...ο βασικός κορμός των οντολογικών κατηγοριών, τις οποίες αποδίδει ο Heidegger στο ανθρώπινο Είναι, παραλαμβάνεται αυτούσιος και χωρίς καμμιά ιδιαίτερη εξήγηση από τη θεολογική σκέψη, ξεκινώντας από τον Αυγουστίνο. Δεν είναι διόλου αυτονόητο όμως, ότι κατηγορίες διαμορφωμένες μέσα σε συγκεκριμένες ιστορικές καταστάσεις και υπό συγκεκριμένες κοσμοθεωρητικές προϋποθέσεις ενδείκνυνται ως άξονες μιας υπεριστορικής, δηλ. οντολογικής, ανάλυσης της ανθρώπινης ύπαρξης. Και το ατόπημα επιδεινώνεται επειδή ο Heideggerεντάσσει έννοιες κατ'εξοχήν θεολογικές σε ένα πλαίσιο που ο ίδιος το θέλει αθεϊστικό. Αλλά γιατί να είναι η «ενοχή» λ.χ. εξ υπαρχής συστατικό στοιχείο μιας ανθρώπινης ύπαρξης απλώς «ριγμένης» μέσα σε έναν κόσμο δίχως νόημα - τουλάχιστον νόημα κατοχυρωμένο από κάποιον, απέναντι στον οποίο ο άνθρωπος θα όφειλε να νιώθει ένοχος;...
Στην πραγμάτευση του θανάτου συγκλίνουν η επικέντρωση στο ατομικό Είναι (μολονότι τονίζεται η ύπαρξη μέσα στον κόσμο και η συνύπαρξη με άλλους ανθρώπους και οι δύο βλέπονται αποκλειστικά στην προοπτική του ατομικού Είναι), οι θεολογικές μνήμες και η αντίθεση «αυθεντικό-αναυθεντικό», δίνοντας ένα αποτέλεσμα μεγαλόστομο βέβαια, ελάχιστα όμως ουσιαστικό από τη σκοπιά της κοινωνικής οντολογίας. Ο θάνατος ενδιαφέρει ως καταλύτης του φόβου εκείνου και της προσδοκίας εκείνης που τάχα μαρτυρούν ότι η ύπαρξη ζει αυθεντικά στο ακραίο όριο των δυνατοτήτων της. Πίσω όμως από τη δραματική εικόνα της υπαρξιακής υπερέντασης ενός μοναχικού ανθρώπινου όντος, που βιώνει ό,τι γνησιότερο έχει στο χείλος της αβύσσου, δεν βρίσκεται απολύτως τίποτε.
Όπως και πολλοί άλλοι πριν από αυτόν, έτσι και ο Heidegger δεν καταφέρνει να πει το παραμικρό για τον θάνατο καθ'εαυτόν. Γιατί, όσο και αν φαίνεται παράδοξο, ο άνθρωπος δεν μπορεί να συνδέσει καμμία σκέψη με τον θάνατο και αποκλειστικά με τον θάνατο. Ό,τι σκέφτεται μιλώντας για τον θάνατο είτε αναφέρεται στη ζωή (ως κάτι που δεν θέλει να χάσει) είτε αναφέρεται σε ό,τι πιστεύει ότι τον περιμένει μετά από τη ζωή'η στιγμή και η στιγμιαία βίωση του θανάτου ξεφεύγει από κάθε δυνατότητα νοητικής σύλληψης - ίσως γιατί δεν υπάρχει.
Το οντολογικό πρόβλημα είναι επομένως πολύ ευρύτερο σπό τη σχέση της «αυθεντικής» ύπαρξης με μια πομφόλυγα. Συνίσταται στην ανίχνευση των συνεπειών της θνητότητας του ανθρώπου για τη συγκρότηση της κοινωνικής του ύπαρξης. Δεν ρυθμίζει η σχέση του ανθρώπου προς τον θάνατο τις σχέσεις του προς τους άλλους ανθρώπους, αλλά αντίθετα: οι σχέσεις του με τους άλλους ανθρώπους καθορίζουν άμεσα ή έμμεσα το πως πεθαίνει και πως βαδίζει προς τον θάνατο του. Αυτό ισχύει όχι μόνο για όποιον στέκει μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα ως στέλεχος μια πολιτικής παράταξης, αλλά και για όποιον πεθαίνει πιστεύοντας ότι αποδημεί εις Κύριον, γιατί και αυτή η πίστη είναι πίστη μιας κοινότητας, στην οποία ανήκει ο θνήσκων. Επιπλέον, η θνητότητα του ανθρώπου σημαίνει τη δυνατότητα της βίαιης θανάτωσης του. Ακριβώς το γεγονός του βίαιου θανάτου όμως οριοθετεί ολόκληρο το φάσμα των δυνατών σχέσεων ανάμεσα σε ανθρώπους: η ακραία φιλία εκδηλώνεται όταν θυσιάζω τη ζωή μου για κάποιον και η ακραία έχθρα όταν σκοτώνω κάποιον. Ανάμεσα σε αυτά τα δύο άκρα κινούνται όλες οι άλλες σχέσεις.
Τέτοιοι και παρόμοιοι κατ'εξοχήν προβληματισμοί της κοινωνικής οντολογίας ούτε καν θίγονται στο Είναι και Χρόνος. Η οπτική του είναι ορισμένη και περιορισμένη... Θεωρώ το Είναι και Χρόνος ένα από τα υπετιμημένα βιβλία του αιώνα μας'για την ακρίβεια, μου φαίνεται ως μια συλλογή κοινοτοπιών μεταφρασμένων σε γλώσσα εξεζητημένη και ασαφή. Στη διαπίστωση αυτή καταλήγει όποιος βγαίνει από τη στενή φιλοσοφική προοπτική και εποπτεύει την ιστορία των ιδεών και των προβλημάτων στο συνολό της. Οι φιλόσοφοι, όντας κατά κανόνα μονομερέστατα μορφωμένοι, συνήθως διογκώνουν τη σημασία όσων συμβαίνουν στο δικό τους πεδίο και θεωρούν πρωτότυπο έναν συγγραφέα μόνο και μόνο επειδή οι ίδιοι πληροφορήθηκαν μερικά πράγματα για πρώτη φορά απ'αυτόν. Στην πραγματικότητα, η φιλοσοφία των Νέων Χρόνων δεν δημιούργησε δική της αυτοτελή προβληματική, αλλά παρακολούθησε, άμεσα ή έμμεσα, καλύτερα ή χειρότερα, τις ραγδαίες εξελίξεις των επιστημών, αρχικά κυρίως των θετικών και κατόπιν κυρίως των κοινωνικών-ανθρωπολογικών... Σε άλλη θέση έχω δείξει ότι τόσο η κριτική του Heidegger στη μεταφυσική όσο και η κριτική του στη νεώτερη τεχνοεπιστημονική σκέψη λίγες αξιώσεις πρωτοτυπίας και βάθους έχουν. Ωστόσο, ήδη οι αρχαίοι γνώριζαν ότι τις τύχες των βιβλίων τις καθορίζουν διαφορετικοί και πολλαπλοί παράγοντες. Habent sua fata libelli.
.~`~.