Ακολουθεί το πρώτο μέρος από την πανεπιστημιακή μελέτη «Η Ευρώπη σε εξέλιξη. Προβλήματα και προοπτικές στο άμεσο μέλλον» των Αικ. Παπαχριστοπούλου και Ελ. Ντρούλια (2004). Την μελέτη την έχω χωρίσει σε δύο μέρη. Το πρώτο, δηλαδή το παρακάτω, αποτελείται από την Σύνοψη, το πρώτο κεφάλαιο με τίτλο «Ομοσπονδιακή και διακυβερνητική τάση» και το τέταρτο με τίτλο «Η διαπραγματευτική στρατηγική στην ΚΔΚ και η σύνοδος των Βρυξελών» (πλην του τέταρτου υποκεφαλαίου).
Προς διευκόλυνση σας, να τονίσω ένα σημαντικό σημείο. Ιστορικά, στην Ευρωπαϊκή Ένωση, υπέρ της ομοσπονδιακής θεώρησης για την πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης τάσσονται η Γερμανία, το Βέλγιο, η Ολλανδία, το Λουξεμβούργο, η Αυστρία και η Ελλάδα ενώ την αντίληψη αυτή παραδοσιακά υπερασπίζεται το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα, μιας και η σημερινή Ευρώπη είναι μια δημιουργία των χριστιανοδημοκρατών. Αυτοί ήταν οι αρχιτέκτονες της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και του μεταπολεμικού ατλαντισμού. Και ήταν καθοριστικής σημασίας για την δόμηση της μορφής τής συνταγματικής δημοκρατίας που επικράτησε στο δυτικό μισό τής ηπείρου μετά το 1945 και έχει σταθερά επεκταθεί ανατολικά από τότε που έπεσε το Τείχος τού Βερολίνου το 1989. Η πιο ισχυρή πολιτικός τής Ευρώπης, η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ, είναι μια χριστιανοδημοκράτις, όπως είναι και ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Jean-Claude Juncker.
Όσον αφορά, την διακυβερνητική θεώρηση, ιστορικά (και έχει σημασία το ιστορικά γιατί στην πορεία μπορεί να αλλάξουν -κάποιες λίγες- χώρες στάση) την εκπροσωπούν το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γαλλία, η Ιταλία, η Ισπανία, η Δανία, η Πορτογαλία, η Ιρλανδία, η Σουηδία, η Φινλανδία, η Πολωνία, η Σλοβακία, η Εσθονία, η Λεττονία και η Λιθουανία.
Τέλος, θέλω να παραθέσω ένα σημείο το οποίο έχει την ιδιαίτερη σημασία του και καλό θα ήταν να τονιστεί:
Προς διευκόλυνση σας, να τονίσω ένα σημαντικό σημείο. Ιστορικά, στην Ευρωπαϊκή Ένωση, υπέρ της ομοσπονδιακής θεώρησης για την πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης τάσσονται η Γερμανία, το Βέλγιο, η Ολλανδία, το Λουξεμβούργο, η Αυστρία και η Ελλάδα ενώ την αντίληψη αυτή παραδοσιακά υπερασπίζεται το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα, μιας και η σημερινή Ευρώπη είναι μια δημιουργία των χριστιανοδημοκρατών. Αυτοί ήταν οι αρχιτέκτονες της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και του μεταπολεμικού ατλαντισμού. Και ήταν καθοριστικής σημασίας για την δόμηση της μορφής τής συνταγματικής δημοκρατίας που επικράτησε στο δυτικό μισό τής ηπείρου μετά το 1945 και έχει σταθερά επεκταθεί ανατολικά από τότε που έπεσε το Τείχος τού Βερολίνου το 1989. Η πιο ισχυρή πολιτικός τής Ευρώπης, η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ, είναι μια χριστιανοδημοκράτις, όπως είναι και ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Jean-Claude Juncker.
Όσον αφορά, την διακυβερνητική θεώρηση, ιστορικά (και έχει σημασία το ιστορικά γιατί στην πορεία μπορεί να αλλάξουν -κάποιες λίγες- χώρες στάση) την εκπροσωπούν το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γαλλία, η Ιταλία, η Ισπανία, η Δανία, η Πορτογαλία, η Ιρλανδία, η Σουηδία, η Φινλανδία, η Πολωνία, η Σλοβακία, η Εσθονία, η Λεττονία και η Λιθουανία.
Τέλος, θέλω να παραθέσω ένα σημείο το οποίο έχει την ιδιαίτερη σημασία του και καλό θα ήταν να τονιστεί:
η Ευρωπαϊκή Ένωση δε μπορεί να λειτουργήσει ως κλίβανος μέσα στον οποίο θα ισοπεδώνονται οι διαφορετικές πολιτισμικές ταυτότητες (melting pot) και θα εξαφανίζεται πλήρως η κυριαρχία των κρατών που την αποτελούν. Το πρόβλημα εστιάζεται κατά τη γνώμη μας, στην συνύπαρξη της εθνικής δημοκρατίας και της ευρωπαϊκής δημοκρατίας και στον τρόπο με τον οποίο διαφορετικοί ευρωπαϊκοί λαοί, οι οποίοι σήμερα είναι οργανωμένοι πολιτικά εντός των εθνικών τους κρατών, θα συμμετάσχουν στην διαδικασία οικοδόμησης μιας ευρωπαϊκής υπερεθνικής εξουσίας.
Το ερώτημα απαντάται μόνο αν γίνει αντιληπτό ότι κανείς ευρωπαϊκός λαός δεν πρόκειται να εγκαταλείψει την εθνική του ασφάλεια (ακόμη και τα κράτη του πρώην κομμουνιστικού μπλοκ που πρόσφατα απέκτησαν υποτυπώδης θεσμούς δημοκρατίας) προκειμένου να συμμετάσχει σε ένα ασαφές και απροσδιόριστο κρατικό μόρφωμα, έστω και ομοσπονδιακό.
Η άρση του ερωτήματος αυτού γίνεται έμμεσα εάν γίνει κατανοητό ότι οι λαοί της Ευρώπης δεν πρόκειται ποτέ να εκποιήσουν την εθνική τους ταυτότητα ενόψει της μελλοντικής οραματικής – ουτοπικής δημιουργίας ενός ομοσπονδιακού κράτους. Άρα η εθνική δημοκρατία και η ευρωπαϊκή δημοκρατία θα πρέπει να βρουν κινούμενες παράλληλα ένα κοινό πεδίο και αυτό το κοινό πεδίο να αποτελεί την Ε.Ε. λαών και εθνών. Το βασικότερο είναι να υπάρχει στην Ε.Ε. αυτή ουσιαστικός δημοκρατικός, λαϊκός έλεγχος. Οι οικονομικές κυρίως δομές, οι οποίες υιοθετούνται αυτή τη στιγμή από την Ε.Ε. δεν λύνουν προβλήματα δημοκρατίας, κυριαρχίας και – εν τέλει – νομιμοποίησης. Απαιτούνται επιπλέον εξισορροποιητικοί θεσμοί πολιτικής ολοκλήρωσης. Αν θεωρηθεί ότι η Ο.Ν.Ε. και η οικονομία της αγοράς μπορούν να υποκαταστήσουν την δημοκρατία, τότε τίθεται σε κίνδυνο και η δημοκρατία και η ευρωπαϊκή ενοποίηση.
Το σημείωμα με τίτλο: Ελλαδικός «ευρωπαϊσμός» και αλλοίωση, χειραγωγηση και σύγχυση ταυτοτήτων μέσω τεχνητών διπολισμών και άρνησης της εθνικής διάστασης, αποτέλεσε κάτι σαν προοίμιο ή εισαγωγή για αυτήν τη μελέτη. Ξαναδιάβαστε το για να αντιληφθείτε πως στρεβλώνονται πολλά ζητήματα για την Ευρώπη από τον ελλαδικό «ευρωπαϊσμό».
.~`~.
Η Ευρώπη σε εξέλιξη. Προβλήματα και προοπτικές στο άμεσο μέλλον
(Αικ. Παπαχριστοπούλου και Ελ. Ντρούλια)
Πανεπιστημιακή μελέτη
2004
Πηγή
Η Ευρώπη σε εξέλιξη. Προβλήματα και προοπτικές στο άμεσο μέλλον
(Αικ. Παπαχριστοπούλου και Ελ. Ντρούλια)
Πανεπιστημιακή μελέτη
2004
Πηγή
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
• ΣΥΝΟΨΙΣ
• ΕΙΣΑΓΩΓΗ (δεν περιλαμβάνεται)
• ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ : ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΚΗ ΚΑΙ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΗ ΤΑΣΗ
Διακυβερνητισμός
Ομοσπονδία
• ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ : Η ΣΥΖΕΥΞΗ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΤΙΣΜΟΥ ΣΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΗΣ Ε. Ε (δεν περιλαμβάνεται)
Α. Η περίοδος 1957 – 1965
Β. Η περίοδος 1966 – 1985
Γ. Η περίοδος 1986 – 1995
Δ. Η περίοδος 1996 – 2004
• ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ : ΟΙ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΗΣ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗΣ (δεν περιλαμβάνεται)
Οι προτάσεις της Συντακτικής Συνέλευσης
• ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ : Η ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΤΗΝ ΔΚΔ ΚΑΙ Η ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΩΝ ΒΡΥΞΕΛΛΩΝ
Α. Η διπλωματική στρατηγική Γερμανίας – Γαλλίας
Ο ρόλος των πολιτικών συστημάτων
Ο Γαλλογερμανικός άξονας
Β. Η διακυβερνητική στρατηγική του Ηνωμένου Βασιλείου και η ειδική του σχέση με τις Η.Π.Α
Γ. Ο συνασπισμός των μικρών κρατών
Δ. Οι αποφάσεις της ΔΚΔ και της Συνόδου των Βρυξελλών (δεν περιλαμβάνεται)
• ΕΠΙΛΟΓΟΣ (δεν περιλαμβάνεται)
ΠΡΟΟΙΜΙΟ-ΣΥΝΟΨΙΣ
Η μελέτη αυτή διερευνά τα προβλήματα που θα αντιμετωπίσει η Ε.Ε. των 27 κρατών (2004) και τις προοπτικές που διανοίγονται για αυτήν στο άμεσο μέλλον.
Στην βάση της μελέτης υπάρχει η επικράτηση δύο κυρίαρχων τάσεων, της ομοσπονδιακής και της διακυβερνητικής, στο ιστορικό της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Στην πορεία κατέστη αναγκαίο να εξεταστούν όχι μόνον τα θεωρητικά στοιχεία που συνθέτουν τα δύο μοντέλα αλλά, επιπλέον, και το χρονικό εξέλιξης των αντιλήψεων περί ομοσπονδίας και διακυβερνητισμού καθώς και των προσωπικοτήτων που τις υποστήριξαν.
Στο συμπέρασμα της μελέτης διατυπώνεται η εκτίμηση ότι τα διάφορα στάδια από τα οποία σε διαφορετικές περιόδους διήλθε η ευρωπαϊκή ενοποίηση αλλά και οι Συνθήκες της Ε.Ε. ερμηνεύονται από την ιστορία του Φεντεραλιστικού κινήματος: από την γέννησή του στον Μεσοπόλεμο, από την ανάπτυξή του κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, από την άνθησή του μεταπολεμικά, από την σύγκρουση που επήλθε στους κόλπους του το 1948, από την διάσπασή του την περίοδο 1956-1973 και από την μετέπειτα επανένωσή του. Στο διάστημα που το Ευρωπαϊκό Φεντεραλιστικό Κίνημα ήταν διχασμένο, στην λειτουργία της Ε.Ο.Κ. επικράτησε η οικονομική διάσταση ενώ μετά το 1974 και έως σήμερα η σύζευξη ομοσπονδίας και διακυβερνητισμού (με την λεγόμενη «κοινοτική μέθοδο») προκάλεσε θεσμική σύγχυση στην οργάνωση της Ε.Ε.
Η ερμηνεία που δίδεται στην μελέτη αυτή εξηγεί το γεγονός ότι οι προωθούμενες θεσμικές μεταρρυθμίσεις στην Ε.Ε. έχουν προκαλέσει ρήγματα ανάμεσα στο ομοσπονδιακό, στο ευρωσκεπτικιστικό και στο φιλοευρωπαϊκό στρατόπεδο.
Καταλήγει, εξάλλου, η μελέτη στο συμπέρασμα ότι στο γεγονός ότι αυτό που σήμερα εμφανίζεται ως «φεντεραλισμός» υπολείπεται σαφώς έναντι των αρχικών επιδιώξεων του φεντεραλιστικού κινήματος έχει συντελέσει η ειδική σχέση μεταξύ Ε.Ε.-Ηνωμένου Βασιλείου-Η.Π.Α. καθώς και ο ρόλος των εσωτερικών, παραδοσιακών πολιτικών συστημάτων Γερμανίας, Γαλλίας, Αγγλίας. Όπως διαφαίνεται, λοιπόν, κάτω από αυτές τις συνθήκες διαστρέβλωσης του φεντεραλιστικού ιδεώδους η Ε.Ε. οδεύει με το νέο Ευρωπαϊκό Σύνταγμα προς μιαν μορφή συνδυασμού των ενισχυμένων συνεργασιών, της μεταβλητής γεωμετρίας, των πολλαπλών ταχυτήτων και των ομόκεντρων κύκλων.
Η μελέτη αυτή υποστηρίζει, πάντως, ότι η ισχύς της Ε.Ε. δεν είναι στρατιωτική και οικονομική αλλά εντοπίζεται κυρίως στο πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο. Κατά την γνώμη μας, η ευρωπαϊκή ενοποίηση πρέπει να στηριχθεί στην πολιτισμική διάσταση των εθνικών γλωσσών, παραδόσεων και τεχνών που ενώνουν τους πολίτες της Ε.Ε. σε κοινή ταυτότητα και είναι αλληλένδετες με την επιστροφή στην αυθεντική πηγή προέλευσης του φεντεραλισμού.
Στον ευρωπαϊκό χώρο αυτήν την στιγμή συγκρούονται 2 μεγάλες τάσεις ιδεών, που κωδικοποιούνται στο δίπολο Διακυβερνητισμός & Ομοσπονδία : και οι 2 αυτές αντιλήψεις έχουν συγκεκριμένη αντίληψη για την λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, βασίζονται σε θεωρητικά υποδείγματα και υποστηρίζονται από συντεταγμένες ομάδες.
Την πρώτη τάση ιδεών αντιπροσωπεύει η εθνοκεντρική προσέγγιση, η οποία θέλει ως βάση οργάνωσης της Ε.Ε. το εθνικό κράτος: η τάση αυτή ζητά την επανεθνικοποίηση της λήψης αποφάσεων σε διαφόρους τομείς άσκησης ευρωπαϊκής πολιτικής και τάσσεται, κυρίως στο πολιτικό επίπεδο, υπέρ της ενίσχυσης των θεσμών της Ε.Ε, όπου οι αποφάσεις λαμβάνονται διακρατικά. Την δεύτερη τάση αντιπροσωπεύουν οι δυνάμεις οι οποίες θεωρούν ότι, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι διεθνείς εξελίξεις στον οικονομικό και τεχνολογικό τομέα, θα πρέπει να υπάρξει υπέρβαση των εθνικών θεσμικών πλαισίων και να αναδειχθεί η έννοια της υπερεθνικότητας.
Η υπερεθνικότητα βασίζεται στην αρχή της μη διάκρισης μεταξύ των κρατών και μεταξύ των πολιτών, στον αμετάκλητο χαρακτήρα της αμοιβαίας εκχώρησης τμημάτων της εθνικής τους κυριαρχίας και, τέλος, στην ικανότητα της Ε.Ε. να παράγει δίκαιο υπέρτερο από τις εθνικές νομοθεσίες.
Σύμφωνα με την αντίληψη αυτή, βάση οργάνωσης της Ε.Ε. πρέπει να είναι μια υπερεθνική, ομοσπονδιακή αρχή. Ταυτόχρονα, η προσέγγιση αυτή τάσσεται υπέρ της κοινοτικοποίησης της διπλωματίας της Ε.Ε. ώστε να λαμβάνονται οι αποφάσεις από όργανα που θα λειτουργούν πέραν των εθνικών κρατών, στο όνομα της Ευρώπης.
Αυτές οι δύο κατευθύνσεις για την Ευρωπαϊκή Ένωση ενσαρκώνονται και αποκτούν συγκεκριμένη μορφή μέσω των δύο προτύπων ολοκλήρωσης της Ευρώπης, του Διακυβερνητισμού και της Ομοσπονδίας. Θα εξεταστούν στην συνέχεια τα θεωρητικά στοιχεία αυτών των δύο μοντέλων.
Η θεωρία αυτή προσφέρει το ερμηνευτικό πλαίσιο για να κατανοηθεί το γεγονός πως η δημιουργία και η επιτυχία των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων οφείλεται στις σκληρές διακρατικές διαπραγματεύσεις και στους συμβιβασμούς (στον χαμηλότερο κοινό παρανομαστή) μεταξύ των κυβερνητικών ελίτ που συνεργάστηκαν σε διακυβερνητική βάση προκειμένου να προστατεύσουν την εθνική τους κυριαρχία. Σε αυτές τις διαπραγματεύσεις συχνά δίνονται ισχυρά ανταλλάγματα οικονομικής ή επιχειρηματικής φύσεως, ανταλλάσσονται πληροφορίες, αποκτάται εμπειρία για την διεκδίκηση των εθνικών επιδιώξεων ενός κράτους και ουσιαστικά διαμορφώνεται η ρέουσα πολιτική ιστορία της Ε.Ε. (ακόμη και μέσω μικρών λεπτομερειών που συνδέονται με την προσωπικότητα των διαπραγματευτών ή την τύχη) σύμφωνα με την γενικότερη ευρωπαϊκή στρατηγική κάθε χώρας.
Παραδοσιακά, στην βάση της διακυβερνητικής συνεργασίας βρίσκεται η αρχή της διπλωματικής διαπραγμάτευσης.
Ο διακυβερνητισμός στηρίζεται στην ισχύ των κυρίαρχων κρατών και θεωρεί πως η εξουσία πηγάζει από την συμφωνία τους με ομοφωνία, κριτήριο απαραίτητο και άμεσα συνυφασμένο με τον πυρήνα της θεωρίας αυτής.
Για τον λόγο αυτό, ο διακυβερνητισμός σημαίνει ότι τα κράτη της Ε.Ε. έχουν δικαίωμα αρνησικυρίας, δηλαδή μπορούν να «μπλοκάρουν», με βέτο τις αποφάσεις.
Την έννοια του «θεσμικού διακυβερνητισμού» συνεισέφερε ο Andrew Moravcsik, στα πλαίσια μελέτης του για την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη, με την οποία δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην προώθηση της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης με βάση τα εθνικά συμφέροντα των κρατών και στους συμβιβασμούς. Οι συμβιβασμοί αυτοί επιτυγχάνονται ύστερα από διπλωματικές διαπραγματεύσεις, όπου εκδηλώνεται σύγκλιση των προτιμήσεων των κρατών της Ε.Ε. και, κατόπιν, συμφωνία στον ελάχιστο κοινό παρονομαστή.
Στην πράξη, ο διακυβερνητισμός σημαίνει την ενίσχυση των διακρατικών θεσμών. Δημιουργεί, βέβαια, το ερώτημα πώς θα μπορεί να λειτουργεί η Ε.Ε αρμονικά μετά την διεύρυνση και πώς θα μπορεί να επιτυγχάνεται ομοφωνία μεταξύ 25 διαφορετικών ερμηνειών για τα εθνικά συμφέροντα. Πιο συγκεκριμένα, πάντως, την εθνοκεντρική άποψη εκπροσωπούν σήμερα στην Ευρώπη το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γαλλία, η Ιταλία, η Ισπανία, η Δανία, η Πορτογαλία, η Ιρλανδία, η Σουηδία, η Φινλανδία, η Πολωνία, η Σλοβακία, η Εσθονία, η Λεττονία και η Λιθουανία ενώ, γενικότερα, υπέρ του διακυβερνητικού μοντέλου τάσσεται το Ευρωπαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα.
Ειδικότερα, πολιτικοί που έχουν υποστηρίξει διαχρονικά την λειτουργία της Ευρώπης ως ενός μορφώματος διακυβερνητικής σύμπραξης είναι οι πρώην πρωθυπουργοί του Ην. Βασιλείου Winston Churchill, Margaret Thatcher, John Major και ο πρώην πρόεδρος της Γαλλίας Charles De Gaulle ενώ σήμερα η διακυβερνητική προσέγγιση υποστηρίζεται στην Γαλλία από τους πολιτικούς Eduard Balladur, Philliphe Seguin, Jean - Pierre Chevenement και εκπροσωπείται στο Ην. Βασίλειο με στελέχη (όπως οι William Hague, David Owen, Kenneth Clarke, Malkolm Rifkind) που αντλεί από το κίνημα του Ευρωσκεπτικισμού.
Η προσέγγιση αυτή αντιμετωπίζει την Ευρώπη απλά ως μια συνεργασία μεταξύ κυβερνήσεων όπου διατηρείται ανέπαφη η εξουσία του εθνικού κράτους. Στο πλαίσιο αυτό, έχουν προταθεί ως παραλλαγές αυτής της συνεργασίας διάφορα υποδείγματα λειτουργίας της Ευρώπης είτε ως Ζώνης Ελευθέρων Συναλλαγών, είτε απλά ως ενός Συνεταιρισμού Εθνών, είτε με τα κράτη να συνυπάρχουν σε Ομόκεντρους Κύκλους ανάλογα με το βαθμό επαφών που έχουν ή, τέλος, με την κατά περίπτωση – a la carte – επιλογή των σχέσεών τους.
Παραδοσιακά, πάντως, εναντίον του διακυβερνητισμού τάσσονται η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ακριβώς διότι αντιπροσωπεύουν, ως θεσμοί, την υπερεθνική τάση εντός της Ε.Ε.
Η ομοσπονδιακή αντίληψη στηρίζεται στην αμοιβαία εκχώρηση κυριαρχίας από τα εθνικά κράτη προς υπερεθνικούς θεσμούς. Η λογική που βρίσκεται πίσω από την θεώρηση αυτή είναι πως με την συνταγματική θέσπιση θεσμών δημιουργείται ένα νέο πολιτικό σύνολο, υπέρτερο από το άθροισμα των επί μέρους κρατών που το αποτελούν.
Γενικότερα, η ομοσπονδιακή θεωρία βασίζεται στην ιδέα της συνταγματικής κατοχύρωσης των σχέσεων μεταξύ διαφορετικών επιπέδων εξουσίας. Στην λογική αυτή, ένα πολιτικό σύστημα ομοσπονδιακού τύπου διακρίνεται από την ύπαρξη δυο επιπέδων εξουσίας : α) την κεντρική εξουσία, που αποτελεί την κυβέρνηση του λαού και β) την περιφερειακή εξουσία, που αποτελεί το τοπικό επίπεδο διακυβέρνησης. Τα δύο αυτά επίπεδα εξουσίας είναι διαφορετικά αλλά διέπονται από σχέσεις στενής συνεργασίας.
Μια ομοσπονδιακή θεωρία αποτελεί ένα πρότυπο πολιτειακής συγκρότησης, το οποίο στην ιστορική εμπειρία έχει λάβει διάφορες μορφές μέσα από συγκεκριμένα παραδείγματα : την Ελβετική Συνομοσπονδία, τις Ηνωμένες Επαρχίες Ολλανδίας, την Γερμανική Ένωση, την Αμερικάνική Συνομοσπονδία προ Ανεξαρτησίας, την Βρετανική Κοινοπολιτεία, την ΕΟΚ και βέβαια τις Η.Π.Α.
Στην πράξη, υπάρχουν, ασφαλώς, παραλλαγές του ομοσπονδιακού προτύπου ανάλογα με τον βαθμό ολοκλήρωσης στον οποίο έχει προχωρήσει η ομοσπονδιακή συνένωση: γενικά, έχουν παρατηρηθεί οι μορφές της Ομοσπονδίας, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας, της Συνομοσπονδίας, της Ρεπούμπλικας, της Ένωσης και της Κοινοπολιτείας.
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, πάντως, υπέρ της ομοσπονδιακής θεώρησης για την πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης τάσσονται η Γερμανία, το Βέλγιο, η Ολλανδία, το Λουξεμβούργο, η Αυστρία και η Ελλάδα ενώ την αντίληψη αυτή παραδοσιακά υπερασπίζεται το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα.
Διαχρονικά, πλήθος πολιτικών και προσωπικοτήτων έχει υποστηρίξει την ομοσπονδιακή προσέγγιση : οι Γερμανοί Friedrich Naumann/ Kurt Schumacher/ Konrad Ademauer/ Hans Dietrch – Genscer/ Helmut Schmidt/ Willy Brandt/ Helmut Kohl, οι Γάλλοι Aristide Briand/ Jean Monnet/ Robert Schumann/ Francois Mitterand/ Jacques Delors, οι Ιταλοί Alcide De Gasperi/ Altiero Spinelli/ Emilio Colompo και, ακόμη, οι Leo Tindemans/ Paul – Henri Spaak.
Σταθμός στην ιστορία του ομοσπονδιακού ιδεώδους υπήρξε, κατ’ αρχάς, η δημιουργία το 1923 του Πανευρωπαϊκού Κινήματος και η έκδοση του 1924 του Πανευρωπαϊκού Μανιφέστου από τον Αυστριακό, με ελληνικές ρίζες, κόμη Richard Coudenhove – Kallergi. Το πρώτο συνέδριο της «Πανευρώπης» συγκέντρωσε το 1926 στην Βιέννη 2000 προσωπικότητες της πολιτικής και του πνεύματος από 24 ευρωπαϊκά κράτη.
Το πιο σημαντικό, ωστόσο, γεγονός είναι η εμφάνιση, κατόπιν, του όρου «φεντεραλισμός» και η δημοσίευση της Διακήρυξης – Μανιφέστο του Vendotene από τον Altiero Spinelli το 1941. Το Ενωτικό Κίνημα για την «Πανευρώπη» αμέσως μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο εμπλουτίστηκε με στελέχη του αντιστασιακού κινήματος ολόκληρης της Ευρώπης (από όλους τους πολιτικούς χώρους: φιλελεύθερους, χριστιανοδημοκράτες, σοσιαλιστές, αριστερούς, αναρχικούς) και από διανοούμενους, συγγραφείς και δημοσιογράφους όπως ο Albert Camus, ο George Orwell, ο Ignazio Silone και ο Denis de Rougemont.
Οι συναντήσεις της Γενεύης το 1944 κατέληξαν το 1945 στο Διεθνές Συνέδριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης των φεντεραλιστών στο Παρίσι καθώς και στις Συνόδους του Μοντραί το 1947 και της Χάγης το 1948, όπου συμμετείχαν 1000 άτομα από 19 ευρωπαϊκά κράτη με κεντρικό αίτημα την μείωση της ισχύος των εθνικών κρατών και των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων ώστε να προστατεύονταν στο εξής οι Ευρωπαίοι πολίτες από τον κρατικό ολοκληρωτισμό.
Στην Σύνοδο της Χάγης, όμως, εκδηλώθηκε οξεία σύγκρουση η οποία ξέσπασε ανοιχτά το 1956, οπότε και το φεντεραλιστικό κίνημα διασπάστηκε και έμεινε διχασμένο έως το 1973.
Στην «Ευρωπαϊκή Ένωση των Φεντεραλιστών» βρίσκονται – κατά την γνώμη μας – οι ρίζες του ομοσπονδιακού ιδεώδους και οι ιδανικές αρχές του ευρωπαϊκού φεντεραλιστικού κινήματος.
Αυτό εξηγεί και την εκτίμηση που γίνεται στη μελέτη αυτή ότι ακόμη και οι σημερινές επιδιώξεις των υποστηρικτών της ομοσπονδιακής προσέγγισης υπολείπονται και συνιστούν διολίσθηση έναντι των αρχικών επιδιώξεων του φεντεραλισμού.
Στη μεταπολεμική Ευρώπη, πάντως, είναι γεγονός ότι υπερίσχυσε η οικονομική πτυχή του ζητήματος της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης και ότι οι πολιτικοί που ανέλαβαν την υλοποίηση και δημιουργία της Ε.Ο.Κ. και της Ε.Ε. υποχώρησαν σαφώς σε σχέση με τον γνήσιο φεντεραλισμό, ευνοώντας περισσότερο τα ισχυρά κράτη της Ευρώπης (από στρατιωτικής, πολιτικής, οικονομικής και βιομηχανικής άποψης) και διατηρώντας την ισχύ των εθνικών κυβερνήσεων.
Ακόμη και σήμερα, άλλωστε, με το νέο Ευρωπαϊκό Σύνταγμα εμφανίζεται το παράδοξο φαινόμενο – όπως θα αναλυθεί στην συνέχεια – οι εμφανιζόμενες ως φίλο-ομοσπονδιακές προτάσεις να ενισχύουν τα ισχυρά κράτη της Ε.Ε. σε θεσμικό επίπεδο.
Στην σύγχρονη εποχή ειδικά για την οργάνωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στους κόλπους του ομοσπονδιακού «στρατοπέδου» έχουν αναπτυχθεί διάφορες ακραιφνείς ή ήπιες μορφές αυτού του προτύπου ενοποίησης, ανάλογα με τον βαθμό εμβάθυνσης που προβλέπεται για την Ε.Ε. και ανάλογα με τον βαθμό συμμετοχής των κρατών στις κοινές πολιτικές.
Συνοπτικά, οι επιμέρους αυτές προτεινόμενες μορφές για την λειτουργία της Ε.Ε. είναι:
α) «Διαφοροποιημένη / Ευέλικτη Ολοκλήρωση / Ευελιξία»: την μορφή αυτή υποστηρίζουν ανεπιφύλακτα τα έξι ιδρυτικά μέλη της Ε.Ε. και υπό όρους τα υπόλοιπα τρία μέλη καθώς και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Η «διαφοροποιημένη ολοκλήρωση» εκφράζει τις ισχύουσες ρυθμίσεις αλλά και τις προωθούμενες μεταρρυθμίσεις στην Ε.Ε. που δεν επιτρέπουν σε ορισμένα κράτη να συμμετέχουν πλήρως σε συγκεκριμένα πεδία της ενοποιητικής προσπάθειας,
——— ∙ ——— ∙ ——— ∙ ———
β) «Ενισχυμένες Συνεργασίες / Μορφές Αλληλεγγύης»: την μορφή αυτή υποστηρίζουν Γερμανία και Γαλλία και ειδικότερα, οι Χέλμουτ Κολ, Ζακ Ντελόρ, Κλαους Κίνκελ, Αλαίν Ζυπέ, Ζακ Σιράκ, Χέλμουτ Σμιτ. Οι «ενισχυμένες μορφές αλληλεγγύης» δίνουν την δυνατότητα σε ορισμένα κράτη της Ε.Ε. να προχωρούν μόνα τους σε στενότερη συνεργασία σε συγκεκριμένους τομείς. Η διαφορά σε σχέση με την «ευέλικτη ολοκλήρωση» είναι πως στις «ενισχυμένες μορφές αλληλεγγύης» τα υπόλοιπα κράτη μπορούν να ακολουθούν, συμμετέχοντας ωστόσο στην συγκεκριμένη πολιτική, έστω και σε μικρότερο βαθμό.
Η ακραία εκδοχή αυτής της μορφής είναι η λεγόμενη «ανοικτή πρωτοπορία» που προβλέπει την δημιουργία ενός σκληρού πυρήνα κρατών που θα προσελκύσει ως μαγνητικό πεδίο τα υπόλοιπα κράτη. Ωστόσο, αυτή η μέθοδος αποτελεί την έσχατη λύση και χρησιμοποιείται ως μοχλός πίεσης προς τα μικρότερα κράτη για να αποδέχονται τις ευρωπαϊκές πολιτικές και να αναπτύσσεται το κοινοτικό κεκτημένο.
——— ∙ ——— ∙ ——— ∙ ———
γ) «Δύο Ταχύτητες/ Πολλαπλές ταχύτητες» : η μορφή αυτή είναι ήδη παγιωμένη στην λειτουργία της Ε.Ε. αλλά υφίσταται άτυπα, δίχως να έχει αναγνωριστεί επισήμως. Με τον τρόπο αυτό, τα κράτη που εντάσσονταν στην Ε.Ε απολάμβαναν το δικαίωμα ευνοϊκής μεταχείρισης ώστε να ενσωματώνονται αποδοτικά στο πλαίσιο λειτουργίας της Ε.Ε.
Οι «πολλαπλές ταχύτητες» στηρίζονται στην αντίληψη πως η διαδικασία ολοκλήρωσης δεν είναι ασυμβίβαστη με την ιδέα της μη συμμετοχής όλων των κρατών – μελών σε όλες τις από κοινού καθοριζόμενες πολιτικές. Για να γίνει, όμως, αυτό θα πρέπει να συμφωνούν από πριν όλα τα κράτη – μέλη αναφορικά με το θέμα της μη συμμετοχής μεμονωμένων κρατών – μελών και τους όρους εφαρμογής που θα ισχύουν στη συγκεκριμένη περίπτωση.
Το σύστημα των «πολλαπλών ταχυτήτων» προτάθηκε για πρώτη φορά από τον Λεό Τιντεμάνς προκειμένου να εφαρμοστεί στον οικονομικό τομέα (όπως και έγινε αργότερα με την Ο.Ν.Ε.).
Πράγματι σταδιακά στην Ε.Ε. έγινε συνήθης πρακτική η ολοκλήρωση με την συνδρομή των «πολλαπλών ταχυτήτων» που επέτρεπε σε ορισμένα κράτη να συνεργαστούν στενότερα σε διάφορους τομείς άσκησης πολιτικής (π.χ ΟΝΕ, Συνθήκη Σένγκεν). Τα υπόλοιπα κράτη δεν αποκλείονται από την εφαρμογή των συγκεκριμένων δράσεων αλλά και εξακολούθησαν να διαθέτουν την δυνατότητα να φθάσουν στο ίδιο επίπεδο συνεργασίας την κατάλληλη στιγμή. Εκείνη τη στιγμή, έστω και με χρονική καθυστέρηση, τα κράτη των κατωτέρων ταχυτήτων μεταπηδούσαν στην αμέσως επόμενη.
Σε ρητορικό επίπεδο, πάντως, ακόμη και σήμερα σχεδόν όλοι απορρίπτουν και αρνούνται την Ευρώπη των «πολλαπλών ταχυτήτων»: τα μόνα σύγχρονα κείμενα που αναφέρεται και υιοθετείται ο όρος είναι οι δύο εκθέσεις του γερμανικού συνασπισμού κομμάτων CDU-CSU ενόψει της ΔΚΔ του 1996.
——— ∙ ——— ∙ ——— ∙ ———
δ) «Μεταβλητή Γεωμετρία»: Ως έννοια είναι σχεδόν ταυτόσημη με τις πολλαπλές ταχύτητες, έχοντας τα επιπλέον στοιχεία ότι ζητά την θεσμοθετημένη αναγνώριση των πολλαπλών ταχυτήτων αλλά και ταυτόχρονα δέχεται την βάση του διακυβερνητικού προτύπου, δηλαδή τις διακρατικές συμφωνίες και τους συμβιβασμούς μεταξύ των μελών της Ε. Ε. Ακόμα και αυτό το μοντέλο πάντως, (που θεωρείται το πλέον «ομοσπονδιακό» στον δημόσιο διάλογο για το μέλλον της Ε.Ε.) βλέπουμε πως ενσωματώνει το βασικό χαρακτηριστικό του διακυβερνητικού μοντέλου, την ισχύ των κρατικών κυβερνήσεων. Άρα, από την άποψη αυτή, ούτε και αυτό το μοντέλο δεν μπορεί να θεωρηθεί καθαρά «φεντεραλιστικό» αλλά κυριαρχείται, οπωσδήποτε – υπό τις δεδομένες εθνικές και πολιτιστικές δομές της Ε.Ε. – από την ομοσπονδιακή λογική. Με βάση αυτήν την μορφή ομοσπονδιακής οργάνωσης της Ε.Ε. επιτρέπεται σε όλα ανεξαιρέτως τα κράτη της Ε.Ε., να δημιουργούν ιδιαίτερους συνασπισμούς στενότερης συνεργασίας και προχωρημένων βαθμών ολοκλήρωσης σε συγκεκριμένους τομείς, δίχως όσοι καθυστερούν να μπορούν να το εμποδίσουν αλλά και να εμποδιστούν από την προοπτική αυτή.
Υπέρ της «μεταβλητής γεωμετρίας» έχει ταχθεί ο Ζακ Σαντέρ ενώ ο όρος εγκαινιάστηκε από την Γερμανία το 1994 όταν το κυβερνών κόμμα CDU και η βαυαρική πτέρυγα CSU κατέθεσαν τις προτάσεις τους, οι οποίες περιλαμβάνονται στις εκθέσεις των ηγετικών του στελεχών Wolfang Shaeudle και Karl Lamers με τίτλο: «ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ».
——— ∙ ——— ∙ ——— ∙ ———
Από την παράθεση αυτών των δεδομένων, προκύπτει, επομένως ότι σε γενικές γραμμές στη σημερινή συζήτηση για το μέλλον της Ευρώπης προτείνεται από την πλευρά του διακυβερνητικού πόλου η ενίσχυση των θεσμών διακρατικού χαρακτήρα ενώ ο ομοσπονδιακός πόλος προτείνει την επίσημη θεσμοθέτηση με το Σύνταγμα της Ε.Ε. της δυνατότητας ορισμένων κρατών να προχωρούν σε εμβάθυνση σε διάφορες ευρωπαϊκές πολιτικές (όταν μπορούν και θέλουν) αλλά με την εγγύηση πως θα το αποφασίζουν αυτό με ομοφωνία.
Η πρακτική αυτή, όπως αποδεικνύεται με την Οικονομική και Νομισματική Ένωση για παράδειγμα, εφαρμόζεται ήδη αλλά δεν έχει θεσμοθετηθεί (π.χ. δεν έχει θεσμοθετηθεί το Eurogroup) (2004): το ζήτημα δεν είναι μόνο να προχωρήσουν οι θεσμικές μεταρρυθμίσεις αλλά κυρίως να κατοχυρωθούν σε Συνταγματική Συνθήκη καθώς η Ε.Ε. εμπλουτίζεται με νέα κράτη και διευρύνεται.
Ποια είναι, ωστόσο, αυτή η δομή λειτουργίας που θα κατοχυρωθεί στο Σύνταγμα; Σε ποια από τις δύο κατευθύνσεις ομοσπονδίας και διακυβερνητισμού τείνει η Ευρωπαϊκή ενοποίηση; Ποιο είδος Ευρώπης συζητείται για το μέλλον;
Είναι προφανές ότι για να διαπιστωθεί εάν υπάρχει στρατηγικό σχέδιο ολοκλήρωσης της Ε.Ε. θα πρέπει να εξεταστεί η εμπειρία του παρελθόντος. Πρέπει να εξεταστούν τα στάδια τα οποία έχει διέλθει το ομοσπονδιακό και το διακυβερνητικό μοντέλο και με ποιο τρόπο επηρέασαν τους ιστορικούς σταθμούς και τις ιδρυτικές Συνθήκες της Ε.Ε.
Αυτή η ανάλυση θα χρησιμεύσει για να διαπιστωθεί ποιο από τα δύο πρότυπα ερμηνεύει την εξέλιξη της Ε.Ε. και να εξεταστεί εάν θα ακολουθηθεί και πως θα επηρεάσει την Ευρώπη στο μέλλον.
Στην διπλωματική διελκυστίνδα που αναπτύχθηκε γύρω από τις προτάσεις της Συντακτικής Συνέλευσης προς την Διακυβερνητική Διάσκεψη το διάστημα Οκτωβρίου 2003 έως Ιουνίου 2004 διαμορφώθηκαν, διάφορες ομαδοποιήσεις που είναι δύσκολο να καταταγούν υπό τους όρους του ομοσπονδιακού ή του διακυβερνητικού προτύπου αποκλειστικά και μόνο. Τα «στρατόπεδα» που σχηματίστηκαν δεν ήταν περιχαρακωμένα αλλά σημειώθηκαν μετακινήσεις, ανάλογα με το κάθε ζήτημα που τέθηκε προς διαπραγμάτευση. Είναι χαρακτηριστικό ότι παρατηρήθηκε μια διάσπαση στους κόλπους του φίλο – ομοσπονδιακού μπλοκ δυνάμεων ενώ για πρώτη φορά τα μικρότερα κράτη συνασπίστηκαν κατά των ισχυρών ενώ, την ίδια στιγμή, Γερμανία και Γαλλία προωθούσαν την διμερή τους ένωση.
Αξίζει, πάντως, να σημειωθεί ότι ακόμη και το Ηνωμένο Βασίλειο, ως επικεφαλής των κρατών που θέλουν να υπερασπιστούν την διακυβερνητική δομή της Ε.Ε., αναπροσάρμοσε την τακτική της για διαπραγματευτικούς λόγους αλλά και επειδή υπάρχουν πραγματικές αιτίες επανεκτίμησης της στάσης της. Τους λόγους που υπαγόρευσαν την διπλωματική στρατηγική των κρατών αυτών θα ανιχνεύσουμε στην συνέχεια και κατόπιν θα εξετάσουμε τις αποφάσεις της ΔΚΔ και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου των Βρυξελλών της 18/06/2004.
Για να κατανοηθεί καλύτερα η διπλωματική στρατηγική της Γερμανίας και της Γαλλίας στις διαπραγματεύσεις για την Συντακτική Συνέλευση και, για την ΔΚΔ του 2004 καθώς και για την μελλοντική προοπτική της Ευρώπης είναι χρήσιμο να υπογραμμιστεί κατ’ αρχάς ο ρόλος που διαδραματίζουν τα παραδοσιακά πολιτικά συστήματα των 2 κρατών καθώς και ο συναγωνισμός εντός του γαλλογερμανικού άξονα για την ηγεμονία στην Ε.Ε. μετά την επικείμενη διεύρυνση. Αυτοί οι δύο παράγοντες κρύβονται πίσω από την αντιπαραβολή του ομοσπονδιακού και του διακυβερνητικού προτύπου στην θεωρία και στην πράξη.
Το γεγονός ότι η Γαλλία έχει ημιπροεδρικό πολίτευμα όπου υπάρχει συγκατοίκηση Προέδρου και Πρωθυπουργού έχει ως αποτέλεσμα να προτείνει και για την Ευρωπαϊκή Ένωση ένα σχήμα δικέφαλης εξουσίας που να συνίσταται στην κοπή της εκτελεστικής εξουσίας στα δύο. Επειδή στο γαλλικό πολίτευμα οι εξουσίες συγκεντρώνονται κυρίως στο πρόσωπο του Προέδρου, η Γαλλία προτείνει (μέσω του Β. Ζ. Ντ’ Εστέν) την θέσπιση του αξιώματος του Προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Κορυφής.
Για να έχει, ωστόσο, και τον διοικητικό μηχανισμό στην διάθεση του (όπως συμβαίνει με τον πρωθυπουργό της χώρας) η Γαλλία προτείνει την ταυτόχρονη συνύπαρξη του Προέδρου της Ε.Ε. με τον Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ο οποίος θα εκλέγεται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Γενικότερα το γαλλικό πολίτευμα βρίσκεται ανάμεσα στο ρεπουμπλικανικό μοντέλο της προεδρικής δημοκρατίας και στο κοινοβουλευτικό μοντέλο της προεδρευόμενης δημοκρατίας. Από αυτόν τον συμβιβασμό προέρχεται και το γεγονός ότι η Γαλλία κινείται παραδοσιακά στο μεταίχμιο ανάμεσα στην ομοσπονδία και στον διακυβερνητισμό. Για τον ίδιο λόγο, όλες οι γαλλικές προτάσεις (Ντε Γκωλ, Μιττεράν, Ντελόρ, Ντε’ Εστέν, Σιράκ) σε θεωρητικό επίπεδο βρίσκονται συντεταγμένες κάτω από τον τίτλο «διακυβερνητική προσέγγιση» και στην πράξη κάτω από τον τίτλο «κοινοτική μέθοδος». Και με βάση αυτή τη λογική, ζητά να λάβει η Ε.Ε. μια μορφή Ένωσης Εθνών – Κρατών με έναν Πρόεδρο γαλλικού τύπου και έναν Πρόεδρο της Commission με καθήκοντα, ουσιαστικά, πρωθυπουργού – επικεφαλής του διοικητικού μηχανισμού της Ε.Ε..
Β) Γερμανία.
Το γεγονός ότι η Γερμανία έχει ομοσπονδιακό σύστημα οργάνωσης του κράτους της και η χώρα αποτελείται από ομόσπονδα κρατίδια (που έχουν τοπική κυβέρνηση και κοινοβούλιο) επηρεάζει ανέκαθεν την διπλωματική της στρατηγική. Επειδή στο γερμανικό Ομόσπονδο Κράτος οι εξουσίες συγκεντρώνονται στο πρόσωπο του Προέδρου, ο οποίος ταυτόχρονα είναι και Καγκελάριος, δηλ. ασκεί καθήκοντα πρωθυπουργού και είναι επικεφαλής της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης, η Γερμανία προτείνει ένα παρόμοιο σύστημα για την οργάνωση της Ε.Ε.. Επιπλέον, δίνει έμφαση στην έννοια της επικουρικότητας, κάτι που εξηγείται ακριβώς διότι την εφαρμόζει στις σχέσεις της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης με τα κρατίδια και τις τοπικές αρχές.
Γενικότερα, η Γερμανία ζητά55 να αποκτήσει η Ε.Ε. πολιτική διεύρυνση και ισχυρή εκτελεστική εξουσία, η οποία να υπόκειται στον έλεγχο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και να έχει αυστηρά καθορισμένες αρμοδιότητες σε διοικητικό επίπεδο. Η ομοσπονδιακή αντίληψη διαπνέει διαρκώς τις γερμανικές θέσεις για την Ευρωπαϊκή Ενοποίηση : ειδικά τα τελευταία χρόνια, ξεχωρίζει η τοποθέτηση του Χέλμουτ Κολ για την Πολιτική Ένωση της Ευρώπης56 κατά την ΔΚΔ του 1996.
Υπάρχουν, βέβαια, διαφορετικές αποχρώσεις των γερμανικών θέσεων αλλά, επί της ουσίας, τους Γερμανούς πολιτικούς και τα πολιτικά κόμματα διακατέχει σύμπνοια στη σημερινή συγκυρία αλλά και παλαιότερα.
Ο Γκέρχαρντ Σρέντερ θέτει ως στόχο «να ενσαρκώνει η ομοσπονδιακή Ε.Ε. ένα ορισμένο κοινωνικό και πολιτισμικό πρότυπο, το οποίο να διαφοροποιείται από την κοινωνία της αγοράς και να μην αρθρώνεται μόνο με οικονομικούς όρους». Περισσότερο συντηρητική η εκτίμηση του Έντμουντ Στόιμπερ, ηγέτη της αντιπολίτευσης : «Η Ευρώπη χρειάζεται Σύνταγμα που δεν θα οδηγήσει στην ομοσπονδία αλλά σε ένα ιδιότυπο υπερεθνικό μόρφωμα το οποίο θα εξακολουθήσει και στο μέλλον να αποτελείται από εθνικά κράτη».
Προφανώς, οι διαφοροποιήσεις οφείλονται στις κομματικές ανάγκες διότι, κατά τα λοιπά, την πραγματική φιλοσοφία της γερμανικής στρατηγικής για την Ευρώπη μετά την διεύρυνση εκφράζουν οι 2 εκθέσεις των κομμάτων CDU – CSU (Lamers – Schaeuble) το 1994-1995.
Στις 2 αυτές εκθέσεις καταγράφονταν για πρώτη φορά η πρόταση «να καταρτιστεί ένα συνταγματικό κείμενο, το οποίο θα εμπνέεται από το ομοσπονδιακό πρότυπο ολοκλήρωσης και θα ορίζει τις θεμελιακές αξίες που στηρίζουν την Ε.Ε.».Οι συντάκτες του κειμένου πρότειναν την θεσμοποίηση της ιδέας της «μεταβλητής γεωμετρίας», την ανάδειξη ηγετικού πυρήνα στην Ε.Ε., την κατάργηση του δικαιώματος βέτο, την επέκταση της λήψης αποφάσεων με ενισχυμένη πλειοψηφία και την προώθηση της Κοινής Άμυνας της Ε.Ε.. Τα κείμενα αυτά είναι αποκαλυπτικά για την γερμανική αντίληψη που κυριάρχησε έκτοτε στον δημόσιο διάλογο για τα ευρωπαϊκά θέματα και επηρεάζουν έως και σήμερα την συζήτηση για το μέλλον της Ευρώπης.
Η βασική φιλοσοφία τους είναι πως, εάν τα μέτρα που προτείνουν δεν υιοθετηθούν από την Ε.Ε., τότε θα δημιουργηθεί «κενό εξουσίας» στην Κεντρική Ευρώπη που θα κλιθεί να καλύψει η Γερμανία, ασκώντας πολιτική ηγεμονισμού.
Εν όψει της επικείμενης διεύρυνσης της Ε.Ε., η Γερμανία επιδιώκει να αξιοποιήσει την πληθυσμιακή της υπεροχή, την οικονομική της ισχύ και τις παραδοσιακές της σχέσεις με τα κράτη της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης ενώ η Γαλλία ζητά την διανομή της ηγεμονίας. Με τον τρόπο αυτό, εξηγείται γιατί η Γερμανία επιδιώκει σταθερά να τεθεί στην πρωτοπορία της Ε.Ε. ενώ, αντίθετα, η Γαλλία επιδιώκει την διατήρηση της επιρροής των εθνικών κρατών.
Στην διαπραγμάτευση για το σχέδιο Συνταγματικής Συνθήκης και στην ΔΚΔ εκδηλώθηκε για μια ακόμη φορά ο γαλλογερμανικός άξονας, υποβάλλοντας κοινές προτάσεις για το μέλλον της Ευρώπης όπου το κοινό σημείο υπήρξε η επέκταση των ψηφοφοριών για την λήψη αποφάσεων με ενισχυμένη πλειοψηφία. Κυρίως, όμως, ο γαλλογερμανικός άξονας λειτουργεί ως όχημα για να πιέσει διαπραγματευτικά τα υπόλοιπα κράτη της Ε.Ε. προς την κατεύθυνση της ενοποίησης και να προωθήσει τις μεταρρυθμίσεις στα θεσμικά ζητήματα που επιθυμεί.
Στην διαπραγμάτευση για το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα αυτό έγινε με 2 μεθόδους :
α) με την απειλή της Γαλλίας ότι, εάν δεν γίνουν αποδεκτές οι γαλλικές θέσεις, θα προβάλλει συνολικό βέτο και θα ενεργοποιήσει τον «συμβιβασμό του Λουξεμβούργου», κάτι που μεταφράζεται σε μπλοκάρισμα όλων των αποφάσεων στην ΔΚΔ του 2004 και στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Κορυφής και β) με την απειλή ότι Γερμανία και Γαλλία θα προχωρήσουν σε διμερή γαλλογερμανική ένωση. Μάλιστα, η εικόνα που δημιουργείται – λόγω της ταχύτητας των εξελίξεων – είναι πως η Γερμανία και η Γαλλία απειλούν ότι εάν δεν προχωρήσουν οι θεσμικές μεταρρυθμίσεις της Συντακτικής Συνέλευσης, τότε θα προχωρήσουν μόνες στην συγκρότηση του λεγόμενου «σκληρού πυρήνα». Επιπλέον, χρησιμοποιούν ένα ακόμη τακτικό όπλο, την σχέση τους με το Ηνωμένο Βασίλειο, προκειμένου να προωθήσουν τις αντιλήψεις τους για το σκοπό αυτό από τον Οκτώβριο του 2003 που ξεκίνησε η ΔΚΔ : α)προχώρησαν στην σύγκλιση Τριμερών Διασκέψεων Γερμανίας – Γαλλίας – Ηνωμένου Βασιλείου μέσα στο τελευταίο έτος για να χαράξουν κοινή στρατηγική. Τελικά, κατέληξαν στην υποβολή κοινής πρότασης για την θέσπιση αξιώματος Αντιπροέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με ευθύνη για ζητήματα Οικονομίας, Βιομηχανίας και Παιδείας.
Οι διασκέψεις αυτές επικρίθηκαν ότι επιχειρούν τη νομιμοποίηση «Διευθυντηρίου», χαρακτηρισμό και κατηγορία που οι 3 συμμετέχουσες χώρες απέρριψαν,
β) προχώρησαν, παράλληλα, στην άσκηση πίεσης προς το Ηνωμένο Βασίλειο απειλώντας την με έξοδο από την Ε.Ε. αν δεν επικυρώσει το νέο Σύνταγμα στο επικείμενο δημοψήφισμα.
Γίνεται, επομένως, σαφές ότι το Ηνωμένο Βασίλειο κατέχει ιδιαίτερο ρόλο στις διεργασίες που αφορούν τις διαπραγματεύσεις για το Σύνταγμα της Ε.Ε..
Β. Η Διακυβερνητική στρατηγική του Ηνωμένου Βασιλείου και η ειδική του σχέση με τις Η.Π.Α.
Το Ηνωμένο Βασίλειο, αν και παραμένει ο τρίτος πόλος στο τρίγωνο Βερολίνου – Παρίσι – Λονδίνο, επηρεάζει ελάχιστα με δικές του προτάσεις την διαπραγμάτευση για το νέο Σύνταγμα της Ε.Ε. και τηρεί ανέκαθεν μια αμυντική στάση.
Για δεκαετίες το Ηνωμένο Βασίλειο παραμένει σταθερό στην υπεράσπιση του όρου «Διακυβερνητική Συνεργασία – Intergovernmental Cooperation» και (για λόγους εθνικής πολιτικής και πολιτισμικής παράδοσης) αντιμετωπίζει την Ευρώπη ως ένα οργανισμό όπου κατά περίπτωση και κατ’ επιλογήν το ίδιο επιλέγει να συμμετέχει όποτε το κρίνει ως συμφέρον.
Στις διαπραγματεύσεις της Συντακτικής Συνέλευσης και της Διακυβερνητικής Διάσκεψης το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν η χώρα που απέρριψε παντελώς κάθε χρήση της λέξης «Ομοσπονδία» με το επιχείρημα ότι κάτι τέτοιο θα οδηγούσε στη δημιουργία μιας υπερσυγκεντρωτικής κεντρικής κυβέρνησης (επιχείρημα που τελικά απέδωσε, αφού ο όρος αφαιρέθηκε).
Εκείνο που ενδιαφέρει, σε αυτό το σημείο, είναι πως στη στρατηγική του Ηνωμένου Βασιλείου τον τελευταίο χρόνο έχει υπάρξει μια ριζική μετατόπιση προς την κατεύθυνση της συνδιαμόρφωσης των εξελίξεων μαζί με τον Γαλλογερμανικό άξονα.
Αν και αρχικά το Ηνωμένο Βασίλειο δεν συμμετείχε σχεδόν καθόλου στην υποβολή προτάσεων στη Συντακτική Συνέλευση, αρκούμενοι στην απορριπτική στάση, σταδιακά μετάβαλε στάση.
Στο ζήτημα της σχέσης ομοσπονδίας και διακυβερνητισμού η θέση του Ηνωμένου Βασιλείου είναι πως «το Ηνωμένο Βασίλειο δεν θα πρέπει να χρησιμοποιήσει τις διακυβερνητικές συνεργασίες με στόχο την εξασθένιση των Ευρωπαϊκών θεσμών αλλά να αναγνωρίσει ότι η Ευρώπη είναι και πρέπει να παραμείνει μια συμμαχία της ευρωπαϊκής κυβέρνησης με τις εθνικές».
Εκτός από αυτό το άκρως αποκαλυπτικό πνεύμα από γενικής απόψεως, σε πιο συγκεκριμένα ζητήματα η θέση του Ηνωμένου Βασιλείου είναι πως επιθυμεί έναν Πρόεδρο της Ε.Ε. που «απλώς θα προεδρεύει» : η στάση αυτή του Ηνωμένου Βασιλείου ερμηνεύεται, κατά τη γνώμη μας, από το πολιτικό του σύστημα της βασιλευόμενης δημοκρατίας που δεν έχει ούτε καν γραπτό Σύνταγμα. Επιβεβαιώνεται, επομένως, και πάλι η άποψη ότι ο ρόλος των πολιτικών συστημάτων στο εσωτερικό της χώρας είναι κυρίαρχος στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται και τις ευρωπαϊκές, εξωτερικές της υποθέσεις.
Ακόμη πιο ειδικά, πάντως, το Ηνωμένο Βασίλειο έχει δεχθεί το τελευταίο διάστημα ότι «υπάρχουν σοβαροί λόγοι που υπαγορεύουν την ενίσχυση του ρόλου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και την επέκταση της λήψης αποφάσεων με ειδική πλειοψηφία». Η αλλαγή αυτή στην ευρωπαϊκή στρατηγική του Ηνωμένου Βασιλείου πιθανόν να οφείλεται στην ειδική του σχέση μεταπολεμικά με τις Η.Π.Α. : το γεγονός ότι οι περισσότερες χώρες της Ε.Ε. μετά την διεύρυνση βρίσκονται κάτω από την επιρροή των Η.Π.Α. σημαίνει πως θα αποτελούν την πλειοψηφία και, άρα, το «φίλο-ατλαντικό» μπλοκ θα επωφεληθεί από το νέο θεσμικό σύστημα της ειδικής πλειοψηφίας.
Το Ηνωμένο Βασίλειο επιθυμεί ταυτόχρονα να βρεθεί επικεφαλής της φιλοαμερικάνικης ομάδας κρατών εντός της Ε.Ε. και να συμμετέχει στον ηγετικό πυρήνα, επηρεάζοντας από μέσα την πολιτική της Ε.Ε.
Η ύπαρξη ισχυρού ευρωσκεπτικιστικού ρεύματος στο Ηνωμένο Βασίλειο που τάσσεται κατά της Ε.Ε. και ζητάει εθνική ανεξαρτησία είναι ένας ακόμη παράγοντας που αναμένεται να επηρεάσει το δημοψήφισμα για το νέο Σύνταγμα της Ε.Ε. και την ένταξη στην Ο.Ν.Ε.
Πρέπει, ωστόσο, να παρατηρηθεί πως είναι οξύμωρο το φαινόμενο ύπαρξης στο Ηνωμένο Βασίλειο εθνικιστών που με πατριωτική ρητορική τάσσονται κατά της Ε.Ε. αλλά όχι και κατά των Η.Π.Α.
Εντός του ευρωπαϊκού ευρωσκεπτικιστικού κινήματος, ωστόσο, υπάρχουν και ευρωσκεπτικιστές φιλοευρωπαϊστές που πιέζουν για μια Ε.Ε. φεντεραλιστικής κατεύθυνσης και εμφανίζονται κυρίως στις μικρότερες χώρες.
Οι ρωγμές που σημειώνονται ανάμεσα στους υποστηρικτές του ομοσπονδιακού προτύπου εκδηλώνονται μεταξύ του γαλλογερμανικού άξονα από τη μια πλευρά και περίπου 15 μικρότερων κρατών από την άλλη.
Με πρωτοβουλία του Λουξεμβούργου εμφανίστηκε εντός του 2003 για πρώτη φορά μια ομάδα κρατών της Ε.Ε. που επιχείρησε να συντονίσει την διπλωματική της στρατηγική, προκειμένου να διαμορφώσει μια ενιαία στάση απέναντι στις θεσμικές προτάσεις της Συντακτικής Συνέλευσης.
Στην ομάδα αυτή που έγινε γνωστή ως «Σύνοδος των 7 νάνων», ανήκουν:
Λουξεμβούργο, Βέλγιο, Ολλανδία, Αυστρία, Πορτογαλία, Ιρλανδία και Φιλανδία (εκ των οποίων οι 4 πρώτες ανέκαθεν είχαν φίλο–ομοσπονδιακή τοποθέτηση).
Μια ακόμη ομάδα 15 κρατών συγκεντρώθηκαν στην Βιέννη και, με κοινή απόφασή τους, κατήγγειλαν ότι απειλούνται στην Συντακτική Συνέλευση «με διαδικασίες σκληρές και όχι διπλωματικές» για να μην φέρουν αντιρρήσεις.
Οι 3 αυτές άτυπες διασκέψεις έγιναν εκτός του επισήμου πλαισίου της Ε.Ε. αλλά σε κορυφαίο διπλωματικό επίπεδο και επισημοποιήθηκαν με την αποστολή προς την Συντακτική Συνέλευση κοινής επιστολής από 15 κράτη της Ε.Ε. – με επικεφαλής την Ισπανία – και με κύριο αίτημα την διαιώνιση του συστήματος ψηφοφοριών της Συνθήκης της Νίκαιας. Οι χώρες αυτές διαφώνησαν με την εκ νέου τροποποίηση της Συνθήκης της Νίκαιας ως προς το σημείο της επέκτασης της «αρχής της ενισχυμένης πλειοψηφίας» στην λήψη των αποφάσεων: π.χ. η Ισπανία επιθυμούσε να διατηρήσει το ισχύον καθεστώς που προέκυψε μετά τη Νίκαια διότι της έδινε αναλογικά περισσότερες ψήφους από ότι δικαιολογεί ο πληθυσμός της. Ισπανία και Πολωνία θεωρούσαν ότι έπρεπε να διατηρηθούν οι ρυθμίσεις της Νίκαιας επειδή τις ευνοούσε το πληθυσμιακό κριτήριο. Η άρνηση τους να δεχθούν συμβιβαστική λύση οδήγησε στα τέλη του 2003 στην αποτυχία των Ευρωπαϊκών Συμβουλίων Νάπολης και Βρυξελλών. Σε αυτές τις 2 Συνόδους Κορυφής συμφωνήθηκε ότι προς το παρόν θα ισχύουν οι προβλέψεις της Συνθήκης της Νίκαιας για την στάθμιση των ψήφων (σε αντίθεση με ό,τι ζητούσαν Γερμανία – Γαλλία) αλλά και ότι το όλο θέμα θα μετετίθετο για να συζητηθεί εξαρχής – αργότερα.
Εντός του 2004, ωστόσο, η κατάσταση – κατά την διάρκεια της Διακυβερνητικής Διάσκεψης – άλλαξε άρδην λόγω της μεταβολής της στάσης της Ισπανίας και της Πολωνίας (για πολιτικούς, ενδοκυβερνητικούς λόγους ), κάτι το οποίο επέτρεψε να επιτευχθεί στις 18/06/2004 συμφωνία στο Συμβούλιο Κορυφής των Βρυξελλών για το σύστημα ψηφοφοριών και το νέο Σύνταγμα.
Στην βάση της μελέτης υπάρχει η επικράτηση δύο κυρίαρχων τάσεων, της ομοσπονδιακής και της διακυβερνητικής, στο ιστορικό της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Στην πορεία κατέστη αναγκαίο να εξεταστούν όχι μόνον τα θεωρητικά στοιχεία που συνθέτουν τα δύο μοντέλα αλλά, επιπλέον, και το χρονικό εξέλιξης των αντιλήψεων περί ομοσπονδίας και διακυβερνητισμού καθώς και των προσωπικοτήτων που τις υποστήριξαν.
Στο συμπέρασμα της μελέτης διατυπώνεται η εκτίμηση ότι τα διάφορα στάδια από τα οποία σε διαφορετικές περιόδους διήλθε η ευρωπαϊκή ενοποίηση αλλά και οι Συνθήκες της Ε.Ε. ερμηνεύονται από την ιστορία του Φεντεραλιστικού κινήματος: από την γέννησή του στον Μεσοπόλεμο, από την ανάπτυξή του κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, από την άνθησή του μεταπολεμικά, από την σύγκρουση που επήλθε στους κόλπους του το 1948, από την διάσπασή του την περίοδο 1956-1973 και από την μετέπειτα επανένωσή του. Στο διάστημα που το Ευρωπαϊκό Φεντεραλιστικό Κίνημα ήταν διχασμένο, στην λειτουργία της Ε.Ο.Κ. επικράτησε η οικονομική διάσταση ενώ μετά το 1974 και έως σήμερα η σύζευξη ομοσπονδίας και διακυβερνητισμού (με την λεγόμενη «κοινοτική μέθοδο») προκάλεσε θεσμική σύγχυση στην οργάνωση της Ε.Ε.
Η ερμηνεία που δίδεται στην μελέτη αυτή εξηγεί το γεγονός ότι οι προωθούμενες θεσμικές μεταρρυθμίσεις στην Ε.Ε. έχουν προκαλέσει ρήγματα ανάμεσα στο ομοσπονδιακό, στο ευρωσκεπτικιστικό και στο φιλοευρωπαϊκό στρατόπεδο.
Καταλήγει, εξάλλου, η μελέτη στο συμπέρασμα ότι στο γεγονός ότι αυτό που σήμερα εμφανίζεται ως «φεντεραλισμός» υπολείπεται σαφώς έναντι των αρχικών επιδιώξεων του φεντεραλιστικού κινήματος έχει συντελέσει η ειδική σχέση μεταξύ Ε.Ε.-Ηνωμένου Βασιλείου-Η.Π.Α. καθώς και ο ρόλος των εσωτερικών, παραδοσιακών πολιτικών συστημάτων Γερμανίας, Γαλλίας, Αγγλίας. Όπως διαφαίνεται, λοιπόν, κάτω από αυτές τις συνθήκες διαστρέβλωσης του φεντεραλιστικού ιδεώδους η Ε.Ε. οδεύει με το νέο Ευρωπαϊκό Σύνταγμα προς μιαν μορφή συνδυασμού των ενισχυμένων συνεργασιών, της μεταβλητής γεωμετρίας, των πολλαπλών ταχυτήτων και των ομόκεντρων κύκλων.
Η μελέτη αυτή υποστηρίζει, πάντως, ότι η ισχύς της Ε.Ε. δεν είναι στρατιωτική και οικονομική αλλά εντοπίζεται κυρίως στο πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο. Κατά την γνώμη μας, η ευρωπαϊκή ενοποίηση πρέπει να στηριχθεί στην πολιτισμική διάσταση των εθνικών γλωσσών, παραδόσεων και τεχνών που ενώνουν τους πολίτες της Ε.Ε. σε κοινή ταυτότητα και είναι αλληλένδετες με την επιστροφή στην αυθεντική πηγή προέλευσης του φεντεραλισμού.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΚΗ ΚΑΙ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΗ ΤΑΣΗ: ΥΠΟΣΤΗΡΙΚΤΕΣ ΤΩΝ ΜΟΝΤΕΛΩΝ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ ΤΩΝ ΔΥΟ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΩΝ.Στον ευρωπαϊκό χώρο αυτήν την στιγμή συγκρούονται 2 μεγάλες τάσεις ιδεών, που κωδικοποιούνται στο δίπολο Διακυβερνητισμός & Ομοσπονδία : και οι 2 αυτές αντιλήψεις έχουν συγκεκριμένη αντίληψη για την λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, βασίζονται σε θεωρητικά υποδείγματα και υποστηρίζονται από συντεταγμένες ομάδες.
Την πρώτη τάση ιδεών αντιπροσωπεύει η εθνοκεντρική προσέγγιση, η οποία θέλει ως βάση οργάνωσης της Ε.Ε. το εθνικό κράτος: η τάση αυτή ζητά την επανεθνικοποίηση της λήψης αποφάσεων σε διαφόρους τομείς άσκησης ευρωπαϊκής πολιτικής και τάσσεται, κυρίως στο πολιτικό επίπεδο, υπέρ της ενίσχυσης των θεσμών της Ε.Ε, όπου οι αποφάσεις λαμβάνονται διακρατικά. Την δεύτερη τάση αντιπροσωπεύουν οι δυνάμεις οι οποίες θεωρούν ότι, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι διεθνείς εξελίξεις στον οικονομικό και τεχνολογικό τομέα, θα πρέπει να υπάρξει υπέρβαση των εθνικών θεσμικών πλαισίων και να αναδειχθεί η έννοια της υπερεθνικότητας.
Η υπερεθνικότητα βασίζεται στην αρχή της μη διάκρισης μεταξύ των κρατών και μεταξύ των πολιτών, στον αμετάκλητο χαρακτήρα της αμοιβαίας εκχώρησης τμημάτων της εθνικής τους κυριαρχίας και, τέλος, στην ικανότητα της Ε.Ε. να παράγει δίκαιο υπέρτερο από τις εθνικές νομοθεσίες.
Σύμφωνα με την αντίληψη αυτή, βάση οργάνωσης της Ε.Ε. πρέπει να είναι μια υπερεθνική, ομοσπονδιακή αρχή. Ταυτόχρονα, η προσέγγιση αυτή τάσσεται υπέρ της κοινοτικοποίησης της διπλωματίας της Ε.Ε. ώστε να λαμβάνονται οι αποφάσεις από όργανα που θα λειτουργούν πέραν των εθνικών κρατών, στο όνομα της Ευρώπης.
Αυτές οι δύο κατευθύνσεις για την Ευρωπαϊκή Ένωση ενσαρκώνονται και αποκτούν συγκεκριμένη μορφή μέσω των δύο προτύπων ολοκλήρωσης της Ευρώπης, του Διακυβερνητισμού και της Ομοσπονδίας. Θα εξεταστούν στην συνέχεια τα θεωρητικά στοιχεία αυτών των δύο μοντέλων.
Διακυβερνητισμός (Intergovernmetalism)
Ειδικά ως προς την επιδίωξη των εθνικών συμφερόντων μέσα από τον σεβασμό της Ένωσης, θεμελιώδης είναι η συνεισφορά της θεωρίας του θεσμικού διακυβερνητισμού.Η θεωρία αυτή προσφέρει το ερμηνευτικό πλαίσιο για να κατανοηθεί το γεγονός πως η δημιουργία και η επιτυχία των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων οφείλεται στις σκληρές διακρατικές διαπραγματεύσεις και στους συμβιβασμούς (στον χαμηλότερο κοινό παρανομαστή) μεταξύ των κυβερνητικών ελίτ που συνεργάστηκαν σε διακυβερνητική βάση προκειμένου να προστατεύσουν την εθνική τους κυριαρχία. Σε αυτές τις διαπραγματεύσεις συχνά δίνονται ισχυρά ανταλλάγματα οικονομικής ή επιχειρηματικής φύσεως, ανταλλάσσονται πληροφορίες, αποκτάται εμπειρία για την διεκδίκηση των εθνικών επιδιώξεων ενός κράτους και ουσιαστικά διαμορφώνεται η ρέουσα πολιτική ιστορία της Ε.Ε. (ακόμη και μέσω μικρών λεπτομερειών που συνδέονται με την προσωπικότητα των διαπραγματευτών ή την τύχη) σύμφωνα με την γενικότερη ευρωπαϊκή στρατηγική κάθε χώρας.
Παραδοσιακά, στην βάση της διακυβερνητικής συνεργασίας βρίσκεται η αρχή της διπλωματικής διαπραγμάτευσης.
Ο διακυβερνητισμός στηρίζεται στην ισχύ των κυρίαρχων κρατών και θεωρεί πως η εξουσία πηγάζει από την συμφωνία τους με ομοφωνία, κριτήριο απαραίτητο και άμεσα συνυφασμένο με τον πυρήνα της θεωρίας αυτής.
Για τον λόγο αυτό, ο διακυβερνητισμός σημαίνει ότι τα κράτη της Ε.Ε. έχουν δικαίωμα αρνησικυρίας, δηλαδή μπορούν να «μπλοκάρουν», με βέτο τις αποφάσεις.
Την έννοια του «θεσμικού διακυβερνητισμού» συνεισέφερε ο Andrew Moravcsik, στα πλαίσια μελέτης του για την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη, με την οποία δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην προώθηση της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης με βάση τα εθνικά συμφέροντα των κρατών και στους συμβιβασμούς. Οι συμβιβασμοί αυτοί επιτυγχάνονται ύστερα από διπλωματικές διαπραγματεύσεις, όπου εκδηλώνεται σύγκλιση των προτιμήσεων των κρατών της Ε.Ε. και, κατόπιν, συμφωνία στον ελάχιστο κοινό παρονομαστή.
Στην πράξη, ο διακυβερνητισμός σημαίνει την ενίσχυση των διακρατικών θεσμών. Δημιουργεί, βέβαια, το ερώτημα πώς θα μπορεί να λειτουργεί η Ε.Ε αρμονικά μετά την διεύρυνση και πώς θα μπορεί να επιτυγχάνεται ομοφωνία μεταξύ 25 διαφορετικών ερμηνειών για τα εθνικά συμφέροντα. Πιο συγκεκριμένα, πάντως, την εθνοκεντρική άποψη εκπροσωπούν σήμερα στην Ευρώπη το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γαλλία, η Ιταλία, η Ισπανία, η Δανία, η Πορτογαλία, η Ιρλανδία, η Σουηδία, η Φινλανδία, η Πολωνία, η Σλοβακία, η Εσθονία, η Λεττονία και η Λιθουανία ενώ, γενικότερα, υπέρ του διακυβερνητικού μοντέλου τάσσεται το Ευρωπαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα.
Ειδικότερα, πολιτικοί που έχουν υποστηρίξει διαχρονικά την λειτουργία της Ευρώπης ως ενός μορφώματος διακυβερνητικής σύμπραξης είναι οι πρώην πρωθυπουργοί του Ην. Βασιλείου Winston Churchill, Margaret Thatcher, John Major και ο πρώην πρόεδρος της Γαλλίας Charles De Gaulle ενώ σήμερα η διακυβερνητική προσέγγιση υποστηρίζεται στην Γαλλία από τους πολιτικούς Eduard Balladur, Philliphe Seguin, Jean - Pierre Chevenement και εκπροσωπείται στο Ην. Βασίλειο με στελέχη (όπως οι William Hague, David Owen, Kenneth Clarke, Malkolm Rifkind) που αντλεί από το κίνημα του Ευρωσκεπτικισμού.
Η προσέγγιση αυτή αντιμετωπίζει την Ευρώπη απλά ως μια συνεργασία μεταξύ κυβερνήσεων όπου διατηρείται ανέπαφη η εξουσία του εθνικού κράτους. Στο πλαίσιο αυτό, έχουν προταθεί ως παραλλαγές αυτής της συνεργασίας διάφορα υποδείγματα λειτουργίας της Ευρώπης είτε ως Ζώνης Ελευθέρων Συναλλαγών, είτε απλά ως ενός Συνεταιρισμού Εθνών, είτε με τα κράτη να συνυπάρχουν σε Ομόκεντρους Κύκλους ανάλογα με το βαθμό επαφών που έχουν ή, τέλος, με την κατά περίπτωση – a la carte – επιλογή των σχέσεών τους.
Παραδοσιακά, πάντως, εναντίον του διακυβερνητισμού τάσσονται η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ακριβώς διότι αντιπροσωπεύουν, ως θεσμοί, την υπερεθνική τάση εντός της Ε.Ε.
Ομοσπονδία (Federalism)
Ως προς την κατεύθυνση της υπερεθνικής ολοκλήρωσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης κινείται η θεωρία της Ομοσπονδίας, η οποία –όσον αφορά τα προτεινόμενα μοντέλα και τις παραλλαγές με τις οποίες εμφανίζεται ιστορικά– είναι πιο πλούσια σε προβληματισμό γύρω από το ζήτημα της Ευρωπαϊκής ενότητας σε σχέση με την διακυβερνητική θεωρία.Η ομοσπονδιακή αντίληψη στηρίζεται στην αμοιβαία εκχώρηση κυριαρχίας από τα εθνικά κράτη προς υπερεθνικούς θεσμούς. Η λογική που βρίσκεται πίσω από την θεώρηση αυτή είναι πως με την συνταγματική θέσπιση θεσμών δημιουργείται ένα νέο πολιτικό σύνολο, υπέρτερο από το άθροισμα των επί μέρους κρατών που το αποτελούν.
Γενικότερα, η ομοσπονδιακή θεωρία βασίζεται στην ιδέα της συνταγματικής κατοχύρωσης των σχέσεων μεταξύ διαφορετικών επιπέδων εξουσίας. Στην λογική αυτή, ένα πολιτικό σύστημα ομοσπονδιακού τύπου διακρίνεται από την ύπαρξη δυο επιπέδων εξουσίας : α) την κεντρική εξουσία, που αποτελεί την κυβέρνηση του λαού και β) την περιφερειακή εξουσία, που αποτελεί το τοπικό επίπεδο διακυβέρνησης. Τα δύο αυτά επίπεδα εξουσίας είναι διαφορετικά αλλά διέπονται από σχέσεις στενής συνεργασίας.
Μια ομοσπονδιακή θεωρία αποτελεί ένα πρότυπο πολιτειακής συγκρότησης, το οποίο στην ιστορική εμπειρία έχει λάβει διάφορες μορφές μέσα από συγκεκριμένα παραδείγματα : την Ελβετική Συνομοσπονδία, τις Ηνωμένες Επαρχίες Ολλανδίας, την Γερμανική Ένωση, την Αμερικάνική Συνομοσπονδία προ Ανεξαρτησίας, την Βρετανική Κοινοπολιτεία, την ΕΟΚ και βέβαια τις Η.Π.Α.
Στην πράξη, υπάρχουν, ασφαλώς, παραλλαγές του ομοσπονδιακού προτύπου ανάλογα με τον βαθμό ολοκλήρωσης στον οποίο έχει προχωρήσει η ομοσπονδιακή συνένωση: γενικά, έχουν παρατηρηθεί οι μορφές της Ομοσπονδίας, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας, της Συνομοσπονδίας, της Ρεπούμπλικας, της Ένωσης και της Κοινοπολιτείας.
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, πάντως, υπέρ της ομοσπονδιακής θεώρησης για την πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης τάσσονται η Γερμανία, το Βέλγιο, η Ολλανδία, το Λουξεμβούργο, η Αυστρία και η Ελλάδα ενώ την αντίληψη αυτή παραδοσιακά υπερασπίζεται το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα.
Διαχρονικά, πλήθος πολιτικών και προσωπικοτήτων έχει υποστηρίξει την ομοσπονδιακή προσέγγιση : οι Γερμανοί Friedrich Naumann/ Kurt Schumacher/ Konrad Ademauer/ Hans Dietrch – Genscer/ Helmut Schmidt/ Willy Brandt/ Helmut Kohl, οι Γάλλοι Aristide Briand/ Jean Monnet/ Robert Schumann/ Francois Mitterand/ Jacques Delors, οι Ιταλοί Alcide De Gasperi/ Altiero Spinelli/ Emilio Colompo και, ακόμη, οι Leo Tindemans/ Paul – Henri Spaak.
Σταθμός στην ιστορία του ομοσπονδιακού ιδεώδους υπήρξε, κατ’ αρχάς, η δημιουργία το 1923 του Πανευρωπαϊκού Κινήματος και η έκδοση του 1924 του Πανευρωπαϊκού Μανιφέστου από τον Αυστριακό, με ελληνικές ρίζες, κόμη Richard Coudenhove – Kallergi. Το πρώτο συνέδριο της «Πανευρώπης» συγκέντρωσε το 1926 στην Βιέννη 2000 προσωπικότητες της πολιτικής και του πνεύματος από 24 ευρωπαϊκά κράτη.
Το πιο σημαντικό, ωστόσο, γεγονός είναι η εμφάνιση, κατόπιν, του όρου «φεντεραλισμός» και η δημοσίευση της Διακήρυξης – Μανιφέστο του Vendotene από τον Altiero Spinelli το 1941. Το Ενωτικό Κίνημα για την «Πανευρώπη» αμέσως μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο εμπλουτίστηκε με στελέχη του αντιστασιακού κινήματος ολόκληρης της Ευρώπης (από όλους τους πολιτικούς χώρους: φιλελεύθερους, χριστιανοδημοκράτες, σοσιαλιστές, αριστερούς, αναρχικούς) και από διανοούμενους, συγγραφείς και δημοσιογράφους όπως ο Albert Camus, ο George Orwell, ο Ignazio Silone και ο Denis de Rougemont.
Οι συναντήσεις της Γενεύης το 1944 κατέληξαν το 1945 στο Διεθνές Συνέδριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης των φεντεραλιστών στο Παρίσι καθώς και στις Συνόδους του Μοντραί το 1947 και της Χάγης το 1948, όπου συμμετείχαν 1000 άτομα από 19 ευρωπαϊκά κράτη με κεντρικό αίτημα την μείωση της ισχύος των εθνικών κρατών και των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων ώστε να προστατεύονταν στο εξής οι Ευρωπαίοι πολίτες από τον κρατικό ολοκληρωτισμό.
Στην Σύνοδο της Χάγης, όμως, εκδηλώθηκε οξεία σύγκρουση η οποία ξέσπασε ανοιχτά το 1956, οπότε και το φεντεραλιστικό κίνημα διασπάστηκε και έμεινε διχασμένο έως το 1973.
Στην «Ευρωπαϊκή Ένωση των Φεντεραλιστών» βρίσκονται – κατά την γνώμη μας – οι ρίζες του ομοσπονδιακού ιδεώδους και οι ιδανικές αρχές του ευρωπαϊκού φεντεραλιστικού κινήματος.
Αυτό εξηγεί και την εκτίμηση που γίνεται στη μελέτη αυτή ότι ακόμη και οι σημερινές επιδιώξεις των υποστηρικτών της ομοσπονδιακής προσέγγισης υπολείπονται και συνιστούν διολίσθηση έναντι των αρχικών επιδιώξεων του φεντεραλισμού.
Στη μεταπολεμική Ευρώπη, πάντως, είναι γεγονός ότι υπερίσχυσε η οικονομική πτυχή του ζητήματος της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης και ότι οι πολιτικοί που ανέλαβαν την υλοποίηση και δημιουργία της Ε.Ο.Κ. και της Ε.Ε. υποχώρησαν σαφώς σε σχέση με τον γνήσιο φεντεραλισμό, ευνοώντας περισσότερο τα ισχυρά κράτη της Ευρώπης (από στρατιωτικής, πολιτικής, οικονομικής και βιομηχανικής άποψης) και διατηρώντας την ισχύ των εθνικών κυβερνήσεων.
Ακόμη και σήμερα, άλλωστε, με το νέο Ευρωπαϊκό Σύνταγμα εμφανίζεται το παράδοξο φαινόμενο – όπως θα αναλυθεί στην συνέχεια – οι εμφανιζόμενες ως φίλο-ομοσπονδιακές προτάσεις να ενισχύουν τα ισχυρά κράτη της Ε.Ε. σε θεσμικό επίπεδο.
Στην σύγχρονη εποχή ειδικά για την οργάνωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στους κόλπους του ομοσπονδιακού «στρατοπέδου» έχουν αναπτυχθεί διάφορες ακραιφνείς ή ήπιες μορφές αυτού του προτύπου ενοποίησης, ανάλογα με τον βαθμό εμβάθυνσης που προβλέπεται για την Ε.Ε. και ανάλογα με τον βαθμό συμμετοχής των κρατών στις κοινές πολιτικές.
Συνοπτικά, οι επιμέρους αυτές προτεινόμενες μορφές για την λειτουργία της Ε.Ε. είναι:
α) «Διαφοροποιημένη / Ευέλικτη Ολοκλήρωση / Ευελιξία»: την μορφή αυτή υποστηρίζουν ανεπιφύλακτα τα έξι ιδρυτικά μέλη της Ε.Ε. και υπό όρους τα υπόλοιπα τρία μέλη καθώς και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Η «διαφοροποιημένη ολοκλήρωση» εκφράζει τις ισχύουσες ρυθμίσεις αλλά και τις προωθούμενες μεταρρυθμίσεις στην Ε.Ε. που δεν επιτρέπουν σε ορισμένα κράτη να συμμετέχουν πλήρως σε συγκεκριμένα πεδία της ενοποιητικής προσπάθειας,
——— ∙ ——— ∙ ——— ∙ ———
β) «Ενισχυμένες Συνεργασίες / Μορφές Αλληλεγγύης»: την μορφή αυτή υποστηρίζουν Γερμανία και Γαλλία και ειδικότερα, οι Χέλμουτ Κολ, Ζακ Ντελόρ, Κλαους Κίνκελ, Αλαίν Ζυπέ, Ζακ Σιράκ, Χέλμουτ Σμιτ. Οι «ενισχυμένες μορφές αλληλεγγύης» δίνουν την δυνατότητα σε ορισμένα κράτη της Ε.Ε. να προχωρούν μόνα τους σε στενότερη συνεργασία σε συγκεκριμένους τομείς. Η διαφορά σε σχέση με την «ευέλικτη ολοκλήρωση» είναι πως στις «ενισχυμένες μορφές αλληλεγγύης» τα υπόλοιπα κράτη μπορούν να ακολουθούν, συμμετέχοντας ωστόσο στην συγκεκριμένη πολιτική, έστω και σε μικρότερο βαθμό.
Η ακραία εκδοχή αυτής της μορφής είναι η λεγόμενη «ανοικτή πρωτοπορία» που προβλέπει την δημιουργία ενός σκληρού πυρήνα κρατών που θα προσελκύσει ως μαγνητικό πεδίο τα υπόλοιπα κράτη. Ωστόσο, αυτή η μέθοδος αποτελεί την έσχατη λύση και χρησιμοποιείται ως μοχλός πίεσης προς τα μικρότερα κράτη για να αποδέχονται τις ευρωπαϊκές πολιτικές και να αναπτύσσεται το κοινοτικό κεκτημένο.
——— ∙ ——— ∙ ——— ∙ ———
γ) «Δύο Ταχύτητες/ Πολλαπλές ταχύτητες» : η μορφή αυτή είναι ήδη παγιωμένη στην λειτουργία της Ε.Ε. αλλά υφίσταται άτυπα, δίχως να έχει αναγνωριστεί επισήμως. Με τον τρόπο αυτό, τα κράτη που εντάσσονταν στην Ε.Ε απολάμβαναν το δικαίωμα ευνοϊκής μεταχείρισης ώστε να ενσωματώνονται αποδοτικά στο πλαίσιο λειτουργίας της Ε.Ε.
Οι «πολλαπλές ταχύτητες» στηρίζονται στην αντίληψη πως η διαδικασία ολοκλήρωσης δεν είναι ασυμβίβαστη με την ιδέα της μη συμμετοχής όλων των κρατών – μελών σε όλες τις από κοινού καθοριζόμενες πολιτικές. Για να γίνει, όμως, αυτό θα πρέπει να συμφωνούν από πριν όλα τα κράτη – μέλη αναφορικά με το θέμα της μη συμμετοχής μεμονωμένων κρατών – μελών και τους όρους εφαρμογής που θα ισχύουν στη συγκεκριμένη περίπτωση.
Το σύστημα των «πολλαπλών ταχυτήτων» προτάθηκε για πρώτη φορά από τον Λεό Τιντεμάνς προκειμένου να εφαρμοστεί στον οικονομικό τομέα (όπως και έγινε αργότερα με την Ο.Ν.Ε.).
Πράγματι σταδιακά στην Ε.Ε. έγινε συνήθης πρακτική η ολοκλήρωση με την συνδρομή των «πολλαπλών ταχυτήτων» που επέτρεπε σε ορισμένα κράτη να συνεργαστούν στενότερα σε διάφορους τομείς άσκησης πολιτικής (π.χ ΟΝΕ, Συνθήκη Σένγκεν). Τα υπόλοιπα κράτη δεν αποκλείονται από την εφαρμογή των συγκεκριμένων δράσεων αλλά και εξακολούθησαν να διαθέτουν την δυνατότητα να φθάσουν στο ίδιο επίπεδο συνεργασίας την κατάλληλη στιγμή. Εκείνη τη στιγμή, έστω και με χρονική καθυστέρηση, τα κράτη των κατωτέρων ταχυτήτων μεταπηδούσαν στην αμέσως επόμενη.
Σε ρητορικό επίπεδο, πάντως, ακόμη και σήμερα σχεδόν όλοι απορρίπτουν και αρνούνται την Ευρώπη των «πολλαπλών ταχυτήτων»: τα μόνα σύγχρονα κείμενα που αναφέρεται και υιοθετείται ο όρος είναι οι δύο εκθέσεις του γερμανικού συνασπισμού κομμάτων CDU-CSU ενόψει της ΔΚΔ του 1996.
——— ∙ ——— ∙ ——— ∙ ———
δ) «Μεταβλητή Γεωμετρία»: Ως έννοια είναι σχεδόν ταυτόσημη με τις πολλαπλές ταχύτητες, έχοντας τα επιπλέον στοιχεία ότι ζητά την θεσμοθετημένη αναγνώριση των πολλαπλών ταχυτήτων αλλά και ταυτόχρονα δέχεται την βάση του διακυβερνητικού προτύπου, δηλαδή τις διακρατικές συμφωνίες και τους συμβιβασμούς μεταξύ των μελών της Ε. Ε. Ακόμα και αυτό το μοντέλο πάντως, (που θεωρείται το πλέον «ομοσπονδιακό» στον δημόσιο διάλογο για το μέλλον της Ε.Ε.) βλέπουμε πως ενσωματώνει το βασικό χαρακτηριστικό του διακυβερνητικού μοντέλου, την ισχύ των κρατικών κυβερνήσεων. Άρα, από την άποψη αυτή, ούτε και αυτό το μοντέλο δεν μπορεί να θεωρηθεί καθαρά «φεντεραλιστικό» αλλά κυριαρχείται, οπωσδήποτε – υπό τις δεδομένες εθνικές και πολιτιστικές δομές της Ε.Ε. – από την ομοσπονδιακή λογική. Με βάση αυτήν την μορφή ομοσπονδιακής οργάνωσης της Ε.Ε. επιτρέπεται σε όλα ανεξαιρέτως τα κράτη της Ε.Ε., να δημιουργούν ιδιαίτερους συνασπισμούς στενότερης συνεργασίας και προχωρημένων βαθμών ολοκλήρωσης σε συγκεκριμένους τομείς, δίχως όσοι καθυστερούν να μπορούν να το εμποδίσουν αλλά και να εμποδιστούν από την προοπτική αυτή.
Υπέρ της «μεταβλητής γεωμετρίας» έχει ταχθεί ο Ζακ Σαντέρ ενώ ο όρος εγκαινιάστηκε από την Γερμανία το 1994 όταν το κυβερνών κόμμα CDU και η βαυαρική πτέρυγα CSU κατέθεσαν τις προτάσεις τους, οι οποίες περιλαμβάνονται στις εκθέσεις των ηγετικών του στελεχών Wolfang Shaeudle και Karl Lamers με τίτλο: «ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ».
——— ∙ ——— ∙ ——— ∙ ———
Από την παράθεση αυτών των δεδομένων, προκύπτει, επομένως ότι σε γενικές γραμμές στη σημερινή συζήτηση για το μέλλον της Ευρώπης προτείνεται από την πλευρά του διακυβερνητικού πόλου η ενίσχυση των θεσμών διακρατικού χαρακτήρα ενώ ο ομοσπονδιακός πόλος προτείνει την επίσημη θεσμοθέτηση με το Σύνταγμα της Ε.Ε. της δυνατότητας ορισμένων κρατών να προχωρούν σε εμβάθυνση σε διάφορες ευρωπαϊκές πολιτικές (όταν μπορούν και θέλουν) αλλά με την εγγύηση πως θα το αποφασίζουν αυτό με ομοφωνία.
Η πρακτική αυτή, όπως αποδεικνύεται με την Οικονομική και Νομισματική Ένωση για παράδειγμα, εφαρμόζεται ήδη αλλά δεν έχει θεσμοθετηθεί (π.χ. δεν έχει θεσμοθετηθεί το Eurogroup) (2004): το ζήτημα δεν είναι μόνο να προχωρήσουν οι θεσμικές μεταρρυθμίσεις αλλά κυρίως να κατοχυρωθούν σε Συνταγματική Συνθήκη καθώς η Ε.Ε. εμπλουτίζεται με νέα κράτη και διευρύνεται.
Ποια είναι, ωστόσο, αυτή η δομή λειτουργίας που θα κατοχυρωθεί στο Σύνταγμα; Σε ποια από τις δύο κατευθύνσεις ομοσπονδίας και διακυβερνητισμού τείνει η Ευρωπαϊκή ενοποίηση; Ποιο είδος Ευρώπης συζητείται για το μέλλον;
Είναι προφανές ότι για να διαπιστωθεί εάν υπάρχει στρατηγικό σχέδιο ολοκλήρωσης της Ε.Ε. θα πρέπει να εξεταστεί η εμπειρία του παρελθόντος. Πρέπει να εξεταστούν τα στάδια τα οποία έχει διέλθει το ομοσπονδιακό και το διακυβερνητικό μοντέλο και με ποιο τρόπο επηρέασαν τους ιστορικούς σταθμούς και τις ιδρυτικές Συνθήκες της Ε.Ε.
Αυτή η ανάλυση θα χρησιμεύσει για να διαπιστωθεί ποιο από τα δύο πρότυπα ερμηνεύει την εξέλιξη της Ε.Ε. και να εξεταστεί εάν θα ακολουθηθεί και πως θα επηρεάσει την Ευρώπη στο μέλλον.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
Η ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΤΗΝ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΗ ΔΙΑΣΚΕΨΗ ΚΑΙ Η ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΩΝ ΒΡΥΞΕΛΛΩΝ.Στην διπλωματική διελκυστίνδα που αναπτύχθηκε γύρω από τις προτάσεις της Συντακτικής Συνέλευσης προς την Διακυβερνητική Διάσκεψη το διάστημα Οκτωβρίου 2003 έως Ιουνίου 2004 διαμορφώθηκαν, διάφορες ομαδοποιήσεις που είναι δύσκολο να καταταγούν υπό τους όρους του ομοσπονδιακού ή του διακυβερνητικού προτύπου αποκλειστικά και μόνο. Τα «στρατόπεδα» που σχηματίστηκαν δεν ήταν περιχαρακωμένα αλλά σημειώθηκαν μετακινήσεις, ανάλογα με το κάθε ζήτημα που τέθηκε προς διαπραγμάτευση. Είναι χαρακτηριστικό ότι παρατηρήθηκε μια διάσπαση στους κόλπους του φίλο – ομοσπονδιακού μπλοκ δυνάμεων ενώ για πρώτη φορά τα μικρότερα κράτη συνασπίστηκαν κατά των ισχυρών ενώ, την ίδια στιγμή, Γερμανία και Γαλλία προωθούσαν την διμερή τους ένωση.
Αξίζει, πάντως, να σημειωθεί ότι ακόμη και το Ηνωμένο Βασίλειο, ως επικεφαλής των κρατών που θέλουν να υπερασπιστούν την διακυβερνητική δομή της Ε.Ε., αναπροσάρμοσε την τακτική της για διαπραγματευτικούς λόγους αλλά και επειδή υπάρχουν πραγματικές αιτίες επανεκτίμησης της στάσης της. Τους λόγους που υπαγόρευσαν την διπλωματική στρατηγική των κρατών αυτών θα ανιχνεύσουμε στην συνέχεια και κατόπιν θα εξετάσουμε τις αποφάσεις της ΔΚΔ και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου των Βρυξελλών της 18/06/2004.
Α. Η διπλωματική στρατηγική Γερμανίας – Γαλλίας
Η δημιουργία και η εξέλιξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και η διαμόρφωση, σε θεωρητικό και πρακτικό επίπεδο, των δύο μοντέλων που ερμηνεύουν την ευρωπαϊκή ενοποίηση είναι άμεσα συνυφασμένες με την λειτουργία του γαλλογερμανικού άξονα και την στρατηγική που έχουν ακολουθήσει διαχρονικά οι δύο χώρες στο διπλωματικό επίπεδο.Για να κατανοηθεί καλύτερα η διπλωματική στρατηγική της Γερμανίας και της Γαλλίας στις διαπραγματεύσεις για την Συντακτική Συνέλευση και, για την ΔΚΔ του 2004 καθώς και για την μελλοντική προοπτική της Ευρώπης είναι χρήσιμο να υπογραμμιστεί κατ’ αρχάς ο ρόλος που διαδραματίζουν τα παραδοσιακά πολιτικά συστήματα των 2 κρατών καθώς και ο συναγωνισμός εντός του γαλλογερμανικού άξονα για την ηγεμονία στην Ε.Ε. μετά την επικείμενη διεύρυνση. Αυτοί οι δύο παράγοντες κρύβονται πίσω από την αντιπαραβολή του ομοσπονδιακού και του διακυβερνητικού προτύπου στην θεωρία και στην πράξη.
1. Ο ρόλος των πολιτικών συστημάτων.
Α) Γαλλία.Το γεγονός ότι η Γαλλία έχει ημιπροεδρικό πολίτευμα όπου υπάρχει συγκατοίκηση Προέδρου και Πρωθυπουργού έχει ως αποτέλεσμα να προτείνει και για την Ευρωπαϊκή Ένωση ένα σχήμα δικέφαλης εξουσίας που να συνίσταται στην κοπή της εκτελεστικής εξουσίας στα δύο. Επειδή στο γαλλικό πολίτευμα οι εξουσίες συγκεντρώνονται κυρίως στο πρόσωπο του Προέδρου, η Γαλλία προτείνει (μέσω του Β. Ζ. Ντ’ Εστέν) την θέσπιση του αξιώματος του Προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Κορυφής.
Για να έχει, ωστόσο, και τον διοικητικό μηχανισμό στην διάθεση του (όπως συμβαίνει με τον πρωθυπουργό της χώρας) η Γαλλία προτείνει την ταυτόχρονη συνύπαρξη του Προέδρου της Ε.Ε. με τον Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ο οποίος θα εκλέγεται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Γενικότερα το γαλλικό πολίτευμα βρίσκεται ανάμεσα στο ρεπουμπλικανικό μοντέλο της προεδρικής δημοκρατίας και στο κοινοβουλευτικό μοντέλο της προεδρευόμενης δημοκρατίας. Από αυτόν τον συμβιβασμό προέρχεται και το γεγονός ότι η Γαλλία κινείται παραδοσιακά στο μεταίχμιο ανάμεσα στην ομοσπονδία και στον διακυβερνητισμό. Για τον ίδιο λόγο, όλες οι γαλλικές προτάσεις (Ντε Γκωλ, Μιττεράν, Ντελόρ, Ντε’ Εστέν, Σιράκ) σε θεωρητικό επίπεδο βρίσκονται συντεταγμένες κάτω από τον τίτλο «διακυβερνητική προσέγγιση» και στην πράξη κάτω από τον τίτλο «κοινοτική μέθοδος». Και με βάση αυτή τη λογική, ζητά να λάβει η Ε.Ε. μια μορφή Ένωσης Εθνών – Κρατών με έναν Πρόεδρο γαλλικού τύπου και έναν Πρόεδρο της Commission με καθήκοντα, ουσιαστικά, πρωθυπουργού – επικεφαλής του διοικητικού μηχανισμού της Ε.Ε..
Β) Γερμανία.
Το γεγονός ότι η Γερμανία έχει ομοσπονδιακό σύστημα οργάνωσης του κράτους της και η χώρα αποτελείται από ομόσπονδα κρατίδια (που έχουν τοπική κυβέρνηση και κοινοβούλιο) επηρεάζει ανέκαθεν την διπλωματική της στρατηγική. Επειδή στο γερμανικό Ομόσπονδο Κράτος οι εξουσίες συγκεντρώνονται στο πρόσωπο του Προέδρου, ο οποίος ταυτόχρονα είναι και Καγκελάριος, δηλ. ασκεί καθήκοντα πρωθυπουργού και είναι επικεφαλής της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης, η Γερμανία προτείνει ένα παρόμοιο σύστημα για την οργάνωση της Ε.Ε.. Επιπλέον, δίνει έμφαση στην έννοια της επικουρικότητας, κάτι που εξηγείται ακριβώς διότι την εφαρμόζει στις σχέσεις της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης με τα κρατίδια και τις τοπικές αρχές.
Γενικότερα, η Γερμανία ζητά55 να αποκτήσει η Ε.Ε. πολιτική διεύρυνση και ισχυρή εκτελεστική εξουσία, η οποία να υπόκειται στον έλεγχο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και να έχει αυστηρά καθορισμένες αρμοδιότητες σε διοικητικό επίπεδο. Η ομοσπονδιακή αντίληψη διαπνέει διαρκώς τις γερμανικές θέσεις για την Ευρωπαϊκή Ενοποίηση : ειδικά τα τελευταία χρόνια, ξεχωρίζει η τοποθέτηση του Χέλμουτ Κολ για την Πολιτική Ένωση της Ευρώπης56 κατά την ΔΚΔ του 1996.
Υπάρχουν, βέβαια, διαφορετικές αποχρώσεις των γερμανικών θέσεων αλλά, επί της ουσίας, τους Γερμανούς πολιτικούς και τα πολιτικά κόμματα διακατέχει σύμπνοια στη σημερινή συγκυρία αλλά και παλαιότερα.
Ο Γκέρχαρντ Σρέντερ θέτει ως στόχο «να ενσαρκώνει η ομοσπονδιακή Ε.Ε. ένα ορισμένο κοινωνικό και πολιτισμικό πρότυπο, το οποίο να διαφοροποιείται από την κοινωνία της αγοράς και να μην αρθρώνεται μόνο με οικονομικούς όρους». Περισσότερο συντηρητική η εκτίμηση του Έντμουντ Στόιμπερ, ηγέτη της αντιπολίτευσης : «Η Ευρώπη χρειάζεται Σύνταγμα που δεν θα οδηγήσει στην ομοσπονδία αλλά σε ένα ιδιότυπο υπερεθνικό μόρφωμα το οποίο θα εξακολουθήσει και στο μέλλον να αποτελείται από εθνικά κράτη».
Προφανώς, οι διαφοροποιήσεις οφείλονται στις κομματικές ανάγκες διότι, κατά τα λοιπά, την πραγματική φιλοσοφία της γερμανικής στρατηγικής για την Ευρώπη μετά την διεύρυνση εκφράζουν οι 2 εκθέσεις των κομμάτων CDU – CSU (Lamers – Schaeuble) το 1994-1995.
Στις 2 αυτές εκθέσεις καταγράφονταν για πρώτη φορά η πρόταση «να καταρτιστεί ένα συνταγματικό κείμενο, το οποίο θα εμπνέεται από το ομοσπονδιακό πρότυπο ολοκλήρωσης και θα ορίζει τις θεμελιακές αξίες που στηρίζουν την Ε.Ε.».Οι συντάκτες του κειμένου πρότειναν την θεσμοποίηση της ιδέας της «μεταβλητής γεωμετρίας», την ανάδειξη ηγετικού πυρήνα στην Ε.Ε., την κατάργηση του δικαιώματος βέτο, την επέκταση της λήψης αποφάσεων με ενισχυμένη πλειοψηφία και την προώθηση της Κοινής Άμυνας της Ε.Ε.. Τα κείμενα αυτά είναι αποκαλυπτικά για την γερμανική αντίληψη που κυριάρχησε έκτοτε στον δημόσιο διάλογο για τα ευρωπαϊκά θέματα και επηρεάζουν έως και σήμερα την συζήτηση για το μέλλον της Ευρώπης.
Η βασική φιλοσοφία τους είναι πως, εάν τα μέτρα που προτείνουν δεν υιοθετηθούν από την Ε.Ε., τότε θα δημιουργηθεί «κενό εξουσίας» στην Κεντρική Ευρώπη που θα κλιθεί να καλύψει η Γερμανία, ασκώντας πολιτική ηγεμονισμού.
2.Ο Γαλλογερμανικός άξονας.
Η θεωρία των διεθνών σχέσεων έχει καλύψει πλήρως το ζήτημα της λειτουργίας του άξονα Γερμανίας – Γαλλίας και της άμεσης επιρροής του στην Ευρωπαϊκή Ενοποίηση. Ωστόσο, ο συναγωνισμός εντός του άξονα Βερολίνου – Παρισίου για την πολιτική και οικονομική ηγεμονία στην Ευρώπη των 25 ερμηνεύει και τις θέσεις των 2 κρατών απέναντι στο ζήτημα της ομοσπονδιακής και της διακυβερνητικής προσέγγισης.Εν όψει της επικείμενης διεύρυνσης της Ε.Ε., η Γερμανία επιδιώκει να αξιοποιήσει την πληθυσμιακή της υπεροχή, την οικονομική της ισχύ και τις παραδοσιακές της σχέσεις με τα κράτη της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης ενώ η Γαλλία ζητά την διανομή της ηγεμονίας. Με τον τρόπο αυτό, εξηγείται γιατί η Γερμανία επιδιώκει σταθερά να τεθεί στην πρωτοπορία της Ε.Ε. ενώ, αντίθετα, η Γαλλία επιδιώκει την διατήρηση της επιρροής των εθνικών κρατών.
Στην διαπραγμάτευση για το σχέδιο Συνταγματικής Συνθήκης και στην ΔΚΔ εκδηλώθηκε για μια ακόμη φορά ο γαλλογερμανικός άξονας, υποβάλλοντας κοινές προτάσεις για το μέλλον της Ευρώπης όπου το κοινό σημείο υπήρξε η επέκταση των ψηφοφοριών για την λήψη αποφάσεων με ενισχυμένη πλειοψηφία. Κυρίως, όμως, ο γαλλογερμανικός άξονας λειτουργεί ως όχημα για να πιέσει διαπραγματευτικά τα υπόλοιπα κράτη της Ε.Ε. προς την κατεύθυνση της ενοποίησης και να προωθήσει τις μεταρρυθμίσεις στα θεσμικά ζητήματα που επιθυμεί.
Στην διαπραγμάτευση για το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα αυτό έγινε με 2 μεθόδους :
α) με την απειλή της Γαλλίας ότι, εάν δεν γίνουν αποδεκτές οι γαλλικές θέσεις, θα προβάλλει συνολικό βέτο και θα ενεργοποιήσει τον «συμβιβασμό του Λουξεμβούργου», κάτι που μεταφράζεται σε μπλοκάρισμα όλων των αποφάσεων στην ΔΚΔ του 2004 και στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Κορυφής και β) με την απειλή ότι Γερμανία και Γαλλία θα προχωρήσουν σε διμερή γαλλογερμανική ένωση. Μάλιστα, η εικόνα που δημιουργείται – λόγω της ταχύτητας των εξελίξεων – είναι πως η Γερμανία και η Γαλλία απειλούν ότι εάν δεν προχωρήσουν οι θεσμικές μεταρρυθμίσεις της Συντακτικής Συνέλευσης, τότε θα προχωρήσουν μόνες στην συγκρότηση του λεγόμενου «σκληρού πυρήνα». Επιπλέον, χρησιμοποιούν ένα ακόμη τακτικό όπλο, την σχέση τους με το Ηνωμένο Βασίλειο, προκειμένου να προωθήσουν τις αντιλήψεις τους για το σκοπό αυτό από τον Οκτώβριο του 2003 που ξεκίνησε η ΔΚΔ : α)προχώρησαν στην σύγκλιση Τριμερών Διασκέψεων Γερμανίας – Γαλλίας – Ηνωμένου Βασιλείου μέσα στο τελευταίο έτος για να χαράξουν κοινή στρατηγική. Τελικά, κατέληξαν στην υποβολή κοινής πρότασης για την θέσπιση αξιώματος Αντιπροέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με ευθύνη για ζητήματα Οικονομίας, Βιομηχανίας και Παιδείας.
---------------------------------------------------------------
Την ιδέα για μια ένωση Γερμανίας – Γαλλίας είχαν το 2001 οι Πασκάλ Λαμύ, Ντομινίκ Στρος – Καν, Ανρί Ναλέ, Ζαν Νοέλ Ζανενέ. Βλ. άρθρο των Henri de Bresson και Arnaud Leparmentier στο «Βήμα» 13/11/2003. Από τον Ιανουάριο του 2002 οι Γκύντερ Φερχόιγκεν, Ντομινίκ Στρος – Καν, Πασκάλ Λαμύ αναβάθμισαν τις άτυπες γαλλογερμανικές συναντήσεις κορυφής και δημιούργησαν ομάδες εργασίας για να προχωρήσουν σε διμερή ένωση των κρατών. Οι συζητήσεις εντάθηκαν με την αποστολή του Ζακ Σιράκ για να αντιπροσωπεύσει επισήμως τον Γκέρχαρντ Σρέντερ σε Σύνοδο Κορυφής της Ε.Ε. Όπως έχει διαρρεύσει στον διεθνή τύπο στα μέσα του 2003, τα σχέδια Γερμανίας – Γαλλίας προβλέπουν: γαλλογερμανική συνομοσπονδία, κοινή οντότητα με έδρα στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, κοινή αντιπροσώπευση σε Συνόδους Κορυφής της Ε.Ε, κοινές πρεσβείες σε τρίτες χώρες, συνεργασία κοινοβουλίων, εναρμόνιση δικαστικών συστημάτων και ίδρυση Γενικής Γραμματείας γαλλογερμανικής συνεργασίας.---------------------------------------------------------------
Οι διασκέψεις αυτές επικρίθηκαν ότι επιχειρούν τη νομιμοποίηση «Διευθυντηρίου», χαρακτηρισμό και κατηγορία που οι 3 συμμετέχουσες χώρες απέρριψαν,
β) προχώρησαν, παράλληλα, στην άσκηση πίεσης προς το Ηνωμένο Βασίλειο απειλώντας την με έξοδο από την Ε.Ε. αν δεν επικυρώσει το νέο Σύνταγμα στο επικείμενο δημοψήφισμα.
Γίνεται, επομένως, σαφές ότι το Ηνωμένο Βασίλειο κατέχει ιδιαίτερο ρόλο στις διεργασίες που αφορούν τις διαπραγματεύσεις για το Σύνταγμα της Ε.Ε..
Β. Η Διακυβερνητική στρατηγική του Ηνωμένου Βασιλείου και η ειδική του σχέση με τις Η.Π.Α.
Το Ηνωμένο Βασίλειο, αν και παραμένει ο τρίτος πόλος στο τρίγωνο Βερολίνου – Παρίσι – Λονδίνο, επηρεάζει ελάχιστα με δικές του προτάσεις την διαπραγμάτευση για το νέο Σύνταγμα της Ε.Ε. και τηρεί ανέκαθεν μια αμυντική στάση.
Για δεκαετίες το Ηνωμένο Βασίλειο παραμένει σταθερό στην υπεράσπιση του όρου «Διακυβερνητική Συνεργασία – Intergovernmental Cooperation» και (για λόγους εθνικής πολιτικής και πολιτισμικής παράδοσης) αντιμετωπίζει την Ευρώπη ως ένα οργανισμό όπου κατά περίπτωση και κατ’ επιλογήν το ίδιο επιλέγει να συμμετέχει όποτε το κρίνει ως συμφέρον.
Στις διαπραγματεύσεις της Συντακτικής Συνέλευσης και της Διακυβερνητικής Διάσκεψης το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν η χώρα που απέρριψε παντελώς κάθε χρήση της λέξης «Ομοσπονδία» με το επιχείρημα ότι κάτι τέτοιο θα οδηγούσε στη δημιουργία μιας υπερσυγκεντρωτικής κεντρικής κυβέρνησης (επιχείρημα που τελικά απέδωσε, αφού ο όρος αφαιρέθηκε).
Εκείνο που ενδιαφέρει, σε αυτό το σημείο, είναι πως στη στρατηγική του Ηνωμένου Βασιλείου τον τελευταίο χρόνο έχει υπάρξει μια ριζική μετατόπιση προς την κατεύθυνση της συνδιαμόρφωσης των εξελίξεων μαζί με τον Γαλλογερμανικό άξονα.
Αν και αρχικά το Ηνωμένο Βασίλειο δεν συμμετείχε σχεδόν καθόλου στην υποβολή προτάσεων στη Συντακτική Συνέλευση, αρκούμενοι στην απορριπτική στάση, σταδιακά μετάβαλε στάση.
Στο ζήτημα της σχέσης ομοσπονδίας και διακυβερνητισμού η θέση του Ηνωμένου Βασιλείου είναι πως «το Ηνωμένο Βασίλειο δεν θα πρέπει να χρησιμοποιήσει τις διακυβερνητικές συνεργασίες με στόχο την εξασθένιση των Ευρωπαϊκών θεσμών αλλά να αναγνωρίσει ότι η Ευρώπη είναι και πρέπει να παραμείνει μια συμμαχία της ευρωπαϊκής κυβέρνησης με τις εθνικές».
Εκτός από αυτό το άκρως αποκαλυπτικό πνεύμα από γενικής απόψεως, σε πιο συγκεκριμένα ζητήματα η θέση του Ηνωμένου Βασιλείου είναι πως επιθυμεί έναν Πρόεδρο της Ε.Ε. που «απλώς θα προεδρεύει» : η στάση αυτή του Ηνωμένου Βασιλείου ερμηνεύεται, κατά τη γνώμη μας, από το πολιτικό του σύστημα της βασιλευόμενης δημοκρατίας που δεν έχει ούτε καν γραπτό Σύνταγμα. Επιβεβαιώνεται, επομένως, και πάλι η άποψη ότι ο ρόλος των πολιτικών συστημάτων στο εσωτερικό της χώρας είναι κυρίαρχος στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται και τις ευρωπαϊκές, εξωτερικές της υποθέσεις.
Ακόμη πιο ειδικά, πάντως, το Ηνωμένο Βασίλειο έχει δεχθεί το τελευταίο διάστημα ότι «υπάρχουν σοβαροί λόγοι που υπαγορεύουν την ενίσχυση του ρόλου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και την επέκταση της λήψης αποφάσεων με ειδική πλειοψηφία». Η αλλαγή αυτή στην ευρωπαϊκή στρατηγική του Ηνωμένου Βασιλείου πιθανόν να οφείλεται στην ειδική του σχέση μεταπολεμικά με τις Η.Π.Α. : το γεγονός ότι οι περισσότερες χώρες της Ε.Ε. μετά την διεύρυνση βρίσκονται κάτω από την επιρροή των Η.Π.Α. σημαίνει πως θα αποτελούν την πλειοψηφία και, άρα, το «φίλο-ατλαντικό» μπλοκ θα επωφεληθεί από το νέο θεσμικό σύστημα της ειδικής πλειοψηφίας.
Το Ηνωμένο Βασίλειο επιθυμεί ταυτόχρονα να βρεθεί επικεφαλής της φιλοαμερικάνικης ομάδας κρατών εντός της Ε.Ε. και να συμμετέχει στον ηγετικό πυρήνα, επηρεάζοντας από μέσα την πολιτική της Ε.Ε.
Η ύπαρξη ισχυρού ευρωσκεπτικιστικού ρεύματος στο Ηνωμένο Βασίλειο που τάσσεται κατά της Ε.Ε. και ζητάει εθνική ανεξαρτησία είναι ένας ακόμη παράγοντας που αναμένεται να επηρεάσει το δημοψήφισμα για το νέο Σύνταγμα της Ε.Ε. και την ένταξη στην Ο.Ν.Ε.
Πρέπει, ωστόσο, να παρατηρηθεί πως είναι οξύμωρο το φαινόμενο ύπαρξης στο Ηνωμένο Βασίλειο εθνικιστών που με πατριωτική ρητορική τάσσονται κατά της Ε.Ε. αλλά όχι και κατά των Η.Π.Α.
Εντός του ευρωπαϊκού ευρωσκεπτικιστικού κινήματος, ωστόσο, υπάρχουν και ευρωσκεπτικιστές φιλοευρωπαϊστές που πιέζουν για μια Ε.Ε. φεντεραλιστικής κατεύθυνσης και εμφανίζονται κυρίως στις μικρότερες χώρες.
Γ. Ο συνασπισμός των μικρών κρατών.
Στο πεδίο των θεσμικών μεταρρυθμίσεων για την μελλοντική λειτουργία της Ε.Ε. εκτός από την σύγκρουση φιλοευρωπαίων–αντιευρωπαίων εντός του κινήματος του ευρωσκεπτικισμού, υπάρχει και ένας ακόμη διαχωρισμός εντός του ομοσπονδιακού στρατοπέδου.Οι ρωγμές που σημειώνονται ανάμεσα στους υποστηρικτές του ομοσπονδιακού προτύπου εκδηλώνονται μεταξύ του γαλλογερμανικού άξονα από τη μια πλευρά και περίπου 15 μικρότερων κρατών από την άλλη.
Με πρωτοβουλία του Λουξεμβούργου εμφανίστηκε εντός του 2003 για πρώτη φορά μια ομάδα κρατών της Ε.Ε. που επιχείρησε να συντονίσει την διπλωματική της στρατηγική, προκειμένου να διαμορφώσει μια ενιαία στάση απέναντι στις θεσμικές προτάσεις της Συντακτικής Συνέλευσης.
Στην ομάδα αυτή που έγινε γνωστή ως «Σύνοδος των 7 νάνων», ανήκουν:
Λουξεμβούργο, Βέλγιο, Ολλανδία, Αυστρία, Πορτογαλία, Ιρλανδία και Φιλανδία (εκ των οποίων οι 4 πρώτες ανέκαθεν είχαν φίλο–ομοσπονδιακή τοποθέτηση).
Μια ακόμη ομάδα 15 κρατών συγκεντρώθηκαν στην Βιέννη και, με κοινή απόφασή τους, κατήγγειλαν ότι απειλούνται στην Συντακτική Συνέλευση «με διαδικασίες σκληρές και όχι διπλωματικές» για να μην φέρουν αντιρρήσεις.
Οι 3 αυτές άτυπες διασκέψεις έγιναν εκτός του επισήμου πλαισίου της Ε.Ε. αλλά σε κορυφαίο διπλωματικό επίπεδο και επισημοποιήθηκαν με την αποστολή προς την Συντακτική Συνέλευση κοινής επιστολής από 15 κράτη της Ε.Ε. – με επικεφαλής την Ισπανία – και με κύριο αίτημα την διαιώνιση του συστήματος ψηφοφοριών της Συνθήκης της Νίκαιας. Οι χώρες αυτές διαφώνησαν με την εκ νέου τροποποίηση της Συνθήκης της Νίκαιας ως προς το σημείο της επέκτασης της «αρχής της ενισχυμένης πλειοψηφίας» στην λήψη των αποφάσεων: π.χ. η Ισπανία επιθυμούσε να διατηρήσει το ισχύον καθεστώς που προέκυψε μετά τη Νίκαια διότι της έδινε αναλογικά περισσότερες ψήφους από ότι δικαιολογεί ο πληθυσμός της. Ισπανία και Πολωνία θεωρούσαν ότι έπρεπε να διατηρηθούν οι ρυθμίσεις της Νίκαιας επειδή τις ευνοούσε το πληθυσμιακό κριτήριο. Η άρνηση τους να δεχθούν συμβιβαστική λύση οδήγησε στα τέλη του 2003 στην αποτυχία των Ευρωπαϊκών Συμβουλίων Νάπολης και Βρυξελλών. Σε αυτές τις 2 Συνόδους Κορυφής συμφωνήθηκε ότι προς το παρόν θα ισχύουν οι προβλέψεις της Συνθήκης της Νίκαιας για την στάθμιση των ψήφων (σε αντίθεση με ό,τι ζητούσαν Γερμανία – Γαλλία) αλλά και ότι το όλο θέμα θα μετετίθετο για να συζητηθεί εξαρχής – αργότερα.
Εντός του 2004, ωστόσο, η κατάσταση – κατά την διάρκεια της Διακυβερνητικής Διάσκεψης – άλλαξε άρδην λόγω της μεταβολής της στάσης της Ισπανίας και της Πολωνίας (για πολιτικούς, ενδοκυβερνητικούς λόγους ), κάτι το οποίο επέτρεψε να επιτευχθεί στις 18/06/2004 συμφωνία στο Συμβούλιο Κορυφής των Βρυξελλών για το σύστημα ψηφοφοριών και το νέο Σύνταγμα.
Ολοκλήρωση μέρους α´.
.~`~.
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική
Ελλαδικός «ευρωπαϊσμός» και αλλοίωση, χειραγωγηση και σύγχυση ταυτοτήτων μέσω τεχνητών διπολισμών και άρνησης της εθνικής διάστασης.
Με αφορμή μια επισήμανση του Joschka Fischer. Κυριαρχία, ηγεμονία, εθνικό κράτος και «Ευρώπη».
Υπερεθνικότητα (supranationalism), διακυβερνητισμός (intergovernmentalism), κυριαρχία (sovereignty) και αυτοδιάθεση (self-determination). Εισαγωγή.
Το «δημοκρατικό έλλειμμα» της Ε.Ε και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή: μια αμφισβητούμενη εξουσία.
Περί «Ευρωσκεπτικισμού» - μέρος α´. Η περίπτωση του «Ευρωρεφορμισμού».
«Γκωλισμός» (Gaullism) Και «Ευρωπαϊσμός». Σύντομο Σχόλιο.
Υπερεθνικές πολιτικές οντότητες και εθνικά οργανωμένος κόσμος. Σύντομη αναφορά.
«Νεομεσαιωνισμός», Ευρωπαϊκή Ένωση, κυριαρχία και περιφερειακή ολοκλήρωση κρατών.
I) Τα πάντα εν σοφία εποίησα (άνωθεν και έξωθεν) και II) Θεμέλια συνοχής.
Περί «λαϊκισμού». Σύντομη αναφορά.
Φεντεραλισμός και εθνότητες. Σύντομη εισαγωγική αναφορά.
Χριστιανοδημοκρατία, ορντολιμπεραλισμός και «Ευρώπη». Εισαγωγικό σχόλιο.
Ο ΟρντοΛιμπεραλισμός ως οικονομική Θεολογία της Τάξης και επικοινωνιακός λόγος.
Το τέλος τής χριστιανοδημοκρατίας. Τι σημαίνει για την Ευρώπη η πτώση τού κινήματος.
I) Σύντομη αναφορά στις κυρίαρχες ιδεολογίες και II) την άνοδο του «εθνικισμού» στην «Ευρώπη».
Η μεταβαλλόμενη οντολογία της ενοποιητικής διαδικασίας: ιδεαλισμός, ρεαλισμός ή ουτοπία: I) Αυταρχισμός και το μετα-νεωτερικό ευρωπαϊκό μοντέλο διακυβέρνησης και II) Η επανεμφάνιση του γερμανικού ζητήματος και το διογκούμενο δημοκρατικό έλλειμμα.
I) Emmanuel Todd on Europe - Can the European Union Hold? και II) αναφορές στο έργο του.
Εἶπα καί ἐλάλησα, ἁμαρτίαν οὐκ ἒχω. Ηγεμονισμός και κυριαρχία. Μια αναφορά.
Ένα μοιραίο -ιστορικό- σφάλμα;
Με αφορμή μια επισήμανση του Joschka Fischer. Κυριαρχία, ηγεμονία, εθνικό κράτος και «Ευρώπη».
Υπερεθνικότητα (supranationalism), διακυβερνητισμός (intergovernmentalism), κυριαρχία (sovereignty) και αυτοδιάθεση (self-determination). Εισαγωγή.
Το «δημοκρατικό έλλειμμα» της Ε.Ε και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή: μια αμφισβητούμενη εξουσία.
Περί «Ευρωσκεπτικισμού» - μέρος α´. Η περίπτωση του «Ευρωρεφορμισμού».
«Γκωλισμός» (Gaullism) Και «Ευρωπαϊσμός». Σύντομο Σχόλιο.
Υπερεθνικές πολιτικές οντότητες και εθνικά οργανωμένος κόσμος. Σύντομη αναφορά.
«Νεομεσαιωνισμός», Ευρωπαϊκή Ένωση, κυριαρχία και περιφερειακή ολοκλήρωση κρατών.
I) Τα πάντα εν σοφία εποίησα (άνωθεν και έξωθεν) και II) Θεμέλια συνοχής.
Περί «λαϊκισμού». Σύντομη αναφορά.
Φεντεραλισμός και εθνότητες. Σύντομη εισαγωγική αναφορά.
Χριστιανοδημοκρατία, ορντολιμπεραλισμός και «Ευρώπη». Εισαγωγικό σχόλιο.
Ο ΟρντοΛιμπεραλισμός ως οικονομική Θεολογία της Τάξης και επικοινωνιακός λόγος.
Το τέλος τής χριστιανοδημοκρατίας. Τι σημαίνει για την Ευρώπη η πτώση τού κινήματος.
I) Σύντομη αναφορά στις κυρίαρχες ιδεολογίες και II) την άνοδο του «εθνικισμού» στην «Ευρώπη».
Η μεταβαλλόμενη οντολογία της ενοποιητικής διαδικασίας: ιδεαλισμός, ρεαλισμός ή ουτοπία: I) Αυταρχισμός και το μετα-νεωτερικό ευρωπαϊκό μοντέλο διακυβέρνησης και II) Η επανεμφάνιση του γερμανικού ζητήματος και το διογκούμενο δημοκρατικό έλλειμμα.
I) Emmanuel Todd on Europe - Can the European Union Hold? και II) αναφορές στο έργο του.
Εἶπα καί ἐλάλησα, ἁμαρτίαν οὐκ ἒχω. Ηγεμονισμός και κυριαρχία. Μια αναφορά.
Ένα μοιραίο -ιστορικό- σφάλμα;