Η θεωρία του Luhmann, με την ανάμειξη δυτικών τεχνοκρατικών και πατροπαράδοτων, γερμανικών συντηρητικών στοιχείων, θα μπορούσε ίσως να επινοηθεί μόνο στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία. Συνδύαζε με έναν μοναδικό τρόπο τον κοινωνικό λειτουργισμό που ασπαζόταν ο Talcott Parsons με την αρνητική φιλοσοφική ανθρωπολογία του Gehlen (και ως έναν βαθμό, του Marquard και άλλων φιλοσόφων της σκεπτικιστικής γενιάς). Επιπλέον εγκατέλειψε τη γερμανική προσκόλληση στο κράτος, απομακρύνοντας το από το κέντρο της κοινωνίας και την εξ'ολοκλήρου αντιπροσώπευση της, και απορρίπτοντας κάθε αντίληψη του κράτους ως υπερβατικού. Εντούτοις, άντλησε πολλά στοιχεία από τον γερμανικό κρατισμό, εφόσον θεωρούσε ότι η πολιτική δεν ήταν τίποτε άλλο από το πολιτικό σύστημα, δηλαδή το κράτος. Απλούστατα πολιτική δράση ήταν αδύνατο, κατά τη γνώμη του, να οδηγήσει σε οποιονδήποτεσυλλογικό αυτο-μετασχηματισμό της κοινωνίας.
Η θεωρία του Luhmann, σηματοδοτούσε ίσως την ολοκλήρωση μιας μακράς πορείας μετάβασης από έναν πολιτικό στοχασμό που βασίζεται σε υποστάσεις και ουσίες προς μια κοινωνική θεωρία που βασίζεται σε απλές λειτουργίες... ολοκλήρωσε τη μακρά αναζήτηση και διερεύνηση της σταθερότητας με την υπόθεση του πως τα συστήματα που σταθεροποιούνταν, διαμόρφωναν μια ενδεχομένως τυχαία, αλλά όμως σταθερή τάξη, η οποία δεν στηριζόταν καθόλου σε κανονιστικά ορθές πρωταρχές για να νομιμοποιηθεί. Εδώ το καθημερινό επίπεδο της σταθερότητας υπό συνθήκες πολυπλοκότητας ήταν η γνήσια, απροσδόκητη εξαίρεση. Η κανονικότητα κατέληξε να είναι το αληθινό θαύμα.
Έτσι ο Luhmann μπόρεσε να υποστηρίξει ότι «πραγματικός κυρίαρχος είναι εκείνος που εμποδίζει την εκδήλωση της κατάστασης εξαίρεσης». Αντιστοίχως, το ζήτημα των προϋποθέσεων της φιλελεύθερης δημοκρατίας -που είχε ταλανίσει τη μεταπολεμική πολιτική σκέψη για δεκαετίες- κατέστη πλέον άνευ ουσίας [κατά Luhmann]. Δεν υπήρχε κανένα αναγκαίο παρελθόν και καμία αναγκαία εξωτερική πραγματικότητα [κατά Luhmann], όπως η θρησκεία και ο αστικός πατριωτισμός ή οποιαδήποτε άλλη πηγή κοινωνικής συνοχής, για τα κοινωνικά συστήματα - παρά μόνο μια επικοινωνία αυτάρκης, διαρκής και ενδεχομενική. Η αστάθεια και ο κίνδυνος που συνδέονταν με μια παραδοσιακή, αρνητική φιλοσοφική ανθρωπολογία μπορούσαν -όπως και γενικά ο άνθρωπος- να αποκλειστούν από τη θεωρία...
Ο πρωταρχικός κώδικας της πολιτικής -η κυβέρνηση και η αντιπολίτευση- προϋπέθεταν έναν κοινό πολιτικό χώρο και διαδικασίες που θα εξασφάλιζαν τη νομιμοποίηση μέσω ορθών διαδικασιών. Δεν υπήρχε εναλλακτική δυνατότητα πέρα από το κώδικα της κυβέρνησης και της αντιπολίτευσης, και η έννοια της πολιτικής απόφασης - ως μιας απόφασης για κάτι που δεν ήταν δυνατό να αποφασιστεί επί της αρχής (αλλιώς δεν θα ήταν μια απόφαση, παρά απλώς ένα ζήτημα αναγνώρισης της ορθής πορείας δράσης) παρέμεινε ένα γνήσιο παράδοξο.
Ο Luhmann παρέκαμψε τις προκλήσεις του Schmitt διατυπώνοντας μια θεωρία που, από ορισμένες απόψεις, φαινόταν να βρίσκεται επικίνδυνα κοντά στον Schmitt, ενώ από την άλλη -με την έμφαση που απέδιδε στην καθαρή λειτουργικότητα και τη νομιμοποίηση μέσω των διαδικασιών και μόνο- δεν θα μπορούσε να είναι πιο ξένη προς αυτόν. Ο Schmitt μπορεί να δεχόταν τη σημασία της εμπιστοσύνης σε ισχυρές κυβερνήσεις και διοικήσεις - όχι όμως και την έλλειψη ουσιαστικής νομιμοποίησης και κάθε έννοιας του πολιτικού ως νοήματος...
Κατά κάποιον τρόπο, ο Luhmann αντιμετώπισε τα ερωτήματα του Schmitt παρακάμπτοντας τα ως ερωτήματα. Ήταν, όμως, πιο δύσκολο να παρακάμψει το ζήτημα των αποκλεισμών στη δική του θεωρία. Τι θα γινόταν με εκείνους που δεν ήθελαν να κυβερνώνται με τον κώδικα της κυβέρνησης και της αντιπολίτευσης - εκείνους που ήθελαν να ασχοληθούν με την πολιτική χωρίς να ενταχθούν στο σύστημα; Ο Luhmann κάποτε, με αξιοθαύμαστη ειλικρίνεια, χαρακτήρισε εκείνους που βρίσκονταν εντελώς έξω από το σύστημα και ήταν αποκλεισμένοι ως τους νέους «βάρβαρους».
Έξοδος
...οι συντηρητικοί έριξαν ένα ψυχρό βλέμμα στον μεταπολεμικό εκσυγχρονισμό και διέγνωσαν το πλήρες πάγωμα της πολιτικής δράσης. Η πολιτική άνηκε τελικά στην προνεωτερική εποχή. Η τεχνοκρατία συνεπαγόταν, στην ακραία της εκδοχή, την ολοσχερή εξαφάνιση της πολιτικής βούλησης ή των πολιτικών αποφάσεων από την πολιτική. Η πολιτική βούληση θα έπρεπε να δώσει τη θέση της σε μια προθυμία να πράττει κανείς αυτό που οι ειδικοί είχαν εξακριβώσει ότι ήταν ο σωστός τρόπος δράσης.
Ένας επικίνδυνος νους
Η επίδραση του Καρλ Σμιτ στον ευρωπαϊκό μεταπολεμικό στοχασμό
Εκδ. Πόλις
Η επίδραση του Καρλ Σμιτ στον ευρωπαϊκό μεταπολεμικό στοχασμό
Εκδ. Πόλις
.~`~.