.
.~`~.
Ι
Ι
Η εξουσία να αποφασίζούν οι άνθρωποι ποιος είναι κυρίαρχος υποδηλώνει μια νέα κυριαρχία.
ΚΑΡΛ ΣΜΙΤ, 1923
Η κρατική κυριαρχία, στην πιο βασική έννοιά της, επανακαθορίζεται - κυρίως από τις δυνάμεις της παγκοσμιοποίησης και της διεθνούς συνεργασίας. Σήμερα θεωρείται ευρέως ότι τα κράτη είναι εργαλεία στην υπηρεσία τον λαού τους και όχι το αντίστροφο. Ταυτοχρόνως η ανανέωση της έννοιας των ατομικών δικαιωμάτων και η διάδοσή της ενίσχύσαν την ατομική κυριαρχία, νοούμενη ως τη θεμελιώδη ελευθερία του κάθε ατόμού, την οποία προστατεύούν ο Καταστατικός Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών και οι μεταγενέστερες διεθνείς συνθήκες. Όταν διαβάζούμε σήμερα τον Καταστατικό Χάρτη, αντιλαμβανόμαστε περισσότερο από ποτέ ότι στόχος του είναι να προστατεύει τα άτομα και όχι εκείνούς που παραβιάζούν τα δικαιώματά τούς.
ΚΟΦΙ ΑΝΑΝ, «Δυο αντιλήψεις για την κυριαρχία» , 1999
«Ο Θεός σου έδωσε τη χώρα σου για λίκνο και την ανθρωπότητα για μητέρα», έγραφε ο Ματσίνι. «Δεν μπορείς να αγαπάς όπως πρέπει τα αδέλφια από το ίδιο λίκνο αν δεν αγαπάς την κοινή μητέρα σας». Όπως είδαμε ήδη, η άποψη ότι το εθνικό και το διεθνές είναι στην ουσία συμπληρωματικάέδωσε το έναυσμα για τη δημιουργία μιας κοινωνίας των εθνών. Αρχικά η Κοινωνία των Εθνών και κατόπιν τα Ηνωμένα 'Εθνη στόχευαν να οδηγήσουν σε έναν κόσμο στον οποίο δημοκρατικά πολιτεύματα θα εγγυούνταν στο εσωτερικό τα δικαιώματα των πολιτών τούς, ενώ ο διεθνής οργανισμός θα επόπτευε τη συνεργασία τούς σε διεθνές επίπεδο. Αυτή η ιδέα επιβίωσε μετά τον Β'Παγκόσμιο Πόλεμο. Όμως φυσικά η δημοκρατία δεν έγινε ποτέ κριτήριο για την ένταξη κάποιου κράτους στον ΟΗΕ και ο ίδιος ο Καταστατικός Χάρτης του, παρά τα όσα δηλώνει ο Κόφι Ανάν παραπάνω, είναι ένα εξαιρετικά ασαφές κείμενο που δεσμεύει τους υπογράφοντες να σέβονται τόσο τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις θεμελιώδεις ελευθερίες όσο και την ισότητα των «εθνών μεγάλων και μικρών» και την αρχή της ειρηνικής συμβίωσης των κρατών ως «καλών γειτόνων».
Το 1945 υπερίσχυε η αρχή της κυριαρχίας των κρατών. Ωστόσο με το τέλος του Ψυχρού Πολέμού έγινε φανερό πως η άποψη ότι ο εθνικισμός και ο διεθνισμός αλληλοσυμπληρώνονταν ήταν συχνά λανθασμένη. Τα κράτη-μέλη μπορούσαν να επιβάλλούν τυραννικό καθεστώς στον λαό τούς, να συνθλίβούν τα ανθρώπινα δικαιώματα και να προκαλούν ανθρωπιστικές καταστροφές απειλώντας τη διεθνή ειρήνη. Τώρα εντός του ΟΗΕ αναπτύσσονταν νέες αντιλήψεις για τον σεβασμό της κυριαρχίας των κρατών υπό όρούς, οι οποίες ήταν φανερές ήδη στην επανάσταση για τα ανθρώπινα δικαιώματα τη δεκαετία του 1970. Επίσης ο ΟΗΕ έγινε το εργαλείο μιας νέας εκπολιτιστικής αποστολής, η οποία, σε μεγάλο βαθμό όπως η παλιά από την οποία ξεπήδησε, στηριζόταν κυρίως στη γλώσσα του διεθνούς δικαίού και στην επίκληση οικουμενικών ηθικών αξιών για τη νομιμοποίησή της. Έτσι το αρχικό χαρακτηριστικό της «νέας παγκόσμιας τάξης πραγμάτων» που αναδύθηκε μετά τον Ψυχρό Πόλεμο δεν ήταν η δημιουργία μεγάλων στρατιωτικών συνασπισμών —από αυτή την άποψη ο Πόλεμος στον Περσικό Κόλπο ήταν εξαίρεση—, αλλά η πρωτοφανής επέκταση των ευθυνών και των εξουσιών του ΟΗΕ στο ανθρωπιστικό πεδίο. Οι αξιωματούχοι του ΟΗΕ, οι οποίοι είχαν ασυλία, έκαναν κουμάντο σε μέρη όπως το Κοσυφοπέδιο, το νότιο Σουδάν και το ανατολικό Τιμόρ. Δεν ήταν πια απλώς ειρηνευτική δύναμη με την αρχική της σημασία —για τη φροντίδα των προσφύγων ή για τον ανεφοδιασμό-, αλλά όλο και περισσότερο επωμίζονταν πολιτικές εξουσίες, μπορούσαν να συλλαμβάνουν άτομα και να ακυρώνουν εκλογές ή να δίνουν εντολή για τη διενέργεια εκλογών. Πάνω από όλα, οικοδομούσαν έθνη.
Μετά το 1989 το Συμβούλιο Ασφαλείας έστειλε αποστολές σε δώδεκα τουλάχιστον κράτη για να βοηθήσούν στη σύνταξη νέων συνταγμάτων'άλλα δεκαπέντε κράτη δέχθηκαν παρόμοιες προτάσεις για βοήθεια.
Σε αυτήν τη διαδικασία μερικές θεμελιώδεις αντιλήψεις του παγκόσμιου οργανισμού μετασχηματίστηκαν σε τέτοιο βαθμό ώστε έγιναν αγνώριστες. Η κυριαρχία των κρατών δεν θεωρείται πια απόλύτη. Αντιστράφηκε η τάση που ήταν εμφανής από το 1945 έως το 1970 να δίνεται μεγαλύτερη βαρύτητα στα κυριαρχικά δικαιώματα και λιγότερη στις ελευθερίες και στα δικαιώματα του ατόμου. Όμως αυτή η αντιστροφή προχώρησε πολύ πέρα από τον έλεγχο της παραβίασης των ατομικών ανθρώπινων δικαιωμάτων. Τώρα το διακύβευμα ήταν τα δικαιώματα ολόκληρων λαών. Δημιουργώντας τη λεγόμενη Ευθύνη Προστασίας και κατόπιν αποκτώντας πρόσβαση στις υπηρεσίες του νεοσυσταθέντος Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίού, ο ΟΗΕ προσέγγισε την υλοποίηση του οράματος του Χάμαρσελντ προκειμένου να μετατραπεί σε διεθνή εκτελεστικό οργανισμό παγκοσμίως.
Η διάβρωση της κυριαρχίας των κρατών συνοδεύτηκε επίσης από την επάνοδο της παλιότερης ρητορικής περί οικουμενικής ηθικής. Η επίκληση μιας «διεθνούς κοινότητας» ενάρετων δικαιολογούσε τις νέες επεμβάσεις του ΟΗΕ. Αν και προσεκτικά διατυπωμένη στη γλώσσα της αυτονόητης ηθικής αλήθειας και των παλιών χριστιανικών δογμάτων περί δίκαιού πολέμού, η άποψη ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα υπερτερούσαν των δικαιωμάτων των κρατών συγκάλύπτε πολύπλοκα πολιτικά ζητήματα. Η ανθρωπιστική επέμβαση —άλλη ονομασία για τον πόλεμο— διακήρύσσε ότι η κυριαρχία των εθνών ίσχυε υπό όρούς και επομένως υποβάθμιζε την ισχύ των νόμων του πολέμου δίνοντας στα στρατεύματα τον ΟΗΕ —και ακόμη περισσότερο στις δυνάμεις άλλων συμμαχιών, όπως το ΝΑΤΟ, οι οποίες δρούσαν μερικές φορές εντελώς έξω από το πλαίσιο του ΟΗΕ— πολύ μεγαλύτερη δυνατότητα από ό,τι προηγουμένως να δρουν εκτός διεθνούς δικαίού. Για τούς επικριτές της, η Ευθύνη Προστασίας, δόγμα πού αναπτύχθηκε κυρίως σε σχέση με τις συγκρούσεις στην Αφρική, έμοιαζε με ανάσταση της παλιάς άποψης του 19ου αιώνα ότι θα έπρεπε να υπάρχούν δύο κριτήρια κυριαρχίας, ένα για τον πολιτισμένο κόσμο και ένα άλλο για τον απολίτιστο. Ιδίως η επίκληση της ηθικής δεν αναγνώριζε τον έντονα πολιτικό χαρακτήρα στην πράξη τόσο της Ευθύνης Προστασίας όσο και του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίού. Η νέα αντίληψη περί ανθρώπινων δικαιωμάτων αποτελούσε την πλέον φιλόδοξη προσπάθεια μετά τον Β'Παγκόσμιο Πόλεμο να επανέλθει η γλώσσα της ηθικής στις διεθνείς σχέσεις. Όμως για αυτόν ακριβώς τον λόγο έδειξε τα πραγματικά όρια και τους κινδύνους -ηθικούς, πολιτικούς και πρακτικούς- ενός τέτοιου εγχειρήματος.
.~`~.
ΙΙ
ΙΙ
Είμαστε το απαραίτητο έθνος
ΜΑΝΤΛΗΝ ΟΛΜΠΡΑΙΤ
Οι τραγωδίες στη Γιουγκοσλαβία και τη Ρουάντα, με περίπου διακόσιους πενήντα χιλιάδες νεκρούς αμάχους στην πρώτη και πάνω από οκτακόσιους χιλιάδες στη δεύτερη, ανέδειξαν τις περιορισμένες δυνατότητες του ΟΗΕ όταν απουσίαζε ισχυρή αμερικανική στήριξη. Ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ, Μπούτρος Μπούτρος-Γκάλι, επιθυμούσε να διαφυλάξει την αμεροληψία του ΟΗΕ -σύνθημα που συνόδευσε τις ειρηνικές επιχειρήσεις- και να μην εμπλακεί σε άλλους εμφύλιους πολέμους... Το καλοκαίρι του 1995 παραστρατιωτικές δυνάμεις Σερβοβόσνιων σκότωσαν περίπου οκτώ χιλιάδες Βόσνιους μουσουλμάνους στον θύλακα της Σρεμπρένιτσα, όπου υποτίθεται ότι βρισκόταν υπό την προστασία ενός ολλανδικού τάγματος του ΟΗΕ. Την επαύριον της σφαγής ο διοικητής των Δυνάμεων Προστασίας των Ηνωμένων Εθνών (UNPROFOR) στη Βοσνία, μαζί με τον αξιωματούχο του ΟΗΕ που ήταν υπεύθυνος για τη διατήρηση της ειρήνης, κάποιον Κόφι Ανάν, κατάφεραν τελικά να πάρουν άδεια για τη χρήση στρατιωτικής βίας εναντίον των Σερβοβόσνιων. Ο Μπούτρος-Γκάλι, που προηγουμένως εμπόδιζε αυτή την άδεια, απουσίαζε, ενώ ο Ανάν ήταν υπέρ της επέμβασης. Οι Αμερικανοί, οι Βρετανοί και οι Γάλλοι πείστηκαν να υποστηρίξουν τη χρήση βίας, επειδή θεώρησαν ότι τώρα η σερβική πρόκληση απειλούσε το κύρος των δικών τους στρατευμάτων...
Οργισμένη με την προηγούμενη δυστροπία του Μπούτρος-Γκάλι για τη Βοσνία, η δυναμική Αμερικανίδα πρέσβειρα Μαντλήν Ώλμπράϊτ, ζήτησε την κεφαλή του επί πίνακι. Επειδή ήταν πρωτοφανές να αρνηθούν δεύτερη θητεία σε γενικό γραμματέα που την επιδίωκε, η κυβέρνηση Κλίντον εξύφανε την αποκαλούμενη επιχείρηση Orient Express για την εκδίωξη του Μπούτρος-Γκάλι. Όταν η επιχείρηση απέτυχε, οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν αποφασίσει να χρησιμοποιήσουν δημοσίως εναντίον του Μπούτρος-Γκάλι το δικαίωμα βέτο, το μόνο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας που το έκανε. Όμως οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν αποφασίσει ήδη ότι ο διάδοχος του Μπούτρος-Γκάλι θα ήταν ο Κόφι Ανάν.
Ενώ η Βοσνία κατέστρεψε τη φήμη του Μπούτρος-Γκάλι, επιβεβαίωσε ότι ο Ανάν ήταν πρόθυμος να στηρίζει τη χρήση βίας και πιθανότατα να λαμβάνει υπόψη του τις προτιμήσεις της Ουάσινγκτον. Υπό τον Κόφι Ανάν δημιουργήθηκε μια πιο στενή σχέση ανάμεσα στις Ηνωμένες Πολιτείες και στο γραφείο του γενικού γραμματέα του ΟΗΕ, βασική προϋπόθεση για τον νέο ανθρωπισμό που θα ακολουθούσε...
«Είμαστε υποχρεωμένοι να χρησιμοποιούμε βία επειδή είμαστε η Αμερική», ήταν το διάσημο σχόλιο της Μαντλήν Ώλμπράϊτ. «Στεκόμαστε ψηλά και βλέπουμε πιο μακριά στο μέλλον από ό,τι άλλες χώρες». Η Ωλμπραϊτ επέκρινε τον στρατηγό Κόλιν Πάουελ για την απροθυμία του να εμπλακεί και βρήκε έναν πιστό σύμμαχο στον Βρετανό πρωθυπουργό Τόνυ Μπλαίρ, του οποίου ο ενθουσιασμός για να δώσει τη μάχη του καλού εναντίον του κακού ερχόταν σε αντίθεση με τη σύνεση του προκατόχου του, Τζον Μέιτζορ [Σημ. Δ`~. Μάλιστα, σε άλλο σημείο του κειμένου διαβάζουμε πως, ο νεαρός πολιτικός του εργατικού κόμματος Τόνυ Μπλαίρ υποστήριζε ότι η ταινία του Στήβεν Σπήλμπεργκ για το Ολοκάυτωμα, Η λίστα του Σίντλερ, ατσάλωσε την αποφασιστικότητα του να κάνει κάτι στις εξωτερικές υποθέσεις]. Τον Απρίλιο του 1999 ο Μπλαίρ πραγματοποίησε μια ομιλία στο Σικάγο. «Τώρα είμαστε όλοι διεθνιστές», ισχυρίστηκε.
Υποστήριξε οτι η παγκοσμιοποίηση μετασχημάτισε την πολιτική και την ασφάλεια έτσι όπως μετασχημάτισε την οικονομία και ότι η υπεράσπιση των ανθρώπινων δικαιωμάτων στο εξωτερικό ήταν σημαντική για την ασφάλεια στο εσωτερικό και απαιτούσε θεσμική μεταρρύθμιση και νέους κανόνες στη διεθνή συμπεριφορά. «Παρακολουθούμε τις απαρχές ενός νέου δόγματος για τη διεθνή κοινότητα», υποστήριξε. Για τον Μπλαιρ, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα έπρεπε να ηγηθούν των δημοκρατιών στον κόσμο για να διαδώσούν τις φιλελεύθερες ιδέες, επειδή αν ηττούνταν το κακό, οι πάντες θα ήταν ασφαλέστεροι.
---------------------------------------------------------------
Σημ. Δ`~. Στην ανάρτηση Περί ολιγαρχίας -με όμορφο περιτύλιγμα- ή περί «δημοκρατίας», μια ιστοριούλα και ορισμένες ρήσεις...και στο τέταρτο βίντεο που εμπεριέχεται σε αυτήν, μπορείτε να παρακολουθήσετε πως: "οι «αριστεροί» πολιτικοί τόσο στην Βρετανία όσο και στην Αμερική στράφηκαν στις τεχνικές που ανέπτυξαν οι εταιρείες για την ικανοποίηση του εσωτερικού εαυτού και τις επιθυμίες του. Τόσο οι «Εργατικοί» του Τονι Μπλερ όσο και οι «Δημοκρατικοί» του Μπιλ Κλιντον χρησιμοποίησαν τα ίδια φοκους γκρουπ που ανακαλύφτηκαν από τους ψυχαναλυτές για την ανάληψη εξουσίας. Ξεκίνησαν να προσκολλούν τις «πολιτικές» στις βαθιές επιθυμίες και συναισθήματα των ανθρώπων με τον τρόπο που ο καπιταλισμός είχε μάθει να τους προσκολλά τα προϊόντα. Μέσα από αυτή τη διαδικασία μία νέα κουλτούρα μάρκετινγκ και πολιτικής αναδύθηκε η οποία επέτρεπε στους πολιτικούς να πιστεύουν ότι δημιουργούν μία νέα και βελτιωμένη μορφή της «δημοκρατίας»".
Αυτές είναι μέθοδοι, τεχνικές και τρόποι που εφαρμόζονται στο εσωτερικό, ενδοκρατικό ή εθνικό πεδίο (μιας και πλησιάζουν εκλογές). Στο εξωτερικό, διακρατικό ή διεθνές είναι όσα διαβάζεται, δηλαδή η διαμάχη για το δίκαιο. Επιπλέον η διεθνής «κοινή γνώμη», η προπαγάνδα, η δημόσια διπλωματία κ.λπ. Για περισσότερα 1) η ισχύς της πειθούς και ο έλεγχος της κοινής γνώμης, 2) Περί εθνικής ή διεθνούς προπαγάνδας - εθνικού συμφέροντος και οικουμενικού καλού, 3) Καντιανισμός, δημοσιότητα, διπλωματία και η μεταστροφή του προσηλυτισμού σε καταδίκη.
Ο Bentham ήταν ο πρώτος φιλόσοφος που επεξεργάστηκε «το δόγμα της σωτηρίας δια της κοινής γνώμης». Τα μέλη της κοινότητας «μπορούν με τη συλλογική τους ιδιότητα να θεωρηθεί ότι συνιστούν ένα είδος δικαστηρίου ή επιτροπή κρίσης -ας το ονομάσουμε... Το δικαστήριο της κοινής γνώμης»...
---------------------------------------------------------------
Όσο για την Ώλμπραϊτ, ήταν αποφασισμένη να μην επιτρέψει κατά τη θητεία της μια επανάληψη της Βοσνίας και να εμποδίσει ενεργά, με ή χωρίς τη στήριξη τον Συμβουλίου Ασφαλείας, τούς Σέρβούς να διαπράξούν νέες εθνοτικές εκκαθαρίσεις. Ήξερε ότι στο εσωτερικό του Συμβουλίου Ασφαλείας η αντίσταση στο νέο δόγμα ήταν ισχυρή. Ο Ανάν υπερασπιζόταν το νέο δόγμα (σε μια ομιλία του γραμμένη από τον Άγγλο κύριο συγγραφέα των ομιλιών του υποστήριξε αποφασιστικά τις επεμβάσεις, ενώ αρνήθηκε να καταδικάσει τους βομβαρδισμούς του ΝΑΤΟ όταν έγιναν), αλλά στο Συμβούλιο Ασφαλείας υπήρχε αδιέξοδο. Αυτό δεν ένοιαζε και πολύ την Ώλμπραϊτ ή στη συγκεκριμένη περίπτωση τον Μπλαιρ. Και οι δύο θεωρούσαν ότι, αν ο ΟΗΕ δεν έδινε το πράσινο φως, οι υποστηρικτές της επέμβασης Θα έπρεπε να τον παρακάμψούν. Παρά την ισχυρή αντίθεση των Ρώσων και των Κινέζων—ο Κινέζος πρεσβευτής χαρακτήρισε την επιχείρηση «σοβαρή παραβίαση τον Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ και των καθιερωμένων αρχών του διεθνούς δικαίού»—, το ΝΑΤΟ άρχισε να βομβαρδίζει τούς Σέρβούς χωρίς εξουσιοδότηση του Συμβουλίου Ασφαλείας [Σημ. Δ`~. Στις 7 Μαίου 1999, βομβαρδίστηκε η κινεζική πρεσβεία στο Βελιγράδι]. Με αυτόν τον τρόπο μια ομάδα δυτικών δυνάμεων υιοθέτησε μια αντίληψη για τον κόσμο σύμφωνα με την οποία η υπεράσπιση της ανθρωπότητας υπερίσχυε όχι μόνο της ιερότητας της κυριαρχίας των κρατών αλλά υπό ορισμένες συνθήκες ακόμη και της εξουσίας του ίδιου του ΟΗΕ, εκτός αν κατάφερνε να τον κάνει να ασπαστεί αυτούς τούς νέούς κανόνες.
.~`~.
ΙΙΙ
ΙΙΙ
Μερικοί από τούς πιο ένθερμούς υποστηρικτές του ΟΗΕ έθεταν συχνά όρούς σε αυτή την υποστήριξη. Επειδή θεωρούσαν ότι ο ΟΗΕ αποτελούσε μέσο για την επίτεύξη ενός ανώτερού ηθικού στόχου, υπήρχε πάντα η δυνατότητα να στραφούν αλλού για να διαφυλάξουν το πνεύμα του διεθνισμού εάν ο διεθνής οργανισμός θα αποτύγχανε... Όταν η νέα γενιά των Αμερικανών υποστηρικτών του διεθνούς ρόλου των ΗΠΑ απογοήτευτηκε από τον ΟΗΕ, υιοθέτησε αυτήν τη συλλογιστική και άρχισε να σκέφτεται για μια «συμμαχία των δημοκρατιών» ως συσπείρωση είτε εντός είτε εκτός τον ΟΗΕ, αν αυτό ήταν αναγκαίο. Ήδη το 1980 μέλη του Συνασπισμού για τη Δημοκρατική Πλειοψηφία, φυτώριο των μελλοντικών νεοσυντηρητικών, πίεζε τον Κάρτερ προς αυτή την κατεύθυνση. Είκοσι χρόνια αργότερα η Μαντλήν Ώλμπραίτ εγκαινίασε στη Βαρσοβία την Κοινότητα των Δημοκρατιών, η οποία τέσσερα χρόνια αργότερα συγκροτήθηκε ως ομάδα εντός τον ΟΗΕ. (Υπάρχει ακόμα, και κατά τη συγγραφή αυτού του βιβλίού την προεδρία της είχε η Μογγολία.) Όμως μολονότι ο Κόφι Ανάν εγκωμίασε τη συγκρότηση της Κοινότητας των Δημοκρατιών και δήλωσε πως προσβλέπει στην ημέρα πού «τα Ηνωμένα Έθνη θα μπορούν πραγματικά να αποκαλούνται κοινότητα δημοκρατιών», στην πραγματικότητα η εξέλιξη ήταν δίκοπο μαχαίρι, επειδή εμπεριείχε την απειλή δημιουργίας ενός εναλλακτικού συνασπισμού εκτός του ΟΗΕ. Τα επόμενα χρόνια Αμερικανοί σχολιαστές, τόσο νεοσυντηρητικοί όσο και φιλελεύθεροι διεθνιστές, πρότειναν σχέδια για μια Συμφωνία των Δημοκρατιών που θα μπορούσε να λειτουργήσει ως πόλος της αμερικανικής δύναμης και επιρροής'τέτοια σχέδια περιλαμβάνονταν στην πολιτική πλατφόρμα των δύο κύριων υποψηφίων στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές του 2008.
Για να αποκρούσούν αυτές τις εκκλήσεις, κυρίως από τούς Αμερικανούς, οι οποίες ήταν δυνητικά πολύ επιβλαβείς για το κύρος του ΟΗΕ, δυτικές δυνάμεις μεσαίας δύναμης όπως ο Καναδάς και η Αυστραλία διερεύνησαν αν υπήρχε τρόπος να καθιερωθεί εντός του ΟΗΕ μια νέα αντίληψη για την κυριαρχία. Σύμφωνα με την αρχική αντίληψη του 20ου αιώνα η κυριαρχία ήταν δικαίωμα πού αναγνωρίζεται ντε γιούρε. Εναλλακτικά σημασία δεν είχε τόσο η νομική αναγνώριση όσο η απόδειξη της ικανότητας της κυβέρνησης να φροντίζει τους πολίτες της. Το 1996 στο βιβλίο του Η κυριαρχία ως ευθύνηο Σουδανός διπλίωμάτης Φράνσις Ντενγκ και οι συνεργάτες του υποστήριξαν πως δεν μπορούσε πια να θεωρείται ότι στην Αφρική η κυριαρχία προστάτευε απόλυτα από τις εξωτερικές επεμβάσεις, αλλά συνιστούσε μάλλον ευθύνη που θα μπορουσε να αφαιρείται σε περιπτώσεις τεράστιας παραμέλησης των πολιτών ή αδιαμφησβήτητης εγκληματικότητας. Ο έλεγχος μιας επικράτειας, το παραδοσιακό κριτήριο της κυριαρχίας, είχε μικρότερη σημασία απο την εξασφαλιση των «ζωτικών λειτουργιων» για τους κατοίκους της. Έτσι όσα κράτη δεν φρόντιζαν τον λαό τούς μπορεί να έχαναν τη νομιμοποιησή τους. Σε αυτές τις περιπτώσεις ο ΟΗΕ θα είχε το δικαίωμα και ίσως το καθήκον να παρέμβει.
Όταν η καναδική κυβέρνηση δημιούργησε μια επιτροπή υψηλού επιπέδού με στόχο να καθορίσει μια κανονιστική βάση για τη μελλοντική δράση του ΟΗΕ έτσι ώστε να αποφεύγονται τα νομικά προβλήματα που είχε θέσει η επέμβαση στο Κοσυφοπέδιο, τότε υιοθετήθηκε η πρόταση τον Ντενγκ. Ήδη στην ομιλία του το 1999 ο Μπλαιρ είχε υπονοήσει την ιδέα για την Ευθύνη Προστασίας (R2P στο ιδίωμα των επίσημων κύκλων). Το 2001 στην καναδική έκθεση προτεινόταν μια μέθοδος για τη νομιμοποίηση των μελλοντικών επεμβάσεων και μάλιστα η εγκατάλειψη οποιασδήποτε χρήσης της λέξης «επέμβαση». Όμως τα κριτήρια που έθετε ήταν ασαφή και η ιδέα έμοιαζε λιγότερο ελκυστική αφότού η αμερικανική εισβολή στο Ιράκ είχε εγκωμιαστεί ως πρακτικό παράδειγμα της Ευθύνης Προστασίας... Η Ευθύνη Προστασίας, αξιώνοντας το δικαίωμα του ΟΗΕ να αποφασίζει την άσκηση τέτοιας βίας στο όνομα μιας υψηλότερης ηθικής, συνηγορούσε υπέρ της διεθνούς ευθύνης για την προστασία των πληθυσμών που υφίστανται σοβαρές παραβιάσεις των ανθρώπινων δικαιωμάτων.
Ώστόσο, παρότι η Ευθύνη Προστασίας επανεπιβεβαίωνε τον κεντρικό ρόλο του ΟΗΕ, τα επακόλούθα των πρώτων επεμβάσεων στα Βαλκάνια έδειξαν πόσο απρόβλεπτες μπορούσαν να είναι οι συνέπειές τούς. Η ανατροπή δικτατόρων και η ήττα τυραννικών πολιτοφυλακών δεν συνεπάγονταν αυτομάτως τη μετάβαση σε μια δημοκρατική ειρήνη. Μερικές φορές βοηθούσαν άλλούς δικτάτορες να ανέβούν στην εξουσία ή ανοιγαν τον δρόμο για την ανάπτυξη καρτέλ ναρκωτικών.
Όπως συνέβη σε όλη την ιστορία των μεταπολεμικών στρατηγικών διεθνούς κοινωνικής αναμόρφωσης, πρώτα με την ανάπτυξη, κατόπιν με τον νεοφιλελευθερισμό και τώρα με τις ανθρωπιστικές επεμβάσεις, η πραγματικότητα ήταν πιο μπελαλίδικη από τη θεωρία και η «μετάβαση» -αγαπημένος όρος των πολιτικών επιστημόνων στα τέλη του 2Οου αιώνα— αποδείχθηκε μια διαδικασία πού μπορούσε να παρατείνεται επ'άπειρον χωρίς σαφή έκβαση. Έπειτα από μία δεκαετία οι διεθνείς διοικητές δεν είχαν καταφέρει στη Βοσνία να ενώσουν μια χώρα κατακερματισμένη από τον πόλεμο. Στο Κοσυφοπέδιο η πρώτη επιτυχία των υποστηρικτών της επέμβασης, η αποχώρηση του Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς, άφησε πίσω της χάος και εγκληματικότητα. Όταν ο νεοεκλεγμένος πρόεδρος Τζωρτζ Μπους επισκέφτηκε την τεράστια αμερικανική στρατιωτική βάση Μπόντστιλ στο Κοσυφοπέδιο, το Time έγραφε με φανερή έκπληξη: «Φαίνεται πως η ύπαρξη δημοκρατικών θεσμών δεν σημαίνει αναγκαστικά την κυριαρχία μιας δημοκρατικής και πολυεθνοτικής πολιτικής κουλτούρας. Και αυτό θα σήμαινε ότι το σχέδιο για την οικοδόμηση εθνών μπορεί να είναι τόσο μακροπρόθεσμο ώστε να καθιστά την παρουσία ειρηνευτικών στρατιωτικών δυνάμεων στα Βαλκάνια σχετικά μόνιμη υπόθεση». Και όλα αυτά γράφονταν πριν από την εισβολή και την κατοχή του Αφγανιστάν και τον Ιράκ.
Σε μια εποχή κατά την οποία η προώθηση της δημοκρατίας κέρδιζε νέους υποστηρικτές και ζητούνταν από τον ΟΗΕ να βοηθήσει να οικοδομηθούν κοινοβουλευτικές δημοκρατίες σε περιοχές του κόσμού όπού δεν είχαν υπάρξει ποτέ προηγουμένως, αυτές οι περιπτώσεις είχαν ανησυχητικές συνέπειες για εκείνούς πού τούς απασχολούσαν τα «αποτυχημένα κράτη»... Μέρος του προβλήματος ήταν το γεγονός ότι εξαιτίας της εμμονής της Δύσης με τις επεμβάσεις η συζήτηση περί κυριαρχίας, πού ήταν πίσω από την Ευθύνη Προστασίας, είχε προχωρήσει πολύ πέρα από τις αρχικές καταβολες της. Το αρχικό μέλημα του Φράνσις Ντένγκ δεν ήταν η στρατιωτική δράση, αλλά απλώς ο τρόπος να αποτραπεί εκείνο το είδος κατάρρευσης του κράτους που είχε οδηγήσει μερικά κεντροαφρικανικά κράτη σε υψηλά επίπεδα εσωτερικού εκτοπισμού. Ωστόσο μετά το Κοσυφοπέδιο [Σημ. Δ`~. του οποίου τη σημαντικότητα για τα διεθνή πράγματα δεν έχουν κατανοήσει οι κάτοικοι της Ελλάδας, μιας και ασχολούνται με την «Ευρώπη» και όχι με τα... «Βαλκάνια»] μεγάλο μέρος της συζήτησης περιστράφηκε γύρω από τον καθορισμό των λόγων που νομιμοποιούσαν τη διεθνή στρατιωτική δράση - και ο αμερικανικός παρεμβατισμός στον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας θα επέτεινε αυτή την τάση... Για τους υποστηρικτές των ανθρωπιστικών επεμβάσεων, η Ευθύνη Προστασίας ήταν το ιδανικό ρητορικό σχήμα, επειδή μιλούσε τη γλώσσα μάλλον του οικουμενικού ανθρωπισμού και της διεθνούς κοινότητας παρά της βίας και του πολέμου. Αυτό την καθιστούσε ανεκτίμητη για τους Αμερικανούς φιλελεύθερους που επιδίωκαν να επαναφέρουν στην πολυμερή διαχείριση των παγκοσμίων υποθέσεων την κυβέρνηση Μπούς, η οποία ταλανιζόταν από την πρόκληση να διοικήσει το Ιράκ μετά την εισβολή.
.~`~.
ΙV
ΙV
Δύο πρόσωπα, που απέκτησαν δημοσιότητα μετά την 11η Σεπτεμβρίου και στη συνέχεια βρέθηκαν στον Λευκό Οίκο επί Ομπάμα, εξέφραζαν τον εργαλειακό χαρακτήρα αυτού του τρόπου σκέψης. Η δημοσιογράφος Σαμάνθα Πάουερ είχε κερδίσει το βραβείο Πούλιτζερ για το έργο της, στο οποίο καταδίκαζε την ιστορική αποτυχία των Ηνωμένων Πολιτειών να εμποδίζουν γενοκτονίες. Ασκούσε κριτική στην εισβολή στο Ιράκ επιχειρηματολογώντας ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν αποτύχει να εξασφαλίσουν την υποστήριξη του ΟΗΕ και ήλπιζε πως η ισχυρή ηγεσία του γραφείου του γενικού γραμματέα του θα επέτρεπε τελικά στον οργανισμό να παίξει τον δραστήριο ρόλο πού η ίδια θεωρούσε ότι θα εμπόδιζε γενοκτονίες και θα προλάμβανε σοβαρές παραβιάσεις των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Όμως όταν η υπόθεση ήταν δίκαιη, η Πάουερ πίστευε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα έπρεπε να ηγούνται, ακόμη και αν ο ΟΗΕ δεν ακολουθούσε. Φοβούμενη το «κενό ηγεσίας για τα ανθρώπινα δικαιώματα» μετά το φιάσκο στο Ιράκ, η Πάουερ υποστήριζε έναν «συνασπισμό των ενδιαφερομένων» για να κρατήσει αναμμένη τη φλόγα αν ο ΟΗΕ τούς απογοήτευε.
Η Αν-Μαρί Σλώτερ, πολιτική επιστήμονας στο Πρίνστον, προχώρησε αυτή την εργαλειακή αντίληψη ένα στάδιο παραπέρα. Σε αντίθεση με την Πάουερ, το κύριο μέλημα της Σλώτερ δεν ήταν αυτή καθαυτή η παρεμπόδιση των γενοκτονιών, αλλά η αποτελεσματικότερη ανάπτύξη της αμερικανικής δύναμης. Κατά την άποψή της, κινήσεις όπως ο επίμαχος διορισμός από τον Μπους του Τζον Μπόλτον στη θέση του πρεσβευτή τον ΟΗΕ έδειχναν τι δεν έπρεπε να κάνούν οι Ηνωμένες Πολιτείες σε έναν δικτυωμένο κόσμο. Όμως η Ευθύνη Προστασίας πρόσφερε έναν δρόμο πού θα επέτρεπε στις Ηνωμένες Πολιτείες να τοποθετηθούν εκ νέου σε υψηλή ηθική θέση διεθνώς. Μάλιστα η Σλώτερ πρότεινε να δοκιμάσούν ένα νέο «συλλογικό "καθήκον παρεμπόδισης"όσων εθνών κυβερνιούνται από δικτάτορες να αποκτήσούν ή να χρησιμοποιήσούν όπλα μαζικής καταστροφής». Αυτή η πρόταση έδειχνε ότι στα σωστά χέρια μπορούσε να δοθεί στη γλώσσα της ηθικής υποχρέωσης τέτοια διασταλτική ερμηνεία πού να βολεύει ουσιαστικά οποιαδήποτε ανάγκη της εθνικής ασφάλειας των Ηνωμένων Πολιτειών.
Προεδρία Μπους
Επί προεδρίας Μπους η Σλώτερ συνδιηύθυνε στο Πρίνστον ένα υψηλού επιπέδού δικομματικό Πρόγραμμα για την Εθνική Ασφάλεια, το οποίο στόχεύε να επεξεργαστεί έναν νέο μακροπρόθεσμο σχεδιασμό για τις εξωτερικές υποθέσεις. Το εντυπωσιακό με τα συμπεράσματα αυτού του Προγράμματος το 2006 ήταν ο τρόπος με τον οποίο συνένωναν τα ενδιαφέροντα εθνικής ασφαλειας της εποχής του Μπους με τη γλώσσα της ηθικής ευθύνης. Το Πρόγραμμα του Πρίνστον, στο οποίο συμμετείχαν πολλά σπουδαία πρόσωπα, έδειξε ότι έξι δεκαετίες μετά την ανάληψη διεθνούς ρόλού από τις Ηνωμένες Πολιτείες οι ευσεβείς πόθοι κυριαρχούσαν στον τρόπο σκέψης της αμερικανικής ελίτ για θέματα εξωτερικής πολιτικής. Οι συντάκτες του επικαλούνταν το φάντασμα του Τζώρτζ Κέναν, ο οποίος είχε πεθάνει σε ηλικία 101 ετών μια χρονια πριν απο τη δημοσιοποίηση του Προγράμματος... Εντούτοις, οι απόψεις τούς δεν είχαν καμιά σχέση με του Κέναν. Ο Κέναν δεν είχε υποστηρίξει ποτέ ότι οι αμερικανικές αξίες ήταν παγκόσμιες'η προσέγγισή του βασιζόταν απλώς στο εθνικό συμφέρον και ο ίδιος θεωρούσε προφανές ότι τα διάφορα κράτη θα όριζαν τα συμφέροντά τους με διαφορετικούς τρόπούς. Αντίθετα η έκθεση του Πρίνστον θεωρούσε ότι «ένας κόσμος της ελευθερίας με βάση το δίκαιο» (χωρίς να διευκρινίζει πουθενά τι είδούς ελευθερία και ποια αντίληψη δικαίού εννοούσε) ήταν οικουμενική απαίτηση. «Τι επιδιώκούν οι Ηνωμένες Πολιτείες για όλούς τούς Αμερικανούς και όλούς τούς ανθρώπούς;» ήταν η αποκαλυπτική διατύπωση της έκθεσης. Ο Κέναν ασκούσε σταθερά κριτική στούς υπερβολικά εύρείς ορισμούς του εθνικού συμφέροντος [Περί εθνικής ή διεθνούς προπαγάνδας - εθνικού συμφέροντος και οικουμενικού καλού] και, επειδή δεν πίστεύε ότι η αμερικανική ασφάλεια κινδύνεύε σε περιοχές όπως η Ασία και η Αφρική, διαφωνούσε έντονα με τον πολλαπλασιασμό των δεσμεύσεων τις οποίες είχε αναλάβει η Ουάσινγκτον σε όλο τον κόσμο μετά το 1949. Αντίθετα η έκθεση τον Πρίνστον εξέφραζε απόλύτα τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή και το περιβάλλον της βλέποντας παντού ζωτικά αμερικανικά συμφέροντα και θεωρώντας ότι έπρεπε να δοθούν επειγόντως μάχες σε πολλαπλά μέτωπα, από την υπεθέρμανση του πλανήτη και την τρομοκρατία μέχρι την προώθηση της δημοκρατίας και την επέκταση των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Όμως ταυτοχρόνως περιέγραφε ως «διαλυμένο» το μεταπολεμικό σύστημα των διεθνών οργανισμών. Η έκθεση πρότεινε από τη μια να εξαναγκαστούν τα κράτη-μέλη του ΟΗΕ να αποδεχθούν την Ευθύνη Προστασίας και από την άλλη να αναπτυχθεί μια παγκόσμια «Συμφωνία Δημοκρατιών» εφόσον αποδεικνυόταν ότι ο ΟΗΕ δεν μπορούσε να μεταρρυθμιστεί. Μιλούσε για ηγεσία στη βάση της ελπίδας και όχι του φόβου, αλλά κατόπιν επέμενε ότι χρειαζόταν η χρήση βίας για να στηρίζει τόσο την ελευθερία όσο και το δίκαιο. Έκανε λόγο για συνεργασία με άλλα έθνη, αλλά και για τον «καθορισμό της προστασίας των συνόρων μας πολύ πέρα από τα φυσικά σύνορά μας».
Προεδρία Ομπάμα
Επί προεδρίας Ομπάμα γνώρισαν άνοδο οι ηθικολόγοι-ρεαλιστές, υπερασπιστές αυτής της νέας εκδοχής. Η Σαμάνθα Πάουερ έγινε βοηθός του Ομπάμα και μέλος του Συμβουλίού Εθνικής Ασφάλειας, υπεύθυνη για την πρόληψη γενοκτονιών. Διορίστηκε στην παλιά θέση του Τζωρτζ Κέναν, επικεφαλής τον Προσωπικού για τον Σχεδιασμό της Πολιτικής, ενώ και τέσσερις άλλοι πού συμμετείχαν στο Πρόγραμμα της στο Πρίνστον τοποθετήθηκαν σε κυβερνητικές θέσεις. Ήταν φυσικό η Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας του Ομπάμα το 2010 να αντανακλά την επιρροή τούς. Μιλούσαν λιγότερο περί στρατιωτικής υπεροχής από ό,τι επί προκατόχού του Ομπάμα και πολύ περισσότερο περί αξιών που είναι (όπως πάντα) όχι μόνο αμερικανικές αλλά και οικουμενικές. Σταθερά προσηλωμένος (σε εμφανή αντίθεση με τον προκάτοχό του) στην υποστήριξη «μιας διεθνούς αρχιτεκτονικής νόμων και θεσμών», ο Ομπάμα υπενθύμιζε στούς Αμερικανούς ότι «τα έθνη ακμάζουν όταν ανταποκρίνονται στις ευθύνες τούς και αντιμετωπίζουν τις συνέπειες όταν δεν το κάνουν». Το «έθνος που βοηθησε να, πραγματοποιηθεί η παγκοσμιοποίηση» πρέπει να παλέψει για τα δικαιώματα που έκαναν σπουδαία χώρα τις Ηνωμένες Πολιτείες και άλλοι τα «υιοθέτησαν ως δικά τους». Αυτή ήταν μια σαφής υποστήριξη της εφαρμογής της Ευθύνης Προστασίας και δεν εξεταζόταν καθόλού η πιθανότητα ότι άλλα έθνη μπορεί να επέλεγαν εντελώς διαφορετικά σύνολα δικαιωμάτων και ενθυνών.
Τώρα το χάσμα που είχε δημιουργηθεί το 2003 ανάμεσα στις Ηνωμένες Πολιτείες και στον ΟΗΕ γεφυρώθηκε και πάλι, τουλάχιστον όσον αφορά το γραφείο του γενικού γραμματέα του ΟΗΕ. Το πόσο σύγκλιναν οι απόψεις της κυβέρνησης Ομπάμα και του γενικού γραμματέα του ΟΗΕ, Μπαν Κι-μουν, φάνηκε καθαρά στη διάρκεια της κρίσης στη Λιβύη τον Μάρτιο του 2011. Αφού το Συμβούλιο Ασφαλείας στήριξε την επέμβαση του ΝΑΤΟ για την προστασία των αμάχων, οι δύο άνδρες χαιρέτισαν αυτή την ενέργεια ως τη στιγμή κατά την οποία η Ευθύνη Προστασίας αποτέλεσε έναν νέο κανόνα στην παγκόσμια πολιτική. Όμως άλλοι στο Συμβούλιο Ασφαλείας διαφώνησαν. Μολονότι η Ρωσία και η Κίνααπείχαν και δεν χρησιμοποίησαν το δικαίωμα βέτο για την επέμβαση στη Λιβύη, και οι δύο χώρες αποδοκίμασαν έντονα την ενέργεια και εξέφρασαν την ανησυχία τούς για το πού μπορεί να οδηγούσε η περιφρόνηση απέναντι στην κυριαρχία της Λιβύης. Η Κίνα, το Πακιστάν και η Ινδία τάχθηκαν ανοιχτά εναντίον της χρησιμοποίησης της νέας αρχής ως δικαιολογίας για την επέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις κάποιου κράτούς. Εντούτοις αυτό ακριβώς έγινε, με το επιχείρημα ότι έπρεπε να αποτραπεί η σφαγή αμάχων στη Βεγγάζη.
Έτσι η στενή συνεργασία ανάμεσα στις Ηνωμένες Πολιτείες και στον ΟΗΕ για την εφαρμογή μιας προληπτικής πολιτικής χάριν των ανθρώπινων δικαιωμάτων (ή, πιο ευγενικά, για την αποτροπή γενοκτονίας) κινδύνεύε να διαβρωσει ακόμη περισσότερο την εμπιστοσύνη άλλων ισχυρών μελών του ΟΗΕ, εμπιστοσύνη που είχε πληγεί ήδη εξαιτίας της αμερικανικής πολιτικής στο Κοσυφοπέδιο και το Ιράκ. Υπήρχαν πολλές εμφανείς διαφορές ανάμεσα στην επίκληση της Ευθύνης Προστασίας από τον Ομπάμα και στη Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας του προέδρου Τζώρτζ Μπους το 2002. Ωστόσο είχαν ένα κοινό στοιχείο: και οι δύο θεωρούσαν πως ένα μόνο ζήτημα -η γενοκτονία στη μια περίπτωση, τα όπλα μαζικής καταστροφής στην άλλη- συνιστούσε απειλή με τέτοιες συνέπειες ώστε απαιτούνταν προληπτική δράση για το ξερίζωμα της. Και στις δύο περιπτώσεις οι πολιτικές συνέπειες δεν συγκεκριμενοποιούνταν, αλλά υπονοούνταν. Ακριβώς όπως η έρευνα για την ανεύρεση όπλων μαζικής καταστροφής δεν περιλάμβανε την εκτέλεση του Σαντάμ Χουσείν έτσι και η Ευθύνη Προστασίας δεν εξουσιοδοτούσε για την απομάκρυνση του συνταγματάρχη Μουαμάρ Καντάφι, όπως παραδέχθηκε ο Ομπάμα.
.~`~.
V
V
Η ιστορία μας προειδοποιεί. Η Ευθύνη Προστασίας μοιάζει παρά πολύ με την επάνοδο της εκπολιτιστικής αποστολής και των «ανθρωπιστικών» επεμβάσεων των προηγούμενων αιώνων -όπως η χρήση από τη Βρετανία της κατάργησης της δουλείας ως μέσον για να νομιμοποιήσει την επιθετική πολιτική των ανοιχτών θαλασσών ή ο κυνικός εξορθολογισμός από τη φασιστική Ιταλία της εισβολής της στην Αιθιοπία το 1935- παρουσιάζοντάς την ως επέμβαση στο όνομα του πολιτισμού για την κατάργηση του δουλεμπορίου. Πριν από το 1914 οι εξεγερμένοι στα Βαλκάνια επικαλούνταν τακτικά τις ανθρωπιστικές ευαισθησίες της Δύσης για να αποτινάξούν τον ζυγό των Οθωμανών, σε μεγάλο βαθμό όπως ο Απελευθερωτικός Στρατός τον Κοσυφοπεδίου (UCK) εξασφάλισε τη βοήθεια και τη στήριξη του ΝΑΤΟ για να απαλλαγεί από την εξουσία του Βελιγραδίού. Όμως τα προβληματικά ιστορικά προηγούμενα των δικών τούς επεμβάσεων δεν ήταν ένα ζήτημα πού απασχόλησε τούς πολιτικούς. Ελάχιστοι -ή ίσως και κανένας- από όσούς υποστήριζαν τον από αέρος πόλεμο του ΝΑΤΟ στη Λιβύη το 2011 θυμήθηκαν την ιταλική εισβολή σε αυτήν τη χώρα ακριβώς έναν αιώνα νωρίτερα, εισβολή με την οποία εγκαινιάστηκαν η θεωρία και η πρακτική των μαζικών βομβαρδισμών. Αυτή η αμνησία της Δύσης ήταν από μόνη της πρόβλημα. Οι αντιρρήσεις άλλων κρατών για την Ευθύνη Προστασίας θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι δεν εξέφραζε αγάπη προς την απολυταρχία και τη δικτατορία ή αδιαφορία απέναντι στα ατομικά δικαιώματα, αλλά μάλλον φανέρωνε το γεγονός ότι, όπως έλεγε το 1989 ο Τενγκ Σιάο-πινγκ στον Αμερικανό σύμβούλο Εθνικής Ασφάλειας Μπρεντ Σκόου-κροφτ για τούς Κινέζους, είχαν παλιές και πικρές αναμνήσεις από προγενέστερες παρεμβάσεις της Δύσης στις εσωτερικές υποθέσεις τούς και πίστεύαν πως η χρήση βίας για ανθρωπιστικούς σκοπούς είναι εγγενώς ανεξέλεγκτη και προσαρμόσιμη στις κάθε φορά ανάγκες. Με λίγα λόγια, έβλεπαν αυτό πού είχε διαφύγει εμφανώς από τους Ευρωπαίούς και τούς Αμερικανούς διαμορφωτες της πολιτικής:
ότι το παλιό φάντασμα του κριτηρίού του πολιτισμού,
πού το είχε εξορκίσει μετά το 1945 ο ΟΗΕ είχε βγει από τον τάφο του.
πού το είχε εξορκίσει μετά το 1945 ο ΟΗΕ είχε βγει από τον τάφο του.
Απομένει να δούμε αν αυτό δήλωνε τον επιθανάτιο ρόγχο των ευρωπαϊκών πολιτιστικών βεβαιοτήτων του 19ου αιώνα ή την απαρχή για μια νέα παράταση της ζωής μιας άλλοτε δυσφημισμένης έννοιας.
Κυβερνώντας τον Κόσμο. Η Ιστορία μιας Ιδέας
Εκδ. Αλεξάνδρεια
Εκδ. Αλεξάνδρεια
*
Τη δεκαετία του 1880 ο σκοτσέζος νομικός του φυσικού δικαίου James Lorimer εξέφρασε το ορθόδοξο δόγμα της εποχής, όταν έγραψε ότι η ανθρωπότητα διαιρείτο στην πολιτισμένη ανθρωπότητα, στη βάρβαρη ανθρωπότητα και στην πρωτόγονη ανθρωπότητα. Η πολιτισμένη ανθρωπότητα περιελάμβανε τα έθνη της Ευρώπης και της Αμερικής, που είχαν το δικαίωμα πλήρους αναγνώρισης τους ως μέλη της διεθνούς κοινωνίας. Η βάρβαρη ανθρωπότητα περιελάμβανε τα ανεξάρτητα κράτη της Ασίας -την Τουρκία, την Περσία, το Σιάμ, την Κίνα και την Ιαπωνία-, που είχαν δικαίωμα σε μερική αναγνώριση. Και η πρωτόγονη ανθρωπότητα ήταν η υπόλοιπη, που ήταν απόβλητη από την κοινωνία των κρατών, αν και είχε δικαίωμα «φυσικής και ανθρώπινης αναγνώρισης».
Παρεπιμπτόντως αξίζει να σημειώσουμε ότι η διάκριση του Lorimer είναι στην πραγματικότητα η ίδια με εκείνη που κάνουν οι κοινωνικοί επιστήμονες σήμερα, όταν κάνουν διάκριση ανάμεσα στις σύγχρονες κοινωνίες, στις παραδοσιακές και στις πρωτόγονες.
Αυτό που ο 19ος αιώνας ονόμαζε Ανθρωπότητα (έτσι οι Δυτικοευρωπαίοι ονόμαζαν τον εαυτό τους) ξύπνησε ξαφνικά από το ρόδινο όνειρο της Προόδου και βρέθηκε σε μια εποχή μες στην οποία η πιο μοντέρνα τεχνική του κεραυνοβόλου βιομηχανικού πολέμου και της αστραπιαίας βιομηχανοποίησης συνδυάστηκε με την πανάρχαιη ασσυριακή τακτική των μαζικών εκτοπισμών και η πιο μοντέρνα τεχνική της ''μεταμόρφωσης του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε εμφύλιο''και αντίστοιχα της μεταμόρφωσης του εμφύλιου πολέμου σε παγκόσμιο, ξανάφερε στην επιφάνεια τις πανάρχαιες μεθόδους των μαζικών προγραφών του Μάριου και του Σύλλα.
.~`~.
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική
*
*
*
*
*
*
*
*