.
.~`~.
I
I
Ως πρόλογος
- Φορείς οικουμενικών ή κοσμοιστορϊκών ιδεών είναι ορισμένα έθνη, όχι ολόκληρος ο κόσμος... Η αντίληψη, ότι το ίδιο σχέδιο κοινωνικής οργάνωσης μπορεί και οφείλει στις γενικές του γραμμές να βρει πλανητική εφαρμογή, προβάλλει επιτακτικά στον παγκόσμιο ορίζοντα τη στιγμή όπου στην κοσμοιστορϊκή σκηνή εμφανίζονται δύο μεγάλη έθνη: η κομμουνιστική Ρωσσία και οι καπιταλιστικές Ηνωμένες Πολιτείες. Και οι δύο εκπροσωπούν και προωθούν, ως έθνη με φιλοδοξία μεγάλης παγκόσμιας Δύναμης, την προγραμματική σύνδεση της κοινωνικής και της πλανητικής έποψης, αν και με αντίθετα πρόσημα. Το ποιά πρόσημα θα επικρατούσαν εξαρτιόταν στο εξής από την έκβαση του αγώνα μεταξύ μεγάλων εθνών - κι όχι από τα εγγενή «προτερήματα του συστήματος» θεωρούμενα in abstracto. Το πλανητικό σχέδιο κοινωνικής οργάνωσης των κομμουνιστών ναυάγησε, με άλλα λόγια, όχι λόγω της ηθικής και οικονομικής κατωτερότητας, αλλά επειδή η εθνική ισχύς της Ρωσσίας προσέκρουσε στην υπέρτερη εθνική ισχύ των Ηνωμένων Πολιτειών (Το ίδιο θα μπορούσε να λεχθεί και σε σχέση με την προσπάθεια της εθνικοσοσιαλιστικής Γερμανίας να επιτύχει παγκόσμια κυριαρχία)...
- Στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου τονίσθηκε πολλές φορές η εσωτερική συνάρτηση του κομμουνισμού με την παγκόσμια πολιτική ισχύος του ρώσικου έθνους, γιατί η πολεμική της Δύσης ενδιαφερόταν έντονα να ξεσκεπάσει το συγκεκριμένο πολιτικό περιεχόμενο του συνθήματος του «προλεταριακού διεθνισμού». Αλλά με τη διάλυση του ανατολικού στρατοπέδου και της Σοβιετικής Ένωσης υπάρχει στη Δύση λιγότερη προθυμία να ερμηνεύσει κανείς τις εξελίξεις των πραγμάτων ως νίκη εθνών πάνω σε άλλα έθνη'θα φαινόταν ίσως πεζό και δεν θα έμοιαζε με ιδιαίτερα ένδοξο κατόρθωμα, αν κανείς έλεγε απλούστατα ότι το πιο πολυάριθμο και οικονομικά κατά πολύ υπέρτερο στρατόπεδο επικράτησε τελικά ενάντια στη Ρωσία.
Παναγιώτης Κονδύλης
Ποιο το πραγματικό μήνυμα του Putin
Ο μακαρίτης Παναγιώτης Κονδύληςείχε κάποτε παρατηρήσει ότι το αφήγημα του Ψυχρού Πολέμου θα έχανε πολλή από την αίγλη του αν η περιγραφή "ο καπιταλισμός νίκησε τον κομμουνισμό"αντικαθιστώνταν από την ακριβέστερη περιγραφή "η Αμερική νίκησε τη Ρωσία"...
Η παρατήρηση αυτή του Έλληνα φιλοσόφου φαντάζει απολύτως επίκαιρη σε μία συγκυρία κατά την οποία η αμερικανορωσική αντιπαράθεση, καίτοι δεν έχει πια γνωρίσματα ιδεολογικά παρά μόνον γεωπολιτικά, ξαναδίνει τον τόνο στη διεθνή σκηνή. Σε σημείο μάλιστα ώστε αναλυτές να χαρακτηρίζουν την μεταψυχροπολεμική εικοσαετία ως "απλή παρένθεση".
Τον Ρώσο πρόεδρο Vladimir Putin θα μπορούσε κανείς να τον χαρακτηρίσει κυνικό, όχι όμως και ανορθολογικό. Μένει λοιπόν να ερμηνευθεί το ποιοί υπολογισμοί τον ώθησαν στο βήμα που δεν είχε αποτολμήσει ποτέ ως τώρα, ήτοι την de jure εδαφική επέκταση της Ρωσικής Ομοσπονδίας - όταν σε αντίστοιχα προηγούμενα του μετασοβιετικού χώρου (π.χ. την Αμπχαζία, τη Νότια Οσετία ή την Υπερδνειστερία, η οποία σε δημοψήφισμα το 2006 είχε επίσης επιλέξει την ένωση με τη Ρωσία) προτίμησε τη λογική των "γκρίζων ζωνών"και των "παγωμένων συγκρούσεων".
Στην ομιλία του την Τρίτη ενώπιον των δύο σωμάτων του Ρωσικού Κοινοβουλίου (η οποία συγκεφαλαιώνει θέματα που ο Ρώσος πρόεδρος έχει ήδη αναπτύξει στην πολυσυζητημένη εισήγησή του στο Συνέδριο Ασφαλείας του Μονάχου τον Φεβρουάριο του 2007και στην επιφυλλίδα του στους New York Times τον Σεπτέμβριο του 2013) ο Putin εκθέτει με μεγάλη ευκρίνεια τις απόψεις του [ολόκληρη η ομιλία κάτωθι - V]: "Αντιλαμβανόμαστε τι συμβαίνει. Αντιλαμβανόμαστε ότι οι αυτές οι ενέργειες (της Δύσης στην ουκρανική κρίση) στρέφονταν εναντίον της Ουκρανίας και της Ρωσίας και εναντίον της Ευρασιατικής ολοκλήρωσης. Και αυτό, ενώ η Ρωσία πασχίζει για διάλογο με τους εταίρους μας στη Δύση. Προτείνουμε διαρκώς συνεργασία σε όλα τα θέματα-κλειδιά, επιθυμούμε να ενδυναμώσουμε το επίπεδο της μεταξύ μας εμπιστοσύνης και να έχουμε σχέσεις ισότιμες, ανοιχτές και δίκαιες. Αλλά δεν είδαμε βήματα ανταπόκρισης".
Επικαλούμενος το παράδειγμα του Κοσσυφοπεδίου και τη νομική επιχειρηματολογία που ανέπτυξαν τότε οι ΗΠΑ (ότι δηλ. η άσκηση του δικαιώματος στην αυτοδιάθεση μπορεί να αποτελεί παραβίαση του εθνικού δικαίου, αλλά όχι του διεθνούς), ο Putin κατηγόρησε τις χώρες της Δύσης "όχι απλώς για δύο μέτρα και σταθμά, αλλά για πρωτόγονο, ωμό κυνισμό". Κυρίως, όμως, έκλεισε τους λογαριασμούς του με την προηγούμενη εικοσαετία απευθύνοντας ένα μήνυμα εκτός και ένα εντός του μετασοβιετικού χώρου. "Αφότου εξέλιπε ο διπολισμός στον πλανήτη"τόνισε "δεν υπάρχει πια σταθερότητα. Βασικοί διεθνείς θεσμοί αποδυναμώνονται, αντί να ενισχύονται. Οι δυτικοί εταίροι μας, υπό την ηγεσία των ΗΠΑ προτιμούν να μην καθοδηγούνται από το διεθνές δίκαιο στις πολιτικές επιλογές τους, αλλά από τον νόμο των όπλων. Έχουν φθάσει να πιστεύουν τόσο πολύ στην δική τους "αποκλειστικότητα"και "εξαίρεση", ώστε να θεωρούν ότι μπορούν να αποφασίζουν τις τύχες όλου του κόσμου".
Επιστρέφοντας δε κατά κάποιον τρόπο στη γνωστή παλαιότερη ρήση του ότι "η διάλυση της ΕΣΣΔ υπήρξε η μεγαλύτερη γεωπολιτική καταστροφή του 20ού αιώνα", περιέγραψε το πώς "οι άνθρωποι κοιμήθηκαν σε άλλη χώρα το βράδυ και ξύπνησαν σε άλλη χώρα το πρωϊ". Μολονότι μάλιστα δεν παρέλειψε να αναγνωρίσει τις δοκιμασίες των Ουκρανών, των Τατάρων (αλλά και των ίδιων των Ρώσων) κατά τη σταλινική εποχή, η νοσταλγία του για "τη μεγάλη χώρα που έπαψε να υπάρχει" (με κύρια ευθύνη, όπως είπε, της ίδιας της Ρωσίας) ήταν εμφανής. Και ενώ τόνισε ότι ο ίδιος παρέβλεψε συνειδητά στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας το ζήτημα της ακριβούς οριοθέτησης των χερσαίων και θαλάσσιων συνόρων με την Ουκρανία, χάριν των "αδελφικών σχέσεων"με τη γειτονική χώρα, τώρα "που όλα έχουν ανατραπεί"στέλνει ένα μήνυμα σχεδόν τρομακτικό: ότι δηλ. το ρωσικό έθνος είναι "ίσως το μεγαλύτερο που μοιράζεται σε τόσα διαφορετικά κράτη".
Προς τους λοιπούς πάλαι ποτέ πολίτες της ΕΣΣΔ ο Putin εμφανίζει τη χώρα του ως συνώνυμο της ευημερίας, επιδεικνύοντας "απόλυτη κατανόηση"για τους λόγους που έβγαλαν τους Ουκρανούς στους δρόμους μετά από δύο δεκαετίες κυριαρχίας των ολιγαρχών και υπενθυμίζοντας ότι το 12% του ουκρανικού ΑΕΠ οφείλεται στα εκατομμύρια των πολιτών που εργάζονται στη Ρωσία "όχι σε κάποια Silicon Valley, αλλά ως ημερήσιοι μετανάστες"...
Στην πραγματικότητα, το διάγγελμα του Putin μοιάζει να έλαβε τη μορφή του τη μέρα που ο μεταβατικός πρωθυπουργός της Ουκρανίας Arsenyi Yatseniuk έγινε δεκτός στον Λευκό Οίκο. Εφόσον η Ουάσιγκτον αυτοπαγιδεύθηκε χαράζοντας "κόκκινη γραμμή"σε ό,τι αφορά τη διαιώνιση και νομιμοποίηση της νέας εξουσίας του Κιέβου, η Μόσχα επίσης δεν είχε κανένα κίνητρο συναλλαγής και καμία δίοδο υποχώρησης ως προς την Κριμαία. Όσο για τον πρώτο γύρο των ευρω-αμερικανικών κυρώσεων ήταν τέτοιος που η ρωσική πλευρά μοιάζει σαν να προκαλεί τη Δύση να αναγνωρίσει δημοσίως ότι δεν είναι σε θέση να προχωρήσει σε δεύτερο και ισχυρότερο. Φυσικά το ρίσκο είναι τεράστιο. Όμως αρκεί να παρατηρήσει κανείς ότι με ομόφωνο ψήφισμά τους τα μέλη του ρωσικού κοινοβουλίου ζητούν να συμπεριληφθούν και αυτά στις λίστες αξιωματούχων στους οποίους επιβλήθηκαν κυρώσεις - και επελέγησαν μάλλον με κριτήριο τις κατά καιρούς συνεντεύξεις τους στα μίντια...
Μπορούμε πάντοτε να θεωρήσουμε ότι ο Putin πλέον άγεται από ένα κύμα εθνικισμού που σαρώνει μετά την ουκρανική κρίση τους Ρώσους εντός και εκτός Ρωσίας - και εκτοξεύει τη δημοτικότητά του στις δημοσκοπήσεις. Όμως κάτι τέτοιο, θα σήμαινε ότι υποτιμούμε την υλικότητα των ιδεολογιών και την συνοχή που προσφέρει αυτή τη στιγμή η "πατριωτική έξαρση"στο ρωσικό σύστημα. Κυρίως όμως θα σήμαινε ότι υποτιμούμε το πόσο ισχυρό νεύρο άγγιξε η εμφάνιση των ένοπλων ακροδεξιών στους δρόμους του Κιέβου - όταν το ιστορικό ίχνος των 25 εκατ. σοβιετικών νεκρών του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου και η "αντιφασιστική νίκη στον Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο"αποτελούν το κυριότερο ιδεολογικό "τσιμέντο"της μετασοβιετικής Ρωσίας.
Κώστας Ράπτης
Πηγή
Πηγή
Ως επίλογος
Η σταλινική Σοβιετική Ένωση νίκησε τον εθνικοσοσιαλισμό, όχι η φιλελεύθερη Γαλλία και η κοινοβουλευτική Αγγλία. Και οι προϋποθέσεις για την επιτυχή στρατιωτική επέμβαση των Ηνωμένων Πολιτειών στη Δυτική Ευρώπη το 1944 δημιουργήθηκαν και αυτές στο Στάλινγκραντ.
Παναγιώτης Κονδύλης
.~`~.
II
II
Ο κεντρικός στόχος της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, είναι να αποτελούν οι ΗΠΑ τον ηγεμόνα του Δυτικού Ημισφαιρίου και να μην έχουν κανέναν αντίπαλο ηγεμόνα είτε στην Ευρώπηείτε στη Βορειοανατολική Ασία. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θέλουν έναν ανταγωνιστή ηγεμόνα. Την επαύριον του Ψυχρού Πολέμου, οι διαμορφωτές πολιτικής των ΗΠΑ παραμένουν σταθερά δεσμευμένοι σε αυτόν τον σκοπό. Ας λάβουμε υπόψη το παρακάτω απόσπασμα από ένα κείμενο σχεδιασμού του Πενταγώνου, το οποίο διέρευσε στον Τύπο το 1992: «Ο πρώτος αντικειμενικός σκοπός μας είναι να εμποδίσουμε την επανεμφάνιση ενός νέου αντιπάλου... ο οποίος θέτει απειλή του είδους και της κλίμακας που είχε θέσει στο παρελθόν η Σοβιετική Ένωση... Το νέο επίκεντρο που θα πρέπει να έχει τώρα η στρατηγική μας είναι η παρεμπόδιση της εμφάνισης οποιουδήποτε δυνητικού πλανητικού ανταγωνιστή».
...ο πολυεθνικός και ιδιαίτερος χαρακτήρας της αμερικανικής κοινωνίας κατέστησε ευκολότερο για τις Η.Π.Α να παγκοσμιοποίησουν την ηγεμονία τους χωρίς να -αφεθεί να- φανεί πως είναι αυστηρά εθνική.
Για παράδειγμα, μια προσπάθεια της Κίνας να επιδιώξει παγκόσμια πρωτοκαθεδρία θα αντιμετωπιζόταν αναπόφευκτα από άλλους ως μια προσπάθεια να επιβάλει εθνική ηγεμονία. Για να το θέσουμε απλά, ο οποιοσδήποτε μπορεί να είναι Αμερικανός, αλλά μόνον ο Κινέζος μπορεί να είναι Κινέζος -και αυτό βάζει ένα επιπλέον και σημαντικό εμπόδιο στον τρόπο οποιασδήποτε ουσιαστικά εθνικής παγκόσμιας -προσπάθειας- ηγεμονίας.
.~`~.
III
III
Διευρυμένο μέρος του άνωθεν αποσπάσματος από τον Παναγιώτη Κονδύλη
Φορείς οικουμενικών ή κοσμοιστορϊκών ιδεών είναι ορισμένα έθνη, όχι ολόκληρος ο κόσμος... Η αντίληψη, ότι το ίδιο σχέδιο κοινωνικής οργάνωσης μπορεί και οφείλει στις γενικές του γραμμές να βρει πλανητική εφαρμογή, προβάλλει επιτακτικά στον παγκόσμιο ορίζοντα τη στιγμή όπου στην κοσμοιστορϊκή σκηνή εμφανίζονται δύο μεγάλη έθνη: η κομμουνιστική Ρωσσία και οι καπιταλιστικές Ηνωμένες Πολιτείες. Και οι δύο εκπροσωπούν και προωθούν, ως έθνη με φιλοδοξία μεγάλης παγκόσμιας Δύναμης, την προγραμματική σύνδεση της κοινωνικής και της πλανητικής έποψης, αν και με αντίθετα πρόσημα. Το ποιά πρόσημα θα επικρατούσαν εξαρτιόταν στο εξής από την έκβαση του αγώνα μεταξύ μεγάλων εθνών - κι όχι από τα εγγενή «προτερήματα του συστήματος» θεωρούμενα in abstracto. Το πλανητικό σχέδιο κοινωνικής οργάνωσης των κομμουνιστών ναυάγησε, με άλλα λόγια, όχι λόγω της ηθικής και οικονομικής κατωτερότητας, αλλά επειδή η εθνική ισχύς της Ρωσσίας προσέκρουσε στην υπέρτερη εθνική ισχύ των Ηνωμένων Πολιτειών (Το ίδιο θα μπορούσε να λεχθεί και σε σχέση με την προσπάθεια της εθνικοσοσιαλιστικής γερμανίας να επιτύχει παγκόσμια κυριαρχία).
Αν η καπιταλιστική «λογική» είχε ενσαρκωθεί κοσμοιστορϊκά μόνο στο Βέλγιο και στην Ελβετία, ενώ ο «παραλογισμός» της σχεδιασμένης οικονομίας στη Ρωσσία και στην Κίνα, τότε οι προτιμήσεις της παγκόσμιας ιστορίας θα ήσαν πολύ διαφορετικές απ'ό,τι φάνηκε το 1989. Τούτη η διαπίστωση έχει ύψιστη ιστορική και μεθοδολογική σημασία: δείχνει ποσό βαθιά αλληλοσυμπλέκονται η πολιτική και κοινωνική ιστορία.
Η ίδια σκέψη μπορεί να διατυπωθεί και αντίστροφα: η κοσμοιστορϊκή δυναμικότητα του κομμουνισμού, δηλαδή η ικανότητα του να προασπίσει ένα σχέδιο κοινωνικής οργάνωσης σε παγκόσμια κλίμακα, θα ήταν ίση με μηδέν αν είχε συμπτυχθεί μέσα στα σύνορα της Αλβανίας. Όμως κατέκτησε τη Ρωσσία και την Κίνα - και αυτότης έδωσε ορμή και βαρύτητα. Η πλανητική, η κοινωνική και η εθνική έποψη μπορούσαν τώρα, κι ήσαν μάλιστα υποχρεωμένες, να συνεργήσουν. Και πράγματι, οι εθνικές επιδιώξεις της Ρωσσίας (ή της πρώην Σοβιετικής Ένωσης) ως προς την απόκτηση παγκόσμιας ισχύος συνδέθηκαν στενά με διαδικασίες που άλλαξαν τον παγκόσμιο χάρτη κι είχαν ως συνέπεια μια άνευ προηγουμένου πύκνωση της πλανητικής πολιτικής...
.~`~.
IV
IV
Getting Ukraine Wrong
Άρθρο του John Mearsheimer για την Ουκρανία
Άρθρο του John Mearsheimer για την Ουκρανία
President Obama has decided to get tough with Russia by imposing sanctions and increasing support for Ukraine’s new government. This is a big mistake. This response is based on the same faulty logic that helped precipitate the crisis. Instead of resolving the dispute, it will lead to more trouble.
The White House view, widely shared by Beltway insiders, is that the United States bears no responsibility for causing the current crisis. In their eyes, it’s all President Vladimir V. Putin’s fault — and his motives are illegitimate. This is wrong. Washington played a key role in precipitating this dangerous situation, and Mr. Putin’s behavior is motivated by the same geopolitical considerations that influence all great powers, including the United States.
The taproot of the current crisis is NATO expansion and Washington’s commitment to move Ukraine out of Moscow’s orbit and integrate it into the West. The Russians have intensely disliked but tolerated substantial NATO expansion, including the accession of Poland and the Baltic countries. But when NATO announced in 2008 that Georgia and Ukraine “will become members of NATO,” Russia drew a line in the sand. Georgia and Ukraine are not just states in Russia’s neighborhood; they are on its doorstep. Indeed, Russia’s forceful response in its August 2008 war with Georgia was driven in large part by Moscow’s desire to prevent Georgia from joining NATO and integrating into the West.
Fast forward to last November, when it seemed that President Viktor F. Yanukovych would sign an agreement with the European Union that was designed to deepen Ukraine’s integration with the West and greatly reduce Moscow’s influence there. Mr. Putin offered Ukraine a better deal in response, which Mr. Yanukovych accepted. That decision led to protests in western Ukraine, where there is strong pro-Western sentiment and much hostility to Moscow.
The Obama administration then made a fatal mistake by backing the protesters, which helped escalate the crisis and eventually led to the toppling of Mr. Yanukovych. A pro-Western government then took over in Kiev. The United States ambassador to Ukraine, who had been encouraging the protesters, proclaimed it “a day for the history books.”
Mr. Putin, of course, didn’t see things that way. He viewed these developments as a direct threat to Russia’s core strategic interests.
Who can blame him? After all, the United States, which has been unable to leave the Cold War behind, has treated Russia as a potential threat since the early 1990s and ignored its protests about NATO’s expansion and its objections to America’s plan to build missile defense systems in Eastern Europe.
One might expect American policymakers to understand Russia’s concerns about Ukraine joining a hostile alliance. After all, the United States is deeply committed to the Monroe Doctrine, which warns other great powers to stay out of the Western Hemisphere.
But few American policymakers are capable of putting themselves in Mr. Putin’s shoes. This is why they were so surprised when he moved additional troops into Crimea, threatened to invade eastern Ukraine, and made it clear Moscow would use its considerable economic leverage to undermine any regime in Kiev that was hostile to Russia.
When Mr. Putin explained why he was playing hardball, Mr. Obama responded that the Russian leader “seems to have a different set of lawyers making a different set of interpretations.” But the Russian leader is obviously not talking with lawyers; he sees this conflict in geopolitical, not legal terms.
Mr. Putin’s view is understandable. Because there is no world government to protect states from one another, major powers are acutely sensitive to threats — especially near their borders — and they sometimes act ruthlessly to address potential dangers. International law and human rights concerns take a back seat when vital security issues are at stake.
Mr. Obama would be advised to stop talking to lawyers and start thinking like a strategist. If he did, he would realize that punishing the Russians while trying to pull Ukraine into the West’s camp will only make matters worse.
The West has few options for inflicting pain on Russia, while Moscow has many cards to play against Ukraine and the West. It could invade eastern Ukraine or annex Crimea, because Ukraine regrettably relinquished the nuclear arsenal it inherited when the Soviet Union broke up and thus has no counter to Russia’s conventional superiority.
Furthermore, Russia could stop cooperating with America over Iran and Syria; it could badly damage Ukraine’s struggling economy and even cause serious economic problems in the European Union due to its role as a major gas supplier. Not surprisingly, most Europeans aren’t very enthusiastic about employing costly sanctions against Russia.
But even if the West could impose significant costs on Russia, Mr. Putin is unlikely to back down. When vital interests are at stake, countries are invariably willing to suffer great pain to ensure their security. There is no reason to think Russia, given its history, is an exception.
Mr. Obama should adopt a new policy toward Russia and Ukraine — one that seeks to prevent war by recognizing Russia’s security interests and upholding Ukraine’s territorial integrity.
To achieve those goals, the United States should emphasize that Georgia and Ukraine will not become NATO members. It should make clear that America will not interfere in future Ukrainian elections or be sympathetic to a virulently anti-Russian government in Kiev. And it should demand that future Ukrainian governments respect minority rights, especially regarding the status of Russian as an official language. In short, Ukraine should remain neutral between East and West.
Some might say these policy prescriptions amount to a defeat for America. On the contrary, Washington has a deep-seated interest in ending this conflict and maintaining Ukraine as a sovereign buffer state between Russia and NATO. Furthermore, good relations with Russia are essential, because the United States needs Moscow’s help to deal with Iran, Syria, Afghanistan, and eventually to help counter China, the only genuine potential rival to the United States.
John J. Mearsheimer, a professor of political science at the University of Chicago, is the author of “The Tragedy of Great Power Politics.”
.~`~.
V
V
Ομιλία του Vladimir Putin για την Κριμαία και την Ουκρανία
Καλημέρα αξιότιμα μέλη του Συμβουλίου της Ομοσπονδίας, αξιότιμοι βουλευτές της Κρατικής Δούμας! Αξιότιμοι εκπρόσωποι της Δημοκρατίας της Κριμαίας και της Σεβαστούπολης - είναι εδώ, ανάμεσά μας, πολίτες της Ρωσίας, κάτοικοι της Κριμαίας και της Σεβαστούπολης!
Αγαπητοί φίλοι, συγκεντρωθήκαμε σήμερα για ένα ζήτημα, που είναι ζωτικής και ιστορικής σημασίας για όλους μας. Στις 16 Μαρτίου στην Κριμαία πραγματοποιήθηκε Δημοψήφισμα, που ήταν σε πλήρη συμμόρφωση με τις δημοκρατικές διαδικασίες και τους κανόνες του διεθνούς δικαίου .
Στην ψηφοφορία συμμετείχε άνω του 82 % των ψηφοφόρων. Περισσότεροι του 96 % τάχθηκαν υπέρ της επανένωσης με τη Ρωσία. Οι αριθμοί είναι εξαιρετικά πειστικοί.
Για να καταλάβουμε γιατί έγινε ακριβώς αυτή η επιλογή, είναι αρκετό να γνωρίζουμε την ιστορία της Κριμαίας, να γνωρίζουμε τί σήμαινε και σημαίνει η Ρωσία για την Κριμαία και η Κριμαία για τη Ρωσία.
Στην Κριμαία τα πάντα κυριολεκτικά είναι διαποτισμένα από την κοινή μας ιστορία και υπερηφάνεια. Εδώ είναι η αρχαία Χερσόνησος, όπου βαφτίστηκε χριστιανός ο Άγιο πρίγκιπας Βλαδίμηρος. Το πνευματικό του επίτευγμα – η στροφή προς την Ορθοδοξία – προκαθόρισε την κοινή πολιτιστική, αξιακή, πολιτισμική βάση, η οποία ενώνει τους λαούς της Ρωσίας, της Ουκρανίας και της Λευκορωσίας. Στην Κριμαία βρίσκονται οι τάφοι των Ρώσων στρατιωτών, χάρη στην ανδρεία των οποίων το 1783 η Κριμαία κυριεύθηκε από το ρωσικό κράτος. Η Κριμαία είναι η Σεβαστούπολη, η πόλη-θρύλος, η πόλη του μεγάλου πεπρωμένου, η πόλη-φρούριο και γενέτειρα του ρωσικού Στόλου της Μαύρης Θάλασσας. Κριμαία είναι η Μπαλακλάβα και το Κερτς, το ανάχωμα Μαλάχοφ και το ύψωμα Σαλούν. Κάθε ένα από αυτά τα εδάφη είναι ιερά για μας, είναι σύμβολα της ρωσικής στρατιωτικής δόξας και της πρωτοφανούς ανδρείας.
Η Κριμαία είναι και ένα μοναδικό μείγμα πολιτισμών και παραδόσεων διαφορετικών λαών. Και γι’ αυτό μοιάζει τόσο με την ηπειρωτική Ρωσία, όπου στη διάρκεια αιώνων δεν έχει εξαφανιστεί, ούτε «εξατμιστεί» ούτε ένα έθνος. Ρώσοι και Ουκρανοί, Τάταροι της Κριμαίας και εκπρόσωποι άλλων λαών έζησαν και εργάστηκαν δίπλα δίπλα στη γη της Κριμαίας, διατηρώντας την ιδιαιτερότητα, τις παραδόσεις, τη γλώσσα και τη θρησκεία τους.
Με την ευκαιρία, σήμερα, από τα 2,2 εκατομμύρια κατοίκων της χερσονήσου της Κριμαίας, σχεδόν το ενάμισι εκατομμύριο είναι Ρώσοι, 350 χιλιάδες είναι Ουκρανοί, οι οποίοι θεωρούν κατά κύριο λόγο τη ρωσική ως μητρική τους γλώσσα και περίπου 290-300 χιλιάδες Τάταροι της Κριμαίας, σημαντικό μέρος των οποίων, όπως έδειξε το Δημοψήφισμα, επίσης προσανατολίζονται στη Ρωσία.
Ναι, υπήρξε μια περίοδος, όταν έναντι των Τάταρων της Κριμαίας, όπως και έναντι ορισμένων άλλων λαών της ΕΣΣΔ, επιδείχθηκε σκληρή αδικία. Θα πω ένα πράγμα: από τις διώξεις τότε υπέφεραν πολλά εκατομμύρια άνθρωποι διαφορετικών εθνικοτήτων και πρωτίστως, βέβαια, Ρώσοι στην εθνικότητα. Οι Τάταροι της Κριμαίας επέστρεψαν στην πατρική γη τους. Θεωρώ ότι πρέπει να ληφθούν όλε οι αναγκαίες πολιτικές, νομοθετικές αποφάσεις, οι οποίες θα ολοκληρώσουν τη διαδικασία της αποκατάστασης του λαού των Τάταρων της Κριμαίας, αποφάσεις, οι οποίες θα αποκαταστήσουν τα δικαιώματά τους και το καλό τους όνομα στο ακέραιο.
Αντιμετωπίζουμε με σεβασμό τους εκπροσώπους όλων των εθνικοτήτων, που ζουν στην Κριμαία. Αυτό είναι το κοινό τους σπίτι, η ιδιαίτερη πατρίδα τους και θα είναι σωστό εάν στην Κριμαία – γνωρίζω ότι οι κάτοικοι της Κριμαίας το υποστηρίζουν αυτό – θα υπάρχουν τρεις ισότιμες επίσημες γλώσσες: τα ρωσικά, τα ουκρανικά και τα ταταρικά.
Αγαπητοί συνάδελφοι! Στην καρδιά και τη συνείδηση των ανθρώπων η Κριμαίας ήταν πάντοτε και παραμένει αναπόσπαστο μέρος της Ρωσίας. Αυτή η πεποίθηση βασίζεται στην αλήθεια και τη δικαιοσύνη, ήταν ακλόνητη, μεταφερόταν από γενιά σε γενιά, μπροστά της ήταν ανίσχυροι και ο χρόνος και οι συνθήκες, ήταν ανίσχυρες όλες οι δραματικές αλλαγές, που βιώσαμε και υπέστη η χώρα μας κατά τη διάρκεια ολόκληρου του εικοστού αιώνα.
Μετά την επανάσταση, οι μπολσεβίκοι με διάφορες αιτιολογήσεις, ας αφήσουμε το Θεό να τους κρίνει, συμπεριέλαβαν στα εδάφη της Ουκρανικής Ενωσιακής Δημοκρατίας σημαντικές ιστορικές εκτάσεις της Νότιας Ρωσίας. Αυτό έγινε χωρίς να ληφθεί υπόψη η εθνική σύνθεση των κατοίκων και σήμερα αυτά είναι η σύγχρονη νοτιο-ανατολική Ουκρανία. Και το 1954 ακολούθησε η απόφαση για την παραχώρηση στην Ουκρανία και της περιφέρειας της Κριμαίας, μαζί με την οποία μεταβιβάστηκε και η Σεβαστούπολη, αν και ήταν ήδη πόλη απευθείας διευθυνόμενη από το ομοσπονδιακό κέντρο. Την πρωτοβουλία είχε προσωπικά ο επικεφαλής του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης Νικίτα Χρουστσόφ. Ποιο ήταν το κίνητρό του, η επιδίωξη να εξασφαλίσει την υποστήριξη της ουκρανικής νομενκλατούρας, είτε να μειώσει τις ευθύνες του για τη διοργάνωση των μαζικών διώξεων στην Ουκρανία τη δεκαετία του 1930, ας ασχοληθούν με αυτό οι ιστορικοί.
Για εμάς το σημαντικό είναι άλλο: η απόφαση αυτή ελήφθη με προφανείς παραβιάσεις ακόμη και των συνταγματικών κανόνων, που ίσχυαν τότε. Το ζήτημα διευθετήθηκε στους διαδρόμους, μεταξύ ολίγων. Είναι φυσικό, ότι στις συνθήκες ενός ολοκληρωτικού κράτους οι κάτοικοι της Κριμαίας και της Σεβαστούπολης δεν ερωτήθηκαν για τίποτα. Απλώς τους έθεσαν προ του τετελεσμένου γεγονότος. Οι άνθρωποι, βέβαια, και τότε αναρωτήθηκαν, πώς ξαφνικά η Κριμαία έγινε μέρος της Ουκρανίας. Αλλά σε γενικές γραμμές – είναι ανάγκη να το πούμε ευθέως, όλοι το κατανοούμε αυτό – σε μεγάλο βαθμό η απόφαση αυτή αντιμετωπίστηκε ως ένα είδος τυπικής διαδικασίας, επειδή τα εδάφη μεταβιβάζονταν στο πλαίσιο μιας μεγάλης χώρας. Τότε ήταν απλά αδύνατο να φανταστεί κανείς ότι η Ουκρανία και η Ρωσία μπορεί να μην ζουν μαζί, μπορεί να γίνουν διαφορετικά κράτη. Να όμως, που αυτό συνέβη.
Αυτό, που φαινόταν αδιανόητο, δυστυχώς έγινε πραγματικότητα. Η ΕΣΣΔ διαλύθηκε. Τα γεγονότα εκτυλίχθηκαν τόσο γρήγορα, που λίγοι πολίτες κατανόησαν το δραματικό χαρακτήρα των εξελίξεων, που έλαβαν τότε χώρα και των συνεπειών τους. Πολλοί άνθρωποι και στη Ρωσία και στην Ουκρανία, αλλά και στις άλλες Δημοκρατίες ήλπιζαν ότι η Κοινοπολιτεία των Ανεξαρτήτων Κρατών, που γεννήθηκε τότε θα καταστεί μια νέα μορφή κοινής κρατικής υπόστασης. Αφού τους είχαν υποσχεθεί και κοινό νόμισμα και ένα κοινό οικονομικό χώρο και κοινές ένοπλες δυνάμεις, αλλά όλα αυτά παρέμειναν μόνο υποσχέσεις και η μεγάλη χώρα έπαψε να υπάρχει. Και όταν η Κριμαία βρέθηκε ξαφνικά σε ένα άλλο πλέον κράτος, από τότε ήδη η Ρωσία αισθάνθηκε ότι όχι μόνο την λήστεψαν, αλλά κυριολεκτικά την λεηλάτησαν.
Την ίδια στιγμή πρέπει επίσης ανοιχτά να παραδεχθούμε ότι και η ίδια η Ρωσία, εγκαινιάζοντας την «παρέλαση των κυριαρχιών», συνέβαλε στην κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και κατά την τυπική πιστοποίηση της διάλυσης της ΕΣΣΔ ξέχασαν και την Κριμαία και την κύρια βάση του Στόλου της Μαύρης Θάλασσας, τη Σεβαστούπολη. Εκατομμύρια Ρώσων πήγαν για ύπνο στη μία τους χώρα και ξύπνησαν εκτός συνόρων, βρέθηκαν να είναι αστραπιαία εθνικές μειονότητες στις πρώην σοβιετικές Δημοκρατίες και ο ρωσικός λαός κατέστη ένας από τους μεγαλύτερους, να το πούμε έτσι, μοιρασμένος λαός στον κόσμο.
Σήμερα, μετά από πολλά πλέον χρόνια, άκουσα πως οι κάτοικοι της Κριμαίας, εντελώς πρόσφατα, λένε ότι τότε, το 1991, τους παρέδωσαν από χέρι σε χέρι σαν να είναι απλώς ένα σακί πατάτες. Είναι δύσκολο να διαφωνήσει κανείς. Το ρωσικό κράτος, πού είναι; Τι έκανε η Ρωσία; Κατέβασε το κεφάλι και το αποδέχθηκε, κατάπιε αυτήν την προσβολή. Η χώρα μας ήταν τότε σε μια τόσο δύσκολη κατάσταση, που απλά δεν μπορούσε πραγματικά να υπερασπιστεί τα συμφέροντά της. Όμως οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να δεχθούν την κραυγαλέα ιστορική αδικία. Όλα αυτά τα χρόνια και οι πολίτες και πολλά δημόσια πρόσωπα επανειλημμένως έχουν εγείρει το θέμα αυτό, έλεγαν ότι η Κριμαία είναι αμιγώς ρωσική γη και η Σεβαστούπολη ρωσική πόλη. Ναι, όλα αυτά τα καταλαβαίναμε καλά, το αισθανόμασταν και με την καρδιά και με την ψυχή μας, αλλά έπρεπε να έχουμε ως αφετηρία μας την πραγματικότητα, όπως είχε διαμορφωθεί και σε μια νέα πλέον βάση να οικοδομήσουμε καλές σχέσεις με την ανεξάρτητη Ουκρανία. Και οι σχέσεις με την Ουκρανία, με τον αδελφό ουκρανικό λαό ήταν και παραμένουν και πάντοτε θα είναι για μας σημαντικότατες, θεμελιώδεις, χωρίς καμία υπερβολή.
Σήμερα μπορώ να μιλήσω ανοιχτά, θέλω να μοιραστώ μαζί σας τις λεπτομέρειες των διαπραγματεύσεων, που είχαν λάβει χώρα στις αρχές της δεκαετίας του 2000. Ο πρόεδρος τότε της Ουκρανίας Κούτσμα μου ζήτησε να επιταχύνουμε τη διαδικασία οριοθέτησης των ρωσο- ουκρανικών συνόρων. Μέχρι τότε αυτή η διαδικασία είχε πρακτικά ακινητοποιηθεί. Η Ρωσία υποτίθεται ότι αναγνώρισε την Κριμαία ως τμήμα της Ουκρανίας, αλλά συνομιλίες για την οριοθέτηση των συνόρων δεν διεξάγονταν. Κατανοώντας όλες τις δυσκολίες αυτής της διαδικασίας, παρ’ όλ’ αυτά ανέθεσα αμέσως στις ρωσικές υπηρεσίες να ενεργοποιήσουν αυτές τις εργασίες, για την οριοθέτηση των συνόρων, ώστε να καταστεί σαφές σε όλους: συμφωνώντας με την οριοθέτηση, τόσο νομικά, όσο και στην πράξη αναγνωρίζαμε την Κριμαία έδαφος της Ουκρανίας και υπ’ αυτήν την έννοια κλείναμε οριστικά το ζήτημα αυτό.
Κάναμε βήματα προσέγγισης προς την Ουκρανία όχι μόνο ως προς την Κριμαία, αλλά και σε ένα τόσο πολυπλοκότατο θέμα, όπως είναι η οριοθέτηση της λεκάνης της Αζοφικής θάλασσας και των Στενών του Κερτς. Ποια ήταν τότε η αφετηρία μας; Ξεκινούσαμε από την παραδοχή ότι οι καλές σχέσεις με την Ουκρανία είναι για μας το βασικό και γι’ αυτό δεν πρέπει να καταστούν όμηρος αδιέξοδων εδαφικών διαφορών. Αλλά την ίδια στιγμή, φυσικά, αναμέναμε ότι η Ουκρανία θα είναι ένα καλός μας γείτονας, ότι οι Ρώσοι και οι ρωσόφωνοι πολίτες στην Ουκρανία, ιδιαίτερα στις νοτιο-ανατολικές της περιφέρειες και στην Κριμαία θα ζουν υπό τις συνθήκες ενός φιλικού, δημοκρατικού, πολιτισμένου κράτους, ότι τα νόμιμα συμφέροντά τους θα είναι κατοχυρωμένα, σύμφωνα με τους κανόνες του διεθνούς δικαίου.
Ωστόσο η κατάσταση άρχισε να εξελίσσεται με διαφορετικό τρόπο. Συστηματικά καταβάλλονταν προσπάθειες να στερηθούν οι Ρώσοι την ιστορική τους μνήμη και μερικές φορές ακόμη και τη μητρική τους γλώσσα, να υποστούν αναγκαστική αφομοίωση. Και φυσικά οι Ρώσοι, όπως και άλλοι πολίτες της Ουκρανίας υπέφεραν από τη συνεχή πολιτική και τη μόνιμη πολιτειακή κρίση, η οποία συγκλονίζει την Ουκρανία για περισσότερα από 20 χρόνια ήδη.
Καταλαβαίνω γιατί οι άνθρωποι στην Ουκρανία ήθελαν αλλαγές. Κατά τα χρόνια της «ανεξαρτησίας» τους, η εξουσία τους τους έφτασε, όπως λέμε, στα όριά τους, έγινε μισητή. Άλλαζαν πρόεδροι, πρωθυπουργοί, βουλευτές της Ράντα (Βουλής), αλλά δεν άλλαζε η στάση τους απέναντι στη χώρα και το λαό της. «Άρμεγαν» την Ουκρανία, τσακώνονταν μεταξύ τους για αρμοδιότητες, περιουσιακά στοιχεία και χρηματοοικονομικές ροές. Την ίδια στιγμή οι κυρίαρχες δυνάμεις λίγο ενδιαφέρονταν για το πώς και με τί ζουν οι απλοί άνθρωποι, μεταξύ άλλων γιατί εκατομμύρια πολίτες της Ουκρανίας δεν βλέπουν προοπτικές για τους ίδιους στην πατρίδα τους και είναι αναγκασμένοι να φεύγουν σε άλλες χώρες για να βρουν μεροκάματο. Θέλω να σημειώσω, όχι σε κάποια Silicon Valley, αλλά για μεροκάματα. Μόνο στη Ρωσία πέρυσι δούλευαν σχεδόν 3 εκατομμύρια άνθρωποι. Σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις, ο όγκος των αποδοχών τους το 2013 στη Ρωσία ανήλθε σε περισσότερα από 20 δισεκατομμύρια δολάρια, που είναι περίπου το 12 τοις εκατό του ΑΕΠ της Ουκρανίας.
Θα το επαναλάβω, καταλαβαίνω καλά όσους βγήκαν στις πλατείες με ειρηνικά συνθήματα, τασσόμενοι κατά της διαφθοράς, της αναποτελεσματικής διαχείρισης του κράτους, της φτώχειας. Τα δικαιώματα στην ειρηνική διαμαρτυρία, οι δημοκρατικές διαδικασίες, οι εκλογές γι’ αυτό και υπάρχου, ώστε να αλλάζει η εξουσία, που δεν ικανοποιεί τους ανθρώπους. Όμως εκείνοι, που βρίσκονταν πίσω από τις τελευταίες εξελίξεις στην Ουκρανία, επιδίωκαν άλλους στόχους: ετοίμαζαν άλλο ένα πραξικόπημα, σχεδίαζαν να καταλάβουν την εξουσία, χωρίς να σταματούν μπροστά σε τίποτα. Επιστρατεύτηκαν και η τρομοκρατία και οι δολοφονίες και τα πογκρόμ. Κορυφαίοι εκτελεστές του πραξικοπήματος έγιναν οι εθνικιστές, οι νεοναζί, οι ρωσοφοβικοί και οι αντισημίτες. Ειδικά αυτοί καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό ακόμη και έως σήμερα τη ζωή στην Ουκρανία.
Το πρώτο πράγμα, που έκαναν οι νέες λεγόμενες «Αρχές» ήταν να εισαγάγουν προς ψήφιση το σκανδαλώδες νομοσχέδιο για την αναθεώρηση της γλωσσικής πολιτικής, το οποίο ευθέως παραβίαζε τα δικαιώματα των εθνικών μειονοτήτων. Η αλήθεια είναι ότι οι ξένοι χορηγοί αυτών των σημερινών «πολιτικών», οι συντονιστές των σημερινών «Αρχών» αμέσως απέτρεψαν τους εμπνευστές αυτής της πρωτοβουλίας. Είναι έξυπνοι άνθρωποι, πρέπει να τους το αναγνωρίσουμε και κατανοούν, πού θα οδηγήσουν οι προσπάθειες να χτιστεί ένα εθνικά καθαρό ουκρανικό κράτος. Το νομοσχέδιο μπήκε στην άκρη, προφανώς προς εφεδρική επανεξέταση. Ενώ αυτό καθεαυτό το γεγονός της ύπαρξής του τώρα αποσιωπάται, προφανώς γιατί υπολογίζουν στην κοντή ανθρώπινη μνήμη. Όμως ήδη σε όλους έγινε πολύ σαφές, τί ακριβώς προτίθενται να κάνουν στο εξής οι Ουκρανοί ιδεολογικοί κληρονόμοι του Μπαντέρα - πρωτοπαλίκαρου του Χίτλερ κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Είναι επίσης σαφές ότι νόμιμη εκτελεστική εξουσία στην Ουκρανία δεν υπάρχει έως και τώρα, δεν έχουμε με ποιον να συνομιλήσουμε. Πολλές κρατικές υπηρεσίες έχουν αρπαχτεί από αυτόκλητους, οι οποίοι μάλιστα δεν ελέγχουν τίποτε στη χώρα, ενώ οι ίδιοι - θέλω να το τονίσω αυτό - συχνά οι ίδιοι ελέγχονται από εξτρεμιστές. Ακόμη και για να κλείσεις ραντεβού με κάποιους υπουργούς της σημερινής κυβέρνησης, αυτό είναι δυνατό μόνο με την άδεια των μαχητών του Μαϊντάν. Αυτό δεν είναι αστείο, αλλά η πραγματικότητα της σημερινής ζωής.
Αυτοί, που αντιστάθηκαν στο πραξικόπημα, άρχισαν αμέσως να απειλούνται με διώξεις και πράξεις αντιποίνων. Και πρώτος στη σειρά ήταν, φυσικά, η Κριμαία, η ρωσόφωνη Κριμαία. Εξαιτίας αυτού οι κάτοικοι της Κριμαίας και της Σεβαστούπολη απευθύνθηκαν στη Ρωσία με την έκκληση να υπερασπιστεί τα δικαιώματα και την ίδια τους τη ζωή, να μην επιτρέψει αυτό, που συνέβαινε, αλλά και τώρα ακόμη συμβαίνει και στο Κίεβο και στο Ντονιέτσκ, στο Χάρκοβο, σε ορισμένες άλλες πόλεις της Ουκρανίας.
Είναι ευνόητο ότι δεν θα μπορούσαμε να μην ανταποκριθούμε σε αυτό το αίτημα, δεν θα μπορούσαμε να αφήσουμε την Κριμαία και τους κατοίκους της την ώρα της συμφοράς, διαφορετικά αυτό θα ήταν απλώς προδοσία.
Πρώτα απ’ όλα χρειαζόταν να βοηθήσουμε να δημιουργηθούν συνθήκες ειρηνικής, ελεύθερης έκφρασης της βούλησης, ώστε οι κάτοικοι της Κριμαίας να μπορέσουν μόνοι τους να καθορίσουν τη μοίρα τους για πρώτη φορά στην ιστορία. Ωστόσο τί ακούμε σήμερα από τους συναδέλφους μας από τη Δυτική Ευρώπη, από τη Βόρεια Αμερική; Μας λένε ότι παραβιάζουμε τους κανόνες του διεθνούς δικαίου.
Κατά πρώτον, είναι καλό, έστω και που θυμήθηκαν ότι υπάρχει διεθνές δίκαιο, και γι’ αυτό τους ευχαριστούμε, κάλλιο αργά παρά ποτέ.
Και δεύτερον, το πιο σημαντικό: τί υποτίθεται ότι παραβιάζουμε; Ναι, ο πρόεδρος της Ρωσικής Ομοσπονδίας έλαβε από την Άνω Βουλή του Κοινοβουλίου το δικαίωμα να χρησιμοποιήσει τις Ένοπλες Δυνάμεις στην Ουκρανία. Αλλά το δικαίωμα αυτό, για να κυριολεκτήσουμε, προς το παρόν δεν το αξιοποίησα καν. Οι ρωσικές Ένοπλες Δυνάμεις δεν εισέβαλαν στην Κριμαία, βρίσκονταν ήδη έτσι κι αλλιώς εκεί σύμφωνα με διεθνή συμφωνία. Ναι, ενισχύσαμε το εκστρατευτικό μας σώμα, αλλά την ίδια στιγμή - θέλω αυτό να το τονίσω, ώστε όλοι να το γνωρίζουν και να το ακούσουν – δεν ξεπεράσαμε καν τον οριακό επιτρεπόμενο αριθμό των Ενόπλων μας Δυνάμεων στην Κριμαία, που έχει προβλεφθεί στο μέγεθος των 25 χιλιάδων ανδρών, γιατί γι’ αυτό απλώς δεν υπήρχε ανάγκη.
Εν συνεχεία. Διακηρύσσοντας την ανεξαρτησία της, ορίζοντας το Δημοψήφισμα, το Ανώτατο Σοβιέτ της Κριμαίας επικαλέστηκε τον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, στον οποίο αναφέρεται το δικαίωμα των λαών στην αυτοδιάθεση. Παρεμπιπτόντως και η ίδια η Ουκρανία, θα ήθελα αυτό να το υπενθυμίσω, ανακοινώνοντας την έξοδό της από την ΕΣΣΔ, έκανε το ίδιο πράγμα, σχεδόν αυτολεξεί το ίδιο. Στην Ουκρανία εκμεταλλεύτηκαν αυτό το δικαίωμα και το αρνούνται στους κατοίκους της Κριμαίας. Για ποιο λόγο;
Πέραν τούτου, οι Αρχές της Κριμαίας βασίστηκαν και στο γνωστό προηγούμενο του Κοσσυφοπεδίου, ένα προηγούμενο, το οποίο οι δυτικοί μας εταίροι δημιούργησαν μόνοι τους, όπως λέγεται, με τα ίδια τους τα χέρια, σε μια κατάσταση, απολύτως ανάλογη με την κριμαϊκή, αναγνώρισαν την απόσχιση του Κοσσυφοπεδίου από τη Σερβία ως νόμιμη, αποδεικνύοντας σε όλους ότι ουδεμία άδεια από τις κεντρικές Αρχές της χώρας δεν απαιτείται για τη μονομερή διακήρυξη της ανεξαρτησίας. Το Διεθνές Δικαστήριο του ΟΗΕ βάσει της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του Χάρτη του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών συμφώνησε σε αυτό και στην απόφασή του της 22ας Ιουλίου 2010 επεσήμανε τα ακόλουθα. Παραθέτω επιλέξει το απόσπασμα: «Ουδεμία γενική απαγόρευση για τη μονομερή ανακήρυξη της ανεξαρτησίας δεν προκύπτει από την πρακτική του Συμβουλίου Ασφαλείας», και στη συνέχεια: «Το γενικό διεθνές δίκαιο δεν περιέχει οποιαδήποτε εφαρμόσιμη απαγόρευση για την κήρυξη της ανεξαρτησίας». Όλα όσα αναφέρονται είναι απολύτως σαφή.
Δεν μου αρέσει να επικαλούμαι τσιτάτα, αλλά παρ’ όλ’ αυτά δεν μπορώ να αντισταθώ σε ένα ακόμη απόσπασμα από άλλο ένα επίσημο έγγραφο, αυτή τη φορά πρόκειται για το Έγγραφο Μνημόνιο των ΗΠΑ από 17 Απριλίου του 2009, που παρουσιάστηκε σε αυτό το ίδιο Διεθνές Δικαστήριο σε σχέση με τις ακροάσεις για το Κοσσυφοπέδιο. Παραθέτω και πάλι: «Οι διακηρύξεις Ανεξαρτησίας μπορούν και συχνά έτσι συμβαίνει, να παραβιάζουν την εσωτερική νομοθεσία. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι υπάρχει παραβίαση του διεθνούς δικαίου». Τέλος της παράθεσης. Οι ίδιοι τα έχουν γράψει, τα διαλάλησαν σε όλον τον κόσμο, τους υποχρέωσαν όλους να σκύψουν και τώρα δυσανασχετούν. Για ποιο πράγμα; Αφού οι ενέργειες των Αρχών της Κριμαίας συμβαδίζουν σαφώς με αυτές, για να το πούμε έτσι, τις οδηγίες. Για κάποιο λόγο, αυτό, που επιτρέπεται στους Αλβανούς στο Κόσοβο (και μεις τους αντιμετωπίζουμε με σεβασμό), απαγορεύεται στους Ρώσους, τους Ουκρανούς και τους Τάταρους της Κριμαίας. Και πάλι τίθεται το ερώτημα: γιατί;
Από τις ίδιες τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη ακούμε ότι το Κοσσυφοπέδιο - είναι δήθεν και πάλι κάποια ειδική περίπτωση. Πού έγκειται, κατά τη γνώμη των συναδέλφων μας, η ιδιαιτερότητα; Προκύπτει ότι έγκειται στο ότι κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης στο Κοσσυφοπέδιο υπήρξαν πολλά ανθρώπινα θύματα. Αυτό τί είναι, νομικό και δικαιικό επιχείρημα άραγε; Στην απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου τίποτε απολύτως δεν λέγεται για το θέμα αυτό. Εξάλλου, ξέρετε, αυτά όλα δεν είναι καν διπλά μέτρα και σταθμά. Είναι ένα είδος εντυπωσιακού πρωτόγονου και απόλυτου κυνισμού. Δεν πρέπει όλα με τόση αγένεια να τα προσαρμόζεις στα συμφέροντά σου, το ίδιο πράγμα σήμερα να το ονομάζεις λευκό και αύριο - μαύρο. Το συμπέρασμα είναι ότι πρέπει, δηλαδή, κάθε σύγκρουση να οδηγηθεί στα ανθρώπινα θύματα;
Θα το πω ευθέως: εάν οι τοπικές δυνάμεις αυτοάμυνας της Κριμαίας δεν έπαιρναν εγκαίρως την κατάσταση υπό τον έλεγχό τους, θα μπορούσαν επίσης κι εκεί να υπάρξουν θύματα. Και δόξα τω Θεώ, που δεν συνέβη αυτό! Στην Κριμαία δεν σημειώθηκε ούτε μία ένοπλη σύγκρουση και δεν υπήρξαν ανθρώπινα θύματα. Τι νομίζετε, για ποιο λόγο; Η απάντηση είναι απλή: γιατί ενάντια στο λαό και τη θέλησή του είναι δύσκολο να πολεμήσεις ή πρακτικά αδύνατο. Και στο πλαίσιο αυτό, θα ήθελα να ευχαριστήσω τους Ουκρανούς στρατιωτικούς και δεν είναι μικρή δύναμη, είναι 22 χιλιάδες άνδρες με πλήρη εξοπλισμό. Θέλω να ευχαριστήσω κι εκείνους τους στρατιωτικούς της Ουκρανίας, οι οποίοι δεν προχώρησαν σε αιματοχυσία και δεν έβαψαν τα χέρια τους με αίμα.
Ως προς αυτό, βέβαια, γεννώνται και άλλες σκέψεις. Μας λένε για κάποιου είδους ρωσική επέμβαση στην Κριμαία, για επίθεση. Είναι περίεργο να το ακούμε αυτό. Δεν θυμάμαι ξανά στην ιστορία ούτε μία περίπτωση, που μια εισβολή να έγινε χωρίς ούτε έναν πυροβολισμό και χωρίς ανθρώπινα θύματα.
Αξιότιμοι συνάδελφοι! Στην κατάσταση της Ουκρανίας, σαν σε καθρέπτη, αντανακλάται ό,τι συμβαίνει τώρα, αλλά και συνέβαινε κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών στον κόσμο. Μετά την εξαφάνιση του διπολικού συστήματος στον πλανήτη δεν προέκυψε μεγαλύτερη σταθερότητα. Θεμελιώδεις και διεθνείς θεσμοί δεν ενισχύονται, αλλά συχνά, δυστυχώς, παρακμάζουν. Οι δυτικοί μας εταίροι, με επικεφαλής τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, προτιμούν στην πρακτική τους πολιτική να καθοδηγούνται όχι από το διεθνές δίκαιο, αλλά από το δίκαιο της πυγμής. Πίστεψαν στο ότι είναι εκλεκτοί και εξαιρετικοί, στο ότι τους επιτρέπεται να ρυθμίζουν τις τύχες κόσμου, στο ότι δίκιο μπορούν πάντοτε να έχουν μόνο αυτοί. Ενεργούν όπως επιθυμήσουν: πότε εδώ, πότε εκεί χρησιμοποιούν βία εναντίον κυρίαρχων κρατών, συγκροτούν συμμαχίες βάσει της αρχής «όποιος δεν είναι μαζί μας, είναι εναντίον μας». Για να δώσουν στις επιθέσεις όψη νομιμότητας, αποσπούν τα επιθυμητά ψηφίσματα από τους διεθνείς οργανισμούς και αν για κάποιο λόγο αυτό δεν πετύχει, τότε αγνοούν παντελώς και το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ και τον ΟΗΕ στο σύνολό του.
Έτσι συνέβη στη Γιουγκοσλαβία, το θυμόμαστε άλλωστε καλά αυτό, το 1999. Ήταν δύσκολο να το πιστέψουμε, δεν πιστεύαμε τί βλέπαμε, αλλά στα τέλη του εικοστού αιώνα μια από τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, το Βελιγράδι, κατά τη διάρκεια αρκετών εβδομάδων βομβαρδιζόταν με πυρά από πυραύλους και βόμβες και στη συνέχεια ακολούθησε μια πραγματική εισβολή. Υπήρξε άραγε ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ για το ζήτημα αυτό, που επέτρεψε παρόμοιες ενέργειες; Τίποτα τέτοιο. Και αργότερα ακολούθησαν και το Αφγανιστάν και το Ιράκ και οι ανοιχτές παραβιάσεις των ψηφισμάτων του ΣΑ του ΟΗΕ για τη Λιβύη, όταν αντί για τη διασφάλιση της λεγόμενης ζώνης απαγόρευσης πτήσεων, επίσης άρχισαν οι βομβαρδισμοί.
Υπήρξε και μια ολόκληρη σειρά από κατευθυνόμενες «έγχρωμες» επαναστάσεις. Κατανοητό ότι οι άνθρωποι στις χώρες αυτές, όπου συνέβησαν τέτοια γεγονότα, είχαν κουραστεί από την τυραννία, την εξαθλίωση, την έλλειψη προοπτικών, όμως αυτά τα συναισθήματα απλώς χρησιμοποιήθηκαν με κυνικό τρόπο. Στις χώρες αυτές επιβλήθηκαν πρότυπα, τα οποία δεν ανταποκρίνονταν ουδόλως ούτε στον τρόπο ζωής τους, ούτε στις παραδόσεις, ούτε στον πολιτισμό αυτών των λαών. Ως αποτέλεσμα, αντί της δημοκρατίας και της ελευθερίας ήρθε το χάος, οι εκρήξεις βίας, μια σειρά από πραξικοπήματα. Η «αραβική άνοιξη» αντικαταστάθηκε από τον «αραβικό χειμώνα».
Παρόμοιο σενάριο εφαρμόστηκε και στην Ουκρανία. Το 2004 για να προωθήσουν τον κατάλληλο υποψήφιο στις προεδρικές εκλογές, επινόησαν κάποιον τρίτο γύρο, ο οποίος δεν προβλεπόταν από το νόμο. Απλώς παραλογισμός και παρωδία επί του Συντάγματος. Και τώρα έριξαν στη μάχη έναν εκ των προτέρων εκπαιδευμένο και καλά εξοπλισμένο στρατό μαχητών.
Καταλαβαίνουμε τί συμβαίνει, κατανοούμε ότι αυτές οι ενέργειες στρέφονται εναντίον και της Ουκρανίας και της Ρωσίας, καθώς και κατά της ενοποίησης στον ευρασιατικό χώρο. Και αυτό τη στιγμή που η Ρωσία ειλικρινά επεδίωκε το διάλογο με τους συναδέλφους μας στη Δύση. Προτείνουμε μονίμως συνεργασία σε όλα τα βασικά ζητήματα, θέλουμε να ενισχύσουμε το επίπεδο της εμπιστοσύνης, θέλουμε οι σχέσεις μας να είναι ισότιμες, ανοιχτές και έντιμες. Αλλά δεν βλέπουμε τα βήματα αμοιβαιότητας.
Αντιθέτως, επανειλημμένως μας εξαπατούσαν, ελάμβαναν αποφάσεις πίσω από την πλάτη μας, μας έθεταν προ τετελεσμένου γεγονότος. Έτσι συνέβη και με την επέκταση του ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά, με την εγκατάσταση στρατιωτικών υποδομών στα σύνορά μας. Μας έλεγαν όλη την ώρα ένα και το αυτό: «Μα, αυτό δεν σας αφορά». Εύκολο είναι να πεις ότι δεν μας αφορά.
Έτσι συνέβη και με την ανάπτυξη των συστημάτων αντιπυραυλικής άμυνας. Παρ’ όλους τους φόβους μας, η μηχανή προχωρά, προωθείται. Έτσι συνέβη και με την ατελείωτη παράταση των συνομιλιών σχετικά με τα προβλήματα των θεωρήσεων, με τις υποσχέσεις του έντιμου ανταγωνισμού και της ελεύθερης πρόσβασης στις παγκόσμιες αγορές.
Σήμερα μας απειλούν με κυρώσεις, αλλά έτσι κι αλλιώς ζούμε ήδη σε συνθήκες μια σειράς από περιορισμούς και πολύ ουσιαστικών για μας, για την οικονομία μας, για τη χώρα μας. Για παράδειγμα, ακόμη από την εποχή του «ψυχρού πολέμου» οι ΗΠΑ και στη συνέχεια και άλλες χώρες έχουν απαγορεύσει την πώληση στην ΕΣΣΔ μεγάλου αριθμού τεχνολογιών και εξοπλισμού, συντάσσοντας τις λεγόμενες λίστες COCOM. Σήμερα τυπικά έχουν καταργηθεί, αλλά μόνο τυπικά, στην πραγματικότητα πολλές απαγορεύσεις εξακολουθούν να ισχύουν.
Εν ολίγοις έχουμε κάθε λόγο να πιστεύουμε ότι η περιβόητη πολιτική «περιορισμού» της Ρωσίας, η οποία ακολουθείτο και στον 18ο και στον 19ο και στον 20ό αιώνα, συνεχίζεται μέχρι και σήμερα. Προσπαθούν διαρκώς να μας στριμώξουν σε κάποια γωνία για το ότι έχουμε μια ανεξάρτητη θέση, για το ότι την υπερασπιζόμαστε, για το ότι λέμε τα πράγματα με το όνομά τους και δεν υποκρινόμαστε. Αλλά όλα έχουν τα όριά της. Και στην περίπτωση της Ουκρανίας, οι δυτικοί εταίροι μας ξεπέρασαν τα όρια, φέρθηκαν τόσο χυδαία, ανεύθυνα και αντιεπαγγελματικά.
Αφού γνώριζαν καλά ότι και στην Ουκρανία και στην Κριμαία ζουν εκατομμύρια Ρώσων πολιτών. Πόσο πρέπει να έχεις χάσει το πολιτικό σου αισθητήριο και την αίσθηση του μέτρου, για να μην προβλέψεις όλες τις συνέπειες των πράξεών σου. Η Ρωσία βρέθηκε στο όριο, πέραν του οποίου δεν μπορούσε πλέον να υποχωρήσει. Εάν συμπιέσεις το ελατήριο ως το άκρο, τότε κάποια στιγμή θα εκτιναχθεί με δύναμη. Κι αυτό πρέπει να το θυμούνται για πάντα.
Σήμερα είναι απαραίτητο να σταματήσει η υστερία, να εγκαταλείψουμε τη ρητορική του «ψυχρού πολέμου» και να παραδεχθούμε ένα προφανές πράγμα: Η Ρωσία είναι ένας ανεξάρτητος, δραστήριος μέτοχος της διεθνούς ζωής, έχει, όπως και άλλες χώρες, εθνικά συμφέροντα, τα οποία πρέπει να υπολογίζονται και να γίνονται σεβαστά.
Ταυτοχρόνως είμαστε ευγνώμονες σε όλους, όσοι αντιμετώπισαν με κατανόηση τις ενέργειές μας στην Κριμαία, είμαστε ευγνώμονες στο λαό της Κίνας, η ηγεσία της οποίας εξέτασε και εξετάζει την κατάσταση γύρω από την Ουκρανία και την Κριμαία σε όλη την ιστορική και πολιτική της πληρότητα, αποδίδουμε υψηλή εκτίμηση στην αυτοσυγκράτηση και την αντικειμενικότητα της Ινδίας.
Σήμερα θα ήθελα να απευθυνθώ και στο λαό των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, στους ανθρώπους, που από την ίδρυση του κράτους αυτού, από την υιοθέτηση της Διακήρυξης της Ανεξαρτησίας υπερηφανεύονται ότι γι’ αυτούς η ελευθερία είναι πάνω από όλα. Άραγε η επιδίωξη από τους κατοίκους της Κριμαίας της ελεύθερης επιλογής της μοίρας τους δεν αποτελεί μια ίση αξία; Κατανοήστε μας.
Πιστεύω ότι θα με καταλάβουν και οι Ευρωπαίοι και πρωτίστως οι Γερμανοί. Θα θυμίσω ότι κατά τη διάρκεια των πολιτικών διαβουλεύσεων για την ενοποίηση της ΟΔΓ και της ΓΛΔ, σε επίπεδο, για να το θέσουμε ήπια, εμπειρογνωμόνων, αλλά σε πολύ υψηλό επίπεδο, υποστήριξαν αυτή καθεαυτή την ιδέα της ενοποίησης οι εκπρόσωποι κάθε άλλο, παρά όλων των χωρών, που είναι και ήταν και τότε σύμμαχοι της Γερμανίας. Ενώ η δική μας χώρα, αντιθέτως, υποστήριξε ξεκάθαρα και ειλικρινώς την ασυγκράτητη επιθυμία των Γερμανών να ενωθούν εθνικά. Είμαι πεπεισμένος ότι δεν το έχετε ξεχάσει αυτό και υπολογίζω ότι οι πολίτες της Γερμανίας επίσης θα υποστηρίξουν την επιδίωξη του ρωσικού κόσμου, της ιστορικής Ρωσίας να αποκαταστήσει την ενότητά της.
Απευθύνομαι και προς το λαό της Ουκρανίας. Θέλω ειλικρινώς να μας καταλάβουν: σε καμία περίπτωση δεν θέλουμε να σας βλάψουμε, να προσβάλλουμε τα εθνικά σας αισθήματα. Πάντοτε σεβόμασταν την εδαφική ακεραιότητα του ουκρανικού κράτους, σε αντίθεση μάλιστα από εκείνους, που θυσίασαν την ενότητα της Ουκρανίας για χάρη των πολιτικών τους φιλοδοξιών. Φουσκώνουν με τα συνθήματα για τη μεγάλη Ουκρανία, αλλά ακριβώς αυτοί έκαναν τα πάντα για να διαιρέσουν τη χώρα. Η σημερινή αντιπαράθεση μεταξύ πολιτών ας είναι εξολοκλήρου βάρος στη συνείδησή τους. Θέλω να με ακούσετε, αγαπητοί φίλοι. Μην πιστεύετε αυτούς, που σας τρομάζουν με τη Ρωσία, που φωνάζει ότι την Κριμαία θα ακολουθήσουν άλλες περιοχές. Δεν θέλουμε το διαμελισμό της Ουκρανίας, δεν μας χρειάζεται κάτι τέτοιο. Όσον αφορά την Κριμαία, ήταν και θα παραμείνει και ρωσική και ουκρανική και ταταρική.
Θα επαναλάβω ότι θα είναι, όπως και ήταν για αιώνες πατρικό σπίτι για τους εκπροσώπους όλων των λαών που ζουν εκεί. Αλλά δεν θα περάσει ποτέ στα χέρια των υποστηρικτών του Μπαντέρα!
Η Κριμαία είναι η κοινή μας κληρονομιά κι ένας σημαντικότατος παράγοντας σταθερότητας στην περιοχή. Και αυτή η στρατηγική περιοχή θα πρέπει να βρίσκεται υπό μια ισχυρή, σταθερή κυριαρχία, η οποία αντικειμενικά μπορεί να είναι μόνο ρωσική σήμερα. Διαφορετικά, αγαπητοί φίλοι, απευθύνομαι και στην Ουκρανία και στη Ρωσία, εμείς κι εσείς μαζί, και οι Ρώσοι και οι Ουκρανοί, μπορούμε να χάσουμε εντελώς την Κριμαία και μάλιστα όχι σε μακρινή ιστορική προοπτική. Σκεφτείτε, σας παρακαλώ, αυτά τα λόγια.
Θα υπενθυμίσω επίσης, ότι στο Κίεβο ήδη ακούστηκαν δηλώσεις για την ταχύτερη ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ. Τί θα σήμαινε αυτή η προοπτική για την Κριμαία και τη Σεβαστούπολη; Το ότι στην πόλη της ρωσικής στρατιωτικής δόξας θα εμφανιζόταν ο Στόλος του ΝΑΤΟ, ότι θα εμφανιζόταν μια απειλή για ολόκληρο το νότο της Ρωσίας, όχι κάποια εφήμερη απειλή, αλλά μια απολύτως συγκεκριμένη. Όλα, όσα πραγματικά θα μπορούσαν να συμβούν, είναι αυτά που όντως θα μπορούσαν να γίνουν, εάν δεν υπήρχε η επιλογή των κατοίκων της Κριμαίας. Τους ευχαριστούμε γι’ αυτό.
Με την ευκαιρία, δεν είμαστε κατά της συνεργασίας με το ΝΑΤΟ, κάθε άλλο. Είμαστε αντίθετοι στο μια στρατιωτική συμμαχία, και το ΝΑΤΟ παραμένει παρ’ όλες τις εσωτερικές διαδικασίες του μια στρατιωτική συμμαχία, είμαστε αντίθετοι λοιπόν στο να κάνει κουμάντο μια στρατιωτική οργάνωση έξω από το φράχτη μας, δίπλα στο σπίτι μας και στα ιστορικά εδάφη μας.
Ξέρετε απλώς δεν μπορώ να φανταστώ ότι θα πηγαίνουμε επίσκεψη στη Σεβαστούπολη σε ναύτες του ΝΑΤΟ.
Παρεμπιπτόντως στην πλειονότητά τους είναι εξαιρετικά παιδιά, αλλά καλύτερα ας έρχονται αυτοί επίσκεψη σε μας στη Σεβαστούπολη, παρά εμείς σε αυτούς.
Θα το πω ευθέως, πονάει η ψυχή μας για όλα, όσα συμβαίνουν τώρα στην Ουκρανία, που υποφέρουν άνθρωποι, που δεν γνωρίζουν πώς να ζήσουν σήμερα και τί θα συμβεί αύριο. Και η ανησυχία μας είναι κατανοητή, γιατί δεν είμαστε απλώς κοντινοί γείτονες, είμαστε στην πραγματικότητα, όπως ήδη έχω πει πολλές φορές, ένας λαός. Το Κίεβο είναι η μητέρα των ρωσικών πόλεων. Το παλαιό ρωσικό κράτος των Ρος είναι η κοινή μας πηγή, σε κάθε περίπτωση δεν μπορούμε να ζήσουμε ο ένας χωρίς τον άλλον.
Και θα πω και κάτι ακόμη. Στην Ουκρανία ζουν και θα συνεχίσουν να ζουν εκατομμύρια Ρώσων και ρωσόφωνων πολιτών και η Ρωσία θα υπερασπίζεται πάντοτε τα συμφέροντά τους με πολιτικά, διπλωματικά, νομικά μέσα. Ωστόσο, πρώτα απ’ όλα, η ίδια η Ουκρανία θα πρέπει να ενδιαφέρεται ώστε τα δικαιώματα και τα συμφέροντα αυτών των ανθρώπων να είναι εγγυημένα. Εδώ βρίσκεται η εγγύηση της σταθερότητας της ουκρανικής κρατικής υπόστασης και της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας.
Θέλουμε φιλία με την Ουκρανία, θέλουμε να είναι ένα ισχυρό, κυρίαρχο, αύταρκες κράτος. Διότι για μας η Ουκρανία είναι ένας από τους κορυφαίους συνέταιρους, έχουμε πολλά κοινά έργα και παρ’ όλες τις αντιξοότητες, πιστεύω στην επιτυχία τους. Και το βασικό: θέλουμε να έρθουν στην Ουκρανία η ειρήνη και η ομόνοια και μαζί με άλλες χώρες είμαστε έτοιμοι να παράσχουμε κάθε δυνατή βοήθεια και υποστήριξη. Αλλά θα επαναλάβω: μόνο οι ίδιοι οι πολίτες της Ουκρανίας είναι σε θέση να αποκαταστήσουν την τάξη στο σπίτι τους.
Αγαπητοί κάτοικοι της Κριμαίας και της πόλης της Σεβαστούπολης! Όλη η Ρωσία σας θαυμάζει για την ανδρεία σας, την αξιοπρέπεια και το θάρρος σας, γιατί εσείς ακριβώς αποφασίσατε την τύχη της Κριμαίας. Εκείνες τις ημέρες βρισκόμασταν πιο κοντά από ποτέ, υποστηρίζαμε ο ένας τον άλλον. Ήταν ειλικρινά αισθήματα αλληλεγγύης. Ειδικά σε τέτοιες ιστορικές στιγμές καμπής ελέγχεται η ωριμότητα και η δύναμη του πνεύματος ενός έθνους. Και ο ρωσικός λαός έδειξε τέτοια ωριμότητα και τέτοια δύναμη, με τη συσπείρωσή του υποστήριξε τους συμπατριώτες της.
Η σκληρότητα της θέσης της Ρωσίας στην εξωτερική πολιτική βασίζεται στη θέληση εκατομμυρίων ανθρώπων, στην πανεθνική ενότητα, στην υποστήριξη κορυφαίων πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων. Θέλω να τους ευχαριστήσω όλους γι’ αυτήν την πατριωτική διάθεση. Όλους χωρίς εξαίρεση. Όμως είναι για μας σημαντικό να διατηρήσουμε και στο εξής την ίδια συσπείρωση, ώστε να αντιμετωπίσουμε τις προκλήσεις, που στέκονται ενώπιον της Ρωσίας.
Είναι προφανές ότι θα αντιμετωπίσουμε και εξωτερική αντίδραση, αλλά θα πρέπει να αποφασίσουμε, αν είμαστε διατεθειμένοι με συνέπεια να υπερασπιζόμαστε τα εθνικά μας συμφέροντα ή αιωνίως θα τα παραδίδουμε, υποχωρώντας άγνωστο προς τα πού. Ορισμένοι δυτικοί πολιτικοί ήδη μας φοβίζουν όχι μόνο με κυρώσεις, αλλά και με την προοπτική όξυνσης των εσωτερικών μας προβλημάτων. Θα θέλαμε να καταλάβουμε τί εννοούν: τις ενέργειες κάποιας «πέμπτης» φάλαγγας – διαφόρων ειδών εθνοπροδότες – είτε υπολογίζουν ότι θα κατορθώσουν να επιδεινώσουν τόσο την κοινωνικο-οικονομική κατάσταση στη Ρωσία και ως εκ τούτου να προκαλέσουν δυσαρέσκεια του λαού. Εξετάζουμε παρόμοιες δηλώσεις ως ανεύθυνες και εμφανώς επιθετικές και θα αντιδράσουμε με τον αρμόζοντα τρόπο σε αυτές. Την ίδια στιγμή εμείς οι ίδιοι ποτέ δεν θα επιδιώξουμε την αντιπαράθεση με τους εταίρους μας, ούτε στην Ανατολή, ούτε στη Δύση, αντίθετα, θα κάνουμε ό,τι χρειάζεται για να οικοδομήσουμε πολιτισμένες σχέσεις καλής γειτονίας, όπως και θα έπρεπε στο σύγχρονο κόσμο.
Αγαπητοί Συνάδελφοι!
Κατανοώ τους κατοίκους της Κριμαίας, οι οποίοι έθεσαν το ερώτημα στο Δημοψήφισμα απολύτως ευθέως και σαφώς: θα είναι η Κριμαία με την Ουκρανία ή με τη Ρωσία. Και μπορούμε με βεβαιότητα να πούμε ότι η ηγεσία της Κριμαίας και της Σεβαστούπολης, οι βουλευτές των νομοθετικών οργάνων της εξουσίας, διατυπώνοντας το ερώτημα του Δημοψηφίσματος, υψώθηκαν πάνω από τα ομαδικά και πολιτικά συμφέροντα και καθοδηγήθηκαν θέτοντας ως κορυφαίο κριτήριο αποκλειστικά τα ριζικά συμφέροντα των ανθρώπων. Οποιαδήποτε άλλη εκδοχή του Δημοψηφίσματος, όσο ελκυστική και αν φαινόταν με την πρώτη ματιά, λόγω των ιστορικών, δημογραφικών, πολιτικών και οικονομικών ιδιαιτεροτήτων αυτού του εδάφους θα ήταν ενδιάμεση, προσωρινή και ασήμαντη, θα οδηγούσε αναπόφευκτα σε περαιτέρω επιδείνωση της κατάστασης γύρω από την Κριμαία και με τον πλέον θανατηφόρο τρόπο θα αντανακλούσε στις ζωές των ανθρώπων. Οι κάτοικοι της Κριμαίας έθεσαν το ζήτημα αυστηρά, χωρίς συμβιβασμούς, χωρίς οποιαδήποτε ημιτόνια. Το Δημοψήφισμα διεξήχθη ανοιχτά και έντιμα και οι άνθρωποι στην Κριμαία με σαφήνεια και πειστικότητα εξέφρασαν τη βούλησή τους: θέλουν να είναι με τη Ρωσία.
Η Ρωσία επίσης οφείλει να πάρει μια δύσκολη απόφαση, υπολογίζοντας το σύνολο και των εσωτερικών και των εξωτερικών παραγόντων. Ποια είναι τώρα η γνώμη των ανθρώπων στη Ρωσία; Εδώ, όπως και σε κάθε δημοκρατική κοινωνία, υπάρχουν διαφορετικές απόψεις, αλλά η θέση της απόλυτης - θέλω να το τονίσω αυτό – της απόλυτης πλειονότητας των πολιτών είναι επίσης προφανής.
Ξέρετε στις τελευταίες δημοσκοπήσεις, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν στη Ρωσία τις ημέρες αυτές περίπου 95 τοις εκατό των πολιτών θεωρούν ότι η Ρωσία πρέπει να προστατεύσει τα συμφέροντα των Ρώσων και των εκπροσώπων άλλων εθνοτήτων, που ζουν στην Κριμαία. Το 95 τοις εκατό. Και περισσότεροι από το 83 τοις εκατό πιστεύουν ότι η Ρωσία πρέπει να το κάνει αυτό, ακόμη και αν μια τέτοια θέση περιπλέξει τις σχέσεις μας με ορισμένα κράτη. 86 τοις εκατό των πολιτών μας είναι πεπεισμένοι ότι η Κριμαία εξακολουθεί ως και σήμερα να είναι ρωσικό έδαφος, ρωσική γη. Και σχεδόν – να ένας πολύ σημαντικός αριθμός, που συσχετίζεται απολύτως με εκείνον, που υπήρξε στην Κριμαία στο Δημοψήφισμα – σχεδόν το 92 τοις εκατό τάσσεται υπέρ της ένωσης της Κριμαίας με τη Ρωσία.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο και η συντριπτική πλειονότητα των κατοίκων της Κριμαίας και η απόλυτη πλειοψηφία των πολιτών της Ρωσικής Ομοσπονδίας υποστηρίζουν την επανένωση της Δημοκρατίας της Κριμαίας και της πόλης της Σεβαστούπολης με τη Ρωσική Ομοσπονδία.
Το θέμα είναι η πολιτική απόφαση της ίδιας της Ρωσίας. Και αυτή μπορεί να βασιστεί μόνο στη βούληση του λαού, γιατί μόνο ο λαός είναι η πηγή κάθε εξουσίας.
Αξιότιμα μέλη του Συμβουλίου της Ομοσπονδίας! Αγαπητοί βουλευτές της Κρατικής Δούμας! Πολίτες της Ρωσίας, κάτοικοι της Κριμαίας και της Σεβαστούπολης! Σήμερα, βασιζόμενος στα αποτελέσματα του Δημοψηφίσματος, το οποίο πραγματοποιήθηκε στην Κριμαία, βασιζόμενος στη βούληση του λαού, εισηγούμαι στην Ομοσπονδιακή Συνέλευση και ζητώ να εξεταστεί ο Συνταγματικός Νόμος για την αποδοχή στη σύνθεση της Ρωσίας δύο νέες οντότητες της Ομοσπονδίας: τη Δημοκρατία της Κριμαίας και την πόλη της Σεβαστούπολης, καθώς και να επικυρώσουν το έτοιμο προς υπογραφή Σύμφωνο για την είσοδο της Δημοκρατίας της Κριμαίας και την πόλη της Σεβαστούπολη στη Ρωσική Ομοσπονδία. Δεν αμφιβάλλω για την υποστήριξή σας!
.~`~.
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική