.~`~.
Ι
Ι
Η -ασφαλώς ως μομφή εννοούμενη- διαπίστωση του μεθοδολογικού ατομισμού ότι οι ολιστικές και οργανιστικές αντιλήψεις για την κοινωνία βαδίζουν με αντιφιλελεύθερες πολιτικές θέσεις δεν μπορεί σε γενικές γραμμές να αμφισβητηθεί. Όπως δείχνει η αναδρομή στην ιστορία του πνεύματος, τέτοιες αντιλήψεις για την κοινωνία αναπτύχθηκαν μετά τη Γαλλική επανάσταση ως θεωρητική απάντηση στον φιλελεύθερο ατομισμό, που τότε πλέον άρχισε να ασκείται με συνειδητό τρόπο κοινωνικά' ολιστικές και οργανιστικές ιδέες αριστοτελικής-σχολαστικής προέλευσης εμψύχωναν επίσης την κοινωνική διδασκαλία της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας. Αλλά η ριζοσπαστικότητα των νέων θύραθεν ολιστικών και οργανιστικών αντιλήψεων διέφερε φανερά από τη μετριοπάθεια των προδρόμων τους: Ο κόσμος των ευγενών της Ευρώπης συγκέντρωνε τώρα τις δυνάμεις του για να δώσει τη τελευταία μάχη. Η εμφαντική και ταυτόχρονα χαρακτηριστικού τύπου επεξεργασία της ολιστικής διδασκαλίας για την κοινωνία από τον Adam Müller είχε πολλές συνέπειες και για τα ερωτήματα που μας απασχολούν, καθώς ο Müller, ο οποίος ήθελε να χτυπήσει τον φιλελεύθερο εχθρό στο εγγενές πεδίο του, την πολιτική οικονομία, εφάρμοσε τη γενική του θεωρία για την κοινωνία στην ανάλυση βασικών φαινομένων της οικονομίας. Ο Roscher, ένας πνευματικός γόνος της ιστορικής σχολής δικαίου, παρ' όλες τις επιφυλάξεις σε επιμέρους ζητήματα εξήρε την προσφορά του Müller ως κοινωνικού θεωρητικού - και ακριβώς στην πολεμική του κατά της ιστορικής σχολής της οικονομολογίας κατά τη διάρκεια της περίφημης «μεθοδολογικής έριδας», ο Menger διατύπωσε τον μεθοδολογικό ατομισμό ως θεωρητικό πρόγραμμα. Η «ατομιστική» (atomistisch) άποψη, σημείωνε ο οικονομολόγος [Menger] πρέπει στο εξής να αποτελεί την «ακριβή κατεύθυνση της έρευνας» στις κοινωνικές επιστήμες και σε αντίθεση προς τις οργανιστικές αντιλήψεις να ακολουθεί το πρότυπο της φυσικής επιστήμης, που με την ανάλυση των σωμάτων στα πιο μικρά τους συστατικά εξηγεί τη προέλευσή τους.
Ο Menger δεν είχε βασικούς λόγους για μια ηθική ή πολιτική διαμάχη με τους εκπροσώπους της ιστορικής σχολής της οικονομολογίας. Γι' αυτόν η ατομιστική θεώρηση των κοινωνικών και οικονομικών φαινομένων ήταν ουσιαστικά μια μεθοδολογική αρχή και μια μεθοδολογική αναγκαιότητα. Ο Schumpeter ανέδειξε λίγο αργότερα με ιδιαίτερα παραστατικό τρόπο αυτή τη διαφορά μεταξύ μεθοδολογίας και πολιτικής ή ηθικής. Από τον μεθοδολογικό ατομισμό -επέμενε- δεν μπορούν να εξαχθούν συμπεράσματα υπέρ του πολιτικού ατομισμού. Ένας σοσιαλιστής μπορεί κατ' αυτά να καθοδηγείται από την ατομιστική μέθοδο όπως και ένας φιλελεύθερος' εδώ το μόνο κριτήριο είναι αν αυτή η αφετηρία είναι από επιστημονική άποψη πρόσφορη και οδηγεί αρκετά μακριά. Ένα ουσιαστικό μειονέκτημα της κλασικής οικονομολογίας σε σύγκριση με τη νεώτερη ήταν για τον Schumpeter ότι η πρώτη ανακάτευε τις δύο σημασίες του ατομισμού και έτσι γινόταν απολογήτρια του φιλελευθερισμού. Της επέρριπτε και κάτι ακόμα: την απατηλή ελπίδα «ότι μπορεί να συλλάβει τον μηχανισμό της κοινωνικής ζωής από τη σκοπιά της οικονομίας», κάτι από το οποίο γεννήθηκε στη συνέχεια ο αντιφιλελέυθερος ιστορικός υλισμός.
Η κλασσική οικονομολογία και η κοινωνιολογία θα έπρεπε, και μάλιστα είναι αναγκασμένες, να διαφέρουν στην αξιολόγηση της οικονομίας. Ανάμεσα στην οικονομολογία γενικά (δηλαδή τόσο την κλασσική όσο και τη νεώτερη) και την κοινωνιολογία ο Schumpeter χαράσσει όμως και μια σημαντική μεθοδολογική διαχωριστική γραμμή. Ο μεθοδολογικός ατομισμός μπορεί κατά τη γνώμη του να έχει μια γόνιμη εφαρμογή μόνο στην καθαρή θεωρία της οικονομολογίας - ενώ π.χ. «στη θεωρία της οργάνωσης και γενικά στην κοινωνιολογία ο ατομισμός δεν μας οδηγεί μακριά». Ο Max Weber δεν συμμερίσθηκε σε αυτό το σημείο την οξυδέρκεια του Schumpeter. Ενστερνίσθηκε βέβαια τη διάκριση του Αυστριακού οικονομολόγου μεταξύ μεθοδολογικού ατομισμού και πολιτικού ατομισμού ή αντίστοιχα μεταξύ «ατομιστικής μεθόδου» και «ατομιστικής εκτίμησης», και όμως, χωρίς να εξηγήσει γιατί, θεωρούσε αυτονόητη την εφαρμοσιμότητα της ατομιστικής άποψης τόσο στην κοινωνιολογία όσο και στην οικονομολογία.
.~`~.
ΙΙ
ΙΙ
Οι ανανεωτές και κήρυκες του μεθοδολογικού ατομισμού που άσκησαν επιρροή μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο δεν αγνόησαν μόνο τα επιτακτικά λόγια του Schumpeter, αλλά δεν τήρησαν ούτε την ελάχιστη προσοχή του Weber. Ο ψυχρός πόλεμος επεκτάθηκε ξαφνικά με όλη την οξύτητα του στην περιοχή της ιδεολογικής αντιπαράθεσης και οι άνθρωποι είχαν λίγο χρόνο και ακόμη λιγότερη διάθεση για λεπτομερείς διαφοροποιήσεις. Η επιδίωξη των φιλελεύθερων Δυτικών να βάλουν τον απειλητικό κομμουνισμό μαζί με τον μόλις ηττηθέντα φασισμό ή εθνικοσοσιαλισμό στο ίδιο τσουβάλι του ολισμού έδωσε πρόσθετη ιδεολογική ορμή στο ευαγγέλιο του μεθοδολογικού ατομισμού και φρόντισε για τη γρήγορη διάδοση του. Ως ευαγγελιστές των φιλελεύθερων αξιών της πιεζόμενης Δύσης, ο Hayek και ο Popper απέκτησαν τη φήμη τους, ενώ η αντικειμενική τους συμβολή στην κοινωνική επιστήμη είναι περιθωριακή και ο πληροφορημένος αναγνώστης μάταια θα αναζητήσει στα βιβλία τους μεγάλες πρωτότυπες ιδέες.
Πολύ πιο αποδοτική από την προσφορά τους είναι η ανάλυση των σφαλμάτων της σκέψης τους, τα οποία λόγω της στρατηγικής που εφάρμοσαν ήταν αναπόφευκτα, καθώς ο Hayek και ο Popper κατά βάθος αντιστρέφουν απλώς τα περιεχόμενα και τα πρόσημα: Στον ολισμό ως πνευματικό πατέρα του «ολοκληρωτισμού» αντιπαραθέτουν τον μεθοδολογικό ατομισμό ως ιδεατή διασφάλιση της ελευθερίας του ατόμου. Αναγνωρίζουν λοιπόν την κατ' αρχήν σύνδεση μεταξύ της μεθοδολογικής και της πολιτικής-ηθικής σκοπιάς τόσο για τον εχθρό όσο και για τον εαυτό τους και εγκαταλείπουν αυτόν τον αυστηρό διαχωρισμό μεταξύ του μεθοδολογικού και του πολιτικού φιλελευθερισμού - χωρίς άλλες εξηγήσεις και χωρίς να λάβουν υπόψη την αντίθετη γνώμη των αληθινών πρωτουργών του μεθοδολογικού ατομισμού. Το σχήμα του συλλογισμού τους είναι: επειδή οι θεσμοί και το κράτος πρέπει να υπηρετούν το ελεύθερο άτομο, πρέπει να δείξουμε ότι δημιουργήθηκαν από τα άτομα και ότι η κοινωνική επιστήμη πρέπει να ξεκινά από τα άτομα και τις πράξεις τους. Οι τρεις προτάσεις που εμπεριέχει ο συλλογισμός τους, όπως θα δούμε, ή δεν συναρτώνται διόλου λογικά μεταξύ τους ή συναρτώνται μόνο κατά ζεύγη, και σε αυτή την περίπτωση μόνον αν ερμηνευθούν στενά, οπότε δεν είναι πλέον κατάλληλες για τους σκοπούς της θεμελίωσης. Και οι τρεις μαζί -λαμβανόμενες στην ονομαστική τιμή- δημιουργούν ανυπέρβλητες δυσκολίες. Ο Hayek και ο Popper δέχονται εντούτοις τη συνάρτηση τους και επιπλέον κατασκευάζουν την ολιστική θέση που καταπολεμούν ως απλή αντιστροφή αυτής της συνάρτησης: Αν δεν ξεκινήσει κανείς στην ανάλυση των κοινωνικών φαινομένων από τα άτομα και τις πράξεις τους, πρέπει να αρνηθεί τον ρόλο τους ως των μοναδικών δημιουργών των θεσμών και της ιστορίας και τελικά να τα κάνει δούλους των θεσμών, οι οποίοι εμφανίζονται στο όνομα της ιστορίας ή οποιασδήποτε άλλης υπερατομικής υποστασιοποίησης.
Εδώ η εικόνα του ολισμού παραμένει εξαιρετικά αδιαφοροποίητη και ταυτόχρονα επιλεκτική, δηλαδή φτιάχνεται χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι ποικίλες μορφές και αποχρώσεις των ατομιστικών κοινωνικών θεωριών ως συνονθύλευμα των πιο διαφορετικών υλικών της ιστορίας του πνεύματος. Είναι μια σκέτη και κατά ένα μεγάλο μέρος πλασματική εικόνα εχθρού, η οποία προορίζεται για να δικαιολογήσει την απόλυτη αντίθεση των δύο ακόλουθων εναλλακτικών δυνατοτήτων: Ή είναι κανείς υπέρ του μεθοδολογικού ατομισμού ή, στην καλύτερη περίπτωση, είναι ένας ενθουσιώδης μεταφυσικός και κατά κανόνα ανοίγει τον δρόμο για τον εμφύλιο πόλεμο, την ανελευθερία και τη θεοκρατία.
Στον αδιαφοροποίητο χαρακτήρα της εικόνας του εχθρού αντιστοιχούν πάντως αμφιρρέπειες στην προσωπική θέση, ακόμη και από πολιτική άποψη. Ο Hayek δεν συνηγορεί υπέρ του ατομισμού απολύτως, αλλά υπέρ του «γνήσιου», που δεν θέλει να αποκοπεί από την παράδοση, τις κοινωνικές συμβάσεις, την οικογένεια κ.λπ. Εδώ πρόκειται για τις γνωστές θέσεις του συνδεδεμένου κυρίως με το όνομα του Röpke «νεοφιλελευθερισμού», ο οποίος στην πραγματικότητα ήταν η προσπάθεια για μια επιστροφή στον κλασσικό φιλελευθερισμό που διαχωρίζεται από δημοκρατικές και «ιακωβινικές» τάσεις. Σε αυτό το σχήμα σκέψης ο φιλελεύθερος ατομισμός επιδοκιμάζεται ανεπιφύλακτα και αποδοκιμάζονται ο «ολοκληρωτικός» κολλεκτιβισμός και οι δραστικές παρεμβάσεις του (δυτικού) κράτους στην οικονομία και την ατομική ιδιοκτησία' από την άλλη μεριά κινεί την υποψία όταν συμμαχώντας με τη στρατοκρατία και τον ευδαιμονισμό μετατρέπεται σε σχεδιαστικό ορθολογισμό και δημιουργεί τη μαζική δημοκρατία με το κοινωνικό κράτος' ένας τέτοιος ορθολογισμός, όσο και αν ενεργεί στο όνομα της προστασίας και της ευημερίας του ατόμου, οδηγεί σύμφωνα με αυτό το σχήμα από την πίσω πόρτα στον κολλεκτιβισμό. Στην κατασκευασιμότητα του κοινωνικού κόσμου από το άτομο πρέπει λοιπόν να τεθούν όρια -αφού μάλιστα οι δεδηλωμένοι κολλεκτιβιστές, λόγου χάρη οι μαρξιστές, ισχυρίζονται ότι θα μπορούσαν να σχεδιάσουν τη ζωή της κοινωνίας συνολικά. Στα όρια της κατασκευασιμότητας του κοινωνικού κόσμου από τα άτομα πρέπει όμως να αντιστοιχούν ορισμένα όρια κατά την εφαρμογή του μεθοδολογικού ατομισμού στην κοινωνική επιστήμη, και θα δούμε που ήθελε να τα χαράξει ο ίδιος ο Hayek ανησυχώντας για τις ευδαιμονιστικές και ωφελιμοκρατικές εκτροπές του ατομισμού.
.~`~.
ΙΙΙ
ΙΙΙ
Το «νεοφιλελεύθερο» σχήμα σκέψης του Röpke και του Hayek έπασχε από μια θεμελιώδη αντίθεση. Επιδοκίμαζε τον οικονομικό φιλελευθερισμό και απέρριπτε τις συνέπειες του, υπερασπιζόταν τις φιλελεύθερες προϋποθέσεις και καταπολεμούσε τη διαφορετική ερμηνεία τους και τη μετεξέλιξη τους. Αλλά η ατομοποίηση (Atomisierung) της κοινωνίας, ο ευδαιμονιστικός υπολογισμός και η διάλυση των παραδόσεων και των ουσιωδών δεσμεύσεων μέσα στον πλουραλισμό των αξιών είναι οι αναγκαίες συνέπειες του οικονομικού φιλελευθερισμού στη βάση της υψηλής τεχνολογικής ανάπτυξης. Η εμφάνιση και η διάδοση αυτών των συνεπειών στην κοινωνική ζωή των δυτικών μαζικών δημοκρατιών κατά τις τελευταίες δεκαετίες αποτυπώθηκαν κατά ειρωνικό τρόπο και στο γεγονός ότι ευδαιμονισμός και ωφελιμοκρατία εισήλθαν πανηγυρικά στο ίδιο το έδαφος του μεθοδολογικού ατομισμού και κατά ένα μεγάλο μέρος το κατέκτησαν. Αυτό έγινε με τη μορφή μιας αντικατάστασης της καταστασιακής ορθολογικότητας του ατόμου από τη συμπεριφοριστικά νοούμενη ορθολογικότητα του ωφελιμοκρατικά προσανατολισμένου μεγιστοποιητή, άρα ως στροφή στον ψυχολογισμό, παρά την καταδίκη του τελευταίου από τον Hayek και τον Popper, οι οποίοι σε αυτό το ζήτημα παρέμειναν σε βεμπεριανό έδαφος. Ο Hayek αντιλαμβανόταν την «κατανόηση» και το «νόημα» ως αποδείξεις για την αυτονομία του «πνευματικού» σε αντίθεση προς τις «φυσικοεπιστημονικές του εξηγήσεις» και ανάλογα τα χρησιμοποίησε στη μεθοδολογία του' ο Popper από τη μεριά του έβλεπε την παραδοχή της καταστασιακής λογικής τόσο ως δρόμο για την αποφυγή του ψυχολογισμού όσο και ως πραγματική μέθοδο της οικονομικής ανάλυσης. Όμως δεν είναι αμέσως κατανοητό βάσει ποιάς λογικής και για ποιούς άλλους λόγους σχετιζόμενους με την ιστορία του πνεύματος η οικονομική ανάλυση φιλελέυθερης έμπνευσης πρέπει να αποκλείσει κάθε μορφή ψυχολογικού αναγωγισμού' πολύ νωρίς πάντως συνδέθηκε με το ψυχολογικό κατασκεύασμα του homo oeconomicus που μεγιστοποιεί την ωφέλεια και κατ' αυτά σήμερα πρέπει να αισθάνονται ότι έχουν δίκιο εκείνοι που ακριβώς στον όνομα του μεθοδολογικού ατομισμού μοχθούν για μια προσέγγιση μεταξύ συμπεριφοριστικών και οικονομιστικών απόψεων.
Μια από τις συνέπειες τέτοιων προσπαθειών ήταν η διάσπαση της παράταξης του μεθοδολογικού ατομισμού σε δύο αντίπαλα στρατόπεδα, και η διαμάχη δεν λύνεται με δηλώσεις ότι συμφωνεί κανείς και με τις δύο αντιλήψεις. Λόγου χάρη ο Coleman τάσσεται υπέρ του μεθοδολογικού ατομισμού όχι απλώς ως οικονομολόγος αλλά και κοινωνιολόγος, αλλά και επειδή πιστεύει σε εκείνη την ηθική παράδοση που θεωρεί τον άνθρωπο ελεύθερο και υπεύθυνο όν. Ταυτόχρονα ακολουθεί ρητά τον Weber λαμβάνοντας ως αφετηρία την έννοια της σκόπιμης δράσης. Δεν αναγνωρίζει όμως όλες τις πτυχές αυτής της έννοιας, αλλά περιορίζεται προγραμματικά σε εκείνο το είδος σκόπιμης δράσης που αποβλέπει στη μεγιστοποίηση της ωφέλειας. Με δύο άλματα ο Coleman καταφέρνει λοιπόν να περάσει από την ηθική ομολογία πίστης στην οικονομιστική-συμπεριφοριστική πραξεολογία και ανθρωπολογία [σημ. Δ`~. διαβάστε κάτι ακόμα που έχει ενδιαφέρον για τους «συμπεριφοριστές» και τις αναγωγικές θεωρίες ερμηνείας της διεθνούς πολιτικής]. Εδώ βέβαια -όπως επίσης στον Hayek και τον Popper- παραμένει σκοτεινό γιατί και πως η ηθική διαβεβαίωση από τη μεριά του παρατηρητή πρέπει να συναρτάται με την επιδίωξη μεγιστοποίησης της ωφέλειας από τη μεριά του παρατηρούμενου ατόμου. Η κατ' αρχήν χρησιμοποίηση του ατομισμού για την καλή υπόθεση στο επίπεδο των μεθοδολογικών εξηγήσεων δεν εγγυάται, με άλλα λόγια, για τον ηθικά επιθυμητό χαρακτήρα ή έστω για τα κοινωνικά επιθυμητά αποτελέσματα κάθε δράσης που πρέπει να φωτισθεί βάσει των αρχών του μεθοδολογικού ατομισμού.
Εδώ όμως δεν συγχέονται μεταξύ τους μόνον η μέθοδος με το αντικείμενο, ο παρατηρητής με τον δρώντα. Η τάση ηθικοποίησης του μεθοδολογικού ατομισμού αγνοεί, όπως και η ηθικά υποκινούμενη τάση προς τον ολισμό και τον κολλεκτιβισμό, την απλή αλήθεια ότι από καμμία από αυτές τις δύο θέσεις δεν προκύπτει αναγκαστικά αυτό που θέλουν να αποδείξουν, διότι ούτε η ολιστικά νοούμενη οντολογική ανεξαρτησία και ακατάβλητη ανθεκτικότητα της κοινωνίας ή τα πρωτεία της απέναντι στο άτομο μπορούν να προκαλέσουν την ευθυγράμμιση όλωντων ατόμων μέσω κανονιστικής συμμόρφωσης ούτε μπορεί η οποιαδήποτε αυτονομία των ατόμων να καταστρέψει ποτέ τηνκοινωνία ως αρχέγονο συλλογικό σώμα και να επιφέρει μια άλλη ζωή εκτός από τη συλλογική στηνκοινωνία.
Παναγιώτης Κονδύλης
.~`~.
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική