μαθητές του Σορέλ βρήκαν στο έθνος τον κινητήριο μύθο που απέτυχε να προσφέρει η επανάσταση των προλετάριων. Εκείνοι που, όπως ο Σορέλ, ήθελαν να διατηρήσουν την καθαρότητα των κινήτρων και την ένταση του καθήκοντος που είχε προσφέρει ο σοσιαλισμός όταν ήταν υπό διωγμό τάσσονταν πλέον με το μέρος αυτών που απεχθάνονταν τους συμβιβασμούς του κοινοβουλευτικού σοσιαλισμού και όσων είχαν απογοητευτεί από την αποτυχία των γενικών απεργιών - με αποκορύφωμα την τρομερή ήττα της «κόκκινης εβδομάδας» στο Μιλάνο, τον Ιούνιο του 1914. Πίστευαν ότι στην περίπτωση της «προλεταριακής» Ιταλίας, ο παραγωγισμός και ο επεκτατικός πόλεμος (όπως στη Λιβύη το 1911) ενδεχομένως να έπαιρνε τη θέση της γενικής απεργίας σαν ένας μύθος που θα κατάφερνε να κινητοποιήσει την Ιταλία για την επίτευξη μιας επαναστατικής αλλαγής. Άλλος ένας θεμέλιος λίθος είχε τεθεί για το οικοδόμημα που θα έχτιζαν οι φασίστες: το σχέδιο της επαναφοράς στο έθνος των οπαδών του σοσιαλισμού μέσα από έναν ηρωικό αντισοσιαλιστικό «εθνικο συνδικαλισμό».
Λαμβάνοντας υπόψη αυτούς τους προπομπούς, προκύπτει μια αντιπαράθεση σχετικά με το ποιά χώρα γέννησε το πρώτο φασιστικό κίνημα. Η υποψήφια με τις μεγαλύτερες πιθανότητες είναι η Γαλλία. Επίσης, έχει προταθεί η Ρωσία. Σχεδόν κανείς δε δίνει πρωτεία στη Γερμανία. Ίσως το πιο πρώιμο φαινόμενο που θα μπορούσε πρακτικά να σχετιστεί με το φασισμό να είναι αμερικανικής προέλευσης: η Κου Κλουξ Κλαν... Άλλωστε, δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι από τις πιο πρόωρες δημοκρατίες - οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Γαλλία - προήλθαν και πρόωρες αντιδράσεις εναντίον της δημοκρατίας.

---------------------------------------------------------------
(1) Σε αντίθεση με τη προτίμηση των φιλελευθέρων για ένα περιορισμένο, μορφωμένο εκλογικό σώμα, ο Λουδοβίκος Ναπολέων καινοτόμησε στην επιδέξια χρήση απλών σλόγκαν και συμβόλων προκειμένου να επηρεάσει τους φτωχούς και τους αμόρφωτους και ο Μπίσμαρκεκμεταλλέυτηκε τη διεύρυνση του δικαιώματος ψήφου στους αγώνες ενάντια στους φιλελευθερους... Επιλέγοντας να χειραγωγήσουν ένα μαζικό εκλογικό σώμα και όχι να του στερήσουν το δικαίωμα ψήφου, διέκοψαν τις σχέσεις τους και με τους συντηρητικούς και με τους φιλελεύθερους...
---------------------------------------------------------------

.~`~.
III
Αντικρουόμενες ερμηνείες

Οι «πρώτοι εκφραστές» - κακοποιοί στην εξουσία και παράγοντες του καπιταλισμού (1)- ποτέ δεν έχασαν την ισχύ τους. Ο Γερμανός θεατρικός συγγραφέας Μπέρτολτ Μπρέχτ κατάφερε να συνδυάσει στη φιγούρα του Αρτούρο Ούι, του γκάνγκστερ από το Σικάγο που καταφέρνει να αποκτήσει δύναμη πουλώντας προστασία σε μανάβηδες.

α´
Ωστόσο, και οι δύο αυτοί παράγοντες παρουσίαζαν σοβαρά μειονεκτήματα. Αν ο φασισμός και οι εκφράσεις της επιθετικότητάς του είναι απλώς οι απεχθείς πράξεις κακοποιών που αναλαμβάνούν την εξουσία σε μια περίοδο ηθικού ξεπεσμού, τότε δεν μπορούμε να εξηγήσουμε για ποιο λόγο το γεγονός αυτό συνέβη στη συγκεκριμένη χώρα τη δεδομένη περίοδο και όχι σε κάποια άλλη και πώς είναι δυνατόν να σχετίζονται τα γεγονότα ετούτα με το παρελθόν. Ήταν δύσκολο για κλασικούς οπαδούς του φιλελευθερισμού όπως ο Κρότσε και ο Μάινεκε να αντιληφθούν ότι ένα μέρος της ευκαιρίας που είχε ο φασισμός να αναπτυχθεί οφειλόταν στην άνύδρη και περιορισμένη δράση του ίδιου του φιλελευθερισμού, ή ότι ορισμένοι φοβισμένοι φιλελεύθεροι είχαν βοηθήσει το φασισμό να ανέλθει στην εξουσία. Η δική τούς εκδοχή ανάγει την εξήγηση του φαινομένού στον παράγοντα τύχη και στις προσωπικές πράξεις κακοποιών στοιχείων.
Η αντιμετώπιση του φασισμού απλώς ως καπιταλιστικού εργαλείού μάς αποπροσανατολίζει από δύο απόψεις. Η περιορισμένη και αυστηρή φόρμούλα που καθιερώθηκε στην Τρίτη Διεθνή του Στάλιν αντέκρούσε τις αυτόνομες ρίζες τον φασισμού και τη γνήσια λαϊκή απήχηση που είχε. Και σαν να μην έφτανε αυτό, αγνόησε το ενδεχόμενο της ανθρώπινης επιλογής, ανάγοντας το φασισμό σε αναπόφεύκτο επακόλουθο της μοιραίας κρίσης που προκάλεσε η καπιταλιστική υπερπαραγωγη. Αντιθέτως, έπειτα από ενδελεχή έρεύνα των δεδομένων προέκυψε ότι οι πραγματικοί καπιταλιστές, ακόμα κι όταν απέρριπταν τη δημοκρατία, προτιμούσαν τούς απολυταρχικούς παρά τούς φασίστες. Πάντως, σίγούρα στις περιπτώσεις που οι φασίστες έφτασαν να ασκούν εξουσία, οι καπιταλιστές τούς παρείχαν διευκολύνσεις αντιμετωπίζοντάς τούς ως την καλύτερη διαθέσιμη μη σοσιαλιστική λύση. Μας δόθηκε η ευκαιρία να δούμε ότι ακόμα και το κολοσσιαίο γερμανικό χημικό καρτέλ Ι.Γκ. Φάρμπεν, η άνοδος του οποίου στη θέση της μεγαλύτερης εταιρείας στην Ευρώπη είχε βασιστεί στο παγκόσμιο εμπόριο, βρήκε τρόπούς να προσαρμοστεί στην αυτάρκεια που καθοδηγούνταν από την ανάγκη επανεξοπλισμού και να αποκομίσει εκ νέου μεγάλα κέρδη.
Οι σχέσεις αμοιβαίας εξυπηρέτησης, παρακώλυσης και κέρδους που κρατούν προσκολλημένη την επιχειρηματική κοινότητά στα φασιστικά καθεστώτα αποδεικνύονται ένα ακόμα περίπλοκο ζήτημα που διαφοροποιείται από εποχή σε εποχή. Είναι αναμφίβολο πως υπήρχαν κάποια αμοιβαία οφέλη. Η συνεργασία καπιταλισμού και φασισμού ήταν στενή και εξυπηρετούσε πρακτικούς στόχούς (αν και δε θεωρούνταν αναπόφευκτη ούτε πάντοτε άνετη).
Όσο για τη διαμετρικά αντίθετη ερμηνεία η οποία απεικονίζει την επιχειρηματική κοινότητα ως θύμα του φασισμού, λαμβάνει πολύ σοβαρά υπόψη τις εσωτερικές προστριβές που αποτελούσαν αναπόσπαστο κομμάτι αυτής της σχέσης, μαζί με τις μεταπολεμικές προσπάθειες, των επιχειρηματιων να δικαιολογήσουν τις πραξεις τούς. Και στην προκειμένη περίπτωση χρειαζόμαστε ένα πιο ευέλικτο επεξηγηματικό μοντέλο το οποίο θα μπορεί να καλύψει αλληλεπιδράσεις συγκρούσεων και εκδουλεύσεων.

β´
Πολύ γρήγορα οι «πρώτοι εκφραστές» τον φασισμού γνώρισαν κι άλλες ερμηνείες. Ο εμφανώς ιδεοληπτικός χαρακτήρας ορισμένων φασιστών επιζητούσε ψυχανάλυση. Ο Μουσολίνι έδινε την εικόνα ενός καθημερινού ανθρώπού με τη ματαιόδοξη στάση του, την περίφημη αδυναμία που είχε στις γυναίκες, την εμμονή του στη λεπτομερεια, την ικανότητά του για βραχυπρόθεσμούς ελιγμούς και τελικά την αδυναμία του να συλλάβει τη συνολική εικόνα των πραγμάτων. Ο Χίτλερ όμως διέφερε εντελώς. Ήταν άραγε οι σκηνές Teppichfresser («αυτός που τρώει χαλιά») εσκεμμένα τεχνάσματα ή σημάδια τρέλας; Η κρυψίνοια, ο υποχονδριασμός, ο ναρκισσισμός, η εκδικητικότητα και η μεγαλομανία του αντισταθμίζονταν από ένα οξύ μυαλό με πολύ καλή μνήμη, την ικανότητα να γοητεύει αν το ήθελε και μια εξαιρετική στρατιωτική εξυπνάδα. Κάθε προσπάθεια για ψυχανάλυση του Χίτλερ πάσχει από την αδυναμία πρόσβασης στο ίδιο το αντικείμενο της ψυχανάλυσης, καθώς και από το αναπάντητο ερώτημα γιατί, αν θεωρήσούμε πως ορισμένοι φασίστες ηγέτες ήταν παράφρονες, οι λαοί τούς τούς λάτρεύαν και οι ίδιοι κατάφεραν να μείνούν για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα στην εξουσία. Όπως και να 'ναι, ο πιο πρόσφατος και έγκυρος βιογράφος του Χίτλερ φτάνει σωστά στο συμπέρασμα ότι πρέπει να επικεντρωθούμε λιγότερο στις εκκεντρικότητες του ίδιου του Χίτλερ και περισσότερο στο ρόλο που του προέβαλε ο γερμανικός λαός και στον οποίο κατάφερε να ανταποκριθεί σχεδόν μέχρι το τέλος.
Ίσως εκείνοι που χρειάζονται ανάλύση να είναι οι λαοί των φασιστικών καθεστώτων και όχι οι ηγέτες τούς. Ήδη το 1933 ο αντικαθεστωτικός φρουδικός Βίλχελμ Ράιχ υποστήριξε πως η έννοια της βίαιης ανδρικής αδερφότητας που χαρακτηρίζει τον πρώιμο φασισμό ήταν προϊόν σεξουαλικής καταπίεσης. Ωστόσο, είναι εύκολο να ανατρέψουμε ετούτη τη θεωρία μέσα από την παρατήρηση ότι πιθανότατα η σεξουαλική καταπίεση δεν ήταν πιο ισχυρή στη Γερμανία και στην Ιταλία απ ό,τι στη Μεγάλη Βρετανία, για παράδειγμα, κατά την περίοδο στην οποία ενηλικιώνονταν οι φασίστες ηγέτες και οι οπαδοί τους. Η συγκεκριμένη ένσταση βρίσκει εφαρμογή και σε άλλες ψυχο-ιστορικές εξηγήσεις τον φασισμού.
Εξηγήσεις πού χαρακτηρίζούν το φασισμό ως ψύχωση προβάλλονται σε διαφορετική μορφή σε κινηματογραφικές ταινίες πού ικανοποιούν μια λάγνα εμμονή με την υποτιθέμενη φασιστική σεξουαλική διαστροφή (2). Αυτές οι κινηματογραφικές εμπορικές επιτυχίες δυσχεραίνούν τη συνειδητοποίηση ότι τα φασιστικά καθεστώτα επιβίωσαν επειδή ένας μεγάλος αριθμός απλών ανθρώπων προσάρμοσε στις δικές τους συνθήκες τη ζωή του.
Ο κοινωνιολόγος Τάλκοτ Πάρσονς υποστήριξε ήδη από το 1942 ότι ο φασισμός προέκύψε από ανακατατάξεις και εντάσεις πού προκλήθηκαν από την άνιση οικονομική και κοινωνική ανάπτύξη - μια πρώιμη μορφή του προβλήματος φασισμού/εκσυγχρονισμού. Ο Πάρσονς υποστήριξε ότι σε χώρες πού βιομηχανοποιήθηκαν βιαστικά και με χρονική καθυστέρηση, όπως η Γερμανία και η Ιταλία, οι ταξικές εντάσεις ήταν μεγάλες, ενώ παράλληλα οι υπάρχουσες προβιομηχανικές ελίτ εμπόδισαν οποιονδήποτε συμβιβασμό. Η ερμηνεία αυτή είχε το πλεονέκτημα ότι αντιμετώπιζε το φασισμό ως σύστημα και προϊόν της Ιστορίας, όπως και η μαρξιστική ερμηνεία, χωρίς όμως τον μαρξιστικό ντετερμινισμό, τη στενότητα σκέψης και τη σαθρή εμπειρική θεμελίωση.
Ο φιλόσοφος Ερνστ Μπλοχ, ένας μαρξιστής πού θεωρείται ανορθόδοξος λόγω του ενδιαφέροντος πού δείχνει για το παράλογο και τη θρησκεία, κατέληξε σε μια άλλη θεωρία «μη συγχρονικότητας» (Ungleichzei-tigkeit). Μελετώντας την επιτυχία των ναζί πού συνδεόταν με αρχαϊκά και βίαια «κόκκινα όνειρα» αίματος, γης και ενός προ-καπιταλιστικού παραδείσού, τα οποία δε συμβάδιζαν καθόλού με την πίστη του κόμματος στις μεγάλες επιχειρήσεις, κατάλαβε πως αξίες του παρελθόντος είχαν βγει στην επιφάνεια, αφού είχαν χάσει πλέον οποιαδήποτε επαφή με την οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα. «Δε βιώνούν όλοι οι άνθρωποι το ίδιο Τώρα.» Οι ορθόδοξοι μαρξιστές, σκέφτηκε, είχαν χάσει το πλοίο «απομονώνοντας την ψυχή». Η άνιση εξέλιξη εξακολουθεί να προκαλεί το ενδιαφέρον ως συστατικό των προ-φασιστικών κρίσεων, η ισχύς όμως του επιχειρήματος περιορίζεται εξαιτίας της περίφημης «διπλής» οικονομίας της Γαλλίας, στην οποία ενας ισχυρός τομέας αγροτών/τεχνιτών συνυπήρχε με τη σύγχρονη βιομηχανία χωρίς ο φασισμός να φτάσει στην εξουσία, παρά μόνο κατά την περίοδο της ναζιστικής κατοχης.
Σύμφωνα με μια άλλη κοινωνιολογική προσέγγιση, η αστική και βιομηχανική ισοπέδωση που ξεκίνησε τον δέκατο ένατο αιώνα είχε οδηγήσει στη δημιουργία μιας κονιορτοποιημένης κοινωνίας των μαζών, στην οποία άτομα που καλλιεργούσαν απλά μίση βρήκαν έτοιμο κοινό, απαλλαγμένο από την παράδοση ή τούς δεσμούς της κοινωνίας (3). Η Χάνα Άρεντ χρησιμοποίησε αυτή τη θεωρία όταν ανέλυσε τον τρόπο με τον οποίο ο νέος - χωρίς δεσμούς και ρίζες - όχλος, αποκομμένος από οποιουσδήποτε κοινωνικούς, πνευματικούς ή ηθικούς δεσμούς και συνεπαρμένος από αντισημιτικά και ιμπεριαλιστικά πάθη, κατέστησε δυνατόν να εμφανιστεί μια πρωτοφανής μορφή ανεξέλεγκτης δικτατορίας μαζικής αποδοχής (4).
Πάντως, η καλύτερη εμπειρική εργασία σχετικά με το πώς εδραιώθηκε ο φασισμός δε στηρίζεται σχεδόν καθόλού σ'αυτή την προσέγγιση. Η κοινωνία της Γερμανίας της Βάίμάρης, για παράδειγμα, ήταν πλούσια δομημένη και ο ναζισμός προσέλκύσε μέλη κινητοποιώντας ολόκληρες οργανώσεις μέσα από προσεκτικά σχεδιασμένες εκκλήσεις που απευθύνονταν σε συγκεκριμένα σνμφέροντα. Όπως λέει και η παροιμία: «Δύο Γερμανοί κάνούν μια συζήτηση, τρεις Γερμανοί κάνούν έναν σύλλογο». Το γεγονός ότι οι κάθε είδούς γερμανικοί σύλλογοι, από χορωδιακούς μέχρι συλλόγους ασφάλειας κηδειών, ανήκαν ήδη σε ξεχωριστά σοσιαλιστικά ή μη σοσιαλιστικά δίκτύα, διευκόλυνε την απομόνωση των σοσιαλιστών και την επικυριαρχία των ναζί στούς υπόλοιπους όταν η Γερμανία αντιμετώπισε έντονο διχασμό κατά τη δεκαετία τον 1930.

γ´
Ένα σημαντικό ρεύμα θεωρεί το φασισμό εξελικτική δικτατορία, η οποία εγκαθιδρύθηκε με σκοπό να επισπεύσει τη βιομηχανική ανάπτύξη μέσα από υποχρεωτικές κεφαλαιοποιήσεις κι ένα μαζικοποιημένο εργατικό δυναμικό. Οι υπέρμαχοι αυτής της ερμηνείας εξέτασαν κυρίως την περίπτωση της Ιταλίας. Θα μπορούσαμε εύκολα να υποστηρίξουμε πως και η Γερμανία, παρ'όλο που αποτελούσε ήδη έναν βιομηχανικό κολοσσό, έπρεπε επειγόντως να επιβάλει πειθαρχία στο λαό της προκειμένου να φέρει σε πέρας το τεράστιο έργο της ανασυγκρότησης μετά την ήττα του 1918. Η ερμηνεία αυτή όμως κάνει ένα σοβαρό σφάλμα όταν θεωρεί ότι ο φασισμός επεδίωξε την επίτευξη οποιουδήποτε οικονομικού στόχου. Ο Χίτλερ ήθελε να χρησιμοποιήσει την οικονομία για να εξυπηρετήσει πολιτικούς σκοπούς. Ακόμα και στην περίπτωση του Μουσολίνι το γόητρο μέτρησε πολύ περισσότερο από τον οικονομικό ορθολογισμό, όταν το 1926 υπερτίμησε τη λίρα και, μετα το 1935, προτίμησε τους κινδύνους ενός επεκτατικού πολέμου αντί για τη συνεχή οικονομική ανάπτυξη. Αν σκοπός του ιταλικού φασισμού ήταν να γίνει μια αναπτυξιακή δικτατορία, τότε σίγούρα απέτυχε. Η ιταλική οικονομία γνώρισε καποια ανάπτυξη τη δεκαετία του 1920 κάτω από την εξουσία του Μουσολίνι, αναπτύχθηκε όμως πολύ πιο γρήγορα πριν από το 1914 και μετα το 1945. Η θεωρία της αναπτυξιακής δικτατορίας, σε μια εντελώς αποκλίνουσα μορφή, χρησιμεύει για να χαρακτηριστούν «φασιστικές» καθε είδους απολυταρχιες του Τρίτου Κόσμου, χωρίς να επιδεικνύούν την παραμικρή λαϊκή κινητοποίηση και δίχως να προϋπάρχει ένα προβληματικό δημοκρατικό καθεστώς.
Πρόκληση επίσης αποτελεί η απόπειρα ερμηνείας του φασισμού με βάση την κοινωνική του σύνθεση. Το 1963 ο κοινωνιολόγος Σέιμουρ Μάρτιν Λίπσετ συστηματοποίησε την ευρέως αποδεκτή άποψη ότι ο φασισμός αποτελεί έκφραση της δυσαρέσκειας της μικρομεσαίας τάξης. Σύμφωνα με την άποψη του Λίπσετ, ο φασισμός είναι μια «ακρότητα του Κέντρού» που βασίζεται στην οργή εκείνων που κάποτε ήταν ανεξάρτητοι μαγαζάτορες, μάστορες, αγρότες και άλλα μέλη από την «παλαιά» μεσαία τάξη που πλέον συνθλίβονται από τούς καλύτερα οργανωμένούς βιομηχανικούς εργάτες και τούς μεγάλούς επιχειρηματίες και αδυνατούν να προσαρμοστούν στις γρήγορες οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές. Πάντως, μια πρόσφατη εμπειρική έρεύνα ρίχνει σκιές αμφιβολίας στην άποψη ότι ο φασισμός στρατολογούσε μέλη από ένα συγκεκριμένο κοινωνικό στρώμα. Δείχνει την ποικιλία των κοινωνικών ομάδων από τις οποίες προέρχονταν οι οπαδοί του και την αντίστοιχη επιτυχία του στη δημιουργία ενός σύνθετού κινήματος που διαπερνούσε όλες τις κοινωνικές τάξεις. Ο Λίπσετ, έχοντας προσανατολιστεί στα πρώιμα στάδια του φασισμού, παρέβλεψε το ρόλο που έπαιξε το κατεστημένο στη διαδικασία ανάληψης και άσκησης της εξουσίας από τούς φασίστες.
Η περιβόητη αστάθεια στη σύνθεση του φασιστικού κόμματος υποσκάπτει την όποια απλή ερμηνεία με βάση την κοινωνική του σύνθεση. Οι λίστες των μελών του κόμματος άλλαζαν πολύ γρήγορα πριν από τον πόλεμο, καθώς αλλεπάλληλα κύματα κάθε είδούς δυσαρεστημένων ανταποκρίνονταν στη μεταβαλλόμενη πορεία των κομμάτων. Έπειτα από την άνοδο φασισμού σην εξουσία, ο αριθμός των μελών αυξήθηκε και συμπεριέλαβε όλους εκείνούς που ήθελαν να απολαύσουν τους καρπούς της φασιστικής επιτυχίας - χωρίς να ξεχνάμε και το πρόβλημα κατηγοριοποίησης πολλών οπαδών του φασιστικού κόμματος πού ήταν νέοι, άνεργοι, κοινωνικά ανένταχτοι ή δεν ανήκαν σε κάποια κοινωνική τάξη. Αν στηριχτούμε σ'ένα τέτοιο μεταβαλλόμενο υλικό, δεν μπορούμε να προτείνούμε κάποια λογική εξηγηση του φασισμού με βάση τα κοινωνικά δεδομένα.

δ´
Πολλοί παρατηρητές αντιμετωπίζούν το φασισμό σαν ένα υποσύνολο του ολοκληρωτισμού. Ο Τζοβάνι Αμέντολα, ένας από τούς ηγέτες της αντιπολίτεύσης στο φασισμό κι ένα από τα πιο διάσημα θύματά του (πέθανε το 1926 από ξυλοδαρμό, θύμα των φασιστών), επινόησε το επίθετο totalitario (ολοκληρωτικός) σ'ένα άρθρο του το Μάιο του 1923, όπού κατήγγειλε τις προσπάθειες των φασιστών να μονοπωλήσούν τα δημόσια αξιώματα. Σύντομα, μερικοί άλλοι αντίπαλοι του Μουσολίνι διεύρύναν τον όρο προκειμένού να καταδικάσούν τα σχέδια των φασιστών να ασκήσούν απόλύτο ελέγχο. Ο Μουσολίνι πήρε αυτό το επίθετο, όπως συμβαίνει συχνά, και το χρησιμοποίησε υπέρ του.
Αν λάβούμε υπόψη πόσο συχνά καυχιόταν ο Μουσολίνι για τον δικό του totalitarismo, τότε είναι ειρωνικό το γεγονός ότι ορισμένοι σημαντικοί μεταπολεμικοί θεωρητικοί του ολοκληρωτισμού δε συμπεριλαμβάνουν στην τυπολογία τούς τον ιταλικό φασισμό. Πρέπει να παραδεχτούμε ότι το καθεστώς του Μουσολίνι, πρόθύμο καθώς ήταν να «προσαρμόσει» το ύφος του σε μια κοινωνία όπού η οικογένεια, η Εκκλησία, η μοναρχία και οι κατά τόπούς προύχοντες εξακολουθούσαν να έχούν εδραιωμένη εξουσία, δεν κατάφερε να αποκτήσει τον απόλυτο έλεγχο. Ακόμα κι έτσι όμως ο φασισμός κατάφερε να οργανώσει τούς Ιταλούς στο φασιστικό κόμμα πολύ πιο σταθερά σε σύγκριση με οποιοδήποτε άλλο προγενέστερο ή μεταγενέστερο καθεστώς. Ωστόσο, κανένα καθεστώς, ούτε καν εκείνο του Χίτλερ ή του Στάλιν, δε στάθηκε ικανό να περιορίσει κάθε ίχνος ιδιωτικής ζωής και αυτονομίας προσώπων ή ομάδων.
Οι θεωρητικοί του ολοκληρωτισμού στη δεκαετία του 1950 πίστευαν ότι ο Χίτλερ και ο Στάλιν ανταποκρίνονταν καλύτερα στο μοντέλο τούς. Σύμφωνα με τα κριτήρια πού έθεσαν ο Καρλ Τζ. Φρίντριχ και ο Ζμπίγκνιεφ Μπρεζίνσκι το 1956, τόσο η ναζιστική Γερμανία όσο και η σοβιετική Ρωσία διοικούνταν από ένα κόμμα πού επέβαλλε μια επίσημη ιδεολογία, έναν τρομοκρατικό αστυνομικό έλεγχο κι ένα μονοπώλιο εξουσίας σε κάθε μέσο επικοινωνίας, στις ένοπλες δυνάμεις και στην οικονομική οργάνωση. Κατά τη διάρκεια της επαναστατικής δεκετίας του 1960, μια νέα γενιά κατηγόρησε τους θεωρητικούς του ολοκληρωτισμού ότι με την τάση πού είχαν να μεταφέρούν τον πατριωτικό αντιναζισμό του Β'Παγκοσμίου πολέμου στον νέο κομουνιστή εχθρό, εξυπηρετούσαν τούς στόχούς του Ψυχρού Πολέμού.
Μολονότι από την περίοδο εκείνη και για ένα διάστημα η θεωρία τον ολοκληρωτισμού έπαψε να χρησιμοποιείται στούς ακαδημαϊκούς κύκλούς των Ηνωμένων Πολιτειών, διατήρησε τη σημασία της για εκείνούς τούς Ευρωπαίους ερευνητές, ιδιαίτερα Δυτικογερμανούς, οι οποίοι ήθελαν να στηρίξουν την άποψή τούς, αντίθετη από τη μαρξιστική, ότι αυτό πού είχε πραγματικά σημασία σχετικά με τον Χίτλερ ήταν η καταπάτηση της ελευθερίας και όχι η σχέση του με τον καπιταλισμό (5). Στα τέλη του εικοστού αιώνα, έπειτα από την κατάρρεύση της Σοβιετικής Ένωσης, η οποία προκάλεσε μια ενδελεχή έρεύνα των «αμαρτιών» της και της αδιαφορίας πού είχαν επιδείξει γι'αυτές πολλοί διανοούμενοι του δυτικού κόσμού, το ολοκληρωτικό μοντέλο έγινε και πάλι της μόδας και μαζί του η άποψη ότι ναζισμός και κομουνισμός αντιπροσώπεύαν ένα κοινό κακό.
Οπότε, η ερμηνεία του φασισμού πού βασίζεται στη θεωρία του ολοκληρωτισμού αποτελεί ένα εξίσού έντονα πολιτικό θέμα με την αντίστοιχη ερμηνεία του μαρξισμού. Ακόμα κι έτσι όμως θα 'πρεπε να αξιολογείται με βάση τα χαρακτηριστικά της και όχι ανάλογα με το ποια πολιτική παράταξη την έχει ενστερνιστεί. Φαίνεται να εξηγεί το ναζισμό (και το σταλινισμό) όταν επικεντρώνεσαι στην επιθυμία τους για απόλυτο έλεγχο και στα μέσα με τα οποία προσπάθησαν να τον ασκήσούν. Οι ναζιστικοί και οι κομουνιστικοί μηχανισμοί είχαν αναμφίβολα πολλές ομοιότητες... Όταν όμως επικεντρωνόμαστε στις τεχνικές ελέγχού, επισκιάζονται σημαντικές διαφορές...
Το πιο ισχυρό επιχείρημα για να εξισώσει κανείς τον τρόμο του σταλινικού καθεστώτος με εκείνον του χιτλερικού είναι ο λιμός του 1931, ο οποίος λέγεται ότι είχε στόχο τους Ουκρανούς κι έτσι πήρε διαστάσεις γενοκτονίας. Μολονότι ήταν αποτέλεσμα εγκληματικής αμέλειας, ο λιμός έπληξε σοβαρά και τους Ρώσους (6). Οι διαφωνούντες θα μπορούσαν να εντοπίσουν θεμελιώσεις διαφορές. Ο Στάλιν σκότωνε, με τρόπο εμφανώς αυθαίρετο, όποιον θεωρούσε το μυαλό του «ταξικό εχθρό» (μια προϋπόθεση που μπορούμε να αλλάξουμε), κάτω από συνθήκες οι οποίες, ανάμεσα σε όλους τους συμπολίτες του δικτάτορα, έπλητταν κυρίως άντρες. Αντιθέτως, ο Χίτλερ σκότωνε «φυλετικούς εχθρούς», μια μη αναστρέψιμη κατάσταση που καταδικάζει ακόμα και νεογέννητα... εξοντώνοντας όσους μειονεκτούσαν από ιατρική και φυλετική άποψη (7).

ε´
Η παλαιότερη έννοια της πολιτικής θρησκείας - ανάγεται χρονικά στην εποχή της Γαλλικής Επανάστασης - συνδυάστηκε αμέσως με το φασισμό αλλά και με τον κομουνισμό και όχι μόνο από εχθρούς των δύο πολιτικών συστημάτων. Στα πλαίσια μιας ευρείας αναλογίας, ερμηνεύει επωφελώς τον τρόπο με τον οποίο ο φασισμός, όπως και η θρησκεία, συγκέντρωσε τούς πιστούς γύρω από ιερές τελετουργίες και λέξεις, δημιούργησε έναν ζήλο αυταπάρνησης και αποκάλύψε μια νέα αλήθεια πού δεν επιδεχόταν διαφωνίες. Εξετάζοντας πιο προσεκτικά την έννοια της πολιτικής θρησκείας, βλέπούμε ότι καλύπτει πολλά και διαφορετικά μεταξύ τούς ζητήματα. Το πιο σαφές είναι το πλήθος των στοιχείων που δανείζεται ο φασισμός από τη θρησκευτική κουλτούρα της κοινωνίας στην οποία επιθυμεί να εισχωρήσει. Το θέμα αυτό, επειδή επικεντρώνεται κυρίως στούς μηχανισμούς, μας δινει περισσότερα στοιχεία για την εδραίωση του φασισμού και την άσκηση εξουσίας παρά για την ίδια τη διαδικασία ανάληψης της εξουσίας.
Ένα δεύτερο στοιχείο για την έννοια της πολιτικής θρησκείας είναι το πιο προκλητικό λειτουργικό επιχείρημα, σύμφωνα με το οποίο ο φασισμός έρχεται να καλύψει το κενό που δημιουργείται από την κοσμικοποίηση της κοινωνίας και της ηθικής. Για να μπορέσει αυτή η προσέγγιση να μας βοηθήσει να εξηγήσούμε γιατί ο φασισμός πέτύχε σε ορισμένες χριστιανικές χώρες και όχι σε κάποιες άλλες, πρέπει πρώτα να αποδεχτούμε ότι στις αρχές του εικοστού αιώνα η «οντολογική κρίση» ήταν πιο σοβαρή στη Γερμανία και στην Ιταλία απ'ό,τι στη Γαλλία και στη Βρετανία - ένα επιχείρημα πού ίσως είναι δύσκολο να στηριχτεί με βάση τα δεδομένα.
Σύμφωνα με ένα τρίτο στοιχείο για την έννοια της πολιτικής θεολογίας, οι θρησκείες και ο φασισμός είναι άσπονδοι αντίπαλοι. Ωστόσο, στη Γερμανία και στην Ιταλία είχαν μια περίπλοκη σχέση πού δεν απέκλειε τη συνεργασία. Ένωσαν τις δυνάμεις τούς ενάντια στον κομουνισμό, ενώ ταυτόχρονα αγωνίζονταν για τον ίδιο χώρο δράσης. Ενώ στην περίπτωση της Ιταλίας η συγκεκριμένη κατάσταση οδήγησε σε συμβιβαστική λύση, στην περίπτωση των ναζί προκάλεσε μια «καταστροφική μίμηση του χριστιανισμού». Στο αντίθετο άκρο έχούμε τις περιπτώσεις της Ρουμανίας, της Κροατίας και του Βελγίου, όπού ο φασισμός θα μπορούσε να δημιουργήσει κάτι πού ενδέχεται να λειτουργούσε ως ανεπίσημος βοηθός του χριστιανισμού και αντιστοίχως ως βοηθός του ισλαμισμού, αν δεχτούμε ως φασιστικά μερικά μη ευρωπάίκά κινήματα.
Όπως είδαμε οι ίδιοι οι ηγέτες των φασιστικών κινημάτων τα αποκαλούσαν ιδεολογίες και πολλοί ερευνητές διατήρησαν αυτόν το χαρακτηρισμό. Είναι σύνηθες να δίνονται στο φασισμό ορισμοί πού βασίζονται σε κοινά στοιχεία των κομματικών προγραμμάτων, κατ αναλογία με άλλες θεωρίες. Αυτό όμως λειτούργεί καλύτερα στην περίπτωση άλλων θεωριών πού δημιουργήθηκαν σε περιόδούς πού την πολιτική ασκούσαν καλλιεργημένες ελίτ. Νωρίτερα επιχείρησα να υποστηρίξω ότι η σχέση του φασισμού με τις ιδέες είναι διαφορετική από εκείνη των θεωριών του δεκάτου ενάτου αιώνα και ότι ενστερνιζόταν ή απέρριπτε διάφορες πνευματικές απόψεις (δεν εννοούμε, βέβαια, βασικά κινητήρια πάθη όπως τα φυλετικά μίση), ανάλογα με τις στρατηγικές ανάγκες κάθε στιγμής. Αυτό ήταν ίδιον όλων των θεωριών, όμως μόνο ο φασισμός επιδείκνύε τέτοια περιφρόνηση για τη λογική και το πνεύμα, ώστε ποτέ δεν μπήκε στον κόπο να δικαιολογήσει τις επιλογές του.

ζ´
Στις μέρες μας οι πολιτιστικές σπουδές αντικαθιστούν την πνευματική ιστορία ως στρατηγική επιλογής, σε μια προσπάθεια να εξηγήσούν την απήχηση και την αποτελευματικότητα του φασισμού. Ήδη από την εποχή του Β'Παγκοσμίου πολέμού ο Αμερικανός εθνογραφος Γκρέγκορι Μπειτσον χρησιμοποίησε «εκείνη την ανάλυση πού εφαρμόζει ένας ανθρωπολόγος στη μυθολογία πρωτόγονων και σύγχρονων λαών» προκειμένού να διασαφηνίσει τα θέματα και τις τεχνικές του ναζιστικού προπαγανδιστικού φιλμ Hitler Youth Quex. Ο Μπέιτσον υποστήριζει ότι «αυτό το φιλμ... πρέπει λογικά να μας δώσει στοιχεία σχετικά με την ψυχολογία των δημιουργών του και ισως μας πει περισσότερα απ όσα ειχαν σκοπο να μας πούν εκείνοι». Από τη δεκαετία του 1970 και συνεχώς περισσότερο σήμερα, η αποκωδικοποίηση της κουλτούρας των φασιστικών κοινωνιών με βάση μια ανθρωπολογική ή εθνογραφική ματιά αποτελεί μια μοντέρνα πνευματική μέθοδο. Δείχνει με παραστατικό τρόπο τι εικόνα παρουσίαζαν τα φασιστικά κινήματα και καθεστώτα. Το κύριο πρόβλημα της ανάλύσης της φασιστικής εικονοποιίας και ρητορικής με βάση τις πολιτιστικές σπουδές είναι η αποτυχία των τελευταίων να προσδιορίσούν το μέγεθος της φασιστικής επιρροής. Ο συγκεκριμένος κανόνας έχει σημαντικές εξαιρέσεις, όπως η μελέτη της Λουίζα Πασερίνι σχετικά με τη λαϊκή μνήμη του φασισμού στο Τορίνο τη δεκαετία του 1980. Σε γενικές γραμμές πάντως, από μόνη της η μελέτη της φασιστικής κουλτούρας δεν εξηγεί το πώς οι φασίστες απέκτησαν τη δύναμη να ελέγχουν την κουλτούρα, ούτε σε ποιο βαθμό εισχώρησε η φασιστική κουλτούρα στη λαϊκή συνείδηση συναγωνιζόμενη είτε προϋπάρχουσες θρησκευτικές, οικογενειακές και κοινωνικές αξίες είτε την εμπορευματοποιημένη λαϊκή κουλτούρα.
Σε κάθε περίπτωση, η κουλτούρα παρουσιάζει τόσες διαφορές ανάλογα με τον τόπο και τη χρονική περίοδο, ώστε είναι δύσκολο να εντοπίσούμε ένα πολιτιστικό πρόγραμμα κοινό σε όλα τα φασιστικά κινήματα ή σε όλα τα στάδια εξέλιξής τούς. Για παράδειγμα, η macho αποκατάσταση μιας απειλούμενης πατριαρχίας θα μπορούσε να αποτελεί παγκόσμια φασιστική αξία, όμως ο Μουσολίνι στο πρώτο του πολιτικό πρόγραμμα υποστήριξε το δικαίωμα ψήφου για τις γυναίκες, ενώ ο Χίτλερ στα 25 Σημεία του δεν αναφέρθηκε σε ζητήματα φύλού. Μολονότι ο Μουσολίνι υποστήριζε το πρωτοποριακό, τουλάχιστον μέχρι τη δεκαετία του 1930, κι ο Χίτλερ έδειχνε προτίμηση προς τη συμβατική τέχνη καρτ-ποστάλ, είναι απίθανο να προσδιορίσουμε ένα και μόνο σταθερό φασιστικό στιλ ή μια αισθητική που θα είχε εφαρμογή σε όλες τις επιμέρους εθνικές περιπτώσεις.
Ένα πρόβλημα που δημιουργείται με την πολιτιστική έρευνα του φασισμού και το οποίο δεν αναφέρεται συχνά είναι η αδυναμία συγκρίσεων. Η σύγκριση είναι κάτι ουσιώδες και αποκαλύπτεται πως ορισμένες χώρες με ισχυρή πολιτιστική προετοιμασία (η Γαλλία για παράδειγμα) έγιναν φασιστικές μόνο έπειτα από στρατιωτική κατοχή (κι αυτό είναι υπό αμφισβήτηση). Ο αντίκτυπος της φασιστικής προπαγάνδας πρέπει να συγκριθεί μ'εκείνον που είχαν τα εμπορικά μέσα ενημέρωσης και ήταν πολύ μεγαλύτερος ακόμα και σε φασιστικές χώρες. Πιθανόν το Χόλιγουντ, η οδός Μπίλ και η λεωφόρος Μάντισον να προκάλεσαν περισσότερα προβλήματα στις φασιστικές βλέψεις πολιτιστικού ελέγχου απ'ό,τι ολόκληρη η φιλελέυθερη και σοσιαλιστική αντίσταση.
Οι κακοί οιωνοί φάνηκαν μια μέρα το 1937, όταν ο Βιτόριο, ο μεγαλύτερος γιός του Μουσολίνι, έδωσε στον μικρότερο αδερφό του, Ρομάνο, μια φωτογραφία του Ντιούκ Έλινγκτον, δείχνοντας του το δρόμο για μια μεταπολεμική καριέρα ως ένας μάλλον καλός πιανίστας της τζάζ.
Γενικά, καμία ερμηνεία του φασισμού δεν έχει καταφέρει να επικρατήσει ικανοποιώντας όλες τις πλευρές.

Robert Paxton
Η Ανατομία του Φασισμού
Εκδ. Κέδρος



---------------------------------------------------------------
(1) Ελάχιστοι σκεπτόμενοι μαρξιστές απέφυγαν τέτοιου είδους δογματισμούς, ανάμεσα τους οι Ιταλοί Αντόνιο Γκράμσι, με τις σκέψεις του σχετικά με τις συνθήκες και τα όρια της φασιστικής πολιτιστικής ηγεμονίας, και ο Παλμίρο Τολιάτα, ο οποίος αναγνώρισε την ύπαρξη μιας γνήσιας λαϊκής απήχησης, μολονότι και οι δύο προσδιόρισαν τον φασισμό περισσότερο ταξικά, σε αντίθεση με τους περισσότερους σύγχρονους σχολιαστές. Ανάμεσα στους Γερμανούς ήταν και ο φιλόσοφος Έρνστ Μπλόχ.
(2) Για παράδειγμα, Λουκίνο Βισκόντι, «Οι καταραμένοι». Σχετικά με τον Παζολίνι δείτε το «Days of Sodom: the Fascism-Perversion Equation in Italian Films of the 1960s and 1970s» του David Forgacs κ.α... Σ'ένα κάπως διαφορετικό πλαίσιο ο Saul Friedlander στο Reflections of Nazism: An Essay on Kitsch and Death καταδίκασε την αντιμετώπιση της ναζιστικής βιαιότητας ως θέαμα.
(3) Κλασικό είναι το έργο του William Kornhauser, The Politics of Mass Society (1959). Προπομπός ήταν ο Peter Drucker στο The End of Economic Man: The Origins of Totalitarianism (1939): «Η κοινωνία παύει να αποτελεί μια κοινότητα ατόμων που συνδέονται με έναν κοινό σκοπό και μετατρέπεται σε μια χαώδη οχλοβοή αποτελούμενη από απομονωμένες μονάδες χωρίς σκοπό». Μια πειστική ανασκευή αυτής της προσέγγισης παρουσιάζει ο Bernt Hagtvet στο The Theory of Mass Society and the Collapse of the Weimar Republic: A Re-examination.
(4) Hannah Arendt, The Origins of Totalitarianism, σχετικά με τις «μάζες» και τον «όχλο».
(5) Ο Karl Dietrich Bracher, για παράδειγμα, προτιμούσε την έννοια του ολοκληρωτισμού από εκείνη του φασισμού, επειδή θεωρούσε πως η τελευταία καθιστούσε ασαφή τη διαφορά ανάμεσα στα δικτατορικά και στα δημοκρατικά πολιτικά συστήματα τα οποία, σύμφωνα με τους μαρξιστές, αποτελούσαν απλώς παραλλαγές της «αστικής ηγεμονίας».
(6) Ακόμα και το Black Book of Communism, αντιμετωπίζει με σκεπτικισμό την κατηγορία της γενοκτονίας που επισύρουν ορισμένοι Ουκρανοί ιστορικοί.
(7) Εκτός από τους Εβραίους, υποψήφιοι για εξόντωση ήταν οι Σλάβοι, οι Τσιγγάνοι, οι φρενοβλαβείς ή όσοι έπασχαν από χρόνιες ασθένειες, καθώς επίσης και οι Μάρτυρες του Ιεχωβά. Συχνά στη λίστα αυτή συμπεριλαμβάνονται και οι ομοφυλόφιλοι, όμως παρ'όλο που το ναζιστικό καθεστώς έθεσε σε ισχύ το Άρθρο 175 του γερμανικού ποινικού κώδικα και φυλάκισε χιλιάδες ομοφυλόφιλους, δεν προέβη σε συστηματική εξόντωση τους. Ο ίδιος ο Χίτλερ, μολονότι δικαιολόγησε τη δολοφονία του Έρνστ Ρεμ τον Ιούνιο του 1934 ως μια πράξη κατά της ομοφυλοφιλίας, παλαιότερα είχε αρνηθεί να ασκήσει κριτική στον περιβόητο τρόπο ζωής του.

.~`~.
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική

*

Άναρχες τάξεις και ισορροπίες ισχύος - μέρος β´. Πρόσδεση στο άρμα του ισχυρότερου και εξισορρόπηση στο εσωτερικό και το εξωτερικό, στα κόμματα και τα κράτη.

$
0
0

α´
Εάν οι πολιτικοί δρώντες εξισορροπούν ο ένας τον άλλον ή προσδένονται στο άρμα του ισχυροτέρού, εξαρτάται από τη δομή του συστήματος. Τα πολιτικά κόμματα κατά τη διαδικασία επιλογής των προεδρικών τούς υποψηφίων καταδεικνύούν με δραματικό τρόπο και τις δύο αυτές επισημάνσεις. Όταν πλησιάζει η ώρα να δοθεί το χρίσμα και κανένας δεν έχει ξεχωρίσει ως το κομματικό φαβορί, ένας αριθμός επίδοξων ηγετών ανταγωνίζονται. Ορισμένοι απ'αυτούς συγκροτούν συμμαχίες, για να εμποδίσούν την πρόοδο των άλλων. Οι ελιγμοί και οι εξισορροπήσεις των επίδοξων ηγετών, όταν το κόμμα δεν έχει ηγέτη, μοιάζουν με την εξωτερική συμπεριφορά των κρατών. Όμως αυτό είναι το πρότυπο μόνον κατά τη διάρκεια της περιόδού που δεν υπάρχει ηγέτης. Μόλις κάποιος αρχίζει να φαίνεται ότι θα νικήσει, σχεδόν όλοι προσδένονται στο άρμα του, αντί να συνεχίζουν να δημιουργούν συμμαχίες που αποσκοπούν στο να εμποδίζούν τον οποιονδήποτε να κερδίσει το έπαθλο της εξουσίας. Αντί για την εξισορρόπηση, η χαρακτηριστική συμπεριφορά γίνεται η πρόσδεση στο άρμα του ισχυροτέρου.
Οι συμπεριφορές της πρόσδεσης στο άρμα του ισχυροτέρου και της εξισορρόπησης είναι έντονα αντίθετες. Στο εσωτερικό της χώρας οι υποψήφιοι πον χάνούν δοκιμάζούν την τύχη τούς πηγαίνοντας με τον νικητή. Όλοι θέλούν να νικήσει κάποιος'τα μέλη ενός κόμματος θέλούν να εγκαθιδρυθεί κάποιος ηγέτης, παρόλο που διαφωνούν ως προς το ποιος θα είναι αυτός. Σε έναν ανταγωνισμό για τη θέση του ηγέτη η πρόσδεση στο άρμα του ισχυροτέρου είναι μία λογική συμπεριφορά κατά την οποία ακόμη και οι χαμένοι μπορεί να αποκομίσούν κέρδη και η ήττα δεν θέτει σε κίνδύνο την ασφάλεια των ηττημένων. Στο εξωτερικό, αν τα κράτη μείνούν πισω σε σχέση με τούς ανταγωνιστές τούς, εργάζονται σκληρότερα, για να αυξήσουν τη δύναμή τούς ή συνασπίζονται με άλλα. Σε έναν ανταγωνισμό για τη θέση του ηγέτη, η εξισορρόπηση είναι λογική συμπεριφορά, όταν η νίκη ενός συνασπισμού εναντίον κάποιου άλλου αφήνει τα ασθενέστερα μέλη του νικηφόρού συνασπισμού στο έλεος των ισχυροτέρων. Κανείς δεν θέλει να νικήσει κανένας άλλος'καμία από τις μεγάλες δυνάμεις δεν θέλει να δει μία άλλη μεγάλη δύναμη να ανέρχεται στη θέση του ηγέτη.

β´
Αν δημιουργηθούν δύο συνασπισμοί και ο ένας από αυτούς εξασθενει ίσως εξαιτίας της πολιτικής αναταραχής στο εσωτερικό ενός μέλους του, αναμένουμε να μειωθεί ο βαθμός στρατιωτικής προετοιμασίας του άλλου συνασπισμού ή να χαλαρώσει η ενότητά του. Το κλασικό παράδειγμα της δεύτερης περίπτωσης είναι η διάλυση ενός συνασπισμού που έχει κερδίσει πόλεμο, είτε τη στιγμή της νίκης είτε λίγο μετά. Δεν αναμένουμε ότι οι ισχυροί θα συνασπιστούν με τούς ισχυρούς προκειμένου να αυξήσούν τον βαθμό ισχύος τούς πάνω σε κάποιούς άλλούς αλλά ότι θα έρθούν σε αντιπαράθεση και θα αναζητήσούν συμμάχους που μπορεί να τούς βοηθήσουν. Στην αναρχία η ασφάλεια είναι ο υπέρτατος σκοπός. Μόνο αν η επιβίωση είναι εξασφαλισμένη, μπορούν τα κράτη να επιδιώξούν με ασφάλεια άλλούς σκοπούς, όπως η ειρήνη, το κέρδος και η ισχύς. Επειδή η ισχύς είναι μέσο και όχι σκοπός, τα κράτη προτιμούν να ενταχθούν στον ασθενέστερο από δύο υπάρχοντες συνασπισμούς. Δεν μπορούν να αφήσούν την ισχύ, που είναι ένα πιθανώς χρήσιμο μέσο, να γίνει ο σκοπός που επιδιώκούν. Ο σκοπός τον οποίο το σύστημα τούς ενθαρρύνει να πετύχούν είναι η ασφάλεια. Η αυξημένη ισχύς μπορεί να εξυπηρετήσει ή να μην εξυπηρετήσει αυτό τον σκοπό. Για παράδειγμα, αν υπάρχουν δύο συνασπισμοί, η μεγαλύτερη επιτυχία του ενός στην προσέλκύση μελών μπορει να βάλει τον άλλο στον πειρασμό να διακινδυνεύσει παρεμποδιστικό πόλεμο, ελπίζοντας ότι ο αιφνιδιασμός θα του δώσει τη νίκη, προτού η εις βάρος του διαφορά διευρυνθεί. Αν τα κράτη επιθυμούσαν να μεγιστοποιήσούν την ισχύ τους, θα πλαισίωναν την ισχυρότερη πλευρά και τότε δεν θα βλέπαμε τη δημιουργία ισορροπιών αλλά τη σφυρηλάτηση μίας παγκόσμιας ηγεμονίας. Αυτό δεν συμβαίνει, επειδή η εξισορρόπηση και όχι η πρόσδεση στο άρμα του ισχυροτέρου είναι η συμπεριφορά την οποία το σύστημα ενθαρρύνει...
Τα δευτερεύοντα κράτη, αν έχούν ελευθερία επιλογής, προστρέχουν στην ασθενέστερη πλευρά, καθώς η ισχυρότερη πλευρά είναι αυτή που τα απειλεί. Όταν βρίσκονται στην ασθενέστερη πλευρά, εκτιμούνται περισσότερο και είναι ασφαλέστερα, αρκεί φυσικά ο συνασπισμός στον οποίο έχούν ενταχθεί να αποκτήσει αρκετή αμυντική ή αποτρεπτική δύναμη, ώστε να αποτρέπει τούς αντιπάλούς του από το να επιτεθούν. Ετσι ο Θουκυδίδηςαναφέρει ότι στον Πελοποννησιακό πόλεμο οι μικρότερες πόλεις-κράτη της Ελλάδας θεωρούσαν την ισχυρότερη Αθήνα ως τον τύραννο και την ασθενέστερη Σπάρτη ως τον ελευθερωτή τούς. Σύμφωνα με τον Werner Jaeger ο Θουκυδίδης θεωρούσε ότι αυτό «ήταν απολύτως φυσικό υπό τις δεδομένες συνθήκες», αλλά διέκρινε «ότι οι ρόλοι του τυράννου και του ελευθερωτή δεν αντιστοιχούσαν σε κάποια μόνιμη ηθική ιδιότητα εκείνων των κρατών, αλλά ήταν απλώς προσωπεία που μία μέρα θα ανταλλάσσονταν, όταν μεταβαλλόταν η ισορροπία ισχύος, προκαλώντας κατάπληξη στον παρατηρητή». Αυτό δείχνει με ωραίο τρόπο πώς η τοποθέτηση των κρατών επηρεάζει τη συμπεριφορά τούς και φτάνει στο σημείο να χρωματίζει και τον χαρακτήρα τούς. Πέραν τούτου, υποστηρίζει και την πρόταση ότι τα κράτη εξισορροπούν την ισχύ, αντί να τη μεγιστοποιούν. Τα κράτη σπανίως έχούν την πολυτέλεια να θέσούν ως σκοπό τούς τη μεγιστοποίηση της ισχύος. Η διεθνής πολιτικήπαραείναι σοβαρή υπόθεση για κάτι τέτοιο.

Kenneth Waltz
Θεωρία Διεθνούς Πολιτικής
Εκδ. Ποιότητα

.~`~.
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική

*
*

Συγχώνευση ιδιωτικής και δημόσιας σφαίρας και μαζική δημοκρατία - μέρος α´.

$
0
0

Τραγουδιστές, ποδοσφαιριστές, χειρούργοι, τραπεζίτες, έπιλέγονται ώς πρότυπα ταύτισης ταυτόχρονα καί έξ ίσου μέ σκληρούς καί ένεργητικούς ή εύθραυστους καί μαζεμένους, πλούσιούς καί κομψούς ή περιθωριακούς άλλά ασυνήθιστους κι άλλιώτικους «τύπους». Εμφανίζεται έτσι τό παράδοξο ότι ή άτομικιστική θεμελιώδης στάση τών ανθρώπων μέσα στη μαζική δημοκρατία γεννά τήν αύτάρεσκη εντύπωση ότι καί ή ταύτιση μέ τό εκάστοτε προτιμώμενο πρόσωπο αποτελεί μιά πράξη μέσα στό πλαίσιο τής αναζήτησης τής πρωτοτυπίας καί τής ατομικής αυτοπραγμάτωσης. Ατομικιστική αυτοπεποίθηση καί έμπρακτη μαζικοποίηση, προσωπική ένταση καί διάλυση του Εγώ μέσα στήν όμαδα συμπορεύονται άρμονικά, όπως φαίνεται λ.χ. στό μαζικοδημοκρατικό φαινόμενο της λατρείας τών διαφόρων «στάρ». Ώστε ό μαζικοδημοκρατικός ατομικισμός διόλου δέν αποκλείει τήν έσωτερική έξάρτηση τού άτόμου άπό μιάν ομαδα ή τή συμμόρφωσή του μέ μιαν ομαδική συμπεριφορά. Τό άτομο ασχολείται βέβαια συνεχώς με τον εαυτό του και αποτιμά τις σχέσεις του με τούς άλλους άπό τή σκοπιά τής αυτοπραγμάτωσής του, συνάμα όμως εντείνεται η αναγκη του για αυτοεπιβεβαίωση η οποια μπορεί να ίκανοποιηθεί μονάχα μέ τήν αναγνώριση στό πλαίσιο τής εκάστοτε ενδιαφέρουσας ομάδας. Γι'αυτό καί στήν καθημερινή ζωή της μαζικής δημοκρατίας μεγαλώνει συνεχώς ή σημασία τών «ψυχολογικών προβλημάτων» καθώς καί τών μεθόδων γιά τήν αντιμετώπισή τους.
Σέ φαινόμενα όπως ή λατρεία τών «στάρ» αποκαλύπτονται όχι μόνον οί άμφιρρέπειες τών μηχανισμών τής ταύτισης μέσα στή μαζική δημοκρατία, αλλά επίσης η έκταση και οι άμεσες συνέπειες τής κατάργησης του χωρισμού ανάμεσα σέ ίδιωτική καί δημόσια σφαίρα. Ο «στάρ» της τέχνης, τού άθλητισμού ή τής πολιτικής ζεί διαρκώς κάτω απο τα εν μέρει περίεργα ενμέρει ζηλόφθονα και εν μερει έκθαμβα μάτια τής μαζικοδημοκρατικής δημοσιότητας, ή ιδιωτική του ζωή άποτελεί ζήτημα γενικού ένδιαφέροντος και υλικό συζητήσεων πού προσφέρεται άφθονα άπό τά μέσα μαζικής ένημέρωσης'γνωρίζοντας τήν έντονη ζήτηση γιά τέτοιου είδους πληροφορίες, οι «σταρ» δημοσιεύούν κι αύτοί όλο καί πιό φιλόπονα τά ήμερολόγια καί τά άπομνημονεύματά τους. Δέν είναι δύσκολο νά καταλάβουμε γιατί αυτά τά προϊόντα τής ελαφρής φιλολογίας, σέ άρμονική συνεργασία μέ τά είκονογραφημενα περιοδικά καί τόν σκανδαλοθηρικό τύπο, ένδυναμώνουν μέ τόν λίγο ή πολύ χυδαίο τρόπο τους έξισωτικά αίσθήματα καί άπό την άποψη αυτην προωθούν τον εκδημοκρατισμο: στην ιδιωτική σφαίρα όλοι έμφανίζονται σέ γενικές γραμμές ίσοι, έχουν τά ίδια πάθη, τίς ίδιες έπιθυμίες ή αδυναμίες, βιώνουν τήν ευτυχία καί τή δυστυχία μέ τόν ίδιο τρόπο, κοντολογής, όλοι είναι εξ ίσου «άνθρωποι». Τό ιδιωτικό στοιχείο δρα λοιπόν ενοποιητικά και εξισωτικά, ενώ το δημόσιο συνδέεται μέ τις διαβαθμίσεις των αξιωμάτων, τού γοήτρου ή τού πλούτου, οί όποιες συνήθως έρχονται σε αντίθεση μέ τό κοινό έξισωτικό αίσθημα. Η στροφή πρός τήν ιδιωτική σφαίρα συναρτάται βέβαια καί μέ τό ίδεώδες τής αυτοπραγμάτωσης, υλική προϋπόθεση του οποίου είναι τό κοινωνικό κράτος, έφ'όσον αυτό απαλλάσσει τό άτομο από διάφορες μέριμνες καί του δίνει τή δυνατότητα ν'άσχοληθεί μέ τόν εαυτό του καί μέ άλλους ώς πρόσωπα ιδιωτικά.
Το αστικό αίτημα τής δημοσιότητας μετατρέπεται τώρα στό δημοκρατικό αίτημα τής διαφάνειας, τό νόημα τής όποίας άπό πολλαπλές απόψεις έγκειται ακριβώς στήν άρση τού χωρισμού ανάμεσα σέ δημόσια και ιδιωτική σφαίρα. Όμως ή άρση αυτή δέν συντελείται απλώς μέ τή νίκη τού ιδιωτικού πάνω στα δημόσιο (μέ τήν αστική έννοια των όρων), παρά μάλλον μέ τή συγχώνεύση των δύο σφαιρών, έτσι ώστε οί δημόσιες υποθέσεις κρίνονται όλο καί περισσότερο άπό τή σκοπιά τόν ίδιωτικών ενδιαφερόντων τούτων ή έκείνων των ατόμων, ένώ τό ιδιωτικό στοιχείο όλο καί περισσότερο έρχεται στή δημοσιότητα χωρίς τις αστικές αναστολές, και μαλιστα επιδεικνύεται έσκεμμένα. Αυτό γίνεται ιδιαίτερα αισθητό στήν άποκοπή άπό τούς αστικούς τρόπους καί τήν αστική συμπεριφορά, άπό τήν όλο καί μεγαλύτερη ευκολία, μέ την οποία ξένοι μεταξύ τους μιλούν στον ενικό, ίσαμε τις ερωτικές διαχύσεις καταμεσής του δρόμου. Αυτή η συχνά επιδεικτική απόρριψη των «συμβάσεων» πάει να υποδηλώσει ότι το άτομο βρίσκεται καθ'οδόν προς την αυτοπραγμάτωση και έχει ξεπεράσει με πρόσχαρο αυθορμητισμό τις αρετές τις αυτοϋπέρβασης.
Η εξισωτική θεμελιώδης στάση, η οποία συμβάλλει κατ'αυτόν τον τρόπο στην άρση του χωρισμού ανάμεσα σε ιδιωτική και δημόσια σφαίρα, συμπυκνώνεται και σε μιαν άλλη κατάσταση πραγμάτων, ίσως ακόμα σημαντικότερη για τη νοοτροπία και τον τρόπο ζωής της μαζικής δημοκρατίας. Η εναλλαξιμότητα των ατόμων και των ρόλων, η οποία καθιστά δυνατή και υποβαστάζει την κοινωνική ισότητα, φαίνεται τώρα να φτάνει σε σημείο όπου μπορεί να καταργήσει διαφορές θεωρούμενες ίσαμε τώρα ως δεδομένες από τη φύση. Αυτό αφορά πρώτα-πρώτα στη σχέση των δύο φύλων... Με δεδομένη την ατομικιστική πρόθεση της αυτοπραγμάτωσης, δεν είναι λοιπόν παράδοξο ότι στο πλαίσιο μιας κοινωνίας κατατμημένης σε άτομα η γενετήσια σχέση γίνεται πρότυπο παράδειγμα εναλλαξιμότητας των ατόμων και των ρόλων... Η αλλαγή αυτή ανταποκρίνεται, όπως άλλωστε και το ιδεώδες της αυτοπραγμάτωσης εν γένει, στη μετάβαση από το πρότυπο της συσσώρευσης στο πρότυπο της κατανάλωσης...
Το αίτημα κατάργησης του αυταρχισμού στον ειδικό αυτόν τομέα πηγάζει όμως και από ένα άλλο γεγονός, το οποίο είναι χαρακτηριστικό για την κοινωνική ζωή στη μαζική δημοκρατία και καινοφανές από ιστορική άποψη. Εννοούμε την κατ'αρχήν κοινωνική ισοπέδωση των ηλικιών, η οποία ακριβώς όπως και η επιδιωκόμενη εξάλειψη των διαφορών ανάμεσα στα φύλα -και η συναφής αναβίωση μυστικιστικών αντιλήψεων για τον ανδρογυνισμό- πηγάζει αναγκαστικά από την εξέγερση του εξισωτισμού ενάντια στους βιολογικούς παράγοντες. Στην περίπτωση αυτήν υπάρχει όμως κι ένας ιδιαίτερος κοινωνικός λόγος που την ισότητα των ηλικιών τη μετατρέπει τελικά σε υπεροχή της νεότητας. Σε όλους τους προγενέστερους κοινωνικούς σχηματισμούς, η σχεδόν απόλυτη ή πάντως σχετική σταθερότητα των εργασιακών μεθόδων και του καταμερισμού της εργασίας είχε ως συνέπεια ότι η μακρά πείρα αποτελούσε πλεονέκτημα πρώτης γραμμής, το οποίο αξιοποιούσε κανείς προ παντός όταν μυούσε νέους στις παραδεδομένες τεχνικές της εργασίας. Το πλεονέκτημα τούτο οι πρεσβύτεροι το χάνουν στον βαθμό που η εξέλιξη στον τομέα της κοινωνικής εργασίας γίνεται τόσο γρήγορη, ώστε μονάχα όσοι μπαίνουν τελευταίοι σ'αυτόν μπορούν να προσαρμοσθούν στην πιο πρόσφατη κατάσταση πραγμάτων.
Πάνω σ'αυτήν τη βάση ανθεί η μαζικοδημοκρατική λατρεία της νεότητας και της νεανικότητας, με την οποία οι πρεσβύτεροι επιδιώκουν κατά το δυνατόν να συμπορευθούν, πασχίζοντας, με διαφορετική επιτυχία εκάστοτε, να παραμείνουν όσο γίνεται περισσότερο «fit», να παρακολουθούν όσο μπορούν τις εξελίξεις στη μόδα κτλ. και να επιδεικνύουν καλοπροαίτρετη κατανόηση για τα νέα ήθη. Με τη δραστική αλλαγή στη κοινωνική θέση της νεολαίας ανατιμώνται σημαντικά και μπαίνουν στο επίκεντρο της κοινωνικής ζωής ασχολίες που από τη φύση τους είναι υπόθεση των νέων ανθρώπων, όπως τα αθλήματα και το παιγνίδι, ενώ αντίστροφα η αρρώστια και ο θάνατος παραγκωνίζονται και, όταν επισυμβαίνουν, τα αντιπαρέρχεται κανείς με διακριτικότητα ή σιωπή.

Η παρακμή του αστικού πολιτισμού
Από τη μοντέρνα στη μεταμοντέρνα εποχή και από το φιλελευθερισμό στη μαζική δημοκρατία
Εκδ. Θεμέλιο

.~`~.
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική

*
*

Ανθρωποποίηση.

Viewing all 1482 articles
Browse latest View live