Quantcast
Channel: Κοσμοϊδιογλωσσία
Viewing all articles
Browse latest Browse all 1483

Fukuyama και Huntington (Barnett, Schmitt, Kojeve, Strauss, Spengler) και εισαγωγή στον αναστοχασμό των ιδεολογιών.

$
0
0
.
.~`~.
I
Fukuyama και Huntington
(Barnett, Schmitt, Kojeve, Strauss, Spengler)

α´
Αρχαίοι ιστορικοί αναφέρουν ότι μετά την καταστροφή της Καρχηδόνας, ο Σκιπίων Αφρικανός ο Νεώτερος δάκρυσε αντικρίζοντας το τέλος των εχθρών του, γιατί θυμήθηκε τον ομηρικό στίχο «Ἔσσεται ἧμαρ ὅτ’ ἄν ποτ’ ὀλώλῃ Ἴλιος ἱρή» και αναλογίστηκε ότι και τη Ρώμη μπορεί να τη βρει η ίδια μoίρα. Πολύ μικρότερα πνεύματα και πολύ μικρότερες ψυχές κάνουν ακριβώς το αντίθετο. Μόλις η δική τους ιδεολογική παράταξη καταγάγει μιαν αποφασιστική νίκη, σπεύδουν να εξαγγείλουν το τέλος της Ιστορίας ούτως ώστε τίποτε να μην μπορεί πλέον να αναιρέσει αυτήν τη νίκη. Ή κάνουν κάτι πρακτικά ισοδύναμο: ζωγραφίζουν το ιστορικό μέλλον έτσι, όπως θα όφειλε να διαμορφωθεί, αν ο τρόπος, με τον οποίο ο νικητής αρέσκεται να κατανοεί τον εαυτό του και τη δραστηριότητά του, συνέπιπτε πράγματι με την αντικειμενικά δεδομένη πορεία της Ιστορίας.
Το νόστιμο είναι ότι οι οπαδοί του προσωρινά νικηφόρου καπιταλιστικού φιλελευθερισμού ξεκινούν από την ίδια περίπου φιλοσοφία της ιστορίας όπως άλλοτε οι μαρξιστές: μιλούν σαν η Ιστορία να διανύει, έστω και με προσωρινές παρεκκλίσεις, μιαν ευθύγραμμη τροχιά, στο τέρμα της οποίας βρίσκεται κατ’ αναγκαιότητα ένας ενιαίος και ειρηνικός κόσμος. Επίσης, όπως οι μαρξιστές, πιστεύουν ότι οι οικονομικοί παράγοντες, δηλαδή η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και η διαπλοκή των οικονομιών, αποτελούν τις κινητήριες δυνάμεις της ιστορικής προόδου, η οποία θα υποκαταστήσει τον πόλεμο με το εμπόριο. Σε διάφορα κείμενά μουέχω αναλύσει τις κοινές προϋποθέσεις της μαρξιστικής και της φιλελεύθερης ουτοπίας από την άποψη της ιστορίας των ιδεών.
Όπως οι μαρξιστές έζησαν το ναυάγιο της ουτοπίας τους, έτσι και οι φιλελεύθεροι θα βρεθούν σύντομα μπροστά στα ερείπια της δικής τους, την οποία θα γκρεμίσουν οι τρομακτικοί αγώνες κατανομής του 21ου αιώνα. Όσοι ισχυρίζονται ότι τελείωσε η Ιστορία, ας είναι βέβαιοι ότι η Ιστορία τους περιμένει πίσω από την επόμενη γωνία. Και οι πάμπολλοι διανοούμενοι, οι οποίοι βιάστηκαν να μετατραπούν από συνοδοιπόρους ή προπαγανδιστές του σοβιετισμού σε συνοδοιπόρους και κράχτες του αμερικανισμού, έκαναν άδικο κόπο.
Αν ο Fukuyamaέδωσε, έστω και με ρηχό τρόπο, το χρίσμα της φιλοσοφίας της ιστορίας στον οικουμενιστικό αμερικανισμό, ο Huntingtonπροσέφερε στις αμερικανικές ιμπεριαλιστικές φιλοδοξίες πιο πρακτικές υπηρεσίες και προοπτικές. Αν η Ιστορία δεν τελειώνει, αλλά συνεχίζεται ως σύγκρουση των πολιτισμών, και αν η ευρωπαϊκή και αμερικανική Δύση έχουν εξ ορισμού κοινά πεπρωμένα μέσα στη σύγκρουση αυτή, τότε είναι προφανές ότι οι ΗΠΑ, ως το ισχυρότερο έθνος της Δύσης πρέπει να ηγείται μόνιμα στην προάσπιση της εναντίον των μουσουλμανικών και κομφουκιανικών μαζών. Βεβαίως, η σημερινή Ευρώπη (χρησιμοποιώ τον όρο συμβατικά, γιατί δεν υπάρχει πράγματι, καμία τέτοια πολιτική οντότητα), από πολιτικοστρατιωτική άποψη, αποτελεί περίπου αμερικανικό προτεκτοράτο και θα παραμείνει τέτοιο στο προβλεπτό χρονικό διάστημα. Η σκέψη του Huntingtonέχει, από την άποψη αυτή, ένα πραγματικό έρεισμα, όμως η γενικότερη ιστορική και κοινωνιολογική της θεμελίωση είναι έωλη. Αν η Ευρώπηκαι οι Ηνωμένες Πολιτείεςσυμπορευθούν κατά τον 21ο αιώνα, ο λόγος δε θα είναι η πολιτισμική κοινότητα αλλά η ενότητα συμφερόντων, όπως τα προσδιορίζει εκάστοτε η γεωπολιτική, η στρατηγική και η οικονομία.
Ποτέ στην ιστορία δεν στάθηκαν καθοριστικοί οι πολιτισμικοί παράγοντες κατά την αναζήτηση συμμάχων, έστω και αν συμμαχίες μεταξύ πολιτισμικά συγγενών συνήθως εκλογικεύονται κατάλληλα εκ των υστέρων, ώστε να τους προσδοθούν υψηλά κίνητρα. Αλλά είναι ανόητο να φανταστεί κανείς ότι η Ιαπωνία θα επιλέξει μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Κίναςμε κριτήριο την πολιτισμική συγγένεια, οπότε θα γινόταν πιθανότατα επαρχία μιας μελλοντικής πανίσχυρης Κίνας, και όχι με βάση στρατηγικά κριτήρια, που θα της έδιναν το περιθώριο μεγαλύτερης ανεξαρτησίας υπό την ανεκτικότερη αμερικανική σκέπη. Επίσης είναι ανόητο να πιστεύει κανείς ότι οι Άραβες εμίρηδες θα προτιμήσουν την κυριαρχία των Ισλαμιστών από τη συμμαχία με τους «άπιστους» Αμερικανούς ή ότι μια Ρωσίαεντελώς απογοητευμένη από τη Δύση, και ανήμπορη να αντιδράσει αλλιώς, δεν θα μπορούσε, κωλυόμενη από τις πολιτισμικές διαφορές, να πέσει στην αγκαλιά της Κίναςσχηματίζοντας μαζί της ένα κραταιό ευρασιατικό bloc. Άλλωστε δεν είναι δυνατόν να μάχονται συνεχώς όλοι οι πολιτισμοί εναντίον όλων τον πολιτισμών. Ο συσχετισμός των δυνάμεων επιβάλλει συνδυασμούς και συμμαχίες – όμως ποια πολιτισμικά κριτήρια θα μπορούσαν να πρυτανεύσουν κατά τη σύναψη συμμαχιών μεταξύ πολιτισμών; Ποια πολιτισμική λογική επιβάλλει σε Μουσουλμάνους να προσεγγίσουν τους Κινέζους και να στραφούν εναντίον της Δύσης; Ο Huntingtonπαρακάμπτει τα στοιχειώδη αυτά ερωτήματα, ούτε αναζητεί τα φώτα των ιστορικών εμπειριών. Γιατί όπως είπαμε, η πρόθεσή του είναι λιγότερο θεωρητική και περισσότερο στρατηγική – στρατηγική στην αμερικανική προοπτική εννοείται.
Δεν νομίζω ότι η σημερινή πολιτικοστρατιωτική αδυναμία της Ευρώπης και η συνακόλουθη εξάρτηση της από τις Ηνωμένες Πολιτείες αρκεί ώστε να να δικαιώσει τις θέσεις του Spengler. Για να επαληθευθεί μια θεωρία δεν αρκεί να διαπιστώνει ορθά ορισμένα γεγονότα, αλλά οφείλει και να τα εξηγεί ορθά'η θεωρία είναι εξήγηση, όχι απλή διαπίστωση πραγματικών δεδομένων. Ο Spengler δεν ισχυρίσθηκε μόνον ότι οι πολιτισμοί ζούν, αναπτύσσονται και παρακμάζουν, αλλά και ότι τούτο γίνεται για ορισμένους λόγους, ότι ακολουθεί ορισμένες μορφολογικές κανονικότητες ή νομοτέλειες, οι οποίες μάλιστα επιτρέπουν προβλέψεις. Τέτοιοι ισχυρισμοί δεν αντέχουν σε συγκεκριμένες ιστορικές αναλύσεις, και το ζητούμενο είναι ακριβώς αυτές'η κοινοτοπία, πως ό,τι γεννιέται κάποτε θα πεθάνει, είναι αναμφισβήτητη, όμως δεν αρκεί προς θεμελίωση μιας θεωρίας της ιστορίας, και μου φαίνεται πως όσα είπε ο Spengler πέραν της κοινοτοπίας αυτής είναι αστήρικτα ως θεωρίας της ιστορίας, μολονότι περιέχουν πολλές διαφωτιστικές επι μέρους παρατηρήσεις.
Η ιστορική τύχη και η σημερινή κατάσταση της Ευρώπης δεν μπορεί λοιπόν να περιγραφεί δια της απαγωγικής μεθόδου, με αφετηρία ένα προκαθορισμένο σχήμα και με μίτο αποκλειστικά ενδογενείςδιεργασίες. Απεναντίας, μου φαίνεται ότι οι ευρωπαϊκοί Νέοι Χρόνοι έκλεισαν τον κύκλο τους καθώς η Ευρώπη έχασε την παγκόσμια κυριαρχία, την οποία κατείχε από την εποχή των ανακαλύψεων. Με άλλα λόγια: όπως η απαρχή των Νέων Χρόνων συνέπεσε χονδρικά με την απαρχή της παγκόσμιας κυριαρχίας της Ευρώπης, έτσι και το τέλος τους συνέπεσε με το τέλος της κυριαρχίας αυτής. Οι Νέοι Χρόνοι δεν ήσαν απλώς φαινόμενο ευρωπαϊκό, αλλά είχαν περιεχόμενο ευρωκεντρικό, τόσο κοσμοθεωρητικά όσο και οικονομικοπολιτικά. Η υπερφαλάγγιση της ευρωπαϊκής διάστασης από την πλανητική και του αστικού φιλελευθερισμού από τη μαζική δημοκρατία (ως του πρώτου γνήσια πλανητικού κοινωνικού σχηματισμού) συμβάδιζε με την αποσύνθεση του ειδοποιού περιεχομένου, της ειδοποιού βιοθεωρίας και βιοπρακτικής των ευρωπαϊκών Νέων Χρόνων.
Μετά το 1945 ολόκληρη η Ευρώπη βρέθηκε υπό διπλή κατοχή, αμερικανική και σοβιετική. Και η διαδικασία της ενοποίησης της, όσο ατελής κι αν είναι ή θα παραμείνει, δεν εγκαινιάσθηκε επειδή τάχα οι ευρωπαϊκοί λαοί, διδαγμένοι από το αιματηρό παρελθόν, απεφάσισαν να συναδελφωθούν, αλλά ήταν ακριβώς συνέπεια του κοσμοϊστορικού υποβιβασμού της Ευρώπης. Όσο η Ευρώπη κυριαρχούσε στον κόσμο με τις αποικιακές της αυτοκρατορίες, οι ευρωπαϊκοί ανταγωνισμοί ήσαν έντονοι, γιατί ο κυρίαρχος στην Ευρώπη θα ήταν και ο κυρίαρχος στον κόσμο. Η απώλεια της παγκόσμιας κυριαρχίας εκμηδένισε την κοσμοϊστορική σημασία των ενδοευρωπαϊκών ανταγωνισμών κι έτσι η ένταση τους έπεσε κατακόρυφα, και μάλιστα υπό αμερικανική ηγεμονία. Αλλά το πράγμα δεν έχει μόνο την πολιτική του πλευρά. Ένα άλλο σημαντικό ερώτημα είναι κατά πόσον και σε ποιά μορφή θα επιβιώσουν στοιχεία του ευρωπαϊκού πολιτισμού των Νέων Χρόνων ή εάν η σύγχρονη τεχνική μπορεί να συμπορευθεί και με άλλες, πολύ διαφορετικές πολιτισμικές στάσεις. Η απάντηση σε τέτοια ερωτήματα δεν είναι απλή. Αλλά και μόνη η διατύπωση τους δείχνει ότι η ιστορική πορεία και επίδραση των πολιτισμών μπορεί να είναι πολύ πιο περίπλοκη απ'οποιαδήποτε φιλοσοφία ή θεωρία της ιστορίας. Πολύ περισσότερο, όταν πάνω σ'έναν πυκνοκατοικημένο πλανήτη έχουν εκλείψει τα ξεχωριστά θερμοκήπια, μέσα στα οποία αναπτύσσονταν, με σχετικά αργούς ρυθμούς, οι πολιτισμοί του παρελθόντος.

β´
Η δεκαετία του '90 είχε μια συμμετρία που δεν βρίσκουμε σε καμία άλλη δεκαετία του 20ου αιώνα. Ξεκίνησε με έναν πόλεμο υπό την αιγίδα των ΗΠΑ στο όνομα της διεθνούς φιλελεύθερης τάξης και τελείωσε με έναν άλλο. Ξεκίνησε και έληξε επίσης με τον φαινομενικό θρίαμβο του φιλοσοφικού φιλελευθερισμού, όπως αυτός εκφράστηκε αμεσότερα στα βιβλία του Francis Fukuyama, μακρινού μαθητή του Kojeve, The End of History (Το τέλος της ιστορίας) και The Great Disruption (Η μεγάλη αναστάτωση). Και τα δύο έμοιαζαν να προτείνουν κοσμοϊστορικές νομιμοποιήσεις για την ηγεμονία των ΗΠΑ. Το τέλος της ιστορίας διακήρυσσε ότι η φιλελεύθερη, καπιταλιστική δημοκρατία ήταν η απάντηση στην «ανθρώπινη κατάσταση». Ο καπιταλισμός ήταν η τελευταία λέξη στην οικονομία, καθώς μεγιστοποιούσε την ευημερία, και ο φιλελευθερισμός η τελευταία λέξη στην πολιτική, καθώς μόνον αυτός ικανοποιούσε την ανθρώπινη ανάγκη για ατομική αξιοπρέπεια και αμοιβαία αναγνώριση. Η πρώτη ιδέα εκφραζόταν στη «Συναίνεση της Ουάσινγκτον» για την οικονομική πολιτική, στις αρχές της δεκαετίας του '90, η δεύτερη αποκρυσταλλώθηκε στον οικουμενικό ανθρωπισμό που τελικά οδήγησε τη Δύση στον πόλεμο του Κοσόβου, στο τέλος της δεκαετίας.
Αναμφίβολα ο Schmitt θα ερμήνευε αυτή τη διττή εξέλιξη ως μια φανερή φιλελεύθερη μετατοπίση του πολιτικού στο οικονομικό και στο ηθικό. Με τη βοήθεια των σμιτιανών αναλύσεων ή της Ideologiekritik (μια κριτική που ξεσκεπάζει τα ισχυρά συμφέροντα που κρύβονται πίσω από τις ηθικές και πολιτικές αξιώσεις) δεν θα ήταν καθόλου δύσκολο να ξεσκεπαστεί η φιλελεύθερη ιδεολογία του τέλους της ιστορίας. Με βάση αυτή τη σμιτιανή λογική, οι φαινομενικά καθολικές αρχές της ηθικής και της οικονομίας δεν ήταν παρά μέσα για να επιτευχθούν δυτικά συμφέροντα - εν ανάγκη δια της βίας. Μπορούσαν επιπλέον να υποστηρίζονται πειστικά και να δείχνουν απολιτικές στον βαθμό που είχε επιλυθεί το θεμελιώδες πρόβλημα της πολιτικής τάξης - με την κυριαρχία της μοναδικής πλέον μεγάλης δύναμης, η οποία ήταν, όμως, εν πολλοίς φιλελεύθερη. Η μεγάλη αυτή δύναμη θα σεβόταν το διεθνές δίκαιο όταν οι συνθήκες θα ήταν κανονικές, αλλά κάθε φορά που ένιωθε ότι απειλείται, θα μπορούσε απλώς να το αναστείλλει με μια κυρίαρχη απόφαση της που θα κήρυσσε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης.
Η ευστοχία των σμιτιανών αναλύσεων δεν μπορούσε παρά ταύτα να εξηγήσει επαρκώς την αναβίωση του Schmitt, του θεωρητικού της διάκρισης φίλου-εχθρού, τη στιγμή ακριβώς που η πραγματική, παγκόσμια ψυχροπολεμική διάκριση σε φίλους και εχθρούς έχει ουσιαστικά εκλείψει. Μήπως η αιτία ήταν ότι με την εξαφάνιση του εχθρού του φιλελευθερισμού, δηλαδή του κομμουνισμού, αποδυναμώθηκε η εσωτερική ομοιογένεια της Δύσης και ήταν ανάγκη να ανευρεθούν νέες πηγές κοινωνικής συνοχής και πολιτικής στραθερότητας;...
Τα επιχειρήματα του Schmitt κατά της ολέθριας ηθικοποίησης των διεθνών σχέσεωνείχαν επίσης απήχηση σε ένα εντελώς διαφορετικό τμήμα του ιδεολογικού φάσματος, στις «ρεαλιστικές» θεωρίες για την παγκόσμια τάξη μετά τον Ψυχρό Πόλεμο. Ο Samuel Huntington, στην πιο προβεβλημένη ίσως θεωρία της δεκαετίας του '90 για τις διεθνείς σχέσεις, διέγνωσε την εγγραφή νέων σχέσεων φίλου-εχθρού στον παγκόσμιο χάρτη. Ο Huntington ισχυρίστηκε ότι ο φιλοσοφικός οικουμενικός, ο φιλελεύθερος διεθνισμός και ο ανθρωπισμός, εξέφραζαν στην ουσία μια μορφή δυτικού ιμπεριαλισμού, όπως είχε υποστηρίξει ο Schmitt μισόν αιώνα νωρίτερα... Με δυο λόγια, ο οικουμενικός ανθρωπισμός που απέβλεπε σε μια «παγκόσμια κοινωνία των πολιτών» ήταν το τελευταίο παράδειγμα της υποκρισίας του Διαφωτισμού με την έννοια του Koselleck - και η ηθική κριτική για τη διαρκώς διχασμένη ανθρωπότητα προκαλούσε αναγκαστικά μια διαρκή κρίση, αν όχι τον κίνδυνο ενός παγκόσμιου εμφυλίου πολέμου...
---------------------------------------------------------------
Ο αυστηρός διαχωρισμός πολιτικής και ηθικής, που ήταν το αιχμηρότερο όπλο του Διαφωτισμού, δεν ήταν στην πραγματικότητα ένας απλός διαχωρισμός αλλά μια διαλεκτική: ο ηθικός στοχασμός είχε στην πραγματικότητα πολιτικό περιεχόμενο, έτσι η ηθική αποδείχτηκε η πιο ισχυρή πολιτική αξίωση. «Το να είσαι απολιτικός ήταν το politicum του Διαφωτισμού, και το politicum αυτό, το politicum της ηθικής, παρέμεινε το πιο βαθιά κρυμμένο μυστικό του Διαφωτισμού»...
Σύμφωνα με την ιστορική ανάλυση του Koselleck, οι philosophes είχαν παρανοήσει την αυτονομία του πολιτικού, τη φύση της εξουσίας και προπάντων τον εαυτό τους. Η ηθική τους πολεμική κατά του απολυταρχικού κράτους δεν αναγνώρισε ότι τα κίνητρα της ήταν πολιτικά και ότι στην ουσία επεδίωκε την κατάκτηση της εξουσίας'δεν μπορούσε να το παραδεχτεί, γιατί έτσι θα έχανε μεγάλο μέρος της νομιμοποίησης της... Στο τέλος, όμως, μια εντελώς ηθικοποιημένη πολιτική δεν μπορούσε παρά να οδηγήσει στον τρόμο και σε ένα ολοκληρωτικό κράτος, όπου η πραγματική κυριαρχία των ατόμων έμενε κρυμμένη πίσω από το προσωπείο μιας δήθεν ανώνυμης διακυβέρνησης υπό τον μανδύα της ηθικής. Επρόκειτο για μια ουτοπική διακυβέρνηση - και ταυτόχρονα μια διακυβέρνηση μέσω του τρόμου και της ιδεολογίας, τα δύο χαρακτηριστικά που η Hannah Arendt είχε αποδώσει, ως γνωστόν, στον ολοκληρωτισμό.
---------------------------------------------------------------
Ιδιαίτερα μάλιστα όσοι προέβαλλαν την αταξία του νέου κόσμου υποστήριζαν ότι τα κράτη δεν προκαλούσαν μόνο τη διεξαγωγή πολέμων, αλλά διασφάλιζαν επίσης και την εδραίωση της ειρήνης. Παρέπεμπαν στον Immanuel Kant, ο οποίος, σε αντίθεση με τους φιλελεύθερους διαδόχους του στα τέλη του 20ου αιώνα, είχε αντιληφθεί ότι η «αιώνια ειρήνη» έπρεπε να χτιστεί στα θεμέλια διακριτών και σταθερών συνταγματικών κρατών. Αντίθετα, οι σημερινοί δήθεν υπέρμαχοι της ειρήνης δημιουργούσαν, χωρίς να το θέλουν, έναν κόσμο μεροληπτικών, διασταυρούμενων ή ασταθών κυριαρχιών όπου διάφορες ημι-αυτόνομες, ημι-νόμιμες πολιτικές οντότητες συνυπήρχαν με «failed states» και de facto προτεκτοράτα [New medievalism]. Νομικά και εννοιολογικά, οι νέοι τούτοι πολιτικοί χώροι βρίσκονταν σε μια ζώνη διαρκούς ημίφωτος ανάμεσα στον πόλεμο και την ειρήνη. Πέρα από αυτή τη ζώνη υπήρχε μια περιφέρεια όπου είχε εκλείψει κάθε νομιμοποιημένη εξουσία και όπου οι συνδυασμένες δυνάμεις της παγκοσμιοποίησης και του εμφυλίου πολέμου έμοιαζε να απειλούν ολόκληρους πληθυσμούς. Δεν ήταν τυχαίο ότι τα αποτυχημένα κράτη μετατρέπονταν σε εκκολαπτήρια της τρομοκρατίας [Μεταπολεμική νέα εποχή και διαχείριση των γηγενών πολιτισμών].
Δημιουργήθηκαν περίεργες συμμαχίες ανάμεσα σε ειρηνιστές ακτιβιστές που κατηγορούσαν τη Δύση για υποκρισία και συντηρητικούς που επεδίωκαν τη διάσωση μιας αντίληψης για τον πόλεμο που βασιζόταν αποκλειστικά στο κράτος και δεν έκανε διακρίσεις. Για παράδειγμα, οι επισκέπτες στο εμπόλεμο Βελιγράδι έρχονταν αντιμέτωποι με ένα περίεργο ιδεολογικό κοκτέιλ το οποίο αποτελούνταν από αριστερούς που έγιναν συντηρητικοί, όπως ο Αυστριακός συγγραφέας Peter Handke, από γεωπολιτικά «ρεαλιστές» που ονειρεύονται μια ενιαία Ευρώπη και ένα «ευρασιατικό μπλοκ» ενάντια στο Ισλάμ, και από οπαδούς ενός παλαιομοδίτικου, θυσιαστικού εθνικισμού. Ο Ρώσος θεωρητικός Aleksandr Duginεμπνεύστηκε από τον Schmitt και κυρίως από τον Evola για να επινοήσει έναν νέο μύθο ευρασιατικής υπεροχής έναντι του αγγλο-αμερικανού φιλελευθερισμού... Δεν θέλουμε να πούμε ότι δεν υπήρχαν πολλοί καλοί λόγοι για να αμφισβητεί κανείς την πολιτική δράση που επιχειρούνταν στο όνομα του φιλελεύθερου οικουμενισμού. Αλλά, πολύ συχνά, οι παραπομπές στον Schmitt γίνονταν απλώς και μόνο για να καλυφθούν τα θεωρητικά (και εμπειρικά) κενά που άφηνε η υποψία της υποκρισίας (από την Αριστερά και τη Δεξιά), της διαστροφής (κυρίως από τη Δεξιά) και της συνενοχής (από ορισμένους στοχαστές της Αριστεράς)...
Οι φιλελεύθεροι οικουμενιστές έσκαψαν εν μέρει τον ίδιο τους τον λάκκο και εξέθεσαν τον εαυτό τους σε δικαιολογημένες κατηγορίες περί υποκρισίας, διαστροφής και συνενοχής όταν δικαιολόγησαν επιφυλακτικά τους νέους πολέμους λέγοντας ότι προαναγγέλλουν μια μελλοντικά «παγκόσμια εσωτερική πολιτική» στην οποία οι επεμβάσεις θα γίνονταν για λόγους εσωτερικής ασφάλειας... Τα επιχειρήματα του Schmitt κατά των πολέμων που διεξάγονταν «στο όνομα της ανθρωπότητας» επανήλθαν στη μόδα. Στον πόλεμο του Κοσόβου. Ευρωπαίοι διανοούμενοι μνημόνευαν συχνά τη ρήση του Schmitt: «Όποιος λέει "ανθρωπότητα"θέλει να εξαπατήσει» για να ξεσκεπάσουν τον «στρατιωτικό ανθρωπισμό» τον οποίο θεωρούσαν προπέτασμα καπνού για τα παιχνίδια εξουσίας του ΝΑΤΟ. Η σκοτεινή πλευρά του ανθρωπισμού, κατά την άποψη των αντι-ηθικιστών, έγκειται στην τάση του να παρουσιάζει τους εχθρούς του ως «μη ανθρώπους» και να εξαπολύει έναν ολοκληρωτικό, και δυνητικά ατελείωτο, πόλεμο εναντίον τους.
Οι βομβαρδισμοί από ασφαλές ύψος που επιχειρούσαν οι αμερικανικές αεροπορικές επιδρομές στο Κόσοβο έμοιαζαν να στερούν από τον αντίπαλο όχι μόνο κάθε δυνατότητα αντεπίθεσης αλλά και το δικαίωμα του να αναγνωριστεί ως νόμιμος αντίπαλος. Με τη βοήθεια της τεχνολογίας, η αστυνόμευση στο όνομα του φιλελεύθερου οικουμενισμού έφτασε σε νέα ύψη υποκρισίας (ή ίσως αυταπάτης) που ούτε ο Schmitt δεν θα μπορούσε να προβλέψει... Οι ανθρωπιστικοί πόλεμοι στερούνταν νομιμοποίησης και ήταν ταυτόχρονα απεριόριστοι. Δεν μπορούσαν να εξασφαλίσουν μεγάλη εθνική υποστήριξη στο εσωτερικό των χωρών που επενέβαιναν, αλλά έπρεπε να φτάσουν στα άκρα και να συντρίψουν τον εχθρό, από τη στιγμή που αυτός είχε εξοβελιστεί από την ανθρωπότητα και είχε στιγματιστεί ως κακός δαίμονας.
Όπως παραδέχτηκε ένας Βρετανός στρατηγός τη δεκαετία του '90, η δαιμονοποίηση του εχθρού είχε γίνει πλέον προϋπόθεση για τη χρησιμοποίηση χερσαίων δυνάμεων «μέσα στον λαό», δηλαδή στους συγκεχυμένους εθνοτικούς εμφύλιους πολέμους στα τέλη του αιώνα.

Ένας οικονομικά θεμελιωμένος ιμπεριαλισμός θα προσπαθήσει να επιφέρει μια κατάσταση στη γη, κατά την οποία θα μπορεί να χρησιμοποιεί ανενόχλητα τα μέσα της οικονομικής ισχύος του, όπως αποκλεισμό από πιστώσεις, αποκλεισμό από πρώτες ύλες, καταστροφή ξένων νομισμάτων κ.ο.κ...
Θα το θεωρήσει «εξωοικονομική βία», αν ένας λαός ή μια άλλη ομάδα ανθρώπων προσπαθήσει να αποφύγει την επίδραση αυτών των «ειρηνικών» μεθόδων. Θα χρησιμοποιήσει και οξύτερα, αλλά πάντα «οικονομικά» και ως εκ τούτου [δήθεν] μη πολιτικά, ουσιωδώς ειρηνικά μέσα εξαναγκασμού όπως... διακοπή της εισαγωγής μέσων διατροφής για τον άμαχο πληθυσμό και αποκλεισμός πείνας. Τέλος, έχει επίσης στη διάθεση του τεχνικά μέσα βίαιης σωματικής θανάτωσης, τεχνικά τελειοποιημένα μοντέρνα όπλα, τα οποία με μια κινητοποίηση κεφαλαίου και νου έχουν γίνει ανήκουστα χρήσιμα, ώστε εν ανάγκη να χρησιμοποιηθούν πραγματικά. Για την εφαρμογή τέτοιων μέσων [η φιλελεύθερη ιδεολογία] δημιουργεί βεβαίως ένα νέο, ουσιωδώς ειρηνικό λεξιλόγιο, το οποίο δεν γνωρίζει πια τον πόλεμο παρά μόνο εκτελέσεις, κυρώσεις, εκστρατείες τιμωρίας, ειρήνευσης, προστασία των συνθηκών, διεθνή αστυνομία, μέτρα για τη διασφάλιση ειρήνης. Ο αντίπαλος δεν ονομάζεται πλέον Εχθρός, αλλά τίθεται, αντ'αυτού, ως παραβάτης και ταραξίας της ειρήνης hors-la-loi [εκτός (εχθρός του) νόμου] και hors l' humanite [εκτός (εχθρός της) ανθρωπότητας], και ένας διεξαγόμενος για τη διατήρηση ή επέκταση των θέσεων οικονομικής ισχύος πόλεμος πρέπει να μεταβληθεί με μια προπαγανδιστική κινητοποίηση σε «σταυροφορία» και σε «τελευταίο πόλεμο της ανθρωπότητας».
Έτσι απαιτεί η πολωτικότητα ηθικής και οικονομίας. Σε αυτή την πολωτικότητα γίνεται όμως εμφανής μια εκπληκτική συστηματικότητα και συνέπεια. Αλλά και αυτό το δήθεν μη πολιτικό και φαινομενικά μάλιστα αντιπολιτικό σύστημα ή εξυπηρετεί τις υφιστάμενες ή οδηγεί σε νέες κατατάξεις σε Φίλους και Εχθρούς και δεν δύναται να αποφύγει τη συνέπεια του Πολιτικού.

Ακολουθώντας τη διδασκαλία του Hegel, ο Kojeve, υποστήριξε πως η ιστορία θα τελείωνε όταν θα τερματίζονταν όλες οι αιματηρές επαναστάσεις και οι αγώνες για γόητρο και αναγνώριση. Μέχρι τότε, η διαλεκτική αφέντη και δούλου, στην οποία ο πρώτος στερούσε την αυτονομία του δεύτερου χωρίς να τον σκοτώνει, θα επαναλαμβανόταν ξανά και ξανά... στο τέλος αυτής της εν πολλοίς απρόσωπης διαδικασίας, η αντιπαλότητα αφέντη και δούλου θα ξεπερνιόταν. Τότε θα αναδυόταν ένα «οικουμενικό ομοιογενές κράτος», όπου θα ικανοποιούνταν όλες οι ανθρώπινες ανάγκες. Δεν θα υπήρχε πλέον αντιπαράθεση, ούτε τίποτα έξω από το κράτος. Σ'ένα τέτοιο κράτος θα βασίλευε η «Κυριακή της ζωής» σύμφωνα με τον τίτλο ενός βιβλίου που ο Kojeve δανείστηκε από τον φίλο του συγγραφέα Raymond Queneau. Ήταν ένα όραμα οικουμενικής ειρήνης, όπου μαζί με άλλα, ισχυρότερα ανθρώπινα πάθη, θα είχε εξαφανιστεί και το πολιτικό, όπου η πολιτική θα είχε αντικατασταθεί από ένα εκούσιο παιχνίδι ανάμεσα σε «ευτυχισμένους ανθρώπους». Αλλά οι άνθρωποι αυτοί δεν έμοιαζαν με τους «έσχατους ανθρώπους» του Νίτσε, δεν θα ήταν καν πραγματικοί άνθρωποι πια. Όπως έγραψε ο Kojeve:
Στην πραγματικότητα, το τέλος του ανθρώπινου Χρόνου ή της Ιστορίας ή, ορθότερα, το οριστικό τέλος του Ανθρώπου ως ελεύθερου και ιστορικού ατόμου σημαίνει απλούστατα το τέλος της Πράξης με την πλήρη σημασία της λέξης. Πρακτικά τούτο σημαίνει την εξαφάνιση των πολέμων και των αιμοσταγών επαναστάσεων. Και επίσης την εξαφάνιση της Φιλοσοφίας'καθότι, εφόσον ο ίδιος ο Άνθρωπος δεν αλλάζει ουσιαστικά, δεν έχει λόγο να αλλάξει τις (αληθινές) αρχές που αποτελούν τις βάσεις για την κατανόηση του κόσμου και του εαυτού του. Αλλά όλα τα υπόλοιπα μπορούν να διατηρηθούν στο διηνεκές, δηλαδή η τέχνη, ο έρωτας, το παιχνίδι κ.λπ., ό,τι εν γένει τον καθιστά ευτυχισμένο (1968)...
Ο Schmitt ανακάλυψε τον Kojeve για πρώτη φορά στις αρχές της δεκαετίας του '50 και αργότερα, γύρω στα μέσα της δεκαετίας, επικοινώνησε μαζί του... Ο Schmitt και ο Kojeve εξελίχθηκαν σε φιλοσοφικούς αντιπάλους με φιλική διάθεση, και βρήκαν εύκολα μια κοινή, ενίοτε υπερβολικά ευγενική γλώσσα. Η γλώσσα όμως αυτή συγκάλυπτε το γεγονός ότι τα οράματα που είχαν για τον κόσμο ήταν απ'όλες σχεδόν τις απόψεις διαμετρικά αντίθετα...
Κατά τον Kojeve, ο Ναπολέων είχε επιδιώξει να καταργήσει διαλεκτικά το κράτος χάριν της κοινωνίας μέσω ενός «ολοκληρωτικού πολέμου». Ωστόσο, οι Αγγλοσάξονες είχαν επιτύχει από καιρό το ίδιο αποτέλεσμα χωρίς πόλεμο, και ο κόσμος όλος βάδιζε τώρα προς την κατεύθυνση μιας παρόμοιας ειρήνης χωρίς κράτη. Ο Kojeve συμφώνησε με τον Schmitt ότι δεν υπήρχε πια καμία αυθεντική κρατική λειτουργία, καθώς η διοίκηση είχε υποκαταστήσει την ουσιαστική διακυβέρνηση και η αστυνομία την πολιτική. Η παγκόσμια ηγεμονία των Αμερικανών επιτάχυνε αυτή την τάση καθώς εκείνοι δεν γνώρισαν ποτέ τη σημασία των εννοιών «του πολέμου, της πολιτικής και του κράτους». Αλλά η Σοβιετική Ένωση βρισκόταν παρ'όλα αυτά ένα βήμα μπροστά από τους Αμερικανούς σ'αυτή την εξέλιξη. Στη Ρωσία, η κυβέρνηση είχε πλήρως και επισήμως αντικατασταθεί από τη διοίκηση και, κατά τον Kojeve, τίποτα δεν θα άλλαζε εκ βάθρων στη Δύση αν δεν καταργούνταν οι κυβερνήσεις και τα κοινοβούλια... Όπως και να είχε το πράγμα, κάποια μέρα όλος ο κόσμος θα είχε μια ενιαία διοίκηση, γιατί όλοι οι λαοί του κόσμου είχαν κιόλας έναν κοινό σκοπό, να ζουν ειρηνικά και να ευημερούν... Το παγκόσμιο ομοιογενές κράτος δεν ήταν, λοιπόν, ένα πραγματικό κράτος με τη σμιτιανή έννοια, αλλά απλώς ένας παγκόσμιος μηχανισμός για την καθολική ικανοποίηση των ανθρωπίνων αναγκών... Σύμφωνα με την υπόθεση του Kojeve, το κράτος αυτό θα αναδυόταν μέσα από μια σταδιακή διαδικασία διεθνούς συνταγματικής συγκρότησης, δηλαδή μέσω μιας ομογενοποίησης του ιδιωτικού και του δημοσίου δικαίου και τελικά μιας «νομικής ενοποίησης» που θα βασιζόταν σε μια κοινή αντίληψη δικαίου και δικαιοσύνης. Το κράτος δικαίου θα μπορούσε να πραγματωθεί πλήρως μόνο μέσα σε ένα οικουμενικό ομοιογενές κράτος, όπου η πολιτική, ως δυνάμει θανάσιμη αναμέτρηση μεταξύ κρατών, δεν θα υπερίσχυε πλέον του νόμου σε στιγμές εκτάκτου ανάγκης...
Ο Schmitt, συμφωνούσε πως το κράτος, ο θνητός θεός όπως τον είχε γνωρίσει η Ευρώπη από τις απαρχές της νεωτερικότητας, ήταν πράγματι νεκρό... Όμως διαφώνησε με τη θεωρία του Kojeve ότι η δυαρχία του Ψυχρού Πολέμου ήταν το προκαταρκτικό στάδιο για την πραγματική ενοποίηση του κόσμου. Κατά τη γνώμη του, ήταν απλώς μια ενδιάμεση φάση μετά το τέλος της εποχής του ευρωπαϊκού κράτους και πριν τη νέα εποχή των μείζονων χώρων που ανέτελλε... Με άλλα λόγια, ο Schmitt αμφισβήτησε -τόσο από αντικειμενικής όσο και από ηθικής σκοπιάς- την εικόνα της παγκοσμιοποιημένης νεωτερικότητας που σκιαγράφησε ο Kojeve... Αλλά ο Kojeve επέμεινε στην άποψη του και στη διαφωνία του με τον Schmitt. Η δική του εκτίμηση ήταν ότι το πολιτικό θα εξαφανιζόταν μια για πάντα. Το κριτήριο του πολιτικού δεν ήταν κατ'εκείνον η δυνατότητα για εχθρότητα, αλλά η δυνατότητα του αγώνα για γόητρο και κύρος...
Μια ακόμα -έμμεση- συνεισφορά στην αντιπαράθεση μεταξύ Schmitt και Kojeve βοήθησε στη σαφέστερη κατανόηση των διακυβευμάτων της. Ο Leo Strauss σε μια επιστολή του το 1948 στον «δημόσιο λειτουργό του παγκόσμιου πνεύματος» ισχυρίστηκε ότι «κανείς δεν έχει υποστηρίξει την υπόθεση της μοντέρνας σκέψης στην εποχή μας τόσο έξοχα όσο εσείς». Συγχρόνως όμως εξέφρασε ευγενικά τη διαφωνία του με την εικόνα του παγκόσμιου ομοιογενούς κράτους του Kojeve... Ο Strauss φοβόταν ότι ένα τέτοιο κράτος θα μπορούσε εύκολα να καταλήξει σε τυραννία. Επιπλέον, κατά τη γνώμη του, η οικουμενικότητα και η ομοιογένεια ουδέποτε θα ικανοποιούσαν τα ανθρώπινα όντα. Ο Strauss ανέπτυξε στη συνέχεια τη δική του -κάπως περίεργη- άποψη ότι μόνο η σοφία θα μπορούσε να είναι ικανοποητική και απομένως θα έπρεπε να «εκλαϊκευθεί». Ανεξάρτητα από αυτό, ο Strauss ήταν της άποψης ότι ο Kojeve προέβαλλε το όραμα μιας μηδενιστικής και όχι φιλελεύθερης νεωτερικότητας και πως τόσο οι φιλελεύθεροι όσο και οι αντιφιλελεύθεροι είχαν του λόγους τους να είναι σκεπτικοί απέναντι στον ιδιόρρυθμο εγελιανισμό του. Αυτός ο μηδενισμός -και ιδιαίτερα η αδυναμία άσκησης μιας μεγάλης πολιτικής...- ήταν ακριβώς που τρόμαζε τον Schmitt...
Η καχυποψία απέναντι στην ιδέα μιας οικουμενικής αυτοκρατορίας που είναι τόσο βαθιά ριζωμένη στον δυτικό φιλοσοφικό στοχασμόδεν επηρέασε μόνο όσους ταύτιζαν το τέλος της ιστορίας και της πολιτικής με μια απώλεια νοήματος και ουσίας. Ακόμα και φιλελεύθεροι φιλόσοφοι δεν δίστασαν να υποστηρίξουν ότι το αστείο στην κωμωδία του Kojeve θα απέβαινε τελικά σε βάρος της ανθρωπότητας. Εξάλου, το παγκόσμιο κράτος σήμαινε το τέλος της γνήσιας ηθικής διαμάχης, συνεπώς και το τέλος της γνήσιας ηθικής αυτονομίας... Σε τελική ανάλυση, ο Kojeve μπόρεσε να υποστηρίξει ότι το οικουμενικό και ομοιογενές κράτος ταυτιζόταν με το τέλος της πολιτικής μόνο και μόνο επειδή είχε εν τέλει υιοθετήσεις τον ορισμό του πολιτικού του Schmitt. Η πολιτική ως μια μη θανάσιμη διαφωνία απόψεων ή σύγκρουση διαφορετικών πιστεύω μπορούσε ασφαλώς να συνεχιστεί, δεν υπήρχαν όμως εναλλακτικά κοσμοϊστορικά μοντέλα για την ικανοποίηση της ανθρώπινης ανάγκης για αναγνώριση. Στη λογική του Kojeve, κάθε πράξη που θα προκαλούσε θανάσιμη σύγκρουση θα ήταν υπόθεση της αστυνομίας και όχι ζήτημα της πολιτικής.

γ´
Το 1990, ο Francis Fukuyama εμφανίστηκε ως ο αγγελιαφόρος του θαυμάσιου νέου κόσμου, στο πολιτικό βιβλίο του, Το Τέλος της Ιστορίας και ο Τελευταίος Ανθρώπος. Ο Fukuyama έφερε την ανάπτυξη της σταδιακής ερμηνείας της έννοιας του πολιτισμού στη λογική της έκβαση...
Ο Huntington διαφώνησε με τον Fukuyama και έθεσε ως κύριο επιχείρημα του το γεγονός ότι το τέλος της αντίθεσης των σαφώς καθορισμένων ιδεολογιών του Μοντερνισμού δεν σήμαινε σε καμία περίπτωση την αυτόματη ένταξη της Ανθρωπότητας σε μια ενιαία φιλελέυθερη ουτοπία, επειδή κάτω από τις τυπικές δομές των εθνικών κυβερνήσεων και των ιδεολογικών στρατοπέδων υπήρχαν, τρόπος του λέγειν, βαθιές τεκτονικές πλάκες - ήπειροι συλλογικού ασυνειδήτου, οι οποίες με κάνενα τρόπο δεν νικήθηκαν από τον εκσυγχρονισμό, τον αποικισμό, τον ιδεολογισμό και τον διαφωτισμό, και οι οποίες συνέχισαν να προκαθορίζουν, όπως και πριν, τις σημαντικότερες πλευρές της ζωής, μαζί με την πολιτική, την Οικονομία και τη γεωπολιτική στο ένα ή το άλλο τμήμα της ανθρώπινης κοινωνίας, σύμφωνα με τον πολιτισμό στον οποίο εντάσσονται... Η εξέλιξη των γεγονότων στη δεκαετία του 1990 αποδεικνύει ότι το επιχείρημα του Huntington ήταν κοντύτερα στην αλήθεια, και ο Fukuyama υποχρεώθηκε έτσι να αναθεωρήσει εν μέρει τις απόψεις του, αναγνωρίζοντας ότι μίλησε φανερά πολύ πρόωρα. Η αναθεώρηση, όμως, αυτή της θέσης του Fukuyama για το «Τέλος της Ιστορίας» απαιτεί μια πληρέστερη επανεξέταση.
Το πρόβλημα είναι ότι ο Fukuyama, αναλύοντας την απόκλιση των προβλέψεων του για το «Τέλος της Ιστορίας» υπο το πρίσμα της παγκόσμιας νίκης του Φιλελευθερισμού, προσπάθησε να παραμείνει στην ίδια αρχική λογική από την οποία ξεκίνησε. Κανονικά έπρεπε να εφαρμόσει ένα πάλαι ποτέ «τέστ πραγματικότητας» και να την αποχωριστεί, αναγνωρίζοντας την ορθότητα του αντιπάλου του, Huntington, του οποίου η πρόβλεψη αποδείχθηκε σε όλα τα σημεία κοντύτερα στην αλήθεια. Ο Fukuyama, όμως, έκανε απλώς την εξής εννοιολογική μετατόπιση: πρότεινε την αναβολή του «Τέλους της Ιστορίας» σε μια αόριστη ημερομηνία, ενώ συνεχίζει να συμμετέχει στην ενίσχυση των κοινωνικοπολιτικών δομών που αποτέλεσαν τον πυρήνα της φιλελεύθερης ιδεολογίας στα προηγούμενα στάδια της.
Ο Fukuyama προώθησε μια νέα θέση: «το κράτος-οικοδόμημα». Πρότεινε ως ένα ενδιάμεσο στάδιο της μετάβασης στην παγκόσμια κυβέρνηση και στην παγκόσμια ηγεσία, την ενίσχυση των εθνικών κυβερνήσεων με μια φιλελεύθερη Οικονομία και ένα δημοκρατικό σύστημα εξουσίας, ώστε να προετοιμαστεί καλύτερα το έδαφος για την τελική νίκη του Οικουμενικού Φιλελευθερισμού και της παγκοσμιοποίησης. Προφανώς δεν πρόκειται για μια απόρριψη της προηγούμενη θέσης του, αλλά για μια αναβολή της στο αόριστο μέλλον, με μια συγκεκριμένη πρόταση για το ενδιάμεσο στάδιο.
Ο Fukuyama δεν λέει σχεδόν τίποτα για την έννοια του πολιτισμού, αλλά λαμβάνει σαφώς υπ'όψιν του τις θέσεις του Huntington και αποκρίνεται έμμεσα σε αυτόν: η σταθερή ανάπτυξη των εθνικών κυβερνήσεων που αποδείχθηκαν αγκυλωμένες στην εποχή του αποικισμού, στην εποχή των απελευθερωτικών κινημάτων και στην εποχή της ιδεολογικής αντίθεσης των δύο στρατοπέδων, πρέπει τώρα να προχωρήσει σε εύθετο χρόνο. Αυτό είναι που θα οδηγήσει βαθμιαία τις διαφορετικές κοινωνίες στην υιοθέτηση της Αγοράς, της Δημοκρατίας και των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, εξαλείφοντας τα υπολείμματα του ασυνειδήτου και προετοιμάζοντας ένα ασφαλέστερο -από αποτυχία- έδαφος για την παγκοσμιοποίηση.
Στην αμερικανική πολιτική επιστήμη και ανάλυση της εξωτερικής πολιτικής, υπάρχει επίσης μια νέα δημοσίευση μιας καθαρά παγκόσμιας θεωρίας, η οποία παρουσιάζεται αυτή τη φορά στα δοκίμια του Thomas Barnett. Η σημασία αυτής της ιδέας έγκειται στο ότι η τεχνολογική ανάπτυξη καθιερώνει μια ζωνική διαίρεση όλων των εδαφών στη γη, σε τρεις περιοχές: τον πυρήνα, τη ζώνη διασύνδεσης και τη ζώνη αποσύνδεσης. Ο Barnett πιστεύει ότι οι δικτυακές διαδικασίες περνούν ελεύθερα διαμέσου των συνόρων, των κυβερνήσεων και των πολιτισμών, και δημιουργούν με τον δικό τους τρόπο τον στρατηγικό χώρο του κόσμου. Οι ΗΠΑ και η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ο πυρήνας. Εδώ βρίσκονται συγκεντρωμένοι όλοι οι κώδικες των νέων τεχνολογιών και των κέντρων λήψης αποφάσεων. Η πλειοψηφία των άλλων χωρών, που είναι καταδικασμένες σε μια σχέση «χρήστη» προς το δίκτυο, αποτελούν τη ζώνη της διασύνδεσης (αυτές είναι αναγκασμένες να χρησιμοποιήσουν έτοιμα τεχνολογικά μέσα και για να προσαρμοστούν στους κανόνες που επεξεργάζεται ο πυρήνας). Στη ζώνη της αποσύνδεσηςανήκουν οι χώρες και οι πολιτικές δυνάμεις που έχουν σταθεί σε άμεση αντίθεση προς τις ΗΠΑ, τη Δύση και τη παγκοσμιοποίηση. Για τον Thomas Barnett (όπως για τον Daniel Bell), «η τεχνολογία είναι πεπρωμένο». Σε αυτήν ενσωματώνεται η πεμπτουσία του πολιτισμού που κατανοείται καθαρά τεχνολογικά, σχεδόν όπως με τον Spengler, αλλά με μια θετική ένδειξη...
Η παγκοσμιοποίηση και ο πολιτισμός (υπό μια μοναδική έννοια), σύμφωνα με το πνεύμα των προηγούμενων ιδεών του Fukuyama, απεικονίζονται στις κατασκευές του Barnett. Εδώ μόνο ο πυρήνας αναγνωρίζεται ως ένα θέμα, το υπόλοιπο υπόκειται σε μια εξωτερική καθοδήγηση, δηλαδή σε μια απο-θεματοποίηση και απο-κυριαρχία.

.~`~.
II
Αναστοχασμός των ιδεολογιών

α´
Ο Φιλελευθερισμός, ο οποίος ανέκαθεν επέμενε στην υποβάθμιση της σημασίας της πολιτικής, αποφάσισε να την καταργήσει τελείως μετά τον θρίαμβο του. Ίσως το έκανε για να αποτρέψει την άνοδο άλλων εναλλακτικών πολιτικών λύσεων και να εξασφαλίσει την αιώνια εξουσία του ή επειδή η πολιτική ατζέντα του έχει απλά λήξει λόγω απουσίας ιδεολογικών ανταγωνιστών, την ύπαρξη των οποίων ο Carl Schmitt είχε θεωρήσει απολύτως απαραίτητη για την ορθή σύνθεση μιας πολιτικής θέσης. Ανεξάρτητα από τη λογική, ο Φιλελευθερισμός έκανε ότι ήταν δυνατό για να εξασφαλίσει την κατάρρευση της πολιτικής. Συγχρόνως, ο ίδιος έχει αλλάξει, περνώντας από το επίπεδο των ιδεών, τα πολιτικά προγράμματα και τις διακηρύξεις, στο επίπεδο της πραγματικότητας, διαπερνώντας την ίδια τη σάρκα του κοινωνικού ιστού, ο οποίος κατακλύστηκε από τον Φιλελευθερισμό και άρχισε, με τη σειρά του, να φαίνεται ως η φυσική τάξη πραγμάτων. Αυτό παρουσιάστηκε όχι ως μια πολιτική διαδικασία, αλλά σαν μια φυσική και οργανική διαδικασία.
Το αποτέλεσμα αυτού του ιστορικού μετασχηματισμού ήταν ότι όλες οι πολιτικές ιδεολογίες, οι οποίες αντιμάχονταν μεταξύ τους κατά τον τελευταίο αιώνα, έχασαν το κύρος τους. Ο Συντηρητισμός, ο Φασισμός και ο Κομουνισμός, μαζί με τις διάφορες παραλλαγές τους, έχασαν τη μάχη και ο Φιλελευθερισμός, θριαμβεύοντας, μεταλλάχτηκε σε lifestyle: σε καταναλωτισμό, ατομικισμό και σε μια μεταμοντέρνα εκδήλωση της κατακερματισμένης υπο–πολιτικής ύπαρξης. Η Πολιτική έγινε βιοπολιτική, μετακινούμενη στο ατομικό και υποατομικό επίπεδο. Φάνηκε, έτσι, ότι δεν ήταν μόνον οι ηττημένες πολιτικές ιδεολογίες που εγκατέλειψαν τη σκηνή, αλλά και η ίδια η πολιτική – ακόμα και ο Φιλελευθερισμός με τις ιδεολογικές μορφές του. Γι'αυτό έγινε σχεδόν αδύνατη η εμφάνιση μιας εναλλακτικής πολιτικής. Αυτοί που δεν συμφωνούν με τον Φιλελευθερισμό βρίσκονται σε δύσκολη θέση: o θριαμβευτής εχθρός τους έχει διαλυθεί και εξαφανιστεί, και φαίνονται σαν να πολεμούν τον αέρα. Πώς μπορεί να συμμετέχει κάποιος στην πολιτική, εάν δεν υπάρχει καμιά πολιτική;...
Ο 20ος αιώνας έχει τελειώσει, αλλά μόνο τώρα αρχίζουμε να το συνειδητοποιούμε και να το καταλαβαίνουμε πραγματικά. Ο 20ος αιώνας ήταν ο αιώνας της ιδεολογίας. Εάν στους προηγούμενους αιώνες η θρησκεία, οι δυναστείες, τα τσιφλίκια, οι τάξεις και τα έθνη-κράτη διαδραμάτισαν έναν τεράστιο ρόλο στην ζωή των λαών και των κοινωνιών, στον 20ο αιώνα η πολιτική μετατοπίστηκε σε μια καθαρά ιδεολογική σφαίρακαι ξανασχεδίασε με νέο τρόπο τον χάρτη των εθνοτήτων, των πολιτισμών και του κόσμου. Αφ'ενός, οι πολιτικές ιδεολογίες αντιπροσώπευσαν διάφορες πρώιμες και βαθιά ριζωμένες πολιτιστικές τάσεις και, αφ'ετέρου, ήταν εντελώς καινοτόμες. Όλες οι πολιτικές ιδεολογίες που έφτασαν στην κορυφή της κυριαρχίας και επιρροής τους στον 20ο αιώνα ήταν το προϊόν της νέας, σύγχρονης εποχής και ενσωμάτωναν το πνεύμα της, αν και με διάφορους τρόπους και κάτω από διαφορετικά σύμβολα. Σήμερα όλοι μιλούν όλο και πιο συχνά για την «κρίση της ιδεολογίας» ή ακόμα και για το «τέλος της ιδεολογίας» [The End of Ideology, Daniel Bell, 1960]...
...κατά το τέλος του 20ού αιώνα, η φιλελεύθερη θεωρία ήταν η μόνη που παρέμεινε από τις τρεις θεωρίες του Νεωτερισμού, ούσα ικανή να κινητοποιήσει μεγάλες μάζες σε ολόκληρο τον κόσμο. Εν τούτοις, τώρα που έμεινε μόνη της, όλοι μιλούν για «το τέλος της Ιδεολογίας». Γιατί;
Αποδείχτηκε, λοιπόν, ότι ο θρίαμβος του Φιλελευθερισμού, της πρώτης πολιτικής θεωρίας, συνέπεσε με το τέλος του. Αυτό φαίνεται παράδοξο αλλά δεν είναι... Η Ανθρωπότητα, υπό τον Φιλελευθερισμό, αποτελείται εξ'ολοκλήρου από άτομα, τραβιέται φυσικά προς την καθολικότητα και επιδιώκει να γίνει ενιαία και παγκόσμια. Έτσι γεννιούνται τα προγράμματα της «παγκόσμιας κυβέρνησης» ή παγκοσμιοποίησης... Οι αξίες του ορθολογισμού, του επιστημονισμού και του θετικισμού αναγνωρίζονται ως «καλυμμένες μορφές κατασταλτικών, ολοκληρωτικών πολιτικών» ή του «μεγάλου αφηγήματος» και επικρίνονται. Συγχρόνως, αυτό συνοδεύεται από την εξύμνηση της πλήρους ελευθερίας και ανεξαρτησίας του ατόμου από οποιοδήποτε είδος περιορισμών, συμπεριλαμβανομένων της λογικής, της ηθικής, της ταυτότητας (κοινωνικής, εθνικής, ή ακόμα και του γένους), της πειθαρχίας κ.λπ. Αυτή είναι η συνθήκη του Μεταμοντερνισμού. Σε αυτό το στάδιο, ο Φιλελευθερισμός παύει να είναι η πρώτη πολιτική θεωρία και γίνεται η μόνη μετα-πολιτική πρακτική. Έρχεται το «Τέλος της Ιστορίας» του Fukuyama και η Οικονομία, στη μορφή της παγκόσμιας καπιταλιστικής αγοράς, αντικαθιστά την πολιτική. Τα κράτη και τα έθνη διαλύονται μέσα στο χωνευτήρι της παγκοσμιοποίησης. Έχοντας θριαμβεύσει ο Φιλελευθερισμός, εξαφανίζεται και μετατρέπεται σε μια διαφορετική οντότητα - στον Μετα-Φιλελευθερισμό. Δεν έχει πλέον πολιτικές διαστάσεις, ούτε αντιπροσωπεύει την ελεύθερη επιλογή, αλλά γίνεται είδος ιστορικά αιτιοκρατικού «πεπρωμένου». Αυτή είναι η προέλευση της θέσης για τη μεταβιομηχανική κοινωνία: «η Οικονομία ως πεπρωμένο»...
Μερικοί μπορούν να υποστηρίξουν ότι οι φιλελέυθεροι ψεύδονται όταν μιλούν για το «τέλος της Ιδεολογίας» (αυτή ήταν η συζήτηση μου με τον φιλόσοφο Alexander Zinoviev). «Στην πραγματικότητα» παραμένουν οπαδοί της ιδεολογίας τους και αρνούνται απλά σε όλες τις άλλες να υπαρξουν. Αυτό δεν ισχύει επακριβώς. Όταν ο Φιλελευθερισμός μετασχηματίζεται από μια ιδεολογική διαρρύθμιση στη μόνη συνιστώσα της υπάρχουσας κοινωνικής και τεχνολογικής μας ύπαρξης, τότε δεν είναι πια μια «ιδεολογία», αλλά ένα υπαρξιακό γεγονός, μια αντικειμενική τάξη πραγμάτων. Αυτός προσπαθεί, επίσης, με οποιονδήποτε τρόπο, να δείξει ότι η πρόκληση στην υπεροχή του δεν είναι μόνο δύσκολη, αλλά και ανόητη. Στη μεταμοντέρνα εποχή, ο Φιλελευθερισμός κινείται από την περιοχή του υποκειμένου προς την περιοχή του αντικειμένου. Ίσως αυτό οδηγήσει στην πλήρη αντικατάσταση της πραγματικότητας από την εικονικότητα...
Το τέλος του Φασισμού, αρκετά παρόμοιο με το τέλος του Κομμουνισμού, δεν ήταν απλά μια τυχαία παρανόηση, αλλά η έκφραση μια καθαρής ιστορικής λογικής. Αυτές οι θεωρίες προκάλεσαν το πνεύμα του Μοντερνισμού και χάθηκαν (ο Φασισμός το έκανε αυτό σχεδόν ανοιχτά, ο Κομμουνισμός πιο συγκεκαλυμμένα - δείτε την αναθεώρηση της σοβιετικής περιόδου ως μια ειδική «εσχατολογική» έκδοση της παραδοσιακής κοινωνίας από τον Mikhail S. Agursky ή τον Sergei Kara-Murza)... Θεωρητικά, το «τέλος της Ιστορίας» θα μπορούσε να ήταν διαφορετικό: ένα «Παγκόσμιο Τρίτο Ράιχ» εάν είχαν κερδίσει οι ναζί ή ο «Παγκόσμιος Κομμουνισμός» εάν ήταν σωστοί οι κομμουνιστές. Εντούτοις, το «Τέλος της Ιστορίας» έχει αποδειχθεί ότι είναι ακριβώς φιλελεύθερο. Ο φιλόσοφος Alexandre Kojeve ήταν από τους πρώτους που το προέβλεψαν. Οι ιδέες του επαναδιατυπώθηκαν από τον Francis Fukuyama.
Το είδος του Μεταμοντερνισμού που πραγματοποιείται αυτή την περίοδο, ο Μετα-φιλελεύθερος Μεταμοντερνισμός, ακυρώνει την αυστηρή λογική του ίδιου του Μοντερνισμού: μετά την επίτευξη του στόχου, τα βήματα που ακολουθήθηκαν για την επίτευξη του χάνουν τη σημασία τους. Η πίεση του ιδεολογικού κελύφους γίνεται ελαστικότερη. Η δικτατορία των ιδεών αντικαθίσταται από την δικτατορία των πραγμάτων, των κωδίκων πρόσβασης και των bar codes... Ο Φιλελευθερισμός ανέπτυξε άψογα όπλα που στόχευσαν στην επίτευξη των άμεσων εναλλακτικών λύσεων του και αποτέλεσαν τη βάση για τη νίκη του. Είναι, όμως, αυτή η ίδια η νίκη του εκείνη που αποτελεί τον μεγαλύτερο κίνδυνο γι'αυτόν.

β´
Το αφήγημα της εποχής μας όσον αφορά στην ιστορία των ιδεών ή της πολιτικής φιλοσοφίας, είναι γνώριμο. Μπορεί σύντομα να περιγραφεί ως εξής: Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα αναδείχθηκαν τρεις μεγάλες πολιτικές ιδεολογίες - ο συντηρητισμός, ο φιλελευθερισμός και ο σοσιαλισμός. Έκτοτε και οι τρεις (αλλάζοντας διαρκώς προσωπεία) βρίσκονται σε μόνιμη διαπάλη μεταξύ τους... Αναμφίβολα, ο περισσότερος κόσμος πιστεύει ότι οι ιδεολογίες αυτές έχουν ουσιώδεις διαφορές. Αλλά όσο πιο κοντά κανείς κοιτάξει τις θεωρητικές διατυπώσεις, αλλά και τις έμπρακτες πολιτικές τους διαμάχες, τόση περισσότερη ασυμφωνία ανακαλύπτει σχετικά με τις υποτιθέμενα ουσιώδεις διαφορές...
Όλο αυτό το μπέρδεμα και η νοηματική σύγχυση που ενεπλάκη στο θέμα της κατάλληλης σχέσης κράτους και κοινωνίας μας επιτρέπει να καταλάβουμε τον λόγο για τον οποίο ποτέ δεν είμαστε απόλυτα σίγουροι για το πόσες διακριτές ιδεολογίες δημιουργήθηκαν τον 19ο αιώνα. Τρεις; Δύο; Μόνο μία;...
Το επακόλουθο των σοσιαλφιλελεύθερων συμμαχιών ήταν η ανάδειξη ενός σοσιαλιστικού φιλελεύθερισμού. Το επακόλουθο φιλελευθεροσυντηρητικών συμμαχιών ήταν ένα είδος συντηρητικού φιλελευθερισμού. Εν ολίγοις, καταλήξαμε να έχουμε δύο παραλλαγές του φιλελευθερισμού. Οι σοσιαλσυντηρητικές συμμαχίες, πιο σπάνιες, ήταν κατ'ουσίαν εφήμερες κινήσεις τακτικής. Θα μπορούσε πάντως κάποιος να αναρωτηθεί, μήπως θα έπρεπε να δούμε τους ποικίλους «ολοκληρωτισμούς» του 20ου αιώνα ως μια πιο ανθεκτική στον χρόνο εκδοχή αυτών των συμμαχιών, υπό την έννοια ότι συναποτέλεσαν μια μορφή συντηρητισμού που ήταν συγχρόνως και λαϊκιστικός και κοινωνικός. Αν είναι έτσι, οι ολοκληρωτισμοί αυτοί δεν ήταν παρά ένας άλλος τρόπος με τον οποίο ο φιλελευθερισμός παρέμεινε στην κεντρική σκηνή, ως αντίθεση στο μανιχαϊστικό δράμα. Πίσω από το προσωπείο της έντονης αντίθεσης στον φιλελευθερισμό, βρίσκει κανείς, ως βασικό συστατικό των απαιτήσεων όλων αυτών των καθεστώτων, την ίδια πίστη στην πρόοδο μέσω παραγωγικότητας, κάτι που υπήρξε το ευαγγέλιο των φιλελευθέρων. Έτσι, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι ακόμα και σοσιαλιστικός συντηρητισμός (ή ο συντηρητικός σοσιαλισμός) ήταν, κατά κάποιον τρόπο, μια παραλλαγή του φιλελευθερισμού, η διαβολική του μορφή. Σε ποιά περίπτωση, λοιπόν, δεν θα ήταν σωστό να συμπεράνουμε ότι από το 1789 και μετά υπήρξε μόνο μια πραγματική ιδεολογία, ο φιλελευθερισμός, σε τρεις διαφορετικές παραλλαγές ως προς την απόχρωση;
Φυσικά, μια τέτοια δήλωση, πρέπει να εξηγηθεί λεπτομερώς με ιστορικούς όρους. Η περίοδος 1789-1848 ξεχωρίζει ως περίοδος μεγάλης ιδεολογικής μάχης μεταξύ ενός συντηρητισμού που απέτυχες εντέλει να βρει μια τελειοποιημένη μορφή και ενός φιλελευθερισμού σε αναζήτηση πολιτισμικής ηγεμονίας. Η περίοδος 1848-1914 (ή 1917) ξεχωρίζει ως η περίοδος στην οποία ο φιλελευθερισμός κυριάρχησε στη σκηνή χωρίς σοβαρό αντίπαλο, ενώ ο μαρξισμός προσπαθούσε να συγκροτήσει μια σοσιαλιστική ιδεολογία ως ανεξάρτητον πόλο, αλλά με όχι εντελώς επιτυχημένα αποτελέσματα. Θα μπορούσε, λοιπόν, κάποιος να υποστηρίξει (και ο ισχυρισμός αυτός θα ήταν ο πλέον αμφιλεγόμενος) ότι η περίοδος 1917-1968 (ή 1989) αντιπροσώπευε την αποθέωση του φιλελευθερισμού σε παγκόσμιο επίπεδο. Υπό αυτό το πρίσμα, παρότι ο λενινισμός διετείνετο ότι ήταν μια ιδεολογία σε βίαιη αντιπαράθεση με τον φιλελευθερισμό, στην ουσία δεν ήταν παρά μια μετενσάρκωση της.
Είναι εν τέλει δυνατόν να ξεπεράσουμε τώρα τις ιδεολογίες, να ξεπεράσουμε, δηλαδή την κυρίαρχη φιλελεύθερη ιδεολογία; Το ερώτημα έχει απερίφραστα και επανειλημμένα τεθεί μετά την παγκόσμια επανάσταση του 1968. Διότι εναντίον ποιου άλλου επιτίθεντο οι επαναστάτες του 1968, αν όχι εναντίον του φιλελευθερισμού, της ιδεολογίας, δηλαδή, εκείνης που λειτούργησε ως ιδεολογία της καπιταλιστικής κοσμο-οικονομίας;
Πολλοί από εκείνους που ενεπλάκησαν στις συγκρούσεις του 1968, χωρίς αμφιβολία έντυσαν τα αιτήματα τους με μια μαοϊκή προβληματική ή με κάποια άλλη παραλλαγή του μαρξισμού. Αλλά αυτό δεν τους εμπόδισε καθόλου να βάζουν και τους μαρξιστές στο ίδιο φιλελεύθερο καζάνι, απορρίπτοντας τόσο τον επίσημο σοβιετικό μαρξισμό όσο και τα μεγάλα κομμουνιστικά κόμματα του εκβιομηχανισμένου κόσμου. Και όταν, την περίοδο μετά το 1968, τα πιο «συντηρητικά» στοιχεία επεδίωξαν να διατυπώσουν μια απάντηση στους επαναστάτες του 1968, έδωσαν στον εαυτό τους το όνομα «νεοφιλελεύθεροι».
Πρόσφατα, το Publisher's Weekly, στην κριτική ενός βιβλίου του Kołakowski, συνόψισε τις σκέψεις του ως εξής:
Και εάν η ανάλυση μας είναι σωστή, πρέπει να αναρωτηθούμε εάν ποτέ υπήρξε στιγμή που οι ιδεολογίες αυτές ήταν πράγματι αμοιβαία αλληλοαποκλειόμενες. Το καινούργιο δεν είναι η σύγχυση που επικρατεί σχετικά με το νόημα και την ισχύ του φιλελευθερισμού, της μεγαλύτερης ηγεμονικής ιδεολογίας της καπιταλιστικής κοσμο-οικονομίας: Αυτό πάντα γινόταν. Το καινούργιο είναι ότι για πρώτη φορά στην ιστορία του ως κυρίαρχης ιδεολογίας από το 1848, ο φιλελευθερισμός, που κατά βάθος δεν είναι τίποτε άλλο παρά η νεωτερικότητα, αμφισβητείται ξανά εκ βάθρων...
Η εναλλακτική πρόταση του 1968 σύντομα αποδείχτηκε άνευ νοήματος, και η εναλλακτική λύση του 1989 δεν θ'αργήσει ν'αποδειχτεί άνευ νοήματος... Το αληθινό νόημα της «Κατάρρευσης των Κομμουνισμών» είναι η οριστική κατάρρευση του φιλελευθερισμού ως ηγεμονικής ιδεολογίας... Οι τελευταίοι σοβαροί πιστοί των επαγγελιών του φιλελευθερισμού ήταν τα παλαιού τύπου κομμουνιστικά κόμματα στο τέως κομμουνιστικό μπλόγκ.

γ´
Οι απολογητές του δυτικού συστήματος, που πανηγυρίζουν τη νίκη του πάνω στον κομμουνισμό, διαιωνίζουν την τωρινή στιγμή και μιλούν για το τέλος της ιστορίας. Το συναφές με τούτο εδώ τέλος των ιδεολογιών θα έρθει, όπως λέγεται, επειδή μία από τις ιδεολογίες αυτές επιβλήθηκε τάχα και εξάλειψε τις υπόλοιπες'αν η νικηφόρα ιδεολογία θα ισχύει εις τους αιώνας των αιώνων, τότε προφανώς οι διανοούμενοι θα έχουν λίγα πράγματα να κάμουν. Η δική μου διάγνωση διαφέρει ριζικά από τέτοιες κατασκευές. Κατά τη γνώμη μου ούτε η ιστορία τελείωσε ούτε στο μέλλον θα εκλείψει η απολογητική ή πολεμική δραστηριοποίηση των διανοουμένων. Στο τέλος της έφτασε απλώς μία ιστορική εποχή, και μαζί της στέρεψαν τώρα τα τρία μεγάλα πολιτικά-ιδεολογικά ρεύματα που τη χαρακτήρισαν: ο συντηρητισμός, ο φιλελευθερισμός και ο σοσιαλισμός (η κοινωνική δημοκρατία). Στα πολιτικά μου έργα εξήγησα διεξοδικά πώς οι ιδεολογίες αυτές έχασαν βαθμηδόν τους κοινωνικούς τους φορείς και τις κοινωνικές τους αναφορές, έτσι ώστε η χρήση τους έγινε αυθαίρετη, και μάλιστα εναλλακτική. Η κατάρρευση του κομμουνισμού έκαμε τις πολιτικές μας έννοιες ακόμη πιο περιττές. Γιατί μόλις τώρα, μετά το εξαιρετικά δραματικό κοσμοϊστορικό επεισόδιο του Ψυχρού Πολέμου, έρχονται στην επιφάνεια οι βαθύτερες κινητήριες δυνάμεις της μελλοντικής πλανητικής πολιτικής, οι οποίες συσσωρεύονταν, πολλές φορές ανεπαίσθητα, κάτω από τη Θυελλώδη πολιτική ιστορία του 20ού αι.
Μια τρομακτική ένταση δημιουργείται τώρα από το γιγάντωμα μαζικοδημοκρατικών προσδοκιών σε παγκόσμια κλίμακα, ενώ παράλληλα ο πλανήτης γίνεται στενότερος εξ αιτίας της πληθυσμιακής έκρηξης και της διαγραφόμενης σπανής οικολογικών και λοιπών αγαθών. Πρέπει λοιπόν να αναμένονται βίαιοι ανταγωνισμοί και συγκρούσεις, και μέσα σ’ όλα αυτά ως ο χειρότερος κίνδυνος ίσως δεν θ’ αποδειχθεί καν ο πόλεμος, παρά μια διαρκής κατάσταση αχαλίνωτης ανομίας. Δεν αποκλείεται η πολιτική, αφού έχει ήδη λάβει οικονομικό χαρακτήρα, να λάβει στο μέλλον χαρακτήρα βιολογικό, σε περίπτωση όπου θα αναγκαζόταν να συρρικνωθεί στην κατανομή ζωτικών αγαθών. Αν στο πλαίσιο αυτό θα γεννηθούν νέες ιδεολογίες ή θα χρησιμοποιηθούν κατάλοιπα των παλαιών σε νέα συσκευασία, αυτό εξαρτάται από την υφή και την ένταση των συγκρούσεων. Δύσκολα μπορώ να φαντασθώ ότι θα υπάρξουν πολλά περιθώρια για ιδεολογική δραστηριότητα αν οι άνθρωποι αναγκασθούν να πολεμήσουν για τροφή, νερό ή και αέρα· ήδη σήμερα οι λεγόμενοι «οικονομικοί πρόσφυγες» δεν διαθέτουν κάποιαν ευκρινή ιδεολογία. Αν ωστόσο, μέσα σε πιο υποφερτές καταστάσεις, διαμορφωθούν καινούργιες ιδεολογίες, τότε η μορφή και το περιεχόμενο τους θα προσδιορισθούν από τον χαρακτήρα των υποκειμένων και των συνομαδώσεων της πλανητικής πολιτικής: θα είναι άραγε έθνη, θα είναι πολιτισμοί, θα είναι ίσως φυλές; Ό,τι κι αν είναι πάντως, θα υπάρξουν διανοούμενοι που θα προσφέρουν τις ιδεολογικές τους υπηρεσίες στην εκάστοτε «δικαία υπόθεση». Είναι σήμερα μόδα να παραπονιούνται οι πάντες, κατόπιν εορτής, για την εύκολη ιδεολογική παραπλάνηση των «πνευματικών ανθρώπων» και να καυτηριάζουν σε νέες παραλλαγές την trahison des clercs. Αλλά αυτός ήταν ανέκαθεν ο ρόλος των διανοουμένων: να παράγουν ιδεολογία, να προσφέρουν συνθήματα αξιοποιήσιμα στην πράξη. Γιατί θα έπρεπε να είναι ή να γίνουν αλλιώς τα πράγματα; Και στο κάτω-κάτω μόνον διανοούμενοι ισχυρίζονται ότι οι διανοούμενοι καταλαβαίνουν τον κόσμο καλύτερα από τους άλλους.

(I) α´ Το αόρατο χρονολόγιο της Σκέψης. Απαντήσεις σε 28 ερωτήματα. Εκδ. Νεφέλη. Απάντηση σε ερώτημα του Σπύρου Κουτρούλη. β´ Ένας επικίνδυνος νους. Η επίδραση του Καρλ Σμιτ στον ευρωπαϊκό μεταπολεμικό στοχασμό. Εκδ. Πόλις και Η έννοια του πολιτικού. Εκδ. Κριτική. γ´ Η τέταρτη πολιτική θεωρία. Εκδ. Έσοπτρον. (II) α´ Όμοίως. β´ Μετά τον Φιλελευθερισμό. Εκδ. Σύγχρονη Σκέψη. (εκτός τελευταίας παραγράφου) γ´ Το αόρατο χρονολόγιο της Σκέψης. Απαντήσεις σε 28 ερωτήματα. Εκδ. Νεφέλη. Απάντηση σε ερώτημα του Marin Terpstra.

.~`~.
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική

- Το μέλλον της Ε.Ε, η Ανατολική Ευρώπη -η Ουκρανία- και τα Βαλκάνια, ο Huntington, ο Brzezinski και οι πλανητικές πολιτικές των Η.Π.Α. Τα «Ανθρώπινα δικαιώματα», η «σύγκρουση των πολιτισμών» και τα «Ευρασιατικά Βαλκάνια» ως βαλκανοποίηση της υφηλίου και καλλιέργεια της ελεγχόμενης αναρχίας. Η απόρριψη του διλήμματος μεταξύ πυρηνικού ολοκαυτώματος ή πολιτιστικής ανυπαρξίας - προς μιας νέα ιστορική σύνθεση που θα εναντιώνεται στις θεωρίες και τους υπολογισμούς γραφείου-εργαστηρίου.


Viewing all articles
Browse latest Browse all 1483

Trending Articles