---------------------------------------------------------------
Έδωσα για πολλά χρόνια στο πανεπιστήμιο μια σειρά μαθημάτων γύρω από το φασισμό. Όσο περισσότερα διάβαζα για το φασισμό και τα συζητούσα με τους φοιτητές μου, τόσο περισσότερο μπερδευόμουν.
.~`~.
I
Γενικά στοιχεία
Ο φασισμός υπήρξε η μεγαλύτερη πολιτική καινοτομία του εικοστού αιώνα και η πηγή μεγάλού μέρούς των δεινών του. Όλα τα υπόλοιπα σημαντικά ρεύματα της σύγχρονης δυτικής πολιτικής κουλτούρας - ο συντηρητισμός, ο φιλελευθερισμός, ο σοσιαλισμός - έφτασαν στο σημείο της ωριμότητάς τούς ανάμεσα στα τέλη του δεκάτου ογδoού και στα μέσα του δεκάτου ενάτού αιώνα. Ωστόσο, ήδη μέχρι τη δεκαετία του 1890 ο φασισμός ήταν κάτι πού δεν μπορούσε κανείς να φανταστεί...
α´
Φασισμός: Η γέννηση του όρου
Η λέξη φασισμόςπροέρχεται από το ιταλικό fascio (λατ. fascium-fascis), που μία από τις έννοιές του είναι μάτσο ή δεμάτι. Το σύμβολο του φασισμού είναι ο Fascio Littorio, ο πέλεκυς τοποθετημένος μέσα σε ένα δεμάτι από βέργες που το περιέφεραν μπροστά από τους υπάτους στις ρωμαϊκές δημόσιες πομπές και συμβόλιζε την εξουσία και την ενότητα του κράτους. Πριν από το 1914 το συμβολισμό του ρωμάϊκού πέλεκυτον οικειοποιούνταν συνήθως η Αριστερά (1). Η Μαριάννα το σύμβολο της Γαλλικής Επανάστασης, κατά τον δέκατο ένατο αιώνα συχνά απεικονιζόταν με έναν διπλό πέλεκυστα χέρια της, σύμβολο της δύναμης που είχε η δημοκρατική ενότητα ενάντια στούς εχθρούς της: αριστοκράτες και κληρικούς. Ο διπλός πέλεκυς παρουσιάζεται σε περίοπτη θέση στον πίνακα του Κρίστοφερ Ρεν με τίτλο Σελντόνιαν Θιατερ (1664-'69) στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Επίσης εμφανίστηκε στο Λίνκολν Μεμόριαλ στην Ουάσινγκτον (1922) και στο αμερικανικό νόμισμα των 25 σεντς που κόπηκε το 1932.
Οι Ιταλοί επαναστάτες χρησιμοποίησαν στα τέλη τον δεκάτου ενάτού αιώνα τον όρο Fascio για να εμπνεύσούν αίσθημα ενότητας στούς αφοσιωμένους μαχητές. Οι αγρότες που εξεγέρθηκαν ενάντια στούς γαιοκτήμονές τους στη Σικελία την περίοδο 1893-'94 αποκάλεσαν τις οργανώσεις τους Fasci Siciliani. Όταν στα τέλη του 1914 μια ομάδα αριστερών εθνικιστών, μαζί με τούς οποίους σύντομα τάχθηκε και ο Μπενίτο Μουσολίνι (2), επεδίωξαν να εισαγάγούν την Ιταλία στον Α'Παγκόσμιο πόλεμο με την πλευρά των Συμμάχων, διάλεξαν ένα όνομα προορισμένο να μεταδώσει ταυτόχρονα τη θέρμη και την ενότητα της εκστρατείας τούς: Fascio Rivoluzionario d' Azioe Interventista (Επαναστατική Ένωση για Παρεμβατική Δράση). Στο τέλος του Α'Παγκοσμίου πολέμού ο Μουσολίνι δημιούργησε τον όρο fascismo (φασισμός) για να περιγράψει τις διαθέσεις μιας μικρής ομάδας εθνικιστών πρώην στρατιωτών και συνδικαλιστών επαναστατών (3) υπέρμαχων του πολέμου, τούς οποίους οργάνωνε ο ίδιος. Ακόμα και τότε δε μονοπωλούσε τη λέξη fascio, η οποία συνέχισε να χρησιμοποιείται γενικά από ομάδες ακτιβιστών ποικίλων πολιτικών αποχρώσεων.
Επίσημα ο φασισμός γεννήθηκε στο Μιλάνο την Κυριακή 23 Μαρτίού 1919. Εκείνο το πρωινό περισσότερα από εκατό άτομα, μεταξύ των οποίων βετεράνοι πολέμού, συνδικαλιστές πού είχαν υποστηρίξει τον πόλεμο, φουτουριστές διανοούμενοι, μαζί με ορισμένούς ρεπόρτερ και κάποιους άλλους απλώς περίεργους συγκεντρώθηκαν στην αίθούσα συνεδριάσεων της Βιομηχανικής και Εμπορικής Συμμαχίας του Μιλάνου πού έβλεπε στην πλατεία Σαν Σεπόλκρο, για να «κηρύξούν πόλεμο ενάντια στο σοσιαλισμό... επειδή έχει εναντιωθεί στον εθνικισμό». Ο Μουσολίνι αποκαλούσε το κίνημά του Fasci di Combattimento, το οποίο πάνω κάτω σημαίνει «ομάδες μάχης»...
Τα φασιστικά κινήματα παρουσιάζαν τόσο εμφανείς διαφορές από το ένα εθνικό τοπίο στο άλλο, ώστε κάποιοι αμφιβάλλουν αν ο όρος φασισμόςμπορεί να θεωρηθεί ως κάτι περισσότερο εκτός από βρισιά. Το επίθετο χρησιμοποιείται τόσο συχνά, ώστε σχεδόν οποιοσδήποτε κρατά στα χέρια του ή απειλεί την εξουσία είναι φασίστας. Οι αμφισβητίες θεωρούν πως ίσως θα 'πρεπε να ξεφορτωθούμε τον όρο (4).
β´
Όλοι είναι σίγουροι πως γνωρίζουν τι είναι ο φασισμός. Ο φασισμός, όντας η πιο ενσυνείδητα εποπτική απ'όλες τις πολιτικές μορφές μας παρουσιάζεται με έντονες βασικές εικόνες: ο σοβινιστής δημαγωγός όταν αγορεύει με πάθος ενώπιον ενός εκστατικού πλήθούς'πειθαρχημένες σειρές από νεαρούς που παρελαύνουν με στρατιωτικό βηματισμό'μαχητές με χρωματιστά πουκάμισα που ξυλοκοπούν μέλη κάποιας δαιμονικής μειονότητας'αιφνιδιαστικές εισβολές τα χαράματα'και καλογυμνασμένοι στρατιώτες που παρελαύνουν στούς δρόμούς μιας υπόδουλης πόλης. Ωστόσο, εξετάζοντας πιο προσεκτικά μερικές από αυτές τις οικείες εικόνες, βλέπουμε ότι δημιουργούν εύκολες πλάνες.
Η εικόνα τού πανίσχυρου δικτάτορα εξατομικεύει το φασισμό και δημιούργεί την εσφαλμένη εντύπωση πως μπορούμε να τον κατανοήσουμε πλήρως εξετάζοντας προσεκτικά μόνο τον αρχηγό. Η εικόνα αυτή, η ισχύς της οποίας επιβιώνει ακόμη και σήμερα, αποτελεί τον τελευταίο θρίαμβο των φασιστών προπαγανδιστών. Προσφέρει ένα άλλοθι στα έθνη πού ενέκριναν ή ανέχτηκαν φασίστες ηγέτες και στρέφει την προσοχή μακριά από τα πρόσωπα, τις ομάδες και τους θεσμούς που τον βοήθησαν. Χρειαζόμαστε ένα πιο ραφιναρισμένο μοντέλο φασισμού πού να διερεύνά τη σχέση ανάμεσα στον αρχηγό και στο έθνος και ανάμεσα στο κόμμα και στην κοινωνία.
Η εικόνα του πλήθους που φωνάξει ρυθμικά πανηγυρικές ιαχές τρέφει τον ισχυρισμό ότι ορισμένοι ευρωπαϊκοί λαοί είχαν μια φυσική προδιάθεση προς το φασισμό και ανταποκρίθηκαν με ενθουσιασμό λόγω του εθνικού τους χαρακτήρα. Φυσική συνέπεια αυτής της εικόνας είναι η συγκαταβατική άποψη ότι η ιστορία ορισμένων εθνών έδωσε τροφή στο φασισμό (5). Κάτι τέτοιο μετατρέπεται πολύ εύκολα σε άλλοθι για τα έθνη που παρέμειναν απλοί θεατές: δε θα μπορούσε να συμβεί σ'εμάς. Πέρα από αυτές τις οικείες εικόνες και έπειτα από μια πιο λεπτομερή εξέταση, η φασιστική πραγματικότητα γίνεται ακόμα πιο περίπλοκη. Για παράδειγμα, το καθεστώς που εφηύρε τη λέξη φασισμός - η Ιταλία του Μουσολίνι - επέδειξε ελάχιστα σημάδια αντισημιτισμού για διάστημα δεκαέξι χρόνων αφότου ανέλαβε την εξουσία. Πράγματι, ανάμεσα στους βιομηχάνους και στους μεγάλους γαιοκτήμονες που χρηματοδότησαν αρχικά τον Μουσολίνι περιλαμβάνονταν και εβραίοι υποστηρικτές του. Ο ίδιος διατηρούσε στενές φιλικές σχέσεις με εβραίους όπως ο Άλντο Φίντσι, μέλος του Φασιστικού Κόμματος, και είχε μια εβραία ερωμένη, τη Μαργκερίτα Σαρφάτι, συγγραφέα της πρώτης επίσημης βιογραφίας του. Περίπού διακόσιοι εβραίοι έλαβαν μέρος στην Πορεία προς τη Ρώμη. Αντιθέτως, η δωσίλογη γαλλική κυβέρνηση του στρατάρχη Πετέν στο Βισί (1940-'44) ήταν ιδιαίτερα αντισημιτική, ενώ για άλλούς λόγούς είναι προτιμότερο να τη χαρακτηρίσουμε απολυταρχική (6) και όχι φασιστική, όπως θα δούμε. Επομένως, καθίσταται προβληματικό να θεωρούμε ως ουσία του φασισμού έναν ισχυρό αντισημιτισμό.
Ενα άλλο θεωρούμενο ως βασικό χαρακτηριστικό τον φασισμού είναι το αντικαπιταλιστικό, αντι-αστικό πνεύμα του. Τα πρώιμα φασιστικά κινήματα επεδείκνύαν την περιφρόνησή τούς απέναντι στις αξίες της αστικής τάξης και σε όσούς το μόνο πού ήθελαν ήταν «να κερδίσούν χρήματα, χρήματα, βρώμικα χρήματα». Επιτίθεντο στον «διεθνή οικονομικό καπιταλισμό» σχεδόν όπως και στούς σοσιαλιστές. Έφτασαν στο σημείο να υποσχεθούν ότι θα δήμεύαν τις περιούσίες των ιδιοκτητών πολυκαταστημάτων προς όφελος των πατριωτών μαστόρων και τις περιουσίες των μεγάλων γαιοκτημόνων προς όφελος των αγροτών. Κάθε φορά όμως πού τα φασιστικά κινήματα αποκτούσαν την εξουσία, δεν έκαναν τίποτα για να υλοποιήσούν αυτές τις αντικαπιταλιστικές απειλές. Αντίθετα, πραγματοποιούσαν με ακραία βία και σχολαστικότητα τις απειλές τούς κατά του σοσιαλισμού. Οι συγκρούσεις στούς δρόμους με νεαρούς κομουνιστές ήταν από τις πιο δυνατές εικόνες προπαγάνδας. Μόλις τα φασιστικά καθεστώτα έπαιρναν στα χέρια τούς την εξουσία, απαγόρεύαν τις απεργίες, διέλύαν τα ανεξάρτητα εργατικά συνδικάτα, μείωναν την αγοραστική δύναμη των μισθωτών και κατέκλυζαν με παραγγελίες τις πολεμικές βιομηχανίες, προς μεγάλη ικανοποίηση των εργοδοτών. Οι ερευνητές, αντιμέτωποι με αυτές τις αντιφάσεις ανάμεσα σε λόγια και πράξεις σχετικά με τον καπιταλισμό, έχουν καταλήξει σε αντίθετα συμπεράσματα. Ορισμένοι, ερμηνεύοντας τα λόγια στην κυριολεξία, θεωρούν το φασισμό μια μορφή ακραίού αντικαπιταλισμού. Κάποιοι άλλοι, και όχι μόνο οι μαρξιστές, υποστηρίζούν τη δια μετρικά αντίθετη θέση, ότι δηλαδή οι φασίστες έσπευσαν να βοηθήσουν τον καπιταλισμό που αντιμετώπιζε προβλήματα και στήριξαν με έκτακτα μέτρα το υπάρχον σύστημα της κατανομής τον πλούτου και της κοινωνικής ιεραρχίας...
Αν θεωρήσουμε ότι ο φασισμός ήταν «επαναστατικός», τότε η σημασία της λέξης εδώ ήταν πολύ ιδιαίτερη, αρκετά διαφορετική από εκείνη κατά την περίοδο από το 1789 έως το 1917 και η οποία αντιστοιχούσε σε μια βαθιά ανατροπή της κοινωνικής τάξης πραγμάτων και στην ανακατανομή της κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής δύναμης. Ωστόσο, ο φασισμός επέφερε ορισμένες αρκετά βαθιές αλλαγές ώστε να αποκαλούνται «επαναστατικές», αν θέλουμε να δώσουμε στη λέξη αυτή μια διαφορετική σημασία. Την περίοδο που ο φασισμός βρισκόταν σε πλήρη ανάπτυξη, προχώρησε σε ανασχεδιασμό των ορίων ανάμεσα στο ιδιωτικό και στο δημόσιο, μειώνοντας αισθητά ό,τι κάποτε ήταν αδιαμφισβήτητα ιδιωτικό. Άλλαξε τις αρχές τη υπηκοότητας, από την άσκηση των συνταγματικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων μέχρι τη συμμετοχή σε μαζικές τελετές αποδοχής και συμμόρφωσης. Αναπροσάρμοσε τις σχέσεις ανάμεσα στο άτομο και στην έννοια της συλλογικότητας, έτσι ώστε το άτομο να μην έχει κανένα δικαίωμα πέρα από το συμφέρον της κοινότητας. Επεξέτεινε τις εξουσίες της διοίκησης - κόμματος και κράτους - σε μια προσπάθεια να εδραιώσει τον απόλυτο έλεγχο. Τέλος, αναζωπύρωσε επιθετικά συναισθήματα που μέχρι εκείνη τη στιγμή η Ευρώπη είχε γνωρίσει μόνο κατά τη διάρκεια του πολέμου ή της κοινωνικής επανάστασης. Αυτές οι αλλαγές συχνά έφερναν τους φασίστες σε σύγκρουση με συντηρητικές πεποιθήσεις ριζωμένες στους θεσμούς της οικογένειας, της Εκκλησίας, της κοινωνικης τάξης και της ιδιοκτησίας. Μόλις εξετάσουμε πιο λεπτομερώς τις περίπλοκες σχέσεις συνεργίας, εκδούλευσης και περιστασιακής αντίστασης που συνέδεαν τους καπιταλιστές με τους κυβερνώντες φασίστες, θα δούμε ότι ο φασισμός δεν μπορεί να θεωρηθεί απλώς ως μια πιο ισχυρή μορφή συντηρητισμού, έστω κι αν διατηρούσε το υπάρχον καθεστώς ιδιοκτησίας και κοινωνικής ιεραρχίας.
γ´
Είναι δύσκολο να τοποθετήσει κανείς το φασισμό στον γνωστό πολιτικό χάρτη Αριστεράς-Δεξιάς. Άραγε οι ίδιοι οι φασιστές αρχηγοί γνώριζαν από την αρχή; Όταν ο Μουσολίνι συγκέντρωσε τους φίλους του στην πλατεία Σαν Σεπόλκρο, το Μάρτιο του 1919, δεν ήταν απολύτως σαφές αν προσπαθούσε να συναγωνιστεί τους πρώην αριστερούς συντρόφους του στο Σοσιαλιστικό Κόμμα της Ιταλίας ή να τους επιτεθεί κατά μέτωπο από Δεξιά. Μέσα στο φάσμα της ιταλικής πολιτικής ζωής, που θα μπορούσε να βρει τη θέση του αυτό που κάποιες φορές εξακολουθούσε να αποκαλεί «εθνικό συνδικαλισμό» (7). Πράγματι, ο φασισμός πάντοτε στήριζε ετούτη την ασάφεια.
Ωστόσο, οι φασίστες ήταν ξεκάθαροι όσον αφορά ένα πράγμα: δε βρίσκονταν στο κέντρο. Η περιφρόνηση των φασιστών για το ήπιο, εφησυχασμένο, συμβιβαστικό κέντρο ήταν απόλυτη (μολονότι τα φασιστικά κόμματα που αποζητούσαν ενεργά την κατάκτηση της εξουσίας θα αναγκάζονταν να ταχθούν από κοινού με τους κεντρώους συμμάχους τους ενάντια στους κοινούς εχθρούς της Αριστεράς). Η περιφρόνηση τους απέναντι στον φιλελεύθερο κοινοβουλευτισμό και στον υποτονικό αστικό ατομικισμό, καθώς και ο ριζοσπαστικός χαρακτήρας των μέτρων που εφάρμοζαν για την αποκατάσταση της εθνικής ανεπάρκειας και διάσπασης δε συμφωνούσε με την προθυμία τους να συνάψουν συμμαχίες με εθνικιστές συντηρητικούς εναντίον της διεθνιστικής Αριστεράς. Η τελική απάντηση των φασιστών για τον πολιτικό χάρτη Αριστεράς-Δεξιάς ήταν ο ισχυρισμός τους πως είχαν κατορθώσει να τον θέσουν σε αχρηστία, όντας οι ίδιοι «ούτε Δεξιοί ούτε Αριστεροί», υπερβαίνοντας τέτοιου είδους ξεπερασμένους διχασμούς και ενώνοντας το έθνος.
Μια άλλη αντίφαση ανάμεσα στη φασιστική ρητορική και στη φασιστική πρακτική έχει να κάνει με τον εκσυγχρονισμό: τη μετάβαση από το αγροτικό στο αστικό, από τη χειρωνακτική εργασία στη βιομηχανία, τη διάσπαση της διαδικασίας παραγωγής, τις κοσμικές κοινωνίες και την τεχνολογική οργάνωση της εργασίας. Οι φασίστες συχνά αναθεμάτιζαν τις απρόσωπες πόλεις και την υλιστική εκκοσμίκευση και τόνιζαν τη σημασία μιας αγροτικής ουτοπίας ελεύθερης από την απουσία δεσμεύσεων, τις αντιφάσεις και την ανηθικότητα της αστικής ζωής (8). Ωστόσο, οι φασίστες αρχηγοί λάτρεύαν τα γρήγορα αυτοκίνητά τους και τα αεροπλάνα, διέδιδαν το μήνυμά τους μέσα από εξαιρετικά σύγχρονες τεχνικές προπαγάνδας και υποκριτικής. Μόλις καταλάμβαναν την εξουσία, επιτάχυναν το βιομηχανικό ρυθμό παραγωγής με σκοπό να επανεξοπλιστούν. Έτσι, είναι δύσκολο να τοποθετήσει κανείς την ουσία του φασισμού αποκλειστικά και μόνο είτε στο πλαίσιο της αντιεκσυγχρονιστικής αντίδρασης είτε σ'εκείνο της εκμοντερνιστικής δικτατορίας.
Η καλύτερη λύση έγκειται όχι στη δημιουργία δυϊσμών αλλά στη διερεύνηση της σχέσης του μοντερνισμού με το φασισμό μέσα από την περίπλοκη ιστορική του πορεία. Η σχέση αυτή παρουσίασε δραματικές ιδιαιτερότητες σε διάφορα στάδια της εξέλιξής της. Τα πρώιμα φασιστικά καθεστώτα εκμεταλλεύτηκαν τις διαμαρτυρίες των θυμάτων της ξαφνικής βιομηχανοποίησης και παγκοσμιοποίησης - των ηττημένων του εκσυγχρονισμού, χρησιμοποιώντας, σίγούρα, τις πιο σύγχρονες μορφές και τεχνικές προπαγάνδας. Ταυτόχρονα, ένας εκπληκτικός αριθμός «μοντερνιστών» διανοούμενων θεωρούσαν ευχάριστο, από αισθητική και συναισθηματική άποψη, αυτόν τον προωθημένο συνδυασμό «εμφάνισης» και κριτικού βλέμματος για τη σύγχρονη κοινωνία, μαζί με την περιφρόνηση που επεδείκνυε ο φασισμός προς τη συμβατική μικροαστική αισθητική. Αργότερα, όντας στην εξουσία, τα φασιστικά καθεστώτα επέλεξαν αποφασιστικά το δρόμο του βιομηχανικού συγκεντρωτισμού και της παραγωγικότητας, γιγάντιούς αυτοκινητόδρομους και σύγχρονο εξοπλισμό. Η έντονη επιθυμία για εξοπλισμο και για τη διεξαγωγη επεκτατικών πολέμων σάρωσε το όραμα ενός παραδείσου για τους βιοπαλαιστές τεχνίτες και αγρότες που είχαν αποτελέσει την πρώιμη βάση των πρώιμων κινημάτων, αφήνοντας πίσω της μόνο μερικούς φτωχικούς ξενώνες για νέούς, τα Lederhosen Σαββατοκύριακα του Χίτλερ, τις φωτογραφίες του Μουσολίνι γυμνού από τη μέση και πάνω στη συγκομιδή σιτηρών, ενθύμια της αρχικής αγροτικής νοσταλγίας.
Ο μόνος τρόπος για να διερευνήσουμε την αμφίσημη σχέση ανάμεσα στο φασισμό και στο μοντερνισμό, που τόσο προβλημάτισε όσους αναζητούν τη μία και μοναδική ουσία του φασισμού, είναι να ακολουθήσουμε ολόκληρη τη διαδρομή πού διέτρεξε ο φασισμός. Μερικά άτομα ακολούθησαν την ίδια διαδρομή στην προσωπική τους πορεία. Ο Άλμπερτ Σπέερ έγινε μέλος του κόμματος τον Ιανουάριο του 1931 ως μαθητής τον Χάινριχ Τέσενοου στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας Βερολίνου-Σαρλότενμπουργκ, και ήταν «όχι μοντέρνος αλλά κατά μία έννοια πιο μοντέρνος από τούς υπόλοιπους» στις απόψεις του για την απλή, οργανική αρχιτεκτονική. Μετά το 1933 ο Σπέερ σχεδίασε μνημειώδεις πόλεις για λογαριασμό του Χίτλερ και την περίοδο 1942-'44 κατέληξε να επιδεικνύει τη γερμανική οικονομική ισχύ ως υπουργός εξοπλισμών. Όμως τα φασιστικά καθεστώτα επεδίωκαν ένα εναλλακτικό είδος μοντερνισμού: μια τεχνικά προηγμένη κοινωνία όπου οι πιέσεις και οι διχασμοί τον συστήματος θα εξομαλύνονταν από τις φασιστικές δυνάμεις ολοκλήρωσης και ελέγχου.
Πολλοί διακρίνούν στην ύστατη ριζοσπαστική κίνηση τον φασισμού - τη δολοφονία των εβραίων - μια άρνηση της σύγχρονης λογικής και επιστροφή στη βαρβαρότητα. Εύλογα όμως θα μπορούσε να θεωρηθεί αυτό το γεγονός ως μια άλλη μορφή σύγχρονης φρενίτιδας του φασισμού. Η ναζιστική «εθνική εκκαθάριση» βασίστηκε στις οδηγίες για καθαρότητα πού υπαγορεύτηκαν από την ιατρική επιστήμη και τη δημόσια υγεία του εικοστού αιώνα, το ζήλο των ευγονιστών να απομακρύνουν τους ακατάλληλούς και τούς μολυσμένους (9), μια αισθητική άποψη για το τέλειο σώμα και μια επιστημονική λογική πού δε λάμβανε υπόψη της τα ηθικά κριτήρια (10). Λέγεται ότι τα παραδοσιακά πογκρόμ θα χρειάζονταν διακόσια χρόνια για να ολοκληρώσούν αυτό πού η προηγμένη τεχνολογία κατάφερε στα τρία χρόνια του Ολοκαυτώματος.
Η περίπλοκη σχέση ανάμεσα στο φασισμό και στο μοντερνισμό δεν μπορεί να αναλυθεί έτσι απλά, μ'ένα ναι ή ένα όχι. Πρέπει να ενταχθεί στην εξέλιξη της ιστορίας για την κατάκτηση και την άσκηση της εξουσίας από τούς φασίστες. Η πλέον ικανοποιητική εργασία σχετικά με αυτό το ζήτημα δείχνει πως η αντιμοντερνιστική δυσαρέσκεια διοχετεύθηκε σε συγκεκριμένη νομοθεσία και σιγά σιγά αδρανοποιήθηκε μέσα από τις ισχυρές ρεαλιστικές και πνευματικές δυνάμεις που εργάζονταν στην υπήρεσια ενός άλλου μοντερνισμού. Πρέπει να μελετήσουμε ολόκληρη τη διαδρομή του φασισμού - πως εφάρμοσε την πρακτική του - αν θέλουμε να τον κατανοήσουμε.
---------------------------------------------------------------
(1) Οι χρωματιστοί χιτώνες έχουν επίσης τις ρίζες τους στην Αριστερά, πιθανόν στους «Χίλιους» του Γκαριμπάλντι, στους εθελοντές με τα κόκκινα πουκάμισα που κατέλαβαν το 1860 τη Σικελία και τη Νάπολη με αίτημα τη δημιουργία μιας φιλελέυθερης Ιταλίας. Ο τίτλος Ντούτσεπροέρχεται κι αυτός από τον Γκαριμπάλντι.
(2) Ο Μπενίτο Μουσολίνι υπήρξε ηγετική φυσιογνωμία της επαναστατικής πτέρυγας του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, εχθρός του ρεφορμισμού και καχύποπτος απέναντι στους συμβιβασμούς που ζητούσε η κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματος. Το 1912, σε ηλικία μόλις είκοσι εννιά χρόνων, έγινε υπεύθυνος ύλης του επίσημου κομματικού οργάνου Avanti. Στις 15 Απριλίου του 1919, αμέσως μετά την ιδρυτική συνάντηση του φασιστικού κινήματος, μια ομάδα φίλων του Μουσολίνι, μεταξύ των οποίων ο Μαρινέτι, εισέβαλαν στα γραφεία της εφημερίδας της οποίας είχε διατελέσει αρχισυντάκτης. Ο Μουσολίνι, είχε αποπέμφθεί από το Ιταλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα, πέντε χρόνια πριν, το φθινόπωρο του 1914 από τη φιλειρηνική πλειονότητα, επειδή υποστήριζε την είσοδο της Ιταλίας στον Α'Παγκόσμιο πόλεμο.
(3) Ο επαναστατικός συνδικαλισμός είχε μεγαλύτερη απήχηση στους διασπασμένους και σχεδόν ανοργάνωτους εργάτες της Ισπανίας και της Ιταλίας παρά στους πολυάριθμους και καλά οργανωμένους εργάτες της Βόρειας Ευρώπης, οι οποίοι μέσα από τη ρεφορμιστική νομοθεσία και τις καλά σχεδιασμένες απεργίες υπερασπίζονταν συγκεκριμένα αιτήματα του χώρου εργασίας τους. Είναι πολύ πιθανό να προσέλκυσε περισσότερους διανοούμενους παρά εργάτες.
(4) Έχει αποτελέσει θέμα εντόνων αντιπαραθέσεων το αν το ναζιστικό κόμμα ήταν «φασιστικό» ή κάτι sui generis (το συγκεκριμένο έργο θεωρεί το ναζισμό μια μορφή φασισμού). Ο Zeev Sternhell και ο Dietrich Bracher ισχυρίζονται πως «δεν είναι δυνατόν να υπάρξει μια γενική θεωρία που να συνδυάζει το φασισμό και τον ναζισμό». Η βασική αιτία είναι η σπουδαιότητα με την οποία αντιμετωπίζεται ο βιολογικός ρατσισμός στα πλαίσια του εθνικοσοσιαλισμού και η ελάχιστη ισχύς του στο φασισμό. Έχουν προτείνει να περιοριστεί η αναφορά του όρου φασισμός μόνο στη περίπτωση του Μουσολίνι. Πολλές αναλύσεις, βασίζονται σε μεγάλο βαθμό, στους προσωπικούς δεσμούς ανάμεσα στον Χίτλερ και τον Μουσολίνι. Ο Χίτλερ δήλωνε «ειλικρινής θαυμαστής και μαθητής» του Μουσολίνι. Ο πιο σχολαστικός σκεπτικιστής είναι ο Gilbert Allardyce στο What Fascism Is Not: Thoughts in the Deflation of a Concept.
(5) Ορισμένα έργα της δεκαετίας του 1940, χρωματισμένα καθώς ήταν από τη πολεμική προπαγάνδα, έβλεπαν το ναζισμό σαν τη λογική πραγμάτωση της γερμανικής εθνικής κουλτούρας (ενδεικτικά, From Luther to Hitler: The History of Fascist-Nazi Political Philosophy και το The Roots of National Socialism, υπάρχουν πολλά ακόμα). Το πιο καταθληπτικό σύγχρονο παράδειγμα είναι το Hitler's Willing Executioners: Ordinary Germans and the Holocaust του Daniel Jonah Goldhagen. Είναι καταθλιπτικό επειδή ο συγγραφέας μετέτρεψε μια πολύτιμη μελέτη του σαδισμού ανάμεσα στους αυτουργούς του Ολοκαυτώματος σε μια πρωτόγονη μορφή δαιμονοποίησης ολόκληρου του γερμανικού λαού, αγνοώντας και τους πολυάριθμους συνεργούς που δεν ήταν Γερμανοί αλλά και ορισμένους Γερμανούς που επέδειξαν ανθρωπιά.
(6) Οι απολυταρχικές δικτατορίες κυβερνούν μέσα από προϋπάρχουσες συντηρητικές δυνάμεις (Εκκλησία, στρατό, οργανωμένα οικονομικά συμφέροντα) και προσπαθούν να καθυποτάξουν την κοινή γνώμη, ενώ οι φασίστες ασκούν εξουσία μέσα από το μονοκομματισμό και προσπαθούν να προκαλέσουν τον γενικό ενθουσιασμό. Αυτή η διάκριση αναλύεται λεπτομερέστερα.
(7) Δεν υπάρχει συμφωνία ως προς το πότε ακριβώς εγκατέλειψε ο Μουσολίνι το σοσιαλισμό. Ο βασικός Ιταλός βιογράφος του, ο Renzo De Felice, πιστεύει ότι το 1919 ο Μουσολίνι εξακολουθούσε να θεωρεί τον εαυτό του σοσιαλιστή. Ο Mizla, δηλώνει ότι έπαψε να θεωρεί τον εαυτό του σοσιαλιστή στις αρχές του 1918, όταν άλλαξε τον υπότιτλο της εφημερίδας του Il Popolo d' Italia από «σοσιαλιστική ημερήσια εφημερίδα» σε «ημερήσια εφημερίδα για πολεμιστές και παραγωγούς», όμως υποστηρίζει πως το 1919 δεν είχε στραφεί σαφώς προς την αντεπανάσταση. Ο Sternhell, θεωρεί πως η αποτυχία της Κόκκινης Εβδομάδας (Ιούνιος 1914) στις βιομηχανικές πόλεις της Βόρειας Ιταλίας «έθεσε ένα τέλος στο σοσιαλισμό του Μουσολίνι». Σύμφωνα με τον Emilio Gentile, η αποπομπή του Μουσολίνι από το PSI, το Σεπτέμβριο του 1914, σήμανε την αρχή μιας μακράς ιδεολογικής εξέλιξης'ο Μουσολίνι όμως ήταν πάντοτε ένας «αιρετικός» σοσιαλιστής, περισσότερο νιτσεϊκός παρά μαρξιστής. Ο Bosworth, υποψιάζεται ότι ο Μουσολίνι ήταν ένας καιροσκόπος για τον οποίο ο σοσιαλισμός αποτελούσε απλώς τον παραδοσιακό τρόπο ανέλιξης για έναν επαρχιώτη αριβίστα. Το βασικό ζήτημα είναι πως μπορούμε να ερμηνεύσουμε την επίμονη λεκτική προσήλωση του στην «επανάσταση».
(8) Το ρεύμα ήταν πιο ισχυρό ανάμεσα στους ναζί και στους φασίστες της Κεντρικής Ευρώπης παρά στην Ιταλία, ο Μουσολίνι όμως εξυμνούσε την αγροτική ζωή και προσπαθούσε να ενισχύσει την ενασχόληση των Ιταλών με τη γη. Ο Paul Corner υποψιάζεται πως κατά βάθος σκοπός του ήταν να κρατήσει τους άνεργους μακριά από τις πόλεις και σε καμία παρίπτωση δεν παρεμπόδισε μια οικονομική πολιτική που θα ευνοούσε τους μεγάλους γαιοκτήμονες. Ο Alexander Nützenadel υποστηρίζει ότι ο Μουσολίνι, ακόμα πριν αναλάβει την εξουσία, ήθελε να ολοκληρώσει την Παλιγγενεσία ενσωματώνοντας τους αγρότες.
(9) Οι Αμερικανοί, οι Βρετανοί, ακόμα και οι Σουηδοί ήταν «πρωτοπόροι» στον τομέα της στείρωσης, ακολουθούμενοι από τους Γερμανούς. Στην καθολική Νότια Ευρώπη ο βιολογικός ρατσισμός ήταν πολύ πιο αδύναμος, όμως ο Μουσολίνι ανακοίνωσε μια πολιτική «κοινωνικής υγιεινής και εθνικής εξυγίανσης» στην πιο σημαντική δήλωση του μετά την εγκαθίδρυση της δικτατορίας, στο λόγο που εκφώνησε στις 16 Μαίου του 1927.
(10) Η άποψη αυτή συνάντησε προκλητικές αντιδράσεις από τον μακαρίτη Detlev Peukert στο The Genesis of the 'Final Solution' from the Spirit of Science. Δείτε επίσης Zygmunt Bauman, Modernity and The Holocaust: «Αντιμετωπίζοντας το Ολοκαύτωμα ως μια σύνθετη αποφασιστική επιχείρηση, μπορεί να θεωρηθεί ένα δείγμα σύγχρονου γραφειοκρατικού ορθολογισμού. Σχεδόν τα πάντα γίνονταν με σκοπό να επιτευχθούν τα μέγιστα δυνατά αποτελέσματα με το ελάχιστο δυνατό κόστος και προσπάθεια».
---------------------------------------------------------------
.~`~.
II
Στοιχειώδεις προϋποθέσεις και προάγγελοι
Όπως επεσήμανα, ο φασισμός εμφανίστηκε καθυστερημένα σε σχέση με άλλα πολιτικά κινήματα. Κι αυτό επειδή θεωρούνταν κάτι το αδιανότητο χωρίς τις απαραίτητες προϋποθέσεις.
α´
Μια αναγκαία προϋπόθεση ήταν η μαζική πολιτική (1)... Οι φασίστες, σε αντίθεση με τους συντηρητικούς και τους επιφυλακτικούς φιλελέυθερους, δε θέλησαν ποτέ να εμποδίσουν τη συμμετοχή των λαϊκών μαζών στην πολιτική. Ήθελαν να τις προσεταιριστούν, να τις διαπαιδαγωγήσουν και να τις κινητοποιήσουν. Το σίγουρο είναι πως κατά το τέλος του Α'Παγκοσμίου πολέμου δεν υπήρχε επιστροφή στο καθεστώς του περιορισμένου δικαιώματος ψήφου... Κάτι που έπρεπε να αλλάξει προκειμένου να καταστεί δυνατή η έλευση του φασισμού ήταν η ευρωπαϊκή πολιτική κουλτούρα. Η Δεξιά έπρεπε να παραδεχτεί ότι δεν μπορούσε πλέον να αποφεύγει τη συμμετοχή της στη μαζική πολιτική... Η δημοκρατική και η σοσιαλιστική Αριστερά, που το 1848 ήταν ακόμα ενωμένες, έπρεπε να διασπαστούν για να γίνει εφικτή η πραγμάτωση του φασισμού. Η Αριστερά έπρεπε επίσης να χάσει τη θέση της ως φυσικό καταφύγιο όλων όσοι οραματίζονταν την αλλαγή - ιδεαλιστών και οργισμένων από τη μεσαία αλλά και την εργατική τάξη. Για το λόγο αυτό η πραγμάτωση του φασισμού θα ήταν αδιανόητη χωρίς μια ώριμη και εξελισσόμενη Αριστερά. Πράγματι, οι φασίστες μπορούσαν να βρουν τη θέση τους μόνο όταν ο σοσιαλισμός είχε αποκτήσει αρκετή δύναμη, ώστε να έχει μερίδιο στην εξουσία και ως εκ τούτου να απογοητεύσει μέρος των οπαδών του που προέρχονταν παραδοσιακά από την εργατική τάξη και από τους διανοούμενους. Άρα μπορούμε να τοποθετήσουμε το φασισμό χρονικά όχι μόνο μετά την αμετάκλητη καθιέρωση της μαζικής πολιτικής, αλλά μάλιστα προς το τέλος της συγκεκριμένης διαδικασίας, όταν οι σοσιαλιστές έφτασαν στο σημείο να συμμετάσχουν στη διακυβέρνηση και ως εκ τούτου να εκτεθούν.
Η υπέρβαση αυτού του ορίου έγινε τον Σεπτέμβριο του 1899, όταν ο πρώτος Ευρωπαίος σοσιαλιστής αποδέχτηκε μια θέση σ'ένα μικροαστικό κυβερνητικό συμβούλιο προκειμένου να συμβάλλει στην υποστήριξη της γαλλικής δημοκρατίας που βαλλόταν κατά τη διάρκεια της υπόθεσης Ντρέιφους. Η πράξη του αυτή προκάλεσε την εχθρότητα μερικών από τους υπέρμαχους της ηθικής καθαρότητας που άνηκαν στο κίνημα του. Το 1914 ένα μέρος από τους παραδοσιακούς οπαδούς της Αριστεράς είχε πλέον απογοητευτεί απ'ό,τι θεωρούσαν συμβιβασμό των μετριοπαθών κοινοβουλευτικών σοσιαλιστών. Μετά τον πόλεμο, στην αναζήτηση τους για κάτι πιο αδιάλλακτά επαναστατικό, στράφηκαν στον μπολσεβικισμό ή, μέσω του εθνικού συνδικαλισμού στο φασισμό...
β´
Έχουμε ήδη επισημάνει ότι ο φασισμός ήταν κάτι το απροσδόκητο. Δεν αποτέλεσε το φυσικό επακόλουθο μιας από τις πολιτικές τάσεις που εκδηλώθηκαν κατά τον δέκατο ένατο αιώνα. Δεν μπορεί να γίνει εύκολα κατανοητός με βάση κάποιο από τα σπουδαιότερα πρότυπα του δεκάτου ενάτου αιώνα: φιλελευθερισμός, συντηρητισμός, σοσιαλισμός. Δεν υπήρχαν ούτε οι λέξεις ούτε οι έννοίες για να εκφραστεί πριν από τη δημιουργία του κινήματος του Μουσολίνι και άλλων παρόμοιων, μετά το τέλος του Α'Παγκόσμιου πολέμου.
Ωστόσο, είχαν ήδη υπάρξει κάποιοι οιωνοί. Κατά τα τέλη του δεκάτου ενάτου αιώνα εμφανίστηκαν τα πρώτα σημάδια μιας «Πολιτικής Νέας Τάξης»: η δημιουργία των πρώτων λαϊκών κινημάτων που είχαν σκοπό να στηρίξουν την προτεραιότητα του έθνους απέναντι σε κάθε μορφή διεθνισμού και
παγκοσμιοποίησης. Η δεκαετία του 1880 - με την παράλληλη οικονομική ύφεση και τις διευρυμένες δημοκρατικές πρακτικές - ήταν το κατώφλι.
Η δεκαετία εκείνη έφερε την Ευρώπη αντιμέτωπη με την πρώτη κρίση παγκοσμιοποίησης. Κατά τη δεκαετία του 1880 νέα ατμόπλοια έκαναν δυνατή τη μεταφορά φτηνού σιταριού και κρέατος στην Ευρώπη, οδηγώντας σε χρεοκοπία οικογενειακά αγροκτήματα και αριστοκρατικά υποστατικά και προκαλώντας την εισροή ενός κύματος αγροτών προσφύγων στα αστικά κέντρα. Ταυτόχρονα ο σιδηρόδρομος σάρωσε και το τελευταίο ίχνος χειροποίητων προϊόντων, μεταφέροντας φτηνά βιομηχανικά προϊόντα σε όλες τις πόλεις. Την ίδια εποχή, πρωτοφανή πλήθη μεταναστών κατέφθασαν στη Δυτική Ευρώπη - όχι μόνο οι γνωστοί εργάτες από την Ισπανία και την Ιταλία, αλλά και οι πολιτιστικά ασυνήθιστοι εβραίοι που προσπαθούσαν να γλιτώσουν από την καταπίεση στην Ανατολική Ευρώπη. Αυτές οι αιφνιδιαστικές αναστατώσεις αποτελούν το ιστορικό φόντο για ορισμένες εξελίξεις που έλαβαν χώρα κατά τη δεκαετία του 1880 και τώρα μπορούμε να τις εκλάβουμε σαν τα πρώτα δειλά βήματα προς το φασισμό.
Οι συντηρητικοί γαλλικοί και γερμανικοί πειραματισμοί με το ελεγχόμενο δικαίωμα ευρείας ψήφου, εξαπλώθηκαν κατά τη δεκαετία του 1880. Το τρίτο Βρετανικό Αναθεωρητικό Νομοσχέδιο του 1884 διπλασίασε σχεδόν τον αριθμό των ψηφοφόρων, έτσι ώστε να συμπεριληφθούν όλοι οι ενήλικες άνδρες. Σε όλες αυτές τις χώρες η πολιτική ελίτ αναγκάστηκε να προσαρμοστεί σε μια αλλαγή της πολιτικής κουλτούρας, η οποία αποδυνάμωσε τον κοινωνικό σεβασμό που εδώ και πάρα πολύ καιρό δημιουργούσε η σχεδόν αυτόματη εκλογή στη βουλή αντιπροσώπων που προέρχονταν από την ανώτερη τάξη, ανοίγοντας έτσι το δρόμο για να εισέλθουν και τα πιο «ταπεινά» κοινωνικά στρώματα στην πολιτική: μαγαζάτορες, επαρχιακοί γιατροί και φαρμακοποιοί, μικροδικηγόροι - τα «νέα στρώματα» («nouvelles couche») τα οποία κινητοποίησε το 1874 ο Λέων Γαμβέτας, γιος ενός Ιταλού μετανάστη μανάβη, που σύντομα θα γινόταν ο πρώτος Γάλλος πρωθυπουργός με ταπεινή καταγωγή.
Καθώς δε διέθεταν οικογενειακή περιουσία, αυτοί οι νέοι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι ζούσαν από το βουλευτικό τους μισθό και έγιναν οι πρώτοι επαγγελματίες πολιτικοί. Και επειδή δεν είχαν ουτε το αναγνωρισμένο οικογενειακό όνομα των «ευγενών» που κυριαρχούσαν μέχρι τότε στα κοινοβούλια της Ευρώπης, οι νέοι πολιτικοί έπρεπε να ανακαλύψουν καινούργιες μορφές δικτύων υποστήριξης και νέούς τρόπους προσέλκυσης ψηφοφόρων. Ορισμένοι έφτιαξαν πολιτικούς μηχανισμούς που βασίζονταν σε κοινωνικούς ομίλούς της μεσαίας τάξης, όπως οι Ελευθεροτέκτονες (αυτό έκανε το Ριζοσπαστικό Κόμμα του Γαμβέτα στην
Γαλλία)'κάποιοι άλλοι, στη Γερμανία και στη Γαλλία, ανακάλυψαν την ισχυρή έλξη που διέθεταν ο αντισημιτισμός και ο εθνικισμός.
Κατά το τέλος του δεκάτου ενάτού αιώνα ο αυξανόμενος εθνικισμός εισχώρησε ακόμα και στις τάξεις του οργανωμένου εργατικού δυναμικού. Νωρίτερα αναφέρθηκα στην εχθρότητα που υπήρχε ανάμεσα στούς γερμανικής και τσεχικής καταγωγής εργάτες στη Βοημία, που τότε ανήκε στην αυτοκρατορία των Αψβούργων. Το 1914, ήταν πλέον εφικτό να χρησιμοποιήσει κανείς το εθνικιστικό αίσθημα προκειμένου να κινητοποιήσει ένα μέρος της εργατικής τάξης ενάντια στα υπόλοιπα, ένα φαινόμενο πού έγινε ακόμα πιο έντονο μετά τον Α'Παγκόσμιο πόλεμο.
Για όλους αυτούς τούς λόγους η οικονομική κρίση της δεκαετίας του 1880 επέτεινε τη δημαγωγία, όντας η πρώτη μεγάλη οικονομική ύφεση στην ιστορία της μαζικής πολιτικής. Ως εκ τούτου, η πτώση του βιοτικού επιπέδου μεταφραζόταν αυτομάτως σε εκλογική ήττα για όσους κατείχαν ήδη την εξουσία και σε νίκη για εκείνους που είχαν ελάχιστες πιθανότητες επιτυχίας, αλλά ήταν έτοιμοι να προσελκύσουν τους οργισμένούς ψηφοφόρους με συνοπτικά σλόγκαν. Πολλά γνωστά μαζικά, λαϊκιστικά, εθνικιστικά κινήματα εκδηλώθηκαν στην Ευρώπη τη δεκαετία του 1880.
γ´
Εθνικοσοσιαλισμός: Η γέννηση του όρου
Τον όρο εθνικοσοσιαλισμόςφαίνεται ότι τον επινόησε ο Γάλλος εθνικιστής συγγραφέας Μορίς Μπαρές, ο οποίος στα 1896 περιέγραψε τον αριστοκράτη μαρκήσιο ντε Μορές ως τον «πρώτο εθνικοσοσιαλιστή». Ο Μορές, αφού απέτυχε ως κτηνοτρόφος στη Βόρεια Ντακότα, επέστρεψε στο Παρίσι στις αρχές της δεκαετίας του 1890 και οργάνωσε μια ομάδα από αντισημίτες τραμπούκους, οι οποίοι έκαναν επιθέσεις σε εβραϊκά μαγαζιά και γραφεία. Ως κτηνοτρόφος, ο Μορές βρήκε τους οπαδούς του ανάμεσα στους εργάτες των σφαγείων στο Παρίσι και τους προσέλκυε με ένα μείγμα αντικαπιταλισμού και αντισημιτικού εθνικισμού. Τα μέλη των ομάδων του φορούσαν τα ρούχα και τα καπέλα των καουμπόηδων που είχε ανακαλύψει ο μαρκήσιος στην αμερικανική Δύση, τα οποία, με λίγη φαντασία, θα μπορούσε να πει κανείς ότι αποτέλεσαν την πρώτη φασιστική στολή, πρόδρομο των μαύρων και καφέ χιτώνων. Ο Μορές σκότωσε έναν δημοφιλή εβραίο αξιωματικό, τον λοχαγό Άρμαν Μέγιερ, σε μονομαχία στις αρχές της υπόθεσης Ντρέιφους, στη συνέχεια σκοτώθηκε από τους Τουαρέγκ οδηγούς του στη Σαχάρα το 1896, σε μια αποστολή με σκοπό «να ενώσει τη Γαλλία με το Ισλάμ και την Ισπανία». «Η ζωή έχει αξία μόνο μέσα από τη δράση», είχε δηλώσει...
Εύλογα υποστηρίζεται ότι το πρώτο σαφές δείγμα «εθνικοσοσιαλισμού» στην ουσία ήταν ο Κύκλος Προυντόν στη Γαλλία το 1911, μια ομάδα μελέτης που σχεδιάστηκε για να «συσπειρώσει εθνικιστές και αριστερούς αντι-δημοκρατικούς» για μια επίθεση στον «εβραϊκό καπιταλισμό». Ήταν δημιούργημα του Ζορζ Βαλουά, πρώην ενεργού μέλους της Action Francaise του Σαρλ Μορά, ο οποίος απομακρύνθηκε από τον αρχηγό προκειμένου να επικεντρωθεί πιο ενεργά στον προσηλυτισμό της εργατικής τάξης από το μαρξιστικό διεθνισμό στο έθνος. Ωστόσο, από πολύ νωρίς φάνηκε ότι είχαν συγκεντρωθεί αρκετοί διανοούμενοι και δημοσιογράφοι στην «περήφανη νίκη [του Βαλουά] των ηρωικών αξιών επί του φαύλου μικροαστικού υλισμού ο οποίος πνίγει αυτή την περίοδο την Ευρώπη... [και] ...το ξύπνημα της δύναμης και του αίματος ενάντια στο χρυσάφι».
Μερικοί Ιταλοί κινήθηκαν προς την ίδια κατεύθυνση: ορισμένοι μαθητές του Σορέλ βρήκαν στο έθνος τον κινητήριο μύθο που απέτυχε να προσφέρει η επανάσταση των προλετάριων. Εκείνοι που, όπως ο Σορέλ, ήθελαν να διατηρήσουν την καθαρότητα των κινήτρων και την ένταση του καθήκοντος που είχε προσφέρει ο σοσιαλισμός όταν ήταν υπό διωγμό τάσσονταν πλέον με το μέρος αυτών που απεχθάνονταν τους συμβιβασμούς του κοινοβουλευτικού σοσιαλισμού και όσων είχαν απογοητευτεί από την αποτυχία των γενικών απεργιών - με αποκορύφωμα την τρομερή ήττα της «κόκκινης εβδομάδας» στο Μιλάνο, τον Ιούνιο του 1914. Πίστευαν ότι στην περίπτωση της «προλεταριακής» Ιταλίας, ο παραγωγισμός και ο επεκτατικός πόλεμος (όπως στη Λιβύη το 1911) ενδεχομένως να έπαιρνε τη θέση της γενικής απεργίας σαν ένας μύθος που θα κατάφερνε να κινητοποιήσει την Ιταλία για την επίτευξη μιας επαναστατικής αλλαγής. Άλλος ένας θεμέλιος λίθος είχε τεθεί για το οικοδόμημα που θα έχτιζαν οι φασίστες: το σχέδιο της επαναφοράς στο έθνος των οπαδών του σοσιαλισμού μέσα από έναν ηρωικό αντισοσιαλιστικό «εθνικο συνδικαλισμό».
Λαμβάνοντας υπόψη αυτούς τους προπομπούς, προκύπτει μια αντιπαράθεση σχετικά με το ποιά χώρα γέννησε το πρώτο φασιστικό κίνημα. Η υποψήφια με τις μεγαλύτερες πιθανότητες είναι η Γαλλία. Επίσης, έχει προταθεί η Ρωσία. Σχεδόν κανείς δε δίνει πρωτεία στη Γερμανία. Ίσως το πιο πρώιμο φαινόμενο που θα μπορούσε πρακτικά να σχετιστεί με το φασισμό να είναι αμερικανικής προέλευσης: η Κου Κλουξ Κλαν... Άλλωστε, δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι από τις πιο πρόωρες δημοκρατίες - οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Γαλλία - προήλθαν και πρόωρες αντιδράσεις εναντίον της δημοκρατίας.
---------------------------------------------------------------
(1) Σε αντίθεση με τη προτίμηση των φιλελευθέρων για ένα περιορισμένο, μορφωμένο εκλογικό σώμα, ο Λουδοβίκος Ναπολέων καινοτόμησε στην επιδέξια χρήση απλών σλόγκαν και συμβόλων προκειμένου να επηρεάσει τους φτωχούς και τους αμόρφωτους και ο
Μπίσμαρκεκμεταλλέυτηκε τη διεύρυνση του δικαιώματος ψήφου στους αγώνες ενάντια στους φιλελευθερους... Επιλέγοντας να χειραγωγήσουν ένα μαζικό εκλογικό σώμα και όχι να του στερήσουν το δικαίωμα ψήφου, διέκοψαν τις σχέσεις τους και με τους συντηρητικούς και με τους φιλελεύθερους...
---------------------------------------------------------------
.~`~.
III
Αντικρουόμενες ερμηνείες
Οι «πρώτοι εκφραστές» - κακοποιοί στην εξουσία και παράγοντες του καπιταλισμού (1)- ποτέ δεν έχασαν την ισχύ τους. Ο Γερμανός θεατρικός συγγραφέας Μπέρτολτ Μπρέχτ κατάφερε να συνδυάσει στη φιγούρα του Αρτούρο Ούι, του γκάνγκστερ από το Σικάγο που καταφέρνει να αποκτήσει δύναμη πουλώντας προστασία σε μανάβηδες.
α´
Ωστόσο, και οι δύο αυτοί παράγοντες παρουσίαζαν σοβαρά μειονεκτήματα. Αν ο φασισμός και οι εκφράσεις της επιθετικότητάς του είναι απλώς οι απεχθείς πράξεις κακοποιών που αναλαμβάνούν την εξουσία σε μια περίοδο ηθικού ξεπεσμού, τότε δεν μπορούμε να εξηγήσουμε για ποιο λόγο το γεγονός αυτό συνέβη στη συγκεκριμένη χώρα τη δεδομένη περίοδο και όχι σε κάποια άλλη και πώς είναι δυνατόν να σχετίζονται τα γεγονότα ετούτα με το παρελθόν. Ήταν δύσκολο για κλασικούς οπαδούς του φιλελευθερισμού όπως ο Κρότσε και ο Μάινεκε να αντιληφθούν ότι ένα μέρος της ευκαιρίας που είχε ο φασισμός να αναπτυχθεί οφειλόταν στην άνύδρη και περιορισμένη δράση του ίδιου του φιλελευθερισμού, ή ότι ορισμένοι φοβισμένοι φιλελεύθεροι είχαν βοηθήσει το φασισμό να ανέλθει στην εξουσία. Η δική τούς εκδοχή ανάγει την εξήγηση του φαινομένού στον παράγοντα τύχη και στις προσωπικές πράξεις κακοποιών στοιχείων.
Η αντιμετώπιση του φασισμού απλώς ως καπιταλιστικού εργαλείού μάς αποπροσανατολίζει από δύο απόψεις. Η περιορισμένη και αυστηρή φόρμούλα που καθιερώθηκε στην Τρίτη Διεθνή του Στάλιν αντέκρούσε τις αυτόνομες ρίζες τον φασισμού και τη γνήσια λαϊκή απήχηση που είχε. Και σαν να μην έφτανε αυτό, αγνόησε το ενδεχόμενο της ανθρώπινης επιλογής, ανάγοντας το φασισμό σε αναπόφεύκτο επακόλουθο της μοιραίας κρίσης που προκάλεσε η καπιταλιστική υπερπαραγωγη. Αντιθέτως, έπειτα από ενδελεχή έρεύνα των δεδομένων προέκυψε ότι οι πραγματικοί καπιταλιστές, ακόμα κι όταν απέρριπταν τη δημοκρατία, προτιμούσαν τούς απολυταρχικούς παρά τούς φασίστες. Πάντως, σίγούρα στις περιπτώσεις που οι φασίστες έφτασαν να ασκούν εξουσία, οι καπιταλιστές τούς παρείχαν διευκολύνσεις αντιμετωπίζοντάς τούς ως την καλύτερη διαθέσιμη μη σοσιαλιστική λύση. Μας δόθηκε η ευκαιρία να δούμε ότι ακόμα και το κολοσσιαίο γερμανικό χημικό καρτέλ Ι.Γκ. Φάρμπεν, η άνοδος του οποίου στη θέση της μεγαλύτερης εταιρείας στην Ευρώπη είχε βασιστεί στο παγκόσμιο εμπόριο, βρήκε τρόπούς να προσαρμοστεί στην αυτάρκεια που καθοδηγούνταν από την ανάγκη επανεξοπλισμού και να αποκομίσει εκ νέου μεγάλα κέρδη.
Οι σχέσεις αμοιβαίας εξυπηρέτησης, παρακώλυσης και κέρδους που κρατούν προσκολλημένη την επιχειρηματική κοινότητά στα φασιστικά καθεστώτα αποδεικνύονται ένα ακόμα περίπλοκο ζήτημα που διαφοροποιείται από εποχή σε εποχή. Είναι αναμφίβολο πως υπήρχαν κάποια αμοιβαία οφέλη. Η συνεργασία καπιταλισμού και φασισμού ήταν στενή και εξυπηρετούσε πρακτικούς στόχούς (αν και δε θεωρούνταν αναπόφευκτη ούτε πάντοτε άνετη).
Όσο για τη διαμετρικά αντίθετη ερμηνεία η οποία απεικονίζει την επιχειρηματική κοινότητα ως θύμα του φασισμού, λαμβάνει πολύ σοβαρά υπόψη τις εσωτερικές προστριβές που αποτελούσαν αναπόσπαστο κομμάτι αυτής της σχέσης, μαζί με τις μεταπολεμικές προσπάθειες, των επιχειρηματιων να δικαιολογήσουν τις πραξεις τούς. Και στην προκειμένη περίπτωση χρειαζόμαστε ένα πιο ευέλικτο επεξηγηματικό μοντέλο το οποίο θα μπορεί να καλύψει αλληλεπιδράσεις συγκρούσεων και εκδουλεύσεων.
β´
Πολύ γρήγορα οι «πρώτοι εκφραστές» τον φασισμού γνώρισαν κι άλλες ερμηνείες. Ο εμφανώς ιδεοληπτικός χαρακτήρας ορισμένων φασιστών επιζητούσε ψυχανάλυση. Ο Μουσολίνι έδινε την εικόνα ενός καθημερινού ανθρώπού με τη ματαιόδοξη στάση του, την περίφημη αδυναμία που είχε στις γυναίκες, την εμμονή του στη λεπτομερεια, την ικανότητά του για βραχυπρόθεσμούς ελιγμούς και τελικά την αδυναμία του να συλλάβει τη συνολική εικόνα των πραγμάτων. Ο Χίτλερ όμως διέφερε εντελώς. Ήταν άραγε οι σκηνές Teppichfresser («αυτός που τρώει χαλιά») εσκεμμένα τεχνάσματα ή σημάδια τρέλας; Η κρυψίνοια, ο υποχονδριασμός, ο ναρκισσισμός, η εκδικητικότητα και η μεγαλομανία του αντισταθμίζονταν από ένα οξύ μυαλό με πολύ καλή μνήμη, την ικανότητα να γοητεύει αν το ήθελε και μια εξαιρετική στρατιωτική εξυπνάδα. Κάθε προσπάθεια για ψυχανάλυση του Χίτλερ πάσχει από την αδυναμία πρόσβασης στο ίδιο το αντικείμενο της ψυχανάλυσης, καθώς και από το αναπάντητο ερώτημα γιατί, αν θεωρήσούμε πως ορισμένοι φασίστες ηγέτες ήταν παράφρονες, οι λαοί τούς τούς λάτρεύαν και οι ίδιοι κατάφεραν να μείνούν για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα στην εξουσία. Όπως και να 'ναι, ο πιο πρόσφατος και έγκυρος βιογράφος του Χίτλερ φτάνει σωστά στο συμπέρασμα ότι πρέπει να επικεντρωθούμε λιγότερο στις εκκεντρικότητες του ίδιου του Χίτλερ και περισσότερο στο ρόλο που του προέβαλε ο γερμανικός λαός και στον οποίο κατάφερε να ανταποκριθεί σχεδόν μέχρι το τέλος.
Ίσως εκείνοι που χρειάζονται ανάλύση να είναι οι λαοί των φασιστικών καθεστώτων και όχι οι ηγέτες τούς. Ήδη το 1933 ο αντικαθεστωτικός φρουδικός Βίλχελμ Ράιχ υποστήριξε πως η έννοια της βίαιης ανδρικής αδερφότητας που χαρακτηρίζει τον πρώιμο φασισμό ήταν προϊόν σεξουαλικής καταπίεσης. Ωστόσο, είναι εύκολο να ανατρέψουμε ετούτη τη θεωρία μέσα από την παρατήρηση ότι πιθανότατα η σεξουαλική καταπίεση δεν ήταν πιο ισχυρή στη Γερμανία και στην Ιταλία απ ό,τι στη Μεγάλη Βρετανία, για παράδειγμα, κατά την περίοδο στην οποία ενηλικιώνονταν οι φασίστες ηγέτες και οι οπαδοί τους. Η συγκεκριμένη ένσταση βρίσκει εφαρμογή και σε άλλες ψυχο-ιστορικές εξηγήσεις τον φασισμού.
Εξηγήσεις πού χαρακτηρίζούν το φασισμό ως ψύχωση προβάλλονται σε διαφορετική μορφή σε κινηματογραφικές ταινίες πού ικανοποιούν μια λάγνα εμμονή με την υποτιθέμενη φασιστική σεξουαλική διαστροφή (2). Αυτές οι κινηματογραφικές εμπορικές επιτυχίες δυσχεραίνούν τη συνειδητοποίηση ότι τα φασιστικά καθεστώτα επιβίωσαν επειδή ένας μεγάλος αριθμός απλών ανθρώπων προσάρμοσε στις δικές τους συνθήκες τη ζωή του.
Ο κοινωνιολόγος Τάλκοτ Πάρσονς υποστήριξε ήδη από το 1942 ότι ο φασισμός προέκύψε από ανακατατάξεις και εντάσεις πού προκλήθηκαν από την άνιση οικονομική και κοινωνική ανάπτύξη - μια πρώιμη μορφή του προβλήματος φασισμού/εκσυγχρονισμού. Ο Πάρσονς υποστήριξε ότι σε χώρες πού βιομηχανοποιήθηκαν βιαστικά και με χρονική καθυστέρηση, όπως η Γερμανία και η Ιταλία, οι ταξικές εντάσεις ήταν μεγάλες, ενώ παράλληλα οι υπάρχουσες προβιομηχανικές ελίτ εμπόδισαν οποιονδήποτε συμβιβασμό. Η ερμηνεία αυτή είχε το πλεονέκτημα ότι αντιμετώπιζε το φασισμό ως σύστημα και προϊόν της Ιστορίας, όπως και η μαρξιστική ερμηνεία, χωρίς όμως τον μαρξιστικό ντετερμινισμό, τη στενότητα σκέψης και τη σαθρή εμπειρική θεμελίωση.
Ο φιλόσοφος Ερνστ Μπλοχ, ένας μαρξιστής πού θεωρείται ανορθόδοξος λόγω του ενδιαφέροντος πού δείχνει για το παράλογο και τη θρησκεία, κατέληξε σε μια άλλη θεωρία «μη συγχρονικότητας» (Ungleichzei-tigkeit). Μελετώντας την επιτυχία των ναζί πού συνδεόταν με αρχαϊκά και βίαια «κόκκινα όνειρα» αίματος, γης και ενός προ-καπιταλιστικού παραδείσού, τα οποία δε συμβάδιζαν καθόλού με την πίστη του κόμματος στις μεγάλες επιχειρήσεις, κατάλαβε πως αξίες του παρελθόντος είχαν βγει στην επιφάνεια, αφού είχαν χάσει πλέον οποιαδήποτε επαφή με την οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα. «Δε βιώνούν όλοι οι άνθρωποι το ίδιο Τώρα.» Οι ορθόδοξοι μαρξιστές, σκέφτηκε, είχαν χάσει το πλοίο «απομονώνοντας την ψυχή». Η άνιση εξέλιξη εξακολουθεί να προκαλεί το ενδιαφέρον ως συστατικό των προ-φασιστικών κρίσεων, η ισχύς όμως του επιχειρήματος περιορίζεται εξαιτίας της περίφημης «διπλής» οικονομίας της Γαλλίας, στην οποία ενας ισχυρός τομέας αγροτών/τεχνιτών συνυπήρχε με τη σύγχρονη βιομηχανία χωρίς ο φασισμός να φτάσει στην εξουσία, παρά μόνο κατά την περίοδο της ναζιστικής κατοχης.
Σύμφωνα με μια άλλη κοινωνιολογική προσέγγιση, η αστική και βιομηχανική ισοπέδωση που ξεκίνησε τον δέκατο ένατο αιώνα είχε οδηγήσει στη δημιουργία μιας κονιορτοποιημένης κοινωνίας των μαζών, στην οποία άτομα που καλλιεργούσαν απλά μίση βρήκαν έτοιμο κοινό, απαλλαγμένο από την παράδοση ή τούς δεσμούς της κοινωνίας (3). Η Χάνα Άρεντ χρησιμοποίησε αυτή τη θεωρία όταν ανέλυσε τον τρόπο με τον οποίο ο νέος - χωρίς δεσμούς και ρίζες - όχλος, αποκομμένος από οποιουσδήποτε κοινωνικούς, πνευματικούς ή ηθικούς δεσμούς και συνεπαρμένος από αντισημιτικά και ιμπεριαλιστικά πάθη, κατέστησε δυνατόν να εμφανιστεί μια πρωτοφανής μορφή ανεξέλεγκτης δικτατορίας μαζικής αποδοχής (4).
Πάντως, η καλύτερη εμπειρική εργασία σχετικά με το πώς εδραιώθηκε ο φασισμός δε στηρίζεται σχεδόν καθόλού σ'αυτή την προσέγγιση. Η κοινωνία της Γερμανίας της Βάίμάρης, για παράδειγμα, ήταν πλούσια δομημένη και ο ναζισμός προσέλκύσε μέλη κινητοποιώντας ολόκληρες οργανώσεις μέσα από προσεκτικά σχεδιασμένες εκκλήσεις που απευθύνονταν σε συγκεκριμένα σνμφέροντα. Όπως λέει και η παροιμία: «Δύο Γερμανοί κάνούν μια συζήτηση, τρεις Γερμανοί κάνούν έναν σύλλογο». Το γεγονός ότι οι κάθε είδούς γερμανικοί σύλλογοι, από χορωδιακούς μέχρι συλλόγους ασφάλειας κηδειών, ανήκαν ήδη σε ξεχωριστά σοσιαλιστικά ή μη σοσιαλιστικά δίκτύα, διευκόλυνε την απομόνωση των σοσιαλιστών και την επικυριαρχία των ναζί στούς υπόλοιπους όταν η Γερμανία αντιμετώπισε έντονο διχασμό κατά τη δεκαετία τον 1930.
γ´
Ένα σημαντικό ρεύμα θεωρεί το φασισμό εξελικτική δικτατορία, η οποία εγκαθιδρύθηκε με σκοπό να επισπεύσει τη βιομηχανική ανάπτύξη μέσα από υποχρεωτικές κεφαλαιοποιήσεις κι ένα μαζικοποιημένο εργατικό δυναμικό. Οι υπέρμαχοι αυτής της ερμηνείας εξέτασαν κυρίως την περίπτωση της Ιταλίας. Θα μπορούσαμε εύκολα να υποστηρίξουμε πως και η Γερμανία, παρ'όλο που αποτελούσε ήδη έναν βιομηχανικό κολοσσό, έπρεπε επειγόντως να επιβάλει πειθαρχία στο λαό της προκειμένου να φέρει σε πέρας το τεράστιο έργο της ανασυγκρότησης μετά την ήττα του 1918. Η ερμηνεία αυτή όμως κάνει ένα σοβαρό σφάλμα όταν θεωρεί ότι ο φασισμός επεδίωξε την επίτευξη οποιουδήποτε οικονομικού στόχου. Ο Χίτλερ ήθελε να χρησιμοποιήσει την οικονομία για να εξυπηρετήσει πολιτικούς σκοπούς. Ακόμα και στην περίπτωση του Μουσολίνι το γόητρο μέτρησε πολύ περισσότερο από τον οικονομικό ορθολογισμό, όταν το 1926 υπερτίμησε τη λίρα και, μετα το 1935, προτίμησε τους κινδύνους ενός επεκτατικού πολέμου αντί για τη συνεχή οικονομική ανάπτυξη. Αν σκοπός του ιταλικού φασισμού ήταν να γίνει μια αναπτυξιακή δικτατορία, τότε σίγούρα απέτυχε. Η ιταλική οικονομία γνώρισε καποια ανάπτυξη τη δεκαετία του 1920 κάτω από την εξουσία του Μουσολίνι, αναπτύχθηκε όμως πολύ πιο γρήγορα πριν από το 1914 και μετα το 1945. Η θεωρία της αναπτυξιακής δικτατορίας, σε μια εντελώς αποκλίνουσα μορφή, χρησιμεύει για να χαρακτηριστούν «φασιστικές» καθε είδους απολυταρχιες του Τρίτου Κόσμου, χωρίς να επιδεικνύούν την παραμικρή λαϊκή κινητοποίηση και δίχως να προϋπάρχει ένα προβληματικό δημοκρατικό καθεστώς.
Πρόκληση επίσης αποτελεί η απόπειρα ερμηνείας του φασισμού με βάση την κοινωνική του σύνθεση. Το 1963 ο κοινωνιολόγος Σέιμουρ Μάρτιν Λίπσετ συστηματοποίησε την ευρέως αποδεκτή άποψη ότι ο φασισμός αποτελεί έκφραση της δυσαρέσκειας της μικρομεσαίας τάξης. Σύμφωνα με την άποψη του Λίπσετ, ο φασισμός είναι μια «ακρότητα του Κέντρού» που βασίζεται στην οργή εκείνων που κάποτε ήταν ανεξάρτητοι μαγαζάτορες, μάστορες, αγρότες και άλλα μέλη από την «παλαιά» μεσαία τάξη που πλέον συνθλίβονται από τούς καλύτερα οργανωμένούς βιομηχανικούς εργάτες και τούς μεγάλούς επιχειρηματίες και αδυνατούν να προσαρμοστούν στις γρήγορες οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές. Πάντως, μια πρόσφατη εμπειρική έρεύνα ρίχνει σκιές αμφιβολίας στην άποψη ότι ο φασισμός στρατολογούσε μέλη από ένα συγκεκριμένο κοινωνικό στρώμα. Δείχνει την ποικιλία των κοινωνικών ομάδων από τις οποίες προέρχονταν οι οπαδοί του και την αντίστοιχη επιτυχία του στη δημιουργία ενός σύνθετού κινήματος που διαπερνούσε όλες τις κοινωνικές τάξεις. Ο Λίπσετ, έχοντας προσανατολιστεί στα πρώιμα στάδια του φασισμού, παρέβλεψε το ρόλο που έπαιξε το κατεστημένο στη διαδικασία ανάληψης και άσκησης της εξουσίας από τούς φασίστες.
Η περιβόητη αστάθεια στη σύνθεση του φασιστικού κόμματος υποσκάπτει την όποια απλή ερμηνεία με βάση την κοινωνική του σύνθεση. Οι λίστες των μελών του κόμματος άλλαζαν πολύ γρήγορα πριν από τον πόλεμο, καθώς αλλεπάλληλα κύματα κάθε είδούς δυσαρεστημένων ανταποκρίνονταν στη μεταβαλλόμενη πορεία των κομμάτων. Έπειτα από την άνοδο φασισμού σην εξουσία, ο αριθμός των μελών αυξήθηκε και συμπεριέλαβε όλους εκείνούς που ήθελαν να απολαύσουν τους καρπούς της φασιστικής επιτυχίας - χωρίς να ξεχνάμε και το πρόβλημα κατηγοριοποίησης πολλών οπαδών του φασιστικού κόμματος πού ήταν νέοι, άνεργοι, κοινωνικά ανένταχτοι ή δεν ανήκαν σε κάποια κοινωνική τάξη. Αν στηριχτούμε σ'ένα τέτοιο μεταβαλλόμενο υλικό, δεν μπορούμε να προτείνούμε κάποια λογική εξηγηση του φασισμού με βάση τα κοινωνικά δεδομένα.
δ´
Πολλοί παρατηρητές αντιμετωπίζούν το φασισμό σαν ένα υποσύνολο του ολοκληρωτισμού. Ο Τζοβάνι Αμέντολα, ένας από τούς ηγέτες της αντιπολίτεύσης στο φασισμό κι ένα από τα πιο διάσημα θύματά του (πέθανε το 1926 από ξυλοδαρμό, θύμα των φασιστών), επινόησε το επίθετο totalitario (ολοκληρωτικός) σ'ένα άρθρο του το Μάιο του 1923, όπού κατήγγειλε τις προσπάθειες των φασιστών να μονοπωλήσούν τα δημόσια αξιώματα. Σύντομα, μερικοί άλλοι αντίπαλοι του Μουσολίνι διεύρύναν τον όρο προκειμένού να καταδικάσούν τα σχέδια των φασιστών να ασκήσούν απόλύτο ελέγχο. Ο Μουσολίνι πήρε αυτό το επίθετο, όπως συμβαίνει συχνά, και το χρησιμοποίησε υπέρ του.
Αν λάβούμε υπόψη πόσο συχνά καυχιόταν ο Μουσολίνι για τον δικό του totalitarismo, τότε είναι ειρωνικό το γεγονός ότι ορισμένοι σημαντικοί μεταπολεμικοί θεωρητικοί του ολοκληρωτισμού δε συμπεριλαμβάνουν στην τυπολογία τούς τον ιταλικό φασισμό. Πρέπει να παραδεχτούμε ότι το καθεστώς του Μουσολίνι, πρόθύμο καθώς ήταν να «προσαρμόσει» το ύφος του σε μια κοινωνία όπού η οικογένεια, η Εκκλησία, η μοναρχία και οι κατά τόπούς προύχοντες εξακολουθούσαν να έχούν εδραιωμένη εξουσία, δεν κατάφερε να αποκτήσει τον απόλυτο έλεγχο. Ακόμα κι έτσι όμως ο φασισμός κατάφερε να οργανώσει τούς Ιταλούς στο φασιστικό κόμμα πολύ πιο σταθερά σε σύγκριση με οποιοδήποτε άλλο προγενέστερο ή μεταγενέστερο καθεστώς. Ωστόσο, κανένα καθεστώς, ούτε καν εκείνο του Χίτλερ ή του Στάλιν, δε στάθηκε ικανό να περιορίσει κάθε ίχνος ιδιωτικής ζωής και αυτονομίας προσώπων ή ομάδων.
Οι θεωρητικοί του ολοκληρωτισμού στη δεκαετία του 1950 πίστευαν ότι ο Χίτλερ και ο Στάλιν ανταποκρίνονταν καλύτερα στο μοντέλο τούς. Σύμφωνα με τα κριτήρια πού έθεσαν ο Καρλ Τζ. Φρίντριχ και ο Ζμπίγκνιεφ Μπρεζίνσκι το 1956, τόσο η ναζιστική Γερμανία όσο και η σοβιετική Ρωσία διοικούνταν από ένα κόμμα πού επέβαλλε μια επίσημη ιδεολογία, έναν τρομοκρατικό αστυνομικό έλεγχο κι ένα μονοπώλιο εξουσίας σε κάθε μέσο επικοινωνίας, στις ένοπλες δυνάμεις και στην οικονομική οργάνωση. Κατά τη διάρκεια της επαναστατικής δεκετίας του 1960, μια νέα γενιά κατηγόρησε τους θεωρητικούς του ολοκληρωτισμού ότι με την τάση πού είχαν να μεταφέρούν τον πατριωτικό αντιναζισμό του Β'Παγκοσμίου πολέμου στον νέο κομουνιστή εχθρό, εξυπηρετούσαν τούς στόχούς του Ψυχρού Πολέμού.
Μολονότι από την περίοδο εκείνη και για ένα διάστημα η θεωρία τον ολοκληρωτισμού έπαψε να χρησιμοποιείται στούς ακαδημαϊκούς κύκλούς των Ηνωμένων Πολιτειών, διατήρησε τη σημασία της για εκείνούς τούς Ευρωπαίους ερευνητές, ιδιαίτερα
Δυτικογερμανούς, οι οποίοι ήθελαν να στηρίξουν την άποψή τούς, αντίθετη από τη μαρξιστική, ότι αυτό πού είχε πραγματικά σημασία σχετικά με τον Χίτλερ ήταν η καταπάτηση της ελευθερίας και όχι η σχέση του με τον καπιταλισμό (5). Στα τέλη του εικοστού αιώνα, έπειτα από την κατάρρεύση της Σοβιετικής Ένωσης, η οποία προκάλεσε μια ενδελεχή έρεύνα των «αμαρτιών» της και της αδιαφορίας πού είχαν επιδείξει γι'αυτές πολλοί διανοούμενοι του δυτικού κόσμού, το ολοκληρωτικό μοντέλο έγινε και πάλι της μόδας και μαζί του η άποψη ότι ναζισμός και κομουνισμός αντιπροσώπεύαν ένα κοινό κακό.
Οπότε, η ερμηνεία του φασισμού πού βασίζεται στη θεωρία του ολοκληρωτισμού αποτελεί ένα εξίσού έντονα πολιτικό θέμα με την αντίστοιχη ερμηνεία του μαρξισμού. Ακόμα κι έτσι όμως θα 'πρεπε να αξιολογείται με βάση τα χαρακτηριστικά της και όχι ανάλογα με το ποια πολιτική παράταξη την έχει ενστερνιστεί. Φαίνεται να εξηγεί το ναζισμό (και το σταλινισμό) όταν επικεντρώνεσαι στην επιθυμία τους για απόλυτο έλεγχο και στα μέσα με τα οποία προσπάθησαν να τον ασκήσούν. Οι ναζιστικοί και οι κομουνιστικοί μηχανισμοί είχαν αναμφίβολα πολλές ομοιότητες... Όταν όμως επικεντρωνόμαστε στις τεχνικές ελέγχού, επισκιάζονται σημαντικές διαφορές...
Το πιο ισχυρό επιχείρημα για να εξισώσει κανείς τον τρόμο του σταλινικού καθεστώτος με εκείνον του χιτλερικού είναι ο λιμός του 1931, ο οποίος λέγεται ότι είχε στόχο τους Ουκρανούς κι έτσι πήρε διαστάσεις γενοκτονίας. Μολονότι ήταν αποτέλεσμα εγκληματικής αμέλειας, ο λιμός έπληξε σοβαρά και τους Ρώσους (6). Οι διαφωνούντες θα μπορούσαν να εντοπίσουν θεμελιώσεις διαφορές. Ο Στάλιν σκότωνε, με τρόπο εμφανώς αυθαίρετο, όποιον θεωρούσε το μυαλό του «ταξικό εχθρό» (μια προϋπόθεση που μπορούμε να αλλάξουμε), κάτω από συνθήκες οι οποίες, ανάμεσα σε όλους τους συμπολίτες του δικτάτορα, έπλητταν κυρίως άντρες. Αντιθέτως, ο Χίτλερ σκότωνε «φυλετικούς εχθρούς», μια μη αναστρέψιμη κατάσταση που καταδικάζει ακόμα και νεογέννητα... εξοντώνοντας όσους μειονεκτούσαν από ιατρική και φυλετική άποψη (7).
ε´
Η παλαιότερη έννοια της πολιτικής θρησκείας - ανάγεται χρονικά στην εποχή της Γαλλικής Επανάστασης - συνδυάστηκε αμέσως με το φασισμό αλλά και με τον κομουνισμό και όχι μόνο από εχθρούς των δύο πολιτικών συστημάτων. Στα πλαίσια μιας ευρείας αναλογίας, ερμηνεύει επωφελώς τον τρόπο με τον οποίο ο φασισμός, όπως και η θρησκεία, συγκέντρωσε τούς πιστούς γύρω από ιερές τελετουργίες και λέξεις, δημιούργησε έναν ζήλο αυταπάρνησης και αποκάλύψε μια νέα αλήθεια πού δεν επιδεχόταν διαφωνίες. Εξετάζοντας πιο προσεκτικά την έννοια της πολιτικής θρησκείας, βλέπούμε ότι καλύπτει πολλά και διαφορετικά μεταξύ τούς ζητήματα. Το πιο σαφές είναι το πλήθος των στοιχείων που δανείζεται ο φασισμός από τη θρησκευτική κουλτούρα της κοινωνίας στην οποία επιθυμεί να εισχωρήσει. Το θέμα αυτό, επειδή επικεντρώνεται κυρίως στούς μηχανισμούς, μας δινει περισσότερα στοιχεία για την εδραίωση του φασισμού και την άσκηση εξουσίας παρά για την ίδια τη διαδικασία ανάληψης της εξουσίας.
Ένα δεύτερο στοιχείο για την έννοια της πολιτικής θρησκείας είναι το πιο προκλητικό λειτουργικό επιχείρημα, σύμφωνα με το οποίο ο φασισμός έρχεται να καλύψει το κενό που δημιουργείται από την κοσμικοποίηση της κοινωνίας και της ηθικής. Για να μπορέσει αυτή η προσέγγιση να μας βοηθήσει να εξηγήσούμε γιατί ο φασισμός πέτύχε σε ορισμένες χριστιανικές χώρες και όχι σε κάποιες άλλες, πρέπει πρώτα να αποδεχτούμε ότι στις αρχές του εικοστού αιώνα η «οντολογική κρίση» ήταν πιο σοβαρή στη Γερμανία και στην Ιταλία απ'ό,τι στη Γαλλία και στη Βρετανία - ένα επιχείρημα πού ίσως είναι δύσκολο να στηριχτεί με βάση τα δεδομένα.
Σύμφωνα με ένα τρίτο στοιχείο για την έννοια της πολιτικής θεολογίας, οι θρησκείες και ο φασισμός είναι άσπονδοι αντίπαλοι. Ωστόσο, στη Γερμανία και στην Ιταλία είχαν μια περίπλοκη σχέση πού δεν απέκλειε τη συνεργασία. Ένωσαν τις δυνάμεις τούς ενάντια στον κομουνισμό, ενώ ταυτόχρονα αγωνίζονταν για τον ίδιο χώρο δράσης. Ενώ στην περίπτωση της Ιταλίας η συγκεκριμένη κατάσταση οδήγησε σε συμβιβαστική λύση, στην περίπτωση των ναζί προκάλεσε μια «καταστροφική μίμηση του χριστιανισμού». Στο αντίθετο άκρο έχούμε τις περιπτώσεις της Ρουμανίας, της Κροατίας και του Βελγίου, όπού ο φασισμός θα μπορούσε να δημιουργήσει κάτι πού ενδέχεται να λειτουργούσε ως ανεπίσημος βοηθός του χριστιανισμού και αντιστοίχως ως βοηθός του ισλαμισμού, αν δεχτούμε ως φασιστικά μερικά μη ευρωπάίκά κινήματα.
Όπως είδαμε οι ίδιοι οι ηγέτες των φασιστικών κινημάτων τα αποκαλούσαν ιδεολογίες και πολλοί ερευνητές διατήρησαν αυτόν το χαρακτηρισμό. Είναι σύνηθες να δίνονται στο φασισμό ορισμοί πού βασίζονται σε κοινά στοιχεία των κομματικών προγραμμάτων, κατ αναλογία με άλλες θεωρίες. Αυτό όμως λειτούργεί καλύτερα στην περίπτωση άλλων θεωριών πού δημιουργήθηκαν σε περιόδούς πού την πολιτική ασκούσαν καλλιεργημένες ελίτ. Νωρίτερα επιχείρησα να υποστηρίξω ότι η σχέση του φασισμού με τις ιδέες είναι διαφορετική από εκείνη των θεωριών του δεκάτου ενάτου αιώνα και ότι ενστερνιζόταν ή απέρριπτε διάφορες πνευματικές απόψεις (δεν εννοούμε, βέβαια, βασικά κινητήρια πάθη όπως τα φυλετικά μίση), ανάλογα με τις στρατηγικές ανάγκες κάθε στιγμής. Αυτό ήταν ίδιον όλων των θεωριών, όμως μόνο ο φασισμός επιδείκνύε τέτοια περιφρόνηση για τη λογική και το πνεύμα, ώστε ποτέ δεν μπήκε στον κόπο να δικαιολογήσει τις επιλογές του.
ζ´
Στις μέρες μας οι πολιτιστικές σπουδές αντικαθιστούν την πνευματική ιστορία ως στρατηγική επιλογής, σε μια προσπάθεια να εξηγήσούν την απήχηση και την αποτελευματικότητα του φασισμού. Ήδη από την εποχή του Β'Παγκοσμίου πολέμού ο Αμερικανός εθνογραφος Γκρέγκορι Μπειτσον χρησιμοποίησε «εκείνη την ανάλυση πού εφαρμόζει ένας ανθρωπολόγος στη μυθολογία πρωτόγονων και σύγχρονων λαών» προκειμένού να διασαφηνίσει τα θέματα και τις τεχνικές του ναζιστικού προπαγανδιστικού φιλμ Hitler Youth Quex. Ο Μπέιτσον υποστήριζει ότι «αυτό το φιλμ... πρέπει λογικά να μας δώσει στοιχεία σχετικά με την ψυχολογία των δημιουργών του και ισως μας πει περισσότερα απ όσα ειχαν σκοπο να μας πούν εκείνοι». Από τη δεκαετία του 1970 και συνεχώς περισσότερο σήμερα, η αποκωδικοποίηση της κουλτούρας των φασιστικών κοινωνιών με βάση μια ανθρωπολογική ή εθνογραφική ματιά αποτελεί μια μοντέρνα πνευματική μέθοδο. Δείχνει με παραστατικό τρόπο τι εικόνα παρουσίαζαν τα φασιστικά κινήματα και καθεστώτα. Το κύριο πρόβλημα της ανάλύσης της φασιστικής εικονοποιίας και ρητορικής με βάση τις πολιτιστικές σπουδές είναι η αποτυχία των τελευταίων να προσδιορίσούν το μέγεθος της φασιστικής επιρροής. Ο συγκεκριμένος κανόνας έχει σημαντικές εξαιρέσεις, όπως η μελέτη της Λουίζα Πασερίνι σχετικά με τη λαϊκή μνήμη του φασισμού στο Τορίνο τη δεκαετία του 1980. Σε γενικές γραμμές πάντως, από μόνη της η μελέτη της φασιστικής κουλτούρας δεν εξηγεί το πώς οι φασίστες απέκτησαν τη δύναμη να ελέγχουν την κουλτούρα, ούτε σε ποιο βαθμό εισχώρησε η φασιστική κουλτούρα στη λαϊκή συνείδηση συναγωνιζόμενη είτε προϋπάρχουσες θρησκευτικές, οικογενειακές και κοινωνικές αξίες είτε την εμπορευματοποιημένη λαϊκή κουλτούρα.
Σε κάθε περίπτωση, η κουλτούρα παρουσιάζει τόσες διαφορές ανάλογα με τον τόπο και τη χρονική περίοδο, ώστε είναι δύσκολο να εντοπίσούμε ένα πολιτιστικό πρόγραμμα κοινό σε όλα τα φασιστικά κινήματα ή σε όλα τα στάδια εξέλιξής τούς. Για παράδειγμα, η macho αποκατάσταση μιας απειλούμενης πατριαρχίας θα μπορούσε να αποτελεί παγκόσμια φασιστική αξία, όμως ο Μουσολίνι στο πρώτο του πολιτικό πρόγραμμα υποστήριξε το δικαίωμα ψήφου για τις γυναίκες, ενώ ο Χίτλερ στα 25 Σημεία του δεν αναφέρθηκε σε ζητήματα φύλού. Μολονότι ο Μουσολίνι υποστήριζε το πρωτοποριακό, τουλάχιστον μέχρι τη δεκαετία του 1930, κι ο Χίτλερ έδειχνε προτίμηση προς τη συμβατική τέχνη καρτ-ποστάλ, είναι απίθανο να προσδιορίσουμε ένα και μόνο σταθερό φασιστικό στιλ ή μια αισθητική που θα είχε εφαρμογή σε όλες τις επιμέρους εθνικές περιπτώσεις.
Ένα πρόβλημα που δημιουργείται με την πολιτιστική έρευνα του φασισμού και το οποίο δεν αναφέρεται συχνά είναι η αδυναμία συγκρίσεων. Η σύγκριση είναι κάτι ουσιώδες και αποκαλύπτεται πως ορισμένες χώρες με ισχυρή πολιτιστική προετοιμασία (η Γαλλία για παράδειγμα) έγιναν φασιστικές μόνο έπειτα από στρατιωτική κατοχή (κι αυτό είναι υπό αμφισβήτηση). Ο αντίκτυπος της φασιστικής προπαγάνδας πρέπει να συγκριθεί μ'εκείνον που είχαν τα εμπορικά μέσα ενημέρωσης και ήταν πολύ μεγαλύτερος ακόμα και σε φασιστικές χώρες. Πιθανόν το Χόλιγουντ, η οδός Μπίλ και η λεωφόρος Μάντισον να προκάλεσαν περισσότερα προβλήματα στις φασιστικές βλέψεις πολιτιστικού ελέγχου απ'ό,τι ολόκληρη η φιλελέυθερη και σοσιαλιστική αντίσταση.
Οι κακοί οιωνοί φάνηκαν μια μέρα το 1937, όταν ο Βιτόριο, ο μεγαλύτερος γιός του Μουσολίνι, έδωσε στον μικρότερο αδερφό του, Ρομάνο, μια φωτογραφία του Ντιούκ Έλινγκτον, δείχνοντας του το δρόμο για μια μεταπολεμική καριέρα ως ένας μάλλον καλός πιανίστας της τζάζ.
Γενικά, καμία ερμηνεία του φασισμού δεν έχει καταφέρει να επικρατήσει ικανοποιώντας όλες τις πλευρές.
Robert Paxton
Η Ανατομία του Φασισμού
Εκδ. Κέδρος
---------------------------------------------------------------
(1) Ελάχιστοι σκεπτόμενοι μαρξιστές απέφυγαν τέτοιου είδους δογματισμούς, ανάμεσα τους οι Ιταλοί Αντόνιο Γκράμσι, με τις σκέψεις του σχετικά με τις συνθήκες και τα όρια της φασιστικής πολιτιστικής ηγεμονίας, και ο Παλμίρο Τολιάτα, ο οποίος αναγνώρισε την ύπαρξη μιας γνήσιας λαϊκής απήχησης, μολονότι και οι δύο προσδιόρισαν τον φασισμό περισσότερο ταξικά, σε αντίθεση με τους περισσότερους σύγχρονους σχολιαστές. Ανάμεσα στους Γερμανούς ήταν και ο φιλόσοφος Έρνστ Μπλόχ.
(2) Για παράδειγμα, Λουκίνο Βισκόντι, «Οι καταραμένοι». Σχετικά με τον Παζολίνι δείτε το «Days of Sodom: the Fascism-Perversion Equation in Italian Films of the 1960s and 1970s» του David Forgacs κ.α... Σ'ένα κάπως διαφορετικό πλαίσιο ο Saul Friedlander στο Reflections of Nazism: An Essay on Kitsch and Death καταδίκασε την αντιμετώπιση της ναζιστικής βιαιότητας ως θέαμα.
(3) Κλασικό είναι το έργο του William Kornhauser, The Politics of Mass Society (1959). Προπομπός ήταν ο Peter Drucker στο The End of Economic Man: The Origins of Totalitarianism (1939): «Η κοινωνία παύει να αποτελεί μια κοινότητα ατόμων που συνδέονται με έναν κοινό σκοπό και μετατρέπεται σε μια χαώδη οχλοβοή αποτελούμενη από απομονωμένες μονάδες χωρίς σκοπό». Μια πειστική ανασκευή αυτής της προσέγγισης παρουσιάζει ο Bernt Hagtvet στο The Theory of Mass Society and the Collapse of the Weimar Republic: A Re-examination.
(4) Hannah Arendt, The Origins of Totalitarianism, σχετικά με τις «μάζες» και τον «όχλο».
(5) Ο Karl Dietrich Bracher, για παράδειγμα, προτιμούσε την έννοια του ολοκληρωτισμού από εκείνη του φασισμού, επειδή θεωρούσε πως η τελευταία καθιστούσε ασαφή τη διαφορά ανάμεσα στα δικτατορικά και στα δημοκρατικά πολιτικά συστήματα τα οποία, σύμφωνα με τους μαρξιστές, αποτελούσαν απλώς παραλλαγές της «αστικής ηγεμονίας».
(6) Ακόμα και το Black Book of Communism, αντιμετωπίζει με σκεπτικισμό την κατηγορία της γενοκτονίας που επισύρουν ορισμένοι Ουκρανοί ιστορικοί.
(7) Εκτός από τους Εβραίους, υποψήφιοι για εξόντωση ήταν οι Σλάβοι, οι Τσιγγάνοι, οι φρενοβλαβείς ή όσοι έπασχαν από χρόνιες ασθένειες, καθώς επίσης και οι Μάρτυρες του Ιεχωβά. Συχνά στη λίστα αυτή συμπεριλαμβάνονται και οι ομοφυλόφιλοι, όμως παρ'όλο που το ναζιστικό καθεστώς έθεσε σε ισχύ το Άρθρο 175 του γερμανικού ποινικού κώδικα και φυλάκισε χιλιάδες ομοφυλόφιλους, δεν προέβη σε συστηματική εξόντωση τους. Ο ίδιος ο Χίτλερ, μολονότι δικαιολόγησε τη δολοφονία του Έρνστ Ρεμ τον Ιούνιο του 1934 ως μια πράξη κατά της ομοφυλοφιλίας, παλαιότερα είχε αρνηθεί να ασκήσει κριτική στον περιβόητο τρόπο ζωής του.
.~`~.
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική
*