.
.~`~.
Ι
Το Χαλιφάτο ως πολιτικό αποτέλεσμα... ενενήντα χρόνια μετά την κατάργησή του
(1924 – 2014)
Ι
Το Χαλιφάτο ως πολιτικό αποτέλεσμα... ενενήντα χρόνια μετά την κατάργησή του
(1924 – 2014)
Το 1925, ένα χρόνο μετά την κατάργηση του Χαλιφάτου στον απόηχο της κοσμικής κεμαλικής επανάστασης, ο Ουλεμάς του ισλαμικού πανεπιστημίου Άζχαρ, Αλή Άμπντ αρ – Ράζεκ, διατύπωσε στο περίφημο έργο του Το Ισλάμ και οι βάσεις της εξουσίας (al Islam wa Usul al Hokm) την τολμηρή για την εποχή της άποψη, ότι το Χαλιφάτο δεν χρειαζόταν να ανασυσταθεί, διότι δεν είχε καμία σχέση με την θρησκευτική αποστολή του Μωάμεθ και πως αποτελούσε καθαρά μία επινόηση των ανθρώπων που τον διαδέχτηκαν. Και πράγματι, ακόμη και αν το Κοράνιο κυκλοφόρησε ως ένα ενιαίο κείμενο περίπου 20 χρόνια μετά τον θάνατο του Μωάμεθ το 632 μ.Χ., γεγονός που θα επέτρεπε μείζονες ιδεολογικές παρεμβάσεις από την εξουσία της Μεδίνας στις αποκαλύψεις που έγιναν στον Άραβα Προφήτη, εντούτοις δεν προκύπτει πουθενά μέσα από τις κορανικές αναφορές ούτε η ανάγκη ύπαρξης ενός θεσμού αρμόδιου για όλα τα ζητήματα που αφορούσαν την «Κοινότητα των Πιστών», εφάμιλλου ενός κράτους, αλλά ούτε και ο τρόπος λειτουργίας, οργάνωσης και διαδοχής στην ηγεσία του.
Το σημερινό «Ισλαμικό Κράτος» αυτοανακηρύχθηκε «Χαλιφάτο» χωρίς την έγκριση κάποιου παναραβικού ή πανισλαμικού διεθνούς φορέα, όπως ο Αραβικός Σύνδεσμος ή ο Οργανισμός Ισλαμικής Συνδιάσκεψης κι εν μέσω κατακεραύνωσης από το θεσμικό θεολογικό κατεστημένο σημαντικών μουσουλμανικών χωρών, όπως η Αίγυπτος και η Σαουδική Αραβία. Όμως σε ποιόν ανήκε δικαιωματικά και ιστορικά το Χαλιφάτο ούτως ή άλλως;
Οι οπαδοί του τέταρτου Χαλίφη, Άλη μπν Άμπι Τάλεμπ (656 – 661 μ.Χ.), που θα χαρακτηρίζονταν αργότερα απ’ τους υπόλοιπους μουσουλμάνους ως σιίτες, θεωρούσαν, ότι το Χαλιφάτο αποτελούσε αντικείμενο σφετερισμού όσο παρέμενε στον οίκο των Ομαγιάδων. Η πολιτική αδυναμία οικειοποίησης του Χαλιφάτου τους οδήγησε να δημιουργήσουν ως αντίβαρο στο θεσμό την παράδοση των «κρυμμένων Ιμάμηδων», υπό την καθοδήγηση των οποίων βρισκόταν ένας καλά οργανωμένος κλήρος, έτοιμος να κυβερνήσει αν χρειαστεί. Έτσι λοιπόν, ο πόθος του Χαλιφάτου εγκαταλείφθηκε στη σιιτική σκέψη έναντι του Ιμαμάτου, πολιτική ενσάρκωση του οποίου θεωρήθηκε η μεγάλη Ιρανική Επανάσταση του ’79, ενώ το Χαλιφάτο αποτέλεσε προοδευτικά το μονοπωλιακό πολιτικό-ιδεολογικό διακύβευμα του σουννιτικού Ισλάμ.
Έκτοτε, οι διαδρομές του Χαλιφάτου θα καθορίζονταν από το βαθμό πολιτικό-θρησκευτικού κατακερματισμού της Ούμμα («Κοινότητας των Πιστών»): όπως η επανάσταση των Αββασιδών είχε ως αποτέλεσμα τη μεταφορά του Χαλιφάτου από την Δαμασκό στη Βαγδάτη (750 μ.Χ.), έτσι και οι εκδιωγμένοι στην Ισπανία Ομαγιάδες συνέχιζαν να θεωρούν, ότι είναι οι μόνοι νόμιμοι Χαλίφες, ενώ την ίδια αξίωση πρόβαλλαν και οι Φατιμίδες από το Κάιρο, οι οποίοι είχαν ισχυροποιηθεί κατά τον 10ο μ.Χ. αιώνα. Η ανάδυση πολλών, ανταγωνιστικών μεταξύ τους Χαλιφάτων ή και Ιμαμάτων οφειλόταν στο γεγονός, ότι το πολιτικό κέντρο βάρους της Ούμμα επιμεριζόταν διαρκώς με αντάλλαγμα την εσωτερική ειρήνη και την απαλλαγή των ισλαμικών μητροπόλεων από τις όποιες αντιπολιτευτικές κινήσεις, που χαρακτηρίζονταν ως «αιρέσεις». Τουλάχιστον μέχρι και την διαμόρφωση των σύγχρονων αποικιακών μορφωμάτων με τα σταθερότερά τους σύνορα, από τα οποία γεννήθηκαν τα αραβικά έθνη – κράτη, η δημιουργία φεουδαλικών κρατών και δυναστειών υπό τη μορφή εμιράτων ή ακόμα και «Χαλιφάτων» στο περιθώριο της εξουσίας των μεγάλων μουσουλμανικών κέντρων ήταν ένα σύνηθες φαινόμενο. Στην εξέλιξη αυτή συνέβαλαν σημαντικά και οι οργανωτικές δομές των σουφικών αδελφοτήτων της υπαίθρου, τα κινήματα θρησκευτικής μεταρρύθμισης και η έκθεση των πληθυσμών σε έξωθεν πιέσεις. Έτσι εμφανίστηκε το Χαλιφάτο του Σοκότο στη Νιγηρία στις αρχές του 19ου αιώνα και το Χαλιφάτο του Μαχντί στο σημερινό Σουδάν στα τέλη του, την ώρα που το «επίσημο» Χαλιφάτο είχε ως έδρα του την Κωνσταντινούπολη και η οθωμανική διπλωματία αγωνιζόταν να συσπειρώσει τους απανταχού μουσουλμάνους ενάντια στις ευρωπαϊκές δυνάμεις υπό τη σκέπη του Χαλίφη – Σουλτάνου.
Δεκαετίες μετά, η δημιουργία του περιβόητου «Ισλαμικού Κράτους» σε ένα μέρος της επικράτειας της Συρίας και του Ιράκ εγγράφεται στην ίδια παράδοση «κρατο-γενέσεων». Δεδομένης της εμμονής, αλλά και της αποτυχίας των μπααθικών καθεστώτων να αποτελέσουν τους μόνους διαχειριστές της νεωτερικότητας από την αποαποικιοποίηση μέχρι σήμερα (η ισχυρότερη απόδειξη περί τούτου είναι η πρωτοφανής αδυναμία των κοινωνικών δομών τους να ανακόψουν την διολίσθηση προς την εμφύλια διαθρησκευτική και διακοινοτική σύγκρουση) κατέστη δυνατή η αναβάθμιση προ-νεωτερικών σχημάτων, (ανάδειξη δημογεροντειών, διορισμός εμίρηδων ως κυβερνητών πόλεων και επαρχιών, σύναψη συμμαχιών με φυλετικούς πληθυσμούς, κ.α.) και η οικειοποίηση και πολιτική αξιοποίησή τους από τις τζιχαντιστικές οργανώσεις, οι οποίες φιλοδοξούν να τα συγκεράσουν με τα σύγχρονα στοιχεία κρατικής οργάνωσης (π.χ. υπηρεσίες πρόνοιας, φορολογία, δημόσια διοίκηση), που κληρονόμησαν από την καταρρέουσα κεντρική εξουσία. Οι εκκλήσεις σε Τζιχάντ ενάντια στους «ειδωλολάτρες» χριστιανούς, σιίτες ή ακόμα και σουννίτες αποτελούν τις γνωστές παραδοσιακές πολιτικές κινητοποίησης του ανθρώπινου δυναμικού αυτών των εμιράτων, αν και πάντα ελλοχεύει ο κίνδυνος το Τζιχάντ να στραφεί ενάντια σε αυτούς που αρχικά το πυροδότησαν, όπως συνέβη με την εξέγερση του φανατικού κινήματος των Ουαχαμπιτών Ikhwan του 1927-29, που προκάλεσε πολλά προβλήματα στη σαουδαραβική μοναρχία εν τη γενέσει της.
Η οικειοποίηση του επίσης προ-νεωτερικού θεσμού του Χαλιφάτου, παρά την ιδεολογικά φορτισμένη σημασία του στη συνείδηση των σουννιτών μουσουλμάνων, δεν πρέπει να θεωρείται σημαντικότερη από την δημιουργία ενός «Ισλαμικού Κράτους» αυτή καθαυτή. Πού λοιπόν έγκειται η σημασία του γεγονότος της επανίδρυσης; Η αποτίμηση του πολιτικού αποτελέσματος δεν είναι δυνατή, παρά μόνο στο σημείο που διασταυρώνονται οι κατευθύνσεις του σύγχρονου ισλαμιστικού κινήματος με τη σύγκρουση στο όνομα της περιφερειακής ηγεμονίας. Ως απάντηση στην αμφισβήτηση του – για 13 αιώνες αρραγούς – πολιτικό-θρησκευτικού χαρακτήρα του Χαλιφάτου, οι πολέμιοι του βιβλίου του Ράζεκ υιοθέτησαν την εξίσου ριζοσπαστική θέση, ότι το Χαλιφάτο έπρεπε να ανασυσταθεί, διότι το Ισλάμ δεν ήταν μία θρησκεία σαν όλες τις άλλες και ότι ανέκαθεν διέθετε πολιτική διάσταση. Εντός εκείνων των ζυμώσεων μπορεί να αναζητηθεί και η πνευματική αφετηρία της ισλαμιστικής σκέψης. Παρά τις αξιώσεις που πρόβαλλαν διάφοροι σουννίτες βασιλείς για μια αναβίωση του θεσμού υπό την εξουσία τους, οι οποίες κι εγκαταλείφθηκαν κατόπιν διακριτικών πιέσεων των Βρετανών συμμάχων τους, το Χαλιφάτο τελικά λησμονήθηκε στον δημόσιο λόγο των κοινωνιών αυτών, ιδίως μετά την εκσυγχρονιστική επέλαση του παναραβισμού στις μπααθικές και τις νασερικές εκδοχές του.
Το Χαλιφάτο επιβίωσε ως το επιστέγασμα ενός αόριστου αιτήματος για αραβική και ισλαμική ενότητα στο πρόγραμμα της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, ωστόσο ενσωματώθηκε στο σύγχρονο ισλαμιστικό αίτημα περί δημιουργίας ενός «Ισλαμικού Κράτους». Αποθεολογικοποιώντας και ιδεολογικοποιώντας το Ισλάμ, οι Ισλαμιστές το ανήγαγαν σε ένα «πλήρες σύστημα», απ’ όπου θα μπορούσαν να αντληθούν οι λύσεις για όλα τα προβλήματα του καιρού τους. Μια πτυχή της αναγωγής αυτής ήταν και το περίφημο «Ισλαμικό Κράτος», το οποίο υποτίθεται πως εμπνεόταν από την χρυσή περίοδο των τεσσάρων πρώτων, Ορθώς Καθοδηγούμενων Χαλιφών, όπως αναγνωρίζονται στη μουσουλμανική παράδοση, ανεξάρτητα αν δεν υπήρξε ποτέ ένα ιδιαίτερο κρατικό μοντέλο, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «ισλαμικό».
Τα νέα δεδομένα, που θα αντιμετώπιζαν οι Ισλαμιστές από την δεκαετία ’70 έως τις μέρες μας, είχαν τον αντίκτυπό τους στους όρους με τους οποίους θα λάμβανε χώρα η ουτοπική αυτή επανίδρυση. Για τους Αδελφούς Μουσουλμάνους, το «Ισλαμικό Κράτος» θα επανιδρυόταν μέσω της συμμετοχής του λαού και των κυβερνώντων σε ένα πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων «ισλαμικού» χαρακτήρα. Αντίθετα, οι Τζιχαντιστές προσπάθησαν να δώσουν στον Ισλαμισμό την επαναστατική προοπτική που στερούνταν, μέσω μιας λογικής ρήξης με τον περιβάλλοντα «αντι-ισλαμικό» χώρο, η οποία περιελάμβανε από τις πράξεις εξατομικευμένης βίας (δολοφονία Ανουάρ Σαντάτ), μέχρι την δημιουργία εξαγνισμένων κοινοτήτων σε προάστια και βουνά (σύγχρονες «Εγίρες») και την εμπλοκή σε εμφύλιους πολέμους μουσουλμανικών χωρών (Αλγερία, Βοσνία, Τσετσενία, Υεμένη και πιο πρόσφατα Συρία και Ιράκ).
Η πρόσφατη επανίδρυση του Χαλιφάτου από το «Ισλαμικό Κράτος» αποτελεί λοιπόν μία ακόμη όψη της ρήξης αυτής. Γνήσιο τέκνο των φυγόκεντρων δυνάμεων που απελευθέρωσε η αποτυχημένη «μεταφορά» της «Αραβικής Άνοιξης» στις πολυθρησκευτικές και πολυεθνικές κοινωνίες της Συρίας και του Ιράκ, το Χαλιφάτο φαίνεται να έχει καταφέρει στην παρούσα φάση τα εξής: συνεχίζοντας μία παράδοση που δημιουργήθηκε με τον πόλεμο κατά του καθεστώτος Άσαντ, μετατράπηκε σε προορισμό ενός είδους «τζιχαντιστικού τουρισμού», ιδίως για τους νεαρούς μουσουλμάνους της Δύσης, ικανοποιώντας τον φαντασίωση περί μίας νέας Εγίρας σε μία ασφαλή, «ισλαμική γη». Βέβαια, το Χαλιφάτο εφόσον επιβιώσει, θα κληθεί να διαχειριστεί το δύσκολο ζήτημα της αρμονικής συνύπαρξης αυτών των ξένων ζηλωτών (Αράβων και μη) με τις φυλές και τις θεοσεβούμενες σουννιτικές οικογένειες των πόλεων.
Παράλληλα, μετά την ταπεινωτική ήττα των Αδελφών Μουσουλμάνων στην Αίγυπτο ένα χρόνο πριν, το τζιχαντιστικό κίνημα μπορεί να παρουσιάσει στις νέες γενιές Ισλαμιστών τον δικό του δρόμο ως τον μόνο επιτυχημένο για την επανίδρυση του «Ισλαμικού Κράτους», θέτοντας τις βάσεις για μια περαιτέρω ριζοσπαστικοποίηση του παγκόσμιου ισλαμιστικού ακροατηρίου, εκτός κι αν η Δύση μαζί με τους μουσουλμάνους συμμάχους της ενεργοποιήσει εκ νέου τα δίκτυα του μετριοπαθούς Ισλαμισμού για να ανασχεθεί η πορεία αυτή σε ιδεολογικό επίπεδο. Επιπλέον, οι πιέσεις των Τζιχαντιστών σε συνδυασμό με τη συμβολική δύναμη, που απορρέει απ’ την οικειοποίηση του Χαλιφάτου, συνηγορούν υπέρ της ανάδυσης ενός τρίτου πόλου εντός του σουννιτικού Ισλάμ μεταξύ του άξονα Αδελφών Μουσουλμάνων – Τουρκίας – Κατάρ και του σαουδαραβικού – σαλαφιστικού πόλου.
Αν και οι προβλέψεις είναι πάντα παρακινδυνευμένες, ειδικά σε ένα τόσο ρευστό γεωπολιτικό πλαίσιο, εντούτοις δεν αποκλείεται να βλέπαμε ακόμη και μία ήπιας μορφής συνεργασία μεταξύ Ιράν και Σαουδικής Αραβίας, εφόσον το Χαλιφάτο παρουσιάσει τάσεις περαιτέρω εξαγωγής της «επανάστασής» του. Ακριβώς όπως συνεργάστηκαν κατά την δεκαετία ’80 οι Σαλαφιστές με τους Τζιχαντιστές ενάντια στην εξαγωγή της Ιρανικής Επανάστασης. Ίσως εν τέλει, οι ακρότητες του «Ισλαμικού Κράτους» με τον αντίκτυπό τους στη μουσουλμανική κοινή γνώμη να είναι το απαραίτητο τίμημα που πρέπει να καταβληθεί για να καταστεί δυνατή μια ουσιαστικότερη προσέγγιση σουννιτών – σιιτών. Μία νίκη επί του Χαλιφάτου θα είναι ενδεχομένως και μία νίκη για τη προσέγγιση αυτή.
Πάνος Κουργιώτης
---------------------------------------------------------------
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική
- Το πολιτισμικό υπόδειγμα και ο ανασχηματισμός της παγκόσμιας τάξης - μέρος γ´. Η Ισλαμική Αναβίωση.
---------------------------------------------------------------
.~`~.
ΙΙ
Ρωσία-Τουρκία:
ευρασιατικός άξονας ή συνεργασία με ημερομηνία λήξης;
ΙΙ
Ρωσία-Τουρκία:
ευρασιατικός άξονας ή συνεργασία με ημερομηνία λήξης;
Στην νέα ψυχροπολεμική αντιπαράθεση της Δύσης με τη Ρωσία, εξ αφορμής την ουκρανική κρίση, η Άγκυρα φαίνεται ότι έχει αποφασίσει να ακολουθήσει τη δική της πορεία. Αν και οι σχέσεις της Τουρκίας με την Ουκρανία ήταν στενότατες σε όλα τα επίπεδα, και σαφώς σε κεκαλυμμένη αντι-ρωσική κατεύθυνση, εντούτοις, οι αντιδράσεις της στη πολιτική του Πούτιν απέναντι στο Κίεβο, είναι τουλάχιστον υποτονικές. Η διαπίστωση αυτή αποκτά μεγαλύτερη σημασία όσον αφορά στην προσάρτηση της Κριμαίαςαπό τη Ρωσική Ομοσπονδία. Ως γνωστόν, στη, στρατηγικής σημασίας, χερσόνησο η Τουρκία στήριξε πολιτικά και οικονομικά την μειονότητα των Τατάρων (300 χιλ., 12 % του πληθυσμού), που επανήλθε μετά από τον σταλινικό εκτοπισμό του 1944. Να έχουμε υπ’ όψιν μας ότι στη Τουρκία οι καταγόμενοι από τους Τατάρους της Κριμαίας, σύμφωνα με τουρκικές εκτιμήσεις, ανέρχονται στα 5 εκατομμύρια! Ωστόσο, η Άγκυρα κράτησε χαμηλούς τόνους για το ζήτημα όλο το προηγούμενο διάστημα. Ακόμη και όταν απαγορεύτηκε, τον περασμένο Μάιο, η είσοδος στην Κριμαία του ηγέτη των Τατάρων Μουσταφά Ντζεμίλεφ, οι διαμαρτυρίες της Άγκυρας ήταν απρόσμενα χλιαρές. Κι όχι μόνον αυτό αλλά οι «Turkish Airlines» επανέλαβαν τον Ιούνιο τις πτήσεις προς την Συμφερούπολη ενώ, παράλληλα, προωθούνται μεγάλα τουρκικά επιχειρηματικά σχέδια στην Κριμαία, που αγνοούν επιδεικτικά την Ουάσιγκτον και το δυτικό «αντι-ρωσικό» στρατόπεδο.
Έκρηξη οικονομικών συναλλαγών
Ο πανίσχυρος, Πρόεδρος πλέον, Ταγίπ Ερντογάν είναι φανερό ότι κινείται με δική του ατζέντα, στο πλαίσιο πάντα του στόχου της ανάδειξης, μέχρι το 2023, της Τουρκίας σε κραταιά περιφερειακή υπερδύναμη. Γνωρίζει ότι για να τα καταφέρει χρειάζεται τη συνέχιση της αλματώδους οικονομικής ανάπτυξης της χώρας του. Εν ανάγκη, παραμερίζοντας, προσωρινά, κάποιες γεωπολιτικές φιλοδοξίες του νεοθωμανικού οράματός του. Και οι οικονομικές σχέσεις της Άγκυρας με τη Μόσχα είναι πραγματικά πολύ επικερδείς, καθώς οι ρωσο-τουρκικές εμπορικές συναλλαγές πλησιάζουν τα 40 δις δολάρια και ετησίως επισκέπτονται την Τουρκία 4 εκατομμύρια Ρώσοι, που αφήνουν τουλάχιστον 4 δις δολ. Ταυτόχρονα, οι ρωσικές επενδύσεις στη Τουρκία για το 2013 άγγιξαν τα 850 εκ. δολ., ενώ τουρκικές κατασκευαστικές εταιρείες συμμετείχαν στα φαραωνικά έργα για την Χειμερινή Ολυμπιάδα του Σότσι.
Έπειτα από το ρωσικό εμπάργκο στα δυτικά αγροτικά προϊόντα, εμφανίζονται ακόμη πιο ευοίωνες προοπτικές για τη τουρκική οικονομία. Το 2013, η Τουρκία εξήγαγε φρέσκα φρούτα και λαχανικά στη Ρωσία αξίας 876 εκ. δολ. Εφέτος αναμενόταν, πριν το εμπάργκο, να ξεπεράσει κατά πολύ το 1 δις, ενώ προβλεπόταν μεγάλη άνοδος στις εξαγωγές στα ψάρια και στα πουλερικά. Η Άγκυρα, τώρα, προσβλέπει να καλύψει σε ικανό ποσοστό το κενό που θα δημιουργήσει στην ρωσική αγορά η έλλειψη τροφίμων και γεωργικών προϊόντων από τις χώρες της Ε.Ε. (μεταξύ αυτών και των ελληνικών) αξίας 15,8 δις δολ. για το 2013.
Τη μερίδα του λέοντος, όμως, στις οικονομικές συναλλαγές Ρωσίας-Τουρκίας την καταλαμβάνουν, δίχως άλλο, οι εισαγωγές στη δεύτερη φυσικού αερίου. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Διεθνούς Πρακτορείου Ενέργειας, το 2013 η Τουρκία αγόρασε από τη Ρωσία περίπου το 60% του συνολικού εισαγόμενου φυσικού αερίου. Έτσι, η ενεργειακή εξάρτηση από τη Μόσχα καθιστά, σχεδόν, απαγορευτική για την Τουρκία οποιαδήποτε σκέψη για ευθεία αντιπαράθεση με τη Ρωσία. Η Gazprom, μάλιστα, δια του αντιπροέδρου της Αλέξανδρου Μεντβιέντεφ, έχει προτείνει στους Τούρκους την αύξηση της ροής φυσικού αερίου της ρωσικής εταιρείας, που σήμερα φθάνει τα 26,61 δις κ.μ., και υπολείπεται σε όγκο μόνον της Γερμανίας (40,18 δις κ.μ.).
Πέρα από τους προφανείς οικονομικούς λόγους, και για τη ρωσική πλευρά η συνεργασία με τη Τουρκία είναι κεφαλαιώδους σημασίας. Η Τουρκία συνιστά αναπόσπαστο γεωπολιτικό-γεωπολιτισμικό τμήμα αυτού που οι Ρώσοι ορίζουν ως Ευρασία. Ο ευρασιανισμός, ιδεολογία που προτάθηκε από τους εμιγκρέδες «Λευκούς» την επαύριο της ήττας τους από τους μπολσεβίκους, αναγεννήθηκε μετά τη πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, μέσα από το έργο διανοουμένων όπως ο Λεβ Γκουμιλιώφ, και έχει καταστεί σήμερα το ημιεπίσημο δόγμα της πολιτικής Πούτιν. Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, η Ρωσία ελέγχει τον ευρασιατικό χώρο, απέναντι στη Δύση, ενώ το ρωσικό «υπερ-έθνος» περιλαμβάνει όχι μόνον τους ανατολικούς Σλάβους αλλά και τους τουρκικής, φινο-ουγγρικής και μογγολικής καταγωγής κατοίκους της ευρασιατικής περιφέρειας.
Όχι συμπτωματικά, λοιπόν, η εκλογή Ερντογάν στην προεδρία της Τουρκίας προκάλεσε ικανοποίηση στα ρωσικά ΜΜΕ. Η «Πράβντα» είχε τίτλο σε σχετική της ανάλυση: «η Τουρκία εξέλεξε πρόεδρο ικανό να δημιουργήσει άξονα Ρωσίας-Τουρκίας-Ευρασίας αντιπαρατιθέμενο στην Ευρωπαϊκή Ένωση». Αξίζει να θυμηθούμε, πάντως, ότι και στο παρελθόν, το 1921, παρά την μόνιμη αντιπαλότητα Ρώσων-Οθωμανών/Τούρκων και τους ατέλειωτους μεταξύ τους πολέμους, υπήρξε μια πρόσκαιρη, αλλά καθοριστική, συμμαχία με αντι-δυτικό πάλι χαρακτήρα. Η εκπορευόμενη τότε από γεωπολιτικές ανάγκες κολοσσιαία στήριξη των μπολσεβίκων προς τον Κεμάλ έκρινε σε πολύ μεγάλο βαθμό και τη τύχη της, τραγικής για τους Έλληνες, Μικρασιατικής εκστρατείας. Κι αυτό το μάθημα οφείλουμε να μη το λησμονούμε.
Το αξιοσημείωτο είναι ότι οι ιδέες του ευρασιανισμού βρίσκουν ανταπόκριση και στην ίδια την Τουρκία. Καθώς ο Ερντογάν και ο Πούτιν παρουσιάζονται αμφότεροι ως μεγάλοι ηγέτες, που χαράζουν ανεξάρτητη πολιτική για τις χώρες τους, κοινή είναι η αίσθηση ότι η Δύση εκλαμβάνει ομοίως Τούρκους και Ρώσους ως ξένους προς τον δυτικό πολιτισμό.
Ο σύμβουλος του Ερντογάν για θέματα οικονομίας Y. Bulut υποστηρίζει ότι ήδη υφίσταται «νέα παγκόσμια τάξη» και ο κόσμος πλέον θα εξαρτάται από τις ΗΠΑ, τον άξονα Τουρκίας-Ρωσίας-Ευρασίας στη «Μέση Ανατολή» και Κίνας-Ινδίας-Ιράν στην Ασία. Έτσι, η ρωσική ιδέα για συμμετοχή της Τουρκίας στη Τελωνειακή Ένωση Ρωσίας-Λευκορωσίας-Καζαχστάν δεν αφήνει αδιάφορo το τουρκικό πολιτικό ακροατήριο.
Νέο-οθωμανισμός vs Ευρασιανισμό
Οδεύουμε, λοιπόν, ολοταχώς σε μια ρωσο-τουρκική ευρασιατική ηγεμονία ή μήπως η πραγματικότητα είναι διαφορετική; Μη λησμονούμε, άλλωστε, ότι και η συμμαχία Λένιν-Κεμάλ το 1921 δεν κράτησε για πολύ, όχι μόνον επειδή πέθανε ο Λένιν λίγο μετά αλλά διότι, και τότε όπως και τώρα, υφίστανται γεωπολιτισμικοί παράγοντες που δεν επιτρέπουν την πραγματική ώσμωση.
Κατ’ αρχάς, η Τουρκία του Ερντογάν, παρά την εντυπωσιακή αύξηση της ισχύος της, έχει υποστεί το τελευταίο διάστημα μια σειρά από δραματικές ήττες στην εξωτερική της πολιτική. Στο Κάιρο, στο Τελ Αβίβ, στη χαοτική Τρίπολη της Λιβύης, στη κατεστραμμένη Δαμασκό και στην απειλούμενη Βαγδάτη η Τουρκία συνιστά εχθρική δύναμη. Μάλιστα, στη Συρία, όπου ο Άσαντ άντεξε, αλλά και στην Αίγυπτο του στρατηγού Σίσι, από τους διεθνείς παίκτες ο μεγαλύτερος νικητής ήταν ο Πούτιν. Κι αν προστεθεί ο πόλεμος της Γεωργίας το 2008, όπου οι Τούρκοι είχαν βάλει για τα καλά το «χέρι» τους στην αντιρωσική πολιτική του Σακασβίλι, οι ήττες της Άγκυρας από τη Ρωσία είναι τουλάχιστον τρεις. Όχι άδικα, λοιπόν, η «Ζαμάν» έγραψε ότι «όποιος καεί στο χυλό φυσάει και το γιαούρτι», δίνοντας τη δική της εξήγηση στη χαλαρή αντίδραση της Άγκυρας για τους Τατάρους της Κριμαίας ή στα δεινά του Ποροσένκο.
Εν πάση περιπτώσει, οι ρωσο-τουρκικές σχέσεις επηρεάζονται από δύο καθοριστικούς παράγοντες, οι οποίοι αργά ή γρήγορα θα απειλήσουν τη «λιακάδα» των οικονομικών τους σχέσεων.
Ο ένας είναι το δόγμα του νεο-οθωμανισμού. Η φιλοδοξία του Ερντογάν για ηγεμονία επί των σουνιτών μουσουλμάνων, και η στήριξη ακραίων ισλαμιστών, όπως γίνεται έως σήμερα κάτω από το μανδύα του μετριοπαθούς Ισλάμ στο εσωτερικό της χώρας, βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με τον ευρασιανισμό της Μόσχας. Οι μουσουλμανικοί λαοί του Καυκάσου, του Βόλγα, της Κριμαίας, της Σιβηρίας αλλά και της Κεντρικής Ασίας, που η σύμπραξή τους προϋποθέτει μια συμπαγή ευρασιατική Ρωσία, είναι οξύμωρο να «μολύνονται» από τις θρησκευτικές εμμονές που προωθούν έντεχνα ή άτεχνα οι Ερντογάν-Νταβούτογλου. Επιπλέον, σε συγκρούσεις, όπως αυτή του Ναγκόρνο Καραμπάχ, που πρόσφατα αναζωπυρώθηκε, η Άγκυρα αδυνατεί να διατηρήσει μέση απόσταση μεταξύ του Αζερμπαϊτζάν και της Αρμενίας. Αυτό, όμως, μπορεί να το πετύχει η Μόσχα –ίσως μάλιστα η στενότερη σχέση με το Αζερμπαϊτζάν να βρίσκεται στον άμεσο σχεδιασμό του Πούτιν.
Ο δεύτερος παράγων είναι τα ζωτικά συμφέροντα των ΗΠΑ αλλά και του Ισραήλ. Η κομβική θέση της Τουρκίας στην στρατηγική ανάσχεση της Ρωσίας, όπως και στον έλεγχο της κατάστασης στη «ζούγκλα» της Μέσης Ανατολής, αφήνουν ελάχιστα περιθώρια για ευόδωση των «πλανητικών» φιλοδοξιών του Ερντογάν. Άλλωστε, στο εσωτερικό της Τουρκίας, αν και «λαβωμένοι», οι κοσμικοί Κεμαλικοί δεν έχουν πει τη τελευταία τους λέξη, όπως επίσης και οι Κούρδοι που περιμένουν, ανυπόμονα, την ώρα τους!
---------------------------------------------------------------
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική
---------------------------------------------------------------
.~`~.