Ι
Συνασπισμοί-Συμμαχίες-Ταυτότητα
Συνασπισμοί-Συμμαχίες-Ταυτότητα
Από συνασπισμό σε συνασπισμό και από συμμαχία σε συμμαχία, σε κάθε συνασπισμό και σε κάθε συμμαχία κυμαίνεται και αλλάζει συνεχώς ο βαθμός συνοχής, η προθυμία της μιας πλευράς να δεσμευθεί για τα συμφέροντα του συμμάχου όταν αυτά αρχίζουν να διαχωρίζονται από τα δικά της συμφέροντα. Κυμαίνεται και αλλάζει επίσης για κάθε εταίρο η σημασία των ίδιων των αντικειμενικών συμφερόντων, στην προώθηση των οποίων απέβλεπε η σύναψη του συνασπισμού. Οι συνασπισμοί δεν μπορούν επίσης να ορισθούν βάσει σταθερών ιεραρχήσεων των αντικειμενικών κινήτρων που τους γέννησαν. Παράγοντες εξουσίας υπό την ευρύτατη έννοια παίζουν αναμφίβολα σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση κινήτρων, αλλά αυτό δεν έχει πάντοτε μεγάλη σημασία στη συγκεκριμένη περίπτωση, διότι το ερώτημα είναι τι θεωρεί ο δρών εξουσία, με άλλα λόγια πως ορίζει την ταυτότητα του και ποιές αξιώσεις παράγει από αυτόν τον ορισμό... Έτσι παραμένει σε κάθε συγεκριμένη περίπτωση ανοιχτό πως εκτιμά ο δρών τους κινδύνους και τις απειλές ή και τα πλεονεκτήματα για τον εαυτό του, εξαιτίας των οποίων θα συνασπιζόταν. Πρέπει επίσης να μη μετράει τη δύναμη των άλλων σύμφωνα με απόλυτα και αμετάβλητα κριτήρια, αλλά ανάλογα με την υποτιθέμενη τάση και ικανότητα τους να κάνουν χρήση της αντικειμενικά διαθέσιμης δύναμης τους. Με δυό λόγια, τον αποφασιστικό ρόλο σε κάθε σχηματισμό ενός συνασπισμού παίζει η υποκειμενική αντίληψη του άλλου εκ μέρους του εγώ και ο υποκειμενικός ορισμός της κατάστασης και όχι -ή τουλάχιστον όχι πάντοτε κατ'ανάγκη- λόγου χάρη ένας ακριβώς τεκμηριωμένος υπολογισμός του αντικειμενικού συσχετισμού των δυνάμεων, που θα έπρεπε να είναι κοινός για όλους τους «ορθολογικά δρώντες», όπως προϋποθέτουν μερικές άκαμπτες εκδοχές της θεωρίας των παιγνίων.
ΙΙ
Φιλία-Ανεξαρτησία-Αποσύνδεση
Φιλία-Ανεξαρτησία-Αποσύνδεση
Ο εύθραυστος χαρακτήρας της φιλίας δεν οφείλεται απλώς στην πίεση που ασκεί σε αυτήν το άλλο μισό του φάσματος της κοινωνικής σχέσης, αλλά έγκεται στις ίδιες τις δομικές προϋποθέσεις της σε σχέση με το ζήτημα της ταυτότητας. Δύο πτυχές παίζουν εδώ αποφασιστικό ρόλο. Αφενός ενυπάρχει εχθρότητα στη φίλια υπό την έννοια ότι η φιλία συεπάγεται αντικειμενικά την (μερική, και μάλιστα πρόθυμα αποδεκτή) απώλεια ανεξαρτησίας, δηλαδή υποχρεώσεις και την ανάγκη να λαμβάνει κανείς υπόψη τον άλλον, ενώ η αντικειμενική απώλεια πρέπει τουλάχιστον ως έναν βαθμό να αναπληρώνεται με υποκειμενικά πλεονεκτήματα ή αισθήματα. Αν η αναπλήρωση της απώλειας της ανεξαρτησίας θεωρηθεί ανεπαρκής, στη σύνδεση παρεισφρέει το στοιχείο της αποσύνδεσης, που εύκολα ξεπερνά το κατώφλι της εχθρότητας. Για την ακρίβεια το στοιχείο της αποσύνδεσης είναι παρόν με τη μορφή της άγρυπνης παρακολούθησης και από τις δύο μεριές αν αυτή η αναπλήρωση είναι σε γενικές γραμμές ικανοποιητική: Σε κάθε αγάπη ελέγχεται συνεχώς η αμοιβαία πίστη, σε κάθε εταιρική σχέση η τήρηση των συμφωνημένων όρων. Η αφαίρεση της φιλίας από τη μεριά του ενός φίλου πρέπει δυνητικά να ισοδυναμεί με μια διακήρυξη εχθρότητας, και η εχθρότητα ενεργοποιειταί όταν ο άλλος δεν μπορεί να αντισταθμίσει αυτή την αφαίρεση με νέες φιλίες, αν δηλαδή η εξάρτηση του, αυτή τη φορά αρνητικά, εξακολουθεί να υφίσταται. Αυτές οι συνέπειες απο την αφαίρεση της φιλίας μας οδηγούν στη δεύτερη πτυχή των δομικών προϋποθέσεων για τη λανθάνουσα κατάσταση της εχθρότητας μέσα στη φιλία. Εδώ βέβαια δεν πρόκειται πιά για μιά φιλία που ήδη είχε συναφθεί και στη συνέχεια τερματίσθηκε, αλλά για μια πρόταση φιλίας που έγινε και απορρίφθηκε. Η άρνηση μιας φιλίας απέναντι σε κάποιον που αποδίδει ειδική αξία σε αυτή τη σύναψη φιλίας πρέπει να ερμηνεύεται ως σημάδι εχθρότητας ή πάντως να προκαλεί εχθρότητα, η οποία ενεργοποιείται όταν η απορριπτόμενη πλευρά θεωρεί τη σύναψη της φιλίας ζωτική. Η άρνηση και η αφαίρεση της φιλίας είναι πλήγματα κατά της ταυτότητας, δηλαδή η απλώς κατά φαντασίαν δυνατότητα λειτουργεί σαν (λανθάνουσα) εχθρότητα μέσα στη φιλία. Δεν είναι τυχαίο ότι χρησιμοποιείται ακόμη και μετά από χιλιετίες η ρήση ότι οι άνθρωποι αγαπιούνται σαν να πρόκειται να αλληλομισηθούν μελλοντικά ή συμπεριφέρονται απέναντι στους φίλους τους σαν να είναι αναγκασμένοι μια μέρα να γίνουν εχθροί... Η φιλία δημιουργείται και στην περίπτωση που στηρίζεται στην ανεξαρτησία (μεταξύ) των φίλων, αλλά γι'αυτόν ακριβώς τον λόγο φέρει μέσα της το στοιχείο της απομόνωσης του ενός από τον άλλον και τη δυνατότητα αποσύνδεσης, αφού, όπως είναι γνωστό, οι ανεξάρτητοι ανέχονται πολύ λιγότερα από τους εξαρτημένους.
ΙΙΙ
Κοινό καλό-Μερικοκρατία-Δεσμευτικότητα
Κοινό καλό-Μερικοκρατία-Δεσμευτικότητα
Οι εκπρόσωποι (αυτής ή εκείνης) της πολιτικής βλέπουν το κοινό καλό από την υποκειμενική τους σκοπιά και το ερμηνεύουν σύμφωνα με τις δικές τους αξιώσεις εξουσίας και τους δικούς τους σκοπούς κυριαρχίας'και εκπρόσωπος (αυτής ή εκείνης) της πολιτικής μπορεί κατά βάση να γίνει ο καθένας σε κάθε πολιτικό σύστημα (ακόμη και αν δεν είναι επιτρεπτό στον καθένα σε κάθε πολιτικό καθεστώς), οπότε το πολιτικό πεδίο εντάσεων έχει από αυτή την άποψη την ίδια έκταση με την κοινωνία. Ακόμη και αν η έννοια του κοινού καλού δεν μπαίνει στο παιγνίδι από την (κατά βάση ανίκανη να εκφράζεται και να δρα) κοινωνία στο σύνολο της, αλλά από συγκεκριμένα υποκείμενα, η ερμηνεία αυτής της έννοιας δεν μπορεί παρά να είναι ακόμη πιό μερικοκρατική, αδιάφορο αν τη συμμερίζονται τα πιό πολλά, πολλά ή λίγα μέρη της κοινωνίας. Η μερικοκρατία και κατ'επέκταση οι πολλές και διάφορες πιθανές ερμηνείες κάνουν τον αγώνα για τη δεσμευτικότητα μιάς από αυτές αναπόφευκτο. Δηλαδή το κοινό καλό μπορεί να επιδιωχθεί και να πραγματοποιηθεί πάντοτε μόνο με μια δεσμευτική ερμηνεία, όπως και αν επιτυγχάνεται η δεσμευτικότητα της ερμηνείας και όσο και αν διαρκεί. Το πολιτικό «μερικό σύστημα» χαρακτηρίζεται ακριβώς από το γεγονός ότι πρέπει να εγείρεται σε αυτό η αξίωση για μιά δεσμευτική ερμηνεία του κοινού καλού'τα υπόλοιπα «μερικά συστήματα» δεν εγείρουν από μόνα τους αυτή την αξίωση, και στον βαθμό που την εγείρουν (π.χ. στο βαθμό που μιά οικονομική οργάνωση εμφανίζεται ωςημορφή οργάνωσης ολόκληρης της κοινωνίας) μπαίνουν, με τη μορφή αυτής ή εκείνης της πολιτικής, αυτομάτως στο πεδίο εντάσεων του πολιτικού, δηλαδή θίγουν το συστατικό ζήτημα της κοινωνικής συνοχής και της κοινωνικης τάξης.
Η άλλη όψη της μερικοκρατικής ερμηνείας του κοινού καλού είναι ο υποχρεωτικός χαρακτήρας της επίκλησης του. Αυτή η επίκληση δεν μπορεί ασφαλώς παρά να είναι μια ιδεολογική συγκάλυψη και μάσκα, αλλά δεν εξαντλείται στην ιδεολογική λειτουργία. Εμπεριέχει μια αντικειμενική υποχρέωση... Καμμιά πολιτική, δηλαδή καμμιά μερικοκρατική και ταυτόχρονα -τουλάχιστον σύμφωνα με την αξίωση της- δεσμευτική ερμηνεία του κοινού καλού δεν μπορεί να σταθεί αν δεν εξασφαλίζει ως έναν βαθμό τη συνοχή και την τάξη της κοινωνίας - κάτι που δεν σημαίνει κατ'ανάγκη τη σημερινή μορφή της συνοχής και της τάξης. Η αναπόφευκτη σύνδεση της μερικοκρατικής πολιτικής με τις ειδικές πτυχές του πολιτικού (δηλαδή με τα στοιχεία της συνοχής και της τάξης) εξασφαλίζει ταυτόχρονα στην πολιτική ένα πλεονέκτημα, δηλαδή η πολιτική έχει κατ'αρχήν το γεγονός της κοινωνίας με το μέρος της, το οποίο με την απατηλή εντύπωση της διάρκειας και της σταθερότητας φαίνεται πως στηρίζει το παρόν πολίτευμα. Αυτή η αμφισημία και αυτή η ένταση ανάμεσα στη μερικοκρατία της πολιτικής, που θέλει να είναι δεσμευτική, και τη μερικεύσιμη γενικότητα ή καθολικότητα του πολιτικού χαρακτήριζε όλες τις μέχρι σήμερα κοινωνίες, από την αρχέγονη ορδή μέχρι τη σύγχρονη μαζική δημοκρατία.
Το πολιτικό και ο άνθρωπος
Βασικά στοιχεία της κοινωνικής οντολογίας
Εκδ. Θεμέλιο
Βασικά στοιχεία της κοινωνικής οντολογίας
Εκδ. Θεμέλιο
.~`~.