3 | 6 | 3 μ.Κ ~ Year ΙΙΙ AQ | 2022
Το κείμενο που ακολουθεί είναι η πρώτη μεγάλη οργανική συνέχεια της σύνθεσης-ανάλυσης που δημοσίευσα στην Κοσμοϊδιογλωσσία υπό τον πλήρη τίτλο: «Ο πόλεμος στην Ουκρανία σαν ρωγμή στα θεμέλια της μεταπολεμικής τάξης, και ως σεισμικό φαινόμενο κατά την ιστορική μεταστροφή από τον άξονα Ανατολής-Δύσης του 19ου και του 20ου αιώνα, στον άξονα Βορρά-Νότου του 21ου και του 22ου αιώνα». Το πρώτο μέρος, ελαφρώς αναπροσαρμοσμένο, το πρωτοδημοσίευσα στο Κοσμοδρόμιο. Τα επόμενα δύο μέρη (II και III) τα πρωτοδημοσιεύω σήμερα εδώ, καθώς μέσω αυτών, και ειδικότερα του τρίτου μέρους, πλέον αναδύεται με διαυγέστερο τρόπο η εσωτερική συνάφεια και σύνδεση μεγάλων θεματικών που έχω αναπτύξει μέσα από την Κοσμοϊδιογλωσσία, όπως (1) η ολοκλήρωση της εποχής της μεγάλης παρέκκλισης, (2) η κρίση του διανοητικού οικοδομήματος και θεμελιωδών κοσμικών δογμάτων των τελευταίων αιώνων, (3) η μεταστροφή από τον άξονα Ανατολής-Δύσης προς τον άξονα Βορρά-Νότου κ.λπ, διαδικασίες αλληλοσυνδεόμενες μεταξύ τους στη μακρά ιστορική κλίμακα, κίνηση και διάρκεια, στο πλαίσιο ιστορικών κύκλων, στοιχεία των οποίων εμφανίζονται αποκτώντας υπόσταση στη μικρότερη χρονική διάρκεια στο πεδίο της διακρατικής πολιτικής.
Μουσική Συνοδεία
I
Η κολοσσιαίων διαστάσεων δομική κρίση στις σχέσεις Ηνωμένων Πολιτειών και Ρωσικής Ομοσπονδίας, και η συστημική σύγκρουση μεταξύ Ουάσινγκτον και Μόσχας, εδαφική έκφανση της οποίας αποτελεί ο πόλεμος στην Ουκρανία, έχει ως βασικό της επίδικο τη μετάβαση προς μια νέα παγκόσμια τάξη στην πλανητική διάσταση, και στην ηπειρωτική τη μοίρα της Ευρώπης.
Οι ηγεσίες, τα κράτη και οι λαοί της Ευρώπης ουσιαστικά βρίσκονται αντιμέτωποι με το δίλημμα εάν η ήπειρος τους θα είναι αυτόνομος δρώντας, καταλαμβάνοντας τη δική της μοναδική θέση ως ιδιαίτερο υποκείμενο, στο πλαίσιο ενός υπό διαμόρφωση πολυπολικού κόσμου και μιας νέας πλανητικής τάξης, ή εάν θα ζήσουν ως ακόλουθοι, πελάτες, συνεργάτες, εταίροι και σύμμαχοι των Η.Π.Α, σε μια προσπάθεια μερικής ανάκτησης της μονοπολικής κυριαρχίας στο πλαίσιο μιας αναμορφωμένης παγκόσμιας τάξης.
Προσώρας η απάντηση έχει δοθεί. Παρ'όλα αυτά, τα ονομαστικά μεγέθη της Ε.Ε, τα οποία βέβαια δεν αντιστοιχούν σε ουσιαστικές δυνατότητες στην πράξη, είναι πολύ μεγάλα για να αποτελέσει η ήπειρος προέκταση των πολιτικών της Ουάσινγκτον. Η μη διαφοροποίηση και η ταύτιση Η.Π.Α-Ε.Ε αποτελεί ανωμαλία πρώτου μεγέθους εάν ιδωθεί μεσοπρόθεσμα και στο πλαίσιο συστημικών μεταβολών που λαμβάνουν χώρα στον πλανήτη.
Η Ρωσσία ως απειλή και εχθρός εξυπηρετεί τα σχέδια της Ουάσινγκτον, όχι μόνο διότι Γερμανία και Γαλλία αποδυναμώνονται στο εσωτερικό του διατλαντικού ευρωαμερικανικού χώρου vis-à-vis των Η.Π.Α, αλλά κυρίως επειδή δίχως τον ρωσσικό κίνδυνο αργά ή γρήγορα, αλλά ουσιαστικά και τελικά, η πορεία για τις Η.Π.Α είναι προδιαγεγραμμένη: το αμερικανικό κράτος χάνει τον ρόλο του «εγγυητή ασφάλειας» της Ευρώπης, η αμερικανική επιρροή στις ευρωπαϊκές ηγεσίες σταδιακά αλλά σταθερά μειώνεται, κράτη της Ε.Ε δημιουργούν κάποια μορφή ευρωκεντρικής στρατιωτικής δομής και, τελικά, απαιτούν το κλείσιμο των αμερικανικών βάσεων επί ευρωπαϊκών εδαφών: η απώλεια ελέγχου επί του ευρωπαϊκού πυρήνα οδηγεί την διατλαντική αμερικανική αυτοκρατορία σε κατάρρευση συμπαρασύροντας και το κέντρο, τις ίδιες τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής.
Η πλουσιότερη και σημαντικότερη επαρχία της παν-μεσογειακής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, ο πυρήνας της, ήταν η Αίγυπτος με την Αλεξάνδρεια ― το κέντρο της, ήταν η Ρώμη και η Ιταλική Χερσόνησος. Η Ευρωπαϊκή Ένωση και ο Βόρειος Ατλαντικός για τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ουάσινγκτον είναι ό,τι ήταν η Αίγυπτος και η Mare Nostrum για την Ιταλία και τη Ρώμη. Το λειτουργικό ισοδύναμο. Όπως ήταν αδιανόητο για τους Ιταλούς Λατίνους να χάσουν την Αίγυπτο, δηλαδή την πλουσιότερη επαρχία και τον πυρήνα της αυτοκρατορίας τους, η κατάκτηση της οποίας έθεσε τα θεμέλια της περίφημης «Pax Romana», έτσι κάτι ανάλογο είναι αδιανόητο για τους εκφραστές, τους διαμορφωτές και τους διαχειριστές της διατλαντικής αμερικανικής αυτοκρατορίας.
Μέσω της επέκτασης και του μετασχηματισμού του Οργανισμού Βορειοατλαντικού Συμφώνου οι Η.Π.Α εκτός του ότι χειραγωγούν, αναμοχλεύουν, αλέθουν και αφομοιώνουν την Ευρώπη.
Απόδειξη ότι στόχος του ΝΑΤΟ δεν είναι απλώς η ειρήνη και η ασφάλεια στην Ευρώπη υπό τη στενή έννοια, αποτελεί η προσπάθεια μετασχηματισμού του διηπειρωτικού οργανισμού με επίκεντρο τον Βόρειο Ατλαντικό σε πλανητικό εργαλείο μιας μονοπολικής αμερικανοκεντρικής αυτοκρατορικής παγκόσμιας τάξης, που ξεκίνησε με τον πόλεμο στο Αφγανιστάν (αλλά και τις ευρωπαϊκές αντιδράσεις για τον πόλεμο στο Ιράκ και τον «συνασπισμό των προθύμων»). Ο ιστορικός αυτός κύκλος ολοκληρώθηκε με την άνοδο του Τραμπ στην εξουσία, την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση, την ήττα στο Αφγανιστάν, την αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων από το Ιράκ (αλλά και τις ευρωπαϊκές αντιδράσεις για την υπογραφή της AUKUS και τις ενδοΝΑΤΟϊκές εντάσεις), και την εισβολή της Ρωσσίας στην Ουκρανία.
Όπως το 2001 η αδυναμία και τελικά η αποτυχία αποτροπής των επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου οδήγησε στη συλλογική δράση του ΝΑΤΟ εκτός του Βορειοατλαντικού χώρου στο πλαίσιο του πολέμου κατά της τρομοκρατίας, έτσι και το 2022 η αποτυχία αποτροπής της εισβολής της Ρωσσίας στην Ουκρανία οδηγεί στην περαιτέρω επέκταση και τον μετασχηματισμό του ΝΑΤΟ (που θα αυξήσει τις εσωτερικές αντιθέσεις, προβλήματα και δυσλειτουργίες), στο πλαίσιο ενός ολοκληρωτικού μη κινητικού-φυσικού πολέμου στον άξονα Δύσης-Ανατολής στο εσωτερικό του παγκόσμιου Βορρά (G7 εναντίον Ρωσσίας), που εξελίσσεται με αφορμή τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Ωστόσο, οι μετασχηματισμοί που προέρχονται είτε από αποτυχίες είτε από αδυναμίες, δεν περιορίζονται μόνο στο ΝΑΤΟ. Η αποτυχία να αποτραπεί η Κίνα από το να γίνει το μεγαλύτερο εμπορικό έθνος και η μεγαλύτερη οικονομία στον πλανήτη, θα οδηγήσει σε αλλαγές στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την Παγκόσμια Τράπεζα, καθώς και στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, δηλαδή σε ένα νέο Bretton Woods, στο πλαίσιο ενός επιδιωκόμενου νέου ψυχρού ή θερμού πολεμικού τύπου διπολισμού των Η.Π.Α vis-à-vis της Κίνας, με απώτερη στόχευση την επαναφορά του μονοπολικού ηγεμονισμού. Σε αυτή την περίπτωση, καταλύτης δεν είναι μια τρομοκρατική επίθεση στα κύρια εμπορικά και στρατιωτικά σύμβολα της αμερικανικής ηγεμονίας, όπως το 2001, ή ένας ασύμμετρος πόλεμος που καταλήγει σε εισβολή στις παρυφές των συνόρων του ευρωπαϊκού σκέλους του παγκόσμιου Βορρά (2014-2022), αλλά η νίκη και η επικράτηση της Κίνας επί της Δύσης μέσα στο δικό της παιχνίδι στα ίσια, με τους δικούς της κανόνες και στο πλαίσιο των δικών της θεσμών. Και είναι αυτή η ήττα ή η αποτυχία που οδηγεί τις Η.Π.Α σε αλλαγή των κανόνων του παιχνιδιού, φανερώνοντας παράλληλα την αξία τους στο πλαίσιο της περίφημης «διεθνούς τάξης βασισμένης σε κανόνες» (rules-based international order): όσο νικάμε οι κανόνες ισχύουν, μόλις αρχίσουμε να χάνουμε οι κανόνες πρέπει να αλλάξουν.
Σε ό,τι αφορά υπερασπιστικά επιχειρήματα για τον μετασχηματισμό του Οργανισμού Βορειοατλαντικού Συμφώνου, η εισβολή της Ρωσσίας στην Ουκρανία, παράλληλα με την διακηρυγμένη θέση της Μόσχας για μια αναθεώρηση της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής ασφάλειας, απαιτεί από το ΝΑΤΟ να εξαλείψει την αμφιβολία σχετικά με την ικανότητά του και να υπερασπιστεί τα ανατολικά του εδάφη. Επιπλέον, η συμμετοχή της Σουηδίας και της Φινλανδίας στο Σύμφωνο θέτει νέες προκλήσεις και πρόσθετα ερωτήματα σχετικά με την αποτρεπτική ικανότητα της Συμμαχίας, υποχρεώνοντας σε συνολική επανεξέταση της στρατηγικής αποτροπής με συμβατικά στρατιωτικά μέσα, καθώς η Ρωσσία αποτελεί μια στρατιωτική πρόκληση που δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπιστεί από την τρέχουσα δομή και παρουσία του ΝΑΤΟ. Όλα αυτά θα οδηγήσουν στην οικοδόμηση ενός νέου αποτρεπτικού δόγματος και σε αναθεώρηση της ιδρυτικής πράξης ΝΑΤΟ-Ρωσσίας που υπογράφηκε το 1997 (ίσως δίχως τη συμμετοχή όλων των κρατών-μελών της Ε.Ε).
Επιστρέφοντας στο γεγονός ότι ο στόχος και ο λόγος ύπαρξης του ΝΑΤΟ δεν περιορίζεται στην ειρήνη και την ασφάλεια στην Ευρώπη (στόχο στον οποίο άλλωστε απέτυχε με την αδυναμία αποτροπής της εισβολής της Μόσχας στο κράτος του Κιέβου [V]), εκτός από τη συνεχή εμβάθυνση των σχέσεων του Οργανισμού Βορειοατλαντικού Συμφώνου με κράτη όπως η Κολομβία, το Μαρόκο και Ν. Κορέα, και την πρόσφατη σύνδεση της αποτροπής της Ρωσσίας με την άνοδο της Κίνας (δυϊσμός που θέτει τις Η.Π.Α προς στρατηγικών διλημμάτων [X]), αποκαλυπτική υπήρξε και η παλαιότερη αμερικανική άρνηση να συζητηθεί σοβαρά η είσοδος της Ρωσσίας στο ΝΑΤΟ (όταν είχε θέσει το ζήτημα υπό τη μορφή ερωτήματος ο ίδιος ο Πούτιν), μέσω της οποίας όχι μόνο θα διαμορφωνόταν μια πανευρωπαϊκή δομή ασφάλειας, αλλά θα λάμβανε σάρκα και οστά το πρώτο πραγματικά διηπειρωτικό σύστημα συλλογικής ασφάλειας πλανητικού εύρους στην ιστορία της ανθρωπότητας, που θα κάλυπτε το σύνολο του βορείου ημισφαιρίου.
Οι Αμερικανοί αρνήθηκαν να συζητήσουν σοβαρά μια τέτοια προοπτική πολύ απλά διότι πρώτον, η Ρωσσία είναι πολύ μεγάλη και πολύ ισχυρή για να γίνει κράτος-πελάτης (client state) ή δορυφορικό, εξαρτημένο, προστατευόμενο ή υποτελές κράτος, και δεν θα δεχόταν ποτέ εντολές ούτε θα υποτασσόταν στη βούληση της Ουάσιγκτον, όπως συμβαίνει με κράτη της Ευρώπης, ορισμένοι ηγέτες των οποίων θυμίζουν (ευρω)Σατράπηδες του Μεγάλου (υπερατλαντικού) Βασιλέως και, δεύτερον, οι Η.Π.Α προτιμούν να ηγεμονεύουν απόλυτα στο πλαίσιο του βορειοατλαντικού χώρου (Γαλλία και Γερμανία θα ενδυναμώνονταν vis-à-vis των Η.Π.Α με μια είσοδο της Ρωσσίας στο ΝΑΤΟ), χρησιμοποιώντας τον ως βάση και θεμέλιο για τις πλανητικές ηγεμονικές τους επιδιώξεις, παρά να κάνουν μη αναγκαίες παραχωρήσεις στο πλαίσιο του παγκόσμιου Βορρά.
Οι υποψηφιότητες για είσοδο στο ΝΑΤΟ μέχρι πρότινος στρατιωτικά ουδέτερων κρατών, ή καλύτερα αυτόνομων και μη ευθυγραμμισμένων κρατών από τη σκοπιά των συλλογικών δομών ασφάλειας, όπως η Φινλανδία, η Σουηδία και μελλοντικά πιθανόν η Ελβετία, δεν προκύπτουν απλώς από τη Ρωσσική απειλή, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τη Στοκχόλμη και τη Βέρνη. Σηματοδοτούν την έναρξη μιας νέας εποχής, όπου το ΝΑΤΟ καλύπτει τα γεωπολιτικά κενά τελειώνοντας με τις εδαφικές ασυνέχειες (χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι η Σουηδία και η Ελβετία). Η διαδικασία αυτή συσφίγγει φέρνοντας πιο κοντά ΝΑΤΟ και Ε.Ε, απομακρύνοντας παράλληλα την πιθανότητα μιας στρατηγικά αυτόνομης Ευρώπης. Επιπλέον, το ΝΑΤΟ αλλάζει την κλίμακά του, με δομές που έχουν στο επικέντρό τους τις Η.Π.Α (AUKUS, QSD/QUAD) σε μια προσπάθεια είτε να έρθει πιο κοντά ο Βόρειος Ατλαντικός με κράτη του λεγόμενου Ινδοειρηνικού, όπως η Αυστραλία, η Ιαπωνία και η Ινδία (με την τελευταία βέβαια να έχει διαφοροποιηθεί: εμείς δεν θα γίνουμε Ευρώπη, θα είμαστε συνεργαζόμενοι μεν στρατηγικά αυτόνομοι δε), είτε απλώς να παρακαμφθούν κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως συνέβη είκοσι χρόνια νωρίτερα με τον «συνασπισμό των προθύμων».
II
Η Ουάσιγκτον, σιωπηρά μεν ρητά δε, αναγνωρίζει πλέον ότι η παγκόσμια τάξη πραγμάτων και το διεθνές σύστημα έχουν ξεφύγει από τον έλεγχό της, μεταβάλλονται ανεξάρτητα από τις δικές της δυνάμεις, με συνέπεια να παραδέχεται ότι οι διεθνείς θεσμοί και οργανισμοί χρειάζονται «μεταρρύθμιση» (ένας ευφημισμός για την αλλαγή των κανόνων του παιχνιδιού προκειμένου να επανακτηθεί η εξουσία και ο έλεγχος). Οι Ηνωμένες Πολιτείες επιδιώκουν να είναι οι ίδιες, μαζί με ένα διευρυμένο συνασπισμό κρατών ο οποίος στον πυρήνά του θα έχει την ομάδα των επτά ανεπτυγμένων (G7), που θα αναμορφώσουν την παγκόσμια τάξη. Ωστόσο, τίθεται ζήτημα αξιοπιστίας, εμπιστοσύνης, κύρους και πειθούς: πως μπορεί κάποιος να είναι βέβαιος ότι η Ουάσινγκτον θα κάνει αυτό που δεν έκανε τα τελευταία 30 χρόνια, κατά τη διάρκεια των οποίων σπάνια εφάρμοζε όσα διακήρυττε; Όταν μάλιστα είναι ακριβώς το χάος και η αταξία που προκάλεσαν οι Η.Π.Α μεταψυχροπολεμικά, και ειδικότερα τις δύο τελευταίες δεκαετίες κατά τη διάρκεια των οποίων το αμερικανικό κράτος διεξήγαγε στρατιωτικές επιχειρήσεις και πολέμους σε περίπου από 80-85 κράτη. Από το 2001 και ύστερα έχουμε περισσότερα από 35 εκατομμύρια εσωτερικά και εξωτερικά εκτοπισμένους από κράτη όπως το Αφγανιστάν, το Ιράκ, η Συρία, η Λιβύη, η Υεμένη, η Σομαλία κ.λπ. Από αμερικανοκεντρική σκοπιά το κόστος αυτών των επιχειρήσεων άγγιξε τα 8 τρισεκατομμύρια [Brown University's Watson Institute for International and Public Affairs: The Costs of War]. Εν τω μεταξύ, είναι ζήτημα εάν από την ίδρυσή τους μέχρι σήμερα οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής έχουν ζήσει 20-25 χρόνια συνολικά δίχως πόλεμο. Επιπλέον, είναι ακριβώς η συνεχής επίκληση σε μια «διεθνή τάξη βασισμένη σε κανόνες» υπό τη συνοδεία της αλαζονείας και της υποκρισίας, καθώς και της αδιαφορίας της Ουάσινγκτον να οικοδομήσει μια παγκόσμια τάξη που θα εξυπηρετεί πολλές διαφορετικές περιοχές του πλανήτη, που έχει συμβάλλει σε μια ευρύτερη αντίδραση και αναδιάταξη η οποία λαμβάνει χώρα σε διεθνές επίπεδο. Βασικά είναι ακριβώς αυτοί οι αμερικανικοί «κανόνες» και αυτή η αμερικανοκεντρική και αμερικανοκινούμενη ηγεμονική τάξη, που αξίωνε κυριαρχία σε ολόκληρο τον πλανήτη, που αποτέλεσαν, και συνεχίζουν να αποτελούν, τον μεγαλύτερο αποσταθεροποιητικό παράγοντα για την παγκόσμια ειρήνη, τάξη και ασφάλεια.
Παρ'όλ'αυτά, και ανεξάρτητα από την όποια υποκειμενική απάντηση σε τέτοιους προβληματισμούς, μια μερική έστω προσπάθεια αμερικανικής ηγεμονικής επαναβεβαίωσης έχει να αντιμετωπίσει αντικειμενικά δυσεπίλυτα προβλήματα και ανυπέρβλητα εμπόδια. Ας δούμε ορισμένα από τα κεντρικότερα.
Αρχικά, για να ξεκινήσουμε από τα λιγότερο σημαντικά, μια στρατηγική που θα περιλαμβάνει την διεύρυνση των G7 σε D10 (περισσότερα αμέσως παρακάτω), την επέκταση και τον μετασχηματισμό του Οργανισμού Βορειοατλαντικού Συμφώνου, και συνεργασίες μεταξύ κρατών-μελών του ΝΑΤΟ, της AUKUS (Ηνωμένο Βασίλειο και Αυστραλία) και της QSD/QUAD (Ινδία, Ιαπωνία, Αυστραλία) με επίκεντρο τις Η.Π.Α, εμπεριέχει έντονα τη σφραγίδα του δημοκρατικού κόμματος και στοιχεία φιλελεύθερης πολυμέρειας με αμερικανικό ηγεμονικό πρόσημο. Αν και υπάρχει συναίνεση τόσο στο εσωτερικό του αμερικανικού πολιτικού συστήματος όσο και μεταξύ του φανερού ή δημόσιου και του βαθέος, αφανούς και αθόρυβου κράτους, π.χ σε ό,τι αφορά την Κίνα, το σύνολο μιας τέτοιας στρατηγικής είναι πιθανό να αντιμετωπίσει δυσκολίες σε ένα πλαίσιο που θα εμπεριέχει περισσότερα στοιχεία νεοσυντηρητισμού και μονομέρειας. Πάντοτε, σε ό,τι αφορά τις ενδοδυτικές διατλαντικές σχέσεις, έχει σημασία το μείγμα νεοφιλελευθερισμού, νεοσυντηρητισμού και νεοεθνικισμού, πολυμέρειας και μονομέρειας. Παραδείγματος χάριν, με τη Μέρκελ στη Γερμανία και τον Τραμπ στις Η.Π.Α, η εισβολή στην Ουκρανία πιθανώς να μην συνέβαινε τώρα, δηλαδή ο πόλεμος ίσως να είχε αποφευχθεί, όχι οριστικά και τελικά αλλά πρόσκαιρα (εξέλιξη που δεν θα ήταν άνευ σημασίας καθώς ο χρόνος ούτε ουδέτερος είναι, ούτε κυλάει με τον ίδιο τρόπο για όλα τα κράτη), αλλά ακόμη και εάν τελικά αποδεικνυόταν αδύνατον να υπάρξει έστω πρόσκαιρη αποτροπή του, δηλαδή αν ο πόλεμος λάμβανε χώρα όπως συμβαίνει τώρα, είναι πολύ πιθανό να είχε διαφορετική εξέλιξη από την τωρινή, ή να μην είχε προσλάβει μια τόσο έντονα συστημική διάσταση, όπως αυτή που έχει αποκτήσει στην τρέχουσα συγκυρία. Επιπλέον, μια πιθανή επιστροφή του Τραμπ το 2024, ή μια ένταση ανάμεσα στις δύο ακτές του Ατλαντικού με αφορμή το εμπόριο ή την ασφάλεια, θα μπορούσε να θέσει εν αμφιβόλω βασικά στοιχεία μιας τέτοιας στρατηγικής. Θυμίζω ότι η αποθέωση της κεντρικότητας των Ηνωμένων Πολιτειών σε εμπορικό επίπεδο στην εξωτερική-παγκόσμια διάσταση από θεσμοκεντρική σκοπιά, που σηματοδοτήθηκε με τη βραχύβια συνύπαρξη του Συμφώνου Συνεργασίας των Δύο Πλευρών του Ειρηνικού (TPP), της Συμφωνίας Ελεύθερου Εμπορίου Βόρειας Αμερικής (NAFTA) και της Διατλαντικής Εταιρικής Σχέσης Εμπορίου (TTIP), τελικά συνδυάστηκε με την άνοδο του Τραμπ στην εξουσία στο εσωτερικό του αμερικανικού κράτους, που οδήγησε στην αποχώρηση από την πρώτη (TPP), την υποκατάσταση και ήπια αναπροσαρμογή της δεύτερης (NAFTA/USMCA) και τον τερματισμό της τρίτης (TTIP), για να καταλήξει σε έναν εμπορικό πόλεμο μικρής διάρκειας και υψηλής έντασης μεταξύ Η.Π.Α-Ε.Ε και σε ενδοΝΑΤΟϊκές εντάσεις.
Επιπροσθέτως, οι φυγόκεντρες δυνάμεις στο ευρωπαϊκό σκέλος του παγκόσμιου Βορρά (Ε.Ε) και στο εσωτερικό του ΝΑΤΟ, που θα είναι ενεργητικές-δυναμικές και άρα περισσότερο επικίνδυνες, θα φανούν όταν έρθει η ώρα μιας εντονότερης πόλωσης vis-à-vis της Κίνας. Οι διαφοροποιήσεις και οι φυγόκεντρες τάσεις σε ό,τι αφορά τη Ρωσσία είναι σχετικά ήπιες από πλευράς έντασης και παθητικές-αρνητικές: προκύπτουν είτε ως επιπτώσεις και αποτελέσματα είτε ως αρνήσεις δυτικών αποφάσεων, παρόλο που είναι περισσότερο συστημικές και ουσιαστικές στη μακρά διάρκεια. Όπως η Ινδία δεν μπορεί να γίνει Ε.Ε σε ό,τι αφορά τη Μόσχα έτσι και η Ευρώπη δεν μπορεί να γίνει Ιαπωνία σε ό,τι αφορά το Πεκίνο. Οι διαφοροποιήσεις στις δύο ακτές του Ατλαντικού, με αφορμή μια πιο συγκρουσιακή συνθήκη ή μια πιθανή στρατιωτική ένταση μεταξύ Η.Π.Α και Κίνας, θα χαρακτηριστούν από περισσότερες πιέσεις και τριβές και θα έχουν μεγαλύτερη ένταση εντός μικρού χρονικού διαστήματος – και ας έχουμε υπόψη μας ότι η πίεση και η τριβή αρκούν από μόνες τους για να μετατραπεί το κάρβουνο σε διαμάντι.
Οι οικονομικές κυρώσεις και οι πάσης φύσεως απαγορεύσεις δεν περιορίζονται απλώς στην απομόνωση της Ρωσσίας, με απώτερη επιδίωξη την ανάσχεση και τον περιορισμό της Κίνας, αλλά έμμεσα και δια της πλαγίας οδού στοχεύουν επιπλέον και όσα κράτη ακολουθούν μια περισσότερο ανεξάρτητη και αυτόνομη πολιτική, όπως η Ινδία, η Γαλλία, η Τουρκία και μέχρι πρότινος μερικώς η Ιταλία, σε μικρότερο βαθμό η Σουηδία κ.λπ (για να περιοριστούμε σε παραδείγματα κρατών που είναι θεσμικά συσχετιζόμενα και συνεργαζόμενα με τις Η.Π.Α). Τόσο εντός όσο και εκτός της λεγόμενης Δύσης, ο αριθμός των κρατών που επιδιώκουν να ακολουθήσουν μια τέτοια πορεία στο διεθνές στερέωμα συνεχώς αυξάνεται παρά την πρόσφατη, με αφορμή τον πόλεμο στην Ουκρανία, και ομολογουμένως επιτυχημένη, μέχρι στιγμής, προσπάθεια αστυνόμευσης των κρατών κυρίως στο εσωτερικό της Ε.Ε, η οποία πλέον φαντάζει ως παράρτημα του ΝΑΤΟ και όχι ως αυτόνομη οντότητα και ανεξάρτητο υποκείμενο που έχει τη δική του βούληση και παίρνει τις δικες του αποφάσεις. Ωστόσο, στην παγκόσμια κλίμακα είναι εξαιρετικά δύσκολο να αντιστραφεί μια τέτοια πορεία και κίνηση, όπως αποδεικνύει η σχεδόν μηδενική συμμετοχή στις κυρώσεις εις βάρος της Ρωσσίας εκτός του πλαισίου G7-ΝΑΤΟ-AUKUS, με εξαιρέσεις τη Ν. Κορέα και τη Σιγκαπούρη.
Αν δεν είναι αλαζονικό σίγουρα είναι ανόητο, οι Ηνωμένες Πολιτείες να ζητούν από σοβαρά και κυρίαρχα κράτη να εγκαταλείψουν ή να καταστρέψουν τις σχέσεις τους με τη Ρωσσία ή την Κίνα, όταν αυτές βασίζονται σε αμοιβαίο συμφέρον και σεβασμό, προκειμένου να ικανοποιήσουν αμερικανικές ηγεμονικές φιλοδοξίες και μονοπολικές αυταπάτες. Κανένα κυρίαρχο έθνος που σέβεται τον εαυτό του και επιδιώκει την ευημερία του λαού του δεν πρόκειται να πράξει ποτέ κάτι τέτοιο.
Πιο συγκεκριμένα, σε ό,τι αφορά τον ιδιαίτερο δρόμο της Ινδίας, τις επιλογές και τη στάση του Νέου Δελχί, θα πρέπει εν συντομία να επισημάνουμε τα εξής. Σε ερώτηση που τέθηκε το 2019 στον Ινδό υπουργό εξωτερικών Subrahmanyam Jaishankar σχετικά με το εάν το Νέο Δελχί θα πρέπει να επιλέξει πλευρά μεταξύ Η.Π.Α και Κίνας, ο τελευταίος δήλωσε: «η Ινδία πρέπει να πάρει θέση και να διαλέξει πλευρά: τη δική μας [ινδική] πλευρά».
Επιπλέον, στο βιβλίο του με τίτλο “The India Way: Strategies for an Uncertain World”, που κυκλοφόρησε το 2020, ο Υπ.Εξ της Ινδίας σημειώνει:
Από πολλές απόψεις, η πρόοδος της Ινδίας τα τελευταία πέντε χρόνια έχει μπερδέψει όσους δεν μπόρεσαν ή δεν ήθελαν να υπερβούν το παλιό πλαίσιο ανάλυσης. Οι προσδοκίες ότι η αμερικανική πολιτική της Ινδίας θα βασιζόταν αρχικά στην ιδεολογία μιας κυβέρνησης ή στη συνέχεια στον εθνικισμό μιας άλλης, αποδείχθηκαν εσφαλμένες. Το γεγονός ότι η Ινδία μπορούσε να παραμένει αμετακίνητη σε βασικές της ανησυχίες και παράλληλα να οικοδομήσει μια σταθερή σχέση με την Κίνα δεν εκτιμήθηκε αρκετά. Η δομική βάση για τους δεσμούς με τη Ρωσία υποτιμάται, όπως επίσης και η συνάφεια της Ευρώπης και της Ιαπωνίας με τη σύγχρονη Ινδία... Το αμερικανικό ενδιαφέρον για συνεργασία με την Ινδία είναι εμφανές εδώ και δύο δεκαετίες, και τώρα έχει επιταχυνθεί περαιτέρω. Η Ρωσία παραμένει ένας προνομιούχος εταίρος με τον οποίο η γεωπολιτική σύγκλιση αποτελεί βασικό στοιχείο ακόμη και σε μεταβαλλόμενες συνθήκες.
Τέλος, αναφερόμενος στις σχέσεις Νέου Δελχί-Πεκίνου, μεταξύ άλλων, ο Jaishankar επισημαίνει:
Όταν βλέπουν πέρα από το εθνικό συμφέρον, οι δύο χώρες συγκλίνουν πράγματι στην προσπάθειά τους να δημιουργήσουν έναν πιο ισορροπημένο κόσμο. Είτε πρόκειται για τη διασφάλιση μιας ισχυρής και σταθερής Ρωσίας, μιας Αφρικής με περισσότερες επιλογές, είτε για την αποτροπή φονταμενταλιστικών στοιχείων στην εσωτερική τους ετερογένεια, τα συμφέροντά τους επικαλύπτονται... Σε διεθνείς διαπραγματεύσεις, μερικές φορές βρίσκονται στην ίδια πλευρά των επιχειρημάτων... όταν οι ηγέτες των δύο χωρών συναντήθηκαν στην Αστάνα, κατέληξαν σε συναίνεση σε μια εποχή παγκόσμιας αβεβαιότητας, μεταβάλλοντας τις σχέσεις τους σε παράγοντα σταθερότητας. Ινδία και Κίνα δεν πρέπει να επιτρέψουν οι διαφορές τους να γίνουν διαφωνίες. Και κάτι τέτοιο αποκαλύπτει ότι παρ'όλες τις αποκλίσεις τους, υπάρχει μια στρατηγική ωριμότητα μεταξύ τους.
Αν λάβει κανείς υπόψη του το γεγονός ότι η προσέγγιση και η στάση του Νέου Δελχί απέναντι στη Μόσχα, αλλά και το Πεκίνο, δεν ταυτίζεται με την Ουάσινγκτον, αλλά ούτε και με το Τόκιο, τότε δεν παραξενεύεται που η Ινδία αρνείται να δει την QSD/QUAD ως «ασιατικό ΝΑΤΟ» και να επιβάλλει κυρώσεις στη Ρωσσία, ή να ευθυγραμμιστεί όχι απλώς με τις Η.Π.Α αλλά συνολικά με την ομάδα των επτά (G7), δηλαδή με τον πυρήνα του παγκόσμιου Βορρά.
III
Η ομάδα των επτά πλουσιοτέρων και ανεπτυγμένων κρατών (G7) και το τριπλό οικονομικό-πολιτικό κέντρο ισχύος (Β. Αμερική, Ευρώπη, αγκυροβόλια Ασίας Ειρηνικού), έχει αποδυναμωθεί στο εσωτερικό της ομάδας των είκοσι (G20) και συγκριτικά με τον υπόλοιπο πλανήτη (Νότος). Η διηπειρωτική σύμπτυξη και συσπείρωση Β. Αμερικής (Η.Π.Α, Καναδάς), Ευρώπης (Γερμανία, Βρετανία, Γαλλία, Ιταλία) και των αγκυροβολίων της Ασίας του Ειρηνικού (Ιαπωνία, Ν. Κορέα), στο πλαίσιο ενός ολοκληρωτικού μη κινητικού-φυσικού πολέμου εναντίον της Ευρασίας (Ρωσσία), που εξελίσσεται στο εσωτερικό του παγκόσμιου Βορρά στον άξονα Δύσης-Ανατολής, με αφορμή τον εδαφικό κινητικό πόλεμο που διεξάγεται στην Ουκρανία, εάν οδηγούσε σε κατάρρευση της Ρωσσίας (άρα συνακόλουθα της Ευρασίας) θα μπορούσε να προσφέρει ανάσα ζωής, αναβαθμίζοντας την ομάδα των επτά (G7) στο εσωτερικό της ομάδας των είκοσι (G20). Εντούτοις, ανεξάρτητα από την εξέλιξη αυτής της διαμάχης (G7 vs Ρωσσία), η οποία ούτε εξελίσσεται τόσο ευνοϊκά ή εύκολα όσο θα περίμεναν κάποιοι στη Δύση ούτε τα αποτελέσματά της έχουν γίνει πλήρως αισθητά και αντιληπτά (όπως θα αρχίσει να συμβαίνει σταδιακά ολοένα και πιο έντονα από το φθινόπωρο και μετά), το πιθανότερο είναι να οδηγηθούμε σε διαίρεση στο εσωτερικό των G20. Επιπλέον, διαφοροποιήσεις παρατηρούνται και στο εσωτερικό των G7, σε ό,τι αφορά τόσο την επίλυση του Ουκρανικού ζητήματος όσο και την διαχείριση της κρίσης στις σχέσεις με τη Ρωσσία. Ακόμη και σήμερα, η στάση της Γαλλίας διαφοροποιείται αισθητά συγκριτικά με τη Βρετανία, γεγονός που φανερώνει την διαχρονικά υποβόσκουσα ένταση μεταξύ ωκεάνιας Αγγλόσφαιρας και ηπειρωτικής Ευρώπης, που στο εσωτερικό της ηπείρου οδηγεί σε διαφοροποιήσεις ανάμεσα σε ένα περισσότερο ατλαντικό και αγγλοσαξονικό τόξο από τη μια μεριά, που ξεκινά από τη Βρετανία και τη Νορβηγία στη Βόρεια Θάλασσα, και μέσω της Δανίας, των ακτών της Βαλτικής και της διασύνδεσης με τον Εύξεινο (Πολωνία και Ουκρανία) καταλήγει στην Τουρκία, και από την άλλη μεριά σε ένα περισσότερο ηπειρωτικό και φραγκικό τόξο του άνω και μέσου Ρήνου που φτάνει μέχρι την Ευρώπη του άνω και μέσου Δούναβη, με τις εκβολές και τα δέλτα και των δύο ποταμών βέβαια (Ολλανδία και Ρουμανία) να βρίσκονται επίσης πιο κοντά στο ατλαντικό τόξο (το Άμστερνταμ αμφιταλαντεύεται κατά καιρούς περισσότερο από το Βουκουρέστι), περικυκλώνοντας την Ευρώπη του Ρήνου και τα κεντρικά ιδρυτικά κράτη-μέλη της παλαιάς Ε.Ο.Κ (σε αυτό το περισσότερο γερμανικό πεδίο επιρροής θα μπορούσαν να ενταχθούν η Σουηδία και η Φινλανδία, και υπό αυτή τη σκοπιά η ένταση Τουρκίας-Σουηδίας μπορεί να αναγνωσθεί και ως ενδοΝΑΤΟϊκή εξισορρόπηση της Τουρκίας έναντι της Γερμανίας, ή ως ατλαντικός vs ηπειρωτικός ενδο-ευρωπαϊκός/ΝΑΤΟϊκός πόλος κ.λπ. Αυτές οι αποκλίσεις είναι πιθανότερο να παγιωθούν ή να βαθύνουν, παρά να αναστραφούν σε βάθος χρόνου. Από τη μεριά της, η Ρωσσία το τελευταίο χρονικό διάστημα μιλα για αναδυόμενη συμμαχία Γερμανίας-Πολωνίας. Προς το παρόν, ένας τέτοιος χαρακτηρισμός είναι υπερβολικός και μάλλον εμπεριέχει κυρίως πολεμική διάσταση: συγκεκριμένα την επικαιροποιημένη επαναφορά της Συμφωνίας του Μονάχου του 1938 μέσω του παραλληλισμού Τσεχοσλοβακίας-Ουκρανίας, και του Συμφώνου μη Επίθεσης Γερμανίας-Πολωνίας το 1934. Όλα αυτά ασφαλώς παραπέμπουν ιστορικά σε προσπάθειες πολυδιάσπασης της Ρωσσίας και οικοδομήησης μιας Κοινοπολιτείας υπό την ηγεσίας της Πολωνίας στο πλαίσιο του Intermarium, στο οποίο παραπέμπει στις μέρες μας η Πρωτοβουλία των Τριών Θαλασσών, που μέσω και της συνεργασίας και της Τουρκίας θα μπορούσε να λειτουργήσει εξισορροπητικά τόσο ως προς τη Γερμανία όσο και ως προς τη Ρωσσία. Όπως και να 'χει, εάν λάμβανε χώρα μια συμμαχία Βερολίνου-Βαρσοβίας στην πράξη, τότε θα βλέπαμε μια πραγματικά αγριεμένη Μόσχα.
Γενικότερα, η συνεχής επέκταση του Οργανισμού Βορειοατλαντικού Συμφώνου υπερεκτιμά τη δύναμη, τη συνοχή και την κοινότητα συμφερόντων και αξιών μεταξύ των ΝΑΤΟϊκών κρατών, και συσσωρεύει ολοένα και περισσότερες αντιθέσεις στο εσωτερικό του ευρωαμερικανικού διατλαντικού χώρου. Η συναίνεση και η συνοχή 35-40 κρατών (NATO30/32, G7, D10) vis-à-vis τη Ρωσσία, είναι αδύνατον να θεωρηθεί δεδομένη μεσοπρόθεσμα. Η συσπείρωση, η επιθυμία και η βούληση σταδιακά θα αποδυναμωθεί, όχι μόνο λόγω μιας σειράς εσωτερικών προβλημάτων και κρίσεων που θα προκύψουν σε αυτές τις χώρες ως αποτέλεσμα της συστημικής αποσύνδεσης και της αντιπαράθεσης με τη Μόσχα (που θα μπορούσε δυνητικά να μετατρέψει την Ευρώπη σε πολιτικό σκορποχώρι), ή επειδή εκτός από μια τεράστια και ισχυρή χώρα η Ρωσσία επιπλέον αποτελεί ένα συστημικό κράτος για τα παγκόσμια πράγματα και έναν αληθινό γίγαντα στο πεδίο των φυσικών εμπορεύσιμων αγαθών, αλλά κυρίως διότι το διεθνές περιβάλλον δεν είναι ευνοϊκό για μια τέτοια προσπάθεια, συγκριτικά με τριάντα χρόνια νωρίτερα, όπως φανερώνει η μη ευθυγράμμιση και γενικότερα η στάση μιας σειράς κρατών, από τη Σαουδική Αραβία και την Αίγυπτο, μέχρι την Ινδονησία και το Μεξικό, ή ακόμα-ακόμα και το Ισραήλ σε ένα βαθμό. Επιπλέον, η χαλάρωση της συνοχής και η συσσώρευση αντιθέσεων θα ενισχυθεί από την ανάπτυξη συνεργασιών με δομές όπως η AUKUS και η QSD/QUAD, με την τελευταία να αποτελεί έκφραση της προσπάθειας διεύρυνσης της ομάδας G7 σε D10, μέσω της προσθήκης της Ινδίας, της Αυστραλίας και της Ν. Κορέας, ή ακόμη και της Ν. Αφρικής μελλοντικά, στις επτά πλουσιότερες αναπτυγμένες οικονομικά χώρες, υπό το πολιτικό λάβαρο των δέκα ή έντεκα ηγέτιδων δημοκρατιών. Οι διαφοροποιήσεις Ινδίας και Τουρκίας σχετικά με τη Ρωσσία (επιβολή κυρώσεων, διεύρυνση ΝΑΤΟ κ.λπ) ουσιαστικά αποτελούν συμπτώματα της εξωτερικής αδυναμίας των G7, της αποδυνάμωσης της συνοχής του ΝΑΤΟ, και της συσσώρευσης εσωτερικών αντιθέσεων λόγω διευρύνσεων (G7 σε D-10/11, NATO-19 σε NATO-30/32).
Ειδικότερα, η επιδιωκόμενη διεύρυνση των G7 σε D-10/11, δεν είναι τίποτα περισσότερο από την προσπάθεια ολοκληρωτικής συσπείρωσης του παγκόσμιου Βορρά σε συνδυασμό με την παράλληλη επιδίωξη απόκτησης ερεισμάτων στον παγκόσμιο Νότο, δηλαδή αποτελεί μια διαδικασία στο πλαίσιο της μεταστροφής του άξονα Ανατολής-Δύσης προς τον άξονα Βορρά-Νότου, μέσω της ιδεολογικής και πολεμικής χρήσης του λόγου περί δημοκρατίας ως νομιμοποιητικού εργαλείου.
Και είναι ιδεολογική και πολεμική η συγκεκριμένη χρήση διότι προϋποθέτει την αποκλειστικότητα Ουάσινγκτον και Βρυξελλών να ερμηνεύουν δεσμευτικά για όλους τους υπολοίπους τι είναι και τι δεν είναι «δημοκρατία». Και όποιος ερμηνεύει δεσμευτικά για όλους, δηλαδή αυτός που επιβάλλει τη δική του ερμηνεία στους υπολοίπους, είναι κυρίαρχος. Ουσιαστικά μιλάμε για μια οικουμενική αξίωση ισχύος από πλευράς Δύσης. Όμως, όταν οι πολυπληθέστερες και μεγαλύτερες δημοκρατίες στον πλανήτη, πέρα από τις Η.Π.Α, είναι η Ινδία και η Ινδονησία στο πλαίσιο ενός αναδυόμενου κόσμου, και το πολιτικό κέντρο βάρους μεταφέρεται από τον Βόρειο Ατλαντικό στην περιοχή του Ινδικού Ωκεανού, και όταν η δημοκρατία από ευρωκεντρική και δυτικοκεντρική μετασχηματίζεται σε πλανητική, αποκτώντας πολλαπλά εξωδυτικά κέντρα (έμμεση παραδοχή αυτής της κατάστασης αποτελεί άλλωστε και η απόπειρα δημιουργίας της ομάδας D10/11), και τέλος όταν η Κίνα και η Ρωσσία όχι μόνο δεν απορρίπτουν την δημοκρατία, παρά μιλούν για την «δημοκρατία ως οικουμενική αξία και όχι ως προνόμιο μεμονωμένων κρατών», τότε κινούμαστε με ταχύτατους ρυθμούς από τον δυτικοκεντρικό μονοπολισμό μιας δεσμευτικής ερμηνείας που αξιώνει αποκλειστικότητα σε παγκόσμιο επίπεδο, σε αποδυτικοποίηση και πολυκεντρισμό και στο πεδίο της πλανητικής πολιτικής.
Ας μείνουμε λίγο παραπάνω στις αντιλήψεις περί δημοκρατίας και στον τρόπο που προσεγγίζουν το ζήτημα τα λεγόμενα «αυταρχικά κράτη», όπως χαρακτηρίζονται το Πεκίνο και η Μόσχα από τους Αμερικανούς στο πλαίσιο της προσπάθειας επιβολής του ιδεολογικού δίπολου «Δημοκρατίες-Αυταρχίες» στον υπόλοιπο πλανήτη. Στην κοινή δήλωση της Ρωσικής Ομοσπονδίας και της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, που έγινε στις 4 Φεβρουαρίου 2022, μεταξύ άλλων, τα δύο κράτη δήλωσαν ότι:
Η δημοκρατία δεν ακολουθεί κάποιο πρότυπο. Ανάλογα με την κοινωνικοπολιτική δομή, την ιστορία, τις παραδόσεις και τις πολιτιστικές ιδιαιτερότητες ενός συγκεκριμένου κράτους, ο λαός του έχει το δικαίωμα να επιλέγει μορφές και μεθόδους εφαρμογής της δημοκρατίας που ανταποκρίνονται στις ιδιαιτερότητες του κράτους αυτού.
Η συγκεκριμένη αναφορά σχετίζεται άμεσα με όσα είχαν δημοσιεύτει πριν από δύο χρόνια και θα πρέπει να ιδωθεί υπό το φως όσων έχω αναδείξει για την κρίση του διανοητικού οικοδομήματος και θεμελιωδών κοσμικών δογμάτων των τελευταίων αιώνων. Όμως ας προχωρήσουμε.
Συνεχίζουν, λοιπόν, στην κοινή τους δήλωση Πεκίνο και Μόσχα:
Τα Μέρη επισημαίνουν ότι οι δημοκρατικές αρχές πρέπει να εφαρμόζονται όχι μόνο σε επίπεδο εγχώριας διακυβέρνησης, αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο. Οι προσπάθειες μεμονωμένων κρατών να επιβάλουν τα «δημοκρατικά τους πρότυπα» σε άλλες χώρες, να διεκδικήσουν το μονοπώλιο της αξιολόγησης της συμμόρφωσης με τα δημοκρατικά κριτήρια, να χαράξουν διαχωριστικές γραμμές με βάση ιδεολογικές κατευθύνσεις, μεταξύ άλλων μέσω της δημιουργίας κλειστών μπλοκ και συμμαχιών σκοπιμοτήτων, αποτελούν στην πραγματικότητα παραδείγματα περιφρόνησης της δημοκρατίας και υπαναχώρησης από το πνεύμα και τις αληθινές αξίες της. Τέτοιες απόπειρες ανάληψης ηγεμονικού ρόλου αποτελούν σοβαρή απειλή για την παγκόσμια και περιφερειακή ειρήνη και σταθερότητα και υπονομεύουν τη βιωσιμότητα της παγκόσμιας τάξης πραγμάτων.
Εν τω μεταξύ, σε διαβούλευση που πραγματοποιήθηκε πρόσφατα μέσω εικονικής συνάντησης στο πλαίσιο της νέας πρωτοβουλίας BRICS+, εκτός από τα βασικά κράτη-μέλη (Βραζιλία, Ρωσσία, Ινδία, Κίνα, Ν. Αφρικη) συμμετείχαν επιπλέον αντιπρόσωποι και υπουργοί εξωτερικών από τα εξής κράτη: Αίγυπτος, Σαουδική Αραβία και Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, Καζακστάν, Νιγηρία και Σενεγάλη, Ταϊλάνδη, Ινδονησία και Αργεντινή.
Τέλος, ο Subrahmanyam Jaishankar (Υπ.Εξ Ινδίας), με αφορμή ερώτηση που του έγινε αναφορικά με την ανησυχία που εξέφρασε πρόσφατα ο Antony Blinken για την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Ινδία, δήλωσε: «Οι άνθρωποι δικαιούνται να έχουν απόψεις για εμάς. Αλλά και εμείς δικαιούμαστε εξίσου να έχουμε απόψεις για τα συμφέροντά τους, τα λόμπι και τις τράπεζες που παρασύρουν σε αυτές τις απόψεις... Θα σας έλεγα, επίσης, ότι και εμείς έχουμε τις δικές μας απόψεις για την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των άλλων, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών.».
Έχουμε εισέλθει σε μια εποχή όπου Ουάσιγκτον και Βρυξέλλες όχι απλώς δεν θα είναι οι μόνες που θα κυριαρχούν στο βασίλειο των κανονιστικών ρυθμίσεων, αλλά θα χάσουν και την αποκλειστικότητα της δεσμευτικής ερμηνείας για τους υπολοίπους, δηλαδή τη βασική οικουμενική αξίωση ισχύος που εκφράζουν Ευρώπη και Δύση εδώ και περίπου δύο αιώνες.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες, ο Βόρειος Ατλαντικός και ευρύτερα η λεγόμενη Συλλογική Δύση, έχουν μικρύνει και αποδυναμωθεί οικονομικά, πολιτικά, δημογραφικά και στρατιωτικά, συγκριτικά με την περίοδο έναρξης της μονοπολικής στιγμής κυριαρχίας των Η.Π.Α, στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Κατά τη διάρκεια των τριών τελευταίων δεκαετιών έχει λάβει χώρα μια σταδιακή ανακατανομή της ισορροπίας της παγκόσμιας ισχύος. Την δεκαετία του 2020 ο κόσμος εκτός του πλανητικού Βορρά έχει γιγαντωθεί και είναι περισσότερο δυναμικός, η Δύση έχει συρρικνωθεί και έχει γεράσει, με τις κεντρικές της δυνάμεις να εκπροσωπούν μια ολοένα και μικρότερη μειοψηφία στο διεθνές στερέωμα, ενώ το παγκόσμιο εκκρεμές έχει μετακινηθεί από το ευρωαμερικανικό διατλαντικό κέντρο, προς το βαρυτικό πεδίο του ογκόλιθου που ονομάζουμε «Ασία». Μια μετακίνηση, όμως, που δεν θα πρέπει να μας παραπλανήσει να πιστέψουμε ότι οδηγούμαστε προς έναν νέο διπολισμό, διότι τέτοιες τάσεις, στο βαθμό που ενδυναμωθούν ή γίνουν πιο ευκρινείς, δεν θα αποτελούν τίποτα περισσότερο από παράγοντες διαμόρφωσης μιας πολωτικής φάσης που θα οριοθετήσουν το πεδίο σύγκρουσης κατά την οριστική μετάβαση προς μια νέα πλανητική τάξη. Με διαφορετικά λόγια, ένας επιδιωκόμενος νέος διπολισμός δεν μπορεί παρά να αποτελεί μια παροδική και μεταβατική συνθήκη, όχι τέλος ή ορίζοντα. Συν τοις άλλοις, τα επίδικα της εποχής μας, με κεντρικότερο από αυτά να είναι η ολοκλήρωση της εποχής της μεγάλης παρέκκλισης, είναι πολύ μεγαλύτερα από την αντιπαράθεση Η.Π.Α-Κίνας, και είναι ανεξάρτητα τόσο από έναν υποθετικό νέο ψυχρού ή θερμού τύπου πολεμικό διπολισμό μεταξύ Ουάσινγκτον και Πεκίνου όσο και από κάποια ανέφικτη νέα μονοπολική κυριαρχία.
Τέλος, την τρέχουσα δεκαετία, το παγκόσμιο περιβάλλον είναι πολύ περισσότερο πολυ-κεντρικό/πολικό σε σχέση με τριάντα ή πενήντα χρόνια νωρίτερα, και η οικονομική, πολιτική και στρατιωτική ισχύς έχει διαχυθεί σε μεγάλο βαθμό περιφερειακά. Υπό αυτή την έννοια, είναι πιθανότερο να καταστεί η Δύση εσωτερικά περισσότερο πολυπολική, δηλαδή να εσωτερικεύσει στοιχεία του εξωτερικού διεθνούς και παγκόσμιου περιβάλλοντος, ή να οδηγηθούμε σε πολυδιάσπαση της Δύσης, σε περίπτωση που η αύξηση των εσωτερικών αντιθέσεων συνδυαστεί με αδυναμία διαχείρισης του εξωτερικού περιβάλλοντος, παρά να μετασχηματιστεί ολοκληρωτικά το παγκόσμιο περιβάλλον και να ομογενοποιηθεί στη βάση ενός διευρυμένου αμερικανοκεντρικού ή Δυτικοκεντρικού άξονα.
.~`~.
Αν θεωρείτε πως ο χρόνος που αφιερώνεται και οι ιδέες που εκφράζονται έχουν αξία, μπορείτε να χρησιμοποιήσετε το κουμπί Donate, προκειμένου να συμβάλλετε στην απρόσκοπτη συνέχιση του εγχειρήματος της Κοσμοϊδιογλωσσίας. Ευχαριστώ.
3 | 6 | 3 μ.Κ ~ Year ΙΙΙ AQ | 2022