.~`~.
Λήθη
Λήθη
Καλότυχοι οἱ νεκροὶ ποὺ λησμονᾶνε
τὴν πίκρια τῆς ζωῆς. Ὅντας βυθίσει
ὁ ἥλιος καὶ τὸ σούρουπο ἀκλουθήσει,
μὴν τοὺς κλαῖς, ὁ καημός σου ὅσος καὶ νἆναι.
τὴν πίκρια τῆς ζωῆς. Ὅντας βυθίσει
ὁ ἥλιος καὶ τὸ σούρουπο ἀκλουθήσει,
μὴν τοὺς κλαῖς, ὁ καημός σου ὅσος καὶ νἆναι.
Τέτοιαν ὥρα οἱ ψυχὲς διψοῦν καὶ πᾶνε
στῆς λησμονιᾶς τὴν κρουσταλλένια βρύση·
μὰ βοῦρκος τὸ νεράκι θὰ μαυρίσει,
ἂ στάξει γι᾿ αὐτὲς δάκρυ ὅθε ἀγαπᾶνε.
στῆς λησμονιᾶς τὴν κρουσταλλένια βρύση·
μὰ βοῦρκος τὸ νεράκι θὰ μαυρίσει,
ἂ στάξει γι᾿ αὐτὲς δάκρυ ὅθε ἀγαπᾶνε.
Κι ἂν πιοῦν θολὸ νερὸ ξαναθυμοῦνται.
Διαβαίνοντας λιβάδια ἀπὸ ἀσφοδύλι,
πόνους παλιούς, ποὺ μέσα τους κοιμοῦνται.
Διαβαίνοντας λιβάδια ἀπὸ ἀσφοδύλι,
πόνους παλιούς, ποὺ μέσα τους κοιμοῦνται.
Ἂ δὲ μπορεῖς παρὰ νὰ κλαῖς τὸ δείλι,
τοὺς ζωντανοὺς τὰ μάτια σου ἂς θρηνήσουν:
Θέλουν μὰ δὲ βολεῖ νὰ λησμονήσουν.
τοὺς ζωντανοὺς τὰ μάτια σου ἂς θρηνήσουν:
Θέλουν μὰ δὲ βολεῖ νὰ λησμονήσουν.
.~`~.
Ἡ ἐληά
Ἡ ἐληά
Εἶμαι τοῦ ἥλιου ἡ θυγατέρα
ἡ πιὸ ἀπ᾿ ὅλες χαϊδευτή,
κι ἡ τόση ἀγάπη τοῦ πατέρα
σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο μὲ κρατεῖ.
Ὅσο νὰ γύρω νεκρωμένη
αὐτὸν τὸ μάτι μου ζητεῖ.
Εἶμαι ἡ ἐληὰ ἡ τιμημένη.
ἡ πιὸ ἀπ᾿ ὅλες χαϊδευτή,
κι ἡ τόση ἀγάπη τοῦ πατέρα
σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο μὲ κρατεῖ.
Ὅσο νὰ γύρω νεκρωμένη
αὐτὸν τὸ μάτι μου ζητεῖ.
Εἶμαι ἡ ἐληὰ ἡ τιμημένη.
Ὅπου κι ἂν λάχω κατοικία
δὲ μοῦ ἀπολείπουν οἱ καρποὶ
ὡς τὰ βαθιά μου γηρατεῖα
δὲν βρίσκω στὴ δουλειὰ ντροπή.
Μ᾿ ἔχει ὁ Θεὸς εὐλογημένη
κι εἶμαι γεμάτη προκοπή.
Εἶμαι ἡ ἐληά ἡ τιμημένη.
δὲ μοῦ ἀπολείπουν οἱ καρποὶ
ὡς τὰ βαθιά μου γηρατεῖα
δὲν βρίσκω στὴ δουλειὰ ντροπή.
Μ᾿ ἔχει ὁ Θεὸς εὐλογημένη
κι εἶμαι γεμάτη προκοπή.
Εἶμαι ἡ ἐληά ἡ τιμημένη.
Φρίκη κι ἐρμιά, νερὰ καὶ σκότη
τὴν γὴν ἐθάψαν μιὰ φορά...
Πράσινη αὐγὴ μὲ φέρνει πρώτη
στὸ Νῶε ἡ περιστερά.
Ὅλης τῆς γῆς εἶχα γραμμένη
τὴν ἐμορφάδα καὶ χαρά.
Εἶμαι ἡ ἐληὰ ἡ τιμημένη.
τὴν γὴν ἐθάψαν μιὰ φορά...
Πράσινη αὐγὴ μὲ φέρνει πρώτη
στὸ Νῶε ἡ περιστερά.
Ὅλης τῆς γῆς εἶχα γραμμένη
τὴν ἐμορφάδα καὶ χαρά.
Εἶμαι ἡ ἐληὰ ἡ τιμημένη.
Ἐδῶ στὸν ἥσκιο μ᾿ ἀποκάτου
ἦρθ᾿ ὁ Χριστὸς ν᾿ ἀναπαυθεῖ,
κι ἀκούστηκε ἡ γλυκειὰ λαλιά του
λίγο προτοῦ νὰ σταυρωθεῖ.
Τὸ δάκρυ του, δροσιὰ ἁγιασμένη,
ἔχει στὴ ρίζα μου χυθεῖ.
Εἶμαι ἡ ἐληά ἡ τιμημένη.
ἦρθ᾿ ὁ Χριστὸς ν᾿ ἀναπαυθεῖ,
κι ἀκούστηκε ἡ γλυκειὰ λαλιά του
λίγο προτοῦ νὰ σταυρωθεῖ.
Τὸ δάκρυ του, δροσιὰ ἁγιασμένη,
ἔχει στὴ ρίζα μου χυθεῖ.
Εἶμαι ἡ ἐληά ἡ τιμημένη.
Καὶ φῶς πραότατο χαρίζω
ἐγὼ στὴν ἄγρια νυχτιά,
τὸν πλοῦτο πιὰ δὲν τὸ φωτίζω,
σὺ μ᾿ εὐλογεῖς φτωχολογιά.
Κι ἂν ἀπ᾿ τὸν ἄνθρωπο διωγμένη,
μὰ φέγγω ἐμπρὸς στὴν Παναγιά.
Εἶμαι ἡ ἐληὰ ἡ τιμημένη.
ἐγὼ στὴν ἄγρια νυχτιά,
τὸν πλοῦτο πιὰ δὲν τὸ φωτίζω,
σὺ μ᾿ εὐλογεῖς φτωχολογιά.
Κι ἂν ἀπ᾿ τὸν ἄνθρωπο διωγμένη,
μὰ φέγγω ἐμπρὸς στὴν Παναγιά.
Εἶμαι ἡ ἐληὰ ἡ τιμημένη.
.~`~.
Ο εφιάλτης της Περσεφόνης
Ο εφιάλτης της Περσεφόνης
Εκεί που φύτρωνε φλισκούνι κι άγρια μέντα
κι έβγαζε η γη το πρώτο της κυκλάμινο
τώρα χωριάτες παζαρεύουν τα τσιμέντα
και τα πουλιά πέφτουν νεκρά στην υψικάμινο.
κι έβγαζε η γη το πρώτο της κυκλάμινο
τώρα χωριάτες παζαρεύουν τα τσιμέντα
και τα πουλιά πέφτουν νεκρά στην υψικάμινο.
Εκεί που σμίγανε τα χέρια τους οι μύστες
ευλαβικά πριν μπουν στο θυσιαστήριο
τώρα πετάνε αποτσίγαρα οι τουρίστες
και το καινούργιο πάν να δουν διυλιστήριο.
ευλαβικά πριν μπουν στο θυσιαστήριο
τώρα πετάνε αποτσίγαρα οι τουρίστες
και το καινούργιο πάν να δουν διυλιστήριο.
Εκεί που η θάλασσα γινόταν ευλογία
κι ήταν ευχή του κάμπου τα βελάσματα
τώρα καμιόνια κουβαλάν στα ναυπηγεία
άδεια κορμιά σιδερικά παιδιά κι ελάσματα.
κι ήταν ευχή του κάμπου τα βελάσματα
τώρα καμιόνια κουβαλάν στα ναυπηγεία
άδεια κορμιά σιδερικά παιδιά κι ελάσματα.
Κοιμήσου Περσεφόνη
στην αγκαλιά της γης
στου κόσμου το μπαλκόνι
ποτέ μην ξαναβγείς.
στην αγκαλιά της γης
στου κόσμου το μπαλκόνι
ποτέ μην ξαναβγείς.
.~`~.
Γράμμα στὸν ἄνθρωπο τῆς πατρίδας μου
Γράμμα στὸν ἄνθρωπο τῆς πατρίδας μου
...Μὴν μὲ μαρτυρήσεις!
Καὶ προπαντὸς νὰ μὴν τοῦ πεῖς πὼς μ᾿ ἐγκατέλειψεν ἡ ἐλπίδα!
Καθὼς κοιτᾷς τὸν Ταΰγετο, σημείωσε τὰ φαράγγια ποὺ πέρασα.
Καὶ τὶς κορφὲς ποὺ πάτησα. Καὶ τὰ ἄστρα ποὺ εἶδα.
Πές τους ἀπὸ μένα,
πές τους ἀπὸ τὰ δακρυά μου, ὅτι ἐπιμένω ἀκόμη πὼς
ὁ κόσμος εἶναι ὄμορφος!
Καὶ προπαντὸς νὰ μὴν τοῦ πεῖς πὼς μ᾿ ἐγκατέλειψεν ἡ ἐλπίδα!
Καθὼς κοιτᾷς τὸν Ταΰγετο, σημείωσε τὰ φαράγγια ποὺ πέρασα.
Καὶ τὶς κορφὲς ποὺ πάτησα. Καὶ τὰ ἄστρα ποὺ εἶδα.
Πές τους ἀπὸ μένα,
πές τους ἀπὸ τὰ δακρυά μου, ὅτι ἐπιμένω ἀκόμη πὼς
ὁ κόσμος εἶναι ὄμορφος!
.~`~.
Ὠδαί
Επίκληση στις Μούσες
Ὠδαί
Επίκληση στις Μούσες
Πολυτέκνου θεᾶς, ὦ Μνημοσύνης
θρέμματα πτερωτά, χαραὶ τοῦ ἀνθρώπου,
καὶ τῶν μακάρων Ὀλυμπίων ἀείμνηστα
κ᾿ εὐτυχῆ δῶρα· ἐπὶ τὰ νῶτα ἀκάμαντα
τῶν ζεφύρων, πετάξατε ταχέως.
Ἐσᾶς προσμένει ἡ γῆ μου· ἐκεῖ τὰ σφάγια,
καὶ τ᾿ ἄνθη ἐκεῖ πλουτίζουσι, καὶ ἡ σμύρνα,
χιλίους ναούς· τοὺς ἔκτισαν ἀνίκητα
τῆς ἱερᾶς Ἐλευθερίας τὰ χέρια.
θρέμματα πτερωτά, χαραὶ τοῦ ἀνθρώπου,
καὶ τῶν μακάρων Ὀλυμπίων ἀείμνηστα
κ᾿ εὐτυχῆ δῶρα· ἐπὶ τὰ νῶτα ἀκάμαντα
τῶν ζεφύρων, πετάξατε ταχέως.
Ἐσᾶς προσμένει ἡ γῆ μου· ἐκεῖ τὰ σφάγια,
καὶ τ᾿ ἄνθη ἐκεῖ πλουτίζουσι, καὶ ἡ σμύρνα,
χιλίους ναούς· τοὺς ἔκτισαν ἀνίκητα
τῆς ἱερᾶς Ἐλευθερίας τὰ χέρια.
Ἦλθεν ἡ ποθητὴ ὥρα· στολίζουσι
τὴν κεφαλὴν σεβάσμιον τῆς Ἑλλάδος
ἡ δάφναι, φύλλα ἀμάραντα θριάμβων·
καὶ σεῖς χρυσά, σεῖς ἀμβροσίοδμα ρόδα
τοῦ παραδείσου ἐλικωνίου, συμπλέξατε
σήμερον τὸν ἁγνὸν στέφανον· μόνη,
ἁμάργαρος, ὁλόγυμνος, αὐτάγγελτος,
τὸ καθαρὸν τοῦ οὐρανοῦ ἀναβαίνει
ἡ Ἀρετή· ἀλλ᾿ ἂν ἡ Πιερίδες
τὴν λαμπρᾶν τῆς χαρίσωσιν ἀκτίνα
ἀφθόνητος τιμᾶται· ἐπαινουμένη
τοὺς ἐπιγείους χοροὺς τότε δὲν φεύγει.
τὴν κεφαλὴν σεβάσμιον τῆς Ἑλλάδος
ἡ δάφναι, φύλλα ἀμάραντα θριάμβων·
καὶ σεῖς χρυσά, σεῖς ἀμβροσίοδμα ρόδα
τοῦ παραδείσου ἐλικωνίου, συμπλέξατε
σήμερον τὸν ἁγνὸν στέφανον· μόνη,
ἁμάργαρος, ὁλόγυμνος, αὐτάγγελτος,
τὸ καθαρὸν τοῦ οὐρανοῦ ἀναβαίνει
ἡ Ἀρετή· ἀλλ᾿ ἂν ἡ Πιερίδες
τὴν λαμπρᾶν τῆς χαρίσωσιν ἀκτίνα
ἀφθόνητος τιμᾶται· ἐπαινουμένη
τοὺς ἐπιγείους χοροὺς τότε δὲν φεύγει.
Ὄσσα δὲ μὴ πεφίληκε
Ζεύς, ἀτύζονται βοᾶν
Πιερίδων ἀΐοντα,
Γᾶν τε καὶ πόντον κατ᾿ ἀμαιμάκετον.
Ζεύς, ἀτύζονται βοᾶν
Πιερίδων ἀΐοντα,
Γᾶν τε καὶ πόντον κατ᾿ ἀμαιμάκετον.
(Πινδάρου Πύθεια α´.)
Λορέντζος Μαβίλης, Κωστὴς Παλαμᾶς, Νίκος Γκάτσος, Νικηφόρος Βρεττάκος, Ἀνδρέας Κάλβος
.~`~.