Quantcast
Channel: Κοσμοϊδιογλωσσία
Viewing all articles
Browse latest Browse all 1486

Από την ύπαιθρο στην κοσμόπολη και από τον πνευματικό στον τεχνικό πολιτισμό και τον «τελευταίο άνθρωπο».

$
0
0

Περιεχόμενα

I. Πνευματικός και τεχνικός πολιτισμός

II. Από το χωριό στην πόλη: Πόλη και ύπαιθρος (και η ψυχή της πόλης)

III. Από την πόλη στην κοσμόπολη: Κοσμόπολη και επαρχία

- Πρώτη ιστορική γέφυρα

IV. Ο πέτρινος κολοσσός της κοσμόπολης ως τέλος κάθε μεγάλου πολιτισμού

V. Κοσμόπολη, στειρότητα και αποσύνθεση. Η στειρότητα του τεχνικά πολιτισμένου ανθρώπου και ο «τελευταίος άνθρωπος» των κοσμοπόλεων

- Δεύτερη ιστορική γέφυρα

VI. Τεχνικός πολιτισμός, εξάπλωση και διάδοση

- Σημειώσεις και επισημάνσεις

- Bonus: Αγροτόσπιτο, καλλιέργεια, μόνιμη εγκατάσταση και επιστημονική φαντασία

- Τελική Επισήμανση

Ακολουθούν αποσπάσματα από βιβλίο, πληροφορίες για το οποίο υπάρχουν στο τέλος. Εντός αγκύλης υπάρχουν είτε μικρά πρόσθετα αποσπάσματα από διαφορετικά σημεία είτε σύντομες εμβόλιμες προσθήκες.


I
Πνευματικός και τεχνικός πολιτισμός

Τι είναι ο τεχνικός πολιτισμός (Zivilisation), εννοούμενος ως οργανικό-λογικό επακόλουθο, ως ολοκλήρωση και έκβαση ενός πνεύματικού πολιτισμού (Kultur). Κάθε πνευματικός πολιτισμός έχει τον δικό του τεχνικό πολιτισμό. Πρώτη φορά σε αυτό το σημείο χρησιμοποιούμε αυτές τις δύο λέξεις, οι οποίες μέχρι τώρα δήλωναν μια αόριστη διαφορά ηθικού τύπου υπό μια περιοδική έννοια, ως εκφράσεις μιας αυστηρής και αναγκαίας οργανικής διαδοχικότητας. Ο τεχνικός πολιτισμός είναι το αδήριτο πεπρωμένο ενός πνευματικού πολιτισμού... Οι τεχνικοί πολιτισμοί είναι οι ακρότατες και πιο τεχνητές καταστάσεις για τις οποίες είναι ικανό ένα ανώτερο είδος ανθρώπου. Είναι μια κατακλείδα'ακολουθούν το γίγνεσθαι ως αποπερατωμένα γεγονότα, τη ζωή ως θάνατος, την εξέλιξη ως ακαμψία, την ύπαιθρο και την ψυχική παιδική ηλικία... ως πνευματικά γερατειά και πέτρινη και απολιθωματική κοσμόπολη. Είναι ένα τέλος, αμετάκλητοι, αλλά έχουν επιτευχθεί συχνά με την πιο εσωτερική αναγκαιότητα.

Μόνο έτσι μπορούμε να κατανοήσουμε τον Ρωμαίο ως διάδοχο του Έλληνα... οι Ρωμαίοι ήταν βάρβαροι, βάρβαροι που δεν προηγήθηκαν μιας μεγάλης ανόδου αλλά την αποπεράτωσαν; Χωρίς ψυχή αφιλοσόφητοι, χωρίς τέχνη... αδίστακτα προσανατολισμένοι προς τις πραγματικές επιτυχίες, βρίσκονται ανάμεσα στον ελληνικό πνευματικό πολιτισμό και το τίποτε. Η στραμμένη προς τα πρακτικά ζητήματα φαντασία τους -είχαν ένα ιερό δίκαιο που ρύθμιζε τις σχέσεις μεταξύ θεών και ανθρώπων όπως τις διαπροσωπικές σχέσεις μεταξύ ιδιωτών, αλλά δεν έπλασαν ούτε ένα γνήσια ρωμαϊκό μύθο για θεούς- είναι ένα χαρακτηριστικό που δεν το συναντούμε διόλου στην Αθήνα.

Ελληνική ψυχή και ρωμαϊκή διάνοια - αυτό είναι. Έτσι διακρίνεται ο πνευματικός από τον τεχνικό πολιτισμό. Και αυτό δεν ισχύει μόνο για την αρχαιότητα. Συχνά εμφανίζεται αυτός ο τύπος ανθρώπων με ισχυρό πνεύμα και πλήρη απουσία μεταφυσικής. Στα χέρια τους βρίσκεται η πνευματική και υλική τύχη κάθε όψιμης περιόδου.

Αυτοί πραγματοποίησαν το βαβυλωνιακό, αιγυπτιακό, ινδικό, κινεζικό και το ρωμαϊκό (τεχνικό) πολιτισμό. Σε τέτοιες εποχές ωριμάζει ο βουδισμός, ο στωικισμός και ο σοσιαλισμός ως οριστικές ψυχικές διαθέσεις του κόσμου, που μπορούν να καταλάβουν πάλι σε ολόκληρη την ουσία του έναν ανθρώπινο τύπο που σβήνει και να τον αναμορφώσουν.

Ο καθαρός τεχνικός πολιτισμός ως ιστορική διαδικασία συνίσταται σε μια σταδιακή αποδόμηση νεκρών μορφών που έχουν γίνει πλέον μη οργανικές.


II
Από το χωριό στην πόλη: Πόλη και ύπαιθρος

Ό,τι είναι για τον χωρικό-αγρότη το σπίτι του είναι για τον άνθρωπο του τεχνικού πολιτισμού η πόλη... η ανάπτυξη κάθε ανώτερης μορφολογικής γλώσσας συνδέεται με έναν τόπο. Ούτε μια τέχνη ούτε μια θρησκεία μπορούν να αλλάξουν τον τόπο ευδοκίμησης τους.

Μόνον ο τεχνικός πολιτισμός με τις γιγαντιαίες πόλεις του περιφρονεί πάλι αυτές τις ρίζες του ψυχισμού και αποκολλάται από αυτές. Οι τεχνικά πολιτισμένοι άνθρωποι, οι διανοούμενοι νομάδες, είναι πάλι εντελώς μικροκοσμικοί, εντελώς απάτριδες, πνευματικά ελεύθεροι, όπως οι κυνηγοί και οι βοσκοί από την άποψη των αισθήσεων. Ubi bene ibi patria [όπου είναι καλά εκεί είναι πατρίδα] - αυτό ισχύει πριν και μετά από έναν πνευματικό πολιτισμό. Στην αυγή της άνοιξης της μετανάστευσης των λαών η παρθενική και παρά ταύτα ήδη μητρική λαχτάρα... αναζητούσε μια πατρίδα... για να χτίσει μια φωλιά για τον μελλοντικό πολιτισμό. Σήμερα, στο τέλος αυτού του πολιτισμού, το ξεριζωμένο πνεύμα περιπλανάται ανάμεσα σε όλες τις δυνατότητες ως προς τις περιοχές και ως προς τις ιδέες. Στο ενδιάμεσο διάστημα όμως ο άνθρωπος πεθαίνει για λίγη γη.

Ένα γεγονός με καθοριστική σημασία, που δεν έχει εκτιμηθεί πλήρως, είναι ότι όλοι οι μεγάλοι πολιτισμοί έχουν χαρακτήρα πόλης. Ο ανώτερος άνθρωπος της δεύτερης εποχής, του ανεπτυγμένου πολιτισμού, είναι ένα ζώο που χτίζει πόλεις. Αυτό είναι το πραγματικό κριτήριο της «παγκόσμιας ιστορίας», που την ξεχωρίζει σαφέστατα από την ιστορία του ανθρώπου - παγκόσμια ιστορία είναι η ιστορία του ανθρώπου της πόλης.

Λαοί, κράτη, πολιτική και θρησκεία, όλες οι τέχνες, όλες οι επιστήμες βασίζονται σε ένα πρωτογενές φαινόμενο της ανθρώπινης ύπαρξης: στην πόλη. Επειδή όλοι οι διανοητές όλων των πολιτισμών ζουν σε πόλεις -ακόμη και αν σωματικά βρίσκονται στην ύπαιθρο-, δεν ξέρουν διόλου πόσο αλλόκοτο πράγμα είναι η πόλη. Πρέπει να μεταφερθούμε εντελώς στη θέση ενός έκπληκτου πρωτογενούς ανθρώπου ο οποίος για πρώτη φορά βλέπει μέσα σε ένα τοπίο αυτή τη μάζα από πέτρα και ξύλο, με τους δρόμους που πλαισιώνονται από πέτρα και τις λιθόστρωτες πλατείες, ένα περίβλημα της πιο παράξενης μορφής, που βρίθει ανθρώπους.

Το πραγματικό θαύμα είναι η γέννηση της ψυχής μιας πόλης. Ως μαζική ψυχή εντελώς νέου τύπου, που τα βαθύτερα θεμέλια της θα μείνουν για μας αιώνιο μυστικό, αποχωρίζεται ξαφνικά από τον γενικό ψυχισμό του πολιτισμού της... Εννοείται ότι αυτό που ξεχωρίζει την πόλη από το χωριό δεν είναι το εύρος, αλλά η ύπαρξη μιας ψυχής. Πολύ μεγάλοι οικισμοί που παρά ταύτα δεν είναι πόλεις δεν υπάρχουν μόνο σε πρωτόγονες συνθήκες όπως στο εσωτερικό της σημερινής Αφρικής, αλλά και στην όψιμη Κίνα και Ινδία και σε όλες τις βιομηχανικές περιοχές της σύγχρονης Ευρώπης και Αμερικής. Είναι κέντρα της υπαίθρου, αλλά στο εσωτερικό τους δεν αποτελούν έναν χωριστό κόσμο. Δεν έχουν ψυχή... Αυτό που εξωτερικά διαφέρει από το χωριό δεν είναι μια πόλη, αλλά μια αγορά, ένα απλό σημείο συνάντησης συμφερόντων της αγροτικής ζωής, όπου δεν μπορεί να γίνει λόγος για μια ξεχωριστή ζωή. Οι κάτοικοι μιας αγοράς, ακόμη και αν είναι τεχνίτες ή έμποροι, ζουν και σκέφτονται ως αγρότες-χωρικοί. Πρέπει να αντιληφθούμε και να νοιώσουμε ακριβώς τι σημαίνει όταν ένα παλαιοαιγυπτιακό, παλαιοκινεζικό ή παλαιογερμανικό χωριό, ένα ελάχιστο σημείο στην ευρύτερη ύπαιθρο γίνεται πόλη'εξωτερικά δεν διαφέρει ίσως σε τίποτε από άλλα τέτοια σημεία, ψυχικά όμως είναι ένας τόπος από τον οποίο ο άνθρωπος βιώνει τώρα την ύπαιθρο ως «περίγυρο», ως κάτι διαφορετικό και κατώτερο.

Στο εξής υπάρχουν δύο ζωές, μια μέσα και μια έξω, και ο χωρικός το αισθάνεται τόσο καθαρά όσο και ο δημότης. Ο σιδεράς του χωριού και ο σιδεράς της πόλης, ο πρόεδρος του χωριού και ο δήμαρχος ζουν σε δύο διαφορετικούς κόσμους. Ο άνθρωπος της υπαίθρου και ο άνθρωπος της πόλης είναι διαφορετικά όντα. Στην αρχή αισθάνονται απλώς τη διαφορά, αργότερα γίνεται κυρίαρχη στη ζωή τους, ώσπου τελικά δεν μπορούν πια να συνεννοηθούν [Σίγουρα παλαιότερα, αλλά ακόμη και σήμερα, ένα αγρότης από τη Βρετάνη ή το Βρανδεμβούργο βρίσκεται πιο κοντά σε έναν Σικελό ή Θεσσαλό αγρότη παρά σε έναν Παριζιάνο ή Βερολινέζο]...

Πουθενά δεν εκφράσθηκε η αίσθηση του δεσμού με τη γη, του φυτικού-κοσμικού στοιχείου, τόσο δυνατά όσο στην αρχιτεκτονική αυτών των πολύ μικρών πρώιμων πόλεων, που ήταν απλώς μερικοί δρόμοι γύρω από μια αγορά, ένα κάστρο ή ένα ιερό. Εδώ προπάντων γίνεται φανερό ότι κάθε μεγάλη τεχνοτροπία είναι επίσης ένα φυτό. Ο δωρικός στύλος, η αιγυπτιακή πυραμίδα, ο γοτθικός καθεδρικός ναός φυτρώνουν αυστηρά, υπακούοντας σε ένα πεπρωμένο, μέσα απότο έδαφος, μια ύπαρξη χωρίς εγρήγορση'ο ιωνικός στύλος και τα οικοδομήματα της μέσης αυτοκρατορίας και του μπαρόκ στέκονται πλήρως αφυπνισμένα, με αυτοπεποίθηση, ελεύθερα και ασφαλή πάνωστο έδαφος.

Καθώς είναι αποχωρισμένη από τις δυνάμεις της υπαίθρου, τρόπον τινά αποκομμένη λόγω του λιθόστρωτου κάτω από τα πόδια [Δ`~.: πότε ήταν η τελευταία φορά που πατήσατε φυσικό χώμα υπαίθρου ή τουλάχιστον γεμίσατε τη χούφτα σας με αυτό;], η ύπαρξη έγινε πιο άτονη, η αίσθηση και η κατανόηση όλο και πιο δυνατές. Ο άνθρωπος γίνεται «πνεύμα», «ελεύθερος» και μοιάζει πάλι με τους νομάδες, αλλά είναι πιο στενός και πιο ψυχρός. «Πνεύμα» είναι η μορφή της κατανοητικής εγρήγορσης που προσιδιάζει στον κάτοικο της πόλης. Όλη η τέχνη, όλη η θρησκεία και όλη η επιστήμη σιγά, σιγά εκπνευματίζονται, αποξενώνονται από την ύπαιθρο και γίνονται ακατανόητες για τον γήινο χωρικό-αγρότη. Οι πανάρχαιες ρίζες της ύπαρξης έχουν ξεραθεί μέσα στις πέτρινες μάζες των πόλεων. Το ελεύθερο πνεύμα -μια μοιραία φράση!- φαίνεται σαν μια φλόγα που ανεβαίνει λαμπρή και ξαφνικά σβήνει στον αέρα.


Η νέα ψυχή της πόλης μιλάει μια νέα γλώσσα, που σύντομα θα είναι ταυτόσημη με τη γλώσσα του πολιτισμού γενικά. Η ύπαιθρος με τους ανθρώπους των χωριών της θίγεται'δεν καταλαβαίνει πια αυτή τη γλώσσα'περιέρχεται σε αμηχανία και σιωπά. Όλη η γνήσια ιστορία των τεχνοτροπιών διαδραματίζεται σε πόλεις... Ένα ελαφρό ρεύμα από την πόλη φθάνει και στην ύπαιθρο, αλλά αυτή δεν είναι πια ικανή να δημιουργήσει το παραμικρό. Σιωπά και γυρίζει την πλάτη. Ο αγρότης και το αγροτικό σπίτι διατήρησαν σε όλα τα ουσιαστικά στοιχεία το γοτθικό τους χαρακτήρα, κάτι που συμβαίνει ακόμη και σήμερα. Η ελληνική ύπαιθρος έχει διατηρήσει τον γεωμετρικό ρυθμό, το αιγυπτιακό χωριό τον ρυθμό της αρχαίας αυτοκρατορίας...

Η αγροτιά όμως στέκει ακίνητη στο περιθώριο, γκρινιάρα και οργισμένη. Σε πανάρχαιους χρόνους η εικόνα της υπαίθρου είναι η μόνη που βλέπει το ανθρώπινο μάτι. Μορφοποιεί την ψυχή του ανθρώπου, πάλει μαζί τους... Το τοπίο επιβεβαιώνει την ύπαιθρο, κάνει ακόμη πιο χαρακτηριστική την εικόνα της'μόνον η όψιμη πόλη εναντιώνεται σε αυτή. Με τη σιλουέτα της έρχεται σε αντίθεση προς τις γραμμές της φύσης. Αρνείται όλη τη φύση. Θέλει να είναι κάτι διαφορετικό και ανώτερο... και τελικά η γιγαντιαία κοσμόπολη, η πόλη ως κόσμος, πλάι στον οποίο δεν πρέπει να υπάρχει άλλος κόσμος, αρχίζει να καταστρέφει την εικόνα της υπαίθρου. Άλλοτε η πόλη είχε παραδοθεί σε αυτή την εικόνα, τώρα θέλει να την εξομοιώσει με τη δική της. Οι αγροτικοί δρόμοι γίνονται στρατιωτικές αρτηρίες, τα δάση και τα λιβάδια μετατρέπονται σε πάρκα, τα βουνά σε σημεία με θέα'μια τεχνητή φύση εφευρίσκεται στην ίδια την πόλη, πίδακες αντί για πηγές, πρασιές με λουλούδια, αυλάκια με νερό, κουτσουρεμένες μπορντούρες αντί για λιβάδια, τεχνητές λιμνούλες και θάμνοι. Στα χωριά η αχυρένια στέγη είναι σαν λόφος, ο δρόμος σαν πρανές όριο ανάμεσα σε δύο χωράφια. Εδώ στην πόλη όμως ανοίγουν τα μακριά φαράγγια υπερυψωμένων λιθόστρωτων δρόμων, γεμάτα χρωματιστή σκόνη και παράξενο θόρυβο'άνθρωποι κατοικούν σε αυτές τις πόλεις, έτσι που κανένα φυσικό ον δεν το είχε φαντασθεί ποτέ!... Και ο χωριάτης στέκει αμήχανος στο λιθόστρωτο, μια γελοία μορφή που δεν καταλαβαίνει τίποτε και δεν την καταλαβαίνει κανένας, αρκετά καλός για την κωμωδία και για να τροφοδοτεί αυτόν τον κόσμο με ψωμί.

Από αυτά όμως προκύπτει κάτι που είναι πιο σημαντικό από όλα τα άλλα: όλη η πολιτική και οικονομική ιστορία μπορεί να κατανοηθεί μόνον αν γνωρίσουμε την πόλη, που ξεκόβει από την ύπαιθρο, την οποία τελικά αχρηστεύει, ως το μόρφωμα που καθορίζει την πορεία και το νόημα της ιστορίας γενικά. Η παγκόσμια ιστορία είναι ιστορία της πόλης... σε κάθε πολιτισμό εμφανίζεται πολύ γρήγορα ο τύπος της πρωτεύουσας. Όπως λέει ο γεμάτος σημασία χαρακτηρισμός της, είναι η πόλη που με τις πολιτικές και οικονομικές της μεθόδους, στόχους και αποφάσεις ασκεί κυριαρχία πάνω στην ύπαιθρο. Η ύπαιθρος με τους κατοίκους της γίνεται μέσον και αντικείμενο αυτού του ηγετικού πνεύματος, χωρίς να καταλαβαίνει τι συμβαίνει. Ούτε τη ρωτούν. Τα μεγάλα κόμματα σε όλες τις χώρες όλων των όψιμων πολιτισμών, οι επαναστάσεις, ο καισαρισμός, η δημοκρατία, το κοινοβούλιο είναι η μορφή με την οποία το πνεύμα της πρωτεύουσας πληροφορεί την ύπαιθρο τι πρέπει να θέλει και για τι υπό ορισμένες συνθήκες πρέπει να πεθάνει... Όποιος στην ύπαιθρο κατανοεί τι είναι πολιτική σε αυτούς τους καιρούς και νοιώθει ικανός να τα βγάλει πέρα μαζί της πηγαίνει στην πόλη, ίσως όχι σωματικά, αλλά οπωσδήποτε πνευματικά...

Οι Θήβες είναι η Αίγυπτος, η Ρώμη είναι ο Orbis Terrarum [η Οικουμένη], η Βαγδάτη είναι το Ισλάμ, το Παρίσι είναι η Γαλλία.


III
Από την πόλη στην κοσμόπολη: Κοσμόπολη και επαρχία

Κοσμόπολη και επαρχία - με αυτές τις βασικές έννοιες κάθε τεχνικού πολιτισμού εμφανίζεται ένα εντελώς νέο μορφολογικό πρόβλημα της ιστορίας, το οποίο εμείς οι σημερινοί ζούμε ακριβώς τώρα χωρίς να έχουμε κατανοήσει έστω από μακριά την εμβέλεια του. Αντί ενός κόσμου μια πόλη, ένα σημείο στο οποίο συγκεντρώνεται ολόκληρη η ζωή ευρύτερων περιοχών, ενώ η υπόλοιπη χώρα αποξηραίνεται'αντί ενός εύμορφου και συμφυούς με τη γη λαού ένας νέος νομαδικός τύπος, ένα παράσιτο, ο κάτοικος της μεγαλούπολης, ο καθαρός ρεαλιστής, ο άνθρωπος των πραγματικών δεδομένων, χωρίς παράδοση, που εμφανίζεται σε μια άμορφα κυμαινόμενη μάζα, άθρησκος, ευφυής, άγονος, με βαθειά αντιπάθεια προς τον αγροτικό κόσμο... δηλαδή ένα τεράστιο βήμα προς το μη οργανικό, προς το τέλος - τι σημαίνει αυτό;...

Στο εξής οι μεγάλες πνευματικές αποφάσεις δεν λαμβάνονται πλέον όπως κατά την περίοδο του ορφικού κινήματος και της Μεταρρύθμισης σε «ολόκληρο τον κόσμο», στον οποίον τελικά κανένα χωριό δεν είναι εντελώς ασήμαντο, αλλά σε τρεις-τέσσερις κοσμοπόλεις, οι οποίες έχουν απορροφήσει όλο το περιεχόμενο της ιστορίας και απέναντι στις οποίες ολόκληρη η χώρα του πνευματικού πολιτισμού ξεπέφτει στο επίπεδο μιας επαρχίας, η οποία με τη σειρά της πρέπει απλώς να τρέφει τις κοσμοπόλεις...




Η Γαλλία και η Αγγλία έχουν πραγματοποιήσει αυτό το βήμα και η Γερμανία είναι έτοιμη να το κάνει. Μετά τη Συρακούσα, την Αθήνα, την Αλεξάνδρεια έρχεται η Ρώμη. Μετά τη Μαδρίτη, το Παρίσι, το Λονδίνο ακολουθούν το Βερολίνο και η Νέα Υόρκη... [Δ`~.: Τελικά ακολούθησαν, μετά από τον πόλεμο και την ήττα, η Νέα Υόρκη, η Μόσχα και το Τόκιο]. Μοίρα ολόκληρων χωρών είναι να γίνουν επαρχία, αν δεν βρίσκονται στον κύκλο ακτινοβολίας μιας από αυτές τις πόλεις, όπως τότε η Κρήτη και η Μακεδονία [Δ`~.: σε σχέση με την Αλεξάνδρεια]...

Όπως οι πόλεις υπερνίκησαν την ύπαιθρο... έτσι τις υπερνικά η κοσμόπολη...

Αυτή είναι η πνευματική διαδικασία όλων των όψιμων εποχών, τόσο του ιωνικού ρυθμού όσο και του μπαρόκ. Όπως στους ελληνιστικούς χρόνους, που στο κατώφλι τους χρονολογείται η ίδρυση μιας τεχνητής, δηλαδή ξένης προς τη χώρα, μεγαλούπολης, της Αλεξάνδρειας [Δ`~.: στην πρόσφατη εποχή της Αθήνας του 19ου αιώνα], έτσι και τώρα αυτά τα κέντρα του πολιτισμού... έγιναν επαρχιακές πόλεις που προβάλλουν μια απέλπιδα εσωτερική αντίσταση κατά του πνεύματος των κοσμοπόλεων.



Επαρχία (Μακεδονία) < (Wannabe) Κοσμόπολη (Αθήνα) > Επαρχία (Κρήτη)
Η κοσμόπολη σημαίνει τον κοσμοπολιτισμό στη θέση της «πατρίδας» [μια βαθειά λέξη, που αποκτά το νόημα της μόλις ο βάρβαρος γίνει πολιτισμένος και που το χάνει πάλι μόλις ο πολιτισμένος άνθρωπος κάνει σύνθημα του το «ubi bene ibi patria» όπου (είναι) καλά, εκεί (βρίσκεται και) η πατρίδα], τον ψυχρό ρεαλισμό στη θέση του σεβασμού στην παράδοση και την «οργανική» ανάπτυξη των πραγμάτων, την επιστημονική αθρησκεία ως απολίθωμα της προηγούμενης θρησκείας της καρδιάς, την «κοινωνία» στη θέση της πολιτείας, τα φυσικά και όχι τα αποκτημένα δικαιώματα. Το χρήμα ως μη οργανικό αφηρημένο μέγεθος, αποκομμένο από όλες τις σχέσεις με το νόημα του γόνιμου εδάφους, με τις αξίες ενός πρωτογενούς βιοτικού επιπέδου... Από αυτό το σημείο και εξής μια επιφανής κοσμοθεωρία είναι και χρηματική υπόθεση...

Το πνεύμα της πόλης μεταρρυθμίζει τη μεγάλη θρησκεία της πρώιμης εποχής και πλάι στην παλαιά ταξική θρησκεία τοποθετεί μια αστική, την ελεύθερη επιστήμη. Η πόλη αναλαμβάνει τη διεύθυνση της οικονομικής ιστορίας αντικαθιστώντας τις πρωτογενείς αξίες της υπαίθρου, που είναι αιωνίως αναπόσπαστες από την αγροτική ζωή και σκέψη, με την έννοια του χρήματος αποδεσμευμένη από τα αγαθά. Η παμπάλαιη αγροτική λέξη για την κυκλοφορία είναι η ανταλλαγή... Η πόλη δεν σημαίνει μόνο πνεύμα αλλά και χρήμα.

Μια εποχή αρχίζει όταν η πόλη αναπτύσσεται τόσο πολύ, που δεν χρειάζεται πια να αμύνεται έναντι της υπαίθρου, έναντι της αγροτιάς... αλλά που η ύπαιθρος με τις πρωτογενείς τάξεις της αμύνεται απεγνωσμένα κατά της μονοκρατορίας της πόλης, πνευματικά κατά του ορθολογισμού, πολιτικά κατά της δημοκρατίας, οικονομικά κατά του χρήματος...



Δημιουργείται μια βαθειά, προπάντων ψυχική διαφορά μεταξύ μεγαλούπολης και μικρής πόλης, ενώ η δεύτερη, που χαρακτηριστικά λέγεται επαρχία, γίνεται μέρος της υπαίθρου, η οποία δεν έχει πλέον ενεργητικό ρόλο. Η αντίθεση μεταξύ ανθρώπων της υπαίθρου και της πόλης δεν έγινε πιο μικρή σε αυτές τις μικρές πόλεις, αλλά άρχισε να χάνεται μπροστά στη νέα απόσταση ανάμεσα σε αυτές και τη μεγαλούπολη [Σημ.1]. Η πονηριά των αγροτών και των ανθρώπων της μικρής πόλης και η ευφυΐα των κατοίκων της μεγαλούπολης είναι δύο μορφές κατανοητικής εγρήγορσης, ανάμεσα στις οποίες η συνεννόηση είναι σχεδόν αδύνατη. Είναι φανερό ότι εδώ δεν πρόκειται για τον αριθμό των κατοίκων, αλλά για το πνεύμα. Είναι επίσης φανερό ότι σε όλες τις πόλεις διατηρούνται γωνίες και δρόμοι όπου σχεδόν αγροτικά υπολείμματα ανθρώπων ζουν όπως στην ύπαιθρο, όπου οι κάτοικοι ένθεν και ένθεν των δρόμων συνάπτουν σχέσεις σχεδόν όπως στα χωριά... [Δ`~.: Σε άλλο σημείο διαβάζουμε πως «Δημοκρατία είναι η πολιτική μορφή υπό την οποία απαιτείται από τον χωρικό-αγρότη να ασπασθεί την κοσμοθεωρία της πόλης»].



Έτσι και η έννοια του χρήματος φθάνει στον πιο αφηρημένο της βαθμό. Το χρήμα δεν χρησιμεύει πια στην κατανόηση της οικονομικής συναλλαγής, αλλά υποτάσσει την κυκλοφορία των εμπορευμάτων στη δική του εξέλιξη. Δεν αξιολογεί πια τα πράγματα το ένα σε σχέση με το άλλο, αλλά σε σχέση με τον εαυτό του. Η σχέση του με το έδαφος και κατά προέκταση με τον σύμφυτο μαζί του άνθρωπο έχει χαθεί και έτσι δεν παίζει κανέναν ρόλο στην οικονομική σκέψη των ηγετικών πόλεων - των «εδρών του χρήματος».


Το χρήμα έχει γίνει τώρα μια εξουσία, και μάλιστα καθαρά πνευματική εξουσία, την οποία το μέταλλο απλώς αντιπροσωπεύει, στην εγρήγορση του ανώτατου στρώματος του οικονομικά ενεργού πληθυσμού. Η εξουσία του χρήματος κάνει τους ανθρώπους που ασχολούνται με το χρήμα εξαρτημένους από αυτή, όπως έκανε παλαιότερα η γη τον αγρότη. Υπάρχει μια «χρηματική σκέψη», όπως υπάρχει μια μαθηματική και νομική σκέψη.

Αλλά το έδαφος είναι κάτι πραγματικό και φυσικό, το χρήμα κάτι αφηρημένο και τεχνητό...


Από αυτό προκύπτει ότι κάθε πρωταρχική οικονομία, δηλαδή κάθε οικονομία χωρίς πόλεις, παραμένει εξαρτημένη από κοσμικές δυνάμεις, το έδαφος, το κλίμα, τον τύπο ανθρώπου, και έτσι υπόκειται σε περιορισμούς, ενώ το χρήμα ως καθαρή μορφή κυκλοφορίας στο πλαίσιο της εγρήγορσης έχει έναν απεριόριστο από την πραγματικότητα κύκλο δυνατοτήτων, όπως τα μεγέθη του μαθηματικού και του λογικού κόσμου. Όπως καμμιά ματιά στα πραγματικά δεδομένα δεν μας εμποδίζει να κατασκευάζουμε όσες μη ευκλείδειες γεωμετρίες θέλουμε, μέσα στην ανεπτυγμένη οικονομία της μεγαλούπολης τίποτε δεν μας εμποδίζει πια να αυξάνουμε το «χρήμα», τρόπον τινά να σκεφτόμαστε σε άλλες χρηματικές διαστάσεις, κάτι που δεν έχει καμμία σχέση με την οποιαδήποτε αύξηση του χρυσού ή γενικά των πραγματικών αξιών.

Δεν υπάρχει μέτρο ή αγαθό βάσει του οποίου θα μπορούσαμε να συγκρίνουμε την αξία ενός ταλέντου κατά την περίοδο των περσικών πολέμων και της αιγυπτιακής λεηλασίας του Πομπήιου. Για τον άνθρωπο ως ζώον οικονομικόν το χρήμα έγινε μια μορφή της ενεργού συνείδησης, που δεν έχει πια ρίζες στην ύπαρξη. Σε αυτό οφείλεται η τεράστια εξουσία του πάνω σε κάθε εκκολαπτόμενο τεχνικό πολιτισμό, η οποία είναι κάθε φορά μια απόλυτη δικτατορία αυτού του «χρήματος» με διαφορετική σε κάθε πολιτισμό μορφή, αλλά και η έλλειψη στηρίγματος, λόγω της οποίας το χρήμα χάνει τελικά τη δύναμη του και το νόημα του και εξαφανίζεται από τη σκέψη ενός όψιμου τεχνικού πολιτισμού, όπως την εποχή του Διοκλητιανού, για να κάνει πάλι τόπο στις ριζωμένες πρωτογενείς αξίες.

Τελικά δημιουργείται το τεράστιο σύμβολο και «δοχείο» του εντελώς απελευθερωμένου πνεύματος, η κοσμόπολη, το κέντρο στο οποίο εστιάζεται απολύτως η πορεία της παγκόσμιας ιστορίας: εκείνες οι πολύ λίγες γιγαντιαίες πόλεις όλων των ώριμων τεχνικών πολιτισμών που προγράφουν και αχρηστεύουν ολόκληρη τη μητέρα γη του πολιτισμού τους αποκαλώντας την επαρχία. Επαρχία είναι τώρα τα πάντα, η ύπαιθρος, η μικρή πόλη και η μεγαλούπολη, εκτός από αυτά τα δύο ή τρία κεντρικά σημεία. Δεν υπάρχουν ευγενείς και αστοί, ελεύθεροι και δούλοι, Έλληνες και βάρβαροι, δεν υπάρχουν ορθόδοξοι και άπιστοι, αλλά μόνο κοσμοπολίτες και επαρχιώτες. Όλες οι άλλες αντιθέσεις ωχριούν μπροστά σε αυτή τη μια, που διέπει όλα τα γεγονότα, όλες τις συνήθειες της ζωής και τις κοσμοθεωρίες...



Απαραίτητο συστατικό μιας κοσμόπολης δεν είναι ένας λαός αλλά μια μάζα. Η έλλειψη κατανόησης εκ μέρους της για καθετί πατροπαράδοτο, καθώς καταπολεμεί τον πνευματικό πολιτισμό, η κοφτερή και ψυχρή ευφυΐα της, που είναι ανώτερη από την εξυπνάδα των αγροτών, η φυσιοκρατία της υπό μια εντελώς νέα έννοια... συνδέεται με πρωτογενή ανθρώπινα ένστικτα ως προς κάθε τι σεξουαλικό και κοινωνικό, το σύνθημα panem et circenses [άρτον και θεάματα]... όλα αυτά δηλώνουν απέναντι στον οριστικά τελειωμένο πνευματικό πολιτισμό, μια εντελώς νέα, όψιμη, χωρίς μέλλον, αλλά αναπόφευκτη μορφή ανθρώπινης ύπαρξης.


Όλα αυτά πρέπει να τα δει κανείς, όχι όμως με τα μάτια του κομματικού ανθρώπου, του ιδεολόγου, του συμμορφωμένου με την εποχή του ηθικολόγου, από την οπτική γωνία οποιασδήποτε «θέσης», αλλά από ένα άχρονο ύψος, με τη ματιά στραμμένη προς τον κόσμο των ιστορικών μορφών χιλιετιών - αν θέλει κανείς να κατανοήσει πραγματικά τη μεγάλη σημερινή κρίση.


.~`~.
Πρώτη ιστορική γέφυρα

Οι πιο παλαιές από όλες τις κοσμοπόλεις ήταν η Βαβυλώνα και οι Θήβες της νέας αυτοκρατορίας... Πρώτο παράδειγμα στην αρχαιότητα είναι η Αλεξάνδρεια'η παλαιά Ελλάδα έγινε μονομιάς επαρχία. Δεν την παραγκώνισαν ούτε η Ρώμη ούτε η εκ νέου κατοικημένη Καρχηδόνα ούτε το Βυζάντιο. Στην Ινδία ήταν οι γιγαντιαίες πόλεις Ουτζαίν, Καναούτζ [Kannauj] και προπάντων η Παταλιπούτρα, ονομαστές μέχρι την Κίνα και την Ιάβα'γνωστή είναι η παραμυθένια φήμη της Βαγδάτης και της Γρανάδας... Στον μεξικανικό κόσμο φαίνεται πως η πρώτη κοσμόπολη των πολιτειών των βασιλείων των Μάγια υπήρξε το Ουζμάλ [Uxmal], που ιδρύθηκε το 950 μ.Χ και με την άνοδο των τολτεκικών κοσμοπόλεων Τεσκούκο και Τενοτστιτλάν έγινε επαρχία.

Ας μην ξεχνούμε που πρωτοεμφανίσθηκε η λέξη επαρχία (provincia): στο επίπεδο του πολιτειακού δικαίου χαρακτηρίσθηκε έτσι από τους Ρωμαίους η Σικελία, με την καθυπόταξη της οποίας πρώτη φορά μια πρώην ηγετική περιοχή του πολιτισμού υποβιβάσθηκε σε απόλυτο αντικείμενο. Οι Συρακούσες ήταν η πιο παλαιά πραγματική κοσμόπολη του αρχαίου κόσμου, όταν η Ρώμη ήταν μια ασήμαντη πόλη της υπαίθρου. Στο εξής οι Συρακούσες είναι μια επαρχιακή ασήμαντη πόλη σε σχέση με τη Ρώμη. Ακριβώς έτσι τον 17ο αιώνα η αψβουργική Μαδρίτη και η παπική Ρώμη ήταν ηγετικές μεγαλουπόλεις ώσπου από τα τέλη του 18ου αιώνα υποβιβάσθηκαν σε επαρχίες από τις κοσμοπόλεις Λονδίνο και Παρίσι. Η άνοδος της Νέας Υόρκης στην κατηγορία της κοσμόπολης, ως αποτέλεσμα του εμφυλίου πολέμου 1861-1865, είναι ίσως το πιο σημαντικό σε συνέπειες γεγονός του δεκάτου ενάτου αιώνα [Σημ.2].



IV
Ο πέτρινος κολοσσός της κοσμόπολης ως τέλος κάθε μεγάλου πολιτισμού

Ο πέτρινος κολοσσός «κοσμόπολη» σημαδεύει το τέλος της πορείας ζωής κάθε μεγάλου πολιτισμού.


Ο πολιτισμένος άνθρωπος, που ψυχικά έχει διαμορφωθεί από την ύπαιθρο, κυριεύεται από την ίδια του τη δημιουργία, την πόλη, η οποία γίνεται έμμονη ιδέα του και τον κάνει εκτελεστικό της όργανο και τελικά θύμα της... Όσο η εστία υπό την ευλαβή έννοια είναι το πραγματικό, σημαντικό κέντρο της οικογένειας, δεν έχει χαθεί ακόμη το τελευταίο υπόλειμμα σχέσης με την ύπαιθρο. Μόνον όταν χαθεί και αυτό και η μάζα των ενοικιαστών και πελατών των ξενοδοχείων διάγει μια περιπλανώμενη ύπαρξη από στέγη σε στέγη μέσα σε αυτή τη θάλασσα κτιρίων, όπως οι κυνηγοί και οι βοσκοί της προϊστορίας, μόνο τότε λοιπόν θα έχει αναπτυχθεί πλήρως ο διανοούμενος νομάς.

Αυτή η πόλη είναι ένας κόσμος, είναι ο κόσμος. Μόνον ως όλον έχει τη σημασία μιας ανθρώπινης κατοικίας. Τα σπίτια είναι απλώς τα μόρια που τη συνθέτουν...


Και τώρα οι παλαιές οργανικά ανεπτυγμένες πόλεις... αρχίζουν να ξεχειλίζουν προς όλες τις μεριές σαν μια άμορφη μάζα, να διαβρώνουν τον ερημωμένο περίγυρο με σωρούς από πολυκατοικίες ενοικιαζόμενων διαμερισμάτων και πρακτικά και απέριττα κτίρια, να καταστρέφουν το αξιοσέβαστο πρόσωπο του παλαιού καιρού με περιοικοδομήσεις και διανοίξεις. Όποιος κοιτάζει από έναν πύργο τη θάλασσα των κτιρίων αναγνωρίζει σε αυτή την ιστορία που έγινε πέτρα ακριβώς την εποχή στην οποία η οργανική ανάπτυξη της πόλης τελειώνει για να αρχίσει μια μη οργανική και κατά συνέπεια απεριόριστη συσσώρευση, που υπερβαίνει όλους τους ορίζοντες [Σημ.3].


Και τώρα δημιουργούνται και τα τεχνητά, μαθηματικά και εντελώς ξένα προς την ύπαιθρο μορφώματα... οι πόλεις των εργολάβων-κατασκευαστών της πόλης, που σε όλους τους τεχνικούς πολιτισμούς επιδιώκουν την ίδια μορφή ακολουθώντας το σχέδιο της σκακιέρας, της απουσίας κάθε ψυχής. Αυτά τα ομοιόμορφα οικοδομικά τετράγωνα προκάλεσαν την έκπληξη του Ηροδότου στη Βαβυλώνα και των Ισπανών στο Τενοτστιτλάν (Tenochtitlan). Στον αρχαίο κόσμο η σειρά των «αφηρημένων» πόλεων αρχίζει με τους Θούριους που «σχεδίασε» ο Ιππόδαμος ο Μιλήσιος το 441 π.Χ... όπου το σχέδιο της σκακιέρας αγνοεί πλήρως τις ανωμαλίες της επιφάνειας του εδάφους... Οι αρχιτέκτονες του ισλαμικού κόσμου έχτιζαν μετά το 762 μ.Χ και έναν αιώνα αργότερα την τεράστια πόλη Σαμάρρά στον Τίγρη. Το πρώτο μεγάλο παράδειγμα στον δυτικοευρωπαϊκό-αμερικανικό κόσμο είναι η ρυμοτομία της Ουάσινγκτον (1791)


Δεν υπάρχει καμμιά αμφιβολία ότι οι κοσμοπόλεις της εποχής των Χαν στην Κίνα και οι αντίστοιχες της δυναστείας Μαουρύα [Δ`~.: Maurya, το ζενίθ της υπό τον γνωστό Ασόκα-Ashoka] είχαν τα ίδια γεωμετρικά σχήματα.


Οι κοσμοπόλεις του δυτικοευρωπαικού πολιτισμού κάθε άλλο παρά έφθασαν στα όρια της ανάπτυξης τους. Αρκετά μετά από το έτος 2000 [Δ`~.: όσα διαβάζετε γράφονταν πριν από έναν αιώνα, γύρω στο 1920] προβλέπω πόλεις με δέκα έως είκοσι εκατομμύρια κατοίκους, που θα ξεχύνονται σε μεγάλες εκτάσεις... και με ιδέες κυκλοφορίας που σήμερα θα μας φαίνονται τρελές.


Οι πολυκατοικίες ενοικιαζόμενων διαμερισμάτων στη Ρώμη, όπως η περιβόητη νήσος Φελίκουλαι, κτισμένες σε δρόμους 3-5 μέτρων είχαν φθάσει σε ύψη που στην Ευρώπη δεν τα συναντούμε ακόμη πουθενά και στην Αμερική μόνο σε λίγες πόλεις [Σημ.4]...

Μια φρικτή αθλιότητα, μια εξαγρίωση όλων των συνηθειών της ζωής, που... εκτρέφουν έναν νέο αρχέγονο άνθρωπο, κυριαρχούν σε καθεμιά από αυτές τις μαζικές πόλεις. Αυτό συνέβαινε στη Βαγδάτη και τη Βαβυλώνα όπως και στο Τενοτστιτλάν και όπως συμβαίνει σήμερα στο Λονδίνο... Όμως καμμιά αθλιότητα, κανένας εξαναγκασμός, ούτε καν η σαφής διάγνωση αυτής της τρελής εξέλιξης δεν μειώνουν την ελκυστικότητα αυτών των δαιμονικών μορφωμάτων. Ο τροχός του πεπρωμένου κυλάει προς το τέλος'η γέννηση της πόλης τραβάει προς το μέρος της τον θάνατο. Η σχέση ανάμεσα στην αρχή και το τέλος, ανάμεσα στο αγροτόσπιτο και το οικοδομικό τετράγωνο είναι ανάλογη με εκείνη της ψυχής και της ευφυίας, μεταξύ του αίματος και της πέτρας. Αλλά δεν είναι τυχαίο ότι ο «χρόνος» είναι μια λέξη που δηλώνει τη μη αντιστρεψιμότητα. Εδώ όλα τραβούν μπροστά, τίποτε δεν γυρίζει πίσω.

Ο αγροτικός κόσμος γέννησε κάποτε την αγορά, την περιφερειακή πόλη, και την έθρεψε με το καλύτερο αίμα του. Τώρα η γιγαντιαία πόλη ξεζουμίζει την ύπαιθρο, αχόρταγη, απαιτώντας και καταπίνοντας συνεχώς νέα ρεύματα ανθρώπων,



ώσπου θα αποκάμει και θα πεθάνει μέσα σε μια σχεδόν ακατοίκητη έρημο.


[Σημ.5]

Όποιος έχει υποκύψει μια φορά σε όλη την αμαρτωλή ομορφιά αυτού του τελευταίου θαύματος ολόκληρης της ιστορίας δεν πρόκειται να απελευθερωθεί από αυτή. Πρωτογενείς λαοί μπορούν να αποδεσμευθούν από τη γη τους και να ξενιτευθούν. Οι πνευματικοί νομάδες δεν μπορούν να το κάνουν πια. Η νοσταλγία για τη μεγάλη πόλη είναι ίσως πιο έντονη από κάθε άλλη. Πατρίδα είναι γι'αυτούς κάθε μεγαλούπολη, ξενιτειά είναι ήδη το επόμενο χωριό. Προτιμούν να πεθάνουν στο οδόστρωμα παρά να επιστρέψουν στην ύπαιθρο.


Ακόμη και η αηδία από αυτό το μεγαλείο, η κούραση από τα πολύχρωμα φώτα, το taedium vitae [η σιχασιά-βαρεμάτα της ζωής], που στο τέλος καταλαμβάνει μερικούς, δεν μπορεί να τους απελευθερώσει. Κουβαλούν μαζί τους την πόλη στα βουνά και στη θάλασσα. Έχασαν μέσα τους την ύπαιθρο και έξω δεν μπορούν να την βρουν.


Αυτό που κάνει τον άνθρωπο της κοσμόπολης ανίκανο να ζήσει σε ένα μη τεχνητό έδαφος είναι η υποχώρηση του κοσμικού ρυθμού στην ύπαρξη του, ενώ οι εντάσεις της εγρήγορσης γίνονται όλο και πιο επικίνδυνες.



V
Κοσμόπολη, στειρότητα και αποσύνθεση
Η στειρότητα του τεχνικά πολιτισμένου ανθρώπου και ο «τελευταίος άνθρωπος» των κοσμοπόλεων

Η σχέση μεταξύ του ρυθμού και της έντασης, μεταξύ του αίματος και του πνεύματος, μεταξύ του πεπρωμένου και της αιτιότητας είναι ανάλογη με εκείνη μεταξύ της ανθηρής υπαίθρου και της απολιθωμένης πόλης, όπως η σχέση ανάμεσα σε κάτι που υπάρχει αυτοτελώς και κάτι που εξαρτάται από αυτό. Η ένταση χωρίς τον κοσμικό ρυθμό που την εμψυχώνει είναι η μετάβαση στο τίποτε. Αλλά ο τεχνικός πολιτισμός είναι ένταση και τίποτε περισσότερο.

Στα κεφάλια όλων των τεχνικά πολιτισμένων ανθρώπων περιωπής κυριαρχεί αποκλειστικά η έκφραση της πιο δυνατής έντασης. Ευφυΐα είναι απλώς η ικανότητα για την πιο τεταμένη κατανόηση. Αυτά τα κεφάλια αντιπροσωπεύουν σε κάθε πολιτισμό τον τύπο του «τελευταίου ανθρώπου» του. Μπορούμε να τα συγκρίνουμε με τα κεφάλια των χωρικών-αγροτών που αναδύονται μέσα από την ανακατωσούρα στους δρόμους μιας μεγαλούπολης. Ο δρόμος από την αγροτική εξυπνάδα -την πονηριά, την πηγαία και πνευματώδη ευφυΐα, το ένστικτο, που όπως σε όλα τα έξυπνα ζώα στηρίζονται σε έναν εσωτερικό αισθητό ρυθμό- που περνάει από το πνεύμα της πόλης και φθάνει στην ευφυΐα της μεγαλούπολης -η λέξη αποδίδει ακόμη και ηχητικά τη μείωση της κοσμικής βάσης- μπορεί επίσης να χαρακτηρισθεί ως η συνεχής ελάττωση της αίσθησης του πεπρωμένου και η ανεπίσχετη αύξηση της ανάγκης για αιτιότητα. Ευφυΐα είναι η αντικατάσταση της ασυνείδητης εμπειρίας της ζωής από μια αριστοτεχνική διανοητική άσκηση, κάτι λιπόσαρκο και αδύνατο. Τα ευφυή πρόσωπα όλων των φυλών μοιάζουν μεταξύ τους [Δ`~.: και το ανάποδο ισχύει]...

Όσο λιγότερο υπάρχει η αίσθηση του αναγκαίου και αυτονόητου στη ζωή, όσο περισσότερο εξαπλώνεται η συνήθεια να «κάνουμε τα πάντα σαφή», τόσο πιο πολύ καταπραΰνεται αιτιοκρατικά το άγχος της εγρήγορσης. Σε αυτό οφείλονται η ταύτιση της γνώσης με την αποδειξιμότητα και η αντικατάσταση του θρησκευτικού μύθου από τον αιτιοκρατικό: την επιστημονική θεωρία, και το αφηρημένο χρήμα ως καθαρή αιτιότητα της οικονομικής ζωής σε αντίθεση προς την κυκλοφορία των αγαθών στην ύπαιθρο, η οποία είναι ρυθμός και όχι ένα σύστημα εντάσεων.

Η διανοητική ένταση γνωρίζει μόνο μια, τη χαρακτηριστική για τη μεγαλούπολη μορφή αναψυχής: τη χαλάρωση, τη «διασκέδαση». Το γνήσιο παιχνίδι, η χαρά της ζωής, η ευχαρίστηση, η μέθη γεννήθηκαν από τον κοσμικό ρυθμό και η ουσία τους δεν είναι πλέον κατανοητή. Αλλά η αντικατάσταση της πιο εντατικής πρακτικής σκέψης από το αντίθετο της, το συνειδητό χάζεμα, η αντικατάσταση της πνευματικής έντασης των δυνάμεων από τη σωματική ένταση του αθλητισμού, της σωματικής έντασης από την αισθησιακή της «ψυχαγωγίας» και την πνευματική ένταση της «διέγερσης» του παιχνιδιού και του στοιχήματος, η αντικατάσταση της καθαρής λογικής της καθημερινής εργασίας από τον συνειδητά απολαμβανόμενο μυστικισμό - όλα αυτά επαναλαμβάνονται σε όλες τις κοσμοπόλεις όλων των τεχνικών πολιτισμών... όλα αυτά τα ξαναβρίσκουμε στη Ρώμη, και ένας γνώστης θα έπρεπε κάποτε να επεκτείνει την έρευνα στις ινδικές, κινεζικές και αραβικές κοσμοπόλεις. Για να αναφέρουμε μόνο ένα παράδειγμα: όταν διαβάζει κανείς την Καμασούτρα, αντιλαμβάνεται τι άνθρωποι ήταν εκείνοι που τους άρεσε ο βουδισμός'και τότε πρέπει να δούμε με εντελώς διαφορετικά μάτια τις σκηνές ταυρομαχίας στα κρητικά ανάκτορα. Ασφαλώς είχε χαρακτήρα λατρείας, αλλά πάνω της απλώθηκε ένα άρωμα όπως εκείνο πάνω από τη λατρεία της Ίσιδας κοντά στον Circus Maximus [μέγιστο ιππόδρομο], που ήταν του συρμού στην πόλη της Ρώμης.

Και τώρα από το γεγονός ότι η ύπαρξη χάνει όλο και πιο πολύ τις ρίζες της και η εγρήγορση γίνεται όλο και πιο τεταμένη προκύπτει τελικά το φαινόμενο που αθόρυβα προετοιμαζόταν από καιρό για να αναδυθεί ξαφνικά στο άπλετο φως της ιστορίας και να θέσει τέρμα σε όλο αυτό το δράμα:

η στειρότητα του [τεχνικά] πολιτισμένου ανθρώπου.

Εδώ δεν πρόκειται για κάτι που θα μπορούσε να κατανοηθεί με καθημερινούς αιτιώδεις συλλογισμούς, λόγου χάρη φυσιολογικά, όπως προσπάθησε να κάνει με αυτονόητο τρόπο η σύγχρονη επιστήμη. Εδώ έχουμε οπωσδήποτε μια μεταφυσική στροφή προς τον θάνατο. Ο τελευταίος άνθρωπος των κοσμοπόλεων δεν θέλει πια να ζήσει: ως άτομο θέλει ασφαλώς, αλλά όχι ως τύπος, ως πλήθος'σε αυτόν τον συνολικό χαρακτήρα σβήνει ο φόβος του θανάτου. Εκείνο που καταλαμβάνει τον γνήσιο χωρικό-αγρότη με μια βαθειά ανεξήγητη αγωνία, η σκέψη ότι μπορεί να εκλείψει η οικογένεια και το όνομα, έχει χάσει το νόημα του. Την επιβίωση του συγγενικού αίματος μέσα στον ορατό κόσμο ο άνθρωπος της μεγαλούπολης δεν την αισθάνεται πια ως καθήκον του, τη μοίρα του να είναι ο τελευταίος δεν την αισθάνεται πια ως μοιραία καταστροφή. Τα παιδιά δεν εκλείπουν μόνον επειδή έγινε αδύνατο να τα έχει κανείς, αλλά προπάντων επειδή η οξυμένη στο έπακρο ευφυΐα δεν βρίσκει πλέον λόγους για την ύπαρξη τους.

Ας συγκεντρώσουμε την προσοχή μας στην ψυχή ενός χωρικού-αγρότη που είναι ριζωμένος επί αμέτρητες γενιές στο πάτριο έδαφος του ή που κατέλαβε αυτή τη γη για να «κολλήσει» εκεί... Έχει ριζώσει ως εγγονός προγόνων και ως πρόγονος μελλοντικών εγγονών. Το σπίτι του, η ιδιοκτησία του: αυτά δεν σημαίνουν μια φευγαλέα συνύπαρξη σώματος και κτήματος για λίγα χρόνια, αλλά έναν διαρκή και βαθύ δεσμό μεταξύ της αιώνια γης και του αιώνιου αίματος. Μόνον έτσι, μόνον από την εδραιωμένη εγκατάσταση υπό μια μυστικιστική έννοια, λαμβάνουν οι μεγάλες εποχές των κύκλων, η τεκνοποιία, η γέννηση και ο θάνατος, εκείνη τη μεταφυσική μαγεία που αποτυπώνεται συμβολικά στα ήθη και τη θρησκεία όλων των εδραίων αγροτικών πληθυσμών. Όλα αυτά δεν υπάρχουν για τον «τελευταίο άνθρωπο».

Η ευφυΐα και η στειρότητα δεν συνδέονται μεταξύ τους στις παλαιές οικογένειες, στους παλαιούς λαούς, στους παλαιούς πολιτισμούς μόνον επειδή μέσα σε κάθε μικρόκοσμο η υπέρμετρα τεταμένη ζωική πλευρά της ζωής αναλώνει τη φυτική, αλλά και επειδή η εγρήγορση παίρνει τη συνήθεια μιας αιτιώδους ρύθμισης της ύπαρξης. Αυτό που ο άνθρωπος της διάνοιας με μια εξαιρετικά χαρακτηριστική έκφραση αποκαλεί φυσική ορμή, ο ίδιος δεν το αναγνωρίζει μόνον «αιτιοκρατικά», αλλά το αξιολογεί και αιτιοκρατικά και του δίνει την αρμόζουσα θέση μέσα στον κύκλο των υπόλοίπων αναγκών του.

Η μεγάλη στροφή γίνεται όταν στην καθημερινή σκέψη ενός εξαιρετικά πολιτισμένου πληθυσμού υφίστανται «λόγοι» για την ύπαρξη παιδιών. Η φύση δεν γνωρίζει λόγους. Όπου υπάρχει πραγματική ζωή, κυριαρχεί μια εσωτερική οργανική λογική, ένα απρόσωπο στοιχείο, μια ορμή, που είναι εντελώς ανεξάρτητα από την εγρήγορση και τις αιτιώδεις σχέσεις της και δεν παρατηρούνται διόλου από αυτή. Ο πλούτος των γεννήσεων στους πρωτογενείς πληθυσμούς είναι ένα φυσικό φαινόμενο, για την ύπαρξη του οποίου κανένας δεν κάνει σκέψεις, πόσο μάλλον για τον ωφέλιμο ή βλαβερό χαρακτήρα του.

Όταν για ζητήματα της ζωής γενικά εμφανίζονται στη συνείδηση λόγοι, η ζωή έχει γίνει ήδη αμφίβολη.

Αρχίζει τότε ένας... περιορισμός του αριθμού των γεννήσεων -τον οποίο ήδη ο Πολύβιος θεωρεί μοιραίον για την Ελλάδα, ο οποίος όμως πολύ πριν από αυτόν συνηθιζόταν στις μεγάλες πόλεις και κατά τη ρωμαϊκή περίοδο έλαβε τρομακτικές διαστάσεις-, που αρχικά αποδίδεται στην οικονομική κρίση και αργότερα δεν αιτιολογείται διόλου.

Τότε αρχίζει λοιπόν, και μάλιστα τόσο στη βουδιστική Ινδία όσο και στη Βαβυλωνία, τόσο στη Ρώμη όσο και στις σημερινές πόλεις, η εκλογή της «συντρόφου της ζωής» -ο χωρικός-αγρότης και κάθε πρωτογενής άνθρωπος εκλέγει τη μητέρα των παιδιών του- να γίνεται πνευματικό πρόβλημα. Εμφανίζεται ο ιψενικός γάμος, η «ανώτερη πνευματική κοινότητα», στην οποία και τα δύο μέρη είναι «ελεύθερα», δηλαδή ελεύθερα ως ευφυΐες, και μάλιστα απαλλαγμένα από τη φυτική πίεση του αίματος που θέλει να αναπαραχθεί'και ο Σω μπορεί να γράψει την πρόταση «ότι η γυναίκα δεν μπορεί να χειραφετηθεί αν δεν αποβάλει τη θηλυκότητα της, το καθήκον της απέναντι στον άντρα της, απέναντι στα παιδιά της απέναντι στην κοινωνία, απέναντι στον νόμο και απέναντι στον καθένα, εκτός από τον εαυτό της».

Το πρωτογενές θηλυκό, η αγρότισσα, είναι μητέρα. Αυτή η λέξη περικλείει ολόκληρο τον προορισμό της, που τον λαχταράει από τα παιδικά της χρόνια. Τώρα όμως εμφανίζεται η ιψενική γυναίκα, η συντρόφισσα, η ηρωίδα μιας ολόκληρης κοσμοπολίτικης λογοτεχνίας, από το βορειοευρωπαϊκό δράμα μέχρι το παρισινό μυθιστόρημα. Αντί για παιδιά έχει ψυχικές συγκρούσεις, ο γάμος είναι ένα πρόβλημα καλλιτεχνικής βιοτεχνίας και το ζητούμενο είναι «η αμοιβαία κατανόηση». Είναι εντελώς αδιάφορο αν μια Αμερικανίδα δεν βρίσκει επαρκείς λόγους για τα παιδιά της, επειδή δεν θέλει να χάσει καμμιά season, ή μια Παριζιάνα, επειδή φοβάται μήπως την εγκαταλείψει ο εραστής της, ή μια ηρωίδα του Ίψεν, επειδή «ανήκει στον εαυτό της». Όλες ανήκουν στον εαυτό τους και όλες είναι στείρες.

Το ίδιο γεγονός συνδεδεμένο με τους ίδιους «λόγους» το ξαναβρίσκουμε στην αλεξανδρινή και τη ρωμαϊκή και με αυτονόητο τρόπο σε κάθε τεχνικά πολιτισμένη κοινωνία, προπάντων επίσης σε εκείνη στην οποία μεγάλωσε ο Βούδας, και παντού, τόσο στους ελληνιστικούς χρόνους και τον 19ο αιώνα στην Ευρώπη όσο και την εποχή του Λάο-Τσε και της διδασκαλίας του Τσαρβάκα [ιστορικά ανεξαρκίβωτη μορφή, θεμελιωτής του ινδικού υλισμού], υπάρχει μια ηθική για ολιγότεκνες ευφυΐες και μια λογοτεχνία για τις εσωτερικές συγκρούσεις της Νόρας και της Νάνας [ηρωίδες του Ίψεν και του Ζολά]. Η πολυτεκνία, την αξιοσέβαστη εικόνα της οποίας μπορούσε ακόμη να συνθέσει ο Γκαίτε στον Βέρθερο, γίνεται κάτι επαρχιακό. Στις πόλεις ο πολύτεκνος πατέρας είναι μια γελοιογραφία...

Σε αυτό το στάδιο αρχίζει σε όλους τους τεχνικούς πολιτισμούς η μακραίωνη περίοδος μιας τρομακτικής μείωσης του πληθυσμού.

Ολόκληρη η πυραμίδα των ικανών για πολιτιστική εργασία ανθρώπων εξαφανίζεται. Αποδομείται ξεκινώντας από την κορυφή, πρώτα στις μεγαλουπόλεις, έπειτα στις επαρχιακές πόλεις και τελικά στην ύπαιθρο, η οποία με την υπέρμετρη τάση φυγής του καλύτερου πληθυσμού της προς την πόλη επιβράδυνε επί ένα διάστημα την ερήμωση των πόλεων.


.~`~.
Δεύτερη ιστορική γέφυρα

Η αυτοκρατορία απολαμβάνει την πιο τέλεια ειρήνη'είναι πλούσια, με υψηλό μορφωτικό επίπεδο, καλά οργανωμένη... Και όμως ο πληθυσμός εξαφανίζεται γρήγορα και μαζικά, παρά τους απεγνωσμένους νόμους για το γάμο και τα παιδιά που θέσπισε ο Αύγουστος, ο νόμος του οποίου, lex de maritandis ordinibus, άφησε τη ρωμαϊκή κοινωνία τόσο εμβρόντητη όσο δεν μπόρεσε ούτε η ήττα του Ουάρου (Varus), παρά τις μαζικές υιοθετήσεις, την αδιάκοπη εγκατάσταση στρατιωτών βαρβαρικής καταγωγής για να επικοισθούν οι ερημωμένες περιοχές, παρά τα τεράστια επισιτιστικά προγράμματα του Νέρβα και του Τραΐανού για να μεγαλώσουν τα παιδιά των άπορων γονέων. Η Ιταλία, έπειτα η βόρεια Αφρική και η Γαλατία και τέλος η Ισπανία, που κατά την περίοδο των πρώτων αυτοκρατόρων ήταν το πιο πυκνοκατοικημένο μέρος της αυτοκρατορίας, ερημώθηκαν πλήρως... η μεγάλη γαιοκτησία δεν θα είχε λάβει αυτές τις διαστάσεις αν ο αγροτικός πληθυσμός δεν είχε απορροφηθεί προηγουμένως από τις πόλεις και, τουλάχιστον μέσα του, δεν είχε εγκαταλείψει την ύπαιθρο... Οι ιστοριοδίφες δεν έχουν παρά να ασχοληθούν σοβαρά με τους άλλους τεχνικούς πολιτισμούς για να διαπιστώσουν παντού το ίδιο φαινόμενο.

Πίσω από τα γεγονότα της νέας αυτοκρατορίας της Αιγύπτου, προπάντων από τη 19η δυναστεία και εξής, ήταν αρκετά αισθητή μια μεγάλη μείωση πληθυσμού. Μια πολεοδομία όπως εκείνη που εφάρμοσε στην Τελλ-αλ-Αμάρνα ο Αμένωφις Δ'... θα ήταν αδιανόητη με την παλαιότερη πυκνότητα του πληθυσμού, το ίδιο και η πρόχειρη απόκρουση των «λαών της θάλασσας», των οποίων οι πιθανότητες να καταλάβουν την αυτοκρατορία δεν ήταν ποτέ μικρότερες από εκείνες των γερμανικών φύλων του 4ου αιώνα, και τέλος η ακατάπαυστη μετανάστευση των Λίβυων στο Δέλτα, όπου γύρω στο 945 π.Χ ένας αρχηγός τους -ακριβώς όπως το 476 μ.Χ ο Οδόακρος [στη Ρώμη]- ανέλαβε την κυριαρχία στην αυτοκρατορία της Αιγύπτου.

Αλλά το ίδιο αισθάνεται κανείς διαβάζοντας την ιστορία του πολιτικού βουδισμού μετά τον «Καίσαρα» [της Ινδίας] Ασόκα. Το γεγονός ότι ο πληθυσμός των Μάγια σε πολύ σύντομο διάστημα μετά την ισπανική κατάκτηση κυριολεκτικά εξαφανίστηκε και οι μεγάλες ερημωμένες πόλεις παραδόθηκαν στη ζούγκλα δεν αποδεικνύει μόνο τη βαναυσότητα των κατακτητών, η οποία σε αυτό το σημείο θα ήταν αναποτελεσματική απέναντι σε έναν νέο και γόνιμο λαό ενός πνευματικού πολιτισμού, αλλά και ένα σβήσιμο από τα μέσα... Και αν κοιτάξουμε τον δικό μας τεχνικό πολιτισμό, θα δούμε ότι οι παλαιές οικογένειες της γαλλικής αριστοκρατίας κατά το μεγαλύτερο μέρος δεν ξεριζώθηκαν από τη Γαλλική επανάσταση, αλλά από το 1815 εξαφανίσθηκαν'η στειρότητα επεκτάθηκε από τους ευγενείς στους αστούς και από το 1870 στην αγροτιά... Για τον ίδιο λόγο διαπιστώνουμε πολύ νωρίς και σε αυτούς τους τεχνικούς πολιτισμούς τις ερημωμένες επαρχιακές πόλεις και στο τέλος της εξέλιξης τις άδειες γιγαντιαίες πόλεις... Η Σαμάρρά εγκαταλείφθηκε ήδη τον 10ο αιώνα'η έδρα του Ασόκα, η Παταλιπούτρα, όταν την επισκέφθηκε ο Κινέζος περιηγητής Χσιουέν-τσιάγνκ γύρω στο 635 μ.Χ, ήταν μια τεράστια, εντελώς ακατοίκητη έρημος με άδεια κτίσματα... Τον 5ο αιώνα μ.Χ η Ρώμη είχε τον αριθμό κατοίκων ενός χωριού, αλλά τα αυτοκρατορικά ανάκτορα ήταν ακόμη κατοικήσιμα.

Έτσι η ιστορία της πόλης φθάνει στο τέλος της. Αφού από την αρχική αγορά εξελίχθηκε σε κέντρο πνευματικού πολιτισμού και τελικά σε κοσμόπολη, θυσιάζει το αίμα και την ψυχή των δημιουργών της σε αυτή τη μεγαλειώδη εξέλιξη και την τελευταία ακμή της, το πνεύμα του τεχνικού πολιτισμού, και έτσι καταστρέφει τελικά και τον εαυτό της.




VI
Τεχνικός πολιτισμός, εξάπλωση και διάδοση

Αν η πρώιμη περίοδος χαρακτηρίζεται από τη γέννηση της πόλης από την ύπαιθρο και η όψιμη περίοδος από τον αγώνα μεταξύ της πόλης και της υπαίθρου, τότε ο τεχνικός πολιτισμός είναι η νίκη της πόλης, μέσω της οποίας η πόλη απελευθερώνεται από το έδαφος και εξαιτίας της οποίας καταστρέφεται η ίδια.

Χωρίς ρίζες, αναισθητοποιημένη απέναντι στο κοσμικό και έχοντας υποκύψει αμετάκλητα στην πέτρα και το πνεύμα, αναπτύσσει μια μορφολογική γλώσσα που αποδίδει όλα τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της... υπάρχει μόνον αιτιότητα, όχι ένα πεπρωμένο, υπάρχει μόνον έκταση, όχι πλέον μια ζωντανή κατεύθυνση... κάθε μορφολογική γλώσσα ενός πνευματικού πολιτισμού μαζί με την ιστορία της εξέλιξης του συνδέεται με τον αρχικό τόπο, ενώ κάθε τεχνικά πολιτισμένη μορφή είναι παντού σαν στο σπίτι της και έτσι, μόλις εμφανισθεί, γνωρίζει απεριόριστη διάδοση... Αυτό όμως που διαδίδεται εδώ δεν είναι πια μια τεχνοτροπία, αλλά ένα γούστο, δεν είναι ένα γνήσιο ήθος, αλλά τυποποιημένοι τρόποι, δεν είναι η εθνική ενδυμασία ενός λαού, αλλά η μόδα. Έτσι είναι δυνατόν για μακρινούς πληθυσμούς όχι μόνο να δέχονται τα «αιώνια επιτεύγματα» ενός τέτοιου τεχνικού πολιτισμού, αλλά και να τα μεταδίδουν πιο πέρα υπό αυτόνομη μορφή...


New York (Η.Π.Α), Seoul (Ν. Κορέα), Shenzhen, Guangzhou και Shanghai (Κίνα), Dubai (Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα)

Οι πόλεις της Χάνσε έκτιζαν ασφαλώς σύμφωνα με τον γοτθικό ρυθμό στα εμπορικά τους κέντρα στη βόρεια Ρωσσία και οι Ισπανοί ακολουθούσαν τον ρυθμό μπαρόκ στη νότια Αμερική, αλλά ήταν αδύνατον και για το παραμικρό κεφάλαιο της ιστορίας του γοτθικού ρυθμού να γραφεί έξω από τη δυτική Ευρώπη, όπως και για την τεχνοτροπία του αττικού και αγγλικού δράματος ή για την τέχνη της φούγκας ή για τη θρησκεία του Λούθηρου και των ορφικών να μετεξελιχθούν ή έστω να οικειοποιηθούν εσωτερικά από ανθρώπους ξένων πολιτισμών. Αλλά τα προϊόντα του αλεξανδρινισμού και του ρομαντισμού μας ανήκουν σε όλους τους ανθρώπους των πόλεων χωρίς καμμιά διαφορά. Με τον ρομαντισμό αρχίζει για μας αυτό που ο διορατικός Γκαίτε αποκάλεσε παγκόσμια λογοτεχνία'είναι η καθοριστική κοσμοπολίτικη λογοτεχνία της πόλης, πλάι στην οποία μια τοπικά εδραιωμένη, αλλά ασήμαντη επαρχιακή λογοτεχνία με δυσκολία μπορεί να κρατηθεί.

Το κράτος της Βενετίας ή του Φρειδερίκου του Μεγάλου ή το αγγλικό κοινοβούλιο, όπως είναι και λειτουργεί πραγματικά, δεν μπορούν να αναπαραχθούν αλλού, αλλά τα «νεωτερικά πολιτεύματα» μπορούν να «εισαχθούν» σε κάθε αφρικανική ή ασιατική χώρα [Δ`~.: ως καρικατούρα ή γελοιογραφία βέβαια σε αρκετές περιπτώσεις], όπως και οι αρχαίες πόλεις στη Νουμιδία και τη Βρετανία. Γενική χρήση βρήκε το αλφάβητο, χωρίς αμφιβολία μια τεχνική του αιγυπτιακού πολιτισμού, και όχι τα ιερογλυφικά. Και αυτές που παντού μπορεί να μάθει κανείς δεν είναι οι γνήσιες γλώσσες του πνευματικού πολιτισμού, όπως η αττική γλώσσα του Σοφοκλή και τα γερμανικά του Λούθηρου, αλλά οι παγκόσμιες γλώσσες που, όπως η ελληνιστική κοινή, τα αραβικά, τα βαβυλωνιακά, τα αγγλικά, προήλθαν από την καθημερινή πρακτική. Έτσι οι σύγχρονες πόλεις μοιάζουν όλο και πιο πολύ μεταξύ τους σε όλους τους τεχνικούς πολιτισμούς...

Τέτοιες περιοχές ενός «τεχνικού πολιτισμού του σεληνόφωτος» είναι η νότια Κίνα και προπάντων η Ιαπωνία, οι οποίες «κινεζοποιήθηκαν» μόλις στα τέλη της εποχής των Χάν (220 μ.Χ), η Ιάβα [Δ`~.: νήσος της Ινδονησίας, το πολυπληθέστερο νησί και από τις πλέον πυκνοκατοικημένες περιοχές στον πλανήτη] ως κέντρο διάδοσης του βραχμανικού πολιτισμού και η Καρχηδόνα, που δανείσθηκε τις μορφές της από τη Βαβυλώνα... Μορφές κινεζικού τεχνικού πολιτισμού υπάρχουν αποσπασματικά ίσως στις ξύλινες κατασκευές της Σκανδιναβίας, βαβυλωνιακά μέτρα ίσως στον νότιο Ειρηνικό, αρχαία νομίσματα στη νότια Αφρική και ινδικές επιρροές ίσως στη χώρα των Ίνκα [Περού].

Εάν όμως αυτή η εξάπλωση υπερβαίνει όλα τα όρια, η ανάπτυξη της εσωτερικής μορφής πραγματοποιείται υπό μεγαλόσχημες συνθήκες σε τρεις καθαρά διακριτές φάσεις: αποδέσμευση από τον πνευματικό πολιτισμό - καλλιέργεια της καθαρής τεχνικά πολιτισμένης μορφής - απολίθωση...

Σε αυτό το στάδιο έχει ολοκληρωθεί η μελέτη όλων των προβλημάτων της ζωής... φθάνοντας σε μια τελική κατάσταση γνώσης ή άγνοιας. Οι άνθρωποι δεν αγωνίζονται πια για ιδέες. Η τελευταία ιδέα, αυτή του ίδιου του τεχνικού πολιτισμού, έχει διατυπωθεί σε γενικές γραμμές, όπως επίσης η τεχνική και η οικονομία έχουν ολοκληρωθεί ως προβλήματα. Με αυτή την ολοκλήρωση όμως αρχίζει η μεγάλη εργασία της εκπλήρωσης όλων των απαιτήσεων και της πρακτικής εφαρμογής αυτών των μορφών σε ολόκληρη την ύπαρξη πάνω στη γη. Μόνον όταν θα έχει γίνει αυτή η εργασία και ο τεχνικός πολιτισμός θα έχει καθορισθεί οριστικά όχι μόνον ως προς τη μορφή του, αλλά και ως προς τον όγκο του, μόνο τότε θα αρχίσει η στερεοποίηση της μορφής.

Τεχνοτροπία στους πνευματικούς πολιτισμούς είναι ο σφυγμός [ή ο ρυθμός της διαδικασίας] αυτοεκπλήρωσης. Αλλά τεχνοτροπία ή το στυλ του τεχνολογικού πολιτισμού -αν θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε αυτή τη λέξη- αναδύεται ως η έκφραση [μιας κατάστασης] ολοκλήρωσης.

Λαμπρή τελειότητα απέκτησε προπάντων στην Αίγυπτο και την Κίνα, όπου σφραγίζει όλες τις εκδηλώσεις μιας εσωτερικά αμετάβλητης πλέον ζωής, από την εθιμοτυπία και την έκφραση των προσώπων μέχρι τις εξαιρετικά εκλεπτυσμένες και εκπνευματισμένες μορφές άσκησης και τέχνης. Για ιστορία υπό την έννοια της πορείας προς ένα μορφολογικό ιδανικό δεν μπορεί πια να γίνει λόγος, αλλά επικρατεί μιας μόνιμη ελαφριά κίνηση στην επιφάνεια, η οποία συνεχώς αποσπά από τη μια για πάντα δεδομένη γλώσσα μικρά προβλήματα και λύσεις καλλιτεχνικού τύπου. Σε αυτό συνίσταται ολόκληρη η γνωστή σε μας «ιστορία» της κινεζικής-ιαπωνικής ζωγραφικής και της ινδικής αρχιτεκτονικής... η ιστορία αυτών των τεχνικών πολιτισμών είναι φαινομενική, όπως ακριβώς και οι μεγάλες πόλεις, το πρόσωπο των οποίων αλλάζει συνεχώς χωρίς να γίνεται διαφορετικό. Και αυτές οι πόλεις δεν έχουν πνεύμα. Είναι ύπαιθρος με πέτρινη μορφή.

Τι είναι αυτό που παρακμάζει; Και τι μένει;



Αποσπάσματα από το έργο του Oswald Spengler με τίτλο Der Untergang des Abendlandes. Umrisse einer Morphologie der Weltgeschichte ist das kulturphilosophische Hauptwerk (1918-1923).


Η κυκλική πόλη Gur / Gōr (Firuzabad) στο Ιράν


Σημειώσεις και επισημάνσεις

Σημ.1: Διαβάζουμε πως «Η αντίθεση μεταξύ των ανθρώπων της υπαίθρου και της μικρής ή επαρχιακής πόλης δεν παύει να υπάρχει αλλά χάνεται μπροστά στην πρωτοφανή ένταση και την απόσταση μεταξύ επαρχίας και μεγαλούπολης». Όπως ακριβώς οι ταξικές διαφορές και αντιθέσεις στο εσωτερικό ενός κράτους του λεγόμενου Παγκόσμιου Βορρά έχουν ασύλληπτα χαμηλότερη ένταση και μικρότερη απόσταση σε σχέση με τις αντίστοιχες μεταξύ παγκόσμιου Βορρά και Νότου ή, διαφορετικά, η ένταση και η απόσταση των αντιθέσεων και των διαφορών στο εσωτερικό της Γαλλίας ή του Καναδά είναι ασύλληπτα μικρότερες σε σχέση με τις αντίστοιχες μεταξύ Αμερικάνων και Κινέζων, Άυστραλών και Ινδονήσιων, Ολλανδών και Τούρκων, Γερμανών και Ιρανών, Γάλλων και Βιετναμέζων κ.ο.κ.

Σημ.2: Η άνοδος και η μεταβολή της Νέας Υόρκης σε κοσμόπολη υπήρξε αποτέλεσμα του αμερικανικού εμφυλίου. Η άνοδος του Λος Άντζελες στην κατηγορία της κοσμόπολης θα αποτελέσει άραγε μέρος ενός νέου εμφυλίου πολέμου;

Σημ.3: Τα όρια συσσώρευσης σε μια πόλη τα θέτει η οργανική της ανάπτυξη και η εσωτερική της λειτουργικότητα. Οι κοσμοπόλεις στις περισσότερες περιπτώσεις, είτε είναι τεχνητές είτε καταπίνουν μια παλαιά εσωτερική οργανικότητα της «παλαιάς πόλης», οδηγούνται σε μια μη οργανική και κατά συνέπεια απεριόριστη συσσώρευση και επέκταση. Οι τεχνητές πόλεις, ασχέτως αν είναι μητροπόλεις ή μεγάλες επαρχιακές, σχεδόν πάντα σε κάποια ιστορική φάση και με το πέρασμα του χρόνου εγκαταλείπονται και ερημώνουν. Μονάχα οι πόλεις που έχουν αναπτυχθεί οργανικά και εκφράζουν σταθερές λειτουργικότητες, ακόμα και αν σβήσουν για μια περίοδο, ξαναζωντανεύουν και παραμένουν στο πέρασμα των αιώνων: παραδείγματος χάριν η Κωνσταντινούπολη - ορισμένες ακόμη είναι η Δαμασκός, η Κωνσταντίνη στην Αλγερία και οι Luoyang και Chang'an στην Κινα, η Ζυρίχη (Lindenhof), η Σεούλ και η Σαμαρκάνδη, το Varanasi (Μπενάρες), οι Patna-Pataliputra και Madurai στην Ινδία, η Φιλιππούπολη, η Τζακάρτα (ονομαζόμενη κάποτε ''Koningin van het Oosten''δηλαδή η «Βασίλισσα της Ανατολής») στην Ινδονησία, το Kyoto κυρίως αλλά και η Osaka που είναι δίπλα (αυτός είναι ο πραγματικός ιστορικός πυρήνας της Ιαπωνίας επί του οποίου βρίσκεται και η πόλη Kobe. Η Yokohama, που βρίσκεται στον κόλπο του Τόκιο, είναι το αστικό υποπροϊόν των στρατιωτικών και εμπορικών εξαναγκασμών του Αμερικανού ναύαρχου Matthew Perry, ενώ η σχέση Kyoto-Tokyo θυμίζει τη σχέση Κωνσταντινούπολης-Άγκυρας στα πλαίσια του «εκδυτικισμού», δηλαδή των επιχειρήσεων πολιτισμικού και πολιτικού ευνουχισμού και ακρωτηριασμού και ιστορικής λοβοτομής. Το Kyoto συνεχώς επί περίπου μια χιλιετία αποτέλεσε τόπο διαμονής του Αυτοκράτορα και άρα πρωτεύουσα της Ιαπωνίας). Φυσικά Κοσμόπολη υπήρξε η Βαγδάτη. Η Αγία Πετρούπολη είναι μια τεχνητή πόλη και δεν είναι καθόλου απίθανο κάποια στιγμή στο απώτερο μέλλον να μαραζώσει (μαζί με τις ιδέες που εκφράζει και επί των οποίων συμβολικά θεμελιώνεται). Ούτε είναι τυχαίο πως οι περισσότερες Αλεξάνδρειες, με χαρακτηριστικές εξαιρέσεις αυτές του Νείλου και της Μαργιανής-Βακτριανής (δηλαδή την προαναφερθείσα Merv, που προϋπήρχε) καθώς και της μεσογειακής ακτής της σημερινής Τουρκίας (δηλαδή την Αλεξανδρέττα), χάθηκαν στην σκόνη στης ιστορίας. Αντιθέτως οι προαναφερθείσες πόλεις είναι «απέθαντες» (Κωνσταντινούπολη, Σαμαρκάνδη, Μπενάρες κ.λπ). Και εφόσον μιλάμε για αθάνατες πόλεις θα πρέπει να επισημανθεί πως όταν λέμε Βαγδάτη εννοούμε την ευρύτερη περιοχή επί της οποίας οικοδομήθηκαν η Κτησιφών, η Σελεύκεια η επί του Τίγρη και η Βαβυλώνα. Αυτή είναι η «Βαγδάτη». Μια πανάρχαια απέθαντη και πεισματικά αρνούμενη να βγει εκτός παγκόσμιας ιστορίας αστική περιοχή εδώ και χιλιετίες. Αυτή η Πόλη, η «Βαγδάτη» συμβολικά, δηλαδή η ευρύτερη αστική και ιστορική περιοχή, έχει δει Marduk και Ishtar-Inanna, Σαργών, Χαμουραμπί και Ναβουχοδονόσορ, Πέρσες και Μακεδόνες, Ρωμαίους και Άραβες, Ιουδαίους, Χριστιανούς και Μουσουλμάνους, αγγλοσαξονικής κοπής πετρέλαιο-και-δολάριοφόρους, έχει καταπιεί κάμποσους τρόπους παραγωγής και επαναστάσεις (νεολιθικές αγροτικές, μεταλλούργικές, βιομηχανικές, πληθυσμιακές και αστικοποίησης) και έχει δει να περνάνε από μπροστά της και να χάνονται στην ιστορική λήθη πάμπολλες αυτοκρατορίες, λαοί, θεοί και δαίμονες, γλώσσες και γραφές (μπορεί να φανταστεί κάποιος τη βαρύτητα της συγκεκριμένης πόλης αν σταθμίσει πως παρόλο που ήταν σε μια από τις πιο αδύναμες οικονομικά φάσεις της υπερχιλιετούς ιστορίας της, παρ'όλα αυτά, αποτέλεσε την πόλη επίκεντρο από την οποία ξεκίνησε μια ολόκληρη εποχή, η οποία ακόμη βρίσκεται σε εξέλιξη. Στη Βαγδάτη άνοιξαν οι πύλες της νέας -μεταψυχροπολεμικής- εποχής). Οι Κινέζοι έχουν καταφέρει να μην έχει εγκαταλειφθεί και ερημοποιηθεί, να μην έχει πεθάνει, καμία από τις τέσσερις ιστορικές τους πρωτεύουσες - όλες κατοικούνται και είναι ζωντανές.

Σημ.4: Όπως διαβάσαμε το ύψος κτιρίων μαζικής κατοίκησης και ενοικίασης που υπήρχαν στην αρχαία Ρώμη ο «δυτικός» έπρεπε να φτάσει στον 19ο αιώνα για να το δει, ενώ θα έπρεπε να περάσουν περίπου τέσσερις χιλιετίες για να δει η «Ευρώπη» -και όχι η Ευρώπη αλλά η νήσος της Βρετανίας- κτίσμα υψηλότερο από τη Μεγάλη Πυραμίδα: Cathedral Church of the Blessed Virgin Mary of Lincoln.

Σημ.5: Οι τρεις εικόνες είναι από αμερικανικές πόλεις και φανερώνουν μια διαδικασία-φάση αποδόμησης, παρακμής και ερημοποίησης που περιγράφεται και στο κείμενο. Είναι διαφορετικό πράγμα προϋπάρχουσες κατοικημένες πόλεις που διέθεταν σφρίγος και ήταν ζωντανές να πεθαίνουν και να αδειάζουν σε μια χώρα με υψηλά επίπεδα αστικοποίησης (περίπου 50 εκατομμύρια μη αστικοποιημένος πληθυσμός, αυτά είναι τα περιθώρια και το βάθος των Η.Π.Α), και διαφορετικό πράγμα να κατασκευάζονται νέες μη κατοικημένες πόλεις -ή να επεκτείνονται παλαιές- προκειμένου να κατακλυστούν από μάζες που θα συρρέουν από την ύπαιθρο σε μια χώρα με χαμηλό ποσοστό αστικοποίησης (πάνω από 500 εκατομμύρια μη αστικοποιημένος πληθυσμός στην Κίνα), υψηλή ζήτηση κατοικιών κ.λπ ή για λόγους «οικονομικούς» (μια πόλη που δημιουργείται αποκλειστικά για λόγους «οικονομικούς» δεν μπορεί παρά να είναι τεχνητή). Η τελευταία εξωτερική ως προς τις Η.Π.Α περίπτωση εν πολλοίς υπερτονίζεται και προκειμένου να καλύψουν και να προκαταλάβουν την ανάδειξη της πρώτης κατάστασης στο εσωτερικό των Η.Π.Α. Το ζήτημα της αποσύνθεσης αμερικάνικών πόλεων, της αστικής παρακμής και της υποβάθμισης και κυρίως ερημοποίησης προαστίων έχει αναδειχθεί ελάχιστα σε σχέση με τη βαρύτητα του. Αν ψάξετε κάπως βαθύτερα θα συνειδητοποιήσετε και θα καταλάβετε αρκετά.

[-] Ήδη από την εποχή του Στράβωνα γνωρίζουμε για την ερήμωση παλαιών σπουδαίων αστικών κέντρων και για την πολυφυλετικότητα των μεγάλων πόλεων - αυτά τα θερμαινόμενα σπήλαια όπως τα είχε χαρακτηρίσει ο Ξενάκης.

[-] Το άδειασμα της υπαίθρου αποτελεί προμήνυμα του θανάτου της πόλης ενώ δημιουργεί τη ψευδαίσθηση πως η πόλη είναι ζωντανή, γεμάτη σφρίγος και πως έχει μακρυά ποδάρια.

[-] Ο μόνιμος κάτοικος, άνθρωπος του χωριού και αυτός της κοσμόπολης περιγράφονται στο κείμενο. Εξαιρετικό ενδιαφέρον έχουν οι εξωτερικές σχέσεις και οι εσωτερικές εντάσεις του ανθρώπου που συνδέει το χωριό με την πόλη και αυτού που συνδέει την πόλη με την κοσμόπολη.

[-] Διαβάζω πως «Μπορούμε να μιλήσουμε για τους Έλληνες χωρίς να μιλήσουμε για τις οικονομικές συνθήκες. Τους Ρωμαίους τους κατανοούμε μόνο μέσα από αυτές». Ένα ακόμη χαρακτηριστικό της στειρότητας του τεχνικού πολιτισμού και του ανθρώπου του.

[-] Στο συγκεκριμένο έργο του Spengler έχουμε αναφορά και ματιά στο φαινόμενο του «νομαδισμού» και στον «τελευταίο άνθρωπο» δεκαετίες πριν από τους Deleuze και Fukuyama.


Bonus
Αγροτόσπιτο, καλλιέργεια, μόνιμη εγκατάσταση και επιστημονική φαντασία

Στο βιβλίο δίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα στον αγρότη-χωρικό ο οποίος είναι ανιστορικός και βρίσκεται σχεδόν ακίνητος περίπου εκτός παγκόσμιας ιστορίας - η οποία είδαμε πως είναι η ιστορία του ανθρώπου της πόλης και δεν ταυτίζεται με την ιστορία του ανθρώπου εν γένει. Θεωρείται λοιπόν ο αγρότης-χωρικός ο αιώνιος άνθρωπος του οποίου ο εσωτερικός κόσμος δεν αγγίζεται από την ιστορία (του ανθρώπου) της πόλης αλλά συνάμα είναι τροφοδότης και «αστείρευτη» πηγή της. Γίνεται επίσης αναφορά στη συμβολική του αγροτόσπιτου: στο ρίζωμα του ανθρώπου στο έδαφος μέσω της καλλιέργειας, στον δεσμό που αναπτύσσει με τη γη και την ανακάλυψη μιας ψυχής στο τοπίο (καθώς και μιας νέας ευσέβειας με χθόνιους τύπους λατρείας). Ως πλήρης έκφραση αυτών των συναισθημάτων δημιουργείται η συμβολική μορφή του αγροτόσπιτου - το αγροτόσπιτο είναι το μεγάλο σύμβολο της μόνιμης εγκατάστασης. Αυτές οι ψυχικές και συμβολικές σχέσεις και εκφράσεις (εν συντομία και μεταξύ άλλων) αποτελούν προϋπόθεση κάθε πολιτισμού ο οποίος αναπτύσσεται εμβαθύνοντας τους ψυχικούς δεσμούς του ανθρώπου με το έδαφος. Όπως διαβάσαμε μονάχα ο τεχνικός «πολιτισμός» ή η τεχνική -δηλαδή η τελευταία- φάση ενός (πνευματικού) πολιτισμού περιφρονεί αυτές τις ρίζες του ψυχισμού και αποκολλάται από αυτές.

Στα πλαίσια αυτά ας δούμε κάτι ενδιαφέρον και νόστιμο από τη μαζική κουλτούρα και την κινηματογραφική βιομηχανία που σχεδόν κανείς δεν παρατηρεί ή δίνει ιδιαίτερη σημασία.


Το αγροτόσπιτο από την κινηματογραφική παραγωγή Interstellar (2014)


Οι δύο πρώτες λέξεις με τις οποίες ξεκινά η σχεδόν μετα-αποκαλυπτική κινηματογραφική του δημιουργία Interstellar (2014), σε σκηνοθεσία Christopher Nolan, είναι πατέρας και αγρότης. Το έργο ξεκινάει ως εξής: «Ο πατέρας μου ήταν αγρότης. Όπως ήταν όλοι εκείνη την εποχή. Βέβαια δεν ξεκίνησε έτσι». Κατά τη διάρκεια της ταινίας ο πρωταγωνιστής (Matthew McConaughey / Cooper), ο οποίος κατά το παρελθόν ήταν μηχανικός και πιλότος και δεν επιθυμεί ο γιος του να γίνει αγρότης, ακούει τα εξής από σχολικούς υπαλλήλους σχετικά με τις σπουδές του γιου του «δεν χρειαζόμαστε μηχανικούς. Δεν έχουμε ξεμείνει από τηλεοράσεις ή αεροπλάνα. Έχουμε ξεμείνει από φαγητό. Ο κόσμος χρειάζεται αγρότες» ενώ ο γιος λέει απευθυνόμενος προς αυτόν «Απεχθάνεσαι να είσαι αγρότης μπαμπά. Ο παππούς το είπε». Σε άλλο σημείο στην ταινία λέει ο παππούς του μικρού και πατέρας του πρωταγωνιστή:

Μην εμπιστεύεσαι κάνοντας το σωστό για τον λάθος λόγο. Το γιατί είναι ο λόγος... Ο σκοπός.

Και ο πρωταγωνιστής (Matthew McConaughey / Cooper) απαντά:

Ο σκοπός είναι γερός. Είμαστε αγρότες καθόμαστε εδώ κάθε χρόνο... Και όταν δεν βρέχει καθόλου λέμε... Δεν πειράζει του χρόνου. Του χρόνου δεν θα μας σώσει ούτε ο επόμενος χρόνος. Αυτός ο πλανήτης είναι θησαυρός... αλλά μας λέει να φύγουμε εδώ και αρκετό καιρό. Το ανθρώπινο γένος γεννήθηκε στην γη αλλά δεν είναι προορισμένο να πεθάνει εδώ πέρα.


Και πάλι όμως, και αλλού που θα πάμε, πάλι μπροστά μας θα τα βρούμε: η σπουδαιότερη εργασία προκειμένου να συνεχίσει να παλεύει για να επιβιώσει ο πρωταγωνιστής σε μια άλλη κινηματογραφική παραγωγή, από τον Ridley Scott αυτή τη φορά στο έργο The Martian (2015), ήταν αυτή που απεικονίζεται στις φωτογραφίες


Βλέπουμε λοιπόν σε δύο από τις πλέον προωθημένες εμπορικές παραγωγές που καταπιάνονται φυσικά και μεταφυσικά με το κοντινό και απώτατο σύμπαν να δίνουν χώρο και βαρύτητα τόσο στην καλλιέργεια και τον αγρό όσο και στο συμβολισμό του αγροτόσπιτου ως πρωτογενείς πράξεις και λειτουργίες - στο τέλος του Interstellar ο πρωταγωνιστής επισκέπτεται ένα ακριβές αντίγραφο της φάρμας και του αγροτόσπιτου σε διαστημικό σταθμό:


«Ό,τι είναι για τον πολιτισμένο άνθρωπο η πόλη... είναι για τον αγρότη-χωρικό το σπίτι του»

Και ακόμη πιο ριζικά, όπως το θέτει ο συγγραφέας σε ένα άλλο απόσπασμα από το έργο που διαβάσατε:

Ο αγρότης-χωρικός είναι ο αιώνιος άνθρωπος, ανεξάρτητα από κάθε πολιτισμό, που έχει την έδρα του στην πόλη. Προηγείται κάθε πολιτισμού, επιβιώνει και μετά την παρακμή κάθε πολιτισμού.



Υ.γ: Σε μια μέτρια και λιγότερο άξια αναφοράς παραγωγή στην ταινία Signs (2002) με πρωταγωνιστές τους Mel Gibson και Joaquin Phoenix η όλη πλοκή και η «πολιορκία» εξελίσσεται επίσης σε αγροτόσπιτο, βικτωριανού τύπου αυτή τη φορά - κατά δήλωση του σκηνοθέτη Shyamalan το αγροτόσπιτο συμβολίζει την Αμερική ως οχυρό (υπό πολιορκία). Παρόμοια στην αξιόλογη παραγωγή A Quiet Place (2018) με πρωταγωνίστρια την Emily Blunt και σκηνοθέτη και συμπρωταγωνιστή τον John Krasinski. Η πλοκή και τα γεγονότα, το κυνήγι-κρύψιμο και η αγωνία εξελίσσονται σε έναν μετα-αποκαλυπτικό χρόνο σιωπής, όπου ο ανθρώπινος πολιτισμός πέρα από διάσπαρτες εστίες έχει πάψει να υφίσταται (η ταινία βέβαια είναι αλληγορία), στο εσωτερικό ενός μεγάλου αγροτόσπιτου και το περιβάλλον χώρο της φάρμας του. Στην τελευταία παραγωγή από το κινηματογραφικό σύμπαν του Alien με τίτλο Alien: Covenant (2017) το όνειρο της πρωταγωνίστριας και του συντρόφου της (που επανέρχεται και στα τελευταία λόγια της) είναι να χτίσει «μια καλύβα σ'έναν νέο κόσμο. Όπως οι πρωτοπόροι. Μια καλύβα δίπλα σε μια λίμνη... από αληθινά ξύλα». Εδώ έχουμε την «ξύλινη καλύβα δίπλα στη λίμνη» ως σύμβολο της μόνιμης εγκατάστασης (βρίσκονται σε αποστολή αποικισμού ενός πλανήτη) ενώ κατά την επίσκεψη τους σε έναν άλλο ακατοίκητο, δίχως τον παραμικρό ήχο ζωής, πλανήτη βρίσκουν σιτάρι και ακολουθεί ο εξής διάλογος: «- Είναι παλιό, αλλά σίγουρα καλλιεργημένο. - Ποιες oι πιθανότητες τέτοιας βλάστησης τόσο μακριά από τη Γη; - Ανύπαρκτες. - Πoιoς τα έσπειρε;» Η απάντηση είναι ο «πρώτος άνθρωπος» (ανδροειδές) στον πλανήτη, ο οποίος δεν μπορεί παρά να είναι και «αγρότης» (βέβαια είναι και άλλα μακάβρια πράγματα ο συγκεκριμένος). Βλέπουμε λοιπόν σε αρκετά έργα «επιστημονικής φαντασίας», εκτός ή πέρα από τη γη, τον υποτιμημένο πρωτογενή ρόλο και τον χώρο που δίδεται σε αυτές τις θεματικές και στους συμβολισμούς τους.


Τελική Επισήμανση

Δίχως καμία διάθεση υποβάθμισης του έργου του Oswald Spengler, το αντίθετο μάλιστα (εδώ έχουμε να κάνουμε στην κυριολεξία με μια ολόκληρη κοσμοθεώρηση), ο αμφιλεγόμενος και σπουδαίος αυτός συγγραφέας είναι γνωστός αλλά δεν είναι ο μόνος. Η τελική επισήμανση εντάσσει τη σκέψη του Spengler σε ένα ευρύτερο πλαίσιο και έχει ως εξής:

Ο Ibn Khaldun, ο Spengler, ο Sorokin, ο Sima Qian είχαν δίκιο.

Όπως συμβαίνει, σε διαφορετικά επίπεδα και για διαφορετικούς λόγους, και με τους Toynbee, Πολύβιο, Danilevsky, Θουκυδίδη, Deulofeu, Glubb κ.λπ - ας μείνουμε όμως στους πρώτους τέσσερις: ο Sima Qian, ο Ibn Khaldun, ο Oswald Spengler, ο Pitirim Sorokin, είχαν δίκιο.


Υ.γ: Αν πρέπει οπωσδήποτε να βρούμε έναν δεσμό, τότε σύνδεσμος ή γέφυρα ανάμεσα σε όλους τους προηγούμενους και τους ηγεμονεύοντες και κυρίαρχους («μοντέρνους-δυτικούς-προοδευτικούς» ή όπως αλλιώς θέλετε) είναι ο Giambattista Vico.

Viewing all articles
Browse latest Browse all 1486

Trending Articles