Quantcast
Channel: Κοσμοϊδιογλωσσία
Viewing all 1482 articles
Browse latest View live

`~.


Μετα-ανθρώπινος μετα-φιλελευθερισμός: ο πυρήνας της αμερικανικής «έξυπνης δύναμης».

$
0
0
.
.~`~.
I

Η παγκοσμιοποιητική πρόταση των ατλαντιστών βασίζεται στον μετα-φιλελευθερισμό, που είναι το ανώτατο στάδιο του φιλελευθερισμού. Ειδικότερα, με τον όρο μετα-φιλελευθερισμός, εννοούμε ότι η ατλαντική ελίτ προβάλλει και προωθεί το μοντέλο της φιλελεύθερης δημοκρατίας της όχι ως μια ιδεολογία μεταξύ διαφορετικών ιδεολογιών, αλλά ως τη φυσική και άρα μοναδική και υπεράνω κριτικής τάξη πραγμάτων. Έτσι, υπό το πρίσμα του Δυτικού κατεστημένου στην εποχή της προηγμένης νεωτερικότητας, ή μετανεωτερικότητας, ο φιλελεύθερος αστισμός δεν είναι ιδεολογική επιλογή αλλά «φυσικό δεδομένο» και γι'αυτό έχει εξελιχθεί σε 'μετα-φιλελευθερισμό' (δηλαδή σε μετα ιδεολογικό δεδομένο).
Ο φιλελευθερισμός απελευθερώνει το άτομο από όλες τις μορφές συλλογικής ταυτότητας και συμμετοχής (παραδοσιακή κουλτούρα, θρησκεία, εθνότητα κ.ο.κ) και αντιμετωπίζει το άτομο ως οντολογικά αυτάρκες θεμέλιο των αξιών και της αλήθειας. Κατ'επέκταση, ο φιλελευθερισμός προκάλεσε μια ατομοκρατική παγκοσμιοποίηση, καθώς το άτομο έγινε το δεοντολογικό ιστορικό υποκείμενο παγκοσμίως.
Έτσι, φθάσαμε στη φιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, όπου το άτομο ως ιστορικό υποκείμενο δεν είναι απλά ένας Δυτικός ανθρωπολογικός δρόμος και τρόπος ζωής και άρα δεν είναι αποτέλεσμα επιλογής, αλλά είναι ένα παγκόσμιο καθήκον. Η ουσία της αμερικανικής (γενικότερα αγγλοσαξονικής) φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης δεν είναι –όπως νομίζουν ορισμένοι αφελείς και ανίδεοι Αριστεροί– η απορρύθμιση της αγοράς και η ανεξέλεγκτη λειτουργία του κεφαλαίου. Η ουσία της αμερικανικής (γενικότερα αγγλοσαξονικής) φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης είναι η απελευθέρωση του ανθρώπου από τη συμμετοχή του σε μια κοινότητα και από κάθε συλλογική πνευματική ταυτότητα, δηλαδή η πλήρης ιδιωτικοποίηση της κουλτούρας και γενικά της πνευματικότητας. Γι’ αυτό, η κεντρική ρητορικήτης φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης είναι εκείνη των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων», που χρησιμοποιούνται ως εργαλείο για την εγκαθίδρυση της ατομοκρατίας και την αποδόμηση κοινοτήτων, και μάλιστα είναι μια υποχρεωτική ρητορική. Την υποχρεωτική αποδοχή, τουλάχιστον θεωρητικά, της φιλελεύθερης ρητορικής περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων φροντίζει να θυμίζει δυναμικά και το ΝΑΤΟ, με τις «ανθρωπιστικές» στρατιωτικές επεμβάσεις του (πρώην Γιουγκοσλαβία, Ιράκ, Λιβύη, Συρία, Ανατολική Αφρική κ.ο.κ.). Έτσι συνδυάζονται η ατλαντική «ήπια δύναμη» και η ατλαντική «σκληρή δύναμη».
Υπό το πρίσμα του φιλελευθερισμού η ανθρωπότητα αποτελείται αποκλειστικώς από άτομα, ενώ οι κοινότητες (θρησκευτικές, εθνοτικές, πολιτιστικές, κρατικές κ.ο.κ.) έχουν δευτερεύουσα ή μάλλον μηδαμινή σημασία, καθώς είναι απλώς ιδιωτικές υποθέσεις ατόμων, όπως λ.χ. το ρούχο που θα φορέσουν, το μπέργκερ που θα φάνε, το αυτοκίνητο που θα οδηγήσουν κ.ο.κ. Καθώς λοιπόν οι διαφορετικές επιμέρους πνευματικές κοινότητες και οι συλλογικές ταυτότητες αποδομούνται και περιπίπτουν σε ασημαντότητα, η ανθρωπότητα ωθείται σε μια παγκοσμιότητα και τείνει σε ενοποίηση.
Ο Γιάννης Παπαμιχαήλ, έχει προσφυώς επισημάνει ότι: καθώς «το άτομο αισθάνεται ότι δεν ανήκει σε καμία επιμέρους κοινότητα, παρά μόνο στο μεγάλο, γενικό σύνολο της 'ανθρωπότητας'ή του ανθρωπίνου είδους», αναδύεται μια παγκόσμια αυτοκρατορική δομή, εφόσον έτσι «οι πολίτες έχουν εκχωρήσει πρακτικά την πολιτική τους ελευθερία σε έναν δεσπότη που τους έχει εκχωρήσει και παραχωρήσει συμβατικά ο 'πρακτικά'αναγνωρισμένος (και όχι επιλεγμένος) ηγεμόνας τους» (Γ. Παπαμιχαήλ, Αυτοκρατορία και Συνειδήσεις, Εκδ. Gutenberg, 2005, σελ. 105-106). Και συνεχίζει ο Παπαμιχαήλ: «Η αυτοκρατορική οργάνωση ανήκει πολιτικά σε αυτή την... περίπτωση υπερ-ολιστικής και υπερ-ολοκληρωτικής επαναδιαπραγμάτευσης των όρων με τους οποίους γίνεται αντιληπτή η έννοια της πολιτικής ελευθερίας. Η αυτοκρατορική πραγματικότητα αποτελεί μια απόπειρα συγκάλυψης του πολιτικού κενού που δημιουργείται από το αποδυνάμωμα των εθνικών κρατών, μέσα στην (ή σε συνάρτηση με την) αχαλίνωτη επέκταση της φιλελεύθερης οικονομίας της αγοράς. Σε αυτές τις συνθήκες, η απόπειρα διάλυσης της συλλογικής βούλησης για κυριαρχία... σε 'ατομικές ελευθερίες'... είναι επίσης μια πράξη πολιτική» (Γ. Παπαμιχαήλ, Αυτοκρατορία και Συνειδήσεις, Εκδ. Gutenberg, 2005, σελ. 106).
Ο Παπαμιχαήλ έχει επακριβώς αναλύσει τον πολίτη της ατλαντικής αυτοκρατορίας ως εξής: «Τα 'δικαιώματα των πολιτών'έχουν πράγματι τον συμβατικό και εξατομικευμένο πολιτικό χαρακτήρα που διαθέτουν όλα τα 'συμβόλαια'των ηγεμόνων με τα πλήθη των υποτελών. Μέσα στη νέα (προς συγκρότηση) παγκόσμια κοινότητα, στην οποία ήδη ανήκουν συμβολικά και πολιτισμικά (αν και όχι ακόμη πολιτικά), ο ηγεμόνας και οι 'πολίτες'του οργανώνουν νομικά τη σχέση τους και τις αμοιβαίες υποχρεώσεις τους στη βάση κάποιων κανονιστικών αρχών. Όπως συνέβη με τα Bill of Rights (1688), οι αρχές αυτές προκύπτουν μέσα από τις διαπραγματεύσεις του ηγεμόνα ή του δεσπότη με τους εκπροσώπους των κοινωνικών τάξεων (ή των 'λαών της αυτοκρατορίας') και εμφανίζονται υπό τη μορφή ηγεμονικών παραχωρήσεων και δικαιωμάτων... Η ιδιότητα του 'πολίτη'καθίσταται νομικά εργαλειακή και ταυτόχρονα πολιτικά ανενεργή. Μέσα από την εξατομίκευση της, την εξειδίκευση της σε επιμέρους 'ελευθερίες', η πολιτική ελευθερία καθίσταται κάτι σαν 'ιδιωτική υπόθεση'. Χάνει τη συλλογική της βάση και, αφού το 'πλήθος'... δεν συγκροτεί καμιά κοινωνικά προσδιορίσιμη πολιτική βούληση, η ελευθερία αποκόπτεται από το κοινωνικό πεδίο της, από τη δυνατότητα δηλαδή να εξασκηθεί και να υπάρξει πραγματικά, έξω από το συγκεκριμένο δεσποτικό πλαίσιο των πολιτικών σχέσεων υποτέλειας. Οι σχέσεις αυτές καθιστούν τον δικαιωματούχο πολίτη της αυτοκρατορίας κάποιον που θεωρητικά δικαιούται (ίσως και υποχρεούται) να φαντάζεται ότι είναι 'πολίτης'ενός συνταγματικά ευνομούμενου και αυτοκρατορικά προστατευόμενου κόσμου, συνεπώς να αγωνίζεται για τα ατομικά του συμφέροντα, να 'απαιτεί'νομικά και μέσα από το αντίστοιχο θεσμικό πλαίσιο της αυτοκρατορικής κοινωνίας την έμπρακτη εφαρμογή των δικαιωμάτων που αναλογούν σε αυτή την ιδιότητα του 'πολίτη', και να συνεχίζει να τα διεκδικεί με τον ίδιο τρόπο για όσο καιρό όλα αυτά τα 'δικαιώματα'δεν εκπληρώνονται σύμφωνα με τις νομικές ελπίδες και προσδοκίες του» (Γ. Παπαμιχαήλ, Αυτοκρατορία και Συνειδήσεις, Εκδ. Gutenberg, 2005, σελ. 108-109).
Η πνευματική κατάληξη αυτής της διαδικασίας είναι ένας αυτάρεσκος μηδενισμός. Στις λατινογενείς γλώσσες ο όρος μηδενισμός ονομάζεται «nihilism» (νιχιλισμός) και προέρχεται από το αρνητικό λατινικό μόριο «ne» και τη λατινική λέξη «hilum», που σημαίνει ομφαλός. Μηδενιστής είναι ο άνθρωπος που δεν έχει ομφαλό και γενικά λώρο, δηλαδή δεν έχει πνευματικό πυρήνα, και άρα είναι πνευματικά μετέωρος, ανερμάτιστος, άσχετος, ασύνδετος.
Μετατρέποντας τους ανθρώπους σε μηδενιστικά άτομα ο φιλελευθερισμός αποδομεί και κάθε λογική και ηθική τάξη μέσω του μεταμοντερνισμού (post-modernism) και της μεταβιομηχανικής κοινωνίας (post-industrial society). Στη φάση του προχωρημένου φιλελευθερισμού, ο ορθολογισμός, ο επιστημονισμός και ο θετικισμός της νεωτερικότητας (modernity) και της βιομηχανικής κοινωνίας αμφισβητούνται επίσης. Χαρακτηριστικοί εκφραστές αυτής της αμφισβήτησης είναι ο Άλβιν Τόφλερ (Alvin Toffler)και ο Tζορτζ Σόρος (George Soros), που έχει λανσάρει τη θεωρία της ανακλαστικότητας (reflexivity).
Ο φιλελευθερισμός οδηγείται σε μια πρόταση απόλυτης απελευθέρωσης του ατόμου ακόμη και από τη λογική και την ηθική. Η αντίληψη του φιλελευθερισμού για την ελευθερία είναι αρνητική, δηλαδή θέλει να μας «ελευθερώσει από», αλλά δεν έχει καμιά θετική πρόταση σχετικά με την «ελευθερία για», δηλαδή δεν μας λέει τίποτε για το ποιο είναι το νόημα της ελευθερίας. Τουναντίον, απορρίπτει την ίδια τη συζήτηση περί νοήματος και το πολύ-πολύ παρέχει μερικά καταναλωτικά προϊόντα, μερικές πρακτικές lifestyle και μερικά τηλεοπτικά show ως τρόπους παράκαμψης και απώθησης του ερωτήματος «ποιο είναι το νόημα της ελευθερίας»,δηλαδή «ποιον τελικό σκοπό έχει η (ελεύθερη) ιστορική δράση μου»;
---------------------------------------------------------------
Ἐχύθηκε βέβαια πολλή μελάνη μεταπολεμικά καί ἐξοδεύτηκαν ἀρκούντως ἑκατομμύρια διά τῆς... ἱστοριογραφίας τῆς «κοινῆς γνώμης», γιά νά «δειχθῆ» ὅτι ὁ φασισμός, πού ἀπετέλεσε γενικό φαινόμενο στόν χῶρο τῆς Εὐρώπης, προῆλθε σάν ἀντίδραση ἀπό τήν ρωσική ἐπανάσταση τοῦ 1917. Ἡ τρέχουσα πραγματικότητα ἀποτελεῖ τήν ἀπάντηση στίς ἰδεολογικές αὐτές ἐπιχειρήσεις: ὁ φασισμός ἐπανεβίωσε στίς εὐρωπαϊκές κοινωνίες ἀκριβῶς μέ τήν κατάργηση τοῦ σοβιετικοῦ κομμουνισμοῦ. Καί τοῦτο ἀκριβῶς σημαίνει πώς εἶναι ἐγγενές μικρόβιο τῆς φιλοσοφίας (καί τῆς καταστάσεως) τῆς «ἐλεύθερης ἀγορᾶς».
Οἱ ἄνθρωποι ψάχνουν γιά ἔννοιες καί γιά νοήματα ζωῆς καί ὁ λιμπεραλισμός τούς δίνει νέα μοντέλα αὐτοκινήτων, ὑπό τήν ψυχολογική ἀπειλή ὅτι αὐτό εἶναι προυπόθεση ἐξασφαλίσεως τοῦ μεροκάματου... Αὐτή ἀκριβῶς εἶναι ἡ πραγματολογική βάση τοῦ φασισμοῦ.
---------------------------------------------------------------
Έτσι ο φιλελευθερισμός, παράλληλα με τον αυτάρεσκο μηδενισμό του, φθάνει στον μεταμοντερνισμό, όπου κάθε συζήτηση περί αλήθειας, λογικής, ηθικής και νοήματος αποδομείται και περιθωριοποιείται.
Στο στάδιο της μετανεωτερικότητας, όπου ήδη έχουμε εισέλθει ως ανθρωπότητα, ο φιλελευθερισμός μετασχηματίζεται, από μια πολιτική θεωρία, σε μια μεταπολιτική στάση και πρακτική. Η πολιτική αγορά δεν έχει πλέον νόημα, διότι ο πολιτικός λόγος και η ηθική έχουν αποδομηθεί. Τα κράτη και τα έθνη δεν έχουν πια νόημα διότι έχουν διαλυθεί μέσα στο χωνευτήριο της παγκοσμιοποίησης. Οι θρησκευτικές και πολιτιστικές κοινότητες και παραδόσεις δεν ορίζουν την ιστορική δράση συλλογικών υποκειμένων, αλλά έχουν είτε φολκλορική αξία, όπως λ.χ. τα τσαρούχια και οι φουστανέλες των Ευζώνων στην Ελλάδα του 21ου αιώνα, είτε χρησιμοποιούνται από την αυτοκρατορία ως εργαλεία ψυχολογικής διαχείρισης των μαζών. Η οικονομία, υπό την έννοια της παγκόσμιας καπιταλιστικής αγοράς, υποκαθιστά την πολιτική.
Οι προαναφερθείσες συνθήκες ορίζουν το «τέλος της ιστορίας», που ανήγγειλε ο Αμερικανός πολιτικός επιστήμων Φράνσις Φουκουγιάμα (Francis Fukuyama), το 1992, με το ομώνυμο βιβλίο του. Στο «τέλος της ιστορίας» ο φιλελευθερισμός δεν είναι ζήτημα επιλογής (αφού έχουν αποδομηθεί οι διαφορετικές συλλογικές ταυτότητες και παραδόσεις), αλλά προβάλλεται ως μια μορφή ιστορικής νομοτέλειας και η οικονομία αναδεικνύεται σε πεπρωμένο. Η επιβολή της οικονομίας ως πεπρωμένο των ανθρώπων οδηγεί στη μετάβαση από τον φιλελευθερισμό στον μεταφιλελευθερισμό, δηλαδή σε μια μορφή φιλελευθερισμού που υπέχει θέση μεταφυσικής στάσης.
Ο μετα-φιλελευθερισμός είναι η κορύφωση του φιλελευθερισμού και συγκεκριμένα μια συγχώνευση όλων των μεταφυσικών συστημάτων μέσα στον φιλελευθερισμό.

.~`~.
II

Ήδη, στην αυγή του 21ου αιώνα, η ανθρωπότητα έχει εισέλθει σε μια εποχή μετα-πολιτικής μετα-ανθρωπότητας (*). Ο Αλεξάντερ Ντούγκιν (Alexander Dugin), σύγχρονος κορυφαίος θεωρητικός της γεωπολιτικής στο Κρατικό Πανεπιστήμιο της Μόσχας, έχει συνοψίσει τα χαρακτηριστικά της μετα-ανθρωπότητας του μετα-μοντερνισμού ως εξής:
1. Απο-πολιτικοποίηση: η πολιτική του μετα-ανθρώπου είναι ο πόλεμος ενάντια στην πολιτική. Η αποδόμηση της πολιτικής, πρώτα απ’ όλα, γίνεται με τη μετάβαση στην οικονομία (ο «οικονομικός άνθρωπος» αντικαθιστά τον «πολιτικό άνθρωπο») και αμέσως μετά με την κατάργηση της διάκρισης μεταξύ οικονομικού υποκειμένου-αντικειμένου, στο πλαίσιο ενός μετα-μοντέρνου δικτύου ελεύθερου παιχνιδιού, όπως εξήγησαν το 2000, στο βιβλίο τους με τίτλο «Empire» (Αυτοκρατορία), οι φιλόσοφοι Αντόνιο Νέγκρι (Antonio Negri) και Μάικλ Χαρντ (Michael Hardt). Επίσης η απο-πολιτικοποίηση προωθείται μέσω της μόδας, των διασημοτήτων, της γοητείας, του γκλάμουρ και της σόου μπίζνες, που μας διδάσκουν ότι η κοινωνική και πολιτική καταξίωση δεν εξαρτάται από την κλασική έννοια της εργασίας αλλά από το να ενταχθεί και να διακριθεί κάποιος μέσα στο συνεχώς μεταβαλλόμενο δίκτυο γοητείας και σαγήνης. Έτσι τα μετα-πολιτικά κόμματα θεωρούν πλέον επιβεβλημένο να γεμίσουν το κοινοβούλιο με βουλευτές που προέρχονται από τις σόου μπίζνες, από το μόντελινγκ, από τον εμπορευματοποιημένο επαγγελματικό αθλητισμό, καθώς και από τα τηλεπαράθυρα και τα κοσμικά γκαλά. Όλοι εκφράζουν αυτό που ο Γάλλος φιλόσοφος Ζιλ Ντελούζ (Gilles Deleuze) έχει αποκαλέσει «λείο χώρο» (l’ espace lisse) και το οποίο αποτελεί τον πυρήνα της εκφυλισμένης πλέον αστικής δημοκρατίας, η οποία είναι το άλλοθι του μετα-φιλελεύθερου μονολόγου.
2. Αυτονομισμός: Ο μετα-πολιτικός μετάνθρωπος κατ’ αρχάς αποδομεί τη διοίκηση και τη συλλογική ταυτότητα και κοινότητα και στη συνέχεια προχωρεί στην αποδόμηση και του ίδιου του δικού του εαυτού (**). Ο μετα-πολιτικός μετάνθρωπος δεν αναγνωρίζει τη διάκριση πάνω ή κάτω από αυτόν (ιεραρχία), ούτε μπορεί να συνειδητοποιήσει τον «εαυτό» και τον «άλλο», ούτε μπορεί να κατανοήσει ο,τιδήποτε βρίσκεται έξω από τον ατομικό μικρόκοσμό του. Η μόνη σχέση που έχει με την πολιτική υπαγορεύεται από επιθυμίες και όχι από λογική και αρχές. Μάλιστα ο μετα-πολιτικός μετάνθρωπος είναι τόσο πνευματικά κατακερματισμένος ώστε η πολιτική συμπεριφορά του μπορεί να υπαγορεύεται από επιθυμίες, αλλά ο ίδιος μπορεί να μην έχει καν πλήρη επίγνωση του τι επιθυμεί και γιατί το επιθυμεί. Οι δημοσκοπήσεις που δείχνουν μαζική επιθυμία παραμονής στο ευρώ και στο ΝΑΤΟ και συγχρόνως μαζική επιθυμία κατάργησης των συνεπειών του ευρώ και του ΝΑΤΟ είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού του φαινομένου. Επίσης, οι επαναστάσεις του Twitter στον αραβικό κόσμο και οι πολιτικοί του iPad είναι εκδηλώσεις της πολιτικής μετα-ανθρωπολογίας και του φαινομένου του μετα-κράτους...
---------------------------------------------------------------
(*) Ο συγγραφέας σε υποσημείωση του: «Τη δεκαετία του 2010, η Ελλάδα αναδείχθηκε σε ένα διάσημο πειραματόζωο για την εφαρμογή πολιτικών, οικονομικών και ψυχολογικών σχεδίων της ατλαντικής ολιγαρχίας. Ειδικά το 2013, στην Ελλάδα, το καθεστώς του Αντώνη Σαμαρά (πρωθυπουργός και αρχηγός του κόμματος της «Νέας Δημοκρατίας») και του Ευάγγελου Βενιζέλου (αντιπροέδρος της κυβέρνησης και αρχηγός του «Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος») δεν αποτελεί μόνο ένα καθεστώς ειδικού τύπου για την επιβολή του οικονομικού σχεδίου που επέβαλαν η Ευρωζώνη και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στην Ελλάδα (απαξιώνοντας μάλιστα συστηματικά την ουσία του κοινοβουλευτισμού), αλλά αποτελεί και, μάλιστα πρωτίστως, ένα καθεστώς που αποσκοπεί στην επιβολή του φιλελεύθερου πολιτικού μονόλογου της ατλαντικής ολιγαρχίας, ακόμη και με τη βία».
(**) Ειδικά από τη δεκαετία του 1970 και μετά η Ελλάδα αποδομεί τη συλλογική πνευματική της υπόσταση, καταργεί τη διάκριση εαυτός-άλλος (μιλώντας για ενιαία Ευρώπη, όπου μάλιστα ως Ευρώπη εννοεί τη Δύση και ειδικά τη Δύση που θεμελιώνεται στους Φράγκους, στον Καρλομάγνο και στον Καρτέσιο, εχθρούς της βυζαντινής πνευματικότητας), αποδομεί το κράτος και φθάνει πλέον σήμερα να είναι ένα αποδομημένο κράτος αποτελούμενο από άτομα με κατακερματισμένη ταυτότητα.
---------------------------------------------------------------
3. Μικροσκοπισμός: Συσσωματώσεις πνευματικά κατακερματισμένων ατόμων δημιουργούν το μετα-κράτος, το οποίο είναι μια τραγική παρωδία του κράτους, ένα φάντασμα κράτους. Στο μετα-κράτος υπάρχουν μόνο εφήμεροι και προσωρινοί θεσμοί. Οι πολιτικές και οι νομικές αρχές υπόκεινται σε συνεχείς αλλαγές και εφήμερες σκοπιμότητες, οι δε κοινοβουλευτικές διαδικασίες είναι απλώς ένα μεταμοντέρνο παιχνίδι σαν αυτά που παίζονται στο Play Station. Όπως έχει επισημάνει ο Αλεξάντερ Ντούγκιν το μετα-κράτος «είναι σαν μια πειραματική δημοκρατία τοποθετημένη στον κυβερνοχώρο ή ένα βραζιλιάνικο καρναβάλι που αντικαθιστά τη ρουτίνα με μια ρουτίνα θεάματος. Στο μετα-κράτος το σοβαρό και το επιπόλαιο εναλλάσσονται». Εξ ου και οι φαιδροί, οι χυδαίοι και οι αμόρφωτοι έχουν πρωταγωνιστικά πολιτικά αξιώματα. Επίσης, στο μετα-κράτος το μικρό κυριαρχεί στο μεγάλο. Κάθε μεγάλη αφήγηση, ιδεολογική, θρησκευτική, φιλοσοφική κ.ο.κ. περιθωριοποιείται.
4. Απανθρωπισμός: Στο πλαίσιο της πολιτικής μετα-ανθρωπολογίας, κυριαρχεί ο κανόνας της αντιστροφής. Τα πάντα αντιστρέφονται: η εργασία, η αργία, η γνώση, η άγνοια, το δημόσιο και το ιδιωτικό. Η παρακολούθηση τηλεοπτικών σόου γίνεται μέρος της εργασίας (συντηρεί τον πολιτισμό και τη βιομηχανία του θεάματος), η ενασχόληση με μικροσκοπικές και βλακώδεις λεπτομέρειες της ζωής κάποιου είναι η ουσία των ριάλιτι σόου και των lifestyle εκπομπών, η αντιστροφή ρόλων και εικόνων ανδρών και γυναικών και τα δικαιώματα των LGBT (Λεσβιών-Γκέι-Μπαϊσέξουαλ-Τρανστζέντερ) γίνονται μείζονα πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα και καθήκοντα, οι πολιτικοί, αντί να είναι σεβάσμια και επιβλητικά πρόσωπα, επιλέγονται και προβάλλονται για τα νιάτα τους, τη γοητεία τους, το στυλ τους και πάνω απ’ όλα (αν και δεν ομολογείται εύκολα) για την απειρία τους (είναι δε «ιδανικοί» αν κρύβουν σημαντικούς «σκελετούς στο ντουλάπι», ώστε να υπόκεινται σε εκβιασμούς και να γίνονται υποχείρια). Επίσης η σχέση θύματος-εγκληματία γίνεται ασαφής (το διακήρυξε και ο Θεόδωρος Πάγκαλος, λέγοντας «μαζί τα φάγαμε»). Αυτός είναι ο αντεστραμμένος μεταμοντέρνος κόσμος μας, ο οποίος λειτουργεί σαν μια βασική προσωπικότητα, σύμφωνα με την ορολογία του ψυχίατρου και ψυχαναλυτή Άμπραμ Κάρντινερ (Abram Kardiner).
5. Κατακερματισμός: Το υφολογικό και στρατηγικό οπλοστάσιο του κόμματος στην εποχή της μετα-πολιτικής μετα-ανθρωπότητας είναι η μόδα, οι δημόσιες σχέσεις και οι διαδραστικές τεχνολογίες πληροφοριών. Στη γαλλική το μοδάτο και μοντέρνο λέγεται «branche», που σημαίνει κατά λέξη συνδεδεμένος. Αντίστοιχα, στα ελληνικά, το μοδάτο και μοντέρνο λέγεται ότι είναι «του συρμού». Η μόδα και η τεχνολογία αλλάζουν γρήγορα και αυτός που είναι «συνδεδεμένος» (branche), ή έχει ανέβει στον «συρμό», αλλάζει μαζί τους. Δεν υπάρχουν για αυτούς παραδόσεις, αιωνιότητα, υπεριστορικές αξίες, ούτε καν χθες, σήμερα και αύριο, αλλά υπάρχει μόνο ένα «τώρα». Για αυτό, άλλωστε, ψηφίζουν νομοσχέδια χιλιάδων σελίδων και τεράστιων επιπτώσεων με διαδικασίες φραπέ, αρνούνται δε κάθε συζήτηση για θέματα αρχών, μεγάλων αφηγήσεων, παραδόσεων και τελικά υπαρξιακής στρατηγικής.
Ο μετα-φιλελευθερισμός οικοδομεί την ατλαντική αυτοκρατορία με το να εξατομικεύει απόλυτα τον φορέα της ελευθερίας, δηλαδή με το να αναγνωρίζει ως φορέα της ελευθερίας το φυσικό άτομο, οδηγώντας σε μια αφηρημένη έννοια της ελευθερίας, εφόσον αποσιωπάται το γεγονός ότι η ελευθερία, για να έχει πρακτική σημασία, πρέπει να ενεργείται στο πλαίσιο κοινωνικών σχέσεων, δηλαδή στο πλαίσιο μιας κοινότητας. Ο μετα-φιλελευθερισμός είναι η ουσία της αμερικανικής «ήπιας δύναμης».
Εφόσον η ατλαντική παγκοσμιοποιητική ελίτ δεν διαθέτει λόγο με καθολικότητα ικανό να συμπεριλάβει εντός του τους λόγους των άλλων κοινοτήτων του διεθνούς συστήματος, επιδιώκει να επιβληθεί παγκοσμίως μέσω της αποδόμησης κάθε άλλου συλλογικού λόγου. Αυτή η σκοπιμότητα βρίσκεται πίσω από την καθιέρωση της αρχής των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων» στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης. Ο Γιάννης Παπαμιχαήλ έχει ορθώς εξηγήσει αυτή την διαδικασία ως εξής: «Με την καθιέρωση της αρχής των 'ανθρωπίνων δικαιώματων' (και με στόχο, κατ'αρχάς, να ενισχυθούν οι αντιφρονούντες στις κοινωνίες του ανατολικού συνασπισμού) έγινε δυνατή η σταδιακή καθιέρωση στις συνειδήσεις μας μια υπερκρατικής 'αφηρημένης' (ουσιαστικά, αγγλοαμερικανικής) διαιτητικής οντότητας, μόνης αρμόδιας υποτίθεται, για την παγκόσμια κατανομή 'κοινωνικής δικαιοσύνης', νομιμοποιούμενης κατευθείαν από τα 'άτομα', τα 'δικαιώματα'... Οι 'απελευθερωτικές βλέψεις'των Αγγλοαμερικανών εισβολέων στο Ιράκ, χωρίς καν την έγκριση της 'διεθνούς κοινότητας'και του ΟΗΕ, αποτελούν την πρώτη επίσημη πράξη υλοποίησης αυτής της προσχεδιασμένης οργάνωσης της παγκόσμιας κοινωνίας: οι σταυροφόροι, μέσα από τις πιο καθαρόαιμες αγγλοσαξονικές τους παραδόσεις περί των σχέσεων του ατόμου, της κοινωνίας και του πολιτισμού, πήγαν στο Ιράκ για να 'απελευθερώσουν'τα φυσικά άτομα τα οποία ζουν στο φυσικό γεωγραφικό χώρο που, στην παλαιά, πολιτική διάλεκτο και στη βάση 'ιστορικών μύθων', αποκαλείται 'Ιράκ', από την ιρακινή τους κοινωνία και τις πολιτικές τους παραδόσεις» (Γ. Παπαμιχαήλ, Αυτοκρατορία και Συνειδήσεις, Εκδ. Gutenberg, 2005, σελ. 132).
Μέσω της ατλαντικής ιδεολογίας περί των 'ανθρωπίνων δικαιωμάτων', επιδιώκεται να απαξιώθεί, να χειραγωγηθεί και, όπου κρίνεται σκόπιμο, να απονομιμοποιήθεί, κάθε συλλογική οντότητα που παρεμβάλλεται μεταξύ του φυσικού ατόμου και της παγκόσμιας ατλαντικής ολιγαρχίας.


.~`~.
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική

- Το μέλλον της Ε.Ε, η Ανατολική Ευρώπη -η Ουκρανία- και τα Βαλκάνια, ο Huntington, ο Brzezinski και οι πλανητικές πολιτικές των Η.Π.Α. Τα «Ανθρώπινα δικαιώματα», η «σύγκρουση των πολιτισμών» και τα «Ευρασιατικά Βαλκάνια» ως βαλκανοποίηση της υφηλίου και καλλιέργεια της ελεγχόμενης αναρχίας. Η απόρριψη του διλήμματος μεταξύ πυρηνικού ολοκαυτώματος ή πολιτιστικής ανυπαρξίας - προς μιας νέα ιστορική σύνθεση που θα εναντιώνεται στις θεωρίες και τους υπολογισμούς γραφείου-εργαστηρίου.

Οι προοπτικές για τη διεθνή κοινωνία.

$
0
0

Οι προοπτικές για τη διεθνή κουλτούρα συνδέονται με τις προοπτικές της κοσμοπολίτικης κουλτούρας, η οποία στηρίζει σήμερα τη λειτουργία της... μια από τις βάσεις όλων των ιστορικών διεθνών κοινωνιών ήταν η κοινή κουλτούρα [Σημ. Δ`~. η πορεία από τη χριστιανική διεθνής κοινωνία, στην ευρωπαϊκή διεθνής κοινωνία μέχρι την παγκόσμια -διεθνής;- κοινωνία]. Αφενός υπήρχε κάποιο στοιχείο κοινής πνευματικής κουλτούρας -για παράδειγμα, μια κοινή γλώσσα, μια κοινή φιλοσοφική ή επιστημονική νοοτροπία, μια κοινή λογοτεχνική ή καλλιτεχνική παράδοση- η παρουσία της οποίας χρησίμευσε στη διευκόλυνση της επικοινωνίας μεταξύ των κρατών μελών της κοινωνίας. Αφετέρου υπήρχε κάποιο στοιχείο κοινών αξιών -για παράδειγμα, μια κοινή θρησκεία ή ένας κοινός ηθικός κώδικας- η παρουσία των οποίων συνέβαλε στην ενίσχυση του αισθήματος των κοινών συμφερόντων που ένωναν τα εν λόγω κράτη με ένα αίσθημα κοινού καθήκοντος... αξίζει να κάνουμε τη διάκριση ανάμεσα στη διπλωματική κουλτούρα -το κοινό απόθεμα ιδεών και αξιών που έχουν οι επίσημοι αντιπρόσωποι των κρατών-, και στη διεθνή πολιτική κουλτούρα, με την οποία εννοούμε την πνευματική και ηθική κουλτούρα που καθορίζει τις συμπεριφορές απέναντι στο σύστημα των κρατών των κοινωνιών που το απαρτίζουν. Είναι σαφές ότι η ευρωπαϊκή διεθνής κοινωνία του 18ου και του 19ου αιώνα στηριζόταν σε μια διπλωματική κουλτούρα και σε μια διεθνή πολιτική κουλτούρα που δεν στηρίζουν τη σημερινή παγκόσμια κουλτούρα.
Μπορούμε να πούμε ότι σε αυτή την παγκόσμια διεθνή κοινωνία υπάρχει τουλάχιστον μια διπλωματική ή ελιτίστικη κουλτούρα, που περιλαμβάνει την κοινή πνευματική κουλτούρα του νεωτερισμού: ορισμένες κοινές γλώσσες, κυρίως την αγγλική, μια κοινή επιστημονική κατανόηση του κόσμου, ορισμένες κοινές έννοιες και τεχνικές που απορρέουν από την οικουμενική αποδοχή από τις κυβερνήσεις του σύγχρονου κόσμου της οικονομικής ανάπτυξης και της οικουμενικής ανάμιξης τους στη σύγχρονη τεχνολογία. Ωστόσο αυτή η κοινή πνευματική κουλτούρα υπάρχει μόνο στο επίπεδο των ελίτ [δες και "Κουλτούρα του Νταβός"]'οι βάσεις της είναι επιφανειακές σε πολλές κοινωνίες και η κοινή διπλωματική κουλτούρα που υπάρχει σήμερα δεν ενισχύεται δραστικά από μια διεθνή πολιτική κουλτούρα, ευνοϊκή για τη λειτουργία του συστήματος κρατών. Επιπλεον είναι αμφίβολο εάν ακόμη και σε διπλωματικό επίπεδο εμπεριέχει αυτό που ονομαζόταν κοινή ηθική κουλτούρα ή σύνολο ηθικών αξιών, σε αντιδιαστολή με την κοινή πνευματική κουλτούρα.
Το μέλλον της διεθνούς κοινωνίαςείναι πιθανόν να καθοριστεί μεταξύ άλλων από τη διατήρηση και την επέκταση μιας κοσμοπολίτικης κουλτούρας, που θα περιλαμβάνει κοινές ιδέες και κοινές αξίες και που θα έχει βάσεις στις κοινωνίες γενικά καθώς και στις ελίτ τους'αυτή μπορεί να παράσχει στη σημερινή παγκόσμια διεθνή κοινωνία εκείνη την υποστήριξη που απολάμβανε από τις γεωγραφικά μικρότερες και πολιτισμικά πιο ομοιογενείς διεθνείς κοινωνίες του παρελθόντος.
---------------------------------------------------------------
Μια νέα πολιτική διαίρεση μοιάζει να χαράσσεται ανάμεσα στους κοσμοπολίτες και σε όσους είναι καταδικασμένοι να παραμένουν στον δικό τους τόπο. Μια «παγκόσμια τάξη» θα βρεθεί, απ'ότι φαίνεται, αντιμέτωπη με την υπόλοιπη ανθρωπότητα -και θα κατηγορείται για υποκρισία, αν υιοθετεί έναν φιλελεύθερο οικουμενισμό που δεν αντιστοιχεί στη ζωή και τις εμπειρίες των λιγότερο επιτυχημένων κοινωνικά και οικονομικά (*). Εξάλλου, πέρα από το αν είναι διαθέσιμος στους καταδικασμένους της γης, ο κοσμοπολιτισμός ως μια μορφή φιλελεύθερου οικουμενισμούέχει δεχτεί επιθέσεις εξαιτίας της εμφανούς ανικανότητας του να αναπτύξει τρία συστατικά χαρακτηριστικά της ιδιότητας του ανθρώπου: αληθινούς δεσμούς, ισχυρά κίνητρα και πραγματική πολιτική δράση.

(*)Φυσικά, κάθε κοσμοπολίτης με την κοινωνιολογική έννοια δεν είναι απαραίτητα οικουμενιστής με την κανονιστική έννοια. Και κάθε οικουμενιστής με την κανονιστική έννοια δεν είναι οπωσδήποτε φιλελεύθερος οικουμενιστής με οποιαδήποτε έννοια. Οικουμενικοί μπορούν να γίνουν τόσο ο φιλελευθερισμός όσο και ο αντιφιλελευθερισμός.
---------------------------------------------------------------
Με αυτό δεν υπονοούμε ότι κάθε κοσμοπολίτικη κουλτούρα είναι πιθανόν να καταστεί κυρίαρχη σε ολόκληρο τον κόσμο αφομοιώνοντας τις πολιτισμικές ιδιαιτερότητες ή ότι είναι επιθυμητό να υπάρξει μια τέτοια εξέλιξη. Πρέπει επίσης να αναγνωρίσουμε ότι η σημερινή εν τω γίγνεσθαι κοσμοπολίτικη κουλτούρα, όπως και η διεθνής κοινωνία στη στήριξη της οποίας συμβάλλει, ασκεί επιρροή υπέρ της κυρίαρχης κουλτούρας της Δύσης. Όπως και η παγκόσμια διεθνής κοινωνία, η κοσμοπολίτικη κουλτούρα από την οποία εξαρτάται μπορεί να χρειαστεί να απορροφήσει μη δυτικά στοιχεία σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό, αν πρόκειται να καταστεί πραγματικά οικουμενική και να παράσχει μια βάση για μια οικουμενική διεθνή κοινωνία.

Hedley Bull
The Anarchical Society
A Study of Order in World Politics

.~`~.
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική

*
*
*

Δύο άρθρα και μια ομιλία για τα ΡωσοΟυκρανικά'διανθισμένα από ορισμένες κονδυλικές -και άλλες- επισημάνσεις.

$
0
0
.
.~`~.
I

Ως πρόλογος
- Φορείς οικουμενικών ή κοσμοιστορϊκών ιδεών είναι ορισμένα έθνη, όχι ολόκληρος ο κόσμος... Η αντίληψη, ότι το ίδιο σχέδιο κοινωνικής οργάνωσης μπορεί και οφείλει στις γενικές του γραμμές να βρει πλανητική εφαρμογή, προβάλλει επιτακτικά στον παγκόσμιο ορίζοντα τη στιγμή όπου στην κοσμοιστορϊκή σκηνή εμφανίζονται δύο μεγάλη έθνη: η κομμουνιστική Ρωσσία και οι καπιταλιστικές Ηνωμένες Πολιτείες. Και οι δύο εκπροσωπούν και προωθούν, ως έθνη με φιλοδοξία μεγάλης παγκόσμιας Δύναμης, την προγραμματική σύνδεση της κοινωνικής και της πλανητικής έποψης, αν και με αντίθετα πρόσημα. Το ποιά πρόσημα θα επικρατούσαν εξαρτιόταν στο εξής από την έκβαση του αγώνα μεταξύ μεγάλων εθνών - κι όχι από τα εγγενή «προτερήματα του συστήματος» θεωρούμενα in abstracto. Το πλανητικό σχέδιο κοινωνικής οργάνωσης των κομμουνιστών ναυάγησε, με άλλα λόγια, όχι λόγω της ηθικής και οικονομικής κατωτερότητας, αλλά επειδή η εθνική ισχύς της Ρωσσίας προσέκρουσε στην υπέρτερη εθνική ισχύ των Ηνωμένων Πολιτειών (Το ίδιο θα μπορούσε να λεχθεί και σε σχέση με την προσπάθεια της εθνικοσοσιαλιστικής Γερμανίας να επιτύχει παγκόσμια κυριαρχία)...
- Στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου τονίσθηκε πολλές φορές η εσωτερική συνάρτηση του κομμουνισμού με την παγκόσμια πολιτική ισχύος του ρώσικου έθνους, γιατί η πολεμική της Δύσης ενδιαφερόταν έντονα να ξεσκεπάσει το συγκεκριμένο πολιτικό περιεχόμενο του συνθήματος του «προλεταριακού διεθνισμού». Αλλά με τη διάλυση του ανατολικού στρατοπέδου και της Σοβιετικής Ένωσης υπάρχει στη Δύση λιγότερη προθυμία να ερμηνεύσει κανείς τις εξελίξεις των πραγμάτων ως νίκη εθνών πάνω σε άλλα έθνη'θα φαινόταν ίσως πεζό και δεν θα έμοιαζε με ιδιαίτερα ένδοξο κατόρθωμα, αν κανείς έλεγε απλούστατα ότι το πιο πολυάριθμο και οικονομικά κατά πολύ υπέρτερο στρατόπεδο επικράτησε τελικά ενάντια στη Ρωσία.
Παναγιώτης Κονδύλης

Ποιο το πραγματικό μήνυμα του Putin
Ο μακαρίτης Παναγιώτης Κονδύληςείχε κάποτε παρατηρήσει ότι το αφήγημα του Ψυχρού Πολέμου θα έχανε πολλή από την αίγλη του αν η περιγραφή "ο καπιταλισμός νίκησε τον κομμουνισμό"αντικαθιστώνταν από την ακριβέστερη περιγραφή "η Αμερική νίκησε τη Ρωσία"...
Η παρατήρηση αυτή του Έλληνα φιλοσόφου φαντάζει απολύτως επίκαιρη σε μία συγκυρία κατά την οποία η αμερικανορωσική αντιπαράθεση, καίτοι δεν έχει πια γνωρίσματα ιδεολογικά παρά μόνον γεωπολιτικά, ξαναδίνει τον τόνο στη διεθνή σκηνή. Σε σημείο μάλιστα ώστε αναλυτές να χαρακτηρίζουν την μεταψυχροπολεμική εικοσαετία ως "απλή παρένθεση".
Τον Ρώσο πρόεδρο Vladimir Putin θα μπορούσε κανείς να τον χαρακτηρίσει κυνικό, όχι όμως και ανορθολογικό. Μένει λοιπόν να ερμηνευθεί το ποιοί υπολογισμοί τον ώθησαν στο βήμα που δεν είχε αποτολμήσει ποτέ ως τώρα, ήτοι την de jure εδαφική επέκταση της Ρωσικής Ομοσπονδίας - όταν σε αντίστοιχα προηγούμενα του μετασοβιετικού χώρου (π.χ. την Αμπχαζία, τη Νότια Οσετία ή την Υπερδνειστερία, η οποία σε δημοψήφισμα το 2006 είχε επίσης επιλέξει την ένωση με τη Ρωσία) προτίμησε τη λογική των "γκρίζων ζωνών"και των "παγωμένων συγκρούσεων".
Στην ομιλία του την Τρίτη ενώπιον των δύο σωμάτων του Ρωσικού Κοινοβουλίου (η οποία συγκεφαλαιώνει θέματα που ο Ρώσος πρόεδρος έχει ήδη αναπτύξει στην πολυσυζητημένη εισήγησή του στο Συνέδριο Ασφαλείας του Μονάχου τον Φεβρουάριο του 2007και στην επιφυλλίδα του στους New York Times τον Σεπτέμβριο του 2013) ο Putin εκθέτει με μεγάλη ευκρίνεια τις απόψεις του [ολόκληρη η ομιλία κάτωθι - V]: "Αντιλαμβανόμαστε τι συμβαίνει. Αντιλαμβανόμαστε ότι οι αυτές οι ενέργειες (της Δύσης στην ουκρανική κρίση) στρέφονταν εναντίον της Ουκρανίας και της Ρωσίας και εναντίον της Ευρασιατικής ολοκλήρωσης. Και αυτό, ενώ η Ρωσία πασχίζει για διάλογο με τους εταίρους μας στη Δύση. Προτείνουμε διαρκώς συνεργασία σε όλα τα θέματα-κλειδιά, επιθυμούμε να ενδυναμώσουμε το επίπεδο της μεταξύ μας εμπιστοσύνης και να έχουμε σχέσεις ισότιμες, ανοιχτές και δίκαιες. Αλλά δεν είδαμε βήματα ανταπόκρισης".
Επικαλούμενος το παράδειγμα του Κοσσυφοπεδίου και τη νομική επιχειρηματολογία που ανέπτυξαν τότε οι ΗΠΑ (ότι δηλ. η άσκηση του δικαιώματος στην αυτοδιάθεση μπορεί να αποτελεί παραβίαση του εθνικού δικαίου, αλλά όχι του διεθνούς), ο Putin κατηγόρησε τις χώρες της Δύσης "όχι απλώς για δύο μέτρα και σταθμά, αλλά για πρωτόγονο, ωμό κυνισμό". Κυρίως, όμως, έκλεισε τους λογαριασμούς του με την προηγούμενη εικοσαετία απευθύνοντας ένα μήνυμα εκτός και ένα εντός του μετασοβιετικού χώρου. "Αφότου εξέλιπε ο διπολισμός στον πλανήτη"τόνισε "δεν υπάρχει πια σταθερότητα. Βασικοί διεθνείς θεσμοί αποδυναμώνονται, αντί να ενισχύονται. Οι δυτικοί εταίροι μας, υπό την ηγεσία των ΗΠΑ προτιμούν να μην καθοδηγούνται από το διεθνές δίκαιο στις πολιτικές επιλογές τους, αλλά από τον νόμο των όπλων. Έχουν φθάσει να πιστεύουν τόσο πολύ στην δική τους "αποκλειστικότητα"και "εξαίρεση", ώστε να θεωρούν ότι μπορούν να αποφασίζουν τις τύχες όλου του κόσμου".
Επιστρέφοντας δε κατά κάποιον τρόπο στη γνωστή παλαιότερη ρήση του ότι "η διάλυση της ΕΣΣΔ υπήρξε η μεγαλύτερη γεωπολιτική καταστροφή του 20ού αιώνα", περιέγραψε το πώς "οι άνθρωποι κοιμήθηκαν σε άλλη χώρα το βράδυ και ξύπνησαν σε άλλη χώρα το πρωϊ". Μολονότι μάλιστα δεν παρέλειψε να αναγνωρίσει τις δοκιμασίες των Ουκρανών, των Τατάρων (αλλά και των ίδιων των Ρώσων) κατά τη σταλινική εποχή, η νοσταλγία του για "τη μεγάλη χώρα που έπαψε να υπάρχει" (με κύρια ευθύνη, όπως είπε, της ίδιας της Ρωσίας) ήταν εμφανής. Και ενώ τόνισε ότι ο ίδιος παρέβλεψε συνειδητά στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας το ζήτημα της ακριβούς οριοθέτησης των χερσαίων και θαλάσσιων συνόρων με την Ουκρανία, χάριν των "αδελφικών σχέσεων"με τη γειτονική χώρα, τώρα "που όλα έχουν ανατραπεί"στέλνει ένα μήνυμα σχεδόν τρομακτικό: ότι δηλ. το ρωσικό έθνος είναι "ίσως το μεγαλύτερο που μοιράζεται σε τόσα διαφορετικά κράτη".
Προς τους λοιπούς πάλαι ποτέ πολίτες της ΕΣΣΔ ο Putin εμφανίζει τη χώρα του ως συνώνυμο της ευημερίας, επιδεικνύοντας "απόλυτη κατανόηση"για τους λόγους που έβγαλαν τους Ουκρανούς στους δρόμους μετά από δύο δεκαετίες κυριαρχίας των ολιγαρχών και υπενθυμίζοντας ότι το 12% του ουκρανικού ΑΕΠ οφείλεται στα εκατομμύρια των πολιτών που εργάζονται στη Ρωσία "όχι σε κάποια Silicon Valley, αλλά ως ημερήσιοι μετανάστες"...
Στην πραγματικότητα, το διάγγελμα του Putin μοιάζει να έλαβε τη μορφή του τη μέρα που ο μεταβατικός πρωθυπουργός της Ουκρανίας Arsenyi Yatseniuk έγινε δεκτός στον Λευκό Οίκο. Εφόσον η Ουάσιγκτον αυτοπαγιδεύθηκε χαράζοντας "κόκκινη γραμμή"σε ό,τι αφορά τη διαιώνιση και νομιμοποίηση της νέας εξουσίας του Κιέβου, η Μόσχα επίσης δεν είχε κανένα κίνητρο συναλλαγής και καμία δίοδο υποχώρησης ως προς την Κριμαία. Όσο για τον πρώτο γύρο των ευρω-αμερικανικών κυρώσεων ήταν τέτοιος που η ρωσική πλευρά μοιάζει σαν να προκαλεί τη Δύση να αναγνωρίσει δημοσίως ότι δεν είναι σε θέση να προχωρήσει σε δεύτερο και ισχυρότερο. Φυσικά το ρίσκο είναι τεράστιο. Όμως αρκεί να παρατηρήσει κανείς ότι με ομόφωνο ψήφισμά τους τα μέλη του ρωσικού κοινοβουλίου ζητούν να συμπεριληφθούν και αυτά στις λίστες αξιωματούχων στους οποίους επιβλήθηκαν κυρώσεις - και επελέγησαν μάλλον με κριτήριο τις κατά καιρούς συνεντεύξεις τους στα μίντια...
Μπορούμε πάντοτε να θεωρήσουμε ότι ο Putin πλέον άγεται από ένα κύμα εθνικισμού που σαρώνει μετά την ουκρανική κρίση τους Ρώσους εντός και εκτός Ρωσίας - και εκτοξεύει τη δημοτικότητά του στις δημοσκοπήσεις. Όμως κάτι τέτοιο, θα σήμαινε ότι υποτιμούμε την υλικότητα των ιδεολογιών και την συνοχή που προσφέρει αυτή τη στιγμή η "πατριωτική έξαρση"στο ρωσικό σύστημα. Κυρίως όμως θα σήμαινε ότι υποτιμούμε το πόσο ισχυρό νεύρο άγγιξε η εμφάνιση των ένοπλων ακροδεξιών στους δρόμους του Κιέβου - όταν το ιστορικό ίχνος των 25 εκατ. σοβιετικών νεκρών του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου και η "αντιφασιστική νίκη στον Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο"αποτελούν το κυριότερο ιδεολογικό "τσιμέντο"της μετασοβιετικής Ρωσίας.
Κώστας Ράπτης
Πηγή

Ως επίλογος
Η σταλινική Σοβιετική Ένωση νίκησε τον εθνικοσοσιαλισμό, όχι η φιλελεύθερη Γαλλία και η κοινοβουλευτική Αγγλία. Και οι προϋποθέσεις για την επιτυχή στρατιωτική επέμβαση των Ηνωμένων Πολιτειών στη Δυτική Ευρώπη το 1944 δημιουργήθηκαν και αυτές στο Στάλινγκραντ.
Παναγιώτης Κονδύλης

.~`~.
II

Ο κεντρικός στόχος της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, είναι να αποτελούν οι ΗΠΑ τον ηγεμόνα του Δυτικού Ημισφαιρίου και να μην έχουν κανέναν αντίπαλο ηγεμόνα είτε στην Ευρώπηείτε στη Βορειοανατολική Ασία. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θέλουν έναν ανταγωνιστή ηγεμόνα. Την επαύριον του Ψυχρού Πολέμου, οι διαμορφωτές πολιτικής των ΗΠΑ παραμένουν σταθερά δεσμευμένοι σε αυτόν τον σκοπό. Ας λάβουμε υπόψη το παρακάτω απόσπασμα από ένα κείμενο σχεδιασμού του Πενταγώνου, το οποίο διέρευσε στον Τύπο το 1992: «Ο πρώτος αντικειμενικός σκοπός μας είναι να εμποδίσουμε την επανεμφάνιση ενός νέου αντιπάλου... ο οποίος θέτει απειλή του είδους και της κλίμακας που είχε θέσει στο παρελθόν η Σοβιετική Ένωση... Το νέο επίκεντρο που θα πρέπει να έχει τώρα η στρατηγική μας είναι η παρεμπόδιση της εμφάνισης οποιουδήποτε δυνητικού πλανητικού ανταγωνιστή».

...ο πολυεθνικός και ιδιαίτερος χαρακτήρας της αμερικανικής κοινωνίας κατέστησε ευκολότερο για τις Η.Π.Α να παγκοσμιοποίησουν την ηγεμονία τους χωρίς να -αφεθεί να- φανεί πως είναι αυστηρά εθνική.
Για παράδειγμα, μια προσπάθεια της Κίνας να επιδιώξει παγκόσμια πρωτοκαθεδρία θα αντιμετωπιζόταν αναπόφευκτα από άλλους ως μια προσπάθεια να επιβάλει εθνική ηγεμονία. Για να το θέσουμε απλά, ο οποιοσδήποτε μπορεί να είναι Αμερικανός, αλλά μόνον ο Κινέζος μπορεί να είναι Κινέζος -και αυτό βάζει ένα επιπλέον και σημαντικό εμπόδιο στον τρόπο οποιασδήποτε ουσιαστικά εθνικής παγκόσμιας -προσπάθειας- ηγεμονίας.

.~`~.
III

Διευρυμένο μέρος του άνωθεν αποσπάσματος από τον Παναγιώτη Κονδύλη
Φορείς οικουμενικών ή κοσμοιστορϊκών ιδεών είναι ορισμένα έθνη, όχι ολόκληρος ο κόσμος... Η αντίληψη, ότι το ίδιο σχέδιο κοινωνικής οργάνωσης μπορεί και οφείλει στις γενικές του γραμμές να βρει πλανητική εφαρμογή, προβάλλει επιτακτικά στον παγκόσμιο ορίζοντα τη στιγμή όπου στην κοσμοιστορϊκή σκηνή εμφανίζονται δύο μεγάλη έθνη: η κομμουνιστική Ρωσσία και οι καπιταλιστικές Ηνωμένες Πολιτείες. Και οι δύο εκπροσωπούν και προωθούν, ως έθνη με φιλοδοξία μεγάλης παγκόσμιας Δύναμης, την προγραμματική σύνδεση της κοινωνικής και της πλανητικής έποψης, αν και με αντίθετα πρόσημα. Το ποιά πρόσημα θα επικρατούσαν εξαρτιόταν στο εξής από την έκβαση του αγώνα μεταξύ μεγάλων εθνών - κι όχι από τα εγγενή «προτερήματα του συστήματος» θεωρούμενα in abstracto. Το πλανητικό σχέδιο κοινωνικής οργάνωσης των κομμουνιστών ναυάγησε, με άλλα λόγια, όχι λόγω της ηθικής και οικονομικής κατωτερότητας, αλλά επειδή η εθνική ισχύς της Ρωσσίας προσέκρουσε στην υπέρτερη εθνική ισχύ των Ηνωμένων Πολιτειών (Το ίδιο θα μπορούσε να λεχθεί και σε σχέση με την προσπάθεια της εθνικοσοσιαλιστικής γερμανίας να επιτύχει παγκόσμια κυριαρχία).
Αν η καπιταλιστική «λογική» είχε ενσαρκωθεί κοσμοιστορϊκά μόνο στο Βέλγιο και στην Ελβετία, ενώ ο «παραλογισμός» της σχεδιασμένης οικονομίας στη Ρωσσία και στην Κίνα, τότε οι προτιμήσεις της παγκόσμιας ιστορίας θα ήσαν πολύ διαφορετικές απ'ό,τι φάνηκε το 1989. Τούτη η διαπίστωση έχει ύψιστη ιστορική και μεθοδολογική σημασία: δείχνει ποσό βαθιά αλληλοσυμπλέκονται η πολιτική και κοινωνική ιστορία.
Η ίδια σκέψη μπορεί να διατυπωθεί και αντίστροφα: η κοσμοιστορϊκή δυναμικότητα του κομμουνισμού, δηλαδή η ικανότητα του να προασπίσει ένα σχέδιο κοινωνικής οργάνωσης σε παγκόσμια κλίμακα, θα ήταν ίση με μηδέν αν είχε συμπτυχθεί μέσα στα σύνορα της Αλβανίας. Όμως κατέκτησε τη Ρωσσία και την Κίνα - και αυτότης έδωσε ορμή και βαρύτητα. Η πλανητική, η κοινωνική και η εθνική έποψη μπορούσαν τώρα, κι ήσαν μάλιστα υποχρεωμένες, να συνεργήσουν. Και πράγματι, οι εθνικές επιδιώξεις της Ρωσσίας (ή της πρώην Σοβιετικής Ένωσης) ως προς την απόκτηση παγκόσμιας ισχύος συνδέθηκαν στενά με διαδικασίες που άλλαξαν τον παγκόσμιο χάρτη κι είχαν ως συνέπεια μια άνευ προηγουμένου πύκνωση της πλανητικής πολιτικής...

.~`~.
IV

Getting Ukraine Wrong
Άρθρο του John Mearsheimer για την Ουκρανία
President Obama has decided to get tough with Russia by imposing sanctions and increasing support for Ukraine’s new government. This is a big mistake. This response is based on the same faulty logic that helped precipitate the crisis. Instead of resolving the dispute, it will lead to more trouble.
The White House view, widely shared by Beltway insiders, is that the United States bears no responsibility for causing the current crisis. In their eyes, it’s all President Vladimir V. Putin’s fault — and his motives are illegitimate. This is wrong. Washington played a key role in precipitating this dangerous situation, and Mr. Putin’s behavior is motivated by the same geopolitical considerations that influence all great powers, including the United States.
The taproot of the current crisis is NATO expansion and Washington’s commitment to move Ukraine out of Moscow’s orbit and integrate it into the West. The Russians have intensely disliked but tolerated substantial NATO expansion, including the accession of Poland and the Baltic countries. But when NATO announced in 2008 that Georgia and Ukraine “will become members of NATO,” Russia drew a line in the sand. Georgia and Ukraine are not just states in Russia’s neighborhood; they are on its doorstep. Indeed, Russia’s forceful response in its August 2008 war with Georgia was driven in large part by Moscow’s desire to prevent Georgia from joining NATO and integrating into the West.
Fast forward to last November, when it seemed that President Viktor F. Yanukovych would sign an agreement with the European Union that was designed to deepen Ukraine’s integration with the West and greatly reduce Moscow’s influence there. Mr. Putin offered Ukraine a better deal in response, which Mr. Yanukovych accepted. That decision led to protests in western Ukraine, where there is strong pro-Western sentiment and much hostility to Moscow.
The Obama administration then made a fatal mistake by backing the protesters, which helped escalate the crisis and eventually led to the toppling of Mr. Yanukovych. A pro-Western government then took over in Kiev. The United States ambassador to Ukraine, who had been encouraging the protesters, proclaimed it “a day for the history books.”
Mr. Putin, of course, didn’t see things that way. He viewed these developments as a direct threat to Russia’s core strategic interests.
Who can blame him? After all, the United States, which has been unable to leave the Cold War behind, has treated Russia as a potential threat since the early 1990s and ignored its protests about NATO’s expansion and its objections to America’s plan to build missile defense systems in Eastern Europe.
One might expect American policymakers to understand Russia’s concerns about Ukraine joining a hostile alliance. After all, the United States is deeply committed to the Monroe Doctrine, which warns other great powers to stay out of the Western Hemisphere.
But few American policymakers are capable of putting themselves in Mr. Putin’s shoes. This is why they were so surprised when he moved additional troops into Crimea, threatened to invade eastern Ukraine, and made it clear Moscow would use its considerable economic leverage to undermine any regime in Kiev that was hostile to Russia.
When Mr. Putin explained why he was playing hardball, Mr. Obama responded that the Russian leader “seems to have a different set of lawyers making a different set of interpretations.” But the Russian leader is obviously not talking with lawyers; he sees this conflict in geopolitical, not legal terms.
Mr. Putin’s view is understandable. Because there is no world government to protect states from one another, major powers are acutely sensitive to threats — especially near their borders — and they sometimes act ruthlessly to address potential dangers. International law and human rights concerns take a back seat when vital security issues are at stake.
Mr. Obama would be advised to stop talking to lawyers and start thinking like a strategist. If he did, he would realize that punishing the Russians while trying to pull Ukraine into the West’s camp will only make matters worse.
The West has few options for inflicting pain on Russia, while Moscow has many cards to play against Ukraine and the West. It could invade eastern Ukraine or annex Crimea, because Ukraine regrettably relinquished the nuclear arsenal it inherited when the Soviet Union broke up and thus has no counter to Russia’s conventional superiority.
Furthermore, Russia could stop cooperating with America over Iran and Syria; it could badly damage Ukraine’s struggling economy and even cause serious economic problems in the European Union due to its role as a major gas supplier. Not surprisingly, most Europeans aren’t very enthusiastic about employing costly sanctions against Russia.
But even if the West could impose significant costs on Russia, Mr. Putin is unlikely to back down. When vital interests are at stake, countries are invariably willing to suffer great pain to ensure their security. There is no reason to think Russia, given its history, is an exception.
Mr. Obama should adopt a new policy toward Russia and Ukraine — one that seeks to prevent war by recognizing Russia’s security interests and upholding Ukraine’s territorial integrity.
To achieve those goals, the United States should emphasize that Georgia and Ukraine will not become NATO members. It should make clear that America will not interfere in future Ukrainian elections or be sympathetic to a virulently anti-Russian government in Kiev. And it should demand that future Ukrainian governments respect minority rights, especially regarding the status of Russian as an official language. In short, Ukraine should remain neutral between East and West.
Some might say these policy prescriptions amount to a defeat for America. On the contrary, Washington has a deep-seated interest in ending this conflict and maintaining Ukraine as a sovereign buffer state between Russia and NATO. Furthermore, good relations with Russia are essential, because the United States needs Moscow’s help to deal with Iran, Syria, Afghanistan, and eventually to help counter China, the only genuine potential rival to the United States.
John J. Mearsheimer, a professor of political science at the University of Chicago, is the author of “The Tragedy of Great Power Politics.”

.~`~.
V

Ομιλία του Vladimir Putin για την Κριμαία και την Ουκρανία
Καλημέρα αξιότιμα μέλη του Συμβουλίου της Ομοσπονδίας, αξιότιμοι βουλευτές της Κρατικής Δούμας! Αξιότιμοι εκπρόσωποι της Δημοκρατίας της Κριμαίας και της Σεβαστούπολης - είναι εδώ, ανάμεσά μας, πολίτες της Ρωσίας, κάτοικοι της Κριμαίας και της Σεβαστούπολης!
Αγαπητοί φίλοι, συγκεντρωθήκαμε σήμερα για ένα ζήτημα, που είναι ζωτικής και ιστορικής σημασίας για όλους μας. Στις 16 Μαρτίου στην Κριμαία πραγματοποιήθηκε Δημοψήφισμα, που ήταν σε πλήρη συμμόρφωση με τις δημοκρατικές διαδικασίες και τους κανόνες του διεθνούς δικαίου .
Στην ψηφοφορία συμμετείχε άνω του 82 % των ψηφοφόρων. Περισσότεροι του 96 % τάχθηκαν υπέρ της επανένωσης με τη Ρωσία. Οι αριθμοί είναι εξαιρετικά πειστικοί.
Για να καταλάβουμε γιατί έγινε ακριβώς αυτή η επιλογή, είναι αρκετό να γνωρίζουμε την ιστορία της Κριμαίας, να γνωρίζουμε τί σήμαινε και σημαίνει η Ρωσία για την Κριμαία και η Κριμαία για τη Ρωσία.
Στην Κριμαία τα πάντα κυριολεκτικά είναι διαποτισμένα από την κοινή μας ιστορία και υπερηφάνεια. Εδώ είναι η αρχαία Χερσόνησος, όπου βαφτίστηκε χριστιανός ο Άγιο πρίγκιπας Βλαδίμηρος. Το πνευματικό του επίτευγμα – η στροφή προς την Ορθοδοξία – προκαθόρισε την κοινή πολιτιστική, αξιακή, πολιτισμική βάση, η οποία ενώνει τους λαούς της Ρωσίας, της Ουκρανίας και της Λευκορωσίας. Στην Κριμαία βρίσκονται οι τάφοι των Ρώσων στρατιωτών, χάρη στην ανδρεία των οποίων το 1783 η Κριμαία κυριεύθηκε από το ρωσικό κράτος. Η Κριμαία είναι η Σεβαστούπολη, η πόλη-θρύλος, η πόλη του μεγάλου πεπρωμένου, η πόλη-φρούριο και γενέτειρα του ρωσικού Στόλου της Μαύρης Θάλασσας. Κριμαία είναι η Μπαλακλάβα και το Κερτς, το ανάχωμα Μαλάχοφ και το ύψωμα Σαλούν. Κάθε ένα από αυτά τα εδάφη είναι ιερά για μας, είναι σύμβολα της ρωσικής στρατιωτικής δόξας και της πρωτοφανούς ανδρείας.
Η Κριμαία είναι και ένα μοναδικό μείγμα πολιτισμών και παραδόσεων διαφορετικών λαών. Και γι’ αυτό μοιάζει τόσο με την ηπειρωτική Ρωσία, όπου στη διάρκεια αιώνων δεν έχει εξαφανιστεί, ούτε «εξατμιστεί» ούτε ένα έθνος. Ρώσοι και Ουκρανοί, Τάταροι της Κριμαίας και εκπρόσωποι άλλων λαών έζησαν και εργάστηκαν δίπλα δίπλα στη γη της Κριμαίας, διατηρώντας την ιδιαιτερότητα, τις παραδόσεις, τη γλώσσα και τη θρησκεία τους.
Με την ευκαιρία, σήμερα, από τα 2,2 εκατομμύρια κατοίκων της χερσονήσου της Κριμαίας, σχεδόν το ενάμισι εκατομμύριο είναι Ρώσοι, 350 χιλιάδες είναι Ουκρανοί, οι οποίοι θεωρούν κατά κύριο λόγο τη ρωσική ως μητρική τους γλώσσα και περίπου 290-300 χιλιάδες Τάταροι της Κριμαίας, σημαντικό μέρος των οποίων, όπως έδειξε το Δημοψήφισμα, επίσης προσανατολίζονται στη Ρωσία.
Ναι, υπήρξε μια περίοδος, όταν έναντι των Τάταρων της Κριμαίας, όπως και έναντι ορισμένων άλλων λαών της ΕΣΣΔ, επιδείχθηκε σκληρή αδικία. Θα πω ένα πράγμα: από τις διώξεις τότε υπέφεραν πολλά εκατομμύρια άνθρωποι διαφορετικών εθνικοτήτων και πρωτίστως, βέβαια, Ρώσοι στην εθνικότητα. Οι Τάταροι της Κριμαίας επέστρεψαν στην πατρική γη τους. Θεωρώ ότι πρέπει να ληφθούν όλε οι αναγκαίες πολιτικές, νομοθετικές αποφάσεις, οι οποίες θα ολοκληρώσουν τη διαδικασία της αποκατάστασης του λαού των Τάταρων της Κριμαίας, αποφάσεις, οι οποίες θα αποκαταστήσουν τα δικαιώματά τους και το καλό τους όνομα στο ακέραιο.
Αντιμετωπίζουμε με σεβασμό τους εκπροσώπους όλων των εθνικοτήτων, που ζουν στην Κριμαία. Αυτό είναι το κοινό τους σπίτι, η ιδιαίτερη πατρίδα τους και θα είναι σωστό εάν στην Κριμαία – γνωρίζω ότι οι κάτοικοι της Κριμαίας το υποστηρίζουν αυτό – θα υπάρχουν τρεις ισότιμες επίσημες γλώσσες: τα ρωσικά, τα ουκρανικά και τα ταταρικά.
Αγαπητοί συνάδελφοι! Στην καρδιά και τη συνείδηση των ανθρώπων η Κριμαίας ήταν πάντοτε και παραμένει αναπόσπαστο μέρος της Ρωσίας. Αυτή η πεποίθηση βασίζεται στην αλήθεια και τη δικαιοσύνη, ήταν ακλόνητη, μεταφερόταν από γενιά σε γενιά, μπροστά της ήταν ανίσχυροι και ο χρόνος και οι συνθήκες, ήταν ανίσχυρες όλες οι δραματικές αλλαγές, που βιώσαμε και υπέστη η χώρα μας κατά τη διάρκεια ολόκληρου του εικοστού αιώνα.
Μετά την επανάσταση, οι μπολσεβίκοι με διάφορες αιτιολογήσεις, ας αφήσουμε το Θεό να τους κρίνει, συμπεριέλαβαν στα εδάφη της Ουκρανικής Ενωσιακής Δημοκρατίας σημαντικές ιστορικές εκτάσεις της Νότιας Ρωσίας. Αυτό έγινε χωρίς να ληφθεί υπόψη η εθνική σύνθεση των κατοίκων και σήμερα αυτά είναι η σύγχρονη νοτιο-ανατολική Ουκρανία. Και το 1954 ακολούθησε η απόφαση για την παραχώρηση στην Ουκρανία και της περιφέρειας της Κριμαίας, μαζί με την οποία μεταβιβάστηκε και η Σεβαστούπολη, αν και ήταν ήδη πόλη απευθείας διευθυνόμενη από το ομοσπονδιακό κέντρο. Την πρωτοβουλία είχε προσωπικά ο επικεφαλής του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης Νικίτα Χρουστσόφ. Ποιο ήταν το κίνητρό του, η επιδίωξη να εξασφαλίσει την υποστήριξη της ουκρανικής νομενκλατούρας, είτε να μειώσει τις ευθύνες του για τη διοργάνωση των μαζικών διώξεων στην Ουκρανία τη δεκαετία του 1930, ας ασχοληθούν με αυτό οι ιστορικοί.
Για εμάς το σημαντικό είναι άλλο: η απόφαση αυτή ελήφθη με προφανείς παραβιάσεις ακόμη και των συνταγματικών κανόνων, που ίσχυαν τότε. Το ζήτημα διευθετήθηκε στους διαδρόμους, μεταξύ ολίγων. Είναι φυσικό, ότι στις συνθήκες ενός ολοκληρωτικού κράτους οι κάτοικοι της Κριμαίας και της Σεβαστούπολης δεν ερωτήθηκαν για τίποτα. Απλώς τους έθεσαν προ του τετελεσμένου γεγονότος. Οι άνθρωποι, βέβαια, και τότε αναρωτήθηκαν, πώς ξαφνικά η Κριμαία έγινε μέρος της Ουκρανίας. Αλλά σε γενικές γραμμές – είναι ανάγκη να το πούμε ευθέως, όλοι το κατανοούμε αυτό – σε μεγάλο βαθμό η απόφαση αυτή αντιμετωπίστηκε ως ένα είδος τυπικής διαδικασίας, επειδή τα εδάφη μεταβιβάζονταν στο πλαίσιο μιας μεγάλης χώρας. Τότε ήταν απλά αδύνατο να φανταστεί κανείς ότι η Ουκρανία και η Ρωσία μπορεί να μην ζουν μαζί, μπορεί να γίνουν διαφορετικά κράτη. Να όμως, που αυτό συνέβη.
Αυτό, που φαινόταν αδιανόητο, δυστυχώς έγινε πραγματικότητα. Η ΕΣΣΔ διαλύθηκε. Τα γεγονότα εκτυλίχθηκαν τόσο γρήγορα, που λίγοι πολίτες κατανόησαν το δραματικό χαρακτήρα των εξελίξεων, που έλαβαν τότε χώρα και των συνεπειών τους. Πολλοί άνθρωποι και στη Ρωσία και στην Ουκρανία, αλλά και στις άλλες Δημοκρατίες ήλπιζαν ότι η Κοινοπολιτεία των Ανεξαρτήτων Κρατών, που γεννήθηκε τότε θα καταστεί μια νέα μορφή κοινής κρατικής υπόστασης. Αφού τους είχαν υποσχεθεί και κοινό νόμισμα και ένα κοινό οικονομικό χώρο και κοινές ένοπλες δυνάμεις, αλλά όλα αυτά παρέμειναν μόνο υποσχέσεις και η μεγάλη χώρα έπαψε να υπάρχει. Και όταν η Κριμαία βρέθηκε ξαφνικά σε ένα άλλο πλέον κράτος, από τότε ήδη η Ρωσία αισθάνθηκε ότι όχι μόνο την λήστεψαν, αλλά κυριολεκτικά την λεηλάτησαν.
Την ίδια στιγμή πρέπει επίσης ανοιχτά να παραδεχθούμε ότι και η ίδια η Ρωσία, εγκαινιάζοντας την «παρέλαση των κυριαρχιών», συνέβαλε στην κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και κατά την τυπική πιστοποίηση της διάλυσης της ΕΣΣΔ ξέχασαν και την Κριμαία και την κύρια βάση του Στόλου της Μαύρης Θάλασσας, τη Σεβαστούπολη. Εκατομμύρια Ρώσων πήγαν για ύπνο στη μία τους χώρα και ξύπνησαν εκτός συνόρων, βρέθηκαν να είναι αστραπιαία εθνικές μειονότητες στις πρώην σοβιετικές Δημοκρατίες και ο ρωσικός λαός κατέστη ένας από τους μεγαλύτερους, να το πούμε έτσι, μοιρασμένος λαός στον κόσμο.
Σήμερα, μετά από πολλά πλέον χρόνια, άκουσα πως οι κάτοικοι της Κριμαίας, εντελώς πρόσφατα, λένε ότι τότε, το 1991, τους παρέδωσαν από χέρι σε χέρι σαν να είναι απλώς ένα σακί πατάτες. Είναι δύσκολο να διαφωνήσει κανείς. Το ρωσικό κράτος, πού είναι; Τι έκανε η Ρωσία; Κατέβασε το κεφάλι και το αποδέχθηκε, κατάπιε αυτήν την προσβολή. Η χώρα μας ήταν τότε σε μια τόσο δύσκολη κατάσταση, που απλά δεν μπορούσε πραγματικά να υπερασπιστεί τα συμφέροντά της. Όμως οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να δεχθούν την κραυγαλέα ιστορική αδικία. Όλα αυτά τα χρόνια και οι πολίτες και πολλά δημόσια πρόσωπα επανειλημμένως έχουν εγείρει το θέμα αυτό, έλεγαν ότι η Κριμαία είναι αμιγώς ρωσική γη και η Σεβαστούπολη ρωσική πόλη. Ναι, όλα αυτά τα καταλαβαίναμε καλά, το αισθανόμασταν και με την καρδιά και με την ψυχή μας, αλλά έπρεπε να έχουμε ως αφετηρία μας την πραγματικότητα, όπως είχε διαμορφωθεί και σε μια νέα πλέον βάση να οικοδομήσουμε καλές σχέσεις με την ανεξάρτητη Ουκρανία. Και οι σχέσεις με την Ουκρανία, με τον αδελφό ουκρανικό λαό ήταν και παραμένουν και πάντοτε θα είναι για μας σημαντικότατες, θεμελιώδεις, χωρίς καμία υπερβολή.
Σήμερα μπορώ να μιλήσω ανοιχτά, θέλω να μοιραστώ μαζί σας τις λεπτομέρειες των διαπραγματεύσεων, που είχαν λάβει χώρα στις αρχές της δεκαετίας του 2000. Ο πρόεδρος τότε της Ουκρανίας Κούτσμα μου ζήτησε να επιταχύνουμε τη διαδικασία οριοθέτησης των ρωσο- ουκρανικών συνόρων. Μέχρι τότε αυτή η διαδικασία είχε πρακτικά ακινητοποιηθεί. Η Ρωσία υποτίθεται ότι αναγνώρισε την Κριμαία ως τμήμα της Ουκρανίας, αλλά συνομιλίες για την οριοθέτηση των συνόρων δεν διεξάγονταν. Κατανοώντας όλες τις δυσκολίες αυτής της διαδικασίας, παρ’ όλ’ αυτά ανέθεσα αμέσως στις ρωσικές υπηρεσίες να ενεργοποιήσουν αυτές τις εργασίες, για την οριοθέτηση των συνόρων, ώστε να καταστεί σαφές σε όλους: συμφωνώντας με την οριοθέτηση, τόσο νομικά, όσο και στην πράξη αναγνωρίζαμε την Κριμαία έδαφος της Ουκρανίας και υπ’ αυτήν την έννοια κλείναμε οριστικά το ζήτημα αυτό.
Κάναμε βήματα προσέγγισης προς την Ουκρανία όχι μόνο ως προς την Κριμαία, αλλά και σε ένα τόσο πολυπλοκότατο θέμα, όπως είναι η οριοθέτηση της λεκάνης της Αζοφικής θάλασσας και των Στενών του Κερτς. Ποια ήταν τότε η αφετηρία μας; Ξεκινούσαμε από την παραδοχή ότι οι καλές σχέσεις με την Ουκρανία είναι για μας το βασικό και γι’ αυτό δεν πρέπει να καταστούν όμηρος αδιέξοδων εδαφικών διαφορών. Αλλά την ίδια στιγμή, φυσικά, αναμέναμε ότι η Ουκρανία θα είναι ένα καλός μας γείτονας, ότι οι Ρώσοι και οι ρωσόφωνοι πολίτες στην Ουκρανία, ιδιαίτερα στις νοτιο-ανατολικές της περιφέρειες και στην Κριμαία θα ζουν υπό τις συνθήκες ενός φιλικού, δημοκρατικού, πολιτισμένου κράτους, ότι τα νόμιμα συμφέροντά τους θα είναι κατοχυρωμένα, σύμφωνα με τους κανόνες του διεθνούς δικαίου.
Ωστόσο η κατάσταση άρχισε να εξελίσσεται με διαφορετικό τρόπο. Συστηματικά καταβάλλονταν προσπάθειες να στερηθούν οι Ρώσοι την ιστορική τους μνήμη και μερικές φορές ακόμη και τη μητρική τους γλώσσα, να υποστούν αναγκαστική αφομοίωση. Και φυσικά οι Ρώσοι, όπως και άλλοι πολίτες της Ουκρανίας υπέφεραν από τη συνεχή πολιτική και τη μόνιμη πολιτειακή κρίση, η οποία συγκλονίζει την Ουκρανία για περισσότερα από 20 χρόνια ήδη.
Καταλαβαίνω γιατί οι άνθρωποι στην Ουκρανία ήθελαν αλλαγές. Κατά τα χρόνια της «ανεξαρτησίας» τους, η εξουσία τους τους έφτασε, όπως λέμε, στα όριά τους, έγινε μισητή. Άλλαζαν πρόεδροι, πρωθυπουργοί, βουλευτές της Ράντα (Βουλής), αλλά δεν άλλαζε η στάση τους απέναντι στη χώρα και το λαό της. «Άρμεγαν» την Ουκρανία, τσακώνονταν μεταξύ τους για αρμοδιότητες, περιουσιακά στοιχεία και χρηματοοικονομικές ροές. Την ίδια στιγμή οι κυρίαρχες δυνάμεις λίγο ενδιαφέρονταν για το πώς και με τί ζουν οι απλοί άνθρωποι, μεταξύ άλλων γιατί εκατομμύρια πολίτες της Ουκρανίας δεν βλέπουν προοπτικές για τους ίδιους στην πατρίδα τους και είναι αναγκασμένοι να φεύγουν σε άλλες χώρες για να βρουν μεροκάματο. Θέλω να σημειώσω, όχι σε κάποια Silicon Valley, αλλά για μεροκάματα. Μόνο στη Ρωσία πέρυσι δούλευαν σχεδόν 3 εκατομμύρια άνθρωποι. Σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις, ο όγκος των αποδοχών τους το 2013 στη Ρωσία ανήλθε σε περισσότερα από 20 δισεκατομμύρια δολάρια, που είναι περίπου το 12 τοις εκατό του ΑΕΠ της Ουκρανίας.
Θα το επαναλάβω, καταλαβαίνω καλά όσους βγήκαν στις πλατείες με ειρηνικά συνθήματα, τασσόμενοι κατά της διαφθοράς, της αναποτελεσματικής διαχείρισης του κράτους, της φτώχειας. Τα δικαιώματα στην ειρηνική διαμαρτυρία, οι δημοκρατικές διαδικασίες, οι εκλογές γι’ αυτό και υπάρχου, ώστε να αλλάζει η εξουσία, που δεν ικανοποιεί τους ανθρώπους. Όμως εκείνοι, που βρίσκονταν πίσω από τις τελευταίες εξελίξεις στην Ουκρανία, επιδίωκαν άλλους στόχους: ετοίμαζαν άλλο ένα πραξικόπημα, σχεδίαζαν να καταλάβουν την εξουσία, χωρίς να σταματούν μπροστά σε τίποτα. Επιστρατεύτηκαν και η τρομοκρατία και οι δολοφονίες και τα πογκρόμ. Κορυφαίοι εκτελεστές του πραξικοπήματος έγιναν οι εθνικιστές, οι νεοναζί, οι ρωσοφοβικοί και οι αντισημίτες. Ειδικά αυτοί καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό ακόμη και έως σήμερα τη ζωή στην Ουκρανία.
Το πρώτο πράγμα, που έκαναν οι νέες λεγόμενες «Αρχές» ήταν να εισαγάγουν προς ψήφιση το σκανδαλώδες νομοσχέδιο για την αναθεώρηση της γλωσσικής πολιτικής, το οποίο ευθέως παραβίαζε τα δικαιώματα των εθνικών μειονοτήτων. Η αλήθεια είναι ότι οι ξένοι χορηγοί αυτών των σημερινών «πολιτικών», οι συντονιστές των σημερινών «Αρχών» αμέσως απέτρεψαν τους εμπνευστές αυτής της πρωτοβουλίας. Είναι έξυπνοι άνθρωποι, πρέπει να τους το αναγνωρίσουμε και κατανοούν, πού θα οδηγήσουν οι προσπάθειες να χτιστεί ένα εθνικά καθαρό ουκρανικό κράτος. Το νομοσχέδιο μπήκε στην άκρη, προφανώς προς εφεδρική επανεξέταση. Ενώ αυτό καθεαυτό το γεγονός της ύπαρξής του τώρα αποσιωπάται, προφανώς γιατί υπολογίζουν στην κοντή ανθρώπινη μνήμη. Όμως ήδη σε όλους έγινε πολύ σαφές, τί ακριβώς προτίθενται να κάνουν στο εξής οι Ουκρανοί ιδεολογικοί κληρονόμοι του Μπαντέρα - πρωτοπαλίκαρου του Χίτλερ κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Είναι επίσης σαφές ότι νόμιμη εκτελεστική εξουσία στην Ουκρανία δεν υπάρχει έως και τώρα, δεν έχουμε με ποιον να συνομιλήσουμε. Πολλές κρατικές υπηρεσίες έχουν αρπαχτεί από αυτόκλητους, οι οποίοι μάλιστα δεν ελέγχουν τίποτε στη χώρα, ενώ οι ίδιοι - θέλω να το τονίσω αυτό - συχνά οι ίδιοι ελέγχονται από εξτρεμιστές. Ακόμη και για να κλείσεις ραντεβού με κάποιους υπουργούς της σημερινής κυβέρνησης, αυτό είναι δυνατό μόνο με την άδεια των μαχητών του Μαϊντάν. Αυτό δεν είναι αστείο, αλλά η πραγματικότητα της σημερινής ζωής.
Αυτοί, που αντιστάθηκαν στο πραξικόπημα, άρχισαν αμέσως να απειλούνται με διώξεις και πράξεις αντιποίνων. Και πρώτος στη σειρά ήταν, φυσικά, η Κριμαία, η ρωσόφωνη Κριμαία. Εξαιτίας αυτού οι κάτοικοι της Κριμαίας και της Σεβαστούπολη απευθύνθηκαν στη Ρωσία με την έκκληση να υπερασπιστεί τα δικαιώματα και την ίδια τους τη ζωή, να μην επιτρέψει αυτό, που συνέβαινε, αλλά και τώρα ακόμη συμβαίνει και στο Κίεβο και στο Ντονιέτσκ, στο Χάρκοβο, σε ορισμένες άλλες πόλεις της Ουκρανίας.
Είναι ευνόητο ότι δεν θα μπορούσαμε να μην ανταποκριθούμε σε αυτό το αίτημα, δεν θα μπορούσαμε να αφήσουμε την Κριμαία και τους κατοίκους της την ώρα της συμφοράς, διαφορετικά αυτό θα ήταν απλώς προδοσία.
Πρώτα απ’ όλα χρειαζόταν να βοηθήσουμε να δημιουργηθούν συνθήκες ειρηνικής, ελεύθερης έκφρασης της βούλησης, ώστε οι κάτοικοι της Κριμαίας να μπορέσουν μόνοι τους να καθορίσουν τη μοίρα τους για πρώτη φορά στην ιστορία. Ωστόσο τί ακούμε σήμερα από τους συναδέλφους μας από τη Δυτική Ευρώπη, από τη Βόρεια Αμερική; Μας λένε ότι παραβιάζουμε τους κανόνες του διεθνούς δικαίου.
Κατά πρώτον, είναι καλό, έστω και που θυμήθηκαν ότι υπάρχει διεθνές δίκαιο, και γι’ αυτό τους ευχαριστούμε, κάλλιο αργά παρά ποτέ.
Και δεύτερον, το πιο σημαντικό: τί υποτίθεται ότι παραβιάζουμε; Ναι, ο πρόεδρος της Ρωσικής Ομοσπονδίας έλαβε από την Άνω Βουλή του Κοινοβουλίου το δικαίωμα να χρησιμοποιήσει τις Ένοπλες Δυνάμεις στην Ουκρανία. Αλλά το δικαίωμα αυτό, για να κυριολεκτήσουμε, προς το παρόν δεν το αξιοποίησα καν. Οι ρωσικές Ένοπλες Δυνάμεις δεν εισέβαλαν στην Κριμαία, βρίσκονταν ήδη έτσι κι αλλιώς εκεί σύμφωνα με διεθνή συμφωνία. Ναι, ενισχύσαμε το εκστρατευτικό μας σώμα, αλλά την ίδια στιγμή - θέλω αυτό να το τονίσω, ώστε όλοι να το γνωρίζουν και να το ακούσουν – δεν ξεπεράσαμε καν τον οριακό επιτρεπόμενο αριθμό των Ενόπλων μας Δυνάμεων στην Κριμαία, που έχει προβλεφθεί στο μέγεθος των 25 χιλιάδων ανδρών, γιατί γι’ αυτό απλώς δεν υπήρχε ανάγκη.
Εν συνεχεία. Διακηρύσσοντας την ανεξαρτησία της, ορίζοντας το Δημοψήφισμα, το Ανώτατο Σοβιέτ της Κριμαίας επικαλέστηκε τον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, στον οποίο αναφέρεται το δικαίωμα των λαών στην αυτοδιάθεση. Παρεμπιπτόντως και η ίδια η Ουκρανία, θα ήθελα αυτό να το υπενθυμίσω, ανακοινώνοντας την έξοδό της από την ΕΣΣΔ, έκανε το ίδιο πράγμα, σχεδόν αυτολεξεί το ίδιο. Στην Ουκρανία εκμεταλλεύτηκαν αυτό το δικαίωμα και το αρνούνται στους κατοίκους της Κριμαίας. Για ποιο λόγο;
Πέραν τούτου, οι Αρχές της Κριμαίας βασίστηκαν και στο γνωστό προηγούμενο του Κοσσυφοπεδίου, ένα προηγούμενο, το οποίο οι δυτικοί μας εταίροι δημιούργησαν μόνοι τους, όπως λέγεται, με τα ίδια τους τα χέρια, σε μια κατάσταση, απολύτως ανάλογη με την κριμαϊκή, αναγνώρισαν την απόσχιση του Κοσσυφοπεδίου από τη Σερβία ως νόμιμη, αποδεικνύοντας σε όλους ότι ουδεμία άδεια από τις κεντρικές Αρχές της χώρας δεν απαιτείται για τη μονομερή διακήρυξη της ανεξαρτησίας. Το Διεθνές Δικαστήριο του ΟΗΕ βάσει της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του Χάρτη του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών συμφώνησε σε αυτό και στην απόφασή του της 22ας Ιουλίου 2010 επεσήμανε τα ακόλουθα. Παραθέτω επιλέξει το απόσπασμα: «Ουδεμία γενική απαγόρευση για τη μονομερή ανακήρυξη της ανεξαρτησίας δεν προκύπτει από την πρακτική του Συμβουλίου Ασφαλείας», και στη συνέχεια: «Το γενικό διεθνές δίκαιο δεν περιέχει οποιαδήποτε εφαρμόσιμη απαγόρευση για την κήρυξη της ανεξαρτησίας». Όλα όσα αναφέρονται είναι απολύτως σαφή.
Δεν μου αρέσει να επικαλούμαι τσιτάτα, αλλά παρ’ όλ’ αυτά δεν μπορώ να αντισταθώ σε ένα ακόμη απόσπασμα από άλλο ένα επίσημο έγγραφο, αυτή τη φορά πρόκειται για το Έγγραφο Μνημόνιο των ΗΠΑ από 17 Απριλίου του 2009, που παρουσιάστηκε σε αυτό το ίδιο Διεθνές Δικαστήριο σε σχέση με τις ακροάσεις για το Κοσσυφοπέδιο. Παραθέτω και πάλι: «Οι διακηρύξεις Ανεξαρτησίας μπορούν και συχνά έτσι συμβαίνει, να παραβιάζουν την εσωτερική νομοθεσία. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι υπάρχει παραβίαση του διεθνούς δικαίου». Τέλος της παράθεσης. Οι ίδιοι τα έχουν γράψει, τα διαλάλησαν σε όλον τον κόσμο, τους υποχρέωσαν όλους να σκύψουν και τώρα δυσανασχετούν. Για ποιο πράγμα; Αφού οι ενέργειες των Αρχών της Κριμαίας συμβαδίζουν σαφώς με αυτές, για να το πούμε έτσι, τις οδηγίες. Για κάποιο λόγο, αυτό, που επιτρέπεται στους Αλβανούς στο Κόσοβο (και μεις τους αντιμετωπίζουμε με σεβασμό), απαγορεύεται στους Ρώσους, τους Ουκρανούς και τους Τάταρους της Κριμαίας. Και πάλι τίθεται το ερώτημα: γιατί;
Από τις ίδιες τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη ακούμε ότι το Κοσσυφοπέδιο - είναι δήθεν και πάλι κάποια ειδική περίπτωση. Πού έγκειται, κατά τη γνώμη των συναδέλφων μας, η ιδιαιτερότητα; Προκύπτει ότι έγκειται στο ότι κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης στο Κοσσυφοπέδιο υπήρξαν πολλά ανθρώπινα θύματα. Αυτό τί είναι, νομικό και δικαιικό επιχείρημα άραγε; Στην απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου τίποτε απολύτως δεν λέγεται για το θέμα αυτό. Εξάλλου, ξέρετε, αυτά όλα δεν είναι καν διπλά μέτρα και σταθμά. Είναι ένα είδος εντυπωσιακού πρωτόγονου και απόλυτου κυνισμού. Δεν πρέπει όλα με τόση αγένεια να τα προσαρμόζεις στα συμφέροντά σου, το ίδιο πράγμα σήμερα να το ονομάζεις λευκό και αύριο - μαύρο. Το συμπέρασμα είναι ότι πρέπει, δηλαδή, κάθε σύγκρουση να οδηγηθεί στα ανθρώπινα θύματα;
Θα το πω ευθέως: εάν οι τοπικές δυνάμεις αυτοάμυνας της Κριμαίας δεν έπαιρναν εγκαίρως την κατάσταση υπό τον έλεγχό τους, θα μπορούσαν επίσης κι εκεί να υπάρξουν θύματα. Και δόξα τω Θεώ, που δεν συνέβη αυτό! Στην Κριμαία δεν σημειώθηκε ούτε μία ένοπλη σύγκρουση και δεν υπήρξαν ανθρώπινα θύματα. Τι νομίζετε, για ποιο λόγο; Η απάντηση είναι απλή: γιατί ενάντια στο λαό και τη θέλησή του είναι δύσκολο να πολεμήσεις ή πρακτικά αδύνατο. Και στο πλαίσιο αυτό, θα ήθελα να ευχαριστήσω τους Ουκρανούς στρατιωτικούς και δεν είναι μικρή δύναμη, είναι 22 χιλιάδες άνδρες με πλήρη εξοπλισμό. Θέλω να ευχαριστήσω κι εκείνους τους στρατιωτικούς της Ουκρανίας, οι οποίοι δεν προχώρησαν σε αιματοχυσία και δεν έβαψαν τα χέρια τους με αίμα.
Ως προς αυτό, βέβαια, γεννώνται και άλλες σκέψεις. Μας λένε για κάποιου είδους ρωσική επέμβαση στην Κριμαία, για επίθεση. Είναι περίεργο να το ακούμε αυτό. Δεν θυμάμαι ξανά στην ιστορία ούτε μία περίπτωση, που μια εισβολή να έγινε χωρίς ούτε έναν πυροβολισμό και χωρίς ανθρώπινα θύματα.
Αξιότιμοι συνάδελφοι! Στην κατάσταση της Ουκρανίας, σαν σε καθρέπτη, αντανακλάται ό,τι συμβαίνει τώρα, αλλά και συνέβαινε κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών στον κόσμο. Μετά την εξαφάνιση του διπολικού συστήματος στον πλανήτη δεν προέκυψε μεγαλύτερη σταθερότητα. Θεμελιώδεις και διεθνείς θεσμοί δεν ενισχύονται, αλλά συχνά, δυστυχώς, παρακμάζουν. Οι δυτικοί μας εταίροι, με επικεφαλής τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, προτιμούν στην πρακτική τους πολιτική να καθοδηγούνται όχι από το διεθνές δίκαιο, αλλά από το δίκαιο της πυγμής. Πίστεψαν στο ότι είναι εκλεκτοί και εξαιρετικοί, στο ότι τους επιτρέπεται να ρυθμίζουν τις τύχες κόσμου, στο ότι δίκιο μπορούν πάντοτε να έχουν μόνο αυτοί. Ενεργούν όπως επιθυμήσουν: πότε εδώ, πότε εκεί χρησιμοποιούν βία εναντίον κυρίαρχων κρατών, συγκροτούν συμμαχίες βάσει της αρχής «όποιος δεν είναι μαζί μας, είναι εναντίον μας». Για να δώσουν στις επιθέσεις όψη νομιμότητας, αποσπούν τα επιθυμητά ψηφίσματα από τους διεθνείς οργανισμούς και αν για κάποιο λόγο αυτό δεν πετύχει, τότε αγνοούν παντελώς και το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ και τον ΟΗΕ στο σύνολό του.
Έτσι συνέβη στη Γιουγκοσλαβία, το θυμόμαστε άλλωστε καλά αυτό, το 1999. Ήταν δύσκολο να το πιστέψουμε, δεν πιστεύαμε τί βλέπαμε, αλλά στα τέλη του εικοστού αιώνα μια από τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, το Βελιγράδι, κατά τη διάρκεια αρκετών εβδομάδων βομβαρδιζόταν με πυρά από πυραύλους και βόμβες και στη συνέχεια ακολούθησε μια πραγματική εισβολή. Υπήρξε άραγε ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ για το ζήτημα αυτό, που επέτρεψε παρόμοιες ενέργειες; Τίποτα τέτοιο. Και αργότερα ακολούθησαν και το Αφγανιστάν και το Ιράκ και οι ανοιχτές παραβιάσεις των ψηφισμάτων του ΣΑ του ΟΗΕ για τη Λιβύη, όταν αντί για τη διασφάλιση της λεγόμενης ζώνης απαγόρευσης πτήσεων, επίσης άρχισαν οι βομβαρδισμοί.
Υπήρξε και μια ολόκληρη σειρά από κατευθυνόμενες «έγχρωμες» επαναστάσεις. Κατανοητό ότι οι άνθρωποι στις χώρες αυτές, όπου συνέβησαν τέτοια γεγονότα, είχαν κουραστεί από την τυραννία, την εξαθλίωση, την έλλειψη προοπτικών, όμως αυτά τα συναισθήματα απλώς χρησιμοποιήθηκαν με κυνικό τρόπο. Στις χώρες αυτές επιβλήθηκαν πρότυπα, τα οποία δεν ανταποκρίνονταν ουδόλως ούτε στον τρόπο ζωής τους, ούτε στις παραδόσεις, ούτε στον πολιτισμό αυτών των λαών. Ως αποτέλεσμα, αντί της δημοκρατίας και της ελευθερίας ήρθε το χάος, οι εκρήξεις βίας, μια σειρά από πραξικοπήματα. Η «αραβική άνοιξη» αντικαταστάθηκε από τον «αραβικό χειμώνα».
Παρόμοιο σενάριο εφαρμόστηκε και στην Ουκρανία. Το 2004 για να προωθήσουν τον κατάλληλο υποψήφιο στις προεδρικές εκλογές, επινόησαν κάποιον τρίτο γύρο, ο οποίος δεν προβλεπόταν από το νόμο. Απλώς παραλογισμός και παρωδία επί του Συντάγματος. Και τώρα έριξαν στη μάχη έναν εκ των προτέρων εκπαιδευμένο και καλά εξοπλισμένο στρατό μαχητών.
Καταλαβαίνουμε τί συμβαίνει, κατανοούμε ότι αυτές οι ενέργειες στρέφονται εναντίον και της Ουκρανίας και της Ρωσίας, καθώς και κατά της ενοποίησης στον ευρασιατικό χώρο. Και αυτό τη στιγμή που η Ρωσία ειλικρινά επεδίωκε το διάλογο με τους συναδέλφους μας στη Δύση. Προτείνουμε μονίμως συνεργασία σε όλα τα βασικά ζητήματα, θέλουμε να ενισχύσουμε το επίπεδο της εμπιστοσύνης, θέλουμε οι σχέσεις μας να είναι ισότιμες, ανοιχτές και έντιμες. Αλλά δεν βλέπουμε τα βήματα αμοιβαιότητας.
Αντιθέτως, επανειλημμένως μας εξαπατούσαν, ελάμβαναν αποφάσεις πίσω από την πλάτη μας, μας έθεταν προ τετελεσμένου γεγονότος. Έτσι συνέβη και με την επέκταση του ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά, με την εγκατάσταση στρατιωτικών υποδομών στα σύνορά μας. Μας έλεγαν όλη την ώρα ένα και το αυτό: «Μα, αυτό δεν σας αφορά». Εύκολο είναι να πεις ότι δεν μας αφορά.
Έτσι συνέβη και με την ανάπτυξη των συστημάτων αντιπυραυλικής άμυνας. Παρ’ όλους τους φόβους μας, η μηχανή προχωρά, προωθείται. Έτσι συνέβη και με την ατελείωτη παράταση των συνομιλιών σχετικά με τα προβλήματα των θεωρήσεων, με τις υποσχέσεις του έντιμου ανταγωνισμού και της ελεύθερης πρόσβασης στις παγκόσμιες αγορές.
Σήμερα μας απειλούν με κυρώσεις, αλλά έτσι κι αλλιώς ζούμε ήδη σε συνθήκες μια σειράς από περιορισμούς και πολύ ουσιαστικών για μας, για την οικονομία μας, για τη χώρα μας. Για παράδειγμα, ακόμη από την εποχή του «ψυχρού πολέμου» οι ΗΠΑ και στη συνέχεια και άλλες χώρες έχουν απαγορεύσει την πώληση στην ΕΣΣΔ μεγάλου αριθμού τεχνολογιών και εξοπλισμού, συντάσσοντας τις λεγόμενες λίστες COCOM. Σήμερα τυπικά έχουν καταργηθεί, αλλά μόνο τυπικά, στην πραγματικότητα πολλές απαγορεύσεις εξακολουθούν να ισχύουν.
Εν ολίγοις έχουμε κάθε λόγο να πιστεύουμε ότι η περιβόητη πολιτική «περιορισμού» της Ρωσίας, η οποία ακολουθείτο και στον 18ο και στον 19ο και στον 20ό αιώνα, συνεχίζεται μέχρι και σήμερα. Προσπαθούν διαρκώς να μας στριμώξουν σε κάποια γωνία για το ότι έχουμε μια ανεξάρτητη θέση, για το ότι την υπερασπιζόμαστε, για το ότι λέμε τα πράγματα με το όνομά τους και δεν υποκρινόμαστε. Αλλά όλα έχουν τα όριά της. Και στην περίπτωση της Ουκρανίας, οι δυτικοί εταίροι μας ξεπέρασαν τα όρια, φέρθηκαν τόσο χυδαία, ανεύθυνα και αντιεπαγγελματικά.
Αφού γνώριζαν καλά ότι και στην Ουκρανία και στην Κριμαία ζουν εκατομμύρια Ρώσων πολιτών. Πόσο πρέπει να έχεις χάσει το πολιτικό σου αισθητήριο και την αίσθηση του μέτρου, για να μην προβλέψεις όλες τις συνέπειες των πράξεών σου. Η Ρωσία βρέθηκε στο όριο, πέραν του οποίου δεν μπορούσε πλέον να υποχωρήσει. Εάν συμπιέσεις το ελατήριο ως το άκρο, τότε κάποια στιγμή θα εκτιναχθεί με δύναμη. Κι αυτό πρέπει να το θυμούνται για πάντα.
Σήμερα είναι απαραίτητο να σταματήσει η υστερία, να εγκαταλείψουμε τη ρητορική του «ψυχρού πολέμου» και να παραδεχθούμε ένα προφανές πράγμα: Η Ρωσία είναι ένας ανεξάρτητος, δραστήριος μέτοχος της διεθνούς ζωής, έχει, όπως και άλλες χώρες, εθνικά συμφέροντα, τα οποία πρέπει να υπολογίζονται και να γίνονται σεβαστά.
Ταυτοχρόνως είμαστε ευγνώμονες σε όλους, όσοι αντιμετώπισαν με κατανόηση τις ενέργειές μας στην Κριμαία, είμαστε ευγνώμονες στο λαό της Κίνας, η ηγεσία της οποίας εξέτασε και εξετάζει την κατάσταση γύρω από την Ουκρανία και την Κριμαία σε όλη την ιστορική και πολιτική της πληρότητα, αποδίδουμε υψηλή εκτίμηση στην αυτοσυγκράτηση και την αντικειμενικότητα της Ινδίας.
Σήμερα θα ήθελα να απευθυνθώ και στο λαό των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, στους ανθρώπους, που από την ίδρυση του κράτους αυτού, από την υιοθέτηση της Διακήρυξης της Ανεξαρτησίας υπερηφανεύονται ότι γι’ αυτούς η ελευθερία είναι πάνω από όλα. Άραγε η επιδίωξη από τους κατοίκους της Κριμαίας της ελεύθερης επιλογής της μοίρας τους δεν αποτελεί μια ίση αξία; Κατανοήστε μας.
Πιστεύω ότι θα με καταλάβουν και οι Ευρωπαίοι και πρωτίστως οι Γερμανοί. Θα θυμίσω ότι κατά τη διάρκεια των πολιτικών διαβουλεύσεων για την ενοποίηση της ΟΔΓ και της ΓΛΔ, σε επίπεδο, για να το θέσουμε ήπια, εμπειρογνωμόνων, αλλά σε πολύ υψηλό επίπεδο, υποστήριξαν αυτή καθεαυτή την ιδέα της ενοποίησης οι εκπρόσωποι κάθε άλλο, παρά όλων των χωρών, που είναι και ήταν και τότε σύμμαχοι της Γερμανίας. Ενώ η δική μας χώρα, αντιθέτως, υποστήριξε ξεκάθαρα και ειλικρινώς την ασυγκράτητη επιθυμία των Γερμανών να ενωθούν εθνικά. Είμαι πεπεισμένος ότι δεν το έχετε ξεχάσει αυτό και υπολογίζω ότι οι πολίτες της Γερμανίας επίσης θα υποστηρίξουν την επιδίωξη του ρωσικού κόσμου, της ιστορικής Ρωσίας να αποκαταστήσει την ενότητά της.
Απευθύνομαι και προς το λαό της Ουκρανίας. Θέλω ειλικρινώς να μας καταλάβουν: σε καμία περίπτωση δεν θέλουμε να σας βλάψουμε, να προσβάλλουμε τα εθνικά σας αισθήματα. Πάντοτε σεβόμασταν την εδαφική ακεραιότητα του ουκρανικού κράτους, σε αντίθεση μάλιστα από εκείνους, που θυσίασαν την ενότητα της Ουκρανίας για χάρη των πολιτικών τους φιλοδοξιών. Φουσκώνουν με τα συνθήματα για τη μεγάλη Ουκρανία, αλλά ακριβώς αυτοί έκαναν τα πάντα για να διαιρέσουν τη χώρα. Η σημερινή αντιπαράθεση μεταξύ πολιτών ας είναι εξολοκλήρου βάρος στη συνείδησή τους. Θέλω να με ακούσετε, αγαπητοί φίλοι. Μην πιστεύετε αυτούς, που σας τρομάζουν με τη Ρωσία, που φωνάζει ότι την Κριμαία θα ακολουθήσουν άλλες περιοχές. Δεν θέλουμε το διαμελισμό της Ουκρανίας, δεν μας χρειάζεται κάτι τέτοιο. Όσον αφορά την Κριμαία, ήταν και θα παραμείνει και ρωσική και ουκρανική και ταταρική.
Θα επαναλάβω ότι θα είναι, όπως και ήταν για αιώνες πατρικό σπίτι για τους εκπροσώπους όλων των λαών που ζουν εκεί. Αλλά δεν θα περάσει ποτέ στα χέρια των υποστηρικτών του Μπαντέρα!
Η Κριμαία είναι η κοινή μας κληρονομιά κι ένας σημαντικότατος παράγοντας σταθερότητας στην περιοχή. Και αυτή η στρατηγική περιοχή θα πρέπει να βρίσκεται υπό μια ισχυρή, σταθερή κυριαρχία, η οποία αντικειμενικά μπορεί να είναι μόνο ρωσική σήμερα. Διαφορετικά, αγαπητοί φίλοι, απευθύνομαι και στην Ουκρανία και στη Ρωσία, εμείς κι εσείς μαζί, και οι Ρώσοι και οι Ουκρανοί, μπορούμε να χάσουμε εντελώς την Κριμαία και μάλιστα όχι σε μακρινή ιστορική προοπτική. Σκεφτείτε, σας παρακαλώ, αυτά τα λόγια.
Θα υπενθυμίσω επίσης, ότι στο Κίεβο ήδη ακούστηκαν δηλώσεις για την ταχύτερη ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ. Τί θα σήμαινε αυτή η προοπτική για την Κριμαία και τη Σεβαστούπολη; Το ότι στην πόλη της ρωσικής στρατιωτικής δόξας θα εμφανιζόταν ο Στόλος του ΝΑΤΟ, ότι θα εμφανιζόταν μια απειλή για ολόκληρο το νότο της Ρωσίας, όχι κάποια εφήμερη απειλή, αλλά μια απολύτως συγκεκριμένη. Όλα, όσα πραγματικά θα μπορούσαν να συμβούν, είναι αυτά που όντως θα μπορούσαν να γίνουν, εάν δεν υπήρχε η επιλογή των κατοίκων της Κριμαίας. Τους ευχαριστούμε γι’ αυτό.
Με την ευκαιρία, δεν είμαστε κατά της συνεργασίας με το ΝΑΤΟ, κάθε άλλο. Είμαστε αντίθετοι στο μια στρατιωτική συμμαχία, και το ΝΑΤΟ παραμένει παρ’ όλες τις εσωτερικές διαδικασίες του μια στρατιωτική συμμαχία, είμαστε αντίθετοι λοιπόν στο να κάνει κουμάντο μια στρατιωτική οργάνωση έξω από το φράχτη μας, δίπλα στο σπίτι μας και στα ιστορικά εδάφη μας.
Ξέρετε απλώς δεν μπορώ να φανταστώ ότι θα πηγαίνουμε επίσκεψη στη Σεβαστούπολη σε ναύτες του ΝΑΤΟ.
Παρεμπιπτόντως στην πλειονότητά τους είναι εξαιρετικά παιδιά, αλλά καλύτερα ας έρχονται αυτοί επίσκεψη σε μας στη Σεβαστούπολη, παρά εμείς σε αυτούς.
Θα το πω ευθέως, πονάει η ψυχή μας για όλα, όσα συμβαίνουν τώρα στην Ουκρανία, που υποφέρουν άνθρωποι, που δεν γνωρίζουν πώς να ζήσουν σήμερα και τί θα συμβεί αύριο. Και η ανησυχία μας είναι κατανοητή, γιατί δεν είμαστε απλώς κοντινοί γείτονες, είμαστε στην πραγματικότητα, όπως ήδη έχω πει πολλές φορές, ένας λαός. Το Κίεβο είναι η μητέρα των ρωσικών πόλεων. Το παλαιό ρωσικό κράτος των Ρος είναι η κοινή μας πηγή, σε κάθε περίπτωση δεν μπορούμε να ζήσουμε ο ένας χωρίς τον άλλον.
Και θα πω και κάτι ακόμη. Στην Ουκρανία ζουν και θα συνεχίσουν να ζουν εκατομμύρια Ρώσων και ρωσόφωνων πολιτών και η Ρωσία θα υπερασπίζεται πάντοτε τα συμφέροντά τους με πολιτικά, διπλωματικά, νομικά μέσα. Ωστόσο, πρώτα απ’ όλα, η ίδια η Ουκρανία θα πρέπει να ενδιαφέρεται ώστε τα δικαιώματα και τα συμφέροντα αυτών των ανθρώπων να είναι εγγυημένα. Εδώ βρίσκεται η εγγύηση της σταθερότητας της ουκρανικής κρατικής υπόστασης και της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας.
Θέλουμε φιλία με την Ουκρανία, θέλουμε να είναι ένα ισχυρό, κυρίαρχο, αύταρκες κράτος. Διότι για μας η Ουκρανία είναι ένας από τους κορυφαίους συνέταιρους, έχουμε πολλά κοινά έργα και παρ’ όλες τις αντιξοότητες, πιστεύω στην επιτυχία τους. Και το βασικό: θέλουμε να έρθουν στην Ουκρανία η ειρήνη και η ομόνοια και μαζί με άλλες χώρες είμαστε έτοιμοι να παράσχουμε κάθε δυνατή βοήθεια και υποστήριξη. Αλλά θα επαναλάβω: μόνο οι ίδιοι οι πολίτες της Ουκρανίας είναι σε θέση να αποκαταστήσουν την τάξη στο σπίτι τους.
Αγαπητοί κάτοικοι της Κριμαίας και της πόλης της Σεβαστούπολης! Όλη η Ρωσία σας θαυμάζει για την ανδρεία σας, την αξιοπρέπεια και το θάρρος σας, γιατί εσείς ακριβώς αποφασίσατε την τύχη της Κριμαίας. Εκείνες τις ημέρες βρισκόμασταν πιο κοντά από ποτέ, υποστηρίζαμε ο ένας τον άλλον. Ήταν ειλικρινά αισθήματα αλληλεγγύης. Ειδικά σε τέτοιες ιστορικές στιγμές καμπής ελέγχεται η ωριμότητα και η δύναμη του πνεύματος ενός έθνους. Και ο ρωσικός λαός έδειξε τέτοια ωριμότητα και τέτοια δύναμη, με τη συσπείρωσή του υποστήριξε τους συμπατριώτες της.
Η σκληρότητα της θέσης της Ρωσίας στην εξωτερική πολιτική βασίζεται στη θέληση εκατομμυρίων ανθρώπων, στην πανεθνική ενότητα, στην υποστήριξη κορυφαίων πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων. Θέλω να τους ευχαριστήσω όλους γι’ αυτήν την πατριωτική διάθεση. Όλους χωρίς εξαίρεση. Όμως είναι για μας σημαντικό να διατηρήσουμε και στο εξής την ίδια συσπείρωση, ώστε να αντιμετωπίσουμε τις προκλήσεις, που στέκονται ενώπιον της Ρωσίας.
Είναι προφανές ότι θα αντιμετωπίσουμε και εξωτερική αντίδραση, αλλά θα πρέπει να αποφασίσουμε, αν είμαστε διατεθειμένοι με συνέπεια να υπερασπιζόμαστε τα εθνικά μας συμφέροντα ή αιωνίως θα τα παραδίδουμε, υποχωρώντας άγνωστο προς τα πού. Ορισμένοι δυτικοί πολιτικοί ήδη μας φοβίζουν όχι μόνο με κυρώσεις, αλλά και με την προοπτική όξυνσης των εσωτερικών μας προβλημάτων. Θα θέλαμε να καταλάβουμε τί εννοούν: τις ενέργειες κάποιας «πέμπτης» φάλαγγας – διαφόρων ειδών εθνοπροδότες – είτε υπολογίζουν ότι θα κατορθώσουν να επιδεινώσουν τόσο την κοινωνικο-οικονομική κατάσταση στη Ρωσία και ως εκ τούτου να προκαλέσουν δυσαρέσκεια του λαού. Εξετάζουμε παρόμοιες δηλώσεις ως ανεύθυνες και εμφανώς επιθετικές και θα αντιδράσουμε με τον αρμόζοντα τρόπο σε αυτές. Την ίδια στιγμή εμείς οι ίδιοι ποτέ δεν θα επιδιώξουμε την αντιπαράθεση με τους εταίρους μας, ούτε στην Ανατολή, ούτε στη Δύση, αντίθετα, θα κάνουμε ό,τι χρειάζεται για να οικοδομήσουμε πολιτισμένες σχέσεις καλής γειτονίας, όπως και θα έπρεπε στο σύγχρονο κόσμο.
Αγαπητοί Συνάδελφοι!
Κατανοώ τους κατοίκους της Κριμαίας, οι οποίοι έθεσαν το ερώτημα στο Δημοψήφισμα απολύτως ευθέως και σαφώς: θα είναι η Κριμαία με την Ουκρανία ή με τη Ρωσία. Και μπορούμε με βεβαιότητα να πούμε ότι η ηγεσία της Κριμαίας και της Σεβαστούπολης, οι βουλευτές των νομοθετικών οργάνων της εξουσίας, διατυπώνοντας το ερώτημα του Δημοψηφίσματος, υψώθηκαν πάνω από τα ομαδικά και πολιτικά συμφέροντα και καθοδηγήθηκαν θέτοντας ως κορυφαίο κριτήριο αποκλειστικά τα ριζικά συμφέροντα των ανθρώπων. Οποιαδήποτε άλλη εκδοχή του Δημοψηφίσματος, όσο ελκυστική και αν φαινόταν με την πρώτη ματιά, λόγω των ιστορικών, δημογραφικών, πολιτικών και οικονομικών ιδιαιτεροτήτων αυτού του εδάφους θα ήταν ενδιάμεση, προσωρινή και ασήμαντη, θα οδηγούσε αναπόφευκτα σε περαιτέρω επιδείνωση της κατάστασης γύρω από την Κριμαία και με τον πλέον θανατηφόρο τρόπο θα αντανακλούσε στις ζωές των ανθρώπων. Οι κάτοικοι της Κριμαίας έθεσαν το ζήτημα αυστηρά, χωρίς συμβιβασμούς, χωρίς οποιαδήποτε ημιτόνια. Το Δημοψήφισμα διεξήχθη ανοιχτά και έντιμα και οι άνθρωποι στην Κριμαία με σαφήνεια και πειστικότητα εξέφρασαν τη βούλησή τους: θέλουν να είναι με τη Ρωσία.
Η Ρωσία επίσης οφείλει να πάρει μια δύσκολη απόφαση, υπολογίζοντας το σύνολο και των εσωτερικών και των εξωτερικών παραγόντων. Ποια είναι τώρα η γνώμη των ανθρώπων στη Ρωσία; Εδώ, όπως και σε κάθε δημοκρατική κοινωνία, υπάρχουν διαφορετικές απόψεις, αλλά η θέση της απόλυτης - θέλω να το τονίσω αυτό – της απόλυτης πλειονότητας των πολιτών είναι επίσης προφανής.
Ξέρετε στις τελευταίες δημοσκοπήσεις, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν στη Ρωσία τις ημέρες αυτές περίπου 95 τοις εκατό των πολιτών θεωρούν ότι η Ρωσία πρέπει να προστατεύσει τα συμφέροντα των Ρώσων και των εκπροσώπων άλλων εθνοτήτων, που ζουν στην Κριμαία. Το 95 τοις εκατό. Και περισσότεροι από το 83 τοις εκατό πιστεύουν ότι η Ρωσία πρέπει να το κάνει αυτό, ακόμη και αν μια τέτοια θέση περιπλέξει τις σχέσεις μας με ορισμένα κράτη. 86 τοις εκατό των πολιτών μας είναι πεπεισμένοι ότι η Κριμαία εξακολουθεί ως και σήμερα να είναι ρωσικό έδαφος, ρωσική γη. Και σχεδόν – να ένας πολύ σημαντικός αριθμός, που συσχετίζεται απολύτως με εκείνον, που υπήρξε στην Κριμαία στο Δημοψήφισμα – σχεδόν το 92 τοις εκατό τάσσεται υπέρ της ένωσης της Κριμαίας με τη Ρωσία.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο και η συντριπτική πλειονότητα των κατοίκων της Κριμαίας και η απόλυτη πλειοψηφία των πολιτών της Ρωσικής Ομοσπονδίας υποστηρίζουν την επανένωση της Δημοκρατίας της Κριμαίας και της πόλης της Σεβαστούπολης με τη Ρωσική Ομοσπονδία.
Το θέμα είναι η πολιτική απόφαση της ίδιας της Ρωσίας. Και αυτή μπορεί να βασιστεί μόνο στη βούληση του λαού, γιατί μόνο ο λαός είναι η πηγή κάθε εξουσίας.
Αξιότιμα μέλη του Συμβουλίου της Ομοσπονδίας! Αγαπητοί βουλευτές της Κρατικής Δούμας! Πολίτες της Ρωσίας, κάτοικοι της Κριμαίας και της Σεβαστούπολης! Σήμερα, βασιζόμενος στα αποτελέσματα του Δημοψηφίσματος, το οποίο πραγματοποιήθηκε στην Κριμαία, βασιζόμενος στη βούληση του λαού, εισηγούμαι στην Ομοσπονδιακή Συνέλευση και ζητώ να εξεταστεί ο Συνταγματικός Νόμος για την αποδοχή στη σύνθεση της Ρωσίας δύο νέες οντότητες της Ομοσπονδίας: τη Δημοκρατία της Κριμαίας και την πόλη της Σεβαστούπολης, καθώς και να επικυρώσουν το έτοιμο προς υπογραφή Σύμφωνο για την είσοδο της Δημοκρατίας της Κριμαίας και την πόλη της Σεβαστούπολη στη Ρωσική Ομοσπονδία. Δεν αμφιβάλλω για την υποστήριξή σας!


.~`~.
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική

Το μέλλον της Ε.Ε, η Ανατολική Ευρώπη -η Ουκρανία- και τα Βαλκάνια, ο Huntington, ο Brzezinski και οι πλανητικές πολιτικές των Η.Π.Α. Τα «Ανθρώπινα δικαιώματα», η «σύγκρουση των πολιτισμών» και τα «Ευρασιατικά Βαλκάνια» ως βαλκανοποίηση της υφηλίου και καλλιέργεια της ελεγχόμενης αναρχίας. Η απόρριψη του διλήμματος μεταξύ πυρηνικού ολοκαυτώματος ή πολιτιστικής ανυπαρξίας - προς μιας νέα ιστορική σύνθεση που θα εναντιώνεται στις θεωρίες και τους υπολογισμούς γραφείου-εργαστηρίου.

Fukuyama και Huntington (Barnett, Schmitt, Kojeve, Strauss, Spengler) και εισαγωγή στον αναστοχασμό των ιδεολογιών.

$
0
0
.
.~`~.
I
Fukuyama και Huntington
(Barnett, Schmitt, Kojeve, Strauss, Spengler)

α´
Αρχαίοι ιστορικοί αναφέρουν ότι μετά την καταστροφή της Καρχηδόνας, ο Σκιπίων Αφρικανός ο Νεώτερος δάκρυσε αντικρίζοντας το τέλος των εχθρών του, γιατί θυμήθηκε τον ομηρικό στίχο «Ἔσσεται ἧμαρ ὅτ’ ἄν ποτ’ ὀλώλῃ Ἴλιος ἱρή» και αναλογίστηκε ότι και τη Ρώμη μπορεί να τη βρει η ίδια μoίρα. Πολύ μικρότερα πνεύματα και πολύ μικρότερες ψυχές κάνουν ακριβώς το αντίθετο. Μόλις η δική τους ιδεολογική παράταξη καταγάγει μιαν αποφασιστική νίκη, σπεύδουν να εξαγγείλουν το τέλος της Ιστορίας ούτως ώστε τίποτε να μην μπορεί πλέον να αναιρέσει αυτήν τη νίκη. Ή κάνουν κάτι πρακτικά ισοδύναμο: ζωγραφίζουν το ιστορικό μέλλον έτσι, όπως θα όφειλε να διαμορφωθεί, αν ο τρόπος, με τον οποίο ο νικητής αρέσκεται να κατανοεί τον εαυτό του και τη δραστηριότητά του, συνέπιπτε πράγματι με την αντικειμενικά δεδομένη πορεία της Ιστορίας.
Το νόστιμο είναι ότι οι οπαδοί του προσωρινά νικηφόρου καπιταλιστικού φιλελευθερισμού ξεκινούν από την ίδια περίπου φιλοσοφία της ιστορίας όπως άλλοτε οι μαρξιστές: μιλούν σαν η Ιστορία να διανύει, έστω και με προσωρινές παρεκκλίσεις, μιαν ευθύγραμμη τροχιά, στο τέρμα της οποίας βρίσκεται κατ’ αναγκαιότητα ένας ενιαίος και ειρηνικός κόσμος. Επίσης, όπως οι μαρξιστές, πιστεύουν ότι οι οικονομικοί παράγοντες, δηλαδή η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και η διαπλοκή των οικονομιών, αποτελούν τις κινητήριες δυνάμεις της ιστορικής προόδου, η οποία θα υποκαταστήσει τον πόλεμο με το εμπόριο. Σε διάφορα κείμενά μουέχω αναλύσει τις κοινές προϋποθέσεις της μαρξιστικής και της φιλελεύθερης ουτοπίας από την άποψη της ιστορίας των ιδεών.
Όπως οι μαρξιστές έζησαν το ναυάγιο της ουτοπίας τους, έτσι και οι φιλελεύθεροι θα βρεθούν σύντομα μπροστά στα ερείπια της δικής τους, την οποία θα γκρεμίσουν οι τρομακτικοί αγώνες κατανομής του 21ου αιώνα. Όσοι ισχυρίζονται ότι τελείωσε η Ιστορία, ας είναι βέβαιοι ότι η Ιστορία τους περιμένει πίσω από την επόμενη γωνία. Και οι πάμπολλοι διανοούμενοι, οι οποίοι βιάστηκαν να μετατραπούν από συνοδοιπόρους ή προπαγανδιστές του σοβιετισμού σε συνοδοιπόρους και κράχτες του αμερικανισμού, έκαναν άδικο κόπο.
Αν ο Fukuyamaέδωσε, έστω και με ρηχό τρόπο, το χρίσμα της φιλοσοφίας της ιστορίας στον οικουμενιστικό αμερικανισμό, ο Huntingtonπροσέφερε στις αμερικανικές ιμπεριαλιστικές φιλοδοξίες πιο πρακτικές υπηρεσίες και προοπτικές. Αν η Ιστορία δεν τελειώνει, αλλά συνεχίζεται ως σύγκρουση των πολιτισμών, και αν η ευρωπαϊκή και αμερικανική Δύση έχουν εξ ορισμού κοινά πεπρωμένα μέσα στη σύγκρουση αυτή, τότε είναι προφανές ότι οι ΗΠΑ, ως το ισχυρότερο έθνος της Δύσης πρέπει να ηγείται μόνιμα στην προάσπιση της εναντίον των μουσουλμανικών και κομφουκιανικών μαζών. Βεβαίως, η σημερινή Ευρώπη (χρησιμοποιώ τον όρο συμβατικά, γιατί δεν υπάρχει πράγματι, καμία τέτοια πολιτική οντότητα), από πολιτικοστρατιωτική άποψη, αποτελεί περίπου αμερικανικό προτεκτοράτο και θα παραμείνει τέτοιο στο προβλεπτό χρονικό διάστημα. Η σκέψη του Huntingtonέχει, από την άποψη αυτή, ένα πραγματικό έρεισμα, όμως η γενικότερη ιστορική και κοινωνιολογική της θεμελίωση είναι έωλη. Αν η Ευρώπηκαι οι Ηνωμένες Πολιτείεςσυμπορευθούν κατά τον 21ο αιώνα, ο λόγος δε θα είναι η πολιτισμική κοινότητα αλλά η ενότητα συμφερόντων, όπως τα προσδιορίζει εκάστοτε η γεωπολιτική, η στρατηγική και η οικονομία.
Ποτέ στην ιστορία δεν στάθηκαν καθοριστικοί οι πολιτισμικοί παράγοντες κατά την αναζήτηση συμμάχων, έστω και αν συμμαχίες μεταξύ πολιτισμικά συγγενών συνήθως εκλογικεύονται κατάλληλα εκ των υστέρων, ώστε να τους προσδοθούν υψηλά κίνητρα. Αλλά είναι ανόητο να φανταστεί κανείς ότι η Ιαπωνία θα επιλέξει μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Κίναςμε κριτήριο την πολιτισμική συγγένεια, οπότε θα γινόταν πιθανότατα επαρχία μιας μελλοντικής πανίσχυρης Κίνας, και όχι με βάση στρατηγικά κριτήρια, που θα της έδιναν το περιθώριο μεγαλύτερης ανεξαρτησίας υπό την ανεκτικότερη αμερικανική σκέπη. Επίσης είναι ανόητο να πιστεύει κανείς ότι οι Άραβες εμίρηδες θα προτιμήσουν την κυριαρχία των Ισλαμιστών από τη συμμαχία με τους «άπιστους» Αμερικανούς ή ότι μια Ρωσίαεντελώς απογοητευμένη από τη Δύση, και ανήμπορη να αντιδράσει αλλιώς, δεν θα μπορούσε, κωλυόμενη από τις πολιτισμικές διαφορές, να πέσει στην αγκαλιά της Κίναςσχηματίζοντας μαζί της ένα κραταιό ευρασιατικό bloc. Άλλωστε δεν είναι δυνατόν να μάχονται συνεχώς όλοι οι πολιτισμοί εναντίον όλων τον πολιτισμών. Ο συσχετισμός των δυνάμεων επιβάλλει συνδυασμούς και συμμαχίες – όμως ποια πολιτισμικά κριτήρια θα μπορούσαν να πρυτανεύσουν κατά τη σύναψη συμμαχιών μεταξύ πολιτισμών; Ποια πολιτισμική λογική επιβάλλει σε Μουσουλμάνους να προσεγγίσουν τους Κινέζους και να στραφούν εναντίον της Δύσης; Ο Huntingtonπαρακάμπτει τα στοιχειώδη αυτά ερωτήματα, ούτε αναζητεί τα φώτα των ιστορικών εμπειριών. Γιατί όπως είπαμε, η πρόθεσή του είναι λιγότερο θεωρητική και περισσότερο στρατηγική – στρατηγική στην αμερικανική προοπτική εννοείται.
Δεν νομίζω ότι η σημερινή πολιτικοστρατιωτική αδυναμία της Ευρώπης και η συνακόλουθη εξάρτηση της από τις Ηνωμένες Πολιτείες αρκεί ώστε να να δικαιώσει τις θέσεις του Spengler. Για να επαληθευθεί μια θεωρία δεν αρκεί να διαπιστώνει ορθά ορισμένα γεγονότα, αλλά οφείλει και να τα εξηγεί ορθά'η θεωρία είναι εξήγηση, όχι απλή διαπίστωση πραγματικών δεδομένων. Ο Spengler δεν ισχυρίσθηκε μόνον ότι οι πολιτισμοί ζούν, αναπτύσσονται και παρακμάζουν, αλλά και ότι τούτο γίνεται για ορισμένους λόγους, ότι ακολουθεί ορισμένες μορφολογικές κανονικότητες ή νομοτέλειες, οι οποίες μάλιστα επιτρέπουν προβλέψεις. Τέτοιοι ισχυρισμοί δεν αντέχουν σε συγκεκριμένες ιστορικές αναλύσεις, και το ζητούμενο είναι ακριβώς αυτές'η κοινοτοπία, πως ό,τι γεννιέται κάποτε θα πεθάνει, είναι αναμφισβήτητη, όμως δεν αρκεί προς θεμελίωση μιας θεωρίας της ιστορίας, και μου φαίνεται πως όσα είπε ο Spengler πέραν της κοινοτοπίας αυτής είναι αστήρικτα ως θεωρίας της ιστορίας, μολονότι περιέχουν πολλές διαφωτιστικές επι μέρους παρατηρήσεις.
Η ιστορική τύχη και η σημερινή κατάσταση της Ευρώπης δεν μπορεί λοιπόν να περιγραφεί δια της απαγωγικής μεθόδου, με αφετηρία ένα προκαθορισμένο σχήμα και με μίτο αποκλειστικά ενδογενείςδιεργασίες. Απεναντίας, μου φαίνεται ότι οι ευρωπαϊκοί Νέοι Χρόνοι έκλεισαν τον κύκλο τους καθώς η Ευρώπη έχασε την παγκόσμια κυριαρχία, την οποία κατείχε από την εποχή των ανακαλύψεων. Με άλλα λόγια: όπως η απαρχή των Νέων Χρόνων συνέπεσε χονδρικά με την απαρχή της παγκόσμιας κυριαρχίας της Ευρώπης, έτσι και το τέλος τους συνέπεσε με το τέλος της κυριαρχίας αυτής. Οι Νέοι Χρόνοι δεν ήσαν απλώς φαινόμενο ευρωπαϊκό, αλλά είχαν περιεχόμενο ευρωκεντρικό, τόσο κοσμοθεωρητικά όσο και οικονομικοπολιτικά. Η υπερφαλάγγιση της ευρωπαϊκής διάστασης από την πλανητική και του αστικού φιλελευθερισμού από τη μαζική δημοκρατία (ως του πρώτου γνήσια πλανητικού κοινωνικού σχηματισμού) συμβάδιζε με την αποσύνθεση του ειδοποιού περιεχομένου, της ειδοποιού βιοθεωρίας και βιοπρακτικής των ευρωπαϊκών Νέων Χρόνων.
Μετά το 1945 ολόκληρη η Ευρώπη βρέθηκε υπό διπλή κατοχή, αμερικανική και σοβιετική. Και η διαδικασία της ενοποίησης της, όσο ατελής κι αν είναι ή θα παραμείνει, δεν εγκαινιάσθηκε επειδή τάχα οι ευρωπαϊκοί λαοί, διδαγμένοι από το αιματηρό παρελθόν, απεφάσισαν να συναδελφωθούν, αλλά ήταν ακριβώς συνέπεια του κοσμοϊστορικού υποβιβασμού της Ευρώπης. Όσο η Ευρώπη κυριαρχούσε στον κόσμο με τις αποικιακές της αυτοκρατορίες, οι ευρωπαϊκοί ανταγωνισμοί ήσαν έντονοι, γιατί ο κυρίαρχος στην Ευρώπη θα ήταν και ο κυρίαρχος στον κόσμο. Η απώλεια της παγκόσμιας κυριαρχίας εκμηδένισε την κοσμοϊστορική σημασία των ενδοευρωπαϊκών ανταγωνισμών κι έτσι η ένταση τους έπεσε κατακόρυφα, και μάλιστα υπό αμερικανική ηγεμονία. Αλλά το πράγμα δεν έχει μόνο την πολιτική του πλευρά. Ένα άλλο σημαντικό ερώτημα είναι κατά πόσον και σε ποιά μορφή θα επιβιώσουν στοιχεία του ευρωπαϊκού πολιτισμού των Νέων Χρόνων ή εάν η σύγχρονη τεχνική μπορεί να συμπορευθεί και με άλλες, πολύ διαφορετικές πολιτισμικές στάσεις. Η απάντηση σε τέτοια ερωτήματα δεν είναι απλή. Αλλά και μόνη η διατύπωση τους δείχνει ότι η ιστορική πορεία και επίδραση των πολιτισμών μπορεί να είναι πολύ πιο περίπλοκη απ'οποιαδήποτε φιλοσοφία ή θεωρία της ιστορίας. Πολύ περισσότερο, όταν πάνω σ'έναν πυκνοκατοικημένο πλανήτη έχουν εκλείψει τα ξεχωριστά θερμοκήπια, μέσα στα οποία αναπτύσσονταν, με σχετικά αργούς ρυθμούς, οι πολιτισμοί του παρελθόντος.

β´
Η δεκαετία του '90 είχε μια συμμετρία που δεν βρίσκουμε σε καμία άλλη δεκαετία του 20ου αιώνα. Ξεκίνησε με έναν πόλεμο υπό την αιγίδα των ΗΠΑ στο όνομα της διεθνούς φιλελεύθερης τάξης και τελείωσε με έναν άλλο. Ξεκίνησε και έληξε επίσης με τον φαινομενικό θρίαμβο του φιλοσοφικού φιλελευθερισμού, όπως αυτός εκφράστηκε αμεσότερα στα βιβλία του Francis Fukuyama, μακρινού μαθητή του Kojeve, The End of History (Το τέλος της ιστορίας) και The Great Disruption (Η μεγάλη αναστάτωση). Και τα δύο έμοιαζαν να προτείνουν κοσμοϊστορικές νομιμοποιήσεις για την ηγεμονία των ΗΠΑ. Το τέλος της ιστορίας διακήρυσσε ότι η φιλελεύθερη, καπιταλιστική δημοκρατία ήταν η απάντηση στην «ανθρώπινη κατάσταση». Ο καπιταλισμός ήταν η τελευταία λέξη στην οικονομία, καθώς μεγιστοποιούσε την ευημερία, και ο φιλελευθερισμός η τελευταία λέξη στην πολιτική, καθώς μόνον αυτός ικανοποιούσε την ανθρώπινη ανάγκη για ατομική αξιοπρέπεια και αμοιβαία αναγνώριση. Η πρώτη ιδέα εκφραζόταν στη «Συναίνεση της Ουάσινγκτον» για την οικονομική πολιτική, στις αρχές της δεκαετίας του '90, η δεύτερη αποκρυσταλλώθηκε στον οικουμενικό ανθρωπισμό που τελικά οδήγησε τη Δύση στον πόλεμο του Κοσόβου, στο τέλος της δεκαετίας.
Αναμφίβολα ο Schmitt θα ερμήνευε αυτή τη διττή εξέλιξη ως μια φανερή φιλελεύθερη μετατοπίση του πολιτικού στο οικονομικό και στο ηθικό. Με τη βοήθεια των σμιτιανών αναλύσεων ή της Ideologiekritik (μια κριτική που ξεσκεπάζει τα ισχυρά συμφέροντα που κρύβονται πίσω από τις ηθικές και πολιτικές αξιώσεις) δεν θα ήταν καθόλου δύσκολο να ξεσκεπαστεί η φιλελεύθερη ιδεολογία του τέλους της ιστορίας. Με βάση αυτή τη σμιτιανή λογική, οι φαινομενικά καθολικές αρχές της ηθικής και της οικονομίας δεν ήταν παρά μέσα για να επιτευχθούν δυτικά συμφέροντα - εν ανάγκη δια της βίας. Μπορούσαν επιπλέον να υποστηρίζονται πειστικά και να δείχνουν απολιτικές στον βαθμό που είχε επιλυθεί το θεμελιώδες πρόβλημα της πολιτικής τάξης - με την κυριαρχία της μοναδικής πλέον μεγάλης δύναμης, η οποία ήταν, όμως, εν πολλοίς φιλελεύθερη. Η μεγάλη αυτή δύναμη θα σεβόταν το διεθνές δίκαιο όταν οι συνθήκες θα ήταν κανονικές, αλλά κάθε φορά που ένιωθε ότι απειλείται, θα μπορούσε απλώς να το αναστείλλει με μια κυρίαρχη απόφαση της που θα κήρυσσε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης.
Η ευστοχία των σμιτιανών αναλύσεων δεν μπορούσε παρά ταύτα να εξηγήσει επαρκώς την αναβίωση του Schmitt, του θεωρητικού της διάκρισης φίλου-εχθρού, τη στιγμή ακριβώς που η πραγματική, παγκόσμια ψυχροπολεμική διάκριση σε φίλους και εχθρούς έχει ουσιαστικά εκλείψει. Μήπως η αιτία ήταν ότι με την εξαφάνιση του εχθρού του φιλελευθερισμού, δηλαδή του κομμουνισμού, αποδυναμώθηκε η εσωτερική ομοιογένεια της Δύσης και ήταν ανάγκη να ανευρεθούν νέες πηγές κοινωνικής συνοχής και πολιτικής στραθερότητας;...
Τα επιχειρήματα του Schmitt κατά της ολέθριας ηθικοποίησης των διεθνών σχέσεωνείχαν επίσης απήχηση σε ένα εντελώς διαφορετικό τμήμα του ιδεολογικού φάσματος, στις «ρεαλιστικές» θεωρίες για την παγκόσμια τάξη μετά τον Ψυχρό Πόλεμο. Ο Samuel Huntington, στην πιο προβεβλημένη ίσως θεωρία της δεκαετίας του '90 για τις διεθνείς σχέσεις, διέγνωσε την εγγραφή νέων σχέσεων φίλου-εχθρού στον παγκόσμιο χάρτη. Ο Huntington ισχυρίστηκε ότι ο φιλοσοφικός οικουμενικός, ο φιλελεύθερος διεθνισμός και ο ανθρωπισμός, εξέφραζαν στην ουσία μια μορφή δυτικού ιμπεριαλισμού, όπως είχε υποστηρίξει ο Schmitt μισόν αιώνα νωρίτερα... Με δυο λόγια, ο οικουμενικός ανθρωπισμός που απέβλεπε σε μια «παγκόσμια κοινωνία των πολιτών» ήταν το τελευταίο παράδειγμα της υποκρισίας του Διαφωτισμού με την έννοια του Koselleck - και η ηθική κριτική για τη διαρκώς διχασμένη ανθρωπότητα προκαλούσε αναγκαστικά μια διαρκή κρίση, αν όχι τον κίνδυνο ενός παγκόσμιου εμφυλίου πολέμου...
---------------------------------------------------------------
Ο αυστηρός διαχωρισμός πολιτικής και ηθικής, που ήταν το αιχμηρότερο όπλο του Διαφωτισμού, δεν ήταν στην πραγματικότητα ένας απλός διαχωρισμός αλλά μια διαλεκτική: ο ηθικός στοχασμός είχε στην πραγματικότητα πολιτικό περιεχόμενο, έτσι η ηθική αποδείχτηκε η πιο ισχυρή πολιτική αξίωση. «Το να είσαι απολιτικός ήταν το politicum του Διαφωτισμού, και το politicum αυτό, το politicum της ηθικής, παρέμεινε το πιο βαθιά κρυμμένο μυστικό του Διαφωτισμού»...
Σύμφωνα με την ιστορική ανάλυση του Koselleck, οι philosophes είχαν παρανοήσει την αυτονομία του πολιτικού, τη φύση της εξουσίας και προπάντων τον εαυτό τους. Η ηθική τους πολεμική κατά του απολυταρχικού κράτους δεν αναγνώρισε ότι τα κίνητρα της ήταν πολιτικά και ότι στην ουσία επεδίωκε την κατάκτηση της εξουσίας'δεν μπορούσε να το παραδεχτεί, γιατί έτσι θα έχανε μεγάλο μέρος της νομιμοποίησης της... Στο τέλος, όμως, μια εντελώς ηθικοποιημένη πολιτική δεν μπορούσε παρά να οδηγήσει στον τρόμο και σε ένα ολοκληρωτικό κράτος, όπου η πραγματική κυριαρχία των ατόμων έμενε κρυμμένη πίσω από το προσωπείο μιας δήθεν ανώνυμης διακυβέρνησης υπό τον μανδύα της ηθικής. Επρόκειτο για μια ουτοπική διακυβέρνηση - και ταυτόχρονα μια διακυβέρνηση μέσω του τρόμου και της ιδεολογίας, τα δύο χαρακτηριστικά που η Hannah Arendt είχε αποδώσει, ως γνωστόν, στον ολοκληρωτισμό.
---------------------------------------------------------------
Ιδιαίτερα μάλιστα όσοι προέβαλλαν την αταξία του νέου κόσμου υποστήριζαν ότι τα κράτη δεν προκαλούσαν μόνο τη διεξαγωγή πολέμων, αλλά διασφάλιζαν επίσης και την εδραίωση της ειρήνης. Παρέπεμπαν στον Immanuel Kant, ο οποίος, σε αντίθεση με τους φιλελεύθερους διαδόχους του στα τέλη του 20ου αιώνα, είχε αντιληφθεί ότι η «αιώνια ειρήνη» έπρεπε να χτιστεί στα θεμέλια διακριτών και σταθερών συνταγματικών κρατών. Αντίθετα, οι σημερινοί δήθεν υπέρμαχοι της ειρήνης δημιουργούσαν, χωρίς να το θέλουν, έναν κόσμο μεροληπτικών, διασταυρούμενων ή ασταθών κυριαρχιών όπου διάφορες ημι-αυτόνομες, ημι-νόμιμες πολιτικές οντότητες συνυπήρχαν με «failed states» και de facto προτεκτοράτα [New medievalism]. Νομικά και εννοιολογικά, οι νέοι τούτοι πολιτικοί χώροι βρίσκονταν σε μια ζώνη διαρκούς ημίφωτος ανάμεσα στον πόλεμο και την ειρήνη. Πέρα από αυτή τη ζώνη υπήρχε μια περιφέρεια όπου είχε εκλείψει κάθε νομιμοποιημένη εξουσία και όπου οι συνδυασμένες δυνάμεις της παγκοσμιοποίησης και του εμφυλίου πολέμου έμοιαζε να απειλούν ολόκληρους πληθυσμούς. Δεν ήταν τυχαίο ότι τα αποτυχημένα κράτη μετατρέπονταν σε εκκολαπτήρια της τρομοκρατίας [Μεταπολεμική νέα εποχή και διαχείριση των γηγενών πολιτισμών].
Δημιουργήθηκαν περίεργες συμμαχίες ανάμεσα σε ειρηνιστές ακτιβιστές που κατηγορούσαν τη Δύση για υποκρισία και συντηρητικούς που επεδίωκαν τη διάσωση μιας αντίληψης για τον πόλεμο που βασιζόταν αποκλειστικά στο κράτος και δεν έκανε διακρίσεις. Για παράδειγμα, οι επισκέπτες στο εμπόλεμο Βελιγράδι έρχονταν αντιμέτωποι με ένα περίεργο ιδεολογικό κοκτέιλ το οποίο αποτελούνταν από αριστερούς που έγιναν συντηρητικοί, όπως ο Αυστριακός συγγραφέας Peter Handke, από γεωπολιτικά «ρεαλιστές» που ονειρεύονται μια ενιαία Ευρώπη και ένα «ευρασιατικό μπλοκ» ενάντια στο Ισλάμ, και από οπαδούς ενός παλαιομοδίτικου, θυσιαστικού εθνικισμού. Ο Ρώσος θεωρητικός Aleksandr Duginεμπνεύστηκε από τον Schmitt και κυρίως από τον Evola για να επινοήσει έναν νέο μύθο ευρασιατικής υπεροχής έναντι του αγγλο-αμερικανού φιλελευθερισμού... Δεν θέλουμε να πούμε ότι δεν υπήρχαν πολλοί καλοί λόγοι για να αμφισβητεί κανείς την πολιτική δράση που επιχειρούνταν στο όνομα του φιλελεύθερου οικουμενισμού. Αλλά, πολύ συχνά, οι παραπομπές στον Schmitt γίνονταν απλώς και μόνο για να καλυφθούν τα θεωρητικά (και εμπειρικά) κενά που άφηνε η υποψία της υποκρισίας (από την Αριστερά και τη Δεξιά), της διαστροφής (κυρίως από τη Δεξιά) και της συνενοχής (από ορισμένους στοχαστές της Αριστεράς)...
Οι φιλελεύθεροι οικουμενιστές έσκαψαν εν μέρει τον ίδιο τους τον λάκκο και εξέθεσαν τον εαυτό τους σε δικαιολογημένες κατηγορίες περί υποκρισίας, διαστροφής και συνενοχής όταν δικαιολόγησαν επιφυλακτικά τους νέους πολέμους λέγοντας ότι προαναγγέλλουν μια μελλοντικά «παγκόσμια εσωτερική πολιτική» στην οποία οι επεμβάσεις θα γίνονταν για λόγους εσωτερικής ασφάλειας... Τα επιχειρήματα του Schmitt κατά των πολέμων που διεξάγονταν «στο όνομα της ανθρωπότητας» επανήλθαν στη μόδα. Στον πόλεμο του Κοσόβου. Ευρωπαίοι διανοούμενοι μνημόνευαν συχνά τη ρήση του Schmitt: «Όποιος λέει "ανθρωπότητα"θέλει να εξαπατήσει» για να ξεσκεπάσουν τον «στρατιωτικό ανθρωπισμό» τον οποίο θεωρούσαν προπέτασμα καπνού για τα παιχνίδια εξουσίας του ΝΑΤΟ. Η σκοτεινή πλευρά του ανθρωπισμού, κατά την άποψη των αντι-ηθικιστών, έγκειται στην τάση του να παρουσιάζει τους εχθρούς του ως «μη ανθρώπους» και να εξαπολύει έναν ολοκληρωτικό, και δυνητικά ατελείωτο, πόλεμο εναντίον τους.
Οι βομβαρδισμοί από ασφαλές ύψος που επιχειρούσαν οι αμερικανικές αεροπορικές επιδρομές στο Κόσοβο έμοιαζαν να στερούν από τον αντίπαλο όχι μόνο κάθε δυνατότητα αντεπίθεσης αλλά και το δικαίωμα του να αναγνωριστεί ως νόμιμος αντίπαλος. Με τη βοήθεια της τεχνολογίας, η αστυνόμευση στο όνομα του φιλελεύθερου οικουμενισμού έφτασε σε νέα ύψη υποκρισίας (ή ίσως αυταπάτης) που ούτε ο Schmitt δεν θα μπορούσε να προβλέψει... Οι ανθρωπιστικοί πόλεμοι στερούνταν νομιμοποίησης και ήταν ταυτόχρονα απεριόριστοι. Δεν μπορούσαν να εξασφαλίσουν μεγάλη εθνική υποστήριξη στο εσωτερικό των χωρών που επενέβαιναν, αλλά έπρεπε να φτάσουν στα άκρα και να συντρίψουν τον εχθρό, από τη στιγμή που αυτός είχε εξοβελιστεί από την ανθρωπότητα και είχε στιγματιστεί ως κακός δαίμονας.
Όπως παραδέχτηκε ένας Βρετανός στρατηγός τη δεκαετία του '90, η δαιμονοποίηση του εχθρού είχε γίνει πλέον προϋπόθεση για τη χρησιμοποίηση χερσαίων δυνάμεων «μέσα στον λαό», δηλαδή στους συγκεχυμένους εθνοτικούς εμφύλιους πολέμους στα τέλη του αιώνα.

Ένας οικονομικά θεμελιωμένος ιμπεριαλισμός θα προσπαθήσει να επιφέρει μια κατάσταση στη γη, κατά την οποία θα μπορεί να χρησιμοποιεί ανενόχλητα τα μέσα της οικονομικής ισχύος του, όπως αποκλεισμό από πιστώσεις, αποκλεισμό από πρώτες ύλες, καταστροφή ξένων νομισμάτων κ.ο.κ...
Θα το θεωρήσει «εξωοικονομική βία», αν ένας λαός ή μια άλλη ομάδα ανθρώπων προσπαθήσει να αποφύγει την επίδραση αυτών των «ειρηνικών» μεθόδων. Θα χρησιμοποιήσει και οξύτερα, αλλά πάντα «οικονομικά» και ως εκ τούτου [δήθεν] μη πολιτικά, ουσιωδώς ειρηνικά μέσα εξαναγκασμού όπως... διακοπή της εισαγωγής μέσων διατροφής για τον άμαχο πληθυσμό και αποκλεισμός πείνας. Τέλος, έχει επίσης στη διάθεση του τεχνικά μέσα βίαιης σωματικής θανάτωσης, τεχνικά τελειοποιημένα μοντέρνα όπλα, τα οποία με μια κινητοποίηση κεφαλαίου και νου έχουν γίνει ανήκουστα χρήσιμα, ώστε εν ανάγκη να χρησιμοποιηθούν πραγματικά. Για την εφαρμογή τέτοιων μέσων [η φιλελεύθερη ιδεολογία] δημιουργεί βεβαίως ένα νέο, ουσιωδώς ειρηνικό λεξιλόγιο, το οποίο δεν γνωρίζει πια τον πόλεμο παρά μόνο εκτελέσεις, κυρώσεις, εκστρατείες τιμωρίας, ειρήνευσης, προστασία των συνθηκών, διεθνή αστυνομία, μέτρα για τη διασφάλιση ειρήνης. Ο αντίπαλος δεν ονομάζεται πλέον Εχθρός, αλλά τίθεται, αντ'αυτού, ως παραβάτης και ταραξίας της ειρήνης hors-la-loi [εκτός (εχθρός του) νόμου] και hors l' humanite [εκτός (εχθρός της) ανθρωπότητας], και ένας διεξαγόμενος για τη διατήρηση ή επέκταση των θέσεων οικονομικής ισχύος πόλεμος πρέπει να μεταβληθεί με μια προπαγανδιστική κινητοποίηση σε «σταυροφορία» και σε «τελευταίο πόλεμο της ανθρωπότητας».
Έτσι απαιτεί η πολωτικότητα ηθικής και οικονομίας. Σε αυτή την πολωτικότητα γίνεται όμως εμφανής μια εκπληκτική συστηματικότητα και συνέπεια. Αλλά και αυτό το δήθεν μη πολιτικό και φαινομενικά μάλιστα αντιπολιτικό σύστημα ή εξυπηρετεί τις υφιστάμενες ή οδηγεί σε νέες κατατάξεις σε Φίλους και Εχθρούς και δεν δύναται να αποφύγει τη συνέπεια του Πολιτικού.

Ακολουθώντας τη διδασκαλία του Hegel, ο Kojeve, υποστήριξε πως η ιστορία θα τελείωνε όταν θα τερματίζονταν όλες οι αιματηρές επαναστάσεις και οι αγώνες για γόητρο και αναγνώριση. Μέχρι τότε, η διαλεκτική αφέντη και δούλου, στην οποία ο πρώτος στερούσε την αυτονομία του δεύτερου χωρίς να τον σκοτώνει, θα επαναλαμβανόταν ξανά και ξανά... στο τέλος αυτής της εν πολλοίς απρόσωπης διαδικασίας, η αντιπαλότητα αφέντη και δούλου θα ξεπερνιόταν. Τότε θα αναδυόταν ένα «οικουμενικό ομοιογενές κράτος», όπου θα ικανοποιούνταν όλες οι ανθρώπινες ανάγκες. Δεν θα υπήρχε πλέον αντιπαράθεση, ούτε τίποτα έξω από το κράτος. Σ'ένα τέτοιο κράτος θα βασίλευε η «Κυριακή της ζωής» σύμφωνα με τον τίτλο ενός βιβλίου που ο Kojeve δανείστηκε από τον φίλο του συγγραφέα Raymond Queneau. Ήταν ένα όραμα οικουμενικής ειρήνης, όπου μαζί με άλλα, ισχυρότερα ανθρώπινα πάθη, θα είχε εξαφανιστεί και το πολιτικό, όπου η πολιτική θα είχε αντικατασταθεί από ένα εκούσιο παιχνίδι ανάμεσα σε «ευτυχισμένους ανθρώπους». Αλλά οι άνθρωποι αυτοί δεν έμοιαζαν με τους «έσχατους ανθρώπους» του Νίτσε, δεν θα ήταν καν πραγματικοί άνθρωποι πια. Όπως έγραψε ο Kojeve:
Στην πραγματικότητα, το τέλος του ανθρώπινου Χρόνου ή της Ιστορίας ή, ορθότερα, το οριστικό τέλος του Ανθρώπου ως ελεύθερου και ιστορικού ατόμου σημαίνει απλούστατα το τέλος της Πράξης με την πλήρη σημασία της λέξης. Πρακτικά τούτο σημαίνει την εξαφάνιση των πολέμων και των αιμοσταγών επαναστάσεων. Και επίσης την εξαφάνιση της Φιλοσοφίας'καθότι, εφόσον ο ίδιος ο Άνθρωπος δεν αλλάζει ουσιαστικά, δεν έχει λόγο να αλλάξει τις (αληθινές) αρχές που αποτελούν τις βάσεις για την κατανόηση του κόσμου και του εαυτού του. Αλλά όλα τα υπόλοιπα μπορούν να διατηρηθούν στο διηνεκές, δηλαδή η τέχνη, ο έρωτας, το παιχνίδι κ.λπ., ό,τι εν γένει τον καθιστά ευτυχισμένο (1968)...
Ο Schmitt ανακάλυψε τον Kojeve για πρώτη φορά στις αρχές της δεκαετίας του '50 και αργότερα, γύρω στα μέσα της δεκαετίας, επικοινώνησε μαζί του... Ο Schmitt και ο Kojeve εξελίχθηκαν σε φιλοσοφικούς αντιπάλους με φιλική διάθεση, και βρήκαν εύκολα μια κοινή, ενίοτε υπερβολικά ευγενική γλώσσα. Η γλώσσα όμως αυτή συγκάλυπτε το γεγονός ότι τα οράματα που είχαν για τον κόσμο ήταν απ'όλες σχεδόν τις απόψεις διαμετρικά αντίθετα...
Κατά τον Kojeve, ο Ναπολέων είχε επιδιώξει να καταργήσει διαλεκτικά το κράτος χάριν της κοινωνίας μέσω ενός «ολοκληρωτικού πολέμου». Ωστόσο, οι Αγγλοσάξονες είχαν επιτύχει από καιρό το ίδιο αποτέλεσμα χωρίς πόλεμο, και ο κόσμος όλος βάδιζε τώρα προς την κατεύθυνση μιας παρόμοιας ειρήνης χωρίς κράτη. Ο Kojeve συμφώνησε με τον Schmitt ότι δεν υπήρχε πια καμία αυθεντική κρατική λειτουργία, καθώς η διοίκηση είχε υποκαταστήσει την ουσιαστική διακυβέρνηση και η αστυνομία την πολιτική. Η παγκόσμια ηγεμονία των Αμερικανών επιτάχυνε αυτή την τάση καθώς εκείνοι δεν γνώρισαν ποτέ τη σημασία των εννοιών «του πολέμου, της πολιτικής και του κράτους». Αλλά η Σοβιετική Ένωση βρισκόταν παρ'όλα αυτά ένα βήμα μπροστά από τους Αμερικανούς σ'αυτή την εξέλιξη. Στη Ρωσία, η κυβέρνηση είχε πλήρως και επισήμως αντικατασταθεί από τη διοίκηση και, κατά τον Kojeve, τίποτα δεν θα άλλαζε εκ βάθρων στη Δύση αν δεν καταργούνταν οι κυβερνήσεις και τα κοινοβούλια... Όπως και να είχε το πράγμα, κάποια μέρα όλος ο κόσμος θα είχε μια ενιαία διοίκηση, γιατί όλοι οι λαοί του κόσμου είχαν κιόλας έναν κοινό σκοπό, να ζουν ειρηνικά και να ευημερούν... Το παγκόσμιο ομοιογενές κράτος δεν ήταν, λοιπόν, ένα πραγματικό κράτος με τη σμιτιανή έννοια, αλλά απλώς ένας παγκόσμιος μηχανισμός για την καθολική ικανοποίηση των ανθρωπίνων αναγκών... Σύμφωνα με την υπόθεση του Kojeve, το κράτος αυτό θα αναδυόταν μέσα από μια σταδιακή διαδικασία διεθνούς συνταγματικής συγκρότησης, δηλαδή μέσω μιας ομογενοποίησης του ιδιωτικού και του δημοσίου δικαίου και τελικά μιας «νομικής ενοποίησης» που θα βασιζόταν σε μια κοινή αντίληψη δικαίου και δικαιοσύνης. Το κράτος δικαίου θα μπορούσε να πραγματωθεί πλήρως μόνο μέσα σε ένα οικουμενικό ομοιογενές κράτος, όπου η πολιτική, ως δυνάμει θανάσιμη αναμέτρηση μεταξύ κρατών, δεν θα υπερίσχυε πλέον του νόμου σε στιγμές εκτάκτου ανάγκης...
Ο Schmitt, συμφωνούσε πως το κράτος, ο θνητός θεός όπως τον είχε γνωρίσει η Ευρώπη από τις απαρχές της νεωτερικότητας, ήταν πράγματι νεκρό... Όμως διαφώνησε με τη θεωρία του Kojeve ότι η δυαρχία του Ψυχρού Πολέμου ήταν το προκαταρκτικό στάδιο για την πραγματική ενοποίηση του κόσμου. Κατά τη γνώμη του, ήταν απλώς μια ενδιάμεση φάση μετά το τέλος της εποχής του ευρωπαϊκού κράτους και πριν τη νέα εποχή των μείζονων χώρων που ανέτελλε... Με άλλα λόγια, ο Schmitt αμφισβήτησε -τόσο από αντικειμενικής όσο και από ηθικής σκοπιάς- την εικόνα της παγκοσμιοποιημένης νεωτερικότητας που σκιαγράφησε ο Kojeve... Αλλά ο Kojeve επέμεινε στην άποψη του και στη διαφωνία του με τον Schmitt. Η δική του εκτίμηση ήταν ότι το πολιτικό θα εξαφανιζόταν μια για πάντα. Το κριτήριο του πολιτικού δεν ήταν κατ'εκείνον η δυνατότητα για εχθρότητα, αλλά η δυνατότητα του αγώνα για γόητρο και κύρος...
Μια ακόμα -έμμεση- συνεισφορά στην αντιπαράθεση μεταξύ Schmitt και Kojeve βοήθησε στη σαφέστερη κατανόηση των διακυβευμάτων της. Ο Leo Strauss σε μια επιστολή του το 1948 στον «δημόσιο λειτουργό του παγκόσμιου πνεύματος» ισχυρίστηκε ότι «κανείς δεν έχει υποστηρίξει την υπόθεση της μοντέρνας σκέψης στην εποχή μας τόσο έξοχα όσο εσείς». Συγχρόνως όμως εξέφρασε ευγενικά τη διαφωνία του με την εικόνα του παγκόσμιου ομοιογενούς κράτους του Kojeve... Ο Strauss φοβόταν ότι ένα τέτοιο κράτος θα μπορούσε εύκολα να καταλήξει σε τυραννία. Επιπλέον, κατά τη γνώμη του, η οικουμενικότητα και η ομοιογένεια ουδέποτε θα ικανοποιούσαν τα ανθρώπινα όντα. Ο Strauss ανέπτυξε στη συνέχεια τη δική του -κάπως περίεργη- άποψη ότι μόνο η σοφία θα μπορούσε να είναι ικανοποητική και απομένως θα έπρεπε να «εκλαϊκευθεί». Ανεξάρτητα από αυτό, ο Strauss ήταν της άποψης ότι ο Kojeve προέβαλλε το όραμα μιας μηδενιστικής και όχι φιλελεύθερης νεωτερικότητας και πως τόσο οι φιλελεύθεροι όσο και οι αντιφιλελεύθεροι είχαν του λόγους τους να είναι σκεπτικοί απέναντι στον ιδιόρρυθμο εγελιανισμό του. Αυτός ο μηδενισμός -και ιδιαίτερα η αδυναμία άσκησης μιας μεγάλης πολιτικής...- ήταν ακριβώς που τρόμαζε τον Schmitt...
Η καχυποψία απέναντι στην ιδέα μιας οικουμενικής αυτοκρατορίας που είναι τόσο βαθιά ριζωμένη στον δυτικό φιλοσοφικό στοχασμόδεν επηρέασε μόνο όσους ταύτιζαν το τέλος της ιστορίας και της πολιτικής με μια απώλεια νοήματος και ουσίας. Ακόμα και φιλελεύθεροι φιλόσοφοι δεν δίστασαν να υποστηρίξουν ότι το αστείο στην κωμωδία του Kojeve θα απέβαινε τελικά σε βάρος της ανθρωπότητας. Εξάλου, το παγκόσμιο κράτος σήμαινε το τέλος της γνήσιας ηθικής διαμάχης, συνεπώς και το τέλος της γνήσιας ηθικής αυτονομίας... Σε τελική ανάλυση, ο Kojeve μπόρεσε να υποστηρίξει ότι το οικουμενικό και ομοιογενές κράτος ταυτιζόταν με το τέλος της πολιτικής μόνο και μόνο επειδή είχε εν τέλει υιοθετήσεις τον ορισμό του πολιτικού του Schmitt. Η πολιτική ως μια μη θανάσιμη διαφωνία απόψεων ή σύγκρουση διαφορετικών πιστεύω μπορούσε ασφαλώς να συνεχιστεί, δεν υπήρχαν όμως εναλλακτικά κοσμοϊστορικά μοντέλα για την ικανοποίηση της ανθρώπινης ανάγκης για αναγνώριση. Στη λογική του Kojeve, κάθε πράξη που θα προκαλούσε θανάσιμη σύγκρουση θα ήταν υπόθεση της αστυνομίας και όχι ζήτημα της πολιτικής.

γ´
Το 1990, ο Francis Fukuyama εμφανίστηκε ως ο αγγελιαφόρος του θαυμάσιου νέου κόσμου, στο πολιτικό βιβλίο του, Το Τέλος της Ιστορίας και ο Τελευταίος Ανθρώπος. Ο Fukuyama έφερε την ανάπτυξη της σταδιακής ερμηνείας της έννοιας του πολιτισμού στη λογική της έκβαση...
Ο Huntington διαφώνησε με τον Fukuyama και έθεσε ως κύριο επιχείρημα του το γεγονός ότι το τέλος της αντίθεσης των σαφώς καθορισμένων ιδεολογιών του Μοντερνισμού δεν σήμαινε σε καμία περίπτωση την αυτόματη ένταξη της Ανθρωπότητας σε μια ενιαία φιλελέυθερη ουτοπία, επειδή κάτω από τις τυπικές δομές των εθνικών κυβερνήσεων και των ιδεολογικών στρατοπέδων υπήρχαν, τρόπος του λέγειν, βαθιές τεκτονικές πλάκες - ήπειροι συλλογικού ασυνειδήτου, οι οποίες με κάνενα τρόπο δεν νικήθηκαν από τον εκσυγχρονισμό, τον αποικισμό, τον ιδεολογισμό και τον διαφωτισμό, και οι οποίες συνέχισαν να προκαθορίζουν, όπως και πριν, τις σημαντικότερες πλευρές της ζωής, μαζί με την πολιτική, την Οικονομία και τη γεωπολιτική στο ένα ή το άλλο τμήμα της ανθρώπινης κοινωνίας, σύμφωνα με τον πολιτισμό στον οποίο εντάσσονται... Η εξέλιξη των γεγονότων στη δεκαετία του 1990 αποδεικνύει ότι το επιχείρημα του Huntington ήταν κοντύτερα στην αλήθεια, και ο Fukuyama υποχρεώθηκε έτσι να αναθεωρήσει εν μέρει τις απόψεις του, αναγνωρίζοντας ότι μίλησε φανερά πολύ πρόωρα. Η αναθεώρηση, όμως, αυτή της θέσης του Fukuyama για το «Τέλος της Ιστορίας» απαιτεί μια πληρέστερη επανεξέταση.
Το πρόβλημα είναι ότι ο Fukuyama, αναλύοντας την απόκλιση των προβλέψεων του για το «Τέλος της Ιστορίας» υπο το πρίσμα της παγκόσμιας νίκης του Φιλελευθερισμού, προσπάθησε να παραμείνει στην ίδια αρχική λογική από την οποία ξεκίνησε. Κανονικά έπρεπε να εφαρμόσει ένα πάλαι ποτέ «τέστ πραγματικότητας» και να την αποχωριστεί, αναγνωρίζοντας την ορθότητα του αντιπάλου του, Huntington, του οποίου η πρόβλεψη αποδείχθηκε σε όλα τα σημεία κοντύτερα στην αλήθεια. Ο Fukuyama, όμως, έκανε απλώς την εξής εννοιολογική μετατόπιση: πρότεινε την αναβολή του «Τέλους της Ιστορίας» σε μια αόριστη ημερομηνία, ενώ συνεχίζει να συμμετέχει στην ενίσχυση των κοινωνικοπολιτικών δομών που αποτέλεσαν τον πυρήνα της φιλελεύθερης ιδεολογίας στα προηγούμενα στάδια της.
Ο Fukuyama προώθησε μια νέα θέση: «το κράτος-οικοδόμημα». Πρότεινε ως ένα ενδιάμεσο στάδιο της μετάβασης στην παγκόσμια κυβέρνηση και στην παγκόσμια ηγεσία, την ενίσχυση των εθνικών κυβερνήσεων με μια φιλελεύθερη Οικονομία και ένα δημοκρατικό σύστημα εξουσίας, ώστε να προετοιμαστεί καλύτερα το έδαφος για την τελική νίκη του Οικουμενικού Φιλελευθερισμού και της παγκοσμιοποίησης. Προφανώς δεν πρόκειται για μια απόρριψη της προηγούμενη θέσης του, αλλά για μια αναβολή της στο αόριστο μέλλον, με μια συγκεκριμένη πρόταση για το ενδιάμεσο στάδιο.
Ο Fukuyama δεν λέει σχεδόν τίποτα για την έννοια του πολιτισμού, αλλά λαμβάνει σαφώς υπ'όψιν του τις θέσεις του Huntington και αποκρίνεται έμμεσα σε αυτόν: η σταθερή ανάπτυξη των εθνικών κυβερνήσεων που αποδείχθηκαν αγκυλωμένες στην εποχή του αποικισμού, στην εποχή των απελευθερωτικών κινημάτων και στην εποχή της ιδεολογικής αντίθεσης των δύο στρατοπέδων, πρέπει τώρα να προχωρήσει σε εύθετο χρόνο. Αυτό είναι που θα οδηγήσει βαθμιαία τις διαφορετικές κοινωνίες στην υιοθέτηση της Αγοράς, της Δημοκρατίας και των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, εξαλείφοντας τα υπολείμματα του ασυνειδήτου και προετοιμάζοντας ένα ασφαλέστερο -από αποτυχία- έδαφος για την παγκοσμιοποίηση.
Στην αμερικανική πολιτική επιστήμη και ανάλυση της εξωτερικής πολιτικής, υπάρχει επίσης μια νέα δημοσίευση μιας καθαρά παγκόσμιας θεωρίας, η οποία παρουσιάζεται αυτή τη φορά στα δοκίμια του Thomas Barnett. Η σημασία αυτής της ιδέας έγκειται στο ότι η τεχνολογική ανάπτυξη καθιερώνει μια ζωνική διαίρεση όλων των εδαφών στη γη, σε τρεις περιοχές: τον πυρήνα, τη ζώνη διασύνδεσης και τη ζώνη αποσύνδεσης. Ο Barnett πιστεύει ότι οι δικτυακές διαδικασίες περνούν ελεύθερα διαμέσου των συνόρων, των κυβερνήσεων και των πολιτισμών, και δημιουργούν με τον δικό τους τρόπο τον στρατηγικό χώρο του κόσμου. Οι ΗΠΑ και η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ο πυρήνας. Εδώ βρίσκονται συγκεντρωμένοι όλοι οι κώδικες των νέων τεχνολογιών και των κέντρων λήψης αποφάσεων. Η πλειοψηφία των άλλων χωρών, που είναι καταδικασμένες σε μια σχέση «χρήστη» προς το δίκτυο, αποτελούν τη ζώνη της διασύνδεσης (αυτές είναι αναγκασμένες να χρησιμοποιήσουν έτοιμα τεχνολογικά μέσα και για να προσαρμοστούν στους κανόνες που επεξεργάζεται ο πυρήνας). Στη ζώνη της αποσύνδεσηςανήκουν οι χώρες και οι πολιτικές δυνάμεις που έχουν σταθεί σε άμεση αντίθεση προς τις ΗΠΑ, τη Δύση και τη παγκοσμιοποίηση. Για τον Thomas Barnett (όπως για τον Daniel Bell), «η τεχνολογία είναι πεπρωμένο». Σε αυτήν ενσωματώνεται η πεμπτουσία του πολιτισμού που κατανοείται καθαρά τεχνολογικά, σχεδόν όπως με τον Spengler, αλλά με μια θετική ένδειξη...
Η παγκοσμιοποίηση και ο πολιτισμός (υπό μια μοναδική έννοια), σύμφωνα με το πνεύμα των προηγούμενων ιδεών του Fukuyama, απεικονίζονται στις κατασκευές του Barnett. Εδώ μόνο ο πυρήνας αναγνωρίζεται ως ένα θέμα, το υπόλοιπο υπόκειται σε μια εξωτερική καθοδήγηση, δηλαδή σε μια απο-θεματοποίηση και απο-κυριαρχία.

.~`~.
II
Αναστοχασμός των ιδεολογιών

α´
Ο Φιλελευθερισμός, ο οποίος ανέκαθεν επέμενε στην υποβάθμιση της σημασίας της πολιτικής, αποφάσισε να την καταργήσει τελείως μετά τον θρίαμβο του. Ίσως το έκανε για να αποτρέψει την άνοδο άλλων εναλλακτικών πολιτικών λύσεων και να εξασφαλίσει την αιώνια εξουσία του ή επειδή η πολιτική ατζέντα του έχει απλά λήξει λόγω απουσίας ιδεολογικών ανταγωνιστών, την ύπαρξη των οποίων ο Carl Schmitt είχε θεωρήσει απολύτως απαραίτητη για την ορθή σύνθεση μιας πολιτικής θέσης. Ανεξάρτητα από τη λογική, ο Φιλελευθερισμός έκανε ότι ήταν δυνατό για να εξασφαλίσει την κατάρρευση της πολιτικής. Συγχρόνως, ο ίδιος έχει αλλάξει, περνώντας από το επίπεδο των ιδεών, τα πολιτικά προγράμματα και τις διακηρύξεις, στο επίπεδο της πραγματικότητας, διαπερνώντας την ίδια τη σάρκα του κοινωνικού ιστού, ο οποίος κατακλύστηκε από τον Φιλελευθερισμό και άρχισε, με τη σειρά του, να φαίνεται ως η φυσική τάξη πραγμάτων. Αυτό παρουσιάστηκε όχι ως μια πολιτική διαδικασία, αλλά σαν μια φυσική και οργανική διαδικασία.
Το αποτέλεσμα αυτού του ιστορικού μετασχηματισμού ήταν ότι όλες οι πολιτικές ιδεολογίες, οι οποίες αντιμάχονταν μεταξύ τους κατά τον τελευταίο αιώνα, έχασαν το κύρος τους. Ο Συντηρητισμός, ο Φασισμός και ο Κομουνισμός, μαζί με τις διάφορες παραλλαγές τους, έχασαν τη μάχη και ο Φιλελευθερισμός, θριαμβεύοντας, μεταλλάχτηκε σε lifestyle: σε καταναλωτισμό, ατομικισμό και σε μια μεταμοντέρνα εκδήλωση της κατακερματισμένης υπο–πολιτικής ύπαρξης. Η Πολιτική έγινε βιοπολιτική, μετακινούμενη στο ατομικό και υποατομικό επίπεδο. Φάνηκε, έτσι, ότι δεν ήταν μόνον οι ηττημένες πολιτικές ιδεολογίες που εγκατέλειψαν τη σκηνή, αλλά και η ίδια η πολιτική – ακόμα και ο Φιλελευθερισμός με τις ιδεολογικές μορφές του. Γι'αυτό έγινε σχεδόν αδύνατη η εμφάνιση μιας εναλλακτικής πολιτικής. Αυτοί που δεν συμφωνούν με τον Φιλελευθερισμό βρίσκονται σε δύσκολη θέση: o θριαμβευτής εχθρός τους έχει διαλυθεί και εξαφανιστεί, και φαίνονται σαν να πολεμούν τον αέρα. Πώς μπορεί να συμμετέχει κάποιος στην πολιτική, εάν δεν υπάρχει καμιά πολιτική;...
Ο 20ος αιώνας έχει τελειώσει, αλλά μόνο τώρα αρχίζουμε να το συνειδητοποιούμε και να το καταλαβαίνουμε πραγματικά. Ο 20ος αιώνας ήταν ο αιώνας της ιδεολογίας. Εάν στους προηγούμενους αιώνες η θρησκεία, οι δυναστείες, τα τσιφλίκια, οι τάξεις και τα έθνη-κράτη διαδραμάτισαν έναν τεράστιο ρόλο στην ζωή των λαών και των κοινωνιών, στον 20ο αιώνα η πολιτική μετατοπίστηκε σε μια καθαρά ιδεολογική σφαίρακαι ξανασχεδίασε με νέο τρόπο τον χάρτη των εθνοτήτων, των πολιτισμών και του κόσμου. Αφ'ενός, οι πολιτικές ιδεολογίες αντιπροσώπευσαν διάφορες πρώιμες και βαθιά ριζωμένες πολιτιστικές τάσεις και, αφ'ετέρου, ήταν εντελώς καινοτόμες. Όλες οι πολιτικές ιδεολογίες που έφτασαν στην κορυφή της κυριαρχίας και επιρροής τους στον 20ο αιώνα ήταν το προϊόν της νέας, σύγχρονης εποχής και ενσωμάτωναν το πνεύμα της, αν και με διάφορους τρόπους και κάτω από διαφορετικά σύμβολα. Σήμερα όλοι μιλούν όλο και πιο συχνά για την «κρίση της ιδεολογίας» ή ακόμα και για το «τέλος της ιδεολογίας» [The End of Ideology, Daniel Bell, 1960]...
...κατά το τέλος του 20ού αιώνα, η φιλελεύθερη θεωρία ήταν η μόνη που παρέμεινε από τις τρεις θεωρίες του Νεωτερισμού, ούσα ικανή να κινητοποιήσει μεγάλες μάζες σε ολόκληρο τον κόσμο. Εν τούτοις, τώρα που έμεινε μόνη της, όλοι μιλούν για «το τέλος της Ιδεολογίας». Γιατί;
Αποδείχτηκε, λοιπόν, ότι ο θρίαμβος του Φιλελευθερισμού, της πρώτης πολιτικής θεωρίας, συνέπεσε με το τέλος του. Αυτό φαίνεται παράδοξο αλλά δεν είναι... Η Ανθρωπότητα, υπό τον Φιλελευθερισμό, αποτελείται εξ'ολοκλήρου από άτομα, τραβιέται φυσικά προς την καθολικότητα και επιδιώκει να γίνει ενιαία και παγκόσμια. Έτσι γεννιούνται τα προγράμματα της «παγκόσμιας κυβέρνησης» ή παγκοσμιοποίησης... Οι αξίες του ορθολογισμού, του επιστημονισμού και του θετικισμού αναγνωρίζονται ως «καλυμμένες μορφές κατασταλτικών, ολοκληρωτικών πολιτικών» ή του «μεγάλου αφηγήματος» και επικρίνονται. Συγχρόνως, αυτό συνοδεύεται από την εξύμνηση της πλήρους ελευθερίας και ανεξαρτησίας του ατόμου από οποιοδήποτε είδος περιορισμών, συμπεριλαμβανομένων της λογικής, της ηθικής, της ταυτότητας (κοινωνικής, εθνικής, ή ακόμα και του γένους), της πειθαρχίας κ.λπ. Αυτή είναι η συνθήκη του Μεταμοντερνισμού. Σε αυτό το στάδιο, ο Φιλελευθερισμός παύει να είναι η πρώτη πολιτική θεωρία και γίνεται η μόνη μετα-πολιτική πρακτική. Έρχεται το «Τέλος της Ιστορίας» του Fukuyama και η Οικονομία, στη μορφή της παγκόσμιας καπιταλιστικής αγοράς, αντικαθιστά την πολιτική. Τα κράτη και τα έθνη διαλύονται μέσα στο χωνευτήρι της παγκοσμιοποίησης. Έχοντας θριαμβεύσει ο Φιλελευθερισμός, εξαφανίζεται και μετατρέπεται σε μια διαφορετική οντότητα - στον Μετα-Φιλελευθερισμό. Δεν έχει πλέον πολιτικές διαστάσεις, ούτε αντιπροσωπεύει την ελεύθερη επιλογή, αλλά γίνεται είδος ιστορικά αιτιοκρατικού «πεπρωμένου». Αυτή είναι η προέλευση της θέσης για τη μεταβιομηχανική κοινωνία: «η Οικονομία ως πεπρωμένο»...
Μερικοί μπορούν να υποστηρίξουν ότι οι φιλελέυθεροι ψεύδονται όταν μιλούν για το «τέλος της Ιδεολογίας» (αυτή ήταν η συζήτηση μου με τον φιλόσοφο Alexander Zinoviev). «Στην πραγματικότητα» παραμένουν οπαδοί της ιδεολογίας τους και αρνούνται απλά σε όλες τις άλλες να υπαρξουν. Αυτό δεν ισχύει επακριβώς. Όταν ο Φιλελευθερισμός μετασχηματίζεται από μια ιδεολογική διαρρύθμιση στη μόνη συνιστώσα της υπάρχουσας κοινωνικής και τεχνολογικής μας ύπαρξης, τότε δεν είναι πια μια «ιδεολογία», αλλά ένα υπαρξιακό γεγονός, μια αντικειμενική τάξη πραγμάτων. Αυτός προσπαθεί, επίσης, με οποιονδήποτε τρόπο, να δείξει ότι η πρόκληση στην υπεροχή του δεν είναι μόνο δύσκολη, αλλά και ανόητη. Στη μεταμοντέρνα εποχή, ο Φιλελευθερισμός κινείται από την περιοχή του υποκειμένου προς την περιοχή του αντικειμένου. Ίσως αυτό οδηγήσει στην πλήρη αντικατάσταση της πραγματικότητας από την εικονικότητα...
Το τέλος του Φασισμού, αρκετά παρόμοιο με το τέλος του Κομμουνισμού, δεν ήταν απλά μια τυχαία παρανόηση, αλλά η έκφραση μια καθαρής ιστορικής λογικής. Αυτές οι θεωρίες προκάλεσαν το πνεύμα του Μοντερνισμού και χάθηκαν (ο Φασισμός το έκανε αυτό σχεδόν ανοιχτά, ο Κομμουνισμός πιο συγκεκαλυμμένα - δείτε την αναθεώρηση της σοβιετικής περιόδου ως μια ειδική «εσχατολογική» έκδοση της παραδοσιακής κοινωνίας από τον Mikhail S. Agursky ή τον Sergei Kara-Murza)... Θεωρητικά, το «τέλος της Ιστορίας» θα μπορούσε να ήταν διαφορετικό: ένα «Παγκόσμιο Τρίτο Ράιχ» εάν είχαν κερδίσει οι ναζί ή ο «Παγκόσμιος Κομμουνισμός» εάν ήταν σωστοί οι κομμουνιστές. Εντούτοις, το «Τέλος της Ιστορίας» έχει αποδειχθεί ότι είναι ακριβώς φιλελεύθερο. Ο φιλόσοφος Alexandre Kojeve ήταν από τους πρώτους που το προέβλεψαν. Οι ιδέες του επαναδιατυπώθηκαν από τον Francis Fukuyama.
Το είδος του Μεταμοντερνισμού που πραγματοποιείται αυτή την περίοδο, ο Μετα-φιλελεύθερος Μεταμοντερνισμός, ακυρώνει την αυστηρή λογική του ίδιου του Μοντερνισμού: μετά την επίτευξη του στόχου, τα βήματα που ακολουθήθηκαν για την επίτευξη του χάνουν τη σημασία τους. Η πίεση του ιδεολογικού κελύφους γίνεται ελαστικότερη. Η δικτατορία των ιδεών αντικαθίσταται από την δικτατορία των πραγμάτων, των κωδίκων πρόσβασης και των bar codes... Ο Φιλελευθερισμός ανέπτυξε άψογα όπλα που στόχευσαν στην επίτευξη των άμεσων εναλλακτικών λύσεων του και αποτέλεσαν τη βάση για τη νίκη του. Είναι, όμως, αυτή η ίδια η νίκη του εκείνη που αποτελεί τον μεγαλύτερο κίνδυνο γι'αυτόν.

β´
Το αφήγημα της εποχής μας όσον αφορά στην ιστορία των ιδεών ή της πολιτικής φιλοσοφίας, είναι γνώριμο. Μπορεί σύντομα να περιγραφεί ως εξής: Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα αναδείχθηκαν τρεις μεγάλες πολιτικές ιδεολογίες - ο συντηρητισμός, ο φιλελευθερισμός και ο σοσιαλισμός. Έκτοτε και οι τρεις (αλλάζοντας διαρκώς προσωπεία) βρίσκονται σε μόνιμη διαπάλη μεταξύ τους... Αναμφίβολα, ο περισσότερος κόσμος πιστεύει ότι οι ιδεολογίες αυτές έχουν ουσιώδεις διαφορές. Αλλά όσο πιο κοντά κανείς κοιτάξει τις θεωρητικές διατυπώσεις, αλλά και τις έμπρακτες πολιτικές τους διαμάχες, τόση περισσότερη ασυμφωνία ανακαλύπτει σχετικά με τις υποτιθέμενα ουσιώδεις διαφορές...
Όλο αυτό το μπέρδεμα και η νοηματική σύγχυση που ενεπλάκη στο θέμα της κατάλληλης σχέσης κράτους και κοινωνίας μας επιτρέπει να καταλάβουμε τον λόγο για τον οποίο ποτέ δεν είμαστε απόλυτα σίγουροι για το πόσες διακριτές ιδεολογίες δημιουργήθηκαν τον 19ο αιώνα. Τρεις; Δύο; Μόνο μία;...
Το επακόλουθο των σοσιαλφιλελεύθερων συμμαχιών ήταν η ανάδειξη ενός σοσιαλιστικού φιλελεύθερισμού. Το επακόλουθο φιλελευθεροσυντηρητικών συμμαχιών ήταν ένα είδος συντηρητικού φιλελευθερισμού. Εν ολίγοις, καταλήξαμε να έχουμε δύο παραλλαγές του φιλελευθερισμού. Οι σοσιαλσυντηρητικές συμμαχίες, πιο σπάνιες, ήταν κατ'ουσίαν εφήμερες κινήσεις τακτικής. Θα μπορούσε πάντως κάποιος να αναρωτηθεί, μήπως θα έπρεπε να δούμε τους ποικίλους «ολοκληρωτισμούς» του 20ου αιώνα ως μια πιο ανθεκτική στον χρόνο εκδοχή αυτών των συμμαχιών, υπό την έννοια ότι συναποτέλεσαν μια μορφή συντηρητισμού που ήταν συγχρόνως και λαϊκιστικός και κοινωνικός. Αν είναι έτσι, οι ολοκληρωτισμοί αυτοί δεν ήταν παρά ένας άλλος τρόπος με τον οποίο ο φιλελευθερισμός παρέμεινε στην κεντρική σκηνή, ως αντίθεση στο μανιχαϊστικό δράμα. Πίσω από το προσωπείο της έντονης αντίθεσης στον φιλελευθερισμό, βρίσκει κανείς, ως βασικό συστατικό των απαιτήσεων όλων αυτών των καθεστώτων, την ίδια πίστη στην πρόοδο μέσω παραγωγικότητας, κάτι που υπήρξε το ευαγγέλιο των φιλελευθέρων. Έτσι, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι ακόμα και σοσιαλιστικός συντηρητισμός (ή ο συντηρητικός σοσιαλισμός) ήταν, κατά κάποιον τρόπο, μια παραλλαγή του φιλελευθερισμού, η διαβολική του μορφή. Σε ποιά περίπτωση, λοιπόν, δεν θα ήταν σωστό να συμπεράνουμε ότι από το 1789 και μετά υπήρξε μόνο μια πραγματική ιδεολογία, ο φιλελευθερισμός, σε τρεις διαφορετικές παραλλαγές ως προς την απόχρωση;
Φυσικά, μια τέτοια δήλωση, πρέπει να εξηγηθεί λεπτομερώς με ιστορικούς όρους. Η περίοδος 1789-1848 ξεχωρίζει ως περίοδος μεγάλης ιδεολογικής μάχης μεταξύ ενός συντηρητισμού που απέτυχες εντέλει να βρει μια τελειοποιημένη μορφή και ενός φιλελευθερισμού σε αναζήτηση πολιτισμικής ηγεμονίας. Η περίοδος 1848-1914 (ή 1917) ξεχωρίζει ως η περίοδος στην οποία ο φιλελευθερισμός κυριάρχησε στη σκηνή χωρίς σοβαρό αντίπαλο, ενώ ο μαρξισμός προσπαθούσε να συγκροτήσει μια σοσιαλιστική ιδεολογία ως ανεξάρτητον πόλο, αλλά με όχι εντελώς επιτυχημένα αποτελέσματα. Θα μπορούσε, λοιπόν, κάποιος να υποστηρίξει (και ο ισχυρισμός αυτός θα ήταν ο πλέον αμφιλεγόμενος) ότι η περίοδος 1917-1968 (ή 1989) αντιπροσώπευε την αποθέωση του φιλελευθερισμού σε παγκόσμιο επίπεδο. Υπό αυτό το πρίσμα, παρότι ο λενινισμός διετείνετο ότι ήταν μια ιδεολογία σε βίαιη αντιπαράθεση με τον φιλελευθερισμό, στην ουσία δεν ήταν παρά μια μετενσάρκωση της.
Είναι εν τέλει δυνατόν να ξεπεράσουμε τώρα τις ιδεολογίες, να ξεπεράσουμε, δηλαδή την κυρίαρχη φιλελεύθερη ιδεολογία; Το ερώτημα έχει απερίφραστα και επανειλημμένα τεθεί μετά την παγκόσμια επανάσταση του 1968. Διότι εναντίον ποιου άλλου επιτίθεντο οι επαναστάτες του 1968, αν όχι εναντίον του φιλελευθερισμού, της ιδεολογίας, δηλαδή, εκείνης που λειτούργησε ως ιδεολογία της καπιταλιστικής κοσμο-οικονομίας;
Πολλοί από εκείνους που ενεπλάκησαν στις συγκρούσεις του 1968, χωρίς αμφιβολία έντυσαν τα αιτήματα τους με μια μαοϊκή προβληματική ή με κάποια άλλη παραλλαγή του μαρξισμού. Αλλά αυτό δεν τους εμπόδισε καθόλου να βάζουν και τους μαρξιστές στο ίδιο φιλελεύθερο καζάνι, απορρίπτοντας τόσο τον επίσημο σοβιετικό μαρξισμό όσο και τα μεγάλα κομμουνιστικά κόμματα του εκβιομηχανισμένου κόσμου. Και όταν, την περίοδο μετά το 1968, τα πιο «συντηρητικά» στοιχεία επεδίωξαν να διατυπώσουν μια απάντηση στους επαναστάτες του 1968, έδωσαν στον εαυτό τους το όνομα «νεοφιλελεύθεροι».
Πρόσφατα, το Publisher's Weekly, στην κριτική ενός βιβλίου του Kołakowski, συνόψισε τις σκέψεις του ως εξής:
Και εάν η ανάλυση μας είναι σωστή, πρέπει να αναρωτηθούμε εάν ποτέ υπήρξε στιγμή που οι ιδεολογίες αυτές ήταν πράγματι αμοιβαία αλληλοαποκλειόμενες. Το καινούργιο δεν είναι η σύγχυση που επικρατεί σχετικά με το νόημα και την ισχύ του φιλελευθερισμού, της μεγαλύτερης ηγεμονικής ιδεολογίας της καπιταλιστικής κοσμο-οικονομίας: Αυτό πάντα γινόταν. Το καινούργιο είναι ότι για πρώτη φορά στην ιστορία του ως κυρίαρχης ιδεολογίας από το 1848, ο φιλελευθερισμός, που κατά βάθος δεν είναι τίποτε άλλο παρά η νεωτερικότητα, αμφισβητείται ξανά εκ βάθρων...
Η εναλλακτική πρόταση του 1968 σύντομα αποδείχτηκε άνευ νοήματος, και η εναλλακτική λύση του 1989 δεν θ'αργήσει ν'αποδειχτεί άνευ νοήματος... Το αληθινό νόημα της «Κατάρρευσης των Κομμουνισμών» είναι η οριστική κατάρρευση του φιλελευθερισμού ως ηγεμονικής ιδεολογίας... Οι τελευταίοι σοβαροί πιστοί των επαγγελιών του φιλελευθερισμού ήταν τα παλαιού τύπου κομμουνιστικά κόμματα στο τέως κομμουνιστικό μπλόγκ.

γ´
Οι απολογητές του δυτικού συστήματος, που πανηγυρίζουν τη νίκη του πάνω στον κομμουνισμό, διαιωνίζουν την τωρινή στιγμή και μιλούν για το τέλος της ιστορίας. Το συναφές με τούτο εδώ τέλος των ιδεολογιών θα έρθει, όπως λέγεται, επειδή μία από τις ιδεολογίες αυτές επιβλήθηκε τάχα και εξάλειψε τις υπόλοιπες'αν η νικηφόρα ιδεολογία θα ισχύει εις τους αιώνας των αιώνων, τότε προφανώς οι διανοούμενοι θα έχουν λίγα πράγματα να κάμουν. Η δική μου διάγνωση διαφέρει ριζικά από τέτοιες κατασκευές. Κατά τη γνώμη μου ούτε η ιστορία τελείωσε ούτε στο μέλλον θα εκλείψει η απολογητική ή πολεμική δραστηριοποίηση των διανοουμένων. Στο τέλος της έφτασε απλώς μία ιστορική εποχή, και μαζί της στέρεψαν τώρα τα τρία μεγάλα πολιτικά-ιδεολογικά ρεύματα που τη χαρακτήρισαν: ο συντηρητισμός, ο φιλελευθερισμός και ο σοσιαλισμός (η κοινωνική δημοκρατία). Στα πολιτικά μου έργα εξήγησα διεξοδικά πώς οι ιδεολογίες αυτές έχασαν βαθμηδόν τους κοινωνικούς τους φορείς και τις κοινωνικές τους αναφορές, έτσι ώστε η χρήση τους έγινε αυθαίρετη, και μάλιστα εναλλακτική. Η κατάρρευση του κομμουνισμού έκαμε τις πολιτικές μας έννοιες ακόμη πιο περιττές. Γιατί μόλις τώρα, μετά το εξαιρετικά δραματικό κοσμοϊστορικό επεισόδιο του Ψυχρού Πολέμου, έρχονται στην επιφάνεια οι βαθύτερες κινητήριες δυνάμεις της μελλοντικής πλανητικής πολιτικής, οι οποίες συσσωρεύονταν, πολλές φορές ανεπαίσθητα, κάτω από τη Θυελλώδη πολιτική ιστορία του 20ού αι.
Μια τρομακτική ένταση δημιουργείται τώρα από το γιγάντωμα μαζικοδημοκρατικών προσδοκιών σε παγκόσμια κλίμακα, ενώ παράλληλα ο πλανήτης γίνεται στενότερος εξ αιτίας της πληθυσμιακής έκρηξης και της διαγραφόμενης σπανής οικολογικών και λοιπών αγαθών. Πρέπει λοιπόν να αναμένονται βίαιοι ανταγωνισμοί και συγκρούσεις, και μέσα σ’ όλα αυτά ως ο χειρότερος κίνδυνος ίσως δεν θ’ αποδειχθεί καν ο πόλεμος, παρά μια διαρκής κατάσταση αχαλίνωτης ανομίας. Δεν αποκλείεται η πολιτική, αφού έχει ήδη λάβει οικονομικό χαρακτήρα, να λάβει στο μέλλον χαρακτήρα βιολογικό, σε περίπτωση όπου θα αναγκαζόταν να συρρικνωθεί στην κατανομή ζωτικών αγαθών. Αν στο πλαίσιο αυτό θα γεννηθούν νέες ιδεολογίες ή θα χρησιμοποιηθούν κατάλοιπα των παλαιών σε νέα συσκευασία, αυτό εξαρτάται από την υφή και την ένταση των συγκρούσεων. Δύσκολα μπορώ να φαντασθώ ότι θα υπάρξουν πολλά περιθώρια για ιδεολογική δραστηριότητα αν οι άνθρωποι αναγκασθούν να πολεμήσουν για τροφή, νερό ή και αέρα· ήδη σήμερα οι λεγόμενοι «οικονομικοί πρόσφυγες» δεν διαθέτουν κάποιαν ευκρινή ιδεολογία. Αν ωστόσο, μέσα σε πιο υποφερτές καταστάσεις, διαμορφωθούν καινούργιες ιδεολογίες, τότε η μορφή και το περιεχόμενο τους θα προσδιορισθούν από τον χαρακτήρα των υποκειμένων και των συνομαδώσεων της πλανητικής πολιτικής: θα είναι άραγε έθνη, θα είναι πολιτισμοί, θα είναι ίσως φυλές; Ό,τι κι αν είναι πάντως, θα υπάρξουν διανοούμενοι που θα προσφέρουν τις ιδεολογικές τους υπηρεσίες στην εκάστοτε «δικαία υπόθεση». Είναι σήμερα μόδα να παραπονιούνται οι πάντες, κατόπιν εορτής, για την εύκολη ιδεολογική παραπλάνηση των «πνευματικών ανθρώπων» και να καυτηριάζουν σε νέες παραλλαγές την trahison des clercs. Αλλά αυτός ήταν ανέκαθεν ο ρόλος των διανοουμένων: να παράγουν ιδεολογία, να προσφέρουν συνθήματα αξιοποιήσιμα στην πράξη. Γιατί θα έπρεπε να είναι ή να γίνουν αλλιώς τα πράγματα; Και στο κάτω-κάτω μόνον διανοούμενοι ισχυρίζονται ότι οι διανοούμενοι καταλαβαίνουν τον κόσμο καλύτερα από τους άλλους.

(I) α´ Το αόρατο χρονολόγιο της Σκέψης. Απαντήσεις σε 28 ερωτήματα. Εκδ. Νεφέλη. Απάντηση σε ερώτημα του Σπύρου Κουτρούλη. β´ Ένας επικίνδυνος νους. Η επίδραση του Καρλ Σμιτ στον ευρωπαϊκό μεταπολεμικό στοχασμό. Εκδ. Πόλις και Η έννοια του πολιτικού. Εκδ. Κριτική. γ´ Η τέταρτη πολιτική θεωρία. Εκδ. Έσοπτρον. (II) α´ Όμοίως. β´ Μετά τον Φιλελευθερισμό. Εκδ. Σύγχρονη Σκέψη. (εκτός τελευταίας παραγράφου) γ´ Το αόρατο χρονολόγιο της Σκέψης. Απαντήσεις σε 28 ερωτήματα. Εκδ. Νεφέλη. Απάντηση σε ερώτημα του Marin Terpstra.

.~`~.
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική

- Το μέλλον της Ε.Ε, η Ανατολική Ευρώπη -η Ουκρανία- και τα Βαλκάνια, ο Huntington, ο Brzezinski και οι πλανητικές πολιτικές των Η.Π.Α. Τα «Ανθρώπινα δικαιώματα», η «σύγκρουση των πολιτισμών» και τα «Ευρασιατικά Βαλκάνια» ως βαλκανοποίηση της υφηλίου και καλλιέργεια της ελεγχόμενης αναρχίας. Η απόρριψη του διλήμματος μεταξύ πυρηνικού ολοκαυτώματος ή πολιτιστικής ανυπαρξίας - προς μιας νέα ιστορική σύνθεση που θα εναντιώνεται στις θεωρίες και τους υπολογισμούς γραφείου-εργαστηρίου.

Ενθυμήσεις.

$
0
0

α´
Τόσο η Αγγλία όσο και η Γαλλία με κανέναν τρόπο δεν ήθελαν να φανεί πως το ελληνικό ζήτημα λύθηκε με το άρθρο 10 της συνθήκης της Αδριανούπολης. Η σιωπηρή παραδοχή του θα σήμαινε πως η Ελλάδα χρώσταγε την ελευθερία της μονάχα στη Ρωσία. Ζήτησαν και καθώς θα δούμε πέτυχαν να δηλώσει η Ρωσία πως το άρθρο αυτό «δεν ακυροί τα δίκαια των συμμάχων του Αυτοκράτορος».
Πρώτος, που πρότεινε, το 1824 - 1825, την ανεξαρτησία της Ελλάδας ήταν ο Μέττερνιχ. Το έκανε βέβαια όχι από διάθεση να βοηθήσει τον αγώνα μας για την ελευθερία παρά να προκαλέσει σύγχυση, μ'αποτέλεσμα την αποτυχία της τότε διάσκεψης της Πετρούπολης. Την πρόταση αυτή επανέλαβε ο Μέττερνιχ το Μάρτη του 1828. Σε διακοίνωση του υποστήριξε πως η Ελλάδα έπρεπε ν'αναγνωριστεί ανεξάρτητο κράτος, με όρια όμως την Πελοπόννησο και τις Κυκλάδες. Για μεγαλύτερη ασφάλεια στρατός από τις μεγάλες Δυνάμεις θα έπιανε τον Ισθμό της Κορίνθου. Την πρόταση αυτή απέρριψε η αγγλική κυβέρνηση. Η Ρωσία την αποδέχτηκε με τη διευκρίνηση πως θα την εγκρίνανε και οι άλλες συμμαχικές κυβερνήσεις.
Η αγγλική όμως κυβέρνηση, που δεν ήθελε ν'ακούσει ως το 1828 το παραμικρό για παροχή ανεξαρτησίας στην Ελλάδα, αλλάζει ξαφνικά πολιτική. Μια και δεν μπόρεσε να πετύχει τη συγκρότηση νησιωτικού αποκλειστικά κράτους (Μοριάς και Κυκλάδες), σκέφτηκε πως προτιμότερο θα ήταν να γίνει ανεξάρτητη. Φοβήθηκε πως αν έμενε κάτω από την επικυριαρχία της Τουρκίας, όπως οι ηγεμονίες της Μολδοβλαχίας, θ'αποτελούσε ένα ακόμη πρόσχημα για επεμβάσεις στα εσωτερικά της Τουρκίας. Τούτη την αλήθεια την επικύρωσε αργότερα ο ίδιος ο Άμπερτιν σε λόγο που έβγαλε, στις 14 του Ιούνη 1854, στη Βουλή των Κοινοτήτων (V).

β´
...η λύσις του ελληνικού ζητήματος και ο ρωσσικός πόλεμος ήσαν, κατά το κήρυγμα του αυτοκράτορος, αλληλένδετα και αχώριστα'δια τούτο όσον ευτύχει ο πόλεμος, τόσον ευτυχέστερα εφαίνετο και η λύσις του ελληνικού ζητήματος'η λύσις δε αυτού έλυε και τον πόλεμον, διότι ως προείρηται, εις ουδεμίαν των άλλων της Ρωσσίας απαιτήσεων αντέτεινεν η Πύλη...
Παντελή σχεδόν καταστροφήν της οθωμανικής αυτοκρατορίας εξέλαβε την εν Αδριανουπόλει συνθήκη το αγγλικόν υπουργείον, και τόσην έπαθε ρωσσοφοβίαν, ώστε, εκφράζον τους φόβους του προς τον αυτοκράτορα Νικόλαον, έλεγεν, ότι η συνθήκη αυτή εκμηδένιζε την ανεξαρτησίαν του οθωμανικού κράτους, και ότι ο σουλτάνος θα εκάθητο εις το εξής επί του θρόνου του ελέει του νικητού του. Προθέμενον δε να προφυλάξη δια της διπλωματικής οδού ό,τι εδύνατο από της χείρος της Ρωσσίας, επρότεινεν επί του συμμαχικού συμβουλίου την ανύψωση της νέας ελληνικής πολιτείας εις κράτος ανεξάρτητον.
(V) "Τόσον φόβον", είπεν ο τότε επί των εξωτερικών υπουργός, λόρδος Αβερδήνος, εν τη κατά την 14 ιουνίου 1854 συνεδρίασει της άνω βουλής "διήγειρε παρ'ημίν η της Αδριανουπόλεως συνθήκη δι'ους υποθέσαμεν κινδύνους ως προς την ύπαρξιν του τουρκικού κράτος, ώστε όλη η πολιτική της κυβερνήσεως μετεβλήθη ως προς ουσιωδέστατον τι ζήτημα. Ανέφερα άλλοτε, ότι αρξάμενου και προκόπτοντος του ελληνικού αγώνος, ουδέποτε έβαλε κατάνουν ο Κάνιγγ την ανέγερσιν της Ελλάδος εις ανεξάρτητον βασίλειον'ουδ εγώ ουδ ο δουξ του Βελιγκτώνος ανεξάρτητον εθεωρήσαμεν την ανεγειρόμενην ελληνικήν πολιτείαν αλλ'υποτελή και υπό την κυριαρχίαν του σουλτάνου, παρόμοιαν σχεδόν της Βλαχίας και Μολδαβίας. Αλλά υπογραφείσης της περί ης ο λόγος συνθήκης, μοι εφάνη, και ωμογνωμόνησε και ο δουξ του Βελιγκτώνος, ότι η ύπαρξις του τουρκικού κράτους, αυτή καθ'εαυτήν, ήτο τόσον ακροσφαλής, ώστε ασυνετώτατον ήτο να δημιουργηθή πολιτεία και τέθη υπό προστασίαν και κυριαρχίαν αυτοκρατορίας, ήτις ουδεμίαν ασφάλειαν του μέλλοντος της παρείχε. Δια ταύτην την αιτίαν επροβάλαμεν τοις συμμάχοις να μεταβάλωμεν την υποτελή εκείνην πολιτείαν εις ανεξάρτητον. Συνήνεσαν οι σύμμαχοι, συγκατέθη και η Πύλη, και τοιουτοτρόπως η ύπαρξις της Ελλάδος ως ανεξαρτήτου πολιτείας οφείλεται εις ην μας επροξένησαν εντύπωσιν οι όροι της εν Αδριανουπόλει συνθήκης".
*
β´ Σπυρίδωνος Τρικούπη, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, Τόμος Δ', Κεφ. ΠΓ, σελ. 369-70, Εκδ. Γιοβάνη και α´ Δημήτρη Φωτιάδη, Η Επανάσταση του 21, Τόμος 4, σελ 180, Εκδ. Μέλισσα


Φωτοτυπία δύο σελίδων (ελληνικά αριστερά, και σε πεζό στα ιταλικά δεξιά) από τον «Ύμνο εις την Ελευθερίαν» του Διονύσιου Σολωμού, που πρωτοτυπώθηκε στο Μεσολόγγι το 1825 στο τυπογραφείο του Δ Μεσθενέως («Ελληνικά Χρονικά»). Ιδιαίτερα χαρακτηριστικό είναι πως η ακόλουθη 21η στροφή του Ύμνου δε δημοσιεύεται:

Μ'όλον πουναι αλυσωμένο
το καθένα τεχνικά,
και εις το μέτωπο γραμμένο
έχει «Ψ ε ύ τ ρ α Ε λ ε υ θ ε ρ ι ά»

Η στροφή παραλείφθηκε για να μην εξοργισθούν οι Άγγλοι, που είχαν «αλυσωμένα» τα νησιά του Ιονίου.

.~`~.

*
*
*
*
*


Από την πρώην Γιουγκοσλαβία, το Κόσοβο και τη Βοσνία, στην Ανατολική Ευρώπη (και τη Μέση Ανατολή). Η εφαρμογή μιας στρατηγικής και η συνέχεια των «ιδεαλιστικών» και «ρεαλιστικών» στοιχείων της. Το σημείο τομής των γεωπολιτικών κενών και των πεδίων γεωπολιτισμικών αντιπαραθέσεων ή η «σύγκρουση των πολιτισμών», η διεύρυνση του ΝΑΤΟ και της «Δύσης», οι ανταγωνισμοί και τα στοιχεία συνέχειας της ευρασιατικής στρατηγικής των ΗΠΑ.

$
0
0
.
...η επιχείρηση στο Κόσοβο επικεντρώθηκε στην ακύρωση της σερβικής αεράμυνας.
Οι εθνικές σφαγές στο Κόσοβο δεν οφείλονται στο σύστημα αεράμυνας...

.~`~.
Εισαγωγή

Η χρονική στιγμή κατά την οποία πραγματοποιήθηκε η επιχείρηση στο Κόσοβο, το εύρος της και η μέθοδος που ακολουθήθηκε αποδεικνύουν ότι η υλοποίηση της βασίστηκε, πέραν των ισορροπιών που αφορούν το Κόσοβο και την περιοχή, σε στρατηγικούς υπολογισμούς. Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο ότι η επιχείρηση αυτή πραγματοποιήθηκε πριν από τη Σύνοδο του ΝΑΤΟ, η οποία στα πλαίσια των σχεδίων διεύρυνσης του θα επικύρωνε την ένταξη στον οργανισμό της Πολωνίας, της Ουγγαρίας και της Τσεχίας και θα επαναδιατύπωνε τη στρατηγική αποστολή του.
Το ΝΑΤΟ και οι ΗΠΑ, έχοντας αποφασίσει να καλύψουν το γεωπολιτικό κενό που παρουσιάστηκε στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, αναλαμβάνουν έναν νέο εξισορροπητικό στρατηγικό ρόλο επί του άξονα, ο οποίος εκτείνεται από την Πολωνία ως την Αδριατική. Με την επιχείρηση αυτή επιδιώχθηκε να μειωθεί κάτω από ένα συγκεκριμένο επίπεδο η στρατιωτική ισχύς της Σερβίας, η οποία διέθετε τη σοβαρότερη στρατιωτική δύναμη επι του στρατηγικού αυτού άξονα και ήταν εμφανής η πρόθεση της να κάνει ανεξέλεγκτη χρήση αυτής της ισχύος στη Βοσνία. Αυτός ήταν και ο λόγος που η επιχείρηση στο Κόσοβο επικεντρώθηκε στην ακύρωση της σερβικής αεράμυνας. Οι εθνικές σφαγές στο Κόσοβο δεν οφείλονται στο σύστημα αεράμυνας. Ωστόσο, αυτό το σύστημα αεράμυνας, λαμβάνοντας υπόψη τα μελλούμενα, αποτελούσε το μοναδικό στοιχείο το οποίο ήταν σε θέση να απειλήσει την αποτρεπτική και αποτελεσματική ισχύ που διέθετε το ΝΑΤΟ.
Στο πλαίσιο αυτό αποκτά σημασία για το ΝΑΤΟ, πέραν από το ζήτημα του Κοσόβου, και το ζήτημα της Βοϊβοδίνας, που μπορεί να ανακύψει μεταξύ Ουγγαρίας -η ένταξη της οποίας στο ΝΑΤΟ έχει εξασφαλιστεί- και Σερβίας. Μια ενδεχόμενη σερβοουγγρική σύρραξη στη Βοϊβοδίνα, στην οποία πλειονότητα είναι ο ουγγρικός πληθυσμός, μετά την ένταξη της Ουγγαρίας στο ΝΑΤΟ θα πάψει πλέον να αποτελεί ένα περιφερειακό ζήτημα και θα μετατραπεί σε ΝΑΤΟσερβική σύρραξη. Γι'αυτόν τον λόγο στις επιχειρήσεις του ΝΑΤΟ επιδιώχθηκε όχι μόνο να τερματιστεί η εθνοκάθαρση στο Κόσοβο αλλά και η μείωση της στρατιωτικής ισχύος της Σερβίας σε επίπεδο το οποίο μπορεί να τεθεί υπό ολοκληρωτικό έλεγχο.
---------------------------------------------------------------
Κόσοβο, Βοϊβοδίνα, Μπουκοβίνα; Υπερδνειστερία; Γαλικία; ευρωκεντρισμοί και στρατηγικά συμφέροντα
1.Αυτό όμως πού έχει σημασία είναι ὁ τρόπος πού ἀκόμη σήμερα ἡ δυτική Εὐρώπη αντιμετωπίζει νοητικά τὰ προβλήματα καὶ τὰ ιδεολογήματα πού θέλει νὰ τὰ περίκλειση. «Μωαμεθανικὸν ἔθνος» λέγει είναι οἱ Σλάβοι τῆς Βοσνίας-Ἐρζεγοβίνης καὶ τὰ προβλήματα τῶν πολέμων είναι ἀνωριμότητες «ἐθνικισμῶν». Αυτή είναι ἡ νέα «κοινὴ γνώμη»... Δὲν είναι τάχα μιὰ άμεση συνέπεια τῆς κατευθυνόμενης ἰδεολογίας μὲ παραστάσεις τοῦ παρελθόντος (γενοκτονίες καὶ ξεριζώματα) ἡ «αὐτονόητη» σήμερα «ἐπιστημονικὴ θέση» περί τῆς υψηλής παιδαγωγικής σημασίας τῶν τοπικών πολέμων στὴν πιὸ πολύπλοκη περιοχή τοῦ κόσμου καὶ άμεσης ζωτικής σημασίας γιὰ ὁλόκληρη τὴν Εὐρώπη;...
Όταν ο Λιθουανός, ο Ούγγρος ή ο Βούλγαρος λένε «Ευρώπαική Ένωση» και «δημοκρατία» εννοούν λεφτά, ενώ όταν λένε «ΝΑΤΟ» εννοούν ότι θέλουν να λυθούν τα εθνικά προβλήματα του παρελθόντος που τους βαρύνουν. Εννοούν την Συνθήκη του Τριανόν και του Νεϊγύ. Και των πολλών άλλων ανάλογων που υπάρχουν στην... «θύρα της Ευρώπης». Όταν ο Ούγγρος λέει «Ευρωπ. Ένωση» και «ΝΑΤΟ», δεν εννοεί ότι του λείπουν δημοδιδάσκαλοι που διδάσκουν την δημοκρατία'εννοεί ότι θέλει αλλαγή των συνθηκών εκείνων που τον μετέβαλαν από ένα προεξέχοντα λαό της κεντρικής Ευρώπης, σε μια μειονότητα γύφτων. Και όταν λέει τα ίδια πράγματα ο Αλβανός, εννοεί ότι θέλει μια λύση εκείνων των προβλημάτων που μετέβαλαν την χώρα του -μια από τις πλουσιότερες και στρατηγικότερες χώρες της Μεσογείου, που αποτέλεσε τον φορέα ενός από τα πιο ανεπτυγμένα και πλούσια τμήματα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ως τις αρχές του 19ου αιώνα- σε μια επικράτεια από παρίες. Έχει όμως η «Ευρώπη» καμία λύση γι'αυτά τα προβλήματα;. Τους «διανοούμενους της Ευρώπης» είδαμε ότι δεν τους απασχολούν τέτοια προβλήματα, ενώ με την κρίση της Βοσνίας είδαμε ότι η «ευρωπαϊκή πολιτική» εξαντλείται απλώς στο «Prestige» των «μεγάλων δυνάμεων» του παρελθόντος. Ακόμη... Αλλά λύσεις δεν είδαμε, ακριβώς διότι μέσα στα πλαίσια της παραδεδομένης πολιτικής δεν υπάρχουν λύσεις γι'αυτά τα προβλήματα.
Τι λύση μπορεί να είναι τα «καντόνια»; Η Βοσνία είναι φυλετικά σερβική (και οι μωαμεθανοί, Σέρβοι φυλετικά είναι) με μεγάλους θύλακες μωαμεθανών στο κέντρο και ορισμένους Κροατών νοτιοδυτικά. Πως θα δεχθεί τα καντόνια ο Σέρβος; Να γίνει πάλι η Βοσνία δύο κράτη; Ο χωρισμός θα περάσει αναγκαστικά μέσα από τους μωαμεθανούς, οπότε δεν μπορούν να το δεχθούν αυτοί.
Αυτές οι «λύσεις», στις οποίες εξαντλήθηκαν οι προσπάθειες των «μεσολαβητών», δεν αποτελούν λύσεις, διότι ακριβώς προέρχονται από δυτικοευρωπαϊκές παραστάσεις περί πολιτικής του παρελθόντος. Τα σημερινά προβλήματα των Βαλκανίων προέρχονται από κοινωνικές και ιδεολογικές πραγματικότητες πολύ πιο προωθημένες και πολύπλοκες απ'όσο επιτρέπει η ιδεολογική δομή των σημερινών διεθνών οργανισμών που προσπαθούν να τα επιλύσουν. Οι ιδεολογικές αρχές του ΟΗΕ είναι η αρχή της «εθνικής κυριαρχίας» και τα «ανθρώπινα δικαιώματα». Μ'αυτές όμως τις αρχές δεν μπορεί να δουλέψει ο ΟΗΕ σε κράτη σαν αυτά των Βαλκανίων και της Ανατολικής Ευρώπης, τα οποία είναι κράτη με ένα ποσοστό 30-50% ξένων πληθυσμών στο έδαφος τους. Ανάλογα προβλήματα η δυτική Ευρώπη δεν γνωρίζει. Τα προβλήματα μειονοτήτων σ'αυτήν είναι συνοριακής φύσεως προβλήματα, δηλαδή προβλήματα που μπορούν να κανονισθούν με «συμβάσεις», και μόνο η Γερμανία προπολεμικά είχε προβλήματα στην ανατολική Ευρώπη ανάλογα αυτών των Βαλκανίων. Για τα οποία χρειάσθηκε ο β'παγκόσμιος πόλεμος...
2.Από τα προβλήματα που παρουσιάσθηκαν στον κόσμο μετά το 1989 -προβλήματα δαιδαλώδη και δυσεπίλυτα και καθαρά δημιουργήματα της ευρωπαϊκής πολιτικής του παρελθόντος- κανένα δεν υπήρχε στην νόηση των θεωρητικών της «φιλοσοφίας της ιστορίας» και των κανόνων παιχνιδιού της «δημοκρατίας». Και συνεχίζουν να μιλούν περί «εθνικισμών» εκεί ακριβώς που υπάρχουν μόνο και μόνο προβλήματα πολιτισμών και ιστορίας. Η υπέρογκη προσοχή και ωριμότητα όλων των βαλκανικών λαών ως προς τα εθνικιστικά προβλήματα, παρ'όλον που αυτοί έχουν τα σοβαρότερα όλων παραμένει ως γεγονός τελείως απαρατήρητο. Άρα, λοιπόν, ότι ο «υπανάπτυκτος» Αλβανός του Κοσσυφοπεδίου βοηθεί πολύ περισσότερο την σημερινή διαμόρφωση της πολιτικής απ'ότι ο «ειδικός των συγκρούσεων» και ο πρώην «σοβιετολόγος» (των οποίων την συνεισφορά στην διαμόρφωση της πολιτικής του παρελθόντος σήμερα είμαστε εις θέση να αποτιμήσουμε επακριβώς, δηλαδή στο μηδέν), που επαναλαμβάνει διαρκώς τα ίδια σλόγκαν «κινδύνων» και «στρατηγικών», παραμένει ως διαπίστωση ακατανόητο. Αλλά σε τούτην την έλλειψη κατανοήσεως υποκρύπτεται μια άλλη...
3.Το πρόβλημα λοιπόν δεν είναι πως θα πάψουν τα Βαλκάνια να είναι πολιτικώς Βαλκάνια και να ενσωματωθούν οργανικώς στην παγκόσμια παραγωγή, αλλά πως θα βαλκανοποιηθούν περαιτέρω άλλες «χρήσιμες» περιοχές. Περί μεν των Βαλκανίων, το βλέπουμε καθαρά: από της νέας εμφανίσεως των βαλκανικών προβλημάτων (των ιδίων πάντα με τις παλαιές «εθνικές» διαιρέσεις), όλη η δυτική πολιτική στρέφεται εναντίον ενός και μόνον βαλκανικού λαού: των Σέρβων.
Πρόκειται για τον αξιολογότερο και πλέον ευρωστραφή λαό των Βαλκανίων, που θα μπορούσε ιδιαίτερα να χρησιμεύσει για μια νέα οργάνωση του βαλκανικού χώρου. Αντί τούτου όμως έχουμε νέες «δημιουργίες»: «ευρωπαϊκή» Κροατία, «ευρωπαϊκή» Βοσνία, «ευρωπαϊκή» Αλβανία και βέβαια «ευρωπαϊκό» Κόσοβο με μόνην την ιδιότητα να μη χωράει στα Βαλκάνια. Νέες «σχιζοφρένειες» δηλαδή, κατα τους χαρακτηρισμούς του κ. Huntington, που σκοπό έχουν να διατηρούν τα Βαλκάνια Βαλκάνια. Αλλά τούτες οι «σχιζοφρένειες» έχουν τους απώτερους στρατηγικούς τους λόγους...
Γεράσιμος Κακλαμάνης. Συνέχεια στην ανάρτηση: Το μέλλον της Ε.Ε, η Ανατολική Ευρώπη -η Ουκρανία- και τα Βαλκάνια, ο Huntington, ο Brzezinski και οι πλανητικές πολιτικές των Η.Π.Α. Τα «Ανθρώπινα δικαιώματα», η «σύγκρουση των πολιτισμών» και τα «Ευρασιατικά Βαλκάνια» ως βαλκανοποίηση της υφηλίου και καλλιέργεια της ελεγχόμενης αναρχίας. Η απόρριψη του διλήμματος μεταξύ πυρηνικού ολοκαυτώματος ή πολιτιστικής ανυπαρξίας - προς μιας νέα ιστορική σύνθεση που θα εναντιώνεται στις θεωρίες και τους υπολογισμούς γραφείου-εργαστηρίου.
---------------------------------------------------------------
Όλα τα παραπάνω δείχνουν ότι το ΝΑΤΟ, έχοντας πάψει να αποτελεί έναν αμυντικό συνασπισμό, ο οποίος αναλαμβάνει τις επιθέσεις εναντίον των μελών του, μετατρέπεται σε έναν οργανισμό υψηλής στρατηγικής που κατευθύνει, προσδιορίζει και ελέγχει. Με άλλα λόγια, η αμερικανική ηγεμονική τάξη, η οποία κατευθύνει και προσδιορίζει τις χρηματοπιστωτικές κινήσεις μέσω του ΔΝΤ, τις παροχές δανείων μέσω της Παγκόσμιας τράπεζας και τις εμπορικές σχέσεις μέσω του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, θα επιδιώξει να κατευθύνει και να ελέγχει άμεσα την πορεία των στρατηγικών ισορροπιών μέσω του ΝΑΤΟ. Η νέα αυτή στρατηγική θέση αποτελεί αποτελεί μια εξέλιξη που μπορεί να επηρεάσει πέραν των ενδοευρωπαϊκών ισορροπιών και το σύστημα των Ηνωμένων Εθνών, το οποίο προέκυψε μετά το τέλος του Β'Παγκοσμίου πολέμου.
Οι προσεχείς αναζητήσεις παγκόσμιας τάξης θα επηρεαστούν σε μεγάλο βαθμό από την γκρίζα και απροσδιόριστη περιοχή μεταξύ των ορισμών του πεδίου εθνικής ανεξαρτησίας, από την οποία αντλούν τη νομιμοποίηση τους τα Ηνωμένα Έθνη, και του πεδίου διεθνών κανόνων και δικαίου.

.~`~.
I
Υποεθνικά/κρατικά και υπερεθνικά/κρατικά «ιδεαλιστικά» στοιχεία

Πρόλογος
Η πρώην Γιουγκοσλαβία ήταν η περιοχή στην οποία έγιναν οι πιο πολύπλοκοι, συγκεχυμένοι και πιο ολοκληρωμένοι πόλεμοι κατά μήκος των πολιτισμικών συνόρων στις αρχές δεκαετίας του 1990. Σε πρώτο στάδιο, στην Κροατία η κροατική κυβέρνηση και οι Κροάτες πολέμησαν εναντίον των Σέρβων της Κροατίας και στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη η βοσνιακή κυβέρνηση πολέμησε εναντίον των Σέρβων και των Κροατών της Βοσνίας, οι οποίοι επίσης πολέμησαν μεταξύ τους. Σε δεύτερο στάδιο, η σερβική κυβέρνηση προώθησε την ιδέα της "Μεγάλης Σερβίας"και έσπευσε να βοηθήσει τους Σέρβους της Βοσνίας και της Κροατίας. Η κροατική κυβέρνηση είχε, επίσης, τη φιλοδοξία της "Μεγάλης Κροατίας"και υποστήριξε του Κροάτες της Βοσνίας. Σε τρίτο στάδιο, έγιναν ογκώδεις πολιτισμικές συσπειρώσεις οι οποίες συμπεριελάμβαναν την Αυστρία, τη Γερμανία, το Βατικανό, άλλες ευρωπαϊκές καθολικές χώρες και ομάδες, και αργότερα τις Ηνωμένες Πολιτείες στο πλευρό της Κροατίας, ενώ από την άλλη πλευρά συσπειρώθηκαν η Ρωσία, η Ελλάδα και άλλες ορθόδοξες χώρες και ομάδες στο πλευρό της Σερβίας'στο πλευρό γενικά των Βόσνιων μουσουλμάνων βρέθηκαν το Ιράν, η Σαουδική Αραβία, η Τουρκία, η Λιβύη, η διεθνής ισλαμική στρατιωτική ομάδα επιχειρήσεων και διάφορες ισλαμικές χώρες. Οι μουσουλμάνοι έλαβαν, επίσης, βοήθεια και από τις Ηνωμένες Πολιτείες, και αυτό ήταν μια πολιτισμική παραφωνία στο κατά τα άλλα παγκόσμιο πρότυπο, σύμφωνα με το οποίο ο ένας "πολιτισμικός συγγενής"βοηθάει τον άλλον. Οι Κροάτες της διασποράς στη Γερμανία και οι Βόσνιοι της διασποράς στην Τουρκία υποστήριξαν τις πατρίδες τούς. Οι εκκλησίες και οι θρησκευτικές ομάδες από όλες τις αντιμαχόμενες πλευρές δραστηριοποιήθηκαν. Οι ενέργειες τουλάχιστον της γερμανικής, της τουρκικής, της ρωσικής και της αμερικάνικης κυβέρνησης επηρεάστηκαν σημαντικά από ομάδες πίεσης και την κοινή γνώμη των κοινωνιών τούς.
Η υποστήριξη που παρείχαν ομάδες δευτέρου και τρίτου βαθμού συμμετοχής στις αντιπαραθέσεις, ήταν ουσιαστική για τη διεξαγωγή του πολέμου και οι περιορισμοί που επέβαλαν ήταν ουσιαστικής σημασίας για τον τερματισμό του. Η κροατική και η σερβική κυβέρνηση έδωσαν όπλα, εφόδια, οικονομική βοήθεια, καταφύγιο και, κατά καιρούς, στρατιωτική βοήθεια στους λαούς τούς που μάχονταν σε άλλες δημοκρατίες. Οι Σέρβοι, οι Κροάτες και οι μουσουλμάνοι έλαβαν σημαντική βοήθεια από πολιτισμικούς συγγενείς που βρίσκονται εκτός της πρώην Γιουγκοσλαβίας με τη μορφή χρημάτων, όπλων, εφοδίων, εθελοντών, στρατιωτικής εκπαίδευσης και πολιτικής και διπλωματικής υποστήριξης. Οι μη κυβερνητικοί άμεσα εμπλεκόμενοι Σέρβοι και Κροάτες ήταν γενικά περισσότερο ακραίοι ως προς τα εθνικιστικά τούς αισθήματα, εμμένοντας χωρίς την παραμικρή υποχώρηση στις απαιτήσεις τούς, και επιθετικοί στη διεκδίκηση των στόχων τούς. Οι σε δεύτερο βαθμό εμπλεκόμενες κυβερνήσεις της Κροατίας και της Σερβίας αρχικά υποστήριξαν έντονα τούς άμεσα εμπλεκόμενους συγγενείς τούς, αλλά τα δικά τούς, πιο εκτεταμένα συμφέροντα τις οδήγησαν στη συνέχεια σε πιο μεσολαβητικούς και συγκρατημένους ρόλους. Με παρόμοιο τρόπο, οι σε τρίτο βαθμό εμπλεκόμενες κυβερνήσεις της Ρωσίας, της Γερμανίας και της Αμερικής πίεσαν τις σε δεύτερο βαθμό εμπλεκόμενες κυβερνήσεις που υποστήριζαν, ώστε να συγκρατηθούν και να προχωρήσουν σε συμβιβασμό.

α´
Η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας ξεκίνησε το 1991, όταν η Σλοβενία και η Κροατία έκαναν τις πρώτες προσπάθειες να αποκτήσουν την ανεξαρτησία τούς και απηύθυναν έκκληση στις δυτικοευρωπαϊκές δυνάμεις, να τις υποστηρίξουν. Η Γερμανία ήταν αυτή που καθόρισε την αντίδραση της Δύσης. Η αντίδραση της Γερμανίας καθορίστηκε, σε μεγάλο βαθμό, από τούς ρωμαιοκαθολικούς. Η κυβέρνηση της Βόννης δέχτηκε πιέσεις από τους Γερμανούς ρωμαιοκαθολικούς, δηλαδή το κόμμα της Χριστιανοσοσιαλιστικής Ένωσης της Βαυαρίας που συμμετείχε στην κυβέρνηση, από την εφημερίδα Frankfurter Allgemeine Zeitung, καθώς και από άλλα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Πιο συγκεκριμένα, τα ΜΜΕ της Βαυαρίας έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην προβολή το θέματος της αναγνώρισης της κροατικής και σλοβενικής ανεξαρτησίας. Η Φλόρα Λούις σημειώνει ότι "όταν ξεκίνησε ο πόλεμος των Κροατών και των Σέρβων, η τηλεόραση της Βαυαρίας, που στηρίζεται στην ιδιαίτερα συντηρητική κυβέρνησή της και στη δυναμική Βαυαρική Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, η οποία, με τη σειρά της, έχει στενούς δεσμούς με την Εκκλησία της Κροατίας, μετέδιδε τις ανταποκρίσεις σε όλη τη Γερμανία. Η κάλυψη των γεγονότων ήταν εξαιρετικά μονόπλευρη". Η γερμανική κυβέρνηση ήταν διστακτική όσον αφορά την αναγνώριση, αλλά με δεδομένες τις πιέσεις από το γερμανικό λαό, δεν είχε και πολλά περιθώρια επιλογών. "Η αναγνώριση της Κροατίας από τη Γερμανία ήταν αποτέλεσμα της πίεσης της κοινής γνώμης και όχι αυτοτελής απόφαση της κυβέρνησης". Αρχικά, η Γερμανία άσκησε πίεση στην Ευρωπαϊκή Ένωση για να αναγνωρίσει την ανεξαρτησία της Σλοβενίας και της Κροατίας και μετά, όταν είχε εξασφαλίσει την υποστήριξή της, προχώρησε σε μονομερή αναγνώριση το Δεκέμβριο του 1991. "Σε όλη τη διάρκεια του πολέμου", παρατήρησε το 1995 ένας Γερμανός μελετητής, "η Βόννη θεωρούσε την Κροατία και το Φράνιο Τούτζμαν ως προστατευόμενους της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής. Μπορεί η αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά του Τούτζμαν να ήταν ενοχλητική, είχε όμως την σίγουρη υποστήριξη της Γερμανίας".
Αμέσως μετά την Γερμανία, η Αυστρία και η Ιταλία αναγνώρισαν τις δυο χώρες. Ακολούθησαν οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες και οι ΗΠΑ. Επίσης, το Βατικανό διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο. Ο Πάπας διακήρυξε ότι η Κροατία αποτελεί "τον προμαχώνα της δυτικής χριστιανοσύνης"και βιάστηκε να προσφέρει διπλωματική αναγνώριση στις δυο χώρες πριν από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Συνεπώς, το Βατικανό έγινε θιασώτης του πολέμου και πλήρωσε τις συνέπειες το 1994, όταν ο Πάπας προγραμμάτιζε να επισκεφτεί τις τρεις δημοκρατίες. Η Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία αντέδρασε και έτσι η επίσκεψη του Πάπα στο Βελιγράδι αναβλήθηκε, ενώ η απροθυμία των Σέρβων να εγγυηθούν την ασφάλειά του οδήγησε στη ματαίωση της επίσκεψης του Πάπα και στο Σαράγεβο. Ωστόσο, ο Πάπας επισκέφθηκε το Ζάγκρεμπ, όπου τίμησε τον καρδινάλιο Αλοϊζέγιε Σεπτινάκ, ο οποίος στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο είχε συνεργαστεί με το φασιστικό κροατικό καθεστώς που δίωκε και έσφαζε Σέρβους, Εβραίους και Τσιγγάνους.
Η Κροατία, έχοντας κατοχυρώσει την αναγνώριση της ανεξαρτησίας της από τη Δύση, προχώρησε στην ενίσχυση των στρατιωτικών της δυνάμεων παρά το εμπάργκο που είχε κηρύξει ο Ο.Η.Ε. σε όλες τις δημοκρατίες της πρώην Γιουγκοσλαβίας το Σεπτέμβριο του 1991. Τα όπλα άρχισαν να καταφθάνουν στην Κροατία από τις ευρωπαϊκές ρωμαιοκαθολικές χώρες, όπως η Γερμανία, η Πολωνία και η Ουγγαρία, αλλά και από λατινοαμερικάνικες χώρες, όπως ο Παναμάς, η Χιλή και η Βολιβία. Καθώς ο πόλεμος κλιμακώθηκε το 1991, οι ισπανικές εξαγωγές όπλων, που πολλοί ισχυρίζονταν ότι "το Opus Dei είχε υπό τον έλεγχό του", εξαπλασιάστηκαν μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα. Πολλές από αυτές τις εξαγωγές πήραν το δρόμο για το Ζάγκρεμπ και τη Λιουμπλιάνα. Το 1993, η Κροατία απέκτησε αρκετά Μιγκ 21 από τη Γερμανία και την Πολωνία, εν γνώσει των κυβερνήσεών τους. Οι κροατικές ένοπλες δυνάμεις δέχτηκαν την προσφορά πολλών εκατοντάδων εθελοντών από "τη Δυτική Ευρώπη, την κροατική διασπορά και τις ρωμαιοκαθολικές εκκλησίες της Ανατολικής Ευρώπης", που λαχταρούσαν να πολεμήσουν για μια "χριστιανική σταυροφορία εναντίον του σερβικού κομμουνισμού και του ισλαμικού φονταμενταλισμού". Επαγγελματίες στρατιωτικοί από τις δυτικές χώρες προσέφεραν τεχνική υποστήριξη. Αυτή η υποστήριξη από τις συγγενικές χώρες βοήθησε την Κροατία να ενισχύσει τις ένοπλες δυνάμεις της και τις κατέστησε ικανές να αντιμετωπίσουν το σερβοκρατούμενο γιουγκοσλαβικό στρατό.
Επιπλέον, η δυτική υποστήριξη στην Κροατία εκφράστηκε και με το γεγονός ότι η Δύση παρέβλεψε την εθνική κάθαρση και τις παραβιάσεις των ανθρώπινων δικαιωμάτων καθώς και του δικαίου του πολέμου από την πλευρά των Κροατών, ενώ καταδίκασε για τους ίδιους λόγους τους Σέρβους. Το 1995 η Δύση σιώπησε όταν ο κροατικός στρατός εξαπέλυσε επίθεση εναντίον των Σέρβων στην Κράινα, μια περιοχή που κατοικούσαν οι Σέρβοι από αιώνες'οι επιθέσεις αυτές ανάγκασαν πολλούς να καταφύγουν πρόσφυγες στη Βοσνία και τη Σερβία. Η Κροατία, επίσης, δέχτηκε βοήθεια από τους Κροάτες της διασποράς. Εύποροι Κροάτες από τη Δυτική Ευρώπη και τη βόρεια Αμερική συνεισέφεραν χρήματα για την αγορά όπλων και εξοπλισμών. Επιπλέον, σι οργανώσεις των Κροατών στις ΗΠΑ ασκούσαν πιέσεις στο Κογκρέσο και στον πρόεδρο. Μεγάλη, όμως, επιρροή άσκησαν οι 600.000 Κροάτες που ζουν στη Γερμανία. Τροφοδοτώντας με εκατοντάδες εθελοντές τον κροατικό στρατό "οι κροατικές Κοινότητες του Καναδά, των ΗΠΑ, της Αυστραλίας και της Γερμανίας κινητοποιήθηκαν για να υπερασπιστούν την καινούργια τους πατρίδα". Το 1994, οι ΗΠΑ έλαβαν και αυτές μέρος στη δημιουργία του κροατικού στρατού. Αγνοώντας τις μαζικές κροατικές παραβιάσεις του εμπάργκο του Ο.Η.Ε., οι ΗΠΑ προσέφεραν στρατιωτική εκπαίδευση στους Κροάτες και μάλιστα εξουσιοδότησαν υψηλόβαθμους απόστρατους αξιωματικούς του αμερικάνικου στρατού να τους συμβουλεύουν. Επιπλέον, οι κυβερνήσεις των ΗΠΑ και της Γερμανίας έδωσαν το πράσινο φως για την κροατική επίθεση στην Κράινα το 1995. Αμερικανοί στρατιωτικοί σύμβουλοι συμμετείχαν στο σχεδιασμό αυτής της επιχείρησης, που είχε χαρακτηριστικά αμερικανικού τύπου επιχειρήσεων. Οι Κροάτες, επίσης, ισχυρίστηκαν ότι επωφελήθηκαν από τους αμερικάνικους κατασκοπευτικούς δορυφόρούς. Η Κροατία έγινε ο "de facto στρατηγικός σύμμαχός μας", δήλωσε ένας αξιωματούχος του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών, ο οποίος υποστήριξε, επίσης, ότι αυτή η εξέλιξη αντικατοπτρίζει ένα μακροπρόθεσμο σχεδιασμό σύμφωνα με τον οποίο στην περιοχή της πρώην Γιουγκοσλαβίας δύο δυνάμεις θα επικρατήσουν τελικά, μια στο Ζάγκρεμπ και μια στο Βελιγράδι, μία που έχει δεσμούς με την Ουάσιγκτον και μια που έχει δεσμούς με το σλαβικό μπλοκ και τη Μόσχα.

β´
Ο πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία προκάλεσε αντίστοιχη συσπείρωση του ορθόδοξου κόσμου γύρω από τη Σερβία. Ρώσοι εθνικιστές, στρατιωτικοί, βουλευτές και ηγέτες της ορθόδοξης εκκλησίας υποστήριξαν σαφέστατα τη Σερβία, μιλούσαν για τους Βόσνιους "Τούρκους"και άσκησαν κριτική στο δυτικό και νατοϊκό ιμπεριαλισμό. Οι Ρώσοι και Οι Σέρβοι εθνικιστές συνεργάστηκαν για να αντιδράσουν στη "νέα δυτική παγκόσμια τάξη". Αυτές οι απόψεις έβρισκαν σύμφωνο το ρωσικό λαό, Το 60% των κατοίκων της Μόσχας, για παράδειγμα, εναντιώθηκαν στις επιθέσεις του ΝΑΤΟ το καλοκαίρι του 1995. Ρωσικές εθνικιστικές ομάδες με επιτυχία στρατολογούσαν νεαρούς Ρώσους στις μεγάλες πόλεις για να υπηρετήσουν "τον αγώνα των αδελφών Σλάβων". Υπάρχουν αναφορές σύμφωνα με τις οποίες χίλιοι περίπου Ρώσοι, μαζί με εθελοντές από τη Ρουμανία και την Ελλάδα κατατάχθηκαν στο σερβικό στρατό για να πολεμήσουν τους "ρωμαιοκαθολικούς φασίστες"και τους "φανατικούς ισλαμιστές". Μια άλλη αναφορά έκανε λόγο για μια ομάδα Ρώσων με "στολές Κοζάκων"που δρούσε στη Βοσνία το 1992. Το 1995, πολλοί Ρώσοι υπηρετούσαν σε επίλεκτες σερβικές ομάδες και, σύμφωνα με μια αναφορά του Ο.Η.Ε., Ρώσοι και Έλληνες στρατιώτες συμμετείχαν στη σερβική επίθεση στην Ζέπα, μία περιοχή που βρισκόταν υπό τον έλεγχο του Ο.Η.Ε.
Παρά το εμπάργκο όπλων, οι ορθόδοξοι φίλοι της Σερβίας την προμήθευαν με τα απαραίτητα όπλα και εφόδια. Στις αρχές του 1993, ρωσικοί στρατιωτικοί οργανισμοί πούλησαν στους Σέρβους τανκς Τ-55 και αντιπυραυλικά συστήματα συνολικής αξίας 300 εκατομμυρίων δολαρίων. Ρώσοι στρατιωτικοί τεχνικοί πήγαν στη Σερβία για να χειριστούν αυτά τα συστήματα και για να εκπαιδεύσουν τους Σέρβους. Επιπλέον, η Σερβία πήρε εξοπλισμό και από άλλες ορθόδοξες χώρες η Ρουμανία και η Βουλγαρία ήταν "οι πιο δραστήριες"στην παροχή αυτής της βοήθειας, ενώ και η Ουκρανία συνεισέφερε αρκετά. Επίσης, οι ρωσικές ειρηνευτικές δυνάμεις στην ανατολική Σλαβονία έδιναν τις προμήθειες του ΟΗΕ στους Σέρβους, διευκόλυναν τις κινήσεις του σερβικού στρατού και βοηθούσαν τις σερβικές δυνάμεις να προμηθευτούν όπλα.
Παρά τις οικονομικές κυρώσεις, η Σερβία ήταν ικανή να διατηρήσει μια ανεκτή στο εσωτερικό κατάσταση χάρη στο εκτεταμένο λαθρεμπόριο καυσίμων και άλλων αγαθών από την Τιμισοάρα, που οργανώθηκε από τους αξιωματούχους της ρουμανικής κυβέρνησης, καθώς και από την Αλβανία με πρωτοβουλία πρώτα ιταλικών και ύστερα ελληνικών εταιριών με τη σύμπραξη της ελληνικής κυβέρνησης. Αποστολές τροφίμων, χημικών, ηλεκτρονικών υπολογιστών και άλλων αγαθών από την Ελλάδα πήγαν στη Σερβία μέσω της Μακεδονίας, και σημαντικές ποσότητες εξαγωγών, επίσης, έφτασαν στις χώρες αυτές από τη Σερβία. Ο συνδυασμός της επιθυμίας για δολάρια και της συμπάθειας λόγω πολιτισμικής συγγένειας ήταν αρκετός για να αγνοηθούν οι αποφάσεις του Ο.Η.Ε. εναντίον της Σερβίας, όπως επίσης και το εμπάργκο όπλων που επέβαλαν οι ΗΠΑ σε όλες τις πρώην γιουγκοσλαβικές δημοκρατίες. Κατά τη διάρκεια των γιουγκοσλαβικών πολέμων, η ελληνική κυβέρνηση αποστασιοπιοιήθηκε από τα μέτρα που επέβαλαν οι δυτικές χώρες μέλη του ΝΑΤΟ, ήταν αντίθετη στη στρατιωτική επέμβαση του ΝΑΤΟ στη Βοσνία, υποστήριξε τούς Σέρβούς στα Ηνωμένα Έθνη και προσπάθησε να επηρεάσει την κυβέρνηση των ΗΠΑ για να άρει τις οικονομικές κυρώσεις εναντίον της Σερβίας. Το 1994 ο Έλληνας πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου τόνισε τη σημασία των ορθόδοξων δεσμών πού συνδέουν την Ελλάδα με τη Σερβία και επιτέθηκε δημόσια εναντίον τον Βατικανού, της Γερμανίας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης επειδή έσπευσαν να προχωρήσουν στη διπλωματική αναγνώριση της Σλοβενίας και της Κροατίας στα τέλη του 1991.
Ο Μπόρις Γέλτσιν, ως ηγέτης μιας χώρας πού συμμετείχε έμμεσα στη σύγκρουση, από τη μια μεριά, είχε την επιθυμία να διατηρήσει, να διευρύνει και να αποκομίσει οφέλη από τις καλές σχέσεις του με τη Δύση και, από την άλλη, ήθελε να βοηθήσει τούς Σέρβους και να αφοπλίσει την αντιπολίτευση στη χώρα του, η οποία συχνά τον κατηγορούσε για υποχωρητικότητα απέναντι στη Δύση. Τελικά, το ενδιαφέρον του για τούς Σέρβούς επικράτησε και η ρωσική διπλωματική υποστήριξη προς αυτούς ήταν συχνή και επίμονη. Το 1993 και το 1995 η ρωσική κυβέρνηση εναντιώθηκε έντονα στην επιβολή πιο αυστηρών οικονομικών κυρώσεων στη Σερβία και η ρωσική βουλή ψήφισε σχεδόν ομόφωνα υπέρ της άρσης των κυρώσεων πού ήδη είχαν επιβληθεί στούς Σέρβους. Η Ρωσία, επίσης, πίεσε για την ενίσχύση τον εμπάργκο όπλων εναντίον των μουσουλμάνων και για την επιβολή οικονομικών κυρώσεων, εναντίον της Κροατίας. Το Δεκέμβριο τον 1993, η Ρωσία πίεσε για την ελάφρυνση των οικονομικών κυρώσεων, ώστε να της επιτραπεί να εφοδιάσει τη Σερβία με φυσικό αέριο για το χειμώνα, πρόταση η οποία απορρίφθηκε από τις ΗΠΑ και τη Μεγάλη Βρετανία. Το 1994 και το 1995 η Ρωσία εναντιώθηκε στις αεροπορικές επιδρομές του ΝΑΤΟ κατά των Σέρβων της Βοσνίας. Το 1995, η ρωσική δούμα δήλωσε την αντίθεσή της στούς βομβαρδισμούς σχεδόν ομόφωνα και απαίτησε την παραίτηση τον υπουργού Εξωτερικών Αντρέι Κόζιρεφ γιατί έκρινε αναποτελεσματική την πολιτική του για την υπεράσπιση των ρωσικών εθνικών συμφερόντων στη Βαλκανική. Επίσης, το 1995 η Ρωσία κατηγόρησε το ΝΑΤΟ για "γενοκτονία"εναντίον των Σέρβων και ο πρόεδρος Γέλτσιν προειδοποίησε ότι η συνέχιση των βομβαρδισμών θα επηρέαζε δραστικά τη συνεργασία της Ρωσίας με τη Δύση, συμπεριλαμβανομένης και της συμμετοχής της στη Συνεργασία για την Ειρήνη τον ΝΑΤΟ. "Πώς μπορούμε να φτάσουμε σε μια συμφωνία με το ΝΑΤΟ", αναρωτήθηκε, "όταν το ΝΑΤΟ βομβαρδίζει τούς Σέρβους;". Η Δύση εφάρμοζε ξεκάθαρα μια πολιτική διπλών προτύπων: "Πώς είναι δυνατόν να μη λαμβάνονται μέτρα εναντίον των μουσουλμάνων όταν αυτοί επιτίθενται; 'Η εναντίον των Κροατών όταν αυτοί επιτίθενται;". Η Ρωσία, επίσης, εναντιώθηκε σταθερά στις προσπάθειες για την αναστολή του εμπάργκο εναντίον των πρώην γιουγκοσλαβικών δημοκρατιών, πού επηρέαζε κυρίως τούς μουσουλμάνους της Βοσνίας, και επιχείρησε συστηματικά να το ενισχύσει.
Με πολλούς άλλούς τρόπούς η Ρωσία διακήρυξε τη θέση της υπέρ της υποστήριξης των σερβικών συμφερόντων στα Ηνωμένα Έθνη και αλλού. Το Δεκέμβριο τον 1994, πρόβαλε βέτο σε μια απόφαση τον Συμβούλιού Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών που υποβλήθηκε από τις μουσουλμανικές χώρες, η οποία Θα απαγόρεύε τη μεταφορά πετρελαίου από τη Σερβία στους Σέρβούς της Κροατίας και της Βοσνίας. Τον Απρίλιο τον 1994, η Ρωσία εμπόδισε την εφαρμογή μιας απόφασης των Ηνωμένων Εθνών που καταδίκαζε τούς Σέρβούς με την κατηγορία ότι διεξάγουν επιχειρήσεις εθνοκάθαρσης. Επίσης, η Ρωσία παρεμπόδισε το διορισμό οποιουδήποτε πολίτη χώρας μέλούς τον ΝΑΤΟ στη θέση του κατήγορού των Ηνωμένων Εθνών για εγκλήματα πολέμού, λόγω της προκατάληψης εναντίον των Σέρβων, εναντιώθηκε στην καταδίκη τον στρατιωτικού διοικητή των Σέρβων της Βοσνίας Ράτκο Μλάντιτς από το Διεθνές Δικαστήριο Εγκλημάτων Πολέμου και προσέφερε στο Μλάντιτς άσυλο στη Ρωσία. Το Σεπτέμβριο του 1993, η Ρωσία απέτρεψε την ανανέωση της εξουσιοδότησης των Ηνωμένων Εθνών για την παρουσία ειρηνευτικής δύναμης 22.000 στρατιωτών των Ηνωμένων Εθνών στην πρώην Γιουγκοσλαβία. Το καλοκαίρι τον 1995 η Ρωσία δήλωσε την αντίθεσή της αλλά δεν πρόβαλε βέτο σε μια απόφαση τον Συμβουλίου Ασφαλείας που ενέκρινε την παρουσία ειρηνευτικής δύναμης των Ηνωμένων Εθνών μεγαλύτερης των 12.000 στρατιωτών και κατήγγειλε την επιθετικότητα των Κροατών εναντίον των Σέρβων της Κράινας, και την αναλγησία των κυβερνήσεων της Δύσης που δεν έσπεύσαν να δραστηριοποιηθούν εναντίον αυτής της επιθετικότητας.

γ´
Ο ευρύτερος και αποτελεσματικότερος συνασπισμός πολιτισμών ήταν του μουσουλμανικού κόσμού στο πλευρό των μουσουλμάνων της Βοσνίας. Το ιδανικό των Βόσνιων βρήκε ευρύτατη απήχηση στις μουσουλμανικές χώρες. Η βοήθεια στους Βόσνιους έφτασε από ποικίλες δημόσιες και ιδιωτικές πηγές. Οι μουσουλμανικές κυβερνήσεις, και κυρίως του Ιράν και της Σαουδικής Αραβίας, ανταγωνίστηκαν ποια Θα προσφέρει αποτελεσματικότερη υποστήριξη και Θα αποκτήσει τη μεγαλύτερη επιρροή χάρη σε αυτή την υποστήριξη. Σουνίτες και Σιίτες, φονταμενταλιστές και κοσμικοί, αραβικές και μη αραβικές μουσουλμανικές κοινωνίες από το Μαρόκο ως τη Μαλαισία, ενώθηκαν σε ένα σώμα. Οι εκδηλώσεις υποστήριξης των μουσουλμάνων προς τούς Βόσνιους κυμαίνονταν από ανθρωπιστική βοήθεια (συμπεριλαμβανομένων και 90 εκατομμύρίων δολαρίων που συγκεντρώθηκαν στη Σαουδική Αραβία το 1995) και τη διπλωματική υποστήριξη, έως την τεράστια στρατιωτική βοήθεια και τις πράξεις βίας, όπως ήταν η δολοφονία δώδεκα Κροατών το 1993 στην Αλγερία από ισλαμιστές εξτρεμιστές "σε απάντηση της σφαγής των ομοθρήσκων μας μουσουλμάνων που τους αποκεφάλισαν στη Βοσνία". Ο συνασπισμός αυτός είχε μια σημαντική επίδραση στην εξέλιξη τον πολέμού. Ήταν ουσιαστικής σημασίας για την επιβίωση τον βοσνιακού κράτούς και την ανάκτηση περιοχών μετά τις αρχικές σαρωτικές νίκες των Σέρβων. Έδωσε σε μεγάλο βαθμό τα ερεθίσματα για τον εξισλαμισμό της βοσνιακής κοινωνίας και την ταύτιση των βόσνιων μουσουλμάνων με την παγκόσμια ισλαμική κοινότητα. Επίσης παρείχε κίνητρα στις Ηνωμένες Πολιτείες ώστε να διάκεινται φιλικά προς τούς Βόσνιους.
Η κάθε μια ξεχωριστά και όλες μαζί οι μουσουλμανικές κυβερνήσεις επανειλημμένα εξέφρασαν την αλληλεγγύη τους στους ομόθρησκούς Βόσνιους. Το Ιράν τέθηκε επικεφαλής το 1992, περιγράφοντας τον πόλεμο ως θρησκευτική διαμάχη με τους χριστιανούς Σέρβους που επιχειρούν τη γενοκτονία των μουσουλμάνων της Βοσνίας. Αναλαβάνοντας αυτήν την ηγετική θέση, παρατήρησε ο Φουάντ Αγιάμι, το Ιράν "ανταπέδωσε την ευγνωμοσύνη του βοσνιακού Κράτους"και αποτέλεσε το πρότυπο και το ερέθισμα για τις άλλες μουσουλμανικές χώρες, όπως η Τουρκία και η Σαουδική Αραβία, που ακολούθησαν. Με την παρακίνηση του Ιράν η Οργάνωση της Ισλαμικής Συνδιάσκεψης (ΟΙΣ) ανέλαβε την υπόθεση και συνέστησε μια ομάδα που Θα προσπαθούσε να επηρεάσει τα Ηνωμένα Έθνη υπέρ των Βοσνίων.
Τον Αύγουστο του 1992, οι ισλαμιστές αντιπρόσωποι καταδίκασαν την υποτιθέμενη γενοκτονία στη γενική συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών και, εκ μέρους της ΟΙΣ, η Τουρκία πρότεινε μια λύση που Θα βασιζόταν στη στρατιωτική παρέμβαση σύμφωνα με το Άρθρο 7 του καταστατικού των Ηνωμένων Εθνών. Οι μουσουλμανικές χώρες έθεσαν στις αρχές του 1993 προθεσμία στη Δύση ώστε να αναλάβει δράση για την προστασία των Βοσνίων, μετά τη λήξη της οποίας Θα ενεργούσαν ελεύθερα για την παροχή όπλων στη Βοσνία. Το Μάιο του 1993 η ΟΙΣ απέρριψε το σχέδιο που εκπονήθηκε από τα Ηνωμένα Έθνη και τη Ρωσία για την παροχή ασφαλών καταφυγίων στους μουσουλμάνούς, τον έλεγχο των συνόρων με τη Σερβία, που δεν προέβλεπε, όμως, στρατιωτική παρέμβαση. Ζήτησε τη λήξη του εμπάργκο όπλων, την εξουδετέρωση των βαρέων όπλων των Σέρβων, τον έλεγχο των συνόρων με τη Σεβία και τη συμμετοχή στρατευμάτων από μουσουλμανικές χώρες στις ειρηνευτικές δυνάμεις. Τον επόμενο μήνα η ΟΙΣ, παρά τις αντιρρήσεις της Δύσης και της Ρωσίας, αξίωσε από τη Συνδιάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα να εγκρίνει μια απόφαση που να καταγγέλει την επιθετικότητα των Σέρβων και των Κροατών, και έκανε έκκληση για να τεθεί τέρμα στο εμπάργκο όπλων. Τον Ιούλιο του 1993, φέρνοντας σε αμηχανία τη Δύση, η ΟΙΣ προσφέρθηκε να εξασφαλίσει ειρηνευτική δύναμη 18.000 ανδρών από το Ιράν, την Τουρκία, τη Μαλαισία, την Τυνησία, το Πακιστάν και το Μπαγκλαντές. Οι Ηνωμένες Πολιτείες πρόβαλαν βέτο για το Ιράν και οι Σέρβοι εναντιώθηκαν έντονα στην παρουσία τουρκικών στρατευμάτων, τα οποία, παρόλα αυτά, έφτασαν στη Βοσνία το καλοκαίρι του 1994. Το 1995 η Δύναμη Προστασίας των Ηνωμένων Εθνών που αποτελούνταν από 25.000 στρατιώτες περιλάμβανε 7.000 στρατιώτες από την Τουρκία, το Πακιστάν, τη Μαλαισία, την Ινδονησία και το Μπαγκλαντές. Τον Αύγουστο του 1993, μια αποστολή της ΟΙΣ, με επικεφαλής τον Τούρκο υπουργό Εξωτερικών, προσπάθησε να επηρεάσει τον Μπούτρος Μπούτρος Γκάλι και τον Ουώρεν Κρίστοφερ για να υποστηρίξουν τις αεροπορικές επιδρομές του ΝΑΤΟ για την προστασία των Βοσνίων από τις επιθέσεις των Σέρβων. Η αποτυχία της Δύσης να λάβει τέτοια μέτρα, όπως αναφέρθηκε, δημιούργησε σοβαρές εντάσεις στις σχέσεις της Τουρκίας με τους συμμάχους της στο ΝΑΤΟ.
Οι πρωθυπουργοί της Τουρκίας και του Πακιστάν πραγματοποίησαν επίσκεψη στο Σαράγεβο που διαφημίστηκε ευρύτατα, και η ΟΙΣ επανέλαβε για μια ακόμα φορά την απαίτηση να δοθεί στρατιωτική βοήθεια στους Βόσνιους. Το καλοκαίρι του 1995, η αποτυχία της Δύσης να υπερασπίσει τις ασφαλείς περιοχές από τις επιθέσεις των Σέρβων οδήγησε την Τουρκία στην παροχή στρατιωτικής βοήθειας στη Βοσνία και στην ανάληψη της εκπαίδευσης βοσνιακών στρατευμάτων. Οδήγησε, επίσης, τη Μαλαισία να δεσμευτεί ότι θα πωλήσει όπλα στη Βοσνία παραβιάζοντας το εμπάργκο των Ηνωμένων Εθνών. Τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, τέλος, συμφώνησαν να προσφέρουν οικονομική βοήθεια για στρατιωτικούς και ανθρωπιστικούς σκοπούς. Τον Αύγουστο του 1995 σι υπουργοί Εξωτερικών εννέα χωρών της ΟΙΣ δήλωσαν ότι θεωρούν το εμπάργκο όπλων των Ηνωμένων Εθνών άκυρο και το Σεπτέμβριο οι 52 χώρες μέλη της ΟΙΣ αποφάσισαν να παράσχουν οικονομική βοήθεια και όπλα στους Βόσνιους.
Κανένα άλλο θέμα δεν προκάλεσε ομόφωνη υποστήριξη σε όλο το Ισλάμ'η δύσκολη θέση των μουσουλμάνων της Βοσνίας είχε ιδιαίτερη απήχηση στην Τουρκία. Η Βοσνία αποτελούσε μέρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μέχρι το 1878, πρακτικά, και μέχρι το 1908, θεωρητικά. Οι Βόσνιοι μετανάστες και πρόσφυγες αποτελούν περίπου το 5% του πληθυσμού της Τουρκίας. Η συμπάθεια προς τις επιδιώξεις των Βόσνιων και το ξέσπασμά τους μετά την αποτυχία της Δύσης να προστατέψει τη Βοσνία, ήταν έντονα στον τουρκικό λαό, και το ισλαμικό Κόμμα της Ευημερίας που αποτελούσε την αντιπολίτευση, εκμεταλλεύτηκε αυτό το ζήτημα για να εναντιωθεί στην κυβέρνηση. Οι αξιωματούχοι της κυβέρνησης, με τη σειρά τους, τόνισαν με έμφαση τις ειδικές ευθύνες της Τουρκίας έναντι όλων των μουσουλμάνων της Βαλκανικής. Η κυβέρνηση πίεζε για στρατιωτική παρέμβαση των Ηνωμένων Εθνών με στόχο τη διασφάλιση των μουσουλμάνων της Βοσνίας.
Το κυριότερο, όμως, ήταν ότι η σημαντική βοήθεια που έδωσε η ούμα [χονδρικά θα μπορούσαμε να την περιγράψουμε ως το μουσουλμανικό αντίστοιχο της χριστιανικής -και μετέπειτα ευρωπαϊκής- διεθνούς κοινωνίας] στους μουσουλμάνους της Βοσνίας, ήταν στρατιωτικής μορφής: παρείχε όπλα, χρήματα για την αγορά όπλων, στρατιωτική εκπαίδευση και εθελοντές. Αμέσως μετά την έναρξη του πολέμου, η κυβέρνηση της Βοσνίας κάλεσε τους μουζαχεντίν, και ο συνολικός αριθμός των εθελοντών, όπως αναφέρθηκε, έφτασε τους 4.000, δηλαδή ξεπέρασε τους ξένους που πολέμησαν για τους Σέρβους ή τους Κροάτες και περιλάμβανε μονάδες από την Ιρανική Δημοκρατική Φρουρά και άλλες που πολέμησαν στο Αφγανιστάν. Μεταξύ τους ήταν Πακιστανοί, Τούρκοι, Ιρανοί, Αλγερινοί, Σουδάραβες, Αιγύπτιοι και Σουδανοί, καθώς και Αλβανοί και Τούρκοι εργάτες από τη Γερμανία, την Αυστρία και την Ελβετία. Οι θρησκευτικές οργανώσεις της Σαουδικής Αραβίας έστειλαν πολλούς εθελοντές, περίπου είκοσι Σαουδάραβες σκοτώθηκαν στους πρώτους μήνες του πολέμου το 1992 και η Παγκόσμια Οργάνωση της Μουσουλμανικής Νεολαίας ανέλαβε τη μεταφορά με αεροπλάνο στην Τζέντα τραυματισμένων μαχητών για ιατρική περίθαλψη. Το φθινόπωρο του 1992, αντάρτες της λιβανέζικης σιϊτικής οργάνωσης Χεζμπολάχ έφθασαν στη Βοσνία για να εκπαιδεύσουν το στρατό της, καθήκον που στη συνέχεια ανέλαβε κατά το μεγαλύτερο μέρος η Ιρανική Δημοκρατική Φρουρά. Την άνοιξη του 1994 η κατασκοπεία της Δύσης ανέφερε ότι μια μονάδα της Ιρανικής Δημοκρατικής Φρουράς από 400 άνδρες οργάνωνε ομάδες εξτρεμιστών ανταρτών και τρομοκρατών. "Οι Ιρανοί", είπε ένας αξιωματούχος των ΗΠΑ, "Το βλέπουν αυτό ως μέσο διείσδυσης στο μαλακό υπογάστριο της Ευρώπης". Σύμφωνα με τα Ηνωμένα Έθνη, οι μουζαχεντίν εκπαίδευσαν 3.000 με 5.000 Βόσνιους για τις ειδικές ταξιαρχίες της Βοσνίας. Η βοσνιακή κυβέρνηση χρησιμοποίησε τους μουζαχεντίν για "τρομοκρατικές και παράνομες δραστηριότητες, καθώς και ως δυνάμεις κρούσης", παρόλο που αυτές οι μονάδες συχνά ενοχλούσαν συστηματικά τον πληθυσμό και δημιούργησαν άλλα προβλήματα στην κυβέρνηση. Οι συμφωνίες του Ντέητον προέβλεπαν ότι όλοι οι ξένοι μαχητές Θα πρέπει να φύγουν από τη Βοσνία, αλλά η βοσνιακή κυβέρνηση βοήθησε μερικούς από αυτούς να μείνουν δίνοντάς τους τη βοσνιακή υπηκοότητα και χαρακτηρίζοντας τους άνδρες της Ιρανικής Δημοκρατικής Φρουράς ως εργάτες. "Η βοσνιακή κυβέρνηση οφείλει πολλά σε αυτές τις ομάδες και ειδικά στους Ιρανούς", δήλωσε ένας Αμερικανός αξιωματούχος στις αρχές του 1996. "Η κυβέρνηση αποδείχτηκε ότι είναι ανίκανη να τους αντιμετωπίσει. Σε δώδεκα μήνες εμείς θα έχουμε φύγει, αλλά οι μουζαχεντίν έχουν την πρόθεση να μείνουν".
Τα πλούσια κράτη της ούμας, με επικεφαλής τη Σαουδική Αραβία και το Ιράν, συνεισέφεραν μεγάλα χρηματικά ποσά για την ανάπτυξη της στρατιωτικής δύναμης της Βοσνίας. Στους πρώτους μήνες του πολέμου το 1992, η κυβέρνηση της Σαουδικής Αραβίας και ιδιωτικές πηγές πρόσφεραν 150 εκατομμύρια δολάρια στους Βόσνιους, φαινομενικά για ανθρωπιστικούς σκοπούς, αλλά όπως γνωρίζουν όλοι χρησιμοποιήθηκαν για στρατιωτικούς. Έχει αναφερθεί ότι οι Βόσνιοι έλαβαν όπλα αξίας 160 εκατομμυρίων δολαρίων κατά τη διάρκεια των δυο πρώτων χρόνων του πολέμου. Μεταξύ του 1993 και του 1995, οι Βόσνιοι έλαβαν επιπρόσθετα 300 εκατομμύρια δολάρια για όπλα από τη Σαουδική Αραβία, συν 500 εκατομμύρια δολάρια που προορίζονταν για ανθρώπιστική βοήθεια. Το Ιράν ήταν, επίσης, από τις κύριες πηγές στρατιωτικής βοήθειας και, σύμφωνα με Αμερικανούς αξιωματούχους, διέθετε εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια το χρόνο για τις αγορές όπλων των Βόσνιων. Σύμφωνα με μια άλλη αναφορά, το 80 με 90 % όπλων συνολικής αξίας 2 δισεκατομμυρίων δολαρίων που έφτασαν στη Βοσνία κατά τη διάρκεια των πρώτων ετών του πολέμου, πήγε στους μουσουλμάνους. Χάρη σε αυτή την οικονομική βοήθεια, οι Βόσνιοι μπόρεσαν να αγοράσουν χιλιάδες τόνους όπλων. Αποστολές φορτίων οι οποίες κατασχέθηκαν, περιλάμβαναν 4.000 πυροβόλα όπλα και ένα εκατομμύριο φυσίγγια, 11.000 πυροβόλα όπλα, 30 ολμοβόλα και 750.000 φυσίγγια, και πυραύλους εδάφους-εδάφους, πυρομαχικά, οχήματα εκτός δρόμου και πιστόλια. Όλες αυτές σι αποστολές φορτίου προέρχονταν από το Ιράν, το οποίο αποτελούσε την κύρια πηγή όπλων, αλλά η Τουρκία και η Μαλαισία επίσης προμήθευαν σε σημαντικό βαθμό με όπλα τη Βοσνία. Μερικά είχαν μεταφερθεί αεροπορικώς κατευθείαν εκεί, αλλά τα περισσότερα μεταφέρθηκαν μέσω της Κροατίας, είτε αεροπορικώς στο Ζάγκρεμπ και στη συνέχεια διά ξηράς, είτε με πλοία στο Σπλίτ ή σε άλλα κροατικά λιμάνια και στη συνέχεια διά ξηράς. Για να επιτρέψουν μεταφορές όπλων μέσα από τα εδάφη τους, οι Κροάτες κράτησαν ένα τμήμα των όπλων αυτών και συγκεκριμένα το ένα τρίτο, όπως έχει αναφερθεί. Επειδή, όμως, σκέφτηκαν ότι μπορεί και αυτοί να πολεμήσουν εναντίον της Βοσνίας στο μέλλον, απαγόρευσαν τη μεταφορά τεθωρακισμένων και βαρέος πυροβολικού μέσα από το έδαφός τους.
Τα χρήματα, οι άνδρες, η εκπαίδευση και τα όπλα από το Ιράν, τη Σαουδική Αραβία, την Τουρκία και άλλες μουσουλμανικές χώρες έδωσαν τη δυνατότητα στους Βόσνιους να μετατρέψουν αυτό που κάποτε όλοι αποκαλούσαν "στρατό κουρελήδων"σε μια σχετικά καλά εξοπλισμένη και ικανή στρατιωτική δύναμη. Το χειμώνα του 1994 ξένοι παρατηρητές ανέφεραν ότι είχαν σημειωθεί θεαματικές εξελίξεις στην οργανωτική συνοχή και αποτελεσματικότητα του στρατού της Βοσνίας. Αξιοποιώντας τη νέα στρατιωτική τους δύναμη, οι Βόσνιοι έσπασαν την εκεχειρία και εξαπέλυσαν επιτυχείς επιθέσεις εναντίον της κροατικής εθνοφυλακής και στη συνέχεια, την άνοιξη, εναντίον των Σέρβων. Το φθινόπωρο του 1994 το 5ο σώμα στρατού της Βοσνίας πέρασε από την περιοχή ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών στο Μπίχατς και απώθησε σερβικές δυνάμεις, σημειώνοντας τη μεγαλύτερη νίκη των Βοσνίων μέχρι εκείνη τη στιγμή και επανακτώντας σημαντικές εκτάσεις από τους Σέρβους, οι οποίοι είχαν περιέλθει σε δυσμενή θέση ύστερα από το εμπάργκο που επέβαλε ο πρόεδρος Μιλόσεβιτς. Το Μάρτιο του 1995 ο βοσνιακός στρατός για μια ακόμα φορά παραβίασε μια εκεχειρία και άρχισε να προωθείται μέχρι την Τούζλα, εξαπολύοντας στη συνέχεια τον Ιούνιο επίθεση στο Σεράγεβο. Η υποστήριξη των μουσουλμάνων συγγενών τους ήταν ένας αναγκαίος και αποφασιστικός παράγοντας, που καθιστούσε ικανή τη βοσνιακή κυβέρνηση να πραγματοποιήσει αυτές τις αλλαγές στις στρατιωτικές ισορροπίες στη Βοσνία.

Επίλογος
Ο πόλεμος στη Βοσνία ήταν ένας πόλεμος πολιτισμών. Οι τρεις κύριοι συμμετέχοντες προέρχονταν από διαφορετικούς πολιτισμούς και ήταν προσκολλημένοι σε διαφορετικές θρησκείες. Με μια μερική εξαίρεση, η δεύτερου και τρίτου βαθμού εμπλοκή δυνάμεων ακολούθησε με ακρίβεια το πρότυπο της πολιτισμικής διαμάχης. Τα μουσουλμανικά κράτη και οργανώσεις σε όλον τον κόσμο συσπειρώθηκαν στο πλευρό των μουσουλμάνων της Βοσνίας και αντιπαρατέθηκαν στους Κροάτες και τους Σέρβους. Όλες οι ορθόδοξες χώρες και οργανώσεις στον κόσμο υποστήριξαν τους Σέρβους και αντιπαρατέθηκαν στους Κροάτες και τους μουσουλμάνους. Οι κυβερνήσεις και οι ελίτ της Δύσης υποστήριξαν τους Κροάτες, επέκριναν δριμύτατα τους Σέρβους και ήταν γενικά αδιάφορες ως προς τους μουσουλμάνους, ή φάνηκε ότι τους φοβούνται. Καθώς ο πόλεμος συνεχιζόταν, το μίσος και η διάσταση μεταξύ των εμπλεκομένων ομάδων βάθυναν και οι θρησκευτικές και πολιτισμικές τους ταυτότητες ενισχύθηκαν, κυρίως στους μουσουλμάνους. Συνολικά, τα διδάγματα από τον πόλεμο στη Βοσνία συνοψίζονται ως εξής: πρώτον, οι κύριοι συμμετέχοντες σε πολέμούς "νεκρών ζωνών"μπορούν να υπολογίζουν στη βοήθεια των πολιτισμικών συγγενών τούς, η οποία μπορεί να είναι σημαντική. Δεύτερον, μια τέτοια βοήθεια μπορεί να επηρεάσει σε σημαντικό βαθμό την εξέλιξη τον πολέμου. Τρίτον, οι κυβερνήσεις και ο λαός ενός πολιτισμού δεν ξοδεύουν αίμα ή λεφτά για να βοηθήσούν το λαό ενός άλλου πολιτισμού να συμμετάσχει σε έναν πόλεμο κατά μήκος των πολιτισμικών συνόρων.
Μια επι μέρους εξαίρεση σε αυτό το πολιτισμικό πρότυπο είναι οι ΗΠΑ, των οποίων οι ηγέτες στα λόγια, δήλωναν φιλικά προσκείμενοι προς τούς μουσουλμάνους, στην πράξη, όμως, η αμερικανική υποστήριξη ήταν περιορισμένη. Η κυβέρνηση Κλίντον ενέκρινε τη χρήση αμερικάνικης αεροπορικής δύναμης, αλλά όχι επίγειων στρατιωτικών δυνάμεων για την προστασία ασφαλών περιοχών των Ηνωμένων Εθνών και συνηγόρησε υπέρ της άρσης του εμπάργκο όπλων. Δεν άσκησε σοβαρή πίεση στούς συμμάχους της ώστε να υποστηρίξουν τους μουσουλμάνους, αλλά έκλεισε τα μάτια στην αποστολή όπλων από το Ιράν στη Βοσνία και στη χρηματοδότηση της αγοράς όπλων για τούς Βόσνιους από τη Σαουδική Αραβία'τέλος το 1994 σταμάτησε να υποστηρίζει το εμπάργκο. Ενεργώντας με αυτό τον τρόπο, οι Ηνωμένες Πολιτείες ανταγωνίστηκαν τούς συμμάχους τους και προκάλεσαν αυτό που θεωρήθηκε ευρέως μείζων κρίση στο ΝΑΤΟ. Μετά την υπογραφή των συμφωνιών Ντέητον, οι ΗΠΑ συμφώνησαν να συνεργαστούν με τη Σαουδική Αραβία και άλλες μουσουλμανικές χώρες για την εκπαίδευση και τον εξοπλισμό των στρατιωτικών δυνάμεων της Βοσνίας. Το ερώτημα, επομένως, είναι: Γιατί κατά τη διάρκεια του πόλεμού και μετά από αυτόν οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν η μόνη χώρα που παραβίασε τα πολιτισμικά πρότύπα και έγινε η μοναδική μη μουσουλμανική χώρα που υποστήριξε τα συμφέροντα των μουσουλμάνων της Βοσνίας και συνεργάστηκε με μουσουλμανικές χώρες για χάρη τούς; Ποια είναι η εξήγηση για αυτήν την αμερικάνικη ανωμαλία;
Η μια εξήγηση είναι ότι, στην πραγματικότητα, δεν ήταν κάποια ανωμαλία, αλλά μάλλον μια προσεκτικά μελετημένη πολιτισμική πολιτική συμφερόντων. Με το να υποστηρίζουν τούς Βόσνιους και να προτείνουν, ανεπιτυχώς, την άρση του εμπάργκο, οι Ηνωμένες Πολιτείες επιχειρούσαν να μειώσουν την επιρροή των φονταμενταλιστικών ισλαμικών χωρών, όπως το Ιράν και η Σαουδική Αραβία, στο προσανατολισμένο προς την Ευρώπη και παλαιότερα αδιάφορο προς τις θρησκευτικές πεποιθήσεις κράτος της Βοσνίας. Εάν αυτό ήταν το κίνητρο, όμως, γιατί οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν συναίνεσαν στη βοήθεια από το Ιράν και τη Σαουδική Αραβία και γιατί δεν πίεσαν πιο έντονα για την άρση του εμπάργκο, κάτι το οποίο θα νομιμοποιούσε τη βοήθεια από τη Δύση; Γιατί δεν προειδοποίησαν δημόσια οι Αμερικανοί αξιωματούχοι για τούς κινδύνους τον ισλαμικού φονταμενταλισμού στα Βαλκάνια; Μια εναλλακτική εξήγηση της συμπεριφοράς των Αμερικανών είναι ότι η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών βρισκόταν υπό πίεση από τούς φίλούς της στο μουσουλμανικό κόσμο, πιο συγκεκριμένα από την Τουρκία και τη Σαουδική Αραβία, και συμφώνησε γιατί επιθυμούσε να διατηρήσει καλές σχέσεις μαζί τους. Αυτές οι σχέσεις, όμως, έχουν τη ρίζα τους στη σύγκλιση συμφερόντων που δεν έχουν σχέση με τη Βοσνία και δεν ήταν πιθανό να τις βλάψει η αποτυχία των Αμερικανών να βοηθήσουν τη Βοσνία. Αυτή η εκδοχή Θα εξηγούσε και γιατί οι Ηνωμένες Πολιτείες ενέκριναν τη μεταφορά τεράστιων ποσοτήτων ιρανικών όπλων στη Βοσνία, σε μια περίοδο που βρίσκονταν σε διαμάχη με το Ιράν, και η Σαουδική Αραβία ανταγωνιζόταν το Ιράν για το ποιος Θα ασκεί μεγαλύτερη επιρροή στη Βοσνία.
Ενώ οι απόψεις της πολιτισμικής πολιτικής συμφερόντων ίσως έχουν διαδραματίσει κάποιον ρόλο στη διαμόρφωση της αμερικανικής στάσης, άλλοι παράγοντες εμφανίζονται να έχουν ασκήσει μεγαλύτερη επίδραση. Οι Αμερικανοί επιθυμούν να εντοπίζουν τις δυνάμεις του καλού και τις δυνάμεις του κακού σε κάθε διεθνή αντιπαράθεση και θέλουν να συμπαρατάσσονται με τις πρώτες. Η ωμή βία των Σέρβων στις αρχές του πολέμου τους εμφάνισε ως "κακούς"που σκοτώνουν αθώους και προβαίνουν σε πράξεις γενοκτονίας, ενώ οι Βόσνιοι μπόρεσαν να προβάλουν μια εικόνα που τους παρουσίαζε ως αβοήθητα θύματα. Σε όλη τη διάρκεια του πολέμου, ο αμερικανικός τύπος έδωσε λίγη προσοχή στις εθνικές εκκαθαρίσεις και τα εγκλήματα πολέμου που έκαναν οι μουσουλμάνοι και οι Κροάτες, ή στην παραβίαση των ασφαλών περιοχών των Ηνωμένων Εθνών και της εκεχειρίας από τις δυνάμεις της Βοσνίας. Για τους Αμερικανούς, οι Βόσνιοι έγιναν, σύμφωνα με τη διατύπωση της Ρεμπέκας Ουέστ, "ο αγαπημένος βαλκανικός λαός, ο οποίος εγκαταστάθηκε στην καρδιά τους ως αθώος και πάσχων, πάντα σφαγιαζόμενος και ποτέ σφαγέας".
Οι ελίτ των Αμερικανών, επίσης, ήταν ευνοϊκά διατεθειμένες προς τους Βόσνιους, γιατί τούς άρεσε η ιδέα μιας πολυπολιτισμικής χώρας, και στα πρώτα στάδια του πολέμου η βοσνιακή κυβέρνηση πρόβαλε επιτυχώς αυτήν την εικόνα. Κατά τη διάρκεια του πόλεμου, η αμερικανική πολιτική παρέμεινε πεισματικά δεσμευμένη σε μια πολυεθνική Βοσνία, παρά το γεγονός ότι οι Σέρβοι και οι Κροάτες της Βοσνίας απέρριψαν στη συντριπτική τους πλειοψηφία αυτήν την ιδέα. Παρόλο που η δημιουργία ενός πολυεθνικού κράτους ήταν προφανώς αδύνατη, εφόσον η μια εθνική ομάδα προέβαινε σε πράξεις γενοκτονίας εναντίον άλλης, οι αμερικανικές ελίτ συνδύασαν αυτές τις αντιφατικές εικόνες στη σκέψη τους για να προκαλέσουν μια ευρύτατη συμπάθεια προς όφελος των Βόσνιων. Ο αμερικανικός ιδεαλισμός, η ηθικολογία, τα ανθρωπιστικά ένστικτα, η απλοϊκότητα, και η άγνοια σχετικά με τα δεδομένα της Βαλκανικής οδήγησαν τις ΗΠΑ να βρεθούν φιλικά προσκείμενες προς τους Βόσνιους και αντίθετες προς τους Σέρβους. Την ίδια περίοδο, η απουσία σημαντικών αμερικανικών συμφερόντων στη Βοσνία και οποιουδήποτε άλλου πολιτισμικού δεσμού με τη χώρα αυτή, αφαιρούσε κάθε δικαιολογία από την κυβέρνηση των ΗΠΑ για τη στάση της υπέρ των Βοσνίων, και για την αδράνεια της όταν οι Ιρανοί και οι Σαουδάραβες τους εξοπλίζουν. Με το να αρνείται να αναγνωρίσει τις πραγματικές αιτίες του πολέμου, η αμερικανική κυβέρνηση αποξενώθηκε από τους συμμάχους της, παρέτεινε τις μάχες και βοήθησε στη δημιουργία ενός μουσουλμανικού κράτους στα Βαλκάνια που επηρεάζεται σε σημαντικό βαθμό από το Ιράν. Στο τέλος, οι Βόσνιοι ένιωσαν μεγάλη πικρία από τη στάση των Ηνωμένων Πολιτειών, οι οποίες είπαν πολλά αλλά έπραξαν λίγα, και πολύ μεγάλη ευγνωμοσύνη για τους μουσουλμάνους συγγενείς τους, οι οποίοι τους πρόσφεραν τα αναγκαία χρήματα και όπλα για να επιβιώσουν και να επιτύχουν σημαντικές στρατιωτικές νίκες.
"Η Βοσνία είναι η Ισπανία μας", παρατήρησε ο Μπερνάρ Ανρί Λεβί, και ένας Σαουδάραβας δημοσιογράφος συμφώνησε ότι: "Ο πόλεμος στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη έχει γίνει το συναισθηματικό ανάλογο της μάχης εναντίον του φασισμού στη διάρκεια του ισπανικού εμφύλιου πόλεμου. Εκείνοι που πέθαναν, θεωρούνται μάρτυρες που προσπάθησαν να σώσουν τους ομόθρησκους μουσουλμάνους". Η σύγκριση είναι πρόσφορη. Σε μια εποχή κυριαρχίας των πολιτισμών, η Βοσνία είναι η Ισπανία όλων. Ο ισπανικός εμφύλιος πόλεμος ήταν ένας πόλεμος μεταξύ πολιτικών συστημάτων και ιδεολογιών, ο βοσνιακός πόλεμος ήταν ένας πόλεμος μεταξύ πολιτισμών και θρησκειών. Δημοκράτες, κομμουνιστές και φασίστες πήγαν στην Ισπανία για να πολεμήσουν στο πλευρό των ομοϊδεατών τους, και δημοκρατικές, κομμουνιστικές και, περισσότερο ενεργά, φασιστικές κυβερνήσεις παρείχαν αντίστοιχα βοήθεια. Στο γιουγκοσλαβικό πόλεμο υπήρξε μία παρόμοια μαζική κινητοποίηση εξωτερικής βοήθειας από χριστιανούς της Δύσης, ορθόδοξους χριστιανούς και μουσουλμάνους προς τους πολιτισμικούς συγγενείς τους. Οι κύριες δυνάμεις της Ορθοδοξίας, του Ισλάμ και της Δύσης ενεπλάκησαν σε μεγάλο βαθμό. Μετά από τέσσερα χρόνια, ο ισπανικός εμφύλιος πόλεμος έφτασε σε ένα οριστικό τέλος με τη νίκη των δυνάμεων του Φράνκο. Οι πόλεμοι μεταξύ των πολιτισμικών κοινοτήτων στη Βαλκανική μπορεί να υποχωρούν ή ακόμα και να σταματούν προσωρινά, αλλά δεν είναι πιθανό να υπάρξει οριστικός νικητής, και η ανυπαρξία κάποιου νικητή σημαίνει ανυπαρξία ενός τέλους σε αυτές τις διαμάχες. Ο ισπανικός εμφύλιος πόλεμος ήταν ένας πρόλογος του δεύτερου παγκόσμιου πόλεμου. Ο πόλεμος της Βοσνίας είναι άλλο ένα αιματηρό επεισόδιο στη συνεχιζόμενη σύγκρουση των πολιτισμών.

.~`~.
II
Διεθνή/κρατικά «ρεαλιστικά» και στρατηγικά στοιχεία

Πρόλογος
Με την κατάρρευση του διπολικού συστήματος δημιουργήθηκαν σοβαρά στρατηγικά και γεωπολιτικά κενά που αποδυνάμωσαν τα στοιχεία περιφερειακής σταθερότητας στα σημεία τομής επί του ευρασιατικού άξονα πόλων. Η κατάσταση αυτή επηρέασε, ιδιαίτερα μετά τον Β'Παγκόσμιο πόλεμο, δραστικά την Ευρωπαϊκή ήπειρο, η οποία κατά την περίοδο του Ψυχρού πολέμου για μισό σχεδόν αιώνα δεν είχε γνωρίσει πολεμική σύρραξη εξαιτίας της στατικής ισορροπίας που εγκαθίδρυσε το σιδηρούν παραπέτασμα. Όταν η ισορροπία τρόμου του Ψυχρού πολέμου, που εμπεριείχε και τον κίνδυνο από τα πυρηνικά όπλα, απώλεσε την επιρροή της, σχηματίστηκε το κατάλληλο έδαφος για περιορισμένα συμβατικάπεδία σύγκρουσης που πηγάζουν από τη διεθνή και περιφερειακή αντιπαράθεση.
Ο βόρειος άξονας της Ανατολικής Ευρώπης, ο οποίος εκτείνεται από τις χώρες της Βαλτικής έως την Ουγγαρία, ξεπέρασε αυτή τη μεταβατική περίοδο κρίσης με τα μικρότερα δεινά, δηλαδή μικρού μεγέθους συγκρούσεις και συναινετικές διασπάσεις, ενώ το νότιο τμήμα της, δηλαδή τα Βαλκάνια, όπου η εθνική και θρησκευτική διαφοροποίηση παρήγε μια πολύπλοκη γεωπολιτισμική συγκρότηση, μετατράπηκε σε επίκεντρο συμβατικών και παραστρατιωτικών συγκρούσεων, οι οποίες επιδιώχθηκε να νομιμοποιηθούν βάσει ιστορικών αιτιών.
Η συμμετοχή της Βοσνίας και του Κοσόβου, που... βρίσκονταν στο επίκεντρο των συγκρούσεων, οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στο ότι εκτείνονται επί του σημείου τομής του εν λόγω γεωπολιτικού κενού με το πεδίο γεωπολιτισμικών αντιπαραθέσεων. Εκ των δύο βασικών αξόνων της βαλκανικής γεωπολιτικής ο άξονας Ντράβα-Σάββα έχει κέντρο τη Βοσνία Ερζεγοβίνη, η οποία περιστοιχίζεται απο την Κροατία και τη Σερβία, ενώ το κέντρο του άξονα Μοράβα-Βαρδάρη έχει κέντρο του το Κόσοβο, το οποίο περιστοιχίζεται από τη Σερβία, την Π.Γ.Δ.Μ., τη Βουλγαρία και μερικώς από την Ελλάδα.
---------------------------------------------------------------
The Bifurcation of the Nerodimka River is located in Uroševac, Kosovo. The Nerodimka divides into two irreversible branches. The left branch flows into the Black Sea (Morava–Danube), and the right branch flows into the Aegean Sea (Vardar-Αξιός). Δες επίσης: Danube–Morava–Vardar Project.
---------------------------------------------------------------
Οι παραπάνω δύο άξονες, οι οποίοι κατά τον Β'Παγκόσμιο πόλεμο και τον Ψυχρό πόλεμο αποτέλεσαν τα βασικά ερείσματα της γεωπολιτικής των Βαλκανίων, αποτελούν ταυτόχρονα άξονες έντονης γεωπολιτισμικής αντιπαράθεσης και διαχωρισμού, που αύξησαν το ενδιαφέρον των παγκόσμιων και περιφερειακών υποκειμένων στους στρατηγικούς δεσμούς των Βαλκανίων. Η βάρβαρη συμπεριφορά της υπο την προεδρία τον Μιλόσεβιτς σερβικής κυβέρνησης βρήκε πρόσφορο πεδίο να ελιχθεί σε ένα σημείο τομής στο οποίο συγκρούονται τα εν λόγω γεωπολιτικά και γεωπολιτισμικά ενδιαφέροντα και στον βωμό των οποίων θυσιάζεται χάριν της ρεαλιστικής πολιτικής (Realpolitik) το διεθνές δίκαιο.
Η κρίση στη Βοσνία και στο Κόσοβο πρέπει να αξιολογηθεί στο πεδίο τομής των αντιπαραθέσεων, το οποίο σχηματίζεται από τρία επίπεδα που συσχετίζονται μεταξύ τούς. Το πρώτο εξ'αυτών συνίσταται στις αντιπαραθέσεις στο επίπεδο του συστήματος των διεθνών σχέσεων, στις οποίες επεμβαίνουν τα παγκόσμια υποκείμενα. Το δεύτερο επίπεδο συνίσταται στις περιφερειακές αντιπαραθέσεις στον βαλκανικό άξονα που περικλείει και τη ζώνη της Ανατολικής Ευρώπηςκαι της Ανατολικής Μεσογείου. Το τρίτο επίπεδο είναι των άμεσων αντιπαραθέσεων, με μικρότερη ισχύ στις σχέσεις της Βοσνίας και του Κοσόβου με τις γειτονικές τους χώρες, και οι οποίες αντιπαραθέσεις πηγάζουν από τις γεωπολιτισμικές διασπάσεις στην περιοχή. Προτεραιότητα, για να τεθούν επί τάπητος όλες οι διαστάσεις της κρίσης, αποτελεί ο από κοινού χειρισμός των στοιχείων, τα οποία είτε πηγάζουν από τις εσωτερικές δομές των εν λόγω επιπέδων είτε προκύπτουν από τις μεταξύ τους σχέσεις.

α´
Κατά τη μεταψυχροπολεμική περίοδο το Βαλκανικό ζήτημα, το οποίο ξεκίνησε με τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, κλιμακώθηκε με την εθνοκάθαρση που έλαβε χώρα στη Βοσνία και απέκτησε νέο χαρακτήρα με την κρίση στο Κόσοβο, ενώ έπαψε σταδιακά να αποτελεί μία περιφερειακού χαρακτήρα σύγκρουση εισερχόμενη σε μία διαδικασία του διεθνούς συστήματος και των δυνάμεων που υφίστανται στο κέντρο του. Στο πλαίσιο αυτό τα Βαλκάνια αποτέλεσαν πεδίο δοκιμών τόσο των διεθνών οργανισμών, που εμφανίστηκαν μετά τον Β'Παγκόσμιο πόλεμο, όσο και των κέντρων ισχύος της νέας περιόδου. Οι αβεβαιότητες που βιώνονται σε επίπεδο αξιών και μηχανισμών στο διεθνές σύστημα αντικατοπτρίζονται άμεσα στο εν λόγω πεδίο συγκρούσεων. Και οι αλλαγές στην ισορροπία δυνάμεων, είτε παγκόσμιας κλίμακας είτε ηπειρωτικής, ασκούν τις πιο συγκλονιστικές επιρροές τους πάλι σε αυτό το πεδίο.
Από αυτή τη σκοπιά είναι αξιοπρόσεκτο το γεγονός ότι η επέμβαση στο Κόσοβο, που πραγματοποιήθηκε την άνοιξη του 1999, δημιούργησε μία διπλωματική και στρατιωτική εικόνα κατά την οποία δικαίωμα επέμβασης επιτρέπεται να έχουν όλες οι μεγάλες δυνάμεις που διαθέτουν τη δυνατότητα να αναπτύξουν παγκόσμιας κλίμακας στρατηγική. Για τον λόγο αυτό η εξέταση των εξελίξεων που διαδραματίστηκαν στα μεταψυχροπολεμικά Βαλκάνια απαιτεί όχι μόνο περιφερειακή ανάλυση αλλά και μία ευρύτερη ανάλυση που θα περικλείει και τα βασικά στοιχεία του διεθνούς συστήματος.
Οι ανταγωνισμοί του συστήματος που κλιμάκωσαν τις κρίσεις σε Βοσνία και Κόσοβο διακρίνονται σε τρεις βασικές ενότητες: α) Στην αντιπαράθεση παγκόσμιων συμφερόντων μεταξύ των ΗΠΑ-Ευρώπης/Γερμανίας. β) Στην αντιπαράθεση σε ηπειρωτικό επίπεδο μεταξύ Αγγλίας/Γαλλίας, Γερμανίας και Ρωσίας στην Ευρώπη. γ) Στην αντιπαράθεση σε επίπεδο διεθνούς δικαίου και οργανισμών, που προκαλούν οι αντιπαραθέσεις με βάση τον άξονα ισχύος.
Εάν σε επίπεδο συστήματος εξεταστούν οι ανταγωνισμοί στις διεθνείς σχέσεις διαπιστώνουμε ότι ένα πολύ ενδιαφέρον στοιχείο τους συνιστά η διαχείριση του κατάλληλου χρόνου μεταξύ των κρίσεων που καθιστούν παθητικά τα Βαλκάνια και τη Μέση Ανατολή, επί των οποίων επιδρούν πολύ σκληρά και άμεσα οι ανταγωνισμοί του συστήματος. Αυτές οι δύο περιοχές, τις οποίες το διπολικό σύστημα της περιόδου του Ψυχρού πολέμου είχε υποβάλει στην πιο σκληρή και τεχνητή διάσπαση με τη δυναμική που εμφανίστηκε κατά τη μεταψυχροπολεμική περίοδο στη διεθνή συγκυρία, έγιναν μάρτυρες επίσης ενός άμεσου και παράλληλου ανταγωνισμού μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων, οι οποίες επιθυμούσαν να διευρύνουν το πεδίο δραστηριότητάς τους.
Υπ'αυτή τη σκοπιά είναι ιδιαιτέρως αξιοπρόσεκτη η παρατηρούμενη σχέση μεταξύ της διαχείρισης του κατάλληλου χρόνου του πολέμου τον Κόλπου -ο οποίος προλείανε το έδαφος, για να επανέλθει στην επικαιρότητα η προσπάθεια επανίδρυσης του μεταψυχροπολεμικού διεθνούς συστήματος μέσω της ρητορείας της νέας τάξης πραγμάτων- και της κρίσης της Βοσνίας, στην οποία συνεχίστηκε ο πόλεμος, κατά τον οποίο και θυσιάστηκαν όλα τα βασικά στοιχεία της σχετικής ρητορείας στον βωμό των άτεγκτων ισορροπιών της ρεαλιστικής πολιτικής. Σε σύντομο χρονικό διάστημα μετά τη λήξη του πολέμου του Κόλπου και την εδραίωση της αμερικανικής κυριαρχίας στη Μέση Ανατολή μέσω μίας παγκόσμιας ρητορείας το πεδίο σύγκρουσης των παγκόσμιων δυνάμεων ασφάλειας μετατοπίστηκε στα Βαλκάνια.
Αυτός ο παραλληλισμός ακολούθησε μία παρόμοια πορεία με τις αμοιβαίες κινήσεις μίας παρτίδας σκακιού. Οι ΗΠΑ, οι οποίες διαπίστωσαν στοιχεία της γερμανικής ευρεσιτεχνίας στην τεχνολογία όπλων του Ιράκ, με τον πόλεμο του Κόλπου κατόρθωσαν να κινητοποιήσουν όλα τα διεθνή υποκείμενα, ούτως ώστε να επιβεβαιώσουν ότι αποτελούν τον τελικό ρυθμιστή τόσο των παγκόσμιων, όσο και των περιφερειακών ισορροπιών αναπτύσσοντας την έννοια της νέας τάξης πραγμάτων. Με τον πόλεμο τον Κόλπου απέδειξαν επίσης τη ρεαλιστική ισχύ της εν λόγω ικανότητας.
Οι ευρωπαϊκές δυνάμεις με καθοδηγητή τη Γερμανία, οι οποίες αναγκάστηκαν να αποδεχτούν αυτή την de fαctο ανωτερότητα, αφενός, με μία διπλωματική αντεπίθεση επιδίωξαν να προσελκύσουν στον ευρωπαϊκό άξονα (Διαδικασίες του 'Οσλου και της Μαδρίτης) την ειρηνευτική διαδικασία της Μέσης Ανατολής και, αφετέρου, θέλησαν να επιβεβαιώσούν ότι τα Βαλκάνια και η Ανατολική Ευρώπη ανήκουν στο πεδίο επιρροής τους εγκαινιάζοντας τη διαδικασία διάσπασης της Γιουγκοσλαβίας, η οποία δημιούργησε άλλη μία de facto κατασταση. Αυτή η διαδικασία κατακερματισμού των μεγάλων δυνάμεων κατά τη διάρκεια του πολέμού του Κόλπου προκάλεσε τη φθορά κάποιων ρυθμιστικών εννοιών πού χρησιμοποιήθηκαν, όπως διεθνής κοινή γνώμη και δυτικές αξίες, και αύξησε την επιρροή των στοιχείων ρεαλιστικής πολιτικής επί τον διεθνούς συστήματος.

β´
Στις θέσεις που αναπτύχθηκαν αναφορικά με τη μεταψυχροπολεμική διεθνή τάξη και τα πεδία συγκρούσεων εμπεριέχονται στοιχεία πού νομιμοποιούν και κατευθύνούν τις εξελίξεις σε αυτά τα δύο πεδία κρίσεων. Η θεωρία τον Fukuyama με τίτλο Το τέλος της ιστορίαςανέλαβε έναν νομιμοποιητικό ρόλο πριν από τον πόλεμο του Κόλπου αναγγέλλοντας την απόλύτη νίκη του δυτικού πολιτισμού και των αξιών του ως του βασικού στοιχείου μίας νέας διεθνούς τάξης, ενώ η θεωρία του Huntington με τίτλο Η σύγκρουση των πολιτισμώνπαρουσιάζοντας την κρίση στα Βαλκάνια ως ένα πεδίο συγκρούσεων για το οποίο ευθύνη φέρουν και οι μη Δυτικοί πολιτισμοί επιχείρησε να υποστηρίξει μία άποψη η οποία καλύπτει τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας πού διέπραξαν οι Σέρβοι καθώς και την πολιτική των δύο μέτρων και δύο σταθμών πού εφάρμοσαν οι δυτικές χώρες με την έμμεση συμβολή τους σε αυτά τα εγκλήματα.
Στην πρώτη φάση της κρίσης στα Βαλκάνια οι ΗΠΑ έναντι της σαφούς ανωτερότητας που εξασφάλισαν στην περιοχή τον Κόλπού, εθελοτύφλησαν σε περιορισμένο βαθμό, πλην των επιχειρήσεων διεύρυνσης του ΝΑΤΟ, στην ολίσθηση της Ανατολικής Ευρώπης προς το πεδίο επιρροής της Ευρώπης και ειδικότερα της Γερμανίας. Στο πλαίσιο αυτό οι ΗΠΑ, που με μια ιδιαίτερα ψύχραιμη πολιτική σφυγμομετρούσαν τον εσωτερικό ανταγωνισμό στην Ευρώπη, άρχισαν από τις αρχές της δεκαετίας του ενενήντα να παρακολουθούν στενά την επιρροή αυτών των αντίπαλων κινήσεων στα Βαλκάνια.
Τελικά, η Γερμανία εφάρμοσε με ψυχολογία μίας υποψήφιας υπερδύναμης τη διαδικασία διάσπασης της Γιουγκοσλαβίας, ως αποτέλεσμα του διαμοιρασμού αυτού του έμμεσού πεδίου επιρροής, διευρύνοντας το δικό της τελικά πεδίο επιρροής της διαμέσου της Σλοβενίας και της Κροατίας προς την Αδριατική με αποτέλεσμα να κινητοποιήσει τις ισορροπίες στο εσωτερικό της Ευρώπης. Ο Αγγλογαλλικός συνασπισμός, ο οποίος ενεργοποιήθηκε με την απόφαση του Συμβουλίού Ασφαλείας του ΟΗΕ, άρχισε να ακολουθεί μία αντιπαρεμβατική πολιτική πού εξασφάλιζε τη συνέχεια του καθεστώτος στη Βοσνία υπέρ της Σερβίας ως τρίτου στοιχείου εξισορροπώντας έτσι την κλασική γερμανοσλαβική άμιλλα. Η γαλλοαγγλική διπλωματική και στρατιωτική αποστολή, ανησυχουσα από την αυξανόμενη γερμανική επιρροή στην Ευρώπη, με την ψυχολογία ενός εξισορροπητικού στοιχείου και αποφεύγοντας την ανάληψη ρίσκου ακολούθησε την τακτική παγιοποίησης της κατάστασης διαχέοντας την κρίση στον χρόνο. Η πολιτική αυτή που υποστηρίχθηκε από τη Ρωσία, η οποία επιθυμούσε τη νομιμοποίηση του καθεστώτος πού είχε προκυψει από την εθνοκάθαρση στη Βοσνία, είχε ως αποτέλεσμα η διεθνής κοινότητα επί δύο χρόνια να παρακολούθεί (απαθής) τις σφαγές στη χώρα αυτή.
Οι παραπάνω παγκόσμιας και ηπειρωτικής κλίμακας ανταγωνισμοί μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων προλείαναν το έδαφος, για να συνεχιστεί ενεργα η εθνοκάθαρση διαχεόμενη χρονικά. Η εν λογω διαδικασία ολοκληρώθηκε με τη συμφωνία του Ντέιτον, που πραγματοποιήθηκε κατόπιν βέλτιστου αμφίδρομου συμβιβασμού μεταξύ της Γερμανιας και των ΗΠΑ. Οι στρατιωτικές επεμβασεις που πραγματοποιήθηκαν πριν από τη συμφωνία καθώς και αυτή καθεαυτή η συμφωνία, από τη μια, εξασφάλισαν την επέκταση της ζώνης επιρροής της Γερμανίας στην Αδριατική κατοχυρώνοντας τη συνοριακή ακεραιοτητα της Κροατίας και, από την άλλη, νομιμοποιώντας την είσοδο των αμερικανικών δυνάμεων στη Βοσνία, και κατά συνέπεια στα Βαλκάνια και στην Ανατολική Ευρώπη, μετέτρεψε τις ΗΠΑ σε βασική καθοριστική και νόμιμη δύναμη της περιοχής.
Με αυτό τον τρόπο οι ΗΠΑ, που χρησιμοποίησαν την κρίση στη Βοσνία, προκειμένου να ασκήσουν μία ιδιαιτέρως ενεργή πολιτική, αποκτώντας τη δυνατότητα να εισέλθουν εμπράκτως στην περιοχή ανέδειξαν τόσο τις εσωτερικές αδυναμίες της Ευρώπης στο θέμα επίλυσης κρίσης και χρήσης ισχύος όσο και την αδυναμία επίλυσης των υποθέσεων εσωτερικής ασφάλειας της Ευρώπης απουσία των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ. Μετά τη διαδικασία του Ντέιτον το ΝΑΤΟ ξεκίνησε να υπεισέρχεται ως στοιχείο ασφάλειας σε κάθε πεδίο όπου η ΕΕ έχει επεκταθεί οικονομικά. Η διπλωματική πλευρά αυτής της κατάστασης έγκειται στο ότι η ασφάλεια του πεδίου οικονομικής επιρροής της Ευρώπης εξασφαλίζεται από την έμπρακτη ισχύ του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ.
Υπ'αυτή την έννοια η συμφωνία του Ντέιτον, η οποία μετέτρεψε τη Βοσνία σε μία απροσδιόριστη πολιτικη οντότητα, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μία οριστική λύση αλλά ως μία προσωρινή επιχείρηση αναβολής της κρίσης που ελέγχει την εξάπλωση του διεθνούς ανταγωνισμού στα περιφερειακά πεδία κρίσεων. Στη Βοσνία δεν έχει επιτευχθεί ακόμα μία οριστική λύση εριδόμενη στην κυριαρχία του βοσνιακού λαού, αλλά αντιθέτως έχει καθοριστεί ένα προσωρινό καθεστώς βασιζόμενο στην παγίωση της κρίσης και στη διεύθυνση της διαδικασίας από τις δυνάμεις τον ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ. Η κλιμάκωση της κρίσης στο Brčko κατά την περίοδο που συνεχιζόταν η επέμβαση στο Κόσοβο το 1999 αποτέλεσε μία ξεκάθαρη ένδειξη πως αυτό το προσωρινό καθεστώς Θα μπορούσε ανά πάσα στιγμή να μετατραπεί εκ νέου σε σύγκρουση. Το στοιχείο που εξασφαλίζει ως αυτή τη στιγμή την προσωρινή ειρήνη στη Βοσνία δεν είναι η χρήση των κυριαρχικών δικαιωμάτων βασιζόμενων στο διεθνές δίκαιο αλλά η προσωρινή σταθερότητα που εξασφαλίζούν οι συγκυριακές δυνάμεις ισορροπίας του συστήματος. Στις ημέρες μας στη Βοσνία, όπου η κατάσταση φαίνεται να είναι ήρεμη, εξακολουθεί να διακρίνεται μία ευαισθησία ικανή ανά πάσα στιγμή να επηρεαστεί από τους εσωτερικούς ανταγωνισμούς των διεθνων δυνάμεων του συστήματος.

γ´
Από τη σκοπιά τον ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων σε επίπεδο συστήματος αλλά και ισορροπιών που προκαλούνται από αυτό τον ανταγωνισμό παράλληλα προς τα υφιστάμενα πολύ σημαντικά στοιχεία συνέχειας μεταξύ των κρίσεων της Βοσνίας και του Κοσόβου παρατηρούνται και σοβαρές διαφοροποιήσεις συμφερόντων. Στα πλαίσια της διαπεριφερειακής αλληλεπίδρασης της Μέσης Ανατολής και των Βαλκανίων, εάν επιχειρήσουμε να προβούμε στην εξέταση μιας ενδιαφέρουσας συγκυρίας των κρίσεων που παρατηρούνται σε αμφότερα, θα διαπιστώσούμε πως δεν είναι σύμπτωση πως η κρίση στο Κόσοβο ξεκίνησε να κλιμακώνεται στις αρχές τον 1998, κατόπιν μίας κρίσης στη Μέση Ανατολή, η οποία μετά τον πόλεμο του Κόλπου άγγιξε τα όρια τον Θερμού πολέμου. Δεν αποτελεί σύμπτωση ούτε η έναρξη των συγκρούσεων στην τέως Γιουγκοσλαβία το 1991, μερικούς μήνες μετά τον βομβαρδισμό της Βαγδάτης, αλλά ούτε και η έκρηξη στο Κόσοβο στις αρχές τον 1998, αμέσως μετά την αποτροπή ενός τέτοιου βομβαρδισμού.
Η άρνηση της Γαλλίας και της Ρωσίας, που επωμίζονταν ενεργό ρόλο στην κρίση της Βοσνίας, να δώσούν το πράσινο φως στην επέμβαση των ΗΠΑ στο Ιράκ στις αρχές του 1998 επηρέασε και τις ισορροπίες δυνάμεων στα Βαλκάνια. Η Γερμανία ασκώντας μία περίτεχνη πολιτική φάνηκε να στέκεται στο πλευρό των ΗΠΑ και αξιολόγησε τη διχασμένη πολιτική στο εσωτερικό της Ευρώπης ως ένα μέσο ευελιξίας. Η αντίδραση των ΗΠΑ εμπεριέχουσα ιδιαίτερα σκληρές ενέργειες στην κρίση του Κοσόβου στις αρχές του 1998 κομίζει ενα μήνυμα προς τη Ρωσία, η οποία αντιλαμβάνεται την περιφερειακή επιρροή της Σερβίας ως τμήμα της δικής της παγκόσμιας επιρροης, και προς την παραδοσιακή φίλη της Σερβίας, τη Γαλλία, η οποία της παρείχε υλικοτεχνική υποστήριξη.
Άλλος ένας σημαντικός παραλληλισμός μεταξύ των κρίσεων στη Βοσνία και στο Κόσοβο συνίσταται στην επανεμφάνιση του φιλοσερβικού Αγγλογαλλικού (Αγγλοφραγκικού) συνασπισμού, ο οποίος μετέτρεψε σε εθνοκάθαρση την κρίση στη Βοσνία, και στη διαδικασία του Κοσόβου και στην υιοθέτηση μίας στάσης η οποία επηρέασε αρνητικά την αποφασιστικότητα του ΝΑΤΟ κατά τη διάρκεια των συναντήσεων που πραγματοποιήθηκαν πριν την επέμβαση του ΝΑΤΟ. Το [επιπλέον] χρονικό διάστημα που δόθηκε επανειλημμένως στούς Σερβους εξασθένησε την αποτροπή και επέτρεψε στους Σέρβους, οι οποίοι φέρουν το βαρύ φορτίο των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας στη Βοσνία, να αποκτήσουν εκ νέου νομιμότητα στη διεθνή διπλωματία. Κατά τη διάρκεια των ειρηνευτικών συνομιλιών η υιοθέτηση από τον Αγγλογαλλικό συνασπισμό μίας πιο σκληρής στάσης πριν από την επέμβαση στη Βοσνία δεν πηγάζει από το δίδαγμα της εμπειρίας στην Βοσνία αλλά από την προσπάθεια εξισορρόπησης της βαρύτητας στην περιφερειακή πολιτική των ΗΠΑ, οι οποίες με το Ντέιτον εισήλθαν αναπόφευκτα στην περιοχή.
Οι ΗΠΑ, θεωρώντας πως η απραξία στο θέμα του Κοσόβου Θα μπορούσε να εξαπλωθεί στην περιοχή και να αποδυναμώσει τις δυνάμεις των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ είτε στη Βοσνία είτε στη Μακεδονία, αισθάνθηκαν την υποχρέωση να συμπεριφερθούν με μεγαλύτερη ευαισθησία από τη σκοπιά της διαχείρισης του κατάλληλου χρόνου. Από την άλλη πλευρά η μετατροπή του ΝΑΤΟ σε έναν οργανισμό της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης με την ένταξη στους κόλπους του κατά την επικείμενη Σύνοδο Κορυφής της Ουγγαρίας, της Τσεχίας και της Πολωνίας επηρέασε θετικά την αποφασιστικότητά του για επέμβαση, συνεπώς και την πορεία της κρίσης στο Κόσοβο. Οι ΗΠΑ δια μέσου τον ΝΑΤΟ εμπλέκονται πλέον αμεσα στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη και η θέση αυτή μετατρέπει τα προβλήματα της περιοχής σε άμεσα στοιχεία της αμερικανικής στρατηγικής. Για τους λόγούς αυτους κατά τη διάρκεια της επέμβασης του ΝΑΤΟ και στη συνέχεια αυτής ο Αγγλογαλλορωσικός συνασπισμός, στον οποίο είχαν εμφανιστεί ρωγμές, περιόρισε το πεδίο δράσης του στη Βοσνία, ενώ η Γερμανία απέκτησε μία σημαντική ικανότητα ελιγμών χρησιμοποιώντας με δραστικό τρόπο τη διπλωματική ευελιξία της στις ενδοηπειρωτικές δυνάμεις.
Η αυξανόμενη επιρροή των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ στην περιοχή ανησύχησε σοβαρά τη Ρωσία, γεγονός το οποίο δι'ενός και πάλι ιστορικού αντανακλαστικού προκάλεσε μια προσέγγιση μεταξύ Γαλλίας και Ρωσίας. Η Γερμανία, η οποία προτιμούσε τη δραστηριοποίηση του πολυμερούς πεδίου επιρροής επιρροής του ΝΑΤΟ από την απευθείας επιρροή των ΗΠΑ, παρακολουθούσε τις εξελίξεις με τη χαρακτηριστική γερμανική ψυχραιμία και πειθαρχία. Έτσι προλείανε το έδαφος για τη διεθνή και εθνική νομιμοποίηση αναφορικά με την πρώτη, έπειτα από τον Β'Παγκόσμιο πόλεμο, χρήση της στρατιωτικής ισχύος εκ μέρους της. Η Αγγλία, η οποία από τη σκοπιά των ευρωπαϊκών ισορροπιών βρίσκεται εγγύτερα στη Γαλλία, ενώ από τη σκοπιά των διεθνών ισορροπιών εγγύτερα στις ΗΠΑ, στην τελική φάση επιχείρησε να αναλάβει ένα εξισορροπητικό ρόλο...
...προκαλεί εντύπωση η πραγματοποίηση της επέμβασης στο Κόσοβο την επαύριον της νέας και ευκρινέστερης διατύπωσης της αποστολής του ΝΑΤΟ, που έγινε κατά τη διάρκεια της 50ης επετείου από την ίδρυση του, την 25η Απριλίου 1999, και ταυτόχρονα με την έναρξη της διαδικασίας ένταξης της Πολωνίας, της Ουγγαρίας και της Τσεχικής Δημοκρατίας στη Συμμαχία. Είναι αδύνατο να κατανοηθούν οι επιπτώσεις της εν λόγω επέμβασης στις παγκόσμιες ισορροπίες, αν δε εκτιμηθεί η έμφαση που δίνεται στο Νέο Στρατηγικό Δόγμα (concept) της συμμαχίας, το οποίο και εξαγγέλθηκε κατά τη Σύνοδο Κορυφής της Ρώμης το 1991, σύμφωνα προς το οποίο «η συμμαχία Θα διατηρήσει τη στρατηγική ισορροπία στην Ευρώπη» καθώς και οι έκτοτε γινόμενες αναθεωρήσεις προς την κατεύθυνση αυτή.
Από αυτή τη σκοπιά ο στόχος της επέμβασης στο Κόσοβο δεν περιορίζεται μόνο στον τερματισμό της ανθρώπινης τραγωδίας. Στόχος ήταν ο παραγκωνισμός και ο έλεγχος της στρατιωτικής ισχύος του Μιλόσεβιτς, ο οποίος ακολουθούσε επιθετικές πολίτικες, σε μία νέα περίοδο κατά την οποία το ΝΑΤΟ είχε αρχίσει να εδραιώνει την παρουσία του στο κέντρο των νέων στρατηγικών ισορροπιών, οι οποίες είχαν αρχίσει να διαμορφώνονται στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη. Η σημασία του εν λόγω παραγκωνισμού γίνεται ακόμη πιο κατανοητή, αν αναλογιστεί κανείς ότι κατά τη διάρκεια του Ψυχρού πολέμου η Γιουγκοσλαβία διέθετε την τρίτη στη σειρά μεγάλη στρατιωτική ισχύ στην Ευρώπη. Οι ΗΠΑ, οι οποίες θεωρούν ότι η στρατηγική κορύφωση κατά την προσεχή περίοδο Θα αναπτυχθεί κυρίως στον αξονα της Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής, δημιουργούν στην Ευρώπη ένα πεδίο στρατηγικής ασφάλειας με άξονα το ΝΑΤΟ και στη Μέση Ανατολή μία αμερικανική στρατιωτική δύναμη. Οι εξελίξεις που διαδραματίστηκαν κατά τη διάρκεια της επέμβασης στο Κόσοβο, αλλά και μετά απ'αυτήν, απέδειξαν ότι δεν ήταν σύμπτωση η χρονική στιγμή μεταξύ της Συνόδου Κορυφής της Ουάσιγκτον του 1999, κατά την οποία εξετάστηκαν τα σχέδια διεύρύνσης του ΝΑΤΟ προς την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, και της επέμβασης στο Κόσοβο. Οι ΗΠΑ, οι οποίες ήταν αποφασισμένες να καλύψούν το πεδίο γεωπολιτικού κενού, που δημιουργήθηκε μετά τη διαταραχή της υφιστάμενης ισορροπίας στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, ανέλαβαν έναν νέο εξισορροπητικό στρατηγικό ρόλο στο διαμορφωθέν από το ΝΑΤΟ πεδίο ασφάλειας και στη ζώνη η οποία εκτείνεται από την Πολωνία έως την Αδριατική.

Επίλογος
Από αυτή τη σκοπιά, η επέμβαση στο Κόσοβο αποτέλεσε αρχικά το πρώτο σταδιο περιορισμού της στρατιωτικής δύναμης της Σερβίας, η οποία στον εν λόγω στρατηγικό άξονα διέθετε τη σοβαρότερη στρατιωτική ισχύ και είχε την τάση να τη χρησιμοποιήσει με μία ανεξέλεγκτη επιθετικότητα στη Βοσνία, ακολούθως να την ελέγξει και τέλος να την εντάξει στο σύστημα. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που η επεμβαση είχε ως στόχο κυρίως την αεράμυνα της Σερβίας. Αφότου τέθηκε εκτός μάχης η αεράμυνα, η οποία συνιστούσε το μοναδικό ικανό στοιχείο, για να απειλήσει την αποτρεπτική και δραστική ισχύ του ΝΑΤΟ, εξουδετερώθηκε η στρατιωτική αντίσταση της Σερβίας έναντι έξωθεν προερχόμενων εξισορροπητικών επεμβάσεων. Όπως ακριβώς και με την περίπτωση του πολέμου του Κόλπου, επιδιωκόμενο ήταν, πέραν της ανεξαρτησίας του Κουβέιτ, και η μείωση της ικανότητας του Ιράκ, το οποίο διέθετε στρατιωτική ισχύ στη Μέση Ανατολή κατά πολύ μεγαλύτερη από μια συνηθισμένη περιφερειακή δύναμη, κάτω από το επιτρεπόμενο όριο της ισορροπίας δυνάμεων στην περιοχή, έτσι και με την τελευταία επέμβαση στο Κόσοβο εκτός του ότι επιδιώχθηκε ο τερματισμός της εθνοκάθαρσης υπήρξε και μία προσπάθεια υποβάθμισης της ισχύος της Γιουγκοσλαβίας, η οποία κατά τη διάρκεια του Ψυχρού πολέμου διέθετε μία στρατιωτική δύναμη πάνω από τον μέσο όρο των ισορροπιών ισχύος της Ανατολικής Ευρώπης και κάτω από το επίπεδο αντίστασης κυρίως των συστημάτων αεράμυνάς της.
Η στρατιωτική ισχύς της Σερβίας, η οποία περιορίστηκε με την επέμβαση στο Κόσοβο, τέθηκε υπό έλεγχο σε δεύτερο στάδιο με εσωτερικες πολιτικές διευθετησεις. Η απομάκρύνση του Μιλόσεβιτς από την εξουσία εξασφάλισε την επισημοποίηση αυτού του μηχανισμού ελέγχού. Το τρίτο στάδιο της εν λόγω διαδικασίας αποτελεί η παράδοση του Μιλόσεβιτς στο Διεθνές δικαστήριο, προκειμένού να δικαστεί για εγκλήματα πολέμου, κάτι που αξιολογείται ως επανένταξη στο σύστημα. Με το συγκεκριμένο γεγονός καθώς και με τη διεθνή βοήθεια, η οποία παρασχέθηκε κατά τρόπο συγχρονισμένο με αυτό, ξεκίνησε η διαδικασία επανένταξης της Σερβίας στο διεθνές σύστημα. Με τον ελεγχο κατ'αρχάς της Σερβίας και έπειτα με την επανένταξή της στο σύστημα περιορίστηκε ένα σημαντικό πεδίο κινδύνου ευρισκόμενο επί της πορείας της διεύρυνσης τον ΝΑΤΟ προς την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, και μειώθηκε το ενδεχόμενο έντασης μεταξύ Ουγγαρίας, της οποίας η ένταξη στο ΝΑΤΟ έχει οριστεί, και Σερβίας με αντικείμενο τη Βοϊβοδίνα. Ωστόσο, παρ'όλες αυτές τις εξελίξεις, οι αντιπαραθέσεις του διεθνούς συστήματος αναφορικά με την περιοχή δεν μειώθηκαν.

.~`~.
Έξοδος

Η ΝΑΤΟική επιχείρηση έναντι του Κοσόβου εμπεριέχει τα στοιχεία συνέχειας της ευρασιατικής στρατηγικής των ΗΠΑ. Οι ΗΠΑ, οι οποίες διεξήγαν τον πόλεμο του Κόλπου βάσει της αρχής κοινής ασφάλειας του ΟΗΕ, διεξήγαν επίσης και την επιχείρηση στο Κόσοβο βάσει των συμμαχικών ισορροπιών του ΝΑΤΟ, το οποίο καθόρισε ως νέα αποστολή του την υπεράπιση της στρατηγικής ισορροπίας στην Ευρώπη. Οι ΗΠΑ επιχειρώντας την απόβαση στη Νορμανδία επενέβησαν στις ενδοευρωπαϊκές ισορροπίες μέσω της Δυτικής Ευρώπης ερχόμενες έτσι στο προσκήνιο του αγώνα για την παγκόσμια κυριαρχία. Ακριβώς αυτή τη θέση επιδιώκουν να διατηρήσουν και κατά τη μεταψυχροπολεμική περίοδο μέσω των επεμβάσεων του ΝΑΤΟ στην Ανατολική Ευρώπηεπιβεβαιώνοντας έτσι την επιρροή τους στην Ευρώπη.
Οι ειρηνευτικές ΝΑΤΟικές επιχειρήσεις εκδηλώθηκαν με τη μορφή επέκτασης στην Ανατολική Ευρώπη μέσω της Πολωνίας, της Ουγγαρίας και της Τσεχίας, ενώ οι στρατιωτικές επιχειρήσεις πραγματοποιήθηκαν ενάντια στη Σερβία, που συνέχιζε να αντιστέκεται στις μεταψυχροπολεμικές αναδιαρθρώσεις μετατρέποντας την αντίσταση της σε μια ευρύτερη εθνική καταστροφή.
Οι εξελίξεις που λαμβάνουν χώρα από τον Β'Παγκόσμιο πόλεμο ως σήμερα καταδεικνύουν ότι το κλειδί για την κεντρική θέση την οποία κατέχουν οι ΗΠΑ στο παγκόσμιο σύστημα βρίσκεται στη στρατηγική που εφαρμόζουν στην Ευρασία. Το βασικό στοιχείο της στρατηγικής αυτής συνίσταται στην ικανότητα επέμβασης στις υπόλοιπες ηπείρους και στις πολιτικές συμμαχιών. Αυτή η γεωπολιτική της ηγεμονικής τάξης που διαδραματίστηκε στο πλαίσιο μιας διπολικής διεθνούς σκηνής κατά τη διάρκεια του Ψυχρού πολέμου θα εξακολουθήσει να ασκεί την επιρροή της και στη μεταψυχροπολεμική τάξη πραγμάτων στο πλαίσιο πάντα της ισορροπίας δυνάμεων. Για όσο διάστημα οι ΗΠΑ θα εξακολουθήσουν να κατευθύνουν τη θέση και τις στρατηγικές επιλογές των άλλων μεγάλων δυνάμεων της Ευρασίας δημιουργώντας νέες ισορροπίες θα είναι σε θέση να διατηρήσουν την παγκόσμια εξισορροπητική θέση τους. Ενώ ο ΟΗΕ παρέχει νομιμοποιητική υποδομή σε μια τόσο εξισορροπητική και καθοριστική θέση, το ΝΑΤΟ λειτουργεί ως δύναμη επίθεσης και θεσμός στρατιωτικών εγγυήσεων. Από αυτή την άποψη η ΝΑΤΟική επιχείρηση στο Κόσοβο εκφράζει ιδιαίτερη σημασία όχι μόνο από περιφερειακή άποψη αλλά και παγκόσμιως.


Εισαγωγή, II και Έξοδος: Ahmet Davutoğlu, Το στρατηγικό βάθος, Εκδ. Ποιότητα. I: Samuel Huntington, Η σύγκρουση των πολιτισμών και ο ανασχηματισμός της παγκόσμιας τάξης, Εκδ. Terzo Books. Παρεκβάσεις: Γεράσιμος Κακλαμάνης, Το «ανατολικό ζήτημα» σήμερα, Εκδ. του εικοστού πρώτου.

.~`~.
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική

- Το μέλλον της Ε.Ε, η Ανατολική Ευρώπη -η Ουκρανία- και τα Βαλκάνια, ο Huntington, ο Brzezinski και οι πλανητικές πολιτικές των Η.Π.Α. Τα «Ανθρώπινα δικαιώματα», η «σύγκρουση των πολιτισμών» και τα «Ευρασιατικά Βαλκάνια» ως βαλκανοποίηση της υφηλίου και καλλιέργεια της ελεγχόμενης αναρχίας. Η απόρριψη του διλήμματος μεταξύ πυρηνικού ολοκαυτώματος ή πολιτιστικής ανυπαρξίας - προς μιας νέα ιστορική σύνθεση που θα εναντιώνεται στις θεωρίες και τους υπολογισμούς γραφείου-εργαστηρίου.
*

Ανθρωποποίηση.

Previous: Από την πρώην Γιουγκοσλαβία, το Κόσοβο και τη Βοσνία, στην Ανατολική Ευρώπη (και τη Μέση Ανατολή). Η εφαρμογή μιας στρατηγικής και η συνέχεια των «ιδεαλιστικών» και «ρεαλιστικών» στοιχείων της. Το σημείο τομής των γεωπολιτικών κενών και των πεδίων γεωπολιτισμικών αντιπαραθέσεων ή η «σύγκρουση των πολιτισμών», η διεύρυνση του ΝΑΤΟ και της «Δύσης», οι ανταγωνισμοί και τα στοιχεία συνέχειας της ευρασιατικής στρατηγικής των ΗΠΑ.

Άναρχες τάξεις και ισορροπίες ισχύος - μέρος α´. Βία στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, αλληλεξάρτηση και ολοκλήρωση, οι αρετές της αναρχίας - διαφορές εθνικών και διεθνών δομών, άναρχων και ιεραρχικών πεδίων, εσωτερικών και εξωτερικών υποθέσεων.

$
0
0
.
.~`~.
Βια στο εσωτερικό και στο εξωτερικό

Μεταξύ των ανθρώπων, όπως και μεταξύ των κρατών, η αναρχία, ή αλλιώς η απουσία κυβέρνησης, είναι συνδεδεμένη με την εμφάνιση της βίας. Λέγεται ότι η απειλή χρήσης βίας και η επαναλαμβανόμενη χρήση στρατιωτικής ισχύος είναι αυτό που διακρίνει τις διεθνείς από τις εθνικές υποθέσεις. Όμως στην παγκόσμια ιστορία είναι βέβαιο ότι οι περισσότεροι ηγεμόνες ήταν υποχρεωμένοι να έχουν υπόψη τους ότι οι υπηκόοι τους μπορεί να χρησιμοποιήσουν βία, για να τους αντισταθούν ή να τους ανατρέψουν. Αν η απουσία κυβέρνησης είναι συνδεδεμένη με την απειλή χρήσης βίας, το ίδιο συμβαίνει και με την παρουσία κυβέρνησης... Οι καταστρεπτικότεροι πόλεμοι κατά την εκατονταετία που ακολούθησε την ήττα του Ναπολέοντα έλαβαν χώρα όχι μεταξύ κρατών αλλά εντόςκρατών... Είναι εύκολο να παραβλέψουμε το γεγονός ότι οι αγώνες για την κατάκτηση και τη διατήρηση της εξουσίας, για την επιβολή της τάξης και για την επίτευξη κάποια μορφής δικαιοσύνης στο εσωτερικό των κρατών μπορεί να είναι πιο αιματηροί απ'ό,τι οι πόλεμοι μεταξύ κρατών.
Αν η αναρχία ταυτιστεί με το χάος, την καταστροφή και τον θάνατο, τότε η διάκριση μεταξύ αναρχίας και κυβέρνησης δεν μας λέει και πολλά. Τι είναι πιο επισφαλές, ο βίος ενός κράτους μεταξύ κρατών ή ο βίος μιας κυβέρνησης σε σχέση προς τους υπηκόους της; Η απάντηση ποικίλλει ανάλογα με τον χώρο και τον χρόνο. Ορισμένες φορές υπάρχουν ή αναμένονται χαμηλά ποσοστά βίας μεταξύ ορισμένων κρατών. Ορισμένες φορές υπάρχουν ή αναμένονται υψηλά ποσοστά βίας εντός ορισμένων κρατών. Η χρήση βίας ή ο συνεχής φόβος της χρήσης της δεν αποτελούν επαρκείς αιτιολογίες για τη διάκριση μεταξύ διεθνών και εσωτερικών υποθέσεων. Αν η πιθανή και η πραγματική χρήση βίας σημαδεύουν τόσο την εθνική όσο και τη διεθνή τάξη, τότε δεν μπορεί να υπάρξει μόνιμη διάκριση μεταξύ των δύο πεδίων βάσει της χρήσης ή της μη χρήσης βίας. Καμία ανθρώπινη τάξη δεν είναι απρόσβλητη από τη βία.
Για να ανακαλύψουμε ποιοτικές διαφορές μεταξύ εσωτερικών και εξωτερικών υποθέσεων, θα πρέπει να αναζητήσουμε κάποιο άλλο κριτήριο αντί για την εμφάνιση της βίας. Η διάκριση μεταξύ διεθνών και εθνικών πεδίων πολιτικής δεν βρίσκεται στη χρήση ή στη μη χρήση βίας αλλά στις διαφορετικές δομές τους. Όμως, αν ο κίνδυνος να υποστείς βίαιη επίθεση είναι μεγαλύτερος, για παράδειγμα, αν κάνεις έναν βραδινό περίπατο στο κέντρο του Ντιτρόιτ απ'ό,τι αν κάνεις πικνικ στη γαλλογερμανική μεθόριο, τότε τι πρακτική διαφορά έχει η διαφορά της δομής; Στον εθνικό, όπως και στον διεθνή χώρο, η επαφή δημιουργεί σύγκρουση και ενίοτε καταλήγει σε βία. Η διαφορά μεταξύ εθνικής και διεθνούς πολιτικής έγκειται όχι στη χρήση βίας αλλά στούς διαφορετικούς τρόπους οργάνωσης για την αντιμετώπιση της βίας. Μία κυβέρνηση, η οποία κυβερνά έχοντας κάποιο βαθμό νομιμοποίησης, επιφυλάσσει για τον εαυτό της το δικαίωμα χρήσης βίας -με άλλα λόγια, το δικαίωμα να εφαρμόζει μία σειρά κυρώσεων, προκειμένου να ελέγξει τη χρήση βίας από τούς υπηκόους της. Αν κάποιος χρησιμοποιήσει ιδιωτική βία, οι υπόλοιποι μπορούν να αποταθούν στην κυβέρνηση. Είναι κάτι παραπάνω από εμφανές ότι η κυβέρνηση δεν έχει το μονοπώλιο στη χρήση βίας. Εντούτοις, μία αποτελεσματική κυβέρνηση έχει το μονοπώλιο στη νομιμοποιημένηχρήση βίας και σε αυτό το σημείο νομιμοποιημένη κυβέρνηση σημαίνει ότι δημόσιοι παράγοντες είναι οργανωμένοι έτσι, ώστε να εμποδίζουν και να αντιμετωπίζουν την ιδιωτική χρήση βίας. Οι πολίτες δεν είναι αναγκαίο να προετοιμάζονται, για να υπερασπίσουν τούς εαυτούς τούς. Αυτό το κάνουν για λογαριασμό τους οι δημόσιες υπηρεσίες. Το εθνικό σύστημα δεν είναι σύστημα αυτοβοήθειας. Το διεθνές σύστημα είναι.

.~`~.
Αλληλεξάρτηση και ολοκλήρωση

α´
Η πολιτική σημασία της αλληλεξάρτησης ποικίλλει ανάλογα με το εάν ένα πεδίο είναι οργανωμένο έχοντας καθορισμένες και εδραιωμένες σχέσεις εξουσίας ή παραμένει ανοργάνωτο από τυπική άποψη. Εάν ένα πεδίο είναι τυπικά οργανωμένο, οι μονάδες του είναι ελεύθερες να εξειδικευτούν, να προωθούν η καθεμιά τα δικά της συμφέροντα, χωρίς να τις απασχολεί η ανάπτυξη των μέσων πού θα τούς επιτρέψουν να συντηρήσουν την ταυτότητά τους και να διατηρήσουν την ασφάλειά τούς ενόψει των άλλων μονάδων. Είναι ελεύθερες να εξειδικευτούν, επειδή δεν έχουν λόγο να φοβούνται την αυξανόμενη αλληλεξάρτηση πού επιφέρει η εξειδίκευση. Αν αυτοί που εξειδικεύονται περισσότερο ωφελούνται περισσότερο, τότε προκύπτει ανταγωνισμός στην εξειδίκευση. Αγαθά μεταποιούνται, δημητριακά παράγονται, η έννομη τάξη διατηρείται, εμπόριο διεξάγεται και οικονομικές υπηρεσίες παρέχονται από ανθρώπους που εξειδικεύονται σε ολοένα και στενότερα πεδία. Με απλούς οικονομικούς όρους, ο τσαγκάρης εξαρτάται από τον ράφτη για τα παντελόνια του και ο ράφτης από τον τσαγκάρη για τα παπούτσια του, ενώ ο καθένας τους θα ήταν κακοντυμένος χωρίς τις υπηρεσίες τον άλλου. Με απλούς πολιτικούς όρους, το Κάνσας εξαρτάται από την Ουάσιγκτον για προστασία και ρυθμίσεις και η Ουάσιγκτον εξαρτάται από το Κάνσας για βοδινό κρέας και σιτάρι. Όταν λέγεται ότι σε τέτοιες περιπτώσεις η αλληλεξάρτηση είναι στενή, δεν είναι απαραίτητο να υποστηριχτεί ότι το ένα μέρος δεν μπορεί να μάθει να ζει χωρίς το άλλο. Το μόνον που χρειάζεται να ειπωθεί είναι ότι το κόστος της διάλυσης της αλληλεξαρτώμενης σχέσης Θα ήταν υψηλό. Οι άνθρωποι και οι θεσμοί εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό ο ένας από τον άλλον εξαιτίας των διαφορετικών έργων που εκτελούν και των διαφορετικών αγαθών που παράγουν και ανταλλάσσουν. Τα μέρη μίας πολιτείας συγκροτούν ένα ενιαίο σύνολο χάρη στις διαφορές τους.
Οι διαφορές μεταξύ των εθνικών και των διεθνών δομών αντανακλώνται στον τρόπο με τον οποίο οι μονάδες του κάθε συστήματος ορίζουν τους σκοπούς τους και αναπτύσσουν τα μέσα επίτευξης αυτών των σκοπών. Σε άναρχα πεδία όμοιες μονάδες δρουν ταυτόχρονα. Σε ιεραρχικά πεδία ανόμοιες μονάδες αλληλεπιδρούν. Σε ένα άναρχο πεδίο οι μονάδες είναι από λειτουργική άποψη παρόμοιες και τείνουν να παραμένουν έτσι. Όμοιες μονάδες εργάζονται, για να διατηρήσουν έναν βαθμό ανεξαρτησίας και μπορεί ακόμη και για να επιδιώξουν την αυτάρκεια. Σε ένα ιεραρχικό πεδίο οι μονάδες είναι διαφοροποιημένες και τείνουν να αυξάνουν τον βαθμό εξειδίκευσής τούς. Οι διαφοροποιημένες μονάδες γίνονται στενά αλληλεξαρτώμενες -τόσο πιο στενά, όσο προχωρά η εξειδίκευσή τους. Εξαιτίας της διαφοράς δομής η αλληλεξάρτηση εντός των εθνών και η αλληλεξάρτηση μεταξύ των εθνών αποτελούν διαφορετικές έννοιες. Προκειμένου να ακολουθήσω την προτροπή των μελετητών της λογικής σύμφωνα με την οποία κατά τη διάρκεια μίας ανάλυσης θα πρέπει να διατηρείται ένα μοναδικό νόημα για κάθε δεδομένο όρο, Θα χρησιμοποιήσω τον όρο «ολοκλήρωση», για να περιγράψω την κατάσταση εντός των κρατών, και τον όρο «αλληλεξάρτηση», για να περιγράψω την κατάσταση μεταξύ των κρατών.
Παρότι τα κράτη είναι όμοιες μονάδες λειτουργικά, διαφέρουν κατά πολύ στις δυνατότητές τούς. Από αυτού του είδους τις διαφορές προκύπτει ένας καταμερισμός εργασίας. Εντούτοις, ο καταμερισμός της εργασίας μεταξύ των κρατών είναι μικρός συγκριτικά με τον πολύ αναπτυγμένο καταμερισμό της εργασίας στο εσωτερικό τούς. Η ολοκλήρωση φέρνει πολύ κοντά τα διάφορα τμήματα του έθνους. Η αλληλεξάρτηση μεταξύ των εθνών τα αφήνει χαλαρά συνδεδεμένα. Παρότι γίνεται συχνά λόγος για ολοκλήρωση των εθνών, αυτή σπανίως λαμβάνει χώρα. Τα έθνη θα μπορούσαν να πλουτίσουν αμοιβαίως, αν καταμέριζαν όχι μόνον την εργασία που κατευθύνεται προς την παραγωγή αγαθών αλλά και τα άλλα έργα που εκτελούν, όπως την πολιτική διοίκηση και τη στρατιωτική άμυνα. Γιατί η ολοκλήρωσή τους δεν λαμβάνει χώρα; Η δομή της διεθνούς πολιτικής περιορίζει τη συνεργασία των κρατών με δύο τρόπους.

β´
Σε ένα σύστημα αυτοβοήθειας η κάθε μονάδα αφιερώνει ένα τμήμα των προσπαθειών της όχι στην προώθηση της ευημερίας της αλλά στην παροχή των μέσων προστασίας της από άλλες μονάδες. Σε ένα σύστημα καταμερισμένης εργασίας η εξειδίκευση λειτουργεί προς όφελος όλων αλλά όχι εξίσου. Η ανισότητα στην αναμενόμενη κατανομή του αυξημένου προϊόντος αποτελεί ισχυρό ανασταλτικό παράγοντα στην επέκταση του καταμερισμού της εργασίας διεθνώς. Όταν βρίσκονται αντιμέτωπα με την πιθανότητα συνεργασίας για αμοιβαίο όφελος, κράτη που αισθάνονται ανασφαλή θα πρέπει να ρωτούν πως θα κατανεμηθεί το όφελος. Είναι αναγκασμένα να μη ρωτούν «Θα ωφεληθούμε και οι δυο μας;» αλλά να ρωτούν «Ποιος Θα ωφεληθεί περισσότερο;» Αν ένα αναμενόμενο όφελος κατανεμηθεί, για παράδειγμα, σε αναλογία δύο προς ένα, το ένα κράτος μπορεί να χρησιμοποιήσει το δυσανάλογο όφελος του, για να υλοποιήσει μία πολιτική που αποσκοπεί στο να ζημιώσει ή να καταστρέψει το άλλο. Ακόμη και η προοπτική μεγάλων απόλυτων ωφελημάτων και για τα δύο μέρη δεν επιφέρει τη συνεργασία τους, αν το καθένα απ'αυτά έχει φόβο για το πώς το άλλο θα χρησιμοποιήσει τις αυξημένες δυνατότητές του. θα πρέπει να επισημάνουμε ότι τα εμπόδια προς τη συνεργασία μπορεί να μην οφείλονται στον χαρακτήρα και στις άμεσες προθέσεις των δύο μερών. Αυτό που επενεργεί ενάντια στη συνεργασία τους είναι η κατάσταση της ανασφάλειας -κατ'ελάχιστον η αβεβαιότητα για τις μελλοντικές προθέσεις και ενέργειες του άλλου.
Σε κάθε σύστημα αυτοβοήθειας οι μονάδες ανησυχούν για την επιβίωσή τους και η ανησυχία προσαρμόζει τη συμπεριφορά τους. Οι ολιγοπωλιακές αγορές περιορίζουν τη συνεργασία των επιχειρήσεων κυρίως όπως οι διεθνείς πολιτικές δομές περιορίζουν τη συνεργασία των κρατών. Στα πλαίσια των κανόνων που θέτουν οι κυβερνήσεις η επιβίωση και η ευημερία των επιχειρήσεων εξαρτώνται από τις δικές τους προσπάθειες. Οι επιχειρήσεις δεν χρειάζεται να παρέχουν στους εαυτούς τους φυσική προστασία από επιθέσεις άλλων επιχειρήσεων. Είναι ελεύθερες να ασχοληθούν με τα οικονομικά συμφέροντά τους. Ως οικονομικές οντότητες όμως ζουν σε έναν κόσμο αυτοβοήθειας. Όλες θέλουν να αυξήσουν τα κέρδη τους. Αν αναλάβουν υπερβολικό ρίσκο κατά τη προσπάθεια τούς να αυξήσουν τα κέρδη τους, θα πρέπει να αναμένουν ότι θα υποστούν τις συνέπειες. Όπως το διατυπώνει ο William Fellner, είναι «αδύνατο να αυξηθούν τα κέρδη όλων, χωρίς να γίνει συμπαιγνία στη διαχείριση όλων των σχετικών μεταβλητών» και αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνον με «τον πλήρη αφοπλισμό μεταξύ των επιχειρήσεων». Όμως δεν είναι λογικό για τις επιχειρήσεις να αφοπλιστούν, ακόμη κι αν αυτό γίνει, για να αυξηθούν τα κέρδη τους. Αυτή η πρόταση μετριάζει, αλλά δεν αναιρεί, την υπόθεση ότι οι επιχειρήσεις αποσκοπούν στο μέγιστο κέρδος. Για να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη τους όχι μόνον σήμερα αλλά και αύριο, οι επιχειρήσεις θα πρέπει προηγουμένως να επιβιώσουν... Οι επιχειρήσεις είναι αναγκασμένες να βρουν τη χρυσή τομή ανάμεσα στη μεγιστοποίηση των κερδών τους και στην ελαχιστοποίηση του κινδύνου της εξαφάνισης τους. Δύο επιχειρήσεις μπορεί να βγούν και οι δύο ωφελημένες, αν μια από αυτές δεχτεί ανταλλάγματα από την άλλη, για να αποσυρθεί από κάποιο τμήμα της αγοράς. Όμως μια επιχείρηση που αποδέχεται να έχει μικρότερες αγορές με αντάλλαγμα κέρδη θα έχει μεγάλο μειονέκτημα, αν, για παράδειγμα, ένας νέος αγώνας για αγορές οδηγήσει σε πόλεμο τιμών. Μια επιχείρηση θα πρέπει, αν είναι δυνατόν, να μη δεχτεί να έχει μικρότερες αγορές με αντάλλαγμα μεγαλύτερα κέρδη. Ο Fellner επιμένει ότι «δεν ενδείκνυται να αφοπλιστείς έναντι των ανταγωνιστών σου». Γιατί όχι; Επειδή «υπάρχει πάντα η δυνατότητα επανάληψης των εχθροπραξιών». Η συλλογιστική του Fellner μοιάζει πολύ με τη συλλογιστική που έκανε ο Lenin, όταν πίστευε ότι οι καπιταλιστικές χώρες ουδέποτε θα ήταν σε θέση να συνεργαστούν για τον αμοιβαίο πλουτισμό τους σε μια γιγαντιαία καπιταλιστική επιχείρηση. Όπως και τα έθνη, έτσι και οι ολιγοπωλιακές επιχειρήσεις θα πρέπει να ενδιαφέρονται περισσότερο για τη σχετική δύναμη παρά για το απόλυτο πλεονέκτημα.

γ´
Ένα κράτος ανησυχεί για μία κατανομή πιθανών ωφελημάτων που μπορεί να ωφελούν τα άλλα κράτη περισσότερο από εκείνο. Αυτός είναι ο πρώτος τρόπος με τον οποίο η δομή της διεθνούς πολιτικής περιορίζει τη συνεργασία των κρατών. Ένα κράτος ανησυχεί επίσης μήπως τα συνεργατικά εγχειρήματα και οι ανταλλαγές αγαθών και υπηρεσιών το καταστήσουν εξαρτημένο από άλλα κράτη. Αυτός είναι ο δεύτερος τρόπος με τον οποίο η δομή της διεθνούς πολιτικής περιορίζει τη συνεργασία των κρατών. Όσο περισσότερο ένα κράτος εξειδικεύεται, τόσο περισσότερο βασίζεται σε άλλα κράτη, για να του προμηθεύσουν τα υλικά και τα αγαθά τα οποία εκείνο δεν παράγει. Όσο μεγαλύτερες είναι οι εισαγωγές και οι εξαγωγές ενός κράτους, τόσο περισσότερο βασίζεται σε άλλους. Η παγκόσμια ευημερία Θα αυξανόταν, αν αναπτυσσόταν ένας ακόμη πιο πολύπλοκος καταμερισμός εργασίας, αλλά με τον τρόπο αυτό τα κράτη θα εισέρχονταν σε καταστάσεις ακόμη στενότερης αλληλεξάρτησης. Ορισμένα κράτη μπορεί να μην αντισταθούν σ'αυτό. Για μικρά και άπορα κράτη η αντίσταση στην αλληλεξάρτηση θα είχε υπερβολικό κόστος. Όμως τα κράτη που όντως μπορούν να αντισταθούν στην περαιτέρω σύζευξη με άλλα κράτη συνήθως το κάνουν με δυο τρόπους. Τα κράτη που είναι πολύ εξαρτώμενα, ή στενά αλληλεξαρτώμενα, ανησυχούν για το πώς θα εξασφαλίσουν αυτό από το οποίο είναι εξαρτώμενα. Μεγάλη αλληλεξάρτηση μεταξύ κρατών σημαίνει ότι τα εν λόγω κράτη βιώνουν ή υπόκεινται στην κοινή τρωτότητα που συνεπάγεται η μεγάλη αλληλεξάρτηση. Όπως και οι άλλοι οργανισμοί, έτσι και τα κράτη επιδιώκουν να ελέγξουν αυτό από το οποίο εξαρτώνται ή να μειώσουν τον βαθμό της εξάρτησής τους. Αυτή η απλή σκέψη εξηγεί σε μεγάλο βαθμό τη συμπεριφορά των κρατών• εξηγεί τόσο τις αυτοκρατορικές εξορμήσεις τους, προκειμένου να διευρύνουν τη ζώνη ελέγχου τούς όσο και τις προσπάθειες τούς για εξασφάλιση μεγαλύτερης αυτάρκειας.
Οι δομές ενθαρρύνουν ορισμένες συμπεριφορές και τιμωρούν αυτούς πού δεν ανταποκρίνονται σε αυτή την ενθάρρυνση. Στον εθνικό χώρο πολλοί παραπονιούνται για την πολύ μεγάλη ανάπτυξη τον καταμερισμού εργασίας, μία εξέλιξη πού έχει ως αποτέλεσμα να ανατίθενται στα άτομα ολοένα στενότερες αποστολές. Παρ'όλα αυτά, η εξειδίκευση προχωρά και ο βαθμός εξειδίκευσης είναι ένα μέτρο της ανάπτυξης των κοινωνιών. Σε ένα τυπικά οργανωμένο πεδίο υπάρχουν ανταμοιβές για κάθε μονάδα που είναι σε θέση να εξειδικευτεί, προκειμένου να αυξήσει την αξία πού έχει για τούς άλλους σε ένα σύστημα καταμερισμένης εργασίας. Ο κανόνας στο εσωτερικό είναι: «Εξειδικεύσου»! Στον διεθνή χώρο πολλοί παραπονιούνται για τους πόρους πού ξοδεύονται μη παραγωγικά για την άμυνα και για τις χαμένες ευκαιρίες αύξησης της ευημερίας των λαών τους μέσω της συνεργασίας με άλλα κράτη. Παρ'όλα αυτά, η συμπεριφορά των κρατών ελάχιστα αλλάζει. Σε ένα ανοργάνωτο πεδίο κάθε μονάδα έχει κίνητρο να είναι σε θέση να φροντίσει τον εαυτό της, καθώς δεν μπορεί να βασίζεται σε κανέναν, για να τη φροντίσει. Ο κανόνας στον διεθνή χώρο είναι: «Φρόντισε τον εαυτό σου»! Ορισμένοι αρχηγοί κρατών μπορεί να αντιληφθούν ότι η ευημερία όλων των κρατών θα αυξανόταν, αν συμμετείχαν σε έναν πληρέστερο καταμερισμό εργασίας. Όμως το να δράσει κάποιος σύμφωνα με αυτή την ιδέα σημαίνει ότι δρα σύμφωνα με έναν κανόνα του εσωτερικού χώρου, έναν κανόνα ο οποίος δεν έχει εφαρμογή διεθνώς. Αυτό που μπορεί να ήθελε κάποιος να κάνει ελλείψει δομικών περιορισμών είναι διαφορετικό από αυτό πού ενθαρρύνεται να κάνει, όταν υπάρχουν οι δομικοί περιορισμοί. Τα κράτη δεν εισέρχονται πρόθυμα σε καταστάσεις αυξημένης εξάρτησης. Σε ένα σύστημα αυτοβοήθειας οι συλλογισμοί περί ασφάλειας υποτάσσουν το οικονομικό όφελος στο πολιτικό συμφέρον.
Αυτό που το κάθε κράτος κάνει για τον εαυτό του μοιάζει πολύ με αυτό που κάνουν όλα τα άλλα κράτη. Τα κράτη στερούνται τα πλεονεκτήματα που θα παρείχε ένας πλήρης καταμερισμός εργασίας, πολιτικής και οικονομικής. Συν τοις άλλοις, οι αμυντικές δαπάνες είναι μη παραγωγικές για όλους και αναπόφευκτες για τους περισσότερους. Αντι για αυξημένη ευημερία, η ανταμοιβή τους είναι η διατήρηση της αυτονομίας τους. Τα κράτη ανταγωνίζονται αλλά όχι με το να συνεισφέρουν τις ατομικές προσπάθειες τους στην από κοινού παραγωγή αγαθών για αμοιβαίο όφελος. Εδώ έγκειται μια δεύτερη μεγάλη διαφορά μεταξύ των διεθνών πολιτικών και οικονομικών συστημάτων.

.~`~.
Οι αρετές της αναρχίας

α´
Για να πετύχουν τους αντικειμενικούς σκοπούς τους και να διατηρήσουν την ασφάλεια τους, μονάδες που βρίσκονται σε κατάσταση αναρχίας -είτε πρόκειται για ανθρώπους, είτε για επιχειρήσεις, είτε για κράτη, είτε για οτιδήποτε άλλο- θε πρέπει να βασίζονται στα μέσα που μπορούν να κινητοποιήσουν και στους διακανονισμούς που μπορούν να κάνουν για τους εαυτούς τους. Η αυτοβοήθεια είναι κατ'ανάγκην η αρχή της δράσης σε μια άναρχη τάξη. Μια κατάσταση αυτοβοήθειας είναι μια κατάσταση υψηλού κινδύνου -χρεοκοπίας στο οικονομικό πεδίο, πολέμου σε έναν κόσμο ελεύθερων κρατών. Συνάμα είναι μια κατάσταση στην οποία το οργανωτικό κόστος είναι χαμηλό.
Εντός μιας οικονομίας ή εντός μιας διεθνούς τάξης οι κίνδυνοι μπορεί να αποφευχθούν ή να μειωθούν μέσω μετακίνησης από μια κατάσταση συντονισμένης δράσης σε μια κατάσταση προϊστάμενου-υφιστάμενου'μ'άλλα λόγια, δημιουργώντας υπηρεσίες με αποτελεσματική εξουσία και επεκτείνοντας ένα σύστημα κανόνων. Η κυβέρνηση ανακύπτει εκεί όπου οι ίδιες οι λειτουργίες της ρύθμισης και της διοίκησης γίνονται διακριτές και εξειδικευμένες αποστολές. Το κόστος της διατήρησης μιας ιεραρχικής δομής αγνοείται συχνά από εκείνους που παραπονιούνται για την απουσία της. Οι οργανισμοί έχουν τουλάχιστον δύο στόχους: να πραγματοποιήσουν κάτι και να διατηρηθούν ως οργανισμοί. Πολλές από τις δραστηριότητες τους κατευθύνονται προς τον δεύτερο σκοπό. Οι ηγέτες των οργανισμών και ιδίως οι πολιτικοί ηγέτες, δεν κατέχουν σε βάθος τα ζητήματα με τα οποία ασχολούνται οι οργανισμοί τους. Έχουν γίνει ηγέτες, όχι επειδή είναι ειδικοί στο ένα ή στο άλλο πράγμα αλλά επειδή είχαν εξαιρετικές επιδόσεις στις οργανωτικές τέχνες -στη διατήρηση του ελέγχου των μελών μιας ομάδας, στο να αποσπούν προβλέψιμες και ικανοποιητικές προσπάθειες από τα εν λόγω μέλη, στο να διατηρούν τη συνοχή μιας ομάδας. Όταν λαμβάνονται πολιτικές αποφάσεις, η πρώτη και σημαντικότερη έγνοια δεν είναι να επιτευχθούν οι σκοποί που μπορεί να έχουν τα μέλη του οργανισμού αλλά να εξασφαλιστεί η συνέχεια και η υγεία του ίδιου του οργανισμού (Diesing 1962, Downs 1967).
Μαζί με τα πλεονεκτήματα των ιεραρχικών τάξεων έρχεται και το κόστος τους. Επιπρόσθετα, στις ιεραρχικές τάξεις τα μέσα του ελέγχου καθίστανται αντικείμενο διαπάλης. Τα ουσιώδη ζητήματα καταλήγουν να διαπλέκονται με τις προσπάθειες να επηρεαστούν ή να ελεγχθούν οι ελεγκτές. Η ιεραρχική τάξη της πολιτικής προσθέτει ένα ακόμη αντικείμενο στα πολυάριθμα αντικείμενα διαπάλης και το αντικείμενο που προστίθεται βρίσκεται σε μια νέα τάξη μεγέθους...
Ως ιεραρχικά συστήματα οι κυβερνήσεις σε εθνικό ή σε πλανητικό επίπεδο διαταράσσονται από την αποσκίρτηση σημαντικών τμημάτων τους. Σε μία κοινωνία κρατών με μικρή συνοχή οι προσπάθειες για εγκαθίδρυση παγκόσμιας κυβέρνησης Θα ναυαγούσαν λόγω της ανικανότητας μίας αναδυόμενης κεντρικής εξουσίας να κινητοποιήσει τους πόρους που χρειάζονται για τη δημιουργία και τη διατήρηση της ενότητας του συστήματος ρυθμίζοντας και διοικώντας τα τμήματά του. Η προοπτική μίας παγκόσμιας κυβέρνησης θα ήταν πρόσκληση για παγκόσμιο εμφύλιο πόλεμο.
Αυτό φέρνει στον νου μία ανάμνηση του Milovan Djilas από τον Β'Παγκόσμιο πόλεμο. Σύμφωνα με τον Djilas εκείνος και πολλοί ρώσοι στρατιώτες κατα τις συζητήσεις τους στη διάρκεια τον πολέμου κατέληξαν να πιστεύουν ότι οι ανθρώπινες διαμάχες Θα αποκτούσαν τη μέγιστη σφοδρότητα, αν όλοι οι άνθρωποι υποκειντο στο ίδιο κοινωνικό σύστημα· «κι αυτό, γιατί το σύστημα Θα ήταν αδύνατο να διατηρηθεί και διάφορες σέχτες Θα προέβαιναν στην απερίσκεπτη καταστροφή της ανθρώπινης φυλής χάριν της ευτυχίας της». Τα κράτη δεν μπορούν να εμπιστευτούν διοικητικές εξουσίες σε μία κεντρική υπηρεσία, αν αυτή η υπηρεσία δεν είναι σε Θέση να προστατεύσει τα κράτη-πελάτες της. Όσο ισχυρότεροι είναι αυτοί οι πελάτες και όσο περισσότερο η ισχύς του καθενός φαίνεται ως απειλή για τους άλλους, τόσο μεγαλύτερη θα πρέπει να είναι η ισχύς που διαθέτει το κέντρο. Όσο μεγαλύτερη είναι η δύναμη που διαθέτει το κέντρο, τόσα μεγαλύτερο κίνητρο έχούν τα κράτη να αποδυθούν σε αγώνα για έλεγχο του κέντρου.

β´
Τα κράτη, όπως και οι άνθρωποι, είναι ανασφαλή σε αναλογία προς τον βαθμό ελευθερίας τους. Αν επιθυμείται ελευθερία, θα πρέπει να γίνει αποδεκτή η ανασφάλεια. Οργανισμοί που εγκαθιδρύουν σχέσεις εξουσίας και ελέγχου μπορεί να αυξήσουν την ασφάλεια, καθώς μειώνουν την ελευθερία. Αν, είτε μεταξύ ανθρώπων είτε μεταξύ κρατών, δεν ισχύει το δίκαιο του ισχυρότερου, αυτό σημαίνει ότι κάποιος θεσμός ή υπηρεσία έχει παρέμβει, για να βγάλει του ανθρώπους ή τα κράτη από τη φυσική κατάσταση. Όσο μεγαλύτερη επιρροή έχει η υπηρεσία, τόσο μεγαλύτερη γίνεται η επιθυμία ελέγχου της. Αντιθέτως, οι μονάδες σε μια άναρχη τάξη ενεργούν για δικό τους λογαριασμό και όχι για να διατηρήσουν έναν οργανισμό και να βελτιώσουν την κατάσταση τους εντός του. Η βία χρησιμοποιείται για το συμφέρον του καθενός. Αν δεν υπάρχει κάποιος οργανισμός, οι άνθρωποι ή τα κράτη είναι ελεύθερα να αφήσουν ο ένας τον άλλον στην ησυχία του. Ακόμη κι όταν δεν το κάνουν, είναι σε καλύτερη θέση, εφόσον απουσιάζει η πολιτική διαδικασία του οργανισμού, ώστε να επικεντρωθούν στην πολιτική διαδικασία του εκάστοτε προβλήματος και να αποσκοπήσουν στην ελάχιστη συμφωνία, που Θα επιτρέψει την ξεχωριστή τους ύπαρξη, αντί στη μέγιστη συμφωνία χάριν της διατήρησης της ενότητας. Αν η ισχύς αποφασίζει, είναι ευκολότερο να αποφευχθούν οι διαμάχες αναφορικά με το δίκαιο.
Στον εθνικό χώρο η ισχύς της κυβέρνησης ασκείται εν ονόματι του δικαίου και της δικαιοσύνης. Στον διεθνή χώρο η ισχύς του κράτους εφαρμόζεται με στόχο την προστασία του και το όφελός του. Οι επαναστάτες αντικρούούν την αξίωση μίας κυβέρνησης να κυβερνά• αμφισβητούν τη νομιμότητα της εξουσίας της. Οι πόλεμοι μεταξύ κρατών δεν μπορούν να διευθετήσουν ζητήματα εξουσίας και δικαίου• μπορούν μόνον να καθορίσουν την κατανομή κερδών και απωλειών μεταξύ των ανταγωνιστών και να διευθετήσουν για κάποιο χρονικό διάστημα το ζήτημα του ποιος είναι ο ισχυρότερος. Στον εθνικό χώρο έχουν εδραιωθεί σχέσεις εξουσίας Στον διεθνή χώρο προκύπτουν μόνον σχέσεις ισχύος. Στον εθνικό χώρο η ιδιωτική βια που χρησιμοποιείται εναντίον μίας κυβέρνησης απειλεί το πολιτικό σύστημα. Η βία πού χρησιμοποιείται από ένα κράτος -ένα ιδιωτικό σώμα- είναι από διεθνή άποψη ιδιωτική χρήση βίας, αλλά δεν υπάρχει κυβέρνηση, για να ανατραπεί, ούτε κυβερνητικός μηχανισμός, για να ελεγχθεί. Αν εξαιρέσουμε την περίπτωση επιδίωξης της παγκόσμιας ηγεμονίας, η ιδιωτική χρήση βίας δεν απειλεί το σύστημα της διεθνούς πολιτικής αλλά μόνον ορισμένα μέλη του. Ο πόλεμος αντιπαραθέτει ορισμένα κράτη σε έναν αγώνα μεταξύ παρομοίως συντεταγμένων οντοτήτων. Η ισχύς των ισχυρών μπορεί να αποτρέπει τους αδύναμους από το να προβάλλουν τις αξιώσεις τούς, όχι επειδή οι αδύναμοι αναγνωρίζουν ότι οι ισχυροί έχουν δίκιο, αλλά απλώς επειδή είναι λογικό να μην έρθουν σε αντιπαράθεση με τούς ισχυρούς. Αντίστροφα, οι αδύναμοι μπορεί να έχουν μεγάλη ελευθερία δράσης, αν οι δυνατότητές τούς υπολείπονται τόσο πολύ από εκείνες των ισχυρών, ώστε οι τελευταίοι να μην ενοχλούνται ιδιαίτερα από τις πράξεις τούς ή να μην ασχολούνται με οριακές αυξήσεις των δυνατοτήτων τούς.
Η εθνική πολιτική είναι το πεδίο της εξουσίας, της διοίκησης και του δικαίου. Η διεθνής πολιτική είναι το πεδίο της ισχύος, της διαπάλης και του συμβιβασμού. Το διεθνές πεδίο είναι κατ'εξοχήν πολιτικό πεδίο. Το εθνικό πεδίο έχει χαρακτηριστεί ως ιεραρχικό, κάθετο, συγκεντρωτικό, ετερογενές, κατευθυνόμενο και κατασκευασμένο, ενώ το διεθνές πεδίο έχει χαρακτηριστεί ως άναρχο, οριζόντιο, αποκεντρωμένο, ομοιογενές, χωρίς κατεύθυνση και αμοιβαίως προσαρμόσιμο. Όσο πιο συγκεντρωτική είναι η τάξη, τόσο πιο κοντά στην κορυφή λαμβάνονται οι αποφάσεις. Οι διεθνείς αποφάσεις λαμβάνονται στο χαμηλότερο επίπεδο, καθώς δεν υπάρχει άλλο. Κατά τη διάκριση μεταξύ καθέτου και οριζοντίου οι διεθνείς δομές «λαμβάνουν τη θέση πρηνηδόν». Στον διεθνή χώρο γίνονται ρυθμίσεις, αλλά γίνονται, χωρίς να υπάρχει τυπικός ή επίσημος ρυθμιστής. Οι ρυθμίσεις και οι συμβιβασμοί γίνονται μέσω αμοιβαίας προσαρμογής (Barnard 1948, Polanyi 1941)... Το κάθε κράτος χρησιμοποιώντας ή όχι βία χαράσσει την πορεία που αισθάνεται ότι θα εξυπηρετήσει με τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντα του. Αν ένα κράτος χρησιμοποιήσει βία ή αν αναμένεται να το κάνει, η διέξοδος που έχουν τα άλλα κράτη είναι να χρησιμοποιήσουν βία μεμονωμένα ή συνδυασμένα. Καμία προσφυγή δεν μπορεί να γίνει σε κάποια ανώτερη οντότητα περιβεβλημένη με την εξουσία και εφοδιασμένη με την ικανότητα να δρα με δική της πρωτοβουλία.
Με τέτοιες συνθήκες η πιθανότητα ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί βία από ένα ή περισσότερα μέρη βρίσκεται πάντοτε στο παρασκήνιο ως απειλή. Στην πολιτική λέγεται ότι η βία είναι το τελευταίο επιχείρημα (ultima ratio). Στη διεθνή πολιτική η βία δεν είναι απλώς το τελευταίο επιχείρημα αλλά το πρώτο και μόνιμο επιχείρημα. Το να περιοριστεί η βία στο να αποτελεί το τελευταίο επιχείρημα της πολιτικής υποδηλώνει, κατά τα λεγόμενα του Ortega y Gasset, «την προηγούμενη υπαγωγή της βίας στις μεθόδους της λογικής». Η μόνιμη πιθανότητα ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί βία περιορίζει τους ελιγμούς, μετριάζει τις απαιτήσεις και λειτουργεί ως κίνητρο για τη διευθέτηση των διαφορών.

Kenneth Waltz
Θεωρία Διεθνούς Πολιτικής
Εκδ. Ποιότητα

.~`~.
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική

*

Δισχιλιετείς, στοιχειώδεις και «παρωχημένες» -δήθεν- ενθυμήσεις.

$
0
0

...στα ολιγαρχικά πολιτεύματα μπορούν να προκληθούν δύο εξεγέρσεις, είτε μέσα στους κόλπους της ολιγαρχίας είτε εναντίον του λαού, ενώ στις δημοκρατίες μόνο εναντίον της ολιγαρχίας...
Οι δημοκρατίες μεταβάλλονται κυρίως εξαιτίας της θρασύτητας των δημαγωγών... ο πραγματικός δημοκράτης πρέπει να φροντίζει ώστε ο λαός να μην πέφτει σε μεγάλη φτώχεια, διότι αυτό γίνεται αιτία για την παρακμή της δημοκρατίας...
...οι δημαγωγοί και οι κόλακες είναι ίδιοι και ανάλογοι. Τόσο οι μεν όσο και οι δε έχουν την ίδια ισχύ στο καθένα από αυτά τα πολιτεύματα, οι κόλακες δηλαδή κοντά στον τύραννο και οι δημαγωγοί σε τέτοιες δημοκρατίες. Αυτοί είναι υπαίτιοι για το ότι τα ψηφίσματα έχουν μεγαλύτερη ισχύ από τους νόμους... όπου δεν κυβερνούν οι νόμοι, δεν υπάρχει πολίτευμα...
Αριστοτέλης

Όταν, ο μοναδικός άρχοντας δεν ενεργεί σύμφωνα ούτε με τους νόμους ούτε με τα έθιμα, και προσποιείται, όπως ο κάτοχος της επιστήμης, ότι τάχα πρέπει να κάνει το καλύτερο κατά παράβαση των γραπτών νόμων, και αυτή η μίμηση προέρχεται από κάποια επιθυμία και άγνοια, τότε δεν πρέπει κάθε τέτοιο κυβερνήτη να τον ονομάσουμε τύραννο;
Πλάτων

Αν λοιπόν εξετάσετε προσεκτικά όλα αυτά, θα διαπιστώσετε πως η ασυδοσία και η αλαζονεία είναι αίτια των κακών... πρέπει να μην ακούτε αυτούς που προς το παρόν σας ευχαριστούν, ενώ καθόλου δε φροντίζουν για το μέλλον, ούτε αυτούς που λένε πως αγαπούν το λαό, αλλά καταστρέφουν την πόλιν. Όπως είπα παραπάνω, αφότου έγιναν κυρίαρχοι του βήματος τέτοιοι ομιλητές, σε τόση απερισκεψία οδήγησαν την πόλη που έπαθε όσα λίγο πιο πάνω σας εξέθεσα...
...ώστε βλέπουμε, εξαιτίας... των αναταραχών που προκλήθηκαν από τέτοιους ανθρώπους, πολλούς πολίτες να έχουν χάσει την πατρική περιουσία, και αυτούς απο φτωχοί να έχουν γίνει πλούσιοι, και όμως δεν αγανακτούμε κι ούτε τους φθονούμε για την ευημερία τους· αντίθετα, ανεχόμαστε η πόλη μας να κατηγορείται ότι εξοντώνει και φορολογεί τους Έλληνες, ενώ αυτοί καρπώνονται τα ποσοστά τους· ανεχόμαστε ο λαός, που αυτοί λένε πως πρέπει να είναι κυρίαρχος, να δυστυχεί χειρότερα και από αυτούς που είναι δούλοι σε ολιγαρχικά καθεστώτα, ενώ αυτοί που δεν είχαν καμιά περιουσία, χάρη στην απερισκεψία τη δική μας, από άσημοι να έχουν γίνει περίβλεπτοι...
Απορώ που δεν μπορείτε να καταλάβετε αμέσως ότι δεν υπάρχει χειρότερο είδος ανθρώπων από τους φαύλους ομιλητές και τους λαϊκιστές πολιτικούς· κοντά στα άλλα κακά που προκαλούν, αυτοί θέλουν προπάντων να σας στερήσουν όσα είναι απαραίτητα για την καθημερινή σας επιβίωση, γιατί έτσι βλέπουν πως όσοι μπορούν με δικά τους μέσα να συντηρούνται, αυτοί είναι με το μέρος της πόλης και ανήκουν σ'αυτούς που δίνουν τις καλύτερες συμβουλές· αντίθετα, όσοι ζουν από τα δικαστήρια, τις πολιτικές συναθροίσεις και τα σχετικά επιδόματα είναι αναγκασμένοι, εξαιτίας της φτώχειας τους, να βρίσκονται κάτω από την εξουσία τους και να τους χρωστούν μεγάλη ευγνωμοσύνη για τις κατηγορίες που διατυπώνονται σε βάρος δημόσιων προσώπων με αφορμή μεγάλα και πρωτάκουστα εγκλήματα, για τις δίκες και για όλες τις άλλες συκοφαντίες που διατυπώνονται εξαιτίας αυτών των πολιτικών.
Μέσα στη φτώχεια λοιπόν, όπου ασκούν τη δύναμή τους, οι λαϊκιστές πολιτικοί θα έβλεπαν να βρίσκονται με μεγάλη ευχαρίστηση όλοι οι πολίτες. Απόδειξη απτή είναι το εξής: δεν αναζητούν να βρουν πώς θα εξασφαλίσουν στους φτωχούς τα μέσα επιβίωσής τους, αλλά πώς θα εξισώσουν με τους φτωχούς όσους θεωρούνται ότι διαθέτουν κάποια περιουσία.
Ισοκράτης

.~`~.

Τρία κείμενα με αφορμή τα ρωσοκριμαϊκά. Why Crimea Matters to America and Asia, Obama vs. Putin: The mismatch και Η Κριμαία και η... εκδίκηση της γεωγραφίας.

$
0
0
.
.~`~.
I
Why Crimea Matters to America and Asia

There are lessons aplenty for the United States and Asia as the Crimea crisis proceeds. For the most part, they are drawn with a broad brush: most crudely, Moscow’s annexation of Crimea is seen as the precursor of a similar land grab by Beijing. More generally, the US must stiffen its spine or it will be beaten in the grand strategic game played out by leaders who are more hard-headed and focused on the expansion of national interests and influence. There are, however, other more subtle lessons to be learned and they are likely to be even more important for policy makers.
First, Realism remains the coin of the realm in foreign policy. Hopes that post-industrial society and globalization would temper the hard power impulses of world leaders have been exposed as empty: substantial economic integration with Europe and the West did not stop Russian President Vladimir Putin from a surreptitious invasion and redrawing national borders, even at considerable economic, diplomatic, and status costs.
Second, this Realism is characterized by more subtle uses of force: scalpels, not cleavers. Moscow’s resort to unmarked forces to occupy Crimea, though widely recognized as Russian, and the refusal to acknowledge the charade, indicates the need for more creative contingency planning.
Third, national identity matters. Of course, Russia has deep concern about the strategic implications of control over Crimea, but Moscow played the national identity card – the fact that Russians and “Russian speaking people” (a problematic characterization) were threatened – to justify its actions. Too often, national identity is derided or dismissed as soft or squishy, an indeterminate element in policy making. Yet national identity concerns are powerful motivators for action throughout Asia, even if they don’t rise to the level of invasion.
Fourth, and following from that recognition, Asia must be alert to the destabilizing effects of irredentism. The region is dotted with potential irredentist claims, in some cases the legacy of colonial borders that were drawn with little regard to ethnic groups and in other cases post-imperial borders that were settled politically but remain susceptible to challenge. China’s periphery is dotted with potential hotspots, from Korean communities in the northeast to Burmese groups in the southwest. Other communities straddle borders throughout the region. While these groups facilitate cross border exchange, they also create transnational economic interests that could be used to stake a claim or destabilize a neighbor. Of course, every diaspora isn’t a fifth column in waiting, but the Crimean case shows ways these groups can be exploited.
Fifth, the temptation to geopolitically balance is powerful even when it risks undermining principles that serve national interests. China’s failure at the United Nations to condemn the Crimean referendum is inconsistent with its cherished “noninterference” principle and runs contrary to its long-stated policy vis-à-vis Taiwan and other “splittist” regions. Beijing insists that Taiwan cannot make decisions about its future alone; all 1.3 billion Chinese must participate in any vote. The Ukrainian constitution makes the same claim. Plainly, Beijing should have condemned the referendum in Crimea for setting a nasty precedent that directly challenged its interests. Instead, however, China took a neutral stance by abstaining on the vote. The inclination to balance with Russia against the West was too compelling to resist.
Sixth, the United States and its partners need to acknowledge the limits of US power and influence. No matter what Western sympathies, Washington had a weak hand to play when responding to Russia. It had no military options and its engagement with Ukraine in other spheres was weak. Its national interest in a particular outcome in Crimea was limited, certainly when compared to Russia and even compared to other European nations. Given this reality, chest-thumping rhetoric only highlights the limits of US power and contributes to a perception of weakness. Washington must be extremely careful about drawing red lines and honoring them when they are crossed.
Seventh, and consequent to that last point, the European Union should be leading the response to the crisis. Europe has a greater stake in developments in Crimea, and more levers to both assist Kiev and punish Russia than does the US. The larger lesson is that regional organizations should be preparing for and taking the lead in responding to regional crises. The US should be working closely with groups that are closest to a crisis and best understand and appreciate its complexities. That demands both capacity and will. Asian institutions and security mechanisms look conspicuously ill prepared for this assignment.
Eighth, and related to points five and six, diplomatic and economic responses can be powerful foreign policy tools. Their effective use, however, depends on close coordination among Washington and its allies and partners, and have to be skillfully crafted – again, scalpels, not cleavers – to maximize their impact. Done properly, they can exact a real toll on adversaries, perhaps even greater than a military response. Sanctions in response to the Crimea annexation aim to crack and split Putin’s inner circle; Russia’s tumbling stock market and the plummeting value of the ruble are amplifying that toll. Even if the prospect of economic losses won’t deter aggression – remember point 1 – they can still hurt an aggressor and separate a government from its supporters and enablers.
Finally, the US needs to double down on the rebalance but with greater clarity in its messaging. As the Crimea crisis unfolded, Europeans warned that Russia’s land grab was the inevitable result of the rebalance, while Asians feared that a crisis on the continent’s doorstop would shift US attention away from their region. Neither is true. Putin acted because he feared loss of control of Ukraine, a sign of Western strength, not weakness. The US remains committed to Ukraine; more importantly, Washington has demonstrated the ability to muster a strong response within its current foreign policy framework. This is not 2001, when a terrorist strike halted a transition in US foreign policy – from Europe to Asia – that was in progress.
The strategic rationale for the rebalance remains as compelling as ever. The US needs to yoke itself to the world’s most dynamic region to harness its economic energies. Indeed, the lessons of the Crimean experience outlined here in many ways validate the logic and key elements of the rebalance: the emphasis on political and economic components of the US foreign policy tool box, the need to work more closely with allies and partners, and the need to strengthen regional security institutions. Contrary to some of the loudest voices in recent weeks, events involving the Crimea and Ukraine confirm core elements of US foreign policy; they don’t repudiate them. That is the most important lesson.
Brad Glosserman

.~`~.
II
Obama vs. Putin: The mismatch

“The United States does not view Europe as a battleground between East and West, nor do we see the situation in Ukraine as a zero-sum game. That’s the kind of thinking that should have ended with the Cold War.”
— Barack Obama, March 24

Should. Lovely sentiment. As lovely as what Obama said five years ago to the United Nations: “No one nation can or should try to dominate another nation.”
That’s the kind of sentiment you expect from a Miss America contestant asked to name her fondest wish, not from the leader of the free world explaining his foreign policy.
The East Europeans know they inhabit the battleground between the West and a Russia that wants to return them to its sphere of influence. Ukrainians see tens of thousands of Russian troops across their border and know they are looking down the barrel of quite a zero-sum game.
Obama thinks otherwise. He says that Vladimir Putin’s kind of neo-imperialist thinking is a relic of the past — and advises Putin to transcend the Cold War.
Good God. Putin hasn’t transcended the Russian revolution. Did no one give Obama a copy of Putin’s speech last week upon the annexation of Crimea? Putin railed not only at Russia’s loss of empire in the 1990s. He went back to the 1920s: “After the revolution, the Bolsheviks . . . may God judge them, added large sections of the historical South of Russia to the Republic of Ukraine.” Putin was referring not to Crimea (which came two sentences later) but to his next potential target: Kharkiv and Donetsk and the rest of southeastern Ukraine.
Putin’s irredentist grievances go very deep. Obama seems unable to fathom them. Asked whether he’d misjudged Russia, whether it really is our greatest geopolitical foe, he disdainfully replied that Russia is nothing but “a regional power” acting “out of weakness.”
Where does one begin? Hitler’s Germany and Tojo’s Japan were also regional powers, yet managed to leave behind at least 50 million dead. And yes, Russia should be no match for the American superpower. Yet under this president, Russia has run rings around America, from the attempted ingratiation of the “reset” to America’s empty threats of “consequences” were Russia to annex Crimea.
Annex Crimea it did. For which the “consequences” have been risible. Numberless 19th- and 20th-century European soldiers died for Crimea. Putin conquered it in a swift and stealthy campaign that took three weeks and cost his forces not a sprained ankle. That’s “weakness”?
Indeed, Obama’s dismissal of Russia as a regional power makes his own leadership of the one superpower all the more embarrassing. For seven decades since the Japanese surrender, our role under 11 presidents had been as offshore balancer protecting smaller allies from potential regional hegemons.
What are the allies thinking now? Japan, South Korea, Taiwan, the Philippines and other Pacific Rim friends are wondering where this America will be as China expands its reach and claims. The Gulf states are near panic as they see the United States playacting nuclear negotiations with Iran that, at best, will leave their mortal Shiite enemy just weeks away from the bomb.
America never sought the role that history gave it after World War II to bear unbidden burdens “to assure the survival and the success of liberty,” as movingly described by John Kennedy. We have an appropriate aversion to the stark fact that the alternative to U.S. leadership is either global chaos or dominance by the likes of China, Russia and Iran.
But Obama doesn’t even seem to recognize this truth. In his major Brussels address Wednesday, the very day Russia seized the last Ukrainian naval vessel in Crimea, Obama made vague references to further measures should Russia march deeper into Ukraine, while still emphasizing the centrality of international law, international norms and international institutions such as the United Nations.
Such fanciful thinking will leave our allies with two choices: bend a knee — or arm to the teeth. Either acquiesce to the regional bully or gird your loins, i.e., go nuclear. As surely will the Gulf states. As will, in time, Japan and South Korea.
Even Ukrainians are expressing regret at having given up their nukes in return for paper guarantees of territorial integrity. The 1994 Budapest Memorandum was ahead of its time — the perfect example of the kind of advanced 21st-century thinking so cherished by our president. Perhaps the captain of that last Ukrainian vessel should have waved the document at the Russian fleet that took his ship.

.~`~.
III
Η Κριμαία και η... εκδίκηση της γεωγραφίας

Η κυβέρνηση Ομπάμα ισχυρίζεται ότι το κίνητρό της είναι το G8, η αλληλεξάρτηση, τα ανθρώπινα δικαιώματα και το διεθνές δίκαιο. Ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν είναι πιο παραδοσιακός ιστορικός «παίκτης». Κίνητρό του είναι η γεωπολιτική. Και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον, προσωρινά, έχει το πάνω χέρι στην κρίση της Ουκρανίας και της Κριμαίας.
Η γεωπολιτική, σύμφωνα με τον Αμερικανό διπλωμάτη και ακαδημαϊκό του 20ού αιώνα Robert Strausz-Hupe, είναι «η μάχη για χώρο και εξουσία», που εκτυλίσσεται σε ένα γεωγραφικό σκηνικό. Η γεωπολιτική είναι αέναη από την αρχαιότητα, όταν η Περσία ήταν η πρώτη παγκόσμια υπερδύναμη. Ακόμα και η Παλαιά Διαθήκη, σε κάποιο βαθμό, αποτελεί μάθημα γεωπολιτικής. Ο Strausz-Hupe, Αυστριακός μετανάστης, ήθελε να μορφώσει την πολιτική ελίτ της νέας του χώρα έτσι ώστε να μπορούν οι δυνάμεις του καλού να κάνουν καλύτερη χρήση της γεωπολιτικής απ'ό,τι οι δυνάμεις του κακού κατά τη διάρκεια του Β'Παγκοσμίου Πολέμου.
Η προσήλωση στη γεωπολιτική έδωσε τη δυνατότητα στον Βρετανό γεωγράφο και φιλελεύθερο εκπαιδευτικό Sir Halford J. Mackinder να προβλέψει με ακρίβεια, σε άρθρο του το 1904, τις βασικές τάσεις του 20ού αιώνα: το πώς ο διακανονισμός των ευρωπαϊκών δυνάμεων της εδουαρδιανής εποχής θα έδιναν τη θέση τους σε μία δύναμη που θα περιέκλειε ολόκληρη την Ευρασία, με μια μάχη μεταξύ της δυτικής θαλάσσιας δύναμης και της ρωσικής επίγειας δύναμης. Η γεωπολιτική βρισκόταν στην καρδιά του ιμπεριαλιστικου ξεσπάσματος της Αμερικής του 19ου αιώνα στην ευρύτερη Καραϊβική: εξασφαλίζοντας την κυριαρχία της κοντινής τους θάλασσας, οι ΗΠΑ, με τη σειρά τους, κυριάρχησαν στο δυτικό ημισφαίριο, κάτι που τους έδωσε τη δυνατότητα να επηρεάσουν την ισορροπία δυνάμεων στο ανατολικό ημισφαίριο - αυτή είναι η ιστορία του 20ού αιώνα. Η γεωπολιτική βρισκόταν στην καρδιά του Β'Παγκοσμίου Πολέμου, με τη γερμανική στρατιωτική μηχανή να κάνει επίθεση για το πετρέλαιο του Καυκάσου και την ιαπωνική στρατιωτική μηχανή να κάνει επίθεση για το πετρέλαιο και τις πρώτες ύλες της νοτιοανατολικής Ασίας. Η γεωπολιτική βρισκόταν στην καρδιά του Ψυχρού Πολέμου, με τις αμερικανικές βάσεις και τους συμμάχους να περιφρουρούν τη νότια ευρασιατική περιφέρεια από την Ελλάδα και την Τουρκία, μέχρι τη Νότια Κορέα και την Ιαπωνία κατά της Σοβιετικής Ένωσης. Η στρατηγική περιορισμού του διάσημου διπλωμάτη George Kennan ήταν, σε σημαντικό βαθμό, γεωπολιτική στρατηγική.
Δεν είναι ότι η γεωγραφία και η γεωπολιτική εκτοπίζουν όλα τα άλλα, συμπεριλαμβανομένων και των δυτικών αξιών και της ανθρώπινης επίδρασης. Κάθε άλλο. Πάντως η γεωγραφία συγκεκριμένα αποτελεί το σημείο εκκίνησης για να κατανοήσουμε όλα τα άλλα. Μόνο εάν σεβαστούν τη γεωγραφία θα μπορέσουν οι δυτικές δυνάμεις και η ανθρώπινη επινοητικότητα να την υπερνικήσουν. Δεν είναι ή το ένα ή το άλλο, αλλά η αλληλουχία της κατανόησης που είναι κρίσιμη.

Ο στρατιωτικός ιστορικός John Keegan εξηγούσε ότι
η Μεγάλη Βρετανία και οι ΗΠΑ μπορούσαν να προασπίζονται την ελευθερία
μόνο διότι η θάλασσα τις προστάτευε «από τους επίγειους εχθρούς της ελευθερίας».
Ο Alexander Hamilton παρατηρούσε ότι η εάν η Βρετανία δεν ήταν νησί, τότε τα στρατιωτικά κατεστημένα του θα ήταν το ίδιο δεσποτικά με αυτά της ηπειρωτικής Ευρώπης και η Βρετανία «κατά πάσα βεβαιότητα θα είχε γίνει θύμα της απόλυτης εξουσίας ενός μόνο ανθρώπου».

Ομοίως, το Τείχος του Βερολίνου μπορεί να έπεσε το 1989, όμως η Ρωσία εξακολουθεί να είναι μεγάλη και να βρίσκεται ακριβώς δίπλα στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη. Και η Ρωσία παραμένει ανελεύθερη και απολυταρχική διότι, σε αντίθεση με τη Βρετανία και την Αμερική, δεν είναι νησιωτικό κράτος, αλλά μια τεράστια ήπειρος με ελάχιστα γεωγραφικά χαρακτηριστικά που θα μπορούσαν να την προστατεύσουν από τις εισβολές. Η επιθετικότητα του Πούτιν πηγάζει εν τέλει από αυτήν την θεμελιώδη γεωγραφική ανασφάλεια. Αν και αυτό δεν τον καταδικάζει να είναι αντιδραστικός. Ένας ηγέτης που βλέπει μακριά, θα έβλεπε πως μόνο η κοινωνία μπορεί τελικά να σώσει τη Ρωσία. Όμως η γεωγραφική θέση της Ρωσίας βάζει τον Πούτιν σε ένα κατανοήσιμο πλαίσιο.
Τα γεωγραφικά δεδομένα είναι πολύ συχνά απλά, ωμά και πασιφανή -δεν είναι ενδιαφέροντα, δεν εμπνέουν και δεν ενέχουν καμία διανοητική πρόκληση με κανέναν τρόπο- όμως δεν παύουν να έχουν συνέπειες. Το θέμα δεν είναι να τα αρνηθούμε, αλλά να τα ξεπεράσουμε. Ο George Bush (ο πρεσβύτερος) διαισθανόταν αυτές τις αλήθειες και έτσι ήταν προσεκτικός να μην προσβάλει τις σοβιετικές ευαισθησίες, ακόμα και όταν η σοβιετική αυτοκρατορία κατέρρεε στην Ευρώπη, φοβούμενος μην προκαλέσει τη Μόσχα δίνοντάς της πρόσχημα για να επιβάλει μεγαλύτερα «πειθαρχικά» μέτρα στις χώρες της Βαλτικής, που βρίσκονται δίπλα στο Κρεμλίνο. Η κυβέρνηση του Bush το πρεσβύτερου γνώριζε, παρά τη γενικότερη ευφορία που προκάλεσαν τα γεγονότα του 1989, ότι η γεωγραφία παραμένει απελπιστικά σχετική, αν όχι καθοριστική.
Ο Πούτιν, για την ώρα, βρίσκεται σε ισχυρή θέση στο θέμα της Ουκρανίας, διότι η Ουκρανία πολύ απλά έχει μεγαλύτερη σημασία για αυτόν απ'ό,τι για τις ΗΠΑ ή ακόμα και για την Ευρώπη. Και έχει μεγαλύτερη σημασία γι'αυτόν λόγω της γεωγραφίας. Η Ουκρανία, για όλους τους γνωστούς λόγους, είναι κεντρικής σημασίας για το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ρωσίας, για τη ρωσική ιστορία και ταυτότητα, και ιδιαίτερα για την πρόσβαση της Ρωσίας στα θερμά νερά της Μεσογείου μέσω της Μαύρης Θάλασσας. Και αφού ο ρωσικός στόλος της Μαύρης Θάλασσας έχει βάση στη χερσόνησο της Κριμαίας, ο Πούτιν αισθάνεται ότι δεν μπορεί απλώς να βλέπει με σταυρωμένα χέρια τον στόλο του να εξαρτάται από ένα αναδυόμενο φιλοδυτικό κράτος στην Ουκρανία.
Εν τω μεταξύ, η γεωγραφία δείχνει ότι η Ουκρανία έχει μακριά σύνορα με τη Ρωσία και ότι δεν διαχωρίζεται από τη Ρωσία από δύσκολα γεωγραφικά χαρακτηριστικά. Έτσι, ο Πούτιν όχι μόνο χρειάζεται την Ουκρανία και την Κριμαία περισσότερο απ'ό,τι η Δύση, αλλά έχει επίσης και μεγαλύτερο πάτημα στην Ουκρανία και την Κριμαία απ'ό,τι έχει η Δύση. Λόγω της γεωγραφίας, τα κοιτάσματα φυσικού αερίου βρίσκονται κυρίως στη Ρωσία και όχι στην Ουκρανία. Και έτσι η Ουκρανία εξαρτάται από τη Ρωσία, όχι μόνο για το εμπόριο, αλλά και για την ενέργεια (σημειώνεται ότι τα ουκρανικά κοιτάσματα σχιστολίθου βρίσκονται κυρίως στο ανατολικό, φιλορωσικό κομμάτι της χώρας).
Λόγω της γεωγραφίας, τα βαλτικά κράτη, η Πολωνία και η Μολδαβία απειλούνται: γειτνιάζουν με τη Ρωσία και την Ουκρανία και δεν έχουν φυσικά εμπόδια για να προστατευτούν. Ιδιαίτερα στα κράτη της βαλτικής, υπάρχουν ρωσικές μειονότητες που είναι χρήσιμες για τον Πούτιν, αφού η επίπεδη γεωγραφία της Βόρειας Ευρώπης έχει δώσει τη δυνατότητα ροής ανθρώπων και αλλαγής των συνόρων κατά την πάροδο των αιώνων (ακόμα και αν το μεγαλύτερο μέρος των ρωσόφωνων της βαλτικής κατέληξε εκεί κατά τη διάρκεια της σοβιετικής περιόδου).
Πάλι, αυτά είναι προφανή, στοιχειώδη γεγονότα, όμως γεγονότα που είναι κεντρικής σημασίας για τα δυνατά σημεία και τις αδυναμίες της Δύσης και της Ρωσίας στην τρέχουσα κρίση. Μόνο μέσα από αυτά τα δεδομένα μπορεί να προκύψει ένα χρήσιμο αφήγημα της κρίσης, αλλά και να βρεθούν τρόποι ώστε να υπάρξει υπέρβαση του γεωγραφικού πλεονεκτήματος του Πούτιν. Τα βαλτικά κράτη, η Πολωνία και η Μολδαβία, κινδυνεύουν κυρίως λόγω της θέσης στην οποία βρίσκονται. Η Ουκρανία, παρά τη φιλοδυτική αναταραχή, δεν μπορεί εν τέλει να είναι απολύτως ανεξάρτητη από τη Ρωσία, λόγω επίσης θέσης.
Και η Ουκρανία και η Κριμαία είναι απλώς ο πρόλογος μιας πραγματικότητας που υπάρχει σε ολόκληρο τον πλανήτη.
Στην Ασία, οι κρίσεις στις θάλασσες της Νότιας και της Ανατολικής Κίνας έχουν να κάνουν με τη γεωγραφία –τις γραμμές στον χάρτη και πού θα πρέπει αυτές να μπουν. Αυτή είναι η παραδοσιακή γεωπολιτική, η οποία δεν επηρεάζεται από την πρόοδο της δυτικής φιλελεύθερης σκέψης. Στη Μέση Ανατολή, το Ισραήλ αντιμετωπίζει την τυραννία της απόστασης στον σχεδιασμό του όποιου στρατιωτικού πλήγματος κατά του Ιράν –το θεμελιώδες δεδομένο της ιρανοϊσραηλινής σύγκρουσης. Η Τυνησία και η Αίγυπτος, αν και πολιτικά έχουν προβλήματα, είναι συνεκτικοί και παμπάλαιοι κόμβοι πολιτισμού και αυτό είναι που τις διατηρεί βιώσιμες ως κράτη, σε αντίθεση με τη Λιβύη, τη Συρία και το Ιράκ, που γεωγραφικά είναι παράλογα κράτη εντός των σημερινών τους συνόρων και έτσι έχουν καταρρεύσει σε διάφορους βαθμούς, μετά την αποδυνάμωση ή την ανατροπή των δικτατορικών καθεστώτων τους.
Η γεωγραφία παραμένει τον 21ο αιώνα όσο σχετική ήταν κατά τη διάρκεια της Ιστορίας. Η τεχνολογία των επικοινωνιών δεν την έχει σβήσει. Αντιθέτως, την έχει κάνει μάλλον πιο κλειστοφοβική, με αποτέλεσμα κάθε περιοχή της Γης να αλληλεπιδρά με κάθε άλλη περιοχή όσο ποτέ στο παρελθόν. Την κλειστοφοβία αυτή εντείνει η ανάπτυξη των πόλεων -άλλο ένα γεωγραφικό φαινόμενο. Η γη είναι πιο περιορισμένη από ποτέ λόγω της τεχνολογίας. Όμως, όπως αν είχες ένα μικρό ρολόι χειρός με όλους τους μηχανισμούς του, έτσι πρέπει να «λύσεις» όλα τα γεωγραφικά σημεία και χαρακτηριστικά ώστε να καταλάβεις πώς λειτουργεί ο κόσμος.
Έτσι, οποιαδήποτε στρατηγική διεθνών σχέσεων πρέπει να προέρχεται αρχικά από το φυσικό έδαφος πάνω στο οποίο ζούμε. Και λόγω του ότι η γεωπολιτική πηγάζει από τη γεωγραφία, ποτέ δεν θα είναι άσχετη. Ο Strausz-Hupe είχε δίκιο. Αν οι φιλελεύθερες δυνάμεις δεν εμπλακούν στη γεωπολιτική, τότε απλώς θα αφήσουν ελεύθερο το πεδίο στους εχθρούς τους. Και αυτό διότι ακόμα και τα ανεπτυγμένα φιλελεύθερα κράτη, όπως αυτά της Αμερικής και της Ευρώπης, δεν εξαιρούνται από τη μάχη της επιβίωσης. Το G8, τα ανθρώπινα δικαιώματα και το διεθνές δίκαιο μπορούν και πρέπει να υπερνικήσουν τη γεωγραφία, όμως αυτό θα γίνει εφικτό μόνο αν η γεωπολιτική γίνει μέρος της στρατηγικής της Δύσης.
Πρωτογενής πηγή Stratfor
Πηγή μετάφρασης

.~`~.
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική

- Το μέλλον της Ε.Ε, η Ανατολική Ευρώπη -η Ουκρανία- και τα Βαλκάνια, ο Huntington, ο Brzezinski και οι πλανητικές πολιτικές των Η.Π.Α. Τα «Ανθρώπινα δικαιώματα», η «σύγκρουση των πολιτισμών» και τα «Ευρασιατικά Βαλκάνια» ως βαλκανοποίηση της υφηλίου και καλλιέργεια της ελεγχόμενης αναρχίας. Η απόρριψη του διλήμματος μεταξύ πυρηνικού ολοκαυτώματος ή πολιτιστικής ανυπαρξίας - προς μιας νέα ιστορική σύνθεση που θα εναντιώνεται στις θεωρίες και τους υπολογισμούς γραφείου-εργαστηρίου.

Μια σύντομη αναφορά στη σχέση κράτους, αναρχίας και ρεαλισμού. Μια κλασική παρερμηνεία.

$
0
0

Αν το κράτος εξαφανιστεί, πιθανότατα κάποια νέα πολιτική οντότητα θα πρέπει να πάρει τη θέση του, αλλά φαίνεται ότι κανείς δεν έχει ανακαλύψει αυτό τον αντικαταστάτη. Όμως ακόμη κι αν το κράτος εξαφανιζόταν, αυτό δεν θα σήμαινε απαραιτήτως το τέλος του ανταγωνισμού ασφάλειας και του πολέμου. Σε τελική ανάλυση, ο Θουκυδίδης και ο Μακιαβέλι έγραψαν πολύ πριν τη γένεση του διακρατικού συστήματος.
Ο ρεαλισμός απλώς απαιτεί αναρχία:
Δεν έχει σημασία τι είδους πολιτικές μονάδες συνθέτουν το σύστημα. Μπορεί να είναι κράτη, πόλεις-κράτη, θρησκείες, αυτοκρατορίες, φυλές, συμμορίες, φεουδαρχικές ηγεμονίες ή οτιδήποτε. Παρά τη σχετική ρητορική, δεν κινούμαστε προς την κατεύθυνση ενός ιεραρχικού διεθνούς συστήματος, το οποίο ουσιαστικά θα συνεπαγόταν κάποιο είδος παγκόσμιας κυβέρνησης. Στην πραγματικότητα, η αναρχία φαίνεται ότι θα είναι μαζί μας για πολύ καιρό.

.~`~.
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική

Δυτική Ευρώπη, αποικίες και Ανατολική Μεσόγειος. Το χθες στο σήμερα.

$
0
0
.
.~`~.
I

Εἴπαμε ἤδη προηγουμένως ὅτι ἡ δυτικὴ Εὐρώπη ζῆ ἀνέκαθεν εἰς βάρος τῆς ἀνατολικῆς Μεσογείου, πράγμα πού μὲ μιὰ πρόχειρη ματιὰ στὴν ἱστορία προκύπτει εὐχερῶς. Εἶναι τώρα ἡ ὥρα νὰ τὸ ἀποδείξωμε κάπως πιὸ ἐμπεριστατωμένα, προκειμένου νὰ δείξωμε ὅτι αὐτὸς ὁ χῶρος ἔχει πολλὰ ἀκόμη νὰ προσφέρη. Ἀλλὰ ὄχι ὅπως εἶναι. Πρὸς τοῦτο δὲν εἶναι ἀνάγκη προφανῶς νὰ συμφωνήσωμε μὲ ὅλες τὶς ἐπικρατοῦσες ἀπόψεις στὴν ἱστοριογραφικὴ ἐπιστήμη, οἱ ὁποῖες συνήθως ἐξηγοῦν λιγώτερα ἀπὸ ὅσα διατείνονται (οὔτε ἄλλωστε ἔχουν καμμιὰν ἀποδεικτικὴ ἰσχύ, διότι τότε οὔτε ἡ Εὐρώπη θὰ ἦταν ἡ μικρὴ δύναμη πού εἶναι σήμερα, οὔτε ἡ Ἀγγλία λ.χ. τὸ περιφερειακὸν κράτος πού εἶναι...).

α´
Οἱ σταυροφορίες ἀγαθὰ ἀποτελέσματα γιὰ τὸν δυτικὸν Χριστιανισμὸ δὲν εἶχαν. Κατέστησαν ἁπλῶς τὴν ἐν συνεχείᾳ ἐπελθοῦσα Μεταρρύθμιση πιὸ ἀναγκαία. Εἶχαν ὅμως γιὰ τὴν Εὐρώπη μιὰ ἀνυπολογίστου σημασίας εὐεργετικὴ συνέπεια: τὸν ἁπλοϊκὸ ζῆλο τῶν σταυροφόρων μπόρεσε νὰ τὸν χρησιμοποίηση ἡ Βενετικὴ Δημοκρατία γιὰ τὴν θεμελίωση τῆς θέσεώς της στὴν Ἀνατολή. Καὶ ἡ ὁποία, ὡς πολιτιστικὸς ὀργανισμὸς πού ἦταν, μπόρεσε ἐν συνεχείᾳ νὰ χρησιμοποίηση ὡς φορέα της τὸν «λατινελληνισμὸ» τῆς μεσογειακῆς περιοχῆς και νὰ δημιουργήση ὁλόκληρον τὸν σύγχρονο εὐρωπαϊκὸ πολιτισμό, ὅπως μᾶς ἔδειξε καὶ ὁ κ. Greenaway. Ὄχι βέβαια ἀκριβῶς ὑπὸ τύπον μεταφερομένου ἐμπορεύματος, ὅπως μᾶς δείχνει τὸ πολὺ προωθημένο στὸ εἶδος του αὐτὸ φίλμ, ἀλλά δημιουργώντας τὰ δικά της πολιτιστικὰ ρεύματα διὰ τῶν ὁποίων θὰ ἐγίνονταν οἱ πολιτιστικὲς ἐπιμιξίες. Αὐτὰ ἀπαιτοῦν κάποιους αἰῶνες καὶ κάποιαν πρόνοια, δὲν μποροῦν νὰ γίνουν «σύντομα», σὲ διαστήματα δεκαετιῶν... Ἡ Βενετία δὲν ἐλειτουργοῦσε σὰν χριστιανικὴ δύναμη καὶ εἶχε τὴν δική της πολιτικὴ ἐναντί τοῦ Βατικανοῦ (ἦταν ἄλλωστε καὶ θρησκευτικὰ αὐτοκέφαλη). Δὲν ἐκλατίνιζε θρησκευτικά. Προσπαθοῦσε ἀντίθετα νὰ συντήρηση ἐκεῖνον τὸν ἰδιόρρυθμο χαρακτήρα τοῦ «λατινελληνισμοῦ» στὴν Μεσόγειο, ὁ ὁποῖος θὰ ἦταν ὁ ἀναγκαστικὸς φορέας τῶν σχέσεών της μὲ τὴν Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία καὶ γενικά τούς χώρους τῆς Ἀνατολῆς. Τὸ πολιτικὸ κέντρο τῆς Βενετίας δὲν ἦταν ἡ πόλη ἀλλὰ τὰ Ἑπτάνησα, διὰ τῶν ὁποίων συντηροῦσε ὅλες τὶς βάσεις της στὴν Μεσόγειο. Ὁ δεσμὸς «Ἀνατολῆς» καὶ «Δύσης» στὴν Μεσόγειο εἶναι ἀκριβῶς τὰ Ἑπτάνησα (πράγμα πού θὰ διατηρηθῆ καὶ ἀργότερα μὲ τὴν Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία). Ἡ Βενετία δὲν μεταφέρει μόνο «βιβλία» πρὸς τὴν Εὐρώπη καί... ἁλάτι ἤ λάδι, ἀλλά δημιουργεῖ κυρίως καὶ τὴν κλασσικὴ εὐρωπαϊκὴ μουσική, σὺν τοῖς ἄλλοις. Ἂν ὅλοι οἱ μεγάλοι μουσουργοί τῆς Εὐρώπης (Μότσαρτ, Μπετόβεν, Χάϋντ, Χαΐντελ κλπ.) ἀναπτύσσωνται στὴν Βιέννη, εἶναι γιατί ἡ Αὐστρία (τῆς ὁποίας ἡ σύσταση εἶναι τόσο δυτικοευρωπαϊκή, ὅσο βαλκανικὴ καὶ κεντροευρωπαϊκὴ) γίνεται ὁ πολιτιστικὸς κληρονόμος τῆς Βενετίας λόγῳ παραλληλίας πολιτιστικῆς δομῆς. Ἡ «ἀντιμαχία» τοῦ Μότσαρτ μὲ τὸν Σαλιέρι καὶ τὸ «ἀκατανόητον γεγονὸς» κατὰ τὸν Braudelὅτι ἡ Αὐστροουγγρικὴ Μοναρχία στήριξε τὴν πρὸς Νότον δραστηριότητά της σὲ «κάθε λογῆς πρόσωπα» ἀπὸ τὸν βαλκανικὸν χῶρο (τὰ ὁποῖα ὅμως παρεμπόδιζαν ἰσχυρῶς τὴν εἴσοδο ἄλλων δυνάμεων στὰ ἐμπορικὰ κυκλώματα τῆς Ἀνατολῆς!...), εἶναι ἱκανὲς ἐνδείξεις τῶν πραγμάτων τοῦ ἱστορικοῦ παρελθόντος. Οἱ ἀπαρχὲς τῆς εὐρωπαϊκῆς κλασσικῆς μουσικῆς εἶναι ἡ βενετικὴ μουσικὴ τῶν ἑπτανησιακῶν καντάδων, πού ἔπαψαν νὰ ὑπάρχουν καὶ οὔτε φυσικὰ γιὰ κανέναν ἀπώλεια συνιστοῦν... Ἡ ἀποδιώκουσα τὴν μεσογειακὴν της σχέση νεώτερη δύτ. Εὐρώπη ἀλλοιῶς θέλει τὰ πράγματα: τὰ θέλει ἐξ οὐρανοῦ παραγόμενα στὸν βοημικὸ δρυμό, καὶ πρὸς τοῦτο βέβαια τῆς χρειάζεται κάποια... «Alpiner Rasse» (J. Graf, Vererbungslehre etc., 1939, σελ. 251, πρβλ. ἐπίσης F. Glum μν. ε, σελ. 53). Μὲ τὴν μουσικὴ τοῦ Μοντεβέρντι λ.χ. ὑπάρχουν μέχρι σήμερα διαρκῶς «δυσκολίες»...
Οἱ σταυροφορίες ἔδωσαν ἐπίσης καὶ ὅ,τι μπόρεσε νὰ πάρη ἡ δυτικὴ Εὐρώπη ἀπὸ τὴν ὀργάνωση τοῦ κράτους τοῦ Φρειδερίκου τοῦ Β'στὴν Σικελία, πού ἦταν ἐπίσης ἕνα κράτος «λατινελληνικό»...
Ἔμμεσες εὐεργεσίες ὅμως - καὶ ἴσως πολὺ μεγαλύτερης ἱστορικῆς σημασίας - εἶχαν οἱ σταυροφορίες καὶ γιὰ τοὺς χώρους τῆς Ἀνατολῆς. Τυπικὰ βέβαια κατέστρεψαν τὴν Κων/πολη καὶ κατέλυσαν πρὸς στιγμὴν τὸ βυζαντινὸ κράτος, τὸ πρόβλημα ὅμως εἶναι κατὰ πόσον θὰ μποροῦσε νὰ κρατηθῆ ἰδεολογικὰ καὶ στρατιωτικὰ τὸ Βυζάντιο ἔναντι τοῦ Ἰσλάμ. Οἱ σταυροφορίες προσέδωσαν τὴν δυνατότητα ἑνὸς κοινοῦ σημείου ἀνοχῆς μεταξὺ Ἀράβων καὶ Βυζαντινῶν ἔναντι τοῦ κοινοῦ ἐχθροῦ πού ἀντιμετώπιζαν, πράγμα πού σημαίνει τὸν μείζονα ἐκεῖνον βαθμὸ ἀνεξιθρησκείας πού ἐπέτρεψε ἀργότερα τὴν σύγκλιση τῶν δύο θρησκειῶν στὸ ἱστορικὸ μόρφωμα τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας. Οἱ σταυροφορίες ἔτσι κατήργησαν ὁποιοδήποτε ἰδεολογικὸ περιεχόμενο τοῦ «ἱεροῦ πολέμου» τοῦ παρελθόντος (καὶ ἐπειδὴ τὰ πράγματα διεσαφήθησαν ἤδη πρὸ χιλίων ἐτῶν καὶ ἐπιβεβαιώθηκαν διὰ μίας πρακτικῆς πεντακοσίων, ἀσφαλῶς δὲν εἶναι ἐπιστήμη τὸ νὰ γράφωνται σήμερα «διατριβὲς» γιὰ τὸν «ἱερὸ πόλεμο»...). Τὸ κυριώτερο ὅμως πού συνεπήγαγε ἡ συνανοχὴ Ὀρθοδοξίας καὶ Ἰσλὰμἦταν ἡ προαγωγὴ τῶν θρησκευτικῶν σχέσεων μὲ τὸ σλαβικὸ ἠμισφαίριο καὶ ἡ ἐμφάνιση τοῦ Ἡσυχασμοῦ, πού ἔδινε ἰδεολογικὴ αὐτοτέλεια στὴν Ὀρθοδοξία, ἀποφεύγοντας ἔτσι τὸν θρησκευτικὸ συγκρητισμὸ (οἱ «ἐνέργειες» τοῦ Ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ παραπέμπουν στὴν νεοπλατωνικὴ φιλοσοφία περὶ ἐννεάδων κατὰ τὴν ἔννοια μεταξὺ «συνθέτου» καὶ «ἁπλοῦ» πού εἴπαμε στὴν ἀρχή).
Ἡ τάξη αὐτὴ πραγμάτων ὑπῆρξε πολὺ εὐτυχὴς γιὰ τὴν δυτικὴ Εὐρώπη κατὰ τοὺς νεώτερους αἰῶνες. Ἐὰν ὄντως εἶχε γίνει κάποια ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν τότε, εἶναι πολὺ ἀμφίβολο ἂν θὰ εἴχαμε τὴν βιομηχανικὴ ἀνάπτυξη πού ἔχομε σήμερα... Ἡ συνεργασία μὲ τὸ Ἰσλὰμ διέσωσε τὴν δομὴ τοῦ ἀνατολικομεσογειακοῦ ὀργανισμοῦ, ὅπως ἀκριβῶς αὐτὴ λειτουργοῦσε ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς κορασίδος Εὐρώπης, δηλαδὴ τὴν ἐποχὴ τῶν Φοινίκων. Ὅτι σ'αὐτὴν τὴν περιοχὴ ἐδημιουργήθηκαν οἱ μεγαλύτεροι πολιτισμοὶ κατὰ τὸ παρελθόν, δὲν εἶναι ἐκπληκτικό: ἡ περιοχὴ εἶναι ὁ φυσικὸς κόμβος συγκεντρώσεως τοῦ διεθνοῦς ἐμπορίου, ἑνώνων τρεῖς ἠπείρους. Ἔτσι λοιπὸν διατηρήθηκε λειτουργῶν καὶ μὲ τὴν 'Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία, πράγμα πού σημαίνει ὅτι ἡ Εὐρώπη κατὰ τὸν 19ον αἰώνα εὑρῆκε ἐδῶ συγκεντρωμένο τὸ χρῆμα πού ἀπαιτοῦσε ἡ λεγομένη «δεύτερη βιομηχανικὴ ἐπανάσταση». Ἡ ξαφνικὴ ἀνεύρεση μαζεμένου χρήματος ἔφερε βέβαια τὴν γνωστὴ ἐπιτάχυνση στὴν βιομηχανικὴ ἀνάπτυξη, ἀλλά τὸ «ξαφνικόν» τοῦ πράγματος ἐδημιούργησε καὶ τὸν πρῶτον παγκόσμιο πόλεμο (τοῦ ὁποίου συνέπεια ὑπῆρξε καὶ ὁ δεύτερος).
Δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι ὁ παγκόσμιος πόλεμος ξεκίνησε ἀπ'τὰ Βαλκάνια. Ἡ «δεύτερη» λοιπὸν βιομηχανικὴ ἐπανάσταση ἔγινε ἀκριβῶς μὲ τὰ κεφάλαια τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας. Ἐδῶ δὲν ὑπῆρξε ἰμπεριαλισμὸς τύπου Ἰνδίας ἡ Ἀφρικῆς - ὑπῆρξε ἁπλῶς ἡ ἀπορρόφηση τῶν κεφαλαίων καὶ ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα τὰ πράγματα ἔγιναν θέματα «πολιτικῶν ἰσορροπιῶν», διότι, ὅπως θὰ δείξωμε, ἕνα μέρος τῶν κεφαλαίων αὐτῶν ἦταν χρῆμα τῆς Ρωσίας.

β´
Λέγεται καὶ διατυμπανίζεται βεβαίως - κατὰ τοὺς προσεγμένους ἐκείνους τρόπους πού ὑποβάλλονται τὰ πράγματα ὡς συνθήματα... - ὅτι ἡ ἀνακάλυψη τοῦ ἀκρωτηρίου τῆς Καλῆς 'Ἐλπίδος καὶ τῆς Ἀμερικῆς ἔφεραν τὸ μαράζωμα τῆς Μεσογείου. Κανεὶς ὅμως δὲν μᾶς ἔχει ἐξηγήσει, γιατί ἡ ἀνακάλυψη ἄλλων ἠπείρων ἔπρεπε νὰ φέρη σώνει καὶ καλὰ τὴν παρακμὴ τῆς Μεσογείου. Τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν εἶχαν οἱ Ὀλλανδοὶ πιπέρι, ἐπὶ παραδείγματι, καὶ βρῆκαν τέτοιο στὴν Κεϋλάνη, δὲν σημαίνει ἀναγκαίως καὶ οἰκονομικὴ κάμψη τοῦ ἀνατολικομεσογειακοῦ ὀργανισμοῦ, διότι αὐτὸς ἦταν καὶ λειτουργοῦσε πάντα σὰν ἕνα κύκλωμα κλειστό. Ἂν ὁ δρόμος τῆς Ἀφρικῆς μποροῦσε νὰ ἔχη μίαν δυσμενῆ συνέπεια, αὐτὸ θὰ μποροῦσε νὰ συμβῆ μόνο γιὰ τὴν Βενετία, τῆς ὁποίας ἔτσι ἐχάνονταν οἱ δυτικοευρωπαϊκὲς ἀγορές. Ὡς ἕνα καὶ πάλι βαθμό, γιατί ἡ Βενετία μὲ τὶς κτήσεις ἐπί τῆς Ἀδριατικῆς μποροῦσε νὰ εἶναι αὐτοδύναμος παράγοντας στὸ κλειστὸ ἐμπόριο τῆς ἀνατολικῆς Μεσογείου. Ἡ ἴδια σὰν αὐτοτελὲς ἐμπορικὸ τμῆμα τῆς μεσογειακῆς περιοχῆς διατηροῦσε ἰδιαίτερες σχέσεις μὲ τὸν περσικὸ κόσμο καὶ τὴν Ρωσία. Μὲ τὴν δυτικὴ Μεσόγειο πάλι οἱ ἐμπορικὲς σχέσεις τῆς ἀνατολικῆς ἦσαν περιωρισμένες, λόγω τῆς ἀνέκαθεν διαστάσεως τῶν δύο Ἐκκλησιῶν, τὴν ὁποίαν ἐνίσχυσαν ὄχι μόνο μὲ κάθε τρόπο οἱ Τοῦρκοι, ἄλλα καὶ οἱ ἴδιες οἱ ἀνώμαλες σχέσεις τῆς Βενετίας μὲ τὸ Βατικανό. Δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶμε ὅτι οἱ σουλτάνοι ἀποκαλοῦσαν τὸν Δόγη «πατέρα» τους στὶς διπλωματικὲς των ἐπαφές, ἐνῶ ἡ πολιτικὴ τοῦ Βατικανοῦ στὴν Ἀνατολὴ ὡδηγοῦσε πολλὲς φορὲς σὲ ὄχι, εὐχάριστες καταστάσεις γιὰ τὰ χριστιανικὰ σύνολα τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας, ὅπως λ.χ. μὲ τὸν «πατριάρχη» τῶν μονοφυσιτῶν στὴν Συρία Κύριλλο Τάνα καὶ τὴν «ἐπαναφορὰ» τῶν Ἀρμενίων (βλ. π.χ. Iorga, μν. ἒ τόμ. 4ος, σέλ. 374). Καὶ φυσικὰ ὄχι καὶ ὡς πρὸς τὴν Βενετία, τῆς ὁποίας ὁ Καθολικισμὸς ἦταν «sui generis», μπορώντας νὰ ὑπάρχη πάρα πολὺ δημιουργικὰ μὲ τὴν Ὀρθοδοξία, πράγμα πού ἐδημιούργησε τὴν ἐξαίσια κατάσταση συνύπαρξης στὰ Ἑπτάνησα καὶ πού ἀκόμα δὲν ἔχει μελετηθῆ (σὲ πολλὲς ἐκκλησίες ὑπῆρχε ὀρθόδοξη καὶ καθολικὴ Ἁγία Τράπεζα ταυτόχρονα, δηλαδὴ ἡ Βενετία, τῆς ὁποίας τὰ θρησκευτικὰ πράγματα διηύθυνε ἡ Σινιορία, ἦταν «οἰκουμενικὴ» πρὶν ἀνακαλυφθῆ ὁ ὅρος...).
Παρὰ λοιπὸν τὸν «δρόμο τῶν Ἰνδιῶν», στὶς ἀρχὲς τοῦ 18ου αἰῶνος ἡ εἰκόνα τῆς κοινωνικῆς ζωῆς τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας κάθε ἄλλο παρὰ τὴν ἰδέα παρακμῆς ὑπέβαλε στὸν ἐπισκέπτη (βλ. Iorga, ε,α., σέλ. 364 κ.ε.). Παντοῦ ὑπῆρχαν βιοτεχνίες, ἐργαστήρια, οἰκοδομικὸς ὀργασμός, δημόσια σχολεῖα (515 στὴν Κων/πολη), δημιουργία μεγάλης μεσοαστικῆς τάξης καὶ ὕπαρξη συμβολαιογράφων (καλεμτζήδων) λόγω τῆς ἀναπτύξεως τοῦ ἐμπορίου - φαινόμενο ἀνάλογο μὲ αὐτὸ πού σημειώνει ὁ Braudel γιὰ τὴν δύτ. Εὐρώπη (βλ. μν. ἒ τόμ. Π, σέλ. 64, καὶ 346) -, στὴν ὕπαιθρο ἔβλεπε κανεὶς παραγωγικοὺς ἀγρότες καὶ ζουμερὲς κοπέλλες, πού κάθε ἄλλο παρὰ φόβο γιὰ τοὺς ἄνδρες εἶχαν. Πλήρως χειραφετημένες χωρὶς «φεμινισμοὺς» καὶ σὲ ὡρισμένα μέρη τῆς Ἠπείρου, μάλιστα, ὅπως στὸ Σούλι, ἀπολύτως ἐξισωμένες μὲ τοὺς ἄνδρες (χαρακτηριστικὲς ἐν προκειμὲνῳ εἶναι οἱ περιγραφὲς τοῦ Καζανόβα, κατὰ τὴν δραπέτευσή του στὴν Ἀλβανία καὶ τὴν φιλοξενία του ἐκεῖ). Μεταξὺ 16ου καὶ 17ου αἰώνα, σημειώνει ὁ Braudel (μν. ἒ τόμ. III, σελ. 524), ὁ πληθυσμὸς τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας διπλασιάζεται, ἡ ἀνάπτυξη τῆς παραγωγικῆς δραστηριότητας ἀνεβαίνει συνεχῶς καὶ ὁδηγεῖ σὲ πλήρη ἄνθηση τὸν 18ον αἰώνα. Ἡ ἄποψη συνεπῶς περὶ τοῦ «δρόμου τῶν Ἰνδιῶν» καὶ τῶν ὑπερατλαντικῶν ἀνακαλύψεων δὲν μοιάζει νὰ συμφωνῆ πρακτικὰ μὲ τὶς καταστάσεις.
Ἡ ἀνακάλυψη τῶν ἀποικιῶν ἔσημαινε γιὰ τὴν δυτικὴ Εὐρώπη πρόσκτηση πρώτων ὑλῶν καὶ ἀποικιακῶν προϊόντων. Τοῦτο σημαίνει ἐκμετάλλευση ἄλλα ὄχι κατ'ἀνάγκην καὶ ἐμπόριο, δηλαδὴ εἰσροὴ χρήματος, διότι ἁπλούστατα οἱ Ἰνδιάνοι στὴν Ἀμερικὴ ἤ οἱ Ἰνκας δὲν εἶχαν λεφτά. Ὡρισμένες στατιστικὲς φαίνεται νὰ ἐπιβεβαιοῦν αὐτὸ τὸ πράγμα, ἤ μᾶλλον αὐτὴ τὴν λογικὴ τῶν πραγμάτων. Πρόκειται γιὰ στατιστικὲς μὲ σύγχρονα μέσα (κομπιοῦτερ κλπ.) τῶν ὁποίων ἡ ἀκρίβεια εἶναι δύσκολο νὰ ἀμφισβητηθῆ, ὅποια ὅμως κι'ἂν εἶναι τὰ νούμερα καὶ ὅποιες καὶ ἂν εἶναι οἱ πιθανὲς ἀποκλίσεις, τὸ νόημα παραμένει τὸ ἴδιο. Ἰδοὺ λοιπὸν πώς ἔχουν τὰ πράγματα, ὅπως τὰ ἀναφέρει ὁ Braudel στὸ παραπάνω ἔργο του (σελ. 597):
Τὸ 1700 τὸ κατὰ κεφαλὴν εἰσόδημα τῆς Ἀγγλίας κυμαίνεται μεταξὺ 150 καὶ 170 δολλαρίων (μὲ ὑπολογισμὸ τιμῆς τοῦ δολλαρίου τοῦ 1960). Τὸν ἴδιο αὐτὸν καιρὸ οἱ ἀγγλικὲς ἀποικίες στὴν Ἀμερική, δηλαδὴ οἱ κατοπινὲς Ἡνωμένες Πολιτεῖες ἔχουν (τὸ 1710) μεταξὺ 250-290 δολλάρια. Ἡ Γαλλία (1781-1790) ἀπὸ 170 ἕως 200. Ἡ Ἰνδία τὸ 1800 ἀπὸ 160-210 καὶ τὸ 1900 ἀπὸ 140-180. Ἡ Ἰαπωνία τὸ 1750, 160 δολλάρια. Ἡ Κίνα τὸ 1800, 228 δολ. (τὸ 1950 170).
Τὸ 1800 συνεπῶς, ἐπάγεται ὁ Braudel, τὸ κατὰ κεφαλὴν εἰσόδημα στὴν Εὐρώπη εἶναι 213 δολλάρια (στὴν Ἀμερικὴ 266) ἔναντι τῶν 200 περίπου πού εἶναι τοῦ τότε «τρίτου κόσμου». Καὶ ἀμέσως πιὸ κάτω συμπεραίνει: «Τὸ 1750 τὸ ἀκαθάριστο κοινωνικὸ προϊὸν τῶν σημερινῶν ἀνεπτυγμένων (δυτ. Εὐρώπης, Σοβ. Ἑνώσεως, Β. Ἀμερικῆς, Ἰαπωνίας) εἶναι 35 δισεκατομμύρια δολλάρια ἔναντι τῶν 120 τοῦ "ὑπολοίπου κόσμου". Τὸ 1860 115 ἔναντι 165. Ἡ ἀνατροπὴ συμβαίνει μόλις μεταξὺ 1880 καὶ 1900: τὸ 1880 ὑπάρχουν 176 ἔναντι 169, τὸ 1900 290 ἔναντι 188 καὶ τὸ 1976 3.000 ἔναντι 1.000».
Βλέπομε συνεπῶς κατὰ ἀδιαμφισβήτητον πλέον μαθηματικὸν τρόπον, ὅτι παρὰ τοὺς πέντε αἰῶνες «ἐξερευνήσεων» καὶ ἀποικιῶν, τὸ κατὰ κεφαλὴν εἰσόδημα στὴν δύτ. Εὐρώπη παραμένει τὸ μικρότερον τοῦ κόσμου, δηλαδὴ ὅτι οἱ ἀποικίες δίνουν μὲν πρῶτες ὕλες ἄλλα ὄχι λεφτά. Συμβαίνει δὲ αὐτό, διότι ἡ ἀγορὰ πού θὰ μποροῦσαν οἱ Εὐρωπαῖοι νὰ πουλήσουν τὰ προϊόντα τους, δηλαδὴ ἡ Μεσόγειος (ἡ πιὸ ἐκτεταμένη ἀγορὰ μὲ χρῆμα, φθάνουσα ἀπὸ τὰ κινεζικὰ σύνορα μέχρι τὴν Βιέννη καὶ ἀπὸ τὴν Ἰνδία μέχρι τὴν Σκανδιναβία), παραμένει ἀκόμα ἕνας χῶρος σχετικὰ κλειστός. Ἡ ἱστοριογραφικὴ συνεπῶς ἄποψη περί... «ἀκρωτηρίου τῆς Καλῆς Ἐλπίδος» εἶναι ἀνάγκη, γιὰ λόγους ἐπιστημονικῆς ἀκριβείας τουλάχιστον, νὰ ἀναθεωρηθῆ. Καὶ συμβαίνει ἡ ἀνατροπή, μᾶς λέει ὁ Braudel, μεταξὺ 1880 καὶ 1900. οἱ χρονολογίες εἶναι τόσο ἀκριβεῖς, ὥστε δὲν ἐπιτρέπουν οὐδὲ τὴν παραμικρὴ ἀμφισβήτηση. Τί συμβαίνει ἀκριβῶς αὐτὴ τὴν ἐποχὴ πού φέρνει τὴν ἀπότομη μεταβολή; Ἀκριβῶς τὴν ἐποχὴ αὐτὴ ἀνακαλύπτεται ὁ θεσμὸς τῆς κατόπιν Διεθνοῦς Τραπέζης καὶ τοῦ Διεθνοῦς Νομισματικοῦ Ταμείου.
Καὶ ἐδῶ δηλαδὴ ἡ Μεσόγειος εἶναι ὁ «πρωτοδιδάχος» τοῦ κόσμου!... Ὄντως τὸ 1838 ἀναγκάζεται ἡ Τουρκία (Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία ἀκόμη τότε ἄλλα τόσο σμικρυμένη, ὥστε νὰ μποροῦμε νὰ μιλήσωμε περὶ Τουρκίας) νὰ κλείση μίαν σύμβαση μὲ τοὺς Ἀγγλους περὶ τῆς γνωστῆς μας «ἀνοικτῆς θύρας». Τὸ 1881 χρεοκοπεῖ καὶ μπαίνει ὑπὸ «Διεθνῆ Οἰκονομικὸ Ἔλεγχο». Κατὰ παράξενο ὅμως τρόπο χρεοκοπεῖ ταυτόχρονα καὶ ὅλη ἡ περιοχὴ τῆς ἀνατολικῆς Μεσογείου: Διεθνὴς Οἰκονομικὸς Ἔλεγχος στὴν Αἴγυπτο τὸ 1867, Σερβία τὸ 1894, Βουλγαρία τὸ 1899, Ἑλλάδα τὸ 1898 κλπ. 'Ἀκριβῶς δηλαδὴ μεταξὺ 1880 καὶ 1900 ὁλοκληρώνεται ἄμεσα διὰ τῶν Διεθνῶν Ἔλεγχων ἡ ἀπομύζηση ἑτοίμου χρήματος τοῦ μεσογειακοῦ ὀργανισμοῦ, ὁπότε οἱ στατιστικοὶ δεῖκτες ἀπότομα ἀλλάζουν. Καὶ φυσικά, κατὰ τὸ δεύτερο μισό του 19ου αἰώνα βρίσκεται ἔτσι τὸ μαζεμένο ἕτοιμο κεφάλαιο γιὰ τὴν «δεύτερη βιομηχανικὴ ἐπανάσταση». Στὶς παραπάνω ὅμως στατιστικὲς παρατηρήσεις τοῦ Braudel ὑπάρχει μιὰ ἀσάφεια (καὶ τοῦτο βέβαια ἀπὸ τὴν ἄλλη προβληματική τοῦ συγγραφέα) τεραστίας κοσμοϊστορικῆς σημασίας. Τὴν ἀνατροπὴ τῶν στατιστικῶν δεικτῶν δὲν τὴν φέρνει ἡ βιομηχανικὴ ἀνάπτυξη, ἄλλα ἀντίθετα εἶναι ἡ ἀνατροπὴ τῶν δεικτῶν - διὰ τῶν διαδικασιῶν πού λέμε - πού φέρνει τὴν βιομηχανικὴ ἀνάπτυξη. Διότι στὴν ἀνατροπὴ τῶν δεικτῶν δὲν συμβάλλουν ὅλοι οἱ ἀνεπτυγμένοι, ὅπως λέει ὁ Braudel. Οὔτε ἡ Ἀμερικὴ οὔτε ἡ Ἰαπωνία ἔχουν σχέση μὲ τὸ κεφάλαιο τῆς Μεσογείου. Ἡ δὲ Ρωσία χάνει ἀντὶ νὰ κερδίση. Ὅπως εἴπαμε, ἡ δυτικὴ Μεσόγειος παραμένει - γιὰ τὴν ἀνατολικὴ - χῶρος ἀποκλεισμένος λὸγῳ τῆς θρησκευτικῆς καὶ πολιτικῆς προϊστορίας. Δὲν διεξάγεται μ'αὐτὴ κανένα ἐμπόριο καὶ οὔτε ἔχει τίποτε ἡ δυτικὴ Εὐρώπη νὰ πούληση στοὺς χώρους τῆς 'Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας, δηλαδὴ κάτι πού νὰ μὴν τὸ ἔχη ὁ χῶρος καὶ νὰ χρειάζεται νὰ τὸ εἴσαγη (αὐτὸ - ὅπως θὰ ἰδοῦμε - τὸ σημειώνει ὁ ἴδιος ὁ Braudel). Τὰ συγκοινωνιακὰ μέσα πού στηρίζουν αὐτὸ τὸ ἐμπόριο εἶναι τὰ ἀπολύτως ἀποτελεσματικὰ καὶ προσαρμοσμένα στὶς γεωφυσικὲς συνθῆκες τοῦ χώρου: τὰ καραβάνια καὶ μικρὰ ἱστιοφόρα πλοῖα, πού ἀνταποκρίνονται στὶς γεωλογικὲς ἰδιομορφίες τῆς ἀνατολικῆς Μεσογείου, ἀλλά μποροῦν κατὰ περίπτωση νὰ φθάνουν καὶ μέχρι τὸ Μάντσεστερ ἤ τὴν 'Ἰνδοκίνα. Πρόκειται δηλαδὴ περὶ μίας... «Οἰκουμένης», πού μπορεῖ θεωρητικὰ νὰ ἀγνόηση τὴν ὅποια τεχνολογικὴ ἐξέλιξη καὶ νὰ ζῆ καλά! Τὸ ἀπὸ θαλάσσης συνεπῶς ἐμπόριο τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας διεξήγετο στὴν περιοχὴ τῆς Μαύρης Θαλάσσης, δήλ. μὲ τὴν Ρωσία.
Ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Βυζαντίου ἤδη καὶ τῶν ἰταλικῶν Δημοκρατιῶν, ἡ Μαύρη Θάλασσα ἦταν ὁ κύριος σκοπὸς κάθε ἐμπορικῆς δραστηριότητος στὴν ἀνατολικὴ Μεσόγειο. Ἡ Μαύρη Θάλασσα καὶ ἡ μικρασιατικὴ ἐνδοχώρα ἀποτελοῦν - ἀπὸ ὑπάρξεως ἱστορίας - χώρους οἰκονομικὰ συμπληρωματικούς. Καὶ τὴν αὐτὴν τάξη διετήρησαν τὰ πράγματα καὶ ὑπό τούς Ὀθωμανούς. Συνεπῶς ἕνα μεγάλο μέρος τῶν διὰ τοῦ Νότου «ἀποληφθέντων κεφαλαίων» μὲ τοὺς «Διεθνεῖς Ἔλεγχους» ἦταν τὸ ἀπαραίτητο κεφάλαιο γιὰ τὴν βιομηχανικὴ ἀνάπτυξη τῆς Ρωσίας καὶ προήρχετο ἀπὸ τὸ ἐμπόριο μ'αὐτή. Ἀκριβῶς τὸ κεφάλαιο αὐτὸ ἔλειψε ἀπὸ τὴν βιομηχανικὴ ἀνάπτυξη τῆς τσαρικῆς Ρωσίας, ὁπότε αὐτὴ ἔπρεπε νὰ ἐπιτευχθῆ μὲ κοινωνικὸ κόστος, ἄρα μὲ τὶς γνωστές μας καταστάσεις ἐπὶ Τσάρων καὶ τὴν ἐπιβολὴ τῆς κομμουνιστικῆς ἐπανάστασης τὸ 1917... Τὴν ἑπόμενη συνέχεια μέχρι σήμερα, ὅπου ἐπιχειρεῖται νὰ δοθῆ ἕνα μέρος τῶν στερηθέντων τότε χρημάτων πρὸς μιὰ πιὸ δίκαιη διαμόρφωση τοῦ κόσμου, τὴν ξέρομε.

γ´
Ἡ πολιτικὴ ἱστορία συνεπῶς τοῦ 19ου αἰῶνος - ὡς πρὸς τὰ μεσογειακὰ πράγματα - πρέπει νὰ θεωρηθῆ μᾶλλον ὡς μιὰ τεχνητὴ μυθολογία πρὸς κάλυψη τῆς βαθύτερης σημασίας τῶν πραγμάτων. Ἡ μέριμνα τῆς Εὐρώπης, λέγεται, ὑπῆρξε νὰ προστατευθῆ ἡ ἀνατολικὴ Μεσόγειος ἀπὸ τὸν ρωσικὸ ἰμπεριαλισμό. Αὐτὸ ὅμως πού θὰ ἔπρεπε νὰ ἔχη ἀποδειχθῆ προηγουμένως εἶναι οἱ λόγοι πού θὰ ἔκαναν ἕναν τέτοιον ἀπὸ οἰκονομικῆς ἀπόψεως ἰμπεριαλισμὸ πιστευτόν. Ὅτι ἡ Ρωσία εἶχε πατροπαράδοτους δεσμοὺς μὲ τὸν χῶρο τῶν Βαλκανίων εἶναι ἄλλο θέμα ἀπὸ τὴν θεωρία περὶ ἰμπεριαλισμοῦ. Εἰδικοὺς λόγους νὰ κατεβῆ ἡ Ρωσία στὴν Μεσόγειο, πέραν τῶν πολιτιστικῆς φύσεως δεσμῶν, δὲν εἶχε, διότι τὴν πάσαν οἰκονομικὴ σημασία αὐτοῦ τοῦ χώρου τὴν εἶχε διὰ τῆς Μαύρης Θαλάσσης. Ἡ «σωτηρία» συνεπῶς τῆς ἀνατολικῆς Μεσογείου ἦταν μιὰ ἀναγκαία ἐπιταγὴ γιὰ τὴν δυτικὴ μόνο Εὐρώπη, προκειμένου νὰ διατηρηθῆ ἡ «θύρα» ἀπομυζήσεως τοῦ ἑτοίμου χρήματος, τοῦ ὁποίου μεγαλύτερο μέρος προήρχετο ὅπως εἴπαμε ἀκριβῶς ἀπὸ τὴν Μαύρη Θάλασσα. Αὐτὴ ἡ ἀπομύζηση ἔχει στὴν ἱστορία τὸ ὄνομα «Ἀνατολικὸ Ζήτημα». Κατὰ τὴν ἱστορία τοῦ «ζητήματος» αὐτοῦ εἶναι πρώτη φορὰ πού ἡ δυτικὴ Εὐρώπη ἀποκτᾶ ἑνιαία πολιτικὴ συνείδηση καὶ ὑπερβαίνει τὸ χάσμα τῶν θρησκευτικῶν της διαφορῶν πού ἐκφράζεται μεταξὺ Γαλλίας καὶ Ἀγγλίας κυρίως. Τὸ ὑπερβαίνει πολιτικά. Τὸ «ἰσοζύγιο» τῶν δυνάμεων εἶναι μεταξὺ τῶν ἐχόντων «θύρα» πρὸς τὴν ἀνατολικὴ Μεσόγειο (Ρωσίας, Αὐστροουγγαρίας) καὶ τῶν μὴ ἐχόντων (Ἀγγλίας, Γαλλίας). Τὰ πράγματα ἀρχίζουν βιαίως διὰ τῆς ἐκστρατείας τοῦ Ναπολέοντα στὴν Αἴγυπτο καὶ ἐπισημοποιοῦνται διὰ τοῦ Συνεδρίου τῆς Βιέννης. Δὲν θὰ ἐπεκταθοῦμε περισσότερο ἐπ'αὐτῶν, διότι θὰ ἀσχοληθοῦμε ἀμέσως μὲ τὴν πρακτική τους. Θέλομε ἁπλῶς ἀκόμη μιὰ φορὰ νὰ τονίσωμε ὅτι ἡ θεωρία περί... «ἀκρωτηρίου τῆς Καλῆς Ἐλπίδος» (ὄχι τυχαία βέβαια ὠνομασμένο ἔτσι, διότι τὰ πράγματα μέχρι τότε δὲν εἶχαν ὑπερβῆ τὸ ἐπίπεδο τῆς ἐλπίδας...), συσκοτίζει ἀνεπιτρέπτως τὰ πράγματα, ἰδιαίτερα σήμερα πού μᾶς χρειάζεται μιὰ μείζων εὐκρίνεια ἐπ'αὐτῶν. Ἂν ἡ ἐκστρατεία τοῦ Ναπολέοντα στὴν Αἴγυπτο σκοπὸ εἶχε νὰ ἀποκόψη τὸν «δρόμο τῶν Ἰνδιῶν», προηγουμένως θὰ ἔπρεπε νὰ ἔχη δειχθῆ, ὅτι εἶχαν οἱ Ἀγγλοι καὶ οἱ Ὀλλανδοὶ τέτοιον δρόμο μέσῳ τῆς ἀνατολικῆς Μεσογείου. Εἶχαν ὅμως; Οὔτε καὶ ἀπολύτως τίποτε θὰ συνέβαινε, ἂν οἱ Ἀγγλοι εὕρισκαν ἁπλῶς κάποιο «μονοπάτι» μέσῳ τῆς Μέσης Ἀνατολῆς πρὸς τὴν Ἰνδία. Τὰ πράγματα θὰ ἔμεναν στὸ ἴδιο νόημα πού ἔμειναν καὶ κατὰ τοὺς πρὶν πέντε αἰῶνες... Ἄλλο συνεπῶς ἦταν τὸ πρόβλημα, πού ἐνδιέφερε ἐξ ἴσου καὶ τὸν Ναπολέοντα. Ἡ περὶ «μεγάλου ἀσθενοῦς» θεωρία δὲν ἐξηγεῖ τὸ ἕξης: ἦταν οἱ Ἀγγλοι πού ἤθελαν νὰ ἀντιμετωπίσουν τὸν ρωσικὸ ἐπεκτατισμό, ἤ οἱ Ρῶσοι πού ἤθελαν νὰ ἀντιμετωπίσουν τὸν ἀγγλογαλλικό; Δὲν ἔχομε ἀπάντηση, δηλαδὴ δὲν ὑπάρχει ἐπιστημονικὴ ἀπάντηση, διότι ἔγινε ὁ κριμαϊκὸς πόλεμος. (Πρβλ. V. Gitermann, μν. ε. III, σέλ. 61).
---------------------------------------------------------------
Αυτό που γνωρίζουμε σήμερα ως «Ευρώπη», είναι μια πλανώμενη ιστορική και πολιτική αοριστολογία, η οποία προϋπόθεση της έχει ένα μόνο και καθόλου αυτονόητο δεδομένο: ότι οι εκτρωματικές «ισορροπίες» που επετεύχθησαν κάποτε (το 1854) στον μεσογειακό χώρο και δημιούργησαν - παγιούμενες μέσω αυτών - τους δύο παγκόσμιους πολέμους, θα διαρκέσουν επ'άπειρον. Η όλη πολιτική ύπαρξη της Ευρώπης, και της «Δύσεως» γενικότερα, στηρίζεται σε ένα και μόνο γεγονός: στην έκβαση του κριμαϊκού πολέμου.
Γεράσιμος Κακλαμάνης
---------------------------------------------------------------
Βλέπομε λοιπὸν ὅτι ὁ χῶρος τῆς ἀνατολικῆς Μεσογείου (καὶ κατ'ἐπέκταση τῆς Μέσης Ἀνατολῆς) δὲν εἶναι ἁπλῶς «στρατηγικῆς σημασίας», ὅπως ἐκτιμοῦν οἱ τρέχοντες εἰδικοί. Εἶναι ζωτικῆς σημασίας γιὰ τὴν δυτικὴ Εὐρώπη, καὶ ἦταν ἀνέκαθεν τέτοιος. Τὸ πρόβλημα ἄρα σήμερα εἶναι, ἂν καὶ πώς μπορῆ νὰ ὀργανωθῆ αὐτὸς ὁ χῶρος, προκειμένου νὰ ἐκτέλεση τὸν ἴδιον αὐτὸ ρόλο του γιὰ τὸ μέλλον. Ἀλλὰ προϋπόθεση γιὰ ἕνα τέτοιο ἐρώτημα εἶναι προφανῶς ἡ ἓν γένει συνείδηση τῆς δυτικῆς Εὐρώπης ὡς πρὸς τὸν μεσογειακὸν χῶρο. Ἡ ἔννοια τῆς «στρατηγικῆς» σημασίας εἶναι διάφορη ἀπὸ τὴν τῆς «ζωτικῆς». «Στρατηγικὴ» σημαίνει ὅτι εἶναι ἴσως κάτι τώρα ἀπαραίτητο, αὔριο ὅμως μπορεῖ νὰ μὴν εἶναι. «Ζωτικὴ» ἀντίθετα σημαίνει κάτι πού δὲν μπορεῖ νὰ πάψη νὰ εἶναι.
Καθ'ὅλη τὴν τρέχουσα χιλιετία, ἡ σχέση ἀπολαβῆς τῆς δυτικῆς Εὐρώπης ἀπὸ τὴν Μεσόγειο δὲν σταματάει καθόλου. Εἶναι ὅθεν ἐνδιαφέρον νὰ ξέρωμε ἂν αὐτὴ ἡ σχέση μπορεῖ νὰ συνεχισθῆ καὶ στὸ μέλλον ἤ μήπως, μέσα στὶς ἐκτιμήσεις τῶν στατιστικολόγων καὶ τῶν ἄλλων εἰδικῶν, εἶναι δυνατὸν νὰ ἀναμένωμε ὅτι θὰ μεταβληθῆ σὲ ἄνευ σημασίας χῶρο, ὅπως π.χ. καὶ ἡ κεντρικὴ Ἀφρικὴ γιὰ τὸ διεθνὲς ἐμπόριο πού εἴδαμε... Πρὸς τοῦτο βέβαια θὰ μᾶς ἔχρειαζετο μιὰ καθαρώτερη συνείδηση τῶν πραγμάτων, ἡ ὁποία ὅμως δυστυχῶς ἀκόμη δὲν ἔχει ἀρχίσει νὰ ἐμφανίζεται στὰ μέσα μαζικῆς ἐνημέρωσης. Ἡ μέση κοινὴ συνείδηση συνεχίζει νὰ ὑφίσταται μέσα στὸ κλῖμα τῆς ἰδεολογικῆς σκοτοδίνης, πού ἐδημιούργησαν οἱ προηγούμενοι αἰῶνες ὡς πρὸς τὴν σχέση δυτικῆς Εὐρώπης καὶ Μεσογείου. Αὐτὰ τὰ πράγματα βέβαια δὲν εἶναι εὔκολο ν'ἀλλάξουν ἀπὸ μιὰ στιγμὴ στὴν ἄλλη, ἄλλα δὲν ὑπάρχουν ἀκόμη οὔτε κὰν οἱ ἐνδείξεις γιὰ κάτι τέτοιο. Πῶς μποροῦν νὰ ἀλλάξουν ἀπὸ μιὰ στιγμὴ στὴν ἄλλη οἱ ἀντιλήψεις, ὅταν ἡ λεγόμενη «Βυζαντινολογία» (Byzantinistik) λόγου χάριν, ἱδρύεται ὡς ἐπιστήμη, ἤ μᾶλλον ὡς ἔρευνα, γιὰ νὰ δείξη τὴν διαφορὰ Βυζαντίου καὶ ἀρχαίας Ἑλλάδος; Ὅτι συνεπῶς στοὺς χώρους τῆς ἀνατολικῆς Μεσογείου (ὅλου τοῦ χώρου τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τοῦ Ἰσλὰμ συμπεριλαμβανομένου) μπορεῖ νὰ ἐπεβίωσαν ὡς ὕπατες κοινωνικὲς πραγματοποιήσεις τὰ κυριώτερα νοήματα τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ, αὐτὸ εἶναι ἑπόμενο νὰ ἀποτελῆ ἕναν ὕποπτο ἰσχυρισμὸ στὴν μέση κοινὴ συνείδηση τοῦ σημερινοῦ Εὐρωπαίου. Ἐξ οὗ ἀκριβῶς καὶ μόνο τὸ νόημα τῆς «στρατηγικῆς» σημασίας τοῦ μεσογειακοῦ χώρου ἤ τὸ ἀκαταμέτρητο σύνολο τῶν παρανοήσεων σχετικὰ μὲ τὶς ἱστορικὲς καὶ κοινωνικὲς καταστάσεις τῆς μεσογειακῆς Ἀνατολῆς, πού συναντᾶ κανεὶς ὁλοένα σήμερα σὲ διάφορα κείμενα. Νὰ φέρναμε συγκεκριμένα παραδείγματα, θὰ ἔσημαινε ὅτι ἐπιδιώκομε τὴν παρουσίαση ἐδῶ κάποιας φιλολογικῆς συλλογῆς...
Δυστυχῶς ἡ δυτικὴ Εὐρώπη παραμένει δέσμια τῶν ἰδεολογικῶν της προλήψεων, πράγμα πού ἐλάχιστα συντελεῖ γιὰ μιὰ νέα πολιτικὴ ὀργάνωση τοῦ κόσμου. Βασικὰ ἡ δυτικὴ Εὐρώπη ἔχει πρὸ πολλοῦ περιθωριοποιηθῆ ἰδεολογικὰ μέσα στὶς ἀνακατατάξεις τοῦ συγχρόνου κόσμου καὶ ἰδιαίτερα ὡς πρὸς τὴν σχέση της μὲ τὸν μεσογειακὸ χῶρο. Ἡ πιὸ τρέχουσα ἀπόδειξη εἶναι τὸ ἀναφερθὲν φὶλμ τοῦ κ. Greenaway. Ἕνα φὶλμ πού θὰ ἔπρεπε νὰ πάρη ὅλα σχεδὸν τὰ Oscar καὶ νὰ συζητῆται ἐπὶ μῆνες καὶ μῆνες γιὰ τὴν ἀπόκτηση μίας ἄλλης συνείδησης μὲ τὸ μεσογειακὸ παρελθὸν τῆς Εὐρώπης, πέρασε σχεδὸν ἀπαρατήρητο, οἱ εἰσπράξεις του ἀπετέλεσαν μίαν πλήρη ἀποτυχία καὶ οἱ κριτικοὶ στὰ πιὸ ἔγκριτα ἔντυπα, μὴ διαθέτοντας ἄλλην αἴσθηση τῶν πραγμάτων, ἀρκέσθηκαν νὰ ἐξυμνήσουν τὴν τεχνολογικὴ τελειότητα τῶν μηχανῶν πού γύρισε ὁ κ. Greenaway τὴν ταινία του!... Δὲν ὑπάρχει ἡ συνείδηση καὶ γι'αὐτὸ πλεονάζουν οἱ θεωρίες... Ἀλλὰ σ'αὐτὴν τὴν κατάσταση - πρέπει νὰ ὁμολογήσωμε δὲν συνετέλεσε λίγο ὁ Καθολικισμὸς μὲ τὴν μεσογειακὴ πολιτικὴ του κατὰ τοὺς τελευταίους αἰῶνες καὶ τὸ τεῖχος πού ἐπέβαλε στὶς συνειδήσεις τῶν ἀνθρώπων ἰδεολογικά. Ἀκόμη καὶ σήμερα υἱοθετεῖ ἡ σχετικὴ φιλολογία τὴν ἀντίληψη περί... «σπαθιοῦ» γιὰ τὸ Ἰσλάμ, πού «δὲν ὑποχρεώνει τὸν καθέκαστον πιστό, ἄλλα ὄχι καὶ τὸ Ἰσλὰμ σὰν σύνολο, ἒφ'ὅσον θὰ μποροῦσε νὰ τὸ κάνη...» (βλ. μν. ἒ ἀρθρ. «Ἰσλάμ»). Μὰ αὐτὴ ἀκριβῶς εἶναι καὶ ἡ ἰδεολογία τοῦ «λιμπεραλισμοῦ» πού γιὰ νὰ «ἀντιμετωπισθῆ» προτείνει τὸν ἐγκαινιασμὸ τῶν ἄνευ τέλους τοπικῶν πολέμων... Αἴρονται ὅμως μ'αὐτὲς τὶς «εὔκολες» στρατηγικὲς τὰ εὐρωπαϊκὰ σχίσματα καὶ προωθεῖται κάποιος Οἰκουμενισμός; Τὴν ἐσωτερικὴ σχέση Ὀρθοδοξίας καὶ Ἰσλὰμ - πού εὐτυχῶς τὸ συμβολικὸ ὑπόλειμμα της ἔχομε ἀκόμη στὴν Κων/πολη καὶ τὰ πολὺ γόνιμα ἱστορικὰ ἀποτελέσματα της ἐπί του χάρτη - ὁ Καθολικισμός, ἤ μᾶλλον ὁ δυτικὸς Χριστιανισμὸς γενικώτερα, δὲν θέλησε νὰ καταλάβη. Ἐνδεικτικὴ εἶναι ἡ πενιχρότατη φιλολογία. Ἀκόμη δηλαδὴ τὰ πράγματα βρίσκονται στὸ ἐπίπεδο «ἑνωτικῶν» καὶ «ἀνθενωτικῶν». Ἐκεῖ ἔχουν σταματήσει οἱ ἱστορικὲς κατανοήσεις...

.~`~.
II

Τὸ ἐκπληκτικὸ στὴν ἱστορία γεγονός, ὅτι ἡ ἀνατολικὴ Ἐκκλησία μὲ τὸν ἕνα τρόπο ἤ τὸν ἄλλο κατάφερε νὰ κράτηση τὴν ἑνότητα τοῦ ἀνατολικομεσογειακοῦ ὀργανισμοῦ ἐπὶ 2.000 χρόνια σχεδόν, καὶ ὅτι μέσα ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἑνότητα ἐξεπήγασε ἡ Βενετία, ἐπῆλθε ἡ Ἀναγέννηση γιὰ τὴν δυτικὴ Εὐρώπη καὶ ἡ βιομηχανικὴ ἀνάπτυξή της μὲ τὰ μαζεμένα κεφάλαια πού προείπαμε, εἶναι γεγονότα ὁλικῶς ἀνύπαρκτα στὴν σημερινὴ γενικὴ συνείδηση.

α´
Ἀλλὰ δὲν χρειάζονται αὐτὲς οἱ συνειδητοποιήσεις γιὰ μιὰ «νέα τάξη» τοῦ κόσμου; Δὲν μᾶς χρειάζεται λίγο περισσότερο ἰδεολογικὸ θάρρος; Μὲ τὸ ἀκαθορίστου περιεχομένου ἐφεύρημα «Εὐρώπη», εἶναι φυσικὸ τὰ πράγματα νὰ μὴν ἐξικνοῦνται παραπέρα ἀπὸ τὸν... Ἰωάννη Παλαιολόγο καὶ νὰ παραγνωρίζεται ἡ ὄντως βαθύτατη πανευρωπαϊκὴ συνείδηση τῶν «ἀνθενωτικῶν», οἱ ὁποῖοι ἐργάσθηκαν μὲ ἱστορικὸ αἰσθητήριο τὴν ἑνότητα τοῦ μεσογειακοῦ ὀργανισμοῦ, ὥστε ἀκριβῶς νὰ ἔχη σήμερα ἡ Εὐρώπη τὶς (ἐπὶ τοῦ παρόντος δυνάμει) προϋποθέσεις γιὰ μιὰ ἱστορικὴ ἑνότητα τοῦ μέλλοντος. Πολὺ πιθανὸν νὰ χρειασθῆ καὶ τὸν Ἅγ. Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ, ἂν ὄχι νὰ τὸν ξεκρεμάσουμε ἀπὸ τὴν χορεία τῶν ἁγίων, ὁπωσδήποτε νὰ κρεμάσωμε τὸ πορτραῖτο του μεταξὺ τῶν μεγαλυτέρων τῆς ἱστορίας πολιτικῶν... Τονίζεται ἡ «ἕνωση», ἄλλα τί θὰ γινόταν μ'αὐτὴ τὸ χρησιμώτερο ἀπ'αὐτὸ πού ἔγινε μὲ τὴν «μὴ ἕνωση»; Δυνατὴ βέβαια ἡ «ἕνωση» πρακτικὰ καὶ θεωρητικὰ δὲν ἦταν, κάποιες νέες κατανοήσεις ὅμως τῶν πραγμάτων μᾶς χρειάζονται. Δυστυχῶς, παρὰ τὸ μυθολόγημα τῆς «Εὐρώπης» καὶ τῆς «Δύσεως», ὁ χριστιανικὸς τουλάχιστον κόσμος τῆς Ἀνατολῆς δὲν νομίζομε νὰ ἔπαψε ποτὲ νὰ αἰσθάνεται Εὐρώπη καὶ ἔτσι νὰ φέρεται. Πιθανὸν εἶναι ὁ ὁρισμὸς τῆς Εὐρώπης πού μᾶς λείπει. Ὅταν ὁ Ἰωάννης Βατάτζης πολεμάη τοὺς Λατίνους στὴν Κων/πολη, ἀλλά παντρεύεται τὴν Μαρκεζίνα (σὲ μιὰ τόσο κρίσιμη ἐποχὴ καὶ μὲ δεδομένον τὸν ρόλο τῆς «Gesinnungsethik» στοὺς χώρους αὐτούς), εἶναι γιατί ἐνεργεῖ μὲ μιὰ πιὸ σύνθετη συνείδηση Εὐρωπαίου, ἀπὸ ὅσο ὑπονοοῦν οἱ ἰδεολογικοὶ μονόδρομοι τῆς σήμερον...
Δυστυχῶς, ἡ βαθύτατη συνείδηση τῶν «Ἀνατολικοευρωπαίων» εἶναι μία καὶ μόνη: ὅτι αὐτοὶ πάντα ἀγωνίζονταν νὰ κρατήσουν μίαν ἑνότητα τοῦ χώρου τῆς ἀνατολικῆς Εὐρώπης, ἡ ὁποία πάντα ἐκαταλύετο ἀπὸ τὴν δυτική. Αὐτὸ τελικῶς εἶναι τὸ «ἱστορικὸ νόημα» τοῦ «φακιολίου» τοῦ Λουκᾶ Νοταρᾶ...
Οἱ «ἐπιβαρύνσεις» αὐτὲς δὲν ἔπαψαν νὰ ὑπάρχουν στὴν γενικὴ συνείδηση - ἀκόμη μέχρι πρόσφατα μὲ τὴν περίπτωση Κροατῶν καὶ Σέρβων στὸν πόλεμο -, πράγμα πού δὲν διευκολύνει τὴν γενικώτερη πολιτική. Σήμερα ἡ πολιτική, πλανητικῆς ὑποδομῆς, διεξάγεται μὲ σχεδιασμοὺς τοῦ μέλλοντος καὶ ὄχι μὲ «ἱστορικὰ δίκαια» τοῦ παρελθόντος. Αὐτὰ τὰ «δίκαια» ἔχουν ἄλλο περιεχόμενο στὴν συνείδηση τῶν χριστιανῶν τῆς ἀνατολικῆς Εὐρώπης, ἤγουν τῶν ὀρθοδόξων, καὶ ἐπιβαρύνουν τὴν πολιτική. Εἶναι πολὺ πιθανὸ ὅτι Ὀρθοδοξία καὶ Καθολικισμὸς μπορεῖ νὰ μὴν ἔχουν διαφορὲς ὡς Ὁμολογίες - σὲ τοῦτο ἄλλωστε συντελεῖ καὶ τὸ ἐπιπόλαιον του θρησκευτικοῦ αἰσθήματος ἀνὰ τὰ βόρεια παράλια της Μεσογείου...-, εἶναι ὅμως οἱ ἱστορικὲς κατανοήσεις τῆς κοινωνικῆς συμπεριφορᾶς πού ἔχουν σημασία. Καὶ αὐτὲς εἶναι ἰσχυρῶς διαφέρουσες...
Θὰ ἦταν βέβαια πράγμα παράταιρο καὶ διεστραμμένο, ἂν ἡ σχέση τοῦ Καθολικισμοῦ μὲ τὴν Μεσόγειο ἐσταματοῦσε στὸ Πρίντεζι. Ὁ Καθολικισμὸς ἔχει φυσικὰ δικαιώματα ἐπί τῆς ἀνατολικῆς Μεσογείου, γιατί ἔσωσε τὴν κοινωνική της φιλοσοφία σὲ ἐξόχως κρίσιμες στιγμὲς τῆς ἱστορίας. Ἡ μία ἦταν μὲ τὶς εἰκονομαχίες (ἡ Εἰρήνη ἡ Ἀθηναία μποροῦμε μᾶλλον νὰ ποῦμε πώς ἦταν μιὰ ὑπόθεση τοῦ Πάπα) καὶ ἡ ἄλλη μὲ τὴν πολὺ κρίσιμη πολιτικὴ τοῦ Βενετοῦ Κυρίλλου Λουκάρεως (πού ἐπίσης μποροῦμε νὰ ποῦμε πώς τὸν σκότωσαν οἱ ἰησουίτες). Ἂν στὴν ἱστορικῶς δεδομένη «ἀναρχία» τῆς Ἀνατολῆς μποροῦσαν νὰ δράσουν οἱ ἰδέες τοῦ Λούκαρη, τότε κανεὶς δὲν ξέρει ποιὰ θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι σήμερα ἡ ὀρθόδοξη κατάσταση τῆς Ἀνατολῆς... Πέραν λοιπὸν ἀπὸ τὶς ἐκκλησιαστικὲς διχογνωμίες, ὁ μεσογειακὸς Χριστιανισμὸς χρωστάει ἀρκετὰ πράγματα στὸ Βατικανό... Εἶναι καλὸ συνεπῶς νὰ ὑπάρχουν καθολικοὶ στοὺς χώρους τῆς Ὀρθοδοξίας (ὄχι ὅμως κατ'ἀνάγκην καὶ οὐνίτες) καὶ ἐξ ἴσου καλὸ θὰ ἦταν ἂν ὑπῆρχαν καὶ ὀρθόδοξοι στοὺς χώρους τοῦ Καθολικισμοῦ. Ὑπάρχουν ὅμως οἱ τελευταῖοι αὐτοί;...
---------------------------------------------------------------
Στον χώρο της δυτικής Ευρώπης παρατηρείται ένα παράξενο όσο και μοναδικό φαινόμενο: Εάν κοιτάξει κανείς σε άλλα μέρη (στα Βαλκάνια, την Ρωσία, την Μέση Ανατολή, Ινδία, Ινδονησία κλπ) βλέπει ότι όπου υπήρξε κοινή ιστορία, εκεί υπάρχει και μια σύμμιξη των θρησκειών. Στα Βαλκάνια Χριστιανισμός και Ισλάμ, στην Μέση Ανατολή Ισλάμ και Χριστιανισμός κ.ο.κ. Στον ευρωπαϊκό χώρο υποτίθεται ότι Ορθοδοξία και Καθολικισμός έχουν μια κοινή θρησκευτική ιστορία από την εποχή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, δυστυχώς, όμως, ενώ βλέπει κανείς καθολικούς στον χώρο του ανατολικού Χριστιανισμού, δεν υπάρχει ούτε ένας γηγενής ορθόδοξος στον χώρο της Δύσης.Ούτε ένας γηγενής γερμανός ορθόδοξος, ούτε ένας γάλλος, ούτε ένας ολλανδός ή άγγλος. Και ούτε ένας μωαμεθανός βέβαια (εννοείται φυσικά από την εποχή του Χριστού και του Μωάμεθ και όχι ελέυθερες προαιρέσεις ατόμων). Πως είναι δυνατόν να εξηγηθεί αυτό το παράξενο φαινόμενο;
Γεράσιμος Κακλαμάνης
---------------------------------------------------------------
Τὸ Ἰσλὰμ μὲ τὴν Ὀρθοδοξία περισσότερους δεσμοὺς ἀνέπτυξε γεωγραφικὰ ἂπ'ὅτι ὁ Καθολικισμὸς μὲ τὴν Ὀρθοδοξία. Καὶ γιὰ κάποια ἔσχατα ὑπολείμματα μίας φυσικῆς τάξης πραγμάτων, ὅπως τὰ Ἑπτάνησα π.χ. καὶ οἱ Κυκλάδες, τὸ μόνο πού ἔχει ἡ Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση εἶναι κονδύλια γιὰ τὴν «ἀνάπτυξη». Ἀλλὰ ποιὰ «ἀνάπτυξη» ὅταν ἡ Ἑλλάδα εἶναι «μέλος» καὶ τὰ κονδύλια περνᾶνε ἀπὸ τὸ ΥΠΕΧΩΔΕ καὶ τὸ Γενικὸ Ἐπιτελεῖο Ναυτικοῦ; Ξέρουν οἱ «ἐπιτελάρχες» τὶς λεπτομέρειες τῆς βενετικῆς ἀρχιτεκτονικῆς καὶ πολεοδομίας γιὰ νὰ «σώσουν τὸ περιβάλλον»; Οὔτε λοιπὸν καὶ μὲ τὶς «βοήθειες ἀναπτύξεως» τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης παύουν ὤρισμενα μέρη νὰ ἔχουν ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο τὴν σημασία τοῦ μουσειακοῦ ὑλικοῦ. Πρόκειται γιὰ τὴν περὶ «Εὐρώπης» συνείδηση τοῦ «λιμπεραλισμοῦ»...
Ἡ Βενετία ἀκόμη καὶ σήμερα συνεχίζει νὰ ἔχη σχέση μὲ τὴν Κων/πολη, ἐπειδὴ συνεχίζει καὶ ὁ τάφος τοῦ Δάνδολου νὰ εἶναι στὴν Ἁγία Σοφία. Ἡ Ἀγγλία ὅμως δὲν μπορεῖ νὰ ἔχη σχέση μὲ τὰ Ἑπτάνησα, γιατί ὁ τάφος τοῦ πρώτου ναυάρχου τοῦ μεσογειακοῦ στόλου μὲ τὴν ἐπιγραφὴ σαρκοφάγο σὲ τρεῖς γλῶσσες πού βρισκόταν ἀπὸ τὸ 1815 στὸ κάστρο τῆς Λευκάδος, τὰ δυὸ τελευταία χρόνια ἐξαφανίσθηκε τμηματικῶς, δηλαδὴ ἐπιχειρησιακῶς... Ἀλλὰ μπορεῖ κανεὶς νὰ ἀπόκτηση συναίσθηση τῆς ἱστορικῆς λειτουργίας - ἄρα καὶ μιὰ αἴσθηση τοῦ ἱστορικοῦ μέλλοντος - μὲ τὴν μουσειακὴ γνώση; Τὸ ἐρώτημα ὡς ποιὸν βαθμὸ τὸ μουσεῖο σώζει καὶ τί σώζει καὶ ὡς ποιὸν βαθμὸ καταστρέφει καὶ τί καταστρέφει, εἶναι ἀκριβῶς ταυτόσημο μὲ τὸ τί σώζει καὶ τί καταστρέφει ἡ ἴδια ἡ «πρόοδος» καὶ ἡ «ἀνάπτυξη»...

β´
Στὸ σημεῖο τοῦτο πρέπει νὰ ποῦμε ὅτι δὲν ἀξιολογεῖ κανεὶς ἀναγκαστικὰ προθέσεις ἀποτιμώντας τὰ πράγματα. Σὲ πολλὰ ἀπ'αὐτὰ πολὺ πιθανὸ οἱ προθέσεις νὰ μὴν ὑπῆρξαν ἀντίστοιχές τους. Ἐφανερώθη ὅμως ὅτι ὁ κόσμος εὐρίσκετο σὲ πολὺ μεγαλύτερο χάος ἀπὸ αὐτὸ πού ἄφηνε ἡ ἰδεολογία τῆς ψυχροπολεμικῆς «τάξης» νὰ ὑπονοηθῆ, καὶ ἀσφαλῶς τοῦτο τὸ χάος σὲ κάποιο πολὺ μεγαλύτερο χάος ἰδεῶν θὰ πρέπει νὰ ὀφείλεται. Παρὰ τὶς αἰσιοδοξίες τῶν ἀφοπλισμῶν, μιὰ βαθειὰ ἀνησυχία δὲν παύει νὰ ὑφέρπη στὴν γενικὴ συνείδηση. Ἀκόμη καὶ στὴν περίπτωση πού ἐπιδιώκει κανεὶς τὸ χάος, μπορεῖ νὰ τὸ ἐπιδιώκει σὲ τέτοιον βαθμὸ ὥστε νὰ στρέφεται κάποτε ἐναντίον του;
Βέβαια τὸ χάος στὸν «λιμπεραλισμὸ» εἶναι ἐγγενὴς προϋπόθεση, γιατί εἶναι ἐγγενὴς συνθήκη του ἡ κρίση. Ὁ «φιλελευθερισμὸς» χωρὶς χάος καὶ κρίση δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξη, στὴν δὲ βαθύτερη σημασία της ἡ ἔννοια τῆς «ἀοράτου χειρὸς» εἶναι ἀκριβῶς ἐκείνη τῆς ἀποσοβούσης περιστασιακὰ τὴν κρίση καὶ κατ'ἐμπειρίαν. Ὁ κεϋνσιανισμὸς ἐκφράζει τὴν σημασία τοῦ πράγματος στὴν οἰκονομία, ἀλλά ἡ οἰκονομία εἶναι ἁπλῶς μιὰ λεπτομέρεια τοῦ ὅλου. Ἡ ἔννοια τῆς «προόδου» στὸν λιμπεραλισμὸ συνίσταται ἀκριβῶς στὴν συνείδησή τοῦ ὅτι κάποτε θὰ ἔρθη ἡ κρίση, δηλαδὴ τὸ ἀλόγιστο ἔξοδο σὲ ἀνθρώπους, μόχθο καὶ ἀγαθά, καὶ θὰ τά... ξαναφτειάξη! Τὸ μόνο πού δὲν μποροῦσε νὰ πρόκυψη στὴν παλαιὰ φιλοσοφία τοῦ λιμπεραλισμοῦ ἦταν ὅτι τὸ ἔξω ἀπὸ αὐτὸν χάος θὰ μποροῦσε νὰ τὸν ἐμποδίση στὴν ἀνακύκληση τῶν κρίσεών του, δηλαδὴ στὸν τρόπο ὑπάρξεώς του. Καὶ αὐτὸ βέβαια ὄχι τυχαία, διότι μέσα στὴν «φιλοσοφία» αὐτή, πού τὴν ἐξησφάλιζαν «πρὸς τὰ ἔξω» οἱ στρατοί, ἐχάθηκε κάθε συνείδηση ἱστορικότητας καὶ ὁ λιμπεραλισμὸς ἔμεινε νὰ ὕπαρχη μόνος του στὸν κόσμο! Ἡ αὐτοσυνείδηση του δηλαδὴ ὑπῆρξε τέτοια, ὥστε νὰ μὴν ὕπαρχη κόσμος ἔξω ἀπ'αὐτόν. Τὸ πιὸ χαρακτηριστικὸ στὴν «πολιτικὴ» τῶν «μεγάλων δυνάμεων» τοῦ παρελθόντος εἶναι ἀκριβῶς ἡ πλήρης ἔλλειψη καὶ τῆς παραμικρῆς ἰδέας ἱστορικοῦ δεσμοῦ, ἡ μόνιμη ἐπιδίωξη τῆς ὁριστικῆς καταστροφῆς. Ἡ ἔννοια τοῦ ἐρειπίου - ἡ ἀπαραίτητη ὅπως εἴπαμε γιὰ τὴν ἀπομύζηση τοῦ χρήματος - μεταβάλλεται σὲ ἀπόλυτη ἐπιδίωξη. Οὔτε κάν ἡ παραμικρὴ ὑπόνοια μέσα σ'αὐτή, ὅτι μπορεῖ νὰ ὑπάρξη κάποιο ἱστορικὸ μέλλον γιὰ τὸ ὁποῖον τὸ ὑπάρχον θὰ μποροῦσε νὰ κρατηθῆ σὰν ρεζέρβα. Ἡ τακτικὴ τῶν «ἀνακαλύψεων» ἐφαρμόσθηκε ἀκριβῶς μὲ τὴν ἴδια συνέπεια καὶ σὲ χώρους πού ἀποτελοῦσαν τὴν ἱστορικὴ προϋπόθεση τῆς «Εὐρώπης», δηλαδὴ ἐκείνους τῆς Μεσογείου. Γι'αὐτὸ ἀκριβῶς βλέπει κανεὶς ὁλοένα ἡ σχέση δυτικῆς Εὐρώπης καὶ Μεσογείου νὰ εἶναι σχέση ἐννοιῶν τεχνολογικῆς πολιτικῆς («στρατηγικῆς σημασίας») καὶ μέχρι σήμερα νὰ μὴν ὑπάρχη καμμία ἀπολύτως ἀνάλυση τῶν καταστάσεων τῆς ἀνατολικῆς Μεσογείου. Ὑπάρχουν μόνο ἀναμασήματα καὶ «ἀναγκαιότητες». Ὑπάρχει μήπως στὴν κοινὴ συνείδηση ἡ ἱστορικὴ ἐπίγνωση περὶ τῶν λόγων πού ἔβαλαν στὸ παρελθὸν τὸ Καραμπὰχ στὸ Ἀζερμπαϊτζάν, τὸ Ναχιτσεβάν στὴν Ἀρμενία καὶ χώρισαν θρησκευτικά τούς Γεωργιανούς; Οἱ λόγοι αὐτοὶ ὑπάρχουν ἀκόμη στὴν περιοχὴ τοῦ Καυκάσου μεταξὺ Τουρκίας καὶ Ἰράν. Καὶ θὰ συνεχίσουν καὶ στὸ μέλλον νὰ ὑπάρχουν, διότι δὲν προέκυψαν ὡς ἀποτελέσματα «πολιτικῶν λογαριασμῶν» ἄλλα ὡς δημιουργήματα τῆς ἱστορίας πρὶν ἀπ'τὴν Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία ἀκόμη. Κατὰ τὰ ἄλλα, εἶναι πολὺ εὔκολο νὰ λέμε ὅτι ὁ Στάλιν κατεπάτησε τὰ «ἀνθρώπινα δικαιώματα» μὲ τὶς μειονότητες. Δίκαιο ὅμως εἶναι νὰ ἰδοῦμε καὶ ποιὰ εἶναι τὰ δικά μας «μέσα», οἱ «δυνατότητές» μας νὰ τὰ ἀποκαταστήσωμε - ἐξαιρουμένων βέβαια τῶν βομβαρδιστικῶν γιὰ λόγους «ἀσφαλείας»...
Πρέπει ὅμως νὰ ποῦμε ὅτι σ'αὐτὴ τὴν ἔλλειψη μεσογειακῆς συνειδήσεως τῆς δυτικῆς Εὐρώπης, δὲν συνετέλεσε λίγο ὁ Καθολικισμὸς κατὰ τοὺς δυὸ τελευταίους αἰῶνες. Δὲν διετήρησε δηλαδή τὴν Μεσόγειο στὴν συνείδηση τῶν ἀνθρώπων ὡς ἱστορικὴ σχέση, ἀλλὰ ὡς «χῶρο»... ἀρχαιολογικό. Ἔτσι δηλαδὴ ὅπως τὸν προσέφερε στὸν κόσμο καὶ ἡ περὶ Μεσογείου «ἐπιστήμη» τὸν ἴδιον αὐτὸν καιρό. Ἀπὸ τὴν σχετικὴ φιλολογία εἶναι σὲ μέγιστο βαθμὸ ἐπηρεασμένα τὰ θρησκευτικὰ κείμενα...
Ὁ ἱδρυτὴς τῆς περί... Μεσογείου ἐπιστήμης στὰ νεώτερα χρόνια εἶναι ὁ Μέγας Ναπολέων. Πρὸ τοῦ Ναπολέοντος, ἡ Γαλλία εἶχε ἱστορικὴ σχέση μὲ τὴν Μεσόγειο καὶ δὲν συνετέλεσε λίγο - στὴν διατήρηση τῆς ἱστορικῆς δομῆς ὁλόκληρου τοῦ μεσογειακοῦ χώρου καὶ ὑπὸ τὴν ὀθωμανικὴ κυριαρχία - τὸ γεγονός, ὅτι ἡ πολιτικὴ τοῦ Βατικανοῦ φορέα εἶχε τὴν γαλλικὴ πολιτικὴ στὴν ἀνατολικὴ Μεσόγειο. Μὲ τὸν Ναπολέοντα ὅμως τὰ πράγματα ἐλαφρῶς ἀλλάζουν. Ὃ Ναπολέοντας εἶναι ὁ πρῶτος μονάρχης πού ἐπανδρώνει τὶς ἐκστρατεῖες του μὲ εἰδικοὺς «μεσογειολόγους». Οἱ Ἄγγλοι, ἀρκούμενοι συνήθως στὸ σύστημα τῆς «indirect rule», δὲν πολυασχολοῦνται μὲ τά... ἐσωτερικὰ (στὰ νεώτερα μάλιστα χρόνια τούς ἀρκοῦσε μόνο τὸ Ὑπουργεῖο Ἐξωτερικῶν ἀπὸ κάθε χώρα...), ἡ Γαλλία ὅμως θὰ δώση ἰδιαίτερη βαρύτητα στὴν μελέτη τῶν ἐσωτερικῶν δομῶν. Ὁ Ναπολέων στὴν ἐκστρατεία του τῆς Αἰγύπτου παίρνει μαζί του σωρεία ἐπιστημόνων γιὰ νὰ μελετήσουν τὸν... πολιτισμό. Κλασσικὸ εἶναι τὸ παράγγελμα του πρὶν ἀπὸ κάθε μάχη: «οἱ σοφοὶ καὶ τὰ γαϊδούρια στὴν μέση». Στὶς ἐργασίες τῶν Γάλλων ἡ ἐπιστήμη θὰ ἴδη τεράστιες προόδους καὶ ὁ θεσμὸς τῶν «ἀρχαιολογικῶν ἑταιρειῶν» θὰ γενικευθῆ γιὰ ὅλα τὰ εὐρωπαϊκὰ κράτη, μόνο ὅμως πού οἱ ἐργασίες αὐτὲς δὲν παύουν νὰ ἔχουν τὴν σκοπιμότητα τῆς ἀρχικῆς των δημιουργίας. Ἀπὸ τὸ 1830 καὶ μετά, μὲ τὴν κατάληψη τῆς Ἀλγερίας καὶ τοῦ Μαρόκου, ὁ ρόλος τῆς διανόησης καὶ τῶν στρατιωτικῶν γίνεται σχεδὸν ταυτόσημος. Κάθε φορά πού στὶς χῶρες αὐτὲς θὰ ξεσπάση κι'ἕνα κίνημα κατὰ τῆς γαλλικῆς κυριαρχίας, ἀμέσως θὰ ἰδοῦν τὸ φῶς μελέτες γιὰ τὸν «πολιτισμό», τῶν ὁποίων σκοπὸς εἶναι νὰ χρησιμεύσουν σὰν ἐργαλεῖα στὶς διοικήσεις τῶν ἀποστολῶν. Στὴν Ταγγέρη θὰ ἱδρυθῆ ὁλόκληρος ἐπὶ τούτου ὀργανισμός, ἡ «Mission scientifique au Maroc», μὲ τεράστια μέσα οἰκονομικὰ καὶ ἄλλα, ἀπὸ τὴν ὁποίαν θὰ προκύψουν ὄντως ἔργα ὑψηλῆς ἐπιστημονικῆς ἀξίας - π.χ. τοῦ Ε. Doutte - πού θὰ ἀποτελέσουν μάλιστα ἀργότερα τὸ ὑλικὸ ὁλόκληρης κοινωνιολογικῆς σχολῆς στὴν Εὐρώπη, τοῦ Ε.Durkheim. Ἀνάλογες εἶναι καὶ οἱ «φιλολογικὲς δραστηριότητες» τῶν θρησκευτικῶν ἀποστολῶν στοὺς ἴδιους χώρους, μὲ τὰ δικά τους ἔντυπα. Ἡ στάθμη τους εἶναι ἐπίσης ὑψηλὴ ἄλλα καί... τὸ μῆκος κύματος τὸ ἴδιο (λ.χ. τὴν τελευταία φορὰ πού μιλάει τὸ Βατικανὸ γιὰ Ἑπτάνησα εἶναι γύρω στὸ 1840, σὲ κάποια ἔντυπά του, ὅπου διαμαρτύρεται γιὰ τὴν θρησκευτικὴ πολιτικὴ τῶν Ἀγγλων ἐκεῖ. Σήμερα ἡ λέξη «Ἑπτάνησα» δὲν ὑπάρχει σὲ κανένα λεξικό...).
Κατὰ πόσον τώρα οἱ ἐπιστημονικὲς αὐτὲς δραστηριότητες συνετέλεσαν σὲ μιὰ πραγματικὴ ἀλληλοκατανόηση τῶν μεσογειακῶν κόσμων, εἶναι δύσκολο νὰ ἀποφανθῆ κανείς. Οἱ ἄραβες πάντως ἀνατολιστές, ἐνῶ ἐγκωμιάζουν τὴν ὑψηλὴ ἐπιστημονικὴ στάθμη τῶν ἐργασιῶν αὐτῶν, ἐπιμένουν νὰ ἰσχυρίζωνται ὅτι δὲν ἀποδίδουν τὸ ἐσωτερικὸ πνεῦμα τοῦ πολιτισμοῦ των καὶ μερικοὶ μάλιστα τὴν ἐπιλεγόμενη «Orientalistik» τὴν χαρακτηρίζουν καθαρὰ ὡς ἰμπεριαλιστικὸ ἐργαλεῖο... Εἶναι συνεπῶς πιθανὸ ὅτι χρειάζεται νὰ ἐγκύψωμε ἀκόμη μιὰ φορὰ στὰ πράγματα μὲ βάση τὰ τρέχοντα δεδομένα. Γιατί ἔχομε ἀναμφισβήτητα μίαν ἀπέραντη φιλολογία γιὰ τὰ βιβλία τοῦ Πλάτωνα. Ἄν ἔχωμε καὶ τὴν φιλοσοφία του καὶ τοὺς σκοπούς της, εἶναι ἕνα ἐρώτημα διαφορετικό.
Ὁπωσδήποτε πάντως τὰ μεσογειακὰ προβλήματα σήμερα δὲν λύνονται μὲ βάση τὰ «ἱστορικὰ δίκαια» ἀπὸ «ἀναλύσεις» τοῦ παρελθόντος. Αὐτὰ ἁπλῶς παραπέμπουν σὲ «ἰσοζύγια» τοῦ παρελθόντος καὶ ἐμποδίζουν τὶς φυσιολογικὲς σχέσεις γειτονίας τῶν εὐρωπαϊκῶν κρατῶν (λ.χ. Ἰταλίας, Γερμανίας) μὲ τὴν ἐπιλεγομένην «νοτιοανατολικὴ Εὐρώπη». Ἄλλου εἴδους σχέσεις δὲν εἶναι σήμερα δυνατές, διότι ὁ χῶρος τῆς ἀνατολικῆς Μεσογείου ἔχει ἤδη διεθνοποιηθῆ πρὸ πολλοῦ. Ἡ ἐπαναλειτουργία του ἀπαιτεῖ ἀποκατάσταση ὀργανικῶν σχέσεων τῆς ἴδιας του ἐσωτερικῆς προϊστορίας. Ὑπάρχουν φυσικὰ ὡρισμένες ὑποχρεώσεις τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας ὡς πρὸς τὴν ἀποκατάσταση τῶν θρησκευτικῶν δεσμῶν τῆς Μεσογείου πού ὁ καπιταλισμὸς μετέβαλε σὲ «σύνορα κρατῶν», ὅπως π.χ. ἡ ἐπισκευὴ μερικῶν ἐκκλησιῶν πού γκρέμισαν οἱ σεισμοὶ στὰ Ἑπτάνησα καὶ ἴσως στὶς Κυκλάδες, ἄλλα ἡ ἓν γένει πολιτικὴ πού εἶναι σήμερα νοητὴ γιὰ τὸν χῶρο εἶναι ἀκριβῶς ἡ πολιτικὴ τῆς Βενετίας: ἐνίσχυση τοῦ ὑπάρχοντος ὡς τέτοιου καὶ μέσα στοὺς ἱστορικοὺς τρόπους λειτουργίας του.

γ´
Κατὰ πάσαν πιθανότητα, μιὰ πολιτικὴ γιὰ τὴν μεσογειακὴ περιοχὴ δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἄλλη ἀπὸ ἐκείνην τῆς ἐπανασύστασης τῆς ἀρχαίας Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας. Σήμερα ἡ Δύση εἶναι περισσότερη ἀπὸ ἐκείνην τῆς ἐποχῆς τοῦ Ἰουστινιανοῦ, ἄλλα τὸ πρόβλημα τῆς ἀνατολικῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας παραμένει αὐτὸ πού ἦταν πάντα: ἡ διπολικότητα μεταξὺ Αἰγαίου (ἄρα καὶ Μαύρης Θαλάσσης) καὶ Περσίας.
Μόνο ἡ Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία ἔλυσε αὐτὸ τὸ λεπτεπίλεπτο πρόβλημα καὶ συνεπῶς κάθε ἰδέα «ἐπανασυστάσεως» τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας πρέπει νὰ ξεκινάη ἀπὸ τὸ δεδομένο τοῦτο. Τὰ πράγματα ὑπάρχουν πάντα δυνάμει πρὸς ἐπαναλειτουργία, εἶναι ὅμως τόσα τὰ φρικαλέα προβλήματα πού ἐκόμισε ἡ εὐρωπαϊκὴ πολιτικὴ στὸν μεσογειακὸ χῶρο, μὲ τὸ τέλος τῆς «ἀπομύζησης» κατὰ τὸν περασμένο αἰώνα, ὥστε κάθε «ἐπιδιόρθωση» τους σήμερα ἀπαιτεῖ πολὺ περισσότερον κόπο ἀπὸ αὐτὸν πού καταβάλλουν οἱ (τελείως ἀκατάλληλοι) «διεθνεῖς ὀργανισμοὶ» καὶ μεγαλύτερην ἐνεργητικότητα ἀπὸ αὐτὴν πού ἐπιτρέπουν τὰ ἄλλα διεθνῆ προβλήματα τῶν καιρῶν μας. Ὅπως εἴπαμε, ἡ νεώτερη ἱστορία τῆς Μεσογείου ἀρχίζει μὲ τὸν Ναπολέοντα καὶ τελειώνει μὲ τὸ Κουρδικό, ἀφοῦ ἐν τῷ μεταξὺ συντελέστηκε καὶ ἡ πλήρης γενοκτονία τοῦ ἑλληνισμοῦ, μὲ τὸν ὁποῖον ἡ δυτικὴ Εὐρώπη «ἐσυνδεόταν» ἰδιαίτερα... Ἀλλὰ ὄχι μόνο ὁ ἑλληνισμός. Ἐπίσης οἱ Ἀρμένιοι καὶ ὅσες πιθανὲς μειονότητες ἔτυχαινε νὰ ἔχουν κάποιαν εἴδικωτερη ἱστορικὴ σχέση μὲ τὴν δυτικὴ Εὐρώπη, εἶναι αὐτὲς πού ἐβίωσαν τὶς μεγαλύτερες γενοκτονικὲς καταστάσεις στὴν νεώτερη ἱστορία καὶ ἡ σημασία τους γιὰ τὴν μεσογειακὴ περιοχὴ ἐμηδενίσθη σχεδὸν τελείως. Καθόλου ὅμως τυχαῖα, ὅπως μᾶς διευκρινίζει ὁ Braudel. (Βλ. ἐπίσης καὶ Ε. Banse, Das Orientbuch, Strassburg 1914). Διότι ὅλες οἱ μειονότητες, μὲ τὶς ὁποῖες ἡ Εὐρώπη τοῦ περασμένου αἰώνα ἀνεκάλυπτε νὰ ἔχη «πνευματικὲς σχέσεις», συνέβαινε νὰ εἶναι στὰ μάτια της ἕνα εἶδος... ἐνοχλητικῶν ποντικῶν πού ἔπρεπε πάση θυσία νά... ἀπολυμανθοῦν. Ἂς δοῦμε ὅμως κατὰ λέξη τὶς αἰτίες τῆς «ἐξυγίανσης». Διατηροῦμε ἐπίσης καὶ τὸ λεξιλόγιο ἐπακριβῶς, διότι ἔχει σημασία: ὅταν πρόκειται γιὰ καθαρῶς ἐπιθετικοὺς σκοπούς, οἱ λέξεις ἀνακαλοῦν στερεοτύπως ὑποσυνείδητα περιεχόμενα «ἔχθρων» καὶ «πολιτιστικῆς ἀμύνης» [«Τοῦρκος» σημαίνει πάντα κάτι τὸ ἐχθρικό, τὸν κίνδυνο, καὶ «Δύση» (Occident, Abendland) τὴν πολιτιστικὴ ἑνότητα τοϋ Χριστιανισμοῦ, ἄλλα μόνο τοῦ δυτικοῦ]. Τὸ κεφάλαιο μας ἐπιγράφεται εἰδικὰ «Ἢ μοίρα τῆς Τουρκικῆς Αὐτοκρατορίας» καὶ ἡ ἑνότης ἀπ'ὅπου ἀντιγράφομε «Ἔμποροι στὴν ὑπηρεσία τῶν Τούρκων» (βλ. μν. ε. τόμ. III, σέλ. 521 κ.ε.):
«Ἡ οἰκονομικὴ δομὴ τῆς Τουρκικῆς Αὐτοκρατορίας ἐξασφαλίζεται ἀπὸ μιὰ τεράστια στρατιὰ ἐμπόρων, οἱ ὁποῖοι θέτουν ὅρια ὀτὴν διείσδυοη τῆς Δύσεως καὶ τὴν ἐμποδίζουν. Ἡ Γαλλία διατηρεῖ στὸ Λεβάντε ἕνα προσωπικὸ ἀπὸ 150-200 ἄτομα καὶ τὸ ἴδιο καὶ τὰ ἄλλα δυτικὰ "ἔθνη". Τὶς μεγάλες ἐπιχειρήσεις ὅμως τὶς διεξάγουν Ἄραβες, Ἀρμένιοι, Ἑβραῖοι, καὶ Ἕλληνες... Σ'αὐτὴ τὴν δραστήρια ἀγορὰ μένει γιὰ τὸν δυτικὸ ἔμπορα πολὺ μικρὸ περιθώριο... ὅλες του τὶς δραστηριότητες πρέπει νὰ τὶς διακινεῖ μέσῳ Ἀρμενίων καὶ Ἑβραίων πού πρέπει νὰ τοὺς κοιτᾶ στὰ δάχτυλα". Καὶ τὸ οὐσιωδέστερο, οἱ ἀνατολικοὶ ἔμποροι οὔτε καὶ τὸ ἐξωτερικὸ ἐμπόριο τῆς αὐτοκρατορίας ἀφήνουν στὰ χέρια τῶν Εὐρωπαίων... Λιγώτερο ἐντυπωσιακὴ ἄλλα ὄχι καὶ λιγώτερο ἐκπληκτικὴ ὑπῆρξε κατὰ τὸν 18ον αἵ. ἡ διασπορὰ τῶν «ὀρθοδόξων» ἔμπορων στὶς κατοχυρωθεῖσες διὰ τῆς Συνθήκης τοϋ Βελιγραδίου τὸ 1739 χῶρες τῶν Ἀψβούργων... Αὐτὸν τὸν χῶρο τὸν κατέλαβαν γιὰ τὸν ἑαυτὸ τοὺς ἕλληνες ἔμποροι καὶ πολὺ γρήγορα μάλιστα ὑπερέβησαν τὰ ὅρια του. Ἐπισκέπτονταν τὴν Ἔκθεση στὴν Λειψία, συναλλάσσονταν στὸ Ἀμστερνταμ καὶ βρίσκονταν παντοῦ στὴν Εὐρώπη, στὴν Ρωσία καὶ σ'αὐτὴν ἀκόμη τὴν Σιβηρία.
Γεννιέται λοιπὸν ἀφ'ἑαυτοῦ τὸ ἐρώτημα, ἐὰν αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι ἦταν ἕνα ξένο σῶμα στὸ ἐσωτερικό τῆς Τουρκικῆς Αὐτοκρατορίας. Συνεισέφεραν στὴν διατήρηση τῆς τουρκικῆς οἰκονομίας, ὅπως προσωπικῶς νομίζω, ἤ ἔμοιαζαν μὲ ποντικοὺς πού ἀφήνουν τὸ βυθισμένο καράβι; Αὐτὸ τὸ ἐρώτημα μᾶς φέρνει πίσω στὸ πρόβλημα τῆς τούρκικης παρακμῆς - ἕνα πρόβλημα πού προξενεῖ μεγάλες σπαζοκεφαλιὲς χωρὶς νὰ διαφαίνεται στὸν ὁρίζοντα ἡ λύση του. Κατὰ τὴν γνώμη μου, ἡ παρακμὴ τῆς Τουρκικῆς Αὐτοκρατορίας ἀρχίζει μόνο κατὰ τὴν ἀρχὴ τοϋ 19ου αἵ., ἤ μᾶλλον, γιὰ νὰ προσδιορίσωμε ἀκριβέστερα τὴν διαδικασία, ἐπὶ τῶν Βαλκανίων, τὴν πιὸ ζωντανὴ ἄλλα κινδυνεύουσα ζώνη ἀπὸ τὴν ὁποία προήρχετο ὁ στρατὸς καὶ οἱ φόροι...».
Ἀναφέραμε ἀναλυτικὰ τὸ κείμενο, ἀκριβῶς γιὰ νὰ φανῆ τὸ εἶδος τῶν παραστάσεων πίσω ἀπὸ τὸ τυπικὸ λεξιλόγιο. Πουθενὰ δὲν ὑπάρχει ἡ λέξη Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία. Τὰ πάντα εἶναι... τουρκικά, διότι μέσα στὰ ἰδεολογικὰ σημαινόμενα αὐτοῦ τοῦ ὄρου δικαιολογεῖται αὐτὸ πού μᾶς λέει σὲ ἄλλη θέση ὁ Braudel καὶ πού ἦταν τὸ μόνο γιὰ νὰ ἀνοίξη... «θύρα»: ἡ βία. Κατ'ἀρχὴν ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ τὰ κανόνια ἐχρησιμοποιήθηκαν κατὰ τὸ παραδεδομένο νόημα τῆς παρούσης χιλιετίας, ἤτοι ὡς ἕνα καὶ τὸ αὐτό. Διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ προκύπτει ἀμέσως τὸ θέμα πῶς θὰ μποροῦσαν οἱ χριστιανικοὶ λαοὶ τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας νὰ γίνουν «ξένο σῶμα» στὸ κράτος τους, ὁπότε φυσικὰ δὲν ἔμενε παρὰ ἱστορικὰ νά... ποντικοποιηθοῦν! Καὶ οἱ μὲν Ἕλληνες τῆς Μικρᾶς Ἀσίας πού εἶχαν σχέση μὲ τὴν Μοσούλη, εἴδαμε πῶς. Τὴν αὐτὴν ὅμως ἂν μὴ χειρότερη τύχη εἶχαν καὶ οἱ Ἀρμένιοι, πού εἶχαν σχέση μὲ τὰ πετρέλαια τοῦ Βακοῦ. Προκειμένου νὰ ἐξασφαλισθῆ διὰ τῶν Ἀρμενίων ἡ κατεύθυνση πρὸς τὸ Βακοῦ, ἔπρεπε νὰ ἀποκτήσουν ὅλες οἱ χριστιανικὲς Ὁμολογίες ὀπαδοὺς μεταξὺ τῶν Ἀρμενίων, ἐξ ἴσου δηλ. καὶ οἱ προτεστάντες, οἱ ὁποῖοι ἐπεδόθηκαν μὲ ἰδιαίτερον ζῆλον στὸ θεάρεστον ἔργο τῆς ἱεραποστολικῆς σωτηρίας... Ποιὰ ὑπῆρξαν τὰ ἀποτελέσματα αὐτῶν τῶν δραστηριοτήτων, γνωρίζομε ἤδη. Γιὰ τὴν ἐπὶ Γῆς σωτηρία, ἀπό τους Ἀρμενίους ἐσώθηκαν μόνο ὅσους μπόρεσε ἡ Ρωσία νὰ σώση, ἡ ὁποία βέβαια εἶχε καὶ κάποια πιὸ κοντινὴ σχέση μὲ τὸ Βακοῦ ἂπ'ὅ,τι εἶχαν οἱ ἄλλες δυνάμεις μὲ τὸν Χριστό... Πολλοὶ ἐπίσης ἀπό τους μικρασιάτες Ἕλληνες ἦρθαν στὴν Ἑλλάδα προτεστάντες. Τὴν εἰδικώτερη ὅμως χρήση τοῦ ἑλληνισμοῦ καὶ τοῦ ἑβραϊσμοῦ στὴν ἀνατολικὴ Μεσόγειο κατὰ τὸν περασμένο αἰῶνα, θὰ τὴν ἰδοῦμε ἀναλυτικώτερα πιὸ κάτω.
Θὰ ἦταν φυσικὰ ἀδύνατο καὶ ἀφύσικο νὰ ἔμενε ἡ ἀνατολικὴ Μεσόγειος μιὰ «κλειστὴ λίμνη» γιὰ τοὺς πάντες, ὅπως ἀναγκάσθηκαν νὰ τὴν κάμουν οἱ Πατριάρχες μὲ τοὺς σουλτάνους τὸ 1453. Καὶ τὸ Βυζάντιο (τοῦ ὁποίου συνέχεια θεωροῦμε καὶ τὴν Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία) θὰ παρήρχετο κάποτε κατ'ἀνάγκην. Οἱ ἱστορικοὶ αὐτοὶ σχηματισμοὶ εἶχαν μιὰ ἰδεολογία στασιμότητος πού δὲν ἐπέτρεπε καμμιὰν ἐξέλιξη. Ἤγγισαν ὑψηλότατα ἐπίπεδα περιεχομένου ζωῆς, ἄλλα ἀκριβῶς γι'αὐτὸ δὲν μποροῦσαν νὰ ἀνταποκριθοῦν σὲ καμμιὰν ἀπαίτηση ὠργανωμένης ἐργασίας. Εἶναι πολὺ ἀμφίβολο - καὶ τοῦτο ἔχει ἰδιαίτερη σημασία γιὰ τοὺς... θεωρητικοὺς τοῦ «ἀνατολικοῦ δεσποτισμοῦ» - ἂν κατὰ τοὺς τελευταίους αἰῶνες ὑπῆρξε καν διοίκηση, τόσο ἀπ'τὴν μεριὰ τῶν Βαλκανίων ὅσο ἀπ'τὴν μεριὰ τῆς Μικρᾶς 'Ἀσίας. Ὁ χῶρος εἶχε φθάσει στὸ σημεῖο νὰ αὐτοδιοικῆται μὲ ἕνα σύστημα ἰσορροπίας τοπικισμοῦ καὶ εἶναι ἀμφίβολο ἂν οἱ Πατριάρχες καὶ οἱ σουλτάνοι εἶχαν ὄντως τίποτε νὰ κάνουν, ἐκτός ἀπὸ νὰ ἀντιπροσωπεύουν «συμβολισμούς». Γι'αὐτὸ καὶ δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι στὸν πατριαρχικὸ θρόνο ἀνέβηκαν μέχρι καὶ ἀγράμματοι Πατριάρχες. Μὲ τὸν ἔξω κόσμο κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ ἀσχοληθῆ, διότι δὲν παρίστατο κάτι τέτοιο ἀναγκαῖο. Τὸ σύστημα ἦταν μιὰ «Οἰκουμένη» πού εἶχε τὴν εὐχέρεια τῆς πρακτικῆς ζωῆς σὲ ἕνα εὐνοημένο ἀπὸ τὴν φύση μέρος. Τὸ τί ἔκανε ἡ Δύση, μπορεῖ νὰ ἐνδιέφερε τὸν Μέγα Πέτρο - τὴν Κων/πολη οὐσιαστικὰ ποτέ.
Δὲν προσπαθοῦμε νὰ ἀσκήσωμε ἐδῶ κριτικὴ γιὰ τὴν βία, πού λέει ὁ Braudel, προκειμένου ν'ἀνοίξη ἡ... θύρα τοῦ «παραδείσου τῆς Ἀνατολῆς». Αὐτὸ πού κρίνομε εἶναι ἡ τακτικὴ ξεθεμελιώματος ἑνὸς χωρὶς φρένα λιμπεραλισμοῦ, πού ἐλάχιστα αἰσθανόταν νὰ ἔχη τὴν ὁποιαδήποτε σχέση μὲ τὸν μεσογειακὸ χῶρο. Ἑνὸς λιμπεραλισμοῦ δηλαδὴ πού μᾶς ἔδωσε μὲ τὰ κεφάλαια τῆς Ὀθωμ. Αὐτοκρατορίας τὰ προϊόντα της τεχνολογίας πού ἔχομε σήμερα, ἀλλά μὲ ἕνα δυσανάλογο κόστος σὲ φθορὰ ἀνθρώπων, φύσεως καὶ ἀγαθῶν. Κυρίως στὴν ἴδια τὴν δυτικὴ Εὐρώπη πρῶτα. Μιλοῦμε γιὰ τὰ «ἐγκλήματα» τοῦ Στάλιν μὲ τὶς μειονότητες. Μὰ ἐπὶ δύο αἰῶνες ξερριζώματα πληθυσμῶν καὶ καταστροφὲς λαοτήτων δὲν εἶναι ἡ πολιτικὴ τῆς «Εὐρώπης» στὴν ἀνατολικὴ Μεσόγειο; Τὰ προβλήματα αὐτὰ δὲν ἔχομε σήμερα; Αὐτὸ ὅμως πού ἔχει σημασία εἶναι ὁ τρόπος πού ἀκόμη σήμερα ἡ δυτικὴ Εὐρώπη ἀντιμετωπίζει νοητικὰ τὰ προβλήματα καὶ τὰ ἰδεολογήματα πού θέλει νὰ τὰ περίκλειση. «Μωαμεθανικὸν ἔθνος» λέγει εἶναι οἱ Σλάβοι τῆς Βοσνίας-Ἐρζεγοβίνης καὶ τὰ προβλήματα τῶν πολέμων εἶναι ἀνωριμότητες «ἐθνικισμῶν». Αὐτὴ εἶναι ἡ νέα «κοινὴ γνώμη»...
Δὲν δείχνουν ὅμως αὐτὰ ὅτι εἶναι μᾶλλον ἐγγενῶς ἀδύνατο στὴν δυτικὴ Εὐρώπη νὰ ἀποκτήση συνείδηση μεσογειακοῦ χώρου καὶ πιθανὸν θὰ ἔπρεπε νὰ ἀπομονωθῆ πλήρως ὡς πολιτικὸς παράγων ἀπὸ αὐτὴν τὴν περιοχὴ τοῦ κόσμου, τουλάχιστον γιὰ ὅσο θὰ διαρκέση, ὥσπου νὰ βρεθῆ κάποια τάξη γι'αὐτόν; Δὲν εἶναι τάχα μιὰ ἄμεση συνέπεια τῆς κατευθυνόμενης ἰδεολογίας μὲ παραστάσεις τοῦ παρελθόντος (γενοκτονίες καὶ ξερριζώματα) ἡ «αὐτονόητη» σήμερα «ἐπιστημονικὴ θέση» περὶ τῆς ὑψηλῆς παιδαγωγικῆς σημασίας τῶν τοπικῶν πολέμων στὴν πιὸ πολύπλοκη περιοχὴ τοῦ κόσμου καὶ ἄμεσης ζωτικῆς σημασίας γιὰ ὁλόκληρη τὴν Εὐρώπη;
Ἀλλὰ οἱ αἰτίες τοῦ παραλόγου ἔχουν τὸ παρελθόν τους γι'αὐτὸ ἴσως πρέπει νὰ παρακολουθήσωμε λίγο ἱστορικὰ μὲ μιὰ κάποια μείζονα εὐκρίνεια νοημάτων.


Αναδημοσίευση από το ιστολόγιο Αρετή και Τόλμη. Πηγή για I: Δυτική Εὐρώπη, ἀποικίες καί Ἀνατολική Μεσόγειος (1) - Πηγή για II: Δυτική Εὐρώπη, ἀποικίες καί Ἀνατολική Μεσόγειος (2). Τα αποσπάσματα είναι από το βιβλίο του Γεράσιμου Κακλαμάνη: Το «Ανατολικό Ζήτημα» σήμερα.

.~`~.
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική

- Το μέλλον της Ε.Ε, η Ανατολική Ευρώπη -η Ουκρανία- και τα Βαλκάνια, ο Huntington, ο Brzezinski και οι πλανητικές πολιτικές των Η.Π.Α. Τα «Ανθρώπινα δικαιώματα», η «σύγκρουση των πολιτισμών» και τα «Ευρασιατικά Βαλκάνια» ως βαλκανοποίηση της υφηλίου και καλλιέργεια της ελεγχόμενης αναρχίας. Η απόρριψη του διλήμματος μεταξύ πυρηνικού ολοκαυτώματος ή πολιτιστικής ανυπαρξίας - προς μιας νέα ιστορική σύνθεση που θα εναντιώνεται στις θεωρίες και τους υπολογισμούς γραφείου-εργαστηρίου.

Νέος μεσαιωνισμός ή New medievalism - μέρος β´. Συνέχεια στο ζήτημα της κρίσης ή παρακμής της κυριαρχίας και του συστήματος κρατών - και της (υποτιθέμενης ή πιθανής) αντικατάστασης του από νέες μορφές πολιτικής οικουμενικής οργάνωσης.

$
0
0
.
Πρόλογος

Σήμερα υποστηρίζεται συχνά ότι το σύστημα κρατών βρίσκεται σε παρακμή, ότι αντικαθίσταται ή ότι θα αντικατασταθεί από κάποια εντελώς διαφορετική μορφή οικουμενικής πολιτικής οργάνωσης... Υπάρχουν άραγε αποδείξεις ότι το σύστημα κρατών μπορεί να αντικατασταθεί από μια κοσμικη μετενσάρκωση τον συστήματος της επικαλυπτόμενης ή τμηματοποιημένης εξουσίας που χαρακτήριζε τη μεσαιωνική χριστιανοσύνη;
Είναι προφανές ότι τα κυρίαρχα κράτη δεν είναι οι μόνοι σημαντικοί παράγοντες ή φορείς στη διεθνή πολιτική. Ωστόσο μόνο η ύπαρξη στην παγκόσμια πολιτική παραγόντων διαφορετικών από το κράτος δεν αποτελεί ένδειξη μιας τάσης προς την εγκαθίδρύση ενός νέου μεσαιωνισμού. Το κρίσιμο ερώτημα είναι εάν τα ρήγματα στην κυριαρχία ή στην υπέρτατη εξουσία του κράτούς, επί του εδάφούς και των πολιτών του, που έκαναν αυτές οι «άλλες ενώσεις» (για να χρησιμοποιήσούμε την έκφραση των μεσαιωνοδιφών) είναι τέτοια, ώστε να καθιστούν αυτή την υπεροχή ανύπαρκτη και να στερούν την έννοια της κυριαρχίας από τη χρησιμότητα και τη βιωσιμότητά της. Υπάρχούν πέντε χαρακτηριστικά της σύγχρονης παγκόσμιας πολιτικής, που παρέχουν prima facie την απόδειξη ότι υπάρχει μια τέτοια τάση.

α´
Η περιφερειακή ολοκλήρωση των κρατών

Το πρώτο είναι η τάση ορισμένων κρατών να επιζητούν να ενταχθούν σε μεγαλύτερες μονάδες. Τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας δεν έπαψαν να διεκδικούν ή να διατηρούν την εδαφική τούς κυριαρχία, ωστόσο προχώρησαν σε μια διαδικασία ολοκλήρωσης, η οποία θεωρείται, τουλαχιστον από ορισμένους, ότι θα οδηγήσει τελικά στην απώλεια της κυριαρχίας τους. Κανένας άλλος περιφερειακός οργανισμός δεν μπορεί να συναγωνιστεί το επίτεύγμα της ΕΟΚ, όσον αφορά τα μέτρα της οικονομικής ολοκλήρωσης που πραγματοποίηθηκαν μέχρι σήμερα'ωστόσο ενώσεις όπως η Κομεκόν, ο Οργανισμός Αφρικανικής Ενότητας, ο Οργανισμός των Αμερικανικών Κρατών, η Κοινή Αγορά της Κεντρικής Αμερικής και η Ένωση των Κρατών της Νοτιανατολικής Ασίας επηρεάστηκαν από το παράδειγμά της.
Η ρητορική τον «ευρωπαϊκού» κινήματος περιελάμβανε ανέκαθεν τον ισχυρισμό ότι η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση θα είχε καινοφανείς και ευεργετικές επιδράσεις στην παγκόσμια τάξη, αφενός επειδή Θα οδηγούσε σε μια «κοινότητα ασφάλειας» ή ζώνη ειρήνης στο εσωτερικό της ίδιας της Ευρώπης και αφετέρου επειδή Θα αποδείκνύε στον κόσμο γενικότερα την ικανότητα μιας ομάδας κρατών να εγκαταλείψουν εκουσίως την κυριαρχία τους [Lord Gladwyn, «World Order and the Nation-State: A Regional Approach», Conditions of World Order, 1970].
Η δυσκολία σε αυτή την άποψη είναι ότι, αν η πορεία ολοκλήρωσης των ευρωπαϊκών κρατών οδηγούσε στη δημιουργία ενός μόνο ευρωπαϊκού κράτούς (και αν παρόμοιες πορείες, που Θα προκαλούνταν από αυτό το παράδειγμα, είχαν το ίδιο αποτέλεσμα σε άλλες περιοχές), το αποτέλεσμα θα ήταν να μειωθεί ο αριθμός των κυρίαρχων κρατών, αλλά να παραμείνει ο θεσμός τον κυρίαρχου κράτούς εκεί ακριβώς που ήταν και πριν.
Μπορεί να υποστηριχθεί ότι ένα ευρωπαϊκό κράτος που θα προέκυπτε με αυτό τον τρόπο, ενώ θα παρέμενε ένα κυρίαρχο κράτος, δεν θα ήταν τουλάχιστον εθνικό κράτος, και ότι όντας απαλλαγμένο από τις εθνικιστικές πιέσεις και φιλοδοξίες, που είχαν φέρει σε σύγκρούση τα εθνικά κράτη στο παρελθόν, θα μπορούσε κανείς να αναμένει τουλάχιστον ότι θα ήταν πιο συγκρατημένο και πιο νομοταγές από τα κράτη που είχαν παραχωρήσει την κυριαρχία τούς σε αυτό. Θα ήταν ένα κυρίαρχο κράτος που η διάθεσή του να ασχοληθεί με την «πολιτική της ισχύος» (με την έννοια της επιδίωξης της ισχύος ως σκοπού και όχι απλώς ως μέσου) θα είχε εξασθενήσει.
Μια τέτοια άποψη αγνοεί το γεγονός ότι το κίνημα για ευρωπαϊκή ολοκλήρωση εκφράζει όχι μόνο τη φιλοδοξία ορισμένων Ευρωπαίων να «ξεπεράσουν την πολιτικη της ισχύος», αλλά και τη φιλοδοξία άλλων να δημιουργήσουν μια μονάδα, ώστε σε έναν κόσμο που κυριαρχούν κράτη ηπειρωτικών διαστάσεων, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Σοβιετική Ένωση και η Κίνα, οι Ευρωπαίοι να μπορούν να ασχοληθούν με την «πολιτική της ισχύος» πιο αποτελεσματικά. Αγνοεί τη σχέση, την οποία ορθά οι ευρωπαίοι φεντεραλιστές υπογραμμίζουν, ανάμεσα στην ανάπτυξη ενός ευρωπαϊκού ομοσπονδιακού κράτούς και στην ανάπτυξη, ως προηγούμενη κατάσταση αυτού, ενός αισθήματος ευρωπαϊκής προσωπικότητας ή ταυτότητας σε σχέση με τούς άλλούς λαούς, μια «νέα πατρίδα» πού οι Γάλλοι, οι Γερμανοίκαι οι άλλοι μπορούν να ανακαλύψούν τη στιγμή πού το έθνος τούς χάνει την αποκλειστική αφοσίωσή τούς. Σε ένα βαθύτερο επίπεδο η άποψη ότι από ένα κράτος το οποίο δεν είναι εθνικό μπορεί να περιμένει κανείς ότι θα απέχει από την «πολιτική της ισχύος» παραβλέπει το γεγονός ότι η περίοδος των εθνικών κρατών είναι μόνο μια ειδική ιστορική φάση τον συστήματος κρατών και ότι ο ρόλος πού μπορεί να αναλάβει η «πολιτική της ισχύος» στις σχέσεις μεταξύ κρατών πού δεν είναι εθνικά είναι απολύτως εμφανής στην ιστορία τον συστήματος κρατών κατά τη δυναστική ή απολυταρχική του φάση (I).
Αν ψάχνούμε για αποδείξεις πού να στηρίζούν την άποψη ότι η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση επιφέρει μια ποιοτική αλλαγή στο σύστημα κρατών, είναι πιο χρήσιμο να μη στηριχτούμε στο ζητούμενο τελικό αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας, ένα ευρωπαίκό υπερκράτος [Διεθνής κοινωνία, civitas maxima, υπερ-κράτος], το οποίο είναι απλώς ένα διευρυμένο εθνικό κράτος, αλλά σε μια ενδιάμεση φάση αυτής της πορείας προς την ολοκλήρωση. Είναι πιθανόν η πορεία της ολοκλήρωσης να φτάσει σε ένα στάδιο, στο οποίο, ενώ κανένας δεν θα μπορούσε να μιλά για ένα ευρωπαϊκό κράτος, να υπάρχούν πραγματικές αμφιβολίες τόσο στη θεωρία όσο και στην πράξη για το εάν η κυριαρχία βρίσκεται στα χέρια των εθνικών κυβερνήσεων ή των οργάνων της «κοινότητας». Ένα αποφασιστικό κριτήριο Θα μπορούσε ίσως να είναι το ερώτημα αν οι εθνικές κυβερνήσεις στο εσωτερικό της «κοινότητας» είχαν το δικαίωμα καθώς και την ικανότητα, όσον αφορά τη δύναμη και την αφοσίωση πού διέθεταν, να αποχωρήσούν από την «κοινότητα». Η απόσταση μπορεί ίσως να είναι πολύ μικρή ανάμεσα σε μια κατάσταση παρατεταμένης αβεβαιότητας σχετικά με το που έγκειται η κυριαρχία και σε μια κατάσταση ενός «νέου μεσαιωνισμού», στην οποία η έννοια της κυριαρχίας θεωρείται άνεύ σημασίας. Ωστόσο μια τέτοια κατάσταση, αν υπήρχε στην Ευρώπη, δεν θα σήμαινε ότι θα είχε εξαφανιστεί το παγκόσμιο σύστημα κρατών, παρά μόνο ότι σε αυτή τη συγκεκριμένη περιοχή (όπως στούς πρώτούς αιώνες του συστήματος κρατών στη Γερμανία) θα υπήρχε μια υβριδική οντότητα (II), η οποία δεν θα ήταν συμβατή με τις ισχύουσες νόρμες.
---------------------------------------------------------------
(I) ...οι ιδεολογικές προκαταλήψεις δεν συνιστούν τον καλύτερο πρακτικό σύμβουλο, προ παντός όταν δεν έχουμε να κάνουμε με τις συχνά συγκεκαλυμμένες ιδεολογίες των οικονομολόγων, αλλά με τις κραυγαλέες ιδεολογίες όσων αγορεύουν υπέρ ή κατά του εθνικού κράτους... Αυτό το παραβλέπουν συχνότατα τόσο οι φίλοι όσο και οι εχθροί του εθνικού κράτους, γιατί αμφότεροι, αν και με αντεστραμμένα πρόσημα, συγχέουν εννοιολογικά το έθνος και το κράτος. Ο σύνθετος όρος «εθνικό κράτος» φαίνεται να ευνοεί αυτή τη σύγχυση, μολονότι στη πραγματικότητα υποδηλώνει ότι το εθνικό κράτος συνιστά απλώς ένα μόνο είδος του γένους «κράτος». Οι προασπιστές του εθνικού κράτους από τη μια φοβούνται την απουσία κράτους, δηλαδή την ακυβερνησία, αν η κυβερνητική εξουσία ασκείται από ένα μακρινό κέντρο εκτός του έθνους, ενώ από την άλλη προσδοκούν έναν μαρασμό των εθνικών δυνάμεων, μια γενική ισοπέδωση και μια πολιτισμική απίσχανση, αν το έθνος χάσει το έρεισμα του κράτους... Οι εχθροί του εθνικού κράτους συμμερίζονται λίγο-πολύ όλες αυτές τις διαγνώσεις και προγνώσεις - μόνο που χαιρετίζουν το αποτέλεσμα. Τον παραμερισμό του παράγοντα «έθνος» τον θεωρούν (και στο σημείο αυτό η κοσμοπολίτικη «αριστερά» συμμαχεί, κατά τρόπον μόνον κατ'επίφαση παράδοξο, με τις πολυεθνικές εταιρείες) ως χαρμόσυνο βήμα προς την εξασθένιση ή κατάργηση του παραδοσιακού κράτους εν γένει, προς την ανάπτυξη μιας μεταεθνικής συνείδησης αυτόνομων πολιτών ως νέας βάσης της πολιτικής δραστηριότητας κ.τ.λ κ.τ.λ.
Τώρα η συνείδηση του «ώριμου πολίτη» αντλεί κατά κανόνα την πνευματική της τροφή μάλλον από την ιδιωτική τηλεόραση παρά από τις εκλεπτυσμένες προσφορές των πολιτικών ιδεολογιών, κι έτσι η εξαφάνιση των εθνικιστικών φανατισμών δεν ισοδυναμεί οπωσδήποτε με ανώτερο πολιτικό φρόνημα. Αφ'ετέρου, η ακυβερνησία, που μακροπροθέσμως θα ήταν ολέθρια για την Ευρωπαϊκή Ένωση, μπορεί ν'αποφευχθεί μονάχα αν τα κυρίαρχα δικαιώματα του εθνικού κράτους δεν εξατμισθούν απλώς, αλλά μεταβιβασθούν σ'έναν καινούργιο κυρίαρχο. Το τέλος του εθνικού κράτους και το τέλος του κυρίαρχου κράτουςεν γένει θα παραμείνουν δύο πράγματα διαφορετικά από ιστορική και λογική άποψη ακόμη και στην περίπτωση όπου η Ευρώπη θα απεκδυθεί τις πολιτικές μορφές του παρελθόντος χωρίς να μπορέσει να δημιουργήσει καινούργιες...
Ο εν μέρει οικουμενιστικός-ηθικολογικός και εν μέρει οικονομιστικός τόνος, που δεσπόζει στη σημερινή εξωτερική πολιτική της Γερμανίας, στην πραγματικότητα αποτελεί μια καινούργια παραλλαγή της παλαιάς φυγής προς την απλούστευση, μιαν άλλη έκφραση της ίδιας παλιάς αμηχανίας μπροστά τον άπειρα περίπλοκο χαρακτήρα της πολιτικής –μόνο που τώρα έχουν αντιστραφεί τα πρόσημα. Η πεισματική στροφή προς τον ηθικό και οικονομικό παράγοντα έχει ως σκοπό της, όπως νομίζεται, την οριστική αποκοπή από την «πολιτική της ισχύος», ενώ η ευημερία των τελευταίων σαράντα ετών φαίνεται να αποδεικνύει, προς γενική ικανοποίηση, ότι η ηθική δεν ωφελεί μόνον την ψυχή αλλά και την κοιλιά. Ωστόσο η διχοτομία μεταξύ οικονομίας και πολιτικής παραμένει πλασματική κατασκευή... Αν λοιπόν η γερμανική πλευρά θέλει μεν την ευρωπαϊκή ενοποίηση, όμως τη θέλει κυρίως για λόγους οικονομικής αποτελεσματικότητας, θα πρέπει να γνωρίζει ότι μια τέτοια ενοποίηση μπορεί να οξύνει τους οικονομικούς αγώνες κατανομής και ανακατανομής. Το οικονομικό στοιχείο, το οποίο σήμερα εκθειάζεται ως πανάκεια κατά της πολιτικής της ισχύος και του εθνικισμού, θα αποδειχθεί τότε αγωγός ακριβώς τέτοιων βλέψεων και τάσεων.

(II) Όταν μελετηθεί η ευρωπαϊκή ιστορία, μπορεί να γίνει αντιληπτό ότι λειτουργεί μια μυστική διαλεκτική σχετικά με τη κληρονομιά της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας... Τα σύνορα που προέκυψαν από τη συνθήκη του Βερντέν του 843, η οποία διαμοιράζει την Αγία Ρωμαιογερμανική αυτοκρατορία του Καρλομάγνου μεταξύ τριών κληρονόμων, ταυτίζονται σχεδόν απόλυτα με τις φυσικές περιοχές και τα πεδία προβλημάτων της σημερινής Γαλλίας και Γερμανίας. Μετά από αυτόν τον διαμοιρασμό, η Αγία Ρωμαιογερμανική αυτοκρατορία ενώθηκε εκ νέου... Το ξεκαθάρισμα λογαριασμών που προέκυψε από την εμφάνιση του συνασπισμού των Προτεσταντών, ο οποίος σχηματίστηκε ενάντια στην εν λόγω ένωση, είχε ως αποτέλεσμα τον Τριακονταετή πόλεμο που τερματίστηκε με την συνθήκη της Βεστφαλίας του 1648.
Έτσι, η Αγία Ρωμαιογερμανική αυτοκρατορία διαλύθηκε εκ νέου... Οι μεν στρατηγικές του Bismarck και του Γουλιέλμου του Β', που επιδίωξαν να ανασυγκροτήσουν την ίδια κληρονομιά γύρω από τη Γερμανία, οδήγησαν στον Α'Παγκόσμιο πόλεμο, η δε προσπάθεια του Χίτλερ, προκάλεσε τον Β'Παγκόσμιο πόλεμο. Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι τίποτε άλλο από την προσπάθεια ανασυγκρότησης της εν λόγω κληρονομιάς αντί δια στρατιωτικών μέσων με οικονομικά και πολιτικά μέσα.
---------------------------------------------------------------

β´
Η διάλυση των κρατών

Παράλληλα με τις προσπάθειες ορισμένων κρατών να ενωθούν σε περιφερειακές μονάδες μπορούμε να διακρίνουμε και άλλη μια τάση, η οποία στις δεκαετίες του 1960 και 1970 υπήρξε πιο εντυπωσιακή, την τάση των υφιστάμενων κρατών να δείχνουν σημάδια διάλύσης. Δεν είναι απλώς ότι «νέα» κράτη, των οποίων οι κυβερνήσεις ασχολούνται με την προώθηση ενός αισθήματος ταυτότητας και συνοχής πού δεν υπήρχαν άλλοτε ή πού υπήρχαν μόνο σε μια αβέβαιη μορφή, αναταράχθηκαν και σε μια περίπτωση (στο Πακιστάν) διασπάστηκαν από αποσχιστικά κινήματα'είναι ότι οι διασπαστικές τάσεις σημάδεψαν επίσης τη σύγχρονη ιστορία ενός παλαιότερού «νέου» κράτούς, της Γιουγκοσλαβίας, καθώς και παλαιών εθνικών κρατών όπως η Βρετανία, η Γαλλία, η Ισπανία, το Βέλγιο και ο Καναδάς.
Είναι δυνατόν να υποθέσούμε ότι από τα αιτήματα των Ουαλών, των Βάσκων, των κατοίκων του Κεμπέκ, των Φλαμανδών και των άλλων μπορεί να προκύψούν ποιοτικές αλλαγές στο σύστημα κρατών. Είναι αλήθεια ότι στις τάξεις αυτών των αποσχιστικών ομάδων υπάρχουν κάποιοι, οι οποίοι επιθυμούν μόνο τοπική αυτονομία και οι οποίοι δεν επιθυμούν να αμφισβητήσούν την κυριαρχία του κράτούς στο οποίο βρίσκονται. Επιπλέον υπάρχουν κάποιοι άλλοι οι οποίοι επιθυμούν να επιφέρούν τη διάλύση του κράτούς, το οποίο πιστεύούν ότι τούς καταδυναστεύει, μόνο όμως προκειμένού να ιδρύσούν ένα άλλο δικό τούς κυρίαρχο κράτος. Αν η κατάληξη αυτών των αποσχιστικών τάσεων ήταν απλώς ότι η Nagaland [Ομόσπονδο κράτος της βορειοανατολικής Ινδίας], η Μπιάφρα, η Ερυθραία, η Ουαλία, το Κεμπέκ και η Κροατία θα γίνονταν κυρίαρχα κράτη (όπως το Μπανγκλαντές), τότε ο αριθμός των κυρίαρχων κρατών στον κόσμο θα αυξανόταν, αλλά ο θεσμός τον κυρίαρχου κράτούς δεν θα επηρεαζόταν από τη δημιουργία των Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης.
Όπως στην περίπτωση της ολοκλήρωσης των κρατών, η διάλυσή τούς θα ήταν θεωρητικά σημαντική, μόνο αν ακινητοποιούνταν σε μια ενδιάμεση κατάσταση. Αν αυτές οι νέες μονάδες προχωρούσαν σε τέτοιο βαθμό στην απόκτηση της ιδιότητας τον κυρίαρχου κράτούς, τόσο σε επίπεδο αποδεκτής ιδεολογίας όσο και σε επίπεδο ελέγχού της ισχύος αλλά και της αφοσίωσης των κατοίκων τούς, ώστε να θέσουν υπό αμφισβήτηση την κυριαρχία των υπαρχόντων κρατών, και αν ταυτόχρονα δεν διεκδικούσαν την ίδια κυριαρχία για τον εαυτό τους, τότε θα μπορούσε ίσως να προκύψει μια κατάσταση στην οποία ο ίδιος ο θεσμός της κυριαρχίας να παρήκμαζε.
Δεν μπορούμε να αγνοήσούμε αυτή την πιθανότητα, όπως δεν μπορούμε να απορρίψούμε την πιθανότητα η κυριαρχία να υπονομευτεί από περιφερειακούς υπερεθνικούς θεσμούς. Ο πολιτικός ρεαλιστής, ο οποίος απορρίπτει βιαστικά αυτού του είδους τις πιθανότητες είναι επιπόλαιος. Ένας λόγος που οι ευρωπαίοι οπαδοί της ολοκλήρωσης και ομάδες όπως εκείνες των κατοίκων του Κεμπέκ και των Βάσκων (ας τις ονομάσουμε «αποσχιστικές») γοητεύονται από λύσεις που Θα κατέληγαν απλώς στη δημιουργία νέων κυρίαρχων κρατών είναι η τυραννία των υφιστάμενων ιδεών και πρακτικών. Η ορμή του συστήματος κρατών δημιουργεί έναν κύκλο (φαύλο ή ενάρετο εξαρτάται από την οπτική γωνία) μέσα στον οποίο τείνούν να περιορίζονται οι κινήσεις για τη δημιουργία νέων πολιτικών κοινοτήτων. Ίσως ήρθε η ώρα για τη διατύπωση νέων ιδεών για οικουμενική πολιτική οργάνωση, που θα επεξηγούσαν πως η Ουαλία, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ευρωπαϊκή Κοινότητα θα μπορούσαν να έχουν κάποια παγκόσμια πολιτική θέση, ενώ καμία από αυτές δεν θα διεκδικούσε αποκλειστική κυριαρχία. Εν τω μεταξύ όμως τα αποσχιστικά κινήματα, όπως εκείνα που προκάλεσαν τη διάλύση των ευρωπαϊκών αυτοκρατοριών, επιβεβαιώνούν μόνο τον θεσμό του κυρίαρχου κράτους και δεν τον αμφισβητούν.

γ´
Η επαναφορά της ιδιωτικής διεθνούς βίας

Άλλη μια εξέλιξη που μπορεί να ερμηνευτεί ως μια ένδειξη της παρακμής του συστήματος κρατών και της μετατροπής του σε κοσμική μετενσάρκωση της μεσαιωνικής τάξης είναι η χρήση της βίας σε διεθνή κλίμακα από ομάδες διαφορετικές από τα κράτη και η διεκδίκηση από αυτές ενός δικαιώματος χρήσης βίας.
Έχουμε ήδη επισημάνει ότι ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά τον σύγχρονού συστήματος κρατών ήταν ότι σε αυτό τα κυρίαρχα κράτη επιδίωξαν να μονοπωλήσούν το δικαίωμα της χρήσης της βίας στη διεθνή πολιτική. Στο σύγχρονο σύστημα κρατών, αντίθετα με την εμπειρία της μεσαιωνικής χριστιανοσύνης, υποστηρίχθηκε ότι η νόμιμη βία μπορούσε να χρησιμοποιηθεί μόνο από μια δημόσια αρχή και ότι η μόνη δημόσια αρχή πού έχει δικαίωμα να τη χρησιμοποιήσει είναι ένα κυρίαρχο κράτος.
Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι το μονοπώλιο του κράτους, όσον αφορά τη νόμιμη διεθνή βία, παραβιάστηκε από διεθνείς οργανισμούς όπως τα Ηνωμένα έθνη, για παράδειγμα, κατά τη διάρκεια του Πολέμου της Κορέας και της κρίσης του Κονγκό, που διεκδίκησαν το δικαίωμα να ασκούν βία σε διεθνή κλίμακα'ωστόσο σε αυτές τις περιπτώσεις ο εμπλεκόμενος οργανισμός μπορεί να θεωρηθεί απλώς ως ο φορέας μιας ομάδας κρατών που συνεργάζονται για την άσκηση τον καθιερωμένου δικαιώματός τούς να χρησιμοποιούν βία. Μια πιο σοβαρή παραβίαση τον παραδοσιακού μονοπωλίού του κράτους είναι η πρακτική της χρήσης βίας από πολιτικές ομάδες που δεν είναι κυρίαρχα κράτη και πού είναι αβέβαιο αν αποτελούν καν δημόσιες αρχές'αυτές οι ομάδες ωστόσο —όπως οι παλαιστίνιοι αντάρτες που έχουν τις βάσεις τούς σε αραβικές χώρες— επιτίθενται εναντίον του εδάφούς του προσωπικού και της ιδιοκτησίας ενός ξένου κράτους σε τρίτες χώρες ή παίρνουν τούς πολίτες μιας τρίτης χώρας ως ομήρούς ή —όπως οι Tupamaros [Αντάρτικη ή «τρομοκρατική» οργάνωση μαρξιστικής ιδεολογίας που έδρασε στη δεκαετία του 1960-70 και αποτέλεσε αργότερα πολιτικό κόμμα] στην Ουρουγουάη και ανάλογες επαναστατικές οργανώσεις σε πολλές χώρες— χρησιμοποιούν βία όχι μόνο εναντίον της κυβέρνησης που επιδιώκούν να ανατρέψουν, αλλά απαγάγούν τούς διπλωμάτες ή πολίτες τρίτων χωρών, προκειμένού να ασκηθεί πίεση στην κυβέρνηση με την οποία συγκρούονται.
Αυτό που είναι πιο εντυπωσιακό από το γεγονός ότι η διεθνής βία χρησιμοποιείται από αυτές τις μη κρατικές ομάδες είναι το γεγονός ότι η διεκδίκηση από αυτές του δικαιώματος να τη χρησιμοποιούν είναι αποδεκτή ως νόμιμη από ένα σημαντικό τμήμα της διεθνούς κοινωνίας. Η κοινωνία των κρατών δεν μπόρεσε να επιστρατεύσει εναντίον αυτής της αμφισβήτησης του μονοπωλίού της νόμιμης χρήσης βίας από ομάδες που έχούν πολιτικά κίνητρα εκείνη την αλληλεγγύη που επέδειξε εναντίον της υποκινούμενης από προσωπικά κίνητρα διεθνούς βίας της κλασικής πειρατείας. Προσπάθειες να περιοριστούν οι αεροπειρατείες και οι απαγωγές διπλωματών με την ανάληψη διεθνούς δράσης απέτύχαν παταγωδώς λόγω αυτής της έλλειψης αλληλεγγύης. Το 1972 η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών δεν μπόρεσε να επικυρώσει μια σύμβαση εναντίον της «διεθνούς τρομοκρατίας» που προωθούσαν οι Ηνωμένες Πολιτείες. Οι περισσότερες σοσιαλιστικές και τριτοκοσμικές χώρες όχι μόνο απείχαν πολύ από το να καταδικάσούν τη χρήση βίας από μη κρατικές ομάδες, αλλά επιδίωκαν να επεκτείνούν σε αυτές την προστασία των νόμων τον πολέμου, τουλάχιστον σε περιπτώσεις που αυτές οι ομάδες αναλάμβαναν ένοπλο αγώνα για αυτοδιάθεση, εναντίον αποικιοκρατικής κυριαρχίας, ξένης κατοχής ή «ρατσιστικών» κυβερνήσεων.
Αν ενισχύονταν περισσότερο αυτές οι τάσεις, Θα ήταν δυνατόν να δούμε στην αύξηση της ιδιωτικής διεθνούς βίας την απόδειξη ότι το κράτος χάνει το μονοπώλιο της νόμιμης χρήσης της βίας και ότι λαμβάνει χώρα μια επαναφορά της μεσαιωνικής κατάστασης, στην οποία η βία μπορεί νόμιμα να ασκείται από δημόσιες αρχές πολλών ειδών, αν όχι και από ιδιώτες.
Παρ'όλα αυτά αυτού του είδούς η ιδιωτική διεθνής βία δεν είναι κάτι καινούριο ή άνεύ προηγουμένου'αυτό που είναι σίγουρα καινούριο είναι η παγκόσμια κλίμακα στην οποία λαμβάνει χώρα. Η βία των αντικυβερνητικών ομάδων εξαπλώθηκε συχνά πέραν των συνόρων. Η κατάληψη ξένων αεροσκαφών και των επιβατών τούς από επαναστατικές οργανώσεις έχει το προηγούμενό της, που είναι η κατάληψη πλοίων από τέτοιες ομάδες'για παράδειγμα, το 1877 το θωρηκτό Huascar καταλήφθηκε από περουβιανούς στασιαστές, οι οποίοι, αφού απέπλευσαν με αυτό, σταμάτησαν δύο βρετανικά πλοία από τα οποία απήγαγαν περουβιανούς αξιωματούχούς. Η απαγωγή από επαναστατικές ομάδες πολιτών μιας τρίτης χώρας έχει ένα σημαντικό προηγούμενο, την απαγωγή δύο αμερικανών πολιτών στην Ταγγέρη το 1904 από τον μαροκινό ληστή Εl Raίsuli, ο οποίος μπόρεσε να ασκήσει πίεση στον εχθρό τον, τον Σουλτάνο τον Μαρόκου, με το να αναγκάσει τις Ηνωμένες Πολιτείες και άλλες κυβερνήσεις να ασκήσούν πίεση στον Σουλτάνο. Η αντίληψη ότι μόνο τα κράτη έχούν δικαίωμα να χρησιμοποιούν βία στην παγκόσμια πολιτική υπήρξε το δεσπόζον νομικό δόγμα, όμως ποτέ δεν ανταποκρινόταν επακριβώς στην πραγματικότητα.
Πρέπει επίσης να λάβούμε υπόψη μας ότι οι μη κρατικές ομάδες, οι οποίες διεκδικούν σήμερα το δικαίωμα να χρησιμοποιούν διεθνή βία, φαίνονται σε κάθε περίπτωση ότι στοχεύούν στην ίδρύση νέων κρατών ή στο να αποκτήσούν τον έλεγχο ήδη υπαρχόντων κρατών — και ότι η συμπάθεια που υπάρχει γι'αυτές σε ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας των κρατών είναι συμπάθεια γι'αυτούς τούς στόχούς και όχι κάποια επιθυμία υπονόμεύσης της προνομιούχας θέσης των κρατών, όσον αφορά άλλες ομάδες στο εσωτερικό του παγκόσμιού πολιτικού συστήματος.

δ´
Διεθνικοί οργανισμοί

Η μη κυβερνητική ομάδα που επιδίδεται σε πράξεις βίας πέραν των συνόρων επιδιώκοντας τους στόχους της μπορεί να θεωρηθεί ως μια ειδική περίπτωση ενός μεγαλύτερου φαινομένου που απειλεί την επιβίωση του συστήματος των κρατών: του διεθνικού οργανισμού.
Πρόκειται για έναν οργανισμό που λειτουργεί πέραν των διεθνών συνόρων, μερικές φορές σε παγκόσμια κλίμακα, που επιδιώκει όσο το δυνατόν περισσότερο να αγνοεί αυτά τα σύνορα και που εξυπηρετεί την ανάπτυξη δεσμών μεταξύ διαφορετικών εθνικών κοινωνιών ή τμημάτων αυτών των κοινωνιών. Περιλαμβάνει πολυεθνικές εταιρείες, όπως την General Motors ή τη Unilever'πολιτικά κινήματα, όπως το Κομμουνιστικό Κόμμα ή τον Οργανισμό Αλληλεγγύης των Τριών Ηπείρων'διεθνείς μη κυβερνητικές οργανώσεις, όπως επιστημονικούς και επαγγελματικούς συλλόγους'θρησκευτικές ενώσεις, όπως τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία'και διακυβερνητικές υπηρεσίες που λειτουργούν πέραν των συνόρων, όπως την Παγκόσμια Τράπεζα.
Είναι χρήσιμο να λάβούμε υπόψη μας τη διάκριση του Huntingtonανάμεσα στον έλεγχο αυτών των οργανισμών, την εθνική σύνθεση του προσωπικού πού εργάζεται σε αυτούς και τη γεωγραφική έκταση των δραστηριοτήτων τούς. Έτσι, όπως λέει, η πλειονότητα των μεγαλύτερων πολυεθνικών εταιρειών βρίσκονται υπό εθνικό έλεγχο (έχουν έδρα κυρίως τις Ηνωμένες Πολιτείες με Αμερικανούς στις ανώτατες διοικητικές θέσεις)'είναι πολυεθνικές, όσον αφορά το προσωπικό τους'και είναι διεθνικές, όσον αφορά τη σφαίρα των δραστηριοτήτων τούς — δηλαδή διαχειρίζονται «σημαντικές κεντρικά διευθυνόμενες επιχειρήσεις στο έδαφος δύο ή περισσότερων κρατών». Σύμφωνα με τον ορισμό του Huntington οι οργανισμοί είναι διεΘνικοί, αν το πεδίο των δραστηριοτήτων τούς είναι διεθνικό. Κατά συνέπεια η Πολεμική Αεροπορία των Ηνωμένων Πολιτειών, πού είναι εθνική ως προς τον έλεγχο και το προσωπικό, χαρακτηρίζεται ως διεθνικός οργανισμός, όπως και η Παγκόσμια Τράπεζα, η οποία είναι διεθνής ως προς τον έλεγχο και πολυεθνική ως προς το προσωπικό (III).
Συχνά υποστηρίζεται ότι αυτοί οι διεθνικοί οργανισμοί ή ορισμένοι από αυτούς, επειδή παρακάμπτουν το σύστημα κρατών και συμβάλλουν άμεσα στη σύνδεση της παγκόσμιας κοινωνίας ή της παγκόσμιας οικονομίας, επιφέρουν το τέλος του συστήματος κρατών. Λέγεται ιδιαίτερα για τον ρόλο των πολυεθνικών εταιρειών, ότι ο πολλαπλασιασμός τους, το αυξανόμενο μέγεθος τους και το αυξανόμενο μερίδιο τους στο παγκόσμιο ακαθάριστο προϊόν συμβολίζει τον αναπόφευκτο θρίαμβο της «γεωκεντρικής τεχνολογίας» επί της «εθνοκεντρικής πολιτικής».
Η πολυεθνική εταιρεία δεν είναι ένα νέο φαινόμενο στην παγκόσμια πολιτική και καμία σημερινή εταιρεία δεν έχει μέχρι σήμερα επίδραση ανάλογη με εκείνη της Αγγλικής Εταιρείας των Ανατολικών Ινδιών, που χρησιμοποίησε τις δικές της ένοπλες δυνάμεις και έλεγχε εδάφη. Οι πολυεθνικές εταιρίες προκάλεσαν εντύπωση στον κόσμο πρόσφατα, που χρησιμοποιούσε τις δικές της ένοπλες δυνάμεις και έλεγχε εδάφη. Οι πολυεθνικές εταιρείες προκάλεσαν εντύπωση στον κόσμο πρόσφατα λόγω της τεράστιας κλίμακας των δραστηριοτήτων (συχνά έχουν περισσότερα κεφάλαια από το κράτος στο οποίο λειτουργούν), την παγκόσμια φύση των επιχειρήσεων τους, που προσπαθεί να αγνοεί τα συνορα, και την εντός ορίων ικανότητα τους να αποφεύγουν τον έλεγχο των κυρίαρχων κρατών. Η ανάπτυξη τους στις δεκαετίες 1950 και 1960 οδήγησαν τον George Ball και άλλους να ισχυρίζονται ότι αποτελούν τη μεγάλη, νέα εποικοδομητική δύναμη στην παγκόσμια πολιτική, σύμβολα της γεωκεντρικής τεχνολογίας, η οποία θα υπερισχύσει και θα έπρεπε να υπερισχύσει των εθνοκεντρικών πολιτικών, αλλά και τους εθνικιστές να τις καταγγέλλουν (ιδιαίτερα Λατινοαμερικάνοι και Καναδοί αλλά και ο J-J Servan-Schreiber στο βιβλίο του Le Défi Américain), καθώς τις θεωρούν όργανα ενός ευρύτερου ιμπεριαλισμού των προηγμένων καπιταλιστικών χωρών.
Δεν είναι ωστόσο σίγουρο ότι οι διεθνικοί οργανισμοί υπονομεύουν το σύστημα κρατών.
Πρώτον, τα κυρίαρχα κράτη επέδειξαν μεγάλη ικανότητα να αντιστέκονται στις πολυεθνικές εταιρείες: να αρνούνται πλήρως την εγκατάστασή τούς... ή να επιβάλλουν περιορισμούς στις δραστηριότητές τούς (όπως συμβαίνει όλο και περισσότερο στις χώρες τον Τρίτου Κόσμού και σε προηγμένες καπιταλιστικές χώρες, όπως η Αυστραλία, ο Καναδάς και οι χώρες της Δυτικής Ευρώπης). Οι υπαινιγμοί ότι τα κυρίαρχα κράτη της Δυτικής Ευρώπης και του Τρίτου Κόσμου είναι ανίσχύρα μπροστά στις απαιτήσεις ή τα θέλγητρα των πολυεθνικών εταιρειών είναι προϊόντα της πρώτης δεκαετίας της διείσδύσης που έκαναν αυτοί οι οργανισμοί. Καθώς αυξήθηκε η επίγνωση της οικονομικής επίδρασης των πολυεθνικών εταιρειών και η διεθνής συζήτηση γι'αυτές προχώρησε, παγιώθηκε μια αντίδραση στην οποία φαίνεται η δυνατότητα των κυρίαρχων κρατών, καθώς είναι ικανά στις περισσότερες περιπτώσεις να ελέγχουν την αφοσίωση των πολιτών τους, να θέτουν τους όρούς τους ως προς το εάν ή όχι και σε ποια βάση θα επιτρέψουν στις πολυεθνικές εταιρείες την πρόσβαση στην εθνική τούς επικράτεια.
Όπως επισήμανε ο Robert Gilpin, σε μια σύγκρουση ανάμεσα στη «γεωκεντρική» ή σε κάποια άλλη τεχνολογία και στην «εθνοκεντρική» ή κάποια άλλη πολιτική δεν υπάρχει κανένας λόγος να υποθέτουμε ότι η πολιτική είναι αυτή που θα υποχωρήσει.
Δεύτερον, σε περιπτώσεις πού οι διεθνικοί οργανισμοί αποχτούν πρoσβαση σε ένα κράτος δεν είναι βέβαιο ότι αυτό θα έχει απαραίτητα ως αποτέλεσμα τη μείωση της ισχύος ή την υποχώρηση των στόχων του εν λόγω κράτούς. Ο Huntingtonυποστηρίζει ότι οι προβλέψεις για το τέλος του εθνικού κράτούς
βασίζονται σε μια υπόθεση μηδενικού αθροίσματος σχετικά με την ισχύ και την κυριαρχία: ότι μια αύξηση της ισχύος των διεθνικών οργανισμών πρέπει να συνοδεύεται από μια μείωση της ισχύος των εθνικών κρατών. Αυτό όμως δεν είναι απαραίτητο να συμβεί... μια αύξηση του αριθμού, των σκοπών και τον πεδίού δράσης των διεθνικών οργανισμών θα αυξήσει τα αιτήματα για πρόσβαση σε εθνικές επικράτειες και κατά συνέπεια θα αυξήσει επίσης την αξία της μοναδικής πηγής ισχύος πού βρίσκεται σχεδόν αποκλειστικά υπό τον έλεγχο εθνικών κυβερνήσεων.
Βέβαια οι συμφωνίες πού συνάπτούν τα κράτη με τις πολυεθνικές εταιρείες μπορεί να θεωρηθούν ως άσκηση της κυριαρχίας τους και όχι ως μείωσή της. Αν πολλές χώρες προτιμούν να δίνούν πρόσβαση στο έδαφός τούς σε πολυεθνικές εταιρείες λόγω των οφελών πού πιστεύουν ότι θα τούς προσέφερε κάτι τέτοιο, όσον αφορά την παροχή κεφαλαίων, την απασχόληση ή την απόκτηση τεχνογνωσίας, αυτό συμβαίνει, επειδή επιλέγούν να το κάνουν και όχι επειδή είναι ανίσχύρες απέναντι στη «γεωκεντρική τεχνολογία».
Τρίτον, οι πολυεθνικές εταιρείες μπορούν να λειτουργούν μόνο μέσα σε συνθήκες κάποιας ελάχιστης ειρήνης και ασφάλειας, τις οποίες έχούν επιτύχει τα κράτη με δράσεις τούς. Είναι τα κυρίαρχα κράτη πού ελέγχουν τις περισσότερες ένοπλες δυνάμεις στον κόσμο, πού είναι τα αντικείμενα της πλέον ισχυρής αφοσίωσης εκ μέρους των ανθρώπων, και των οποίων οι συγκρούσεις ή η συνεργασία καθορίζούν την πολιτική δομή τον κόσμού. Οι πολυεθνικές εταιρείες δεν συνιστούν ούτε στο ελάχιστο απειλή για το κράτος, όσον αφορά την άσκηση αυτών των αρμοδιοτήτων. Το πεδίά των δραστηριοτήτων τούς και ακόμη και η επιβίωσή τούς υπό αυτή την έννοια εξαρτάται από τις αποφάσεις που λαμβάνουν τα κράτη (IV).
---------------------------------------------------------------
(III) Ο όρος πολυεθνικές επιχειρήσεις είναι λανθασμένος. Στην πραγματικότητα πρόκειται για επιχειρήσεις εθνικής βάσης που δραστηριοποιούνται στο εξωτερικό και περισσότερες από τις μισές έχουν τη βάση τους στις Ηνωμένες Πολιτείες... Συνήθως παρουσιάζεται η εικόνα ενός κόσμου στον οποίο η οικονομική δραστηριότητα έχει καταστεί διεθνική, τα εθνικά σύνορα είναι πολύ διαπερατά και οι επιχειρήσεις παίρνουν τις αποφάσεις τους, χωρίς καν να λαμβάνουν υπόψη τους αυτά τα σύνορα. Όμως οι περισσότερες από τις μεγαλύτερες διεθνείς επιχειρήσεις έχουν την έδρα τους στην Αμερική, το μεγαλύτερο μέρος της έρευνάς και της ανάπτυξης τους διεξάγεται εκεί και το μεγαλύτερο μέρος των ανωτάτων στελεχών είναι Αμερικανοί... μετρώντας με βάση το ύψος των πωλήσεων το 1971, οκτώ(8) από τις εννέα(9) κορυφαίες και 52 από τις 90 κορυφαίες πολυεθνικές επιχειρήσεις είναι αμερικάνικες... Το μέγεθος της εγχώριας αγοράς τους επιτρέπει στις αμερικάνικες επιχειρήσεις να λειτουργούν σε μεγάλη κλίμακα και να δημιουργούν πόρους που μπορούν να χρησιμοποιήσουν στο εξωτερικό, για να ανταγωνιστούν με ιθαγενείς επιχειρήσεις και να τις συντρίψουν.
Για παράδειγμα, το 1976 η IBM αφιέρωσε περίπου ένα δισεκατομμύριο δολάρια στην έρευνα και στην ανάπτυξη, ποσό που υπερέβαινε το σύνολο του τζίρου της μεγαλύτερης βιομηχανίας ηλεκτρονικών υπολογιστών της Βρετανίας και ήταν τέσσερις φορές μεγαλύτερο από τον προϋπολογισμό που είχε στη διάθεση του το Συμβούλιο επιστημονικής έρευνας της Βρετανίας...
Τα μειονεκτήματα των ξένων [μη αμερικάνικων] επιχειρήσεων σχετίζονται άμεσα με τη μικρότερη κλίμακα των εθνικών οικονομιών τους. Παρότι η Βρετανία, η Δυτική Γερμανία και η Ιαπωνία πλέον δαπανούν για έρευνα και ανάπτυξη ποσοστό του ΑΕΠ περίπου ίσο με το αντίστοιχο δικό μας, οι απόλυτες δαπάνες τους υστερούν. Με αυτές τις συνθήκες οι εθνικές κυβερνήσεις είναι αναγκασμένες να επιτρέπουν σε εγχώριες επιχειρήσεις να συνάπτουν διακανονισμούς με αμερικάνικες εταιρείες. Τα περιθώρια ελιγμών των μικρότερων κρατών στενεύουν ακόμη περισσότερο εξαιτίας του μεταξύ τους ανταγωνισμού. Αν, για παράδειγμα, η Γαλλία ακολουθήσει μια πολιτική αποκλεισμού αμερικάνικων επιχειρήσεων [όπως έκανε, ή πιο σωστά προσπάθησε να κάνει, επί De Gaulle], αυτές θα μεταφερθούν σε χώρες γειτονικές της Γαλλίας... Η αμερικάνικη βιομηχανία ηλεκτρονικών υπολογιστών μπορεί να τα βγάλει πέρα χωρίς τη βοήθεια γαλλικών εταιρειών, αλλά η Machine Bull δεν μπορούσε να επιβιώσει χωρίς αμερικάνικα κεφάλαια και τεχνολογία...
Δεν θα πρέπει να βιαστούμε να συμπεράνουμε ότι η αποκέντρωση των λειτουργιών συνεπάγεται έλλειψη ελέγχου. Από τα μέσα περίπου του 19ου αιώνα η ταχύτερη μετάδοση των ιδεών οδήγησε κατά τα λεγόμενα του R. D. McKenzie σε «συγκέντρωση του ελέγχου και αποκέντρωση των λειτουργιών». Όπως το έθεσε, «ο σύγχρονος κόσμος ενοποιείται μέσω πληροφόρησης που συλλέγεται και διανέμεται από σταθερά κέντρα κυριαρχίας»...
Το ερώτημα που πρέπει να τεθεί είναι: Που καταλήγουν τα περισσότερα νήματα; Και η απάντηση δεν είναι ότι καταλήγουν στο Λονδίνο, στις Βρυξέλλες ή στο Παρίσι αλλά στη Νέα Υόρκη και στην Ουάσιγκτον. Ο όρος «πολυεθνική επιχείρηση», όπως ο όρος «αλληλεξάρτηση», συγκαλύπτει την ειδική θέση της Αμερικής...

(IV) 1. Όσο πιο σημαντική είναι μια επιχείρηση για την αμερικανική οικονομία, τόσο λιγότερο πιθανό είναι να υποστεί μια μοιραία σειρά απωλειών σε διάφορές χώρες, επειδή οι τελευταίες θα επιβάλλουν κανονισμούς τιμωρίας ή απαλλοτριώσεις. 2. Σε κάθε σύστημα αυτοβοήθειας οι μονάδες ανησυχούν για την επιβίωσή τους και η ανησυχία προσαρμόζει τη συμπεριφορά τους... Στα πλαίσια των κανόνων που θέτουν οι κυβερνήσεις η επιβίωση και η ευημερία των επιχειρήσεων εξαρτώνται από τις δικές τους προσπάθειες. Οι επιχειρήσεις δεν χρειάζεται να παρέχουν στους εαυτούς τους φυσική προστασία από επιθέσεις άλλων επιχειρήσεων [έαν λειτουργούσαν σε ένα σύστημα αυτοβοήθειας, όπως τα κράτη, οι επιχειρήσεις θα αναγκάζονταν να έχουν, οι ίδιες, άμεσα, αμυντικές δαπάνες και αυτό θα τις απέτρεπε από το ν'ασχολούνται αποκλειστικά με την παραγωγή αγαθών, τη «δημιουργία πλούτου» και την «επίτευξη κερδών»]. 3. Ορισμένες αμερικανικές επιχειρήσεις μπορεί να είναι τρωτές'η Αμερική ως έθνος δεν είναι - Kenneth Waltz.
---------------------------------------------------------------

ε´
Η τεχνολογική ενοποίηση του κόσμου

Μερικές φορές υποστηρίζεται ότι το τέλος του συστήματος κρατών λαμβάνει χώρα ως συνέπεια της τεχνολογικής ενοποίησης τον κόσμου, της οποίας οι πολυεθνικές εταιρείες και οι μη κρατικές ομάδες πού ασκούν διεθνή βία είναι μόνο μερικές εκφράσεις, και η οποία θα οδηγήσει αναπόφευκτα στην πολιτική του «διαστημόπλοιου γη» ή τον «παγκόσμιου χωριού», της οποίας το σύστημα κρατών είναι μόνο μέρος (V).
Είναι όμως επίσης σαφές ότι «η συρρίκνωση τον κόσμού», ενώ οδήγησε τις κοινωνίες σε έναν βαθμό αμοιβαίας πληροφόρησης και αλληλεπίδρασης που δεν είχαν πριν, ούτε δημιούργεί από μόνη της μια ταυτότητα αντιλήψεων, ούτε την έχει δημιουργήσει στην πράξη. Την άποψη αυτή την παρουσίασε πολύ καλά ο Brzezinski:
Το παράδοξο της εποχής μας είναι ότι η ανθρωπότητα γίνεται ταυτόχρονα πιο ενοποιημένη και πιο διασπασμένη... Η ανθρωπότητα γίνεται πιο ολοκληρωμένη και οικεία, ενώ ταυτόχρονα οι διαφορές στις συνθήκες των ξεχωριστών κοινωνιών διευρύνονται. Υπό αυτές τις συνθήκες η εγγύτητα, αντί να προάγει την ενότητα, προκαλεί εντάσεις πού οφείλονται σε ένα νέο αίσθημα παγκόσμιού συνωστισμού.
Ο Brzezinskiσυνεχίζει υποστηρίζοντας ότι η ιδέα του «παγκόσμιου χωριού» του McLuhan παραβλέπει την προσωπική σταθερότητα, τη διαπροσωπική οικειότητα και τις κοινές αξίες και παραδόσεις πού είναι τα συστατικά της ζωής του πρωτόγονού χωριού και ότι μια πιο χρήσιμη μεταφορά είναι η «παγκόσμια πόλη» του νοn Laue — «ένα νευρικό, αναστατωμένο, τεταμένο και διασπασμένο δίκτυο αλληλεξαρτώμενων σχέσεων που είναι ορθότερο να χαρακτηρίζεται με τον όρο αλληλεπίδραση παρά με τον όρο οικειότητα».
«Η συρρίκνωση του κόσμου» δεν δημιούργεί μόνο νέες αιτίες έντασης μεταξύ των κοινωνιών πού έχούν διαφορετικές ιδεολογικές πεποιθήσεις, διαφορετική έκταση, διαφορετικές κουλτούρες ή πολιτισμό και διαφορετικά στάδια οικονομικής ανάπτυξης'είναι αμφίβολο αν η ανάπτυξη των επικοινωνιών αυτή καθαυτή συμβάλλει καθόλου στην προώθηση περισσότερο των παγκόσμιων παρά των περιφερειακών ή εθνικών προοπτικών ή θεσμών. Η τεχνολογική πρόοδο στα μέσα μεταφοράς αγαθών, ατόμων και ιδεών σε ολόκληρη τη γη διευκολύνει την παγκόσμια ολοκλήρωση, αλλά διευκολύνει επίσης την περιφερειακή, εθνική και τοπική ολοκλήρωση. Είναι, για παράδειγμα, γνωστό ότι σ'αυτό τον αιώνα η αξία του εξωτερικού εμπορίού των βιομηχανικών δυνάμεων μειώθηκε αναλογικά με το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν τούς [Karl W. Deutsch - National Industrialisation and the Declining Share of the International Economic Sector 1890-1959]. Η ανάπτυξη των επικοινωνιών αύξησε τις επιλογές τούς για διεθνές εμπόριο, αλλά αύξησε επίσης τις επιλογές τούς για εσωτερικό εμπόριο, και είναι αυτό το δεύτερο πού αξιοποίησαν περισσότερο. Αν το εμπόριο, η μετανάστεύση, τα ταξίδια, οι ανταλλαγές ιδεών είναι αναπτυσσόμενες δυνατότητες για τον κόσμο ως σύνολο, το ίδιο συμβαίνει και στο εσωτερικό του στενότερού κύκλού τον δυτικού κόσμού ή της Ευρώπης ή της Λατινικής Αμερικής ή της Ομάδας των Άνδεων. Η Αυστραλία συχνά θεωρείται ότι είναι το κλασικό θύμα της «τυραννίας της απόστασης» και μπορεί να θεωρηθεί ότι επωφελήθηκε εξαιρετικά από «την τεχνολογική ενοποίηση τον κόσμού», αλλά δεν είναι σαφές αν η σημαντικότερη επίπτωση της ανάπτύξης των επικοινωνιών τα τελευταία εκατό χρόνια ήταν η ενοποίηση της Αυστραλίας με τον υπόλοιπο κόσμο ή η ενοποίηση των διαφορετικών μερών της Αυστραλίας μεταξύ τους [Geoffrey Blainey - The Tyranny of Distance: How Distance Shaped Australia's History. Δες και σε ένα άλλο επίπεδο το κείμενο Η Κριμαία και η... εκδίκηση της γεωγραφίας]. Αυτό πού καθορίζει αν υιοθετούνται οι παγκόσμιες, οι περιφερειακές, οι εθνικές ή οι εσωτερικές επιλογές πού δημιουργούνται από την πρόοδο της τεχνολογίας δεν είναι η ίδια η τεχνολογία αλλά πολιτικά και οικονομικά κριτήρια διαφόρων ειδών.
---------------------------------------------------------------
(V) Υπάρχει αφθονία αυτοπροσδιοριζόμενων εκπροσώπων του κοινού καλού του «διαστημοπλοίου γη» ή «αυτού του πλανήτη που κινδυνεύει». Ωστόσο οι απόψεις αυτών των ιδιωτών, όποια αξία και να έχουν, δεν είναι αποτέλεσμα κάποιας πολιτικής διαδικασίας προώθησης και σύνθεσης συμφερόντων. Καθώς δεν επικυρώνονται από μια τέτοια πολιτική διαδικασία, οι απόψεις αυτών των ατόμων συνιστούν έναν ακόμη λιγότερο έγκυρο οδηγό για το κοινό καλό της ανθρωπότητας από ό,τι οι απόψεις των εκπροσώπων κυρίαρχων κρατών, ακόμη και εκείνων με μη αντιπροσωπευτικά ή τυραννικά καθεστώτα, που έχουν τουλάχιστον δικαίωμα να μιλούν για κάποιο μέρος της ανθρωπότητας ευρύτερο από τον εαυτό τους. Ούτε έχουν οι εκπρόσωποι των μη κυβερνητικών ομάδων τέτοιου είδους εξουσία'μπορεί να μιλούν με κύρος για το συγκεκριμένο αντικείμενο τους, αλλά το να καθορίζουν τα συμφέροντα της ανθρωπότητας ισοδυναμεί με το να αξιώνουν ένα είδος εξουσίας που μπορεί να παρασχεθεί μόνο από μια πολιτική διαδικασία.
Αν όμως αναγκαζόμασταν να ψάξουμε μέσα από τις απόψεις των κρατών, και ειδικά των κρατών που συναθροίζονται σε διεθνείς οργανισμούς, για να ανακαλύψουμε το παγκόσμιο κοινό καλό, τούτο θα οδηγούσε σε διαστρέβλωση της πραγματικότητας. Οι οικουμενικές ιδεολογίες που ασπάζονται τα κράτη είναι πασίγνωστο ότι εξυπηρετούν τα ιδιαίτερα συμφέροντα τους και οι συμφωνίες που συνάπτονται μεταξύ κρατών είναι γνωστό ότι είναι περισσότερο προϊόντα διαπραγμάτευσης και συμβιβασμού παρά προϊόντα κάποιου ενδιαφέροντος για τα συμφέροντα της ανθρωπότητας ως συνόλου.
---------------------------------------------------------------

Επίλογος

Η περιφερειακή ολοκλήρωση των κρατών, η τάση τούς να διαλύονται, η αύξηση της ιδιωτικής διεθνούς βίας, ο ρόλος των διεθνικών οργανισμών και όι ευκαιρίες για περιφερειακή και παγκόσμια ολοκλήρωση, πού παρείχε η τεχνολογική ενοποίηση τον κόσμού, είναι περίεργα δεδομένα για την κλασική θεωρία της παγκόσμιας πολιτικής με την έννοια των σχέσεων μεταξύ των κρατών. Αυτή η θεωρία ωστόσο έπρεπε πάντα να αντιμετωπίζει την ύπαρξη ανωμαλιών και ασυνηθών καταστάσεων: τη Γερμανική Αυτοκρατορία μέχρι το 1871 — μια ομάδα κρατών, των οποίων η κυριαρχία ήταν θεωρητικά περιορισμένη'το Βατικανό μέχρι το 1929 — ένα κράτος χωρίς έδαφος'τούς πειρατές — ανθρώπους χωρίς την προστασία ενός κράτους, τούς οποίους όλα τα κράτη δεσμεύονταν να αντιμετωπίζούν ως hostes humani generis [εχθροί του ανθρώπινου γένους]'τη Βρετανική Κοινοπολιτεία από το 1919 έως τα 1939 — μια ομάδα κρατών πού αρνούνταν ότι οι αρχές της κυριαρχίας ίσχυαν inter se'διεθνικούς δεσμούς θρησκείας ή κοσμικής θρησκείας, εθνότητας ή εθνικότητας, ταξικής ή πολιτικής αφοσίωσης — που αγνοούσαν τη συμβατική διαίρεση μεταξύ εσωτερικών και διεθνών υποθέσεων (VI)'τις Εταιρείες των Ανατολικών Ινδιών — εταιρείες που ασκούσαν δικαιώματα πολέμου και κατάκτησης'τούς Κουρσάρους της Μπαρμπαριάς — τόσο δυσάρεστους για τη θεωρία (VII) όσο είναι οι παλαιστίνιοι αντάρτες σήμερα.
Η κλασική θεωρία επικράτησε, όχι επειδή μπορεί να εξηγήσει από μόνη της όλη την πολυπλοκότητα της οικουμενικής πολιτικής, αλλά επειδή προσέφερε πιο ρεαλιστικό οδηγό γι'αυτή από ό,τι εναλλακτικά οράματα όπως εκείνα του αυτοκρατορικού συστήματος ή της κοσμοπολίτικης κοινωνίας [Διεθνής κοινωνία-civitas maxima]. Μπορεί να έρθει μια εποχή που οι ανωμαλίες και οι ασυνήθεις καταστάσεις να είναι τόσο φανερές, που μια εναλλακτική θεωρία, που θα μπορεί να εξηγήσει καλύτερα αυτές τις πραγματικότητες, θα έρθει να κυριαρχήσει σε αυτό το επιστημονικό πεδίο (VIII). Αν ορισμένες από τις τάσεις προς έναν «νέο μεσαιωνισμό» που εξετάσαμε εδώ προχωρούσαν περισσότερο, θα μπορούσε ίσως να επέλθει μια τέτοια κατάσταση, αλλά θα ήταν ανυπόστατο να συμπεράνούμε ότι «ομάδες διαφορετικές από το κράτος» έχούν καταπατήσει σε τέτοιο βαθμό την κυριαρχία των κρατών, που το σύστημα κρατών να αντικαθίσταται τώρα από αυτή την εναλλακτική λύση.
---------------------------------------------------------------
(VI) Για το θεμελιώδες αυτό ζήτημα, της διαφοράς εσωτερικών και διεθνών υποθέσεων, δες ενδεικτικά: 1. Διαφορές εσωτερικής και διεθνούς πολιτικής, οι παραδοσιακοί και οι μοντέρνοι μελετητές και οι αναγωγικές θεωρίες ερμηνείας της διεθνούς πολιτικής - μέρος α´ 2. Δογματική ομοιομορφία, δογματικός ιμπεριαλισμός και κοσμοπολιτισμός. Οι τρεις τρόποι εξομοίωσης των διεθνών σχέσεων σε μια κατάσταση εσωτερικής πολιτικής προς την πραγμάτωση της διεθνούς κοινωνίας, της civitas maxima ή του υπερ-κράτους και ένα παράρτημα περί αδελφοσύνης και ιμπεριαλισμούκαι 3. Άναρχες τάξεις και ισορροπίες ισχύος - μέρος α´. Βία στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, αλληλεξάρτηση και ολοκλήρωση, οι αρετές της αναρχίας - διαφορές εθνικών και διεθνών δομών, άναρχων και ιεραρχικών πεδίων, εσωτερικών και εξωτερικών υποθέσεων.
(VII) 1. Η έλλειψη ιστορικής παιδείας είναι η αστείρευτη πηγή έμπνευσης των φιλοσόφων. 2. Ο φιλόσοφος που κρύβεται πίσω από τον ιστορικό λέει – και αυτή είναι η τελευταία του λέξη: σκέψου ιστορικά, οι απαντήσεις στα ιστορικά προβλήματα δεν βρίσκονται μέσα στην κατασκευασμένη θεωρία, αλλά αντίθετα οι απαντήσεις στα θεωρητικά προβλήματα βρίσκονται μέσα στην ιστορία. Όσοι επιλέγουν τη θεωρία έναντι της ιστορίας το κάνουν όχι γιατί κινούνται σε υψηλότερες σφαίρες, όπως συχνά πιστεύουν οι ίδιοι, απλά από πνευματική νωθρότητα'γιατί η οποιαδήποτε θεωρία είναι απείρως απλούστερη από οποιαδήποτε ιστορική κατάσταση. - Παναγιώτης Κονδύλης
---------------------------------------------------------------
Το ερώτημα με το οποίο ξεκίνησε αυτό το κεφάλαιο πρέπει να απαντηθεί λέγοντας ότι δεν υπάρχούν σαφείς ενδείξεις πως στις επόμενες δεκαετίες είναι πιθανόν το σύστημα κρατών να αντικατασταθεί από κάποια από τις εναλλακτικές λύσεις που αναφέραμε. Μπορεί να αντιταχθεί το επιχείρημα ότι το συμπέρασμα αυτό, το τόσο ευθέως διατυπωμένο, έχει μια ιδιότητα αυτοεκπλήρωσης και απορρέει από την τόσο έντονη διάκριση που γίνεται ανάμεσα στην περιγραφή των υφιστάμενων τάσεων και σε αυτό που πρέπει να γίνει. Αναγνωρίσαμε άλλωστε ότι υπάρχουν ορισμένες τάσεις —ιδιαίτερα σε σχέση με την πιθανή εμφάνιση μιας «νέας μεσαιωνικής» μορφής οικουμενικής τάξης— που δεν συμβάλλούν στην επιβίωση του συστήματος κρατών και που, αν προχωρούσαν περισσότερο, Θα μπορούσαν ίσως να απειλήσουν την επιβίωσή του.
Δεν θα βοηθούσε την περαιτέρω ανάπτυξη αυτών των τάσεων η αναφορά στις δυνατότητες που έχουν να δημιουργήσουν ένα εναλλακτικό σύστημα στο σύστημα κρατών; Έχουμε επισημάνει ότι ένας λόγος για τη συνεχιζόμενη ανθεκτικότητα του συστήματος κρατών είναι η τυρρανία των ιδεών και των κανονιστικών αρχών που συνδέονται με αυτό: οπαδοί της περιφερειακής ολοκλήρωσης σε αναζήτηση νέων υπερεθνικών μορφών, «αποσχιστικοί» αυτονομιστές σε αναζήτηση νέων μορφών αυτονομίας για τις μειονοτικές κοινότητες, επαναστατικά κινήματα που επιδίδονται σε διεθνή βία - είναι εγκλωβισμένοι από τη θεωρία του συστήματος κρατών και στις περισσότερες περιπτώσεις το ίδιο αφοσιωμένοι σε αυτό όσο και οι παράγοντες των κυρίαρχων κρατών. Δεν υπάρχει άραγε μια ανάγκη να απελευθερωθεί η σκέψη και η δράση από αυτά τα όρια με τη διακήρυξη νέων ιδεών και κανονιστικών αρχών που θα δώσούν μορφή και κατεύθυνση σε τάσεις που διαμορφώνονται εναντίον τον υφιστάμενου συστήματος, όπως ο Grotius και ορισμένοι άλλοι έδωσαν πνευματική συνοχή και σκοπό σε τάσεις που στρέφονταν εναντίον μιας προγενέστερης πολιτικής τάξης;
Αυτή είναι η προοπτική στην οποία στηρίζεται η άποψη τον Richard Α. Falk ότι η μορφή της οικουμενικής πολιτικής οργάνωσης που επικράτησε μετά την Ειρήνη της Βεστφαλίαςυφίσταται ριζική τροποποίηση προς την κατεύθυνση μιας «αυξημένης κεντρικής καθοδήγησης» και της «αύξησης τον ρόλού των διεθνών παραγόντων» επαναφέροντας ορισμένα από τα χαρακτηριστικά της μεσαιωνικής περιόδου. Ένα σημαντικό σημείο της άποψης του καθηγητή Falk είναι ότι οι μελετητές τον αντικειμένού αυτού μπορούν να διαδραματίσούν έναν ενεργό ρόλο στην επιτάχύνση αυτής της τροποποίησης, την οποία θεωρεί ωφέλιμη [Η άποψη αυτή διατυπώνεται με μεγάλη σαφήνεια στο άρθρο του Richard A. Falk,, A New Paradigm for International Legal Studies, Yale Law Journal, 1975].
Προσωπικά μου φαίνεται ότι, αντίθετα, υπάρχει μεγαλύτερος κίνδύνος στη σύγχύση της περιγραφής και του πρέποντος να γίνει στη μελέτη της παγκόσμιας τάξης παρά στη διατύπωση μιας τόσο έντονης διάκρισης μεταξύ τούς. Οι τάσεις που αντιτίθενται στο σύστημα κρατών μπορεί να ενισχυθούν, αν αναγνωριστούν και παρουσιαστούν με εντυπωσιακό τρόπο, αλλά μόνο μέχρι εκεί'υπάρχουν ορισμένες πραγματικότητες που Θα παραμείνούν, οποιαδήποτε συμπεριφορά και αν υιοθετήσουμε απέναντί τούς. Πρέπει επίσης να σταματήσούμε να αποφεύγουμε τα ερωτήματα αν η τάση προς μια «αυξημένη κεντρική καθοδήγηση» υπάρχει πράγματι και αν σε περίπτωση που υπήρχε θα συνέβαλλε περισσότερο σε μια βιώσιμη παγκόσμια τάξη παρά εναντίον της.

Hedley Bull
The Anarchical Society
A Study of Order in World Politics
1977
Εκδ. Ποιότητα

.~`~.
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική

- Το μέλλον της Ε.Ε, η Ανατολική Ευρώπη -η Ουκρανία- και τα Βαλκάνια, ο Huntington, ο Brzezinski και οι πλανητικές πολιτικές των Η.Π.Α. Τα «Ανθρώπινα δικαιώματα», η «σύγκρουση των πολιτισμών» και τα «Ευρασιατικά Βαλκάνια» ως βαλκανοποίηση της υφηλίου και καλλιέργεια της ελεγχόμενης αναρχίας. Η απόρριψη του διλήμματος μεταξύ πυρηνικού ολοκαυτώματος ή πολιτιστικής ανυπαρξίας - προς μιας νέα ιστορική σύνθεση που θα εναντιώνεται στις θεωρίες και τους υπολογισμούς γραφείου-εργαστηρίου.
*
*
*
*
*

How Western Is Germany? Russia Crisis Spurs Identity Conflict - και ορισμένες συμπληρωματικές αναφορές.

$
0
0
.
.~`~.
I
How Western Is Germany?
Russia Crisis Spurs Identity Conflict

Many Germans feel a special bond to Russia. This makes the Ukraine crisis particularly dangerous for Berlin because it raises important questions about the very nature of German identity. Are we as deeply rooted in the West as most believe?

The only reason my German grandfather survived as a Russian prisoner of war was that he had a beautiful singing voice. He had been drafted into the Volkssturm militia in 1944, during the final phase of the war in which the Nazi party recruited most able-bodied males into the armed forces, regardless of their age. The Russians captured him during the Siege of Breslau and he was taken to a labor camp, where he was forced to work as a logger.
There was barely anything to eat and he said the men died like flies. Every now and then, the camp cook would serve my grandfather an extra portion of the water gruel or an additional bit of bread because he had such a nice voice. At night, when he would sing his songs by the fire, the Russians would sit there as well, passing round the vodka bottle, and his voice would literally bring tears to their eyes -- or at least that's the version of events passed down in the family.
Right up to this day, Germans and Russians maintain a special relationship. There is no other country and no other people with which Germans' relations are as emotional and as contradictory. The connection reaches deep into German family history, shaped by two world wars and the 40-year existence of East Germany. German families still share stories of cruel, but also kindhearted and soulful Russians. We disdain the Russians' primitiveness, while treasuring their culture and the Russian soul.

'Tug-of-War' of Emotions
Our relationship to the Russians is as ambivalent as our perception of their character. "When it comes to the relations between the Germans and Russians, there is a tug-of-war between profound affection and total aversion," says German novelist Ingo Schulze, author of the critically acclaimed "Simple Stories," a novel that deals with East German identity and German reunification. Russians are sometimes perceived as Ivan the Terrible, as foreign entities, as Asians. Russians scare us, but we also see them as hospitable people. They have an enormous territory, a deep soul and culture -- their country is the country of Tchaikovsky and Tolstoy.
It's thus no wonder that the debate about Russia's role in the Ukraine crisis is more polarizing than any other issue in current German politics. For Germany, the Ukraine crisis is not some distant problem like Syria or Iraq -- it goes right to the core of the question of German identity. Where do we stand when it comes to Russia? And, relatedly: Who are we as Germans? With the threat of a new East-West conflict, this question has regained prominence in Germany and may ultimately force us to reposition ourselves or, at the very least, reaffirm our position in the West.
In recent weeks, an intense and polemical debate has been waged between those tending to sympathize with Russia and those championing a harder line against Moscow. The positions have been extreme, with one controversy breaking out after the other. The louder the voices on the one side are in condemning Russia's actions in Ukraine, the louder those become in arguing for a deeper understanding of a humbled and embattled Russia; as the number of voices pillorying Russia for violating international law in Crimea grows, so do those of Germans raising allegations against the West.
One of the main charges is that the European Union and NATO snubbed Moscow with their recent eastward expansion. Everyone seems to be getting into the debate -- politicians, writers, former chancellors and scientists. Readers, listeners and viewers are sending letters to the editor, posting on Internet forums or calling in to radio or television shows with their opinions.
"Most Germans want to understand Russia's side of things," says Jörg Baberowski, a prominent professor of Eastern European history at Berlin's Humboldt University. Historian Stefan Plaggenborg of the Ruhr University in Bochum has described the sentimental relationship between Germans and Russians as "doting love." But how is it that this connection still exists after two world wars?
Perhaps a man who grew up in East Germany can explain what links Germans and Russians: Thomas Brussig, a novelist from the former East Berlin, says he first got to know Russia after the fall of the Soviet Union when he visited during a book tour. During his stay, he recalls being constantly asked which Russian writers influenced him. Brussig didn't give the obvious answers -- Tolstoy or Dostoyevsky. He instead named a third-rate Soviet writer, Arkady Gaidar. "I did it to exact a bit of revenge and to remind them what imperialists they had been," he says.
Brussig says he has no special attachment to the Russians. He says the only Russian figure he actually views positively is Gorbachev. It was "his vision of a Common European Home that cleared the way for the demolition of the Soviet Union." It was a dream of a Europe without dividing lines. "We shouldn't act as though the border to Asia starts where Lithuania ends," says Brussig. "Europe reaches all the way into the Ural Mountains."

Romanticism and War
There are some obvious explanations for the bond between Germans and Russians: economic interests, a deeply rooted anti-Americanism in both countries on both the left and the right of the political spectrum. But those are only superficial answers -- dig a little deeper, and you'll find two other explanations: Romanticism and the war.
The war explanation is inextricably linked to German guilt. As a country that committed monstrous crimes against the Russians, we sometimes feel the need to be especially generous, even in dealing with Russia's human rights violations. As a result, many Germans feel that Berlin should temper its criticism of Russia and take a moderate position in the Ukraine crisis. It was Germany, after all, that invaded the Soviet Union, killing 25 million people with its racist war of extermination.
Hans-Henning Schröder, a Russia expert at the German Institute for International and Security Affairs describes this as Russophilia and says it is a way of compensating for Germany's Nazi past. Noted German historian Heinrich August Winkler fears Germans have adopted a "pathological learning process."
The question of guilt has created a link between Germans and Russians, but the issue evaporated fairly quickly for the Russians after the war. Unlike the French, Scandinavians and Dutch, the Russians don't tend to name and shame the Germans for crimes committed during the German occupation.
"Those who suffered the most had the least hate for the Germans," says Baberowski, as if the issue of German guilt evaporated in the first frenzy of revenge at the end of the war. He believes it dissipated, at the very latest, after the return of the last prisoners of war to Germany. "The Russians told stories that would make your blood freeze in your veins, but they were never accusatory towards us," says Schulze, who spent several months in St. Petersburg during the 1990s.
Despite the fact that German politicians exploited fears of Russia for many years in the postwar period, the war still connects Germans with Russians today. Our relationship is characterized by the "intimacy of a relationship that arose out of two wars," says Herfried Münkler, a professor of political theory at Humboldt University. He describes the war as an experience shared by both Germans and Russians. He argues that conflict creates a stronger community dynamic than peace -- and that, as a result of the war, Germans learned another thing: to never again attack Russia.
Then, of course, there are Germans' romantic ideas about Russia. The country has always been idealized by Germans. No other country was as thrilled as Germany when glasnost and perestroika ushered in the de-escalation of the East-West conflict. Finally, they felt, it was acceptable for them to love Russia again. In Gorbachev, the good Russian had returned and the Germans saw no reason to continue living in fear of Russia.
Documentary programs about the remote reaches of Siberia and the banks of the Volga River attracted large viewership numbers. In the preceding decades, works by German-language authors like Heinz Konsalik -- whose book "The Doctor of Stalingrad," dealt with German prisoners of war -- and Johannes Simmel -- whose novels delved into Cold War themes -- had been best-sellers.
"The east is a place of longing for the Germans," says Münkler. The expanse and seeming infinity of Russian space has always been the subject of a German obsession for a simpler life, closer to nature and liberated from the constraints of civilization. The millions of Germans that were expelled from Eastern Europe and forced to move to the West after 1945 fostered that feeling. To them, it represented unspoiled nature and their lost homeland.

A Tradition of Anti-Western Sentiment
The flipside to Germany's longing for Russia is its desire to differentiate itself from the West. Fundamental opposition to the West's putative superficiality is seen as being part of the Russian soul: The perceived busyness and money-grubbing ways of the Western man stand in contrast to the East's supposed depth of emotion and spirituality. "When something is romanticized, there is always an antidemocratic streak," says Baberowski. It privileges harmony over conflict, unity over confrontation.
This tradition of anti-Western thinking has a long tradition in Germany. In "Reflections of an Unpolitical Man," written during the First World War, Thomas Mann sought to strongly differentiate Germany from the West, even citing Dostoyevsky in the process. "Being German," Mann wrote, "means culture, soul, freedom, art and not civilization, society, the right to vote, literature." Mann later revised his views, but the essay remains a document for those seeking to locate Germany's position between East and West.
Winkler points to a battle between the era's German intellectuals, which pitted the "Ideas of 1914" -- propagated by Johann Plenge, and emphasizing the "German values" of duty, discipline, law and order, ideas that would later influence National Socialism -- against those of liberté, égalité, fraternité -- which were adopted in 1789 during the French Revolution.
When West Germany became politically part of the West after 1945, the Eastern way of thinking was pushed to the wayside. But Russia remained a country of longing for the East Germans. Münkler believes that the longing for Russia is also a symbol of "what we used to think but are no longer supposed to think."

A Special Role for Germany?
Henrich August Winkler argues that Germany has now arrived at the end of a "long journey to the West." But with the Ukraine crisis and the threat of a revival of the East-West conflict, that arrival now seems less final. Suddenly old questions about a special role for Germany have resurfaced. Of course, no one would throw our membership in the EU or NATO into question, but Germany's special ties to Russia -- which differentiate it from other Western European countries -- have a justifiable effect on our politics.
"The ideology of taking the position in the middle has exhausted itself," Winkler told the Frankfurter Allgemeine Sonntagszeitung newspaper in a 2011 interview. That was easy to say at a time when the East-West rivalry seemed to have disappeared. Nowadays, that's no longer the case.
If the EU manages to speak with a single voice, it remains possible that the West will be able to achieve something close to a consensus position. But if the conflict with Russia escalates and decisions have to be made about economic sanctions or the stationing of troops, the situation could get very tricky for Germany. It may also force Germans to confront the crucial question of where they stand in their relationship with Russia. It would be a tough question for Germans to dodge, given Germany's current -- voluntary or not -- de facto leadership role in Europe.
In the Ukraine crisis, the stakes for Germany are higher than for perhaps any other country in Europe. So far, Chancellor Angela Merkel and Foreign Minister Frank-Walter Steinmeier, have managed, with difficulty, to maintain a unified position, but cracks are already showing. Leaders of the center-left Social Democratic Party (SPD), which implemented Ostpolitik policies of detente with the East under Chancellor Willy Brandt, are far less inclined to assume the role of adversary to Russia than Merkel's conservatives. The Social Democrats have now adopted the same strategy with Putin's authoritarian regime as they did in the 1970s, when they sought a better understanding of the Communists. Their approach -- to seek a better understanding of Russia's positions -- has been a successful political model for the party.

Germans Divided over Affiliation with West
Still, a divide is growing between the political elite and those in Germany who are sympathetic towards Russia. A recent survey conducted by pollster Infratest dimap showed that almost half of all Germans want the country to adopt the middle ground between Russia and the West. In the states that belonged to the former East Germany, twice as many people as in western German states believe that Germany should adopt a special role. But even in the western states, there is only a narrow majority which believes Germany should stand firmly on the side of NATO and the EU in the conflict with Russia. It's fair to say that when it comes to question of its affiliation with the West, Germany is a divided land.
Old anti-American sentiments, intensified by the NSA spying scandal, could very well be playing a role, along with fear of an escalation in the conflict with Russia. It's unlikely that the majority of Germans want to revive the former East-West order.
As a child in West Germany, I personally feared the Russians. I couldn't sleep at night because we had, technically at least, only reached a cease-fire agreement with the Soviet Union and it sounded like the shooting would resume again after a short pause. Fortunately, there was a lot of singing in my family. Perhaps it had to do my grandfather. Maybe they wanted to provide us with an important tool for survival later in life -- just in case the Russians came. In any case, my grandfather, who had sung for years for his very survival, never spared a nasty word about the Russians.

Πηγή
Der Spiegel
An Essay By Christiane Hoffmann
Translated from the German by Daryl Lindsey


.~`~.
II
Συμπληρωματικές αναφορές ως προς τα άνωθεν

...οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει ίσως να καθορίσουν τον τρόπο με τον οποίο θα αντιμετωπίσουν περιφερειακούς συνασπισμούς που επιδιώκουν να εκδιώξουν την Αμερική από την Ευρασία, απειλώντας έτσι τη θέση της Αμερικής ως παγκόσμιας δύναμης... πολύ απόμακρη, αλλά χωρίς να αποκλείεται εντελώς, είναι η δυνατότητα μιας μεγάλης ευρωπαϊκής συμφωνίας, που θα περιλάμβανε είτε μια γερμανο-ρωσική συνεργία είτε μια γαλλο-ρωσική συνεννόηση. Υπάρχουν προφανή ιστορικά προηγούμενα και των δύο περιπτώσεων, που θα μπορούσαν να προκύψουν αν η ευρωπαϊκή ενοποίηση ανακοπτόταν και αν οι σχέσεις μεταξύ Ευρώπης και Αμερικής επιδεινώνονταν σοβαρά. Πράγματι, στο τελευταίο ενδεχόμενο, θα μπορούσαμε να φανταστούμε ένα διακανονισμό μεταξύ Ευρώπης και Ρωσίας προκειμένου να αποκλείσουν την Αμερική από την ήπειρο.

Με λίγα λόγια, για τις Ηνωμένες Πολιτείες... οι τρεις μεγάλες επιταγές της αυτοκρατορικής γεωστρατηγικής είναι να εμποδίσει τη συνέργια των υποτελών και να διατηρήσει την κατάσταση εξάρτησης τους σε θέματα ασφάλειας, να παραμείνουν οι φόρου υποτελείς υποχωρητικοί και προστατευμένοι και να εμποδίσει τους βαρβάρους να ενωθούν μεταξύ τους.

Οι «Βάρβαροι» της "δυτικής Ευρασίας"κατά Brzezinski

Η κυρίαρχη σήμερα αρνητική θεωρία της «ιδιαίτερης πορείας» με το δόγμα της για το «καθυστερημένο έθνος» επικράτησε στη Γερμανία μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όχι όμως ως συνέπεια της βαθμιαίας αποδοχής και διάδοσης των απόψεων Γερμανών αριστερών ή φιλελεύθερων διανοουμένων, αλλά αρχικά ως επακόλουθο της αναπόφευκτης ηγεμονίας της γνώμης που είχαν σχηματίσει οι νικητές για το ποιόν και την ιστορία των ηττημένων. Ακόμη και στο υπό κομμουνιστική διακυβέρνηση τμήμα της Γερμανίας, αυτή η θεώρηση απέκτησε το πάνω χέρι μέσα από τις ερμηνείες που εισήγαγαν οι σοβιετικές δυνάμεις κατοχής. Θα ήταν όμως εσφαλμένο να κατανοήσουμε την επιβολή της ως φόρο βίας στην ιδεολογική βούληση των νικητών και ως συνοδό φαινόμενο της πολιτικής που εκείνοι υπαγόρευσαν. Απεναντίας πρόκειται για μια πολυπλοκότατη κοινωνική και ψυχολογική διεργασία που επικράτησε όσο τα οικονομικά και θεσμικά θεμέλια της παλαιάς Δυτικής Γερμανίας παγιώνονταν και εμπεδώνονταν. Με άλλα λόγια: η νέα συνείδηση των Γερμανών περί επιτυχίας δεν ήρθε καθόλου σε σύγκρουση με την αντίληψη του «καθυστερημένου έθνους» και την αρνητική εικόνα της Γερμανίας, αλλά τις επιβεβαίωνε και τις δύο... κάτω από τις συνθήκες του μεταπολεμικού γερμανικού «οικονομικού θαύματος» και της αυξανόμενης ευημερίας, η θεωρία αυτή όχι μόνο μετατράπηκε σε ευρέως διαδεδομένο άρθρο πίστεως, αλλά επιπλέον ζευγάρωσε με μια ομολογία ενοχής για εκείνα τα εγκλήματα που υποτίθεται ότι απέρρευσαν αναγκαία από την «ιδιαίτερη πορεία» που ακολούθησαν οι Γερμανοί στην παλαιότερη ιστορία τους. Με αυτή τη διπλή μορφή, αφ'ενός ως κοινωνικοιστορική κατασκευή και αφ'ετέρου ως ομολογία ενοχής, η θεωρία της «ιδιαίτερης πορείας» έγινε μόνιμο στοιχείο του γερμανικού εθνικού βίου και η τοποθέτηση απέναντι της έφτασε από μόνη της να δηλώνει τη θέση των ιδεοπολιτικών παρατάξεων και την εκάστοτε χάραξη των μετώπων.
Αυτό το φαινόμενο μπόρεσε να εκταθεί σε ευρεία κοινωνική βάση, επειδή έγινε δυνατή η δημιουργία μιας βαθύτερης συνάφειας μεταξύ της ομολογίας της συλλογικής ενοχής και της συλλογικής ευημερίας. Άλλωστε, τα «παλαιά εγκλήματα» κολάστηκαν κατά τρόπο στ'αλήθεια μοναδικό: ο λαός των εγκληματιών έλαβε την άδεια να εξάγει, να παράγει και να ταξιδεύει όλο και περισσότερο, όμως δεν είχε το δικαίωμα να κατέχει ατομικά όπλα ή να αναλαμβάνει ευθύνες στη σφαίρα της παγκόσμιας πολιτικής. Ώστε δίπλα στην υλική ευημερία, του εξασφαλίστηκε λίγο-πολύ και η πολιτική αμεριμνησία. Όσο πιο μεγαλόφωνα διατράνωνε κανείς την ευθύνη του για τα συλλογικά εγκλήματα τόσο πιο βέβαιος ήταν ότι ο ίδιος δεν θα χρειαστεί να διακινδυνεύσει κάτι και ότι θα αφεθεί να απολαμβάνει την ευημερία του κατά κάποιον τρόπο εκείθεν της ιστορίας. Με τα παραπάνω δεν θέλω καθόλου να υποβαθμίσω την καθαρά ηθική όψη του προβλήματος, μολονότι πρέπει να παρατηρηθεί ότι για παρά πολλούς όλη αυτή η ηθική ιεροτελεστία ήταν μάλλον μια υποχρεωτική άσκηση ή μια πράξη κοινωνικού κομφορμισμού που δεν απαιτούσε θυσίες, αλλά αντίθετα εξασφάλιζε χρήσιμη κοινωνική αναγνώριση. Σε κάθε περίπτωση, η ακραιφνώς ηθική πλευρά του ζητήματος δεν αρκεί ως γνωστόν για να φέρει και να κρατήσει στη ζωή ιδεολογήματα ικανά να στηρίξουν ένα επίσημο κράτος. Για κάτι τέτοιο απαιτούνται επί πλέον και προ παντός κατάλληλες κοινωνικές συνθήκες, με τις οποίες να μπορεί να ευθυγραμμιστεί η συλλογική ηθική. Αυτό ακριβώς επιτεύχθηκε με τη σύνδεση της ομολογίας της συλλογικής ενοχής και της συλλογικής ευημερίας. Όσοι εκπροσωπούν αυτόν τον μηχανισμό, είναι ασφαλώς υποχρεωμένοι να αρνούνται την ύπαρξη του, αφού τέτοιοι μηχανισμοί λειτουργούν μόνον όταν η δράση τους επιβεβαιώνει ακριβώς την ιδεατή αυτοκατανόηση των δρώντων. Όμως ακόμη και ένας αφελής παρατηρητής θα έπρεπε να εικάσει ότι η αρνητική θεωρία της «ιδιαίτερης πορείας» στη συνάφεια της με την ομολογία της συλλογικής ενοχής θα είχε πολύ διαφορετικό αντίκτυπο στη γερμανική εθνική ζωή, αν η Γερμανία δεν ήταν η πρώτη αλλά η τεσσαρακοστή εξαγωγός χώρα του κόσμου. Και ο ίδιος θα έπρεπε να περιμένει ότι αν η ευημερία των Γερμανών έβαινε μειούμενη, θα μειωνόταν μαζί της και η προθυμία τους να ομολογήσουν την ενοχή τους. Ευκολότερα αισθάνεται κανείς ενοχές παραθερίζοντας στην Τοσκάνη ή την Αλσατία, παρά όταν κρέμεται για την επιβίωση του από επιδόματα αρωγής.
Αυτή η ηθικά αιτιολογημένη ή εξωραϊσμένη συνταγή της κοινωνικής ευδαιμονίας έγινε παρεμπιπτόντως αντικείμενο θεωρητικής επεξεργασίας από κοινωνιολόγους και πολιτικούς επιστήμονες που υποστήριξαν τη θέση, ότι πολιτική και οικονομία αποτελούν ως εκ του χαρακτήρος τους διαφορετικές δραστηριότητες. Όποιος λοιπόν μετά πολιτικής ταπεινότητος αφιερώνεται αποκλειστικά στο οικονομείν, βρίσκεται στον καλύτερο δρόμο για να αποφύγει τον κυκεώνα και τα εγκλήματα της πολιτικής. Η ανέμελη διχοτομία πολιτικής και οικονομίας οδηγούσε επομένως άμεσα ή έμμεσα στη σύζευξη του οικονομικού με το ηθικό στοιχείο. Και εδώ επίσης έκανε αισθητή την παρουσία της η σύνδεση ηθικής και ευημερίας που αναφέραμε. Διότι η κατά αποκλειστικότητα ή κατά προτίμηση ενασχόληση με την οικονομία φαίνεται να εγγυάται και τα δύο: και την ηθική αλλαγή ζωής πέραν των ανομημάτων της πολιτικής της ισχύος και την ευημερία. Έτσι διατυπώθηκε μια επιταγή που συγκεφαλαίωσε τα πρακτικά διδάγματα από τη σκοπιά της θεωρίας της «ιδιαίτερης πορείας».
Κατ'αυτήν ο ριζικός εκδημοκρατισμός ή εξηθικισμός της πολιτικής και της κοινωνίας πάνω στη βάση μιας ανθούσας οικονομίας θα ολοκλήρωνε στο εξής τον εκδυτικισμό, θα παγίωνε την πρόσδεση της Γερμανίας στη Δύση και θα καταστούσε a limine αδύνατη κάθε «ιδιαίτερη πορεία»...

Από τις αρχές του 20ου αιώνα, τόσο η Μεγάλη Βρετανία όσο και οι ΗΠΑ επιδιώκουν μεθοδικά και συστηματικά να ελέγχουν την περιοχή της «Εσωτερικής ή Περιφερειακής Ημισελήνου», ή Rimland, να κρατούν μακριά από αυτήν την περιοχή τη Ρωσία και να ελέγχουν τις σχεσεις Ρωσίας-Γερμανίας, διατηρώντας τη Γερμανία σε ρόλο εξυπηρετητή των αγγλο-αμερικανικών στρατηγικών σχεδίων. Αυτοί είναι οι βασικοί γεωπολιτικοί στόχοι τόσο του ΝΑΤΟ όσο και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο πλαίσιο της ατλαντικής «Νέας Παγκόσμιας Τάξης», όπως έχει εξηγήσει μεταξύ άλλων, ο πρώην υπουργός εξωτερικών των ΗΠΑ Χένρι Κίσινγκερ (Henry Kissinger) στο βιβλίο του Diplomacy.
Νικόλαος Λάος
*

Η Δύση δεν υπάρχει πια.
''Δύση''ήταν το αντικομμουνιστικό στρατόπεδο (διαφορετικά Ιαπωνία και Ν. Κορέα δεν θα ανήκαν στη ''Δύση''). Όσοι –και κυρίως οι κοσμοπολίτες ''αριστεροί''– θεωρούν ότι η συνοχή της Δύσης στηρίζεται απλώς στις κοινές της αξίες είναι πολιτικά και ιστορικά αφελείς. Οι κοινές αξίες καθεαυτές δεν δημιουργούν κοινά συμφέροντα –το αντίθετο, ναι, μπορεί να συμβεί– ούτε εμπόδισαν ποτέ τις αιματηρές συγκρούσεις μεταξύ χριστιανικών ή φιλελεύθερων λαών. Το πολιτικά σημαντικό ερώτημα είναι: τι εννοούμε όταν λέμε δυτικός προσανατολισμός και τι μπορεί να σημαίνει δυτικός προσανατολισμός για τη Γερμανία αν η Δύση διασπαστεί και η Γερμανία χρειαστεί να επιλέξει π.χ. μεταξύ ενός ευρωπαϊκού χώρου και της φιλίας με τις ΗΠΑ ή, αντίστροφα, εάν η ευρωπαϊκή ενοποίηση γίνει υπό προϋποθέσεις που η πλειονότητα του γερμανικού λαού θα απέρριπτε; Διότι η ώρα της αλήθειας θα σημάνει όταν θα χρειαστεί να γίνει κατανομή όχι πλέον των ωφελημάτων της ευημερίας αλλά του παθητικού και των χρεών.
Παναγιώτης Κονδύλης
*

Οι «Βάρβαροι» της "ανατολικής Ευρασίας"κατά Brzezinski

Το γεγονός ότι η εν λόγω στρατηγική προσέγγιση από τη σκοπιά των ευρασιατικών ισορροπιών ισχύος εμπεριέχει μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα σοβαρούς κινδύνους, κατευθύνει τη Γερμανία στο να ακολουθήσει μια πιο προσεκτική και ψύχραιμη οδό. Και αυτό, γιατί ο προσανατολισμός της Γερμανίας προς μια ευρασιατική στρατηγική υπό την κάλυψη της ομπρέλας της ΕΕθα ενοχλήσει τις ΗΠΑ, ενώ ο προσανατολισμός της προς ένα παρόμοιο άνοιγμα στα πλαίσια της δικής της εθνικής στρατηγικής δύναται να επιφέρει αποτελέσματα που να ανησυχήσουν τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες πρωτίστως την Αγγλία και τη Γαλλία...
Στα πλαίσια μιας τέτοιας συγκυρίας ισορροπίας δυνάμεων, ενώ η Ρωσίααποκτά τη θέση της στρατηγικής χώρας-κλειδί, η Κίναθα αποκτήσει την ευχέρεια να θέσει με περισσότερη άνεση τη βαρύτητα της στις διεθνείς σχέσεις.
Η συμμετοχή της Κίνας σε μια πιθανή γερμανορωσική συνεργασία
ενδέχεται να αφυπνίσει εκ νέου ιστορικούς ανταγωνισμούς μεταξύ χερσαίων κρατών με άξονα την Ευρασία και τις θαλάσσιες αυτοκρατορίες βασιζόμενες σε ωκεανούς που περιβάλλουν την Ευρασία, γεγονός που
θα σήμαινε τη γέννηση μιας από τις πιο ανηλεείς πολώσεις που θα μπορούσε να δει ποτέ η ιστορία.

Βραχυπρόθεσμα, οι ΗΠΑ πρέπει να εξασφαλίσουν ότι κανένα κράτος ή συνδυασμός κρατών δεν θα αποκτήσει την ικανότητα να εκτοπίσει τις Ηνωμένες Πολιτείες από την Ευρασία... Ευτυχώς για την Αμερική, η Ευρασία είναι πολύ μεγάλη για να είναι ενιαία πολιτικά...
Zbigniew Brzezinski

.~`~.
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική

*
- Το μέλλον της Ε.Ε, η Ανατολική Ευρώπη -η Ουκρανία- και τα Βαλκάνια, ο Huntington, ο Brzezinski και οι πλανητικές πολιτικές των Η.Π.Α. Τα «Ανθρώπινα δικαιώματα», η «σύγκρουση των πολιτισμών» και τα «Ευρασιατικά Βαλκάνια» ως βαλκανοποίηση της υφηλίου και καλλιέργεια της ελεγχόμενης αναρχίας. Η απόρριψη του διλήμματος μεταξύ πυρηνικού ολοκαυτώματος ή πολιτιστικής ανυπαρξίας - προς μιας νέα ιστορική σύνθεση που θα εναντιώνεται στις θεωρίες και τους υπολογισμούς γραφείου-εργαστηρίου.
*
*

Είπαν ή έγραψαν... για το «ευρασιατικό προγεφύρωμα».

$
0
0

Η γερμανο-πολωνική συμφιλίωση, στα μέσα της δεκαετίας του 1990, αποτέλεσε το κρίσιμο βήμα που ανέτρεψε τη μέχρι τότε κατάσταση και επέτρεψε στη Γερμανία να παίζει πιο ανοικτά ρόλο στην Κεντρική Ευρώπη... Μέσω της Πολωνίας, η γερμανική επιρροή θα μπορούσε να εξακτινωθεί προς το βορρά -στα βαλτικά κράτη- και στην ανατολή - στην Ουκρανίακαι στη Λευκορωσία.
Τώρα, τα συμφέροντα της Γερμανίας συμφωνούν με τα συμφέροντα της Ευρωπαϊκής Ένωσηςκαι του ΝΑΤΟ και μάλιστα εξυψώνονται εντός αυτών των οργανισμών... Όμως, αν ακινητοποιηθεί η διαδικασια ενοποίησης και διεύρύνσης της Ευρώπης, υπάρχει λόγος να υποθέσουμε ότι τότε Θα αναδυόταν ένας πιο εθνικιστικός προσδιορισμός της αντίληψης της Γερμανίας για την ευρωπαϊκή «τάξη» δυνητικά επιβλαβής για την ευρωπαϊκή σταθερότητα. Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, εξέφρασε αυτό τον τρόπο σκέψης, όταν δήλωσε ότι η Γερμανία δεν είναι πια «το δυτικό προπύργιο εναντίον της Ανατολής, γίναμε το κέντρο της Ευρώπης», προσθέτοντας απροκάλυπτα ότι «στις μακρόχρονες περιόδους κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα... η Γερμανία συμμετείχε δημιουργώντας τάξη στην Ευρώπη».
Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη, η Μεσευρώπη, αντί να είναι μια ευρωπαϊκή περιοχή στην οποία υπερέχει οικονομικά η Γερμανία, θα γινόταν μια περιοχή καταφανούς γερμανικής πολιτικής πρωτοκαθεδρίας, καθώς και η βάση για μια πιο μονομερή γερμανική πολιτική απέναντι στην Ανατολή και τη Δύση.
Τότε, η Ευρώπη θα έπευε να είναι το ευρασιατικό προγεφύρωμα της αμερικανικής δύναμης και το δυνητικό εφαλτήριο για την επέκταση του παγκόσμιου δημοκρατικού συστήματος στην Ευρασία...
Δεν μπορούμε να αρνηθούμε τον κυρίαρχο ρόλο της Γερμανίας, αλλά πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί ως προς οποιαδήποτε δημόσια υποστήριξη του ηγετικού ρόλου της Γερμανίας στην Ευρώπη. Αυτή η ηγεσία μπορεί να είναι πρόσφορη για μερικά ευρωπαϊκά κράτη -όπως εκείνα της Κεντρικής Ευρώπης, που εκτιμούν τη γερμανική πρωτοβουλία υπέρ της επέκτασης της Ευρώπης προς ανατολάς- και μπορεί οι Δυτικοευρωπαίοι να την ανέχονται όσο καιρό ασκείται υπό την αμερικανική πρωτοκαθεδρία, αλλά μακροπρόθεσμα η οικοδόμηση της Ευρώπης δεν μπορεί να στηριχτεί σε αυτή. Πάρα πολλές αναμνήσεις επιβιώνουν ακόμη, πάρα πολλοί φόβοι είναι πιθανό να βγούν στην επιφάνεια. Μια Ευρώπη την οποία οικοδομεί και στην οποία ηγείται το Βερολίνο δεν είναι δυνατή...
Η αμερικανο-γερμανική συνεργασία και κοινή ηγεσία σε αυτό το ζήτημα είναι ουσιαστικές. Η επέκταση θα πραγματοποιηθεί αν οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Γερμανία ενθαρρύνουν από κοινού τους άλλους συμμάχους του ΝΑΤΟ να υποστηρίξουν αυτό το βήμα, είτε διαπραγματευτούν αποτελεσματικά κάποιο διακανονισμό με τη Ρωσία, αν αυτή είναι πρόθυμη να συμβιβαστεί, είτε δράσουν σθεναρά, έχοντας δικαιολογημένα την πεποίθηση ότι το καθήκον οικοδόμησης της Ευρώπης δεν μπορεί να υποταγεί στις αντιρρήσεις της Μόσχας. Η συνδυασμένη αμερικανο-γερμανική πίεση είναι ιδιαίτερα αναγκαία, προκειμένου να επιτευχθεί η απαιτούμενη ομoφωνία όλων των μελών του ΝΑΤΟ, γιατί κανένα μέλος του ΝΑΤΟ δεν θα μπορέσει να αρνηθεί, αν η Αμερική και η Γερμανία πιέζουν από κοινού.
Τελικά, σε αυτή την προσπάθεια διακυβεύεται ο μακροπρόθεσμος ρόλος της Αμερικής στην Ευρώπη.
Η νέα Ευρώπη είναι ακόμη υπό διαμόρφωση και για να παραμείνει γεωπολιτικά αυτή η νέα Ευρώπη τμήμα του «εύρω-ατλαντικού» χώρου, η επέκταση του ΝΑΤΟ είναι ουσιαστική. Πράγματι, μια συνεκτική πολιτική των ΗΠΑ για την Ευρασίαως σύνολο δεν θα είναι δυνατή, αν η προσπάθεια να διευρυνθεί το ΝΑΤΟ, την οποία προώθησαν οι Ηνωμένες Πολιτείες, μπλοκαριστεί και κλονιστεί. Αυτή η αποτυχία θα ήταν πλήγμα στην αξιοπιστία της αμερικανικής ηγεσίας, θα συνέτριβε την έννοια της επεκτεινόμενης Ευρώπης, θα απογοήτευε τους Κεντροευρωπαίους και θα μπορούσε να πυροδοτήσει ρωσικές γεωπολιτικές βλέψεις για την Κεντρική Ευρώπη, που τώρα βρίσκονται εν υπνώσει ή ψυχορραγούν. Για τη Δύση, θα ήταν ένας αυτοτραυματισμός, που θα έβλαπτε θανάσιμα τις προοπτικές για έναν πραγματικά ευρωπαϊκό πυλώνα σε μια ενδεχόμενη ευρασιατική αρχιτεκτονική ασφάλειας και για την Αμερική δεν θα ήταν μόνο περιφερειακή ήττα, αλλά παγκόσμια ήττα.


.~`~.

Μερική παγκοσμιοποίηση των διεθνών χρηματοοικονομικών - Ενότητα ή κατακερματισμός του νομισματικού συστήματος; - Η αυξημένη περιφερειοποίηση των υπηρεσιών και της βιομηχανικής παραγωγής - Η διαμάχη για την πολυεθνική επιχείρηση και το έθνος-κράτος.

$
0
0
.
.~`~.
I
Μερική παγκοσμιοποίηση των διεθνών χρηματοοικονομικών

Τα διεθνή χρηματοοικονομικά είναι ο τομέας στον οποίο ταιριάζει σίγουρα ο όρος «οικονομική παγκοσμιοποίηση». Η παγκοσμιοποίηση των χρηματοοικονομικών έχει καταστεί κρίσιμο και χαρακτηριστικό στοιχείο της παγκόσμιας οικονομίας. Η διεθνής διακίνηση κεφαλαίων έχει ολοκληρώσει τις οικονομίες ολόκληρου του κόσμου. Ο ημερήσιος κύκλος εργασιών των νομισματικών συναλλαγών αυξήθηκε από 15 δισεκατομμύρια δολάρια το 1973 σε 1,2 τρισεκατομμύρια δολάρια το 1995, οι αγορές κεφαλαίου και ομολόγων αναπτύχθηκαν επίσης και έγιναν πιο παγκόσμιες. Η δυνατότητα να μεταφέρει κανείς δισεκατομμύρια δολάρια από μια οικονομία σε μια άλλη με το πάτημα ενός κουμπιού μεταμόρφωσε τα διεθνή χρηματοοικονομικά και ενίσχυσε τον αντίκτυπό τούς τόσο στη διεθνή όσο και στις εγχώριες οίκονομίες. Ωστόσο είναι σημαντικό να εξετάσούμε τις εξελίξεις αυτές, όπως και άλλους τομείς της οικονομικής παγκοσμιοποίησης, προσδίδοντάς τούς τις πραγματικές τούς διαστάσεις.
Παρά τους εντυπωσιακούς αριθμούς πού περιγράφούν το διεθνές χρηματοοικονομικό σύστημα, σε σχετικούς όρούς ο όγκος των χρηματοοικονομικών ροών στις αρχές τον 21ου αιώνα εξακολούθεί να είναι μικρότερος από τις διεθνείς κεφαλαιακές ροές των αρχών τον 19ου αιώνα. Πριν από τον Α'Παγκόσμιο Πόλεμο, για παράδειγμα, οι Βρετανοί επένδυαν κατά προσέγγιση το ένα δεύτερο των αποταμιεύσεών τούς στο εξωτερικό. Από το 1880 έως το 1913 οι εξαγωγές βρετανικών κεφαλαίων ανέρχονταν κατά μέσο όρο στο 5% του ΑΕΠ και στο αποκορύφωμά τούς έφτασαν σχεδόν το 10% του ΑΕΠ. Αντίθετα, αν και ο κόσμος αισθανόταν κατάπληξη για τις ιαπωνικές εξαγωγές κεφαλαίων στη δεκαετία του 1980 και στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η Ιαπωνία στην πραγματικότητα εξήγε κεφάλαια που ισοδυναμούσαν μόλις με το 2%-3% του ΑΕΠ της. Θα πρέπει επίσης να θυμόμαστε ότι τα βρετανικά κεφάλαια πριν από τον Α'Παγκόσμιο Πόλεμο τοποθετούνταν σε μεγάλο βαθμό σε επενδύσεις σε σιδηρόδρομους, λιμενικές εγκαταστάσεις και άλλα έργα υποδομής πού παρείχαν τις υλικές βάσεις για την εξαιρετικά αλληλεξαρτημένη διεθνή οικονομία πού αναπτυσσόταν εκείνη την εποχή... Σήμερα σημαντικό μέρος των διεθνών κεφαλαιακών ροών είναι βραχυπρόθεσμες (περίπου εξαμηνιαίες) και εξαιρετικά κερδοσκοπικές και υπάρχει διαμάχη σχετικά με τον βαθμό κατά τον οποίο πραγματικά συμβάλλουν στην παγκόσμια οικονομική ανάπτύξη.
Αν και η διεθνοποίηση των χρηματοοικονομικών έχει καταστεί σημαντικό χαρακτηριστικό της παγκόσμιας οικονομίας, το διεθνές χρηματοοικονομικό σύστημα συνεχίζει να έχει σε μεγάλο βαθμό εθνικές βάσεις και συνίσταται από στενά αλληλοσυνδεόμενα, ξεχωριστά εθνικά χρηματοοικονομικά συστήματα. Ορισμένες χώρες, όπως η Ιαπωνία και η Κίνα, διατηρούν μάλιστα ελέγχούς στις κεφαλαιακές ροές. Επιπλέον, όπως λέγεται στην κοινή γλώσσα των οικονομικών, τα χρηματοοικονομικά εξακολουθούν να χαρακτηρίζονται από ένα ισχυρό φαινόμενο «προκατάληψης υπέρ της χώρας καταγωγής». Οι επενδυτές έχούν την τάση να επενδύουν στις οικονομίες της χώρας τους παρά να διατηρούν χαρτοφυλάκια διεθνών επενδύσεων. Τη δεκαετία του 1990, για παράδειγμα, το 94% των μετοχών στο αμερικανικό Χρηματιστήριο και το 98% στο ιαπωνικό ανήκαν σε Αμερικανούς και Ιάπωνες αντίστοιχα και οι ιαπωνικές χρηματοοικονομικές αγορές ρυθμίζονταν στενά από το ισχυρό υπουργείο των Οικονομικών. Ωστόσο Θα πρέπει κανείς να παρατηρήσει ότι η τάση για «προκατάληψη υπέρ της χώρας καταγωγης» μπορει να ελαττώνεται, έστω κι αν ο κόσμος εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται από εθνικές χρηματοοικονομικές αγορές.
Μια σημαντική μελέτη των Martin Feldstein και Charles Horioka απέδειξε ότι η αυξημένη ελευθερία διακίνησης κεφαλαίων δεν ολοκλήρωσε τα διεθνή χρηματοοικονομικά όσο πιστεύούν πολλοί. Αν ο κόσμος είχε πράγματι ολοκληρωθεί αναφορικά με τα χρηματοοικονομικά ζητήματα, τότε οι εθνικοί δείκτες αποταμιεύσεων και επενδύσεων δεν θα συσχετίζονταν πλέον στενά και τα επιτόκια σε ολόκληρο τον κόσμο Θα ήταν σχεδόν τα ίδια. Αν τα κεφάλαια είχαν πλήρη ευχέρεια κινήσεων, η επένδύση σε μια συγκεκριμένη χώρα θα εξαρτιόταν από τις επενδυτικές ευκαιρίες σε αυτή την οικονομία και δεν θα συσχετιζόταν πολύ με τον δείκτη αποταμιεύσεων σε αυτό το κράτος. Γεγονός ωστόσο είναι ότι οι αποταμιεύσεις και οι επενδύσεις συσχετίζονται στενά'χώρες με υψηλούς δείκτες αποταμιεύσεων, όπως η Ιαπωνία, τείνούν να είναι χώρες που πραγματοποιούν πολλές επενδύσεις, ενώ ισχύει το αντίστροφο για τις χώρες με χαμηλούς δείκτες αποταμιεύσεων. Οι Ηνωμένες Πολιτείες συνιστούν σημαντική εξαίρεση αυτής της γενίκευσης ως προς το ότι οι εγχώριες επενδύσεις υπερβαίνουν σημαντικά τις εθνικές αποταμιεύσεις και εξαρτώνται από τον ξένο δανεισμό. Άλλωστε, σε ένα τέλεια ολοκληρωμένο διεθνές χρηματοοικονομικό σύστημα το κόστος του κεφαλαίού, μη λαμβάνοντας υπόψη τον παράγοντα τον κινδύνου, θα ήταν κατά προσέγγιση το ίδιο παντού'αντίθετα, σημαντικές εθνικές διαφορές ως προς το κόστος του κεφαλαίού εξακολουθούν να χαρακτηρίζούν την παγκόσμια οικονομία. Παρά τις προειδοποιήσεις αυτές, η παγκοσμιοποίηση των χρηματοοικονομικών είναι μια πραγματικότητα και έχει πράγματι βαθιές συνέπειες για την παγκόσμια οικονομία.
Το απόλύτο μέγεθος, η πολύ μεγάλη ταχύτητα και το παγκόσμιο πεδίο δράσης των χρηματοοικονομικών κινήσεων υπήρξαν πολύ σημαντικά στη μεταπολεμική περίοδο. Ιδιαίτερα η αυξημένη σημασία των κερδοσκοπικών, βραχυπρόθεσμων επενδύσεων από μεγαλοεπενδύτές όπως ο George Soros, από «κερδοσκοπικά κεφάλαια κάλυψης κινδύνου» σε αναδυόμενες αγορές και από διεθνείς τράπεζες επέτειναν σημαντικά την τρωτότητα του διεθνούς χρηματοοικονομικού συστήματος και της παγκόσμιας οικονομίας γενικότερα'τα κερδοσκοπικά κεφάλαια ανέρχονται σε εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια. Πολλοί οικονομολόγοι και δημόσιοι αξιωματούχοι πιστεύουν ότι αυτές οι βραχυπρόθεσμες, κερδοσκοπικές ροές απειλούν όλο και περισσότερο τη σταθερότητα της παγκόσμιας οικονομίας και ότι θα έπρεπε συνεπώς να ρυθμιστούν.

.~`~.
II
Ενότητα ή κατακερματισμός του νομισματικού συστήματος;

Η δημιουργία τον Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος και το κοινό νόμισμα (εύρώ) συνιστούν σοβαρή απειλή για την ενότητα τον διεθνούς νομισματικού συστήματος. Υπάρχει σημαντικό ενδιαφέρον και διαφωνίες μεταξύ των κυβερνητικών αξιωματούχων, των οικονομολόγων και των πολιτικών εμπειρογνωμόνων και στις δύο πλευρές τον Ατλαντικού και σε άλλα μέρη τον κόσμου σχετικά με τις επιπτώσεις που θα έχει το εύρώ για το δολάριο και τη διεθνή οικονομία γενικότερα. Τα σημαντικότερα ερωτήματα είναι αν το ευρώ θα αντικαταστήσει ή όχι το δολάριο ως το βασικό νόμισμα τον κόσμου, ποιες θα είναι οι συνέπειες για τις Ηνωμένες Πολιτείες σε αυτή την περίπτωση και πώς θα επηρεάσει το εύρώ τη λειτουργία και τη διαχείριση τον διεθνούς νομισματικού και οικονομικού συστήματος. Ο μεγάλος αριθμός των οικονομικών και πολιτικών ασαφειών που περιβάλλούν το ευρώ καθιστούν αδύνατη την παροχή οριστικών απαντήσεων σ'αυτά και σε άλλα συναφή ερωτήματα. Παρ'όλα αυτά, τα θέματα αυτά είναι τόσο σημαντικά για το μέλλον της παγκόσμιας οικονομίας, που πρέπει να εξεταστούν, έστω κι αν τα συμπεράσματά μας θα είναι προσωρινά.
Καθ'όλη τη μεταπολεμική εποχή ο διεθνής ρόλος τον δολαρίού υπήρξε σημαντικό στοιχείο της παγκόσμιας οικονομίας. Το 40%-60% περίπου των διεθνών χρηματοοικονομικών συναλλαγών εκφράζονται σε δολάρια. Για δεκαετίες το δολάριο ήταν επίσης το κύριο αποθεματικό νόμισμα τον κόσμού'το 1996 περίπού τα δύο τρίτα των παγκόσμιων συναλλαγματικών αποθεμάτων ήταν σε δολάρια. Το ενδεχόμενο το εύρώ να αντικαταστήσει το δολάριο και να αναλάβει τον διεθνή ρόλο του ως συναλλαγματικού και αποθεματικού νομίσματος έχει καταστεί εξαιρετικά σημαντικό, ιδιαίτερα για τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη χρηματοοικονομική τούς κοινότητα. Στη Δυτική Ευρώπη πολλοί πιστεύούν ότι τελικά το εύρώ θα αντικαταστήσει σε σημαντικό βαθμό το δολάριο. Από την άλλη πλευρά, οι περισσότεροι αμερικανοί οικονομολόγοι πιστεύούν ότι είναι απίθανο το ευρώ να υποσκελίσει το δολάριο. Θεωρούν επιπλέον ότι, αν συμβεί μια μετατόπιση από το δολάριο στο εύρώ, αυτή θα πραγματοποιηθεί με πολύ αργούς ρυθμούς και θα χρειαστεί μεγάλη χρονική περίοδο που θα προσφέρει στις Ηνωμένες Πολιτείες αρκετό χρόνο ώστε να πραγματοποιήσούν τις απαραίτητες προσαρμογές, όπως την εξάλειψη τον τεράστιού ελλείμματος εμπορίού/πληρωμών τούς.
Οι περισσότεροι αμερικανοί οικονομολόγοι υποθέτουν ότι ο συνεχιζόμενος διεθνής ρόλος τον δολαρίού θα εξαρτηθεί περισσότερο από την ισχύ της αμερικανικής οικονομίας παρά από οτιδήποτε άλλο και ότι η σπουδαιότητα του δολαρίου για τις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές θα καθοριστεί κυρίως από τη διεθνή ανταγωνιστικότητα του αμερικανικού χρηματοοικονομικού συστήματος. Το ευρώ, σύμφωνα με αυτή τη θέση, θα μπορούσε να αντικαταστήσει το δολάριο μόνο αν οι Δυτικοευρωπαίοι δημιουργήσουν μια ολοκληρωμένη και αποτελεσματική χρηματοπιστωτική αγορά. Πολλοί αμφιβάλλούν ότι θα συμβεί κάτι τέτοιο σύντομα. Κατά συνέπεια, οι αμερικανοί αξιωματούχοι και οικονομολόγοι τείνουν να προεξοφλούν ότι το εύρώ δεν θα υπονομεύσει τη διεθνή κυριαρχία του δολαρίού, τουλάχιστον όχι στο άμεσο μέλλον.
Αν το εύρώ αντικαταστήσει το δολάριο ως το βασικό νόμισμα του κόσμου, θα υπάρξουν σημαντικές επιπτωσεις τόσο για τα ιδιωτικά αμερικανικά χρηματοοικονομικά συμφέροντα όσα και για την αμερικανική κυβέρνηση. Η επιτυχία του ευρώ θα μπορούσε να έχει μεγάλο αντίκτύπο στις αμερικανικές τράπεζες και στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, επειδή ένας μέγάλος όγκος συναλλαγών σε ένα νόμισμα οδηγεί σε οικονομίες κλίμακας και μειωμένο κόστος συναλλαγών. Όσο μεγαλύτερος είναι ο όγκος των νομισματικών συναλλαγών στο νόμισμα μιας συγκεκριμένης χώρας τόσο μεγαλύτερα οφέλη και ανταγωνιστικότητα απολαμβάνούν οι τράπεζες και το χρηματοπιστωτικά ιδρύματα αυτής της χώρας. Αν το εύρώ αντικαθιστούσε το δολάριο ως αποθεματικό ή συναλλαγματικό νόμισμα, τότε τα οφέλη κλίμακας και το χαμηλότερο κόστος συναλλαγών θα μεταφέρονταν από το αμερικανικά στα ευρωπαϊκά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Σύμφωνα με μια εκτίμηση, η μετατροπή τον χαρτοφυλακίού από το δολάριο στο εύρώ θα μπορούσε να ανέλθει σε 1 τρισεκατομμύριο δολάρια.
Ο διεθνής ρόλος τον δολαρίου παρείχε πολλά οικονομικά και πολιτικά οφέλη στις Ηνωμένες Πολιτείες και, αν το δολάριο έχανε τη θέση του ως το βασικό νόμισμα τον κόσμου, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα στερούνταν αυτά τα οφέλη. Η διεθνής ζήτηση δολαρίων σήμαινε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν σε θέση να χρηματοδοτούν το τεράστιο και συνεχιζόμενο έλλειμμα εμπορίου/πληρωμών τους από τις αρχές της δεκαετίας τον 1980 με ελάχιστο κόστος. Στην πραγματικότητα, η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών μπορούσε να θεωρεί δεδομένο ότι οι άλλες χώρες θα χρηματοδοτούσαν αυτόματα το έλλειμμα εμπορίου/πληρωμών τούς, επειδή οι χώρες αυτές, πού χρειάζονταν δολάρια για να διεξαγάγούν τις διεθνείς επιχειρηματικές τούς δραστηριότητες, δεν απαιτούσαν υψηλά επιτόκια. Επιπλέον, οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούσαν να δανείζονται στο νόμισμα τούς κι έτσι να αποφεύγουν τους κινδύνους των συναλλαγματικών ισοτιμιών. Πολλά από τα κυκλοφορούντα δολάρια βρίσκονται σε άλλες χώρες, στα χέρια μη Αμερικανών'αυτή η επονομαζόμενη «απειλή κατά του δολαρίού», ύψούς περίπου 265 δισεκατομμύρίων δολαρίων, ισοδυναμεί με ένα άτοκο δάνειο προς τις Ηνωμένες Πολιτείες που ορισμένοι έχουν υπολογίσει ότι αξίζει περίπού 13 δισεκατομμύρια δολάρια σε ετήσιες πληρωμές τόκων. Επιπλέον, το αμερικανικό γόητρο σίγούρα ενισχύεται από τον διεθνή ρόλο του δολαρίού.
Πολλοί δυτικοευρωπαίοι ηγέτες πιστεύούν ότι το εύρώ θα ενισχύσει πάρα πολύ την πολιτικη τούς θέση έναντι των Ηνωμένων Πολιτειών στις διεθνείς οικονομικές διαπραγματεύσεις. Το εύρω θα μπορούσε να εξαλείψει τη σχεδόν αυτόματη χρηματοδότηση τον ελλείμματος του αμερικανικού ισοζυγίου πληρωμών και να περιορίσει τη σημαντική χρηματοοικονομική ελευθερία που ειχαν οι Ηνωμένες Πολιτείες να ακολουθούν τις δικές τους ανεξάρτητες οικονομικές και εξωτερικές πολιτικές. Επιπρόσθετα, ένα επιτυχημένο εύρώ θα μπορούσε να υποσκάψει τις φιλοδοξίες της Ιαπωνίας να διαδραματίσει το γεν πολύ σημαντικότερο ρόλο ως διεθνές νόμισμα. Σε μια παγκόσμια οικονομία που αποτελείται από τρία βασικά νομίσματα οι Ιάπωνες φοβούνται ότι το γεν θα μπορούσε να αποβεί «περιττό». Η αυξανόμενη ανησυχία για ένα τέτοιο ενδεχόμενο στην πραγματικότητα ώθησε την Ιαπωνία να προτείνει μια παγκόσμια «νομισματική τριαρχία» του δολαρίού, του εύρώ και του γεν, μια διευθέτηση που θα διαχειρίζονταν οι τρεις μεγάλες οικονομικές δυνάμεις.
Η πραγματική ή έστω η υποθετική απειλή ότι το εύρώ θα μπορούσε να υποσκελίσει το δολάριο θα μπορούσε να προξενήσει σοβαρή διαμάχη μεταξύ της Δυτικής Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών - και πιθανώς και της Ιαπωνίας, προκαλώντας έτσι έναν αγώνα μεταξύ αυτών των τριών μερών. Αν ξεσπούσε μια διαπάλη ανάμεσα στο δολάριο και στο εύρώ, παρόμοια με την προγενέστερη για επικράτηση ανάμεσα στο δολάριο και στη στερλίνα στις δεκαετίες του 1920 και του 1930, μια τέτοια διατλαντική σύγκρουση θα μπορούσε να επισύρει σημαντικό οικονομικό και πολιτικό κόστος. Το ενιαίο διεθνές νομισματικό σύστημα θα μπορούσε να κατακερματιστεί σε περιφερειακά μπλοκ γύρω από το εύρώ, το δολάριο και πιθανώς το γεν. Στο ξεκίνημα του 21ου αιώνα πολλές μικρότερες χώρες εξέταζαν το ενδεχόμενο να συνδέσούν τα νομίσματα τούς με το νόμισμα του κυριότερού έμπορικού τους εταίρού.
Το ενδεχόμενο της ανάπτυξης νομισματικών μπλοκ προκύπτει από την πεποίθηση ότι τα νομισματικά μπλοκ θα μείωναν τον κίνδύνο των συναλλαγματικών ισοτιμιών μεταξύ των κρατών-μελών, όπως συμβαίνει στη Δυτική Ευρώπη'μια τέτοια αλλαγή θα ήταν ιδιαίτερα σημαντική για χώρες που συναλλάσονται έντονα μεταξύ τους και ήταν ο βασικός λόγος για τη δημιουργία της Οικονομικής Νομισματικής Ένωσης. Ένα κοινό νόμισμα θα μπορούσε επίσης να προωθήσει τη διατήρηση ενός χαμηλού πληθωρισμού μεταξύ των χωρών-μελών, υπό την προϋπόθεση ότι η ηγέτιδα χώρα θα διατηρούσε χαμηλό πληθωρισμό'αυτό συνέβη και στον Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών, όπου η Δυτική Γερμανία ήταν ηγέτιδα χώρα. Το κύριο οικονομικό μειονέκτημα ενός νομισματικού μπλοκ ή ένωσης είναι η απώλεια της εθνικής ανεξαρτησίας ως προς τη χάραξη μακροοικονομικής πολιτικής. Ωστόσο ο σοβαρότερος κίνδυνος που επισείουν τα νομισματικά μπλοκ είναι ότι θα μπορούσαν να επιδεινώσουν τις ήδη τεταμένες πολιτικές σχέσεις μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών, της Ιαπωνίας και της Δυτικής Ευρώπης.

.~`~.
III
Η αυξημένη περιφερειοποίηση των υπηρεσιών και της βιομηχανικής παραγωγής

Μια από τις σημαντικότερες πρόσφατες εξελίξεις στην παγκόσμια οικονομία υπήρξε η διεθνοποίηση των υπηρεσιών και της βιομηχανικής παραγωγής, μια εξέλιξη που προήγαγε η μειωση του κόστους των επικοινωνιών και των μεταφορών και η οποία επέτρεψε στις εταιρείες να ολοκληρώσουν την παραγωγή και τις άλλες δραστηριότητές τούς σε ολόκληρο τον κόσμο. Η συνεχιζόμενη αναδιάρθρωση των υπηρεσιών και της βιομηχανικής παραγωγής ήταν εξαιρετικά σημαντική για τη φύση της παγκόσμιας οικονομίας καθώς αυτή εισερχόταν στη νέα χιλιετία. Παρ'όλα αυτά, παρατηρούνται συχνά παρανοήσεις και υπερβολές όσον αφορά στη σπουδαιότητα αυτής της εξέλιξης. Ενώ οι άμεσες ξένες επενδύσεις το 2000 αποτελούν μόνο ένα μικρό μέρος των συνολικών εγχώριων επενδύσεων των πλούσιων χωρών, τη δεκαετία που προηγήθηκε του 1914 οι βρετανοί καπιταλιστές είχαν επενδύσει στο εξωτερικό σχεδόν όσο είχαν επενδύσει και στη χώρα τους και το ευρωπαϊκό απόθεμα άμεσων ξένων επενδύσεων ήταν υψηλότερο το 1914 απ'ό,τι είναι αναλογικά στον 21ο αιώνα. Επιπλέον, αντίθετα με τη συχνά επικαλούμενη άποψη ότι οι πολυεθνικές επιχειρήσεις έχούν «παγκοσμιοποιήσει» την τεχνολογία και ότι έχούν θέσει τις εταιρείες τούς σε ολόκληρο τον κόσμο στην ίδια βάση, η πραγματικότητα είναι τελείως διαφορετική. Για εσωτερικούς λόγούς των ίδιων των εταιρειών και λόγω των συνθηκών που επικρατούν σε πολλές αναπτυσσόμενες χώρες, η τεχνολογία τείνει να διαχέεται από τις εκβιομηχανισμένες στις εκβιομηχανιζόμενες χώρες με σχετικά αργούς ρυθμούς.
Εξάλλού, η διεθνοποίηση των υπηρεσιών και της παραγωγής είναι εξαιρετικά συγκεντρωμένη μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων και στο εσωτερικό συγκεκριμένων περιοχών'σύμφωνα με μια εκτίμηση που έγινε στα μέσα της δεκαετίας του 1990, το 85% όλων των ξένων επενδύσεων πραγματοποιείται μεταξύ των μελών της Τριάδας (των Ηνωμένων Πολιτειών, της Δυτικής Ευρώπηςκαι της Ιαπωνίας). Οι πολυεθνικές εταιρείες των τριών μεγάλων οικονομικών δυνάμεων συγκεντρώνουν τις άμεσες ξενες επενδύσεις στις αντίστοιχες επικράτειές τούς και διαμορφώνούν μια περιφερειακά ολοκληρωμένη παραγωγή και δίκτυα υπηρεσιών. Οι αμερικανικές άμεσες αμεσες ξένες επενδύσεις εχουν αρχισει να μετατοπίζονται από την Ανατολική και τηΝοτιοανατολική Ασίαπρος το Μεξικό'αν και, λόγω των πολύ χαμηλών ημερομισθίων της Κίνας και των τεράστιων δυνατοτήτων της ως αγοράς, η Κίναήταν η εξαίρεση σε αυτή την τάση. Οι ιαπωνικές εταιρείες προτιμούν τούς υπεργολάβούς της Ανατολικής Ασίας και η πλειοψηφία των εισαγωγών τούς σε βιομηχανικά προϊόντα προέρχεται από αυτή την περιοχή. Η Γερμανία, για οικονομικούς και πολιτικούς λόγούς και για να επωφεληθεί από το εξαιρετικά ειδικευμένο και φτηνότερο εργατικό δυναμικό της Ανατολικής Ευρώπης, επενδύει τεράστια ποσά στην Ανατολική Ευρώπη, ιδιαίτερα στην Πολωνία, στη Δημοκρατία της Τσεχίας και στην Ουγγαρία. Κατά συνέπεια, τα στοιχεία υποδηλώνουν ότι η περιφερειακή καθώς και η παγκόσμια ολοκλήρωση χαρακτηρίζούν τις στρατηγικές των πολυεθνικών εταιρειών. Ενώ ο οικονομικός ανταγωνισμός και οι χρηματοοικονομικές αγορές γίνονται όλο και πιο παγκόσμιες, η παραγωγή και οι υπηρεσίες είναι όλο και πιο περιφερειοποιημένες.
Η τάση προς την περιφερειοποίηση των επενδύσεων, των υπηρεσιών και της παραγωγής μπορεί να ερμηνευτεί με διάφορούς τρόπούς. Νέες μέθοδοι παραγωγής και διαχείρισης, όπως είναι η «λιτή παραγωγή» και η ελαστική βιομηχανική παραγωγή ενθαρρύνουν την περιφερειοποίηση'και οι δύο τεχνικές απαιτούν εξαιρετικά καταρτισμένα και δραστήρια εργατικά δυναμικά πού μπορούν να χρησιμοποιηθούν αποδοτικότερα και με λιγότερο ρίσκο σε περιφερειακό παρά σε παγκόσμιο επίπεδο. Μάλιστα, η ανάγκη μετακίνησης σε περιοχές με χαμηλά ημερομίσθια μειώθηκε πάρα πολύ, καθώς ελαττώθηκε δραματικά το μερίδιο των ανειδίκευτων εργατών στην παραγωγή από τη δεκαετία τον 1970 και μετά. Η περιφερειακή συγκέντρωση προάγει επίσης τις οικονομίες κλίμακας στην παραγωγή. Ένας άλλος παράγοντας είναι ότι τα δίκτύα περιφερειακής παραγωγής επιτρέπούν στις εταιρείες να βρίσκονται πιο κοντά στούς βασικούς τούς πελάτες'αυτός ο παράγοντας θα καταστεί ακόμη πιο σημαντικός καθώς συνεχίζουν να αναπτύσσονται περιφερειακές αγορές στη Δυτική Ευρώπη και στη Βόρεια Αμερική. Οι πολιτιστικές ομοιότητες μπορεί επίσης να διαδραματίσουν κάποιο ρόλο σε αυτή την τάση. Επιπρόσθετα, η περιφερειοποίηση της παραγωγής μπορεί να απομονώσει και να προστατεύσει τις οικονομίες ολόκληρης της περιοχής από εμπορικούς πολέμούς και νομισματικές διακυμάνσεις. Γι'αυτούς αλλά και για άλλούς λόγούς η κίνηση προς την περιφερειοποίηση της παραγωγής θα συνεχιστεί στο εσωτερικό της Βόρειας Αμερικής, της Ασίας του Ειρηνικού και της Δυτικής Ευρώπης και είναι πιθανόν να ενισχυθεί στη Λατινική Αμερική και αλλού.
Η αυξημένη σπουδαιότητα της περιφερειοποίησης στην παγκόσμια οικονομία δημιούργεί ορισμένες ανησυχητικές προοπτικές. Η τάση προς την περιφερειοποίηση θα μπορούσε να οδηγήσει στην αποδυνάμωση της κίνησης προς τη φιλελευθεροποίηση τον εμπορίού πού υιοθετήθηκε μετά τον Β'Παγκόσμιο Πόλεμο. Ενώ οι πολυεθνικές επιχειρήσεις των μεγάλων οικονομικών δυνάμεων συνεχίζουν να ακολουθούν παγκόσμιες στρατηγικές και να επενδύούν οι μεν στις οικονομίες των δε και το αντίστροφο (με εξαίρεση την Ιαπωνία, λόγω του σχετικά χαμηλού επιπέδού άμεσων ξένων επενδύσεων προς το εσωτερικό της), συγκεντρώνούν επίσης τις άμεσες ξένες επενδύσεις τούς στις γειτονικές χώρες. Η δημιουργία περιφερειακής μάλλον παρά παγκόσμιας παραγωγής και δικτύων άντλησης έχει αναδειχτεί σε αξιοσημείωτη τάση. Αν η πορεία προς την παγκοσμιοποίηση αναγκαζόταν να επιβραδυνθεί λόγω της αυξημένης περιφερειοποίησης των υπηρεσιών και της παραγωγής, η ανοιχτή παγκόσμια οικονομία θα μπορούσε να υποστεί μια ανάσχεση'κάτι τέτοιο θα είχε σοβαρές αρνητικές συνέπειες για τις χώρες πού δεν θα ήταν μέλη κάποιας περιφερειακής διευθέτησης. Και το 2000 η πλειοψηφία των λιγότερο αναπτυγμένων οικονομιών βρίσκεται εκτός των αναδυόμενων περιφερειακών μπλοκ.

.~`~.
IV
Η διαμάχη για την πολυεθνική επιχείρηση και το έθνος-κράτος

Πρόλογος
Οι μεγαλύτερες πολυεθνικές επιχειρήσεις του κόσμου είναι υπεύθυνες για τα τέσσερα πέμπτα περίπου της παγκόσμιας βιομηχανικής απόδοσης, ενώ τυπικά τα δύο τρίτα του εργατικού δυναμικού που απασχολούν βρίσκονται στη χώρα προέλευσης τους...
Οι απόψεις για τον ρόλο των πολυεθνικών επιχειρήσεων στην παγκόσμια οικονομία και τις σχέσεις τούς με τις οικονομίες προέλευσής τούς διίστανται. Από τη μια πλευρά, υπάρχούν ορισμένοι πού πιστεύούν ότι η αυξανόμενη σπουδαιότητα των πολυεθνικών επιχειρήσεων στην οργάνωση και στη διαχείριση της διεθνούς οικονομίας συνιστά έναν μετασχηματισμό των παγκόσμιων οικονομικών και πολιτικών σχέσεων. Γι'αυτούς η παγκοσμιοποίηση της παραγωγής και ο κεντρικός ρόλος της πολυεθνικής εταιρείας στην παγκόσμια οικονομία αντιπροσωπεύουν τον θρίαμβο των δυνάμεων της αγοράς και της οικονομικής ορθολογικότητας επί του αναχρονιστικού έθνους-κράτουςκαι μιας πολιτικά κατακερματισμένη διεθνούς οικονομίας. Από την άλλη πλευρά, η κρατικοκεντρική θέση υποστηρίζει ότι ο βαθμός και ο αντίκτυπος της παγκοσμιοποίησης τονίζονται υπερβολικά και ότι το έθνος-κράτος εξακολουθεί να θέτει τους κανόνες που πρέπει να ακολουθούν οι πολυεθνικές επιχειρήσεις. Στην πραγματικότητα, η ουσία αυτής της διαμάχης δεν είναι η σπουδαιότητα των πολυεθνικών επιχειρήσεων και ελάχιστοι παρατηρητές εκτός από οικονομολόγους δεν παραδέχονται τη σημασία τους...
Οι πουλεθνικές επιχειρήσεις έχουν αναμφίβολα επιφέρει αλλαγές στην παγκόσμια οικονομία. Καθώς οι εταιρείες ενίσχυσαν την παρουσία τους στις ξένες αγορές, επήλθε κάποια απομάκρυνση από τις οικονομίες προέλευσης τους και οι εθνικές τους ταυτότητες εξασθένησαν'παρ'όλα αυτά, το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής, της έρευνας και ανάπτυξης και των δραστηριοτήτων της εταιρείας εξακολουθεί να διεξάγεται στην οικονομία προέλευσης της. Είναι επίσης αλήθεια ότι η τεράστια επέκταση του ενδοεπιχειρησιακού εμπορίου έχει μεταβάλει την έννοια των εισαγωγών και των εξαγωγών. Αν, για παράδειγμα, ληφθούν υπόψη οι υπερπόντιες πωλήσεις των αμερικανικών θυγατρικών, τότε οι Ηνωμένες Πολιτείες θα είχαν μεγάλο εμπορικό πλεόνασμαγια πολλά χρόνια.

Οι πολυεθνικές επιχειρήσεις και το έθνος-κράτος
Τόσο η βιομηχανική παραγωγή όσο και οι βιομηχανίες υπηρεσιών θεωρείται ότι έχουν βάση τους κυρίως το κράτος. Αν και είναι αλήθεια ότι ο συνολικός όγκος των προϊόντων που παράγονται στο εξωτερικό από αμερικανικές εταιρείες έχει αυξηθεί σημαντικά αγγίζοντας το 20% της συνολικής παραγωγής στα τέλη του αιώνα, στις αρχές του 21ου αιώνα το υπόλοιπο 80% της αμερικανικής οικονομίας ήταν σε μεγάλο βαθμό απομονωμένο από την παγκόσμια οικονομία. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, η κύρια αγορά μιας εταιρείας εξακολουθεί να είναι η εγχώρια αγορά της και οι πολιτικές των κυβερνήσεων της χώρας προέλευσης βαρύνούν περισσότερο στις αποφάσεις της εταιρείας απ'ό,τι εκείνες των κυβερνήσεων των χωρών υποδοχής. Επιπλέον, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι οι ξένες αγορές είναι επίσης εθνικές αγορές και ότι οι επιχειρηματικές στρατηγικές πρέπει να προσαρμόζονται στις άλλες εθνικές αγορές και στις πολιτικές των κυβερνήσεων των χωρών υποδοχής. Επιπρόσθετα, η διεθνοποίηση των υπηρεσιών και της παραγωγής λαμβάνούν χώρα πιο συχνά σε περιφερειακή βάση, ιδιαιτερα στην Ευρώπη και στη Βόρεια Αμερική. Και οι πολιτικές και οι οργανισμοί των αναδυόμενων περιφερειακών μπλοκ τείνούν να εκφράζούν τα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα των κυρίαρχων κρατών-μελών τούς.
Μια έξοχη παρουσίαση της κρατικοκεντρικής θέσης αποτελεί το βιβλίο Multinationals and the Myth of Globalization. Αυτή η προσεκτική μελέτη, πού εξετάζει τη συμπεριφορά αμερικανικών, γερμανικών και ιαπωνικών πολυεθνικών σε ένα ευρύ φάσμα βιομηχανικών τομέων και δραστηριοτήτων, αμφισβητεί με επιτυχία το επιχείρημα ότι τεχνολογικές, οικονομικές και άλλες διεθνικές δυνάμεις οδηγούν σε σύγκλιση των κρατικών πολιτικών, των εγχώριων οικονομικών δομών και της συμπεριφοράς της πολυεθνικής επιχείρησης. Αντ'αυτού, οι συγγραφείς διαπιστώνουν ότι η εγχώρια δομή και η οικονομική ιδεολογία της οικονομίας προέλεύσης εξακολουθούν να επηρεάζούν έντονα τις στρατηγικές και τις δραστηριότητες των πολυεθνικών επιχειρήσεων. Καταδεικνύούν πολλές σημαντικές διαφορές μεταξύ των εταιρειών των τριών κυρίαρχων οικονομιών και παρατηρούν ότι αυτές οι διαφορές μπορούν να ερμηνευτούν από εγχώριούς παράγοντες όπως είναι η ιστορική εμπειρία της χώρας, οι διαφορετικές οικονομικές ιδεολογίες, η δομή της οικονομίας και οι εσωτερικοί μηχανισμοί εταιρικής διοίκησης. Αν και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της εταιρείας, όπως είναι ο βιομηχανικός της τομέας και τα χαρακτηριστικά των προϊόντων της, προφανώς επηρεάζούν τη συμπεριφορά της, οι συγγραφείς καταδεικνύούν με πειστικό τρόπο ότι στούς πιο θεμελιώδεις τομείς της επιχειρηματικής στρατηγικής οι εθνικές ρίζες των εταιρειών συνήθως εξακολουθούν να αποτελούν αποφασιστικούς παράγοντες καθορισμού της συματεριφορας τους.
Πολλές βασικές διαφορές στην επιχειρηματική στρατηγική και συμπεριφορά απεικονίζουν εθνικές θεσμικές δομές, οικονομικές πολιτικές και κοινωνικές προτεραιότητες. Οι Ηνωμένες Πολιτείες εχουν την τάση να υιοθετούν μια στάση laissez-faire έναντι των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων εκτός αν μπορεί να στοιχειοθετηθεί με ισχυρά επιχειρήματα η ανάγκη για κυβερνητική παρέμβαση. Η Γερμανία, από την άλλη πλευρά, με την έννοια της «Κοινωνικής Αγοράς» και τον συνεταιρισμό εργαζομένων/διοίκησης έδινε παραδοσιακά μεγαλύτερη έμφαση στις κοινωνικές ευθύνες ή στις ευΘύνες της εταιρείας έναντι της κοινότητας. Η Ιαπωνία έδινε μεγάλη προτεραιότητα στη διατήρηση μιας ισχυρής εγχώριας βιομηχανικής βάσης και στη διαφύλαξη των βασικών στοιχείων του συστήματος της εφ'όρου ζωής απασχόλησης. Οι απορρέουσες διαφορές ως προς τη συμπεριφορά των αμερικανικών, γερμανικών και ιαπωνικών εταιρειών μπορούν να εντοπιστούν σε βασικές πλευρές της επιχειρηματικής συμπεριφοράς, όπως είναι τα πρότύπα των στρατηγικών επενδύσεων, το ενδοεπιχειρησιακό εμπόριο η έρεύνα και η ανάπτύξη, η εταιρική διοίκηση και η μακροπρόθεσμη επιχειρηματική χρηματοδότηση. Οι αμερικανικές εταιρείες είναι πιθανότερο να διεξάγούν βασική έρεύνα και ανάπτύξη σε άλλες χώρες απ'ό,τι οι γερμανικές ή οι ιαπωνικές εταιρείες'είναι επίσης πολύ πιθανότερο να πραγματοποιήσουν επενδύσεις στο εξωτερικό. Οι εθνικές διαφορές απεικονίζονται επίσης στα επίπεδα τον ενδοεπιχειρησιακού εμπορίου. Ενώ οι αμερικανικές εταιρείες χαρακτηρίζονται από μέτριο επίπεδο ενδοεπιχειρησιακού εμπορίου, οι γερμανικές έχούν υψηλότερο επίπεδο και οι ιαπωνικές πολύ υψηλό. Αυτός ο συνοπτικός κατάλογος των εθνικών διαφορών Θα μπορούσε να διευρυνθεί σημαντικά'ωστόσο έχούν σημειωθεί πολλές αλλαγές στις εθνικές παραδόσεις και υπάρχει μια συγκρατημένη τάση προς σύγκλιση όσον αφορά στην επιχειρηματική συμπεριφορά και δομή.
Υποστηρίζοντας ότι το έθνος-κράτος παραμένει ο βασικός παράγοντας στις διεθνείς οικονομικές σχέσεις, οι υπέρμαχοι της κρατικοκεντρικής θέσης ισχυρίζονται ότι οι πολυεθνικές επιχειρήσεις είναι απλώς εθνικές εταιρείες που επιδίδονται σε επιχειρηματικές δραστηριότητες στο εξωτερικό και ότι, με ελάχιστες εξαιρέσεις, αυτές οι εταιρείες εξακολουθούν να είναι βαθιά εδραιωμένες στις εθνικές τούς κοινωνίες. Τα διοικητικά τούς συμβούλια και η εταιρική τούς διοίκηση αποτελούνται κυρίως από υπηκόους της χώρας προέλευσής τούς, ενώ τα ηγετικά στελέχη των επιχειρήσεων φέρούν ευθύνες έναντι των μετόχων ή των συμμετεχόντων οι οποίοι είναι επίσης σε συντριπτικό βαθμό υπήκοοι της χώρας προέλευσής τούς. Αν και η κατάσταση αυτή αλλάζει, ελάχιστες σχετικά εταιρείες έχούν ξένούς υπηκόους ως διευθυντικά στελέχη ή ως μέλη της ανώτατης διοίκησής τούς. Επιπλέον, ο έλεγχος των χρηματοπιστωτικών μέσων της επιχείρησης παραμένει κατά κανόνα στη χώρα προέλεύσης. Τα βασικά στοιχεία της έρεύνας και ανάπτυξης διατηρούνται επίσης στην οικονομία προέλεύσης. Η στρατηγική της εταιρείας επηρεάζεται έντονα από τις πολιτικές της χώρας προέλευσής της και από άλλούς τοπικούς παράγοντες'παρά το γεγονός ότι υπάρχουν ορισμένοι κοινοί παράγοντες, όπως η σπουδαιότητα της εξάντλησης των εξαρτηματων παραγωγής για τη μείωση του κόστους, οι επιχειρηματικές στρατηγικές δεν συγκλίνουν προς ένα κοινό πρότυπο. Και κάθε κυβέρνηση με τον έναν ή τον άλλο τρόπο προάγει τα συμφέροντα των δικών της εθνικών εταιρειών. Συνοπτικά, στην αλλαγή του αιώνα δεν υπάρχουν πραγματικά παγκόσμιες επιχειρήσεις άνευ εθνικότητας και θα χρειαστεί αναμφίβολα να περάσουν κάποιες δεκαετίες προτού να εμφανιστούν τέτοιες εταιρείες, αν δηλαδή εμφανιστούν ποτέ.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι συμμαχίες μεταξύ επιχειρήσεων απέκτησαν μεγάλη σημασία στην οργάνωση και στη λειτουργία των διεθνών επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, ωστόσο μπορεί εύκολα να μεγαλοποιηθεί, και έχει μεγαλοποιηθεί, η σημασία αυτής της εξέλιξης. Οι συμμαχίες μεταξύ επιχειρήσεων διαφορετικών εθνικοτήτων έχούν δημίουργήσει πολύτιμους διεθνικούς δεσμούς, παρ'όλα αυτά οι συμμαχίες επιχειρήσεων είναι διαβόητα ασταθείς. Το 40% περίπου αυτών των συμμαχιών διαρκεί τέσσερα περίπου χρόνια. Η ευπάθεια ή η εγγενής αδυναμία τους έγκειται στο ότι, ενώ οι συμμαχίες επιχειρήσεων μπορούν να παράσχουν συνεργασία σε συγκεκριμένους τομείς όπως είναι η έρεύνα σε μια συγκεκριμένη τεχνολογία ή η συνεργασία σε μια συγκεκριμένη αγορά, οι εταιρείες συχνά συνεχίζούν να ειναι σκληροί αντίπαλοι στούς τομείς που δεν περιλαμβάνονται στη συμφωνία. Κίνητρο για τη σύναψη συμμαχιών είναι η επιθυμία μιας εταιρείας να αυξήσει το μερίδιο αγοράς της'κατά συνέπεια, όταν οι καταστάσεις μεταβάλλονται, μπορεί επίσης να μεταβληθεί το συμφέρον της επιχείρησης που μετέχει στη συμμαχία. Πράγματι, οι συμμαχίες επιχειρήσεων που δεν αφορούν στην εμπορευματοποίηση είναι πιθανότερο να ευοδωθούν απ'ό,τι άλλες συμμαχίες. Γενικά, οι συμμαχίες επιχειρήσεων είναι θέμα ισχύος και συμφέροντος και είναι εξίσού εύθραύστες με τις συμμαχίες μεταξύ κρατών.
Στο βιβλίο τον Τhe Competitίve Advantage of Natίons ο Michael Porter αποδεικνύει ότι η εθνική οικονομία παραμένει η υπερισχύουσα οικονομική οντότητα στην παγκόσμια οικονομία. Στην ανάλυσή τον η έδρα μιας πολυεθνικής εταιρείας είναι ο κύριος παράγοντας που καθορίζει την ανταγωνιστικότητά της. Οι πολυεθνικές είναι και πρέπει να συνεχίσουν να είναι εθνικές εταιρείες, υποστηρίζει ο Porter, επειδή το συγκριτικό τούς πλεονέκτημα δημιουργείται και πρέπει να διατηρηθεί εντός της οικονομίας προέλευσής τούς. Ο Porter υποστηρίζει ότι η παγκόσμια οικονομία είναι οργανωμένη σε συμπλέγματα βιομηχανικής υπεροχής που έχούν ως βάση τούς το κράτος. Η ανταγωνιστικότητα αυτών των εθνικών συμπλεγμάτων, όπως είναι η ισχύς των ιαπωνικών εταιρειών στον τομέα της κατασκευής αντοκινητων ή των αμερικανικών στον τομέα των υπολογιστών, καθορίζεται από τοπικούς παράγοντες και τις εθνικές πολιτικές. Η εθνική εξειδίκεύση, οι ισχυρές εθνικές εταιρείες σε συγκεκριμένες βιομηχανίες και οι διαφορές ως προς τον εθνικό πλούτο μαρτυρούν στο σύνολο τους τη συνεχή σπουδιαότητα των εθνικών οικονομιών.
Αν και οι αμερικανοί πανεπιστημιακοί, τα ηγετικά στελέχη των επιχειρήσεων και οι ιάπωνες σύμβουλοι επιχειρήσεων μπορεί να προπαγανδίζουν την ιδέα της παγκόσμιας επιχείρησης, οι ιαπωνικές επιχειρήσεις και η ιαπωνική κυβέρνηση δεν έχουν βέβαια αποδεχτεί την ιδέα ότι οι επιχειρήσεις έχουν απεκδυθεί την εθνικότητα τους και έχουν καταστεί άνευ εθνικότητας. Η γιγαντιαία εταιρεία παραγωγής ηλεκτρονικών Matsushita είναι και θα είναι πάντα ιαπωνική'καθήκον του ιαπωνικού υπουργείου Διεθνούς Εμπορίου και Επενδύσεων είναι και θα είναι πάντα να προάγει τα συμφέροντα της Matsushita και άλλων ιαπωνικών επιχειρήσεων. Μάλιστα, η ευημερία αυτών των εταιρειών θεωρείται ταυτόσημη με την ευημερία της ιαπωνικής κοινωνίας. Αν και οι Αμερικανοί μπορεί να διακωμωδούν την παρατήρηση του άλλοτε υπουργού Άμυνας Wilson ότι «αυτό που είναι καλό για την General Motors είναι καλό για τη χώρα», οι Ιάπωνες πιστεύουν πραγματικά ότι αυτό που είναι καλό για τη Matsushita ή την Toyota είναι καλό για την Ιαπωνία. Η ιαπωνική κοινωνία θεωρεί τις υπερπόντιες πωλήσεις ιαπωνικώνπροϊόντων και το μερίδιο της αγοράς ιαπωνικώνεπιχειρήσεων πολύ σημαντικά. Ούτε είναι πολύ ελκυστικές οι έννοιες της παγκόσμιας επιχείρησης και της χωρίς αρμούς παγκόσμιας οικονομίας για εκείνους τους Δυτικοευρωπαίους που επιχειρούν να δημιουργήσουν μια ενοποιημένη ευρωπαϊκή οικονομία και ισχυρές ευρωπαϊκές επιχειρήσεις οι οποίες θα ανταγωνιστούν αποτελεσματικά τους ανταγωνιστές τους από τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ιαπωνία.

Επιλογος
Τα κρατικοκεντρικά συγγράματα για την πολυεθνική επιχείρηση υποστηρίζουν οτι η άνοδος και η επιτυχία της στον σύγχρονο κόσμο Θα μπορούσαν να συμβούν μόνο μέσα σε ένα ευνοϊκό διεθνές πολιτικό περιβάλλον. Υποστηρίζουν ότι, παρά τις διάφορες θεωρίες των οικονομολόγων των επιχειρήσεων, η πολυεθνική επιχείρηση δεν μπορεί να ερμηνευτεί μόνο με όρούς δυνάμεων της αγοράς και/ή επιχειρηματικών στρατηγικών. Αν και οι οικονομικοί παράγοντες είναι προφανώς σημαντικοί για την εμφάνιση και την επιτυχία των πολυεθνικών επιχειρήσεων, δεν θα μπορούσαν να υπάρχουν χωρίς ένα ευνοϊκό διεθνές πολιτικό περιβάλλον που θα δημιουργούσε μια κυρίαρχη δύναμη της οποίας τα οικονομικά συμφέροντα και τα συμφέροντα ασφαλείας θα εννοούσαν μια ανοιχτή και φιλελεύθερη διεθνή οικονομία. Όπως η Ραχ Britannica παρείχε ένα ευνοϊκό διεθνές περιβάλλον για την υπερπόντια επέκταση των βρετανικών εταιρειών και επενδυτών στα τέλη τον 19ου αιώνα, έτσι και ο ηγετικός ρόλος που ανέλαβαν οι Αμερικανοί μετά τον Β'Παγκόσμιο Πόλεμο παρείχε ένα παρόμοια ευνοϊκό διεθνές περιβάλλον για την υπερπόντια επέκταση των αμερικανικών και άλλων καπιταλιστικών εταιρειών στη μετά τον Β'Παγκόσμια Πόλεμο εποχή. Τις δεκαετίες του 1980 και του 1990 το συμφέρον των Ηνωμένων Πολιτειών, της Δυτικής Ευρώπης και της Ιαπωνίας ήταν να διατηρήσούν, ακόμη και να ενισχύσουν τις διεθνείς συνθήκες που εννοούσαν τις πολυεθνικές επιχειρήσεις. Οι κρατικοκεντρικοί συγγραφείς πιστεύουν ότι, αν η συναίνεση και η συνεργασία μεταξύ των μεγάλων καπιταλιστικών δυνάμεων έπαύαν να υφίστανται, ο κυρίαρχος ρόλος της πολυεθνικής επιχείρησης στην παγκόσμια οικονομία σταδιακά Θα εξασθενούσε... Οι υποστηρικτές αυτής της θέσης διατείνονται ότι οι εν λόγω εταιρείες συνδέονται στενά και σε τελική ανάλυση εξαρτώνται από τις αντίστοιχες οικονομίες από τις οποίες προέρχονται. Όπως επισήμαναν ο Ρaul Doremus και οι συνάδελφοί τους στο θαυμάσιο βιβλίο τους Τhe Myth of the Global Corporation, κάθε πολυεθνική επιχείρηση είναι ένα χαρακτηριστικό προϊόν της έδρας της και αντανακλά τις κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές της αξίες. Παρά την υπερβολή που περικλείει ο ισχυρισμός ορισμένων ανώτατων στελεχών επιχειρήσεων και συμβούλων επιχειρήσεων ότι οι πολυεθνικές επιχειρήσεις έχουν απεκδυθεί κάθε πολιτική απόχρωση και έχουν καταστεί επιχειρήσεις άνεύ εθνικότητας, οι πολυεθνικές επιχειρήσεις στην πραγματικότητα είναι βαθιά εδραιωμένες και σε μεγάλο βαθμό προϊόν της ιστορίας, της κουλτούρας και των οικονομικών συστημάτων των κοινωνιών από τις οποίες προέρχονται.

Robert Gilpin
Παγκόσμια πολιτική οικονομία
Princeton University Press
Εκδ. Ποιότητα
2002

.~`~.
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική

*
*
*

Ανθρωποποίηση.

Ριζοσπάστες Τέκτονες του 19ου αιώνα, µια επαναστατική παρουσία. Η Ιόνιος Πολιτεία και η «Ανατολική Ομοσπονδία».

$
0
0

.~`~.
Εισαγωγή

Είναι εντυπωσιακά τα στοιχεία µιας έρευνας και µελέτης για τη δράση την εξέχουσα προσωπικότητα και την πατριωτική πορεία που διέγραψε µία οµάδα φωτισµένων πρωτοπόρων κοινωνιστών που ήταν και τέκτονες.
Θα µιλήσουµε για τον κοινωνικό τεκτ. αυτόν δηλ. που ενδιαφέρεται πέραν της ηθικής διάπλασης των µελών του και για κοινωνικούς προβληµατισµούς άρα και για την πολιτική. Εµείς όµως δεν θα πολιτικολογήσουµε, απλά θα εξετάσουµε ιστορικά γεγονότα του 19ου αιώνα που επεκτείνονται έως τις αρχές του 20ου αιώνα.
Θα µιλήσουµε για πολίτες που έκαναν αυστηρή κριτική «στο σύστηµα», που µάχονταν για την ελευθερία, την ισότητα και τα ανθρώπινα δικαιώµατα και οι οποίοι αναζητούσαν ριζικές πολιτικές και κοινωνικές αλλαγές. Αυτοί ήταν οι επονοµαζόµενοι Ριζοσπάστες, καινοτόµοι της εποχής τους ή ακόµη επαναστάτες ενάντια στην καταπίεση της τότε εξουσίας και µερικές φορές αναρχικοί.
Αλλά πώς και από πού προέκυψαν αυτοί οι ριζοσπάστες, χρονικά και τοπικά.
Θα ανατρέξουµε λοιπόν και πάλι στην µεγάλη περίοδο του ανθρώπινου µεγαλείου που ανέτειλε µε τον διαφωτισµό. Εκεί στο τέλος του 18ο αιώνα µε την Γαλλική Επανάσταση, τους πεφωτισµένους διδασκάλους, τις µυστικές εταιρείες και τις κοινωνικές συγκρούσεις. Στους Καρµπονάρους, στους Ιταλούς και Πολωνούς πατριώτες, στους Ρώσους Δεκεµβριστές. Έτσι γεννήθηκαν τα οράµατα που πίστεψαν οι επαναστάτες της Ευρώπης στα µέσα πλέον του 19ου αιώνα και αναγνωρίζονται ως µεγάλες µορφές και σήµερα. Αναφέροµαι στους φιλοσόφους – Γάλλους επαναστάτες αδ. Proudhon, Saint Simon, Ρεκλού, τους Ιταλούς αδ. Mazzini, Buonarotti, Nic. Tomazeo, Cavour και τον ορµητικό πολεµιστή αδ. G. Garibaldi και στη Ρωσία για τους αδ. Bakunin, Κροπότκιν και ίσως τον Λένιν.
Ας εστιάσουµε όµως την προσοχή µας στην ΝΑ περιοχή της Ευρώπης, στην Ιταλία και την Ελλάδα για να προσδιορίσουµε και τον χώρο που µας ενδιαφέρει ειδικότερα.
Όλα τα ιδεολογικά ρεύµατα της εποχής πέρασαν από την Ιταλία στα Ιόνια νησιά και κατόπιν στην Ελλάδα. Και είπα Ιταλία, ορθότερα, την κατακερµατισµένη Ιταλία όπου όλες οι µεγάλες δυνάµεις της εποχής είχαν ιδρύσει µικρά προτεκτοράτα. Εκεί έπνεε το πνεύµα του Risorgimento (της Παλιγγενεσίας) και της ενοποίησης. Το πνεύµα του Μazzini και του Buonarotti που συνδύαζαν ένα ροµαντικό διεθνισµό και ένα τοπικό εθνικισµό, µε ένα φιλελεύθερο πρώιµο σοσιαλισµό. Τα Ιόνια νησιά λόγω της γειτνίασης µε την Ιταλία δέχτηκαν όλες αυτές τις ιδεολογικές επιδράσεις και αφουγκράστηκαν από νωρίς τον επαναστατικό πυρετό.
Αλλά, ας ξετυλίξουµε το κουβάρι της ιστορίας.

α´

Ελλάδα λοιπόν, 27 Σεπτεµβρίου του 1831 και ο χρόνος σταµάτησε µε την δολοφονία του µεγάλου Έλληνα και κυβερνήτη της Ελλάδος, του αδ. Ιωαν. Καποδίστρια. Γεγονός καταστροφικό για το µέλλον της Ελλάδος, που εξ αιτίας του αναγκάστηκε να δεχθεί την δοτή βασιλεία, σε µια εποχή ανασυγκρότησης, που έγινε η αιτία οπισθοδρόµησης και δεινών, στη διάρκεια πολλών ετών.
Ο γνωστός µας υπουργός εξωτερικών του τσάρου, Nesselrode, είπε: «η Ελλάδα θα νοιώσει µε την πάροδο του χρόνου όλο και περισσότερο την απώλεια ενός αναντικατάστατου άνδρα, τον οποίο ο τσάρος είχε περιβάλει µε όλη του την εκτίµηση». Ο Αδ. Καποδίστριας ήταν µόνον 55 ετών.
Κηδεµονία λοιπόν των µεγάλων δυνάµεων µε την καθιέρωση της µοναρχίας του Όθωνα. Μάιος 1832. Πολιτικοί ανταγωνισµοί, διαβρωµένες συνειδήσεις, λαϊκή εξαθλίωση. Επανάσταση του Καλλέργη 9/1843 για την κατάκτηση και τη χορήγηση Συντάγµατος.
Το 1854 αρχίζει ο Κριµαϊκός πόλεµοςΓάλλοι, Άγγλοι και Τούρκοι πολεµούν τους Ρώσους, που ταπεινώνονται.
Οι υπόδουλοι Έλληνες βρίσκουν την ευκαιρία µε την βοήθεια των ελεύθερων Ελλήνων, των εθνικών εταιρειών και εθελοντών, να επαναστατήσουν στη Θεσσαλία, Ήπειρο, Μακεδονία και Κρήτη. Οι Τούρκοι µε την βοήθεια των Μεγ. Δυνάµεων απωθούν τους Έλληνες και καταπνίγουν όλες τις εστίες.
Παράλληλα οι Αγγλογάλλοι στέλνουν στρατό επιτήρησης στον Πειραιά που παραµένει επί 2,5 χρόνια. Ο Όθων και η Ελληνική Κυβέρνηση υποχρεώνονται να αποσύρουν τους Έλληνες αξιωµατικούς. Ο Όθων ήταν οπαδός της Μεγάλης Ιδέας του Κωλέτη, όπως διετυπώθη αυτή στην Εθνοσυνέλευση, του Ιανουάριου 1844. Ο Όθων πάντα ονειρευόταν µία τέτοια ουτοπική εξέλιξη. Λίγο αργότερα, το 1859 άρχισε ο αντιδυναστικός αγώνας ενάντια στην απολυταρχική του διακυβέρνηση.
Ακολουθεί η Ναυπλιακή επανάσταση του 1862.
Ο Όθων υπό την πίεση των Αγγλογάλλων και την γενική δυσαρέσκεια αποφάσισε να παραιτηθεί και να φύγει από την Ελλάδα τον Οκτώβριο του 1862. Ο πολιτικός αναβρασµός εκφράζεται µε κάθε είδους αντίδραση και κοινωνική διαµαρτυρία. Ιδρύονται πολιτικοί σύλλογοι, Ρήγας, Εθνικό φρόνηµα, Ιερός Αγών και η Δηµοκρατική Ανατολική Οµοσπονδία σε πολλές Βαλκανικές χώρες κ.α.
Θα σταθώ µόνο στον σύλλογο Ρήγας Φεραίος. Ο λόγος της ίδρυσής του περιγράφεται στη διακήρυξή του της 10.11.1862, αποσπασµατικά διαβάζω:
«Η επανάστασις δεν ετελείωσε διότι ο σκοπός αυτής τελικός, δεν ήτο η εκθρόνισις του Όθωνος µόνη, αλλά η ανάπλασις της κοινωνίας και η θεµελίωσις της κοινωνίας και η θεµελίωσις νέας πολιτικής τάξεως …αν δεν αναµορφωθή η Ελληνική κοινωνία θα αλλάξωµεν αυθέντην, τον οποίον µας επέβαλον οι ξένοι».
Τα µέλη που είχε ο Σύλλογος ήταν 143. Δεν είναι εύκολο να ανιχνευθούν πόσοι τεκτ. συµµετείχαν εκτός από τους αδ. Ν. Σαρίπολο, Αλεξ. Πραίδη (ο οποίος κατατάχθηκε στους γαριβαλδινούς που πήγαν στην Iταλία ως εθελοντές για να πολεμήσουν εναντίον των αυστριακών στρατευμάτων κατοχής), Γεωργ. Ζαβιτσιάνο, Θεοδ. Φλογαΐτης. Επίσης τον µετέπειτα πρωθυπουργό αδ. Επαµ. Δεληγιώργη, ως νέο και φέρελπι πολιτικό, που συµπορευόταν µε τις αρχές του Ρήγα.
Μία από τις ανοικτές πολιτικές πράξεις του Ρήγα ήταν η υποστήριξη της εκλογής του πρίγκηπα Αλφρέδου της Αγγλίας ως νέου βασιλέως των Ελλήνων. Μετά το δηµοψήφισµα ο Αλφρέδος συγκέντρωσε 240.000 ψήφους έναντι 14.000 όλων των άλλων υποψηφίων!
Η πρόταση του Ρήγα ήταν… «αν δεν γινόταν δεκτός ο Αλφρέδος, τότε… Κάτω ο Θρόνος, παρά να πέσει η Ελλάς ας πέση η Μοναρχία».
Το δίληµµα ήταν Αλφρέδος ή Δηµοκρατία.
Ο σύλλογος αυτός ήταν βραχύβιος και διαλύθηκε µετά από µερικούς µήνες.
Τι γινόταν όµως στην Ιόνιο Πολιτεία, η οποία γνώρισε επίσης πολλούς κυριάρχους (Ενετούς, Γάλλους, Ρώσους και Άγγλους);
Τα πράγµατα είχαν µιαν άλλη τροπή. Η επικυριαρχία δεν ήταν στυγνή. Υπήρξε παράλληλα θετική επίδραση µιας ανώτερης παιδείας και καλλιέργειας, µουσικής και τεχνών, κουλτούρας µε µια λέξη, που διέφερε ουσιαστικά συγκρινόµενη µε εκείνη της Οθωµανικής βαρβαρότητας.
Οι Επτανήσιοι, είχαν την ευκαιρία της εύκολης µετακίνησης προς τα Ιταλικά Πανεπιστήµια όπου και σπούδασαν, έγιναν κοινωνοί των νέων ρευµάτων και ιδεών. Ειδικότερα η διακυβέρνηση των Άγγλων µετά την ήττα των Γάλλων του Ναπολέοντα, σύµφωνα µε τη Συνθήκη των Παρισίων, ήταν µακροχρόνια, κράτησε από το 1815 έως το 1864.
Ο πρώτος κυβερνήτης των Ενωµένων Πολιτειών των Ιονίων Νησιών, Maitland µε την σκληρή, ανελεύθερη και αυταρχική διακυβέρνηση, εκτός των άλλων ήταν και φιλότουρκος, διακήρυττε την ουδετερότητα των Ιονίων, αλλά υποδεχόταν τα Τουρκικά πλοία και τα ανεφοδίαζε. Κάθε κίνηση κατά των Οθωµανών τιµωρείτο σκληρά µε εξορίες, φυλακίσεις, βασανιστήρια.
Μετά το 1822 άλλαξε κάπως η εξωτερική πολιτική της Αγγλίας µε τον φιλέλληνα αδ. Γεώργιο Canning. Φωτεινή εξαίρεση ήταν η ίδρυση της Ιονίου Ακαδηµίας το 1824 δηλ. του πρώτου Πανεπιστηµίου στον Ελλαδικό χώρο. Από το 1830 εµφανίζονται οι πρώτες µαχητικές φιλελεύθερες κινήσεις εναντίον των Άγγλων και σκέψεις για την Ένωση. Μεταξύ άλλων πρωτοστατούν ο αδ. Φρ. Πυλαρινόςµε τον Γερ. Λιβαδά ιδεολογικό αρχηγό της αγροτιάς. κ.α. Η διακυβέρνηση της Επτανήσου σε όλη τη διάρκεια της Αγγλικής «προστασίας» παρουσίασε αυξοµειώσεις σκληρότητας και φιλελευθερισµού.
Ξεχώρισε η αρµοστεία του αντιστράτηγου – λόρδου John Colborne, Baron of Seaton, Κυβερνήτη (1842-1849) µια ξεχωριστή προσωπικότητα, φιλελεύθερη και προοδευτική. Αυτός αναδιοργάνωσε το εκπαιδευτικό σύστηµα, επέτρεψε την ίδρυση λεσχών, ιδιωτικών τυπογραφείων, την ελευθερία του τύπου, την εκλογή Δηµοτικών Συµβουλίων και έλαβε πολλά άλλα θετικά οικονοµικά και διοικητικά µέτρα. Ο διάδοχός του Henri Ward, ήταν ένας αντιδραστικός κυβερνήτης που χάλασε το λαµπρό έργο του Bαρώνου Seaton. Να τι έγραφε ένας από τους εξορισµένους ηγέτες, ο ριζοσπάστης Ηλ. Ζερβός Ιακωβάτος«Πολυχρόνιος, πολυβάσανος και πολυστένακτος, η επί των Αντικυθήρων αιχµαλωσία µου». Η τακτική αυτή των Άγγλων, δεν άργησε να φέρει τις αντιδράσεις των Επτανησίων.
Η δεκαετία του 1850 ήταν πολύ κρίσιµη γιατί τότε συνέβησαν πολλά φιλελεύθερα κινήµατα, ιδίως στη γειτονική Ιταλία. Πολλοί πολιτικοί Ιταλοί φυγάδες βρήκαν καταφύγιο στα Ιόνια νησιά. Έτσι ξεκίνησε µία ζύµωση και επιρροή.
‘Όπως ήταν επόµενο οι επτανήσιοι πολιτικοί άνδρες υιοθέτησαν τις διάφορες επιρροές αλλά και τα τοπικά ρεύµατα που µορφοποίησαν τις πολιτικές οµάδες τους. Ιστορικά η πολιτική κίνηση αυτής της εποχής ονοµάστηκε όπως προαναφέρθηκε Επτανησιακός Ριζοσπαστισµός κυρίως ενάντια στην Αγγλοκρατία, (περίοδο 1847 – 1864, προεκτεινόµενο µπρος πίσω µερικά χρόνια).

β´

Στην Ελλάδα την εποχή εκείνη (1855) ο αστικός πληθυσµός ήταν µόλις 8% και ο αγροτικός 70%. Το 75% των καλλιεργησίµων κτηµάτων ανήκαν σε µεγάλα τσιφλίκια. Ας µην ξεχνάµε ότι οι πρώην κοτζαµπάσηδες έχουν καταλάβει πάλι καίριες θέσεις στο νεοσύστατο κρατικό µηχανισµό.
Μια πιο βαθειά εξέταση και µελέτη µάς φανερώνει ότι εµφανίζονται κάτω από τον γενικό όρο Ριζοσπάστες (Radical) τουλάχιστον τρία βασικά κινήµατα – τάσεις.
Το πρώτο ήταν το µεταρρυθµιστικό, µετριοπαθές εθνικό, που ζητούσε αλλαγές στην διοίκηση και ένωση µε την Ελλάδα. Εκεί συναντάµε την ηγετική µορφή του αδ. Πέτρου Βράιλα Αρµένηενός φωτισµένου Κερκυραίου πατριώτη, φιλοσόφου και λογίου, επίσης του αδ. Ανδρέα Μουστοξύδη, σπουδαίου ιστορικού και λογίου, ακαδηµαϊκού στην Γαλλία και το Μόναχο, πολέµιου της Αγγλικής κατοχής και αργότερα υπέρµαχου της Ένωσης, τον αδ. Στέφανου Παδοβά, νοµικού, εισαγγελέως, βουλευτή και Πρόεδρου της Ιονίου Βουλής, του αδ. Ιωαν. Πετριτσόπουλου ποιητή και λόγιου, συνεκδότη της εφηµερίδας Πατρίς και βουλευτή του ο Αντ. Δάνδολουαξιωµατικού του Γαλλικού στρατού, βουλευτή, ηγετικού µέλους των Ριζοσπαστών, Βουλευτή του αδ. Σωκράτη Κουρή Βουλευτή κ.α.
Το δεύτερο ήταν οι καθαροί ριζοσπάστες, µαχητικοί κοινωνιστές (πρόδροµοι σοσιαλιστικοί) που απαιτούσαν ελευθερία, ισότητα και αδελφοσύνη, αλλά και την ένωση µε την Ελλάδα. Το κίνηµα αυτό είχε εδραιωθεί κυρίως στην Κεφαλονιά και Ζάκυνθο. Παραθέτουμε ένα µικρό απόσπασµα από το ψήφισµα της Ιονίου Βουλής του 1850 που επεδόθη στους Άγγλους.
Εδώ δεν µπόρεσα να επισηµάνω ονόµατα τεκτόνων παρότι υπήρξαν µεγάλες πατριωτικές ηγετικές µορφές, όπως του Ιωσήφ Μοµφεράτου, του Παν. Πανά, Ηλ. Ιακωβάτου, Ι. Τυπάλδου, µε εξαίρεση του αδ. Φρ. Δοµενεγκίνη. Επίγονοι όµως του κόµµατος αυτού και µεγάλες επαναστατικές προσωπικότητες υπήρξαν οι τέκτονες, Φρ. Πυλαρινός, ο Ρόκκος Χοϊδάς, Πλ. Δρακούλης, ο Θεοδ. Φλογαίτης, Τιµ. Φιλήµων και Γεώργιος Φιλάρετος χωρίς να παραλείψω τον πρώτο Μεγ. Διδ. Νικόλαο Δαµασκηνό της Μεγ. Αν. της Ελλάδος που θα αναφερθώ παρακάτω.
Μας µένει όµως και το τρίτο ανεξάρτητο κόµµα που αποκαλούνταν Προστασιανό ή Καταχθόνιο, διότι θεωρείτο Αγγλόδουλο και εξυπηρετούσε τις προσωπικές φιλοδοξίες των οπαδών και τις απολαβές από την συνεργασία του µε τους προστάτες Άγγλους. Αυτό το ύποπτο και προδοτικό κόµµα ήταν βεβαίως και ο στόχος των άλλων δύο που µόλις σας ανέφερα.
Το 1858 επήλθε µια διάσπαση των ριζοσπαστών λόγω της φυλάκισης και εξορίας των ηγετών της (Μοµφεράτος – Ιακωβάτος) που έφερε εξασθένηση και αντιπαραθέσεις µεταξύ των παλαιών αληθών και νέων ενωτικών µελών (Κ. Λοµβάρδου).
Όλος ο ιδεολογικός αγώνας γινόταν εκτός από την φυσική παρουσία των ηγετών, στα τοπικά διοικητικά όργανα, µέσω της ελευθεροτυπίας και των εφηµερίδων της εποχής. Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα πύρινα, επαναστατικά άρθρα εναντίον των Άγγλων κυρίως, αλλά και µεταξύ των διαφόρων κοµµάτων.
Σας αναφέρω τις πιο γνωστές εφηµερίδες της εποχής, o Φιλελεύθερος, ο Ρήγας, η Αναγέννησις, η Αλήθεια, ο Εργάτης των ριζοσπαστών, ο Φίλος του Λαού των Προστασιανών, ο Φιλαλήθης, η Πατρίς, το Μέλλον, η Ένωσις των Μεταρρυθµιστών. Στα έντυπα αυτά µπορεί κανείς να διαβάσει κείµενα των αδ. τεκτόνων της εποχής, θα προσθέσω και το σπουδαίο περιοδικό της εποχής «Νέος Ελληνοµνήµων» µε πλούσια ύλη, που από το 1843 εκδόθηκαν 21 τόµοι από τον αδ. Ανδρέα Μουστοξύδη και αργότερα από τον αδ. Σπ. Λάµπρου.
Το φθινόπωρο του 1860 στην Αθήνα ιδρύθηκε κοµιτάτο µε σκοπό την προώθηση των προοδευτικών δηµοκρατικών και φιλελεύθερων ιδεών, την συµµετοχή στον αντιβασιλικό αγώνα αλλά και την αποστολή Εθελοντών αγωνιστών στο πλευρό του Γαριβάλδη και του Μazzini, για την Ιταλική ενοποίηση ενάντια στην Αυστριακή παρουσία.
Ηγετική µορφή στο κοµιτάτο αυτό ήταν ο Κεφαλλονίτης καθηγητής της Φιλοσοφίας (Παν. Αθηνών) αδ. Φραγκίσκος Πυλαρινός. Ο οποίος αφού εξορίστηκε από τα Επτάνησα εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και δηµοσιογραφούσε εναντίον των Άγγλων οι οποίοι πέτυχαν να φυλακισθεί στο Παλαµήδι του Ναυπλίου! Αλλά και από το Πανεπιστήµιο τον απέλυαν για τις ανατρεπτικές του ιδέες.
Άλλος προοδευτικός ασυµβίβαστος Ιθακήσιος, αδ. τέκτων ήταν ο Πλάτων Δρακούλης, νοµικός και κοινωνιολόγος. Δηµοσιογραφούσε στην φιλελεύθερη εφηµερίδα του αδ. µας Τιµολέοντος Φιλήµονα, Αιών και στην σοσιαλιστική εφηµερίδα και περιοδικό Άρδην.
Έτσι πίστευε πως έπρεπε να αλλάξει το κοινωνικό οικοδόµηµα «εκ θεµελίων». Εκλέχτηκε βουλευτής και συνέγραψε πολύ αξιόλογες σοσιαλιστικές πρωτοπόρες µελέτες, βιβλία και άρθρα σε περιοδικά (όπως το Εγχειρίδιον του Εργάτη, την Έρευνα και το φιλοσοφικό Φως εκ των Ένδον).
Στην Κων/πολη αρχίζουν να δηµιουργούνται σύλλογοι, λέσχες και πολιτιστικές οργανώσεις µεταξύ πολλών ξεχωρίζει ο Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κων/πόλεως που θα πρωτοστατήσει σε επαναστατικές ενέργειες.
Και φτάνουµε στην έξοδο του Όθωνα 1863. και στην εγκατάσταση του προεπιλεγµένου από τους Άγγλους Γεωργίου του Α’ ως νέου Βασιλέως των Ελλήνων το 1864 µε προίκα τα Ιόνια νησιά. Θα αναρωτηθείτε τί έγινε ο εκλεγµένος του δηµοψηφίσµατος Αλφρέδος. Τίποτα, αγνοήθηκε, διότι θα συναντούσε την άρνηση της Ρωσίας κι έτσι η Αγγλική διπλωµατία βρήκε εναλλακτικά τον πιο ουδέτερο αλλά οπωσδήποτε ανήκοντα στη σφαίρα της Αγγλικής επιρροής Δανό ανήλικο πρίγκιπα Γεώργιο.
Τον Σεπτέµβριο του 1863 έχουµε την ψήφιση της Ένωσης, στην Ιόνια Βουλή από τους Μεταρρυθµιστές, Νέους Ριζοσπάστες Ενωτιστές του Λοµβάρδου και τους Καταχθόνιους, ενώ οι γνήσιοι παλιοί Ριζοσπάστες του Ιακωβάτου και Μοµφεράτου απείχαν! Τον Μάιο του 1864 πραγµατοποιήθηκε η Ένωσις µε την Ελλάδα. Ο συνολικός πληθυσµός της Ελλάδας αυξάνεται µε τις 360.000 επτανησίων στο 1.460.000. Οι Επτανήσιοι βουλευτές θα συµµετέχουν πλέον ισότιµα στην Ελληνική Βουλή.
Έτσι το ανήσυχο αλλά ώριµο πνεύµα της Επτανήσου θα µεταπηδήσει στην Αθήνα και θα φέρει δυναµικά την εγκαθίδρυση ενός γνήσιου δηµοκρατικού κοινοβουλευτισµού, ενάντια στα παλαιά πολιτικά κοµµατικά πλαίσια, τουλάχιστον για µια περίοδο έως το τέλος του 19ου αιώνα.
Η ένωση τόνωσε το εθνικό αίσθηµα και ανύψωσε την Μεγάλη Ιδέα και όλες οι µικρότερες πολιτικές παραλλαγές και φούγκες οι οποίες απετέλεσαν τον κυρίαρχο πυρήνα ενός ιδεολογικού οράµατος του Ελληνισµού (δηλ. την απελευθέρωση όλων των ελληνικών εδαφών και πληθυσµών και την εθνική ενοποίηση).

γ´

Εν τω µεταξύ στη Βαλκανική υπάρχουν µεγάλες αλλαγές, όπως η ένωση Βλαχίας µε την Μολδαβία (1859) και η δηµιουργία της Ρουµανίας, η εµφάνιση της κίνησης του πανσλαβισµού µε την νέα εξωτερική πολιτική της Ρωσίας που αργότερα ενδυναµώνει την εθνική υπόσταση της Βουλγαρίας µε την ίδρυση της εκκλησιαστικής Εξαρχίας του 1870 και την συνθήκη του Αγ. Στέφανου 1878. Και δεν θα παραλείψω τον πανγερµανισµό του Μπίσµαρκ το 1867 και την υπαγωγή της Βοσνίας Ερζεγοβίνης στην σφαίρα επιρροής της Αυστροουγγαρίας.
Συνεχίζοντας την έρευνά µου, διαπίστωσα µε έκπληξη ότι πολλοί από τους προαναφερόµενους Ριζοσπάστες στην Αθήνα εµφανίζονται να συµµετέχουν από τα 1875 σε έναν άλλο νεώτερο πολιτικό Σύλλογο Ρήγα, µε 400 µέλη περίπου.
Ως πρόεδρος το 1877, αναφέρεται ο αδ. της Στ. Πυθαγόρας, Αναστάσιος Στούπης, νοµικός, υφηγητής Πανεπιστηµίου, αρεοπαγίτης. Δύο χρόνια µετά πρόεδρος ο αδ. Αλεξ. Ολύµπιος, δικηγόρος. Ως µέλος ο αδ. Θεοδ. Κολοκοτρώνης –εγγονός, (Φαλέζ ψευδώνυµο της δηµοσιογραφίας) βουλευτής, ο αδ. Αριστ. Ρούκης δηµοσιογράφος και Βουλευτής το 1872, που συνελήφθη το 1879 για τις ιδέες του. Παράλληλα εκδίδουν και την οµώνυµη εφηµερίδα Ρήγας, όπου δηµοσιεύονταν πύρινα άρθρα, Δ/της εφηµερ. ο Αδ. Γεράσιµος Λυκιαρδόπουλος ο αρχισυντάκτης του Αιώνα. Κάτω από τον τίτλο Ρήγας, υπήρχε επεξήγησις «Εφηµερίς των Αρχών Ανατολικής Οµοσπονδίας»!
Σκοπός ίδρυσης η πλήρης πολιτική ελευθερία, η εναντίωσις απέναντι στην φαυλοκρατία και συναλλαγή, η αδελφοποίησις των λαών της Ανατολής υπό την µορφή της Ανατολικής Οµοσπονδίας. Πάλι εµφανίζεται το όραµα του Ρήγα που όµως στη διάρκεια τόσων δεκαετιών γίνεται ένα ελαστικό σύµβολο. Όπως σε πολλά δηµοσιεύµατα ο Σύλλογος µιλά για την αναγκαιότητα αποτροπής του πανσλαβισµού. Τεκτονικά στελέχη του Ρήγα συµµετέχουν και σε άλλες µυστικές οργανώσεις, όπως το Κοµιτάτο της Εθνικής Σωτηρίας και ο Εθνικός Δεσµός. Ο Σύλλογος Ρήγας φαίνεται ότι σταµάτησε τη δράση του το 1880. Σχετικά ο αδ. Αριστ. Ρούκης αναπολεί και γράφει σε άλλο έντυπο της εποχής «επί των ηµερών του µακαρίτου Ρήγα».
Επισηµαίνω τη χρήση του ονόµατος ΡΗΓΑΣ και τη διαπίστωση της έκδοσης και κυκλοφορίας ενός περιοδικού στην Τεργέστη του 1844 και τεσσάρων εφηµερίδων µε τον τίτλο Ρήγας στη Ζάκυνθο 1851, στην Κέρκυρα 1871, στην Αθήνα 1876 και στο Βόλο 1885! Νοµίζω ότι αξίζουν λίγα λόγια για τους αδ. µέλη του Ρήγα.
Μια µεγάλη µορφή φιλελεύθερου αγωνιστή και µέλους του Ρήγα, ήταν αυτή του τέκτονα Γεώργιου Φιλάρετου, διδάκτορος νοµικού και δηµοσιογράφου, µε διεθνή παρουσία στα νοµικά θέµατα. Το 1880 συνεργάστηκε κατόπιν προσκλήσεώς του από τον Μεγ. Διδ. Νικ. Δαµασκηνό καθηγητή της Νοµικής σχολής! Ο Γ. Φιλάρετος είχε πει τότε πως η συνεργασία του αυτή «ήταν το καλύτερον διδασκαλείον Δικηγορίας» και συµπληρώνω την ιδεολογική ταύτιση των δύο ανδρών. Ο Φιλάρετος ασχολήθηκε µε την δηµοσιογραφία και εξέδωσε την αντιβασιλική εφηµερίδα Ριζοσπάστης 1908-10. Εξελέγη βουλευτής και υπουργός Δικαιοσύνης και αριστίνδην Γερουσιαστής. Ήταν συνεργάτης του Ελ. Βενιζέλου.
Μία ακόµη κορυφαία πρωτοπόρα υπερήφανη τεκτονική παρουσία ήταν εκείνη του αντιεισαγγελέα του αδ. Ρόκκου Χοϊδά . Η ζωή του ήταν µια περιπέτεια γεµάτη αγώνες. Εξελέγη πολλές φορές Βουλευτής. Ο Χοϊδάς και ο Τιµ. Φιλήµων είχαν προσφέρει την Βουλευτική τους αποζηµίωση υπέρ της Εθνικής Άµυνας και τις ανάγκες του απελευθερωτικού αγώνα των υποδούλων αδελφών. Σε κάποια περίπτωση για να υπερασπιστεί άγνωστους διαδηλωτές έξω από τη Βουλή παρενέβη για να τους προστατέψει και τάβαλε µε τον συνταγµατάρχη και βουλευτή Δ. Στάικο, µε τελικό αποτέλεσµα να τραυµατιστεί σοβαρά σε µονοµαχία τιµής! Λίγο αργότερα 1888 φυλακίστηκε µε τριετή ποινή, για ένα εµπρηστικό άρθρο στο περιοδικό Ραµπαγά, εναντίον του βασιλέως Γεωργίου και του διαδόχου Κων/νου. Οι συνθήκες κράτησης του στις φυλακές Χαλκίδος, ήταν άθλιες. Η υγεία του ήταν κλονισµένη, όµως δεν καταδέχτηκε να υποβάλει αίτηση χάριτος. Έτσι δυστυχώς κατέληξε άδοξα µια φλογερή ψυχή!
‘Όµως ο λόγος που έχει καταγραφεί στα πρακτικά µιας συνεδριάσεως του Ρήγα, τον κάνει να ζει ακόµη: Ο πατήρ των ιδεών µας, ο εθνοµάρτυρας Ρήγας, όταν εκήρυττε την Ελλάδα µεγάλην από του Ίστρου µέχρι του Ταινάρου και αδελφήν των αναξιοπαθούντων λαών της Ανατολής, µεθ’ ων ήννόει να την συνδέση εν δηµοκρατική οµοσπονδία, δεν εφαντάζετο ότι θα έλθη εποχή αθλία, αδόξου εκστρατείας µέχρι Δοµοκού και πετσωµατικής δυναστείας εξοπλίσεως...
Πρέπει να αναφερθώ όµως και στην προσωπικότητα του αδ. Τιµ. Φιλήµονα γιου του µεγάλου Ιστορικού του 1821, Ιωάννη, νοµικού και δηµοσιογράφου, βουλευτή και δηµάρχου Αθηναίων το 1888. Ιδρυτού της Βιβλιοθήκης της Βουλής και της Ιστορικής Εθνολογικής Εταιρίας (Παλ. Βουλή). Μιας φιλελεύθερης πατριωτικής παρουσίας. Οι αδ. µας Χοϊδάς, Φιλήµων και ο Φιλάρετος µαζί µε κάποιους άλλους συνέστησαν το 1882 το πρώτο Δηµοκρατικό Κόµµα στην Ελλάδα.
Όταν ξεκίνησα την έρευνά µου δεν φαντάστηκα ότι θα οδηγούµην στην µυθιστορηµατική υπόθεση του διαδόχου Πρίγκηπα Μουράτ Ε’.
Όντως µέσα από την συνύπαρξη και συναντίληψη στις τεκτ. στοές της Κωνστ/πολης, Union d’ Orient (1858), Etoile de Bosphore (1856), Oriental Lodge µε τον αδ. Κλεάνθη Σκαλιέρη, Στεφ. Σκουλούδηκαι αρκετούς άλλους Έλληνες, Οθωµανούς, Γάλλους και Άγγλους τέκτονες άρχισε να συζητείται η υλοποίηση και δηµιουργία ενός ισότιµου φιλελεύθερου κράτους των λαών της Ανατολής.
Υψηλά ιστάµενοι φιλελεύθεροι και ριζοσπάστες Τούρκοι αξιωµατούχοι και Έλληνες µύησαν τον πρίγκηπα Μουράτ Ε΄ το 1872.
Στις 17.5.1876 καθαιρείται ο Σουλτάνος Αbdul Aziz και ανακηρύσσεται Σουλτάνος ο Μουράτ ο Ε’. Αρχίζει άµεσα µία διοικητική µεταρρύθµισης και νέο Σύνταγµα. Δηµιουργείται το πρώτο Οθωµανικό κοινοβούλιο.
Ο Μουράτ επικοινωνεί µε τον αδ. Επαµ. Δεληγιώργη για συνεργασία των δύο λαών. Εν τω µεταξύ αυτοκτονεί ο καθαιρεθείς Αbdul Aziz. Η αρχική ηρεµία χαλά και µετά από τρεις µήνες (19.8.1876) ο Μουράτ καθαιρείται και περιορίζεται ως φρενοβλαβής στο παλάτι Τζιραγάν. Ανέρχεται στον θρόνο ο Αβδούλ Χαµίτ (1876-1909). Αναστέλλονται όλες οι Συνταγµατικές παραχωρήσεις της Τανζιµάτ (Μεταρρύθµισης). Εξορίζεται ο φιλοευρωπαϊστής αδ. Μιδάτ Πασάς, η σχεδιαζόµενη προσέγγιση Ελλήνων και Οθωµανών ναυαγεί. Οι Έλληνες και Τούρκοι φίλοι του Μουράτ προσπαθούν να βοηθήσουν και να τον απελευθερώσουν, (4/1877). Δυστυχώς αποτυγχάνουν και συλλαµβάνονται.
Ο Κλ. Σκαλιέρης µε την βοήθεια φίλων του κρύβεται και διαφεύγει στην Ελλάδα τον Αύγουστο το 1878. Έτσι έληξε κι αυτή η ευκαιρία ειρηνικής υλοποίησης του σχεδίου της Ανατολικής ιδέας. Αλλά η ιστορία της Ανατολικής Οµοσπονδίας δεν τελειώνει εδώ.
Τριάντα χρόνια µετά την υπόθεση του Μουράτ, έχουµε την επανάσταση των Νεοτούρκων 8/1908 οι πρωτεργάτες Τούρκοι αξιωµατικοί τεκτ. Ταλάατ Πασάς, Εµβέρ Μπέης, Σεµπαχεδδίν Πρίγκηψ, Ισµαήλ Κεµάλ, Σαδίκ πασάς, προσπαθούν να ανατρέψουν του Σουλτάνο Αβδούλ Χαµίτ και ζητούν την εφαρµοστή του Συντάγµατος του 1876. Όλη η Οθωµανική αυτοκρατορία πάλλεται από ενθουσιασµό και από την τεκτονική τριλογία Ελευθερία, Ισότης, Αδελφότης συµπληρωµένο από το σλόγκαν «Η σωτηρία βρίσκεται στη Γνώση». Όλοι οι λαοί ανεξαιρέτως ξέχασαν ό,τι τους χώριζε.
Από την ελληνική πλευρά έχουµε τους νεότερους θιασώτες της Ανατολικής ιδέας (1908 – 1912) µε κύριους εκπροσώπους τους ιδρυτές της Οργάνωσης Κωνς/πόλεως Ίωνα Δραγούµη και Αθαν. Σουλιώτη Νικολαΐδη, αλλά και τους Στεφ. Σκουλούδη, τον γιό του Κλ. Σκαλιέρη Γεώργιο και πολλούς παλαιούς αδ. όπως τον Αλεξ. Ολύµπιο, τον Αθαν. Βρυζάκη, τον Γ. Θεοτόκη, τον Ν. Καζάζηαλλά και σύσσωµο το πλήρωµα της Στ. Αρµονία κ.α.
Ο τεκτ. αδ. του πρίγκηπα Σεµπαχεδίν, Φασλή Μπέης θα µιλήσει το καλοκαίρι του 1908 στη Στοά Υψηλάντης για την δηµιουργία ενός Ανατολικού Οµόσπονδου κράτους, βασισµένου στις τεκτονικές αρχές και την συνεργασία των Ελλήνων και Οθωµανών τεκτόνων, µε τους Φιλελεύθερους.
Δυστυχώς η στάση του Κοµιτάτου, Ένωσις και Πρόοδος, των Νεοτούρκων γρήγορα εµφανίζει µια καθαρά εθνικιστική µιλιταριστική αντίληψη, διαφωνεί µε το άλλο παρακλάδι των Φιλελευθέρων του Σεµπαχεδίν και πλέον χάνεται κάθε ελπίδα συνεννόησης µε τους Έλληνες και τους άλλους υπηκόους της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας (Αρµενίους, Αλβανούς, Σλάβους – Σέρβους, Μαυροβούνιους, Ρωµούνους και άλλες µικρότερες οµάδες).
Σηµειώνω µια τελευταία αναλαµπή όπου θα συναντήσουµε την πρότυπο ιδέα του Ρήγα να αναβιώνει σε νέα σχήµατα συνεργασίας ως Σύµφωνο Βαλκανικής Συνεννόησης το 1930 µε κύριους υποστηρικτές τους αδ. αδ. Ελ. Βενιζέλο και Αλεξ. Παπαναστασίου και Μουσταφά Κεµάλ, όπως επίσης η τελευταία ειρηνική αναλαµπή της Βαλκανικής Εntente του 1934 µεταξύ Ρουµανίας, Γιουγκοσλαβίας, Τουρκίας και Ελλάδος.
Χρονικά η προσπάθειά αυτή συµπίπτει µε την επικράτηση του φασισµού. Η πολιτική περιπέτεια της Ευρώπης στη διάρκεια του 20ου αιώνα µε τους δύο παγκόσµιους πολέµους και τους πολλούς -ισµους κατέληξε να υιοθετήσει ως πολιτισµική της ταυτότητα τον φιλελευθερισµό και τον σοσιαλισµό, σε συνδυασµό µε τις αρχές της δηµοκρατίας, της ισότητας και της αδελφότητας των λαών.

.~`~.
Επίλογος

Το συµπέρασµα από αυτό το µικρό οδοιπορικό είναι η διαπίστωση ότι υπήρξαν πολλοί πρωτοπόροι τέκτονες και πρωτεργάτες, ενεργοί και ανήσυχοι πατριώτες, αγωνιστές που έβλεπαν και µάχονταν την κοινωνική αδικία. Που διώχτηκαν και υπέφεραν για τις ιδέες και τους αγώνες τους. Που ζήσανε και αγωνιστήκανε υιοθετώντας τα ίδια δύσκολα άπιαστα όνειρα του Ρήγα Φεραίου, της Μεγ. Ιδέας, της Βαλκανικής Ανατολικής Οµοσπονδίας, της Μεγ. Ελλάδας του αδ. Ελευθ. Βενιζέλου.
Ας βοηθήσουµε αλλήλους ενωµένοι ψυχικά και πνευµατικά και γιατί όχι και υλικά, έχουµε πολλά που µας ενώνουν και λίγα που µας χωρίζουν. Οι δρόµοι είναι ανοικτοί µας περιµένουν, υπάρχει ακόµη ο Πυθαγόρας, ο Ρήγας Φεραίος, ο Υψηλάντης...

Αλέξανδρος Στεφανίδης



ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Κείμενα για τον Επτανησιακό Ριζοσπαστισμό . Γ. Αλισανδράτος.
Η Ελλάδα του Γεωργίου Α' . Μιχ. Ε. Σακελλαρίου.
Το Πρότυπο Βασίλειο και η Μεγάλη ιδέα. Έλλη Σκοπετέα.
Η Μεγάλη Ιδέα. Εduard Driault
Η Ελληνική Πολιτική και Κοινωνική Ιστορία 1821-1940. Π. Πετρίδης.
Η Ιταλική Ενοποίηση και η Μεγάλη Ιδέα. Αντ. Λιάκος.
Η Ελλάδα και το Ανατολικό ζήτημα 1875-1881. Ευαγ. Κωφός.
Η Επανάσταση του 1878. Μιλτ. Σεΐζάνης.
Ρόκκος Χοϊδάς. Σπ. Λουκάτος
Παναγιώτης Πανάς. (Ένας Ριζοσπάστης ρομαντικός) Ερασμία Σταυροπούλου.
Φιλελευθερισμός Σοσιαλισμός και Εθνικισμός στη Νεότερη Ευρώπη. Ι. Δημάκης.
Συμβολή στην Έρευνα της Ελληνικής Πολιτικής Ζωής στο 19"αιώνα. Χαρ. Κοριζής.
Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας. Νικ. Σβορώνος
Διον. Ρώμας και η Ελληνική Εθνεγερσία . Ντ. Κονόμος.
Τα Ελληνικά Πολιτικά Κόμματα. Γρ. Δαφνή.
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους . Εκδ. Αθηνών.
Ιστορία της Ελλάδος. Ασπρέα.
Οι Φιλελεύθεροι στην Επανάσταση του 1862. Αντ. Λιάκος.
Η διάθλαση των επαναστατικών ιδεών 1830-1850. Αντ. Λιάκος
Λεύκωμα Σ. Στ. Πυθαγόρας 1881-1931. 50ετηρίς.
Αφιέρωμα στην Επτάνησο Εφημ. Καθημερινή 7 Ημέρες.

.~`~.
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική

*
*
*
*

`~. Ανθρωποποίηση.

Viewing all 1482 articles
Browse latest View live